Μεταπτυχιακό Πρόγραμμα στη Λογιστική & Χρηματοοικονομική Master of Science (MSc) in Accounting and Finance ΤΕΙ ΠΕΙΡΑΙΑ Λογιστική Θεωρία και Έρευνα 6. Ειδικά θέματα Θεωρίας Ι Χρησιμότητα της λογιστικής θεωρίας 1
Χρησιμότητα της λογιστικής θεωρίας 1/2 Καθοδήγηση στους αρμοδίους για την καθιέρωση λογιστικών προτύπων. Παροχή πλαισίου αναφοράς για την επίλυση λογιστικών ζητημάτων (σε περίπτωση απουσίας ειδικού). Προσδιορισμός ορίων για την άσκηση κρίσεως κατά την κατάρτιση λογιστικών καταστάσεων. Κατανόηση και εμπιστοσύνη των χρηστών επί των λογιστικών καταστάσεων. Χρησιμότητα της λογιστικής θεωρίας 2/2 Αύξηση της συγκρισιμότητας των λογιστικών καταστάσεων διαστρωματικά και διαχρονικά. Η εφαρμογή λογιστικών κανόνων και διαδικασιών από μια οικονομική μονάδα παράγει αποτελέσματα τα οποία είναι δυνατόν να ερμηνευθούν ως «εξήγηση» του παρελθόντος ή να αποτελέσουν βάση για «πρόβλεψη» του μέλλοντος. Η λογιστική θεωρία από μόνη της δεν παρέχει εξήγηση ή πρόβλεψη επί οικονομικών γεγονότων 2
Προβλεπτική ικανότητα Προβλεπτική ικανότητα 1/4 Χρήση παρελθοντικών κερδών για την πρόβλεψη μελλοντικών κερδών Ball and Watts (1972): το κέρδος μπορεί να περιγράφει στατιστικά ως τυχαίος περίπατος (random walk), δηλαδή η καλύτερη εκτίμηση του μελλοντικού κέρδους είναι η προηγούμενη τιμή. Watts and Leftwich (1975): το κέρδος κάθε μιας επιχείρησης ξεχωριστά μπορεί να περιγράφει στατιστικά ως τυχαίος περίπατος. 3
Προβλεπτική ικανότητα 2/4 Χρήση τριμηνιαίων κερδών για την πρόβλεψη ετήσιων κερδών Brown and Niederhoffer (1968) and Coates (1972): α) οι ενδιάμεσες λογιστικές καταστάσεις είναι χρήσιμες κατά την πρόβλεψη του ετήσιου κέρδους. β) η προβλεπτική ικανότητα βελτιώνεται με κάθε νέα ενδιάμεση λογιστική έκθεση. Προβλεπτική ικανότητα 3/4 Χρήση δεδομένων κλάδων εκμετάλλευσης (segment data) για την πρόβλεψη κερδών ολόκληρης της οικονομικής μονάδας (equity income) Kinney (1971) and Collins (1976): τα κέρδη από επιμέρους κλάδους εκμετάλλευσης σε συνδυασμό με τις πωλήσεις είναι καλύτερες βάσεις από τα ενοποιημένα κέρδη για την πρόβλεψη του μελλοντικού κέρδους μιας οικονομικής μονάδας με πολλούς κλάδους εκμετάλλευσης (diversified firms). 4
Προβλεπτική ικανότητα 4/4 Χρήση λογιστικών δεδομένων για την πρόβλεψη χρηματοπιστωτικής δυσχέρειας (distress risk). Beaver (1966): Univariate Discriminant Analysis Altman (1968): Multivariate Discriminant Analysis Ohlson (1980): Logit Analysis Κεντρικό Συμπέρασμα: Οι λογιστικοί αριθμοδείκτες μπορούν να προβλέψουν την χρηματοπιστωτική δυσχέρεια. Ποιοτικά χαρακτηριστικά 5
Ποιοτικά χαρακτηριστικά Συνάφεια (relevance): το άτομο που επεξεργάζεται τις λογιστικές πληροφορίες πρέπει να γνωρίζει τι είναι συναφές για το άτομο προς το οποίο δίνονται οι πληροφορίες προς αξιοποίηση. Χρησιμότητα (usefulness): οι χρήσιμες λογιστικές πληροφορίες δεν εκφράζονται πάντοτε σε μετρήσιμες ποσότητες. Αντικειμενικότητα (objectivity) 1/3 Ανεξαρτησία από υποκειμενικές γνώμες αυτών οι οποίοι πληροφορούν. Δυνατότητα επαλήθευσης (verifiableness) από τρίτα μέρη. Οι συνθήκες αντικειμενικότητας μπορούν να ικανοποιηθούν μόνο από ποσότητες ή αξίες που είναι επαληθεύσιμες με άμεσες μετρήσεις (π.χ. απογραφή αποθεμάτων) 6
Αντικειμενικότητα (objectivity) 2/3 Στην πράξη οι αξίες που κρίνει η λογιστική ως αποδεκτές βασίζονται σε εκτιμήσεις, υποθέσεις, προϋποθέσεις και παραδόσεις, οι οποίες είναι λογικές σε σχέση με τις δοθείσες τεχνικές λογιστικής ανάλυσης και λογιστικής γνώση. Συχνά όμως στηρίζονται σε υποκειμενικές γνώμες και κρίσεις. Αντικειμενικότητα (objectivity) 3/3 Ο Ijiri (1967) υποστηρίζει ότι: Η αντικειμενικότητα των λογιστικών αξιών εξαρτάται από τον βαθμό συναίνεσης στις γνώμες των διάφορων ειδικών. Η αντικειμενικότητα των λογιστικών μετρήσεων (αποτιμήσεων) ποικίλει σε σχέση με την μεγαλύτερη ή μικρότερη ικανότητα των ατόμων που τις πραγματοποιούν. Η αξιοπιστία των λογιστικών μετρήσεων κρίνεται σε σχέση με την χρησιμότητα τους, σε αντίθεση με την αντικειμενικότητα που είναι ανεξάρτητη της χρησιμότητας. Ο Hendrksen (1965) υποστηρίζει ότι: Μία τιμή του παρελθόντος είναι πιο αντικειμενική από μια δυνητική τιμή του παρόντος, και αυτή η τιμή με την σειρά της, είναι πιο αντικειμενική από μια εκτιμούμενη μελλοντική τιμή. 7
Ομοιομορφία 1/2 Ομοιομορφία (uniformity): ενοποίηση των κριτηρίων προσδιορισμού και παρουσίασης των λογιστικών πληροφοριών σε σχέση με την δομή και το περιεχόμενο των λογιστικών καταστάσεων για διαφορετικές οικονομικές μονάδες ή για διαφορετικές περιόδους της ίδιας οικονομικής μονάδας. Η ομοιομορφία θέτει όρια στη διακριτική ευχέρεια των λογιστών. Ομοιομορφία 2/2 Η ομοιομορφία είναι χρήσιμη σε διαχρονικές, διαστρωματικές και διακρατικές συγκρίσεις αφού διευκολύνει την ερμηνεία των λογιστικών εγγράφων και εγγυάται ένα ελάχιστο επίπεδο ποιότητας των λογιστικών πληροφοριών. Βασική προϋπόθεση: προσαρμογή σε πρότυπα (standards) που προσδιορίζουν με σαφήνεια την ορθή λογιστική πρακτική. Η ομοιομορφία συνιστά τη χρήση των ίδιων κριτηρίων αποτίμησης για όλα τα συστατικά στοιχεία των λογιστικών καταστάσεων. Η ομοιογένεια των κριτηρίων αποτίμησης προσδίδουν το χαρακτηριστικό της προσθεσιμότητας στα άνω συστατικά στοιχεία. Η συνθήκη της ομοιογενείας δεν ισχύει στην πράξη. 8
Δυαδικότητα και διπλογραφία Δυαδικότητα και διπλογραφία 1/3 Lehmann (1956): η διπλογραφική λογιστική έχει ένα ιδιαίτερο πλεονέκτημα το οποίο έγκειται στο βασικό αξίωμα της ισότητας μεταξύ χρέωσης και πίστωσης, το οποίο συνιστά ένα είδος συστηματικής επαλήθευσης των εξαγόμενων της έρευνας. Garnier (1963): η διπλής μορφής εγγραφή οφείλεται στην καταχώρηση τόσο της πράξης όσο και της συνέπειας από την πράξη. Rittershausen: H διπλογραφία αποτελεί ένα μαθηματικό φαινόμενο το οποίο έχει ελάχιστα ερευνηθεί. Η μαθηματική φύση τόσο της διπλογραφίας όσο και κάθε συστήματος λογαριασμών οδήγησε σε μαθηματικές θεωρίες της λογιστικής με πρωτεργάτες τους Popon, Rossi, Massetti και Schaer. 9
Δυαδικότητα και διπλογραφία 2/3 Ο Ijiri (1967) αναφέρει ότι η δυαδικότητα μπορεί να παρουσιάζει 2 εννοιολογικές σημασίες: να εκφράζει μια σχέση μεταξύ 2 όψεων (που δεν αποτελούν κατ ανάγκη ζεύγος) σύμφωνα με την οποία οι ποσότητες διαμορφώνουν το προς καταχώρηση αντικείμενο. να εκφράζει μια σχέση αιτίας και αποτελέσματος μεταξύ τέτοιων ποσοτήτων Ijiri (1967): με βάση αυτές τις 2 σημασίες υπάρχουν 2 είδη έγγραφων: ταξινομικό (classification type) αιτιολογικό (casual type). Δυαδικότητα και διπλογραφία 3/3 Ο Ijiri (1967) αναφέρει: Ως αντικείμενο της διπλογραφίας θεωρείται η ποσοτική καταγραφή των περιουσιακών στοιχείων τα οποία εισέρχονται στην οικονομική μονάδα και οι μεταβολές αυτών των περιουσιακών στοιχείων. Τα περιουσιακά στοιχεία διακρίνονται σε : α) θετικά λογαριασμοί ενεργητικού. β) αρνητικά λογαριασμοί υποχρεώσεων και ιδίων κεφαλαίων. Η θεώρηση ως αρνητικά αναφέρεται στην μελλοντική μείωση των στοιχείων του ενεργητικού κατά την αποπληρωμή υποχρεώσεων ή την ρευστοποίηση της επιχείρησης. Τα περιουσιακά στοιχεία και οι μεταβολές τους θεωρούνται μέσω: α) ταξινομικό είδος έγγραφης πολλές οπτικές γωνίες. β) αιτιολογικό είδος έγγραφης οπτική γωνία αιτίας και αποτελέσματος. 10