ΦΑΣΟΛΙΑ (ΧΛΩΡΑ) 1. Ταξινόμηση Με το όνομα ''χλωρά φασόλια'' εννοούνται τα φυτά του γένους Phaseolus αλλά και τα φυτά των γενών Dolichus και Vigna, τα οποία καλλιεργούνται για την παραγωγή πράσινων (χλωρών) καρπών. Τα ανωτέρω γένη ανήκουν στην οικογένεια των ψυχανθών (Fabaceae ή Leguminosae ή Papilionaceae). Από το γένος Phaseolus vulgaris L. παράγονται τα κοινώς ονομαζόμενα φασολάκια ενώ από τα γένη Dolichus labbab L. και Vigna sinensis Endl. παράγονται τα κοινώς ονομαζόμενα ''γυφτοφάσουλα'', ''μαυρομάτικα φασόλια'' ή ''αμπελοφάσουλα'' ή ''αραποφάσουλα'' ή ''σμυρναϊκά φασολάκια'' ή ''ψιλά φασολάκια'' ή ''βελονάκια'' (Κέρκυρα). Η κοινή ονομασία των φασολιών στις σπουδαιότερες ευρωπαϊκές γλώσσες είναι η εξής: Αγγλικά: snap bean ή common bean ή green bean ή french-kidney bean, Γαλλικά: haricot, Γερμανικά: bohue, Ισπανικά: ejote, Ιταλικά: fagiolino. Η χρωμοσωμική σύνθεση του φασιόλου είναι 2n = 2x = 22 2. Καταγωγή διάδοση Τα φυτά του γένους Phaseolus ήταν άγνωστα στις χώρες του παλαιού κόσμου κατά την αρχαιότητα και δεν έχουν καμία σχέση με το φασίολο ή φάσηλον των αρχαίων ελλήνων, ο οποίος μάλλον ήταν είδος του λούπινου (Δημητράκης, 1967). Το κοινό φασόλι εισάχθηκε στην Ευρώπη τον 16 μ.χ. αιώνα από την Κεντρική 390
Πίνακας 42. Έκταση και παραγωγή χλωρών φασολιών σε παγκόσμια κλίμακα, στις κυριότερες χώρες παραγωγής και στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Ε.Ε.) κατά το έτος 1996. Έκταση (1) Χ 1000 στρ Σύνολο (1) Παραγωγής Χ 1000 Μ.Τ. Μέση Παραγωγή Kg/στρέμμα % του συνόλου της Παραγωγής Παγκόσμια 4910 3620 737 100 Κατά ήπειρο Αφρική 320 193 603 5,3 Β. & Κ. Αμερική 380 240 631 6,6 Ν. Αμερική 340 99 291 2,7 Ασία 2580 2059 798 56,9 Ευρώπη 1200 979 816 27,1 Ωκεανία 90 51 567 1,4 Κυριότερες Χώρες Παραγωγής 1. Κίνα 800 950 1188 26,2 2. Τουρκία 530 440 838 12,2 3. Ινδονησία 290 235 810 6,5 4. Iσπανία 230 224 989 6,2 5. Ταϋλάνδη 220 87 396 2,4 6. Ιταλία 190 158 853 4,4 7. Αίγυπτος 140 109 790 3,0 8. Μπαγκλαντές 130 54 417 1,5 9. Γαλλία 110 103 981 2,8 10. Ιαπωνία 110 75 716 2,1 Χώρες Ε.Ε. 840 834 993 23,0 1. Ισπανία 230 224 989 6,2 2. Ιταλία 190 158 853 4,4 3. Γαλλία 110 103 981 2,8 4. Ελλάδα 80 75 893 2,1 5. Ολλανδία 60 80 1333 2,2 6. Βέλγιο & 50 80 1600 2,2 Λουξεμβούργο 7. Γερμανία 50 49 1006 1,4 8. Ηνωμένο 40 38 996 1,0 Βασίλειο 9. Πορτογαλία 30 25 833 0,7 10. Ιρλανδία -- 2 750 0,1 (1) Περιλαμβάνει την έκταση και την παραγωγή τόσο της υπαίθριας όσο και της υπό κάλυψη καλλιέργειας χλωρών φασολιών. Πηγή: FAO Yearbook, Production vol. 50, 1996 (FAO Statistics Series No. 127) 391
Πίνακας 43. Έκταση και παραγωγή χλωρών φασολιών στην Ελλάδα, στο ύπαιθρο και εκτός εποχής (υψηλά θερμοκήπια και χαμηλά τούνελ), τη χρονική περίοδο 1980-1994. ΦΑΣΟΛΑΚΙΑ ΘΕΡΜΟΚΗΠΙΟΥ ΥΠΑΙΘΡΙΑ ΟΛΙΚΟ ΕΤΟΣ Έκταση Παραγωγή Έκταση Παραγωγή Έκταση Παραγωγή (στρ.) (τόννοι) (στρ.) (τόννοι) (στρ.) (τόννοι) 1980 1650 2440 78650 65510 80300 67950 1981 1790 2470 81990 70840 83730 73310 1982 2220 2680 82090 71760 84310 74440 1983 2150 3330 81420 77410 83570 80740 1984 1710 2920 78230 68710 79940 71630 1985 1840 3030 78310 71680 80150 74710 1986 1230 2920 76360 73380 77590 76300 1987 860 1420 75490 70630 76350 72050 1988 610 870 77020 68790 77630 69660 1989 1420 2740 73350 68320 74770 71060 1990 1650 2580 72420 64370 74070 66950 1991 1310 2060 76240 76580 77550 78640 1992 1330 2150 73970 73030 75300 75180 1993 1693 2793 70407 69007 72100 71800 1994 1780 2750 71220 69250 73000 72000 Πηγή: Υπουργείο Γεωργίας (Διεύθυνση Πολιτικής Γης και Τεκμηρίωσης) Αμερική, όπου απαντάται αυτοφυές στις τροπικές και παρατροπικές περιοχές της. Από τις ίδιες περιοχές εξαπλώθηκε προς την Καλιφόρνια και απ' εκεί στις υπόλοιπες Δυτικές περιοχές της Β. Αμερικής. Αντιθέτως, στις Ανατολικές περιοχές της Β. 392
Αμερικής η καλλιέργεια του φασολιού εισάχθηκε από την Ευρώπη περί το τέλος του 19 ου αιώνα (Ολύμπιος, 1994). Στην Ελλάδα, την Ιταλία, την Τουρκία και άλλες παραμεσόγειες χώρες το φασόλι εισάχθηκε τον 17 μ.χ. αιώνα. Αντίθετα με το φασόλι, ο δόλιχος (Dolichus) κατάγεται από τη Ν. Ασία (Ινδία), ήταν γνωστός στους αρχαίους Έλληνες και αναφέρεται από το Διοσκουρίδη ως ''σμίλαξ η κηπαία''. Η βίγνα (Vigna) κατάγεται από τις τροπικές περιοχές της Δυτικής Αφρικής και της Ν. Δ. Ασίας (Παπουτσή - Κωστοπούλου, 1992). Σήμερα και τα τρία γένη (Phaseolus, Dolichus, Vigna) καλλιεργούνται τόσο, για τους χλωρούς καρπούς (λοβούς) όσο και για τα ξερά σπέρματά τους, σχεδόν σ' όλα τα γεωγραφικά πλάτη και μήκη της υφηλίου. Οι καλλιεργούμενες μ' αυτά εκτάσεις και η παγκόσμια παραγωγή χλωρών καρπών φαίνονται στον Πίνακα 42. Έτσι, η Ασία αφενός και η Ευρώπη αφετέρου είναι οι ήπειροι που κυρίως καλλιεργούνται τα ''χλωρά φασόλια'', συμμετέχοντας με ποσοστό 57% και 27% αντίστοιχα στην παγκόσμια παραγωγή. Η Κίνα και η Τουρκία είναι οι δύο κατά σειρά πρώτες χώρες στην κατάταξη των με χλωρά φασόλια καλλιεργούμενων εκτάσεων, συμμετέχοντας με ποσοστό 26,2% και 12,2% αντίστοιχα στην παγκόσμια παραγωγή χλωρών καρπών. Στην Ευρωπαϊκή Ένωση οι τρεις πρώτες κατά σειρά χώρες όπου καλλιεργείται το φασόλι για παραγωγή χλωρών λοβών είναι η Ισπανία, η Ιταλία και η Γαλλία. Η Ελλάδα καταλαμβάνει την 4 η θέση σ' ό,τι αφορά τις καλλιεργούμενες εκτάσεις και την 7 η θέση σ' ό,τι αφορά την παραγωγή. Στη χώρα μας οι καταλαμβανόμενες με φασόλια εκτάσεις για την παραγωγή χλωρών καρπών ανέρχονταν το έτος 1994 σε 73.000 στρέμματα, εκ των οποίων 1780 στρέμματα αφορούσαν θερμοκηπιακές καλλιέργειες και το υπόλοιπο 71.220 στρέμματα αφορούσαν υπαίθριες καλλιέργειες (Πίνακας 43). Από τον ίδιο Πίνακα διαπιστώνεται ότι ο αριθμός των στρεμμάτων που καλλιεργήθηκαν με φασόλια σε θερμοκήπια και χαμηλά σκέπαστρα δεν παρουσίασε μία σταθερή ανοδική τάση ή κάποια στασιμότητα. Αντίθετα μάλιστα οι αυξομειώσεις ήταν 393
τόσο θεαματικές που καμία άλλη υπό κάλυψη καλλιέργεια δεν παρουσίασε παρόμοιες στη χρονική περίοδο από 1980 έως 1994. Το φαινόμενο της αυξομείωσης των εκτάσεων οφείλεται κυρίως στις μεγάλες διακυμάνσεις των τιμών από έτος σε έτος, χωρίς βεβαίως να παραβλέπονται και άλλοι παράγοντες όπως π.χ. η παράταση του χειμώνα αργά το Μάρτιο, οι τυχόν μεγάλης διάρκειας συννεφιές το Φεβρουάριο και το Μάρτιο κ.λπ. Η κατανομή των εκτάσεων της καλλιέργειας φασολιού σε υψηλά θερμοκήπια και σε χαμηλά σκέπαστρα και η αντίστοιχη παραγωγή χλωρών καρπών φαίνεται στον Πίνακα 44, ενώ η γεωγραφική κατανομή της καλλιέργειας στα διάφορα διαμερίσματα της Ελλάδας φαίνεται στον Πίνακα 45. Έτσι διαπιστώνεται ότι η υπό κάλυψη (χαμηλά σκέπαστρα και υψηλά θερμοκήπια) καλλιέργεια φασολιού για την παραγωγή χλωρών καρπών εντοπίζεται κυρίως στη Μακεδονία και την Πελοπόννησο όπου το ποσοστό των εκτάσεων είναι το 48% και 34% ενώ της παραγωγής είναι το 32% και 50% αντίστοιχα της Πανελλήνιας έκτασης και παραγωγής φασολιών. Πίνακας 44. Έκταση και παραγωγή χλωρών φασολιών στην Ελλάδα σε υψηλά θερμοκήπια, σε χαμηλά σκέπαστρα και στην ύπαιθρο την καλλιεργητική περίοδο 1994. Μορφή καλλιέργειας Έκταση Παραγωγή Μέση απόδοση α/α Στρέμματα % Τόννοι % κιλά/στρέμμα 1. Υπαίθρια καλλιέργεια 71.220 97,6 69.250 96,2 972 2. Καλλιέργεια σε θερμοκήπια (1) 1.500 2,0 2.295 3,2 1530 3. Καλλιέργεια σε σκέπαστρα 280 0,4 455 0,6 1625 Σύνολο εκτός (2+3) 1.780 2,4 2.750 3,8 1545 Γενικό σύνολο (1+2+3) 73.000 100,0 72.000 100,0 986 (1) Σε πλαστικά μη θερμαινόμενα υψηλά θερμοκήπια Πηγή: Υπουργείο Γεωργίας (Διεύθυνση Πολιτικής Γης & Τεκμηρίωσης) 394
Όλα τα άλλα γεωγραφικά διαμερίσματα της χώρας, ακόμη και αυτή η Κρήτη που έχει παράδοση στις θερμοκηπιακές καλλιέργειες, συμμετέχουν κατ ελάχιστο στην παραγωγή φασολιών από υπό κάλυψη καλλιέργειες. Πίνακας 45. Γεωγραφική κατανομή των υπό κάλυψη εκτάσεων χλωρών φασολιών στην Ελλάδα το έτος 1994 με την αντίστοιχη παραγωγή. Γεωγραφικό Έκταση Παραγωγή Μέση στρεμματική α/α Διαμέρισμα Στρεμ. % τόννοι % απόδοση (κιλά) 1. Μακεδονία 854 48,0 877 31,9 1.027 2. Πελοπόννησος 601 33,8 1.381 50,2 2.298 3. Στερεά Ελλάδα 134 7,5 207 7,5 1.545 4. Κρήτη 86 4,8 87 3,2 1.012 5. Ήπειρος 29 1,6 53 1,9 1.827 6. Νησιά Αιγαίου 28 1,6 60 2,2 1.680 7. Θράκη 21 1,2 32 1,2 1.524 8. Θεσσαλία 20 1,1 31 1,1 1.550 9. Νησιά Ιουνίου 7 0,4 22 0,8 3.143 Σύνολο 1.780 100,0 2.750 100,0 1.545 Πηγή: Υπουργείο Γεωργίας(Διεύθυνση Πολιτικής Γης & Τεκμηρίωσης) 3. Διαιτητική αξία - Διαμόρφωση τιμών - Εξαγωγές Τα χλωρά φασολάκια είναι από τα λαχανικά που εκτιμώνται ιδιαίτερα από τους καταναλωτές τόσο για τη γευστικότητά τους και τη χρησιμότητά τους στο πεπτικό σύστημα όσο και για τη διαιτητική τους αξία. Οι χλωροί καρποί στο στάδιο της συγκομιδής τους χαρακτηρίζονται από την πολύ χαμηλή περιεκτικότητα σε λίπη και ενέργεια και από την υψηλή περιεκτικότητα σε βιταμίνη A, C και του συμπλέγματος B. Η σύνθεση των χλωρών λοβών φασολιού φαίνεται στον Πίνακα 46. 395
Πίνακας 46. Περιεκτικότητα σε διάφορα στοιχεία και θερμίδες ανά 100 γρ. χλωρού προϊόντος (λοβοί φασολιών) Περιεκτικότητα ανά 100 γρ. χλωρού προϊόντος Βιταμίνες Περιεκτικότητα Ανά 100 γρ. χλωρού Προϊόντος Νερό 88,8 % Βιταμίνη Α 600 Διεθν. μον. Πρωτεΐνες 3,8 % Θειαμίνη 0,13 χλστ. γραμ. Λίπη 0,2 % Ριβοφλαβίνη 0,8 Υδατάνθρακες 6,6 % Νιασίνη 0,13 Ενέργεια 35 θερμίδες Ασκορβικό οξύ 19 Ασβέστιο 19 χλστ. Γραμ. Φωσφόρος 64 Πηγή: Watt and Merrill, 1963. Composition of Foods. Raw, Processed, Prepared. Agriculture Handbook No. 8 USDA. Washington To χλωρό φασόλι, μολονότι είναι καρπός που παράγεται τις θερμές εποχές του έτους (αργά την Άνοιξη - Φθινόπωρο), τα τελευταία χρόνια καταναλώνεται όλο και σε μεγαλύτερες ποσότητες ακόμη και τους ψυχρούς μήνες του χειμώνα. Ο καταναλωτής, αν και έχει τη δυνατότητα να προμηθευτεί την περίοδο αυτή φασολάκια κονσερβοποιημένα ή κατεψυγμένα από την εποχή της μεγάλης σοδειάς του καλοκαιριού, δείχνει προτίμηση στο φρέσκο φασολάκι που παράγεται εκτός εποχής, έστω και αν αυτό είναι ακριβότερο. Οι υψηλότερες τιμές του φρέσκου φασολιού, ανεξάρτητα από ποικιλία, διαμορφώνονται τους μήνες Δεκέμβριο έως Μάϊο με αιχμή την περίοδο από μέσα Φεβρουαρίου μέχρι μέσα Απριλίου. Είναι η περίοδος με τη μικρότερη προσφορά προϊόντος στην αγορά, ενώ η ζήτηση παραμένει περίπου στα επίπεδα Νοεμβρίου - Δεκεμβρίου. Η διακύμανση των τιμών των χλωρών φασολιών στη διάρκεια του έτους φαίνεται στο Σχήμα 30. 396
Σχήμα 30. Πηγή: Διακύμανση τιμής (δραχμές/κιλό) χονδρικής πώλησης δύο τύπων χλωρών φασολιών (τσαουλιά και γερμανικά ή ζαργάνες) στην Κεντρική Λαχαναγορά Αθηνών τα έτη 1994-1996. Οργανισμός Κεντρικής Αγοράς Αθηνών (ΟΚΑΑ), Γραφ. Στατιστικής. 397
Οι κλιματικές συνθήκες της χώρας μας ευνοούν την παραγωγή φρέσκων φασολιών στην ύπαιθρο από τον Απρίλιο μέχρι το Δεκέμβριο, αλλά και τη χειμερινή περίοδο από καλλιέργειες υπό κάλυψη, με ελάχιστα επιπλέον έξοδα. Έτσι, ενώ θα ανέμενε κανείς ότι η ντόπια παραγωγή θα κάλυπτε πλήρως την εσωτερική ζήτηση και μέρος της θα εξάγονταν στις άλλες χώρες συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο. Οι ποσότητες που εξάγονται ετησίως είναι ελάχιστες (δεν υπερβαίνουν τους 10 τόννους), ενώ παρατηρείται και το φαινόμενο εισαγωγής απ άλλες χώρες. Οι αδυναμίες προώθησης ελληνικών οπωροκηπευτικών στις αγορές της Κεντρικής Ευρώπης, όπου η ζήτηση είναι μεγάλη και οι τιμές υψηλές, είναι γενικότερο φαινόμενο, δεν αφορά μόνο τα χλωρά φασολάκια και έχουν αναφερθεί στην τομάτα. 4. Βοτανικοί χαρακτήρες α. Φυτό: Το φυτό και των τριών ειδών (Phaseolus vulgaris, Dolichus Lablab και Vigna sinensis) είναι δικοτυλήδονη ετήσια πόα. Και στα τρία είδη το ύψος των αναρριχώμενων φυτών ξεπερνά τα 120 εκ., δυνάμενο να ξεπεράσει και τα 3 μέτρα. Στο φασόλι (Phaseolus vulgaris) εκτός από τις αναρριχώμενες ποικιλίες, υπάρχουν νάνες ποικιλίες (ύψους 25-40 εκ.), οι οποίες συνιστώνται για υπαίθριες καλλιέργειες και ημιαναρριχώμενες ποικιλίες (ύψους 50-120 εκ.), κατάλληλες για υπαίθριες καλλιέργειες και καλλιέργειες σε χαμηλά σκέπαστρα. Οι αναρριχώμενες ποικιλίες είναι οι πλέον κατάλληλες για καλλιέργειες σε υψηλά θερμοκήπια. β. Βλαστός: Ο βλαστός είναι κυλινδρικός ή πολυγωνικός, ελαφρώς χνουδωτός, με ελάχιστες διακλαδώσεις. Στην αρχή ο βλαστός είναι τρυφερός, εύκαμπτος και με ικανότητα να αναρριχάται με δεξιόστροφη περιέλιξη επί των υποστηριγμάτων, ενώ αργότερα ξυλοποιείται προοδευτικά. 398
γ. Ρίζα: Η ρίζα είναι πασσαλώδης, που μπορεί να αναπτυχθεί σε αρκετό βάθος. Το μεγαλύτερο ποσοστό του ριζικού συστήματος απαντάται σε βάθος 30-50 εκ. Το φασόλι είναι αζωτολόγο φυτό και η ρίζα του φιλοξενεί το Bacterium radicicola και το Rhizobium phaseoli. δ. Φύλλα: Τα φύλλα είναι σύνθετα αποτελούμενα από τρία φυλλάρια τα οποία είναι ρομβοειδή, ωοειδή, οξύληκτα, με μίσχο κυμαινόμενου μήκους (3-10 εκ.), αναλόγως της ηλικίας του φύλλου και της ποικιλίας. ε. Άνθη: Τα άνθη απαντώνται σε μασχαλιαίες ταξιανθίες ανά 6-8 και είναι λευκά, κίτρινα, ιώδη ή ροδόχροα ανάλογα με την ποικιλία. Ο ποδίσκος των ανθέων είναι βραχύτερος του μίσχου του φύλλου. Το άνθος φέρει κάλυκα από 5 σέπαλα, στεφάνη από 5 πέταλα, έχει 10 στήμονες και απλό ύπερο. Στις διαφορές που Σχήμα 31. Παράσταση ανθικών μερών: Ι στεφάνης φασολιού (π = πέτασος, πτ = πτέρυγες, τρ = τρόπιδα), ΙΙ στύλος δόλιχου (απλό και επάκριο στίγμα), ΙΙΙ στύλος βίγνας (διχαλωτό και πλάγιο στίγμα). 399
παρατηρούνται στα μέρη του άνθους βασίζεται και η διάκριση μεταξύ φασολιού, δόλιχου και βίγνας. Έτσι, στο φασόλι η τρόπιδα των ανθέων καταλήγει σε σπειροειδές ράμφος, το οποίο στη μεν βίγνα λείπει παντελώς ή αν υπάρχει αυτό είναι λοξό και όχι σπειροειδές, στο δε δόλιχο η τρόπιδα είναι κανονική. Επίσης το στίγμα του υπέρου στο μεν δόλιχο είναι επάκριο και απλό, στη δε βίγνα διχαλωτό και πλάγιο (Σχήμα 31). Τα άνθη του φασολιού και της βίγνας είναι σχεδόν αυτογονιμοποιούμενα με μικρό ποσοστό (0-2%) σταυρογονιμοποιούμενων. Το μικρό αυτό ποσοστό σταυρογονιμοποίησης στο φασόλι οφείλεται στο γεγονός ότι η τρόπιδα συνίσταται από δύο ατελώς συναπτόμενα ελάσματα τα οποία αφήνουν μερικώς ακάλυπτον τον ύπερο, ο οποίος έτσι βρίσκεται εκτεθειμένος στην επίδραση ξένων γυρεοκόκκων (Καββαδάς, 1956). Το ανωτέρω φαινόμενο παρατηρείται κυρίως όταν οι θερμοκρασίες κατά την περίοδο της άνθησης είναι υψηλές. Αντίθετα, τα άνθη του δόλιχου είναι σε μεγάλο βαθμό σταυρογονιμοποιούμενα. Το άνοιγμα των ανθέων και στα τρία είδη λαμβάνει χώρα νωρίς το πρωϊ και αργά το απόγευμα, οπότε έχει απελευθερωθεί και η γύρη. Αν και το στίγμα είναι δεκτικό της γύρης για μία ολόκληρη ημέρα, η επικονίασή του και η γονιμοποίηση του υπέρου λαμβάνει χώρα μόνο τις πρώτες πρωϊνές ώρες, όταν δηλαδή τα άνθη δέχονται τις πρώτες επισκέψεις των εντόμων επικονιαστών (Βlackwall, 1969). ζ. Καρπός. Είναι λοβός ή χέδρωψ σαρκώδης (όσο είναι άωρος), κυλινδρικός ή πεπλατυσμένος, λεπτός και συνήθως κυρτός προς την κορυφή του. Ο λοβός συνίσταται από δύο συμμετρικές πεπλατυσμένες λωρίδες οι οποίες συνενώνονται με δύο ραφές, οι οποίες μπορεί να φέρουν ή όχι σκληρεγχυματικές ίνες, τα κοινώς αποκαλούμενα ράμματα, νήματα, ή κλωστές. Ο λοβός κατά τη στιγμή της συγκομιδής του ως χλωρού καρπού έχει χρώμα σκούρο ή ανοιχτό πράσινο, κίτρινο ή ενδιάμεσο ανάλογα με την ποικιλία. Μερικές φορές φέρει το πράσινο και το ρόδινο χρώμα σε ακανόνιστες γραμμοειδείς κηλίδες και σε διάφορες αναλογίες (ποικιλία 400
Χάνδρες ). Το μήκος του λοβού κυμαίνεται από 3 εκ. έως 10 ή περισσότερα εκ. για τα φασόλια, ενώ μπορεί να ξεπεράσει τα 20 εκ. στους δόλιχους και τη βίγνα. Κάθε λοβός φασολιού περιέχει 4 8 συνήθως σπέρματα των οποίων το σχήμα, το χρώμα και το μέγεθος (>12 χιλιοστά) διαφέρουν ανάλογα με την ποικιλία. Ο λοβός της βίγνας και του δόλιχου περιέχει πολυάριθμα σπέρματα μεγέθους 6 9 χιλιοστών έκαστο, με μαύρη ή καφέ οφθαλμική κηλίδα, η οποία και τα χαρακτηρίζει. 5. Περιβαλλοντικές συνθήκες - έδαφος και φυτό α. Θερμοκρασία Σε συνθήκες ανοιχτού αγρού το φασόλι ευδοκιμεί και καλλιεργείται σε θερμές περιοχές και εποχές, επειδή είναι φυτό ευπαθές στις χαμηλές θερμοκρασίες τόσο, της ατμόσφαιρας όσο και του εδάφους. Η ελάχιστη θανατηφόρος θερμοκρασία αέρα είναι από -1 C έως 2 C (ανάλογα με τη διάρκειά της) και η ελάχιστη βιολογική θερμοκρασία είναι από 10 έως 12 C. Η καταλληλότερη θερμοκρασία ημέρας κυμαίνεται από 21 έως 28 C και της νύχτας από 16 έως 18 C. Τέτοιες απαιτήσεις σε θερμοκρασία περιορίζουν την υπαίθρια καλλιέργεια στη χρονική περίοδο μεταξύ Απριλίου - Μαϊου και Οκτωβρίου - Νοεμβρίου, ανάλογα με το γεωγραφικό πλάτος, το υψόμετρο και το ιδιαίτερο μικροκλίμα μίας περιοχής. Ο ανωτέρω περιορισμός δεν ισχύει για τις καλλιέργειες σε θερμοκήπια, όπου το φασόλι αναπτύσσεται και παράγει ικανοποιητικά όλες τις εποχές του έτους. Σε θερμοκρασίες υψηλότερες από 30 C, όταν αυτές συνδυάζονται με ξηρή ατμόσφαιρα, παρατηρείται έντονη ανθόρροια και καρπόπτωση. Σε τέτοιες συνθήκες είναι προτιμότερη η καλλιέργεια νάνων ποικιλιών, αντί των αναρριχώμενων οι οποίες απαιτούν δροσερότερο περιβάλλον και προτιμώνται για καλλιέργεια στα θερμοκήπια. Η επίδραση της θερμοκρασίας στην ανθοφορία και την καρπόδεση θα αναφερθεί λεπτομερέστερα στο σχετικό κεφάλαιο. 401
β. Φωτοπερίοδος Στο φασόλι υπάρχουν ποικιλίες ουδέτερες, ποικιλίες μικρής ημέρας και ποικιλίες μακράς ημέρας. Κατά τους White και Laing (1989) συνήθως οι μικρόσπερμες και θαμνώδεις ποικιλίες καθώς και οι ποικιλίες που κατάγονται από περιοχές με μεγάλο γεωγραφικό πλάτος είναι κατά το μεγαλύτερο ποσοστό τους ουδέτερες στο φωτοπεριοδισμό. Ποικιλίες που κατάγονται από περιοχές με μικρό γεωγραφικό πλάτος αντιδρούν στη φωτοπερίοδο ανάλογα με τον τύπο των σπερμάτων που παράγουν και την ικανότητα προσαρμογής τους σε διάφορα υψόμετρα. Πέραν των γενικών αυτών παρατηρήσεων, υπάρχουν ποικιλίες που αντιδρούν στη μακρά φωτοπερίοδο και ανήκουν κυρίως στους αναρριχώμενους τύπους, όπως υπάρχουν και μερικές κυρίως νάνες ποικιλίες μικρής φωτοπεριόδου, οι οποίες και επιβεβαιώνουν τον ισχυρισμό ότι το φασόλι (Phaseolus sp.) κατάγεται από τις τροπικές περιοχές (Ολύμπιος, 1994). Σε κάθε περίπτωση, η ευαισθησία των φυτών φασολιού στη φωτοπερίοδο κληρονομείται είτε από ένα απλό γονίδιο το οποίο συνδέεται με την περιοχή που ρυθμίζει το περιορισμένο ή το απεριόριστο της ανάπτυξης του φυτού (Gniffke, 1986. White και Laing, 1989), είτε από δύο γονίδια τα οποία επηρεάζονται από τη θερμοκρασία (White, et al., 1996). γ. Έδαφος Το φασόλι μπορεί να αναπτυχθεί και να αποδώσει ικανοποιητικά σε διάφορους τύπους εδαφών. Για καλλιέργεια φασολιού στο θερμοκήπιο προτιμώνται τα ελαφρά ή μέσης σύστασης εδάφη τα οποία να είναι γόνιμα, πλούσια σε οργανική ύλη και στραγγερά. Τέτοια εδάφη θερμαίνονται ευκολότερα και πρωϊμίζουν την παραγωγή. Αντίθετα, εδάφη βαρειά, συμπαγή και βαλτώδη είναι ψυχρά, δύσκολα θερμαινόμενα και συνεπώς εντελώς ακατάλληλα για τα θερμοκήπια επειδή, εκτός των άλλων δυσμενών επιδράσεων στην καλλιέργεια, επιβαρύνουν τους καλλιεργητές με υψηλές δαπάνες θέρμανσης κατά τους χειμερινούς μήνες. Επίσης ακατάλληλα 402
κρίνονται τόσο τα υπερβολικά ασβεστούχα εδάφη όσο και εκείνα που είναι φτωχά σε ασβέστιο. Αυτό συνεπάγεται ότι τα μετρίως όξινα εδάφη, με τιμή ph μεταξύ 5,6 και 6,0, είναι τα πλέον κατάλληλα για καλλιέργεια φασολιού. Πολύ όξινα ή αλκαλικά εδάφη πρέπει να αποφεύγονται λόγω ακαταλληλότητας. Εκτός της φυσικής, μηχανικής και χημικής σύστασης, σπουδαίο ρόλο στην ευδοκίμηση της καλλιέργειας του φασολιού παίζει και η θερμοκρασία του εδάφους. Θερμοκρασία εδάφους χαμηλότερη από 10 C έχει αρνητική επίδραση στο φυτό, η οποία εκδηλώνεται μέσα σε ελάχιστα λεπτά της ώρας ως επιβράδυνση του ρυθμού ανάπτυξης της φυλλικής επιφάνειας (Sattin, et al., 1990). Oι καταλληλότερες θερμοκρασίες εδάφους κυμαίνονται μεταξύ 20 C και 30 C. 6. Προκαταρκτικές εργασίες στο θερμοκήπιο πριν την εγκατάσταση της καλλιέργειας Σε ό,τι αφορά την προετοιμασία του εδάφους (υπεδαφοκαλλιέργεια, βαθειά άροση, άροση, φρεζάρισμα, απολύμανση και απόπλυση) ισχύουν τα ίδια με αυτά που παρουσιάστηκαν στις προηγούμενες καλλιέργειες (π.χ. τομάτα σελ. 36-43). Βασική λίπανση: Το φασόλι είναι αζωτολόγο φυτό και γι αυτό το λόγο δεν έχει ανάγκη αζωτούχων λιπασμάτων κατά τη βασική λίπανση. Όμως, παρόλα αυτά, είναι συνετό να ενσωματώνονται μικρές ποσότητες τέτοιων λιπασμάτων, ιδιαίτερα στις περιπτώσεις απολύμανσης του θερμοκηπίου με καπνογόνα φάρμακα (βρωμιούχο μεθύλιο, βαπάμ κ.λπ.) τα οποία, εκτός από τους παθογόνους μικροοργανισμούς, σκοτώνουν και τα οφέλιμα αζωτοβακτήρια και συνεπώς καθυστερεί ο εμπλουτισμός του εδάφους με άζωτο. Επομένως, σε απολυμασμένα εδάφη ενδείκνυται η «μόλυνσή» τους με αζωτοβακτήρια (Rhizobium phaseoli, διάφορες φυλές), αν και το αποτέλεσμα δεν είναι πάντα θετικό (Παπουτσή και Γουλή, 1996). 403
Η «μόλυνση» μπορεί να γίνει είτε με διασπορά του βακτηρίου στην επιφάνεια του εδάφους, είτε με χρησιμοποίηση σπόρων φασολιού οι οποίοι «μολύνθηκαν» προηγουμέως με το βακτήριο. Η δεύτερη περίπτωση είναι και η πλέον αποτελεσματική (Sanoria και Yadav, 1993). Για την ικανοποίηση των αναγκών του φασολιού σε θρεπτικά στοιχεία λαμβάνεται υπόψη ότι για την παραγωγή 1000 κιλών χλωρών λοβών απαιτούνται 7,5 κιλά αζώτου (Ν), 2 κιλά φωσφόρου (P 2 O 5 ) και 6 κιλά καλίου (Κ 2 Ο) (Δημητράκης, 1967). Κατά τον Ολύμπιο (1994) μέρος των αναγκών αυτών καλύπτεται με την ενσωμάτωση στο έδαφος (βασική λίπανση): 3-4 τόννων στο στρέμμα καλά χωνεμένης κοπριάς 30-50 κιλών στο στρέμμα τριπλού υπερφωσφορικού (0-48 0) 30-50 κιλών στο στρέμμα θειϊκού καλίου (0-0 48) Σημειώνεται ότι για την αποφυγή ζημιών στους βλαστάνοντες σπόρους η ενσωμάτωση των χημικών λιπασμάτων στο έδαφος πρέπει να γίνεται τουλάχιστον 15 ημέρες πριν τη σπορά. Αντί της χωνεμένης κοπριάς μπορεί να ενσωματωθεί ή να διασκορπιστεί επιφανειακώς και σε πάχος 5-7 cm τύρφη, μία τεχνική που μπορεί να πρωϊμίσει και να αυξήσει μέχρι και 20% την παραγωγή, η οποία οφείλεται κυρίως στην αύξηση του μεγέθους των λοβών (Jaime, et al., 1991). Mπορεί επίσης να χρησιμοποιηθεί κομπόστα από οικιακά σκουπίδια και στερεά απόβλητα υπονόμων, η οποία, εκτός από θρεπτικά στοιχεία, έχει ιδιότητες παρόμοιες της ασβέστου και το σημαντικότερο προστατεύει την καλλιέργεια από τυχόν τοξικότητα από υπερβολικές ποσότητες Zn (Terman, et al., 1973). Eδάφη ή εδαφικά υποστρώματα ή θρεπτικά διαλύματα τα οποία είναι «μολυσμένα» με μυκόρριζες (π.χ. Glomus macrocarpum) δίνουν μεγαλύτερη παραγωγή χλωρών καρπών, ακόμη και σε περίπτωση μειωμένης λίπανσης με 404
φώσφορο (Lynch, et al., 1990) και η αύξηση αυτή οφείλεται στο μεγαλύτερο αριθμό λοβών ανά φυτό. H θετική επίδραση των μυκόρριζων αποδίδεται στην αύξηση της ικανότητας των μολυσμένων φυτών να προσλαμβάνουν από το έδαφος τα θρεπτικά στοιχεία P, K, Mg, Mn, Zn, Cu και Fe (Kucey και Janzen, 1987 και Lynch, et al., 1990). 7. Σπορά - βλάστηση σπόρων α. Εποχή σποράς Στα φασόλια η σπορά διενεργείται απευθείας στο χωράφι επί των οριστικών θέσεων, ακόμη και αν πρόκειται και για καλλιέργεια θερμοκηπίου. Μόνο σε ελάχιστες περιπτώσεις γίνεται σπορά σε αλέες ή σε κύβους τύρφης ή σε ατομικά σακουλάκια στο σπορείο και ακολουθεί μεταφύτευση των νεαρών φυταρίων στην οριστική θέση, όταν αυτά αποκτήσουν δύο καλά αναπτυγμνένα πραγματικά φύλλα ή και αργότερα όταν οι συνθήκες του θερμοκηπίου δεν επιτρέπουν τη μεταφύτευση και ταυτόχρονα τα φυτάρια δεν υποφέρουν στο σπορείο από έλλειψη χώρου ή από εξάντληση του υποστρώματος. Οι περιπτώσεις αυτές αφορούν πρώϊμες φυτεύσεις τον Ιανουάριο ή Φεβρουάριο, όταν η θερμοκρασία εδάφους είναι πολύ χαμηλή (< 14 C), οπότε παρατηρείται ανομοιόμορφη, καθυστερημένη και σε χαμηλά ποσοστά βλάστηση των σπόρων και πτωχή ανάπτυξη των φυτών. Στις υπαίθριες καλλιέργειες η σπορά διενεργείται από νωρίς την άνοιξη (αφού περάσει ο κίνδυνος εκδήλωσης παγετού) μέχρι αργά τον Αύγουστο. Στις θερμοκηπιακές καλλιέργειες η σπορά διενεργείται οποιαδήποτε εποχή, αρκεί να διασφαλιστούν οι ελάχιστες θερμοκρασίες i) του υποστρώματος για ικανοποιητική βλάστηση των σπόρων και ii) του αέριου περιβάλλοντος του θερμοκηπίου για ικανοποιητική ανάπτυξη των φυτών και τη γονιμοποίηση των ανθέων. 405
Στις πρώϊμες ανοιξιάτικες καλλιέργειες, σε μη θερμαινόμενα θερμοκήπια, δεν πρέπει να αναβάλλεται η σπορά, εφόσον ο κίνδυνος εκδήλωσης παγετού έχει περάσει. Έχει αποδειχθεί ότι στις καθυστερημένες σπορές παρατηρείται μείωση της ανάπτυξης των φυτών και μείωση της παραγωγής που οφείλονται: i) στη συνολικά μειωμένη ηλιακή ακτινοβολία που δέχονται τα φυτά, ii) στο συνολικό μειωμένο άθροισμα των θερμοκρασιών και iii) στο συνολικό άθροισμα της φωτοπεριόδου. Η επίδραση της φωτοπεριόδου στη συνολική παραγωγή χλωρών καρπών εκδηλώνεται ακόμη και σε ουδέτερες ποικιλίες (Acosta-Gallegos, et al., 1996). Eπίσης, σε μη θερμαινόμενα θερμοκήπια, πρέπει να αποφεύγεται η καθυστέρηση της σποράς σε καλλιέργειες φασολιού την περίοδο από Αύγουστο μέχρι Νοέμβριο γιατί έχει σαν αποτέλεσμα τη μείωση της παραγωγής, η οποία οφείλεται στο μειωμένο αριθμό λοβών ανά φυτό και όχι στο μειωμένο βάρος ενός εκάστου των λοβών. Το αποτέλεσμα αυτό επηρεάζεται κυρίως από το μήκος της ημέρας παρά από τις θερμοκρασίες που επικρατούν την περίοδο από την ημερομηνία σποράς μέχρι το τέλος της συγκομιδής των χλωρών λοβών (Mauromicale, et al., 1991). Η διαφορά στην απόδοση μεταξύ σποράς τον Αύγουστο και σποράς το Νοέμβριο, σε μη θερμαινόμενα θερμοκήπια, μπορεί να φθάσει μέχρι και 25% υπέρ της σποράς τον Αύγουστο. Όμως, πολλές φορές η χρηματική απόδοση της καλλιέργειας από σπορά το Νοέμβριο είναι πολύ ανώτερη εκείνης από σπορά τον Αύγουστο, λόγω κυρίως των υψηλών τιμών των χλωρών καρπών τους χειμερινούς μήνες, την περίοδο δηλαδή που παράγουν τους καρπούς τους οι όψιμες καλλιέργειες από σπορές Οκτωβρίου Νοεμβρίου. β. Παράγοντες που επηρεάζουν τη βλάστηση του σπόρου i. Ποικιλία ii. Η κατάσταση των φυτών από τα οποία προήλθε ο σπόρος iii. Ο τόπος προέλευσης των σπόρων (Jimenez, et al., 1989) 406
iv. Το ποσοστό υγρασίας του αποθηκευμένου σπόρου. Αυτή πρέπει να κυμαίνεται από 10% έως 13% του φρέσκου βάρους. Περισσότερο ξεροί σπόροι δε συμβάλλουν στη μακροζωϊα τους, ενώ παράλληλα δείχνουν μικρότερο ποσοστό βλάστησής τους στα αρχικά στάδια, δηλαδή παρουσιάζουν καθυστέρηση στη βλάστηση (Ellis, et al., 1990). v. Η ηλικία του σπόρου. Σε αντίθεση με άλλα κηπευτικά είδη, ο σπόρος του φασολιού διατηρεί τη ζωτικότητά του μόνο για τρία (3) περίπου χρόνια. Ο παραγωγός πρέπει να χρησιμοποιεί σπόρο ηλικίας μέχρι και δύο ετών, προκειμένου να εξασφαλίσει υψηλά ποσοστά βλάστησης και παραγωγή φυταρίων καλής ζωηρότητας. Σε περίπτωση που είναι ανάγκη να χρησιμοποιηθεί σπόρος μεγαλύτερης ηλικίας, τότε για βελτίωση του ποσοστού βλάστησης και της ζωηρότητας του εμβρύου μπορούν να εφαρμοστούν οι κατωτέρω τεχνικές: - Εμβάπτιση των σπόρων σε διάλυμα χλωριούχου νατρίου σε συγκέντρωση τέτοια ώστε να επιτευχθεί ωσμωτική πίεση μέχρι -1,25 ΜPα (μεγαπασκάλ). Σημειώνεται ότι η τεχνική αυτή δεν αφορά νεαρούς σπόρους ηλικίας κάτω του εξαμήνου. Το μέγιστο της ωφέλειας εκδηλώνεται σε σπόρους ηλικίας περίπου δύο ετών, ενώ μειώνεται η θετική της δράση σταδιακά όσο η ηλικία των σπόρων αυξάνει από δύο μέχρι τέσσερα έτη (Pandey, 1988). Tο ευεργέτημα του ωσμωτικού διαλύματος οφείλεται στη μείωση της εκροής από τα κύτταρα προς τα έξω των ηλεκτρολυτών και μέρους των ουσιών που απορροφούν την υπεριώδη ακτινοβολία. - Εμβάπτιση των σπόρων σε ωσμωτικό διάλυμα πολυαιθυλενογλυκόλης (polyethylene glycol: PEG) πίεσης -1,25 MΡα, το οποίο μπορεί να αυξήσει το ποσοστό βλάστησης μέχρι 100% (Parthasarathy, et al., 1993). Tο ανωτέρω ποσοστό αναφέρεται σε σπόρους που βλαστάνουν σε σκότος ή χαμηλή φωτοπερίοδο, το οποίο μειώνεται σταδιακά όσο αυξάνεται το μήκος της φωτοπεριόδου (Lopes and Takaki, 1988). Η μείωση στο ποσοστό βλάστησης των σπόρων παρουσία PEG (polyethylene 407
glycol) που οφείλεται στη φωτοπερίοδο δεν παρουσιάζεται σε σπόρους που βλαστάνουν σε νερό. - Εμβάπτιση των σπόρων σε διάλυμα 0,1 mm γεββερελικού οξέος (GA) ή ινδολύλοξεικού οξέος (ΙΑΑ) ή κινητίνης ή σε διάλυμα μείγματος οποιουδήποτε συνδυασμού των ανωτέρω ορμονών αυξάνει το ποσοστό βλάστησης των σπόρων μέχρι 97% (Sanchez-Calle, 1989). - H απομάκρυνση του περισπερμίου (σκληρή φλούδα - testa) εκτός από την αύξηση του ποσοστού βλάστησης συντελεί και στην ταχύτερη ανάπτυξη του ριζιδίου (εμβρυονική ρίζα.). - Η τοποθέτηση των σπόρων σε ατμόσφαιρα που περιέχει 0,5 έως 1000 ppm αιθυλενίου για μία ώρα, πριν τη σπορά τους, έχει σαν αποτέλεσμα την επιτάχυνση της βλάστησης (Fountain and Outred, 1990). - Eπιτάχυνση της βλάστησης επιτυγχάνεται ακόμη και με απλή εμβάπτιση του σπόρου για 24 ώρες πριν τη σπορά σε νερό ή με τη διαβροχή και τοποθέτησή του σε υγρό ύφασμα ή λινάτσα την παραμονή της σποράς και ταυτόχρονη παραμονή του σε θερμό χώρο. Παραδοσιακά οι καλλιεργητές εξασφάλιζαν την απαιτούμενη θερμότητα με τοποθέτηση της ανωτέρω συσκευασίας σπόρων σε ζυμούμενη κοπριά. vi. Ο χώρος και ο τρόπος αποθήκευσης του σπόρου. Σπόροι που προορίζονται να αποθηκευτούν για 2-3 έτη πρέπει να διατηρούνται σε χώρο ξηρό και δροσερό (Δημητράκης, 1967). Όταν όμως οι σπόροι προορίζονται να χρησιμοποιηθούν για σπορά μέσα σε έξι μήνες, τότε η θερμοκρασία του χώρου μπορεί να είναι υψηλότερη (μέχρι 25 C), αλλά η σχετική υγρασία να κυμαίνεται, ανάλογα με την ποικιλία, από 75% έως 85%, προκειμένου να διασφαλιστούν υψηλά ποσοστά βλάστησής τους (Moreno-Martinez, et al., 1994). Όμως και ο τρόπος αποθήκευσης επηρεάζει το ποσοστό βλάστησης. Σπόροι αποθηκευμένοι σε μεταλλικά δοχεία βλαστάνουν σε μεγαλύτερο ποσοστό απ ό,τι σπόροι σε πλαστικά δοχεία. Οι δεύτεροι βλαστάνουν σε 408
μεγαλύτερο ποσοστό απ ό,τι σπόροι αποθηκευμένοι σε σάκκους από γιούτα (Jimenez, et al., 1998). vii H κλίνη του σπόρου. Σε ό,τι αφορά την κλίνη ενδιαφέρον παρουσιάζουν η μηχανική σύσταση και οι φυσικοχημικές ιδιότητες του υποστρώματος (έδαφος, κομπόστα κ.λπ.), για τις οποίες έγινε αναφορά προηγουμένως (σελ. 402). Πέραν τούτων ενδιαφέρει η θερμοκρασία του εδάφους ή του υποστρώματος, η οποία προκειμένου να έχουμε άριστη βλάστηση των σπόρων πρέπει να κυμαίνεται από 25-30 C. Έχει παρατηρηθεί ότι σε θερμοκρασία εδάφους 15 C και 20 C χρειάζονταν αντιστοίχως 16 και 11 ημέρες για να βλαστήσει ο σπόρος, ενώ σε θερμοκρασία 25 C και 30 C ο αντίστοιχος χρόνος είναι 8 και 6 ημέρες. Η βλάστηση πρέπει να είναι σύντομη γιατί όσο παρατείνεται ο χρόνος βλάστησης τόσο μειώνεται το ποσοστό βλάστησης των σπόρων και η ζωτικότητα των παραγομένων φυταρίων (Ολύμπιος, 1994). Η εδαφική υγρασία της κλίνης παίζει επίσης σπουδαίο ρόλο στη βλάστηση του σπόρου. Το έδαφος κατά τη σπορά πρέπει να έχει αρκετή υγρασία. Αυτό μπορεί να επιτευχθεί είτε με πότισμα όλης της επιφάνειας του θερμοκηπίου, συνήθως με καταιονισμό και ακολουθεί η σπορά κατά θέσεις όταν το έδαφος πλησιάζει το ρώγο του, είτε με πότισμα με σταλακτοφόρους σωλήνες στις θέσεις όπου θα γίνει η σπορά την επόμενη μέρα. Υψηλή εδαφική υγρασία δεν ευνοεί τη βλάστηση των σπόρων και πρέπει να αποφεύγεται. Όμως, όταν υπάρχει αδήριτη ανάγκη σποράς σε υγρό και ψυχρό έδαφος, βελτίωση του ποσοστού βλάστησης σε τέτοιες συνθήκες μπορεί να προκύψει αν οι σπόροι εμβαπτιστούν σε διάλυμα 3 mm θειαμίνης (βιταμίνη Β1) για τουλάχιστον 24 ώρες πριν τη σπορά. Η ίδια μεταχείριση σε σπόρους που σπέρνονται σε κανονικές συνθήκες υγρασίας και θερμοκρασίας έχει ως αποτέλεσμα τη μείωση του ποσοστού των ανώμαλων φυταρίων τα οποία παρουσιάζουν δυσμορφίες στη βλαστική κορυφή και τα πρώτα πραγματικά φύλλα (Neumann, et al., 1996). 409
Kατά τη σπορά και τις αμέσως επόμενες ημέρες πρέπει να αποφεύγεται η δημιουργία επιφανειακής κρούστας στο έδαφος, επειδή τόσο αυτή όσο και το βαρύ έδαφος δυσκολεύουν την έξοδο των κοτυληδόνων και της βλαστικής κορυφής και πολλές φορές θραύεται ο νεαρός βλαστός, με αποτέλεσμα την απώλεια φυτών. Η δημιουργία επιφανειακής κρούστας ευνοείται από το πότισμα με καταιονισμό, ιδιαίτερα σε συνθήκες θερμοκηπίου όπου το έδαφος είναι ψιλοχωματισμένο. Όμως εάν το πότισμα είναι αρκετό ώστε να εξασφαλίζει υψηλά επίπεδα εδαφικής υγρασίας (όχι όμως λίμνασμα στο έδαφος) για αρκετές ημέρες, τότε με τη σπορά αναμοχλεύεται το έδαφος στις θέσεις τοποθέτησης των σπόρων και η κλίνη αποκτά ιδιότητες ευνοϊκές για τη βλάστησή τους. Προνοείται ώστε να μη χρειαστεί άλλο πότισμα με καταιονισμό στο χρονικό διάστημα που μεσολαβεί μεταξύ σποράς και βλάστησης των σπόρων. Στις περιπτώσεις που χρησιμοποιούνται ελαστικοί σωλήνες άρδευσης με σταλακτήρες δεν υπάρχει κίνδυνος σχηματισμού επιφανειακής κρούστας. γ. Βάθος σποράς Για τη διασφάλιση της αναγκαίας εδαφικής υγρασίας, αλλά και λόγω του μεγέθους του σπόρου, η σπορά διενεργείται σε σχετικό βάθος. Έτσι, σε ελαφρά αμμοαργιλώδη και αμμοπηλώδη εδάφη το βάθος σποράς πρέπει να είναι 4-5 εκ., ενώ σε βαρειά αργιλώδη - αργιλοαμμώδη ή πηλώδη - πηλοαμμώδη εδάφη το βάθος σποράς είναι μόλις 1-2 εκ. Σε υπαίθριες καλλιέργειες, όπου την εποχή σποράς είναι δύσκολη η εξεύρεση αρδευτικού νερού και τα εδάφη έχουν μειωμένη υγρασία, είναι σκόπιμο να ανοίγονται στις θέσεις σποράς λάκκοι βάθους 10-15 εκ. εντός των οποίων τοποθετείται ο σπόρος, ο οποίος όμως καλύπτεται με έδαφος πάχους περίπου 5 εκ. Έτσι εξασφαλίζονται συνθήκες βλάστησης του σπόρου και ανάπτυξης των φυτών μέχρι την 410
ημέρα που θα αρχίσει η ετήσια λειτουργία του αρδευτικού δικτύου από τους Τοπικούς Οργανισμούς Εγγείων Βελτιώσεων (ΤΟΕΒ). δ. Συστήματα σποράς - αποστάσεις σποράς Απ όλα τα αναρριχώμενα είδη λαχανικών που καλλιεργούνται στο θερμοκήπιο το φυτό του φασολιού καταλαμβάνει το μικρότερο χώρο. Αυτό οφείλεται αφενός στον ελάχιστο αριθμό και μικρής ανάπτυξης πλάγιων βλαστών, που απαντώνται κυρίως στα πρώτα 50 εκ. από τη βάση του φυτού και αφετέρου στο ότι η φυλλική επιφάνεια περιορίζεται σε επίπεδο μικρής διαμέτρου γύρω από τον κεντρικό βλαστό, λόγω του μικρού μήκους των μίσχων των φύλλων. Έτσι, ο αριθμός των φυτών στο στρέμμα πρέπει να είναι αρκετά μεγάλος και παράλληλα πρέπει να γίνεται σωστή εκμετάλλευση του χώρου του θερμοκηπίου. Αυτό οδηγεί σε διαφοροποίηση του τρόπου διασποράς των φυτών φασολιού έναντι όλων των υπόλοιπων λαχανικών που αναφέρθηκαν προηγουμένως. Βεβαίως, στα θερμοκήπια ο τρόπος διάταξης των φυτών στο χώρο εξαρτάται από το σύστημα άρδευσης, που είναι εγκατεστημένο και έχει προορισμό να εξυπηρετήσει τις ανάγκες διαφορετικών εναλλασσόμενων καλλιεργειών. Δεδομένου ότι στα θερμοκήπια της χώρας μας επικρατεί το σύστημα άρδευσης με ελαστικούς σωλήνες που είναι εφοδιασμένοι με σταλακτήρες, τα συστήματα σποράς του φασολιού είναι δύο, δηλαδή των απλών και των διπλών γραμμών. Ι. Σπορά σε απλές γραμμές. Το σύστημα εφαρμόζεται στην περίπτωση εγκατάστασης σωλήνων άρδευσης που απέχουν ίσα μεταξύ τους και σε απόσταση 100-120 εκ. Κάθε σωλήνας φέρει ανά 50 εκ. ένα σταλακτήρα, γύρω από τον οποίο σπέρνονται οι σπόροι σε 4 ισομετρικά κατανεμημένες θέσεις όπως φαίνεται στο Σχήμα 32Α. 411
Υπόμνημα: α) : πλαστικός σωλήνας άρδευσης β) 0 : σταλακτήρας άρδευσης γ) : θέσεις φυτών Σχήμα 32. Συστήματα σποράς και αποστάσεις φυτών φασολιού στο θερμοκήπιο: Α, Σύστημα απλών γραμμών. Β, σύστημα διπλών γραμμών 412
ΙΙ. Σπορά σε διπλές γραμμές. Στο σύστημα αυτό υπάρχουν διπλές (δίδυμες) γραμμές άρδευσης τοποθετημένες έτσι ώστε μεταξύ των διπλών γραμμών η απόσταση να είναι 50 εκ., ενώ η απόσταση από διπλή σε διπλή γραμμή να είναι 100-120 εκ. Κάθε γραμμή άρδευσης φέρει ανά 50 εκ. σταλακτήρα, γύρω από τον οποίον και πάλι σπέρνονται οι σπόροι σε 4 ισομετρικά κατανεμημένες θέσεις (Σχήμα 32Β). Στο σύστημα αυτό ο αριθμός των φυτών στο στρέμμα αυξάνεται μέχρι και 30% έναντι του συστήματος των απλών γραμμών. Η διάταξη των φυτών στο σύστημα των διπλών γραμμών οριοθετεί μία λωρίδα εδάφους, μεταξύ των αρδευτικών σωλήνων της διπλής γραμμής, πλάτους 50 εκ. η οποία είναι απάτητη από το προσωπικό και μία λωρίδα εδάφους, από διπλή σε διπλή γραμμή, πλάτους 100-120 εκ. η οποία χρησιμεύει ως διάδρομος κυκλοφορίας του προσωπικού και των μηχανημάτων. Οποιοδήποτε και αν είναι το σύστημα σποράς, σε κάθε επιλεγείσα θέση σποράς (όρχος) τοποθετούνται 4-6 σπόροι, οι οποίοι σε ευνοϊκές συνθήκες φυτρώνουν σε 6-8 ημέρες. Από τα φυτά που θα προκύψουν διατηρούνται 1 έως 2 ανά θέση, ενώ τα επιπλέον καταστρέφονται. Σημειώνεται ότι τόσο ο αριθμός των φυτών ανά θέση (πληθυσμός φυτών στο στρέμμα) όσο και η διάταξή τους στο χώρο του θερμοκηπίου εξαρτώνται από την ποικιλία και το χρόνο σποράς και επηρεάζουν σημαντικά το ύψος της παραγωγής (Bleasdale, 1968 και Olympios and Papachristodoulou, 1978). H ποσότητα του σπόρου που απαιτείται για τη σπορά ενός στρέμματος διαφέρει ανάλογα με την ποικιλία, το μέγεθος και τη βλαστικότητα του σπόρου, τον εδαφικό τύπο, το βαθμό εξασφάλισης καλής κλίνης και την απόσταση σποράς και κυμαίνεται από 8-15 κιλά. 413
8. Συνθήκες στο θερμοκήπιο α. Προσανατολισμός του θερμοκηπίου Στα γεωγραφικά πλάτη της Ελλάδας έχει αποδειχθεί ότι ο σωστότερος προσανατολισμός ενός πολύρρικτου και συμμετρικού θερμοκηπίου είναι από βορρά προς νότο ή από βορειοδυτικά προς νοτιοανατολικά. Όταν όμως πρόκειται για δίρρικτο θερμοκήπιο, τότε ο προσανατολισμός από ανατολικά προς δυτικά έχει ως αποτέλεσμα την αύξηση της παραγωγής χλωρών φασολιών. Μάλιστα η αύξηση της παραγωγής είναι ακόμη μεγαλύτερη εάν η στέγη στο δίρρικτο θερμοκήπιο είναι ασύμμετρη έτσι που η μεν βορεινή πλευρά της να έχει κλίση 18 η δε νότια 8 (Castilla and Lopez-Galvez, 1994). Aυτό οφείλεται στο ότι κατά τη διάρκεια του χειμερινού ηλιοστασίου το ποσοστό της ηλιακής ακτινοβολίας που διέρχεται από το πλαστικό ή γυάλινο κάλυμμα του ως άνω δίρρικτου θερμοκηπίου είναι μεγαλύτερο εκείνης που διέρχεται από το κάλυμμα των πολύρρικτων θερμοκηπίων με κατεύθυνση από βορρά προς νότο. Για την υιοθέτηση όμως ενός ασύμμετρου θερμοκηπίου το επιπλέον κόστος κατασκευής του δεν πρέπει να ξεπερνά το 24% του κόστους κατασκευής του παραδοσιακού συμμετρικού θερμοκηπίου (Castilla and Lopez-Galvez, 1994). β. Θερμοκρασία Σε ό,τι αφορά τις απαιτήσεις του φασολιού σε θερμοκρασία έγινε ειδική μνεία προηγουμένως (σελ. 401 και 402). Κωδικοποίηση των επιπέδων θερμοκρασίας για την εφαρμογή τους στο θερμοκήπιο μπορεί να γίνει ως εξής: Θερμοκρασία ημέρας: Άριστη : 25-28 C Mέγιστη : 30 C Eλάχιστη βιολογική : 12-14 C Θερμοκρασία νύχτας: Άριστη : 16-18 C Ελάχιστη βιολογική : 10 C 414
Σε περιπτώσεις που σε μερικές ποικιλίες παρουσιάζεται καθυστέρηση της εμφάνισης του πρώτου άνθους, λόγω της μεγάλης διάρκειας της ημέρας, μπορεί να απαλειφθεί αυτή η καθυστέρηση με έκθεση των φυτών είτε σε υψηλή θερμοκρασία τη νύχτα (π.χ. 24 C) είτε σε καθεστώς επίσης υψηλών θερμοκρασιών όπου η διαφορά θερμοκρασίας ημέρας και νύχτας είναι μικρή, π.χ. 4 C (Muhammad, 1984). Στην Ελλάδα συνήθως η καλλιέργεια φασολιού στα θερμοκήπια, ακόμα και τους χειμερινούς μήνες, δε δέχεται θέρμανση. Όμως πειράματα στην Κύπρο από τους Olympios και Papachristodoulou (1978) έδειξαν ότι σε θερμαινόμενο θερμοκήπιο, όπου η θερμοκρασία της νύχτας διατηρήθηκε στους 12-14 C και της ημέρας περί τους 28 C, η απόδοση σε χλωρούς λοβούς φασολιού ήταν μεγαλύτερη κατά 65% σε σύγκριση με την απόδοση σε καλλιέργεια μη θερμαινόμενου θερμοκηπίου και σημειώθηκε πρωϊμιση της παραγωγής κατά 17 ημέρες. γ. Φως Το φως στην καλλιέργεια του φασολιού εξετάζεται τόσο ως προς την έντασή του όσο και ως προς τη διάρκεια παροχής του την ημέρα (φωτοπερίοδος). Σχετικά με την φωτοπερίοδο έγινε εκτενής αναφορά προηγουμένως (σελ. 402). Έτσι για ποικιλίες που είναι μακράς ημέρας και καλλιεργούνται στο θερμοκήπιο από Οκτώβριο μέχρι Μάρτιο είναι καλό να γίνεται παροχή τεχνητού φωτισμού μέχρι δύο ώρες το πρωϊ πριν την ανατολή του ηλίου και μέχρι δύο ώρες μετά τη δύση του ηλίου. Έχει αποδειχθεί ότι σε καλλιέργεια με συπληρωματικό φωτισμό, όπως παραπάνω, η αύξηση της παραγωγής χλωρών καρπών μπορεί να φθάσει μέχρι και 67% (Foti, et al., 1991). H αύξηση αυτή προέρχεται από την πρωϊμιση της άνθησης κατά 10-15 ημέρες και συνεπώς από το μεγαλύτερο αριθμό λοβών ανά φυτό. Το φασόλι είναι φυτό που αγαπάει το φως και συνεπώς το πλαστικό ή το γυάλινο κάλυμμα πρέπει να διατηρείται καθαρό ώστε να διέρχεται άφθονη ηλιακή ακτινοβολία 415
εντός του θερμοκηπίου, εκτός βεβαίως των περιπτώσεων του καλοκαιριού όπου λόγω της ανάπτυξης των υψηλών θερμοκρασιών απαιτείται σκίαση. δ. Σχετική υγρασία Το φασόλι είναι φυτό ευπαθές στα υψηλά επίπεδα σχετικής υγρασίας, επειδή ελοχεύει ο κίνδυνος προσβολής των ανθέων και των καρπών από το βοτρύτη και τη σκληροτίνια. Αλλά και επίπεδα χαμηλής σχετικής υγρασίας στο θερμοκήπιο πρέπει να αποφεύγονται επειδή συντελούν στην εκδήλωση υψηλών ποσοστών ανθόρροιας. Σχετική υγρασία μεταξύ 70% και 75% θεωρείται ότι είναι η καταλληλότερη για το φασόλι. 9. Καλλιεργητικές φροντίδες α. Σκαλίσματα. Στα θερμοκήπια δεν εφαρμόζονται σκαλίσματα για την καταστροφή ζιζανίων επειδή αυτά και το πολλαπλασιαστικό υλικό τους (σπόροι, ριζώματα, στόλωνες κ.λπ.) έχουν καταστραφεί οριστικά με την απολύμανση και τους καλλιεργητικούς χειρισμούς (αρόσεις, φρεζαρίσματα). Ελαφρό σκάλισμα στους όρχους (θέσεις σποράς) μπορεί να χρειαστεί μόνο στην περίπτωση σχηματισμού επιφανειακής εδαφικής κρούστας μετά από άρδευση με καταιονισμό. Τότε όμως απαιτείται ιδιαίτερη προσοχή προς αποφυγή ζημιών στους σπόρους που φυτρώνουν. β. Αραίωμα. Διενεργείται όταν τα φυτά αποκτήσουν δύο πραγματικά φύλλα, ώστε κατά όρχο να παραμείνει ο επιθυμητός αριθμός. Συνήθως επιλέγονται τα ευρωστότερα και τα πλεόν τυπικά της ποικιλίας. γ. Πότισμα - υδρολίπανση. Με τη χρήση τασίμετρου μπορεί να προσδιοριστεί η εδαφική υγρασία και ακολούθως να καθοριστεί η ποσότητα και η συχνότητα των ποτισμάτων (Castilla Prados, 1989). 416
H συχνότητα των ποτισμάτων είναι μεγαλύτερη τις θερμές περιόδους και αραιότερες στη χειμερινή περίοδο. Τα ποτίσματα είναι συχνότερα αμέσως μετά το φύτρωμα των σπόρων, ώστε να βοηθηθούν τα φυτά να αναπτυχθούν ταχύτερα και να μπούν σε ανθοφορία γρήγορα. Πρέπει να αποφεύγεται η επαφή του νερού ποτίσματος με τη βάση του στελέχους του βλαστού. Έτσι, η εφαρμογή της στάγδην άρδευσης, είτε με ενσωματωμένους στον πλαστικό σωλήνα σταλακτήρες είτε με μακαρόνι (spaghetti), είναι η πλέον κατάλληλη μέθοδος ποτίσματος για το φασόλι. Με την έναρξη της ανθοφορίας περιορίζονται και τα ποτίσματα ώστε η εδαφική υγρασία να μην είναι ούτε υπερβολική ούτε και ανεπαρκής γιατί και στις δύο περιπτώσεις προκαλείται ανθόρροια. Μαζί με το νερό του ποτίσματος χορηγούνται με μορφή διαλύματος κι τα θρεπτικά στοιχεία και ιδίως το άζωτο (Ν) και το κάλιο (Κ) σε αναλογία 1 : 1 (Ολύμπιος, 1994). Τα πυκνά διαλύματα παρασκευάζονται με τη διάλυση: 120 γραμ. στο λίτρο νερού νιτρικού καλίου (ΚΝΟ 3 ) και 110 γραμ. στο λίτρο νερού νιτρικής αμμωνίας (ΝΗ 4 ΝΟ 3 ) Το πυκνό διάλυμα αραιώνεται 300 φορές και μ αυτή την αραιωμένη μορφή φθάνει στα φυτά με τους σωλήνες άρδευσης. Το φασόλι είναι από τα πλέον ευαίσθητα λαχανικά στα άλατα και συνεπώς πρέπει να ελέγχεται η τιμή αλατότητας τόσο του νερού άρδευσης όσο και των χορηγουμένων διαλυμάτων των λιπασμάτων. Αναφέρεται ότι παρατηρείται μείωση της παραγωγής χλωρών λοβών ως ακολούθως: Όταν η τιμή της Ε.Ε. είναι 1,5 mmhos/εκ. η παραγωγή μειώνεται κατά 10% Ε.Ε. 2,0 25% Ε.Ε. 4,0 50% δ. Υποστύλωση. Επειδή στα θερμοκήπια καλλιεργούνται αναρριχώμενες ποικιλίες φασολιού απαιτείται η πρόβλεψη υποστύλωσης των φυτών. Το περισσότερο διαδεδομένο σύστημα υποστύλωσης της καλλιέργειας στη χώρα μας 417
είναι το απλό σύστημα σε σπάγκο. Βεβαίως η αναρρίχηση του βλαστού της φασολιάς είναι περισσότερο εύκολη απ ό,τι των ήδη αναφερομένων μέχρι τώρα λαχανικών, επειδή αυτοαναρριχάται όταν αγγίζει το μέσο υποστύλωσης (σπάγκος, καλάμι, πάσσαλοςκ.λπ.). Η αυτοαναρρίχηση του φασολιού γίνεται με δεξιόστροφη κίνηση της κορυφής του βλαστού (Ολύμπιος, 1994). Η τεχνική της εφαρμογής του απλού συστήματος υποστύλωσης είναι παρόμοια με εκείνη της τομάτας, η οποία περιγράφεται στις σελίδες 110 112. Σε κάθε σπάγκο μπορεί να αναρριχηθούν όλα τα φυτά μίας θέσης σποράς ή όλα τα φυτά δύο γειτονικών θέσεων σποράς. Άλλο σύστημα υποστύλωσης του φασολιού είναι αυτό των καλαμιών ή των πασσάλων, που επίσης περιγράφεται στην τομάτα (σελ. 120). Το σύστημα αυτό εφαρμόζεται σπάνια στην Ελλάδα σε θερμοκηπιακές καλλιέργειες, αλλά είναι το κατεξοχήν εφαρμοζόμενο στις υπαίθριες καλλιέργειες. Τέλος υπάρχει και το σύστημα υποστύλωσης σε δίχτυ. Το δίχτυ, συνήθως πλαστικό και επαναχρησιμοποιούμενο, τοποθετείται σε κατακόρυφο επίπεδο πάνω και κατά μήκος των γραμμών εγκατάστασης των φυτών. Πάνω σ αυτό αυτοαναρριχώνται τα φυτά με ευκολία και χωρίς τη βοήθεια των εργατών, η δε εξάπλωση της βλάστησης πάνω σ αυτό είναι ομοιόμορφη, γεγονός που συμβάλλει στην καλύτερη εκμετάλλευση του χώρου του θερμοκηπίου από τα φυτά, στη δημιουργία καλύτερων συνθηκών υγιεινής διαβίωσης (καλύτερος έλεγχος των ασθενειών) και στη διευκόλυνση των εργατών στις καλλιεργητικές φροντίδες και τη συγκομιδή των χλωρών λοβών. Το μεγάλο μειονέκτημα του δικτύου είναι η δυσκολία απομάκρυνσης των ξηρών φυτών μετά το πέρας της καλλιέργειας, ώστε αυτό να επαναχρησιμοποιηθεί στην επόμενη καλλιέργεια. ε. Λοιπές φροντίδες. Ο παραγωγός παρακολουθεί καθημερινά την κατάσταση της καλλιέργειας και επεμβαίνει έγκαιρα και αποτελεσματικά ώστε, οι εσωτερικές περιβαλλοντικές συνθήκες του θερμοκηπίου να διατηρούνται στα επιθυμητά επίπεδα. Αυτό σημαίνει άνοιγμα και κλείσιμο των παραθύρων, χρήση θερμοκουρτίνας (όταν 418
χρησιμοποιείται), ψεκασμός της εξωτερικής επιφάνειας του υλικού κάλυψης με ασβεστόνερο ή πλαστικό τους καλοκαιρινούς μήνες, παρακολούθηση των οργάνων αυτοματισμών (όταν υπάρχουν), παρακολούθηση των εντόμων - επικονιαστών κ.λπ. Από τις σπουδαιότερες φροντίδες είναι η παρακολούθηση της υγιεινής κατάστασης των φυτών μία και δύο φορές την ημέρα και η χρήση τακτικών προληπτικών και θεραπευτικών ψεκασμών με κατάλληλα μυκητοκτόνα και εντομοκτόνα. Για την εφαρμογή το δυνατόν λιγότερων χημικών φυτοφαρμάκων πρέπει εγκαίρως να απομακρύνονται από το θερμοκήπιο εκείνα τα μέρη των φυτών (φύλλα, άνθη, καρποί) ή εκείνα τα φυτά που πρωτοεμφανίζουν προσβολές από μεταδοτικές ασθένειες. Περιορισμός των εντομοκτόνων επιτυγχάνεται με τη χρήση παγίδων ή δολοματικών ψεκασμών ή με την έγκαιρη συλλογή και καταστροφή προνυμφών, τέλειων εντόμων ή φυτικών μερών που φέρουν αυγά εντόμων κ.λπ. 10. Παράγοντες που επηρεάζουν την ανθοφορία, την ανθόρροια και την καρπόδεση Από τα παραγόμενα άνθη ενός φυτού φασολιού μόνο ποσοστό περίπου 30% καρποδένει και αυτό είναι αρκετό για μία ικανοποιητική παραγωγή. Όμως πολλές φορές παρατηρείται υπερβολική ανθόρροια, μειωμένη καρπόδεση και αυξημένη καρπόπτωση. Κατωτέρω εξετάζονται οι παράγοντες που επηρεάζουν αυτά τα φαινόμενα. α. Γονότυπος. Οι αναρριχώμενες ποικιλίες φασολιού, οι οποίες έχουν ατέρμονη (απεριόριστη) βλάστηση και οι οποίες χρησιμοποιούνται στις καλλιέργειες θερμοκηπίου, παράγουν μασχαλιαία άνθη χωρίς παράλληλα να διακόπτεται η ανάπτυξη των φυτών. Αντιθέτως, στις νάνες ποικιλίες, που χρησιμοποιούνται στις υπαίθριες κυρίως καλλιέργειες, όταν εμφανίζονται τα άνθη το φυτό σταματάει να 419
αναπτύσσεται (Wade, 1937). Στις αναρριχώμενες ποικιλίες η παραγωγή των ανθέων εμφανίζεται κατά κύματα (κύκλους), συναρτάται με την καρπόδεση (Viglierchio and Went, 1957) και επηρεάζεται από το καθεστώς θερμοκρασιών ημέρας και νύχτας, όπως θα αναφερθεί λίγο κατωτέρω. β. Θερμοκρασία. Η παραγωγή ανθέων στο φασόλι μπορεί να λάβει χώρα σ όλες τις θερμοκρασίες ημέρας από 17 έως 35 C, αλλά ο αριθμός των παραγομένων ανθέων επηρεάζεται περισσότερο από το συνδυασμό των θερμοκρασιών ημέρας και νύχτας. Έτσι, το καθεστώς θερμοκρασίας 29,5 C ημέρας και 21 C νύχτας ευνοεί περισσότερο την παραγωγή ανθέων απ ό,τι καθεστώς θερμοκρασίας 24 C ημέρας και 15,5 C νύχτας. Σε καθεστώς 35 C ημέρας και 26 C νύχτας η ανθοφορία είναι φτωχή, ακανόνιστη και προκαλείται άφθονη ανθόρροια, ενώ σε καθεστώς 17 C ημέρας και 10 C νύχτας τα φυτά αργά ή γρήγορα πεθαίνουν χωρίς να ανθοφορήσουν. Εάν τα καθεστώτα θερμοκρασίας 29,5 C/21 C και 24 C/15,5 C συνδυαστούν με απομάκρυνση των πράσινων καρπών τότε η ανθοφορία στο πρώτο καθεστώς (29,5/21 C) επανέρχεται σε 9 ημέρες μετά την κοπή των καρπών και στο δεύτερο καθεστώς (24/15,5 C) σε 11 ημέρες μετά την κοπή των καρπών (Stobbe, et al., 1966). Eπίσης, σε καθεστώς υψηλών θερμοκρασιών (30/21 C) ο χρόνος που μεσολαβεί από ανθοφορία σε ανθοφορία (κύκλος) είναι συντομότερος απ ό,τι σε καθεστώς χαμηλότερων θερμοκρασιών (π.χ. 24/15,5 C). γ. Φως. Έγινε σχετική αναφορά προηγουμένως (σελ. 401 και 415). δ. Σχετική υγρασία ατμόσφαιρας. Χαμηλά επίπεδα σχετικής υγρασίας στο θερμοκήπιο προκαλούν έντονη ανθόρροια (Davis, 1945 και Oldham, 1950). Πολλές φορές για την ανύψωση της σχετικής υγρασίας εφαρμόζεται ψεκασμός στο χώρο του θερμοκηπίου από σωλήνες που βρίσκονται στην οροφή. Ο ψεκασμός αυτός πρέπει να αποφεύγεται τις πρωϊνές ώρες και μέχρι το μεσημέρι, την περίοδο δηλαδή που λαμβάνει χώρα επίσκεψη των εντόμων επικονιαστών και γονιμοποίηση των ανθέων, 420
γιατί έχει αποδειχθεί ότι η διαβροχή της γύρης παρεμποδίζει τη μεταφορά της στο στίγμα, με αποτέλεσμα τη μείωση της καρπόδεσης, χωρίς όμως η μείωση αυτή να είναι σημαντική (Blackwall, 1969). Όμως και υπερβολική σχετική υγρασία, πάνω από 85%, έχει τα ίδια αρνητικά αποτελέσματα στη γονιμοποίηση των ανθέων, όπως και ο ψεκασμός των ανθέων και ευνοεί την ανάπτυξη ασθενειών (π.χ. βοτρύτης). Έτσι, αν χρειάζεται ψεκασμός στο χώρο του θερμοκηπίου, είτε για την απόκτηση ενός ικανοποιητικού επιπέδου της σχετικής υγρασίας (70-75%) είτε για τη μείωση της θερμοκρασίας, αυτός διενεργείται τις απογευματινές ώρες και σε στιγμή που να μένει αρκετός χρόνος ώστε να στεγνώσουν τα φυτά πριν την έλευση της νύχτας. ε. Εδαφική υγρασία. Ο ρόλος της διαθέσιμης εδαφικής υγρασίας και των ποτισμάτων ιδίως στην ανθόρροια έχει μελετηθεί από τους Davis (1945), Simons (1948), Lambeth (1950), Oldham (1950), Williams (1962) και Blackwall (1969). Τόσο το ξερό έδαφος όσο και το υπέρκορο από υγρασία (βαλτώδες) έδαφος συντελούν στη δραματική αύξηση της ανθόρροιας και τη μείωση της καρπόδεσης. Ξερό έδαφος στο στάδιο του πράσινου ανθοφόρου οφθαλμού αυξάνει την ανθόρροια, μειώνει την καρπόδεση και συνεπώς την παραγωγή καρπών. Εφαρμογή ποτισμάτων μετά το στάδιο αυτό δε μπορεί να αντισταθμίσει την απώλεια της παραγωγής, εφόσον έχει προηγηθεί χαμηλό επίπεδο εδαφικής υγρασίας (Βlackwall, 1969). Έτσι, προκειμένου να εξασφαλιστεί το μέγιστο της παραγωγής καρπών, η ικανοποιητική εδαφική υγρασία (που επιτυγχάνεται με κανονικής συχνότητας ποτίσματα) πρέπει να υπάρχει από τη στιγμή της πρώτης εμφάνισης των πράσινων οφθαλμών και να διατηρηθεί σ αυτά τα επίπεδα μέχρι τον τελευταίο κύκλο συγκομιδής των καρπών. Επίσης δεν πρέπει να παρατηρούνται μεγάλου εύρους αυξομειώσεις της εδαφικής υγρασίας, επειδή προκαλούν ανθόρροια. στ. Γονιμότητα του εδάφους. Η γονιμότητα του εδάφους επηρεάζει τόσο την παραγωγή ανθέων όσο την ανθόρροια και την καρπόπτωση. Ισορροπημένη λίπανση 421
έχει ως αποτέλεσμα την απόκτηση καλά αναπτυγμένων φυτών, τα οποία ανθίζουν άφθονα και εκδηλώνουν το μέγιστο της καρποδετικής τους ικανότητας. Μετά από αυτό το στάδιο η ταχύτητα ανάπτυξης του καρπού εξαρτάται κυρίως από το μέγεθος της φυλλικής επιφάνειας και τις συνθήκες φωτισμού (Lambeth, 1950). Aντίθετα, όταν η λίπανση είναι ελλιπής ή ανισόρροπη τότε εκδηλώνεται ανταγωνισμός μεταξύ ανθέων και βλάστησης για τα λιπαντικά στοιχεία, με αποτέλεσμα την άφθονη ανθόρροια κατά τα αρχικά στάδια της ανθοφορίας. Η ανθόρροια στο μέσον της ανθοφορίας σημαίνει ανταγωνισμό μεταξύ των ανθέων για τα λιπαντικά στοιχεία, ενώ ανθόρροια προς το τέλος της ανθοφορίας σημαίνει αδυναμία του φυτού να κρατήσει τα άνθη για πολλούς και διάφορους λόγους (Iwami, 1951). Για την εξισορρόπηση των λιπάνσεων, εκτός από τη χρήση λιπασμάτων, μπορεί να χρησιμοποιηθεί χωνεμένη κοπριά, η οποία όταν συνδυαστεί με πότισμα των φυτών συμβάλλει στην αύξηση της ανθοφορίας μέχρι 21% και αντίστοιχη αύξηση των παραγομένων καρπών (Blackwall, 1969). Yπερβολική λίπανση έχει ως αποτέλεσμα την παραγωγή ζωηρών φυτών τα οποία παράγουν λίγα άνθη άρα και λίγους καρπούς. ζ. Παρθενοκαρπία. Σε καθεστώς υψηλών θερμοκρασιών ημέρας (>35 C) παρατηρείται στο φασόλι το φαινόμενο της παρθενοκαρπίας (Stobbe, et al., 1966). Oι παρθενοκαρπικοί λοβοί συνήθως είναι αυτοί που πέφτουν πρώτοι (Ahmadi, 1956) και στην περίπτωση που παραμείνουν επί μακρότερο πάνω στο φυτό, συντελούν στην καθυστέρηση αρκετών εβδομάδων της επανεμφάνισης γονιμοποιημένων καρπών (Stobbe, et al., 1966). Kατά τον Lambeth (1950) προκειμένου να αρχίσει η ανάπτυξη του λοβού πρέπει αυτός να περιέχει τουλάχιστον ένα γονιμοποιημένο ωάριο. η. Έντομα επικονιαστές. Το φασόλι, αν και αυτογονιμοποιούμενο φυτό, προκειμένου να εκδηλώσει όλο το δυναμικό της καρπόδεσης, έχει ανάγκη εντόμων 422