Μια Ανάγνωση του Σεφέρη µέσα από ένα Βιβλίο Του Μιχάλη Γ. Μερακλή Ο κύριος Χρήστος Αντωνίου µας χαρίζει µε το βιβλίο του Εννιά Γοργόνες και Χιλιάδες Άρµατα ρεπανηφόρα: Σπουδή στον Σεφέρη, εκδόσεις Μαΐστρος, 2008, δίπλα σε άλλα, άλλων, ένα ιδιαίτερα χρήσιµο όργανο για την κατανόηση του ποιητικού έργου του Γιώργου Σεφέρη. Ποιητής και ο ίδιος, έδωσε κιόλας στο βιβλίο έναν ποιητικό και υποβλητικό τίτλο, συζευγνύοντας δύο στοιχεία: τις εννιά φορές, όπου ο Σεφέρης µνηµονεύει, ως το 1937, τη γοργόνα µε ένα κεντρικό νόηµα, αλλά και άλλα επιµέρους νοήµατα, και ένα ηµιστίχιο από το ποίηµα «Ο Γυρισµός του Ξενιτεµένου», που το έγραψε γυρίζοντας από την Κορυτσά (άνοιξη του 1938), όπου υπηρετούσε, κι ενώ στην Ελλάδα είχε εγκαθιδρυθεί για καλά η µεταξική δικτατορία. Εξηγεί ο κ. Αντωνίου γιατί η αναφορά στη γοργόνα σταµατά το 1937, ήδη στην εισαγωγή του: «το πλούσιο όραµα που συµβόλιζε η γοργόνα αποµακρύνεται οριστικά». Εξηγεί και τη διατύπωση του Σεφέρη («χιλιάδες άρµατα δρεπανηφόρα»), µε αναφορά στον πόλεµο, που τα προαναγγέλµατά του στέλνει στον κόσµο ο Χίτλερ, αλλά και ο Μουσολίνι. Εν σχέσει µε τη γοργόνα γράφει ακόµα εισαγωγικά ο κ. Αντωνίου: «Η χειροποίητη ποιητική συλλογή του, Ηµερολόγιο Καταστρώµατος, Β, που έχει στο εξώφυλλό της µια ανάπηρη γοργόνα, αποκαλύπτει το οδυνηρό βίωµα του ποιητή στη διάρκεια του πολέµου, τη θετική στάση του απέναντι στην εθνική αντίσταση, τις καλές προθέσεις του για συµφιλίωση των παρατάξεων, την κριτική του για την ιδιοτέλεια των Ελλήνων πολιτικών στην Αίγυπτο, την ανησυχία του για τον εµφύλιο που ερχόταν». Ο κ. Αντωνίου µε ευχαριστεί στον πρόλογό του γιατί, όπως γράφει, διάβασα τα κείµενά του και τον παρότρυνα να τα εκδώσει. Πράγµατι, άξιζε να δουν το φως της δηµοσιότητας τα κείµενα αυτά, τα οποία, εν πρώτοις, διδάσκουν γλώσσα, µ ένα λόγον άξιο ενός καλού φιλολόγου, άρτιο στην καθαρότητά του, σαφή για όχι ιδιαίτερα σαφή ποιήµατα, άρα και παιδαγωγικά ευεργετικό. Και άξιζε ακόµα να δηµοσιευτούν για να δώσουν, και αυτά, την αφορµή για µια σκόπιµη συζήτηση, καθώς ο καιρός αυτός το ζητεί. Ύστερα από µια µακρά περίοδο αποκλειστικά καταφατικής, χωρίς ίχνος σχεδόν κανένα επιφύλαξης, αντιµετώπισης του Σεφέρη, εµφανίστηκε, εδώ και λίγον καιρό, µια κατάσταση αµφισβήτησης ή όχι απολύτως αποδοχής. Χαρακτηριστική ίσως είναι η παράγραφος, µε την οποία κλείνει την εισαγωγή του και ο κ. Αντωνίου και στην οποία, µε την ευπρέπεια και τη διακριτικότητα, που διακρίνει τον όλο βίο και τη συµπεριφορά του, σχεδόν απολογείται για µια «καλοπροαίρετη κριτική», που διατυπώνεται «σε λίγα σηµεία» του κειµένου του. Θα σταθώ, ενδεικτικά, στο πρώτο ποίηµα που ερµηνεύει ο κ. Αντωνίου. Είναι το ποίηµα «Πάνω σ έναν Ξένο Στίχο». Στην ερµηνεία του ο κ. Αντωνίου επωφελείται αποτελεσµατικά (όπως και άλλοι µελετητές του ποιητή) από τις οκιµές, τις Μέρες
(ηµερολόγιό του), την αλληλογραφία του µε άλλους. Στη συστηµατική προσέγγισή του υποστηρίζει, ότι το ποίηµα, κατά βάση, αφορµήθηκε από την αλληλογραφία που είχε ο Σεφέρης εκείνο τον καιρό, ευρισκόµενος στο Λονδίνο, µε τον Θεοτοκά και κυρίως από το γράµµα του τελευταίου, σταλµένο το εκέµβριο του 1931 στον ποιητή, που του απαντά τον Ιανουάριο του 1932. Ο Θεοτοκάς εκδηλώνει, και εδώ, τη διάθεσή του να ασχοληθεί κάποτε και µε την πολιτική. Θέλει να αποπειραθεί, όπως λέει, µαζί µε λίγους άλλους, «µιαν ανόρθωση του ιδεαλισµού και της ελευθερίας σκέψης», που την περιορίζει το δόγµα, καθώς πιστεύει, ότι αυτά πολεµούνται, σ εκείνη την εποχή από τους εκπροσώπους του µαρξισµού (µε επικεφαλής το Γληνό). «Πρόκειται επίσης να επιδιώξουµε», του γράφει ο Θεοτοκάς, «την αντικατάσταση του καπιταλισµού µε τέτοιον τρόπο, ώστε να µην κοπεί η συνέχεια του πολιτισµού». Ο Σεφέρης, στην απάντησή του δεν συµφωνεί µε αυτά. Ο λογοτέχνης, υποστηρίζει, οφείλει ν ασχολείται µόνο µε αυτό που ξέρει: τη λογοτεχνία. Άλλωστε το κοινωνικό πρόβληµα της εποχής («αρρώστια», το λέει), στην Ελλάδα δεν είναι παρά «καθαρά» πνευµατικό: «εκείνο που λείπει», γράφει, «στην Ελλάδα είναι η πίστη σε ορισµένες διαρκείς αξίες». Καταλήγει σηµειώνοντας, ότι έγραψε το γράµµα του αυτό, γιατί τον «φοβίζουν οι µεγάλες λέξεις», «πολιτικοκοινωνική θεωρία», «αντικατάσταση του καπιταλισµού» (λέξεις που έχει χρησιµοποιήσει ο Θεοτοκάς στο δικό του γράµµα). Αναλύοντας ο κ. Αντωνίου το ποίηµα, διακρίνει καθαρά την πίστη του Σεφέρη στη µακρότατη διάρκεια του ελληνισµού, από τον Όµηρο ως το σύγχρονο απλό λαό (της Ανατολής, που τον έχει γνωρίσει) απ την οποία µπορούµε και να αντλήσουµε τις «διαρκείς ανθρώπινες αξίες». Γνωρίζετε πώς αρχίζει και πώς συνεχίζεται το ποίηµα. Ενώ κάθεται ο ποιητής συχνά «τριγυρισµένος από την ξενιτιά», παρουσιάζεται µπρος του, «πάλι και πάλι το φάντασµα του Οδυσσέα», ο οποίος του ψιθυρίζει «λόγια της γλώσσας µας, όπως τη µιλούσαν πριν τρεις χιλιάδες χρόνια». Τον νιώθει σαν να θέλει να διώξει, «απ ανάµεσό µας», γράφει, από τον ποιητή δηλαδή κι από τον ίδιο τον εαυτό του, τον Κύκλωπα, τις Σειρήνες, τη Σκύλλα και τη Χάρυβδη, «τόσο περίπλοκα τέρατα, που δεν µας αφήνουν να στοχαστούµε». Ο ποιητής θαυµάζει τον Οδυσσέα: «Είναι ο µεγάλος Οδυσσέας εκείνος που είπε να γίνει το ξύλινο άλογο και οι Αχαιοί κερδίσανε την Τροία / Φαντάζοµαι πως έρχεται να µ αρµηνέψει πώς να φτιάξω κι εγώ ένα ξύλινο άλογο για να κερδίσω τη δική µου Τροία». 2
Νιώθει να του µιλά «ταπεινά και µε γαλήνη»: «λες µε γνωρίζει σαν πατέρας / είτε σαν κάτι γέρους θαλασσινούς, που ακουµπισµένοι στα δίχτυα τους, την ώρα που χειµώνιαζε και θύµωνε ο αγέρας, // µου λέγανε, στα παιδικά µου χρόνια, το τραγούδι του Ερωτόκριτου µε τα δάκρυα στα µάτια / τότες που τρόµαζα µέσα στον ύπνο µου ακούγοντας την αντίδικη µοίρα της Αρετής να κατεβαίνει τα µαρµαρένια σκαλοπάτια». (Εύστοχη παρατήρηση του κ. Αντωνίου ότι η συγκοπή του ονόµατος της Αρετούσας σε Αρετή θέλει να δηλώσει την «ηθική διάσταση των γεγονότων εκείνης της περιόδου».) Το ποίηµα τελειώνει έτσι: «Μιλά βλέπω ακόµη τα χέρια του που ξέραν να δοκιµάσουν αν ήταν καλά σκαλισµένη στην πλώρη η γοργόνα / να µου χαρίζουν την ακύµαντη γαλάζια θάλασσα µέσα στην καρδιά του χειµώνα». Η καίρια ευστοχία του κ. Αντωνίου, πιστεύω, βρίσκεται στην αποκρυπτογράφηση των «περίπλοκων τεράτων»: «όσα απειλούν την ήρεµη και τη µέσα στην οραµατική του κλίµακα ζωή, τα θεωρεί (ο Σεφέρης) περίπλοκα τέρατα που ο Οδυσσέας-σεφερικός άνθρωπος θέλει να τα διώξει. Και τέτοια τέρατα µπορεί για τον φρόνιµο Σεφέρη να είναι καταρχάς οι ιδεολογικές ανησυχίες που εκφράζει ο νεοφιλελεύθερος Θεοτοκάς, που απεχθάνεται τη νηνεµία µιας απλής και νοικοκυρεµένης ζωής και που ζητά µια ζωή ταραγµένη και ανυπότακτη. Νοµίζω µάλιστα, συνεχίζει ο κ. Αντωνίου, ότι ο στόχος: «τόσα περίπλοκα τέρατα, που δε µας αφήνουν να στοχαστούµε πως ήταν κι αυτός ένας άνθρωπος που πάλεψε µέσα στον κόσµο, µε την ψυχή και το σώµα», αποτελεί µιαν απάντηση στις ανησυχίες του Θεοτοκά και των οµοίων του, όπως αυτές εκφράστηκαν στο Ελεύθερο Πνεύµα: Αλίµονο στην Ελλάδα, αν στηρίξει το µέλλον της µονάχα στις άµορφες µάζες των φρόνιµων παιδιών. Το ιδανικό τους είναι µια ήρεµη και γλυκιά µεσηµβρινή Ελβετία, υπόδειγµα τάξης, άνεσης και µακαριότητας, χωρίς καµιά αγωνία, κανένα µεγάλο όνειρο, καµιά τρέλα, καµιά δηµιουργική πνοή. Μα είναι δυνατό να καταντήσει Ελβετία αυτή η χώρα του Οδυσσέα;»Οπωσδήποτε όµως περίπλοκα τέρατα (Κύκλωπας, Σειρήνες, Σκύλλα, Χάρυβδη) θεωρεί ο Σεφέρης, όπως ήδη είπαµε, τις κοινωνικοπολιτικές αστικές θεωρίες και τις διαδοµένες στα µεσοπολεµικά χρόνια µαρξιστικές ιδέες, που ήταν αντίθετες προς το όραµά του, το οποίο ήταν στηριγµένο πάνω σε µια καθαρά συναισθηµατική βάση». Μιλώντας για τη λαϊκή διάσταση της µεγάλης ιστορικής διάρκειας, αντλώντας και από άλλα σηµεία του έργου του Σεφέρη, ο κ. Αντωνίου γράφει: «όλ αυτά τα σύµβολα της λαϊκής παράδοσης (Μεγαλέξανδρος, ιγενής, Ερωτόκριτος, Αρετούσα, Γοργόνα κ.ά.) ήταν ταυτόσηµα στη συνείδησή του και περιέκλειαν ένα σωρό νοήµατα που, συµπυκνώνοντάς τα στο έπακρο, θα µπορούσα να τα υποδηλώσω µε τις 3
έννοιες ελληνισµός ανθρωπιά». Ειδικότερα για τη γοργόνα διαβάζουµε πως αυτή συµβολίζει «το όραµά του στη δυναµική του για τη δηµιουργία ενός ελληνισµού που θα περιλαµβάνει όλα τα διαχρονικά αυθεντικά παραδοσιακά ελληνικά στοιχεία». ιαβάζω ολόκληρη τη µικρή άλλωστε τελευταία παράγραφο της εισαγωγής του βιβλίου: «Μια τάση καλοπροαίρετης κριτικής, που διαφαίνεται σε λίγα σηµεία του κειµένου µου σε απόψεις του ποιητή ή άλλες καταστάσεις, δικαιολογείται από το χαρακτήρα της µετά τον Σεφέρη περιόδου, παρά από τη δική µου διάθεση. Νοµίζω όµως ότι έτσι εξυπηρετήθηκε καλύτερα η ερµηνεία». Είναι έκδηλος, πιστεύω, ο σεβασµός και η ταπεινοσύνη που τρέφει ο συγγραφέας προς έναν από τους κορυφαίους ποιητές µας, σχεδόν απολογούµενος, όπως είπα και προηγουµένως για κάποιες παρατηρήσεις του σε άλλα σηµεία. Ίσως και εξαιτίας αυτού του λόγου εφαρµόζει, θα έλεγα, και ένα είδος θεωρίας της κριτικής (που ενδεχοµένως είναι θεµιτή ή και δηµιουργική), σύµφωνα µε την οποία ο ρόλος του ερµηνευτή είναι µεσολαβητικός, ανάµεσα στον λογοτέχνη και το κοινό σηµασία έχει να διασαφηνίσει, να κάνει διαυγέστερο το ιδεολογικό περιεχόµενο του ερµηνευόµενου και ακόµα να δείξει τους αντικειµενικούς όρους, κοινωνικούς, ιστορικούς κλπ., που επηρέασαν τον δηµιουργό. Αφήνοντας, από εκεί και πέρα, τον αναγνώστη να κρίνει, ελεύθερα, νοήµατα και ιδέες, αφού άλλωστε είναι δυνατό, κάτω από τους ίδιους όρους να διαµορφωθούν διαφορετικές στάσεις. Ήδη ένα παράδειγµα υπάρχει στην ανάλυση του ποιήµατος που τον απασχόλησε. ύο διανοούµενοι, ο Σεφέρης και ο Θεοτοκάς, που έζησαν στον ίδιο χρόνο και χώρο, και ούτε καν σε διαφορετική τάξη ανήκαν, φίλοι, διαµόρφωσαν διαφορετική στάση απέναντι στην τέχνη, στη σχέση του λογοτέχνη µε τη ζωή και την κοινωνία. Εγώ λοιπόν θα κάνω ένα βήµα πιο πέρα, όσον αφορά την καλοπροαίρετη, θέλω να πιστεύω, κριτική. Η πρώτη µου παρατήρηση αφορά το λαό, όπως τον εννοεί ο Σεφέρης και όπως µε πλήρη σαφήνεια και ακρίβεια την ανέλυσε ο κ. Αντωνίου. Είδατε τα ονόµατα-σύµβολα που απαρτίζουν την έννοια του λαού και της λαϊκής παράδοσης στη σκέψη και το όραµα του Σεφέρη. Όµως, µπορεί να είναι πλήρης η έννοια του λαού, σ εκείνα τα κρίσιµα χρόνια ανάµεσα στους δυο πολέµου, όταν απουσιάζουν από αυτή τα πλατιά στρώµατα στην Ελλάδα, που δίνουν τον αγώνα της επιβίωσης, ως εργάτες στην πόλη και, προπάντων, ως αγρότες στο χωριό, βιώνοντας τον πολιτισµό τους, αυτόν που ενέπνευσε νωρίτερα την παλαµική γενιά; Και δεν έπρεπε στο χορό των ονοµάτων εκείνων να πάρει θέση ένας λαϊκός αγωνιστής του Εικοσιένα (κι έγιναν πολύ περισσότεροι από έναν, θρύλος), αλλά και ο Καραγκιόζης; Ο Καραγκιόζης δεν υπήρξε ένας χαµένος Lumpen-προλετάριος, παρά µια µορφή πολύ πιο σύνθετη και βαθύτερα λαϊκή. Ο Σεφέρης κάνει το λάθος να θέλει να συγκεράσει στον ελληνικό ανθρωπισµό τη λόγια παράδοση µε τα λαϊκά στοιχεία της Ανατολής. «ιαχρονικά, αυθεντικά, 4
παραδοσιακά ελληνικά στοιχεία» θεωρεί «όλα όσα ανήκουν στη λαϊκή παράδοση του ελληνισµού που έχει τις ρίζες της στην Ανατολή». Αυτά γράφει ο κ. Αντωνίου και είναι ακριβή. Λάθος θα ήταν µεγάλο να αγνοηθεί ο λαϊκός ελληνισµός της Ανατολής ακόµα όµως µεγαλύτερο θα ήταν λάθος να αγνοηθεί ο ελλαδικός λαϊκός ελληνισµός. Η σύγκραση λαϊκού και λόγιου πολιτισµού, Ανατολής και ύσης, στάθηκε ωραία ιδιαιτερότητά µας. Και µια ακόµα σκέψη κάνω. Αγαπώντας ο Σεφέρης τον Οδυσσέα σαν πατέρα του, γράφει ακριβώς: «λες µε γνωρίζει σαν πατέρας», µνηµονεύει ως το πιο λαµπρό κατόρθωµά του τον δούρειο ίππο νιώθει µάλιστα να τον παρακινεί να εκπορθήσει κι αυτός µε ανάλογο τρόπο τη δική του Τροία. Αλλά το ξύλινο άλογο στάθηκε ένας µεγάλος και φοβερός δόλος! Αναρωτιέµαι, πώς µπορούµε να εξηγήσουµε την προτίµησή του αυτή, από τους άθλους του Οδυσσέα. 5