Πανεπιστήµιο Αιγαίου Τµήµα Μηχανικών Σχεδίασης Προϊόντων και Συστηµάτων

Σχετικά έγγραφα
Συνοπτικά οι βασικές θεωρίες για τη μάθηση

Θεωρίες για τη µάθηση 1.0. Τι είναι µάθηση

Εκπαιδευτική Τεχνολογία και Θεωρίες Μάθησης

ΘΕΜΑΤΑ ΓΙΑ ΑΣΕΠ ΝΗΠΙΑΓΩΓΩΝ

Κάθε επιλογή, κάθε ενέργεια ή εκδήλωση του νηπιαγωγού κατά τη διάρκεια της εκπαιδευτικής διαδικασίας είναι σε άμεση συνάρτηση με τις προσδοκίες, που

ΒΑΣΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΓΙΑ ΤΗ ΜΑΘΗΣΗ ΚΑΙ ΤΗ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΣΤΗΝ ΠΡΟΣΧΟΛΙΚΗ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ

Έννοιες Φυσικών Επιστημών Ι

ΡΟΜΠΟΤΙΚΗ ΚΑΙ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ

EDUS265 Εκπαιδευτική Τεχνολογία

Κοινωνικοπολιτισμικές. Θεωρίες Μάθησης. & Εκπαιδευτικό Λογισμικό

Διήμερο εκπαιδευτικού επιμόρφωση Μέθοδος project στο νηπιαγωγείο. Έλενα Τζιαμπάζη Νίκη Χ γαβριήλ-σιέκκερη

Μάθηση & Εξερεύνηση στο περιβάλλον του Μουσείου

Μαθηματικά: θεωρίες μάθησης. Διαφορετικές σχολές Διαφορετικές υποθέσεις

Προηγµένες Μαθησιακές Τεχνολογίες ιαδικτύου και Εκπαίδευση από Απόσταση

ΟΜΑΔΟΣΥΝΕΡΓΑΤΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ ΤΗΣ ΜΑΘΗΣΗΣ ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΕΣ ΕΡΓΑΣΙΕΣ

Κασιμάτη Αικατερίνη Αναπληρώτρια Καθηγήτρια Παιδαγωγικού Τμήματος ΑΣΠΑΙΤΕ

ΤΩΝ ΤΠΕ ΣΤΗΝ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗ ΔΙΔΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

Δομώ - Οικοδομώ - Αναδομώ

ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ Α ΛΥΚΕΙΟΥ ΤΡΑΠΕΖΑ ΘΕΜΑΤΩΝ

Τρίτη 24 και Τετάρτη 25 Οκτωβρίου 2017

Περιγραφή ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ:

Σύγχρονες θεωρήσεις για τη μάθηση

Δεύτερη Συνάντηση ΜΑΘΗΣΗ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΟΜΑΔΕΣ ΕΡΓΑΣΙΕΣ. Κάππας Σπυρίδων

Ελένη Μοσχοβάκη Σχολική Σύμβουλος 47ης Περιφέρειας Π.Α.

των βασικών αρχών των θεωριών μάθησης και των πιο γνωστών τους διδακτικών μοντέλων.

ΘΕΜΑΤΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ Ι «Η Θεωρητική έννοια της Μεθόδου Project» Αγγελική ρίβα ΠΕ 06

Τεχνολογικό Εκπαιδευτικό Ίδρυμα Αθήνας

ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΕΣ ΕΦΑΡΜΟΓΕΣ Η/Υ


Παιδαγωγικές δραστηριότητες μοντελοποίησης με χρήση ανοικτών υπολογιστικών περιβαλλόντων

Η ανάπτυξη της Εποικοδομητικής Πρότασης για τη διδασκαλία και τη μάθηση του μαθήματος της Χημείας. Άννα Κουκά

ΜΑΘΗΣΗ ΚΑΙ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ


Κοινωνιογνωστική θεωρία Social Cognitive Theory

Στυλιανός Βγαγκές - Βάλια Καλογρίδη. «Καθολικός Σχεδιασμός και Ανάπτυξη Προσβάσιμου Ψηφιακού Εκπαιδευτικού Υλικού» -Οριζόντια Πράξη με MIS

H μάθηση υπό το πρίσμα των σύγχρονων παιδαγωγικών αντιλήψεων

ΠΕ60/70, ΠΕ02, ΠΕ03, ΠΕ04)

Παιδαγωγικό Υπόβαθρο ΤΠΕ. Κυρίαρχες παιδαγωγικές θεωρίες

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΑ ΦΡΟΝΤΙΣΤΗΡΙΑ ΚΟΛΛΙΝΤΖΑ

Παρουσίαση των σκοπών και των στόχων Ημερήσια πλάνα...53

Τα Διδακτικά Σενάρια και οι Προδιαγραφές τους. του Σταύρου Κοκκαλίδη. Μαθηματικού

Η ανάλυση της κριτικής διδασκαλίας. Περιεχόμενο ή διαδικασία? Βασικό δίλημμα κάθε εκπαιδευτικού. Περιεχόμενο - η γνώση ως μετάδοση πληροφορίας

«Η παιδαγωγική αξία της αξιολόγησης του μαθητή» Δρ. Χριστίνα Παπαζήση Σχολική Σύμβουλος Φυσικών Επιστημών

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΒΟΡΕΙΟΥ ΑΙΓΑΙΟΥ ΜΥΤΙΛΗΝΗ Ετήσιο Πρόγραμμα Παιδαγωγικής Κατάρτισης Ε.Π.ΠΑΙ.Κ.

Αναγκαιότητα - Χρησιμότητα

Κωνσταντίνος Π. Χρήστου

Τα σχέδια μαθήματος 1 Εισαγωγή

Μάθηση: Οποιαδήποτε µακράς διαρκείας αλλαγή στη συµπεριφορά (ή νόηση) που οφείλεται στην εµπειρία

Εναλλακτικές θεωρήσεις για την εκπαίδευση και το επάγγελμα του εκπαιδευτικού

Σύγχρονες θεωρίες μάθησης

Κοινωνικογνωστικές θεωρίες μάθησης. Διδάσκουσα Φ. Αντωνίου

Εκπαιδευτική Ψυχολογία Μάθημα 2 ο. Γνωστικές Θεωρίες για την Ανάπτυξη: Θεωρητικές Αρχές και Εφαρμογές στην Εκπαίδευση

ΕΤΗΣΙΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΠΑΙ ΑΓΩΓΙΚΗΣ ΚΑΤΑΡΤΙΣΗΣ (Ε.Π.ΠΑΙ.Κ.) Α.Σ.ΠΑΙ.Τ.Ε.ΒΟΛΟΥ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΣΑΡΑΝΤΟΠΟΥΛΟΣ Σχολικός Σύµβουλος ΠΕ 04

Η αλλαγή (μόνιμη και διαρκής) στη συμπεριφορά, που οφείλεται στην απόκτηση εμπειριών, γνώσεων και ικανοτήτων. Η αλλαγή αφορά στην συμπεριφορά, τις

ΣΧΕ ΙΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ή PROJECT

ΑΠΑΝΤΗΣΗ ΕΛΕΥΘΕΡΟΥ ΘΕΜΑΤΟΣ 1. Τίτλος ΟΙ ΣΥΓΚΟΙΝΩΝΙΕΣ 2. Εµπλεκόµενες γνωστικές περιοχές Γεωγραφία, Γλώσσα 3. Γνώσεις και πρότερες ιδέες ή αντιλήψεις τ

1. Οι Τεχνολογίες της Πληροφορίας και των Επικοινωνιών στην εκπαιδευτική διαδικασία

Μάθηση & διδασκαλία στην προσχολική εκπαίδευση: βασικές αρχές

3 βήματα για την ένταξη των ΤΠΕ: 1. Εμπλουτισμός 2. Δραστηριότητα 3. Σενάριο Πέτρος Κλιάπης-Όλγα Κασσώτη Επιμόρφωση εκπαιδευτικών

Η Θεωρία του Piaget για την εξέλιξη της νοημοσύνης

Μάθηση σε νέα τεχνολογικά περιβάλλοντα

Προσωπική και Κοινωνική Συνειδητοποίηση και Συναισθηματική Ενδυνάμωση. Δρ Μαρία Ηρακλέους

Θεωρητικές αρχές σχεδιασµού µιας ενότητας στα Μαθηµατικά. Ε. Κολέζα

Μαθηματικά: Οι τάσεις στη διδακτική και τα Προγράμματα Σπουδών. Πέτρος Κλιάπης Σχολικός Σύμβουλος Π.Ε.

ΔΙΔΑΚΤΙΚΗ ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ: ΔΟΜΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΤΗΣ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑΣ

Παιδαγωγικές εφαρμογές Η/Υ. Μάθημα 1 ο

το σύστηµα ελέγχει διαρκώς το µαθητή,

Σχολική Μουσική Εκπαίδευση: αρχές, στόχοι, δραστηριότητες. Ζωή Διονυσίου

ΤΑ ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΑ ΚΑΙ ΤΟ ΑΠ ΤΟΥ ΔΗΜΟΤΙΚΟΥ ΣΧΟΛΕΙΟΥ

Εφαρµοσµένη ιδακτική των Φυσικών Επιστηµών (Πρακτικές Ασκήσεις Β Φάσης)

Γράφοντας ένα σχολικό βιβλίο για τα Μαθηματικά. Μαριάννα Τζεκάκη Αν. Καθηγήτρια Α.Π.Θ. Μ. Καλδρυμίδου Αν. Καθηγήτρια Πανεπιστημίου Ιωαννίνων


Υπεύθυνη Επιστημονικού Πεδίου Χρυσή Χατζηχρήστου

Η ιστορία της παιδικής συμπεριφοράς γεννιέται από την συνύφανση αυτών των δύο γραμμών (Vygotsky 1930/ 1978, σελ. 46).

Θεωρίες για την Ανάπτυξη

Δημήτρης Ρώσσης, Φάνη Στυλιανίδου Ελληνογερμανική Αγωγή.

Υ.Α Γ2/6646/ Επιµόρφωση καθηγητών στο ΣΕΠ και τη Επαγγελµατική Συµβουλευτική

ΠΛΑΙΣΙΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ (ΠΣ) Χρίστος Δούκας Αντιπρόεδρος του ΠΙ

Διδακτικές προσεγγίσεις στην Πληροφορική. Η εποικοδομιστική προσέγγιση για τη γνώση. ως ενεργητική και όχι παθητική διαδικασία

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΙΓΑΙΟΥ ΣΧΟΛΗ ΑΝΘΡΩΠΙΣΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΠΑΙ ΑΓΩΓΙΚΟ ΤΜΗΜΑ ΗΜΟΤΙΚΗΣ ΕΚΠΑΙ ΕΥΣΗΣ ΦΑΚΕΛΟΣ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ

Εκπαιδευτική Διαδικασία και Μάθηση στο Νηπιαγωγείο Ενότητα 8: Επίλυση προβλήματος

Εισαγωγή. ΘΕΜΑΤΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ: Κουλτούρα και Διδασκαλία

Αυθεντικό πλαίσιο μάθησης και διδασκαλίας για ένα σχολείο που μαθαίνει. Κατερίνα Κασιμάτη Επικ. Καθηγήτρια Παιδαγωγικού Τμήματος ΑΣΠΑΙΤΕ

Ο συμπεριφορισμός ή το μεταδοτικό μοντέλο μάθησης. Η πραγματικότητα έχει την ίδια σημασία για όλους. Διδάσκω με τον ίδιο τρόπο όλους τους μαθητές

Eκπαίδευση Εκπαιδευτών Ενηλίκων & Δία Βίου Μάθηση

ΑΥΘΕΝΤΙΚΗ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΣΤΗΝ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ. Κατερίνα Κασιμάτη Επίκ. Καθηγήτρια, Γενικό Τμήμα Παιδαγωγικών Μαθημάτων Α.Σ.ΠΑΙ.Τ.Ε.

Αξιολόγηση του Εκπαιδευτικού Προγράμματος. Εκπαίδευση μέσα από την Τέχνη. [Αξιολόγηση των 5 πιλοτικών τμημάτων]

Το παιχνίδι της χαράς

ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΤΗΣ ΕΝΝΟΙΑΣ ΤΟΥ ΟΡΙΟΥ ΣΥΝΑΡΤΗΣΗΣ

Ξεκινώντας τον Προγραµµατισµό στις τάξεις του ηµοτικού Παίζοντας µε το Scratch

ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΓΝΩΣΤΙΚΗ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ. Μάθηση - Κλασική εξάρτηση -Συντελεστική εξάρτηση - Λειτουργική εξάρτηση

ΔΕΠΠΣ. ΔΕΠΠΣ και ΝΕΑ ΒΙΒΛΙΑ

4. Σηµειώ -στε. 8 Μάθηση ως διαδικασία και όχι µόνον ως περιεχόµενο ή αποτέλεσµα 9 Διαθεµατική ολική προσέγγιση της διδασκαλίας και µάθησης

των σχολικών μαθηματικών

Ερωτήµατα. Πώς θα µπορούσε η προσέγγιση των εθνικών επετείων να αποτελέσει δηµιουργική διαδικασία µάθησης και να ενεργοποιήσει διαδικασίες σκέψης;

Από τη σχολική συμβατική τάξη στο νέο υβριδικό μαθησιακό περιβάλλον: εκπαίδευση από απόσταση για συνεργασία και μάθηση

Θέµατα της παρουσίασης. O ρόλος του εκπαιδευτικού στο µαθητοκεντρικό σχολείο. Βοηθητικός ρόλος

ΣΕΝΑΡΙΟ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑΣ. Σκεπτικό της δραστηριότητας Βασική ιδέα του σεναρίου

ΘΕΩΡΊΕς ΜΆΘΗΣΗς ΚΑΙ ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΆ

Transcript:

Πανεπιστήµιο Αιγαίου Τµήµα Μηχανικών Σχεδίασης Προϊόντων και Συστηµάτων ιπλωµατική Εργασία «Σχεδιασµός εκπαιδευτικού υλικού για την προσχολική ηλικία στο χώρο του νηπιαγωγείου» Στεργίου Ελένη Επιβλέπων Καθηγητής: Τριµελής Επιτροπή: Φωτιάδης Σέργιος Φωτιάδης Σέργιος Παπανίκος Παρασκευάς Μπρισνόβαλη Αγγελική Ερµούπολη, Σύρος 2009 1

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ 1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ --------------------------------------------------------------------------------------------------------- 5 1.1 οµή της εργασίας------------------------------------------------------------------------------------------- 5 1.2 Σκοπός της εργασίας---------------------------------------------------------------------------------------- 7 1.3 Μεθοδολογία -------------------------------------------------------------------------------------------------- 7 1.3.1 Έρευνα ---------------------------------------------------------------------------------------------------- 7 1.3.2 Ανάλυση/ αποδόµηση/ προσδιορισµός κατεύθυνσης-----------------------------------------10 1.3.3 Βrainstorming-------------------------------------------------------------------------------------------10 1.3.4 Σύνθεση--------------------------------------------------------------------------------------------------10 1.3.5 Αξιολόγηση----------------------------------------------------------------------------------------------11 1.3.6. Εξέλιξη---------------------------------------------------------------------------------------------------11 1.3.7 Παρουσίαση---------------------------------------------------------------------------------------------11 1 ο ΜΕΡΟΣ: ΕΡΕΥΝΑ -----------------------------------------------------------------------------12 2. ΜΑΘΗΣΗ ----------------------------------------------------------------------------------------------------------12 2.1 Ορισµός -------------------------------------------------------------------------------------------------------12 2.2 Μάθηση και ιδασκαλία -----------------------------------------------------------------------------------12 2.3 Θεωρίες Μάθησης ------------------------------------------------------------------------------------------13 2.3.1 Συµπεριφορισµός--------------------------------------------------------------------------------------14 2.3.2 Εποικοδοµητισµός-------------------------------------------------------------------------------------16 2.3.3 Κοινωνικοπολιτισµικές θεωρήσεις για τη γνώση -----------------------------------------------17 2.3.4 ιερευνητική (ή ανακαλυπτική) µάθηση ----------------------------------------------------------18 2.3.5 Οµαδοσυνεργατική µάθηση -------------------------------------------------------------------------20 3. ΠΑΙΧΝΙ Ι ----------------------------------------------------------------------------------------------------------28 3.1 Ορισµός -------------------------------------------------------------------------------------------------------28 3.2 Η σχέση του παιχνιδιού µε τον άνθρωπο -------------------------------------------------------------30 3.3 Η σχέση ανάµεσα στο παιχνίδι και τη µάθηση -------------------------------------------------------31 3.4 Το παιχνίδι στην ανάπτυξη της προσωπικότητας του παιδιού -----------------------------------33 4. ΠΑΙΧΝΙ Ι-ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ ------------------------------------------------------------------------------------35 4.1 Περιγραφή ----------------------------------------------------------------------------------------------------35 4.2 Θεωρίες παιχνιδιού -----------------------------------------------------------------------------------------35 4.2.1 Η φαινοµενολογική άποψη --------------------------------------------------------------------------36 4.2.2 Η πολιτιστική άποψη----------------------------------------------------------------------------------36 4.2.3 Η ψυχολογική άποψη ---------------------------------------------------------------------------------37 2

4.2.4 Η άποψη της ψυχανάλυσης -------------------------------------------------------------------------38 4.2.5 Η άποψη της κοινωνικής ψυχολογίας-------------------------------------------------------------38 4.2.6 Η µαθηµατική άποψη ---------------------------------------------------------------------------------38 4.2.7 Η συστηµο-οικολογική άποψη ----------------------------------------------------------------------39 4.3 Συµπεράσµατα-----------------------------------------------------------------------------------------------40 5. ΠΡΟΣΧΟΛΙΚΗ ΗΛΙΚΙΑ-----------------------------------------------------------------------------------------41 5.1 Κατανοµή φύλου στην προσχολική ηλικία-------------------------------------------------------------41 5.2 ιαφορές στα χαρακτηριστικά γνωρίσµατα του παιδιού της προσχολικής ηλικίας ----------41 5.3 Χαρακτηριστικά γνωρίσµατα των παιδιών ηλικίας 3 έως 6 ετών---------------------------------41 5.3.1 Η Γνωστική ανάπτυξη του παιδιού προσχολικής ηλικίας-------------------------------------41 5.3.2 Η κοινωνικο-συναισθηµατική ανάπτυξη του παιδιού προσχολικής ηλικίας --------------42 5.3.3 Συνοπτική αναφορά των τυπικών δραστηριοτήτων και δεξιοτήτων των παιδιών ηλικίας 2 έως πέντε ετών------------------------------------------------------------------------------------44 6. ΠΑΙΧΝΙ Ι ΣΤΗΝ ΠΡΟΣΧΟΛΙΚΗ ΗΛΙΚΙΑ ------------------------------------------------------------------47 6.1. Το παιχνίδι της προσχολικής ηλικίας ιεθνώς-------------------------------------------------------47 6.2. Το παιχνίδι της προσχολικής αγωγής στο Νηπιαγωγείο------------------------------------------48 6.2.1 Το µαθησιακό περιβάλλον---------------------------------------------------------------------------54 7. ΤΟΜΕΙΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΤΟΥ ΠΑΙ ΙΟΥ ΜΕΣΩ ΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΩΝ--------------------------------59 7.1 Ψυχοκινητική ανάπτυξη------------------------------------------------------------------------------------59 7.1.1 Η ψυχοκινητική σε συνδυασµό µε τη νοητική ανάπτυξη--------------------------------------60 7.1.2 Η ψυχοκινητική σε συνδυασµό µε την κοινωνικοσυναισθηµατική ανάπτυξη ------------60 7.2 Κοινωνικοσυναισθηµατική ανάπτυξη -------------------------------------------------------------------61 7.3 Νοητική ανάπτυξη-------------------------------------------------------------------------------------------61 7.4 Αισθητική ανάπτυξη ----------------------------------------------------------------------------------------62 7.5 Ανάπτυξη εξιοτήτων --------------------------------------------------------------------------------------62 7.5.1 Προµαθηµατικό στάδιο -------------------------------------------------------------------------------63 7.5.2 Προαναγνωστικό Στάδιο -----------------------------------------------------------------------------63 7.5.3 Προγραφικό στάδιο------------------------------------------------------------------------------------64 7.5.4 Στάδιο εκµάθησης του υπολογιστή ----------------------------------------------------------------65 8. ΕΡΕΥΝΑ ΓΙΑ ΤΑ ΕΠΙ ΑΠΕ ΙΑ ΠΑΙΧΝΙ ΙΑ ΠΟΥ ΠΡΟΟΡΙΖΟΝΤΑΙ ΓΙΑ ΤΟ ΝΗΠΙΑΓΩΓΕΙΟ ΜΕ ΑΠΩΤΕΡΟ ΣΚΟΠΟ ΤΗΝ ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΤΟΥ ΨΥΧΟΚΙΝΗΤΙΚΟΥ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΙΚΟΥ ΤΟΜΕΑ. ----------------------------------------------------------------66 9. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ 1ου ΜΕΡΟΥΣ ---------------------------------------------------------------------------90 2 Ο ΜΕΡΟΣ: ΣΧΕ ΙΑΣΜΟΣ ----------------------------------------------------------------------95 3

10. ΑΝΑΛΥΣΗ/ΑΠΟ ΟΜΗΣΗ/ΠΡΟΣ ΙΟΡΙΣΜΟΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ-----------------------------------95 10.1 Εισαγωγή στον εντοπισµό του προβλήµατος-------------------------------------------------------95 10.1.1. Εντοπισµός του προβλήµατος -------------------------------------------------------------------96 10.2 Brief-----------------------------------------------------------------------------------------------------------97 10.3 Σενάριο χρήσης --------------------------------------------------------------------------------------------97 10.4 Σχεδιαστικές Προδιαγραφές-----------------------------------------------------------------------------98 10.4.1 ιατύπωση σχεδιαστικών προδιαγραφών -----------------------------------------------------98 11. ΑΡΧΙΚΕΣ Ι ΕΕΣ-ΛΥΣΕΙΣ (BRAINSTORMING)------------------------------------------------------ 101 12. ΣΥΝΘΕΣΗ ΚΑΙ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ --------------------------------------------------------------------------- 108 13. ΕΞΕΛΙΞΗ------------------------------------------------------------------------------------------------------- 135 13.1 Φυλλάδιο οδηγιών (manual) -------------------------------------------------------------------------- 135 13.2 Εναλλακτικοί τρόποι παιξίµατος--------------------------------------------------------------------- 145 13.3 Τα µαθηµατικά του παιχνιδιού------------------------------------------------------------------------ 151 13.4 Τεχνικά σχέδια ------------------------------------------------------------------------------------------- 154 13.5 Υλικά-------------------------------------------------------------------------------------------------------- 165 13.6 Αξιολόγηση τελικής πρότασης - Συµπεράσµατα σχεδιασµού--------------------------------- 167 13.6.1 Αξιολόγηση τελικής πρότασης ------------------------------------------------------------------ 168 13.6.2 Συµπεράσµατα σχεδιασµού --------------------------------------------------------------------- 172 Αναφορές ---------------------------------------------------------------------------------------------------------- 174 Παραρτήµατα ----------------------------------------------------------------------------------------------------- 178 Α. Εργονοµία---------------------------------------------------------------------------------------------------- 178 Β. Ευρωπαϊκό Πρότυπο ΕΛΟΤ ΕΝ 71 -------------------------------------------------------------------- 183 Γ. (.Ε.Π.Π.Σ) ιαθεµατικό Ενιαίο Πλαίσιο Προγραµµάτων Σπουδών για το νηπιαγωγείο και προγράµµατα σχεδιασµού και ανάπτυξης δραστηριοτήτων ---------------------------------------- 184. Νοµοθεσία για το νηπιαγωγείο -------------------------------------------------------------------------- 186 4

1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ 1.1 οµή της εργασίας Η διπλωµατική εργασία µε τίτλο «Σχεδίαση εκπαιδευτικού υλικού προσχολικής ηλικίας για το χώρο του νηπιαγωγείου» αποτελείται από 14 κεφάλαια. Στην εισαγωγή (κεφάλαιο 1) αναλύεται η δοµή και ο σκοπός της εργασίας. Στη συνέχεια παρουσιάζεται η µεθοδολογία η οποία απαρτίζεται από την έρευνα, την ανάλυση/αποδόµηση/προσδιορισµό της κατεύθυνσης, το Brainstorming, τη σύνθεση, την αξιολόγηση, την εξέλιξη και τέλος την παρουσίαση. Ο κεντρικός κορµός της διπλωµατικής εργασίας χωρίζεται σε δύο βασικά µέρη, αυτό της έρευνας και αυτό της σχεδιαστικής διαδικασίας. Το πρώτο µέρος που λαµβάνει χώρα στα κεφάλαια 2,3,4,5,6,7,8 και 9 ξεκινά µε το θεωρητικό κεφάλαιο της Μάθησης (κεφάλαιο 2). ίνεται ένας ορισµός της και αντιπαραβάλλεται µε την έννοια της διδασκαλίας. Ακολουθεί η ανάλυση των κεντρικών θεωριών της Μάθησης, αυτών των: του συµπεριφορισµού, του εποικοδοµητισµού, των κοινωνικοπολιτισµικών θεωρήσεων για τη γνώση, της διερευνητικής ή ανακαλυπτικής Μάθησης και αυτή της οµαδοσυνεργατικής. Το τρίτο κεφάλαιο καταπιάνεται µε τη θεωρητική προσέγγιση του παιχνιδιού. Αφού δίνεται ο ορισµός του ξεδιπλώνονται δύο σχέσεις του παιχνιδιού, αυτή µε τον άνθρωπο και αυτή µε τη Μάθηση. Τέλος, παρουσιάζεται ο ουσιώδης ρόλος του παιχνιδιού στην ανάπτυξη του παιδιού. Το κεφάλαιο 4 φέρει τον τίτλο «Παιχνίδι-Αντικείµενο». Έπειτα από την περιγραφή του παιχνιδιού ως αντικείµενο αναπτύσσονται οι θεωρίες του Παιχνιδιού. Παρουσιάζονται µε τη σειρά: η φαινοµενολογική, η πολιτιστική, η ψυχολογική άποψη καθώς και αυτή της ψυχανάλυσης και της κοινωνικής ψυχολογίας, η µαθηµατική και η συστηµοοικολογική άποψη. Το κεφάλαιο ολοκληρώνεται µε τη παράθεση συµπερασµάτων. Ακολουθεί το κεφάλαιο 5 που αναφέρεται στη προσχολική ηλικία. Έπειτα από την αναφορά στην κατανοµή του φύλου στη προσχολική ηλικία, αναλύονται οι διαφορές στα χαρακτηριστικά γνωρίσµατα του παιδιού που διανύει αυτή την ηλικιακή περίοδο. Τα χαρακτηριστικά γνωρίσµατα των παιδιών ηλικίας 3 έως 6 ετών, χωρίζονται στη γνωστική ανάπτυξη του παιδιού, στη κοινωνικοσυναισθηµατική ανάπτυξη και ολοκληρώνονται µε µια 5

συνοπτική αναφορά των τυπικών δραστηριοτήτων και δεξιοτήτων των παιδιών ηλικίας 2 έως 5 ετών. Το κεφάλαιο 6 αναλύει το παιχνίδι στην προσχολική ηλικία. ίνεται µια διεξοδική εικόνα για το παιχνίδι µη ξεχνώντας το µαθησιακό περιβάλλον στο οποίο απευθύνεται (χώρος του νηπιαγωγείου). Είναι γεγονός ότι αναπτύσσονται διάφοροι τοµείς του παιδιού µέσω των δραστηριοτήτων του, και µε αυτό το θέµα καταπιάνεται το 7 ο κεφάλαιο. Υπάρχει ανάπτυξη ψυχοκινητικής, κοινωνικοσυναισθηµατικής, νοητικής, αισθητικής και ανάπτυξης δεξιοτήτων. Ειδικότερα παρουσιάζεται η ψυχοκινητική ανάπτυξη σε συνδυασµό µε την κοινωνικοσυναισθηµατική και τη νοητική. Το υποκεφάλαιο της ανάπτυξης εξιοτήτων αναλύεται στα στάδια: προµαθηµατικό, προαναγνωστικό, προγραφικό και ολοκληρώνεται µε αυτό της εκµάθησης του υπολογιστή. Τη σκυτάλη από τους τοµείς ανάπτυξης του παιδιού λαµβάνει το κεφάλαιο 8 της έρευνας για τα επιδαπέδια παιχνίδια που προορίζονται για το νηπιαγωγείο µε απώτερο στόχο τους την ανάπτυξη του ψυχοκινητικού και κοινωνικοσυναισθηµατικού τοµέα. Το πρώτο µέρος ολοκληρώνεται, µε τα συµπεράσµατα που αντλούνται από αυτό, στο κεφάλαιο 9. Το δεύτερο µέρος, αυτό του σχεδιασµού, εκτείνεται από το 10 ο κεφάλαιο έως το 14 ο. Στο 10 ο κεφάλαιο υπάρχει η ανάλυση/αποδόµηση και ο προσδιορισµός κατεύθυνσης του σχεδιασµού. Αναλύεται σε τέσσερα υποκεφάλαια: την εισαγωγή στον εντοπισµό του προβλήµατος, το brief, το σενάριο χρήσης και τις σχεδιαστικές προδιαγραφές. Ακολουθεί το Brainstorming (κεφάλαιο 11), δηλαδή οι αρχικές ιδέες και λύσεις που προέκυψαν από τις ανάγκες του προβληµατικού χώρου αλλά και είναι σύµφωνες µε τις σχεδιαστικές προδιαγραφές. Η Σύνθεση και η Αξιολόγηση είναι τα θέµατα του 12 ου κεφαλαίου. Σε αυτό συνθέτονται οι ιδέες που προέκυψαν από το Brainstorming, προκύπτουν νέες και αξιολογούνται. Το 13 ο κεφάλαιο περιλαµβάνει την τελική πρόταση µε την τρισδιάστατη απεικόνιση της, τα τεχνικά σχέδια, τους εναλλακτικούς τρόπους παιξίµατος, τα απαραίτητα ανθρωποµετρικά στοιχεία για τον συγκεκριµένο σχεδιασµό, τα µαθηµατικά του παιχνιδιού όπως επίσης και τα υλικά από τα οποία δηµιουργήθηκε το παιχνίδι. Τέλος, αξιολογείται η τελική πρόταση που προκύπτει σύµφωνα µε τις σχεδιαστικές προδιαγραφές. Το δεύτερο µέρος ολοκληρώνεται µε τα συµπεράσµατα που αντλούνται από αυτό στο κεφάλαιο 14. Με τις αναφορές και τα παραρτήµατα ολοκληρώνεται η δοµή της εργασίας. 6

1.2 Σκοπός της εργασίας Σκοπός της εργασίας είναι ο σχεδιασµός ενός επιδαπέδιου παιχνιδιού για το νηπιαγωγείο, για την ανάπτυξη του κοινωνικοσυναισθηµατικού τοµέα, του ψυχοκινητικού αλλά και αυτού των δεξιοτήτων που εισάγει τα παιδιά σε προµαθηµατικές έννοιες. 1.3 Μεθοδολογία Η µεθοδολογία που ακολουθήθηκε στη παρούσα διπλωµατική βασίστηκε στο τρόπο εργασίας στο πλαίσιο των µαθηµάτων των Στούντιο. Η µεθοδολογία της σχεδιαστικής διαδικασίας δεν αποτέλεσε ακριβή τεχνική που εφαρµόστηκε πιστά αλλά µια γενική αντιµετώπιση µιας σχεδιαστικής διαδικασίας µε βάση το θέµα που έπρεπε να αντιµετωπιστεί. Ο λόγος που επιλέχθηκε αυτή η µεθοδολογία είναι η φύση του θέµατος της διπλωµατικής εργασίας «Σχεδίαση παιδικού παιχνιδιού εκπαιδευτικού χαρακτήρα για το νηπιαγωγείο». Παρακάτω παρουσιάζεται η µεθοδολογία όπως ακολουθήθηκε µε βάση τις ανάγκες του θέµατος της διπλωµατικής. 1.3.1 Έρευνα Η µέθοδος που εφαρµόστηκε στο κοµµάτι της έρευνας είναι η εξής: Αρχικά το γενικό θέµα που επιλέχθηκε γι αυτή τη διπλωµατική ήταν το παιδί σε αλληλεπίδραση µε τα παιχνίδια και τη µάθηση. Έτσι δηµιουργήθηκε η ανάγκη έρευνας για την κατανόηση κάθε µίας από αυτές τις έννοιες ξεχωριστά και η ανάγκη εντοπισµού προβλήµατος και πιο συγκεκριµένης οριοθέτησης του θέµατος της διπλωµατικής και του σχεδιασµού. Έτσι πραγµατοποιήθηκε έρευνα στα παρακάτω πεδία. 1.3.1.1 Έρευνα για τη µάθηση Μελετήθηκε ο όρος της µάθησης, κάποιες θεωρίες µάθησης και η µάθηση σε συνδυασµό µε τη διδασκαλία για να κατανοήσουµε τον όρο αλλά και το πώς µαθαίνει ένας άνθρωπος γενικά και ειδικά το παιδί. 7

1.3.1.2 Έρευνα για το παιχνίδι Ορίστηκε η έννοια του παιχνιδιού, η σχέση του µε τον άνθρωπο, η σχέση του µε τη µάθηση καθώς και το κατά πόσο συµβάλλει συγκεκριµένα στην ανάπτυξη του παιδιού. 1.3.1.3 Έρευνα για το παιχνίδι αντικείµενο Σηµαντική έρευνα πραγµατοποιήθηκε συγκεκριµένα στο παιχνίδι ως αντικείµενο επειδή το παιδί από τη στιγµή που γεννιέται έρχεται σε επαφή µε αυτό. Έτσι αναπτύχθηκαν κάποιες θεωρίες γύρω από τον όρο αυτό, από διάφορες οπτικές γωνίες (ψυχολογική, ψυχαναλυτική, µαθηµατική, κοινωνική κλπ.). 1.3.1.4 Έρευνα για το παιδί Ειδικό βάρος δόθηκε στην µελέτη γύρω από το παιδί έτσι ώστε να κατανοηθεί η φύση και η νοοτροπία του. όθηκε λοιπόν προσοχή στα χαρακτηριστικά γνωρίσµατα του παιδιού στις ηλικίες 3,4, 5, 6 ετών και εντοπίστηκαν οι διαφορές που υπάρχουν ανάµεσα τους. Το παιδί είναι ένας παράγοντας ο οποίος δεν µπορεί να µελετηθεί σε χαρακτηριστικά όπως κάποιο αντικείµενο. Μελετώντας λοιπόν λήφθηκαν σοβαρά υπόψη τα ατοµικά χαρακτηριστικά του κάθε παιδιού, το φύλο του, οι διαφορετικές αντιλήψεις, επιθυµίες, ικανότητες, ευκαιρίες που έχει για µάθηση στο οικογενειακό καθώς και στο ευρύτερο κοινωνικό περιβάλλον, και οι ιδιαιτερότητές του. 1.3.1.5 Έρευνα για το παιχνίδι στην προσχολική αγωγή Έγινε µια γενική αναφορά του παιχνιδιού στην προσχολική αγωγή διεθνώς και αναλύθηκε εκτενέστερα το παιχνίδι µε τις µορφές που παίρνει στο χώρο του νηπιαγωγείου. Η µελέτη αυτή βοήθησε στη γνωριµία µε τα παιχνίδια και τα χαρακτηριστικά τους για την καλύτερη κατανόηση του χώρου του νηπιαγωγείου (µαθησιακό περιβάλλον) και των µερών του, καθώς και το πώς αυτός φιλοξενεί όλα τα είδη παιχνιδιού. 8

1.3.1.6 Έρευνα για το πρόγραµµα σπουδών του νηπιαγωγείου από το 1986 µέχρι σήµερα Επιπροσθέτως, ερευνήθηκε το ιαθεµατικό Ενιαίο Πλαίσιο Προγραµµάτων Σπουδών για το Νηπιαγωγείο (.Ε.Π.Π.Σ) έτσι ώστε να κατανοηθεί ο σκοπός, οι βασικές του αρχές, η µεθοδολογία του και οι δραστηριότητες που περικλείει. Επίσης µελετήθηκαν όλα τα προγράµµατα σπουδών για το νηπιαγωγείο από το 1986 µέχρι και σήµερα, τα οποία ανανεώνονται ανά έξι χρόνια, για τον σαφέστερο κατατοπισµό όσον αφορά τα θέµατα των δραστηριοτήτων στα οποία υποβάλλονται τα παιδιά για να αναπτυχθούν ψυχοκινητικά, κοινωνικοσυναισθηµατικά, νοητικά, αισθητικά κλπ. 1.3.1.7 Έρευνα για τους τοµείς ανάπτυξης του παιδιού µέσω δραστηριοτήτων Από τα παραπάνω δηµιουργήθηκε η ανάγκη για λεπτοµερέστερη έρευνα αυτών των τοµέων ανάπτυξης του παιδιού (ψυχοκινητικού, κοινωνικοσυναισθηµατικού, νοητικού, αισθητικού και του τοµέα δεξιοτήτων). Έπρεπε να µελετηθούν όλες οι δραστηριότητες που παρουσιάζονται στο νηπιαγωγείο και να κατανοηθεί ο συνδυασµός τους µε τους τοµείς ανάπτυξης, δηλαδή ποιες δραστηριότητες βοηθούν τον κάθε τοµέα ξεχωριστά να αναπτυχθεί. 1.3.1.8 Έρευνα σε νηπιαγωγεία Επισκέψεις έγιναν σε νηπιαγωγεία και συζητήσεις µε παιδαγωγούς και νηπιαγωγούς για προσωπική επαλήθευση των συµπερασµάτων που βγήκαν από την έρευνα. Αυτές οι συζητήσεις καταγράφηκαν όµως δεν προστέθηκαν στην διπλωµατική αφού τα συµπεράσµατα της έρευνας συνέπιπταν µε τις απόψεις των παιδαγωγών. 1.3.1.9 Έρευνα σε παιχνίδια του εµπορίου Τέλος, σηµειώθηκε έρευνα σε όλα τα παιχνίδια, που προορίζονται για την ηλικία των 3 έως 6 ετών καθώς και στα υπόλοιπα παιχνίδια που αφορούν το νηπιαγωγείο αλλά και τον οικιακό χώρο, όµως δεν θεωρήθηκε σκόπιµο να προστεθεί στην παρούσα διπλωµατική γιατί δεν αφορούσαν τον προβληµατικό χώρο. Επιπλέον, ενδεικτική έρευνα πραγµατοποιήθηκε και σε παιχνίδια προορισµένα για µικρότερες αλλά και µεγαλύτερες ηλικίες από αυτές των 3 έως 6 ετών, για λόγους προσωπικής ανάγκης κατανόησης των διαφορετικών χαρακτηριστικών της κάθε ηλικίας ξεχωριστά, πριν και µετά από αυτή που µελετήθηκε σε όλη τη διπλωµατική. 9

Επιλέχθηκε να παρουσιαστεί εκτενέστερα η έρευνα των παιχνιδιών που αφορά τον προβληµατικό χώρο για επιδαπέδια παιχνίδια παιδαγωγικό υλικό εκπαιδευτικού χαρακτήρα, προορισµένα για το νηπιαγωγείο, που ευνοούν την ανάπτυξη του ψυχοκινητικού, κοινωνικοσυναισθηµατικού, νοητικού αλλά και του τοµέα δεξιοτήτων. Αυτά τα παιχνίδια υπάρχουν και διατίθενται στο εµπόριο, κάποια από τα οποία προορίζονται και για τον οικιακό χώρο. Αυτή η επιλογή έγινε για να αποκτηθεί µια ολοκληρωµένη άποψη για το τι παιχνίδια υπάρχουν στην αγορά συγκεκριµένα για το χώρο του νηπιαγωγείου, έτσι ώστε να αξιολογηθούν µε βάση τους τοµείς ανάπτυξης, τα υλικά, τις διαστάσεις και ότι άλλο κρίθηκε απαραίτητο. Μετά από την έρευνα σε όλα τα παραπάνω επίπεδα καταγράφηκαν τα συµπεράσµατα τα οποία στάθηκαν εφαλτήριο για τον καθορισµό του προβληµατικού χώρου, του σεναρίου χρήσης, των σχεδιαστικών προδιαγραφών αλλά και όλης της σχεδιαστικής διαδικασίας µέχρι και το τέλος της. 1.3.2 Ανάλυση/ αποδόµηση/ προσδιορισµός κατεύθυνσης Σε αυτό το στάδιο, τα συµπεράσµατα της έρευνας βοήθησαν στο να οριστεί πιο συγκεκριµένα ο προβληµατικός χώρος, το σενάριο χρήσης, τα οποία θα καταστήσουν τη σχεδίαση πιο συγκεκριµένη και οι σχεδιαστικές προδιαγραφές σύµφωνα µε τις οποίες θα αξιολογηθεί συνολικά η διαδικασία της σχεδίασης που θα επηρεαστεί από αυτές. Όλα τα παραπάνω θα καταγραφούν και θα αναλυθούν παρακάτω εκτενέστερα. 1.3.3 Βrainstorming Στο σηµείο αυτό, καταγράφονται όλες οι προτεινόµενες ιδέες λύσεις για το πρόβληµα που τέθηκε από την έρευνα και αναλύονται λεπτοµερώς. 1.3.4 Σύνθεση Εδώ γίνεται σύνθεση των ιδεών (λύσεων) που προέκυψαν από το Brainstorming και παρουσιάζονται όλα τα προσχέδια Concepts. 10

1.3.5 Αξιολόγηση Σε συνέχεια της σύνθεσης έρχεται η αξιολόγηση των concepts έτσι ώστε να αποφασιστεί πιο από αυτά πληρεί σε µεγαλύτερο βαθµό τις σχεδιαστικές προδιαγραφές που τέθηκαν αρχικά, τον προβληµατικό χώρο, το σενάριο χρήσης αλλά και την συνολική έρευνα. 1.3.6. Εξέλιξη Σε τελικό στάδιο µετά την αξιολόγηση των concepts προκύπτει το τελικό και ολοκληρωµένο concept µε όλες τις λεπτοµέρειες και τις παραλλαγές που έχει υποστεί αναλυτικά. Ελέγχεται πάλι αν σαν τελική ιδέα συµφωνεί µε τα στάδια της έρευνας, του προβληµατικού χώρου και των σχεδιαστικών προδιαγραφών. Παρουσιάζεται οτιδήποτε έχει κατασκευαστεί ως µακέτα κατά την εξέλιξη του, γίνεται τρισδιάστατη απεικόνιση έτσι ώστε να γίνει όσο πιο ρεαλιστικό γίνεται και τέλος παρουσιάζονται τα τεχνικά σχέδια, τα εργονοµικά χαρακτηριστικά αλλά και τα υλικά που χρησιµοποιήθηκαν. 1.3.7 Παρουσίαση Η παρουσίαση είναι το στάδιο στο οποίο συνυπάρχουν δοµηµένα και σύντοµα όλα τα παραπάνω στάδια µε απώτερο σκοπό την καλύτερη κατανόηση του θέµατος από τον ακροατή. Όλα τα στάδια της σχεδιαστικής διαδικασίας θα αναλυθούν παρακάτω σε συνδυασµό µε το θέµα της διπλωµατικής λεπτοµερειακά. 11

1 ο ΜΕΡΟΣ: ΕΡΕΥΝΑ 2. ΜΑΘΗΣΗ Στο κεφάλαιο αυτό γίνεται αναφορά για τον ορισµό της µάθησης διεπιστηµονικά. Μελετάται η σχέση ανάµεσα στη διδασκαλία και τη µάθηση και παρουσιάζονται συνοπτικά οι επικρατέστερες θεωρίες µάθησης. 2.1 Ορισµός Η µάθηση είναι ένα σύνθετο εσωτερικό βιολογικό και πνευµατικό φαινόµενο που έχει µελετηθεί από διάφορους κλάδους της επιστήµης όπως ψυχολογία, παιδαγωγική, φυσιολογία, ιατρική, βιολογία και άλλοι. Οι διαδικασίες της µάθησης είναι τόσο ποικιλόµορφες και διαφορετικές, ώστε η ένταξη τους σε µία και µοναδική κατηγορία δεν µπορεί να είναι βάσιµη και πλήρης. Όπως παρατηρεί ο Φλουρής (2003), παρότι έχει διεξαχθεί πληθώρα σχετικών µελετών, η µάθηση παραµένει µια διαδικασία η οποία δεν έχει ερµηνευτεί και κατανοηθεί πλήρως και κατά τρόπο παραδεκτό από όλους, όσους ασχολούνται µε αυτή. Στην ουσία τα όσα γράφονται και λέγονται για τη µάθηση αποτελούν επιστηµονικές υποθέσεις που εξάγονται από την παρατήρηση και τη µελέτη των αποτελεσµάτων της. Ο Τριλιανός (2003), σηµειώνει ότι υπάρχει µεγάλη διάσταση απόψεων µεταξύ των ερευνητών για τον προσδιορισµό της έννοιας της µάθησης. Κατά καιρούς, η µάθηση ορίστηκε ως δηµιουργία υποκατάστατων ανακλαστικών (Pavlov), ως δοκιµή και πλάνη (Thorndike), ως επανάληψη µιας αντίδρασης µετά από θετική ενίσχυση (Skinner), ως ενόραση (Kohler), ως µίµηση προτύπου (Bandura), ως επεξεργασία των πληροφοριών (Neisser, Seymour, Gagnι) και ως προσωπική ερµηνεία στις νεοαποκτηθείσες πληροφορίες (Maslow, Rogers). 2.2 Μάθηση και ιδασκαλία Ο άνθρωπος χωρίς συστηµατική βοήθεια δεν µπορεί στη διάρκεια της ζωής του να ανταποκριθεί στο περιβάλλον του κατά τρόπο ικανοποιητικό και να αντεπεξέλθει στις αυξηµένες απαιτήσεις της σύγχρονης ζωής. Η συστηµατική βοήθεια παρέχεται σε µεγάλο βαθµό µε τη 12

διδασκαλία, η οποία αποσκοπεί στο να µεταδώσει στο µαθητή την πείρα των προγόνων του και να τον καταστήσει ικανό όχι µόνο να τη χρησιµοποιήσει, αλλά και να τη βελτιώσει ή να την προσαρµόσει καλύτερα στις συνεχώς µεταβαλλόµενες συνθήκες του περιβάλλοντος. Η µάθηση είναι άµεσα συνδεδεµένη µε τη διδασκαλία. Σύµφωνα µε τις νέες αντιλήψεις στο χώρο της παιδαγωγικής ψυχολογίας ο µαθητής δεν αποτελεί ένα παθητικό ον που αντιδρά µηχανικά και χωρίς συµµετοχή στα ερεθίσµατα του περιβάλλοντος, αλλά αποτελεί µια ενεργητική ύπαρξη, έναν παραγωγό, ένα µετασχηµατιστή των πληροφοριών που προσφέρονται από το δάσκαλο. Η µάθηση που επιτυγχάνεται από το µαθητή είναι ένα ζωντανό προϊόν που χρησιµεύει σ αυτόν να ικανοποιήσει τις ανάγκες του και να λύσει τα προβλήµατα της ζωής του (Kapsalis, 1990). Παρά τη στενή αλληλεπίδραση µάθησης και διδασκαλίας, η ύπαρξη της µιας δεν συνεπάγεται αυτόµατα την ύπαρξη της άλλης ούτε το αντίστροφο. Για να αποδειχτεί µια διδασκαλία χρήσιµη, ποιοτικά ανώτερη και αποτελεσµατική, ο εκπαιδευτικός πρέπει να λάβει υπόψη του τις αρχές και τους νόµους της µάθησης (Τριλιανός, 2003). Άλλωστε, όπως αναφέρει ο Gagnι, διδασκαλία σηµαίνει το σύνολο των ενεργειών που θα κάνει ο δάσκαλος προκειµένου να προκαλέσει, να ενεργοποιήσει, να ενισχύσει και να προωθήσει τη µάθηση (Φλουρής, 2003). 2.3 Θεωρίες Μάθησης Όπως και στις άλλες περιοχές της επιστήµης, έτσι και στην περιοχή της µάθησης υπάρχουν διάφορες θεωρίες που προσπαθούν να ερµηνεύσουν τις βασικές της διεργασίες. Οι θεωρίες αυτές διαφέρουν κατά πολύ στη µέθοδο και στο συµπέρασµα, γιατί έχουν συγκεντρώσει την προσοχή τους αποκλειστικά σε ορισµένες όψεις της όλης διεργασίας της µάθησης και έτσι βλέπουν τα πράγµατα από διαφορετική οπτική γωνία. Επειδή στόχος της διδασκαλίας είναι να προκαλέσει και να ενισχύσει τη µάθηση, είναι απαραίτητο να γνωρίζουµε τις βασικές θεωρίες της µάθησης, τη διαφορετική τους φιλοσοφία, τις αρχές και τη µεθοδολογία τους, ώστε αυτό που κάνουµε να έχει νόηµα και να µπορούµε να το αξιολογήσουµε. Άλλωστε, όπως αναφέρεται στο Ράπτης και Ράπτη (2007), κάθε είδους διδασκαλία σχετίζεται µε ορισµένες παραδοχές για το τι πρέπει να µάθει ο µαθητευόµενος καθώς και το πως είναι καλύτερο να το µάθει, δηλαδή τους στόχους, το περιεχόµενο και τη διαδικασία της µάθησης. Κάθε δάσκαλος, λοιπόν, είτε το γνωρίζει είτε όχι, υιοθετεί στην πράξη µια θεωρία µάθησης. 13

Η δηµιουργία µιας συγκεκριµένης θεωρίας, που να προβλέπει µια «φόρµουλα» γενικής εφαρµογής για όλες τις διδακτικές καταστάσεις, είναι αδύνατη, λόγω της ποικιλίας των καταστάσεων της µάθησης που χαρακτηρίζουν τη διδασκαλία (Φλουρής, 2003). Στη συνέχεια παρουσιάζονται συνοπτικά ορισµένες από τις πιο αντιπροσωπευτικές θεωρίες της µάθησης, δηλαδή η προσέγγιση του συµπεριφορισµού, η θεωρία του εποικοδοµητισµού, οι κοινωνικοπολιτισµικές θεωρήσεις για τη γνώση, η διερευνητική και η συνεργατική µάθηση. 2.3.1 Συµπεριφορισµός Σύµφωνα µε τους οπαδούς του συµπεριφορισµού (ή µπιχεβιορισµού - behaviorism), δεν έχουν σηµασία οι εσωτερικές διεργασίες που λαµβάνουν χώρα κατά τη διάρκεια της µάθησης, αλλά οι αλλαγές που συµβαίνουν στην εµφανή συµπεριφορά του υποκειµένου, στο τι δηλαδή µπορεί να κάνει ο µαθητευόµενος ως αποτέλεσµα της κατάλληλης οργάνωσης του περιβάλλοντος της µάθησης (Ντολιοπούλου, 2000). Ο σηµαντικότερος µηχανισµός της µάθησης είναι, κατά τους συµπεριφοριστές, η ενίσχυση της επιθυµητής συµπεριφοράς (Ράπτης, Ράπτη 2007). Κλασικό παράδειγµα είναι το γνωστό πείραµα του Pavlov. Ο Ρώσος φυσιολόγος Pavlov έδινε τροφή σε ένα σκύλο καθηµερινά, αφού χτυπούσε ένα καµπανάκι. Η προσφορά, δηλαδή, τροφής συνοδευόταν από ένα συγκεκριµένο ήχο. Μετά από πολλές επαναλήψεις της ίδιας διαδικασίας, ο Pavlov παρατήρησε πως ο σκύλος, µόλις άκουγε το γνωστό -πλέον- ήχο, είχε έκκριση σάλιου. Το πείραµα αυτό έγινε και σε άλλα ζώα, όπως γάτες, ποντίκια, χιµπατζήδες κ.λ.π., µε διαφορετικά, όµως, ερεθίσµατα. Τα αποτελέσµατα ήταν τα ίδια µε την περίπτωση του σκύλου. Η επιθυµητή αντίδραση σε ένα εξαρτηµένο ερέθισµα, όπως είναι η τροφή, είναι µια βασική µορφή µάθησης που συντελέστηκε επειδή ο σκύλος συσχέτισε συνειρµικά τον ήχο του κουδουνιού µε την τροφή. Αν δεν υπήρχε κίνητρο (ικανοποίηση της πείνας) ο µηχανισµός αυτός ίσως να µη λειτουργούσε. Συνεπώς, εξαρτηµένη µάθηση συντελείται µε την ενίσχυση της επιθυµητής συµπεριφοράς (θετική ενίσχυση), είτε µέσω της αµοιβής, είτε µε τιµωρία ή την απαλλαγή από τις δυσάρεστες επιπτώσεις µιας µη επιθυµητής συµπεριφοράς (αρνητική ενίσχυση). Ο Skinner είναι από τους αντιπροσωπευτικότερους εκπροσώπους του συµπεριφορισµού. Σε αντίθεση µε τον Pavlov, υποστηρίζει ότι η συµπεριφορά δεν πρέπει να αποδίδεται σε κάποιο ανεξάρτητο ερέθισµα, αλλά να θεωρείται ως αποτέλεσµα εσωτερικών 14

επενεργειών του οργανισµού. Η θεωρία του ονοµάστηκε ενεργός ή συντελεστική µάθηση (Τριλιανός, 2003). Βασικός άξονας, λοιπόν, των απόψεων του Skinner είναι η θέση ότι αν ορισµένη αντίδραση ακολουθείται από κάποιο σχετικό ερέθισµα, η πιθανότητα να επαναληφθεί σε ανάλογες περιπτώσεις η ίδια συµπεριφορά αυξάνεται. Αν, αντίθετα, µια ορισµένη συµπεριφορά δεν συνοδεύεται από κάποια ενίσχυση, παύει σιγά-σιγά να εκδηλώνεται, γίνεται δηλαδή «απόσβεση» της. Για να έχει αποτελέσµατα η ενίσχυση πρέπει να είναι άµεση. Πρέπει επίσης να έχει φροντίσει ο εκπαιδευτής να ερευνήσει ποια είναι κάθε φορά η κατάλληλη ενίσχυση για το κάθε άτοµο (Ράπτης, Ράπτη, 2007). Ο Skinner (1968), υπήρξε ο πρόδροµος των µηχανών διδασκαλίας (teaching machines), πριν αναπτυχθούν τα σύγχρονα εκπαιδευτικά περιβάλλοντα. Πίστευε ότι οι µηχανές αυτές θα µπορούσαν να δηµιουργήσουν περιβάλλοντα ευνοϊκά για τη µάθηση που θα ανέτρεπαν τα µειονεκτήµατα του σχολικού συστήµατος, εφόσον θα ασχολούνταν µε τις απαντήσεις των µαθητών και θα ενίσχυαν τις σωστές απαντήσεις αµέσως µετά τη διατύπωση τους από τους µαθητές, κάτι που δεν γινόταν στο πλαίσιο της συνηθισµένης διδασκαλίας. Πίστευε επίσης ότι οι διδακτικές µηχανές θα µπορούσαν να εφαρµόσουν ορισµένες γενικές αρχές της διδασκαλίας, οι οποίες θα στηριζόταν στον προγραµµατισµό των διαδοχικών ερωτήσεων προς το µαθητή γι αυτό και η διδασκαλία αυτή ονοµάστηκε προγραµµατισµένη διδασκαλία (Σολοµωνίδου, 1999). Ο συµπεριφορισµός επικράτησε το πρώτο µισό του 20ου αιώνα και παρόλο που βοήθησε στην εξήγηση ορισµένων φαινοµένων της µάθησης, δέχτηκε αρκετή κριτική εξαιτίας του µοντέλου αγωγής και διδασκαλίας που εισήγαγε. Ένα σοβαρό µειονέκτηµα του συµπεριφορισµού είναι η προσήλωση του στην εξωτερική συµπεριφορά του ατόµου και στο ρόλο των εξωτερικών συνθηκών και ταυτόχρονα η παραµέληση του ρόλου των εσωτερικών ανώτερων νοητικών λειτουργιών και της εσωτερικής προσπάθειας του ατόµου να κατανοήσει τον κόσµο και να ρυθµίσει ανάλογα τη συµπεριφορά του (Ματσαγγούρας, 1997). Επίσης, υποστηρίζεται από πολλούς (Σολοµωνίδου, 1999), ότι το µοντέλο του Skinner και του συµπεριφορισµού είναι ανεπαρκές, καθότι είναι γνωστό πως οι άνθρωποι µαθαίνουν από τα λάθη τους, χωρίς να χρειάζονται πάντα ενίσχυση για να µάθουν, µε την προϋπόθεση ότι τους εξηγείται η αιτία του λάθους τους. Τέλος, άλλοι απορρίπτουν τις θεωρίες του συµπεριφορισµού ως µηχανιστικές ή αυθαίρετες γενικεύσεις διαπιστώσεων που έγιναν κυρίως σε ζώα (Φλουρής, 2003). Οι συµπεριφοριστές, παρά την προσπάθειά τους να θέσουν τα επιστηµονικά θεµέλια της θεωρίας της µάθησης, υπήρξαν υπερβολικά αισιόδοξοι στις προσδοκίες τους, διότι η θεωρία τους φαίνεται ότι δεν προσφέρεται για προωθηµένες µορφές µάθησης, όπου η προσωπική άποψη, η 15

απρόβλεπτη κριτική επιχειρηµατολογία, η δηµιουργικότητα και η πρωτοβουλία, η ιδιαιτερότητα της κάθε κουλτούρας και η πρωτότυπη έκφραση έχουν µεγάλη αξία (Ράπτης, Ράπτη, 2007). 2.3.2 Εποικοδοµητισµός Ο εποικοδοµητισµός (constructivism), έχοντας ως αρχικό και κύριο πεδίο έρευνας και εφαρµογής τις φυσικές επιστήµες, ρίχνει φως και δίνει βαρύτητα στις υπάρχουσες αντιλήψεις, ιδέες και αναπαραστάσεις των εκπαιδευόµενων σε σχέση µε το θέµα που διδάσκονται κάθε φορά. Η εµφάνιση της εποικοδοµητικής θεωρίας χρωστάει πολλά στην εξέλιξη της ψυχολογίας, µε τις εργασίες του Jean Piaget, και της επιστηµολογίας (Gaston Bachelard) οι οποίες επηρέασαν σε σηµαντικό βαθµό την παιδαγωγική σκέψη και τον προσανατολισµό της εκπαιδευτικής έρευνας (Σολοµωνίδου, 1999). Σύµφωνα µε την εποικοδοµητική άποψη, λοιπόν, η νόηση είναι µια λειτουργία κατασκευής νοηµάτων βασιζόµενη πάνω στην όλη εµπειρία του ατόµου. Η δόµηση της γνώσης είναι εποµένως µια λειτουργία που βασίζεται στις προϋπάρχουσες εµπειρίες, τις νοητικές κατασκευές, τις πεποιθήσεις, τις «θεωρίες» που ο καθένας χρησιµοποιεί, προκειµένου να ερµηνεύσει αντικείµενα ή γεγονότα και τις οποίες δεν µπορεί να υποτιµά ο δάσκαλός κατά τις διδακτικές του επιδιώξεις (Ράπτης, Ράπτη, 2007). Από τη θεώρηση του εποικοδοµητισµού δίνεται έµφαση στην ενεργητικό ρόλο του µαθητή και στην επίλυση πραγµατικών προβληµάτων διερευνητικού χαρακτήρα τα οποία δηµιουργούν κίνητρο για τους µαθητές (Κορδάκη, 2000). Αναγνωρίζεται η σηµασία της πρότερης γνώσης τού µαθητή πάνω στην οποία µε βάση την εµπειρία και τον αναστοχασµό οικοδοµεί τη γνώση του. Επιπλέον, αναγνωρίζεται η σηµασία του λάθους κατά τη διάρκεια της τροποποίησης του οποίου ο µαθητής µαθαίνει. Οι βασικές παραδοχές της εποικοδοµητικής θεωρίας έχουν διαµορφωθεί µε βάση ένα σηµαντικό αριθµό ερευνητικών δεδοµένων και τις έχει συνοψίσει µια εξέχουσα µορφή της διδακτικής των φυσικών επιστηµών, η Rosalind Driver: 1. Οι µαθητές δεν θεωρούνται πλέον παθητικοί δέκτες, αλλά τελικοί υπεύθυνοι της δικής τους µάθησης. Σε κάθε µαθησιακή διαδικασία φέρνουν τις δικές τους προηγούµενες αντιλήψεις και απόψεις. 2. Η µάθηση θεωρείται ότι εµπλέκει το µαθητή µε ενεργό τρόπο στην εκπαιδευτική διαδικασία. Η µάθηση προϋποθέτει την οικοδόµηση νοήµατος και συµβαίνει συχνά µέσα από προσωπική διαπραγµάτευση. 16

3. Η γνώση δεν είναι «κάπου εκεί έξω», αλλά οικοδοµείται µε προσωπικό και κοινωνικό τρόπο. Το καθεστώς της γνώσης είναι λίγο προβληµατικό. Μπορεί να αξιολογείται από το µαθητή ως προς το βαθµό που ταιριάζει µε την υπάρχουσα εµπειρία του και είναι συνεπής µε άλλες πλευρές της γνώσης του. 4. Οι διδάσκοντες φέρνουν επίσης στις µαθησιακές καταστάσεις τις δικές τους ιδέες και αντιλήψεις. Φέρνουν όχι µόνο τη γνώση που έχουν για το αντικείµενο, αλλά και τις απόψεις τους για τη διδασκαλία και τη µάθηση και όλα αυτά επηρεάζουν τον τρόπο αλληλεπίδρασης µε τα παιδιά µέσα στην τάξη. 5. Η διδασκαλία δεν είναι η µετάδοση της γνώσης, αλλά προϋποθέτει την οργάνωση των καταστάσεων µέσα στην τάξη και το σχεδιασµό των δραστηριοτήτων µε τρόπο που να προωθούν την οικοδόµηση της επιστηµονικής γνώσης. 6. Το αναλυτικό πρόγραµµα δεν είναι αυτό το οποίο θα πρέπει να µάθει κανείς, αλλά αποτελεί ένα πρόγραµµα από µαθησιακές δραστηριότητες, υλικά, πηγές, µέσα από τα οποία οι µαθητές οικοδοµούν τη γνώση (Σολοµωνίδου, 1999). 2.3.3 Κοινωνικοπολιτισµικές θεωρήσεις για τη γνώση Σε αντίθεση µε την ατοµοκεντρική θεωρία του εποικοδοµητισµού, άλλοι επιστήµονες, µε πρωτοπόρο το Ρώσο Vygotsky, έχουν υποστηρίξει µια κοινωνικοκεντρική θεώρηση της ανάπτυξης, µε βάση την οποία τονίζεται ο ρόλος που παίζουν οι κοινωνικο-πολιτιστικοί παράγοντες στη γένεση της γνώσης και την πορεία µάθησης και ανάπτυξης του ατόµου. Πρόκειται για µια σύγχρονη κατεύθυνση που είναι γνωστή ως κοινωνικο-πολιτιστική προσέγγιση, κατά την οποία η προσωπική σκέψη οικοδοµείται µε βάση την κοινωνική αλληλεπικοινωνία (Ντολιοπούλου, 1999). Σύµφωνα µε τον Vygotsky στο Ράπτης και Ράπτη (2007), η νοητική ανάπτυξη είναι µια διαδικασία άρρηκτα συνδεδεµένη µε την ιστορικοκοινωνική διάσταση και το πολιτισµικό πλαίσιο µέσα στο οποίο συντελείται. Η ανάπτυξη επιτυγχάνεται όχι µόνο χάρις στον έµφυτο νοητικό εξοπλισµό του κάθε ατόµου, αλλά και εξαιτίας της διαµεσολάβησης των κοινωνικών γεγονότων και των πολιτιστικών εργαλείων (όπως είναι η γλώσσα), καθώς και της εσωτερίκευσης των σηµασιών µε τις οποίες είναι φορτισµένα αυτά τα πολιτισµικά µέσα και εργαλεία. Τα εργαλεία αυτά και οι κοινωνικές σηµασίες τους όχι µόνο διαµεσολαβούν για την πραγµατοποίηση των γνωστικών διεργασιών, αλλά εµπεριέχουν νοήµατα και τρόπους σκέψης που διαµορφώνουν διαλεκτικά τις ίδιες τις νοητικές διεργασίες. 17

Η θέση του Vygotsky ότι η κοινωνική αλληλεπικοινωνία γεννά τη γνωστική εξέλιξη φαίνεται ξεκάθαρα στο σηµείο που προσδιορίζει τη «ζώνη της επικείµενης ανάπτυξης» (zone of proximal development) ως την «απόσταση µεταξύ του κατεχόµενου επιπέδου ανάπτυξης, όπως αυτοπροσδιορίζεται από την ανεξάρτητη (ατοµική) επίλυση προβληµάτων, και το επίπεδο της ενδυνάµει ανάπτυξης, όπως προσδιορίζεται από την ικανότητα του ατόµου να επιλύει προβλήµατα κάτω από την καθοδήγηση ενηλίκων ή µέσα από τη συνεργασία µε ικανότερους συνοµήλικους» (Vygotsky, 2000). Σε διδακτικό επίπεδο η έννοια της επικείµενης ανάπτυξης σηµαίνει ότι ο εκπαιδευτικός πρέπει πρώτα να προσδιορίζει το επίπεδο των ατοµικών ικανοτήτων του παιδιού και κατόπιν να εντοπίζει το επίπεδο των γνωστικών ικανοτήτων που µπορεί να αναπτύξει το παιδί µε τη βοήθεια νύξεων, επιδείξεων και ερωτηµάτων από την πλευρά του εκπαιδευτικού (Ματσαγγούρας, 1997). 2.3.4 ιερευνητική (ή ανακαλυπτική) µάθηση Η προσπάθεια του µαθητή να µαθαίνει µόνος του, αυτόβουλα, κάνοντας χρήση των εσωτερικών του εµπειριών και δυνατοτήτων ανάγεται στην εποχή του Σωκράτη και του Πλάτωνα. Στην εποχή εκείνη, ο µεν πρώτος αναταράζει τις δηµιουργικές δυνάµεις των µαθητών του, ο δε δεύτερος µε τη διαλεκτική του καθορίζει έναν επιστηµονικό τρόπο εργασίας στη µάθηση. Στη σύγχρονη εποχή η προσπάθεια του µαθητή για ανακάλυψη ή διερεύνηση των γνώσεων συστηµατοποιήθηκε, οργανώθηκε και τεκµηριώθηκε κυρίως µέσα από τις θέσεις του Jerome Bruner. Οι Ράπτης και Ράπτη (2007) αναφέρουν ότι ο Bruner ανήκει στην κατηγορία των γνωστικών ψυχολόγων της µάθησης, που δίνει έµφαση στη διευκόλυνση της µάθησης µέσα από την κατανόηση των δοµών και των επιστηµονικών αρχών ενός αντικειµένου και των τρόπων του σκέπτεσθαι του µαθητευόµενου, καθώς και στην υιοθέτηση της ανακαλυπτικής µεθόδου, ή της καθοδηγούµενης ανακάλυψης µε την ανάπτυξη εσωτερικών κινήτρων µάθησης από µέρους του µαθητευόµενου. Οι τρόποι σκέψης ή τα συστήµατα, τα οποία χρησιµοποιεί ο µαθητευόµενος για να κατανοεί τις πληροφορίες και να αναπτύσσεται γνωστικά (που αντιστοιχούν και στα ιστορικά στάδια της ανθρώπινης εξέλιξης) είναι κατά τον Bruner (Bruner, 1966): 1. Το σύστηµα της πραξιακής αναπαράστασης (enactive representation), στο οποίο η γνώση σχετίζεται µε την κίνηση και τη δεξιότητα που προέρχεται από την άµεση επαφή του ατόµου µε τα πράγµατα (π.χ. το παιδί µετράει τα µολύβια). 18

2. Το σύστηµα της εικονικής αναπαράστασης στο οποίο οι γνώσεις αναπαριστώνται µέσω εσωτερικών πνευµατικών εικόνων, χωρίς όµως το στοιχείο του αφηρηµένου συσχετισµού (π.χ. η εικόνα του παιδιού που µετράει τα µολύβια) και 3. Το σύστηµα της συµβολικής αναπαράστασης, που είναι και το ανώτερο, στο οποίο οι γνώσεις παρουσιάζονται µε σύµβολα (αναπαράσταση σχέσεων µε αφηρηµένα σύµβολα, µε δυνατότητα διαφόρων συσχετισµών και διατύπωσης θεωριών, ακόµη και χωρίς να στηρίζεται ο µαθητευόµενος σε συγκεκριµένα στοιχεία της εµπειρίας). Σχετικά µε την απόκτηση της γνώσης όπως αναφέρει ο Bruner στο (Τριλιανός, 2003) υποστηρίζει την ανακαλυπτική-διερευνητική µάθηση, κατά την οποία ο µαθητής µε τις δικές του δυνάµεις προσπαθεί να εµβαθύνει στο αντικείµενο και να ανακαλύψει τις θεµελιώδεις αρχές και σχέσεις που διέπουν τα επιµέρους στοιχεία του. Εδώ η λογική σκέψη του ατόµου παίζει ρόλο, όµως ο Bruner θεωρεί ότι το άτοµο πρέπει να προχωρήσει παραπέρα και να καλλιεργήσει τη διαισθητική σκέψη, που του επιτρέπει να κάνει πνευµατικά άλµατα, να πρωτοτυπεί, να εφευρίσκει και να συλλαµβάνει ριζοσπαστικές λύσεις σε προβληµατικές καταστάσεις. Σε µια από τις πιο γνωστές θέσεις του ο Bruner υποστηρίζει ότι όλοι οι µαθητές είναι δυνατόν να µάθουν οτιδήποτε και σε οποιαδήποτε ηλικία, εφόσον υπάρχει η κατάλληλη δοµή και οργάνωση της ύλης, καθώς και η απαραίτητη µεθόδευση της διδασκαλίας (Φλουρής, 2003). Η θέση αυτή του Bruner προκάλεσε αρκετές αντιδράσεις, αφού προσέκρουσε στις µέχρι τότε αποδεκτές αντιλήψεις για το θέµα αυτό, αλλά και επέφερε επαναστατικές αλλαγές τόσο στη φύση των αναλυτικών προγραµµάτων όσο και στην οργάνωση και διεξαγωγή της διδασκαλίας. Ο Bruner υπήρξε ο εµπνευστής της ιδέας του σπειροειδούς αναλυτικού προγράµµατος, µε βάση το οποίο έδειξε ότι η γνώση που έχει αναπτυχθεί µε τον κατάλληλο για το παιδί τρόπο από πολύ νωρίς και αργότερα γίνεται αντικείµενο µελέτης σε πιο προχωρηµένο επίπεδο (έτσι ώστε όλοι οι τρόποι αναπαράστασης να υπάρχουν), έχει µεγαλύτερες πιθανότητες να γίνει κτήµα του µαθητή. Η ανακαλυπτική µάθηση και οι στρατηγικές επίλυσης προβληµάτων δεν αναπτύσσονται ξαφνικά, ως δια µαγείας, ούτε είναι άσχετες µε την προηγούµενη εµπειρία του παιδιού. Είναι δεξιότητες που µαθαίνονται, γι αυτό και πρέπει να είναι µέληµα κάθε δασκάλου. Ο δάσκαλος καθοδηγεί τα παιδιά προς την «ανακάλυψη» αρχών, νόµων και κανόνων που διέπουν όχι µόνο τα φαινόµενα ως γνωστικά αντικείµενα αλλά και την ίδια του τη σκέψη (Ράπτης, Ράπτη, 2007). Η συµβολή του Bruner υπήρξε µοναδική, καθώς συνδύασε την έννοια του χειρισµού των πραγµατικών αντικειµένων ως ένα µέρος του µοντέλου ανάπτυξης µε τη σωκρατική έννοια της µάθησης ως µια διαδικασία εσωτερικής αναδιοργάνωσης µέσω της ανακαλυπτικής µάθησης (Σολοµωνίδου, 1999). 19

2.3.5 Οµαδοσυνεργατική µάθηση Στη σύγχρονη εποχή, κοινωνικοί παράγοντες, όπως η αριθµητική συρρίκνωση των µελών της οικογένειας και η εξαφάνιση της γειτονικής «αλάνας», περιόρισαν τις εκτός σχολείου δυνατότητες κοινωνικοποίησης των παιδιών. Την ίδια στιγµή η σύγχρονη αγορά εργασίας αναζητά άτοµα που έχουν τη δυνατότητα να συνεργάζονται οµαλά µέσα σε δίκτυα επικοινωνίας. Τα δύο αυτά στοιχεία κατέστησαν επιτακτική την ανάγκη να καλύψει το σχολείο το έλλειµµα κοινωνικοποίησης, γεγονός που οδήγησε στη χρήση και ανάπτυξη της συνεργατικής µάθησης (Ματσαγγούρας, 1997). Με την ευρύτερη της έννοια, η συνεργατική µάθηση µπορεί να οριστεί ως η από κοινού εργασία πάνω σε ένα συγκεκριµένο θέµα µε τρόπο τέτοιο ώστε να προωθείται η ατοµική µάθηση µέσω των συνεργατικών διεργασιών (Σγουροπούλου και Κουτουµάνος 2001). Η συνεργατική µάθηση αποφέρει κέρδος σε κάθε άτοµο µε χρήση των πόρων της οµάδας και αποτελεί πηγή πολύτιµων αποτελεσµάτων που δεν έχουν ακόµα διαπιστωθεί στην ακαδηµαϊκή και στη συνεχιζόµενη εκπαίδευση: αυξηµένη ικανότητα στην οµαδική εργασία, αυτοπεποίθηση, κ.λπ. Επιπλέον, η συνεργατική µάθηση µπορεί να προσφέρει καλύτερη κατανόηση της µαθησιακής διαδικασίας καθώς έχει διαπιστωθεί ότι όταν κάποιος δηµοσιοποιεί τη γνώση του αποκτά καλύτερη αντίληψη σχετικά µε ένα αντικείµενο (Sharan, 1990). Επιπλέον των ακαδηµαϊκών επιχειρηµάτων, η χρήση της συνεργατικής µάθησης παρουσιάζει αρκετά σηµαντικά πλεονεκτήµατα. Τα κυριότερα από αυτά σύµφωνα µε Σγουροπούλου και Κουτουµάνος (2001) είναι τα εξής: 1. προώθηση των διαπολιτισµικών σχέσεων και της επαφής µε διαφορετικές κουλτούρες, ιδεολογίες, κ.λπ. 2. αύξηση αυτοεκτίµησης: στο πλαίσιο της κοινότητας µάθησης τα µέλη της εργάζονται µε κοινό στόχο και συµφωνηµένους ρόλους. Αυτό συµβάλλει στην ανάπτυξη αισθήµατος κοινής ευθύνης, αλληλοϋποστήριξης και καλλιέργειας ενός φιλικού κλίµατος που ενθαρρύνει τη µάθηση. Ένα τέτοιο πλαίσιο ευνοεί την κοινωνικοποίηση των ατόµων και µπορεί να έχει ιδιαίτερα ευεργετικές επιδράσεις στα µέλη εκείνα που για διάφορους λόγους (π.χ. µειωµένη αυτοεκτίµηση) διστάζουν να εκφράσουν τις απόψεις τους. 3.επιπλέον κίνητρα µάθησης: είναι γνωστό ότι οι άνθρωποι αισθάνονται την ανάγκη να ζουν σε κοινωνικές οµάδες. Παιδιά και έφηβοι σχηµατίζουν µικρές οµάδες µε κοινούς στόχους (παιχνίδι, διασκέδαση) και από αυτή τη συνύπαρξη αντλούν µεγάλη συναισθηµατική ικανοποίηση. Η οργάνωση, εποµένως, των µαθητών ή/και επαγγελµατιών σε κοινότητες µάθησης µε στόχο τη συνεργασία για την επίτευξη κοινών γνωσιακών στόχων είναι απόλυτα 20

προσαρµοσµένη στη φύση και στις ανάγκες τους, ενώ αντίθετα η αποµόνωσή τους παραβιάζει τις έµφυτες τάσεις τους για επικοινωνία και αλληλεπίδραση. Για τους παραπάνω λόγους η εργασία των ατόµων στο πλαίσιο µιας κοινότητας µάθησης µπορεί από µόνη της να αποτελέσει ισχυρό κίνητρο για µάθηση. 4. προώθηση των δεξιοτήτων που σχετίζονται µε την οργάνωση και την εργασία στο πλαίσιο οµάδων. Το νέο ιαθεµατικό Ενιαίο Πλαίσιο Προγραµµάτων Σπουδών για το νηπιαγωγείο, που ισχύει επίσηµα από τον Σεπτέµβριο του 2006, εισάγει νέες έννοιες. Μία από αυτές είναι η οµαδοσυνεργατική µάθηση δηλαδή η ενεργός συµµετοχή των παιδιών στη διαδικασία της µάθησης και για πρώτη φορά στα παιδαγωγικά δεδοµένα η µάθηση θεωρείται κοινωνική δραστηριότητα. Ως κίνηµα, η συνεργατική µάθηση στηρίχθηκε κυρίως στην κοινωνικοπολιτισµική θεωρία της γνωστικής ανάπτυξης (Ματσαγγούρας, 1997, Χατζηγεωργίου, 1999). Η ιδέα αυτή στηρίχθηκε στις ιδέες του Ρώσου Ψυχολόγου Vygotsky (1981), ο οποίος αναφέρεται στις σχέσεις ανάµεσα στους ανθρώπους. Τα αποτελέσµατα των ερευνών του έδειξαν ότι οι σχέσεις αυτές, καθορίζουν όλες τις ανώτερες λειτουργίες (όπως την προσοχή, τη µνήµη, το σχηµατισµό των εννοιών) και εµφανίζονται σε δύο επίπεδα: πρώτα σε επίπεδο κοινωνικό και µετά σε επίπεδο ψυχολογικό (Χατζηγεωργίου 1999). Με το ίδιο θέµα έχει ασχοληθεί και ο Dewey (1966), ο οποίος υποστηρίζει ότι το νόηµα αποκτάται και διατηρείται µόνο µέσα σε ένα κοινωνικό πλαίσιο (Χατζηγεωργίου, 1999). Και οι δύο αλλά και πολλοί άλλοι παλαιότεροι και σύγχρονοι παιδαγωγοί (Piaget, Cousinet, Johnson, Slavin, Meyer κ. α.) έχουν ασχοληθεί µε τη λειτουργία οµάδων και τα οφέλη της, τα οποία ξεπερνάνε το επίπεδο του µαθησιακού και αγγίζουν περιοχές όπως η κοινωνική και η ψυχολογική ωρίµανση και η παιδαγωγική καταξίωση του αναπτυσσόµενου ατόµου. Οι περισσότερες µάλιστα από τις τάσεις της «νέας παιδαγωγικής» θεµελίωσαν την εκπαιδευτική τους παρέµβαση στην ύπαρξη της οµάδας (Γερµανός 2003), τονίζοντας τη σηµασία της µαθητικής ενεργοποίησης και της διερευνητικής προσέγγισης και προβάλλοντας ως πρωταρχικό σκοπό του σχολείου τον εκδηµοκρατισµό και την κοινωνικοποίηση του παιδιού. Μιλώντας λοιπόν για οµαδοσυνεργατική µάθηση εννοούµε κάτι παραπάνω από παιδιά να δουλεύουν το ένα δίπλα στο άλλο. Εννοούµε το ενδιάµεσο εκείνο σχήµα (οµάδα) που συνδέει το µαθητή µε το κοινωνικό του περιβάλλον (Γερµανός 2003). Η σύνδεση αυτή γίνεται µέσω του πλέγµατος αλληλεπιδράσεων και σχέσεων που αναπτύσσονται µέσα στις οµάδες που σχηµατίζουν τα παιδιά και µέσω της αλληλεπίδρασης που έχουν µε τον περιβάλλοντα χώρο. 21

Είναι η µέθοδος που εµπλέκει αβίαστα και µε τον πιο φυσικό τρόπο το παιδί στην παιδαγωγική διαδικασία. Στον κοινωνικό τοµέα είναι εύκολο να αντιληφθούµε πως αν οι µαθητές µάθουν να συνεργάζονται και να επιλύουν συγκρούσεις στην οµάδα, θα αξιοποιήσουν αυτές τις δεξιότητες αργότερα, σαν πολίτες µιας δηµοκρατικής κοινωνίας. Τέλος η θετική επίδραση φαίνεται αφού τα παιδιά ενισχύουν την αυτοεκτίµηση τους και αποκτούν θετικότερη στάση απέναντι στο σχολείο εφόσον απολαµβάνουν τη διαδικασία της οµάδας σίγουρα περισσότερο από την παθητική ακρόαση του παραδοσιακού σχολείου. 2.3.5.1 Τα οφέλη της οµαδοσυνεργατικής µάθησης ΟΦΕΛΗ ΟΜΑ ΟΣΥΝΕΡΓΑΤΙΚΗΣ ΜΑΘΗΣΗΣ Κοινωνική ανάπτυξη Ψυχολογική ανάπτυξη Γνωστική ανάπτυξη Κοινωνικοποίηση Αυτοεκτίµηση Θετική στάση Ψυχική υγεία για το σχολείο Ψυχολογικό κλίµα τάξης Εκδηµοκρατισµός Πίνακας 1: Τα οφέλη της οµαδοσυνεργατικής µάθησης Νοητική ανάπτυξη Γλωσσική ανάπτυξη Ακαδηµαϊκή µάθηση Μια θέση στην οποία φαίνεται να συµφωνούν όλοι οι σύγχρονοι παιδαγωγοί είναι ότι η αλληλεπίδραση που αναπτύσσεται, όταν τα παιδιά δρουν σε οµάδες, προωθεί την κοινωνικοποίηση και κατ επέκταση τη συνολική τους ανάπτυξη. Όταν τα παιδιά αλληλεπιδρούν, έχουν την ευκαιρία να συνεργάζονται και να ακούν το ένα το άλλο, να αναλαµβάνουν ρόλους και να πειθαρχούν στους κανόνες που θέτει η οµάδα, αλλά ευνοεί και τη µάθηση αφού συνεργαζόµενα επιτυγχάνουν αποτελέσµατα πιο προωθηµένα από αυτά που µπορεί να επιτύχει το καθένα µόνο του (Ματσαγγούρας, 1997, αφέρµου, Κουλούρη, Μπασαγιάννη, 2006, Γερµανός 2003, Χατζηγεωργίου, 1999). Η φράση συνολική ανάπτυξη αναφέρεται σε πολλούς τοµείς, σωµατική, ψυχολογική, συναισθηµατική, νοητική και άλλες, άλλωστε το νήπιο είναι ένα άτοµο το οποίο βρίσκεται σε µια συνεχή διαδικασία ανάπτυξης σε όλα τα επίπεδα. Στις θεωρίες του Vygotsky και του Piaget αναφέρεται ότι το άτοµο µαθαίνει αποτελεσµατικά και αναπτύσσεται ανεµπόδιστα, όταν έχει τη δυνατότητα να εµπλουτίζει και να αναδιοργανώνει τις γνώσεις του για τα αντικείµενα µε τα οποία ασχολείται. Η συνεργασία 22

βοηθάει το παιδί να συνειδητοποιήσει την αδυναµία του, να εξηγήσει τα φαινόµενα της πραγµατικότητας µε βάση τα γνωστικά σχήµατα που κατέχει ή να απαντήσει σε διαφορετικές ερµηνείες και αποτιµήσεις που διατυπώνουν άλλα µέλη της οµάδας. Η λειτουργία οµάδων εµπλέκει φυσικά και αβίαστα τα µέλη σε συζητήσεις, αντιπαραθέσεις και γενικά αναδεικνύονται πλευρές τις οποίες τα µέλη είναι αδύνατον να προσεγγίσουν στην εξατοµικευµένη µελέτη (Ματσαγγούρας, 2002). Οι τοµείς που έχει επίπτωση η συνεργατική µάθηση είναι τρεις, ο κοινωνικός, ο ψυχολογικός και ο γνωστικός οι οποίοι θα αναλυθούν παρακάτω. α) Κοινωνική ανάπτυξη Οι υποστηριχτές της οµαδοσυνεργατικής µάθησης υπογραµµίζουν ιδιαίτερα τη συµβολή της στην κοινωνικοποίηση του αναπτυσσόµενου ατόµου, που είναι ένας από τους βασικούς σκοπούς της σχολικής αγωγής. Ο κοινωνικός χαρακτήρας της λειτουργίας οµάδων είναι εύκολο να γίνει αντιληπτός. Παρέχει δυνατότητες για αναβάθµιση των δασκαλοµαθητικών και διαµαθητικών σχέσεων και γενικότερα της κοινωνικής δοµής της τάξης. Σύµφωνα µε τον Γερµανό (2003), αυτό συµβαίνει γιατί όλες οι µορφές οµαδοσυνεργατικής διδασκαλίας στηρίζονται αποφασιστικά σε τρεις ποιότητες εκπαιδευτικής αλληλεπίδρασης: 1. Στην κατάργηση των στεγανών στην οργάνωση της κοινωνικής δοµής. Αυτό οφείλεται στο ότι, ως µορφή οργάνωσης, η οµάδα επιτρέπει την ανάπτυξη αλληλεπίδρασης τόσο στο εσωτερικό της (µεταξύ των µελών) όσο και µε τον κοινωνικό και υλικό περίγυρό της. 2. Στο ότι η αλληλεπίδραση συµβάλλει στην ανάπτυξη δηµοκρατικών µορφών οργάνωσης και λειτουργίας, τόσο στο εσωτερικό της κάθε οµάδας όσο και στο επίπεδο του συνόλου της τάξης και προϋποθέτει τη ριζική µετατροπή των ρόλων του εκπαιδευτικού και του µαθητή. 3. Τέλος, στο γεγονός ότι οι σχέσεις ανάµεσα στην οµάδα και στον περίγυρό της είναι σχέσεις αλήθειας που βασίζονται στη δόµηση της εκπαιδευτικής διδασκαλίας γύρω από την πραγµατικότητα του παιδιού και του περιβάλλοντός του. Αναφορικά ο Ματσαγγούρας (1997) συγκεντρώνει τα σηµεία της οµαδοσυνεργατικής µάθησης που καθιστούν αποτελεσµατικό και προληπτικό το ρόλο του σχολείου. Προληπτικό όσον αφορά τις ευκαιρίες ένταξης που προσφέρει σε παιδιά που παρουσιάζουν προβλήµατα κοινωνικής προσαρµογής. Αυτά είναι τα εξής: 1. Προσφέρει περισσότερες ευκαιρίες διατοµικής επικοινωνίας, µέσα στα πλαίσια της συνεργαζόµενης οµάδας, κάτι που δεν είναι εφικτό σε καµία άλλη µέθοδο. 23