ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Εισαγωγή σελ. 4 ΜΕΡΟΣ Α ΤΑ ΑΙΤΙΑ ΤΗΣ ΝΕΑΝΙΚΗΣ ΠΑΡΑΒΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ 1.Οι Θεωρίες για την νεανική παραβατικότητα...σελ. 6 1.1. Εισαγωγικά σελ. 6 1.2 Οι θεωρίες ανθρωπολογικής κατεύθυνσης... σελ. 8 1.3 Οι θεωρίες κοινωνιολογικής κατεύθυνσης σελ. 10 1.3.1 Από την έννοια της ανομίας στον ορισμό της παραβατικότητας. σελ. 11 1.3.2 οι θεωρίες κοινωνικού ελέγχου σελ. 14 1.3.3 οι θεωρίες του παραβατικού υποπολιτισμού σελ.15 1.3.4 η θεωρία της ετικέττας σελ. 18 1.4 Οι θεωρίες βιολογικής προέλευσης.σελ.20 2.Η Σημασία των κοινωνικών παραγόντων σελ. 22 2.1. Η παραβατική πράξη και οι κοινωνικές ιδιότητες του δράστη. σελ. 22 2.2 Η οικογένεια.σελ. 23 2.3 Το σχολείο-οι παρέες σελ. 26 2.4 Η αστικοποίηση... σελ. 31 2.5 Η εργασία σελ. 33 2.5 Η κοινωνική τάξη του ανήλικου παραβάτη σελ.35 3. Η Σημασία των πολιτισμικών παραγόντων..σελ.37 3.1 Η σύγκρουση μεταξύ πολιτισμικής και κοινωνικής δομής ως προπαραβατικός παράγοντας.σελ. 37 3.2 Η τηλεόραση.. σελ. 39 3.3 Ο κινηματογράφος.. σελ. 42 1
ΜΕΡΟΣ Β Η ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ ΚΑΙ Η ΠΡΟΛΗΨΗ ΤΗΣ ΝΕΑΝΙΚΗΣ ΠΑΡΑΒΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ 4. Η Αντιμετώπιση της νεανικής παραβατικότητας σελ.44 4.1 Η έκταση του φαινομένου της νεανικής παραβατικότητας στην Ελλάδα...σελ.44 4.2 Η πορεία προς τις σύγχρονες αντιλήψεις για την ποινική αντιμετώπιση της νεανικής Παραβατικότητας.σελ.47 4.3 Επισκόπηση της σύγχρονης αντιμετώπισης της νεανικής παραβατικότητας..σελ. 50 5. Η Πρόληψη της νεανικής παραβατικότητας. σελ. 53 5.1 Η επένδυση στην πρόληψη της νεανικής παραβατικότητας...σελ.53 5.2.Η Ευρώπη και η Ελλάδα αντιμέτωπες με το ζήτημα της πρόληψης της νεανικής παραβατικότητας...σελ.55 5.3. Οι επιστημονικές έρευνες ως βάση για τον σχεδιασμό προγραμμάτων πρόληψης της παραβατικότητας σελ. 60 5.4. Προγράμματα πρόληψης της νεανικής παραβατικότητας σελ.64 5.4.1. Τα Τοπικά Προγράμματα Πρόληψης.. σελ.64 5.4.2 Σχολικά προγράμματα πρόληψης της νεανικής παραβατικότητας σελ.65 5.4.3. Τα προγράμματα της Linea Rosa σελ. 68 5.4.4. Προγράμματα εκπαίδευσης των γονέων (Parenting education programs) σελ.69 Ελληνική Βιβλιογραφία. σελ.74 Ξενόγλωσση Βιβλιογραφία..... σελ.76 Δικτυακοί Τόποι...σελ. 79 2
ΕΙΣΑΓΩΓΗ Το φαινόμενο της νεανικής παραβατικότητας έχει προσλάβει ραγδαίες διαστάσεις απασχολώντας έντονα τους ειδικούς, το ευρύτερο κοινωνικό σύνολο, την πολιτεία και τα μέσα μαζικής επικοινωνίας. Τα νέα πρότυπα που επικρατούν στην κοινωνία είναι αρνητικά και επηρεάζουν το νεανικό πληθυσμό. Η φτώχια, τα ναρκωτικά, ο κοινωνικός αποκλεισμός και η ανεπαρκής κατάρτιση, οι δυσκολείες της οικογενειακής ζωής, η βία από τα μέσα μαζικής επικοινωνίας είναι κάποιες μόνο από τις συνιστώσες της παραβατικότητας των ανηλίκων. 1 Χωρίς καμία διάθεση δραματοποίησης των δεδομένων προκύπτει η εικόνα μιας νέας γενιάς που συνθλίβεται ανάμεσα σε μία γενικότερη ευδαιμονιστική νοοτροπία άκοπου πλουτισμού και σε μία παράλληλη δυσλειτουργία όλων των βασικών κοινωνικοποιημένων θεσμών, από την οικογένεια έως το σχολείο. Στον εργασιακό τομέα κατά την εποχή μας όσο ποτέ, το τοπίο είναι αβέβαιο, καθώς το γενικότερο κλίμα αδυσώπητης ανταγωνιστικότητας υποχρεώνει μεγάλο αριθμό νέων στην αποδοχή κάθε είδους εργασίας, ανεξαρτήτως προσόντων και προσωπικών κλίσεων ή προτιμήσεων. Επακόλουθο αυτού του κύκλου είναι η οικονομική εξαθλίωση των νέων που ζουν υπ αυτό το καθεστώς, ενώ η παραβατικότητα δεν είναι παρά μια μορφή εκτόνωσης της ήδη υπάρχουσας ψυχολογικής και συναισθηματικής πίεσης. Βέβαια η νεανική παραβατικότητα δεν είναι αποκλειστικά ένα σύγχρονο φαινόμενο, καθώς έχει αποτελέσει αντικείμενο μελέτης από τους κοινωνικούς επιστήμονες εδώ και πολλά χρόνια. Ο όρος juvenile delinquency γεννήθηκε στην Αγγλία το 1815 με την ίδρυση από τον P. Bedford μιας εταιρείας για την πρόληψη των νεανικών παραβάσεων. Ο Bedford αντέδρασε έτσι στην καταδίκη σε θάνατο πέντε παιδιών ηλικίας 8-12 ετών από το ποινικό Δικαστήριο του Old Bailey 2. Σήμερα ο όρος χρησιμοποιείται σε όλο σχεδόν τον κόσμο, αλλά δεν έχει παντού το ίδιο περιεχόμενο. Στις διάφορες νομοθεσίες των ΗΠΑ, ο όρος περιλαμβάνει όχι μόνο ποινικές παραβάσεις, αλλά και κάθε συμπεριφορά που μπορεί να θεωρηθεί αντικοινωνική ή που θέτει σε κίνδυνο την ψυχική και σωματική υγεία των ανηλίκων. Σε πολλά ευρωπαϊκά 1 Όπως αναφέρει ο ψυχίατρος Αναστάσιος Πλατής σε σχετικό άρθρο που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Δημοκρατική(30.06.2005) υπό τον τίτλο «Εφηβεία και Παραβατικότητα», βλέπε διαδίκτυο, http://www.panakeia.org.gr/pub_efivia_kaiparavatikotita.asp. 2 Σπινέλλη Καλλιόπη, Ανήλικοι εγκληματίες ή νεαροί παραβάτες, Ποινικά Χρονικά 1976, τόμος κστ, εκδοτικός οίκος Σάκκουλα, Αθήνα σελ. 786-800. 3
κράτη ο όρος έχει στενότερη έννοια, καθώς ένας ανήλικος θεωρείται παραβάτης μόνο όταν η παράβαση του Ποινικού Κώδικα αποτελεί αξιόποινη πράξη. Στην Ελλάδα προκειμένου για ανηλίκους γίνεται χρήση του όρου παραβατικός αντί του όρου εγκληματίας, 3 ώστε να αποφευχθεί ως προς αυτούς η χρήση ορολογίας που θα μπορούσε να επενεργήσει στιγματιστικά εις βάρος τους. Επισημαίνουμε ότι ο όρος παραβατικότητα είναι κοινωνικό-οικονομικός όρος που αντικατοπτρίζει μία μορφή αποκλίνουσας συμπεριφοράς μεταξύ άλλων, η οποία όμως συνιστά παράβαση νομικού κανόνα. 4 Η παραβατικότητα προϋποθέτει την τέλεση μιας αξιόποινης πράξης από ανήλικο. Εάν αντιθέτως ο ανήλικος εμφανίζει παρεκκλίνουσα συμπεριφορά με στοιχεία εγκατάλειψης ή διαβιώνει σε περιβάλλον που μπορεί να τον εξωθήσει στην παραβατικότητα, αλλά χωρίς αδικήματα, τότε γίνεται λόγος για προπαραβατικό ανήλικο. Η χρήση των όρων έγκλημα και εγκληματίας ως προς τους ανηλίκους είναι ανακριβής, αφού στην τέλεση αξιοποίνων πράξεων από αυτούς ελλείπει συνήθως (από κάποιο όριο και κάτω) το στοιχείο της πλήρους ικανότητας για καταλογισμό, όπως άλλωστε είχε γίνει δεκτό από πολύ νωρίς στην εξέλιξη του ποινικού δικαίου.3 Άλλωστε όπως έχει υποστηριχτεί4 ο ανήλικος παραβάτης των ποινικών νόμων δεν είναι μικρογραφία του ενήλικου εγκληματία, κι επομένως κάθε εξομοίωση ή και εξίσωση με αυτόν- άρα και ο χαρακτηρισμός του ως εγκληματία- αποβαίνει σε βάρος του ανηλίκου.5 Η νεανική παραβατικότητα αποτελεί ένα σύνθετο κοινωνικό φαινόμενο, η ολοκληρωμένη μελέτη του οποίου θα απαιτούσε μία ιδιαίτερα εκτεταμένη ανάλυση. Ωστόσο στην παρούσα εργασία δεν θα αναφερθούμε σε όλες τις μορφές μέσα από τις οποίες εκφράζεται το φαινόμενο αυτό, αλλά θα αναζητηθούν κυρίως τα αίτια που οδηγούν τους ανηλίκους στην υιοθέτηση παραβατικών συμπεριφορών καθώς και τους τρόπους αντιμετώπισης της. Στην προσπάθεια ανάλυσης του φαινομένου της νεανικής παραβατικότητας εξετάζονται όλοι οι παράγοντες που μπορούν να οδηγήσουν τους νέους στην παραβατικότητα. Στο πρώτο μέρος καταγράφονται οι κυριότερες θεωρίες που χρησιμοποιήθηκαν για την κατανόηση της νεανικής παραβατικότητας δίνοντας έμφαση στις θεωρίες κοινωνιολογικής κατεύθυνσης. 3 Η χρήση των όρων «έγκλημα» και «εγκληματίας» ενοχλούσε από παλιά στο ποινικό δίκαιο, όταν τέτοιοι όροι αναφέρονταν στους ανηλίκους, δεδομένου ότι οι όροι αυτοί έχουν κατά ορισμένο κατά νόμο περιεχόμενο που δύσκολα ταίριαζαν σε ανήλικους δράστες όπου συχνά λείπει η ικανότητα για καταλογισμό. Βλεπ. Δ.Καρανίκα, Οι υπεύθυνοι της παρεκτροπής των ανηλίκων, Επιστ. Επ. Σχολής Ν.Ο.Ε. Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, Τομ. Ι, εις μνήμην Κ.Καραβά 1969. 4 Νόβα-Καλτσούνη, Χ., Μορφές αποκλίνουσας συμπεριφοράς στην εφηβεία, Αθήνα, εκδόσεις Gutenberg 2001. 4
Επίσης εξετάζονται οι παράγοντες οι οποίοι μέσα από ερευνητικά δεδομένα φαίνεται ότι δημιουργούν τις κατάλληλες συνθήκες για την εκδήλωση της παραβατικής συμπεριφοράς και γενικότερα της δυσπροσαρμοστικότητας των ανηλίκων. Ιδιαίτερη έμφαση δίνεται στους κοινωνικούς παράγοντες, όπως η οικογένεια, το σχολείο και η κοινωνική τάξη του ανηλίκου. Στο δεύτερο μέρος γίνεται αρχικά μία σύντομη αναφορά στην έκταση της παραβατικότητας στην Ελλάδα, ενώ στη συνέχεια καταγράφονται τα μέτρα πρόληψης και αντιμετώπισης της παραβατικότητας των ανηλίκων. 1. Οι Θεωρίες για την νεανική παραβατικότητα 1.1Εισαγωγικά Σήμερα θεωρίες του τύπου ότι η εγκληματικότητα κληρονομείται, με την έννοια της μεταβίβασης ορισμένων εγκληματογόνων βιοψυχικών και χαρακτηρολογικών ιδιοτήτων, αποτελούν παρελθόν. H εποχή εκείνη κατά την οποία η εγκληματολογία απέδιδε σε ορισμένα άτομα την ιδιότητα του εγκληματία ανάλογα με τα φυσιογνωμικά του χαρακτηριστικά είναι μάλλον ξεπερασμένη, αφού κατά τρόπο επιστημονικά αναμφισβήτητο δεν έχουν επισημανθεί ορισμένα ειδικά χαρακτηριστικά που να εξηγούν από μόνα τους την εγκληματική συμπεριφορά. 5 Μια τέτοια αντίληψη απηχούσε τις αντιλήψεις του Cesare Lombroso 6 (1835-1909). Ακόμα πιο ξεπερασμένες αντιλήψεις οι οποίες απηχούσαν το πνεύμα της εποχής συναντούμε κατά τον μεσαίωνα, όταν η διάπραξη εγκλημάτων όπως η μαύρη μαγεία και η ιεροσυλία, αποδίδονταν στην επιρροή του δαιμονίου. Η εγκληματική συμπεριφορά έβρισκε την εξήγηση της σε μεταφυσικά αίτια και δεν εξετάζονταν παράγοντες όπως η προσωπικότητα του δράστη, η επίδραση κοινωνικών παραγόντων κ.α. 5 Ιωάννη Φραντζεσκάκη, Αντικοινωνική Συμπεριφορά των νέων, Χουλιγκανισμός, Αναρχισμός, Τρομοκρατία, Ναρκωτικά και λοιπές σύγχρονες μορφές αντικοινωνικής συμπεριφοράς, Εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή 1987, σελ.34. 6 Σύμφωνα με τον Cesare Lombroso ο εγκληματίας χαρακτηρίζεται από έναν ανισόρροπο ψυχικό κόσμο, δίχως αυτό να σημαίνει ότι πάσχει από κάποια ψυχική ασθένεια. Απλά ο τρόπος συμπεριφοράς του ανταποκρίνεται σε εκείνο του πρωτόγονου ανθρώπου. Βλέπε αναλυτικότερα, Lino Rossi, Angelo Zapalla, Personalita e Crimine, Elementi di psicologia criminale, Εκδόσεις Carocci, Ρώμη, 2005 σελ.16. 5
Νέες ιδέες και θεωρίες διατυπώθηκαν κατά την περίοδο του Διαφωτισμού υπό την εμφανή επιρροή του Τσέζαρε Μπεκαρία (Cesare Beccaria). Ο Μπεκαρία 7 εκφράζοντας τα ουμανιστικά προστάγματα του Διαφωτισμού, αποστασιοποιείται από τα μεσαιωνικά πρότυπα περί δαιμονικής προέλευσης της εγκληματικότητας, διατυπώνοντας την άποψη ότι η εγκληματική πράξη συσχετίζεται με την ανθρώπινη βούληση, καθώς ο κάθε άνθρωπος χρησιμοποιώντας την λογική μπορεί να επιλέξει μεταξύ καλού και κακού, αποφεύγοντας την τέλεση αξιοποίνων πράξεων. Σε πιο σύγχρονες εποχές διατυπώθηκαν διάφορες θεωρίες για την εξήγηση της νεανικής παραβατικότητας. Κοινό γνώρισμα των θεωριών που διατυπώθηκαν είναι ότι προσπαθούν να βρουν τα ακριβή αίτια της παραβατικής συμπεριφοράς των νέων. Η προσπάθεια συστηματικής κατάταξης των διαφόρων θεωριών που προτάθηκαν για την εξήγηση της νεανικής παραβατικότητας είναι ιδιαίτερα δύσκολη, καθώς η ομαδοποίηση τους, δεν φαίνεται ικανή να αποδώσει ικανοποιητικά την εξαίρετη ποικιλία θεωρητικών κατασκευών και υποθέσεων που διατυπώθηκαν. Πολλές θεωρίες που διατυπώθηκαν επικεντρώνονται στους βιολογικούς παράγοντες που ενθαρρύνουν την γένεση της παραβατικότητας, ενώ άλλες θεωρίες πάλι επικεντρώνονται στους διάφορους κοινωνικούς παράγοντες. Το πρόβλημα της σχέσης ανάμεσα στο βιολογικό και το κοινωνικό στοιχείο πάντα είχε απασχολήσει πολύ τους ειδικούς και αποτέλεσε αντικείμενο ιδεολογικής και φιλοσοφικής διαμάχης. 8 Οι περισσότεροι σύγχρονοι μελετητές έχοντας επίγνωση της πολυπλοκότητας του φαινομένου της παραβατικότητας, περιορίζονται να μιλούν για παράγοντες που μπορεί να συντελέσουν στην εμφάνιση της παραβατικότητας και που γίνονται πράγματι γενεσιουργοί λόγοι της παραβατικότητας μόνο αν συνδυαστούν περισσότεροι και μάλιστα διαφόρων ειδών: βιολογικοί-κοινωνικοί-ψυχικοί. Η πολλαπλότητα των παραγόντων αυτών καθιστά αναγκαία την διεπιστημονική μελέτη του φαινομένου της παραβατικότητας 9. Σύμφωνα λοιπόν με όσα προαναφέρθηκαν η μελέτη του φαινομένου της παραβατικότητας των νέων αποτελεί συνάρτηση ποικίλων παραγόντων, όχι μόνο καθαρά επιστημονικών, αλλά και κοινωνικών, πολιτικών και οικονομικών. Έτσι, στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, με την έντονη πολιτισμική ανομοιομορφία και τα οξυμμένα 7 Cesare Beccaria, Περί εγκλημάτων και ποινών, Μετάφραση Χριστίνας Ακριβοπούλου, Αθηνάς Σιμόγλου, Εκδόσεις Σαββάλα,Αθήνα, 8 Ιωάννη Φραντζεσκάκη, Αντικοινωνική συμπεριφορά των νέων, Χουλιγκανισμός Αναρχισμός, Τρομοκρατία, Ναρκωτικά και λοιπές σύγχρονες μορφές αντικοινωνικής συμπεριφοράς, Εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή 1987. 9 Αγλαίας Τρωιανού-Λούλα, Θρησκεία και εγκληματικότητα, Εκκλησιαστικό Επιστημονικό και Μορφωτικό ίδρυμα Ιωάννου και Εριέττας Γρηγοριάδου, Αθήνα, 1985 σελ. 29 επ.. 6
κοινωνικά προβλήματα, γνωρίζει μεγάλη άνθιση η κοινωνιολογική προσέγγιση του φαινομένου, ενώ στην ηπειρωτική Ευρώπη, κυρίως για λόγους παράδοσης, η κλινική, με ψυχιατρικό- ψυχολογικό κυρίως χαρακτήρα. Κατ αυτόν τον τρόπο στην ιστορική εξέλιξη της ανθρώπινης δραστηριότητας το κοινωνικό στοιχείο κατά κάποιο τρόπο μεσολαβεί, αλλάζει και αναπτύσσει το βιολογικό στοιχείο στον άνθρωπο. Η επενέργεια του κοινωνικού στοιχείου είναι τόσο σημαντική, ώστε πολλές φορές να επισκιάζει το βιολογικό στοιχείο το οποίο όμως δεν μπορεί να καταργήσει εντελώς το βιολογικό. Γι αυτό είναι σωστό να μιλάμε για βιοκοινωνικά συστήματα που αφορούν τον άνθρωπο τη ζωή και τη συμπεριφορά του. 10 Αυτό σε πρακτικό επίπεδο σημαίνει ότι θα πρέπει να λαμβάνονται υπ όψιν οι βιολογικές, φυσικές και κοινωνικές ιδιότητες των ατόμων αυτών, καθώς και η αλληλοσύνδεση των στοιχείων αυτών. Κατόπιν αυτών μπορούμε ν αναφερθούμε στις θεωρίες που διατυπώθηκαν σχετικά με την εγκληματικότητα γενικότερα και την νεανική παραβατικότητα ειδικότερα, με την πεποίθηση ότι καμία δεν είναι αυτοτελής, απόλυτα διαφωτιστική και μεμονωμένα αποτελεσματική. Συγκεκριμένα οι βασικές θεωρίες που διατυπώθηκαν σχετικά με την εγκληματικότηταπαραβατικότητα είναι οι εξής 11 : - θεωρίες ανθρωπολογικής κατεύθυνσης - θεωρίες κοινωνιολογικής κατεύθυνσης - οι θεωρίες ψυχολογικής κατεύθυνσης Στη συνέχεια θα αναλυθούν οι θεωρίες αυτές. 1.2.Οι θεωρίες ανθρωπολογικής κατεύθυνσης Η ανθρωπολογική θεωρία διατυπώθηκε από τον γιατρό και ψυχίατρο Cesare Lombroso 12 (1836-1909). O Lombroso διατύπωσε την θεωρία «περί εκ γενετής εγκληματία», επισημαίνοντας ορισμένα ειδικά χαρακτηριστικά του ανθρώπου που σύμφωνα με την άποψη 10 Σύμφωνα με τα όσα εκθέτει ο Erich Fromm στο βιβλίο του Αναλυτική Κοινωνιοψυχολογία τα κοινωνιοψυχολογικά προβλήματα των ανθρώπων πρέπει να θεωρούνται ως διαδικασίες προσαρμογής των ορμών στην εκάστοτε κοινωνικοοικονομική κατάσταση, βλέπε σχετικ. Ιωάννη Φρανζεσκάκη, Αντικοινωνική συμπεριφορά των νέων, εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή, 1987 σελ. 34. 11 Παπαζαχαρίου Ι., Παραδόσεις εγκληματολογίας, εκδόσεις Α.Αναστασίου, τεύχος β, Αθήνα 1968 σ.6. 12 Από πολλούς θεωρείται η πιο σημαντική και σύνθετη μορφή στην ιστορία της εγκληματολογίας. Βλέπε σχετικά, N. Rafter, The criminal brain. Understanding biological theories of crime, εκδόσεις New York University Press, Νέα Υόρκη, 2008, σελ. 65. 7
του εξηγούν από μόνα τους την εγκληματική συμπεριφορά. 13 Ο Lombroso14 μελέτησε ιδιαιτέρως τα εξωτερικά στίγματα, δηλαδή σωματικά και οργανικά (βιολογικά στίγματα), τα οποία αποτελούν την κεντρική ιδέα της προαναφερθείσας θεωρίας. Ο εγκληματίας φέρει τα φυσιογνωμικά χαρακτηριστικά του πρωτόγονου ανθρώπου. Τα χαρακτηριστικά αυτά είναι διαφορετικά από εκείνα των υπόλοιπων ατόμων και δυσκολεύουν την κοινωνική του ένταξη. Η κοινωνική απομόνωση συντελεί καταλυτικά στην γένεση μιας εγκληματικής συμπεριφοράς στα άτομα αυτά. Υποστήριξε επίσης ότι ο εγκληματίας έχει μέσα του το ένστικτο του πρωτόγονου ανθρώπου και των ζώων, το οποίο τον εξωθεί στην τέλεση του εγκλήματος. Η θεωρία αυτή είχε λοιπόν ως άξονα την ιδέα ότι η εγκληματικότητα σχετίζεται άμεσα με το βιολογικό υπόστρωμα ενός ανθρώπου, με το σώμα του. Παραταύτα ούτε ο Lombroso, ούτε οι υποστηρικτές του, κατάφεραν ουδέποτε να αποδείξουν τους ισχυρισμούς τους. Τουναντίον διάφορες έρευνες που πραγματοποιήθηκαν σε φυλακισμένους, απέδειξαν ότι οι εγκληματίες δεν διέθεταν σε μεγαλύτερο βαθμό τα βιολογικά χαρακτηριστικά τα οποία σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν διαφοροποιούν τον «εγκληματία» από τα υπόλοιπα άτομα. Αξίζει να σημειωθεί ότι η σχολή του Lombroso θεωρώντας ότι τα άτομα είναι ασθενέστερα σε σχέση με τα βιολογικά τους χαρακτηριστικά, τα οποία είναι τόσο σημαντικά, ώστε να εξωθούν το άτομο στην εγκληματικότητα, εξαρτά ακόμα και την ευθύνη για την διάπραξη ενός εγκλήματος όχι από την υπαιτιότητα, αλλά από την επικινδυνότητα, δηλαδή από το γεγονός ότι ο εκ γενετής εγκληματίας δεν έχει την δυνατότητα να αποφύγει την εσωτερική εκείνη δύναμη που τον οδηγεί στο έγκλημα. Ο εγκληματίας αποτελεί σε κάθε περίπτωση ένα άτομο επικίνδυνο για την κοινωνία, που θα πρέπει να απομονώνεται με την τιμωρία του. Οι ιδέες που αναπτύχθηκαν από τον Lombroso είχαν μία σημαντικότατη επίδραση στην εγκληματολογία. Μάλιστα διάφοροι επιστήμονες, όπως λ.χ. γιατροί, ψυχίατροι, νομικοί, κοινωνιολόγοι κ.α. οι οποίοι εντάχθηκαν ιδεολογικά στην λεγόμενη Θετική Εγκληματολογική Σχολή, θεώρησαν τον Lombroso ως «δάσκαλο» τους. Μεταξύ αυτών των επιστημόνων συγκαταλέγεται και ο Enrico Ferri (1856-1929). 13 Ο Lombroso εξέδωσε τον «Εγκληματία άνθρωπο» το 1876 όπου περιγράφει με λεπτομέρεια τα χαρακτηριστικά τα οποία σύμφωνα με τη θεωρία του παρουσιάζει ο εγκληματίας βλ. Χρ. Κ. Κωνσταντάρα, Η θρησκεία ως κοινωνικός παράγων, εν λιμένι Βαθέος Σάμου (=Αθήνα), Σάμος, 1964. 14 Σύμφωνα με όσα αναφέρει ο Lombroso η ιδιότητα του εγκληματία αποκτάται εκ γενετής. Διαφοροποιείται από τον σχιζοφρενή, φέροντας περισσότερο τα χαρακτηριστικά του πρωτόγονου ανθρώπου, καθώς όπως ο ίδιος παρατηρεί είναι αναίσθητος στον πόνο, χαρακτηρίζεται επίσης από έλλειψη συναισθηματικής ευαισθησίας και ασταθή χαρακτήρα. Σχετικά βλέπ. επίσης Cesare Lombroso, Gli scienziati e la nuova Italia, επιμέλεια Silvano Montaldo, εκδόσεις Mulino, Μπολόνια 2010 σελ 25 επ. 8
O Ferri ξεκινάει τις θεωρητικές του προσεγγίσεις βασιζόμενός στην ανθρωπολογική σκέψη του Lombroso την οποία αποδέχεται, με κάποιες παραλλαγές και την οποία εμπλουτίζει με κοινωνιολογικά στοιχεία. Σύμφωνα με τις απόψεις του κάθε οργανωμένη κοινωνία έχει το δικαίωμα προστασίας απέναντι στην επικινδυνότητα των εγκληματικών πράξεων. Αυτό ακριβώς το δικαίωμα νομιμοποιεί την θέσπιση ενός συστήματος για την τιμωρία των εγκληματιών. Το έγκλημα δεν προκαλείται μόνο επειδή ένα άτομο φέρει συγκεκριμένα οργανικά χαρακτηριστικά τα οποία τον «αναγκάζουν» στην διάπραξη του, καθώς θα πρέπει να λαμβάνονται υπ όψιν και άλλοι παράμετροι. Φτάνει να σημειωθεί ότι σύμφωνα με τον Ferri τα διάφορα χαρακτηριστικά μίας συγκεκριμένης περιοχής όπως η θερμοκρασία, η οικονομία και οι πολιτιστικοί και κοινωνικοί παράγοντες, μπορούν να επηρεάσουν καθοριστικά την παραβατικότητα. 1.3 Οι θεωρίες κοινωνιολογικής κατεύθυνσης Η θεωρία ανθρωπολογικής κατεύθυνσης η οποία προεκτέθηκε προσέφερε την δική της εκδοχή στην προσπάθεια εξήγησης του εγκληματικού- παραβατικού φαινομένου. Στην Αμερική όμως, ήδη από το πρώτο τέταρτο του αιώνα, γίνονται τα πρώτα βήματα προς μία διαφορετική κατεύθυνση: Σταδιακά αναφαίνεται η ανάγκη εξήγησης του παραβατικού φαινομένου βάσει κοινωνικών παραμέτρων. Νέες κοινωνιολογικές θεωρίες τονίζουν την σπουδαιότητα των κοινωνικών παραγόντων στην γένεση της παραβατικής συμπεριφοράς. Σημαντική προς αυτή την κατεύθυνση είναι η συνεισφορά του βορειοαμερικανού κοινωνιολόγου του δομολειτουργισμού Robert King Merton. 1.3.1 Από την έννοια της ανομίας στον ορισμό της παραβατικότητας Ο Merton το 1938 δημοσιεύει το έργο του Social Structure and Anomie 14 15 με το οποίο αποστασιοποιείται από τις ανθρωπολογικής κατεύθυνσης θεωρίες περί παραβατικότητας. Επί αυτού του θέματος και με μία εμφανή διάθεση κριτικής των θεωριών τύπου Lombroso αναφέρει: «Η εικόνα του ατόμου που δίδεται, ως ενός συνόλου από 14 α Merton R., Teoria e struttura sociale μετάφραση στην Ιταλική του βιβλίου Social Structure and Anomie, εκδόσεις Mulino, Μπολόνια 1966. 15 Επίσης και σε ελληνική μετάφραση από τη Βάσω Αρτινοπούλου, στο βιβλίο Ιακ. Φαρσεδάκη, Η εγκληματολογική σκέψη από την αρχαιότητα ως τις μέρες μας, τχ. α, Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα 1990, σελ. 452-465. 9
ένστικτα τα οποία δεν μπορούν να τεθούν υπό έλεγχο, μοιάζει περισσότερο με γελοιογραφία, παρά με πορτρέτο (.) Γιατί οποιαδήποτε βαρύτητα και αν θέλει να προσδώσει κανείς στα ανθρώπινα ένστικτα, μένει ανεξήγητο το γεγονός ότι οι ανθρώπινες συμπεριφορές διαφοροποιούνται όταν αλλάζουν οι κοινωνικές δομές». 16 Γίνεται αναφορά στην επίδραση που ασκεί η κοινωνική δομή μεταξύ των μελών μιας κοινωνίας. Σύμφωνα με τον Merton η συμπεριφορά του ατόμου εξαρτάται από τη σημασία που το ίδιο το άτομο προσδίδει σε αυτήν, τελεί σε συνάρτηση με τους κοινωνικούς σκοπούς που επιθυμεί να ακολουθήσει και που η ίδια η κοινωνία θεωρεί ως ακολουθητέους σκοπούς. Αναφορικά με την παραβατικότητα ο Merton διερωτάται ποιος μπορεί να είναι ο λόγος για τον οποίο μία δεδομένη κοινωνία ωθεί τα μέλη της σε αποκλίνουσες συμπεριφορές. Επί αυτού του ερωτήματος ο Merton διατυπώνει την θεωρία της ανομίας 17 η οποία συνίσταται σε διάσταση μεταξύ ανάμεσα σε δύο κεντρικά μεγέθη. Αφενός μεν τους πολιτιστικούς στόχους και αφετέρου τα διαθέσιμα μέσα για την επίτευξη τους. Η πολιτιστική δομή προσδιορίζει τους ακολουθητέους σκοπούς των μελών μίας κοινωνίας, (π.χ απόκτηση υλικών αγαθών) ενώ η κοινωνική δομή προσδιορίζει τις σχέσεις μεταξύ των μελών αυτής και τα διαθέσιμα θεμιτά μέσα (π.χ. εισοδήματα που αποκτώνται από την εργασία). Στην ανάλυση του 18 η οποία ως βασικό αντικείμενο είχε την αμερικανική κοινωνία όπως αυτή διαμορφώθηκε τα πρώτα μισά του 1900, διαπίστωσε ότι για το κάθε άτομο η δυνατότητα επίτευξης των οικονομικών στόχων είναι κεφαλαιώδους σημασίας. Η υπερβολική σημασία που αποδίδεται στην επίτευξη των στόχων έχει ως αποτέλεσμα την αντίστοιχη εξασθένηση της σημασίας που αποδίδεται από τα μέλη της κοινωνίας στα θεσμοθετημένα μέσα για την επίτευξη των σκοπών, με αποτέλεσμα η κοινωνία να οδηγείται σε εκείνη την κατάσταση που ο Durkheim όρισε ως «ανομία». Οι ανήλικοι που ανήκουν στις χαμηλότερες κοινωνικές τάξεις, έχοντας εμπειρίες αποστερήσεων από την έλλειψη ευκαιριών συμμετοχής στα αποτελέσματα της οικονομικής επιτυχίας, αντιδρούν, είτε απορρίπτοντας τους πολιτιστικούς στόχους ή τα νόμιμα μέσα 16 Ελεύθερη μετάφραση από το βιβλίο: Merton R. Struttura sociale e anomia στο Μ.Ciacci, V.Gualandi, La costruzione sociale della devianza, Il Mulino, Μπολόνια,1964 σελ. 210. 17 Να σημειωθεί ότι η θεωρία της ανομίας που διατυπώθηκε από τον Merton συσχετίστηκε άμεσα με την θεωρία του Sutherland (περί διαφωρικού συγχρωτισμού) ο οποίος υποστηρίζει ότι «η συστηματική εγκληματική συμπεριφορά οφείλεται άμεσα στο διαφορικό συγχρωτισμό, σε καταστάσεις όπου επικρατεί μία πολιτισμική σύγκρουση και τελικά στην κοινωνική αποδιοργάνωση που υπάρχει στις καταστάσεις αυτές», βλέπε Χάιδου Α.Θετικιστική Εγκληματολογία.Αιτιολογικές προσεγγίσεις του εγκληματικού φαινομένου, Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα, 1996, σελ. 190-191. 18 Νικ. Χ. Τάτση, Η θεωρία της ανομίας του Merton:Συμβολή στην Κοινωνιολογία της Αποκλίνουσας Συμπεριφοράς, Επιστημονική Επετηρίδα του περιοδικού «Αρμενόπουλος», τ.8, 1987,σελ. 187-201. 10
τάξεων. 25 Κατ αυτόν τον τρόπο ο Durkheim επιχείρησε σε πρακτικό επίπεδο, να αναλύσει τις (απόσυρση ή τυπολατρία) 19, είτε χρησιμοποιώντας παράνομα μέσα για την επίτευξη των στόχων (νεωτερισμός), είτε υποκαθιστώντας ένα νέο σύνολο στόχων και μέσων (επαναστατική στάση). 20 Η προσέγγιση 21 του Merton εντάσσεται συνήθως στη λεγόμενη «θεωρία της έντασης»( strain theory) 22 την οποία διατύπωσαν επίσης οι Cloward και Ohlin. Σύμφωνα με τη θεωρία αυτή, η εμπλοκή σε αποκλίνουσες ή παραβατικές ενέργειες είναι το αποτέλεσμα μίας έντασης που προκαλείται στο πλαίσιο της κοινωνίας και δη, είτε διότι δεν μπορεί να πραγματοποιήσει κανείς ένα στόχο (Merton), είτε διότι αποτυγχάνει να κατακτήσει μια κοινωνική θέση, είτε διότι δεν έχει ευκαιρίες που θα τον οδηγούσαν στην επιτυχία (Cloward και Ohlin). 23 Κατά συνέπεια τα άτομα ωθούνται στην παραβατικότητα για συγκεκριμένους λόγους. Όταν παύουν να υφίστανται οι γενεσιουργοί λόγοι της παραβατικότητας, παύει και η εκδήλωση παραβατικών συμπεριφορών. Πολύ ενδιαφέρουσες θεωρητικές προσεγγίσεις με άξονα την κεντρική ιδέα της «ανομίας» διατυπώθηκαν από τον Emile Durkheim (1858-1917). Η ανομία 24 είναι εκείνη η κατάσταση που διαταράσσει την συνοχή μεταξύ των μελών μίας κοινωνίας. O Durkheim ισχυρίστηκε ότι η ανομία προκαλείται από την εκβιομηχανισμένη κοινωνία, η οποία δημιουργεί στο άτομο την ανάγκη επίτευξης υπερβολικά υψηλών ατομικών στόχων. Αυτή η κατάσταση δημιουργεί στα μέλη μίας κοινωνίας αφενός μεν μία ελαττωμένη ανοχή απέναντι σε φαινόμενα κοινωνικού ελέγχου, αφετέρου δε ένα διάχυτο αίσθημα κοινωνικής ανασφάλειας το οποίο προκαλείται από την ανταγωνιστικότητα μεταξύ των κοινωνικών ειδικότερες κοινωνικές συνθήκες υπό τις οποίες αναπτύσσεται μια ανομική κατάσταση. 19 Κουράκης Ν., Έφηβοι παραβάτες και κοινωνία, Θεμελιώδεις αξίες, θεσμοί και νεανική παραβατικότητα στην Ελλάδα, Δ/νση Δαγτόγλου Π-Κουράκης Ν- Σταθόπουλος Μ. Σειρά : μελέτες Ευρωπαϊκής Νομικής Επιστήμης, Εκδόσεις Αντ. Ν.Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή 1999, σελ. 35-37. 20 Ιακ. Φαρσεδάκη, Παραβατικότητα και Κοινωνικός Έλεγχος των ανηλίκων, Νομική Βιβλιοθήκη, 1985, Αθήνα, σελ. 100 επομ. 21 Ιακ. Φαρσεδάκη, Η εγκληματολογική σκέψη από την αρχαιότητα ως τις μέρες μας, τ.χ. α Αθήνα, Νομική Βιβλιοθήκη, 1990, σελ. 452-465. 22 Η σύγχρονη εκδοχή της strain theory διατυπώθηκε από τον Agnew ο οποίος υποστηρίζει ότι η κλασσική εκδοχή της strain theory υπερτονίζει τη σημασία των στόχων στην πρόκληση παραβατικής συμπεριφοράς. Τουναντίον σύμφωνα με τον Agnew είναι πολύ σημαντικό να εξεταστεί και η επιθυμία του ατόμου να αποφύγει αρνητικές καταστάσεις. Με άλλα λόγια όταν τα άτομα προσπαθούν να αποφύγουν μία ορισμένη αρνητική κατάσταση, δημιουργούνται επίπεδα έντασης, ικανά να οδηγήσουν τα άτομα στην παραβατικότητα. Βλέπε σχετικά Frank Williams, Marilyn D. Mc Shane, Devianza e criminalita, (Criminological Theory) μετάφραση στην ιταλική, εκδόσεις Mulino, Μπολόνια, 1994. 23 Alex Thio, Παρεκκλίνουσα συμπεριφορά (Deviant Behavior, 1999), μετάφραση Μαρίας Μπαρμπάτση, επιμ. Χρ. Τσουραμάνη, Αθήνα, 2003, σελ.54-55 24 Φαρσεδάκης Ι., Παραβατικότητα και κοινωνικός έλεγχος ανηλίκων, Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα, 1985. 25 Alex Thio, Παρεκκλίνουσα συμπεριφορά (Deviant Behavior, 1999), μετάφραση Μαρίας Μπαρμπάτση, επιμ. Χρ. Τσουραμάνη, Αθήνα, 2003. 11
Όπως προκύπτει ιδίως από τα έργα του «για την κατανομή της κοινωνικής εργασίας» (1893) και ιδίως «η αυτοκτονία», ο Durkheim θεωρεί ότι περιστάσεις πρόσφορες για τη δημιουργία της ανομίας ανακύπτουν όταν σημειώνονται απότομες οικονομικές μεταπτώσεις από την ύφεση στην ευημερία και αντιστρόφως, συγκρούσεις μεταξύ των κοινωνικών τάξεων, αυξανόμενος καταμερισμός εργασίας χωρίς αντίστοιχο συντονισμό των εμπλεκόμενων εργασιακών ομάδων, αποδυνάμωση της κοινωνικής συνοχής, καθώς και όταν γενικότερα, δεν υπάρχουν κοινά αποδεκτοί κανόνες (ανομία) με τους οποίους προσδιορίζονται οι θεμιτές ανάγκες και τα θεμιτά μέσα πραγμάτωσης των ατομικών επιθυμιών 26. Όπως λέγει χαρακτηριστικά ο Durkheim στην «Αυτοκτονία» 27, το πρόβλημα εμφανίζεται όταν ο αγώνας καθίσταται ταυτόχρονα πιο βίαιος και πιο επώδυνος, καθώς όταν υπόκειται σε λιγότερες ρυθμίσεις από κοινώς αποδεκτούς κανόνες και οι ανταγωνισμοί είναι σφοδρότεροι. Ο Durkheim μελετώντας το φαινόμενο της αυτοκτονίας σε διαφορετικές περιοχές και εποχές παρατήρησε ότι αυτό παρουσιάζει αύξηση όταν υφίσταται οικονομική ύφεση ή σε περιόδους οικονομικής άνθησης. Αυτή η φαινομενική αντιθεση μπορεί να εξηγηθεί ευχερώς εάν λάβουμε υπ όψιν το γεγονός ότι οι δύο αυτές καταστάσεις οι οποίες ασφαλώς είναι διαφορετικές μεταξύ τους, έχουν έναν κοινό παρανομαστή. Χαρακτηρίζονται δηλαδή από μία ανισορροπία μεταξύ των στόχων του ατόμου και της δυνατότητας επίτευξης τους. 1.3.2. Οι θεωρίες του κοινωνικού ελέγχου Σύμφωνα με τις θεωρίες του κοινωνικού ελέγχου ο άνθρωπος από την φύση του έχει την προδιάθεση να γίνει παραβατικός. Κάποια στοιχεία ωστόσο συγκρατούν το άτομο από την παρεκκλίνουσα συμπεριφορά. Βασικός προς αυτή την κατεύθυνση είναι ο ρόλος του κοινωνικού ελέγχου που μπορεί να είναι είτε άτυπος (ο κοινωνικός έλεγχος που προέρχεται από την οικογένεια, σχολείο κτλ.), είτε επίσημος (κοινωνικός έλεγχος που προέρχεται από την νομοθεσία). Βασικοί ιδρυτές της θεωρίας αυτής θεωρούνται οι I.Nye, W.Reckless και Τ.Hirschi. Η θεωρία του Walter Reckless 28 (1898-1988) αποτελεί μία από τις διάφορες θεωρίες που στεγάζονται κάτω από τον τίτλο του κοινωνικού ελέγχου 26 Ο Durkheim μελέτησε την κατάσταση στη Γαλλία και την Ευρώπη μετά την βιομηχανική επανάσταση και ισχυρίστηκε ότι η εκβιομηχάνιση και η η οικονομική κρίση μπορούν οδηγήσουν μία κοινωνία στην ανομία και επομένως στην αύξηση της εγκληματικότητας, της παραβατικότητας και των αυτοκτονιών, βλέπε σχετικά, Frank P.Williams III Marilyn D.Mc Shane, Criminological Theory, Μετάφραση στην Ιταλική, (Devianza e criminalita), εκδόσεις Mulino, Μπολόνια, 1994. 27 E. Durkheim, Le suicide: etude de sociologie, Paris, 1897, μετάφραση στην ιταλική Il suicidio, εκδόσεις Utet, Τορίνο, 1969. 28 Οι θεωρίες του κοινωνικού ελέγχου ισχυρίζονται ότι τα άτομα έχουν την τάση να υιοθετούν αποκλίνουσες συμπεριφορές. Ωστόσο μέσω των κοινωνικών μορφών ελέγχου (οικογένεια, σχολείο κ.α.) επιτυγχάνεται μία 12
Ο Reckless επέσυρε την προσοχή στη σημασία που έχουν ορισμένοι παράγοντες για να επιτύχει κανείς, και ιδίως ο ανήλικος, την αυτοσυγκράτηση του από την τέλεση παραβατικών πράξεων. Θεώρησε, έτσι, ότι ανάλογα προς τη συνοχή της ομάδας στην οποία ανήκει ο ανήλικος, την ταύτιση του με την ομάδα ή και με ένα ή περισσότερα από τα μέλη της, τις ευκαιρίες που έχει κανείς να αποκτήσει μια κοινωνική θέση (status), το πλαίσιο λογικών ορίων και ευθυνών που υπάρχει στην κοινωνία, τις δομές των κοινωνικών ρόλων που προσφέρουν στο άτομο ένα σκοπό κ.λ.π., προσδιορίζεται, αντίστοιχα, ο βαθμός εξωτερικής αυτοσυγκράτησης του ατόμου (external containment), δηλ. το πόσο πολύ οι δομές του περιβάλλοντος του είναι τέτοιες, ώστε να μην υποκύπτει κανείς στον πειρασμό της τέλεσης αξιοποίνων πράξεων. Παρόμοια αυτοσυγκράτηση μπορεί να υπάρξει, κατά τον Reckless και σε επίπεδο δομών της ίδιας της προσωπικότητας του ατόμου, δηλ. από την άποψη της εσωτερικής αυτοσυγκράτησης (internal containment): Εάν έχει κανείς σε υψηλό βαθμό θετική εικόνα για τον εαυτό του, επιδίωξη ρεαλιστικών σκοπών συμβατών με γενικότερες κοινωνικές αξίες, εσωτερικευμένες ηθικές αντιλήψεις, και ανεπτυγμένα τα στοιχεία που αποτελούν το «ελεγχτικό» μέρος της προσωπικότητας του (ego και super ego) είναι προφανές ότι θα εμφανίσει και εδώ ισχυρές αντιστάσεις στην τέλεση αξιόποινων πράξεων, πολύ περισσότερο μάλιστα εάν συνδυάσει εξωτερική και εσωτερική αυτοσυγκράτηση. Θα μπορέσει επομένως σε μια τέτοια περίπτωση να αποκρούσει με επιτυχία είτε «κοινωνικές πιέσεις» (πχ κακές συνθήκες διαβίωσης), είτε «κοινωνικές έλξεις» (π.χ. κακές παρέες), είτε και εσωτερικές ωθήσεις (ενορμήσεις), που θα τον έσπρωχναν στην παραβατικότητα. Μάλιστα ο Reckless επιχείρησε να επαληθεύσει εμπειρικά τη θεωρία του με έρευνα που διενέργησε σε ανήλικους μαθητές της πολιτείας του Ohaio, Η.Π.Α. Από την έρευνα αυτή διαπίστωσε ότι από τους μαθητές αυτούς δεν είχαν εμπλακεί με την ποινική δικαιοσύνη όσοι διατηρούσαν καλές σχέσεις με τους γονείς τους, είχαν δημιουργήσει μια θετική εικόνα για τον εαυτό τους και είχαν υιοθετήσει ένα τρόπο ζωής κοινωνικά αποδεκτό (κομφορμισμός). Αντίθετες ιδιότητες φάνηκε να έχουν όσοι είχαν διολισθήσει προς την παραβατικότητα. μείωση της ροπής προς τη διάπραξη εγκληματικών πράξεων. Όταν ο κοινωνικός έλεγχος δεν είναι αποτελεσματικός, αυξάνεται και οι πιθανότητες διάπραξης παραβατικών πράξεων. Για την πρόληψη της παραβατικότητας είναι πολύ βασικό να αναπτυχθούν δεσμοί με άλλους ανθρώπους που εμπλέκονται σε συμβατικές δραστηριότητες, όπως και η σύνδεση με την ευρύτερη οργανωμένη κοινωνία και η πίστη σε ένα κοινό σύστημα αξιών. βλ, Sergio Dazzi, Fabio Madeddu, Devianza e antisocialita,εκδόσεις Raffaello Cortina Editore, Μιλάνο 2009,(1 η έκδοση). Επίσης Φαρσεδάκης Ι., Παραβατικότητα και κοινωνικός έλεγχος ανηλίκων, Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα, 1985. 13
Οι θεωρίες του κοινωνικού ελέγχου, όπως αυτή που μόλις αναφέραμε, κρίνονται γενικά ως θετικές και ενισχύονται από την θεωρία του David Matza και του Travis Hirschi.Συγκεκριμένα o T. Hirschi προσπάθησε να εξηγήσει γιατί ορισμένα μόνο μέλη της κοινωνίας έχουν την τάση να διαπράττουν παραβατικές πράξεις. Σύμφωνα με την θεωρία του οι «δεσμοί» -συγκεκριμένα η προσκόλληση- που συνδέουν το άτομο με την κοινωνία αποτρέπουν την τέλεση τέτοιου είδους πράξεων. 1.3.3.Οι θεωρίες του παραβατικού υποπολιτισμού (delinquent subculture) Βασίζονται στο αξίωμα ότι στη σύγχρονη κοινωνία υπάρχουν πολλές κοινωνικές ομάδες των οποίων τα μέλη ταυτίζονται αποκλειστικά με την ομάδα στην οποία ανήκουν, αποδεχόμενοι τους κανόνες της ακόμα και αν αυτοί είναι διαφορετικοί από εκείνους της ομάδας που κυριαρχεί. Κατά συνέπεια στην περίπτωση αυτή η παραβατικότητα προβάλλει ως το αποτέλεσμα μιας κοινωνικοποίησης η οποία αποκλίνει από τους κοινωνικούς κανόνες και τις αξίες που θεωρούνται σωστοί για την κοινωνία και η παρεκκλίνουσα συμπεριφορά είναι αποτέλεσμα της συμμετοχής του ατόμου σε κάποια υποπολιτιστική ομάδα. Ο σημαντικότερος εκφραστής της θεωρίας αυτής είναι ο Albert Cohen ενώ σημαντική είναι και η συμβολή των Cloward και Ohlin. Μπορεί οι έρευνες τους να αφορούσαν κυρίως τη μελέτη του φαινομένου των συμμοριών ανηλίκων, ωστόσο η θεωρία τους επικεντρώθηκε στην έννοια του «υποπολιτισμού». Ο Cohen ερεύνησε κυρίως την διαδικασία μέσα από την οποία αναπτύσσεται o μια υποπολιτιστική ομάδα ενώ οι Cohlin και Ohlin επικεντρώθηκαν στην ανάλυση των μορφών που μπορεί να προσλάβει μία υποπολιτιστική ομάδα. Και στις δύο περιπτώσεις η θεωρητική βάση αποτελείται από την ιδέα του Merton σύμφωνα με την οποία ορισμένες κοινωνικές ομάδες δεν έχουν ίσες ευκαιρίες για την επίτευξη των στόχων τους. Συγκεκριμένα ο Albert Cohen 29 -ο οποίος ερεύνησε εκτενώς την νεανική παραβατικότητα- επωφελούμενος από τη σχετική έρευνα του σε παραβατικούς ανηλίκους, δημιουργεί μια γενική υποπολιτιστική θεωρία. 29 Το βιβλίο του Cohen Delinquent Boys αποτέλεσε την πρώτη προσπάθεια εξήγησης του παραβατικού υποπολιτισμού. Με βάση την θεωρία του αυτή εξηγήθηκε το φαινόμενο των συμμοριών ανηλίκων. Ειδικότερα ο Cohen μελέτησε διάφορες έρευνες σχετικά με την νεανική παραβατικότητα από τις οποίες οδηγήθηκε στο συμπέρασμα, ότι η παραβατικότητα είναι συχνότερη μεταξύ των αγοριών που προέρχονται από τα χαμηλότερα κοινωνικά στρώματα. Βλέπε σχετικά Cohen A.K., Delinquent Boys.The culture of the gangs, New York, Free Press μετάφραση στην Ιταλική, Ragazzi Delinquenti, εκδόσεις Feltrinelli, Μιλάνο,1963. Κουράκης Ν., Έφηβοι 14
Η θεωρία του στηρίζεται, ειδικότερα, στις δυσχέρειες που συναντούν κατά την κοινωνικοποίηση τους, τα παιδιά των λαϊκών τάξεων και στη μελέτη των αντιδράσεων ορισμένων ομάδων που τείνουν να δημιουργήσουν ή να απαλείψουν την αποκλίνουσα συμπεριφορά. 30 Σύμφωνα με την θεωρία του Cohen η συμμετοχή ανηλίκων από χαμηλότερες κοινωνικές διαστρωματώσεις σε παραβατικές υποπολιτιστικές ομάδες και συμμορίες γίνεται από αντίδραση αυτών των ανηλίκων προς τις κυρίαρχες αξίες της μέσης αστικής τάξης, οι οποίες φαίνονται να αποτελούν εμπόδιο γι αυτούς στην απόκτηση αυτοεκτίμησης και κοινωνικού status. 31 Ειδικότερα, κατά τον Cohen, στις κοινωνικοοικονομικά υποβαθμισμένες περιοχές της εργατικής τάξης οι ανήλικοι, μη έχοντας στενές διαπροσωπικές σχέσεις με συνομηλίκους και φίλους, έρχονται σε επαφή και με τις αξίες που προωθούνται από το ίδιο το σχολικό σύστημα. Στις επαφές και συναναστροφές τους αυτές οι ανήλικοι νιώθουν να υπάρχει μια σύγχυση και σύγκρουση ανάμεσα σε δύο ειδών αξίες: Εκείνες της μεσαίας τάξης με τις οποίες έχουν από μικροί εξοικειωθεί λόγω γονικής επίδρασης και τις οποίες ήδη διδάσκονται στο πλαίσιο του σχολικού συστήματος (τέτοιες αξίες είναι π.χ. η αυτοσυγκράτηση, ο σεβασμός της ιδιοκτησίας) και από την άλλη πλευρά, εκείνες τις αξίες που καλλιεργούνται στις φτωχογειτονιές. Λόγω του χαμηλού τους κοινωνικού status οι ανήλικοι αισθάνονται μειονεκτικά στο σχολείο και στους άλλους χώρους συναναστροφής απέναντι σε συνομήλικους τους από τη μεσαία κοινωνική τάξη. Έτσι βαθμιαία, οι τυχόν αποτυχίες αυτών των ανηλίκων στον σχολικό ανταγωνισμό και τα περιορισμένα οικονομικά και άλλα μέσα που έχουν εξ αντικειμένου στη διάθεση τους για να πετύχουν θεμιτούς κοινωνικούς στόχους, τους εξωθούν κατά τον Cohen, σε μια οργισμένη και βίαιη αντίδραση κατά των πάντων: Συσπειρώνονται σε παραβατικές ομάδες ή συμμορίες με εγκληματικά πρότυπα συμπεριφοράς και προσπαθούν στο πλαίσιο αυτής της υποκουλτούρας ( ή υποπολιτισμού), να εδραιώσουν μέσω της εκμάθησης και να εφαρμόσουν όπου μπορούν, τις δικές τους αξίες, ως αντίδραση στις καταπιεστικές όπως πιστεύουν αξίες της κυρίαρχης μεσοαστικής τάξης. Οι πράξεις τους έχουν, έτσι, προπάντων ένα τυφλό, «παράλογο» και μη ωφελιμιστικό χαρακτήρα: Σπάνε τζάμια, προβαίνουν σε βανδαλισμούς, κλέβουν πράγματα που δεν χρειάζονται και εμπλέκονται, χωρίς σοβαρό λόγο, σε 15 βίαιες σύγκρουσεις με άλλες παραβάτες και κοινωνία. Θεμελιώδεις αξίες, θεσμοί και νεανική παραβατικότητα στην Ελλάδα, Εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή, 1999, σελ. 35-37. 30 Καλλιόπης Δ. Σπινέλλη, Ανήλικοι Εγκληματίες ή νεαροί παραβάτες, Το πρόβλημα υπό το πρίσμα της «θεωρίας» της ετικέτας Ποινικά Χρονικά, Τόμος κστ, 1976, σελ. 786-800. 31 O Cohen παρατηρεί ότι όλοι οι νέοι ενδιαφέρονται για την απόκτηση κοινωνικού status.βλ.frank P.Williams III, Marilyn d. Mc Shane, Devianza e criminalita, εκδόσεις Mulino, Μπολόνια 1994, σελ. 102 επ.
παραβατικές ομάδες ή συμμορίες. Με τις ενέργειες τους αυτές οι ανήλικοι επιδιώκουν να δείξουν στον εαυτό τους και στους άλλους ότι μισούν το κυρίαρχο σύστημα αξιών που τους περιβάλλει και που απειλεί πρακτικά να τους διαβρώσει έστω και αν το έχουν θεωρητικά απορρίψει. Βέβαια κατά τον Cohen, δεν είναι αυτονόητο ότι οι νέοι της εργατικής τάξης, μπροστά σε τέτοιου είδους διλήμματα, στρέφονται νομοτελειακά προς την οργανωμένη παραβατικότητα: Ενδέχεται να προσαρμοστούν στις αξίες της μεσαίας τάξης και να ζήσουν μία συμβιβασμένη ζωή ή και να επιδιώξουν την κοινωνική τους άνοδο στον χώρο αυτό της μεσαίας τάξης. Όσοι όμως δεν καταφέρουν να ακολουθήσουν αυτές τις εναλλακτικές διαδρομές, εξωθούνται, κατά τον Cohen, προς τον μονόδρομο της παραβατικότητας. Μία άλλη ενδιαφέρουσα θεωρία σχετικά με την νεανική παραβατικότητα η οποία εντάσσεται στις θεωρίες του παραβατικού υποπολιτισμού διατυπώθηκε από τον Walter B.Miller. Σύμφωνα τον Miller η κάθε κοινωνική τάξη ασπάζεται και μία ξεχωριστή υποκουλτούρα η οποία μάλιστα παρουσιάζει ομοιότητες με τις υποκουλτούρες των άλλων ομάδων. Επειδή όμως κυριαρχεί η «υποκουλτούρα» της μεσαίας τάξης τα μέλη των χαμηλότερων κοινωνικά στρωμάτων συγκρούονται με τις αξίες της. Επίσης ο Miller παρατήρησε ότι σε οικογένειες που προέρχονται από τα χαμηλότερα κοινωνικά στρώματα τα παιδιά μεγαλώνουν χωρίς την πατρική επίβλεψη. Το γεγονός αυτό επηρεάζει αρνητικά τα παιδιά αυτά τα οποία από πολύ νωρίς εξαναγκάζονται να υιοθετήσουν έναν πολύ «ενήλικο» τρόπο συμπεριφοράς. Για να μάθουν αυτόν τον τρόπο συμπεριφοράς γίνονται μέλη συμμοριών. Στο εσωτερικό των ομάδων αυτών τα παιδιά έχουν την ευκαιρία «εκμάθησης» του τρόπου συμπεριφοράς των ενηλίκων και σταδιακά οδηγούνται στο δρόμο της παραβατικότητας. Σημειώνεται ότι οι υποπολιτισμικές θεωρίας επικρίθηκαν καθώς τονίζουν τον ταξικό χαρακτήρα της παρεκκλίνουσας συμπεριφοράς. Ο συσχετισμός μεταξύ χαμηλού κοινωνικοοικονομικά τάξεως και παραβατικότητας, δεν γίνεται αποδεκτός από όλους τους ερευνητές. Από την άλλη όμως αποτέλεσαν και το θεωρητικό υπόβαθρο για την υιοθέτηση σχετικών προγραμμάτων όπως π.χ. το «Mobilization for youth Project» (MFY 32 ) το οποίο πραγματοποιήθηκε υπό την καθοδήγηση του Richard Cloward στη Νέα Υόρκη που είχε ως 32 To πρόγραμμα αυτό εμπνευσμένο από το παλαιότερο Chicago Area Project, επιχορηγήθηκε με 12 εκατομμύρια δολάρια και μέσω αυτού δημιουργήθηκαν θέσεις εργασίας μερικής απασχόλησης, παραταύτα δεν επιτευχθηκε ο βασικός σκοπός του προγράμματος, δηλαδή η ουσιαστική βελτίωση του βιοτικού επιπέδου της νεολαίας. βλέπ. υποσημ. 33. 16
σκοπό την παροχή περισσότερων ευκαιριών στους νέους τόσο σε σχολικό όσο και στον εργασιακό τομέα. 33 Η θεωρία της ετικέτας (Labeling Approach) Την δεκαετία του 1960 μία ομάδα αμερικανών κοινωνιολόγων 34 διατύπωσε μία άλλη θεωρία σχετικά με την παραβατικότητα, την λεγόμενη «θεωρία» της ετικέτας (labeling theory), μίας θεωρίας που αναπτύχθηκε μέσα στα πλαίσια του τμήματος εκείνου της κοινωνιολογίας που αποκαλείται «αποκλίνουσα συμπεριφορά» (deviant behavior). Πολλές από τις απόψεις που διατυπώθηκαν με την θεωρία της ετικέτας, είχαν ήδη προταθεί ( στις αρχές τις δεκαετίας του 1940) από τον Edwin Lemert, 35 ο οποίος σε ένα από τα άρθρα του ισχυρίστηκε ότι ο κοινωνικός έλεγχος αποτελεί ένα μηχανισμό μέσα από τον οποίο γεννιέται η παραβατικότητα. Σύμφωνα με τις απόψεις αυτές δεν είναι η παραβατικότητα το κύριο αντικείμενο μελέτης, όσο οι μηχανισμοί του κοινωνικού ελέγχου 36. Αυτό σημαίνει στην πράξη ότι αντικείμενο μελέτης δεν αποτελεί το άτομο στο οποίο επιβάλλονται οι ποινές, αλλά το υποκείμενο που τις επιβάλλει, ήτοι οι φορείς της εξουσίας. Η θεωρία της ετικέτας συνοψίζεται συνήθως κατά τρόπο ίσως υπερβολικά απλοϊκό-στην εξής χαρακτηριστική διαπίστωση- ορισμό 37 : «αποκλίνουσα συμπεριφορά είναι εκείνη η συμπεριφορά επάνω στην οποία επικολλάται η ετικέτα «αποκλίνουσα». Η απόκλιση δηλαδή είναι δημιούργημα διαφόρων κοινωνικών ομάδων, οι οποίες πρώτα χαρακτηρίζουν ορισμένα άτομα ως αποκλίνοντα και ύστερα τα απομονώνουν από τους νομοταγείς πολίτες. Κατά συνέπεια ως αποκλίνουσα συμπεριφορά δεν θεωρείται απλώς κάθε συμπεριφορά που αποκλίνει απλώς από τους παραδεδεγμένους κανόνες, αλλά κυρίως εκείνη η συμπεριφορά που είναι αποτέλεσμα αλληλενεργείας (interaction) ανάμεσα στον φορέα της 33 Βλέπε σχετικά το άρθρο του B.D. Johnson. Il declinο delle subculture della droga, dei mercati della droga e della violenza a Νew York negli anni 90 στο M. Barbagli, Perche e diminuita la criminalita negli Stati Uniti, εκδόσεις Mulino, Μπολόνια, 2000. 34 Ενδεικτικά θα μπορούσαμε να αναφέρουμε τους Tannenbaum, Lemert, Kitsuse, Erikson και Becker. 41 Sociologia del diritto, Rivista Quadrimestrale,Universtita degli studi di Milano, εκδόσεις Franco Angeli, τευχος ΧΧΧV/2008/2,Μιλάνο, σελ. 109. 36 Στο βιβλίο του Ian Taylor, Paul Walton «The new Criminology:For a social Theory of Deviance», εκδόσεις Routledge, Λονδίνο, 1988, εκφράζεται παραστατικά η θεωρία που διατυπώθηκε από τον Lemert σύμφωνα με τον οποίο, η θεωρία της ετικέτας αποτελεί μία σημαντική εξέλιξη της κοινωνιολογίας, καθώς «η παλιά κοινωνιολογία βασιζόταν αποκλειστικά στην ιδέα ότι η παραβατικότητα οδηγούσε στον κοινωνικό έλεγχο. Εγώ αντιθέτως είμαι της άποψης ότι και η αντίθετη προς αυτή ιδέα, ότι δηλαδή ο κοινωνικός έλεγχος οδηγεί στην παραβατικότητα μπορεί κάλλιστα να υποστηριχτεί και ν αποτελέσει την αφετηρία για μία πληρέστερη μελέτη της παραβατικότητας στη σύγχρονη κοινωνία»., σελ. 10 επ. 37 Η οποία διατυπώθηκε από τον Howard S. Becker στο βιβλίο του «Outsiders :Saggi di sociologia della devianza» μετάφραση από την αγγλική στην ιταλική, εισαγωγή του Gaetano De leo, Εκδόσεις Gruppo Abele. Τορίνο, 1987. 17
συμπεριφοράς και σε όσους την προσδιορίζουν και την χαρακτηρίζουν «αποκλίνουσα». Αυτού του είδους η συμπεριφορά εξηγείται δηλαδή από κοινωνικούς παράγοντες μάλλον, παρά από βιολογικούς η ψυχολογικούς. Με πιο απλά λόγια θα μπορούσαμε να πούμε ότι ως ως παρέκκλιση δεν ορίζεται τόσο η παραβίαση των κοινωνικών κανόνων, αλλά ο χαρακτηρισμός μίας συμπεριφοράς ως τέτοιας. Εισηγητής βασικών αντιλήψεων γύρω από την αποκλίνουσα συμπεριφορά μπορεί να θεωρηθεί και ο Merton, του οποίου οι βασικές αντιλήψεις προαναφέρθηκαν. Αυτός επεσήμανε την ανάγκη να διερευνηθούν τα διάφορα είδη αποκλίνουσας συμπεριφοράς (όπως η εγκληματικότητα, ο αλκοολισμός κλπ.). Ο Merton πρότεινε ακόμα να διερευνηθούν οι αντιδράσεις ως προς την αποκλίνουσα συμπεριφορά των ομάδων που συμμορφώνονται με τις κοινωνικές επιταγές, καθώς και με ποιό τρόπο οι αντιδράσεις ορισμένων ομάδων τείνουν να δημιουργήσουν ή να απαλείψουν την αποκλίνουσα συμπεριφορά. Επίσης o Kitsuse, για να αναφερθούμε στις κεντρικές ιδέες ορισμένων υποστηρικτών της «θεωρίας» αυτής, θεώρησε την αποκλίνουσα συμπεριφορά ως μία διαδικασία βάσει της οποίας τα μέλη μίας κοινωνίας ερμηνεύουν μία συμπεριφορά ως αποκλίνουσα, προσδιορίζουν τα άτομα που συμπεριφέρονται έτσι ως αποκλίνοντα και τέλος επιβάλλουν την προσήκουσα, κατά την γνώμη τους, μεταχείριση. Η θεωρία της ετικέτας αναφέρεται στις συνέπειες που μπορεί να έχει ο αρνητικός χαρακτηρισμός του ανηλίκου ως εγκληματία, τόσο από κοινωνικές ομάδες όσο και από θεσμούς του επίσημου κοινωνικού ελέγχου, οι οποίες δημιουργούν κατά κάποιο τρόπο εγκληματικότητα, με το χαρακτηρισμό ορισμένων ατόμων και ομάδων και με το στιγματισμό και την απονομή εγκληματικού status. Η ιδέα αυτή εκφράστηκε και από τον Recless 38 ο οποίος έχει επισημάνει τον ρόλο που παίζει η περί εαυτού μας αντίληψη (self-concept) στην πρόληψη της εγκληματικότητας. Τα μη εγκληματικά πρότυπα δημιουργούν στο άτομο την αντίληψη, ότι ο εαυτός του είναι «καλός», «τίμιος», κ.λ.π. και αυτή η ιδέα περί του εαυτού μας είναι σα να δημιουργεί στεγανά σαν να τον απομονώνει από όλες τις καταστάσεις που μπορούν να τον ενθαρρύνουν να εγκληματήσει. Οι αρχές της εκάστοτε χώρας τείνουν, σύμφωνα πάντα με την ίδια θεωρία να διώκουν κάποια άτομα μόνο και μόνο επειδή αποτελούν μέλη μίας κοινωνικής ομάδας 39 και δημιουργούν κατά κάποιο τρόπο την εγκληματικότητα με το χαρακτηρισμό ορισμένων ατόμων και ομάδων. Οι ετικέτες 38 Βλέπε σχετικά Καλλιόπη Σπινέλλη, Ανήλικοι εγκληματίες ή νεαροί παραβάτες, Ποιν. Χρονικά, τόμος κστ, Αθήνα, 1976, εκδόσεις Σάκκουλα σελ. 786-800. 39 Sampson Robert J., Linking the Micro-and Macrolevel Dimensions of Community Social Organization, Social Forces, University of North Carolina Press, 1991, vol. 70 σελ. 43-64. 18
επιβάλλονται κυρίως στα μέλη των ανίσχυρων κοινωνικών ομάδων (μειονότητες, φτωχοί) 40 από τις κυρίαρχες κοινωνικές ομάδες και από τους φορείς του επίσημου ελέγχου. 41 Διευκρινίζεται πάντως ότι η θεωρία της ετικέτας όπως άλλωστε προαναφέρθηκε- μπορεί να τονίζει τις αρνητικές συνέπειες που μπορεί να έχει η επικόλληση της ετικέτας σε κάποιο άτομο, αυτό όμως δεν σημαίνει ότι υποστηρίζεται και η ακραία άποψη, ότι δηλαδή αρκεί να χαρακτηρίσει κανείς ένα άτομο ως παραβατικό για να καταστεί το άτομο αυτό παραβάτικό. Να σημειωθεί ότι η συμβολή της θεωρίας της ετικέτας στην ερμηνεία της παραβατικότητας των ανηλίκων υπήρξε σημαντική, καθώς οι ανήλικοι που προέρχονται από τις χαμηλότερες κοινωνικοοικονομικές τάξεις, καταγγέλλονται με μεγαλύτερη συχνότητα, θεωρούνται πιο επικίνδυνοι και συλλαμβάνονται και καταδικάζονται με μεγαλύτερη ευκολία σε σχέση με τους υπόλοιπους ανηλίκους. 42 1.4.Οι θεωρίες βιολογικής προέλευσης Οι βιολογικής προέλευσης θεωρίες υποστηρίζουν πως στη βάση της παραβατικής συμπεριφοράς των νέων βρίσκονται παράγοντες που έχουν σχέση με τον σημαντικό οργανισμό του ατόμου. Οι βιολογικές μειονεξίες των παραβατικών ανηλίκων δεν τους επιτρέπουν να έχουν την κανονικότητα του φυσιολογικού ομαλού ανθρώπου και κατά συνέπεια, την ικανότητα του προσαρμογής σε δύσχερείς εξωτερικές συνθήκες που η ζωή είναι φυσικό να παρουσιάζει, με αποτέλεσμα να υπερβαίνουν τα επιτρεπτά πλαίσια κίνησηςγια μία ομαλή κοινωνική ζωή-που θέτουν οι νόμοι κάθε πολιτείας. Οι θεωρίες αυτές συνδέουν την φυσική ιδιοσυστασία του νέου με τη συμπεριφορά του. Βέβαια δεν έχουν σχέση με τις παλιές βιολογικές θεωρίες που συρρίκνωναν σ ένα βιολογικό ντετερμινισμό τις θέσεις τους. Οι σύγχρονες θεωρίες αυτού του τύπου αναγνωρίζουν την αλληλοεπίδραση μεταξύ γενετικών και περιβαλλοντολογικών παραγόντων, όπως αυτή εμφανίζεται να ασκείται τόσο στη δομή του βιολογικού οργανισμού, όσο και στη συμπεριφορά. λ.χ. οι θεωρίες του Schulte (1971) και Towbin (1971) υποστηρίζουν την ύπαρξη σχέσης ορισμένων μορφών παραβατικής συμπεριφοράς και δυσλειτουργίας του εγκεφάλου, αναγνωρίζουν την επίδραση των κοινωνικό-οικονομικών μεταβλητών στους παράγοντες διατροφής και σε άλλους περιβαλλοντολογικούς που φαίνεται πως συνδέεται με αυτήν την εγκεφαλική δυσλειτουργία. 40 Becker H.S.,, Οι περιθωριοποιημένοι, Μελέτες στην κοινωνιολογία της παρέκκλιση, μτφρ. Κουτζόγλου Α., Μπουρλιάσκος Β., Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα, 2000. 41 Αλεξιάδης Στ., Εγχειρίδιο Εγκληματολογίας, Εκδόσεις Σάκκουλα, Θεσσαλονίκη, 1996, σελ. 80 επ. 42 Χάιδου Α,. Θετικιστική Εγκληματολογία, Αιτιολογικές προσεγγίσεις του εγκληματικού φαινομένου, Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα 1996. 19
Οι θεωρίες αυτές συνδέονται και προς άλλες που βασίζονται σε παρατηρήσεις ψυχοπαθολογικής υφής. Κατά τον Quay, η «ψυχοπάθεια» όχι μόνο αποτελεί κίνητρο παραβατικής συμπεριφοράς, αλλά όσοι εμφανίζουν, αργότερα, εμφανή ψυχοπαθητική συμπεριφορά γεννιούνται με νευρικό σύστημα που είναι υποαντιδρασιακό στα ερεθίσματα. Αυτό σημαίνει μεταξύ άλλων, πως το παιδί δεν αναπτύσσει φυσιολογικές και ανάλογες απαντήσεις στον πόνο. Έτσι, είναι δύσκολο στη μεταχείριση. Οι γονείς αναγκάζονται να το τιμωρούν αυστηρότερα. Το παιδί συνηθίζει, όλο και περισσότερο να ανθίσταται στην τιμωρία, με συνέπεια οι γονείς του να έχουν έναντι του μία συμπεριφορά εχθρική, απορριπτική και ασυνεπή. Κι αυτό έχει ως αποτέλεσμα την αύξηση της τάσης του παιδιού για παρέκκλιση. Κατά τον Eysenk (1977) η αντικοινωνική, παραβατική και ψυχοπαθητική συμπεριφορά συνδέεται προς στοιχεία της προσωπικότητας που καθορίζονται γενετικά. Με βάση τις έννοιες της «πρωτογενούς» και «δευτερογενούς» «ψυχοπάθειας» και τις διαστάσεις της εξωστρέφειας και του νευρωτισμού που χρησιμοποιεί και η διαπίστωση πως η συνείδηση είναι αποτέλεσμα μακράς διαδικασίας θέσης υπό όρους της προσωπικότητας, αλλά και την υποτιθέμενη μικρή προσαρμοστική δυνατότητα όσων διακρίνονται για «δευτερογενή ψυχοπάθεια», θεωρεί πως όλα αυτά μπορούν να πιστοποιηθούν ήδη, στην παιδική ηλικία, διατηρούνται στην ενήλικη ζωή και πως η έννοια της «ψυχοπάθειας», έχει εφαρμογή στις περισσότερες παραβατικές συμπεριφορές των ανηλίκων. Η Robins (1966 και 1978) χρησιμοποίησε τον όρο «κοινωνικό-παθητική προσωπικότητα», που είχε πέσει, όχι χωρίς λόγο, σε δυσμένεια. Του προσδίδει όμως άλλο περιεχόμενο. Γι αυτήν δεν αποτελεί ένα ψευδοεξηγητικό όρο, αλλά συνιστά μία κατάσταση ψυχικής ασθένειας, αποτελεί ένα σύνδρομο που δημιουργείται από μία μεγάλη ποικιλία, αντικανονικών συμπεριφορών που εμφανίζονται κατά την παιδική ηλικία. Η θεωρία της βασίζεται σε ερευνητικά δεδομένα που έδειξαν πως υπάρχει ένα κοινό σύνολο συμπτωμάτων με παρόμοια ηλικία εμφάνισης. Τα συμπτώματα ακολουθούν μια πορεία που μπορεί να προβλεφθεί εκ των προτέρων. Παρουσιάζονται σε παιδιά που οι γονείς και συγγενείς εξ αίματος εμφάνιζαν σε υψηλό βαθμό τα ίδια συμπτώματα. Επιπλέον, φαίνεται πως αυτά ισχύουν σε δείγματα πολύ διαφορετικού πληθυσμού, πως ο κάθε ξεχωριστός τύπος παρεκκλίνουσας συμπεριφοράς των ανηλίκων συνδεόταν ανεξάρτητα με το συνολικό επίπεδο της παρέκκλισης των ενηλίκων και πως, αντίστροφα, κάθε ξεχωριστός τύπος παρέκκλισης των ενηλίκων ήταν δυνατό να προβλεφθεί από το συνολικό επίπεδο της παρέκκλισης των ανηλίκων. 20