Επινεφρίδια ΕΠΙΝΕΦΡΙ ΙΑ Πολυλειτουργικοί ενδοκρινείς αδένες. ρύθµιση γλυκόζη του αίµατος ρυθµός ανακύκλησης πρωτεϊνών µεταβολισµός λιπών ισοζύγιο νατρίου- καλίου- ασβεστίου διαµόρφωση απόκρισης σε τραυµατισµό ήφλεγµονή επιβίωση σε εντασιογόνες καταστάσεις
ύο διαφορετικές ενδοκρινείς µοίρες: Φλοιός (80%-90%) στεροειδείς ορµόνες -µεσόδερµα Μυελός (10%-20%) κατεχολαµινεργικές ορµόνες γάγγλια συµπαθητικού Σπειροειδής ζώνη Στηλιδωτή ζώνη ικτυωτή ζώνη Μυελός Κάψα Επινεφρίδιο Νεφρός Σπειροειδής ζώνη Στηλιδωτή ζώνη ικτυωτή ζώνη Μυελός Πυλαία παροχή αίµατος Χρωµιόφιλα κυστίδια Προ-γαγγλιακός συµπαθητικός νευρώνας
Παρακρινικές επιδράσεις µεταξύ κυττάρων µυελού & φλοιού Πλούσια αγγείωση υψηλός ρυθµός αιµατικής ροής: Αρτηριακό αίµα έξω επιφάνεια φλοιού Φλεβική παροχέτευση µυελός Τα κύτταρα στις εσωτερικές περιοχές του φλοιού και στον µυελό δέχονται την επίδραση στεροειδών που εκκρίνονται από τις εξωτερικές περιοχές του φλοιού. Ορµόνες του φλοιού των επινεφριδίων
Οι ορµόνες του φλοιού Γλυκοκορτικοειδή: Κορτιζόλη Αλατοκορτικοειδή: Αλδοστερόνη Ανδρογόνα Πάνω από 30 στεροειδή έχουν αποµονωθεί από τον φλοιό των επινεφριδίων. Συνθετικά στεροειδή µε θεραπευτική σηµασία. Ορισµένες ορµόνες έχουν διπλή δράση (γλυκοκορτικοειδή και αλατοκορτικοειδή) Σύνθεση των Κορτικοστεροειδών ορµονών εν αποθηκεύονται σε σηµαντική ποσότητα στα κύτταρα του φλοιού. Απαιτείται η σύνθεσή τους από τη χοληστερόλη
Μεταβολή της δράσης ενός και µόνο ενζύµου του σχήµατος οδηγεί σε διαταραχές στην παραγωγή των διαφόρων τύπων ορµονών ανεπάρκεια υπερέκκριση Αύξηση της έκκρισης της ACTH ιόγκωση του φλοιού των επινεφριδίων Αυξηµένη σύνθεση πρόδροµων µορίων & επινεφριδιακών ανδρογόνων Απώλεια άλατος και συγγενής αρρενοποιητική επινεφριδιακή υπερπλασία Θήλεα: αµφίβολα εξωτερικά γεννητικά όργανα κατά τη γέννηση Σύνθεση των Κορτικοστεροειδών ορµονών Ειδική παρουσία ενζύµων στις διάφορες ζώνες του φλοιού: π.χ. η 17α-υδροξυλάση είναι παρούσα στα κύτταρα της δικτυωτής και της στηλιδωτής ζώνης η συνθετάση της αλδοστερόνης είναι παρούσα στα κύτταρα της σπειροειδούς ζώνης
Μεταφορά και µεταβολισµός της κορτιζόλης 96% της κορτιζόλης του πλάσµατος συνδεδεµένο µε πρωτεΐνες 90% κυκλοφορεί συνδεδεµένο µε την τρανσκορτίνη 4% κυκλοφορεί ελεύθερο η ελεύθερη κορτιζόλη διηθείται στους νεφρούς -µικρό ποσοστό απεκκρίνεται µεταβολίζεται στο ήπαρ, διάσπαση και σύνδεση µε σχηµατισµό γλυκουρονιδίων (17-υδροξυκορτικοειδή) απέκκριση στα ούρα - δείκτης έκκρισης της κορτιζόλης
Μηχανισµός δράσης της κορτιζόλης -είσοδος στο κύτταρο -σύνδεση µε υποδοχείς -ενεργοποίηση του συµπλόκου ορµόνης/υποδοχέα -σύνδεση µε τα γονίδια στόχους -αύξηση ή µείωση µεταγραφής Όχι απόλυτη εξειδίκευση: Ο υποδοχέας της κορτιζόλης συνδέεται και µε άλλα στεροειδή/ τα αποκρινόµενα στην κορτιζόλη στοιχεία συνδέονται και µε τους υποδοχείς άλλων στεροειδών Για την πρόκληση της δράσης της κορτιζόλης είναι απαραίτητα: Κορτιζόλη- υποδοχέας κορτιζόλης- αποκρινόµενο στοιχείο DNA γλυκοκορτικοειδές αλατοκορτικοειδές
Γλυκοκορτικοειδή -κορτιζόλη -κορτικοστερόνη -κορτιζόνη -µεθυλπρεδνιζόνη -δεξαµεθαζόνη 95% της γλυκοκορτικοειδούς δραστηριότητας ασθενής αλατοκορτικοειδής δράση 4% της γλυκοκορτικοειδούς δραστηριότητας, µικρότερη ισχύ από την κορτιζόλη συνθετική, ισχύς ίση µε τηςκορτιζόλης συνθετική, ισχύς πενταπλάσια της κορτιζόλης συνθετική, ισχύς τριακονταπλάσια της κορτιζόλης Η µικρή αλατοκορτικοειδής δράση της κορτιζόλης µπορεί να αποβεί σηµαντική σε περιπτώσεις υπερέκκρισης. Η δεξαµεθαζόνη έχει σχεδόν µηδενική αλατοκορτικοειδή δράση. Ηκορτιζόλη απαραίτητη για την διατήρηση της παραγωγής γλυκόζης από τις πρωτεΐνες την υποστήριξη της αποκκριτικότητας των αγγείων επιδρά στη λειτουργία του ΚΝΣ στο ρυθµό ανακύκλησης των σκελετικών µυών στην αιµοποίηση στη λειτουργία των µυών στη νεφρική λειτουργία στις ανοσολογικές αποκρίσεις
ράση των γλυκοκορτικοειδών στο µεταβολισµό Η κορτιζόλη είναι καταβολική, αντιαναβολική και διαβητογόνος ορµόνη ιέγερση µετατροπής πρωτεϊνών σε γλυκόζη - αποθήκευση γλυκογόνου κινητοποίηση πρωτεϊνών από τους µυς χρήση ελεύθερων αµινοξέων στο ήπαρ παραγωγή γλυκόζης ιατήρηση των επιπέδων γλυκόζης στο αίµα & την επιβίωση σε νηστεία αποτρέπει την υπογλυκαιµία ενισχύει τις γλυκογονολυτικές δράσεις γλυκαγόνης και αδρεναλίνης αναστέλλει την πρόσληψη γλυκόζης από τον µυϊκό και λιπώδη ιστό αποκλείει την κατασταλτική δράση της ινσουλίνης στην έξοδο γλυκόζης από το ήπαρ Μεταβολισµός των λιπών διευκολύνει τη µέγιστη διέγερση κινητοποίησης των λιπών κατά την ασιτία (GH, αδρεναλίνη) αυξάνει την όρεξη Επιδράσεις των γλυκοκορτικοειδών σε ιστούς και όργανα Μείωση µυϊκής µάζας Μείωση δηµιουργίας οστού Ελάττωση συνδετικού ιστού ιαµόρφωση συν. τόνου, εγρήγορση Αύξηση σπειραµατικής διήθησης & αποµάκρυνσης ύδατος Αναστολή ανοσολογικής απόκρισης Αύξηση τόνου αρτηριδίων ιευκόλυνση ενδοµήτριας ωρίµανσης
Έκκριση σε εντασιογόνες καταστάσεις απαραίτητητη για την επιβίωση ιέγερση από ισχυρό πόνο και παρατεταµένη άσκηση - Καταστολή από αναλγησία Υπερβολική έκκριση κορτιζόλης σε ασθενείς µε σοβαρές παθήσεις (σήψη) κατάγµατα που υποβάλλονται σε χειρουργική επέµβαση/ηλεκτροσόκ µε υπογλυκαιµία τα υψηλότερα επίπεδα κορτιζόλης συνοδεύονται µε αυξηµένη θνησιµότητα Αύξηση της έκκρισης κορτιζόλης λόγω ενεργοποίησης της κυτταρικής ανοσίας Η κορτιζόλη είναι σηµαντικός διαµορφωτής σχέση ανάδρασης µεταξύ ανοσολογικού και ενδοκρινικού. Μηχανισµοί αναστολής των φλεγµονωδών & ανοσολογικών αποκρίσεων από την κορτιζόλη Μείωση της σύνθεσης PG και άλλων διαµεσολαβητών της φλεγµονής που προέρχονται από το αραχιδονικό οξύ Καταστολή του καταρράκτη αντιδράσεων κυτ. ανοσίας - καταστολή δηµιουργίας πυρετού Καταστολή καταστροφής ξένων ουσιών Καταστολή φαγοκυττάρωσης Αποτροπή εγκύστωσης εισβολέων
Ρύθµιση της έκκρισης κορτιζόλης Κορτιζόλη Φλοιοτρόπος ορµόνη (ACTH) Εκλυτική ορµόνη της φλοιοτρόπου ορµόνης (CRH) Σύστηµα αρνητικής ανάδρασης Υποθάλαµος Πρόσθιος λοβός Υπόφυσης Επινεφρίδια CRH Πεπτίδιο (εκκρίνεται από τον υποθάλαµο ως προ-προορµόνη) ιεγείρει την έκκριση ACTH από τα εκκριτικά κοκκία την σύνθεση ACTH αρνητική ανάδραση Αύξηση όταν µειώνεται η κορτιζόλη Μείωση µετά από χορήγηση γλυκοκορτικοειδών
Φλοιοτρόπος ορµόνη (ACTH) Πεπτίδιο Φλοιοτρόπα κύτταρα της πρόσθιας υπόφυσης Πρόδροµο µόριο: Προπιοµελανοκορτίνη ACTH Μελανοτροπίνη (MSH) β-λιποτροπίνη β-ενδορφίνη Αυξάνει τη σύνθεση και έκκριση των ορµονών του φλοιού των επινεφριδίων Πεπτίδιο που ενεργοποιεί τη στερεοειδογένεση Άµεση Πρόσληψη και παραγωγή χοληστερόλης Πρωτεΐνη που επάγει τις στεροειδείς ορµόνες Επακόλουθη Σύνθεση στεροειδών ορµονών Ινσουλινοειδής αυξητικός παράγοντας 2 (IGF-2) Μακροχρόνια Αύξηση αριθµού, µεγέθους και ενίσχυση της δράσης των κυττάρων του φλοιού Ρύθµιση µε αρνητικήανάδρασηασκείταιµόνο από την κορτιζόλη Συνεχής διέγερση από την ACTH προκαλεί υπερπλασία του φλοιού των επινεφριδίων
Σχήµα έκκρισης της Κορτιζόλης Έκκριση σε παλµούς ηµερήσια διακύµανση: CRH ACTH κορτιζόλη ανώτερα επίπεδα 2 ώρες πριν την πρωινή διέγερση (50% ολ. ηµερ. εκκρ.) κατώτερα λίγο πριν τον ύπνο Μετατόπιση του κύκλου ύπνου-εγρήγορσης αλλάζει το σχήµα έκκρισης επίδραση stress Ενδογενής ρυθµός- SCN Μεταβολή µε εξωγενή χορήγηση γλυκοκορικοειδών έλλειψη κορτιζόλης απώλεια συνείδησης έκθεση σε φως/σκοτάδι
Συνθετικά γλυκορτικοστεροειδή Θετική δράση προστασία από σοβαρές φλεγµονώδεις αντιδράσεις που µπορεί να προκαλέσουν λειτουργική ανικανότητα ή είναι επικίνδυνες για τη ζωή αποφυγή αποβολής µεταµοσχευθέντος ιστού Ανεπιθύµητες ενέργειες εύκολη προσβολή από λοιµώξεις διαβήτης οστεοπόρωση ψυχικές διαταραχές σύνδροµο Cushing Χορήγηση σε µεγάλες δόσεις και για µεγάλο διάστηµα οδηγεί σε ατροφία των κυττάρων της στηλιδωτής ζώνης Μετά τη διακοπή της θεραπείας απαιτείται σχετικά µεγάλο διάστηµα για την λειτουργική αποκατάστασή τους Τα ανδρογόνα των επινεφριδίων Τα επινεφρίδια εκκρίνουν πρόδροµα στεροειδή µε ασθενή ανδρογόνο δράση Μετατροπή σε τεστοστερόνη και οιστραδιόλη στους περιφερικούς ιστούς Στις γυναίκες το 50% των απαιτούµενων ανδρογόνων παράγονται από τα επινεφρίδια Μετά την εµµηνόπαυση τα επινεφρίδια είναι η µόνη πηγή οιστρογόνων Γενετικές διαταραχές στη βιοσύνθεση της κορτιζόλης µπορεί να οδηγήσουν σε υπερπαραγωγή ανδρογόνων στεροειδών µε αποτέλεσµα Την αρρενοποίηση του θήλεος εµβρύου στη µήτρα Αλλαγές δευτερογενών χαρακτηριστικών του φύλου σε άρρενα βρέφη και νέα αγόρια
Αλατοκορτικοειδή - Αλδοστερόνη ιατήρηση του όγκου του εξωκυτ. υγρού Συντήρηση του Na στο σώµα Επιτάχυνση της απέκκρισης Κ + Αλδοστερόνη Η συνθετάση της αλδοστερόνης βρίσκεται στα κύτταρα της σπειροειδούς ζώνης Η αλδοστερόνη κυκλοφορεί συνδεδεµένη ειδική δεσµευτική πρωτεΐνη - τρανσκορτίνη άλλες πρωτεΐνες του πλάσµατος µεταβολισµός στο ήπαρ απέκκριση στα ούρα µε τηµορφή γλυκουρονιδίων
Αλατοκορτικοειδή -αλδοστερόνη -δεσοξυκορτικοστερόνη -κορτικοστερόνη -9α-φθοριοκορτιζόλη -κορτιζόλη -κορτιζόνη 90% της αλατοκορτικοειδούς δραστηριότητας 1/15 της δραστικότητας της αλδοστερόνης, µικρά ποσά µικρή επίδραση συνθετική, ελαφρά δραστικότερη της αλδοστερόνης µικρή δραστικότητα, εκκρίνεται όµως σε µεγάλα ποσά πολύ µικρή δραστηριότητα Αλατοκορτικοειδικός υποδοχέας (ΜR) Αλδοστερόνη: µεγάλη συγγένεια Κορτιζόλη: µικρή συγγένεια µεγάλη συγκέντρωση Στα κύτταρα στόχους της αλδοστερόνης ηκορτιζόληµετατρέπεται σε κορτιζόνη από την 11β-υδροξυστεροειδική αφυδρογονάση Η γλυκόριζα αναστέλλει τη δράση της 11β-υδροξυστερεοειδικής αφυδρογονάσης, µε αποτέλεσµα η κορτιζόλη να συνδέεται στους υποδοχείς αλατοκορτικοειδών και να τους ενεργοποιεί. Η αυξηµένη αλατοκορτικοειδής δραστικότητα προκαλεί υπέρταση, υποκαλιαιµία και µεταβολική αλκάλωση.
ράσεις των αλατοκορτικοειδών Νεφροί -σύνδεση µε τον υποδοχέα των αλατοκορτικοειδών στα κύτταρα τωννεφρικώνσωληναρίων -επαγωγή έκφρασης γονιδίων που διαµεσολαβούν την ενεργητική απορρόφηση νατρίου εσπειραµένο σωληνάριοσωληναριακά κύτταρααιµοφόρα τριχοειδή παθητική επαναρρόφηση ύδατος µαζί µε το νάτριο αύξηση της απέκκρισης καλίου ως απόκριση στην ηλεκτραρνητική κλίση που δηµιουργείται απέκκριση ιόντων υδρογόνου Θέσεις δράσης στα νεφρικά κύτταρα αύξηση του αριθµού των διαύλων Νa ενεργοποίηση Na-K ATPάσης διέγερση κύκλου Krebs & δηµιουργία ενέργειας για την αντλία Νa
Αποτέλεσµα ελαχιστοποίηση της απέκκρισης νατρίου µε ταούρα διατήρηση Na µε ελάχιστη µόνο αύξηση της συγκέντρωσης ισοτονική αύξηση του εξωκυττάριου υγρού Ανεπάρκεια αλδοστερόνης αρνητικό ισοζύγιο Na αύξηση K του πλάσµατος ράση στους σιελογόνους και ιδρωτοποιούς αδένες επαναρρόφηση νατρίου κατά τη δίοδο του εκκρίµατος από τον εκφορητικό πόρο Σηµαντική σε Θερµό περιβάλλον Περιπτώσεις αποβολής υπέρµετρων ποσών σιέλου ράση στα µυϊκά κύτταρα ανταλλαγή νατρίου και καλίου αύξηση του περιεχοµένου καλίου στον ενδοκυτ. χώρο αποτροπή της υπερκαλιαιµίας ράση στο γαστρεντερικό σωλήνα αύξηση απορρόφησης νατρίου αύξηση απέκκρισης καλίου στα κόπρανα διαρροϊκές κενώσεις
Ολική αναστολή της έκκρισης του φλοιού των επινεφριδίων επιφέρει το θάνατο συνήθως µέσα σε 3 µέρες 2 εβδοµάδες: [Κ+] στο εξωκυττάριο υγρό [Να+] και [Cl-] Ολικός όγκος εξωκυττάριου υγρού και αίµατος Καρδιακής παροχής κώµα θάνατος Αποφυγή µε χορήγηση αλδοστερόνης Ρύθµιση της έκκρισης της Αλδοστερόνης Η συγκέτρωσηκ + στο εξωκυττάριο υγρό Το σύστηµα ρενίνης- αγγεοτενσίνης Η συγκέντρωση Na + στο εξωκυττάριο υγρό Η φλοιοτρόπος ορµόνη (ACTH)
ιαταραχές στην Λειτουργία του Φλοιού των Επινεφριδίων Νόσος του Addison Φλοιοεπινεφριδιακή ανεπάρκεια ανεπάρκεια κορτιζόλης Ανορεξία Απώλεια βάρους Κόπωση Απώλεια τριχών στις γυναίκες Μικρή ανοχή στο stress Μικρή ανοχή στον πυρετό Υπογλυκαιµία Μελάνωση δέρµατος (MSH) Θεραπεία µε χορήγηση συνθετικών γλυκοκορτικοστεροειδών
Σύνδροµο Cushing υπερβολική δράση γλυκοκορτικοειδών Εναπόθεση λίπους σε πρόσωπο και κορµό- λεπτά άκρα Ώµοι βουβάλου Ερυθρό στρογγυλό πρόσωπο Αυξηµένη συγκέντρωση σακχάρου στο αίµα Αυξηµένη αρτηριακή πίεση Ίλιγγος Κακή όραση Ακµή Απώλεια τριχών στις γυναίκες Κατακράτηση υγρών Ανωµαλίες του καταµήνιου κύκλου Λεπτό δέρµα και µελάνιασµα Κακή επούλωση τραυµάτων Κατάθλιψη Μαθησιακές δυσκολίες (αντίληψη) Συναισθηµατική αστάθεια ιαταραχές του ύπνου Συµπτώµατα κόπωσης Το σύνδροµο Cushing προκαλείται από: Όγκο της υπόφυσης που εκκρίνει υπερβολική ποσότητα της ACTH, νόσος του Cushing. Η πιο συχνή ενδογενής µορφή του συνδρόµου Cushing. Συµβαίνει πολύ πιο συχνά στις γυναίκες Έκτοπη έκκριση ACTH-από όγκους (συνήθως, του πνεύµονα, του παγκρέατος, του θυρεοειδούς ή του θύµου αδένα) Νόσο των επινεφριδίων. Η υπερέκκριση κορτιζόλης δεν εξαρτάται από την διέγερση από την ACTH. Συνήθως οφείλεται σε όγκο του φλοιού των επινεφριδίων, επινεφρίδιο αδένωµα. Οικογενές σύνδροµο Cushing. Κληρονοµούµενη τάση αναπτύξης όγκων σε έναν ή περισσότερους ενδοκρινείς αδένες, που επηρεάζουν τα επίπεδα της κορτιζόλης και προκαλούν το σύνδροµο Cushing. Εξωγενή χορήγηση γλυκοκορτικοειδών
ιαταραχές στην έκκριση Αλδοστερόνης Πρωτοπαθής υπεραλδοστερονισµός µέτρια κατακράτηση υγρού χωρίς εµφανές οίδηµα, υπέρταση, υποκαλιαιµία, µεταβολική αλκάλωση Σε παθολογικές καταστάσεις κατά τις οποίες η δραστική ροή αίµατος στους νεφρούς είναι µειωµένη Καρδιακή ανεπάρκεια Ηπατική ανεπάρκεια Στένωση νεφρικής αρτηρίας ιεγείρεται η έκκριση αλδοστερόνης και προκαλείται κατακράτηση νατρίου κατακράτηση υγρού - οίδηµα Ανεπάρκεια αλδοστερόνης νατριοδιούρηση, αφυδάτωση, υπόταση, υπερκαλιαιµία, υπονατριαιµία, υπερχλωραιµική οξέωση (νόσος Addison) Ο µυελός των επινεφριδίων Εξειδικευµένο συµπαθητικό γάγγλιο νευρικά κύτταρα χωρίς νευράξονες έκκριση στην κυκλοφορία (ενδοκρινή κύτταρα) ηανάπτυξητου& η έκκρισητωνορµονών διεγείρονται από τον νευρικό αυξητικό παράγοντα (NGF)
Χρωµιόφιλα κύτταρα οργανωµένα σε χορδές νευρώνονται από χολινεργικές προγαγγλιακές ίνες του συµπαθητικού περιέχουν κοκκία 85% των κοκκίων περιέχει επινεφρίνη -15% των κοκκίων περιέχει νορεπινεφρίνη ιέγερση µαζί µε το συµπαθητικό η νορεπινεφρίνη δρα ως νευροδιαβιβαστής µε ενδοκρινή δράση η επινεφρίνηφτάνει στους ίδιους στόχους µέσω της κυκλοφορίας Επινεφρίνη ράση κατά την αντιµετώπιση εντασιογόνων καταστάσεων
Σύνθεση & Αποθήκευση των Ορµονών του Μυελού Σύνθεση των κατεχολαµινών από τυροσίνη κυτταρόπλασµα & αποθηκετευτικά κοκκία Κυτταρόπλασµα Χρωµιόφιλα κοκκία Κυτταρόπλασµα Έκκριση & Μεταβολισµός των ΟρµονώντουΜυελούτων επινεφριδίων εν υπάρχει έλεγχος µε αρνητική ανάδραση χρόνος ηµιζωής στο πλάσµα: 2 λεπτά
Μεταβολισµός Ο-µεθυλίωση & οξειδωτική απαµίνωση σε ήπαρ & νεφρούς βανιλλυλµανδελικό οξύ µετανεφρίνες απέκκριση µε ταούρα-δείκτες δραστηριότητας συµπαθητικού/ υπερέκκρισης επινεφρίνης 2%-3% των κατεχολαµινών (κυρίως επινεφρίνη) απεκκρίνονται αµετάβλητες στα ούρα ράση διαµεσολάβηση της ταχείας κινητοποίησης καυσίµων, κυρίως κατά το στρες διέγερση καρδιαγγειακού συστολή ή χάλαση των λείων µυών αναπνευστικού γαστρεντερικού ουρογεννητικού σωλήνα
Ρύθµιση της έκκρισης του µυελού των επινεφριδίων Αντίληψηήυποψίακινδύνου Φόβος Αγωνία Τραυµατισµός ή πόνος Μείωση όγκου του αίµατος Υπόταση Ανοξία Υποθερµία Υπογλυκαιµία Έντονη άσκηση Ταχεία έκκριση επινεφρίνης & νορεπινεφρίνης
Επιδράσεις των κατεχολαµινών στο σύνολο του σώµατος Κινητοποίηση των καυσίµων Αύξηση του µεταβολικού ρυθµού Καρδιαγγειακές δράσεις ράσεις στην ένταση ράση στο µεταβολισµό ανόργανων ουσιών Φαιοχρωµοκύττωµα Υπερέκκριση κατεχολαµινών Οφείλεται σε υπερπλασία Του µυελού των επινεφριδίων Εξωεπινεφριδιακού (έκτοπου) χρωµιόφιλου ιστού Στα συµπτώµατα του φαιοχρωµοκυττώµατος περιλαµβάνονται: Υψηλή αρτηριακή πίεση Ταχυκαρδία Αρρυθµία Εφίδρωση Κοιλιακό άλγος Πονοκέφαλος Ανησυχία Ωχρό δέρµα Απώλεια βάρους Θεραπεία µε αφαίρεση του όγκου Ανίχνευση κατεχολαµινών & µεταβολιτών τους στα ούρα
Αντίσταση στις εντασιογόνες καταστάσεις Λειτουργίες της Κορτιζόλης στην Ένταση Η έκκριση κορτιζόλης αυξάνεται από επιβλαβείς ή δυνητικά επιβλαβείς διεγέρσεις φυσικός τραυµατισµός ελαττωµένηπαροχήοξυγόνου παρατεταµένη έκθεση στο κρύο στέρηση ύπνου παρατεταµένη άσκηση πόνος λοίµωξη φόβος καταπληξία συναισθηµατικές εντάσεις Αποτελέσµατα: Επίδραση στο γενικό µεταβολισµό Ενισχυµένη αγγειακή δραστικότητα Προστατευτικές δράσεις στις καταστρεπτικές δράσεις της έντασης (µη αναγνωρισµένες) Αναστολή φλεγµονής & ειδικών ανοσολογικών αποκρίσεων
Απόκριση του µάχεσαι ή άγχεσαι (fight or flight response)
Κορτιζόλη Οργανικός µεταβολισµός καταβολισµού πρωτεϊνών πρόσληψης αµινοξέων από το ήπαρ και µετατροπής σε γλυκόζη πρόσληψης γλυκόζης και οξείδωσης της από πολλά σωµατικά κύτταρα, αλλά όχι απόταεγκεφαλικάκύτταρα αγγειακή αντιδραστικότητα Μη αναγνωρισµένες προστατευτικές δράσεις απέναντι στις καταστρεπτικές συνέπειες της έντασης Αναστολή της φλεγµονής και των ειδικών ανοσολογικών αποκρίσεων ράσεις κατά την Ένταση Συµπαθητικό Νευρικό Σύστηµα γλυκογονόλυση σε ήπαρ και µυς καταβολισµός της τριάκυλογλυκερόλης στο λιπώδη ιστό κόπωσης των σκελετικών µυών καρδιακή παροχή Παράκαµψη του αίµατος από τα σπλάχνα προς τους σκελετικούς µυς Αυξηµένος αερισµός Αυξηµένη πηκτικότητα στο αίµα