Πρόλογος: Κογκίδου ήµητρα Στο: αράκη Ελένη (2007) Θεσσαλονίκη: Επίκεντρο. Εκπαιδευτική Ηγεσία και Φύλο. Τα τελευταία χρόνια βρισκόµαστε µπροστά σε µια βαθµιαία αποδόµηση της ανδροκρατικής έννοιας της ηγεσίας στη θεωρία και την πράξη. Στο πλαίσιο αυτό, ο χώρος της οργάνωσης και διοίκησης για κοινωνικές παρεµβάσεις που να θεωρείται χώρος στον οποίο µε αυτονόητο τρόπο κυριαρχούν οι άνδρες και όπου η έννοια της ηγεσίας ταυτίζεται µε τον ανδρισµό. Αντίθετα, εµφανίζεται ένα ευρύ ενδιαφέρον για µορφές ηγεσίας περισσότερο συµµετοχικές, µη-ιεραρχικές, ευέλικτες και προσανατολισµένες στις ανθρώπινες σχέσεις. Ουσιαστικά είναι ένα ενδιαφέρον για µορφές ηγεσίας µε αξίες και αρχές που παραδοσιακά εναρµονίζονται µε τις γυναικείες ταυτότητες. Σε αυτή τη βαθµιαία αποδόµηση της ανδροκρατικής αντίληψης για τη διοίκηση και την ηγεσία συµβάλλουν πολλές θεωρήσεις σε πολλούς επιστηµονικούς τοµείς. Το παρόν βιβλίο αποτελεί συµβολή στο σχετικό προβληµατισµό που αναπτύσσεται για τη διοίκηση στο χώρο της επιστήµης. Στον τοµέα αυτό διεθνώς συζητούνται όλο και περισσότερο τα ζητήµατα της ηγεσίας και της εξουσίας, µε παράλληλη αµφισβήτηση της έµφυλης «φύσης» τους και της σύνδεσης τους µε την ηγεµονική µορφή ανδρισµού. Όµως, ενώ το ζήτηµα της ηγεσίας στην εκπαιδευτική διοίκηση βρίσκεται στο επίκεντρο της συζήτησης διεθνώς -καθώς σχετίζεται άµεσα µε την επίτευξη υψηλότερης ποιότητας και αποτελεσµατικότητας στα σχολεία- στην Ελλάδα αποτελεί ακόµη ένα παραµεληµένο θέµα. Προφανώς, στην έλλειψη αυτού του προβληµατισµού οφείλεται και η αντίστοιχη αγνόηση της έµφυλης διάστασης στη στελέχωση της εκπαιδευτικής διοίκησης. Την παραπάνω έντονα αισθητή έλλειψη έρχεται να καλύψει το συγκεκριµένο βιβλίο. Είναι γενικότερα ενθαρρυντικό ότι υπάρχουν πια τέτοιες έρευνες, όπως αυτή της Ελένης. αράκη. Πολύ περισσότερο που η συγκεκριµένη µελέτη θέτει το ζήτηµα της φοβερά µικρής αντιπροσώπευσης των γυναικών σε θέσεις διοίκησης στην εκπαίδευση - ζήτηµα άµεσης προτεραιότητας καθώς αποτελεί προϋπόθεση για τη δηµιουργία ενός 1
πλαισίου έµφυλης συµµετρίας στον εκπαιδευτικό χώρο που αποτελεί προϋπόθεση για τον περαιτέρω εκδηµοκρατισµό της εκπαίδευσης και της κοινωνίας. Είναι πράγµατι εντυπωσιακό το γεγονός ότι παρά τις σηµαντικές µεταβολές της θέσης των γυναικών στην απασχόληση στην Ελλάδα, διαπιστώνεται ότι είναι πολύ µικρή η συµµετοχή τους στα κέντρα λήψης αποφάσεων και γενικά στις υψηλές βαθµίδες της επαγγελµατικής ιεραρχίας ιδιαίτερα στους χώρους της εκπαίδευσης, της επιστήµης και της έρευνας. Είναι µάλιστα χαρακτηριστικό ότι ελάχιστα αναρωτιούνται οι άνθρωποι στην Ελλάδα, γιατί ενώ οι γυναίκες αποτελούν την πλειοψηφία στην εκπαίδευση, αυτό δεν αντανακλάται στο επίπεδο της διοίκησης παρά τα όσα νοµοθετήµατα έχουν θεσπιστεί σχετικά µε το ζήτηµα της ισότιµης αντιµετώπισης των δύο φύλων. Ιδιαίτερα παράδοξο θα έπρεπε να θεωρείται το φαινόµενο αυτό στην πρωτοβάθµια εκπαίδευση, αφού η µεγαλύτερη «καταλληλότητα» των γυναικών για τη διδασκαλία στα δηµοτικά σχολεία αποτελεί µια τόσο παγιωµένη κοινωνική παραδοχή, ώστε να επηρεάζει αποφασιστικά τις απόψεις για τη «φύση» του επαγγέλµατος. Πως γίνεται όµως, θα έπρεπε να αναρωτηθούν οι πολίτες της χώρας µας, ένα επάγγελµα να θεωρείται «γυναικείο» και να επιλέγεται κυρίως από γυναίκες, αλλά οι σχετικές διοικητικές θέσεις να µονοπωλούνται από τους άνδρες; Πράγµατι, το ερώτηµα αυτό τίθεται από µόνο του εάν δούµε τα στατιστικά στοιχεία του Υπουργείου Εθνικής Παιδείας και Θρησκευµάτων. Έτσι κατά το σχολικό έτος 2004-2005 οι δασκάλες που υπηρετούσαν στην πρωτοβάθµια εκπαίδευση αποτελούσαν το 61,48% του διδακτικού προσωπικού, αλλά η συµµετοχή τους στη διοίκηση των σχολικών µονάδων ήταν ελάχιστη έως ανύπαρκτη. Αυτή η εντυπωσιακή απουσία των γυναικών από τη διοίκηση της εκπαίδευσης δικαιολογεί την άποψη ότι ουσιαστικά πρόκειται για αποκλεισµό και καθιστά αναγκαία τη συστηµατική διερεύνηση των «καλυµµένων» µηχανισµών παρεµπόδισης των γυναικών από την ισότιµη συµµετοχή. Στη βιβλιογραφία έχουν καταγραφεί πολλές αιτίες και πρακτικές που οδηγούν στην αντιφατική αυτή εικόνα της θέσης των γυναικών στην εκπαίδευση. Η «αυτόµατη» αναπαραγωγή της µακρόχρονης κυριαρχίας των ανδρών σε ηγετικές θέσεις και η εννοιολόγηση της ηγεσίας µε όρους ανδρισµού είναι κάποιες από αυτές. Η Ελένη αράκη έρχεται να προσθέσει ένα σηµαντικό λιθάρι στη διεθνή βιβλιογραφία, διερευνώντας διεξοδικά τη διοικητική εξέλιξη των γυναικών εκπαιδευτικών στην Ελλάδα και χρησιµοποιώντας τα εγκυρότερα θεωρητικά µοντέλα για να ερµηνεύσει τους παράγοντες και τους µηχανισµούς που συµβάλλουν στον αποκλεισµό τους από 2
την εκπαιδευτική διοικητική ιεραρχία. Επιπλέον διερευνά και την υπόθεση εάν οι γυναίκες παρουσιάζουν στην πράξη διαφορετικές µορφές ηγεσίας από τους άνδρες για να καταλήξει στο συµπέρασµα ότι µε την υπόθεση ότι η µετασχηµατιστική ηγεσία θα αποτελέσει την πιο προωθηµένη µορφή ηγεσίας, οι «ανδρικές» µορφές άσκησης ηγεσίας πιθανόν να αποτελέσουν το παρελθόν και οι «γυναικείες» το µέλλον. Η µελέτη της κ. αράκη στηρίζεται µεθοδολογικά στις αρχές του µεταµοντέρνου φεµινιστικού διαβήµατος. Υιοθετεί τη φεµινιστική κριτική ανάλυση Λόγου που σε συνδυασµό µε το µεταµοντέρνο φεµινισµό βλέπουν το Κοινωνικό όχι ως στατικό και αµετάβλητο, αλλά ως ρευστό και κατασκευάσιµο από κυρίαρχους Λόγους προσέγγιση που συνεπάγεται την αισιόδοξη και µαχητική άποψη ότι η κοινωνική παρέµβαση για αλλαγή των ασύµµετρων έµφυλων σχέσεων εξουσίας δεν είναι µόνον αναγκαία αλλά, επίσης, είναι εφικτή. Η έρευνα έγινε σε σχολικές µονάδες Πρωτοβάθµιας Εκπαίδευσης της Νότιας Ελλάδας κατά το σχολικό έτος 2005-2006 µε συνδυασµό ποσοτικής και ποιοτικής συλλογής δεδοµένων. Τα ποσοτικά δεδοµένα προέκυψαν από συλλογή στοιχείων µε τη βοήθεια γραπτού ερωτηµατολογίου (που ήταν δοµηµένο µε ερωτήσεις, ως επί το πλείστον κλειστού τύπου και µόνον περιορισµένο αριθµό «ανοικτών» ερωτήσεων), που συµπληρώθηκε ανώνυµα από 110 γυναίκες εκπαιδευτικούς. Τα ποιοτικά δεδοµένα προέρχονται από ηµιδοµηµένες συνεντεύξεις που έγιναν µε 7 διευθυντές και 7 διευθύντριες δηµοτικών. Αυτό που κυρίως διερευνήθηκε ήταν πρώτον, εάν άνδρες και γυναίκες που βρίσκονται σε διάφορες ηγετικές θέσεις στην Πρωτοβάθµια Εκπαίδευση ασκούν το ρόλο τους µε έµφυλο τρόπο, δηλαδή µε βάση τα έµφυλα χαρακτηριστικά τους, και δεύτερον, ποιοι είναι οι παράγοντες και οι µηχανισµοί, που εµποδίζουν τις γυναίκες εκπαιδευτικούς να διεκδικήσουν θέσεις στην ιεραρχία ή τις αποκλείουν από αυτές, µε συνέπεια τη διαπιστωµένη υπο-αντιπροσώπευσή τους στον τοµέα αυτό. Όµως οι πληροφορίες που παίρνουµε από το βιβλίο δεν περιορίζονται σε µια απλή καταγραφή και παρουσίαση παραγόντων και µηχανισµών παρεµπόδισης και 3
αποκλεισµού. Πληροφορούµαστε επιπλέον για πολλές άλλες σηµαντικές πλευρές του θέµατος, όπως π.χ. είναι οι, διαφορετικές, αντιλήψεις των διευθυντών και των διευθυντριών σχετικά µε τη «φύση» της ηγεσίας, ο τρόπος που βιώνουν οι γυναίκες το άγχος της σύγκρουσης οικογενειακών και επαγγελµατικών ρόλων, οι φόβοι των γυναικών εκπαιδευτικών µπροστά στο «βάρος των ευθυνών» που επιφέρει η κατάκτηση µιας υψηλής θέσης στην ιεραρχία της εκπαίδευσης; η αντιµετώπιση από τις διευθύντριες των υπαρκτών µορφών σεξισµού και αποκλεισµού. Οι, διαφορετικού τύπου, σχέσεις των διευθυντών και των διευθυντριών µε την εξουσία Η µελέτη της Ελένη αράκη συµβάλλει αποτελεσµατικά στην αποδόµηση των κυρίαρχων στερεότυπων για τις σχέσεις των ανδρών και των γυναικών µε τις ηγετικές θέσεις στην εκπαιδευτική ιεραρχία. Η αποδόµηση αυτή ανοίγει προοπτικές όχι µόνον για το παραπέρα εκδηµοκρατισµό της κοινωνίας, αλλά επίσης για την ανάδυση ενός νέου πολιτισµού στο εκπαιδευτικό µας σύστηµα, που αποτελεί πια απαραίτητη προϋπόθεση για τη βελτίωση της αποτελεσµατικότητάς του. Θεσσαλονίκη, Μάιος 2007 ήµητρα Κογκίδου 4
5