ΑΝΑΙΣΘΗΤΙΚΑ
ΕΠΙΣΚΟΠΗΣΗ Τα γενικά αναισθητικά χρησιμοποιούνται στις χειρουργικές διαδικασίες με σκοπό να απαλλάξουν τον ασθενή από τη συνείδηση, αλλά και από τις αντιδράσεις του στα οδυνηρά συναισθήματα. Δίνονται συστηματικά και ασκούν τις δράσεις τους στο ΚΝΣ, σε αντίθεση με τα τοπικά αναισθητικά τα οποία δρουν αποκλείοντας τη μεταγωγή των ώσεων στα περιφερικά νεύρα.
ΠΡΟΑΝΑΙΣΘΗΤΙΚΗ ΑΓΩΓΗ Αντιχολινεργικά Αντιεμετικά Αντιισταμινικά Βαρβιτουρικά Βενζοδιαζεπίνες Μυοχαλαρωτικά Οπιοειδή ΓΕΝΙΚΑ ΑΝΑΙΣΘΗΤΙΚΑ ΕΙΣΠΝΕΟΜΕΝΑ Αλοθάνιο Δεσφλουράνιο Ενφλουράνιο Ισοφλουράνιο Σεβοφλουράνιο Υποξείδιο του αζώτου ΕΝΔΟΦΛΕΒΙΑ Βαρβιτουρικά Βενζοδιαζεπίνες Ετομιδάτη Κεταμίνη Οπιοειδή Προποφόλη ΤΟΠΙΚΑ ΑΝΑΙΣΘΗΤΙΚΑ Βουπιβακαίνη Λιδοκαίνη Προκαίνη τετρακαίνη
ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ ΤΟΥ ΑΣΘΕΝΟΥΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠΙΛΟΓΗ ΤΗΣ ΑΝΑΙΣΘΗΣΙΑΣ Κατά τη διάρκεια της προεγχειρητικής φάσης, ο αναισθησιολόγος επιλέγει φάρμακα που παρέχουν μια ασφαλή και επαρκή αναισθητική αγωγή, βασιζόμενος τόσο στη φύση της εγχειρητικής διαδικασίας όσο και στη σωματική και φαρμακολογική κατάσταση του ασθενούς.
Α. ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΤΩΝ ΟΡΓΑΝΙΚΩΝ ΣΥΣΤΗΜΑΤΩΝ 1. ΗΠΑΡ ΚΑΙ ΝΕΦΡΟΙ Επειδή το ήπαρ και οι νεφροί δεν επηρεάζουν μόνο την κατανομή και κάθαρση των αναισθητικών αλλά και αποτελούν συχνά τα όργανα-στόχους για τοξικές δράσεις,, πρέπει να ληφθεί υπόψη η φυσική κατάστασή τους. Η απελευθέρωση φθορίου, βρωμίου και άλλων μεταβολικών προϊόντων των αλογονωμένων υδρογονανθράκων μπορεί να επηρεάσει αυτά τα όργανα, κυρίως εάν οι μεταβολίτες αυτοί συσσωρεύονται μετά από επαναλαμβανόμενη χορήγηση αναισθητικού μέσα σε μικρό διάστημα.
Α. ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΤΩΝ ΟΡΓΑΝΙΚΩΝ ΣΥΣΤΗΜΑΤΩΝ 2. Αναπνευστικό σύστημα. Πρέπει να λαμβάνεται υπόψη όταν χορηγούνται εισπνεόμενα αέρια αναισθητικά. Για παράδειγμα το άσθμα ή οι διαταραχές του αερισμού περιπλέκουν τον έλεγχο ενός εισπνεόμενου αναισθητικού. Όλα τα εισπνεόμενα αναισθητικά καταστέλλουν το αναπνευστικό σύστημα.
Α. ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΤΩΝ ΟΡΓΑΝΙΚΩΝ ΣΥΣΤΗΜΑΤΩΝ 3. Καρδιαγγειακό σύστημα. Ενώ η υποτασική δράση των περισσότερων αναισθητικών είναι μερικές φορές επιθυμητή μπορεί να προκληθεί ισχαιμική βλάβη των ιστών λόγω ελαττωμένης πίεσης διαχύσεως. Εάν κατά τη διάρκεια της εγχείρησης ένα υποτασικό επεισόδιο απαιτεί αντιμετώπιση πρέπει να επιλεγεί μία αγγειοδραστική ουσία, αφού ληφθεί υπόψη ότι ορισμένα αναισθητικά όπως το αλοθάνιο μπορεί να ευαισθητοποιούν την καρδιά στις αρρυθμιογόνες δράσεις συμπαθομιμητικών ουσιών.
Α. ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΤΩΝ ΟΡΓΑΝΙΚΩΝ ΣΥΣΤΗΜΑΤΩΝ 4. Νευρικό σύστημα. Η παρουσία νευρολογικών διαταραχών (π.χ. επιληψία) επηρεάζει την επιλογή του αναισθητικού. Το ίδιο και το ιστορικό ενός ασθενούς που θα υποδήλωνε μια γενετικά καθοριζομένη ευαισθησία στην κακοήθη υποθερμία από αλογονωμένους υδρογονάνθρακες.
Α. ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΤΩΝ ΟΡΓΑΝΙΚΩΝ 5. Εγκυμοσύνη. ΣΥΣΤΗΜΑΤΩΝ Προφυλάξεις όταν χορηγούνται αναισθητικά και επικουρικά φάρμακα σε μία έγκυο γυναίκα. Αναφορά ότι η παροδική χρήση του υποξειδίου του αζώτου μπορεί να προκαλέσει απλαστική αναιμία στο έμβρυο. Στοματικές σχιστίες στα έμβρυα των γυναικών που έλαβαν βενζοδιαζεπίνες.
Β. ΣΥΝΔΥΑΣΜΕΝΗ ΧΡΗΣΗ ΦΑΡΜΑΚΩΝ 1. Πολλαπλά επικουρικά φάρμακα. Αρκετά συχνά οι χειρουργικοί ασθενείς λαμβάνουν ένα ή περισσότερα από τα φάρμακα της προαναισθητικής αγωγής. Βενζοδιαζεπίνες: για ανακούφιση από το άγχος και διευκόλυνση της αμνησίας. Βαρβιτουρικά: για καταστολή Αντιισταμινικά: για πρόληψη αλλεργικών αντιδράσεων Ρανιτιδίνη: για μείωση της γαστρικής οξύτητας. Αντιεμετικά Οπιοειδή: για αναλγησία Αντιχολινεργικά: για την πρόληψη της βραδυκαρδίας και της έκκρισης υγρών στην αναπνευστική οδό.
Β. ΣΥΝΔΥΑΣΜΕΝΗ ΧΡΗΣΗ ΦΑΡΜΑΚΩΝ Αυτές οι ουσίες διευκολύνουν την ήπια διέλευση της αναισθησίας και όταν χορηγούνται συνεχώς μικραίνουν τη δόση του αναισθητικού που απαιτείται. Τέτοια ταυτόχρονη χορήγηση φαρμάκων μπορεί να ενισχύσει τις ανεπιθύμητες ενέργειες των αναισθητικών και να προκαλέσει αρνητικές δράσεις που δεν παρατηρούνται όταν τα ίδια φάρμακα χορηγούνται μόνα τους.
Β. ΣΥΝΔΥΑΣΜΕΝΗ ΧΡΗΣΗ ΦΑΡΜΑΚΩΝ 2. Συνδυασμένη χορήγηση επιπρόσθετων μη αναισθητικών φαρμάκων. Οι χειρουργικοί ασθενείς είναι δυνατόν να εκτίθενται χρονίως σε ουσίες για τη θεραπεία της υποκείμενης νόσου τους καθώς και να κάνουν κατάχρηση εξαρτησιογόνων ουσιών που μεταβάλλουν την απάντηση στα αναισθητικά.
ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΑΝΑΙΣΘΗΣΙΑ, ΔΙΑΤΗΡΗΣΗ ΤΗΣ ΑΝΑΙΣΘΗΣΙΑΣ ΚΑΙ ΑΝΑΝΗΨΗ Τρία στάδια Εισαγωγή Διατήρηση Ανάνηψη Εισαγωγή: περίοδος πριν από την έναρξη της χορήγησης του αναισθητικού Διατήρηση: παρατεταμένη χειρουργική αναισθησία Ανάνηψη: ο χρόνος από τη διακοπή της χορήγησης της αναισθησίας μέχρι την ανάνηψη της συνείδησης.
Α. ΕΙΣΑΓΩΓΗ Εξαρτάται από το πόσο γρήγορα φτάνουν στον εγκέφαλο δραστικές συγκεντρώσεις του αναισθητικού. Κατά τη διάρκεια της επέλευσης της αναισθησίας είναι βασικό να αποφευχθεί η επικίνδυνη διεγερτική φάση που χαρακτηρίζει τη βραδεία έναρξη δράσης μερικών αναισθητικών. Η γενική αναισθησία συνήθως επάγεται με ένα ενδοφλέβιο αναισθητικό όπως η θειοπεντάλη.
Β. ΔΙΑΤΗΡΗΣΗ ΤΗΣ ΑΝΑΙΣΘΗΣΙΑΣ Η διατήρηση είναι ο χρόνος κατά τον οποίο ο ασθενής είναι χειρουργικά αναισθητοποιημένος. Με τη χορήγηση του επιλεγμένου μίγματος αναισθητικών, ελέγχονται τα ζωτικά σημεία του ασθενούς και η αντίδρασή του σε διάφορα ερεθίσματα σε όλη τη διάρκεια της εγχειρητικής διαδικασίας, προκειμένου να εξισορροπήσει η ποσότητα του φαρμάκου που χορηγήθηκε με το βάθος της αναισθησίας. Η αναισθησία συνήθως διατηρείται με τη χορήγηση αερίων ή πτητικών αναισθητικών, αφού αυτές οι ουσίες προσφέρουν καλό έλεγχο για το βάθος της αναισθησίας. Συχνά μαζί με τους πτητικούς παράγοντες χρησιμοποιούνται οπιοειδή όπως η φαιντανύλη,, επειδή τα πτητικά δεν έχουν καλή αναλγητική δράση.
Γ. ΑΝΑΝΗΨΗ Η ανάνηψη είναι το αντίστροφο της εισαγωγής και εξαρτάται από το πόσο γρήγορα το αναισθητικό απομακρύνεται από τον εγκέφαλο. Για τις περισσότερες αναισθητικές ουσίες η ανάνηψη είναι το αντίστροφο της επέλευσης της αναισθησίας. Την ανάνηψη την καθορίζει η επανακατανομή από τη θέση δράσης και όχι ο μεταβολισμός του φαρμάκου.
Δ. ΒΑΘΟΣ ΑΝΑΙΣΘΗΣΙΑΣ Μπορεί να διαιρεθεί σε μία σειρά 4 διαδοχικών σταδίων. Καθένα χαρακτηρίζεται από αυξανόμενη καταστολή του ΚΝΣ που προκαλείται από συσσώρευση του αναισθητικού στον εγκέφαλο. Τα στάδια είναι δύσκολο να χαρακτηριστούν ευχερώς λόγω της ταχείας έναρξης της αναισθησίας.
Δ. ΒΑΘΟΣ ΑΝΑΙΣΘΗΣΙΑΣ Στάδιο Ι- αναλγησία. Η απώλεια της αίσθησης του πόνου είναι αποτέλεσμα της παρεμβολής στη μετάδοση των αισθητικών ερεθισμάτων στη νωτιοαιθαλαμική οδό. Ο ασθενής διατηρεί τη συνείδησή του και μπορεί να συζητάει. Μειωμένη αίσθηση του πόνου εμφανίζεται καθώς ο ασθενής προσεγγίζει το στάδιο ΙΙ.
Δ. ΒΑΘΟΣ ΑΝΑΙΣΘΗΣΙΑΣ Στάδιο ΙΙ- διέγερση. Ο ασθενής παραληρεί και εμφανίζει βίαιη επιθετική συμπεριφορά. Αύξηση της ΑΠ, ενώ γίνεται και ακανόνιστη. Ο ρυθμός της αναπνοής επιταχύνεται. Για την αποφυγή αυτού του σταδίου χορηγείται ενδοφλεβίως ένα βαρβιτουρικό βραχείας διάρκειας δράσης, όπως η θειοπεντάλη πριν τη χορήγηση του εισπνεόμενου αναισθητικού.
Δ. ΒΑΘΟΣ ΑΝΑΙΣΘΗΣΙΑΣ Στάδιο ΙΙΙ- χειρουργική αναισθησία. Φυσιολογική αναπνοή και χάλαση των σκελετικών μυών. Τα οφθαλμικά αντανακλαστικά μειώνονται προοδευτικά, οι οφθαλμικές κινήσεις σταματούν και η κόρη είναι σταθερή. Κατά τη διάρκεια αυτού του σταδίου μπορεί να γίνει η εγχείρηση.
Δ. ΒΑΘΟΣ ΑΝΑΙΣΘΗΣΙΑΣ Στάδιο IV- προμηκική παράλυση. Βαριά καταστολή του αναπνευστικού και του αγγειοκινητικού κέντρου. Είναι δυνατόν να επέλθει γρήγορα θάνατος εάν δεν ληφθούν μέτρα για τη διατήρηση της κυκλοφορίας και της αναπνοής.
ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΣ ΔΡΑΣΗΣ ΑΝΑΙΣΘΗΤΙΚΩΝ ΦΑΡΜΑΚΩΝ Αντίθετα με τις περισσότερες κατηγορίες φαρμάκων, τα εισπνεόμενα αναισθητικά τα οποία περιλαμβάνουν ουσίες τόσο διαφορετικές όπως το αλοθάνιο,, το υποξείδιο του αζώτου δεν ανήκουν σε μία συγκεκριμένη χημική τάξη. Η δομή και η ηλεκτρονική διαμόρφωση του μορίου δεν έχει κανένα ρόλο για τη φαρμακολογική δράση, η οποία φαίνεται ότι έχει σαν προαπαιτούμενο συγκεκριμένες φυσικοχημικές ιδιότητες.
ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΣ ΔΡΑΣΗΣ ΑΝΑΙΣΘΗΤΙΚΩΝ ΦΑΡΜΑΚΩΝ ΛΙΠΙΔΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ Η σχέση μεταξύ της δραστικότητας των αναισθητικών και της λιποδιαλυτότητας έχει επιβεβαιωθεί.
ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΣ ΔΡΑΣΗΣ ΑΝΑΙΣΘΗΤΙΚΩΝ ΦΑΡΜΑΚΩΝ Η ισχύς των εισπνεόμενων αναισθητικών ορίζεται ποσοτικά με τη μέση κυψελιδική συγκέντρωση (MAC). Είναι η συγκέντρωση του αναισθητικού που απαιτείται για να μην παρατηρηθούν αντιδραστικές κινήσεις στο 50% των ασθενών που υποβάλλονται σε μια τυποποιημένη τομή του δέρματος.
Αριθμητικά η MAC είναι μικρή στα ισχυρά αναισθητικά, και μεγάλη στα λιγότερο ισχυρά αναισθητικά. Το αντίστροφο της MAC είναι ένας δείκτης της ισχύος του αναισθητικού. Οι τιμές της MAC είναι χρήσιμες για τη σύγκριση των φαρμακολογικών δράσεων των αναισθητικών. Όσο πιο λιποδιαλυτό είναι ένα αναισθητικό, τόσο μικρότερη είναι η συγκέντρωση του αναισθητικού για την πρόκληση αναισθησίας και συνεπώς τόσο μεγαλύτερη η ισχύς του αναισθητικού.
ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΣ ΔΡΑΣΗΣ ΑΝΑΙΣΘΗΤΙΚΩΝ ΦΑΡΜΑΚΩΝ Οι πρώιμες θεωρίες της αναισθησίας υποθέτουν μια αλληλεπίδραση με τη λιπιδική διπλοστοιβάδα. Αλληλεπίδραση με μεμβρανικούς ιοντικούς διαύλους που ενεργοποιούνται από πρόσδεμα.
ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΣ ΔΡΑΣΗΣ ΑΝΑΙΣΘΗΤΙΚΩΝ ΦΑΡΜΑΚΩΝ Τα περισσότερα αναισθητικά ενισχύουν τη δραστικότητα των ανασταλτικών GABA-A υποδοχέων και πολλοί αναστέλλουν την ενεργοποίηση των διεγερτικών υποδοχέων, όπως του γλουταμινικού και των νικοτινικών υποδοχέων ακετυλοχολίνης.
ΚΟΙΝΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΤΩΝ ΕΙΣΠΝΕΟΜΕΝΩΝ ΑΝΑΙΣΘΗΤΙΚΩΝ Ως ομάδα αυτές οι ουσίες μειώνουν την αντίσταση των αγγείων του εγκεφάλου, με αποτέλεσμα την αυξημένη διάχυση στον εγκέφαλο. Προκαλούν βρογχοδιαστολή μειώνουν τον κατά λεπτό αερισμό (όγκος αέρα που μετακινείται ανά λεπτό εντός ή εκτός των πνευμόνων) την υποξική πνευμονική αγγειοσύσπαση (αυξημένη πνευμονική αγγειακή αντίσταση στις πτωχά αεριζόμενες περιοχές των πνευμόνων, κάτι που επιτρέπει την ανακατανομή της αιματικής ροής των πνευμόνων προς περιοχές με υψηλότερη περιεκτικότητα σε οξυγόνο).
ΚΟΙΝΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΤΩΝ ΕΙΣΠΝΕΟΜΕΝΩΝ ΑΝΑΙΣΘΗΤΙΚΩΝ Η μετακίνηση των ουσιών αυτών από τους πνεύμονες προς διάφορα τμήματα του σώματος εξαρτάται από τη διαλυτότητά τους στο αίμα και στους διάφορους ιστούς αιματική ροή. Αυτοί οι παράγοντες έχουν σημασία και στην ανάνηψη.
ΠΡΟΣΛΗΨΗ ΚΑΙ ΚΑΤΑΝΟΜΗ ΤΩΝ ΕΙΣΠΝΕΟΜΕΝΩΝ ΑΝΑΙΣΘΗΤΙΚΩΝ Η μερική πίεση ενός αναισθητικού αερίου στην αρχή της αναπνευστικής οδού είναι η κινητήρια δύναμη που μετακινεί το αναισθητικό προς τον κυψελιδικό χώρο στο αίμα, το οποίο διανέμει το φάρμακο στον εγκέφαλο και στα άλλα τμήματα του σώματος. Eπειδή τα αέρια μετακινούνται από ένα τμήμα του σώματος σε άλλο ανάλογα με τη διαφορά της μερικής πίεσης, μια σταθερή κατάσταση επιτυγχάνεται όταν η μερική πίεση σε καθένα από αυτά τα τμήματα εξισωθεί με αυτή του εισπνεόμενου μίγματος.
ΠΡΟΣΛΗΨΗ ΚΑΙ ΚΑΤΑΝΟΜΗ ΤΩΝ ΕΙΣΠΝΕΟΜΕΝΩΝ ΑΝΑΙΣΘΗΤΙΚΩΝ Ο χρόνος που απαιτείται για να επιτευχθεί η σταθερή αυτή κατάσταση καθορίζεται από 3 παράγοντες. 1. Κυψελιδική πλύση. Όρος που αναφέρεται στην αντικατάσταση των φυσιολογικών πνευμονικών αερίων από το εισπνεόμενο αναισθητικό μίγμα.
ΠΡΟΣΛΗΨΗ ΚΑΙ ΚΑΤΑΝΟΜΗ ΤΩΝ ΕΙΣΠΝΕΟΜΕΝΩΝ ΑΝΑΙΣΘΗΤΙΚΩΝ Ο χρόνος που απαιτείται για τη διαδικασία αυτή είναι ευθέως ανάλογος με τη λειτουργική υπολειπόμενη χωρητικότητα των πνευμόνων και αντιστρόφως ανάλογος με τον ρυθμό αερισμού (όγκος αέρα που μετακινείται ανά λεπτό εντός ή εκτός των πνευμόνων). Είναι ανεξάρτητος από τις φυσικοχημικές ιδιότητες του αερίου.
ΠΡΟΣΛΗΨΗ ΚΑΙ ΚΑΤΑΝΟΜΗ ΤΩΝ ΕΙΣΠΝΕΟΜΕΝΩΝ ΑΝΑΙΣΘΗΤΙΚΩΝ 2. Πρόσληψη του αναισθητικού. Είναι το γινόμενο της διαλυτότητας του αερίου στο αίμα, της καρδιακής παροχής και του πρανούς ανάμεσα στην κυψελιδική και στη φλεβική μερική πίεση του αναισθητικού.
ΠΡΟΣΛΗΨΗ ΚΑΙ ΚΑΤΑΝΟΜΗ ΤΩΝ ΕΙΣΠΝΕΟΜΕΝΩΝ ΑΝΑΙΣΘΗΤΙΚΩΝ Α. Διαλυτότητα στο αίμα. Καθορίζεται από μία φυσική ιδιότητα του μορίου του αναισθητικού που ονομάζεται συντελεστής κατανομής μεταξύ αίματος/αερίου και είναι ο λόγος της ολικής συγκέντρωσης του αερίου στο αίμα προς τη συγκέντρωση του αερίου στην αέρια φάση σε κατάσταση ισορροπίας. Τα φάρμακα με χαμηλή διαλυτότητα στο αίμα διαφέρουν ως προς το χρόνο επέλευσης της αναισθησίας έναντι εκείνων με υψηλή διαλυτότητα.
ΠΡΟΣΛΗΨΗ ΚΑΙ ΚΑΤΑΝΟΜΗ ΤΩΝ ΕΙΣΠΝΕΟΜΕΝΩΝ ΑΝΑΙΣΘΗΤΙΚΩΝ Παράδειγμα. Όταν ένα αναισθητικό με χαμηλή διαλυτότητα στο αίμα, όπως το υποξείδιο του αζώτου,, διαχέεται από τις κυψελίδες προς την κυκλοφορία, μικρή ποσότητα του αναισθητικού διαλύεται στο αίμα. Επομένως η ισορροπία ανάμεσα στο εισπνεόμενο αναισθητικό και στο αρτηριακό αίμα επιτυγχάνεται ταχύτατα (η σταθερή κατάσταση επιτυγχάνεται ταχέως-μια σταθερή κατάσταση επιτυγχάνεται όταν η μερική πίεση σε καθένα από αυτά τα τμήματα εξισωθεί με αυτή του εισπνεόμενου μίγματος). Αντίθετα ένα αναισθητικό με υψηλή διαλυτότητα στο αίμα, όπως το αλοθάνιο,, διαλύεται περισσότερο στο αίμα και απαιτούνται μεγαλύτερες ποσότητες του αναισθητικού και περισσότερος χρόνος για την εισαγωγή στην αναισθησία.
Η διαλυτότητα στο αίμα κατατάσεται με την εξής σειρά: αλοθάνιο> ενφλουράνιο > Ισοφλουράνιο > σεβοφλουράνιο > δεσφλουράνιο > υποξείδιο του αζώτου
ΠΡΟΣΛΗΨΗ ΚΑΙ ΚΑΤΑΝΟΜΗ ΤΩΝ ΕΙΣΠΝΕΟΜΕΝΩΝ ΑΝΑΙΣΘΗΤΙΚΩΝ Β. καρδιακή παροχή. Η καρδιακή παροχή επηρεάζει την κατανομή του αναισθητικού στους ιστούς. Η χαμηλή καρδιακή παροχή θα έχει ως αποτέλεσμα βραδεία κατανομή του αναισθητικού. Καρδιακή παροχή Όγκος αίματος Καρδιακός ρυθμός Πίεση πλήρωσης Συσταλτικότητα Φλεβικός τόνος
Γ.. κυψελιδικό προς φλεβικό πρανές μερικής πίεσης του αναισθητικού. Είναι η κινητήριος δύναμη για την πρόσληψη του αναισθητικού. Η αρτηριακή κυκλοφορία διανέμει το αναισθητικό στους διάφορους ιστούς και το πρανές πίεσης οδηγεί το ελεύθερο αναισθητικό αέριο εντός των ιστών. Καθώς η φλεβική κυκλοφορία επιστρέφει στους πνεύμονες αίμα εξαντλημένο από αναισθητικό ακόμα περισσότερο αέριο μετακινείται από τον πνεύμονα προς το αίμα σύμφωνα με τη διαφορά των μερικών πιέσεων. Με τον χρόνο η μερική πίεση του φλεβικού αίματος σχεδόν φτάνει τη μερική πίεση του εισπνεόμενου μείγματος, δηλ. δεν πραγματοποιείται πια καθαρή πρόσληψη αναισθητικού.
ΠΡΟΣΛΗΨΗ ΚΑΙ ΚΑΤΑΝΟΜΗ ΤΩΝ ΕΙΣΠΝΕΟΜΕΝΩΝ ΑΝΑΙΣΘΗΤΙΚΩΝ 3. η επίδραση των διαφόρων τύπων ιστών στην πρόσληψη του αναισθητικού. Ο χρόνος που απαιτείται για ένα συγκεκριμένο ιστό έως ότου να πετύχει σταθερή κατάσταση ισορροπίας με τη μερική πίεση ενός αναισθητικού αερίου είναι αντιστρόφως ανάλογος με την αιματική ροή στον ιστό αυτό και ευθέως ανάλογος με την ικανότητα του ιστού να αποθηκεύει το αναισθητικό.
ΠΡΟΣΛΗΨΗ ΚΑΙ ΚΑΤΑΝΟΜΗ ΤΩΝ ΕΙΣΠΝΕΟΜΕΝΩΝ ΑΝΑΙΣΘΗΤΙΚΩΝ Δηλ. μεγαλύτερη ροή ταχύτερη δημιουργία σταθερής κατάστασης Μεγαλύτερη ικανότητα αποθήκευσης μεγαλύτερο χρόνο για την επίτευξη σταθερής κατάστασης. Η ικανότητα αποθήκευσης είναι ευθέως ανάλογη με τον όγκο του ιστού και τον συντελεστή διαλυτότητας του αναισθητικού μορίου μεταξύ ιστού/αίματος. Με βάση αυτά 4 κύρια διαμερίσματα καθορίζουν τη χρονική πορεία της πρόσληψης του αναισθητικού.
ΠΡΟΣΛΗΨΗ ΚΑΙ ΚΑΤΑΝΟΜΗ ΤΩΝ ΕΙΣΠΝΕΟΜΕΝΩΝ ΑΝΑΙΣΘΗΤΙΚΩΝ Α. εγκέφαλος, καρδιά, ήπαρ, νεφροί, ενδοκρινείς αδένες. Αυτοί οι ιστοί με την πλούσια αιμάτωση επιτυγχάνουν γρήγορα μια σταθερή κατάσταση με τη μερική πίεση του αναισθητικού στο αίμα.
ΠΡΟΣΛΗΨΗ ΚΑΙ ΚΑΤΑΝΟΜΗ ΤΩΝ ΕΙΣΠΝΕΟΜΕΝΩΝ ΑΝΑΙΣΘΗΤΙΚΩΝ Β. σκελετικοί μύες. Αυτοί δεν αιματώνονται καλά κατά τη διάρκεια της αναισθησίας. Αυτό και το γεγονός ότι έχουν μεγάλο όγκο επιμηκύνουν το χρόνο που απαιτείται για να επιτευχθεί σταθερή κατάσταση ισορροπίας.
ΠΡΟΣΛΗΨΗ ΚΑΙ ΚΑΤΑΝΟΜΗ ΤΩΝ ΕΙΣΠΝΕΟΜΕΝΩΝ ΑΝΑΙΣΘΗΤΙΚΩΝ Γ. λίπος Επίσης χαμηλή αιμάτωση. Ωστόσο τα ισχυρά γενικά αναισθητικά είναι πολύ λιποδιαλυτά. Το λίπος έχει μεγάλη ικανότητα να αποθηκεύει το αναισθητικό. Αυτός ο συνδυασμός της βραδείας κατανομής με την υψηλή ικανότητα αποθήκευσης επιμηκύνει το χρόνο που απαιτείται για να επιτευχθεί κατάσταση ισορροπίας.
ΠΡΟΣΛΗΨΗ ΚΑΙ ΚΑΤΑΝΟΜΗ ΤΩΝ ΕΙΣΠΝΕΟΜΕΝΩΝ ΑΝΑΙΣΘΗΤΙΚΩΝ Δ. οστά, σύνδεσμοι και χόνδροι Αυτοί οι ιστοί αιματώνονται ελάχιστα και έχουν μικρή ικανότητα να αποθηκεύουν αναισθητικά. Έχουν ελάχιστη μόνο επίδραση στον χρόνο κατανομής ενός αναισθητικού στο σώμα.
ΠΡΟΣΛΗΨΗ ΚΑΙ ΚΑΤΑΝΟΜΗ ΤΩΝ ΕΙΣΠΝΕΟΜΕΝΩΝ ΑΝΑΙΣΘΗΤΙΚΩΝ 4. έκπλυση του φαρμάκου. Όταν η χορήγηση ενός εισπνεόμενου αναισθητικού διακόπτεται το σώμα αποτελεί την πηγή που οδηγεί το αναισθητικό στον κυψελιδικό χώρο. Οι ίδιοι παράγοντες που επηρεάζουν την επίτευξη μιας σταθερής κατάστασης ισορροπίας με ένα εισπνεόμενο αναισθητικό καθορίζουν και το χρόνο που απαιτείται για την απομάκρυνση του φαρμάκου από το σώμα.
ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ «ΙΔΑΝΙΚΟΥ ΕΙΣΠΝΕΟΜΕΝΟΥ ΑΝΑΙΣΘΗΤΙΚΟΥ» Ευχάριστη μυρωδιά, μη ερεθιστικό του αναπνευστικού συστήματος. Να προσφέρει μια ομαλή και ταχεία εισαγωγή στην αναισθησία. και ταχεία ανάνηψη. Ικανό να προσφέρει αναισθησία και αναλγησία, καθώς και κάποιου βαθμού μυοχάλαση. Χημικά σταθερό, να μην αλληλεπιδρά με τα υλικά του αναισθητικού κυκλώματος ή τη νατράσβεστο. Μη εκρηκτικό ή εύφλεκτο. Να έχει τη δυνατότητα να συγχορηγείται με υψηλές συγκεντρώσεις οξυγόνου. Να μην μεταβολίζεται στον οργανισμό, να μην είναι τοξικό, να μην προκαλεί αλλεργικές αντιδράσεις. Να προκαλεί ελάχιστη μείωση της καρδιαγγειακής και αναπνευστικής λειτουργίας του οργανισμού και να μην αλληλεπιδρά με άλλα φάρμακα συχνά χορηγούμενα κατά την αναισθησία. Να παραμένει ανενεργό και να απομακρύνεται πλήρως και ταχέως σε σταθερή μορφή από τους πνεύμονες. Να χορηγείται εύκολα με τους συμβατικούς υγραντήρες. Να μην προκαλεί επιληπτικές κρίσεις ή να αυξάνει την ενδοκράνια πίεση.
ΑΛΟΘΑΝΙΟ Είναι το πρωτότυπο με το οποίο συγκρίνονται όλα τα νεότερα εισπνεόμενα αναισθητικά. Όταν πρωτοεισήχθη, η ικανότητά του να επάγει ταχέως την κατάσταση αναισθησίας και να επιτρέπει ταχεία ανάνηψη, το κατέστησαν πρώτης επιλογής. Ωστόσο με την αναγνώριση ανεπιθύμητων ενεργειών έχει παρεκτοπιστεί σε μεγάλο βαθμό.
ΘΕΡΑΠΕΥΤΙΚΕΣ ΧΡΗΣΕΙΣ Σχετικά ασθενές αναλγητικό. Χορηγείται ταυτόχρονα με υποξείδιο του αζώτου, οπιοειδή ή τοπικά αναισθητικά. Χαλαρώνει τους σκελετικούς μυς και το μυομήτριο και μπορεί να χρησιμοποιηθεί στη μαιευτική όταν ενδείκνυται η χαλάρωση της μήτρας. Δεν είναι ηπατοτοξικό στους παιδιατρικούς ασθενείς.
ΦΑΡΜΑΚΟΝΙΚΗΤΙΚΗ Μεταβολίζεται στο αίμα με οξείδωση προς ιστοτοξικούς υδρογονάνθρακες και ιόντα βρωμίου. Αυτές οι ουσίες μπορεί να είναι υπεύθυνες για τις τοξικές αντιδράσεις που εμφανίζουν ορισμένοι ασθενείς.
ΑΝΕΠΙΘΥΜΗΤΕΣ ΕΝΕΡΓΕΙΕΣ Α. καρδιακές δράσεις. Είναι παρασυμπαθομιμητικό και προκαλεί βραδυκαρδία. Πρόκληση καρδιακών αρρυθμιών. Υπόταση που είναι ανάλογη της συγκέντρωσης.
ΑΝΕΠΙΘΥΜΗΤΕΣ ΕΝΕΡΓΕΙΕΣ Β. κακοήθης υπερθερμία. Η αιτιολογία αυτής της κατάστασης παραμένει ελάχιστα κατανοητή, πρόσφατες έρευνες έχουν εντοπίσει δραματική αύξηση στη μυοπλασματική συγκέντρωση ιόντων ασβεστίου. Υπάρχουν ενδείξεις ότι οφείλεται σε μια διαταραχή της σύζευξης διέγερσης-συστολής. συστολής.
ΕΝΦΛΟΥΡΑΝΙΟ Λιγότερο ισχυρό από το αλοθάνιο,, αλλά προκαλεί ταχεία εισαγωγή στην αναισθησία και ανάνηψη από αυτήν. Περίπου 2% μεταβολίζεται σε ιόντα φθορίου τα οποία απεκκρίνονται από τους νεφρούς. Για αυτό αντενδείκνυται σε ασθενείς με νεφρική ανεπάρκεια. Εμφανίζει λιγότερες αρρυθμίες, μικρότερη ευαισθητοποίηση της καρδιάς στις κατεχολαμίνες. Δεν χρησιμοποιείται σε ασθενείς με επιληπτικές διαταραχές (προκαλεί διέγερση του ΚΝΣ στη διπλάσια MAC).
ΙΣΟΦΛΟΥΡΑΝΙΟ Πολύ σταθερό μόριο και υφίσταται ελάχιστο μεταβολισμό με αποτέλεσμα να παράγεται λιγότερο φθόριο. Δεν προκαλεί καρδιακές αρρυθμίες και δεν ευαισθητοποιεί την καρδιά στη δράση των κεταχολαμινών. Διαστέλλει τα στεφανιαία αγγεία,, αυξάνοντας τη στεφανιαία αιματική ροή και την κατανάλωση οξυγόνου από το μυοκάρδιο. Αυτή η ιδιότητα το καθιστά χρήσιμο σε ασθενείς με ισχαιμική καρδιοπάθεια.
ΔΕΣΦΛΟΥΡΑΝΙΟ Η ταχύτητα με την οποία το δεσφλουράνιο προκαλεί αναισθησία και επιτρέπει την ανάνηψη το κατέστησε πολύ δημοφιλές στη χειρουργική. Ωστόσο έχει μικρή πηκτικότητα και πρέπει να χορηγείται με τη χρήση ειδικού εξαχνωτή. Ελαττώνει την αγγειακή αντίσταση και διαχέεται πολύ καλά σε όλους τους σημαντικούς ιστούς. Δεν χρησιμοποιείται για παρατεταμένη αναισθησία γιατί είναι ερεθιστικό για τους αεραγωγούς και μπορεί να προκαλέσει λαρυγγόσπασμο,, βήχα και υπερβολικές εκκρίσεις. Αποδομείται ελάχιστα.
ΣΕΒΟΦΛΟΥΡΑΝΙΟ Δεν είναι πολύ ερεθιστικό, πράγμα που επιτρέπει τη γρήγορη πρόσληψη χωρίς ερεθισμό των αεραγωγών κατά την εισαγωγή στην αναισθησία, καθιστώντας το κατάλληλο για παιδιά.. Έχει μικρή διαλυτότητα στο αίμα και προσλαμβάνεται και απεκκρίνεται ταχέως. Η ανάνηψη είναι γρηγορότερη από ότι με τα άλλα αναισθητικά. Μεταβολίζεται στο ήπαρ απελευθερώνοντας ιόντα φθορίου και κατά συνέπεια μπορεί να γίνει νεφροτοξικό.
ΥΠΟΞΕΙΔΙΟ ΤΟΥ ΑΖΩΤΟΥ Η «ιλαρυντικό αέριο». Ισχυρό αναλγητικό αλλά ασθενές γενικό αναισθητικό. Χρησιμοποιείται συχνά σε συγκέντρωση 30% σε συνδυασμό με οξυγόνο για αναλγησία, ιδιαίτερα στην οδοντιατρική χειρουργική. Ακόμη και σε συγκεντρώσεις 80% δεν μπορεί να προκαλέσει χειρουργική αναισθησία. Για το λόγο αυτό συνδυάζεται με άλλους ισχυρότερους παράγοντες. Είναι λίγο διαλυτό στο αίμα και στους άλλους ιστούς επιτρέποντας την ταχεία μετακίνηση εντός και εκτός του σώματος.
ΥΠΟΞΕΙΔΙΟ ΤΟΥ ΑΖΩΤΟΥ Μπορεί να συμπυκνώσει τα αλογονωμένα αναισθητικά στις κυψελίδες όταν χορηγούνται ταυτόχρονα εξαιτίας της ταχύτατης πρόσληψής του από τον κυψελιδικό αέρα. Αυτό το φαινόμενο είναι γνωστό ως «φαινόμενο δεύτερου αερίου». Δεν καταστέλλει την αναπνοή ούτε προκαλεί μυοχάλαση. Υπό τις συνήθεις συνθήκες χορήγησης με άλλα αναισθητικά έχει μέτρια ή μηδενική δράση στο καρδιαγγειακό σύστημα ήστην αύξηση της εγκεφαλικής αιματικής ροής και είναι το λιγότερο ηπατοτοξικό. Για αυτό είναι το ασφαλέστερο από αυτά τα αναισθητικά υπό την προϋπόθεση πάντα ότι ταυτόχρονα χορηγείται 20% οξυγόνο.
ΕΝΔΟΦΛΕΒΙΑ ΑΝΑΙΣΘΗΤΙΚΑ Η ενδοφλέβια οδός αποτελεί το συνήθη τρόπο χορήγησης των αναισθητικών φαρμάκων. Ηχορήγηση ενός φαρμάκου απευθείας στην κυκλοφορία επιτρέπει την ταχεία κατανομή και έναρξη δράσης του. Τα ενδοφλέβια αναισθητικά προκαλούν απώλεια της συνείδησης και καταστολή της ανταπόκρισης στα χειρουργικά ερεθίσματα. Τα ενδοφλέβια, όπως και τα πτητικά αναισθητικά, φαίνεται ότι επιδρούν στη συναπτική μεταβίβαση στο δικτυωτό σχηματισμό του μεσεγκεφάλου. Με αυτά τα φάρμακα δε χρειάζεται να υποβάλλεται ο ασθενής στην αργή και συνήθως δυσάρεστη εισαγωγή στην αναισθησία που απαιτούν οι πτητικοί παράγοντες.
Χαρακτηριστικά «ιδανικού» ενδοφλέβιου αναισθητικού Ταχεία εισαγωγή Ταχεία αφύπνιση Αναλγησία Μικρή επιβάρυνση στο καρδιαγγειακό και στο αναπνευστικό σύστημα Απουσία πρόκλησης εμέτου» διεγερτικών φαινομένων κατά την εισαγωγή (βήχας, λόξυγγας, ακούσιες κινήσεις)» πόνου κατά την έγχυση» ερεθισμού των φλεβών» τοξικών επιδράσεων στα άλλα όργανα» έκλυσης ισταμίνης» αντιδράσεων υπερευαισθησίας» πυροδότησης πορφυρία Ασφάλεια κατά την ενδαρτηριακή χορήγηση.
ΦαρμακοδυναμικήΒαρβιτουρικών Αναισθητικών Θείο στη θέση 2: : λιποδιαλυτότητα Αρωματικός δακτύλιος στη θέση 5: αντισπασμωδική δράση των ατόμων C στη θέση 5: την ισχύ του φαρμάκου Μεθύλιο στη θέση 1: : προκαλεί διεγέρσεις
Φαρμακοδυναμική Βαρβιτουρικών Αναισθητικών Δρουν σε πολλές θέσεις του ΚΝΣ. Η ισχύς τους είναι ανάλογη της λιποδιαλυτότητάς τους, (δρουν σε λιπόφιλες θέσεις). ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΣ ΔΡΑΣΗΣ: Ι. ο ουδός της ηλεκτρικής διέγερσης στο Δικτυωτό Σχηματισμό. ΙΙ. η δραστηριότητα των νευρώνων: του οπίσθιου υποθάλαμου της αμυγδαλής του μεταιχμιακού συστήματος ΙΙΙ. η μετάδοση της διέγερσης στις συνάψεις (καταστολή των διεγερτικών νευροδιαβιβαστών, π.χ. Ach) IV. μεδιατήρηση της συναπτικής αναστολής μέσω κυρίως του GABA. V. σε αναισθητικές δόσεις, με μείωση της ευαισθησίας των μετασυναπτικών μεμβρανών στη διέγερση των νευροδιαβιβαστών. Υπερέχει η μετασυναπτική, ανασταλτική τους επίδραση.
ΒΑΡΒΙΤΟΥΡΙΚΑ ΘΕΙΟΠΕΝΤΑΛΗ Ισχυρό αναισθητικό αλλά ασθενές αναλγητικό. Παράγωγο βαρβιτουρικού οξέος Ασθενές οξύ pκα 7.6 Υδατοδιαλυτότητα σε υψηλές τιμές ph
ΘΕΙΟΠΕΝΤΑΛΗ Ανακατανομή
ΘΕΙΟΠΕΝΤΑΛΗ ΗΕΓ: Δοσοεξαρτώμενη καταστολή Μπορεί να παραμείνει στο σώμα για σχετικά μακρά περίοδο. Ο μεταβολισμός της είναι κατά πολύ βραδύτερος από την επανακατανομή στους ιστούς. Ελάχιστες δράσεις στο καρδιαγγειακό. Μπορεί να προκαλέσει άπνοια, βήχα, σπασμό του θωρακικού τοιχώματος, λαρυγγόσπασμο και βρογχόσπασμο. (ασθματικούς ασθενείς).
ΒΕΝΖΟΔΙΑΖΕΠΙΝΕΣ Σε συνδυασμό με τα αναισθητικά για να κοιμίσουν τον ασθενή. Η συχνότερα χρησιμοποιούμενη είναι η μιδαζολάμη. Εναλλακτικές ουσίες είναι η διαζεπάμη και η λοραζεπάμη. Και οι 3 διευκολύνουν την αμνησία ενώ προκαλούν καταστολή.
ΟΠΙΟΕΙΔΗ Λόγω της αναλγητικής τους δράσης χρησιμοποιούνται με τα άλλα αναισθητικά. Π.χ. ο συνδυασμός μορφίνης και υποξειδίου του αζώτου παρέχει καλή αναισθησία για εγχειρήσεις στην καρδιά. Τα κυριότερα χρησιμοποιούμενα είναι η φεντανύλη και το παράγωγό της σουφεντανύλη,, επειδή προκαλούν αναλγησία ταχύτερα από τη μορφίνη. Δεν προκαλούν καλή αμνησία και μπορούν να προκαλέσουν υπόταση, αναπνευστική καταστολή και μυικό τρόμο.
ΟΠΙΟΕΙΔΗ Ιστορία 500 ετών. Αναλγητικές ιδιότητες του οπού του φυτού μήκων η υπνοφόρος. Από το όπιο απομονώθηκαν τα αλκαλοειδή παράγωγα: *του φαινοθρενίου (μορφίνη,, κωδεϊνη, θηβαϊνη: αναλγητική δράση) *της ισοκινολίνης (παπαβερίνη, νοσκαπίνη) Αργότερα παρασκευάσθηκαν με βάση τη μορφίνη: Ημισυνθετικά παράγωγα: {διαμορφίνη, διϋδροκωδεϊνη, οξυμορφόνη, διϊδρομορφινόνη} Συνθετικά παράγωγα: Ι.. Βενζομορφίνες Μορφινόνες: πενταζοκίνη ΙΙ.. Παράγωγα διφαινυλοεπτανίου: (μεθαδόνη, δεξτρομοραμίδη, προποξυφαίνη) ΙΙΙ. Παράγωγα πιπεριδίνης: μεπεριδίνη φαινοπεριδίνη φεντανύλη αλφεντανύλη σουλφεντανύλη
Οπιοειδικοί υποδοχείς (στα οπίσθια κέρατα Ν.Μ., υδραγωγό Sylvius, υποθάλαμο, ωχρά σφαίρα, στέλεχος, φλοιό) Οπιοειδικοί υποδοχείς: μ (μ1, μ2) κ δ σ ε μ: στέλεχος, πυρήνες θαλάμου, φαιά περιοχή γύρω από υδραγωγό του Sylvius, Ν.Μ., φλοιό. κ: κυρίως στο Ν.Μ., φλοιό. δ: μεταιχμιακόσύστημα.
Οπιοειδικοί υποδοχείς οι μ προκαλούν: αναλγησία αναπνευστική καταστολή μυδρίαση ευφορία φυσική εξάρτηση υποθερμία οι δ προκαλλούν: συγκινησιακές εκδηλώσεις epileptogenic οι κ προκαλούν: αναλγησία μύση καταστολή
ΦΕΝΤΑΝΥΛΗ Η φεντανύλη είναι οπιοειδές,, που προκαλεί ισχυρότατη διέγερση των μ υποδοχέων, με ταχεία έναρξη (2-5 min) και μικρή διάρκεια δράσης (5-20 min). Λόγω αυτών των ιδιοτήτων της χρησιμοποιείται διεγχειρητικά και μετεγχειρητικά, ενδοφλεβίως, χορηγούμενη εφάπαξ, με επαναλαμβανόμενες εγχύσεις ή συνεχώς στάγδην. Μπορεί να παρατηρηθεί αθροιστική δράση αν ο χρόνος έγχυσης ξεπεράσει τις 2 ώρες. Προκαλεί ισχυρή καταστολή του αναπνευστικού και βραδυκαρδία. Μπορεί να παρατηρηθεί ευαισθησία ή και διέγερση από οξείς θορύβους.
ΕΤΟΜΙΔΑΤΗ Παράγωγο του ιμιδαζολίου Ταχεία έναρξη και μικρή διάρκεια δράσης Ενδείκνυται για βραχείες επεμβάσεις σε εξωτερικούς ασθενείς, εξαιτίας του σύντομου μεταβολισμού στο ήπαρ Δεν προκαλεί αθροιστικά φαινόμενα Δόση εισαγωγής 0.2-0.5mg/kg Μόνο σε ασθενείς με στεφανιαία νόσο ή καρδιαγγειακή δυσλειτουργία.
ΕΤΟΜΙΔΑΤΗ Αναστολή του ενζύμου β-υδροξυλάση που μετατρέπει τη χοληστερόλη σε κορτιζόλη. Αυξάνονται έτσι οι συγκεντρώσεις των πρόδρομων ουσιών 11- δεσοξυκορτιζόλης και 18-δεσοξυκορτικοστερόνης Πόνος στην έγχυση Μυοκλονίες Μτχ ναυτία και έμετος Αλλεργικές αντιδράσεις
ΚΕΤΑΜΙΝΗ Προκαλεί «κατάσταση διαχωρισμού» Διαχωριστική αναισθησία (dissociative anesthesia) είναι ο λειτουργικός και ηλεκτροφυσιολογικός διαχωρισμός μεταξύ του θαλαμοφλοιώδους και μεταιχμιακού συστήματος. Κλινικά η αναισθησία αυτή χαρακτηρίζεται από κατάσταση καταληψίας όπου συχνά τα μάτια μένουν ανοικτά, με ένα μικρό νυσταγμό, ενώ τα αντανακλαστικά κετατοειδούς και φωτοκινητικό διατηρούνται. Κατά τη διάρκεια της αναισθησίας παρατηρούνται ποικίλοι βαθμοί υπερτονίας και αυτόματες κινήσεις που δεν έχουν σχέση με επώδυνο ερέθισμα.
ΚΕΤΑΜΙΝΗ Προκαλεί κεντρική συμπαθητική διέγερση που οδηγεί σε διέγερση της καρδιάς, αυξημένη ΑΠ και όγκο παλμού. Αυτή η ιδιότητα είναι ιδιαίτερα χρήσιμη σε ασθενείς με καρδιογενές schock και σε ασθενείς με άσθμα. Χορηγείται κυρίως σε παιδιά και νεαρούς ενήλικες για μικρής διάρκειας εγχειρήσεις, αλλά δεν χρησιμοποιείται ευρέως γιατί αυξάνει την εγκεφαλική αιματική ροή και προκαλεί ΜΤΧ ψευδαισθήσεις.
ΠΡΟΠΟΦΟΛΗ Κατασταλτικό υπνωτικό που χρησιμοποιείται για την εισαγωγή ή τη διατήρηση Της αναισθησίας. Ήπια έναρξη δράσης Επιπρόσθετη χορήγηση ναρκωτικών για την αναλγησία Μειώνει την ΑΠ χωρίς να καταστέλλει το μυοκάρδιο.
ΠΡΟΠΟΦΟΛΗ Χρησιμοποιείται ευρύτατα και έχει αντικαταστήσει σε μεγάλο βαθμό τη θειοπεντάλη ως πρώτη εκλογή για την εισαγωγή αναισθησίας και καταστολή γιατί δημιουργεί ένα ευφορικό συναίσθημα στον ασθενή και δεν προκαλεί ναυτία και εμέτους.
ΤΟΠΙΚΑ ΑΝΑΙΣΘΗΤΙΚΑ Τοπικά αναισθητικά είναι τα φάρμακα που προκαλούν αναστρέψιμη αναστολή της αγωγής των νευρικών ώσεων κατά μήκος των νευρικών ινών. Στο φυσιολογικό ρη οι ουσίες αυτές είναι φορτισμένες και η ιοντισμένη μορφή αλληλεπιδρά με τον πρωτεϊνικό υποδοχέα του διαύλου νατρίου με αποτέλεσμα την αναστολή της λειτουργίας του και την επίτευξη τοπικής αναισθησίας.
ΔΙΑΥΛΟΙ Νa + fi1 μεγάλη α υπομονάδα (230-270 kd) (περιέχει τον αυλό ιόντων) fi1 ή 2 μικρότερες β υπομονάδες (37-39 kd) Physiol Rev 1992;72:S15-S48 Ann Rev Biochem 1995;6:493-531 Biophys J 2000;79:1379-87
Καταστάσεις Διαύλων Να + E «Ανοικτός» E Απενεργοποιημένος Æ συγγένεια με ΤΑ E «Κλειστός» Ρεύμα Να + Τα ΤΑ δεν επηρεάζουν Δυναμικό ηρεμίας Ουδό εκπόλωσης
E Τονικός αποκλεισμός (σε ηρεμία) E Φασικός αποκλεισμός (εξαρτώμενος από χρήση /συχνότητα)
Φυσικοχημική Δομή Εστερικός Αρωματικός Δακτύλιος Αμιδικός Αμινοομάδα Λιπόφιλη Ομάδα Υδρόφιλη Ομάδα
Στο φυσιολογικό ph οι ουσίες είναι φορτισμένες και είναι η ιοντισμένη μορφή που αλληλεπιδρά με τον πρωτεϊνικό υποδοχέα του διαύλου Na Αναστολή της λειτουργίας του Τοπική αναισθησία
Ταξινόμηση Εστέρες Κοκαΐνη Προκαΐνη Τετρακαΐνη Χλωροπροκαϊνη Αμίδια Λιδοκαΐνη Πριλοκαΐνη Ετιδοκαΐνη Μεπιβακαΐνη Ροπιβακαΐνη Βουπιβακαΐνη
ΤΟΞΙΚΟΤΗΤΑ 1. ΚΝΣ Æ Ευαισθησία Πρώιμα συμπτώματα Παραισθησίες γύρω από στόμα και γλώσσα Ίλιγγος Εμβοές ώτων Διαταραχή όρασης Ανησυχία Εκνευρισμός Διαταραχή ομιλίας Μυϊκές συσπάσεις Τονικο-κλονικοί κλονικοί σπασμοί Απώλεια συνείδησης Άπνοια Υπόταση
1. ΚΝΣ ΤΟΞΙΚΟΤΗΤΑ Αντιμετώπιση Υποστήριξη του αεραγωγού Υπεραερισμός Βενζοδιαζεπίνες (μιδαζολάμη, διαζεπάμη) Θειοπεντάλη (1-2 mg/kg)
ΤΟΞΙΚΟΤΗΤΑ 2. Καρδιαγγειακό Σύστημα Βουπιβακαΐνη :Æ καρδιοτοξικότητα Υπόταση Κολποκοιλιακός αποκλεισμός Κοιλιακή Μαρμαρυγή
Πόνος Οξύς αλγαισθητικός πόνος Σύντομη διάρκεια Ανταποκρίνεται σε τοπικά αναισθητικά, οπιοειδή, παρακεταμόλη ή ΜΣΑΦ Ανιούσα οδός Κατιούσα οδός Οπίσθιο κέρας Γάγγλιο οπίσθιας ρίζας Νωτιοθαλαμικό δεμάτιο Περιφερικό νεύρο Περιφερικός αλγοϋποδοχέας Χειρουργείο Φλεγμονή Τραύμα Gottschalk A et al. Am Fam Physician. 2001;63:1981, and Kehlet H et al. Anesth Analg. 1993;77:1049