ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΣΧΟΛΗ ΓΕΩΤΕΧΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΚΤΗΝΙΑΤΡΙΚΗΣ

Σχετικά έγγραφα
ΕΙΔΙΚΗ ΠΑΘΟΛΟΓΙΑ ΟΥΡΟΠΟΙΗΤΙΚΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ. Λ. Αθανασίου Παθολογική Κλινική, Τμήμα Κτηνιατρικής Πανεπιστημίου Θεσσαλίας

ΔΕΙΚΤΕΣ ΗΠΑΤΙΚΗΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ. Λ.Β. Αθανασίου Παθολογική Κλινική, Τμήμα Κτηνιατρικής, Π.Θ.

κλινική και εργαστηριακή προσέγγιση των νοσημάτων του Τ. Ράλλης Καθηγητής Παθολογίας Ζώων Συντροφιάς, Τμήμα Κτηνιατρικής, ΑΠΘ

IΣTOΛOΓIA. Tα δείγµατα του βιολογικού υλικού λαµβάνονται µε > βελόνες ενδοσκοπικούς σωλήνες εύκαµπτους καθετήρες

Συστηματικός ερυθηματώδης λύκος: το πρότυπο των αυτόάνοσων ρευματικών νοσημάτων

ΕΙΔΙΚΗ ΠΑΘΟΛΟΓΙΑ ΣΠΛΗΝΟΜΕΓΑΛΙΑ. Λ. Β. Αθανασίου

ΩΡΟΛΟΓΙΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΚΤΗΝΙΑΤΡΙΚΟΥ ΚΥΚΛΟΥ ΙΑΤΡΙΚΗ ΖΩΩΝ ΣΥΝΤΡΟΦΙΑΣ

ΔΙΑΒΗΤΙΚΟ ΠΟΔΙ ΚΑΙ ΜΑΓΝΗΤΙΚΟΣ ΣΥΝΤΟΝΙΣΜΟΣ. Κ. ΛΥΜΠΕΡΟΠΟΥΛΟΣ Διευθυντής Γ.Ν.Α. «Γ. Γεννηματάς»

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΣΧΟΛΗ ΓΕΩΤΕΧΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΚΤΗΝΙΑΤΡΙΚΗΣ

ΙΦΝΕ (ΕΚ, ν.crohn, απροσδιόριστη) Συνήθεις λοιμώδεις, παρατεταμένες συστηματικές, αφροδισιακές-παρασιτικές, ιογενείς λοιμώξεις Φάρμακα και τοξίνες

Νοσολογία_Νοσ Παθήσεις των Αρθρώσεων και Οστών. C.D.A. Εβδ.9

ΤΣΑΚΜΑΚΙΔΗΣ ΓΙΑΝΝΗΣ. Κτηνίατρος, Υποψήφιος Διδάκτωρ Εργαστήριο Παρασιτολογίας και Παρασιτικών Νοσημάτων Τμήμα Κτηνιατρικής, Α.Π.Θ.

MYOΠΑΘΕΙΕΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ Κ. ΤΣΙΒΓΟΥΛΗΣ AΝΑΠΛΗΡΩΤΗΣ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ ΝΕΥΡΟΛΟΓΙΑΣ

Aποµυελινωτικά νοσήµατα Γεώργιος Καρκαβέλας Καθηγητής Παθολογικής

Γράφει: Μιλτιάδης Μαρκάτος, Πνευμονολόγος

ΜΥΪΚΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ (Β ΜΕΡΟΣ)

Κεφάλαιο 1 ΒΑΣΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΝΕΥΡΟΦΥΣΙΟΛΟΓΙΑΣ

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΚΤΗΝΙΑΤΡΙΚΗ ΣΧΟΛΗ

ΘΕΜΑΤΑ ΠΡΟΣΟΜΟΙΩΣΗΣ 2007 ΝΟΣΟΛΟΓΙΑ

ΣΥΜΒΟΛΗ ΣΤΗ ΜΕΛΕΤΗ ΤΗΣ ΑΝΟΣΟΠΑΘΟΓΕΝΕΙΑΣ ΤΗΣ ΑΠΟΦΟΛΙ ΩΤΙΚΗΣ ΕΡΜΑΤΙΤΙ ΑΣ ΤΗΣ ΛΕΪΣΜΑΝΙΩΣΗΣ ΤΟΥ ΣΚΥΛΟΥ (Leishmania infantum)

Συνιστώνται για... Οι δονήσεις είναι αποτελεσματικές...

Η ΑΠΕΙΚΟΝΙΣΗ ΣΤΗΝ ΜΕΛΕΤΗ ΤΩΝ ΦΛΕΓΜΟΝΩΝ ΣΤΟ ΔΙΑΒΗΤΙΚΟ ΠΟΔΙ. Κ. ΛΥΜΠΕΡΟΠΟΥΛΟΣ Διευθυντής Γ.Ν.Α. «Γ. Γεννηματάς»

ΛΕΥΧΑΙΜΙΕΣ. Λ.Β. Αθανασίου

Γνωριμία με τα αυτοάνοσα ρευματικά νοσήματα

Το γόνατο ως στόχος ρευματικών νοσημάτων

ΦΥΣΙΟΛΟΓΙΚΟ ΠΑΙΔΙ Θ ΕΞΑΜΗΝΟ

Στέφανος Πατεράκης (Φυσικ/τής)

ΓΕΝΙΚΗ ΠΑΘΟΛΟΓΙΑ ΘΕΡΜΟΜΕΤΡΗΣΗ ΦΥΣΙΟΛΟΓΙΚΗ ΘΕΡΜΟΚΡΑΣΙΑ ΥΠΕΡΘΕΡΜΙΑ ΠΥΡΕΤΟΣ ΥΠΟΘΕΡΜΙΑ. Λ.Β. Αθανασίου Παθολογική Κλινική, Τμήμα Κτηνιατρικής, Π.Θ.

ΔΕΙΚΤΕΣ ΝΕΦΡΙΚΗΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ. Λ.Β. Αθανασίου. Παθολογική Κλινική, Τμήμα Κτηνιατρικής, ΠΘ

Οσφυαλγία-Ισχιαλγία ( Πόνος στη µέση )

ΠΝΕΥΜΟΝΙΚΗ ΑΓΓΕΙΪΤΙΣ ΚΑΙ ΚΟΚΚΙΩΜΑΤΩΣΗ

ΜΕΤΑΜΟΣΧΕΥΣΗ ΝΕΦΡΟΥ. Λειτουργία των νεφρών. Συμπτώματα της χρόνιας νεφρικής ανεπάρκειας

Σύνδροµο Μηροκοτυλιαίας Πρόσκρουσης Femoroacetabular Impingement Syndrome (FAI)

ΝΕΥΡΟΜΥΙΚΕΣ ΠΑΘΗΣΕΙΣ ΑΝΔΡΙΤΣΟΠΟΥΛΟΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΓΑΣΤΡΕΝΤΕΡΟΛΟΓΟΣ - ΗΠΑΤΟΛΟΓΟΣ

2 ο ΦΘΙΝΟΠΩΡΙΝΟ ΣΧΟΛΕΙΟ ΤΗΣ EΛΛΗΝΙΚΗΣ ΝΕΥΡΟΛΟΓΙΚΗΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ

Αθήνα, Αύγουστος 2017 Δανούρδης Μ. Αναστάσιος

Νεανική σπονδυλοαρθρίτιδα/αρθρίτιδα που σχετίζεται με ενθεσίτιδα (jspa/era)

Ηλίας Κουρής - Ρευματολόγος.

ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑΚΕΣ ΙΑΓΝΩΣΕΙΣ ΚΑΙ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ

ΝΟΣΟΣ MAREK (MAREK s DISEASE)

ΧΡΟΝΙΑ ΔΥΣΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ/ΝΕΦΡΟΠΑΘΕΙΑ ΚΑΙ ΑΠΩΛΕΙΑ ΝΕΦΡΙΚΩΝ ΜΟΣΧΕΥΜΑΤΩΝ ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ Σ. ΓΟΥΜΕΝΟΣ

ΕΦΑΡΜΟΓΕΣ ΤΗΣ ΒΙΟΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑΣ ΣΤΗΝ ΙΑΤΡΙΚΗ

Οξεία μυελογενής λευχαιμία

Οικογενησ Μεσογειακοσ Πυρετοσ

ΑΝΟΣΟΠΟΙΗΤΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ ΜΟΝΟΚΛΩΝΙΚΑ ΑΝΤΙΣΩΜΑΤΑ ΕΜΒΟΛΙΑ. Εργαστήριο Γενετικής, ΓΠΑ

Ιδιαίτερες νοσολογικές οντότητες στα λεμφώματα υψηλού βαθμού κακοηθείας

ΠΟΛΙΟΕΓΚΕΦΑΛΟΜΥΕΛΙΤΙ Α ΧΟΙΡΟΥ (ΕΝΖΩΟΤΙΚΗ ΜΗΝΙΓΓΟΕΓΚΕΦΑΛΟΜΥΕΛΙΤΙ Α ΧΟΙΡΟΥ) (TESCHEN DISEASE, TALFAN DISEASE)

Παθολογοανατομικό εργαστήριο Κυριακόπουλος Γεώργιος Εδ Ειδικευόμενος ιατρός

Με ποια συμπτώματα μπορεί να εκδηλώνεται η κοιλιοκάκη;

ΜΥΛΩΝΑ ΕΛΕΝΑ ΕΠΙΜΕΛΗΤΡΙΑ Ε ΠΑΘΟΛΟΓΙΚΗΣ ΚΛΙΝΙΚΗΣ ΕΞΕΙΔΙΚΕΥΟΜΕΝΗ ΛΟΙΜΩΞΕΩΝ


Νεανική Δερματομυοσίτιδα

ΑΡΘΡΙΤΙ Α ΤΟΥ LYME

Υπάρχουν κάποια συμπτώματα που τις περισσότερες φορές δηλώνουν κάποια σοβαρή νόσο.

Χρόνια φλεγμονή. Βαλεντίνη Τζιούφα-Ασημακοπούλου. Νοέμβριος 2018

ΔΙΑΒΑΖΟΝΤΑΣ ΤΗ ΒΙΟΨΙΑ ΗΠΑΤΟΣ

Κλινική εξέταση. Πλήρης κλινική εξέταση Πολλά περιστατικά δεν είναι νευρολογικά

2 ο Εργαστήριο: Φλεγμονές. Μακροσκοπική εικόνα. Διδάσκουσα: Α. Κόνδη Παφίτη uoa gr

Σχετιζομενος Με Το NLRP-12 Υποτροπιαζων Πυρετος

αγγειίτιδες ταξινόµηση- αλγόριθµοι ροσέγγισης Νίκη Γιαννάκου Ιατρικό Κέντρο Αθηνών Κλινική Περιστερίου

Σύνοψη της προσέγγισης ασθενούς με πανκυτταροπενία. Ιατρικό Τμήμα Πανεπιστημίου Πατρών Απαρτιωμένη διδασκαλία στην Αιματολογία Αργύρης Συμεωνίδης

Μικροοργανισμοί. Οι μικροοργανισμοί διακρίνονται σε: Μύκητες Πρωτόζωα Βακτήρια Ιούς

Έλεγχος της λειτουργίας της εξωκρινούς μοίρας του παγκρέατος

Φυσιολογία της Άσκησης Εισαγωγή. Παναγιώτης Κανέλλος Διαιτολόγος-Διατροφολόγος, PhD Υπότροφος ΤΕΙ Κρήτης

ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΚΕς ΑΙΜΟΡΡΑΓΙΚΕΣ

Αιτιοπαθογένεια & διαγνωστική προσέγγιση της οστεοαρθρίτιδας του σκύλου & της γάτας

ΥΔΡΟΚΗΛΗ ΠΑΘΗΣΕΙΣ ΟΣΧΕΟΥ - ΥΔΡΟΚΗΛΗ - ΚΙΡΣΟΚΗΛΗ - ΣΥΣΤΡΟΦΗ ΣΠΕΡΜΑΤΙΚΟΥ ΤΟΝΟΥ - ΚΥΣΤΗ ΕΠΙΔΙΔΥΜΙΔΑΣ - ΣΠΕΡΜΑΤΟΚΥΣΤΗ - ΚΥΣΤΕΣ ΟΣΧΕΟΥ

Θέµατα Πανελληνίων Βιολογίας Γ.Π Άµυνα - Ανοσία

ΕΥΡΗΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΗ ΔΟΚΙΜΑΣΙΑ ΤΙΤΛΟΠΟΙΗΣΗΣ ΨΥΧΡΟΣΥΓΚΟΛΛΗΤIΝΩΝ ΣΤΟΝ ΟΡΟ ΑΣΘΕΝΩΝ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΠΕΝΤΑΕΤΙΑ

Συστηματικός Ερυθηματώδης Λύκος

Η νόσος του Parkinson δεν είναι µόνο κινητική διαταραχή. Έχει υπολογισθεί ότι µέχρι και 50% των ασθενών µε νόσο Πάρκινσον, µπορεί να βιώσουν κάποια

-Αναστολή της οργανικής σύνδεσης του ιωδίου που προσλαμβάνεται από το θυρεοειδή αδένα -Ανοσοκατασταλτική δράση με αποτέλεσμα τη μείωση της παραγωγής

ΓΕΝΙΚΗ ΠΑΘΟΛΟΓΙΑ ΣΥΛΛΟΓΗ ΚΑΙ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΒΙΟΛΟΓΙΚΩΝ ΥΛΙΚΩΝ. Λ.Β. Αθανασίου Παθολογική Κλινική, Τμήμα Κτηνιατρικής, Π.Θ.

ΣΤΗΛΗ Α Αντιβιοτικό Αντισώματα ιντερφερόνες Τ- Τ- (αντιγόνα) κυτταροτοξικά βοηθητικά Τοξίνες Vibrio cholera

NeuroBloc Αλλαντική τοξίνη τύπου Β ενέσιμο διάλυμα U/ml

Παλαιά βλάβη. Περιαγγειακή αποµυελίνωση χωρίς φλεγµονή

Φλεγμονωδης πολυσυστηματικη αυτόάνοση νοσος που αφορα συχνοτερα νεες γυναικες αναπαραγωγικης ηλικιας.

Αρχές μοριακής παθολογίας. Α. Αρμακόλας Αν. Καθηγητής Ιατρική Σχολή ΕΚΠΑ

Ατυπία Υπερπλασία- Δυσπλασία. Κίττυ Παυλάκη

ΛΕΥΧΑΙΜΙΕΣ. Λ.Β. Αθανασίου

Ι) ΗΠΑΤΕΚΤΟΜΗ ΓΙΑ ΕΝ ΟΗΠΑΤΙΚΟ ΧΟΛΑΓΓΕΙΟΚΑΡΚΙΝΩΜΑ: ΜΑΚΡΟΣΚΟΠΙΚΗ ΕΞΕΤΑΣΗ:

ΣΠΟΝΔΥΛΙΚΗ ΟΣΦΥΙΚΗ ΣΤΕΝΩΣΗ ΣΥΝΤΗΡΗΤΙΚΗ ΘΕΡΑΠΕΙΑ ΕΛΙΝΑ ΕΥΣΤΑΘΙΟY ΦΥΣΙΚΟΘΕΡΑΠΕΥΤΡΙΑ

ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΠΑΘΟΛΟΓΙΚΗ ΑΝΑΤΟΜΙΚΗ (PATHOLOGY) Πρόδρομος Χυτίρογλου Εργαστήριο Γενικής Παθολογίας και Παθολογικής Ανατομικής Tμήματος Ιατρικής Α.Π.Θ.

Επίπεδο της συνείδησης

ΑΠΕΙΚΟΝΙΣΗΣ ΤΩΝ ΟΓΚΩΝ

ΑΡΙΆΔΝΗ ΟΜΆΔΑ ΥΠΟΣΤΉΡΙΞΗΣ ΑΣΘΕΝΏΝ ΜΕ ΧΛΛ. Εισαγωγή στην αιματολογία

ΚΥΣΤΑΤΙΝΗ C ΟΡΟΥ ΝΟΣΗΛΕΥΟΜΕΝΩΝ ΑΣΘΕΝΩΝ ΜΕ ΕΝΔΕΙΞΕΙΣ ΟΞΕΙΑΣ ΝΕΦΡΙΚΗΣ ΒΛΑΒΗΣ ( Acute kidney injury )


ΚΑΚΟΗΘΗ ΝΟΣΗΜΑΤΑ ΣΤΗΝ ΠΑΙΔΙΚΗ ΗΛΙΚΙΑ ΚΑΙ ΝΟΣΗΛΕΥΤΙΚΗ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ

Σύνδροµο Καρπιαίου Σωλήνα

K. I. Boυμβουράκης Αν. Καθηγητής Νευρολογίας Β Νευρολογική Κλινική Πανεπιστημίου Αθηνών Π.Γ.Ν. ΑΤΤΙΚΟΝ


+ - - εκπολώνεται. ΗΛΕΚΤΡΟMYΟΓΡΑΦΗΜΑ

Οικογενησ Μεσογειακοσ Πυρετοσ

προπαρασκευή για Α.Ε.Ι. & Τ.Ε.Ι.

Η ΦΥΣΙΟΛΟΓΙΚΗ ΒΑΔΙΣΗ ΚΑΙ ΟΙ ΤΥΠΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΡΑΧΕΣ ΤΗΣ ΣΤΗΝ ΕΓΚΕΦΑΛΙΚΗ ΠΑΡΑΛΥΣΗ ΚΛΙΝΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ

Εισαγωγή. Μεταβολισμός κατά την άσκηση

ΝΕΑΝΙΚΗ ΕΡΜΑΤΟΜΥΟΣΙΤΙ Α

Άλλοτε αµφιβληστροειδίτιδα άλλοτε χοριοειδίτιδα

ΓΕΝΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΠΑΘΟΛΟΓΟΑΝΑΤΟΜΙΑΣ ΚΥΤΤΑΡΙΚΗ ΠΡΟΣΑΡΜΟΓΗ

Transcript:

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΣΧΟΛΗ ΓΕΩΤΕΧΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΚΤΗΝΙΑΤΡΙΚΗΣ ΣΥΜΒΟΛΗ ΣΤΗ ΙΕΡΕΥΝΗΣΗ ΤΗΣ ΠΑΘΟΓΕΝΕΙΑΣ ΤΗΣ ΑΤΡΟΦΙΑΣ ΤΩΝ ΜΑΣΗΤΗΡΙΩΝ ΚΑΙ ΣΚΕΛΕΤΙΚΩΝ ΜΥΩΝ ΣΤΗ ΛΕΪΣΜΑΝΙΩΣΗ ΤΟΥ ΣΚΥΛΟΥ (Leishmania infantum) ΧΡΗΣΤΟΣ. ΒΑΜΒΑΚΙ ΗΣ ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΟΣ ΚΤΗΝΙΑΤΡΟΣ Ι ΑΚΤΟΡΙΚΗ ΙΑΤΡΙΒΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 2003

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΣΧΟΛΗ ΓΕΩΤΕΧΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΚΤΗΝΙΑΤΡΙΚΗΣ ΣΥΜΒΟΛΗ ΣΤΗ ΙΕΡΕΥΝΗΣΗ ΤΗΣ ΠΑΘΟΓΕΝΕΙΑΣ ΤΗΣ ΑΤΡΟΦΙΑΣ ΤΩΝ ΜΑΣΗΤΗΡΙΩΝ ΚΑΙ ΣΚΕΛΕΤΙΚΩΝ ΜΥΩΝ ΣΤΗ ΛΕΪΣΜΑΝΙΩΣΗ ΤΟΥ ΣΚΥΛΟΥ (Leishmania infantum) ΧΡΗΣΤΟΣ. ΒΑΜΒΑΚΙ ΗΣ ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΟΣ ΚΤΗΝΙΑΤΡΟΣ Ι ΑΚΤΟΡΙΚΗ ΙΑΤΡΙΒΗ ΠΟΥ ΕΚΠΟΝΗΘΗΚΕ ΣΤΗN ΚΛΙΝΙΚΗ ΠΑΘΟΛΟΓΙΑΣ ΖΩΩΝ ΣΥΝΤΡΟΦΙΑΣ ΤΟΥ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΚΤΗΝΙΑΤΡΙΚΗΣ ΤΟΥ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟΥ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΕΠΤΑΜΕΛΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗ Καθηγητής Α. Κουτίνας Επιβλέπων Καθηγητής Ι. Βλέµµας Μέλος Συµβουλευτικής Επιτροπής Καθηγητής Γ. Κοπτόπουλος Μέλος Καθηγητής Τ. Ράλλης Μέλος Αν. Καθηγήτρια Μ. Κριτσέπη Μέλος Αν. Καθηγητής Σ. Φρύδας Μέλος Λέκτορας Β. Ψύχας Μέλος Ο συνταξιοδοτηθείς Καθηγητής Γ. Κανακούδης Μέλος Συµβουλευτικής Επιτροπής

Στη ήµητρα και το ηµήτρη Στους γονείς µου

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΠΡΟΛΟΓΟΣ 1 ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ: BIBΛΙΟΓΡΑΦΙΚΗ ΑΝΑΣΚΟΠΗΣΗ ΕΙΣΑΓΩΓΗ 4 ΛΕΪΣΜΑΝΙΩΣΗ ΤΟΥ ΣΚΥΛΟΥ 4 Κλινική εικόνα 6 ιάγνωση 10 ΙΑΓΝΩΣΤΙΚΗ ΙΕΡΕΥΝΗΣΗ ΤΩΝ ΜΥΟΠΑΘΕΙΩΝ ΣΤΟ ΣΚΥΛΟ 12 ΟΙ ΠΟΛΥΜΥΪΤΙ ΕΣ ΣΤΟ ΣΚΥΛΟ 20 Α. ΠΡΩΤΟΓΕΝΕΙΣ 23 Αυτοάνοσες ή ανοσολογικές 23 Β. ΕΥΤΕΡΟΓΕΝΕΙΣ 26 Παρασιτικές 26 Βακτηριδιακές 28 Μυκητιακές 28 Πολυµυΐτιδες που έχουν σχέση µε αυτοάνοσα νοσήµατα 28 Παρανεοπλασµατικές 29 Φαρµακευτικές 29 Λεϊσµανίωση και µυοπάθεια 29 ΜΕΡΟΣ ΕΥΤΕΡΟ: ΙΚΗ ΜΑΣ ΕΡΕΥΝΑ ΥΛΙΚΑ ΚΑΙ ΜΕΘΟ ΟΙ 31 Ζώα-συγκρότηση οµάδων-ιστορικό 31 Κλινική εξέταση 36 Αιµατολογικές και βιοχηµικές εξετάσεις στο αίµα και ανάλυση των ούρων 36 Εργαστηριακές µέθοδοι για τη διάγνωση της ΛΣ 42 Ηλεκτροµυογράφηµα 49 Βιοψίες από τους µυς 49 Ιστοπαθολογική εξέταση 50

Ανοσοϊστοχηµικές εξετάσεις 50 Αµεση µέθοδος ανοσοϋπεροξειδάσης για την ανίχνευση ανοσοσυµπλόκων στις µυϊκές ίνες 50 Εµµεση µέθοδος ανοσοϋπεροξειδάσης για την ανίχνευση αντιµυϊκών αντισωµάτων στον ορό του αίµατος 51 Ιστοχηµική εξέταση 52 Κριτήρια για τη διάγνωση της πολυµυΐτιδας 52 Στατιστική ανάλυση 53 ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ 54 Κλινικά ευρήµατα από τους µυς 54 ραστηριότητα των µυϊκών ενζύµων (CK, LDH) στον ορό του αίµατος 54 Ηλεκτροµυογραφικά ευρήµατα 55 Ιστοπαθολογικά ευρήµατα και παρουσία των αµαστιγοφόρων µορφών της L. infantum στους µυς 59 Ανοσοϊστοχηµικά και ιστοχηµικά ευρήµατα 64 Εκπλήρωση των κατά Bohan και Peter (1975a) κριτηρίων για τη διάγνωση της πολυµυΐτιδας 64 ΣΥΖΗΤΗΣΗ 68 ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ 79 ΠΕΡΙΛΗΨΗ 81 SUMMARY 85 ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΠΙΝΑΚΩΝ 89 ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ 97

ΠΡΟΛΟΓΟΣ Στο σκύλο η αδυναµία χρησιµοποίησης ειδικών διαγνωστικών µέσων σε ζώα µε συµπτώµατα που χαρακτηρίζουν το µυοπαθητικό σύνδροµο στην καθηµερινή κλινική πράξη, συχνά έχει ως αποτέλεσµα τη µη διάγνωση των διάφορων πολυµυΐτιδων, που φαίνεται ότι είναι συχνότερες απ ό,τι πιστεύεται. Ενώ η νοσολογική διάγνωση των πολυµυΐτιδων θα στηριχθεί στην κλινική εικόνα, τη µέτρηση της δραστηριότητας των µυϊκών ενζύµων στον ορό του αίµατος, το ηλεκτροµυογράφηµα και την ιστοπαθολογική εξέταση των προσβληµένων µυών, για την αιτιολογική απαιτείται η χρησιµοποίηση ανοσοϊστοχηµικών ή/και µοριακών µεθόδων. Στη λεϊσµανίωση του σκύλου, που είναι ένα από τα συχνότερα πρωτοζωϊκά νοσήµατα όχι µόνο στην Ελλάδα αλλά και σε όλες τις παραµεσόγειες χώρες, η προϊούσα µυϊκή ατροφία των µασητήριων µυών, που είναι ιδιαίτερα εµφανής στους κροταφίτες, αποτελεί συχνό και χαρακτηριστικό της νόσου κλινικό εύρηµα. Κατόπιν αυτού, το βασικό κίνητρο της έρευνας αυτής ήταν η απουσία εµπεριστατωµένων µελετών αναφορικά µε την παθογένεια της µυϊκής αυτής ατροφίας, που δεν περιορίστηκε στους µασητήριους µυς αλλά επεκτάθηκε και στους σκελετικούς, προκειµένου να εξακριβωθεί τι είδους µυοπάθεια την προκαλεί και αν έχει εντοπισµένο ή γενικευµένο χαρακτήρα. Το πρώτο µέρος της διδακτορικής διατριβής περιλαµβάνει σύντοµη βιβλιογραφική ανασκόπηση της λεϊσµανίωσης το σκύλου, των διαγνωστικών µέσων που χρησιµοποιούνται στις διάφορες µυοπάθειες καθώς και των διάφορων πολυµυΐτιδων του σκύλου. Ιδιαίτερη έµφαση δόθηκε στις ανοσολογικές πολυµυΐτιδες και σε oτιδήποτε µπόρεσε να βρεθεί στη βιβλιογραφία για τη λεϊσµανίωση και τη σχέση της µε τους µυς. Στο δεύτερο µέρος αναφέρονται τα υλικά και οι µέθοδοι που χρησιµοποιήθηκαν και τα αποτελέσµατα των βιοχηµικών, ηλεκτροδιαγνωστικών, ιστοπαθολογικών, ανοσοϊστοχηµικών και ιστοχηµικών εξετάσεων που έγιναν σε ένα σύνολο 48 σκύλων µε λεϊσµανίωση. Μετά τη συζήτηση των αποτελεσµάτων, µε βάση τα δεδοµένα της παγκόσµιας βιβλιογραφίας, και την εξαγωγή των ανάλογων συµπερασµάτων, ακολουθούν η περίληψη της εργασίας, το παράρτηµα πινάκων και η παράθεση των βιβλιογραφικών πηγών. Η έρευνα αυτή πραγµατοποιήθηκε στην Κλινική της Παθολογίας των Ζώων Συντροφιάς του Τµήµατος Κτηνιατρικής του Α.Π.Θ. την περίοδο1996-1999. Στην 1

προσπάθειά µου αυτή ανεκτίµητη υπήρξε η συµπαράσταση, καθοδήγηση και κάθε είδους βοήθεια που µου πρόσφερε ο καθηγητής κ. Α. Φ. Κουτίνας, στον οποίο άλλωστε ανήκει και η πατρότητα του θέµατος της έρευνας και στον οποίο θα ήθελα να εκφράσω τις πλέον θερµές µου ευχαριστίες. Θα ήθελα επίσης να ευχαριστήσω θερµά τον καθηγητή του Εργαστηρίου της Παθολογικής Ανατοµικής του Τµήµατος, κ. Γ. Κανακούδη για την πολύτιµη επιστηµονική καθοδήγηση και βοήθεια αναφορικά µε τις ιστοπαθολογικές εξετάσεις και την ερµηνεία των ανάλογων αποτελεσµάτων, αλλά και για το γενικότερο ενδιαφέρον και υποστήριξή του. Θερµές ευχαριστίες θα ήθελα να εκφράσω και στον καθηγητή του ίδιου Εργαστηρίου, κ. Ι. Βλέµµα για την πολύπλευρη βοήθεια που µου πρόσφερε προκειµένου να ερµηνευτούν σωστά τα ευρήµατα από την ιστοχηµική και τις ανοσοϊστοχηµικές εξετάσεις.. Η συµβολή του νευρολόγου κ. Γ. Γεωργιάδη, στον οποίο απευθύνω ιδιαίτερες ευχαριστίες, υπήρξε καθοριστική για την πραγµατοποίηση και ερµηνεία των ηλεκτροδιαγνωστικών εξετάσεων. Θα ήθελα επίσης να ευχαριστήσω θερµά και τον Αρχίατρο κ. Κ. Καραµέρη, χωρίς τη βοήθεια του οποίου θα ήταν αδύνατη η πραγµατοποίηση των ανοσοϊστοχηµικών και ιστοχηµικών εξετάσεων. Θα αποτελούσε παράλειψή µου αν δεν εξέφραζα τις ευχαριστίες µου στο διευθυντή της Χειρουργικής Κλινικής, καθηγητή κ. Α. εσίρη, για τη διευκόλυνση που µου παρείχε, στην πραγµατοποίηση των βιοψιών από τους µυς. Θερµά επίσης ευχαριστώ τον τότε διευθυντή, καθηγητή κ. Α. Παπαστεριάδη, και το ΕΠ του Εργαστηρίου της Κλινικής ιαγνωστικής και Προπαιδευτικής Παθολογίας, για την πολύπλευρη βοήθεια που µου πρόσφεραν στο να πραγµατοποιήσω τις αιµατολογικές και βιοχηµικές εξετάσεις της µελέτης αυτής. Ευχαριστώ επίσης το λοχαγό και διδάκτορα του Τµήµατος Κτηνιατρικής κ. Σ. Ράντο και τον παρασκευαστή του Ιστολογικού Εργαστηρίου του Κέντρου Βιολογικών Ερευνών Στρατού κ. Ε. Γεωργά για την πολύτιµη βοήθειά τους στην πραγµατοποίηση των ιστολογικών και ανοσοϊστοχηµικών εξετάσεων. Θερµές ευχαριστίες απευθύνω στο λέκτορα κ. Μ. Σαριδοµιχελάκη και το διδάκτορα του Τµήµατος Κτηνιατρικής κ. Μ. Μυλωνάκη, καθώς και σε όλο το προσωπικό της Κλινικής της Παθολογίας των Ζώων Συντροφιάς για την κάθε είδους βοήθεια που µου παρείχαν. 2

Τέλος, ευχαριστώ την οικογένειά µου για την απεριόριστη υποµονή που έδειξε και την ψυχολογική στήριξη που µου παρείχε στην προσπάθειά µου να ολοκληρώσω το παρόν πόνηµα. 3

ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΗ ΑΝΑΣΚΟΠΗΣΗ ΕΙΣΑΓΩΓΗ Η πρώτη επιστηµονική περιγραφή των µυοπαθειών του σκύλου έγινε από τον Innes το 1951. Μέχρι σήµερα έχει περιγραφεί µεγάλος αριθµός µυοπαθειών (Smith 1989), µεταξύ των οποίων συχνότερες είναι οι πολυµυΐτιδες (Blot και Fuhrer 1996). Οµως στην πράξη η ανάγκη χρησιµοποίησης ειδικών διαγνωστικών µεθόδων, που οπωσδήποτε ξεπερνούν τις δυνατότητες του κλινικού κτηνίατρου, έχει ως αποτέλεσµα να παραµένουν αδιάγνωστα πολλά περιστατικά µυοπαθειών (Blot 1996). Η κλινική εµπειρία διδάσκει ότι οι µυοπάθειες θα πρέπει να περιλαµβάνονται στη διαφορική διάγνωση κάθε ζώου που προσκοµίζεται µε γενικευµένη αδυναµία, δυσφαγία και κινητικές διαταραχές(averill 1980). Η λεϊσµανίωση του σκύλου (ΛΣ) είναι πρωτοζωϊκό νόσηµα (Abranches και συν 1991), µε πολυποίκιλη κλινική εικόνα (Ciaramella και συν 1997, Koutinas και συν 1999), στην οποία µεταξύ των άλλων περιλαµβάνεται και η µυϊκή ατροφία που είναι ιδιαίτερα εµφανής στους κροταφίτες µυς αλλά δε συνοδεύεται από λειτουργικές διαταραχές (Kontos και Koutinas 1993). Στην παθογένεια της ατροφίας αυτής, χωρίς να υπάρχει επιστηµονική τεκµηρίωση, υποστηρίζεται ότι υπεισέρχεται ο καχεξιογόνος χαρακτήρας της νόσου (Dedet και Belazzoung 1985). ΛΕΪΣΜΑΝΙΩΣΗ ΤΟΥ ΣΚΥΛΟΥ (ΛΣ) Η ΛΣ, που ανήκει στις σηµαντικότερες ίσως ζωοανθρωπονόσους, οφείλεται σε πρωτόζωο του γένους Leishmania, της οικογένειας των Trypanosomatidae και της τάξης των Kinetoplastida (Lainson και Shaw 1987, Slappendel και Greene 1990, Ferrer 1992). Η νόσος ενδηµεί στις παραµεσόγειες χώρες και την Πορτογαλία, ενώ σποραδικά κρούσµατα έχουν αναφερθεί στο Ηνωµένο Βασίλειο και σε άλλες χώρες της Β. Ευρώπης, ιδιαίτερα σε σκύλους οι οποίοι στο παρελθόν είχαν επισκεφθεί τις ενδηµικές περιοχές (Molyneux και Ashford 1983, Κοντός 1986, Koutinas και συν 1999). Στις χώρες της Μεσογείου το υπεύθυνο είδος της ΛΣ είναι η Leishmania infantum και συγκεκριµένα το στέλεχος Montpellier-1 (Euzeby 1986, Abranches και συν 1991, Gradoni και Grammicia 1994, Jimenez και συν 1995, Gradoni 1999). Η L. infantum είναι διφασικό πρωτόζωο µε την προµαστιγοφόρο µορφή να βρίσκεται στις 4

αιµατοφάγες σκνίπες του γένους Phlebotomus sp. και την αµαστιγοφόρο µορφή στα σπονδυλωτά ζώα (Dedet και Belazzoung 1985, Slappendel και Greene 1990). Στη φύση την κύρια δεξαµενή του παράσιτου αποτελούν ο σκύλος και τα διάφορα άγρια είδη της οικογένειας των κυνιδών ενώ ο άνθρωπος, τα τρωκτικά, το άλογο και η γάτα είναι τυχαίοι ξενιστές (Slappendel και Ferrer 1998). Τα µετακυκλικά προµαστιγοφόρα, µετά τον ενοφθαλµισµό τους στο χόριο του δέρµατος του σκύλου κατά τη διάρκεια της λήψης αιµατούχου γεύµατος από τις θηλυκές σκνίπες, φαγοκυτταρώνονται από τα µακροφάγα κύτταρα και τα άλλα αντιγονοπαρουσιαστικά κύτταρα, για να µετατραπούν αργότερα στην αµαστιγοφόρο µορφή (Chang και συν 1985, Ferrer 1992, Kontos και Koutinas 1993, Trees and Shaw 1999, ιάκου 2000, Killick-Kendrick 2002). Η νόσος όµως µπορεί να µεταδοθεί και µε τη µετάγγιση αίµατος από µολυσµένο δότη (Owens και συν 2001). Η εκδήλωση ή όχι των συµπτωµάτων της νόσου εξαρτάται από τον τύπο της ανοσοαπάντησης του συγκεκριµένου σκύλου (Noli 1999, Koutinas και συν 1999). Ειδικότερα, η διέγερση των Th-1 λεµφοκυττάρων φαίνεται να προστατεύει το σκύλο ή να συντελεί στην αυτοΐαση (Pinelli και συν 1995) µέσω των ιντερλευκινών-2 και -12 (IL-2, IL-12), του παράγοντα νέκρωσης των όγκων-α (TNF-a) και της ιντερφερόνης-γ (INF-γ) (Martinez-Moreno και συν 1993, Jones και συν 1998). Αντίθετα, η διέγερση των Τh-2 λεµφοκυττάρων φαίνεται ότι επιτρέπει τον ανεξέλεγκτο πολλαπλασιασµό του παράσιτου, µε αποτέλεσµα ο οργανισµός να αντιδρά µε υπερπαραγωγή IgG ανοσοσφαιρινών (Martinez-Moreno και συν 1993, Pinelli και συν 1994). Οι τελευταίες όχι µόνο δεν παρέχουν προστασία, αλλά παίζουν πρωταρχικό ρόλο στην παθογένεια της νόσου µε τον σχηµατισµό ανοσοσυµπλόκων, αυτοαντισωµάτων ή την πρόκληση µονοκλωνικής γαµµοπάθειας (Martinez-Moreno και συν 1995, Ciaramella και συν 1997, Koutinas και συν 1999). Στα φυσικά όµως περιστατικά, στα οποία τις περισσότερες φορές διεγείρονται από κοινού τα Τh-1 και τα Τh-2 λεµφοκύτταρα, η µεταξύ τους σχέση είναι εκείνη που τελικά θα καθορίσει την εκδήλωση και το βαθµό έντασης των συµπτωµάτων (Pinelli και συν 1999). Οι αλλοιώσεις των διαφόρων οργάνων ή ανατοµικών στοιχείων στόχων του παράσιτου (π.χ. δέρµα, αγγεία, ρινικός βλεννογόνος, αγγειώδη σπειράµατα, αρθρικός υµένας, ίριδα, παχύ έντερο), οφείλονται όχι τόσο στην άµεση δράση του αλλά στην εναπόθεση ανοσοσυµπλόκων που µέσω πολύπλοκων µηχανισµών τελικά θα προκαλέσει αγγειΐτιδα, ρινίτιδα, σπειραµατονεφρίτιδα, µη ελκώδη πολυαρθρίτιδα, ραγοειδίτιδα, κολίτιδα κ.α. (Ferrer 1992, Noli 1999). 5

Ο χρόνος επώασης της νόσου ποικίλλει από λίγους µήνες µέχρι και 7 χρόνια (Rioux και συν 1979, Slappendel 1988, Ferrer 1992). Αν και γενικότερα πιστεύεται ότι δεν υπάρχει προδιάθεση ως προς τη φυλή, το φύλο ή την ηλικία (Kontos και Koutinas1993, Slappendel και Ferrer 1998), µε βάση τα νεότερα δεδοµένα οι φυλές Doberman pinscher, German shepherd, foxhound και boxer εµφανίζουν µεγαλύτερη ευαισθησία απέναντι στη νόσο, ενώ αντίθετα οι νανόσωµες φυλές και οι collie και Ibiza hound είναι ανθεκτικές (Solano-Gallego και συν 2000, Gaskin και συν 2002).Ορισµένοι ερευνητές αναφέρουν ότι τα νεαρά ενήλικα, τα ενήλικα και τα µεσήλικα ζώα προσβάλλονται συχνότερα (Amela και συν 1995), ενώ δεν υπάρχει συµφωνία για το αν τα αρσενικά είναι ευπαθέστερα (Slappendel 1988, Ciaramella και συν 1997, Zaffaroni 1999) σε σύγκριση µε τα θηλυκά ζώα (Mur και Verde 1995, Koutinas και συν 1999). Kλινική εικόνα Η ΛΣ εκδηλώνεται µε ευρύ φάσµα συµπτωµάτων, ο συνδυασµός και ο βαθµός έντασης των οποίων ποικίλλει σε µεγάλο βαθµό (Slappendel 1988, Ciaramella και συν 1997, Koutinas και συν 1999, Ferrer 1999), όπως εξάλλου δείχνουν και τα αποτελέσµατα κλινικής µελέτης που έγινε πρόσφατα στη χώρα µας (Πίνακας 1). Κανένα από τα συµπτώµατα αυτά δε θεωρείται παθογνωµικό της νόσου, ενώ δεν είναι λίγα τα περιστατικά εκείνα τα οποία όταν προσκοµίζονται για εξέταση εµφανίζουν ένα µόνο σύµπτωµα (Kontos και Koutinas 1993). Η κλινική αυτή πολυµορφία φαίνεται να επηρεάζεται και από τη συνύπαρξη, των συχνών στη χώρα µας, λοιµωδών νοσηµάτων που οφείλονται σε διάφορα αιµοπαράσιτα (Slappendel και Ferrer 1998). Η οξεία µορφή της ΛΣ εκδηλώνεται µε πυρετό, έντονου βαθµού περιφεριακή λεµφαδενοπάθεια και σπληνοµεγαλία (Ciaramella και συν 1997, Koutinas και συν 1999), ενώ η πολύ συχνότερη χρόνια µορφή συνήθως χαρακτηρίζεται από την εµφάνιση προοδευτικής απώλειας του σωµατικού βάρους, γενικευµένης αδυναµίας, περιφεριακής λεµφαδενοπάθειας, σπληνοµεγαλίας, δερµατικών αλλοιώσεων, µε συχνότερες την αποφολιδωτική δερµατίτιδα, τα άτονα έλκη, την ονυχογρύπωση και την υπερκεράτωση του ακρορινίου και χρόνιας νεφρικής ανεπάρκειας κυρίως λόγω της από ανοσοσύµπλοκα σπειραµατονεφρίτιδας-διάµεσης νεφρίτιδας (Slappendel 1988, Kontos και Koutinas 1993, Ciaramella και συν 1997, Slappendel και Ferrer 1998, Koutinas και συν 1999). Η όρεξη των ζώων µερικές φορές αυξάνει ενώ η 6

Πίνακας 1 : Κλινικές εκδηλώσεις και παθολογικές καταστάσεις σε σύνολο 158 σκύλων µε Λεϊσµανίωση (L. infantum) στην Ελλάδα(Koutinas και συν 1999) Σύµπτωµα ή παθολογική κατάσταση Αριθµός ζώων µε το συγκεκριµένο σύµπτωµα ή παθολογική κατάσταση Εκατοστιαία αναλογία (%) ερµατικές αλλοιώσεις 128 81 Αποφολιδωτική δερµατίτιδα 82 64,1 Ονυχογρύπωση 39 30,5 Ελκη 44 34,4 Οζίδια 3 2,3 Ασηπτη φλυκταινώδης δερµατίτιδα 2 1,6 Υπερκεράτωση του ακρορινίου 24 18,8 Υπερκεράτωση των πελµατικών φυµάτων 18 14,1 Παρονυχία 8 6,3 Σταφυλοκοκκική πυώδης δερµατίτιδα 31 24,2 Οφθαλµολογικά προβλήµατα 38 24,1 Βλεφαρίτιδα 19 12 Ιριδοκυκλίτιδα ή ραγοειδίτιδα 13 8,2 Επιπεφυκίτιδα 38 24,1 Ξηρή κερατοεπιπεφυκίτιδα 8 5,1 Ατροφία µασητήριων µυών 39 24,7 Καχεξία 16 10,1 Σπληνοµεγαλία 15 9,5 Περιφεριακή λεµφαδενοπάθεια 103 65,2 Υποπλασία λεµφoγαγγλίων 12 7,6 Επίσταξη 6 3,8 Ελκώδης στοµατίτιδα 9 5,7 Πολυαρθρίτιδα 5 3,2 Νεφρωσικό σύνδροµο 3 1,9 Ασκίτης 2 1,3 7

ανορεξία ακολουθεί συνήθως την εγκατάσταση του χρόνιου ουραιµικού συνδρόµου, που αποτελεί τη συχνότερη αιτία θανάτου (Longstaffe και Guy 1985, Kontos και Koutinas 1993, Ferrer 1999). Η ελκώδης βλεφαρίτιδα, η λεµφοπλασµοκυτταρική ή κοκκιωµατώδης επιπεφυκίτιδα, η πρόσθια ραγοειδίτιδα, η επιπολής και εν τω βάθει κερατίτιδα και η επισκληρίτιδα, εµφανίζονται µάλλον συχνά (Roze 1986, Ferrer 1992, Martin και Stiles 1998, Roze 2002). Η ραγοειδίτιδα, που συνήθως οφείλεται σε αγγειΐτιδα από ανοσοσύµπλοκα (Garcia-Alonso και συν 1996), µπορεί να προκαλέσει γλαύκωµα κλειστής γωνίας ή ακόµη και πανοφθαλµίτιδα, που µοιραία θα οδηγήσουν στην τύφλωση του ζώου (Ciaramella και συν 1997, Roze 2002). Υπάρχουν και σκύλοι µε µοναδικό σύµπτωµα την επίσταξη, τουλάχιστον στην αρχή της εκδήλωσης της ΛΣ (Longstaffe και Guy 1985, Kontos και Koutinas 1993, Koutinas και συν 1999). Η επίσταξη, που µπορεί να είναι αµφοτερόπλευρη ή ετερόπλευρη, ήπιου ή έντονου βαθµού και συνεχής ή διαλείπουσα (Ferrer 1999, Blavier και συν 2001), πιθανολογείται ότι οφείλεται στο συνδυασµό θροµβοκυτταροπάθειας, υπερσφαιριναιµίας και ελκώδους ρινίτιδας (Slappendel και Ferrer 1998, Jüttner και συν 2001). Πολύ σπανιότερη είναι η χρόνια ηπατίτιδα που µπορεί να εξελιχθεί σε ηπατική ανεπάρκεια (Ferrer 1992). Στις άλλες παθολογικές καταστάσεις που συνδέονται µε τη ΛΣ περιλαµβάνονται η χρόνια κοκκιωµατώδης κολίτιδα (Gonzalez και συν 1990, Ferrer 1999), η µη ελκώδης πολυαρθρίτιδα (Cucinotta και συν 1991, Spreng 1993, Cucinotta και συν1995, Wolschrijn και συν 1996), η γενικευµένη αγγειΐτιδα ( Pumarola και συν 1991, Font και συν 2002), η οστεοµυελίτιδα και η υπερπλαστική περιοστίτιδα (Turrel και Pool 1982, Buracco και συν 1997, Slappendel και Ferrer 1998, Franch και συν 2002), η ελκώδης στοµατίτιδα, οι αλλοιώσεις της οποίας εντοπίζονται κυρίως στην υπερώα (Koutinas και συν 1999) και η ανάπτυξη κοκκιωµάτων µε τη µορφή οζιδίων στους βλεννογόνους της στοµατικής κοιλότητας, των ρινικών κοιλοτήτων και του πέους (Font και συν 1996, Ochoa και συν 2002). Άλλες σπανιότερες παθολογικές καταστάσεις είναι η διάµεση πνευµονία (Duarte και συν 1986, Blavier και συν 2001) και η περικαρδίτιδα (Font και συν 1993), ενώ σχετικά πρόσφατα έχει επιβεβαιωθεί και η προσβολή του εγκεφάλου και των µηνίγγων (Cortese και συν 1999, Vinuelas και συν 2001). Στον αιµατολογικό έλεγχο, το συχνότερο εύρηµα είναι η αναιµία, που χαρακτηρίζεται ως ορθόχρωµη, ορθοκυτταρική και µη αναγεννητική (Longstaffe και Guy 1985, Kontos και Koutinas 1993, Ciaramella και συν 1997) και οφείλεται στη 8

χρόνια φλεγµονή, τη χρόνια ή την οξεία αιµορραγία (π.χ. χρόνια έλκη, επίσταξη) και σπανιότερα την αιµόλυση (Slappendel και Ferrer 1998, Lobetti 2002). Υπάρχουν και περιστατικά ΛΣ µε θροµβοκυτταροπενία, η οποία πιθανότατα οφείλεται στα κυκλοφορούντα ανοσοσύµπλοκα και αυτοαντισώµατα, την υπερπλαστική σπληνοµεγαλία ή τη χρόνια µορφή του συνδρόµου της διάσπαρτης ενδοαγγειακής πήξης (Ciaramella και συν 1997). Εκτός από τη θροµβοκυτταροπενία, έχει διαπιστωθεί και θροµβοκυτταροπάθεια (Moreno και συν1999) καθώς και αύξηση των χρόνων θροµβοπλαστίνης και θροµβίνης (Moreno και συν1999). Τέλος, η λευκοκυττάρωση (Ciaramella και συν 1997, Mur και Verde 1995) και η λευκοπενία (Slappendel 1988) εµφανίζονται σπανιότερα. Σε περιστατικά της νόσου που έχει εγκατασταθεί χρόνια νεφρική ανεπάρκεια δεύτερου ή τρίτου σταδίου, η συγκέντρωση του αζώτου ουρίας (ΒUΝ), της κρεατινίνης και του φωσφόρου στον ορό του αίµατος αυξάνεται σηµαντικά (Slappendel 1988, Koutinas και συν 1999). Η β και γ υπερσφαιριναιµία, που είναι το συχνότερα διαπιστούµενο εργαστηριακό εύρηµα, τις περισσότερες φορές συνοδεύεται από υπολευκωµατιναιµία (Groulade και Person 1987, Slappendel 1988, Ciaramella και συν 1997). Η πρώτη οφείλεται στην υπερενεργοποίηση της χυµικής ανοσίας (Mur και Verde 1995) ενώ η δεύτερη στη µεγάλη απώλεια λευκωµατινών µε τα ούρα, λόγω της σπειραµατονεφρίτιδας ή της αµυλοείδωσης του νεφρού και της µειωµένης κατανάλωσης πρωτεϊνών λόγω της ανορεξίας (Ferrer 1992, Kontos και Koutinas 1993). Στην αρχή παρατηρείται σταδιακή αύξηση των β1 και β2 και στη συνέχεια των β3 και γ σφαιρινών (Pinelli και συν 1994). Ωστόσο οι Blavier και συν (2001) διαπίστωσαν και µονοκλωνική αύξηση των γ σφαιρινών σε µικρό αριθµό ζώων. Οι ανοσοσφαιρίνες που ανιχνεύονται µε την ανοσοηλεκτροφόρηση και ανήκουν στην κλάση G (IgG), συµµετέχουν σε µεγάλο βαθµό στο σχηµατισµό των κυκλοφορούντων ανοσοσυµπλόκων (Slappendel 1988, Lopez και συν 1996). Στη ΛΣ παράγονται και αυτοαντισώµατα, που παίζουν σηµαντικό ρόλο στην παθογένειά της, σε αντίθεση µε τα επίσης παραγόµενα αντιπυρηνικά αντισώµατα (Brandonisio και συν 1990,Koutinas και συν 1993, Lucena και συν 1996, Lucena και Ginel 1998, Ginel και συν 2002). Στην εξέταση των ούρων, το ειδικό βάρος συνήθως είναι χαµηλό, όταν έχει εγκατασταθεί χρόνια νεφρική ανεπάρκεια και στο ίζηµα των περισσότερων ζώων µε σπειραµατική πρωτεϊνουρία, παρατηρούνται υαλοκοκκιώδεις κύλινδροι (Κοντός 1986, Koutinas και συν 1999). 9

Στις ενδηµικές περιοχές της ΛΣ, ο ποκιλόµορφος χαρακτήρας της νόσου επιβάλλει τη διαφοροποίησή της από πληθώρα νοσηµάτων, όπως είναι ο συστηµατικός και ο δερµατικός ερυθηµατώδης λύκος, η φυλλώδης και κοινή πέµφιγγα, η επίκτητη µορφή της ποµφολυγώδους επιδερµόλυσης, το ποµφολυγώδες πεµφιγοειδές, η κοκκιωµατώδης σµηγµαταδενίτιδα, η δερµάτωση που ανταποκρίνεται στον ψευδάργυρο, η πρωτογενής σµηγµατόρροια, ορισµένα νεοπλάσµατα του δέρµατος, η δερµατοφυτίαση, η ερλιχίωση, η πιροπλάσµωση, το πολυκεντρικό λέµφωµα, το πολλαπλό µυέλωµα, η ιδιοπαθής σπειραµατονεφρίτιδα, το αφροδίσιο µεταδοτικό νεόπλασµα και οι διάφορες ανοσολογικές και λοιµώδεις πολυαρθρίτιδες (Kontos και Koutinas1993, Slappendel και Ferrer 1998, Koutinas και συν 1999, Scott και συν 2001). ιάγνωση Η διάγνωση της ΛΣ στηρίζεται στην αναζήτηση του παράσιτου σε βιολογικά υλικά (παρασιτολογική εξέταση), την καλλιέργεια σε ειδικά υποστρώµατα και την ανίχνευση ειδικών αντισωµάτων στον ορό του αίµατος (ορολογικές εξετάσεις), συγκεκριµένων αντιγόνων (ανοσοϊστοχηµικές εξετάσεις) ή γενετικού υλικού του παράσιτου (µοριακές εξετάσεις) (Ferrer 1997, Slappendel 1998, Aisa και συν 1998, Ferrer 1999). Η µικροσκοπική αναζήτηση του παράσιτου σε επιχρίσµατα από παρακέντηση (λεµφογάγγλιο, µυελός των οστών, σπλήνας, οζίδια-φλύκταινες του δέρµατος) ή αποτύπωσης (αλλοιώσεις του δέρµατος ή των βλεννογόνων) είναι η απλούστερη από τις παραπάνω διαγνωστικές µεθόδους(kontos και Koutinas 1993, Ferrer 1997, Slappendel 1998, µε µεγάλη ειδικότητα, αλλά µε χαµηλή ευαισθησία (Ferrer 1999, Saridomichelakis και συν 2000). Η εξέταση των βιοψιών από το δέρµα βοηθά τη διαγνωστική προσπάθεια, όταν ο αριθµός των παράσιτων είναι σχετικά µεγάλος. ιαφορετικά, η ανίχνευσή τους διευκολύνεται µε την εφαρµογή ανοσοϊστοχηµικών µεθόδων και τη χρησιµοποίηση ειδικών αντισωµάτων (Ferrer και συν 1988, Bourdoiseau και συν 1997). Η καλλιέργεια του παράσιτου σε θρεπτικά υποστρώµατα όπως το ΝΝΝ, RPMI-1640 και ΗΟ-ΜΕΜ (Kontos και Koutinas 1993, Ferrer 1997, Ferrer 1999), έχει µικρή διαγνωστική αξία στην πράξη και απλά περιορίζεται στην ταυτοποίηση των διαφόρων ειδών της Leishmania sp. (Ferrer 1999). Από τις ορολογικές δοκιµές, ο έµµεσος ανοσοφθορισµός (IFA) και η ανοσοενζυµική µέθοδος (ELISA) χρησιµοποιούνται ευρύτατα στην κλινική πράξη 10

(Slappendel 1988, Kontos και Koutinas1993, WHO 1996, Ferrer 1999). Ωστόσο, η ερµηνεία του αποτελέσµατος θα πρέπει να συσχετίζεται µε την κλινική εικόνα του ζώου και την παρουσία του παράσιτου σε επιχρίσµατα από το µυελό των οστών ή/και τα λεµφογάγγλια (Slappendel 1988, Kontos και Koutinas1993). Σε περίπτωση ασυµβατότητας µεταξύ της ορολογικής και της κλινικής παρασιτολογικής εξέτασης, η πρώτη χρειάζεται να επαναλαµβάνεται κάθε µήνα για αρκετό διάστηµα (Noli 1999). Το αποτέλεσµα συνήθως είναι θετικό στους µολυσµένους αλλά ασυµπτωµατικούς σκύλους που ενδέχεται να µην εκδηλώσουν ποτέ τη νόσο (Ferrer 1999, Pinelli και συν 1999). Στην IFA, ο τίτλος των ειδικών αντισωµάτων δεν µπορεί να χρησιµοποιηθεί ως κριτήριο του βαθµού έντασης της κλινικής εικόνας, της εξέλιξης της νόσου ή του θεραπευτικού αποτελέσµατος στα ζώα στα οποία έγινε ή γίνεται θεραπεία (Koutinas και συν 1999). Η τεχνική της αλυσιδωτής αντίδρασης της πολυµεράσης (PCR), αυξάνει σηµαντικά τις διαγνωστικές δυνατότητες, διευκολύνει την ταυτοποίηση των ειδών του παράσιτου και τον έλεγχο της παρασιτολογικής ίασης (Ferrer 1997, Slappendel 1998, ιάκου 2000). Η µέθοδος βασίζεται στην ενζυµική σύνθεση και ενίσχυση συγκεκριµένων κάθε φορά τµηµάτων του γονιδιοσώµατος της Leishmania sp. µε τη βοήθεια της DNA πολυµεράσης (Καραµέρης 1997, Ferrer 1999, Solano-Gallego και συν 2001). Η υψηλή ειδικότητα και ευαισθησία της µεθόδου οφείλεται στο ότι απειροελάχιστη ποσότητα του παρασιτικού DNA, που συνήθως προέρχεται από τον κινητοπλάστη της αµαστιγοφόρου µορφής του πρωτόζωου, µπορεί να αναγνωρισθεί και να πολλαπλασιαστεί ανάλογα σε νωπά ή µονιµοποιηµένα παρασκευάσµατα και να καταστεί ανιχνεύσιµη (Ferrer 1999, Solano-Gallego και συν 2001). Ωστόσο, η εφαρµογή της µεθόδου απαιτεί εξειδικευµένο εργαστήριο µε κατάλληλο εξοπλισµό και εφοδιασµένο µε τα κατάλληλα βιολογικά αντιδραστήρια, γεγονός που περιορίζει την ευρεία εφαρµογή της στην πράξη (Noli 1999, Ferrer 1999). Πρόσφατα, η τεχνική της τυχαίας ενίσχυσης τµηµάτων του πολυµορφικού DNA (RAPD-PCR), χρησιµοποιήθηκε µε µικρές τροποποιήσεις για την ταυτοποίηση των ειδών και στελεχών της Leishmania sp. στη χώρα µας ( ιάκου 2000). Το ανοσοαποτύπωµα Western, µε το οποίο ανιχνεύονται αντιγονικά κλάσµατα µε µοριακό βάρος 12 και 14 kd, έχει υψηλή ευαισθησία και ειδικότητα (Aisa και συν 1998) και συνήθως χρησιµοποιείται στα περιστατικά εκείνα των οποίων το ορολογικό αποτέλεσµα είναι αρνητικό, παρά το συµβατό της κλινικής τους εικόνας µε τη ΛΣ. 11

ΙΑΓΝΩΣΤΙΚΗ ΙΕΡΕΥΝΗΣΗ ΤΩΝ ΜΥΟΠΑΘΕΙΩΝ ΣΤΟ ΣΚΥΛΟ Με τις ηλεκτροδιαγνωστικές εξετάσεις καταγράφεται η ηλεκτρική δραστηριότητα των µυών και των νεύρων πριν και µετά την εισαγωγή ηλεκτρικών ερεθισµάτων, που έχουν προκαθορισµένη ένταση και διάρκεια, προκειµένου να ελεγχθεί η λειτουργική τους ικανότητα (Brown και Zaki 1979, Sims 1994). Σε αυτές κυρίως περιλαµβάνονται το ηλεκτροµυογράφηµα (ΗΜΓ), η µέτρηση της κινητικής και αισθητικής αγωγιµότητας των περιφεριακών νεύρων, ο έλεγχος της λειτουργίας των νευροµυϊκών συνάψεων µε υψιδυναµικές και επαναλαµβανόµενες διεγέρσεις, το ΗΜΓ µεµονωµένης µυϊκής ίνας, για τον έλεγχο του τµήµατος των περιφεριακών νεύρων που βρίσκεται κοντά στις µυϊκές ίνες και ο έλεγχος των νωτιαίων ριζών µε τη χρησιµοποίηση προκλητών δυναµικών (Sims 1994, Cuddon 2002). Στο ηλεκτροµυογράφηµα, καταγράφεται η ακούσια και εκούσια ηλεκτρική δραστηριότητα των µυϊκών ινών και εκείνη της εισόδου του ηλεκτροδίου στο µυ (Kimura 1989, Sims 1994), µε τη χρησιµοποίηση επιφανειακών ή εισερχόµενων ηλεκτροδίων (Steinberg 1979). Με την εξέταση αυτή όχι µόνο µπορεί να επιβεβαιωθεί η µυοπάθεια, αλλά ταυτόχρονα να ελεγχθεί ο βαθµός προσβολής, ο πολυεστιακός ή εντοπισµένος χαρακτήρας και η χρονιότητά της (Chrisman 1985). Για τη λήψη του ΗΜΓ το ζώο υποβάλλεται σε βαθιά γενική αναισθησία προκειµένου να αποφευχθεί η ανεπιθύµητη εκούσια µυϊκή δραστηριότητα (Griffiths και Dunkan 1978), ενώ στη συνέχεια τοποθετείται πάνω σε γειωµένη τράπεζα και σε θερµοκρασία περιβάλλοντος 22-25 ο C, για να µην επηρεαστεί η καταγραφή του αποτελέσµατος (Redding και Ingram 1984, Braund 1994a). Τα ηλεκτρόδια που χρησιµοποιούνται στην κτηνιατρική πράξη, είναι κατά κύριο λόγο οµοκεντρικά ή µονοπολικά τύπου βελόνης (Bowen 1987). Τα πρώτα, αν και περισσότερο επώδυνα, είναι ηλεκτρικά σταθερότερα και επιτρέπουν την ευκολότερη καταγραφή των ινιδικών δυναµικών ενώ µε τα δεύτερα µπορούν να καταγραφούν από το ίδιο σηµείο τα αποµακρυσµένα και τα ευρύτερου φάσµατος δυναµικά (Bowen 1987, Sherman και συν 1990). Ανεξάρτητα από τον τύπο των ηλεκτροδίων, η ευαισθησία του ΗΜΓ είναι ανάλογη µε τις καταγραφές που λαµβάνονται κάθε φορά (Cuddon 2002). Ιδιαίτερα σηµαντική στην ερµηνεία είναι η µετατροπή τους σε ηχητικά σήµατα µε τη χρησιµοποίηση κατάλληλης συσκευής, αφού κάθε δυναµικό που θα παραχθεί αντιπροσωπεύεται από συγκεκριµένο ήχο (Steinberg 1979). Ο φυσιολογικός µυς σε ηρεµία εµφανίζεται ηλεκτρικά σιωπηλός, µε εξαίρεση τη δραστηριότητα που καταγράφεται κατά την εισαγωγή του ηλεκτροδίου. Αυτή 12

αρχίζει και σταµατά απότοµα ενώ η ένταση και η διάρκειά της, είναι ανάλογες προς την κίνηση του ηλεκτροδίου (Farnbach 1980, van Νess 1986, Sims 1994). Σε πολλές περιπτώσεις η ηλεκτρική δραστηριότητα της τελικής κινητικής πλάκας καταγράφεται µε τη µορφή µικρών δυναµικών και αιχµών, από την αυτόµατη και στιγµιαία απελευθέρωση µικρών ποσοτήτων νευροδιαβιβαστών στη νευροµυϊκή σύναψη. Μπορεί επίσης να παρατηρηθούν και δυναµικά κινητικής µονάδας ακόµη και στην ελαφρού βαθµού εκούσια συστολή του µυ (Kimura 1989, Sims 1994). Στις µυοπάθειες, η ηλεκτρική δραστηριότητα των προσβληµένων µυών καταγράφεται µε τη µορφή θετικών και ινιδικών δυναµικών, εκφορτίσεων υψηλής συχνότητας, ινιδισµών και µυοτονικών εκφορτίσεων, µε ταυτόχρονη αύξηση της δραστηριότητας κατά την είσοδο του ηλεκτροδίου στο µυ (Griffiths και Dunkan 1978, Steinberg 1979, Sims 1994). Στις πολυµυΐτιδες δεν παρατηρούνται µυοτονικές εκφορτίσεις (Bohan και Peter 1975a, Kornegay και συν 1980), όπως συµβαίνει στη συγγενή και την από υπερφλοιοεπινεφριδισµό µυοτονία (Dunkan και συν 1977, Farnbach 1980, Farrow και Malik 1981). Στις χρόνιες πολυµυΐτιδες στις οποίες η µυϊκή ατροφία είναι έντονη, δεν είναι σπάνιο να διαπιστωθεί ηλεκτρική σιγή, λόγω της αντικατάστασης των µυϊκών ινών από συνδετικό ιστό(smith 1989). Επειδή τα παραπάνω ηλεκτροµυογραφικά ευρήµατα εµφανίζονται και στις περιφεριακές νευροπάθειες (Griffiths και Dunkan 1978, Cuddon 2002), η διαφοροποίηση θα βασιστεί στη µέτρηση της κινητικής αγωγιµότητας των περιφερικών νεύρων, η οποία στις µυοπάθειες είναι φυσιολογική (Brown και Ζaki 1979, Smith 1989, Blot 1996). Η αύξηση της δραστηριότητας των µυϊκών ενζύµων στον ορό του αίµατος αποτελεί τη βασική βιοχηµική διαταραχή των µυοπαθειών (Averill 1980, Chrisman 1985, Blot 1996). Κάτω από φυσιολογικές συνθήκες, τα µυϊκά ένζυµα βρίσκονται µέσα στις µυϊκές ίνες και η δραστηριότητά τους στον ορό του αίµατος είναι χαµηλή (Blot 1996). Όταν όµως η διαπερατότητα του σαρκειλήµµατος µεταβληθεί και οι µυϊκές ίνες εκφυλιστούν ή νεκρωθούν, τα ένζυµα αυτά απελευθερώνονται για να εισέλθουν στη συνέχεια στο αίµα (Scott-Moncrief και συν 1990, Blot 1996). Στην κλινική πράξη συνήθως προσδιορίζεται η δραστηριότητα της κρεατινικής κινάσης (CK), της γαλακτικής δεϋδρογενάσης (LDH), της ασπαρτικής αµινοτρανσφεράσης (AST) και της αλδολάσης (ALT) (Averill 1980, Scott-Moncrief και συν 1990). Η ταυτόχρονη µέτρηση των µυϊκών ισοενζύµων, όπως εκείνων του µυοκαρδίου και του εγκεφάλου για τη CK και του ήπατος για την LDH, µπορεί να αποκλείσει τα ανάλογα νοσήµατα και να ενισχύσει περισσότερο τη διάγνωση της 13

µυοπάθειας (Averill 1980, Scott-Moncrief και συν 1990, Shelton 1990, Blot 1996, Podell 2002). Η αύξηση της δραστηριότητας των µυϊκών ενζύµων δε δίνει πληροφορίες για το είδος των µυϊκών αλλοιώσεων και εξαρτάται από τον αριθµό των προσβληµένων µυϊκών ινών και λιγότερο από το βαθµό έντασης της προσβολής (Scott-Moncrief και συν 1990). Η µη διαπίστωση της αύξησης αυτής, δε µπορεί όµως σε καµία περίπτωση να αποκλείσει την ύπαρξη µυοπάθειας, ιδιαίτερα στα χρόνια περιστατικά (Chrisman 1985, Blot 1996). Επισηµαίνεται ότι στο 36% των περιστατικών πολυµυΐτιδας στον άνθρωπο, η δραστηριότητα των µυϊκών ενζύµων βρισκόταν µέσα στα φυσιολογικά όρια (De Vere και Bradley 1975). Στο σκύλο, η δραστηριότητα της CK ήταν φυσιολογική σε 4 από τα 13 ζώα µε ιδιοπαθή µυΐτιδα των µασητήριων µυών (Gilmour και συν 1992) και σε 6 από τα 9 µε ιδιοπαθή πολυµυΐτιδα (Kornegay και συν 1980). Η σχετικά χαµηλή αυτή ευαισθησία της εξέτασης αυτής, µπορεί να αποδοθεί στη µικρή ηµιπερίοδο ζωής του συγκεκριµένου µυϊκού ενζύµου (Blot 1996, Shelton και συν 1987). Από τα διάφορα µυϊκά ένζυµα, η CK αποτελεί τον καλύτερο ίσως δείκτη των µυϊκών αλλοιώσεων, επειδή αυξάνει από την αρχή της εµφάνισης των µυοπαθειών και έχει µεγάλη ειδικότητα και ικανοποιητική ευαισθησία (Farnbach 1979, Averill 1980, Blot 1996, Podell 2002). Η CK συµµετέχει στην οξειδωτική φωσφορυλίωση της αδενοσινικής διφωσφατάσης (ADP), µε τη χρησιµοποίηση των αποθεµάτων της φωσφοκρεατίνης, για να παραχθεί γρήγορα τριφωσφορική αδενοσίνη (ΑΤΡ), που είναι απαραίτητη στην αλληλεπίδραση της ακτίνης µυοσίνης κατά τη συστολή των µυϊκών ινών. Στο στάδιο της χαλάρωσης των µυϊκών ινών, η CK διευκολύνει την επανασύνθεση της φωσφοκρεατίνης από το ΑΤΡ και την κρεατίνη, αποκαθιστώντας µε τον τρόπο αυτό τα ενεργειακά αποθέµατα του µυ (Blot 1996, Podell 2002). Επειδή η ηµιπερίοδος ζωής της CK είναι µόνο 6 ώρες, η προοδευτική αύξηση της δραστηριότητάς της µέσα σε διάστηµα 24 ή 48 ωρών, υποδηλώνει την παρουσία οξείας και σε εξέλιξη µυοπάθειας (Scott-Moncrief και συν 1990, Blot 1996, Podell 2002). Σηµαντική αύξηση παρατηρείται στις µυΐτιδες και ιδιαίτερα τις γενικευµένες, όπως για παράδειγµα στην ιδιοπαθή πολυµυΐτιδα (Kornegay και συν 1980, Shelton 1990). Η δραστηριότητα του ενζύµου επηρεάζεται από την ηλικία και το σωµατικό µέγεθος του ζώου και συνήθως είναι υψηλότερη στους νεαρούς και µικρόσωµους σκύλους (Scott-Moncrief και συν 1990, Blot 1996, Podell 2002). Τέλος, στην αξιολόγηση της δραστηριότητας των µυϊκών ενζύµων και ιδιαίτερα της CK στον ορό του αίµατος, θα πρέπει να λαµβάνονται υπόψη οι 14

προηγούµενες ενδοµυϊκές ενέσεις, οι βιοψίες από τους µυς, η ηλεκτροµυογραφική εξέταση και η παρατεταµένη κατάκλιση, που µπορούν να την αυξήσουν σηµαντικά (Farnbach 1979, Scott-Moncrief και συν 1990, Blot 1996, Podell 2002). Οι βιοψίες από τους µυς στις οποίες γίνεται ιστοπαθολογική, ιστοχηµική και ανοσοϊστοχηµική εξέταση, είναι ο καλύτερος, ασφαλέστερος και αµεσότερος τρόπος για τη διάγνωση και την παραπέρα διερεύνηση της φύσης των διάφορων µυοπαθειών (Griffiths και συν 1973, Averill 1980, Shelton 1990, Dickinson και LeCouteur 2002), καθώς και για τη διαφοροποίησή τους από τις νευροπάθειες (Shelton 1990). Με τις παραπάνω εξετάσεις, µπορούν επίσης να διερευνηθούν οι νευρικές απολήξεις, οι νευροµυϊκές συνάψεις, ο συνδετικός ιστός και τα αγγεία (Shelton και Cardinet 1987, Dickinson και LeCouteur 2002). Στην κτηνιατρική χρησιµοποιείται η ανοικτή µέθοδος βιοψιών από τους µυς ενώ η διαδερµική βιοψία µε βελόνα, συνιστάται όταν χρειάζεται να γίνουν επανειληµµένες λήψεις δειγµάτων από το ίδιο σηµείο του µυ ( Dickinson και LeCouteur 2002). Τα στοιχεία που µπορούν να αξιολογηθούν στο προϊόν της βιοψίας είναι το µέγεθος, ο τύπος και η κατανοµή των µυϊκών ινών και οι µεταβολές της µορφολογίας και των δοµικών τους χαρακτηριστικών (Griffiths και συν 1973, Scott- Moncrief και συν 1990, Dickinson και LeCouteur 2002). Στις µυΐτιδες, η διαγνωστική αξία της βιοψίας, επηρεάζεται από το σηµείο λήψης του δείγµατος, το µέγεθος και τον αριθµό των δειγµάτων, το χρόνο που µεσολαβεί από τη λήψη µέχρι την επεξεργασία του ιστοτεµαχίου και τον τρόπο χειρισµού του δείγµατος (Griffiths και συν 1973, Podell 2002). Συνήθως επιλέγονται οι εύκολα προσπελάσιµοι µύες, όπως ο έξω εκτείνοντας τα δάκτυλα, ο δελτοειδής, ο τρικέφαλος βραχιόνιος, ο δικέφαλος µηριαίος, ο έξω πλατύς και ο πρόσθιος κνηµιαίος (Griffiths και συν 1973, Dickinson και LeCouteur 2002). Με δεδοµένο τον πολυεστιακό ή διάχυτο χαρακτήρα των αλλοιώσεων στις µυοπάθειες και ιδιαίτερα στις πολυµυΐτιδες, η λήψη αντιπροσωπευτικού δείγµατος επιτυγχάνεται µε το ΗΜΓ σε ένα µυ ή σε οµάδα µυών και την ταυτόχρονη βιοψία από την αντίστοιχη περιοχή του άλλου ηµιµόριου του σώµατος (Farnbach 1979, Smith 1989, Scott-Moncrief και συν 1990, Berry 1990). εν είναι λίγα τα περιστατικά στα οποία η κλινική και η ηλεκτροµυογραφική εξέταση υπαγορεύουν τη λήψη βιοψίας από συγκεκριµένη οµάδα µυών (Podell 2002). Σε κάθε περίπτωση πρέπει να αποφεύγεται η λήψη βιοψιών από περιοχές στις οποίες έχουν γίνει ενδοµυϊκές εγχύσεις ή ηλεκτροµυογραφική εξέταση (Scott-Moncrief και συν 1990, Dickinson και LeCouteur 2002). Στα χρόνια περιστατικά προτιµούνται οι 15

λιγότερο προσβληµένοι µύες, ενώ στις οξείες µυοπάθειες εκείνοι µε την εντονότερη συµπτωµατολογία ( Dickinson και LeCouteur 2002). Στις πολυµυΐτιδες θα πρέπει να λαµβάνονται δείγµατα από δύο τουλάχιστο µυς (Podell 2002). Η διατήρηση του in vivo µήκους και του προσανατολισµού των µυϊκών ινών στο προϊόν της βιοψίας, αποτελεί βασική προϋπόθεση για την αποφυγή τεχνικών σφαλµάτων, που θα µπορούσαν να επηρεάσουν την ιστοπαθολογική εξέταση (Scott- Moncrief και συν 1990, Blot 1996). Για το σκοπό αυτό χρησιµοποιούνται ειδικές λαβίδες και ράµατα µετάξης, προκειµένου να ακινητοποιηθεί το δείγµα σε τεµάχιο από ξύλινο γλωσσοπίεστρο (Griffiths και συν 1973, Averill 1980, Scott-Moncrief και συν 1990, Blot 1996). Τα µυϊκά ιστοτεµάχια, που συνήθως έχουν διαστάσεις 3Χ4mm, µονιµοποιούνται σε ρυθµιστικό διάλυµα φορµόλης 10% για την ιστοπαθολογική εξέταση ή καταψύχονται αµέσως σε ισοπεντάνιο προψυγµένο σε υγρό άζωτο και διατηρούνται στους -70 0 C, για τις ανοσοϊστοχηµικές (SPA-HRPO) και ανοσοενζυµικές (ATPase, NADH) εξετάσεις (Scott-Moncrief και συν 1990, Blot 1996). Εφόσον κριθεί απαραίτητη η εξέταση µε το ηλεκτρονικό µικροσκόπιο, το αντίστοιχο δείγµα λαµβάνεται πρώτο και µονιµοποιείται µε γλουταραλδεΰδη (Scott- Moncrief και συν 1990). Τα ιστοτεµάχια θα πρέπει τέλος να λαµβάνονται, από τη γαστέρα και όχι από τις καταφύσεις των µυών, στις οποίες υπάρχει άφθονος και συµπαγής συνδετικός ιστός ( Dickinson και LeCouteur 2002). Με την ιστοπαθολογική εξέταση παρέχονται πληροφορίες αναφορικά µε τη µορφολογία των µυϊκών ινών, των ενδοµυϊκών νευρικών απολήξεων, του συνδετικού ιστού και των αγγείων, καθώς και την τυχόν παρουσία φλεγµονικού διηθήµατος (Scott-Moncrief και συν 1990, Blot 1996). Για το σκοπό αυτό, συνήθως χρησιµοποιείται η χρώση της αιµατοξυλίνης εωσίνης και η τρίχρωµη Gοmori (Shelton και Cardinet 1987, Blot 1996). Στα συνήθη ιστοπαθολογικά ευρήµατα των µυοπαθειών γενικά περιλαµβάνονται η ατροφία, η νέκρωση, η εκφύλιση και η αναγέννηση των µυϊκών ινών, που µπορεί να συνοδεύονται από περιαγγειακές και περιµυϊκές διηθήσεις µε φλεγµονικά κύτταρα (Scott-Moncrief και συν 1990, Dickinson και LeCouteur 2002). Με την ιστοπαθολογική εξέταση, οι µυοπάθειες µπορούν να διαφοροποιηθούν από τις νευροπάθειες-µυελοπάθειες, αφού για παράδειγµα η γωνιώδης ατροφία των µυϊκών ινών και οι πυκνωτικοί τους πυρήνες παρατηρούνται µόνο στην απονευρωτική µυοπάθεια (Scott-Moncrief και συν 1990, Shelton 1990, Blot 1996, Dickinson και LeCouteur 2002). Επιπλέον, ο τύπος των φλεγµονικών κυττάρων µπορεί να συµβάλλει στη διαφοροποίηση των πολυµυΐτιδων 16

από τις εκφυλιστικές µυοπάθειες, επειδή στις πρώτες εκτός από τα µακροφάγα κύτταρα, παρατηρούνται και λεµφοκύτταρα, πλασµοκύτταρα, πολυµορφοπύρηνα και κατά περίπτωση εωσινόφιλα, σε αριθµούς που είναι δυσανάλογοι µε το βαθµό και την έκταση της νέκρωσης στις µυϊκές ίνες (Kornegay και συν 1980, Smith 1989, Berry 1990, Podell 2002). Στις εκφυλιστικές όµως µυοπάθειες, το φλεγµονικό διήθηµα αποτελείται σχεδόν αποκλειστικά από µακροφάγα κύτταρα, σε αριθµό που είναι ανάλογος προς τη νέκρωση των µυϊκών ινών (Dickinson και LeCouteur 2002). Ωστόσο, η έντονου βαθµού ανάπτυξη του συνδετικού ιστού, που παρατηρείται στα χρόνια περιστατικά των µυοπαθειών, φαίνεται να περιορίζει τη διαφοροποίηση αυτή (Scott-Moncrief και συν 1990). Σε πολλά ζώα µπορεί να παρατηρηθούν και άλλα ευρήµατα ανάλογα µε το είδος της µυοπάθειας (Podell 2002), όπως για παράδειγµα εωσινόφιλα κοκκιοκύτταρα στη µυΐτιδα των µασητήριων µυών (Shelton και συν 1987), κύστεις και ταχυζωϊδια στην τοξοπλάσµωση (Braund και συν 1988) και τη νεοσπόρωση (Vincent-Johnson και συν 1997) ή σχιστά και µακροµεροζωϊδια στην ηπατοζωονόσο (Dubey και συν 1988). Η ιστοπαθολογική εξέταση θεωρείται το πλέον αξιόπιστο διαγνωστικό µέσο στις διάφορες πολυµυΐτιδες (Farnbach 1979, Berry 1990, Podell 2002), χωρίς αυτό να σηµαίνει ότι το αρνητικό αποτέλεσµα µπορεί να τις αποκλείσει, αφού η πολυεστιακή κατανοµή των αλλοιώσεων κάνει πιθανή τη λήψη µη αντιπροσωπευτικού δείγµατος (Farnbach 1979). Με τις ιστοχηµικές εξετάσεις, µπορούν να διακριθούν οι διάφοροι τύποι των µυϊκών ινών µε βάση τα µεταβολικά τους χαρακτηριστικά (Griffiths και συν 1973, Braund και συν 1978, Blot 1996, Dickinson και LeCouteur 2002) και να εντοπιστούν οι διάφορες ενζυµικές ή/και µεταβολικές διαταραχές τους (Griffiths και συν 1973, Shelton 1990, Dickinson και LeCouteur 2002). Στις εξετάσεις αυτές, απαραίτητη προϋπόθεση είναι η χρησιµοποίηση κατεψυγµένων ιστοτεµαχίων, στα οποία µπορούν να διατηρηθούν οι µορφολογικές λεπτοµέρειες των µυϊκών αυτών ινών και να σηµανθούν αρκετές από τις ενδοκυτταρικές βιοχηµικές αντιδράσεις που γίνονται µέσα στο κύτταρο (Shelton 1990, Blot 1996). Για τη διαφοροποίηση των τύπων των µυϊκών ινών στο σκύλο, περισσότερο χρησιµοποιείται η τεχνική της αδενοσινικής τριφωσφατάσης (ΑΤΡase), µε την οποία διακρίνονται τρεις τύποι µυϊκών ινών, έχοντας ως βάση ανατοµικά, φυσιολογικά και βιοχηµικά κριτήρια (Griffiths και συν 1973, Blot 1996, Dickinson και LeCouteur 2002). Συγκεκριµένα, οι τύπου Ι µυϊκές ίνες (σκελετικοί και µασητήριοι µυς) χαρακτηρίζονται από τη µικρή ταχύτητα κατά τη συστολή και την αερόβια ενδοκυτταρική οξείδωση και οι τύπου ΙΙ (σκελετικοί 17

µύες) και ΙΙΜ (µασητήριοι µύες) από την άντληση της απαραίτητης για τη συστολή ενέργειας, µέσω του µηχανισµού της γλυκόλυσης και τη µεγάλη ταχύτητα κατά τη συστολή (Braund και συν 1978, Orvis και Cardinet 1981, Blot 1996, Dickinson και LeCouteur 2002). Για τη διερεύνηση συγκεκριµένων διαταραχών του µεταβολισµού και τον εντοπισµό ενζυµικών ανεπαρκειών, µπορούν να χρησιµοποιηθούν και άλλες ιστοχηµικές χρώσεις. Σε αυτές περιλαµβάνονται η χρώση της νικοτιναµίδιο αδενινοδινουκλεοτιδιο-τετραζόλιο αναγωγάσης (NADH) και της σουκινικής δεϋδρογενάσης (SDH), µε τις οποίες ελέγχεται η λειτουργία των µιτοχονδρίων, της όξινης φωσφατάσης και της εστεράσης, για τη σήµανση των λυσοσωµατίων, της αλκαλικής φωσφατάσης για τη διάγνωση της δερµατοµυΐτιδας, η χρώση Oil Red O για τον έλεγχο της παρουσίας λιπιδίων µέσα στις µυϊκές ίνες και η Periodic acid Schiff (PAS) για τον αντίστοιχο έλεγχο της συγκέντρωσης του γλυκογόνου (Griffiths και συν 1973, Blot 1996, Dickinson και LeCouteur 2002). Με τις ιστοχηµικές τεχνικές µπορούν επίσης να διαφοροποιηθούν ορισµένες µυοπάθειες από τις νευροπάθειες, αφού στην απονευρωτική µυοπάθεια για παράδειγµα, η ατροφία εµφανίζεται ταυτόχρονα στις τύπου Ι και ΙΙ µυϊκές ίνες (Chrisman 1985, Scott-Moncrief και συν 1990, Dickinson και LeCouteur 2002). Mε τις ανοσοϊστοχηµικές τεχνικές, και συγκεκριµένα µε την άµεση µέθοδο, είναι δυνατή η ανίχνευση ανοσοσυµπλόκων όχι µόνο στις µυϊκές ίνες (πυρήνες, σαρκείληµµα, µυϊκά ινίδια) αλλά και τις νευροµυϊκές συνάψεις (Dickinson και LeCouteur 2002). Επισηµαίνεται ότι η παρουσία των ανοσοσυµπλόκων βοήθησε στην παραπέρα κατανόηση της παθογένειας ορισµένων διάχυτων νευροµυϊκών νοσηµάτων, όπως είναι η βαριά µυασθένεια (Pflugfelder και συν 1981) και η ιδιοπαθής µυΐτιδα των µασητήριων µυών (Shelton και συν 1985). Ωστόσο, ο ρόλος της εντόπισής τους και σε άλλα ανατοµικά στοιχεία των µυών, όπως το τοίχωµα των αγγείων και ο διάµεσος συνδετικός ιστός, δεν έχει ακόµη διευκρινιστεί (Shelton και Cardinet 1987). Με την έµµεση µέθοδο, µπορεί να ανιχνευτούν τα κυκλοφορούντα στο αίµα αντισώµατα απέναντι σε διάφορα αντιγόνα των µυϊκών ινών σε σκύλους που προσκοµίζονται µε συµπτώµατα του µυοπαθητικού συνδρόµου, ύστερα από επώαση των κατεψυγµένων τοµών από µυ υγιή σκύλου µε το υπό εξέταση δείγµα ορού (Shelton και συν 1985). Όπως και στον άνθρωπο έτσι και στο σκύλο, στις δύο παραπάνω µεθόδους χρησιµοποιείται σύζευγµα σταφυλοκοκκικής πρωτεΐνης Α µε υπεροξειδάση (SPA-HRPO) (Engel και συν 1977, Shelton και συν 1985). Επιπλέον, 18

είναι δυνατό µε κατάλληλα συζεύγµατα να ανιχνευτεί και ο αιτιολογικός παράγοντας σε αρκετές παρασιτικές και λοιµώδεις πολυµυΐτιδες, όπως για παράδειγµα στη νεοσπόρωση (Dubey και συν 1988). Στη ΛΣ έχουν εφαρµοστεί για τον ίδιο σκοπό µόνο στο δέρµα (Ferrer και συν 1988) και τα λεµφογάγγλια (Wunderlin και Pospischil 1992, Bourdoiseau και συν 1997). Η συνεχής αύξηση των χρησιµοποιούµενων µονοκλωνικών αντισωµάτων αυξάνει τη διαγνωστική αξία της ανοσοϊστοχηµείας, επειδή θεωρητικά µε αυτή µπορεί να σηµανθεί οποιοδήποτε αντιγονικό µόριο (Shelton και Cardinet 1987). Τελευταία χρησιµοποιούνται και µη επεµβατικές απεικονιστικές µέθοδοι για τη διάγνωση των πολυµυΐτιδων στον άνθρωπο, όπως η µαγνητική τοµογραφία (MR), µε την οποία µπορεί να εκτιµηθεί το είδος, ο βαθµός έντασης και η εντόπιση της µυΐτιδας και η ευαισθησία της οποίας φαίνεται ότι είναι µεγαλύτερη από εκείνη της δραστηριότητας της CK στον ορό του αίµατος (Podell 2002). 19

ΟΙ ΠΟΛΥΜΥΪΤΙ ΕΣ ΣΤΟ ΣΚΥΛΟ Οι σκελετικοί µύες συµµετέχουν ενεργητικά στη διατήρηση της στάσης και την κίνηση του σώµατος. (Shelton και Cardinet 1987, LeCouteur και συν 1989). Η κίνηση προϋποθέτει τη συστολή των µυών, που επιτυγχάνεται µε την πρόκληση διαφοράς δυναµικού στην τελική κινητική πλάκα της µυϊκής ίνας, τη διάδοση της ώσης κατά µήκος του σαρκειλήµµατος µε τη βοήθεια της αντλίας ιόντων και την ενεργοποίηση των συσταλτικών πρωτεϊνών (Shelton και Cardinet 1987, Shelton 1990). Κατά συνέπεια, η προσβολή των µυϊκών ινών µπορεί να προκαλέσει δυσλειτουργία µιάς ή περισσότερων από τις µονάδες που υπεισέρχονται στον κύκλο της συστολής-χαλάρωσης των µυών (Pedroia 1989, Shelton 1990). Αν και η κατάταξη των µυοπαθειών συνήθως γίνεται µε αιτιολογικά κριτήρια (Kornegay και συν 1980, Scott-Moncrief και συν 1990, Blot και Fuhrer 1996, Braund 2003), σε γενικές γραµµές αυτές διακρίνονται σε φλεγµονώδεις (µυΐτιδεςπολυµυΐτιδες) και εκφυλιστικές (Kornegay και συν 1980, Dickinson και LeCouteur 2002). Οι πρώτες ταξινοµούνται παραπέρα σε αυτοάνοσες ανοσολογικές, λοιµώδεις και κληρονοµικές (Podell 2002). Πίνακας 2. Η διάγνωση της πολυµυΐτιδας, γενικά, στηρίζεται στο ιστορικό και την κλινική εικόνα, την αύξηση της δραστηριότητας των µυϊκών ενζύµων (π.χ. CK) στον ορό του αίµατος, τις διαταραχές του ΗΜΓ και την ιστοπαθολογική εξέταση των βιοψιών από τους µυς (Kornegay και συν 1980, Morozumi και συν 1991, Podell 2002). Οταν σε ένα περιστατικό υπάρχουν και τα 4 αυτά διαγνωστικά κριτήρια, η διάγνωση πολυµυΐτιδας τίθεται χωρίς αµφιβολία, ενώ όταν αυτά µειωθούν σε 3 ή 2 αυτή είναι δυνατή ή πιθανή, αντίστοιχα (Bohan και Peter 1975a). Η αιτιολογική διάγνωση, που αναµφίβολα είναι δυσκολότερη και πολυπλοκότερη, πρέπει να επιχειρείται σε κάθε περιστατικό πολυµυΐτιδας, επειδή σε αυτή θα βασιστεί η επιλογή της ειδικής θεραπείας (Podell 2002). Στους νέους σκύλους συνηθέστερα παρατηρούνται οι συγγενείς-κληρονοµικές (δερµατοµυΐτιδα) και οι πρωτοζωϊκές (τοξοπλάσµωση, νεοσπόρωση, ηπατοζωονόσος) πολυµυΐτιδες, ενώ στα ενήλικα η ιδιοπαθής πολυµυΐτιδα και η ιδιοπαθής µυΐτιδα των µασητήριων µυών (Braund 1997). Στις κλινικές εκδηλώσεις των πολυµυΐτιδων περιλαµβάνονται κυρίως η µυϊκή αδυναµία, οι µυαλγίες, η δυσκαµψία των άκρων κατά τη µετακίνηση, οι χωλότητες, η πάρεση, οι δυσφαγίες, η δυσφωνία και η ατροφία ή η εξοίδηση των προσβληµένων µυών (Averill 1980, Scott-Moncrief και συν 1990, Berry 1990, 20

Πίνακας 2 : Αιτιολογική ταξινόµηση των µυΐτιδων-πολυµυΐτιδων στο σκύλο (Σύµφωνα µε τον Podell, 2002, τροποποιηµένη) Πρωτογενείς ή ιδιοπαθείς ευτερογενείς Πολυµυΐτιδα Γενικευµένη Των µυών που κινούν τον οφθαλµικό βολβό Των µυών του λάρυγγα Μυΐτιδα των µασητήριων µυών Παρασιτικές Νεοσπόρωση Tοξοπλάσµωση Ηπατοζωονόσος Τρυπανοσωµίωση Τριχίνωση ιροφιλαρίωση ερµατοµυΐτιδα Βακτηριδιακές Λεπτοσπείρωση Αναερόβιες λοιµώξεις Ερλιχίωση Μυκητιακές Ασπεργίλλωση Μονιλίωση Σχετιζόµενες µε αυτοάνοσα νοσήµατα Συστηµατικός ερυθηµατώδης λύκος Παρανεοπλασµατικές Θύµωµα ιάφορα κακοήθη νεοπλάσµατα Φαρµακευτικές D-πενικιλλαµίνη Σιµετιδίνη Τριµεθοπρίµη-σουλφοναµίδες 21

Shelton 1990, Blot 1996, Braund 1997). Τα παραπάνω συµπτώµατα (µυοπαθητικό σύνδροµο), εµφανίζονται στις οξείες και τις χρόνιες πολυµυΐτιδες (Braund 1997) και ξεκινούν από τους σκελετικούς ή/και τους µασητήριους µυς (Blot 1996, Braund 1997). Η διόγκωση των προσβληµένων µυών οφείλεται στο φλεγµονώδες οίδηµαή/και το σπασµό, ενώ η ατροφία στην ατροφία και νέκρωση των µυϊκών ινών και την ανάπτυξη του ινώδους συνδετικού ιστού (Averill 1980, Scott-Moncrief και συν 1990, Braund 1997). Η ατροφία είναι ιδιαίτερα εµφανής στους µυς των άκρων και της ωµοπλάτης και τους κροταφίτες και σε κάθε περίπτωση θα πρέπει να διαφοροποιείται από τη νευρογενή ή τη λόγω ανενεργησίας ατροφία, καθώς και από εκείνη που συνοδεύει την απίσχναση-καχεξία (Averill 1980, Blot 1996). Η µυϊκή αδυναµία (Shelton 1990, Blot 1996, Braund 1997) που είναι γενικευµένη και σπανιότερα εντοπισµένη, όπως για παράδειγµα στην ιδιοπαθή µυΐτιδα των µασητήριων µυών και τη µυΐτιδα των µυών του λάρυγγα (Blot 1996, Braund 1997), µπορεί να έχει µόνιµο ή παροδικό χαρακτήρα και να προκαλεί ακόµη και έντονες κινητικές διαταραχές (Averill 1980, Blot 1996). Η αδυναµία αυτή συνήθως επιδεινώνεται µε την άσκηση (Averill 1980, Berry 1990, Braund 1997) ενώ όταν η πολυµυΐτιδα αποτελεί κλινική εκδήλωση κάποιου συστηµατικού νοσήµατος, ενδέχεται να επικαλύπτεται από τα εντονότερα συµπτώµατα άλλων οργάνων (Shelton 1990). Οι διαταραχές στη στάση και την κίνηση του ζώου, που εµφανίζονται συχνά στις πολυµυΐτιδες, εκδηλώνονται µε δυσκαµψία των άκρων, κύρτωση της ράχης και µικρά βήµατα (Averill 1980, Pedroia 1989, Berry 1990, Blot και Fuhrer 1996, Braund 1997), αλλά όχι µε αταξία, όπως στα διάφορα νοσήµατα του ΚΝΣ και του ΠΝΣ (Scott-Moncrief και συν 1990). Οταν οι υποτροπές είναι συχνές (Braund 1997) ή στα χρόνια περιστατικά, η έντονη ανάπτυξη του ινώδους συνδετικού ιστού στους προσβληµένους µυς περιορίζει και την κινητικότητα των γειτονικών αρθρώσεων (Averill 1980, Blot 1996), όπως έχει διαπιστωθεί στην πολυριζίτιδα-πολυµυΐτιδα της τοξοπλάσµωσης και της νεοσπόρωσης των κυναρίων (Blot 1996, Braund και συν 1988). Οι µυαλγίες είναι ιδιαίτερα συχνές στην οξεία µορφή της ιδιοπαθούς πολυµυΐτιδας και ποικίλλουν σε ένταση, ανάλογα µε το βαθµό και την έκταση της φλεγµονής των µυών (Kornegay και συν 1980, Pedroia 1989, Berry 1990, Blot και Fuhrer 1996, Braund 1997). Επειδή τα συµπτώµατα στις πολυµυΐτιδες εξαρτώνται άµεσα από την οµάδα των προσβληµένων µυών, δυσφωνία και εισπνευστική 22

δύσπνοια παρατηρούνται στη µυΐτιδα των λαρυγγικών µυών, εξόφθαλµος στη µυΐτιδα των µυών που κινούν τον οφθαλµικό βολβό, φαρυγγική δυσφαγία και αναγωγές στο µεγαοισοφάγο της ιδιοπαθούς πολυµυΐτιδας και τρισµός µε αδυναµία στην πρόσληψη της τροφής στην ιδιοπαθή µυΐτιδα των µασητήριων µυών (Kornegay και συν 1980, Kunkle και συν 1985, Pedroia 1989, Shelton 1990, Berry 1990, Scott-Moncrief και συν 1990, Blot 1996, Braund 1997). Στη νευρολογική εξέταση περιστατικών µε πολυµυΐτιδα, τα νωτιαία αντανακλαστικά και εκείνα της εν τω βάθει αισθητικότητας, η βαθιά αίσθηση του άλγους και ο µυϊκός τόνος είναι συνήθως φυσιολογικά, σε αντίθεση µε το ό,τι παρατηρείται στις περισσότερες πολυνευροπάθειες (Pedroia 1989, Shelton 1990, Braund 1997). Ωστόσο, στα χρόνια περιστατικά είναι δυνατό να παρατηρηθεί µείωση των νωτιαίων αντανακλαστικών και υπερέκταση ή υπερβολική κάµψη των άκρων, λόγω της έντονης ανάπτυξης συνδετικού ιστού στους υπεύθυνους µυς (Blot 1996). Α. ΠΡΩΤΟΓΕΝΕΙΣ ΠΟΛΥΜΥΪΤΙ ΕΣ Αυτοάνοσες ή ανοσολογικές Οι πρωτογενείς αυτοάνοσες ή ανοσολογικές πολυµυΐτιδες, χαρακτηρίζονται από τη διήθηση του συνόλου ή συγκεκριµένης οµάδας σκελετικών γραµµωτών µυών, κυρίως από Β- ή Τ- λεµφοκύτταρα, φυσικά φονικά κύτταρα και µακροφάγα, χωρίς να υπάρχει ή να γίνεται αντιληπτό κάποιο συγκεκριµένο αίτιο (Podell 2002). Στον άνθρωπο βρέθηκε ότι η δράση των CD8+ και CD4+ Τ-λεµφοκυττάρων στους αυτόλογους µυοσωλήνες είχε κυτταροτοξικό χαρακτήρα (Hohlfeld και Engel 1991). Επειδή στα περισσότερα από τα ανοσοκύτταρα αυτά, οι υποδοχείς επιφάνειας (TCR) εκφράζονταν µέσω των ετεροδιµερών α και β γλυκοπρωτεϊνών (Bender και συν 1995), πιθανές µεταβολές τους θα µπορούσαν να εξηγήσουν, τουλάχιστον ως προς ένα βαθµό, την ανοσοπαθογένεια των πολυµυΐτιδων αυτών. Την άποψη αυτή φαίνεται να ενισχύει η µετανάστευση Τ-λεµφοκυττάρων στα σηµεία της φλεγµονής, λόγω της ύπαρξης συµβατικών αντιγόνων ή υπεραντιγόνων στην επιφάνεια των µυϊκών ινών (Mantegazza και συν 1993) και η αυξηµένη έκφραση του µείζονος συστήµατος ιστοσυµβατότητας Ι (MHC-I) στο σαρκείληµµα (McDoual και συν 1989, Hohlfeld και Engel 1991). Η εκφύλιση, νέκρωση και απόπτωση των µυϊκών ινών θεωρείται ότι οφείλονται στην απελευθέρωση ιντερλευκινών (IL) -1α, -1β, -2, -4, ιντερφερόνης-γ (INF-γ) και του παράγοντα νέκρωσης των όγκων-α (TNF-α) από τα λεµφοκύτταρα 23