George Makari «Επανάσταση στον νου - Η δηµιουργία της Ψυχανάλυσης». Βιβλιοπαρουσίαση : Μαρία Χατζηανδρέου Η πιο ενδιαφέρουσα συνάντηση, που είχα τον χειµώνα που πέρασε, ήταν το βιβλίο του George Makari «Επανάσταση στον νου», που, χάρη στις εκδόσεις GEMA, που το επέλεξαν από την διεθνή βιβλιογραφία και την εύληπτη µετάφραση της Ελένης Αστερίου, έφθασε στα χέρια µου. Ο George Makari αφηγείται µε συναρπαστικό τρόπο την ιστορία των πρώτων 50 χρόνων της ψυχανάλυσης που είναι ταυτόχρονα η πρώτη συστηµατική προσπάθεια διερεύνησης της εσωτερικής ζωής των ανθρώπων. Το βιβλίο διαβάζεται απνευστί σαν ένα συναρπαστικό αφήγηµα, χωρίς αυτό να σηµαίνει ότι δεν µπορεί κανείς να επιστρέψει σε κάποιο συγκεκριµένο κεφάλαιο και να πάρει τις καίριες και πλούσιες πληροφορίες που βρίσκονται συµπυκνωµένες σε όλο το έργο. Θέλω επίσης να πω ότι το έργο είναι πολύ σηµαντικό για εµάς τους ψυχαναλυτές γιατί µας βοηθά να εµβαθύνουµε στην ταυτότητά µας -δεν εµβαθύνεις στην ταυτότητά σου αν δεν ξέρεις σε βάθος την ιστορία σου- αλλά είναι επίσης συναρπαστικό για όποιον θέλει να προσεγγίσει τις περιπέτειες του ανθρώπου όταν προσπαθεί να καταλάβει το πως λειτουργεί ο ανθρώπινος νους. Το βιβλίο συνυφαίνει τα γεγονότα στην ιστορία των ιδεών (επιστηµών και φιλοσοφίας), τα γεγονότα της κοινωνικής και πολιτικής ιστορίας µε την γένεση και την εξέλιξη της ψυχανάλυσης. Μας δείχνει µε γοητευτικό τρόπο πως η συνάντηση των προσώπων µε τα µεγάλα κοσµοϊστορικά γεγονότα είναι µοναδική και απρόβλεπτη. Ούτε η γένεση της ψυχανάλυσης ήταν δεδοµένη αλλά ούτε και η µετέπειτα εξέλιξή της. Μας παρουσιάζει τις διαµάχες θεωρητικές αλλά και προσωπικές και ταυτόχρονα διαγράφει καθαρά τον ιστορικό ρόλο που έπαιξαν ορισµένα πρόσωπα ως φορείς απόψεων θεωρητικών, κλινικών αλλά και εκπαιδευτικών στην δηµιουργία αρχικά και στην συγκρότηση και συστηµατοποίηση της ψυχανάλυσης στην συνέχεια. Το βιβλίο εξισορροπεί ανάµεσα στην ιστορική εντιµότητα και στην διακριτική παράθεση βιογραφικών στοιχείων τόσων όσων είναι απαραίτητα ώστε να κατανοήσει ο αναγνώστης τον ρόλο και την θέση των προσώπων µέσα στα τεκταινόµενα. Η ψυχανάλυση εµφανίζεται σε µια εποχή (τέλος 19 ου - αρχές 20 ου αιώνα) κατά την οποία οι Ευρωπαίοι άλλαξαν δραµατικά τον τρόπο µε τον οποίο έβλεπαν τον εαυτό τους. Ένα ενδιαφέρον ερώτηµα είναι σε ποιο βαθµό διείσδυσε η ψυχανάλυση, στην εκλαΐκευση της ως κουλτούρα στα ήθη και στην κοσµοαντίληψη των ανθρώπων. Η ψυχανάλυση αναδύθηκε από ένα πλήθος ανταγωνιστικών θεωριών στον χώρο της ιατρικής, της
βιολογίας και της φιλοσοφίας. Ο S. Freud, ο ιδρυτής της, δεν άντλησε τα κεντρικά αξιώµατα της από έναν µόνο στοχαστή η ένα επιστηµονικό πεδίο αλλά µάλλον συνέθεσε στοιχεία από διάφορα επιστηµονικά πεδία µε νέες ιδέες, προκειµένου να διαµορφώσει τον κλάδο της µελέτης της εσωτερικής ζωής των ανθρώπων. Το εγχείρηµα του S. Freud και των άλλων σηµαντικών πρωταγωνιστών αυτής της ιστορίας κουβαλά από την αρχή του µια αντινοµία: Πως µπορεί να δηµιουργηθεί µια αντικειµενική επιστήµη της υποκειµενικότητας; Και στην συνέχεια, πως µπορεί να γίνεται µια αντικειµενική κατανόηση µιας υποκειµενικότητας όταν στην αντικειµενική παρατήρηση εµπλέκεται η υποκειµενικότητα του ίδιου του αντικειµενικού παρατηρητή; Στο βιβλίο επίσης βλέπουµε καθαρά ότι πρόκειται για την ιστορία διαδοχικών σφοδρών πνευµατικών αντιπαραθέσεων παρά για την ιστορία της εξέλιξης της θεωρίας και της τεχνικής του S. Freud. Ο συγγραφέας διακρίνει τρεις ιστορικές φάσεις της γένεσης της ψυχανάλυσης, συνδεόµενες µεταξύ τους αλλά σαφώς διακριτές. Στην 1η φάση, ο S. Freud, µε αφετηρία την θεωρία της υποβολής για την υστερία του Charcot, αναζητά επίµονα µια δική του µέθοδο που στόχευε να καταστήσει έκδηλους τους εσωτερικούς συνειρµούς του ασθενούς και εστίαζε σε ιδέες, συναισθήµατα, αναµνήσεις και χάσµατα στην εσωτερική εµπειρία, µια µέθοδο εποµένως που βρισκόταν σε αντιπαράθεση µε την θεωρία της υποβολής. Ο Freud θέτει εξαρχής τον φιλόδοξο στόχο να συνθέσει σε ένα όλον τη φυσική, τη βιολογία, τη νευρολογία και την ψυχολογία ώστε να δηµιουργηθεί µια φυσική επιστήµη της ψυχολογίας, που θα την ονοµάσει ήδη από το 1895, επιστηµονική ψυχολογία. Το 1900, στην Ερµηνεία των ονείρων, µέσα από την κατανόηση του µηχανισµού του ονείρου, ο Freud θα αρθρώσει το πρώτο µοντέλο κατανόησης του ανθρώπινου νου ως µια οργάνωση γύρω από τις ενέργειες της επιθυµίας και τις άµυνες που ορθώνονται εναντίον αυτών των ενεργειών. Χώρισε τα ψυχικά περιεχόµενα σε τρεις κατηγορίες: συνειδητά, δυνητικά συνειδητά δηλαδή προσυνειδητά και ασυνείδητα και θεώρησε, ακολουθώντας τον Kant, ότι δεν µπορούµε να γνωρίσουµε το ασυνείδητο καθεαυτό και πως το ασυνείδητο δεν δοµείται από υπολογισµούς χρόνου, χώρου και αιτιότητας. Στην συνέχεια θα προχωρήσει, αφήνοντας κατά µέρος την θεωρία του παιδικού σεξουαλικού ψυχικού τραύµατος, την οποία δηµιούργησε µαζί µε τον Breuer το 1895, προς την άποψη ότι η ψυχονεύρωση προκύπτει από συγκρούσεις οι οποίες απορρέουν από µια καθολική σεξουαλική ενόρµηση την οποία στα Τρία Δοκίµια ονοµάζει libido. Η libido είναι η πηγή της ενέργειας του νου, προκαλεί τις ψυχικές διαταραχές στην ψυχονεύρωση και είναι η πηγή των ασυνείδητων επιθυµιών. Η θεωρητική µετατόπιση από το σεξουαλικό τραύµα στην σεξουαλικότητα παρέχει, όπως επισηµαίνει ο συγγραφέας, πλεονεκτήµατα για την οικοδόµηση του πρώτου θεωρητικού φροϋδικού µοντέλου. Η
οικοδόµηση επιστηµονικών µοντέλων απαιτεί συνοχή και αν οι ιδέες κάποιου επιστηµονικού πεδίου εναρµονίζονται µε τις αποδείξεις κάποιου άλλου πεδίου, αυτές οι νέες ιδέες αποκτούν αξιοπιστία. Ο Freud χρησιµοποίησε τη σεξουαλικότητα µε τρόπο ο οποίος ήταν σύµφωνος µε την εξελικτική θεωρία και τα σύγχρονα µοντέλα για τη βιολογική λειτουργία. Η, µε άλλα λόγια, οι µελέτες του Freud αποκτούσαν νόηµα σε ένα νευτώνειο σύµπαν αιτιότητας, στην δαρβινική βιολογία και σ' έναν κόσµο στον οποίο την αλήθεια καθόριζαν οι γνωσιολογικές απαιτήσεις της επιστήµης. H δεύτερη φάση χαρακτηρίζεται από την δηµιουργία της πρώτης πνευµατικής κοινότητας που συνενώθηκε γύρω από τον Freud στην πόλη του, την Βιέννη. Αυτή η πρώτη πνευµατική κοινότητα ήταν µια κοινότητα ευρέος φάσµατος που απαρτιζόταν από ψυχιάτρους, νευρολόγους, γιατρούς αλλά και συγγραφείς, κριτικούς πολιτιστικών θεµάτων και κοινωνικούς µεταρρυθµιστές. Αυτό συνέβη γιατί η ευρέος φάσµατος πρώτη σύνθεση του Freud µιλούσε σε διαφορετικά ενδιαφέροντα. Έτσι, από τον χειµώνα του 1902 άρχισαν οι Συναντήσεις της Τετάρτης, που ονοµάστηκαν αρχικά Ψυχολογική Εταιρεία της Τετάρτης, η οποία στην συνέχεια, µετά από κάποια χρόνια ύπαρξης, το 1908 θα µετονοµαστεί σε Ψυχαναλυτική Εταιρεία ( ο όρος ψυχανάλυση αρχίζει να χρησιµοποιείται από τον Freud το 1896, σε εξέλιξη του αρχικού όρου που είχε δηµιουργηθεί από τον ίδιο το 1894, ψυχική ανάλυση). Το 1908 συγκαλείται το 1ο ψυχαναλυτικό συνέδριο στο Σάλτσµπουργκ και το 1910 στο συνέδριο της Νυρεµβέργης, κατόπιν πρότασης του Ferenczi, που έµελλε να είναι από τα πιο σηµαντικά πρόσωπα στην ιστορία της ψυχανάλυσης, ιδρύεται η Διεθνής Ψυχαναλυτική 'Ενωση. Η φάση αυτή της ιστορίας του ψυχαναλυτικού κινήµατος συµπίπτει µε την παρακµή της Αυστροουγγρικής Αυτοκρατορίας και την παράλληλη πτώση των αρχών του φιλελευθερισµού και της λογικής και την άνοδο του θεωρητικού αντισηµιτισµού µέσα από την βιολογική θεωρία της εκφύλισης ( η εκφύλιση του γένους ως αιτία των ψυχικών διαταραχών). Όταν ο Freud τοποθετείται εναντίον της θεωρίας της εκφύλισης, ταυτόχρονα παίρνει θέση σε µια ευρύτερη πολιτική διαµάχη και οι ρηξικέλευθες αιτιοκρατικές, ορθολογιστικές απόψεις που διατυπώνει στο έργο του 1905 Τρία Δοκίµια της σεξουαλικότητας τον κάνουν ήρωα µιας κοινότητας διανοούµενων ανθρώπων που ψάχνουν βαθύτερες απαντήσεις ευρύτερα για την ανθρώπινη συµπεριφορά. Παρ όλα αυτά, ο Freud παραµένει σταθερός στην θέση ότι οι επιστηµονικές ιδέες θα πρέπει να υπαγορεύουν την κοινωνική µεταρρύθµιση και όχι το αντίστροφο. Αυτή η δεύτερη φάση, την οποία ο συγγραφέας επεκτείνει µέχρι και το τέλος του 1ου παγκοσµίου πολέµου, είναι η καθοριστική για την ανάπτυξη και την εξάπλωση των ψυχαναλυτικών απόψεων και για την µετάβαση από ένα κίνηµα οπαδών του Freud σε ένα ψυχαναλυτικό κίνηµα. Είναι µια
φάση που σηµαντικοί διανοητές στον χώρο της ψυχιατρικής, όπως ο Bleuler, o Adler, o Jung, ο Stekel εντάσσονται στο ψυχαναλυτικό κίνηµα, συνοµιλούν µε τον Freud και επεξεργάζονται θεωρίες, αλλά επίσης µια φάση δριµύτατης πολεµικής απόψεων. Αυτή η πολεµική και οι εκρηκτικές αντιθέσεις, που πολλές φορές φαίνεται να εµπεριέχουν, πέραν των επιστηµονικών διαφορών, ευρύτερες διαφορές κοσµοαντίληψης αλλά και να κινητοποιούνται από προσωπικά δυναµικά, οδηγούν σε πολλαπλές διασπάσεις. Ο µεγάλος πόλεµος βρίσκει το ψυχαναλυτικό κίνηµα σε παρακµή, µετά την άνθιση των προηγούµενων χρόνων. Αυτό που ιστορικά είναι πολύ ενδιαφέρον και επισηµαίνεται από τον συγγραφέα είναι ότι στο τέλος αυτής της περιόδου το ψυχαναλυτικό κίνηµα φαινόταν προορισµένο να γίνει κάτι σαν ένα κλειστό σύστηµα: κάτι σαν αίρεση, την οποία θα ένωνε η πίστη στον ηγέτη της και σε µια οντότητα, το σεξουαλικό ασυνείδητο. Αλλά αυτό δεν συνέβη και αυτό είναι το εκπληκτικό στην ιστορία της ψυχανάλυσης. Το ψυχαναλυτικό κίνηµα άνθισε µετά τον µεγάλο πόλεµο µε νέες θεωρίες και διευρυµένη εφαρµογή της ψυχανάλυσης σε πολλούς χώρους. Πολλοί παράγοντες θα συνέβαλαν σ' αυτή την εκρηκτική εξάπλωση, µε σηµαντικότερο την υπονόµευση από τον ίδιο τον Freud της θεωρίας του για την libido, όταν της αντιπαρέθεσε την έννοια της ενόρµησης του θανάτου στο Πέραν της αρχής της ηδονής, το 1920). Με αυτόν τον τρόπο µπαίνοντας ο ίδιος σε αντιπαράθεση µε τον εαυτό του έπαψε να είναι ο πατριάρχης µιας οµάδας και έγινε ένας ανάµεσα στους θεωρητικούς της ψυχανάλυσης. Και αυτή η ιστορική στιγµή βάζει τα θεµέλια της εξέλιξης της ψυχανάλυσης από φροϋδικό και στην συνέχεια ψυχαναλυτικό κίνηµα σε επιστήµη του ψυχισµού. Η τρίτη φάση συµπίπτει µε την εµφάνιση και εγκαθίδρυση ενός δεύτερου επιστηµονικού µοντέλου λειτουργίας του νου, που δεν αναιρεί το πρώτο αλλά το συµπληρώνει. Το 1923, ο Freud παρουσιάζει στο Εγώ και το Αυτό, ένα δοµικό µοντέλο του ψυχισµού που δεν καθορίζει τα µέρη του νου αναφορικά µε την συνείδηση αλλά σε σχέση µε τις δοµικές τους λειτουργίες. Έτσι, διακρίνει τρεις, και πάλι, σταθερές ψυχικές δοµές: Το ασυνείδητο αυτό που εκπροσωπεί την δεξαµενή των ώσεων της libido και των ώσεων της ενόρµησης θανάτου, το εγώ εκπρόσωπος του υποκειµένου στην σχέση του µε την εξωτερική πραγµατικότητα και κατά ένα µέρος του συνειδητό και το υπερεγώ, σχεδόν εξολοκλήρου ασυνείδητο, που εκπροσωπεί τον έλεγχο, µέσω γονεϊκών ταυτίσεων, στο εγώ. Παράλληλα, η τρίτη φάση καθορίζεται από την ανάπτυξη ενός πλουραλισµού ψυχαναλυτικών απόψεων και την ταυτόχρονη µετατόπιση του κέντρου βάρους από την Βιέννη στο Βερολίνο, όπου µετά το 1919 στην δηµοκρατία της Βαϊµάρης, βρίσκονται σε ανάφλεξη τα µεταρρυθµιστικά κοινωνικά κινήµατα από την µια πλευρά και σταδιακά ανεβαίνει το ρεύµα του ναζισµού από την άλλη. Στο Βερολίνο, το 1920 ανοίγει
τις πόρτες της η πρώτη κλινική για ψυχανάλυση. Αυτή η κλινική, εκτός από την δωρεάν θεραπεία στους φτωχούς, γίνεται το κέντρο εκπαίδευσης των νέων επίδοξων ψυχαναλυτών, όπου στα χρόνια ανάµεσα στο 1920-1933 προσέρχονται ενδιαφερόµενοι από την Βρετανία, την Ελβετία, τις ΗΠΑ, την Βουδαπέστη και άλλου για να εκπαιδευτούν στην ψυχανάλυση. Η Ψυχαναλυτική Εταιρεία του Βερολίνου µε πρόεδρο τον Abraham και εισηγητή κανόνων εκπαίδευσης τον Eitingon θα συγκροτήσει το σύστηµα ψυχαναλυτικής εκπαίδευσης και θα θεσπίσει ως απαραίτητο συστατικό στοιχείο της ψυχαναλυτικής εκπαίδευσης την διδακτική ανάλυση, που είναι η συστηµατική και σε βάθος ανάλυση των ίδιων των εκπαιδευοµένων προκειµένου να γίνουν ψυχαναλυτές. Η αναγκαιότητα της διδακτικής ανάλυσης και της εποπτείας έχουν διαφανεί ήδη µια δεκαετία πριν, όταν διατυπώνονται οι πρώτες απόψεις γύρω από τις έννοιες της µεταβίβασης και της αντιµεταβίβασης. Αυτές οι δύο έννοιες αναφέρονται στην ουσία στο ίδιο ψυχικό φαινόµενο που είναι η πανανθρώπινη τάση να µεταθέτουµε συναισθήµατα, τάσεις και φαντασιώσεις που έχουµε βιώσει στην σχέση µας µε τους σηµαντικούς άλλους της παιδικής ηλικίας σε µεταγενέστερα πρόσωπα της ζωής. Και, πιο ειδικά, µέσα στην θεραπεία, η αναβίωση µιας ολόκληρης σειράς ψυχολογικών εµπειριών που ανήκουν στο παρελθόν στο πρόσωπο του αναλυτή (µεταβίβαση) αλλά, και σε κάποιο µέτρο, η αναβίωση κάποιων παρελθοντικών εµπειριών του αναλυτή αντίστοιχα στο πρόσωπο του αναλυόµενου. Θα χρειαστεί να περάσουν αρκετά χρόνια επεξεργασίας, καθώς επίσης και να δηµιουργηθούν ευνοϊκές συνθήκες, ώστε να θεσπιστούν τα εκπαιδευτικά µέτρα προκειµένου η µεταβίβαση και η αντιµεταβίβαση όχι απλώς να µην αποτελούν εµπόδιο στην διεξαγωγή της ανάλυσης αλλά αντίθετα να αξιοποιούνται θεραπευτικά. Ενδεικτικά ως ευνοϊκές συνθήκες της εποχής θα αναφέρω την εξάπλωση στην Ευρώπη των ιδεολογιών ισότητας µε την προκύπτουσα απαίτηση για την εφαρµογή της ψυχανάλυσης σε µεγαλύτερες οµάδες πληθυσµού καθώς επίσης και σε ευρύτερο φάσµα ψυχοπαθολογίας, τη συγκέντρωση κάποιων ψυχαναλυτών και ασφαλώς και τη συσσώρευση κλινικής εµπειρίας. Τα προηγούµενα συµβάλλουν και στην στροφή των ψυχαναλυτών, σ' αυτήν την περίοδο προς την συστηµατοποίηση των τύπων του χαρακτήρα και της ψυχοπαθολογίας του (Abraham, Alexander, Reich) αφενός, και προς την µελέτη του παιδικού ψυχισµού (Klein, Anna Freud) αφετέρου, διευρύνοντας το κλινικό φάσµα της ψυχανάλυσης. Σ' αυτήν την περίοδο επίσης, η ψυχαναλυτική σκέψη θα συναντήσει την φιλοσοφική σκέψη του Ινστιτούτου της Φραγκφούρτης (Horkheimer, Marcuse, Adorno, Fromm) και θα επιχειρήσει να απαντήσει εµπεριστατωµένα σε ερωτήµατα που αφορούν την δόµηση της κοινωνίας και τον πολιτισµό. Μετά τον πόλεµο, ιδιαίτερα στην Αµερική η ψυχανάλυση θα έχει διεισδύσει στο θέατρο, στον κινηµατογράφο, στην λογοτεχνία, και, µέσω αυτών, θα
επηρεάζει τον τρόπο της καθηµερινής σκέψης µεγάλων οµάδων πληθυσµού. Στο Βερολίνο αλλά και στην Βιέννη, όπου κι εκεί ανοίγει κλινική θεραπειών χαµηλού κόστους, θα δηµιουργηθεί η πρώτη γενιά σηµαντικών ψυχαναλυτών- δασκάλων που θα ηγηθούν µεταπολεµικά των ψυχαναλυτικών τάσεων. Η µεταπολεµική διασπορά των ψυχαναλυτών, λόγω της γεωγραφικής απόστασης και της προκύπτουσας ανεκτικότητας, θα επιτρέψει την άνθιση διαφορετικών και µεγάλων θεωρητικών ρευµάτων της ψυχανάλυσης. Στο Βερολίνο και στην Βιέννη θα διαπλαστούν οι µεγάλοι ψυχαναλυτές (Klein, Alexander, Fenichel, Hartman, Horney, Anna Freud, Kris, Jacobson, Bibring, Strachey, Balint, για να αναφέρω κάποιους από αυτούς) που αργότερα διωγµένοι και κυνηγηµένοι από την λαίλαπα του ναζισµού θα µετακινηθούν προς την Αγγλία, τις ΗΠΑ, την Λατινική Αµερική και αλλού και θα φέρουν, ως αποσκευή προτεραιότητας, την ψυχανάλυση και µαζί της την ευρωπαϊκή κουλτούρα από την οποία προέκυψε, κάνοντας την ψυχανάλυση πραγµατικά διεθνή και επιτρέποντας της να επιβιώσει. Τέλος, πράγµα συγκινητικό, η Διεθνής Ψυχαναλυτική Ένωση, ενώ έχει δηµιουργηθεί αρχικά για την προώθηση των ψυχαναλυτικών απόψεων και της ψυχανάλυσης ως κλινικής πράξης, µε κύριους πρωταγωνιστές σ' αυτήν την φάση τους Jones και Kubie, σώζει κυριολεκτικά την ψυχανάλυση σώζοντας τα φυσικά πρόσωπα που είναι οι φορείς της, τους ψυχαναλυτές δηλαδή, οι περισσότεροι από τους οποίους είναι διωκόµενοι κεντροευρωπαίοι Εβραίοι. Όπως τονίζει χαρακτηριστικά ο Makari, η αλληλεγγύη των µελών της Διεθνούς Ψυχαναλυτικής Ένωσης έσωσε τους ψυχαναλυτές από τον αφανισµό του ολοκληρωτισµού και τελικά έσωσε την ψυχανάλυση, σκέψη και πράξη.