ΤΟΜΕΑΣ ΟΜΗΣ ΚΑΙ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ ΖΩΙΚΩΝ ΟΡΓΑΝΙΣΜΩΝ. Χρήση των αντιµικροβιακών φαρµάκων στα αραγωγικά ζώα και ανθεκτικότητα των µικροοργανισµών



Σχετικά έγγραφα
Protecure και Endosan. Protecure. Endosan

Πρόγραμμα Παρακολούθησης της Αντοχής στις Αντιμικροβιακές Ουσίες Ζωονοσογόνων & Συμβιωτικών Βακτηρίων του ΥΠΑΑΤ, για τα έτη

Ζαφειρίδης Χρήστος κτηνίατρος ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΑΓΡΟΤΙΚΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΚΑΙ ΤΡΟΦΙΜΩΝ ΓΕΝΙΚΗ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΚΤΗΝΙΑΤΡΙΚΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΤΩΝ ΖΩΩΝ, ΦΑΡΜΑΚΩΝ και

FLORKEM 300 mg/ml ενέσιµο διάλυµα για βοοειδή και χοίρους

Λοιμώδη Νοσήματα Υγιεινή. Αγροτικών Ζώων


ΛΟΙΜΩΔΗΣ ΒΡΟΓΧΙΤΙΔΑ (INFECTIOUS BRONCHITIS)

ΑΝΤΙΒΙΟΤΙΚΑ ΟΡΘΗ ΧΡΗΣΗ ΑΝΤΙΒΙΟΤΙΚΩΝ

Γενικά για τις μυκοπλασμώσεις

Ο ρόλος και η σημασία των μοριακών τεχνικών στον έλεγχο των. μικροβιολογικών παραμέτρων σε περιβαλλοντικά δείγματα για την προστασία

Διερεύνηση μιας υδατογενούς ή τροφικής επιδημικής έκρηξης

Cosumix Plus 12% SPC April 2009 ΠΕΡΙΛΗΨΗ ΤΩΝ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΩΝ ΤΟΥ ΠΡΟΪΟΝΤΟΣ 1. ΟΝΟΜΑΣΙΑ ΤΟΥ ΚΤΗΝΙΑΤΡΙΚΟΥ ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΟΥ ΠΡΟΪΟΝΤΟΣ COSUMIX PLUS

ΣΥΓΚΡΙΤΙΚΗ ΦΑΡΜΑΚΟΚΙΝΗΤΙΚΗ ΤΗΣ ΛΕΒΟΦΛΟΞΑΣΙΝΗΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΜΟΞΙΦΛΟΞΑΣΙΝΗΣ ΣΕ ΑΝΑΠΝΕΥΣΤΙΚΕΣ ΛΟΙΜΩΞΕΙΣ

Ψήφισµα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 12ης Μαΐου 2011 σχετικά µε την ανθεκτικότητα στα αντιβιοτικά

CEVAXEL 50 mg/ml κόνις και διαλύτης για ενέσιµο διάλυµα για βοοειδή και χοίρους

Αντοχή τροφιμογενών βακτηρίων στα αντιβιοτικά

Επίσηµη Εφηµερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

Λοιμώδη Νοσήματα Υγιεινή Αγροτικών Ζώων

ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ Επιτροπή Περιβάλλοντος, Δημόσιας Υγείας και Ασφάλειας των Τροφίμων ΣΧΕΔΙΟ ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗΣ

Παράρτηµα Ι. Επιστηµονικά πορίσµατα και λόγοι για την τροποποίηση της περίληψης των χαρακτηριστικών του προϊόντος και των φύλλων οδηγιών χρήσης

Το παρόν έγγραφο αποτελεί απλώς βοήθημα τεκμηρίωσης και τα θεσμικά όργανα δεν αναλαμβάνουν καμία ευθύνη για το περιεχόμενό του

ΒΙΟΛΟΓΙΚΟΙ ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ

Ενότητα 3: : Ασφάλεια Βιολογικών Τροφίμων

Διάταγμα δυνάμει του άρθρου 7. Για σκοπούς εναρμόνισης με την πράξη της Ευρωπαϊκής. «Οδηγία 2003/99/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του

Πρακτικός οδηγός βιολογικής κτηνοτροφίας: χοιροτροφία

Έγγραφο συνόδου B7-000/2011 ΠΡΟΤΑΣΗ ΨΗΦΙΣΜΑΤΟΣ. εν συνεχεία της ερώτησης για προφορική απάντηση B7-000/2011

«Οι Σπουδές στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο»

ΛΙΣΤΕΡΙΩΣΗ (LISTERIOSIS, CIRCLING DISEASE)

ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ Η ΝΕΑ ΓΡΙΠΗ ΤΩΝ ΧΟΙΡΩΝ

Το έγγραφο αυτό συνιστά βοήθημα τεκμηρίωσης και δεν δεσμεύει τα κοινοτικά όργανα

ΒΙΟΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ ΣΤ ΕΞΑΜΗΝΟΥ Τμήμα Ιατρικών Εργαστηρίων Τ.Ε.Ι. Αθήνας

Α ΚΥΚΛΟΣ ΠΡΟΣΟΜΟΙΩΤΙΚΩΝ ΙΑΓΩΝΙΣΜΑΤΩΝ ΣΥΓΧΡΟΝΟ. Προτεινόµενα Θέµατα Γ Λυκείου Σεπτέµβριος 2013 ΘΕΜΑ Α

Κατάλοιπα φαρμάκων σε τρόφιμα ζωικής προέλευσης: επιπτώσεις στη δημόσια υγεία και νομοθετικό πλαίσιο των επίσημων ελέγχων.

ΠΛΑΙΣΙΟ ΟΡΘΗΣ ΠΡΑΚΤΙΚΗΣ ΓΙΑ ΤΗ ΧΡΗΣΗ ΤΩΝ ΑΝΤΙΜΙΚΡΟΒΙΑΚΩΝ ΣΤΑ ΠΑΡΑΓΩΓΙΚΑ ΖΩΑ ΕΝΤΟΣ ΕΕ

ΑΣΚΗΣΕΙΣ ΠΡΟΣ ΛΥΣΗ ΚΕΦ. 1ο

ΠΕΜΠΤΗ 24/9/2015 ΩΡΑ ΚΩΔ ΤΙΤΛΟΣ ΔΙΔΑΣΚΩΝ ΑΙΘ. ΚΩΔ ΤΙΤΛΟΣ ΔΙΔΑΣΚΩΝ ΑΙΘ.

Γενικές εξετάσεις Υγιεινή και Ασφάλεια Τροφίμων Γ ΕΠΑ.Λ ΟΜΑΔΑ Α & Β

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ III ΠΕΡΙΛΗΨΗ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΩΝ ΤΟΥ ΠΡΟΪΟΝΤΟΣ. Πρόμιγμα για φαρμακούχο τροφή για χοίρους, όρνιθες, ινδόρνιθες και κουνέλια


Λοιμώδη Νοσήματα Υγιεινή Αγροτικών Ζώων

Ορθή Διαχείριση Τροφίμων. Μαριέττα Κονταρίνη Ημερίδα ΕΣΔΥ για Ασφάλεια τροφίμων 27/4/2015

Ενότητα 3: : Ασφάλεια Βιολογικών Τροφίμων

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΕ) /... ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ. της

Ερωτήσεις και απαντήσεις σχετικά µε τις ΜΣΕ στα αιγοειδή

ΚΕΝΤΡΟ ΕΛΕΓΧΟΥ ΚΑΙ ΠΡΟΛΗΨΗΣ ΝΟΣΗΜΑΤΩΝ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΥΓΕΙΑΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗΣ ΣΙΓΚΕΛΛΩΣΗ: ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ ΚΑΙ ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟ ΚΟΙΝΟ

(dietary fiber, nonnutritive fiber)

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ) (4) Οι δραστικές ουσίες που περιέχονται σε εγκεκριμένα κοκκιδιοστατικά

ΕΦΑΡΜΟΓΕΣ ΤΗΣ ΒΙΟΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑΣ ΣΤΗΝ ΙΑΤΡΙΚΗ

ΜΕΛΕΤΗ ΤΗΣ ΜΙΚΡΟΧΛΩΡΙ ΑΣ ΝΩΠΟΥ ΠΡΟΒΕΙΟΥ ΓΑΛΑΚΤΟΣ ΚΑΙ ΣΥΣΧΕΤΙΣΗ ΤΗΣ ΜΕ ΤΗΝ ΥΓΙΕΙΝΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΠΟΙΟΤΗΤΑ ΤΟΥ

ΨΕΥ ΟΛΥΣΣΑ (AUJESZKY DISEASE)

ΟΔΗΓΙΑ 2009/8/ΕΚ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ

Θέµατα Βιολογίας Γενική Παιδεία Γ Λυκείου 2000

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΑΓΡΟΤΙΚΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΚΑΙ ΤΡΟΦΙΜΩΝ /ΝΣΗ ΚΤΗΝΙΑΤΡΙΚΗΣ ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΓΕΩΤΕ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΜΑΚΕ ΟΝΙΑΣ

Η εκτροφή προβάτων στη νήσο: αξιόλογη οικονοµική δραστηριότητα δυνατότητες ανάπτυξης

Θέµατα Βιολογίας Γενική Παιδεία Γ Λυκείου 2000

ΛΟΙΜΩΞΕΙΣ ΚΑΤΩΤΕΡΟΥ ΑΝΑΠΝΕΥΣΤΙΚΟΥ (Υπεύθυνος : M Λαζανάς. 1.Εμπειρική θεραπεία πνευμονίας από την κοινότητα

ΜΕΤΑΔΟΣΗ ΚΑΙ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ ΠΑΘΟΓΟΝΩΝ ΜΙΚΡΟΟΡΓΑΝΙΣΜΩΝ

Εφαρμογές φαρμακοκινητικής φαρμακοδυναμικής

Αντιβιοτικά Μηχανισμοί δράσης και μηχανισμοί αντοχής

Α4. Επιδερµική εξάτµιση είναι η εξάτµιση του νερού από την επιφάνεια: α. των λιµνών β. των φύλλων των χερσαίων φυτών γ. της θάλασσας δ. του εδάφους.

Κράτος μέλος ΕΕ/ΕΟΧ. Αιτών Ονομασία Φαρμακοτεχνική μορφή. Περιεκτικότητα Ζωικό είδος Οδός χορήγησης. Ενέσιμο διάλυμα 300 mg/ml Βοοειδή και πρόβατα

ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ ΤΩΝ ΠΑΘΟΓΟΝΩΝ ΜΙΚΡΟΟΡΓΑΝΙΣΜΩΝ ΜΕ ΕΜΒΟΛΙΑ ΚΑΙ ΟΡΟΥΣ

ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΥΓΕΙΑΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗΣ ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ - ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΓΡΙΠΗ ΤΩΝ ΠΤΗΝΩΝ. Ιανουάριος 2006

ΟΝΟΜΑΣΙΑ, ΦΑΡΜΑΚΟΤΕΧΝΙΚΗ ΜΟΡΦΗ, ΠΕΡΙΕΚΤΙΚΟΤΗΤΑ ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΟΥ ΠΡΟΪΟΝΤΟΣ, ΖΩΙΚΑ ΕΙ Η, Ο ΟΙ ΧΟΡΗΓΗΣΗΣ, ΚΑΙ ΚΑΤΟΧΟΣ ΤΗΣ Α ΕΙΑΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ / ΑΙΤΩΝ

ΘΕΜΑ Αντιμετώπιση παθογόνων μικροοργανισμών με εμβόλια και ορούς

ΕΓΓΡΑΦΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΤΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΠΕΡΙΛΗΨΗ ΤΗΣ ΕΚΤΙΜΗΣΗΣ ΕΠΙΠΤΩΣΕΩΝ. που συνοδεύει το έγγραφο. Πρόταση

Φαρμακοκινητική. Χρυσάνθη Σαρδέλη

ΒΙΟΛΟΓΙΑ Γ ΛΥΚΕΙΟΥ ΓΕΝΙΚΗΣ ΠΑΙΔΕΙΑΣ ΕΠΑΝΑΛΗΠΤΙΚΟ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΑ ( )

Εισαγωγή στα Αντιβιοτικά

ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑΚΗ ΔΙΑΓΝΩΣΗ ΛΟΙΜΩΔΩΝ ΝΟΣΗΜΑΤΩΝ. Συνήθης ηλικία ζώων που εκδηλώνουν τη νόσο. 2-5 εβδομάδων

Επιδημιολογία Λοιμώξεων Βασικά στοιχεία. Ιωσήφ Παπαπαρασκευάς Εργαστήριο Μικροβιολογίας Ιατρική Σχολή ΕΚΠΑ

1. ΜΗΝΙΓΓΙΤΙΔΟΚΟΚΚΙΚΗ ΜΗΝΙΓΓΙΤΙ Α

ΘΕΜΑ Α Να επιλέξετε την φράση που συμπληρώνει ορθά κάθε μία από τις ακόλουθες προτάσεις:

Συστηματικός ερυθηματώδης λύκος: το πρότυπο των αυτόάνοσων ρευματικών νοσημάτων

ΕΠΙΣΗΜΑΝΣΗ & ΦΥΛΛΟ ΟΔΗΓΙΩΝ ΧΡΗΣΕΩΣ DENAGARD 12,5 %

ΤΟ ΠΡΟΒΑΤΟ ΦΥΛΗΣ ΣΕΡΡΩΝ ΑΓΡΟΤΙΚΟΣ ΣΥΝΕΤΑΙΡΙΣΜΟΣ ΠΡΟΒΑΤΟΤΡΟΦΩΝ ΝΟΜΟΥ ΣΕΡΡΩΝ ΦΥΛΗΣ ΣΕΡΡΩΝ «Ο ΣΤΡΥΜΩΝ»

(Μη νομοθετικές πράξεις) ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΙ

ΚΡΙΣΙΜΑ ΣΗΜΕΙΑ ΕΛΕΓΧΟΥ ΚΑΙ ΕΠΕΜΒΑΣΕΙΣ ΣΤΗ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΤΩΝ ΑΓΕΛΑΔΟΤΡΟΦΙΚΩΝ ΜΟΝΑΔΩΝ

Υγιεινή Αγροτικών Ζώων

η μεταβολική προσέγγιση Πάνος Τσίτσιος Φαρμακοποιός, MSc Δντης Ιατρικού Τμήματος

"Η ΓΡΙΠΠΗ ΤΩΝ ΠΤΗΝΩΝ" ΕΠΙ ΗΜΙΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΚΛΙΝΙΚΗ ΕΙΚΟΝΑ ΣΤΑ ΖΩΑ ΚΑΙ ΤΑ ΠΤΗΝΑ

ΤΡΕΧΟΥΣΕΣ Ο ΗΓΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗ ΧΡΗΣΗ ΑΝΤΙ-ΙΙΚΩΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ ΑΣΘΕΝΩΝ ΜΕ ΓΡΙΠΗ ΑΠΟ ΤΟ ΝΕΟ ΙΟ Α/Η1Ν1 ΚΑΙ ΤΩΝ ΣΤΕΝΩΝ ΕΠΑΦΩΝ ΤΟΥΣ

ΟΞΕIΕΣ ΛΟΙΜΩΞΕΙΣ ΚΑΤΩΤΕΡΟΥ ΑΝΑΠΝΕΥΣΤΙΚΟU ΣΥΣΤHΜΑΤΟΣ

ΒΙΟΛΟΓΙΑ ΓΕΝΙΚΗΣ ΠΑΙΔΕΙΑΣ

Metacam. μελοξικάμη. Τι είναι το Metacam; Σε ποιες περιπτώσεις χρησιμοποιείται το Metacam; Περίληψη EPAR για το κοινό

ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ. Βρυξέλλες, 4 Οκτωβρίου 2012 (OR. en) 14571/12 Διοργανικός φάκελος: 2012/0280 (NLE)

Επίσηµη Εφηµερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

Εφαρμοσμένη διατροφή των κουνελιών. Πασχάλης Δ. Φορτομάρης Κτηνιατρική Σχολή, Α.Π.Θ.

ΣΥΝΔΡΟΜΟ ΕΠΙΚΤΗΤΗΣ ΑΝΟΣΟΒΙΟΛΟΓΙΚΗΣ ΑΝΕΠΑΡΚΕΙΑΣ (AIDS)

Μικροβιακή Αντοχή Η ικανότητα των βακτηρίων να παραµένουν ζωντανά µετά από χορήγηση κατάλληλου αντιβιοτικού σε συγκέντρωση που κανονικά θα έπρεπε να τ

Αντιβιοτικά- Χρήση και κατάχρηση

6. Την µε αριθµό 1677/65137/ Κοινή Απόφαση των Υπουργών Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίµων και Οικονοµίας και Οικονοµικών «έγκριση προγράµµατος οι

Φαρμακολογία Τμήμα Ιατρικής Α.Π.Θ.

ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ ΕΚΘΕΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΣΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΣΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ

Πώς γίνεται η µετάδοση στους ανθρώπους; Η µετάδοση της γρίπης των χοίρων στους ανθρώπους γίνεται συνήθως από τους µολυσµένους χοίρους, ωστόσο, σε µερι

ΣΟΙΧΕΙΑ ΠΑΙΔΙΑΣΡΙΚΗ ΕΜΒΟΛΙΑ

«Η επιτραπέζια ελιά ως λειτουργικό προϊόν- Μια νέα προσέγγιση»

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης L 281/7

Αναρτήθηκε από τον/την Βασιλειάδη Γεώργιο Τετάρτη, 27 Μάρτιος :09 - Τελευταία Ενημέρωση Τετάρτη, 27 Μάρτιος :29

ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΥΓΕΙΑΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗΣ ΓΡΙΠΗ ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΕΡΙΟ Ο ΓΡΙΠΗΣ

Transcript:

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΚΤΗΝΙΑΤΡΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΤΟΜΕΑΣ ΟΜΗΣ ΚΑΙ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ ΖΩΙΚΩΝ ΟΡΓΑΝΙΣΜΩΝ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ ΦΑΡΜΑΚΟΛΟΓΙΑΣ Χρήση των αντιµικροβιακών φαρµάκων στα αραγωγικά ζώα και ανθεκτικότητα των µικροοργανισµών Χριστίνα Μ. Τσικώτη Κτηνίατρος ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΗ ΙΑΤΡΙΒΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 2009

Τριµελής εξεταστική ε ιτρο ή Ε ίκουρος καθηγητής Γ. Μ ατζίας (ε ιβλέ ων) Ανα ληρώτρια καθηγήτρια Μ. Κουτσοβίτη-Πα αδο ούλου (µέλος) Λέκτορας Β. Σιάρκου (µέλος)

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Πρόλογος...i Εισαγωγή...1 1. Χρήση των αντιµικροβιακών φαρµάκων στα παραγωγικά ζώα....4 1.1 Ενδείξεις των αντιµικροβιακών φαρµάκων στα παραγωγικά ζώα...6 1.2 Κριτήρια επιλογής του κατάλληλου αντιµικροβιακού φαρµάκου... 11 1.3 Κυριότερες χρησιµοποιούµενες κατηγορίες αντιµικροβιακών φαρµάκων στα παραγωγικά ζώα... 15 1.4 Ποσότητα των χρησιµοποιούµενων αντιµικροβιακών φαρµάκων στα ζώα... 20 1.5 Ιδιαιτερότητες της χρήσης των αντιµικροβιακών φαρµάκων στα ζώα... 25 2. Ανθεκτικότητα των µικροοργανισµών στα αντιµικροβιακά φάρµακα... 27 2.1 Προέλευση της ανθεκτικότητας των µικροοργανισµών στα αντιµικροβιακά φάρµακα.. 27 2.2 Μοριακή βάση της µεταφοράς των γονιδίων ανθεκτικότητας στα αντιµικροβιακά φάρµακα... 32 2.3 Μηχανισµοί ανθεκτικότητας... 38 2.4 Ανθεκτικότητα των βακτηρίων στα αντιµικροβιακά φάρµακα που χρησιµοποιούνται στην Κτηνιατρική... 47 2.5 Μηχανισµοί µετάδοσης της «ανθεκτικότητας» στον άνθρωπο βακτήρια ανθεκτικά στα αντιµικροβιακά φάρµακα που θέτουν σε κίνδυνο τη δηµόσια υγεία... 61 3. Συµπεράσµατα... 74 3.1 Εφαρµογή προγράµµατος επιτήρησης καταγραφής της κατανάλωσης αντιµικροβιακών φαρµάκων και εµφάνισης ανθεκτικών στελεχών µικροοργανισµών... 75 3.2 Εφαρµογή της Ορθής Κτηνιατρικής Πρακτικής... 77

3.3 Εκπαίδευση κτηνιάτρων και εκτροφέων... 80 3.4 Εφαρµογή εµβολιασµών και προληπτικών προγραµµάτων ελέγχου εκρίζωσης νοσηµάτων... 81 3.5 Εφαρµογή µέτρων υγιεινής, βιοασφάλειας και ορθής διαχείρισης των εκτροφών... 82 3.6 Εφαρµογή εναλλακτικών των αντιµικροβιακών φαρµάκων τρόπων θεραπείας... 83 Περίληψη... 85 Summary... 88 Βιβλιογραφία... 91

ΠΡΟΛΟΓΟΣ Η χρήση των αντιµικροβιακών φαρµάκων στα παραγωγικά ζώα και η εµφάνιση ανθεκτικών στελεχών βακτηρίων, αποτελεί ένα πολύπλοκο θέµα για το οποίο υπάρχουν πολλές αντικρουόµενες απόψεις. Οι περισσότεροι κτηνίατροι υποστηρίζουν ότι η χρήση των αντιµικροβιακών φαρµάκων στα παραγωγικά ζώα έχει περιορισµένες επιπτώσεις στην υγεία του ανθρώπου. Από την άλλη, οι ιατροί οι οποίοι έχουν δηµιουργήσει σοβαρό πρόβληµα µε την ανθεκτικότητα των παθογόνων βακτηρίων για τον άνθρωπο εξαιτίας της υπέρµετρης συνταγογράφησης αντιµικροβιακών φαρµάκων, ενοχοποιούν αποκλειστικά τη χρήση των φαρµάκων αυτών στα παραγωγικά ζώα. Ενδεικτικό της υπέρµετρης κατανάλωσης αντιµικροβιακών φαρµάκων από τους ανθρώπους στην Ελλάδα είναι τα στοιχεία του ESAC (European surveillance of Antimicrobial Consumption) που αναφέρουν ότι η χώρα µας είναι η πρώτη χώρα της Ευρώπης τόσο σε συνολική όσο και σε εξωνοσοκοµειακή κατανάλωση αντιµικροβιακών φαρµάκων. Εφόσον υπάρχουν ισχυρά επιχειρήµατα και από τις δύο πλευρές και δεδοµένου της έλλειψης ικανοποιητικής γνώσης για αυτό το πολύπλοκο θέµα, είναι πολύ δύσκολο να ληφθούν τα κατάλληλα µέτρα αντιµετώπισης του προβλήµατος. Μια προσέγγιση του πολύπλοκου αυτού θέµατος αποτελεί η παρούσα διπλωµατική εργασία που πραγµατοποιήθηκε στα πλαίσια του Μεταπτυχιακού Προγράµµατος Σπουδών της Κτηνιατρικής Σχολής του Α.Π.Θ. «Εκτροφή και Παθολογία Παραγωγικών ζώων- Εκτροφή και Παθολογία Χοίρων και Πτηνών», στον Τοµέα οµής και Λειτουργίας Ζωικών Οργανισµών, Εργαστήριο Φαρµακολογίας. Η εργασία χωρίζεται σε τρία κεφάλαια: Στο πρώτο κεφάλαιο περιγράφεται η χρήση των αντιµικροβιακών φαρµάκων στα παραγωγικά ζώα και ειδικότερα οι ενδείξεις των αντιµικροβιακών φαρµάκων, τα κριτήρια επιλογής τους, οι ποσότητες και οι κατηγορίες των αντιµικροβιακών φαρµάκων που χρησιµοποιούνται στα διάφορα παραγωγικά ζώα καθώς καθώς και οι ιδιαιτερότητες της χρήσης τους στα παραγωγικά ζώα. Στο δεύτερο κεφάλαιο γίνεται µια γενική αναφορά στην ανθεκτικότητα των µικροοργανισµών στα αντιµικροβιακά φάρµακα και ειδικότερα στην προέλευση, στους µηχανισµούς και στη µοριακή βάση µεταφοράς των γονιδίων ανθεκτικότητας στα αντιµικροβιακά φάρµακα. Επίσης, περιγράφεται αναλυτικότερα η ανθεκτικότητα των - i -

βακτηρίων στα αντιµικροβιακά φάρµακα που χρησιµοποιούνται κυρίως στα παραγωγικά ζώα. Τέλος, στο κεφάλαιο αυτό γίνεται αναφορά στους µηχανισµούς µεταφοράς της ανθεκτικότητας στον άνθρωπο και περιγράφονται τα ανθεκτικά στα αντιµικροβιακά φάρµακα βακτήρια που προέρχονται από τα ζώα και δηµιουργούν πρόβληµα στη ηµόσια Υγεία. Στο τρίτο κεφάλαιο παρατίθενται τα συµπεράσµατα, που ουσιαστικά συνίστανται στην ενδεδειγµένη χρήση των φαρµάκων αυτών στα παραγωγικά ζώα καθώς και στους τρόπους πρόληψης και αντιµετώπισης του φαινοµένου των ανθεκτικότητας των µικροοργανισµών στα αντιµικροβιακά φάρµακα. Θεωρώ καθήκον µου να εκφράσω θερµές ευχαριστίες στον επιβλέποντα καθηγητή της διπλωµατικής µου εργασίας κ. Γ. Μπατζία, Επίκουρο Καθηγητή της Κτηνιατρικής Φαρµακολογίας της Κτηνιατρικής Σχολής για την αµέριστη συµπαράσταση και κατανόηση, τις συµβουλές και τη θετική του σκέψη σε όλη τη διάρκεια της εργασίας. Επίσης, θα ήθελα να εκφράσω θερµές ευχαριστίες στα µέλη της τριµελούς επιτροπής, τις κυρίες Μ. Κουτσοβίτη-Παπαδοπούλου, Αναπληρώτρια Καθηγήτρια Κτηνιατρικής Φαρµακολογίας και Β. Σιάρκου, Λέκτορα της Μικροβιολογίας-Λοιµωξιολογίας, για τη βοήθεια τους. Τέλος ευχαριστώ την οικογένεια µου για την ηθική της υποστήριξη στην προσπάθεια µου αυτή. - ii -

ΕΙΣΑΓΩΓΗ Η εµφάνιση ανθεκτικότητας στα αντιµικροβιακά φάρµακα των βακτηρίων που µολύνουν τον άνθρωπο και προέρχονται από τα ζώα, είναι ένα πολύπλοκο θέµα µε σοβαρές επιπτώσεις τόσο στην υγεία των ζώων όσο και των ανθρώπων. Σε γενικές γραµµές τα προβλήµατα που προκύπτουν για τη ηµόσια Υγεία από τη χρήση αντιµικροβιακών φαρµάκων στα ζώα είναι τα εξής: α) η επιλογή ανθεκτικών βακτηρίων β) η µετάδοση ανθεκτικών κλώνων βακτηρίων, κινητών γενετικών στοιχείων και γονιδίων από τα ζώα στον άνθρωπο, και γ) λοιµώξεις του ανθρώπου που δεν ανταποκρίνονται στη συνηθισµένη αγωγή µε αντιµικροβιακά φάρµακα (Aarestrup, 2006). Βακτήρια ζωικής προέλευσης ανθεκτικά στα αντιµικροβιακά φάρµακα µπορούν να µολύνουν τους ανθρώπους µε διάφορους τρόπους όπως, άµεση επαφή µε τα ζώα (κτηνοτρόφοι, κτηνίατροι, εκδοροσφαγείς), επαφή µε µολυσµένα µε βακτήρια υλικά πχ σάλιο, κόπρανα, ή τέλος µε την πρόσληψη µολυσµένων τροφίµων, αέρα ή νερού (Scwarz et al., 2001). H µόλυνση του ανθρώπου µε βακτήρια ανθεκτικά στα αντιµικροβιακά φάρµακα µέσω της τροφικής αλυσίδας, δηλαδή από την πρόσληψη ζωικών προϊόντων (κρέας, γάλα, αυγά) από τα παραγωγικά ζώα, έχει µελετηθεί περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη. Αυτό έχει αποδειχθεί κυρίως για κάποια ζωονοσογόνα βακτήρια (zoonotic organisms) όπως Salmonella και Campylobacter sp. Από την άλλη πλευρά για κοινά βακτήρια όπως Escherichia coli, Enterococcus sp. δεν υπάρχουν επαρκείς αποδείξεις, απλώς πιθανόν τα βακτήρια αυτά να λειτουργούν σαν δεξαµενές ανθεκτικών γονιδίων τα οποία µπορούν να µεταφερθούν στα βακτήρια της εντερικής χλωρίδας του ανθρώπου από τα παραγωγικά ζώα. Ωστόσο, δεν πρέπει να αγνοηθεί το γεγονός της πρόσληψης ανθεκτικών βακτηρίων τόσο από τους ανθρώπους όσο και από τα ζώα από κοινές πηγές όπως νερό, φυτά, άγρια ζώα (κυρίως τρωκτικά και πτηνά ιδίως σπουργίτια). Τα άγρια ζώα µπορούν να αποκτήσουν τα ανθεκτικά στελέχη από το περιβάλλον, στη συνέχεια να τα µεταφέρουν και µέσω των εκκρίσεών τους να µολύνουν την τροφή των παραγωγικών ζώων. Έτσι εντερόκοκκοι ανθεκτικοί στη βανκοµυκίνη (Vancomycin-Resistant Enterococci-VRE) έχουν βρεθεί σε άγρια τρωκτικά και κατοικίδια ζώα. Επίσης πρέπει να αναφερθεί ότι αντιµικροβιακά φάρµακα κυρίως τετρακυκλίνες και αµινογλυκοσίδες χρησιµοποιούνται σε µεγάλο βαθµό για την πρόληψη βακτηριακών νοσηµάτων στα φυτά, (Vidaver, 2002), ενώ η βανκοµυκίνη χρησιµοποιείται στη γενετική µηχανική των φυτών. Ωστόσο, προς το παρόν δεν έχει µελετηθεί η πιθανότητα συµβολής των φυτών στη µόλυνση του ανθρώπου µε ανθεκτικά στα - 1 -

αντιµικροβιακά φάρµακα στελέχη βακτηρίων. Η µόλυνση του νερού και γενικότερα του περιβάλλοντος από βακτήρια ανθεκτικά στα αντιµικροβιακά φάρµακα γίνεται τόσο από τα απόβλητα των εκτροφών των ζώων όσο και από τα οικιακά απόβλητα ή τα απόβλητα των νοσοκοµείων. Αυτή η µόλυνση µπορεί να επεκταθεί και στα λαχανικά όταν τα παραπάνω απόβλητα ζώων ή ανθρώπων χρησιµοποιούνται ως λίπασµα για τα χωράφια µε αποτέλεσµα να αποτελέσει πηγή µόλυνσης του ανθρώπου. Απόδειξη των παραπάνω αποτελεί η ανεύρεση στελέχους E. coli µε πολλαπλή ανθεκτικότητα στα αντιµικροβιακά σε λαχανικά που πωλούνταν σε αγορές του Λονδίνου, κατά τη διάρκεια επιδηµιολογικής διερεύνησης µιας µαζικής τροφολοίµωξης από E. coli Ο15. Η συµβολή της ύπαρξης στο υδάτινο περιβάλλον αντιµικροβιακών φαρµάκων και βακτηρίων ανθεκτικών σε αυτά, στη διάδοση της ανθεκτικότητας, είναι αντικείµενο µελέτης και διαφωνιών µεταξύ των επιστηµόνων (Segura et al., 2009). Σηµαντικό ρόλο επίσης στη µεταφορά βακτηρίων ανθεκτικών στα αντιµικροβιακά φάρµακα µεταξύ των ζώων, εκτός βέβαια από την εκτεταµένη χρήση αντιµικροβιακών φαρµάκων, είναι η µεταφορά ζώων-φορέων µεταξύ διαφορετικών εκτροφών ή ακόµη και µεταξύ διαφορετικών κρατών, η συγκέντρωση µεγάλου αριθµού ζώων σε περιορισµένους και κλειστούς χώρους, και η ύπαρξη µολυσµένων ζωοτροφών. Στο σχήµα 1 φαίνεται η πολυπλοκότητα του προβλήµατος της ανάπτυξης ανθεκτικότητας στα αντιµικροβιακά φάρµακα καθώς και οι αλληλεπιδράσεις µεταξύ των διαφορετικών οµάδων: Άγρια ζώα Περιβάλλον (πουλιά, τρωκτικά, έντοµα κλπ) (σκόνη, νερό κλπ) Σφαγείο Εισαγόµενα ζώα Παραγωγικά ζώα Άνθρωποι Ζωοτροφές Κατοικίδια ζώα Φρούτα & Λαχανικά Σχήµα 1: Πολυπλοκότητα του φαινοµένου της ανθεκτικότητας και αλληλεπιδράσεις µεταξύ των οµάδων (McEwen και Fedorka-Cray, 2002) - 2 -

Σε µια προσπάθεια να µελετηθεί το φαινόµενο της ανθεκτικότητας των βακτηρίων στα αντιµικροβιακά φάρµακα που χρησιµοποιούνται στον άνθρωπο και να εκτιµηθεί η συµβολή των ζώων στο φαινόµενο αυτό, καταρτίστηκε το 2000 από τους Bywater και Casewell ένα ερωτηµατολόγιο που απευθυνόταν σε ιατρούς κλινικούς µικροβιολόγους από την Ευρώπη και τις Η.Π.Α. Το ερωτηµατολόγιο αφορούσε 20 παθογόνα βακτήρια για τον άνθρωπο. Μέσα στα 20 αυτά βακτήρια υπήρχαν και κάποια που µεταδίδονται από τα ζώα στον άνθρωπο, όπως non-typhoid Salmonella sp, Campylobacter sp, E. coli O157: H7, Enterococcus sp.vre. Η στατιστική µελέτη των αποτελεσµάτων έδειξε ότι η συνολική συµβολή των ζώων στην ανθεκτικότητα στα αντιµικροβιακά φάρµακα των βακτηρίων που απειλούν τη ηµόσια Υγεία ήταν µικρότερη του 4% (Bywater, 2004). Όπως αναµενόταν το ποσοστό αυτό αφορούσε κυρίως τα ζωονοσογόνα βακτήρια που µεταδίδονταν στον άνθρωπο µέσω της τροφικής αλυσίδας. Από τα παραπάνω προκύπτει ότι η χρήση των αντιµικροβιακών φαρµάκων στα παραγωγικά ζώα συµβάλλει σαφώς στην ανάπτυξη ανθεκτικών στα αντιµικροβιακά φάρµακα ζωονοσογόνων βακτηρίων τα οποία µπορούν να µεταδοθούν στον άνθρωπο µε δυσµενείς επιπτώσεις. εδοµένου ότι η επιδηµιολογία της ανθεκτικότητας είναι εξαιρετικά πολύπλοκη και παρόλο που η συµβολή των ζώων στο πρόβληµα της ανθεκτικότητας των βακτηρίων στα αντιµικροβιακά φάρµακα που απασχολούν τη ηµόσια Υγεία είναι µικρή, είναι απαραίτητο να πραγµατοποιηθούν οι ενδεδειγµένες διορθωτικές κινήσεις για να περιορισθεί η αύξηση της εµφάνισης καθώς και η µετάδοση των ανθεκτικών στα αντιµικροβιακά φάρµακα µικροοργανισµών πριν να είναι αργά. Μια από τις βασικότερες διορθωτικές κινήσεις είναι, η χρήση των αντιµικροβιακών φαρµάκων στα παραγωγικά ζώα να γίνεται σύµφωνα µε τους Κανόνες της Ορθής Κτηνιατρικής Πρακτικής. - 3 -

1. ΧΡΗΣΗ ΤΩΝ ΑΝΤΙΜΙΚΡΟΒΙΑΚΩΝ ΦΑΡΜΑΚΩΝ ΣΤΑ ΠΑΡΑΓΩΓΙΚΑ ΖΩΑ Η παραγωγή ζωικών προϊόντων έχει εντατικοποιηθεί τα τελευταία πενήντα χρόνια, ενώ ταυτόχρονα έχει γίνει περισσότερο αποδοτική αφού µεγαλύτερη ποσότητα προϊόντων παράγεται από µικρότερο αριθµό ζώων. Αυτή η αύξηση της παραγωγικότητας είναι αποτέλεσµα πολλών παραγόντων όπως, της γενετικής επιλογής, της βελτίωσης της διατροφής, της βελτίωσης της διαχείρισης και της προληπτικής ιατρικής. Άλλωστε οι σύγχρονες πρακτικές εντατικοποίησης της εκτροφής των παραγωγικών ζώων έχουν δηµιουργήσει µια καινούργια κατάσταση όσον αφορά τη διαχείριση των εκτροφών, στην οποία σηµαντικό ρόλο παίζει η παροχή κτηνιατρικών υπηρεσιών. Η κτηνιατρική κλινική πράξη στα παραγωγικά ζώα περιλαµβάνει: 1. τη χρήση εµβολίων και προληπτικής φαρµακευτικής αγωγής για την πρόληψη ή ελαχιστοποίηση των λοιµώξεων, 2. τη χρήση αντιµικροβιακών και αντιπαρασιτικών φαρµάκων για τη θεραπεία µικροβιακών και παρασιτικών παθήσεων αντίστοιχα, και 3. τη χρήση αντιµικροβιακών φαρµάκων και ορµονών, (για την αύξηση της παραγωγικότητας, της ανάπτυξης και τη βελτίωση της µετατρεψιµότητας της τροφής) ως αυξητικών παραγόντων (National Research Council, 1999). Τα αντιµικροβιακά φάρµακα ως αυξητικοί παράγοντες δεν χρησιµοποιούνται πλέον στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης αφού υπάρχει νοµοθετική απαγόρευση από 1/1/2006 (Κανονισµός 1831/2003 Ε.Κ), αλλά εξακολουθούν να χρησιµοποιούνται στην εκτροφή των παραγωγικών ζώων σε άλλες χώρες όπως για παράδειγµα στις Η.Π.Α. Είναι εποµένως φανερό ότι τα κτηνιατρικά φάρµακα και ειδικότερα τα αντιµικροβιακά αποτελούν ένα σηµαντικό στοιχείο της παραγωγής κρέατος, αυγών και γάλακτος από τα ζώα που εκτρέφονται για αυτό ακριβώς το σκοπό. Η χρήση των αντιµικροβιακών φαρµάκων για τη θεραπεία ασθενειών στα παραγωγικά ζώα άρχισε στα µέσα της δεκαετίας του 1940, ενώ η προσθήκη τους στην τροφή που προοριζόταν για βοοειδή, χοίρους, κοτόπουλα ξεκίνησε στις αρχές του 1950 (Tollefson και Flynn, 2002). Τα αντιµικροβιακά φάρµακα δρούν κατά των µικροοργανισµών µε διαφορετικούς µηχανισµούς και µε βάση τον µηχανισµό δράσης τους ταξινοµούνται στις εξής κατηγορίες: α) σε αυτά που προκαλούν αναστολή ή παρεµπόδιση της σύνθεσης του κυτταρικού τοιχώµατος των µικροοργανισµών (πενικιλλίνες, κεφαλοσπορίνες, - 4 -

καρβαπενέµες, µονοβακτάµες, γλυκοπεπτίδια και βακιτρακίνη), β) σε αυτά που προκαλούν διάσπαση/αποσύνθεση της κυτταρικής µεµβράνης των µικροοργανισµών (πολυµυξίνη Β, κολιστίνη, νυστατίνη, αµφοτερικίνη Β), γ) σε αυτά που προκαλούν αναστολή της πρωτεϊνικής σύνθεσης των µικροοργανισµών (αµινογλυκοσίδες, τετρακυκλίνες, χλωραµφαινικόλη, µακρολίδια, πλευροµουτιλίνες, λινκοσαµίδες, στρεπτογραµµίνες) και δ) σε αυτά που προκαλούν αναστολή της σύνθεσης ή της λειτουργίας των νουκλεϊκών οξέων (κινολόνες-φθοριοκινολόνες, σουλφοναµίδες, διαµινοπυριδίνες). Τα αντιµικροβιακά φάρµακα χρησιµοποιούνται στα παραγωγικά ζώα για: τη διασφάλιση της υγείας και της ευζωίας των ζώων την πρόληψη της διασποράς επιδηµικών λοιµώξεων στα ζώα, την πρόληψη της µετάδοσης των ζωονόσων από τα ζώα στον άνθρωπο, τη διασφάλιση της ποιότητας των ζωικών προιόντων, την πρόληψη τροφιµογενών λοιµώξεων στον άνθρωπο (Ungemach, 2000) Τα αντιµικροβιακά φάρµακα που χρησιµοποιούνται στα παραγωγικά ζώα συνήθως ανήκουν στις ίδιες οµάδες αντιµικροβιακών φαρµάκων που χρησιµοποιούνται και στον άνθρωπο (Guardabass και Courvalin, 2006) και ανάλογα µε τη σηµασία που έχουν για την υγεία του ανθρώπου διακρίνονται σε: α) πολύ µεγάλης σπουδαιότητας (very high importance) όπως π.χ δεύτερης γενεάς φθοριοκινολόνες, ριφαµυκίνες, λινκοµυκίνη, ερυθροµυκίνη, κεφαλοσπορίνες 3 ης και 4 ης γενιάς, β) µεγάλης σπουδαιότητας (high importance) όπως π.χ. γενταµυκίνη, κεφαλοσπορίνες 1 ης και 2 ης γενεάς, γ) µέτριας σπουδαιότητας (medium importance) όπως π.χ καναµυκίνη, αµπικιλλίνη, αµοξικιλλίνη, κινολόνες στενού φάσµατος, δ) µικρής σπουδαιότητας (low importance) όπως π.χ κολιστίνη, πενικιλλίνη G και V, σπεκτινοµυκίνη, και ε) πολύ µικρής σπουδαιότητας (very low importance) όπως π.χ βακιτρακίνη, πολυµυξίνη. Είναι εποµένως σηµαντικό να µη γίνεται κατάχρηση των αντιµικροβιακών φαρµάκων που έχουν µεγάλη σπουδαιότητα για την υγεία του ανθρώπου, όπως π.χ οι κεφαλοσπορίνες 3 ης και 4 ης γενεάς οι οποίες χρησιµοποιούνται αποκλειστικά για νοσοκοµειακές λοιµώξεις από gram-αρνητικά βακτήρια ή/και στην περίπτωση αποτυχίας θεραπείας µε άλλες β- λακτάµες, δεδοµένου ότι αυξάνεται η πιθανότητα δηµιουργίας ανθεκτικών στελεχών που µπορεί να µεταδοθούν από τα ζώα στον άνθρωπο µέσω της τροφικής αλυσίδας ή µέσω της επαφής. Τα ανθεκτικά αυτά στελέχη δεν µπορεί να αντιµετωπισθούν µε τα παραπάνω αντιµικροβιακά και έτσι ουσιαστικά αποδυναµώνεται το οπλοστάσιο των φαρµάκων που είναι διαθέσιµο για την προστασία της ηµόσιας Υγείας. - 5 -

1.1. ΕΝ ΕΙΞΕΙΣ ΤΩΝ ΑΝΤΙΜΙΚΡΟΒΙΑΚΩΝ ΦΑΡΜΑΚΩΝ ΣΤΑ ΠΑΡΑΓΩΓΙΚΑ ΖΩΑ Τα αντιµικροβιακά φάρµακα στα παραγωγικά ζώα χρησιµοποιούνται για (Πίν. 1): Θεραπεία Μεταφύλαξη Προφύλαξη - Πρόληψη Αυξητική δράση 1.1.1 Θεραπεία Ως θεραπεία ορίζεται η χορήγηση αντιµικροβιακών φαρµάκων σε ένα ζώο (ατοµική θεραπεία) ή σε µια οµάδα ζώων (οµαδική θεραπεία) που νοσεί κλινικά, δηλαδή παρουσιάζει µια εµφανή βακτηριακή λοίµωξη. Σκοπός της θεραπείας είναι να περιορισθεί η εξέλιξη της ασθένειας στα νοσούντα ζώα, αφού η ασθένεια θα είχε ως αποτέλεσµα την µειωµένη απόδοση των ζώων. Ο τρόπος χορήγησης των αντιµικροβιακών φαρµάκων για θεραπευτικούς σκοπούς διαφέρει ανάλογα µε τον αριθµό των ζώων και τον τύπο της εκτροφής. Η ατοµική θεραπεία εφαρµόζεται κυρίως στα κατοικίδια ζώα, ενώ στα παραγωγικά ζώα εφαρµόζεται κατά περίπτωση σε γαλακτοπαραγωγές αγελάδες, µόσχους, χοιροµητέρες, ενήλικα πρόβατα και αίγες (Schwarz et al., 2001; McEwen και Fedorka-Cray, 2002). Η ατοµική θεραπεία στα ζώα είναι συγκρίσιµη µε τη χρήση των αντιµικροβιακών φαρµάκων στην ιατρική του ανθρώπου και βασίζεται στα εξής: 1. στην κλινική εξέταση του κάθε ζώου που νοσεί, 2. στις εργαστηριακές εξετάσεις για την ταυτοποίηση του παθογόνου παράγοντα και στον έλεγχο της ευαισθησίας του στα αντιµικροβιακά φάρµακα, 3. στη χορήγηση των αντιµικροβιακών φαρµάκων από το στόµα ή ενέσιµα µόνο στα ζώα που εµφανίζουν συµπτώµατα της συγκεκριµένης ασθένειας, και 4. στην επιλογή του κατάλληλου δοσολογικού σχήµατος ανάλογα µε το ζωικό είδος και το στάδιο της ασθένειας. Η ατοµική θεραπεία συχνά δεν µπορεί να εφαρµοσθεί στην πράξη σε παραγωγικά ζώα τα οποία εκτρέφονται σε οµάδες όπως σµήνη κρεοπαραγωγικών ορνιθίων ή οµάδες απογαλακτισµένων χοιριδίων. Σε τέτοιες περιπτώσεις είναι προτιµότερη η οµαδική θεραπεία οπότε τα αντιµικροβιακά φάρµακα χορηγούνται µε την τροφή ή το νερό. Όπως στην ατοµική έτσι και στην οµαδική θεραπεία πριν την εφαρµογή της πρέπει να γίνει ταυτοποίηση του - 6 -

παθογόνου βακτηρίου και να επιλεγεί το κατάλληλο αντιµικροβιακό µε βάση τη δοκιµή ευαισθησίας. Η θεραπεία µε αντιµικροβιακά φάρµακα µέσω της τροφής ή του νερού όσο εύκολα και αν εφαρµόζεται παρουσιάζει σηµαντικά προβλήµατα. Τα σπουδαιότερα είναι: η ανοµοιογενής ανάµιξη του αντιµικροβιακού φαρµάκου µε την τροφή, η µειωµένη διαλυτότητα του φαρµάκου στο πόσιµο νερό και η ασυµβατότητα-αλληλεπίδραση του αντιµικροβιακού φαρµάκου µε κάποιο συστατικό της τροφής ή του νερού. Επίσης, ένα άλλο σηµαντικό πρόβληµα που σχετίζεται µε την οµαδική θεραπεία είναι η ανεπαρκής πρόσληψη του αντιµικροβιακού φαρµάκου από τα ζώα, δεδοµένης της µειωµένης λήψης τροφής και νερού από τα ασθενή ζώα. Παρόλα αυτά η οµαδική θεραπεία µέσω τροφής ή νερού είναι ο µόνος τρόπος χορήγησης φαρµάκων στα παραγωγικά ζώα και για να έχει θεραπευτικό αποτέλεσµα θα πρέπει να γίνεται µε τον ενδεδειγµένο τρόπο. 1.1.2 Μεταφύλαξη Ο όρος µεταφύλαξη περιγράφει την χρήση των αντιµικροβιακών φαρµάκων σε µια οµάδα ζώων σε χρόνο κατά τον οποίο ορισµένα µόνο από αυτά παρουσιάζουν συµπτώµατα της ασθένειας, αλλά αναµένεται µελλοντικά να προσβληθούν και άλλα ζώα της οµάδας. Η µεταφύλαξη δηλαδή είναι απαραίτητη για την αποτροπή της µετάδοσης της λοίµωξης από τα ασθενή στα υγιή ζώα της οµάδας. Η µεταφύλαξη ως µαζική θεραπεία µειονεκτεί από την άποψη ότι χορηγούνται φάρµακα σε ζώα που δεν τα χρειάζονται, ενώ από την άλλη η χορήγηση αντιµικροβιακών φαρµάκων µόνο σε διαγνωσµένα ασθενή ζώα µειονεκτεί στο ότι η χορήγηση του φαρµάκου δεν γίνεται σε ζώα τα οποία βρίσκονται στα αρχικά στάδια της νόσου. Προσπάθειες να περιορισθεί η µεταφύλαξη µόνο σε ζώα που πιθανόν θα ωφεληθούν από τη θεραπεία χρησιµοποιώντας ως δείκτη εκτίµησης της κλινικής κατάστασης τη θερµοκρασία του σώµατος, απέτυχαν (Guthrie, et al., 1997). Για το λόγο αυτό αναζητούνται πιο εξειδικευµένοι τρόποι εκτίµησης του σταδίου της ασθένειας, προκειµένου να βελτιωθούν τα κριτήρια επιλογής της κατάλληλης θεραπείας. Τέλος σύµφωνα µε την Αµερικάνικη Κτηνιατρική Ένωση (American Veterinary Medical Association, AVMA) η µεταφύλαξη τυπικά περιλαµβάνει τη χορήγηση φαρµάκων σε θεραπευτικές δόσεις για µικρό χρονικό διάστηµα. - 7 -

1.1.3 Προφύλαξη-πρόληψη Η προφύλαξη-πρόληψη συνιστά τη χορήγηση αντιµικροβιακών φαρµάκων σε υγιή ζώα τα οποία εκτίθενται σε κάποιο κίνδυνο χωρίς όµως να έχει εκδηλωθεί κάποιο νόσηµα και να έχει ταυτοποιηθεί ο υπεύθυνος αιτιολογικός παράγοντας (Phillips, et al., 2004). ηλαδή η προφυλακτική θεραπεία µε αντιµικροβιακά φάρµακα εφαρµόζεται σε κάποιες κρίσιµες χρονικές περιόδους «κλειδιά» για την υγεία των ζώων, περιόδους δηλαδή που υφίστανται έντονη καταπόνηση µε τον ενδεχόµενο κίνδυνο την ανάδυση λοιµωδών νοσηµάτων. Η προληπτική χρήση των αντιµικροβιακών µπορεί να γίνει τόσο ατοµικά όσο και οµαδικά και είναι ευρέως αποδεκτή στη κτηνιατρική κλινική πρακτική (παθολογίαχειρουργική). Ειδικότερα: α) στις γαλακτοπαραγωγές αγελάδες η προφυλακτική ενδοµαστική χορήγηση αντιµικροβιακών φαρµάκων σε θεραπευτικά επίπεδα στο τέλος της γαλακτικής περιόδου προλαµβάνει την εκδήλωση µαστίτιδων κατά την επόµενη γαλακτική περίοδο, αφού µεγάλες συγκεντρώσεις του αντιµικροβιακού φαρµάκου επιτυγχάνονται για όλη τη διάρκεια της ξηράς περιόδου. β) στην εκτροφή χοίρων και µόσχων προληπτική χορήγηση αντιµικροβιακών φαρµάκων εφαρµόζεται κατά τον απογαλακτισµό και κατά την ανάµιξη των ζώων από διαφορετικές οµάδες, προκειµένου να ελεγχθεί η εκδήλωση νοσηµάτων από το αναπνευστικό και πεπτικό σύστηµα. Χωρίς την προληπτική χορήγηση αντιµικροβιακών φαρµάκων θα εµφανίζονταν σε µεγάλο ποσοστό κλινικές λοιµώξεις που θα είχαν αρνητική επίδραση στην ευζωία, θα απαιτούσαν µεγαλύτερες ποσότητες αντιµικροβιακών φαρµάκων για τη θεραπεία-µεταφύλαξη, ενώ ταυτόχρονα θα µειωνόταν δραστικά η παραγωγικότητα των ζώων. Έτσι, η προφυλακτική θεραπεία για τις χρονικές περιόδους της εκτροφής των ζώων που υφίστανται έντονη καταπόνηση και άρα κινδυνεύουν από λοιµώξεις ειδικά στην εκτροφή των χοίρων και µοσχαριών-, είναι αναπόφευκτη (Schwarz, et al., 2001). Ωστόσο, η προληπτική χορήγηση αντιµικροβιακών φαρµάκων θεωρείται από πολλούς ερευνητές σαν το υπόβαθρο για την ανάπτυξη βακτηρίων ανθεκτικών στα αντιµικροβιακά φάρµακα, λειτουργεί δηλαδή ως παράγοντας άσκησης «πίεσης επιλογής» (selective pressure). Ακόµα περισσότερο όµως θεωρήθηκε ως παράγοντας πίεσης επιλογής για τα βακτήρια η χρήση των αντιµικροβιακών φαρµάκων ως αυξητικών παραγόντων. - 8 -

1.1.4. Αυξητικοί παράγοντες Αν και τα αντιµικροβιακά φάρµακα ως αυξητικοί παραγοντες έχουν απαγορευθεί στην Ευρωπαϊκή Ένωση (E.E), κρίνεται απαραίτητο να αναφερθούν στοιχεία για τη δράση αυτή των αντιµικροβιακών φαρµάκων. Η ιδιότητα των αντιµικροβιακών φαρµάκων να επιταχύνουν την ανάπτυξη των ζώων ανακαλύφθηκε για πρώτη φορά το 1940 όταν διαπιστώθηκε ότι κοτόπουλα που τρέφονταν µε τροφή εµπλουτισµένη µε τετρακυκλίνες αναπτύσσονταν γρηγορότερα από τα κοτόπουλα που τρέφονταν µε τροφή που δεν περιείχε τετρακυκλίνες. Από τότε πολλά αντιµικροβιακά φάρµακα έχει βρεθεί ότι βελτιώνουν τη µέση ηµερήσια αύξηση βάρους καθώς και τη µετατρεψιµότητα της τροφής στα διάφορα ζωικά είδη (Gaskins, et al., 2002). Τα αντιµικροβιακά φάρµακα για αυτό το σκοπό χρησιµοποιούνται ως προσθετικά της τροφής σε υπο-θεραπευτικές δόσεις που κυµαίνονται από 2,5 µέχρι 125 mg/kg (ppm) (Lawrence, 1998). Στις Η.Π.Α. η «υπο-θεραπευτική χορήγηση» των αντιµικροβιακών φάρµακων, δηλαδή χρήση τους για βελτίωση ανάπτυξης των ζώων και της µετατρεψιµότητας της τροφής, σηµαίνει προσθήκη τους στην τροφή σε συγκέντρωση κάτω από 200g ανά τόνο για περισσότερες από δύο εβδοµάδες. Είναι γεγονός όµως ότι η χρήση των αντιµικροβιακών φάρµακων ως αυξητικών παραγόντων λειτουργεί ταυτόχρονα και µε την έννοια της προληπτικής θεραπείας, για αυτό και στη Βόρειο Αµερική κάποια αντιµικροβιακά φάρµακα εγκρίνονται ταυτόχρονα και για τους δύο σκοπούς, δηλαδή την πρόληψη και την αύξηση της ανάπτυξης. Για αυτόν ακριβώς το λόγο οι Mellon και συνεργάτες (2001) χρησιµοποιούν τον όρο «µη θεραπευτική χρήση» των αντιµικροβιακών φαρµάκων που περικλείει την αύξηση της ανάπτυξης και την προληπτική χρήση αυτών κατά των ασθενειών των ζώων. Είναι γεγονός ότι η διαφορά µεταξύ πρόληψης και αύξησης της ανάπτυξης είναι λιγότερο σαφής από ό,τι η διαφορά µεταξύ προφύλαξης και θεραπείας. Η Ευρωπαϊκή Ένωση υιοθετώντας την «αρχή της πρόβλεψης ή πρόληψης του κινδύνου» διατυπώνει ότι η ανθεκτικότητα των µικροβίων στα αντιµικροβιακά φάρµακα έχει µεγαλύτερη σηµασία για τη ηµόσια Υγεία από ό,τι η χρήση τους ως αυξητικών παραγόντων. Με βάση αυτή την αρχή προχώρησε στην απαγόρευση κάποιων αντιµικροβιακών φαρµάκων που χρησιµοποιούνταν ως αυξητικοί παράγοντες. Αρχικά απαγορεύτηκαν κάποια αντιµικροβιακά φάρµακα, όπως η αβοπαρκίνη (γλυκοπεπτίδιο) το 1996, και τον Ιανουάριο του 1999 ακόµα έξι αντιµικροβιακά φάρµακα δηλαδή η τυλοσίνη και η σπιραµυκίνη (µακρολίδια), η βιργινιαµυκίνη (στρεπτογραµίνη), η βακιτρακίνη (πολυπεπτίδιο) και carbadox και olaquindox (κινοξαλίνες). Στη συνέχεια όµως επήλθε - 9 -

ολοκληρωτική απαγόρευση της χρήσης των αντιµικροβιακών φαρµάκων ως αυξητικών παραγόντων σύµφωνα µε τον Κανονισµό 1831/2003 του Ε.Κ. για τις πρόσθετες ύλες που χρησιµοποιούνται στην διατροφή των ζώων. Συγκεκριµένα στο άρθρο 11 σηµείο 2 αναφέρεται: «κατά παρέκκλιση του άρθρου 10 και µε την επιφύλαξη του άρθρου 13 τα αντιβιοτικά εκτός των κοκκιδιοστατικών και των ιστοµοναδικών, µπορούν να διατίθενται στην αγορά και να χρησιµοποιούνται ως πρόσθετες ύλες ζωοτροφών µόνο µέχρι τις 31/12/2005. Από 1/1/2006 αυτές οι ουσίες διαγράφονται από το µητρώο». Σε αντίθεση µε την Ευρωπαϊκή Ένωση οι Η.Π.Α και άλλες χώρες εκτός Ευρώπης ακολουθούν την «αρχή της απόδειξης» µε βάση την οποία διατυπώνεται ότι δεν έχει αποδειχθεί ότι η ανθεκτικότητα των µικροβίων στα αντιµικροβιακά φάρµακα οφείλεται στη χρήση τους ως αυξητικών παραγόντων στα ζώα. Άρα σύµφωνα µε την αρχή αυτή θεωρείται ότι δεν απαιτείται καµία ενέργεια και ότι οι ενέργειες που έχουν πραγµατοποιηθεί µέχρι σήµερα δεν είναι αιτιολογηµένες (Turnidge, 2004). Στα πλαίσια αυτής της λογικής κυρίως οι Η.Π.Α και άλλες χώρες εξακολουθούν µέχρι και σήµερα να χρησιµοποιούν τα αντιµικροβιακά φάρµακα ως πρόσθετες ύλες ζωοτροφών για βελτίωση της ανάπτυξης των ζώων και της µετατρεψιµότητας της τροφής. Πίνακας 1: Τρόπος χρήσης αντιµικροβιακών φαρµάκων στα παραγωγικά ζώα (McEwen και Τρόπος χρήσης αντιµικροβιακών Σκοπός χρήσης Fedorka-Cray, 2002) Οδός χορήγησης Θεραπευτικά Θεραπεία Ενέσιµα, τροφή, νερό Μεταφυλακτικά Προφύλαξη από ασθένεια, θεραπεία Ενέσιµα (παχυνόµενα µοσχάρια), τροφή, νερό Χορήγηση ατοµικά ή σε οµάδες ατοµικά ή οµαδικά οµάδα Ασθενή ζώα µεµονωµένα ασθενήοµάδες µε ζώα µη ασθενή ή µε υποκλινική λοίµωξη ορισµένα ασθενή Προφυλακτικά Πρόληψη ασθένειας τροφή οµάδα κανένα εµφανώς ασθενές, ορισµένα ίσως υποκλινική λοίµωξη Υποθεραπευτικά Αύξηση ανάπτυξης Βελτίωση µετατρεψιµότητας τροφής Πρόληψη ασθένειας τροφή οµάδα κανένα ασθενές - 10 -

1.2 ΚΡΙΤΗΡΙΑ ΕΠΙΛΟΓΗΣ ΤΟΥ ΚΑΤΑΛΛΗΛΟΥ ΑΝΤΙΜΙΚΡΟΒΙΑΚΟΥ ΦΑΡΜΑΚΟΥ Η επιλογή του κατάλληλου αντιµικροβιακού φαρµάκου έχει µεγάλη σηµασία σε κάθε θεραπευτική αγωγή. Τα αντιµικροβιακά φάρµακα µε βάση το αντιµικροβιακό φάσµα δράσης τους διακρίνονται σε ευρέος φάσµατος, τα οποία µπορούν να αναστείλουν την ανάπτυξη ή και να προκαλέσουν τη θανάτωση µιας µεγάλης ποικιλίας µικροοργανισµών, και στενού φάσµατος τα οποία είναι πιο ειδικά για την αντιµετώπιση µικροοργανισµών συγκεκριµένου γένους και είδους. Τα ιδανικά κριτήρια επιλογής του κατάλληλου αντιµικροβιακού φαρµάκου αποτελούν: η εργαστηριακή αποµόνωση του παθογόνου µικροοργανισµού καθώς και η ακριβής εκτίµηση της in vitro ευαισθησίας του µικροοργανισµού στο συγκεκριµένο αντιµικροβιακό φάρµακο. Παρόλο που υπάρχει διαφορά µεταξύ της in vitro ευαισθησίας και της in vivo αποτελεσµατικότητας του αντιµικροβιακού φαρµάκου, ο καθορισµός της in vitro ευαισθησίας/ανθεκτικότητας δίνει πολύτιµες πληροφορίες για την αποτελεσµατικότητα του αντιµικροβιακού, ενώ επίσης αποκλείει τα φάρµακα εκείνα για τα οποία σε εργαστηριακές συνθήκες ο παθογόνος µικροοργανισµός εµφανίζει ανθεκτικότητα (Schwarz et al., 2001). Ωστόσο στην κτηνιατρική κλινική πράξη τέτοιες πολύτιµες πληροφορίες δεν είναι διαθέσιµες στο χρόνο που απαιτείται η έναρξη της φαρµακευτικής αγωγής. Η συλλογή του δείγµατος, η αποστολή του σε εργαστήριο, καθώς και η λήψη των αποτελεσµάτων απαιτεί τουλάχιστον 2-3 ηµέρες. Επιπλέον, το κόστος των εργαστηριακών εξετάσεων αυξάνει το συνολικό κόστος της θεραπευτικής αγωγής µε αποτέλεσµα πολλές φορές να το καθιστά απαγορευτικό για τον κτηνοτρόφο. Αποτέλεσµα των παραπάνω είναι η επιλογή του αντιµικροβιακού φαρµάκου να γίνεται από τον κτηνίατρο µόνο µε βάση την κλινική εικόνα και την εµπειρία του χωρίς εργαστηριακή επιβεβαίωση, γεγονός που πολλές φορές οδηγεί σε αναποτελεσµατική θεραπεία. Σε αρκετές χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης διεξάγονται προγράµµατα παρακολούθησης της κατανάλωσης αντιµικροβιακών φαρµάκων καθώς και της ανθεκτικότητας των µικροοργανισµών στα φάρµακα αυτά σε ζώα, ανθρώπους και τρόφιµα. Τα προγράµµατα αυτά δίνουν πολύτιµα στοιχεία για την ευαισθησία των παθογόνων βακτηρίων µε αποτέλεσµα να βοηθούν στην επιλογή του κατάλληλου αντιµικροβιακού φαρµάκου (Gnanou, 1998). Ωστόσο, τα στοιχεία που αφορούν την ανθεκτικότητα των µικροοργανισµών συνεχώς τροποποιούνται, µε αποτέλεσµα η ταυτοποίηση του αιτιολογικού παθογόνου παράγοντα και η δοκιµή ευαισθησίας να είναι απαραίτητη προϋπόθεση για αποτελεσµατική θεραπεία, ιδιαίτερα όταν αυτή εφαρµόζεται σε µεγάλο αριθµό ζώων. Σε - 11 -

περίπτωση όµως που υπάρχει αµφιβολία όσον αφορά την ταυτοποίηση του µικροοργανισµού ή σε περίπτωση που η θεραπεία πρέπει να ξεκινήσει άµεσα, προτιµάται ένα αντιµικροβιακό ευρέος φάσµατος. Ωστόσο, µόλις υπάρξει αποτέλεσµα της δοκιµής ευαισθησίας του υπεύθυνου παθογόνου, η αντιµικροβιακή θεραπεία τροποποιείται και επιλέγεται το κατάλληλο φάρµακο (Ungemach, 1999). Εκτός των παραπάνω, σηµαντικό κριτήριο επιλογής του κατάλληλου αντιµικροβιακού φαρµάκου είναι οι φαρµακοδυναµικές και φαρµακοκινητικές ιδιότητές του (πχ βιοδιαθεσιµότητα, κατανοµή στους ιστούς, αποµάκρυνση του φαρµάκου) οι οποίες πρέπει να λαµβάνονται σοβαρά υπόψη από τον κτηνίατρο προκειµένου να εξασφαλισθεί θεραπευτική συγκέντρωση του αντιµικροβιακού φαρµάκου στην περιοχή της λοίµωξης, ειδικά όταν η θεραπεία συνεχίζεται για µεγάλο χρονικό διάστηµα. Ο βασικός στόχος της χρήσης των αντιµικροβιακών φαρµάκων για τη θεραπεία λοιµώξεων είναι η εξάλειψη του παθογόνου βακτηρίου όσο γίνεται γρηγορότερα µε ελάχιστες παρενέργειες για τον νοσούντα οργανισµό (Capitano και Nightingale, 2001). Για να επιτευχθεί ο στόχος αυτός είναι απαραίτητο να συντρέχουν οι τρείς παρακάτω βασικές προϋποθέσεις: Πρώτον, το αντιµικροβιακό φάρµακο πρέπει να συνδεθεί σε ένα ειδικό σηµείο σύνδεσης ή ενεργό σηµείο του µικροοργανισµού (υποδοχέας), γεγονός που έχει ως αποτέλεσµα τη διαταραχή µιας αλυσίδας βιοχηµικών αντιδράσεων απαραίτητων για την επιβίωση του µικροοργανισµού. Η δεύτερη προϋπόθεση είναι ότι πρέπει η συγκέντρωση του αντιµικροβιακού φαρµάκου να είναι τέτοια ώστε να δεσµευθεί ο αναγκαίος αριθµός των υποδοχέων στον µικροοργανισµό για να προκληθεί θεραπευτικό αποτέλεσµα (θεραπευτική συγκέντρωση) και τρίτον, ότι η συγκέντρωση του αντιµικροβιακού φαρµάκου θα πρέπει να παραµείνει σε θεραπευτικά επίπεδα για αρκετό χρονικό διάστηµα. Η σχέση µεταξύ της συγκέντρωσης του αντιµικροβιακού φαρµάκου και του χρόνου ή αλλιώς η ποσότητα του φαρµάκου στην οποία θα εκτεθεί ο οργανισµός σε συγκεκριµένο χρονικό διάστηµα, ορίζεται ως η περιοχή κάτω από την καµπύλη συγκέντρωσης-χρόνου AUC (AUC area under the concentration-time=cp x time) και είναι µια πολύ σηµαντική φαρµακοκινητική παράµετρος για τη θανάτωση του βακτηρίου, καθώς και ο λόγος Cmax/MIC (Νightingale et al., 2001). υστυχώς δε γνωρίζουµε τη συγκέντρωση του αντιµικροβιακού στην περιοχή-ιστό που βρίσκεται το βακτήριο, µε αποτέλεσµα να χρησιµοποιούµε για την εκτίµηση της αποτελεσµατικότητας των αντιµικροβιακών φαρµάκων την φαρµακοκινητική παράµετρο AUC του ορού του αίµατος, που είναι εύκολα µετρήσιµη, αλλά σε ορισµένες περιπτώσεις δεν είναι αντιπροσωπευτική. Εκτός από την AUC - 12 -

και Cmax για την εκτίµηση της αποτελεσµατικότητας των αντιµικροβιακών φαρµάκων λαµβάνεται υπόψη η φαρµακοδυναµική παράµετρος MIC (minimum inhibitory concentration) που αποτελεί µονάδα µέτρησης της αντιµικροβιακής δραστηριότητας του φαρµάκου κατά του παθογόνου µικροοργανισµού (Νightingale et al, 2001) και αντιπροσωπεύει την ελάχιστη συγκέντρωση του φαρµάκου που αναστέλλει την ανάπτυξη του 50% (MIC 50 ) ή 90% (MIC 90 ) των στελεχών του µικροοργανισµού µετά την έκθεση τους στο αντιµικροβιακό φάρµακο για συγκεκριµένη χρονική περίοδο (Μπατζίας, 2005). Η σχέση µεταξύ των παραπάνω παραµέτρων δηλαδή µεταξύ Cmax - AUC και MIC είναι η κυρίαρχη φαρµακοκινητική/φαρµακοδυναµική παράµετρος που καθορίζει την αποτελεσµατικότητα του αντιµικροβιακού φαρµάκου (δοσοεξαρτώµενου και χρόνοδοσοεξαρτώµενου) και δηλώνει πόσο µεγαλύτερη θα πρέπει να είναι η συγκέντρωση του αντιµικροβιακού στον ορό του αίµατος και ο χρόνος έκθεσης του µικροβίου στο φάρµακο, ώστε να επιφέρει βλάβη στο κύκλο ζωής του µικροοργανισµού (αναστολή πολλαπλασιασµού, θανάτωση) (Lathers, 2002). Όσο µεγαλύτερη είναι η αναλογία AUC/MIC και Cmax/ MIC τόσο µεγαλύτερη είναι η πιθανότητα εκρίζωσης του µικροοργανισµού, ενώ αντίθετα χαµηλή αναλογία, δηλαδή χρήση αντιµικροβιακών φαρµάκων σε χαµηλές δόσεις, ευνοεί την εµφάνιση ανθεκτικότητας, καθώς επιβιώνουν µικροοργανισµοί οι οποίοι έχουν υψηλές τιµές MIC -ανθεκτικά στελέχη- (Tenover, 2001). Αυτές οι βασικές αρχές δηλαδή η συσχέτιση φαρµακοκινητικών και φαρµακοδυναµικών παραµέτρων ενός αντιµικροβιακού φαρµάκου (PK/PD correlation) µπορούν να εφαρµοσθούν στην πράξη όσον αφορά τη χρήση των αντιµικροβιακών φαρµάκων στα παραγωγικά ζώα (Lees και Aliabadi, 2002). Ωστόσο είναι απαραίτητο σε κάθε χρήση να προσδιορίζεται η αναλογία AUC/MIC και Cmax/ MIC προκειµένου να εξασφαλίζεται το µέγιστο της αποτελεσµατικότητας του φαρµάκου και η αποτροπή της ανάπτυξης ανθεκτικότητας. Οι Thomas και συνεργάτες (1998), µελέτησαν τα στοιχεία από ασθενείς µε νοσοκοµειακή λοίµωξη της κατώτερης αναπνευστικής οδού στους οποίους χορηγήθηκαν διάφορα αντιµικροβιακά φάρµακα και διαπίστωσαν ότι η ανάπτυξη ανθεκτικότητας κατά τη διάρκεια της θεραπείας αυξανόταν σηµαντικά όταν η έκθεση στο αντιµικροβιακό φάρµακο ήταν σε αναλογία AUC 0-24 /MIC µικρότερη του 100 για όλα τα φάρµακα και όλους τους µικροοργανισµούς, µε εξαίρεση τους Gram-αρνητικούς µικροοργανισµούς που παράγουν β-λακταµάσες. Οι προαναφερόµενοι ερευνητές κατέληξαν σε δύο συµπεράσµατα: πρώτον, ότι επιλογή της ανθεκτικότητας στα αντιµικροβιακά συνδέεται στενά µε δόσεις του αντιµικροβιακού φαρµάκου που επιφέρουν αναλογία AUC 0- - 13 -

24/MIC µικρότερη του 100 και δεύτερον ότι τα αποτελέσµατα των κλινικών ερευνών (σε ανθρώπους) συµφωνούν µε τα αποτελέσµατα από µελέτες σε ζώα, ότι δηλαδή υπάρχει σχέση µεταξύ της φαρµακοκινητικής/φαρµακοδυναµικής παραµέτρου AUC 0-24 /MIC και της ανάπτυξης ανθεκτικότητας. Εκτός από την αναλογία AUC 0-24 /MIC σηµαντική φαρµακοκινητική/ φαρµακοδυναµική παράµετρος είναι και η σχέση Τ>MIC που εκφράζει το χρονικό διάστηµα που η συγκέντρωση του αντιµικροβιακού φαρµάκου παραµένει υψηλότερη της MIC. Η σχέση αυτή καθορίζει την αποτελεσµατικότητα των χρονοεξαρτώµενων αντιµικροβιακών φαρµάκων αφού για να έχουν θεραπευτικό αποτέλεσµα θα πρέπει για χρονική περίοδο (Τ) ίση µε το 40-50% του χρόνου των µεσοδιαστηµάτων των χορηγήσεων, οι συγκεντρώσεις τους στο αίµα ή στην εστία της λοίµωξης να κυµαίνεται σε επίπεδα (4-8) Χ MIC, ανάλογα µε την ευαισθησία του παθογόνου µικροοργανισµού (Μπατζίας, 2005). Επιπλέον η σχέση Τ>MIC µπορεί να θεωρηθεί ως δείκτης εκτίµησης της ανάπτυξης ανθεκτικών στελεχών κατά των χρονοεξαρτώµενων αντιµικροβιακών, όπως οι β-λακτάµες. Οι Craig και Andes το 1996 σε µια κλινική µελέτη σε παιδιά µε µέση ωτίτιδα διαπίστωσαν ότι µε την κεφουροξίµη είχαν θεραπευτική επιτυχία δεδοµένου ότι η σχέση Τ>MIC κυµαινόταν από 33 ως 53% για τα ενδιάµεσης ευαισθησίας στην πενικιλλίνη στελέχη του S. pneumoniae, ενώ για τα ανθεκτικά στην πενικιλλίνη στελέχη κυµαινόταν από 0-23%. Όσο η MIC αυξάνεται, η σχέση Τ>MIC µειώνεται, δηλαδή γίνεται µικρότερη του 40% προδικάζοντας θεραπευτική αποτυχία. Έτσι, στην περίπτωση της σωστής χρήσης των αντιµικροβιακών φαρµάκων µε σκοπό την θεραπεία λοίµωξης στα ζώα οι δόσεις οι οποίες προτείνονται επιφέρουν επαρκείς αναλογίες AUC/MIC ή Τ>MIC µε αποτέλεσµα εξάλειψη του παθογόνου παράγοντα και αποτροπή της ανάπτυξης ανθεκτικών µικροοργανισµών. Αντίθετα, στη µη σωστή χρήση των αντιµικροβιακών φαρµάκων ή στην περίπτωση χρήσης αντιµικροβιακών φαρµάκων για πρόληψη όπου το σκεύασµα χορηγείται µαζικά µε την τροφή ή το νερό είναι πολύ δύσκολο να επιτευχθούν οι κατάλληλες αναλογίες AUC/MIC ή Τ>MIC. υστυχώς όµως πολύ λίγες ερευνητικές εργασίες έχουν γίνει σε αυτόν τον τοµέα όσον αφορά τα παραγωγικά ζώα µε αποτέλεσµα να έχουµε µόνο κάποιες γενικές αρχές που υποδηλώνουν ότι χαµηλές δόσεις αντιµικροβιακών φαρµάκων λειτουργούν ως παράγοντας επιλογής για την ανάπτυξη ανθεκτικών µικροοργανισµών, ενώ από την άλλη υψηλές δόσεις (θεραπευτικές και όχι τοξικές) οδηγούν στη γρήγορη θανάτωση του µικροοργανισµού. - 14 -

1.3 ΚΥΡΙΟΤΕΡΕΣ ΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙΟΥΜΕΝΕΣ ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ ΑΝΤΙΜΙΚΡΟΒΙΑΚΩΝ ΦΑΡΜΑΚΩΝ ΣΤΑ ΠΑΡΑΓΩΓΙΚΑ ΖΩΑ Όπως προαναφέρθηκε, τα αντιµικροβιακά αποτελούν ζωτικής σηµασίας φάρµακα για τη ζωική παραγωγή τα οποία δεν µπορούν να αντικατασταθούν προς το παρόν από κάποια άλλα εναλλακτικά, όπως για παράδειγµα τα εµβόλια, τα προβιοτικά ή τους φάγους (Ungemach, 2006). Στα πλαίσια της πρόληψης-προφύλαξης καθώς και της θεραπείας- µεταφύλαξης, ανάλογα µε το είδος των παραγωγικών ζώων και τις ιδιαιτερότητες αυτών χρησιµοποιούνται διάφορες κατηγορίες αντιµικροβιακών φαρµάκων. Στην κτηνιατρική σε γενικές γραµµές τα νοσήµατα που απαιτούν πιο εκτεταµένη χρήση αντιµικροβιακών φαρµάκων για θεραπεία ή προφύλαξη είναι τα νοσήµατα του αναπνευστικού και πεπτικού στα βοοειδή και χοίρους, οι µαστίτιδες στις γαλακτοπαραγωγές αγελάδες και η κολιβακίλλωση στα πουλερικά. Τα στοιχεία προέρχονται από µελέτες και αναφορές από Ε.Ε και ΗΠΑ γιατί δυστυχώς στην Ελλάδα δεν υπάρχουν ανάλογα στοιχεία. 1.3.1 Χρήση αντιµικροβιακών φαρµάκων στα βοοειδή Αντιµικροβιακά φάρµακα διαφόρων κατηγοριών όπως αµοξικιλλίνη, πενικιλλίνη, κεφαπυρίνη, ερυθροµυκίνη, φθοροκινολόνες, γενταµυκίνη, νοβοβιοκίνη, σουλφοναµίδες, τυλοσίνη, τιλµικοσίνη, τετρακυκλίνες χρησιµοποιούνται για τη θεραπεία και πρόληψη διαφόρων ασθενειών στα βοοειδή π.χ. πνευµονία, διάρροια, πυρετός της µεταφοράς (Mc Ewen και Fedorka-Cray, 2002). Σύµφωνα µε µια πρόσφατη µελέτη του Υπουργείου Γεωργίας των Η.Π.Α (USDA - United Srates Department of Agriculture) 2007 για την αντιµετώπιση αναπνευστικών λοιµώξεων στους µη απογαλακτισµένους µόσχους, το 2/3 των εκτροφών χρησιµοποιούν αντιµικροβιακά φάρµακα κυρίως φλορφαινικόλη (18,3%), µακρολίδια (15,2%) και β- λακτάµες (11,6%). Για την αντιµετώπιση διαρροιών σε ίδιας ηλικίας µόσχους, 6 στις 10 εκτροφές χρησιµοποιούν αντιµικροβιακά φάρµακα όπως τετρακυκλίνες (16,2%), διάφορα άλλα όπως τριµεθοπρίµη-σουλφοναµίδη, λινκοµυκίνη-σπεκτινοµυκίνη (10,5%), β-λακτάµες (9,4%) και σουλφοναµίδες (9,2%). Οι οµφαλίτιδες αντιµετωπίζονται στο 28,7% των εκτροφών µε κυρίαρχο αντιµικροβιακό φάρµακο τις β-λακτάµες (21,2%). Είναι σκόπιµο επίσης να αναφερθεί ότι και τα υποκατάστατα γάλακτος που πολύ συχνά χορηγούνται στους µόσχους περιέχουν αντιµικροβιακούς παράγοντες (κυρίως τετρακυκλίνες). Στους απογαλακτισµένους µόσχους το 49,2% των εκτροφών εφάρµοσε θεραπευτική αγωγή για αναπνευστικές λοιµώξεις ενώ µόνο το 7,4% για διάρροιες. Τα κυριότερα - 15 -

χρησιµοποιούµενα αντιµικροβιακά φάρµακα για την αντιµετώπιση των αναπνευστικών λοιµώξεων είναι η φλορφαινικόλη (12,4%) και οι τερακυκλίνες (11%), ενώ για την αντιµετώπιση διάρροιας είναι οι β-λακτάµες και οι τετρακυκλίνες. Σύµφωνα µε τον Erskine (2000) οι γαλακτοπαραγωγές αγελάδες λαµβάνουν µικρή ποσότητα αντιµικροβιακών φαρµάκων µε την τροφή, ενώ αντιµικροβιακά φάρµακα όπως οι πενικιλλίνες, οι κεφαλοσπορίνες, η ερυθροµυκίνη, και η οξυτετρακυκλίνη χορηγούνται µε ενδοµαστική έγχυση για µαστίτιδες που προκαλούνται από Gram + και Gram - βακτήρια. Η µελέτη του USDA αναφέρει ότι στις γαλακτοπαραγωγές αγελάδες το 85,4% των εκµεταλλεύσεων εφάρµοσε θεραπεία για µαστίτιδα, ενώ το 50% προχώρησε στη θεραπευτική χρήση αντιµικροβιακών φαρµάκων για νοσήµατα αναπνευστικού, αναπαραγωγικού, χωλότητες, και µόλις το 25% για διάρροιες. Στη συνέχεια της παραπάνω µελέτης αναφέρεται ότι στις µαστίτιδες χρησιµοποιούντα κυρίως κεφαλοσπορίνες τρίτης γενεάς (44,5%) λόγω µικρού χρόνου αναµονής καθώς και β-λακτάµες (16,9%). Τα παραπάνω αντιµικροβιακά φάρµακα χρησιµοποιούνται και για τη θεραπεία αναπνευστικών λοιµώξεων, ενώ η λινκοσαµίδη (15,8%) είναι το αντιµικροβιακό που χρησιµοποιείται αποκλειστικά για µαστίτιδα. 1.3.2 Χρήση αντιµικροβιακών φαρµάκων στους χοίρους Ο σύγχρονος τρόπος διαχείρισης στις χοιροτροφικές µονάδες επιβάλλει τον διαχωρισµό των ζώων σε οµάδες ανάλογα µε την ηλικία, έτσι ώστε τελικά η χορήγηση αντιµικροβιακών φαρµάκων να γίνεται σε επίπεδο οµάδας (µαζική χορήγηση). Η οµαδική θεραπεία γίνεται είτε µε την προσθήκη του φαρµάκου στην τροφή και είναι περισσότερο αποτελεσµατική για τη θεραπεία εντερικών παθήσεων, είτε µε την προσθήκη του αντιµικροβιακού στο νερό (Prescott et al., 2000). Η ατοµική θεραπεία µε ενέσιµες µορφές των αντιµικροβιακών φαρµάκων αφορά κυρίως τον αναπαραγωγικό πληθυσµό της εκτροφής δηλαδή χοιροµητέρες και κάπρους, αλλά και τα γαλουχούµενα χοιρίδια. Σε κάθε περίπτωση η επιλογή του αντιµικροβιακού φαρµάκου και της µεθόδου χορήγησης εκτός από τις φαρµακοκινητικές/φαρµακοδυναµικές ιδιότητες των φαρµάκων εξαρτάται: α) από τη γνώση του τρόπου λειτουργίας της συγκεκριµένης εκτροφής χοίρων, β) από τη διάθεση και ικανότητα των εκτροφέων να εφαρµόσουν τη συγκεκριµένη θεραπευτική αγωγή, και γ) από την αποτυχία προηγούµενων θεραπευτικών αγωγών µε διάφορα αντιµικροβιακά φάρµακα. - 16 -

Η προληπτική χορήγηση αντιµικροβιακών φαρµάκων αποτελεί συνηθισµένη πρακτική στις εκτροφές χοίρων ειδικά κατά τις περιόδους εκείνες που τα ζώα υφίστανται έντονο stress το οποίο προδιαθέτει στην εµφάνιση λοιµωδών νοσηµάτων λόγω της καταστολής του ανοσοποιητικού συστήµατος. Τέτοιες περίοδοι είναι από τη γέννηση ως τη γαλουχία (αποκοπή οµφάλιου λώρου, κοπή της ουράς, κοπή κυνόδοντων), ο απογαλακτισµός (αλλαγή περιβάλλοντος, αλλαγή διατροφής, ευνουχισµός, ανάµιξη µε άλλα ζώα, εµβολιασµοί), η πάχυνση (συνωστισµός, κακός αερισµός, υψηλές ή χαµηλές θερµοκρασίες) (Barragry, 2000). Μεγαλύτερη χρήση αντιµικροβιακών φαρµάκων γίνεται στο στάδιο του απογαλακτισµού, ενώ συνήθως στο τελευταίο στάδιο της πάχυνσης δε χρησιµοποιούνται για την αποφυγή ύπαρξης καταλοίπων στο σφάγιο. Για την πρόληψη και θεραπεία της πνευµονίας (π.χ. ενζωοτική πνευµονία, πλευροπνευµονία) που αποτελεί σηµαντική νοσολογική οντότητα στους χοίρους, χρησιµοποιούνται διάφορα αντιµικροβιακά φάρµακα όπως κεφτιοφούρη, σουλφοναµίδες, τετρακυκλίνες, τιαµουλίνη, λινκοµυκίνη, ενροφλοξακίνη (Mc Ewen και Fedorka-Cray, 2002). H βακτηριακής αιτιολογίας εντερίτιδα µε κυρίαρχο σύµπτωµα τη διάρροια αποτελεί και αυτή σοβαρό πρόβληµα της συστηµατικής χοιροτροφίας, έτσι στην περίπτωση που αιτιολογικός παράγοντας είναι η E. coli ή Clostridium perfringens αντιµετωπίζεται κυρίως µε πενικιλλίνες, αµινογλυκοσίδες (απραµυκίνη, γενταµικίνη, νεοµυκίνη), τετρακυκλίνες (χλωροτετρακυκλίνη, οξυτετρακυκλίνη), και φθοριοκινολόνες (ενροφλοξακίνη). Στην περίπτωση της δυσεντερίας του χοίρου (Brahyspira hyodysenteriae) και της ειλείτιδας (Lawsonia intracellularis) χρησιµοποιούνται για την αντιµετώπιση τους κυρίως λινκοµυκίνη, τιαµουλίνη, µακρολίδια, ή τετρακυκλίνες. H σαλµονέλωση αποτελεί πρόβληµα όσον αφορά την αντιµετώπισή της δεδοµένης της σηµασίας που έχει για τη ηµόσια Υγεία, καθώς και των ανθεκτικών στελεχών του βακτηρίου που έχουν εµφανισθεί, µε αποτέλεσµα η επιλογή του κατάλληλου αντιµικροβιακού φαρµάκου να παρουσιάζει µεγάλη δυσκολία. Άλλωστε η χρήση τους στην περίπτωση της σαλµονέλωσης πρέπει να θεωρείται περισσότερο προφυλακτική παρά θεραπευτική (Κρήτας, 2004), ενώ αυτά που θεωρούνται in vitro αποτελεσµατικά είναι: απραµυκίνη, νεοµυκίνη, κεφτιοφούρη, σπεκτινοµυκίνη, τριµεθοπρίµη-σουλφοναµίδη και φθοριοκινολόνες. - 17 -

1.3.3 Χρήση αντιµικροβιακών φαρµάκων στα πουλερικά Η συστηµατική πτηνοτροφία χαρακτηρίζεται σήµερα από την εκτροφή των κρεοπαραγωγών ορνιθίων (broilers) σε κλειστούς θαλάµους µε τεχνητό αερισµό και φωτισµό οµαδικά σε µεγάλους αριθµούς, ενώ κάτι αντίστοιχο συµβαίνει και µε τις όρνιθες ωοπαραγωγής που εκτρέφονται συνήθως σε κλωβοστοιχίες. Τα πτηνά που εκτρέφονται εντατικά εκτίθενται σε µολυσµατικούς παράγοντες σε όλη τη διάρκεια της ζωής τους, αλλά εκδηλώνουν κλινικό νόσηµα µόνο όταν υποβληθούν σε στρεσικές καταστάσεις, όπως εµβολιασµός, αυξηµένη θερµοκρασία περιβάλλοντος, ανεπαρκής αερισµός, µεταφορά, απότοµη αλλαγή σιτηρεσίου. Σε αυτές τις περιόδους εφαρµόζεται προληπτική χορήγηση αντιµικροβιακών φαρµάκων προκειµένου να αποφευχθεί η εκδήλωση κλινικής νόσου, µε την προσθήκη τους στην τροφή ή το νερό. Η προσθήκη στην τροφή ενδείκνυται για πιο µακροχρόνια προφύλαξη συγκριτικά µε τη χρήση τους στο νερό, όπως πρακτικά συµβαίνει µε την προσθήκη αντικοκκιδιακών (Prescott et al., 2000). Στην κατηγορία των αντικοκκιδιακών χρησιµοποιούνται κυρίως τα ιονοφόρα (µονενσίνη, σαλινοµυκίνη, λασαλοσίδη). Επίσης, εγκεκριµένη για κτηνιατρική χρήση είναι και µια σειρά σουλφοναµιδών-τριµεθοπρίµης (σουλφαδιµεραζίνη, σουλφαδιµεθοξίνη, τριµεθοπρίµησουλφαδιµεθοξίνη ή τριµεθοπρίµη-σουλφαµεθοξυπυριδαζίνη). Οι ουσίες αυτές χρησιµοποιούνται στην περίπτωση κρουσµάτων σποραδικής κοκκιδίωσης η οποία µπορεί να εµφανιστεί εάν στη ζωοτροφή δεν υπάρχουν κοκκιδιοστατικά, στην περίπτωση ανάπτυξης ανθεκτικότητας στα ιονοφόρα ή και στην περίπτωση που η χρήση εµβολίου κατά των κοκκιδίων δεν είναι αποτελεσµατική (Έκθεση της Επιτροπής στο Συµβούλιο και στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο για τη χρήση των κοκκιδιοστατικών και των ιστοµοναδικών ως πρόσθετων υλών ζωοτροφών, 2008). Για θεραπευτική χρήση των αντιµικροβιακών φαρµάκων είναι περισσότερο αποτελεσµατική η προσθήκη τους στο νερό από την προσθήκη τους στην τροφή. Τα συνηθέστερα χρησιµοποιούµενα αντιµικροβιακά φάρµακα είναι: αµοξικιλλίνη, νεοµυκίνη, τετρακυκλίνες, τυλοσίνη, τιαµουλίνη, ερυθροµυκίνη, και φθοριοκινολόνες. Ειδικά οι φθοριοκινολόνες χρησιµοποιούνται σήµερα σε µεγάλο βαθµό για την αντιµετώπιση διαφόρων µολύνσεων όπως από E. coli που αποτελούν σηµαντικό πρόβληµα για την πτηνοτροφία, δεδοµένου ότι τα παλαιότερα αντιµικροβιακά φάρµακα, όπως οι τετρακυκλίνες, δεν είναι πια αποτελεσµατικά λόγω της ανάπτυξης ανθεκτικότητας των µικροοργανισµών. Είναι αξιοσηµείωτο πάντως το γεγονός ότι οι φθοριοκινολόνες δεν χρησιµοποιούνται πλέον στις Η.Π.Α λόγω της αύξησης των λοιµώξεων των ανθρώπων από - 18 -

ανθεκτικά στελέχη Campylobacter, που παρατηρήθηκε και συνδέθηκε χρονικά µε την άδεια κυκλοφορίας των φθοριοκινολονών για χρήση στα πτηνά (White et al., 2002), ενώ παρόµοιος προβληµατισµός ισχύει και στις χώρες της Ε.Ε. Τέλος, τα αντιµικροβιακά φάρµακα χρησιµοποιούνται και στο εκκολαπτήριο καθώς τα αυγά είτε βυθίζονται σε διάλυµα γενταµικίνης ή ενροφλοξακίνης 500 ppm, είτε οι ουσίες εγχέονται µε ένεση στον αεροθάλαµο των αυγών προκειµένου να προληφθεί η είσοδος µυκοπλασµάτων ή άλλων µικροοργανισµών, δηλαδή η κάθετη µόλυνση των νεοσσών (Prescott et al., 2000). Επιπλέον σε νεοσσούς µιας ηµέρας γίνεται ενέσιµη χορήγηση αντιµικροβιακών φαρµάκων όπως γενταµικίνης ή λινκοµυκίνης-σπεκτινοµυκίνης προκειµένου να αποφευχθεί ο κίνδυνος οµφαλίτιδας ή δηµιουργίας αποστηµάτων στο σηµείο του εµβολιασµού. 1.3.4 Χρήση αντιµικροβιακών φαρµάκων στα πρόβατα και στις αίγες Στη µαζική χορήγηση αντιµικροβιακών φαρµάκων σε ποίµνια προβάτων ή αιγών επιδιώκεται ταχύτητα χορήγησης, ελάχιστοι χειρισµοί των ζώων και ελάχιστη ζηµιά στα σφάγια, προϋποθέσεις που πληρούνται µε την υποδόρια χορήγηση, τη χορήγηση από το στόµα ή την προσθήκη του αντιµικροβιακού φαρµάκου στην τροφή ή το νερό. Μια επίσης συχνή οδός χορήγησης αντιµικροβιακών φαρµάκων σε περίπτωση µαστίτιδας είναι η ενδοµαστική. Τα αντιµικροβιακά που συνήθως χρησιµοποιούνται στα πρόβατα και τις αίγες είναι: αµοξικιλλίνη, αµπικιλλίνη, κεφτιοφούρη, αµοξικιλλίνη/κλαβουλανικό οξύ, ενροφλοξακίνη, ερυθροµυκίνη, λινκοµυκίνη, οξυτετρακυκλίνη, σουλφοναµίδες, πενικιλλίνη G, τριµεθοπρίµη-σουλφοναµίδη, τυλοσίνη και τιλµικοσίνη (όχι όµως στις αίγες αφού υποδόρια χορήγηση 30 mg τιλµικοσίνης έχει προκαλέσει θάνατο). Ορισµένα από τα παραπάνω όπως αµπικιλλίνη, ερυθροµυκίνη, µεθικιλλίνη, λινκοµυκίνη, τριµεθοπρίµη-σουλφοναµίδη και ορισµένες σουλφοναµίδες (σουλφαθειαζόλη, σουλφοµεθυλοθειαζόλη) όταν χορηγούνται από το στόµα προκαλούν καταστροφή της µικροχλωρίδας της µεγάλης κοιλίας, ενώ κάτω από συγκεκριµένες συνθήκες µπορεί να προκαλέσουν ακόµα και θάνατο (Prescott et al., 2000). Εξαιτίας των προαναφερθέντων αιτίων, τα αντιµικροβιακά φάρµακα δεν πρέπει να χορηγούνται από το στόµα (µε την τροφή ή το νερό) στα ενήλικα µικρά µηρυκαστικά µε εξαίρεση ορισµένες σουλφοναµίδες και τετρακυκλίνες οι οποίες φαίνεται ότι απορροφούνται ικανοποιητικά από τη µεγάλη κοιλία. - 19 -

1.4 ΠΟΣΟΤΗΤΑ ΤΩΝ ΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙΟΥΜΕΝΩΝ ΑΝΤΙΜΙΚΡΟΒΙΑΚΩΝ ΦΑΡΜΑΚΩΝ ΣΤΑ ΖΩΑ Στις περισσότερες χώρες, υπάρχει νοµική υποχρέωση για τις φαρµακοβιοµηχανίες να παρέχουν στοιχεία σχετικά µε τις πωλήσεις αντιµικροβιακών φαρµάκων. Ωστόσο είναι πολύ δύσκολο να υπάρξει µια ακριβής γνώση της ποσότητας των αντιµικροβιακών φαρµάκων που πωλούνται στην Ευρώπη. Τέτοια στοιχεία κοινοποιήθηκαν για πρώτη φορά από την Ευρωπαϊκή Οµοσπονδία για την Υγεία των Ζώων το έτος 1997 (FEDESA, Federation Europene de la Sanete-European federation for animal health) µετά από αίτηση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, προκειµένου να συγκεντρωθούν οι απαραίτητες πληροφορίες για την πραγµατική χρήση των αντιµικροβιακών φαρµάκων στην ΕΕ συµπεριλαµβανοµένης της Ελβετίας (Boatman, 1998), ενώ παρόµοια στοιχεία δόθηκαν και το 1999. Ακόµη και σήµερα νεώτερα στοιχεία δεν είναι διαθέσιµα µε αποτέλεσµα να βασιζόµαστε σε αυτά του 1997 και 1999. Υπολογισµοί κατά προσέγγιση απαιτήθηκαν για κάθε χώρα προκειµένου να υπολογισθεί το συνολικό ποσό των αντιµικροβιακών φαρµάκων που πωλήθηκε συµπεριλαµβάνοντας και τις εκτιµήσεις από τις πωλήσεις των χωρών µη-µελών της FEDESA (http://www.fedesa.be/eng/ PublicSite/xtra/dossiers/doss9/). Η παγκόσµια χρήση των αντιµικροβιακών φαρµάκων µε σκοπό την εξασφάλιση της υγείας των ζώων το 1996 υπολογίστηκε σε 27.000 τόνους εκ των οποίων ποσοστό περίπου 25% χρησιµοποιήθηκε στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Το 50% των αντιµικροβιακών φαρµάκων που παράγονται στην Ε.Ε. χορηγείται στα ζώα (FEDESA, The Microbial Threat, Copenhagen 1998), ενώ σύµφωνα µε µια κατ' εκτίµηση κατανοµή: το 50% των αντιµικροβιακών φαρµάκων χρησιµοποιείται για θεραπευτικούς σκοπούς, το 25% ως προσθετικές ουσίες ζωοτροφών και το υπόλοιπο 25% για την πρόληψη της κοκκιδίωσης στα πουλερικά και αφορά αποκλειστικά τα ιονοφόρα (Boatman, 1998). Ενενήντα τοις εκατό (90%) όλων των αντιµικροβιακών φαρµάκων συµπεριλαµβανοµένων τόσο εκείνων που χρησιµοποιούνται για την αύξηση της ανάπτυξης όσο και εκείνων για θεραπεία που παράγονται στον κόσµο για τη χρησιµοποίηση τους στα ζώα, χορηγούνται µέσω της τροφής. Κυρίως, χρησιµοποιείται το 60% στους χοίρους, το 20% στα πουλερικά και κουνέλια, το 18% στα µηρυκαστικά, το 1% στα ψάρια, και το 1% στα κατοικίδια ζώα (Bories και Louisot, 1998). Στην Ευρώπη το 1997, οι συνολικές πωλήσεις των αντιµικροβιακών φαρµάκων ήταν 10.493 τόνοι, από τους οποίους οι 5.400 τόνοι χρησιµοποιήθηκαν στην Ιατρική του ανθρώπου (52%), 3.494 τόνοι χρησιµοποιήθηκαν στη θεραπευτική των ζώων (33%), και - 20 -