Συζήτηση του άρθρου του Ιάκωβου ΚΛΕΩΠΑ, Η μεταβίβαση, ένα μεταβατικό πεδίο στη διατομή της ψυχανάλυσης και των νευροεπιστημών. 1 Elsa Schmid-Kitsikis Η εισαγωγική διαύγεια του κειμένου του Ι. Κλεώπα που δημοσιεύθηκε στην Γαλλική Ψυχαναλυτική Επιθεώρηση [Revue Française de Psychanalyse], μας δίνει εξ αρχής μία γρήγορη ματιά της προβληματικής που απασχολεί τον συγγραφέα, ενώ δημιουργεί μία σύγχυση πάνω στην έννοια της μεταβίβασης, κομβικό σημείο του άρθρου. Στην ανακοίνωση της πρότασης διευκρινίζεται ότι «η μεταβίβαση, η πολυσημία η οποία την χαρακτηρίζει και την συγκροτεί, κυμαινόμενη από το πεδίο του αισθητηριοκινητικού και του αντιληπτικού έως σ αυτό του αναπαραστατικού και του ψευδαισθητικού, αναλογεί και είναι έκφραση ενός συνόλου δυναμικών εγκεφαλικών διεργασιών». Η προσέγγιση που προτείνεται από τον συγγραφέα στηρίζεται έτσι σε μία ιδιαίτερη έννοια της μεταβίβασης, διαφορετικής από εκείνη που λαμβάνει χώρα και ερμηνεύεται κατά τη διάρκεια της ψυχαναλυτικής διαδικασίας (cure). Αυτή «αναφέρεται σε ένα οργανωτικό πεδίο συνδετικών διεργασιών και αντιστίξεων, ανάμεσα από την ψυχική και την εξωτερική πραγματικότητα, καθώς και μεταξύ ψυχισμού και σώματος». Η θεραπευτική ή η ερευνητική αξία της ψυχανάλυσης άπτεται έτσι «μιας θεμελιώδους λειτουργίας της σωματο-ψυχικής οντότητας, του ψυχισμού όπως και του νευρικού συστήματος», πράγμα που υποδεικνύει, τουλάχιστον για την ψυχανάλυση μία διαδρομή στο ανοιχτό φάσμα μέσα στην αναζήτηση μιας πιθανής αναλογίας με αυτή με τη λειτουργία του λεγόμενου νευρικού συστήματος, δεσμεύοντάς την να πραγματοποιήσει ένα εννοιολογικό και λειτουργικό άλμα πολύ, πάρα πολύ μεγάλης σημασίας. Ενδιαφερόμενος για τη φροϋδική έννοια της ψυχικής πραγματικότητας, ο συγγραφέας διευρύνει το εννοιολογικό του πεδίο αναφερόμενος «σε ένα σύνολο ενδουποκειμενικών και διυποκειμενικών διεργασιών, τόσο νευρωνικών όσο νοητικών και ψυχικών, οι οποίες επιτρέπουν τη διάκριση και σύνδεση ( ) μεταξύ της σωματο-ψυχικής οντότητας και των αντικειμένων», σύνολο των σχέσεων που ονομάζει μεταβατική σωματο-ψυχική πραγματικότητα. Αυτή η έννοια της μεταβατικής πραγματικότητας θα ήταν συγχρόνως συνδεδεμένη με τον μηχανισμό που ενέπνευσε τις εργασίες του Winnicott και με την έννοια του «διπλού ορίου», που περιέγραψε ο André Green ως τρόπο σχέσης και όριο μεταξύ εσωτερικής και εξωτερικής πραγματικότητας, που αναδιπλασιάζονται και αναπαράγονται εντός του ψυχισμού. Αυτός ο αναδιπλασιασμός οδηγεί στη λειτουργική διάκριση του συνειδητού, του προσυνειδητού και του ασυνείδητου. Το κείμενο προτείνει δύο συζητήσεις άνισου ενδιαφέροντος. Την πρώτη, κατά την οποία παρακολουθούμε από αρκετά κοντά το προσωπικό διάβημα του συγγραφέα, θα την θέλαμε με μεγαλύτερη σαφήνεια στις αναπτύξεις της και στις προσπάθειες της διαφοροποίησης μεταξύ της ψυχαναλυτικής θεωρίας και εκείνης των νευροεπιστημών. Τράβηξε ωστόσο την προσοχή μου γιατί εξετάζει την υπόθεση ενός «μεταβατικού 1 RFP, 2, 2008, σελ. 501-518 1
μονισμού», έννοια λίγο συνηθισμένη, καθώς και μία πρόταση «αναθεώρησης» με μετακίνηση του κέρσορα όσον αφορά στη διάκριση μεταξύ ψυχικής πραγματικότητας και εξωτερικής πραγματικότητας. Η δεύτερη, ιδιαιτέρως ενημερωτική, ακολουθεί από αρκετά κοντά την ανάλυση του Jean-Benjamin Stora 2. Προσφέρει, μεταξύ άλλων μία κριτική θεώρηση των κυριοτέρων εννοιών της νευροψυχανάλυσης (ενσυναίσθηση, ενδοσκόπηση, κ.λ.π.). Δεν μου επέτρεψε ωστόσο να διαβλέψω τη προσωπική θέση του συγγραφέα κι ας μου επιτραπεί να μην αναφερθώ. Ο συγγραφέας συνδέει την εξέταση της σχέσης μεταξύ νευροεπιστημών και ψυχανάλυσης με τη σχέση μεταξύ ψυχικής πραγματικότητας και εξωτερικής πραγματικότητας. Εισάγει τη συζήτηση, της σύνδεσης ψυχής/σώματος, επικαλούμενος τα μοντέλα απάντησης συγγραφέων ανάλογα με το αν έχουμε να κάνουμε με έναν μόνο μονισμό ή με δύο μονισμούς, εκείνον του binding problem, του «μονισμού διπλής όψης» της «διπλής ανάγνωσης», η μία ψυχαναλυτική (ή νοητική), η άλλη νευροβιολογική, ή ακόμη εκείνου μιας «συμπληρωματικής θέσης» εξαιτίας της ασυμμετρίας που υπάρχει ανάμεσα στο σωματικό και το νοητικό. Ο Ι. Κλεώπας, και τον ακολουθώ σ αυτό το σημείο όσο κι αν αναρωτιέμαι, πιστεύει ότι μία δεύτερη ανάγνωση ή μια διαφορετική ανάγνωση σημαίνει την πραγματοποίηση ενός δεύτερου ή ενός άλλου κειμένου, μέσα στο οποίο ξεδιπλώνεται «μία διεργασία και ένα σώμα αμοιβαίων μεταφορών και μεταβάσεων, από και προς το ένα ή το άλλο κείμενο». Πιστεύω ωστόσο, ότι αν ένα τέτοιο κείμενο μπορεί να παραχθεί, παραμένει το γεγονός ότι για να αποφύγουμε το περιγραφικό, που αποτελεί ανεξάντλητη πηγή διχοτομήσεων, θα πρέπει να βρούμε εκείνο που μπορεί να του προσδώσει μία εσωτερική συνοχή η οποία να ξεπερνά μία διανοητική διεργασία που παίζει με αφηρημένες έννοιες. Για την γραφή αυτού του τρίτου κειμένου τόσο μεταβιολογικού όσο και μεταψυχολογικού, ο Ι. Κλεώπας προτείνει την έννοια ενός μεταβατικού μονισμού, μονισμού που αναφέρεται σε μία σωματο-ψυχική ενότητα. Αλλά είναι εκεί όπου τα πράγματα περιπλέκονται. Αυτή η ενότητα προϋποθέτει ότι έχουμε επιλύσει το αναμφισβήτητο πρόβλημα της ψυχανάλυσης: να κρατηθεί ανέπαφη η σημασία των κυριοτέρων εννοιών της, χωρίς τις οποίες απειλείται στη μοναδικότητα και στη περιπλοκότητά της (με την έννοια που ο Edgar Μorin της δίνει). Τι κάνουμε με τις έννοιες που την καθορίζουν και ορίζουν την ύπαρξή της ως θεωρίας του ψυχισμού, όπως την έννοια του ασυνειδήτου, της παιδικής σεξουαλικότητας, της εργασίας της ενόρμησης; Ωστόσο, ο συγγραφέας ασχολείται με αυτό το πρόβλημα, και αισθανόμαστε συγχρόνως την επιθυμία του να βρει αυτή την ενότητα, ένα είδος φιλοσοφικής λίθου που τόσο εποφθαλμιούσαν από τις απαρχές του χρόνου οι φιλόσοφοι και οι επιστήμονες, και την επιθυμία του να μην εγκαταλείψει την κατανόησή του της περιπλοκότητας των φαινομένων που ρυθμίζουν την ανθρώπινη λειτουργία. Όμως θα πρέπει να ομολογήσουμε ότι δεν καταφέρνει να αποφύγει την εννοιολογική σύγχυση δίνοντας την 2 La Neuro-psychanalyse, Paris, PUF, Coll. Que sais-je, 2006 2
εντύπωση ότι η χρήση ονομασιών όπως μεταβίβαση, ασυνείδητο κλπ, είναι πιθανές εκτός του τομέα της ψυχανάλυσης, αφού δεν αρκεί να πει κανείς ότι είναι απλώς διαφορετικές των ψυχαναλυτικών εννοιών. Έτσι ο συγγραφέας γράφει, συνειρμικά με αφετηρία μεταξύ άλλων των εργασιών του Εdelman και του Damasio, ότι οι έννοιες του γνωσιακού ασυνείδητου, των βασικών συναισθημάτων, των συγκινησιακών συστημάτων, «παρά το γεγονός ότι αντικατοπτρίζουν εγκεφαλικές δυναμικές διαδικασίες, αναφέρονται σε διαφορετικές θεωρητικές προσεγγίσεις». Κυρίως προσθέτει, παραπέμπουν «σε πεδία λειτουργίας της σωματο-ψυχικής οντότητας που διαφοροποιούνται εκείνων που περιγράφονται από τις λειτουργίες και τις μεταψυχολογικές έννοιες του ασυνειδήτου ή της θεωρίας των ενορμήσεων». Τα πράγματα ειπώνονται, όμως οι ονομασίες παραμένουν και μαζί τους η σύγχυση. Και είναι αναφορικά στην ψυχοσωματική κλινική του P. Marty, και εκεί τον ακολουθώ εν μέρει στην κριτική του ανάλυση 3, τουλάχιστον όσον αφορά στις πρώτες έρευνες της IPSO. Ο μεταψυχολογικός στοχασμός έχει πολύ εξελιχθεί από τότε, που θεωρούσε την έννοια της μηχανιστικής σκέψης «ως ουσιαστικά γνωσιακή και αγκιστρωμένη στη πραγματικότητα» στο μέτρο που αφορά «σε μία νοητική διεργασία στη βάση γνωσιακών και όχι ψυχικών αναπαραστάσεων», ακόμα κι αν βρίσκω όσο με αφορά, τη διατύπωση του «μη ψυχικές» λίγο αρμόζουσα. Αυτή η νοητική διεργασία τοποθετείται από τον Ι. Κλεώπα, «λιγότερο ή περισσότερο εκτός της ψυχικής λειτουργίας και της λειτουργίας του συστήματος του προσυνειδητού όπως την περιγράφει ο Φρόυντ, αποτελώντας έτσι μέρος μίας γνωσιακής πραγματικότητας, απαραίτητη για την ψυχική λειτουργία, αλλά επίσης εξωτερική ως προς αυτήν». Αλλά τι σημαίνει αυτό το γνωστικό που θα τοποθετούνταν έξω από το ψυχικό; Έτσι ο συγγραφέας μοιάζει να έχει βρει στη συνεισφορά της νευροψυχολογίας ένα παράδειγμα της «κλινικής της σύνδεσης μεταξύ του σώματος, της νόησης και του ψυχισμού». Προτείνει να τις τοποθετήσουμε στη «διατομή των νευροεπιστημών, της ψυχανάλυσης και της ψυχοσωματικής», η μεταβίβαση (με την έννοια που της δίνει ο συγγραφέας) θα τοποθετούνταν στη διατομή της ψυχανάλυσης με τις νευροεπιστήμες. Είναι στο τέλος των συμπερασμάτων του, αφού έχει διευκρινίσει την άρνησή του, ενός σωματο-ψυχικού ισομορφισμού, του αναγωγισμού στο βιολογικό, μιας «γραμμικής συσχέτισης», που ο Ι Κλεώπας προτείνει ότι μια μελέτη «των μηχανισμών που επιτρέπουν τη διάκριση και τη σύνδεση μεταξύ των πεδίων που διαμορφώνουν την σωματο-ψυχική ενότητα, το μεταβατικό του μονισμό» θα πρέπει να ευνοηθεί. Αλλά, με δεδομένη τη περιπλοκότητα και τα όρια που αποκαλύπτει μία τέτοια προσέγγιση υπογραμμισμένα εξ ίσου κι από τον J-B. Stora, η διαδρομή φαίνεται να είναι «ακόμα μακρά». Στο μεταξύ, θα επιμείνω ότι μόνη η επιστημολογική προσέγγιση, με δεδομένη τη θέση της ως μεταεπιστήμης, επιτρέπει την ανάλυση των κινήσεων, των αντιφάσεων, των παραδόξων και των πιθανών συσχετισμών μεταξύ των διαφορετικών θεωριών της γνώσης στις οποίες ανήκουν οι νευροεπιστήμες και η ψυχανάλυση. Φυσικά είναι 3 Έχω αναπτύξει αυτή την οπτική, στο βιβλίο μου «Εισαγωγή στην κλινική ψυχολογία. Δοκίμιο πάνω στη μεταβίβαση της θεωρίας και της πρακτικής», Καστανιώτης, Αθήνα 2005. [Pour introduire la psychologie clinique, Dunod, 1999] 3
αυτονόητο ότι η πρόταση του Ι. Κλεώπα για μια εις βάθος μελέτη των μηχανισμών θα πρέπει να ληφθεί υπόψη. Προϋποθέτει ωστόσο ότι η συζήτηση επί των πιθανών σχέσεων μεταξύ των διαφορετικών τομέων της ανθρώπινης δραστηριότητας μπορεί να αποκτήσει ένα επιστημονικό ενδιαφέρον απελευθερωμένο από πεποιθήσεις χωρίς προκαταλήψεις 4 και αναλογίες που δεν λαμβάνουν επαρκώς υπόψη τους τη σημασία των εννοιών εν σχέση με τα μοντέλα αναφοράς τους. Πιο μετριόφρονα, απαιτείται έτσι για μια τέτοιου τύπου έρευνα ο χρόνος της μελέτης κάθε έννοιας ώστε να διατηρηθεί στη καθεμιά η περιπλοκότητά της. Θέτω στη συζήτηση ένα παράδειγμα που έχω αναπτύξει σε άλλο σημείο 5 και που βασίζεται στην ακόλουθη επερώτηση: τι είναι εκείνο που διαφοροποιεί ή συσχετίζει τις ανατομοφυσιολογικές και ψυχικές οδούς αναφορικά στην αισθητηριακή λειτουργία; Είναι γενικώς αποδεκτό ότι οι αισθητηριακές οδοί που ρυθμίζουν το σωματικό μας βίωμα, διαφοροποιούνται στο επίπεδο της ανατομίας και φυσιολογίας. Οι υποδοχείς για τις τέσσερεις από τις πέντε αισθήσεις μας βρίσκονται σε σημεία πολύ καθορισμένα και ορισμένα από την ανατομία μας. Οι υποδοχείς της πέμπτης αίσθησης, της αίσθησης της αφής καλύπτουν αντίθετα το σύνολο του σώματός μας. Ωστόσο, οι ανατομοφυσιολογική προσέγγιση μας δίνει πληροφορίες μόνο στο επίπεδο των σχέσεων της συνάφειας που καθορίζονται από τις χωρο-χρονικές και σωματικές προϋποθέσεις των αισθητηριακών μας αντιλήψεων: τα ηλεκτρομαγνητικά κύματα του φωτός για το οπτικό σύστημα τα ηχητικά κύματα για το ακουστικό μας σύστημα τα χημικά μόρια που δεν αντιλαμβανόμαστε παρά μόνο με τη γεύση και την όσφρηση η επιδερμική ευαισθησία που απαιτεί μία συγκεκριμένη πίεση στο δέρμα. Με εξαίρεση το οπτικό σύστημα οι υπόλοιπες αισθητηριακές οδοί λειτουργούν ήδη από την ενδομήτριο ζωή. Κατά τη γέννηση, οι αισθητηριακές οδοί, χάρη στα συστήματα συνάθροισης, συμμετέχουν στις διαδικασίες σύνδεσης της ψυχικής μας λειτουργίας. Γνωρίζουμε τη σημασία αυτών των συναθροίσεων κατά τη διαμόρφωση των πρώιμων ψυχικών σχέσεων μητέρας-παιδιού. Για ορισμένες από αυτές, η όραση, απούσα στην ενδομήτριο ζωή αποτελεί ωστόσο τον κοινό παρανομαστή. Η όραση και η αφή (αναγνώριση ενός απτού αντικειμένου) επωφελούνται μιας μεταβίβασης συγκερασμού των οδών. Η ακοή και η όραση επωφελούνται ενός συνόλου συστημάτων συνεργασίας των οδών, που επιτρέπει την εναλλαξιμότητά τους κατά την αντίληψη του απομακρυσμένου διαστήματος. 4 ΣτΜ: απριοριστικές 5 Schmid-Kitsikis, E.: Sensorialité et sensualité, ferments de la sexualité infantile, in: Clinique psychanalytique de la sensorialité, Paris, Dunod, 2002, σελ. 95-124 4
Αναφορικά στην όσφρηση και τη γεύση γνωρίζουμε τη σημασία του συσχετισμού τους η οποία εξαρτάται πολύ από την πολιτισμική και διαπροσωπική εμπειρία. Αυτός ο συσχετισμός, λόγω της εγγύτητας του με το ενορμητικό σώμα, εξαρτάται από τις προϋποθέσεις της συνάφειας (για παράδειγμα, η απώλεια της όσφρησης στερεί τις τροφές από γεύση). Τόσο η όσφρηση όσο και η γεύση λόγω του σωματικού και φευγαλέου χαρακτήρα τους, περιορίζονται στις εμπειρίες ευχαρίστησης και δυσαρέσκειας. Ήδη ο Αριστοτέλης σημείωνε ότι οι μυρωδιές, λόγω της απουσίας μιας δικής τους ταυτότητας συγγενεύουν με τις γεύσεις και δανείζονται από αυτές ορισμένα χαρακτηριστικά. Δρώντας και οι δύο χωρίς διαμεσολάβηση βρίσκονται περισσότερο στην υπηρεσία της απόλαυσης παρά της γνώσης. Όμως θα μπορούσαμε να αναρωτηθούμε σήμερα αν μία τέτοια διχοτόμηση δεν υπονοεί ότι θα μπορούσε να υπάρχει μία γνώση της απόλαυσης. Αντίθετα με την όραση και την ακοή, των οποίων τα αντικείμενα παραμένουν ανέπαφα, αυτή η αντίσταση στην καταστροφή δεν χαρακτηρίζει τη γεύση και την όσφρηση. Για να αποκτήσει μία ταυτότητα, η όσφρηση πρέπει να συσχετιστεί με την αφή (γνωρίζουμε τη σημασία της μυρωδιάς του μητρικού στήθους, που συνεχώς αγγίζεται και ψηλαφείται από το νεογέννητο), του οποίου η «εξερευνητική κινητικότητα» συμμετέχει στη γνώση του εξωτερικού κόσμου. Αναγνωρίζουμε έτσι για την όσφρηση δύο μέτρα ορίων αντίληψης: ένα πρώτο όριο αφορά στην ανίχνευση χωρίς ταυτοποίηση που ονομάζουμε επίσης οσφρητική ευαισθησία και ένα δεύτερο όριο που αφορά στην αναγνώριση και ταυτοποίηση, οι οποίες προϋποθέτουν μία αντιληπτική δραστηριότητα. Ωστόσο, παρά όλους αυτούς τους συνδυασμούς και συμμαχίες, μόνο η όραση και η ακοή προσφέρουν πραγματικά έναν χώρο και έναν χρόνο για την ανάδυση στο υποκείμενο φαντασιώσεων εκ των οποίων αρχέγονη, εκείνη της πρωταρχικής σκηνής, δομική της ψυχικής ζωής. Θα αναφέρω συνοπτικά το ενδιαφέρον του Freud για τη λειτουργία των αισθήσεων. Αναρωτήθηκε για την ύπαρξη η όχι των μνημονικών ιχνών και την εφαρμογή ή όχι της απώθησης. Μπορούμε για παράδειγμα να αναρωτηθούμε πάνω στην ιδιαιτερότητα που ο Freud αποδίδει στην όσφρηση, κυρίως κατά τους πρώτους χρόνους της έρευνάς του, πριν και κατά τη στιγμή της τοποθέτησης της πρώτης τοπικής (συνειδητό, προσυνειδητό, ασυνείδητο). Η φιλία του για τον Fliess, τον οδήγησε να έρθει σε επαφή από πολύ κοντά με τις ανησυχίες του αναφορικά στην «ρινική αντανακλαστική νεύρωση», μία κλινική οντότητα ικανή να εξηγήσει, κατά τον Fliess ένα ολόκληρο σύμπλεγμα συμπτωμάτων, ιδιαιτέρως εκείνων με σεξουαλική αιτιολογία. Στη περίπτωση της δεσποινίδος Lucy R., (Freud, 1895) η οποία παρουσίαζε απώλεια όσφρησης (χρόνια πυώδης ρινίτιδα) ενώ καταδιωκόταν ασταμάτητα από μία ή δύο οσφρητικές αισθήσεις υποκειμενικού χαρακτήρα εν σχέση με τα συναισθήματα που ένιωθε για το αφεντικό της, ο Freud συμπεραίνει ότι ήταν η σύγκρουση των συναισθημάτων της που έδιναν στο περιστατικό τον τραυματικό του χαρακτήρα. Η οσφρητική αίσθηση που είχε εκεί συνδεθεί παρέμενε «ως σύμβολο του τραυματισμού» πράγμα που θα παρέπεμπε στην ύπαρξη ενός μνημονικού ίχνους εξ αιτίας της σχέσης του 5
οσφρητικού με το υπενδεδυμένο αντικείμενο από τη στιγμή που η παρουσία μιας συναισθηματικής συγκρουσιακότητας δεν μπορεί παρά να σημαίνει τη παρουσία μιας ψυχικής επένδυσης. Τα μεταψυχολογικά πεπρωμένα της όρασης και της ακοής διαφέρουν. Ο συσχετισμός που ο Freud εισάγει εξ αρχής ανάμεσα στις δύο αυτές αισθήσεις, ήδη από τις Μελέτες για την υστερία, προτείνει ότι η πρωιμότητα της ψυχικής σύνδεσης του ειδομένου και του ακουσμένου και τις σχέσεις του με τη σεξουαλική σκηνή καταλήγει στη ταυτοποίηση μιας πρωταρχικής φαντασίωσης. Ξαναβρίσκουμε εδώ τις διαφοροποιήσεις που προτείνει ο Freud στο Τοτέμ και Ταμπού (1912) 6, μεταξύ σύνδεσης από συνάφεια και σύνδεση από ομοιότητα καθώς και τα ερωτήματά του πάνω στην ευκολία με την οποία η σκέψη «που δεν γνωρίζει αποστάσεις, συγκεντρώνει εύκολα στην ίδια συνειδητή πράξη τα πιο απομακρυσμένα πράγματα μέσα στο χώρο και μέσα στο χρόνο». Για τον Freud, η συνάφεια και η ομοιότητα δεν μπορούν να βρουν τη σύνθεσή τους παρά μόνο σ αυτό που ονομάζει «μία ανώτερη ενότητα: η επαφή», πράγμα που οι ανατομο/φυσιολογικοί συσχετισμοί αποκλείουν, στο μέτρο που ο συσχετισμός από συνάφεια ισοδυναμεί με μία άμεση επαφή ενώ ο συσχετισμός από ομοιότητα με μια επαφή μεταφορική. Αυτή η ανώτερη ενότητα της επαφής απαιτεί μία ικανότητα συσχετισμού και αναπαράστασης. Η Castoriadis-Aulagnier (1975), έχει αξιοσημείωτα δείξει τη σημασία της διάστασης του ακουσμένου κατά την ψυχική εγγραφή των εικόνων και των λέξεων. Η ευχαρίστηση του ακούειν θα γίνει από πολύ πρώιμα η επιθυμία του ακούειν, που θα γίνει εξ ίσου η επιθυμία κατανόησης, δηλαδή ευχαρίστηση και επιθυμία να κατανοηθεί εκείνο που η φωνή του άλλου εκ φέρει. Με εξαίρεση τη σύνδεση μεταξύ του ειδομένου και του ακουσμένου, οι υπόλοιποι συσχετισμοί των αισθήσεων κατέχουν μικρή θέση μέσα στη φροϋδική θεωρία. Μόλις το διαπιστώσαμε σε σχέση με τη μυρωδιά, και ήταν επίσης η περίπτωση της αφής πριν τις εργασίες του Didier Anzieu ( Le Moi-peau, 1985). Η σχέση της όρασης με την αφή μπορεί να έχει, όπως το προτείνει ο Freud, ένα διεγερτικό ή ένα ανασταλτικό αποτέλεσμα. Μπορεί να ακολουθηθεί από μία δραστηριότητα συχνά πιο κοντινής του ψευδαισθησιακού, εξ αιτίας της σωματικής συνάφειας που μπορεί να επιφέρει μια παλινδρόμηση και να προκαλέσει μάλλον μία καταστολή παρά μία απώθηση. Το ψευδαισθησιακό, που δεν αντιστοιχεί στην ψευδαίσθηση με την ψυχιατρική έννοια, είναι μια διαδικασία που μέσω παλινδρομικής φοράς ακμάζει μέσα στο όνειρο. Πρέπει να ανασταλεί κατά τη διάρκεια της ημέρας προς όφελος της αντίληψης και της αναπαράστασης. Η σχέση της όρασης με την όσφρηση μοιάζει αδύνατη αφού η όσφρηση δεν αφήνεται στο κοίταγμα. Η σχέση μεταξύ της όρασης και της γεύσης είναι λιγότερο σαφής. Μοιάζει να υπόκειται σε πολιτισμικές συνήθειες. Αν αλλάξουμε το χρώμα ορισμένων τροφών με προϊόντα που δεν τροποποιούν τη γεύση: το μωβ λάχανο, οι μπλε ή οι κόκκινες αγκινάρες κλπ, το άτομο στο οποίο τις προτείνουμε βρίσκει ότι έχουν άσχημη γεύση, νιώθει αηδία και αρνείται να τις φάει. Φαίνεται έτσι ότι οι συσχετισμοί μεταξύ της όρασης και των άλλων 6 S. Freud (1912): Totem et Tabou, Paris, Payot, 1947, σελ. 120 6
αισθήσεων με εξαίρεση την ακοή και μέχρι ένα σημείο την αφή, εγγράφονται σε μια σχέση συνάφειας που αφήνουν λίγο ή καθόλου χώρο στη φαντασίωση. Αυτές οι λίγες προτάσεις καταδεικνύουν την ανάγκη μιας εργασίας εις βάθος όσον αφορά στις έννοιες και τους προχωρημένους όρους. Εγγράφονται στο πλαίσιο των υποθέσεων και των ερωτημάτων μου, από τις οποίες δεν θα διατυπώσω παρά μόνο μια υπόθεση για την ώρα, πάντα ως παράδειγμα: η παιδική σεξουαλικότητα και η επιθυμία που αποτελεί τη βάση της, αναπτύσσονται με τη συνδρομή της αντίληψης, της αισθητηριακότητας και της αισθησιακότητας έννοιες με όρους τόσο ανατομοφυσιολογικούς όσο και ψυχικούς. Αν το ενδιαφέρον μου ως ψυχαναλύτριας αφορά στο πεπρωμένο αυτών των τριών οδών που λειτουργούν γενικά συνδεδεμένες κατά τη διάρκεια της διαδικασίας που οδηγεί στον αυτοερωτισμό, πως θα μπορούσα να τις διαχειριστώ κατά τη διερεύνηση, ως ερευνήτρια ψυχαναλύτρια, αυτής της διπλής συμμετοχής όταν πρόκειται να μελετήσω ιδιαίτερα τη διαστροφή τους: διαστροφή της όρασης, διαστροφή της αίσθησης, διαστροφή της όσφρησης (πβλ. το μυθιστόρημα του Sϋskind, 1986) 7, διαστροφή της απόλαυσης? Μετάφραση από τα Γαλλικά: Πέτρος Κεφάλας 7 «Το Άρωμα», εκδ. Ψυχογιός, 1985 Αθήνα 7