ΠΤΥΧΙΑΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΣΥΓΚΡΙΤΙΚΗ ΑΝΑΛΥΣΗ ΤΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΤΑΣΤΑΣΕΩΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΤΟΥ ΚΛΑΔΟΥ ΟΙΝΟΠΟΙΙΑΣ.



Σχετικά έγγραφα
Εργαστήριο Εκπαίδευσης και Εφαρμογών Λογιστικής. Εισαγωγή στην Χρηματοοικονομική Ανάλυση

3 χρή η ρ μ. Εισαγωγή στην ανάλυση με τη χρήση αριθμοδεικτών. Στην διαστρωματική ή κάθετη ανάλυση περιλαμβάνονται η κατάρτιση της χρηματοοικονομικής

Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΜΟΝΑΔΑΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΤΗΣ

Δ ι α φ ά ν ε ι ε ς β ι β λ ί ο υ

Πραγματοποιείται με την κατάταξη των στοιχείων κατά κατηγορίες για μια σειρά ετών. Η σύγκριση των στοιχείων με παρελθόντα στοιχεία αυξάνει την

και ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΧΡΗΣΗΣ

Συστήματα Χρηματοοικονομικής Διοίκησης

ΕΘΝΙΚΟ ΜΕΤΣΟΒΙΟ ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ

Εισαγωγή στην Χρηματοοικονομική ανάλυση

Χρηματοοικονομική Λογιστική. Χρηματοοικονομική Λογιστική Ελευθέριος Αγγελόπουλος 1-1

ΣΟΛΩΜΟΥ 29 ΑΘΗΝΑ ( info@arnos.gr ΜΑΘΗΜΑΤΑ ΦΟΙΤΗΤΩΝ Α.Ε.Ι. Α.Τ.Ε.Ι. Ε.Α.Π. Ε.Μ.Π.

Εισαγωγή στην. χρηματοοικονομική ανάλυση

Σύμφωνα με τα ΔΠΧΠ οι επιχειρήσεις υποχρεούνται να δημοσιεύουν τις παρακάτω καταστάσεις:

Χρηματοοικονομική ανάλυση των ΜΜΕ

Οικονοµικές καταστάσεις

Διάλεξη 2: Ο ΙΣΟΛΟΓΙΣΜΟΣ ΤΩΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ. Χρηματοοικονομική Λογιστική


ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΙΓΑΙΟΥ

ΔΕΟ 25 ΛΟΓΙΣΤΙΚΗ. Τόμος: Εισαγωγή στη Λογιστική. Κεφάλαιο 2: Κατάρτιση Λογιστικών Καταστάσεων. Ενότητα 2.2 : Ισολογισμός

Η περιουσία της επιχείρησης, από λογιστική άποψη, έχει τρεις διακρίσεις, δηλαδή: α. Το Ενεργητικό. β. Το Παθητικό. γ. Την Καθαρή Περιουσία.

ΑΡΙΘΜΟΔΕΙΚΤΕΣ ΡΕΥΣΤΟΤΗΤΑΣ, ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΑΣ, ΜΟΧΛΕΥΣΗΣ, ΑΠΟΔΟΤΙΚΟΤΗΤΑΣ

Περιεχόμενα. Εισαγωγικό σημείωμα... 11

ΕΚΘΕΣΗ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΗ ΧΡΗΣΕΩΣ 2015 ΤΗΣ ΕΤΑΙΡΙΑΣ ΜΕ ΤΗΝ ΕΠΩΝΥΜΙΑ <<ΜΗΧΑΝΗΜΑΤΑ ΚΑΘΑΡΙΣΜΟΥ ΜΟΝ ΙΚΕ>> Αρ. Γ.Ε.Μ.Η.:

Μάθημα: Χρηματοοικονομική Λογιστική ΙΙ

Ο όρος «Χρηματοδότηση» περιλαμβάνει δύο οικονομικές δραστηριότητες.

(Πηγή: Χρηματοοικονομική λογιστική, ΕΑΠ Τόμος Α).

ΛΟΓΙΣΤΙΚΟ ΣΧΕΔΙΟ. Διδάσκων: Δρ. Ναούμ Βασίλης. Κωδικός Μαθήματος ΔΕΛΟΓ41-2. Εξάμηνο Μαθήματος 6 ο ή 8 ο. Τύπος Μαθήματος Επιλογής

ΛΟΓΙΣΤΙΚΟ ΣΧΕΔΙΟ. Διδάσκων: Δρ. Ναούμ Βασίλης

Ανάλυση Λογιστικών Καταστάσεων

ΓΕΝΙΚΗ ΛΟΓΙΣΤΙΚΗ ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΚΑΤΑΣΤΑΣΕΙΣ (Ισολογισμός Αποτελέσματα Χρήσεως, Ταμειακές Ροές) ΕΒΔΟΜΑΔΙΑΙΟ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ

ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΓΕΝΙΚΟ ΛΟΓΙΣΤΙΚΟ ΣΧΕΔΙΟ

MEΡΟΣ Β - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1 ΟΜΑΔΑ

ΜΕΡΟΣ Β - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1 ΚΕΦΑΛΑΙΟ

Μάθημα: Χρηματοοικονομική Λογιστική Ι

ΙΑΝΘΟΣ Α.Ε ΕΜΠΟΡΙΑ ΑΓΡΟΤΙΚΩΝ ΠΡΟΙΟΝΤΩΝ ΙΣΟΛΟΓΙΣΜΟΣ 30ής 06ου ΕΤΑΙΡΙΚΗ ΧΡΗΣΗ (01/07/ /06/2014) ΑΡ.Μ.Α.Ε /70/Β/87/12 ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ Ποσά

ΠΡΟΣΑΡΤΗΜΑ. AGRICOM ΜΠΟΤΣΑΡΟΠΟΥΛΟΣ ΜΟΝ. ΙΚΕ ΑΦΜ περίοδο χρήσης από 01/01/2017 έως 31/12/2017 Αρ. Γ.E.ΜΗ. :

Μάθημα: Χρηματοοικονομική Λογιστική ΙΙ 10 η εισήγηση

Συστήματα Χρηματοοικονομικής Διοίκησης

Σχολή Διοίκησης & Οικονομίας. Τμήμα Διοίκησης Επιχειρήσεων

Κατάστασης Αποτελεσμάτων κατά λειτουργία Ατομικές χρηματοοικονομικές καταστάσεις

Κοινωνικοοικονομική Αξιολόγηση Επενδύσεων Διάλεξη 9 η. Χρηματοοικονομική Ανάλυση

Μάθημα: Χρηματοοικονομική Λογιστική ΙΙ

ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΤΑΜΕΙΑΚΩΝ ΡΟΩΝ

Πηγές χρηματοδότησης. Κατανομή χρηματικών πόρων

ΑΡΘΡΟ: ΕΡΜΗΝΕΙΑ - ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ ΔΕΙΚΤΩΝ ΡΕΥΣΤΟΤΗΤΑΣ

ΛΟΓΙΣΤΙΚΟ ΣΧΕΔΙΟ. Περίγραμμα Μαθήματος

Τμήμα Οργάνωσης & Διοίκησης Επιχειρήσεων ΛΟΓΙΣΤΙΚΟ ΣΧΕΔΙΟ. Διδάσκων. Δρ. Ναούμ Βασίλειος

Συστήματα Χρηματοοικονομικής Διοίκησης

Τι είναι η οικονομική μονάδα? Διακρίσεις οικονομικών μονάδων


ΕΤΗΣΙΕΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΚΑΤΑΣΤΑΣΕΙΣ

ΡΕΥΣΤΟΤΗΤΑ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΓΕΝΙΚΗ ΡΕΥΣΤΟΤΗΤΑ, ΔΕΙΚΤΗΣ & ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ. Περιεχόμενα

Σχολή Διοίκησης & Οικονομίας. Τμήμα Διοίκησης Επιχειρήσεων

ΠΡΟΤΥΠΗ ΚΤΗΝΟΤΡΟΦΙΚΗ ΜΟΝΑΔΑ ΗΛΕΙΑΣ Ι.Κ.Ε.

Η ΑΧΚ έχει ως αντικείμενο τη μελέτη των σχέσεων των οικονομικών δεδομένων που αναφέρονται στις λογιστικές καταστάσεις σε μια δεδομένη χρονική στιγμή

για τα πεπραγμένα της 6ης εταιρικής χρήσης που έληξε την 31η Δεκεμβρίου 2014.

ΕΚΘΕΣΗ Του Διοικητικού Συμβουλίου της εταιρίας ΙΝΕΡΓΟ ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΕΤΑΙΡΙΑ ΚΑΙΝΟΤΟΜΙΑΣ, ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑΣ, ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ

Ανάλυση Λογιστικών Καταστάσεων

ΕΚΘΕΣΗ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΕΩΣ ΤΟΥ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΤΗΣ ΕΤΑΙΡΙΑΣ «ΟΡΜΟΣ ΦΗΡΩΝ ΕΜΠΟΡΙΚΕΣ ΚΑΙ ΤΟΥΡΙΣΤΙΚΕΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ»

Κύριοι Μέτοχοι, Δ. ΚΥΚΛΟΦΟΡΟΥΝ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ Ι. Αποθέματα 1. Εμπορεύματα ,12

ΧΡΗΜΑΤΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟΙ ΕΙΚΤΕΣ

Σύνολο καθαρής θέσης, προβλέψεων και υποχρεώσεων , ,12

Με εντολή Προέδρου Η Διευθύντρια Διοικητικών και Οικονομικών Υπηρεσιών. Χριστίνα Δερμεντζόγλου

7 Η ΔΙΑΛΕΞΗ ΚΑΤΑΡΤΙΣΗ ΚΑΙ ΑΝΑΛΥΣΗ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ ΤΑΜΕΙΑΚΩΝ ΡΟΩΝ

ΧΡΗΜΑΤΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΚΑΤΑΣΤΑΣΕΙΣ ΧΡΗΣΕΩΣ 2016

Σχέδιο λογαριασμών. Ομάδα 4: Καθαρή θέση

Σχέδιο λογαριασμών. Ομάδα 4: Καθαρή θέση

ΕΤΗΣΙΕΣ ΧΡΗΜΑΤΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΚΑΤΑΣΤΑΣΕΙΣ ΤΗΣ PROFIL ΑΛΟΥΜΙΝΙΟΝ - ΕΞΑΡΤΗΜΑΤΑ Α.Β.Ε.Ε. ΤΗΣ ΧΡΗΣΗΣ 2015

ΑΝΑΛΥΣΗ ΛΟΓΙΣΤΙΚΩΝ ΚΑΤΑΣΤΑΣΕΩΝ

Πέραν από όσα, εύκολα, μπορείτε να εξάγετε από την μελέτη των οικονομικών καταστάσεων και για την πληρέστερη ενημέρωσή σας, σημειώνουμε τα ακόλουθα:

Ασκήσεις και µελέτες περιπτώσεων στην Ανάλυση Χρηµατοοικονοµικών Καταστάσεων

ΑΝΤΙΓΡΑΦΟ ΤΟΥ ΠΡΑΚΤΙΚΟΥ ΤΟΥ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΤΗΣ «ΛΙΑ ΦΑΡΜ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΙΑ ΦΑΡΜΑΚΩΝ» της 12 Ιουλίου 2017

Λογιστική & Χρηματοοικονομικά

Υ Δ Ρ Ο Μ Ε Τ Ρ Η Σ Η Μ Ο Ν Ο Π Ρ Ο Σ Ω Π Η Ι Κ Ε ΜΟΝΟΠΡΟΣΩΠΗ ΙΔΙΩΤΙΚΗ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥΧΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΑΡΙΘΜΟΣ Γ.Ε.ΜΗ

ΑΡΘΡΟ: ΕΡΜΗΝΕΙΑ - ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ ΔΕΙΚΤΩΝ ΚΕΦΑΛΑΙΑΚΗΣ ΔΟΜΗΣ & ΒΙΩΣΙΜΟΤΗΤΑΣ

«AELIOS IT CONSULTING P.C >>

Α. ΟΦΕΙΛΟΜΕΝΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ

«QWISE TECHNOLOGIES P.C >>

ΔΕΟ 25-1η Εργασία Πρότυπη λύση onlearn.gr

Τεχνολογία και Καινοτομία - Οικονομική Επιστήμη και Επιχειρηματικότητα

ΧΡΗΜΑΤΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΠΕΝΤΕ ΚΡΗΤΙΚΩΝ ΕΤΑΙΡΕΙΩΝ ΠΟΥ ΑΝΗΚΟΥΝ ΣΤΟΝ ΚΛΑΔΟ ΤΗΣ ΑΡΤΟΠΟΙΙΑΣ - ΖΑΧΑΡΟΠΛΑΣΤΙΚΗΣ

ΙΣΟΛΟΓΙΣΜΟΣ ΘΕΟΔΩΡΙΔΗ 2016

ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΤΕΧΝΙΚΗ ΑΝΑΛΥΣΗ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ. Καταχώρισης στο Γενικό Εμπορικό Μητρώο στοιχείων της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΔΙΕΘΝΕΙΣ ΥΠΗΡΕΣΙΕΣ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ»

TEI ΑΜΘ Τμήμα Λογιστικής & Χρηματοοικονομικής

ΙΣΟΛΟΓΙΣΜΟΣ ΤΣΟΥΡΙΔΗ 2016

Σημείωση 20X1 20X0. Μη κυκλοφορούντα περιουσιακά στοιχεία Ενσώματα πάγια

ΑΡΘΡΟ: ΕΡΜΗΝΕΙΑ - ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ ΔΕΙΚΤΩΝ ΑΠΟΔΟΤΙΚΟΤΗΤΑΣ

ΨΥΚΤΙΚΗ ΑΘΗΝΩΝ ΜΟΝ/ΠΗ ΕΠΕ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΕΔΡΑΣ:Β.ΠΑΥΛΟΥ 2 Α ΑΡΙΘΜΟΣ Γ.Ε.ΜΗ ΧΡΗΜΑΤΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΚΑΤΑΣΤΑΣΕΙΣ. χρήσεως 2017

ΥΠΟ ΕΙΓΜΑΤΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΤΑΣΤΑΣΕΩΝ

Κύριοι Μέτοχοι, Εξέλιξη των εργασιών της εταιρείας

ΧΡΗΜΑΤΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΚΑΤΑΣΤΑΣΕΙΣ ΧΡΗΣΕΩΣ 2017

Κατάσταση Αποτελεσµάτων κατά λειτουργία

ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΤΕΧΝΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΟΔΩΝ ΚΑΙ ΓΕΦΥΡΩΝ ΕΔΡΑ: ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥΠΟΛΗ Ν. ΕΒΡΟΥ Σ. Οικονόμου ΑΡ. Μ.Α.Ε /65/Β/86/03 ΑΡ. ΓΕ.ΜΗ.

Για την εταιρεία «ALTIUS IT SOLUTIONS ΕΠΕ» παρουσιάζονται οι χρηματοοικονομικές της καταστάσεις για την περίοδο 2016

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1ο ΕΙΣΑΓΩΓΗ. ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2ο ΕΣΩΤΕΡΙΚΟΣ EΛΕΓΧΟΣ

ΧΡΗΜΑΤΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΚΑΤΑΣΤΑΣΕΙΣ ΧΡΗΣΕΩΣ 2016

ΜΠΛΑΝΟΣ ΑΘΛΗΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΨΥΧΑΓΩΓΙΚΕΣ ΥΠΗΡΕΣΙΕΣ ΜΕΣΟΓΑΙΑ Α.Ε Κατάσταση χρηµατοοικονοµικής θέσης (Ισολογισµός) της της

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ (Οι αριθμοί παραπέμπουν στις σελίδες) Πρόλογος 5 ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α

Α Σ Κ Η Σ Η Σας παρέχονται οι ακόλουθες πληροφορίες για την εμπορική επιχείρηση ΑΒΓ ΑΕ

Transcript:

ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟ ΙΔΡΥΜΑ ΚΑΒΑΛΑΣ ΣΧΟΛΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ & ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΤΜΗΜΑ ΛΟΓΙΣΤΙΚΗΣ ΠΤΥΧΙΑΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΣΥΓΚΡΙΤΙΚΗ ΑΝΑΛΥΣΗ ΤΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΤΑΣΤΑΣΕΩΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΤΟΥ ΚΛΑΔΟΥ ΟΙΝΟΠΟΙΙΑΣ. ΟΝΟΜΑ ΦΟΙΤΗΤΗ ΒΑΙΑ ΤΖΙΡΤΗ ΟΝΟΜΑ ΕΠΙΒΛΕΠΟΝΤΑ ΚΑΘΗΓΗΤΗ ΣΩΤΗΡΙΑΔΟΥ ΔΟΜΝΙΚΗ ΚΑΒΑΛΑ ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ 2013

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Εισαγωγή.. 3 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1: Ο ΚΛΑΔΟΣ ΤΗΣ ΟΙΝΟΠΟΙΙΑΣ 1.1.Γενικά στοιχεία 4 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2: ΟΙΝΟΠΟΙΙΑ ΚΤΗΜΑ ΣΚΟΥΡΑ ΚΑΙ ΓΕΡΟΒΑΣΙΛΕΙΟΥ 2.1. Ιστορικά στοιχεία της οινοποιίας Σκούρα 5 2.1.1. Οινοποιείο Σκούρα 6 2.2. Ιστορικά στοιχεία της οινοποιίας Γεροβασιλείου... 10 2.2.1. Οινοποιείο Γεροβασιλείου.... 11 2.2.2. Μουσείο Γεροβασιλείου... 11 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3: ΕΤΗΣΙΕΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΚΑΤΑΣΤΑΣΕΙΣ 3.1. Ισολογισμός.. 13 3.1.1. Αρχές του ισολογισμού..... 13 3.2. Ανάλυση στοιχείων Ισολογισμού. 16 3.2.1. Τα στοιχεία του ενεργητικού. 17 3.2.2. Τα στοιχεία του Παθητικού... 18 3.3. Κατάσταση αποτελεσμάτων χρήσης... 19 3.4. Πίνακας διάθεσης αποτελεσμάτων.. 20 3.5. Προσάρτημα 20 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4: ΧΡΗΜΑΤΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΑΝΑΛΥΣΗ 4.1. Μέθοδοι Ανάλυσης Λογιστικών Καταστάσεων.. 21 4.1.1. Η Οριζόντια Μέθοδος Ανάλυσης... 21 4.1.2. Κάθετη ή Διαστρωματική Μέθοδος Ανάλυσης.... 22 4.1.3. Ανάλυση με αριθμοδείκτες... 22 4.2. Τι είναι οι αριθμοδείκτες. 23 4.2.1. Κατηγορίες αριθμοδεικτών... 25 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5: ΑΝΑΛΥΣΗ ΑΡΙΘΜΟΔΕΙΚΤΩΝ 5.1. Αριθμοδείκτες Ρευστότητας (Liquidity Ratios) 26 5.1.1. Αριθμοδείκτης Γενικής Ρευστότητας (Current ratio) 27 1

5.1.2. Αριθμοδείκτης Ειδικής Ρευστότητας (Acid test ratio).. 28 5.1.3. Αριθμοδείκτης Ταμειακής Ρευστότητας 29 5.2. Αριθμοδείκτες Δραστηριότητας (Activity Rations).. 30 5.2.1. Αριθμοδείκτης ταχύτητας Κυκλοφορίας ενεργητικού (Asset turnover ratio) 30 5.2.2. Αριθμοδείκτης Ταχύτητας Κυκλοφορίας πάγιων (Fixed asset turnover ratio) 31 5.2.3. Αριθμοδείκτης Ταχύτητας Κυκλοφορίας ιδίων κεφαλαίων (Owner s equity turnover ratio). 32 5.2.4. Αριθμοδείκτης Ταχύτητας Είσπραξης απαιτήσεων (Receivables turnover ratio) 33 5.3. Αριθμοδείκτες Αποδοτικότητας (Profitability ratios) 34 5.3.1. Αριθμοδείκτης Αποδοτικότητας ιδίων κεφαλαίων (Return on net worth) 35 5.3.2. Αριθμοδείκτης Αποδοτικότητας μικτού περιθωρίου ή μικτού κέρδους (Gross profit margin) 36 5.3.3. Αριθμοδείκτης Αποδοτικότητας καθαρού κέρδους ή καθαρού περιθωρίου (Net profit margin).. 37 5.3.4. Αριθμοδείκτης Αποδοτικότητας ενεργητικού (Return on total assets) 38 5.3.5. EBITDA ( Earnings Before Interest Taxes, Depreciation and Amortization) Κέρδη προ Τόκων Φόρων και Αποσβέσεων 39 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6: ΣΥΓΚΡΙΤΙΚΗ ΑΝΑΛΥΣΗ ΜΕ ΑΡΙΘΜΟΔΕΙΚΤΕΣ ΤΩΝ ΕΤΑΙΡΙΩΝ «ΚΤΗΜΑ ΣΚΟΥΡΑ Α.Ε.» ΚΑΙ «ΚΤΗΜΑ ΓΕΡΟΒΑΣΙΛΕΙΟΥ Α.Ε.» 6.1 ΑΝΑΛΥΣΗ ΑΡΙΘΜΟΔΕΙΚΤΩΝ «ΚΤΗΜΑ ΣΚΟΥΡΑ Ο.Α.Ε.».. 40 6.2 ΑΝΑΛΥΣΗ ΑΡΙΘΜΟΔΕΙΚΤΩΝ «ΚΤΗΜΑ ΓΕΡΟΒΑΣΙΛΕΙΟΥ Α.Ε.».. 52 6.3 ΣΥΓΚΡΙΤΙΚΗ ΑΝΑΛΥΣΗ ΤΩΝ ΕΤΑΙΡΙΩΝ «ΚΤΗΜΑ ΣΚΟΥΡΑ Α.Ε.» & «ΚΤΗΜΑ ΓΕΡΟΒΑΣΙΛΕΙΟΥ Α.Ε.». 64 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7: ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ.. 74 ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ... 75 ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 1... 77 ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 2... 84 2

ΕΙΣΑΓΩΓΗ Ένα πολύ σημαντικό κομμάτι της Λογιστικής είναι η ανάλυση των Λογιστικών καταστάσεων. Με τον όρο ανάλυση εννοούμε την διερεύνηση, ερμηνεία και αξιολόγηση των οικονομικών καταστάσεων. Σκοπός της πτυχιακής είναι η μελέτη της οικονομικής θέσης των εταιριών ΚΤΗΜΑ ΣΚΟΥΡΑ Ο.Α.Ε και ΚΤΗΜΑ ΓΕΡΟΒΑΣΙΛΕΙΟΥ Α.Ε., που δραστηριοποιούνται στον κλάδο οινοποιίας για πέντε συναπτά έτη (2011,2010,2009,2008,2007) καθώς και η σύγκρισή μεταξύ τους, μέσω της χρήσης αριθμοδεικτών. Πιο συγκεκριμένα αποτελείται από επτά κεφάλαια. Στο πρώτο και στο δεύτερο κεφάλαιο αναφέρονται τα γενικά στοιχεία του κλάδου, όπως και η ιστορική αναδρομή και η παρουσίαση των οινοποιιών τους αντίστοιχα. Στο τρίτο κεφάλαιο παρουσιάζονται οι βασικές έννοιες του ισολογισμού δηλαδή ορίζεται η έννοια και οι αρχές του ισολογισμού καθώς και η ανάλυση των στοιχείων του. Στη συνέχεια, αναλύονται οι μέθοδοι ανάλυσης των λογιστικών καταστάσεων καθώς και η έννοια των αριθμοδεικτών και οι κατηγορίες τους. Στο πέμπτο κεφάλαιο παρουσιάζονται οι αριθμοδείκτες όπου αποτυπώνεται ο τύπος τους και περιγράφεται η συμπεριφορά τους και τα συμπεράσματα που μπορούμε να βγάλουμε από τον καθένα. Έπειτα στο έκτο κεφάλαιο παρουσιάζεται η εφαρμογή των αριθμοδεικτών σε κάθε μια εταιρία ξεχωριστά καθώς και η σύγκριση μεταξύ τους. Έτσι, θα έχουμε την δυνατότητα να δούμε την θέση των επιχειρήσεων στην αγορά μέσω της χρησιμοποίησης των τριών κατηγοριών αριθμοδεικτών της ρευστότητας, της δραστηριότητας και της αποδοτικότητας. Στο τέλος της πτυχιακής παρουσιάζονται τα συμπεράσματα, οι προβληματισμοί για την πορεία των δύο επιχειρήσεων όπως φαίνονται μέσα από τις δημοσιευμένες χρηματοοικονομικές καταστάσεις τους. 3

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1: Ο ΚΛΑΔΟΣ ΤΗΣ ΟΙΝΟΠΟΙΙΑΣ 1.1. Γενικά στοιχεία Ο κλάδος της οινοποιίας αποτελεί έναν από τους σημαντικότερους τομείς της ελληνικής οικονομίας όχι μόνο για την εγχώρια αγορά ποτών, αλλά και για την ανάπτυξη και προώθηση γενικά των ελληνικών παραδοσιακών προϊόντων στις αγορές του εξωτερικού. Ο κλάδος αποτελείται κατά κύριο λόγο από παραγωγικές επιχειρήσεις Σύμφωνα με την μελέτη η εγχώρια ζήτηση κρασιού εκτιμάται ότι θα βρεθεί σε υψηλότερα επίπεδα σημειώνοντας όμως ταχύτερους ρυθμούς όταν λογίζεται σε όγκο παρά σε αξία. Το Ίδρυμα Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών (ΙΟΒΕ) προβλέπει αύξηση της εγχώριας ζήτησης οίνου για την τριετία 2007 2009. Το γεγονός αυτό οφείλεται στην στροφή του καταναλωτικού κοινού για οίνους χαμηλότερης μέσης τιμής, εισαγόμενους από τις Νέες Χώρες, αλλά και σε κρασιά ιδιωτικής ετικέτας. Η Αυστραλία, η Χιλή, η Αργεντινή, η Νότια Αφρική και η Νέα Ζηλανδία έχουν μπει δυναμικά στην παγκόσμια αγορά καθώς έχουν χαμηλό κόστος παραγωγής οίνου. Τα τελευταία πέντε έτη η εγχώρια παραγωγή οίνου χαρακτηρίζεται γενικά από πτωτική τάση, με εξαίρεση την περίοδο 2008-2009 κατά την οποία η παραγωγή αυξήθηκε κατά 10,2%, σε 3.869 χιλ.hl. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα το 2008-2009 την μεγάλη αύξηση των αποθεμάτων. Ενώ για την περίοδο 2009-2010 αναμένεται μείωση της τάξης του 13%. 4

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2: «ΚΤΗΜΑ ΣΚΟΥΡΑ Ο.Α.Ε» & «ΚΤΗΜΑ ΓΕΡΟΒΑΣΙΛΕΙΟΥ Α.Ε.» 2.1. Ιστορικά στοιχεία της οινοποιίας Σκούρα Το κτήμα Σκούρα ιδρύθηκε το 1986 στο Άργος Αργολίδας και σχεδόν δέκα χρόνια αργότερα απέκτησε ιδιόκτητους αμπελώνες και οινοποιείο στην περιοχή Γυμνό Νεμέας. Από το 2004 ξεκίνησε η λειτουργία της νέας πλήρως εξοπλισμένης οινοπαραγωγικής μονάδας στο Μαλανδρένι. Ιδρυτής του κτήματος ήταν ο Γιώργος Σκούρας που γεννήθηκε στο Άργος. Το 1980 πήγε στην Dijon της Γαλλίας για να σπουδάσει πάνω στον τομέα της γεωργίας. Εκεί γνώρισε έναν παραγωγό, οινοποιό της Βουργουνδίας και αποφάσισε να αλλάξει την κατεύθυνση των σπουδών του και έτσι αποφοίτησε από το πανεπιστήμιο της Dijon ως οινολόγος. Στη συνέχεια εργάστηκε σε πολλά οινοποιεία στην Γαλλία, την Ιταλία και στην Ελλάδα και έπειτα ίδρυσε το κτήμα Σκούρα. Το 1988 παρουσίασε για πρώτη φορά τον Μέγα Οίνο, ένα πρωτοποριακό κρασί που δημιουργήθηκε από μια ελληνική (Αγιωργίτικο) και μια ξένη ποικιλία (Cabernet Sauvignon) που αποτελεί τον πρωταρχικό οίνο του οινοποιείου. Ο Γιώργος Σκούρας ήταν ο πρώτος οινοποιός στην Ελλάδα που εισήγαγε τη μέθοδο εμφιάλωσης Stelving (βιδωτό καπάκι) για την προστασία του αρώματος και της φρεσκάδας των λευκών κρασιών και ο πρώτος που κυκλοφόρησε φιάλες Magnum (χωρητικότητας 1,5 λίτρου). Τελευταία του καινοτομία, η παλαίωση κρασιών με την μέθοδο Solera, με την οποία παλαιώνεται, σε ειδικά βαρέλια, το φίνο Sherry στην Ισπανία. Εικόνα 2.1. Οινοποιείο Σκούρα. 5

2.1.1. Οινοποιείο Σκούρα Εικόνα 2.2. Κτήμα Σκούρα. Το οινοποιείο Σκούρα βρίσκεται 100χλμ Άργους-Στέρνας, πάνω σε κεντρικό αρτηριακό δρόμο, μέσα σε κτήμα 25 στρεμμάτων, με όμορφη θέα περικυκλωμένο από αμπέλια και ελιές. Η έκταση των αμπελώνων του κτήματος, που αυξάνονται συνεχώς, είναι σήμερα 270 στρέμματα και η συνεργασία με αμπελουργούς προσθέτει άλλα 400 στρέμματα. Οι χώροι του κτήματος είναι πεντακάθαροι και με ειδικά μελετημένο φωτισμό. Επίσης διαθέτει οινολογικό εργαστήριο με άριστο τεχνολογικό εξοπλισμό, χώρο παραλαβής και οινοποίησης τελευταίας τεχνολογίας, υπερσύχρονη μονάδα εμφιάλωσης και συσκευασίας. Ακόμη υπάρχουν χώροι για συνέδρια, δεξιώσεις, γευσιγνωσία, gift shop και τεράστιο κελάρι, αποτελεί πραγματικά ένα μέρος όπου ο επισκέπτης μπορεί να μάθει για το κρασί, αλλά και να το απόλαυση. Το οινοποιείο δέχεται ήδη περίπου δεκαπέντε χιλιάδες επισκέπτες το χρόνο έκτων οποίον είναι από μαθητές στο πλαίσιο εκπαιδευτικών εκδρομών και το 80% είναι ξένοι τουρίστες από την Αγγλία, τη Γαλλία, της ΗΠΑ, τον Καναδά και την Ιαπωνία. Μερικά από τα βραβεία και τις διακρίσεις του κτήματος Σκούρα: Μέγας Οίνος Ερυθρός 2002 - Ασημένιο Μετάλλιο Βρυξέλλες Νεμέα Grand Cuvee 2003 - Χρυσό Μετάλλιο στο Διαγωνισμό Θεσσαλονίκης 6

Τα κρασιά του κτήματος Σκούρα : Σκούρας Λευκός Φρέσκο και δροσερό λευκό κρασί που προκύπτει από το ταιριαστό πάντρεμα του Μοσχοφίλερου με τον Ροδίτη. Οινοποίηση σε ανοξείδωτη δεξαμενή. Χαρακτηρίζεται από την αρωματική του ένταση και την όμορφη οξύτητά του. Σκούρας Μοσχοφίλερο Ένα όμορφο λευκό κρασί που αξιοποιεί πλήρως την αρωματική δυναμική του Μοσχοφίλερου. Οινοποίηση σε ανοξείδωτη δεξαμενή. Από τις πιο καλοδουλεμένες ετικέτες της ευωδιαστής αυτής Πελοποννησιακής ποικιλίας. Αρμύρα Από τα πιο φινετσάτα Chardonnay της αγοράς. Οινοποιείται και ωριμάζει κατά 70% σε ανοξείδωτη δεξαμενή, και κατά 30% σε καινούργιο γαλλικό βαρέλι για 6 μήνες. Συνδυάζει γλυκά αρώματα καλοκαιρινών φρούτων και γλυκών μπαχαρικών με κρυστάλλινη οξύτητα. Dum Vinum Sperum 100% Chardonnay. Οινοποιείται και ωριμάζει εξ ολοκλήρου σε καινούργιο γαλλικό βαρέλι για 6 μήνες. Ένα στιβαρό λευκό κρασί με αξιοσημείωτη αρωματική πολυπλοκότητα. Viognier Cuvee Larsinos Λευκό με έντονη προσωπικότητα από μια ποικιλία που σπανίζει στον ελληνικό αμπελώνα. Οινοποιείται και ωριμάζει κατά 70% σε ανοξείδωτη δεξαμενή, και κατά 30% σε καινούργιο γαλλικό βαρέλι για 6 μήνες. Πληθωρικό, με έντονα αρώματα φρούτων και ευχάριστη επίγευση. Viognier Eclectique Από τα εκλεκτότερα ελληνικά λευκά κρασιά. Οινοποιείται και ωριμάζει εξ ολοκλήρου σε καινούργιο γαλλικό βαρέλι για 12 μήνες. Ο κομψός αρωματικός του χαρακτήρας απαρτίζεται από εξωτικά φρούτα, φρεσκοψημένο ψωμί και 7

καβουρντισμένους ξηρούς καρπούς. Πλούσιο σώμα, τέλεια οξύτητα, μακρά και ευγενική επίγευση. Σκούρας Ροζέ Ένα ευχάριστο ροζέ που προκύπτει από τον συνδυασμό του Αγιωργίτικου με τον Ροδίτη. Χαρακτηρίζεται από το λαμπερό τριανταφυλλένιο χρώμα του, τη δροσερή του οξύτητα και τα όμορφα αρώματά του από φρέσκα κόκκινα φρούτα. Σκούρας Ερυθρός Ένα χαρμάνι από 95% Αγιωργίτικο, με 5% Cabernet Sauvignon. Οινοποιείται σε ανοξείδωτη δεξαμενή. Παρουσιάζει ευγενή αρωματικό χαρακτήρα και μέτριο σώμα. Αγιωργίτικο Σκούρας Νεμέα ΟΠΑΠ Έκφραση της ποικιλίας - σημαίας της Νεμέας. Οινοποιείται σε ανοξείδωτη δεξαμενή και παλαιώνει για 12 μήνες σε χρησιμοποιημένο γαλλικό βαρέλι και για 6 μήνες στο μπουκάλι προτού βγει στο εμπόριο. Αποτυπώνει τέλεια την τυπική αρωματικότητα του Αγιωργίτικου. Το Merlot του Γιώργου Σκούρα Ένα ευγενικό και ζεστό Merlot. Οινοποιείται σε ανοξείδωτη δεξαμενή και παλαιώνει για 12 μήνες σε χρησιμοποιημένο γαλλικό βαρέλι και για 6 μήνες στο μπουκάλι. Παρουσιάζει πλούσια αρώματα κόκκινων φρούτων και μπαχαρικών. Το Cabernet Sauvignon του Γιώργου Σκούρα Ένα κομψό κόκκινο κρασί με πλούσιο, βαθύ χρώμα, και πικάντικα αρώματα κόκκινων φρούτων και μπαχαρικών. Οινοποιείται σε ανοξείδωτη δεξαμενή και παλαιώνει για 12 μήνες σε χρησιμοποιημένο γαλλικό βαρέλι και για 6 μήνες στο μπουκάλι. 8

Εικόνα 2.3. Cabernet Sauvignon Σκούρα. Νεμέα Grande Cuvee 100% Αγιωργίτικο από επιλεγμένα ορεινά αμπέλια. Οινοποιείται σε ανοξείδωτη δεξαμενή και παλαιώνει για 12 μήνες σε καινούργιο γαλλικό βαρέλι και για 6 μήνες στο μπουκάλι. Πλούσιο σώμα, πυκνά αρώματα από σκούρα φρούτα του δάσους. Ένα κρασί περιορισμένης παραγωγής με σημαντική δυναμική παλαίωσης. Μέγας Οίνος Εκλεκτό ερυθρό κρασί από 60% Αγιωργίτικο από παλαιά κλήματα και 20% Cabernet Sauvignon. Το πρώτο ελληνικό κρασί που πάντρεψε μια γηγενή και μια ξένη ποικιλία στο ίδιο μπουκάλι. Στιβαρό κρασί με στυλ και φινέτσα, αλλά και με πολύ ισχυρή προσωπικότητα. Οινοποιείται σε ανοξείδωτη δεξαμενή και παλαιώνει για 18 μήνες σε καινούργιο γαλλικό βαρέλι και για 6 μήνες στο μπουκάλι. Ένα κρασί περιορισμένης παραγωγής και βαθιάς παλαίωσης. Στο Οινοποιείο Σκούρα ξεχωρίζουμε το GRAND CUVEE 2004 (Ασημένιο μετάλλιο Βρυξέλες), μία εξαιρετική Νεμέα ΟΠΑΠ από παλαιά ορεινά αμπέλια της περιοχής, τον ΜΕΓΑ ΟΙΝΟ ΕΡΥΘΡΟ 2003 (Χρυσό μετάλλιο στο διαγωνισμό Θεσσαλονίκης), ένα στιβαρό κρασί, αλλά και το κομψό λευκό DUM VINUM SPERUM 2002. 9

2.2. Ιστορικά στοιχεία της οινοποιίας Γεροβασιλείου Το κτήμα Γεροβασιλείου είναι μια οινοπαραγωγική μονάδα, δημιούργημα του Βαγγέλη Γεροβασιλείου το 1981. Πρόκειται για έναν οικογενειακό αμπελώνα 25 στρεμμάτων στην περιοχή Παπαμόλα της Επανομής, 25 περίπου χιλιόμετρα νοτιοανατολικά της Θεσσαλονίκης Ο Βαγγέλης Γεροβασιλείου σπούδασε στο τμήμα Γεωπονικής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου και έπειτα ειδικεύτηκε στην Οινολογία- Αμπελουργία στο Πανεπιστήμιο της Μπορντό στη Γαλλία. Από το 1981 ξεκίνησε την αναβίωση του οικογενειακού αμπελώνα φυτεύοντας την ποικιλία Μαλαγούζια, μια παλιά ξεχασμένη ποικιλία που ο ίδιος πρωτοοινοποίησε και διέδωσε βοηθούμενος από τον καθηγητή Αμπελουργίας του Α.Π.Θ. Βασίλη Λογοθέτη. Από το 1986 ξεκίνησε η πρώτη οινοποίηση στο σύγχρονο πλέον οινοποιείο που χτίστηκε μέσα στο χώρο του αμπελώνα, 560 στρεμμάτων. Εικόνα 2.4. Κτήμα Γεροβασιλείου. 10

2.2.1. Οινοποιείο Γεροβασιλείου Εικόνα 2.5. Αμπελώνας Γεροβασιλείου. Όλα τα κρασιά του κτήματος Γεροβασιλείου παράγονται από τον ιδιόκτητο αμπελώνα στον οποίο καλλιεργούνται ελληνικές και διεθνής ποικιλίες. Τις ελληνικές λευκές ποικιλίες του κτήματος αποτελούν η Μαλαγούζια και το Ασύρτικο ενώ τις ερυθρές το Λημνιό, το Μαυρουδί και το Μαυροτράγανο. Τις διεθνής ποικιλίες αποτελούν οι γαλλικές Chardonnay, Sauvignon Blanc και Viognier και οι ερυθρές Syrah, Merlot και Grenache Rouge. Σήμερα, η καλλιέργεια του αμπελώνα αποφέρει κρασιά με διεθνή βραβεία και διακρίσεις και είναι Τοπικοί Οίνοι Επανομής. Τα κρασιά του κτήματος διακινούνται εγχώρια και το 35% εξάγεται σε χώρες της Ευρώπης, στις ΗΠΑ, τον Καναδά, την Ιαπωνία, τη Βραζιλία, την Αυστραλία και τη Σιγκαπούρη. 2.2.2. Μουσείο Γεροβασιλείου Η απαρχή της δημιουργίας του μουσείου ξεκίνησε όταν ο Βαγγέλης Γεροβασιλείου από το 1976 άρχισε να συλλέγει εργαλεία αμπελουργίας, εμφιάλωσης και βαρελοποιίας από όλο τον κόσμο. Μάλιστα, η συλλογή ανοιχτηριών που ξεκίνησε τη δεκαετία του 1980 περιλαμβάνει σπάνια και ξεχωριστά ανοιχτήρια από τον 18 ο αιώνα και αριθμεί πάνω από 2600 κομμάτια, τον κατατάσσει σε έναν από τους μεγαλύτερους συλλέκτες ανοιχτηριών στον κόσμο. 11

Μερικές από τις σημαντικότερες διακρίσεις του κτήματος Γεροβασιλείου: Οινοποιείο της Χρονιάς, περιοδικό Wine&Spirits, ΗΠΑ 2010 Ευρωπαϊκό οινοποιείο της χρονιάς, Ceuco, Ισπανία 2009 Ο Βαγγέλης Γεροβασιλείου ανάμεσα στους 6 καλύτερους οινοπαραγωγούς του κόσμου, Wein Gourmet, Γερμανία 2007 Όλη η παραγωγή των οινοποιήσιμων σταφυλιών γίνεται με πιστοποιημένη διαδικασία και πληρεί όλες τις προδιαγραφές ποιότητας και ασφάλειας σύμφωνα με το περιβάλλον, τον εργαζόμενο και τον καταναλωτή. Τα συστήματα διαχείρισης ποιότητας ΕΝ ΙSO 9001:2000, EN ISO 22000:2005, AGRO 2-1, AGRO 2-2. Τα κρασιά του κτήματος Γεροβασιλείου: Λευκός οίνος Μαλαγουζιά Sauvignon Blanc-Fume Viognier Chardonnay Ερυθρός οίνος Avaton Evangelo Syrah Μαλαγουζιά Όψιμου τρύγου Εικόνα 4.3. Avaton και Μαλαγουζιά Γεροβασιλείου. 12

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3: ΕΤΗΣΙΕΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΚΑΤΑΣΤΑΣΕΙΣ 3.1. Ισολογισμός Ο Ισολογισμός είναι η κύρια οικονομική κατάσταση που απεικονίζει, σε μια δεδομένη στιγμή (συνήθως 31/12 ή 30/6 κάθε έτους), την οικονομική κατάσταση της επιχείρησης. Η μελέτη του ισολογισμού αποσκοπεί στη διερεύνηση της κατάρτισης και του τρόπου διαμόρφωσής του(φίλιου, 1989). Σύμφωνα με τον Nicklisch, ο ισολογισμός απεικονίζει την κατάληξη της πορείας της επιχείρησης σε αριθμούς, οι οποίοι εκφράζουν αξίες (Edmund Heinen, 1962). Ωστόσο, κατά τον jaques ο ισολογισμός αποτελεί τη φυσιολογική κατάληξη των λογιστικών πράξεων της χρήσης (Jaques R., 1970). Ο Ισολογισµός είναι ένα λογιστικό έγγραφο ή αλλιώς ένας πίνακας όπου παρουσιάζονται τα στοιχεία του ενεργητικού (περιουσία) και του παθητικού (υποχρεώσεις) καθώς και η καθαρή θέση της επιχείρησης σε µια συγκεκριμένη στιγμή, κατά τη λήξη µιας ορισμένης περιόδου. Σύµφωνα µε την ελληνική νοµοθεσία η περιουσία αποτελείται από τρεις κυρίως οµάδες στοιχείων, πάγια, κυκλοφορούντα και διαθέσιµα, ενώ οι υποχρεώσεις χωρίζονται σε µακροπρόθεσµες και βραχυπρόθεσµες ανάλογα µε το αν η διάρκεια εξόφλησής τους είναι μεγαλύτερη ή μικρότερη του έτους. Η διαφορά ανάµεσα στην περιουσία και τις υποχρεώσεις της επιχείρησης δίνει την καθαρή περιουσία της ή αλλιώς τα ίδια κεφάλαια. Με άλλα λόγια ο ισολογισμός παρουσιάζει τα μέσα τα οποία έχει στην κατοχή της η επιχείρηση, δηλαδή την περιουσία της, καθώς και τον τρόπο χρηµατοδότησης για την απόκτησή τους. Τέλος, θεωρείται το παλαιότερο των λογιστικών εγγράφων και η δηµοσιοποίησή του επιβάλλεται από το νόµο καθώς αποτελεί πληροφοριακό έγγραφο, µέσω του οποίου οι ενδιαφερόµενοι μπορούν να εξακριβώσουν το έργο, τους στόχους και την οικονομική κατάσταση της επιχείρησης (Αδαμίδης, 1998). 3.1.1. Αρχές του ισολογισμού Η ανάλυση, η καταχώρηση, η συγκέντρωση και η παρουσίαση των γεγονότων που επηρεάζουν την οικονοµική κατάσταση µιας επιχείρησης στηρίζονται σε µια σειρά θεµελιωδών λογιστικών αρχών. Η αρχή της λογιστικής µονάδας 13

Κάθε επιχειρηματική μονάδα θεωρείται ότι έχει δικά της μέσα δράσεως και δικές της υποχρεώσεις, τόσο έναντι τρίτων, όσο και έναντι των φορέων της. Η λογιστική μονάδα είναι αυτή που έχει ξεχωριστή και αυτοτελή οντότητα. Η αρχή της συνέχειας της δραστηριότητας της λογιστικής μονάδας ή της επιχειρηματικής δραστηριότητας Η λογιστική μονάδα συνεχίζει τη δραστηριότητά της για αόριστο χρονικό διάστηµα. Όμως, αυτό δε σημαίνει ότι η λογιστική μονάδα θα έχει διαρκή ύπαρξη, αλλά ότι θα συνεχίσει τη δραστηριότητα της για ένα τέτοιο χρονικό διάστημα, έτσι ώστε να εκπληρώσει τις όποιες υποχρεώσεις έχει αναλάβει. Δηλαδή, η ζωή της επιχείρησης θεωρείται ότι ξεκινά με τη σύσταση της και τελειώνει με την λύση και εκκαθάρισης της. Η αρχή της σταθερότητας της νομισματικής μονάδας Αυτή η βασική λογιστική αρχή θεωρεί ότι η νομισματική μονάδα, δεν παρουσιάζει πληθωριστικές ή αντιπληθωριστικές τάσεις, αλλά στη διάρκεια της λογιστικής χρήσης η αξία της διατηρείται σταθερή. Η αρχή της περιοδικότητας Η ζωή της επιχειρηματικής μονάδας διαιρείται σε ίσα χρονικά διαστήματα, με σκοπό τον ετήσιο υπολογισμό των αποτελεσμάτων της λογιστικής μονάδας και της χρηματοοικονομικής της κατάστασης. Η αρχή της χρηματικής μέτρησης Η χρηματοοικονομική λογιστική προβλέπει την καταχώρηση μόνο εκείνων των λογιστικών γεγονότων, που μπορούν να αποδοθούν σε χρηματικές μονάδες. Συγχρόνως, θεωρεί ως μέσα δράσης μιας επιχείρησης και ως υποχρεώσεις της μόνο τα αρχεία εκείνα τα όποια μπορούν να αποδοθούν σε χρήμα. Η αρχή του κόστους Η απόδοση σε χρηματικές μονάδες των στοιχείων του ισολογισμού, καθώς επίσης και των στοιχείων της κατάστασης αποτελεσμάτων χρήσεως, γίνεται έχοντας σαν βάση το κόστος, για την αποτίμηση τους. Εξαίρεση αποτελεί η περίπτωση των Ανώνυμων Εταιριών και Εταιριών Περιορισμένης Ευθύνης για τις οποίες η ελληνική νομοθεσία απαιτεί την εφαρμογή της αρχής του ελάχιστου κόστους δηλαδή την αποτίμηση στη χαμηλότερη αξία μεταξύ του ιστορικού και του τρέχοντος κόστους. Το κόστος είναι καθορισμένο, αντικειμενικό και επαληθεύσιμο. 14

Η αρχή της αντικειμενικότητας Οι λογιστικές μετρήσεις και τα αποτελέσματα που προκύπτουν, από αυτές πρέπει να είναι αμερόληπτα και συγχρόνως αντικειμενικά. Θα πρέπει, δηλαδή, τόσο τα μέσα δράσης μιας επιχείρησης, όσο και οι υποχρεώσεις της να αποδεικνύονται αντικειμενικά όσον αφορά το ύψος της άξιας τους. Η αρχή της πραγματοποίησης εσόδων Ένα έσοδο έχει πραγματοποιηθεί και είναι αναγνωρίσιμο όταν ικανοποιούνται οι εξής δύο προϋποθέσεις: Έχει πραγματοποιηθεί συναλλαγή- ανταλλαγή Ο κύκλος των διαδικασιών δημιουργίας εσόδων έχει τελειώσει ή σχεδόν τελειώσει. Η αρχή της πλήρους αποκάλυψης Οι λογιστικές καταστάσεις μιας οικονομικής μονάδας οφείλουν να περιλαμβάνουν όλες εκείνες τις πληροφορίες που είναι αναγκαίες, ώστε οι καταστάσεις αυτές να μην είναι παραπλανητικές ή ελλιπείς. Η αρχή της συσχέτισης των εσόδων και των εξόδων Η αρχή αυτή ορίζει ότι τα έσοδα και τα έξοδα θα πρέπει να συσχετίζονται, για να μπορεί να προσδιοριστεί το αποτέλεσμα, το όποιο πέτυχε η λογιστική μονάδα στη διάρκεια της λογιστικής χρήσης. Η συσχέτιση των εξόδων με τα έσοδα μπορεί να είναι είτε άμεση είτε έμμεση. Η αρχή της συγκρισιμότητας Συμφώνα με αυτήν την αρχή, επιβάλλεται στο τέλος κάθε λογιστικής χρήσης η δημοσίευση λογιστικών δεδομένων τουλάχιστον δυο ετών, ούτως ώστε ο τρίτος ενδιαφερόμενος, που ενδιαφέρεται για την οικονομική πορεία της επιχείρησης, να μπορεί να βγάλει αληθή συμπεράσματα. Η αρχή της συντηρητικότητας Η αρχή αυτή υποχρεώνει την οικονομική μονάδα να υιοθετήσει εκείνη τη μέθοδο που θα μας δώσει τα συντηρητικότερα αποτελέσματα. Δηλαδή, εκείνη τη μέθοδο που θα μας δώσει την μικρότερη αξία για τα στοιχεία του ενεργητικού και για τα έσοδα και την υψηλότερη για τα στοιχεία του παθητικού και τα έξοδα. Η αρχή αναγνώρισης των εξόδων Ένα έξοδο αναγνωρίζεται όταν συνδέεται άμεσα ή έμμεσα με τη δημιουργία εσόδου. 15

Η αρχή της συνέπειας των λογιστικών μεθόδων Η οικονομική μονάδα οφείλει να εφαρμόζει τις ίδιες μεθόδους που χρησιμοποίησε την προηγούμενη λογιστική χρήση, έτσι ώστε να μην αλλοιώνεται η διαχρονική χρηματοοικονομική εικόνα της λογιστικής μονάδας. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει πως, εάν κριθεί απαραίτητο, δεν μπορεί η λογιστική μονάδα να αλλάξει τις χρησιμοποιούμενες λογιστικές μεθόδους. Θα πρέπει όμως οι μεταβολή αυτή και οι συνέπειές της να φαίνονται μέσα στις οικονομικές καταστάσεις. Η αρχή της ουσιαστικότητας των λογιστικών πληροφοριών Θα πρέπει οι πληροφορίες οι οποίες περιλαμβάνονται στις ετήσιες οικονομικές καταστάσεις να είναι οι σημαντικότερες, έτσι ώστε να δίνουν μια όσο το δυνατόν πιο ολοκληρωμένη εικόνα της οικονομικής πορείας της λογιστικής μονάδας (Ναουμ, 1994) 3.2. Ανάλυση στοιχείων Ισολογισμού Σκοπός της ανάλυσης είναι η διευκόλυνση της μελέτης και η διερεύνηση των στοιχείων. Τα στοιχεία του ισολογισμού ταξινομούνται σε ομάδες. Υπάρχουν διάφοροι τρόποι ταξινόμησης, ωστόσο εκείνος που έχει επικρατήσει είναι αυτός που χρησιμοποιεί ως κριτήριο το χρόνο πρόσθεσης ρευστοποίησης. Σύμφωνα, λοιπόν, με το χρόνο πρόσθεσης ρευστοποίησης έχουμε την εξής ταξινόμηση: Τα στοιχεία του Ενεργητικού διακρίνονται σε: Πάγιο Ενεργητικό: Περιλαμβάνονται τα στοιχεία εκείνα για τα οποία υπάρχει πρόθεση ρευστοποίησης μετά από ένα χρόνο. Κυκλοφορούν Ενεργητικό: Περιλαμβάνονται τα στοιχεία εκείνα για τα οποία υπάρχει πρόθεση ρευστοποίησης μέσα στο χρόνο. Τέτοια είναι οι πρώτες και βοηθητικές ύλες, τα αποθέματα προϊόντων εμπορευμάτων κ.τ.λ. Διαθέσιμο Ενεργητικό: Περιλαμβάνονται τα στοιχεία εκείνα τα οποία είναι άμεσα ρευστοποιήσιμα. Για παράδειγμα η καταθέσεις όψεως και το χρηματικό απόθεμα που βρίσκεται στο ταμείο της επιχείρησης. Τα στοιχεία του Παθητικού είναι τα εξής: Η Καθαρή Θέση ή αλλιώς τα Ίδια Κεφάλαια είναι τα κεφάλαια εκείνα τα οποία η οικονομική μονάδα σκοπεύει να επιστρέψει στους φορείς το αργότερο μέχρι την εκκαθάριση και λύση της. 16

Οι υποχρεώσεις διακρίνονται σε: Μακροπρόθεσμες Υποχρεώσεις: περιλαμβάνουν κατά κύριο λόγο δάνεια τα οποία η επιχείρηση έχει συνάψει είτε με συγκεκριμένους δανειστές, είτε με πιστωτικά ιδρύματα, είτε με τα ομολογιακά δάνεια. Είναι υποχρεώσεις η οποίες λήγουν μετά την πάροδο μιας λογιστικής χρήσης. Bραχυπρόθεσμες Υποχρεώσεις: Περιλαμβάνουν τα τραπεζικά δάνεια μικρής διάρκειας και τις υποχρεώσεις προς τους προμηθευτές, το Δημόσιο, τα συνταξιοδοτικά ταμεία και ευρύτερα τους οργανισμούς κοινωνικής ασφάλισης, τους εργαζόμενους, τους μετόχους, και γενικά κάθε πίστωση που παρέχεται στην επιχείρηση. Είναι υποχρεώσεις η οποίες λήγουν εντός µίας λογιστικής χρήσης (Φίλιου, 1989). 3.2.1. Τα στοιχεία του ενεργητικού Πιο αναλυτικά το ενεργητικό περιλαμβάνει: Οφειλόμενο κεφάλαιο= Περιλαμβάνεται το υπόλοιπο του κεφαλαίου οφειλόμενο από τους μετόχους. Έξοδα εγκαταστάσεως= Περιλαμβάνονται τα έξοδα ιδρύσεως και πρώτης εγκαταστάσεως, συναλλαγματικές, διαφορές δανείων για κτήσεις παγίων στοιχείων, τόκοι δανείων κατασκευαστικής περιόδου και λοιπά έξοδα εγκαταστάσεως. Τα έξοδα αυτά είναι έξοδα πολυετούς αποσβέσεως. Πάγιο Ενεργητικό Ασώματες ακινητοποιήσεις= Περιλαμβάνονται τα άυλα πάγια περιουσιακά στοιχεία όπως έξοδα ερευνών και αναπτύξεως, υπεραξία επιχειρήσεως, Λογισμικά κ.α. Ενσώματες ακινητοποιήσεις= Περιλαμβάνονται οι ενσώματες ακινητοποιήσεις της οικονομικής μονάδας, όπως γήπεδα οικόπεδα, ορυχεία μεταλλεία, κτίρια και τεχνικά έργα, μηχανήματα και τεχνικές εγκαταστάσεις, μεταφορικά μέσα, έπιπλα κ.α. Συμμετοχές και άλλες μακροπρόθεσμες απαιτήσεις= Περιλαμβάνονται κατά κατηγορίες οι κάθε είδους συμμετοχές της οικονομικής μονάδας σε άλλες οικονομικές μονάδες, οι κάθε είδους μακροπρόθεσμες απαιτήσεις, δηλαδή οι απαιτήσεις που είναι εισπρακτέες μετά τη λήξη του επόμενου του 17

ισολογισμού έτους. Όπως Συμμετοχές σε συνδεδεμένες επιχειρήσεις, Συμμετοχές σε λοιπές επιχειρήσεις, Μακροπρόθεσμες απαιτήσεις κατά συνδεδεμένων επιχειρήσεων, γραμμάτια εισπρακτέα κ.α. Αποσβέσεις= η βαθμιαία μείωση της άξιας των παγίων περιουσιακών στοιχείων λόγω λειτουργικής φθοράς π.χ. μηχανήματος που υφίσταται αυτό κάθε χρόνο λόγω χρήσης του. Κυκλοφορούν ενεργητικό Αποθέματα= Περιλαμβάνονται κατά κατηγορίες τα αποθέματα της οικονομικής μονάδας και οι τυχόν προκαταβολές για την απόκτησή τους. Όπως εμπορεύματα, προϊόντα έτοιμα και ημιτελή, πρώτες και βοηθητικές ύλες κ.α. Απαιτήσεις= Περιλαμβάνονται κατά κατηγορίες οι βραχυπρόθεσμες απαιτήσεις της οικονομικής μονάδας. Όπως πελάτες, γραμμάτια εισπρακτέα, επισφαλείς πελάτες κ.α. Χρεόγραφα= Eίναι οι μετοχές που έχει μια επιχείρηση στο χαρτοφυλάκιο της με σκοπό την σύντομη διάθεση τους. Περιλαμβάνονται μετοχές, ομολογίες και λοιπά χρεόγραφα. Διαθέσιμα= Είναι τα στοιχεία που μπορούν άμεσα και με ασφάλεια να μετατραπούν σε χρήμα. Μεταβατικοί λογαριασμοί ενεργητικού= Είναι τα στοιχεία που αφορούν άλλες χρήσεις. Όπως τα έξοδα επομένων χρήσεων κ.α. 3.2.2. Τα στοιχεία του Παθητικού Πιο αναλυτικά το παθητικό περιλαμβάνει: Ίδια Κεφάλαια= Το σύνολο των περιουσιακών στοιχείων το οποίο ανήκει στους ιδιοκτήτες. Κεφάλαιο (μετοχικό κ.τ.λ.)= Περιλαμβάνεται το κεφάλαιο της οικονομικής μονάδας. Για τις ανώνυμες εταιρίες αναφέρεται ο αριθμός των μετοχών και η ονομαστική τους αξία. Για τις ίδιες εταιρίες το μετοχικό κεφάλαιο διαχωρίζεται σε καταβλημένο, οφειλόμενο και αποσβεσμένο. Διαφορά από διάθεση μετοχών υπέρ το άρτιο= Η διαφορά χωρίζεται σε καταβλημένη και τυχόν οφειλόμενη. Διαφορές αναπροσαρμογής= Περιλαμβάνονται οι διαφορές αναπροσαρμογής της αξίας στοιχείων του ενεργητικού. 18

Αποθεματικά κεφάλαια= Περιλαμβάνονται το τακτικό αποθεματικό, Αποθεματικά καταστατικού, Ειδικά αποθεματικά, Έκτακτα αποθεματικά κ.α. Αποτελέσματα εις νέο= Περιλαμβάνεται το υπόλοιπο κερδών εις νέο, υπόλοιπο ζημιών εις νέο, υπόλοιπο ζημιών προηγούμενων χρήσεων κτλ. Ποσά προορισμένα για αύξηση κεφαλαίου= Όπως Καταθέσεις μετόχων ή εταίρων, Διαθέσιμα μερίσματα χρήσης για αύξηση μετοχικού κεφαλαίου. Προβλέψεις για κίνδυνους και έξοδα= Περιλαμβάνονται προβλέψεις εξόδων για αποζημιώσεις προσωπικού ή άλλες παρόμοιες φύσης έξοδα. Υποχρεώσεις= Χωρίζονται σε δυο κατηγορίες τις μακροχρόνιες και βραχυχρόνιες. Μεταβατικοί λογαριασμοί παθητικού= δημιουργούνται, κατά κανόνα, στο τέλος κάθε χρήσεως με σκοπό τη χρονική τακτοποίηση των εξόδων και εσόδων, έτσι ώστε στα αποτελέσματα της να περιλαμβάνονται μόνο τα έσοδα και έξοδα που αφορούν τη συγκεκριμένη αυτή χρήση. Με την τακτοποίηση αυτή πραγματοποιείται ταυτόχρονα η αναμόρφωση των λογαριασμών του ισολογισμού στο πραγματικό μέγεθος τους κατά την ημερομηνία λήξεως της χρήσεως. Λογαριασμοί Τάξεως (Χρεωστικοί ή Πιστωτικοί)= Έχουν χαρακτήρα πληροφοριακό και αποτυπώνονται στον ισολογισμό των εταιριών που δημοσιεύουν τα στοιχειά τους με βάση το ελληνικό λογιστικό σχέδιο. Οι λογαριασμοί αυτοί δεν μεταβάλουν τη χρηματοοικονομική θέση της εταιρίας, περιλαμβάνουν όμως σημαντικές πληροφορίες σχετικά με τις δεσμεύσεις και τα βάρη της και διευκολύνουν την εξαγωγή συμπερασμάτων σχετικά με την πιστοληπτική της ικανότητα. Γενική εκμετάλλευση= χρησιμεύει για τον προσδιορισμό των καθαρών τακτικών και οργανικών αποτελεσμάτων τα όποια πραγματοποιούνται μέσα στη χρήση. Αποτελέσματα χρήσης= είναι τα κέρδη / ζημίες που προέκυψαν από όλες τις δραστηριότητες τις επιχείρησης μέσα στη λογιστική χρήση συμπεριλαμβανομένων των έκτακτων γεγονότων. Ταμειακές ροές= είναι οι εισροές και οι εκροές ταμιακών διαθεσίμων και ταμιακών ισοδυνάμων (ΚΑΦΟΥΣΗ, 1991). 3.3. Κατάσταση αποτελεσμάτων χρήσης Η κατάσταση αποτελεσμάτων χρήσης παρέχει πληροφορίες για την απόδοση της επιχείρησης μέσα σε μια χρονική περίοδο. Με άλλα λόγια παρουσιάζει αναλυτικά τα έσοδα και τα έξοδα που πραγματοποιήθηκαν σε μια συγκεκριμένη 19

λογιστική χρήση, προσδιορίζοντας έτσι το αποτέλεσμα (κέρδος ή ζημία). Η κατάσταση αποτελεσμάτων χρήσης αποτελείται από δύο μέρη. Στο πρώτο ανήκουν τα στοιχεία των λογαριασμών των λειτουργικών εσόδων και εξόδων, δηλαδή των στοιχείων που προσδιορίζουν το αποτέλεσμα εκμετάλλευσης. Στο δεύτερο παρουσιάζονται οι λογαριασμοί των µη λειτουργικών (έκτακτων) εσόδων και κερδών καθώς και αυτή των μη λειτουργικών εξόδων και ζημιών. 3.4. Πίνακας διάθεσης αποτελεσμάτων Ο πίνακας διάθεσης αποτελεσμάτων συντάσσεται και δημοσιεύεται από τις ελληνικές επιχειρήσεις σύμφωνα με την ελληνική νομοθεσία. Ο πίνακας αυτός δίνει πρόσθετες πληροφορίες σχετικά µε το πώς η διοίκηση της επιχειρήσεως χειρίστηκε τα κέρδη της χρήσης μοιράζοντας τα κατά ένα μέρος στους μετόχους με τη μορφή μερισμάτων και κατά ένα άλλο μέρος στην ίδια την επιχείρηση με την μορφή αποθεματικών. Τέλος, ο πίνακας διάθεσης αποτελεσμάτων καταχωρείται στο βιβλίο απογραφών και ισολογισμών της επιχείρησης.(αδαμίδης, 1998) 3.5. Προσάρτημα Το προσάρτημα του ισολογισμού και των αποτελεσμάτων χρήσης συντάσσεται και δημοσιοποιείται υποχρεωτικά µε την καταχώρηση του στο Μητρώο Ανωνύμων Εταιριών και Εταιριών Περιορισμένης Ευθύνης του Υπουργείου Εμπορίου αλλά δεν δημοσιεύεται στις εφημερίδες. Παρέχει διάφορες πληροφορίες και επεξηγήσεις σε ότι αφορά τη σύνταξη και το περιεχόμενο του ισολογισμού και της κατάστασης των αποτελεσμάτων. Οι πληροφορίες αυτές έχουν σκοπό να διευκολύνουν τους αναγνώστες ώστε να κατανοήσουν τις οικονομικές καταστάσεις. (Αδαμίδης, 1998) 20

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4: ΧΡΗΜΑΤΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΑΝΑΛΥΣΗ 4.1. Μέθοδοι Ανάλυσης Λογιστικών Καταστάσεων Η ανάλυση των οικονομικών καταστάσεων αποτελεί ένα σημαντικό εργαλείο για κάθε χρηματοοικονομικό αναλυτή. Η ανάλυση αυτή μπορεί να του προσφέρει πολλά εφόδια και όπλα για να αντιμετωπίσει την αβεβαιότητα και τις δυσκολίες που θα συναντήσει η εξεταζόμενη επιχείρηση στο μέλλον. Οι μέθοδοι που χρησιμοποιούνται για την ανάλυση είναι κυρίως οι παρακάτω: Η Οριζόντια μέθοδος ανάλυσης Η κάθετη (ή διαστρωματική) μέθοδος Η μέθοδος με την χρήση των αριθμοδεικτών Όπως είναι φυσικό κάθε μέθοδος έχει τα πλεονεκτήματα της αλλά και τα μειονεκτήματα της. Τις περισσότερες των περιπτώσεων ένας αναλυτής επιλέγει μία μέθοδο ως κύρια αλλά χρησιμοποιεί και κάποια από τις άλλες ως δευτερεύουσα (ΕΓΛΣ, 1981). Το κοινό σημείο και των τριών μεθόδων είναι ότι η ανάλυση μέσω των τριών μεθόδων διέπεται από τρία στάδια : 1. Την κατανόηση του επιδιωκόμενου σκοπού και την επιλογή της καταλληλότερης μεθόδου 2. Την ταξινόμηση των λογιστικών καταστάσεων με σκοπό να υπολογισθούν οι μεταξύ τους σημαντικές σχέσεις. 3. Την αξιολόγηση, ερμηνεία, μελέτη των αποτελεσμάτων που θα προκύψουν από την ανάλυση. 4.1.1. Η Οριζόντια Μέθοδος Ανάλυσης Οριζόντια ανάλυση έχουμε όταν εκτιμάται μία μεταβολή κάποιων μεγεθών ανά περίοδο. Με την μέθοδο αυτή προσδιορίζονται και μελετούνται οι οριζόντιες μεταβολές στα μεγέθη διαδοχικών χρηματοοικονομικών καταστάσεων. Όμως για να χρησιμοποιήσουμε αυτή τη μέθοδο πρέπει να πληρούνται οι εξής προϋποθέσεις: Η ταξινόμηση των στοιχείων να είναι ομοιόμορφη σε όλες τις περιόδους Τα επιμέρους στοιχεία να είναι ενταγμένα στις ίδιες επιμέρους ομάδες Να έχουν συνταχθεί με βάσει τις λογιστικές αρχές που πρέπει να διέπουν μία χρηματοοικονομική κατάσταση 21

Να σημειώνονται τυχόν μεταβολές στις συνθήκες ή στη φύση των επί μέρους στοιχείων. Σε περίπτωση που κάποια από αυτές τις προϋποθέσεις δεν τηρείται είναι δυνατόν να οδηγηθούμε σε παραπλανητικά αποτελέσματα και εσφαλμένα συμπεράσματα. Σε αντίθετη περίπτωση ο αναλυτής είναι δυνατόν να καταλάβει τις σχετικές τάσεις διαφόρων μεγεθών που διαμορφώνονται και να τις αναλύσει. Η ανάλυση αυτή μπορεί να δώσει και περιοδικά αποτελέσματα. 4.1.2. Κάθετη ή Διαστρωματική Μέθοδος Ανάλυσης Η μέθοδος κάθετης ανάλυσης ορίζεται ως ένα σημαντικό μέγεθος ή στοιχείο μιας συγκεκριμένης οικονομικής κατάστασης και όλα τα στοιχεία συγκρίνονται σε ποσοστιαία βάση με αυτό. Τέτοια παραδείγματα σημαντικών μεγεθών μπορεί να είναι ο κύκλος εργασιών, οι πωλήσεις ή ακόμα και το σύνολο του ενεργητικού-παθητικού ενός ισολογισμού. Η ανάλυση αυτή χρησιμοποιείται κυρίως για να περιγράψει την εσωτερική δομή μία οικονομικής καταστάσεις και την βαρύτητα που έχουν κάποια στοιχεία σε αυτήν σε σχέση με άλλα. Η μέθοδο κάθετης ανάλυσης οφείλει την ονομασία της στο γεγονός ότι εφαρμόζεται σε οικονομικές καταστάσεις κάθετης μορφής.(νιάρχος, 1997) 4.1.3. Ανάλυση με αριθμοδείκτες Είναι η πλέον ευρέως χρησιμοποιημένη και διαδεδομένη μέθοδο χρηματοοικονομικής ανάλυσης. Παρότι η μέθοδος αυτή υπολογίζεται με μια σχετική ευκολία, η ερμηνεία και η ανάλυση αυτών των δεικτών αποτελεί μία πολυσύνθετη εργασία και αυτό γιατί προσφέρει μόνο ενδείξεις για την πορεία που πρέπει ο αναλυτής να ακολουθήσει και τα ερωτήματα που πρέπει να θέσει. Η μέθοδος αυτή είναι ιδιαίτερα χρήσιμη όταν οι πληροφορίες του αναλυτή δεν είναι λεπτομερείς γύρω από τις συνθήκες χρηματοοικονομικής λειτουργίας και για την αξιολόγηση της χρηματοοικονομικής επίδοσης μιας επιχείρησης. Είναι σημαντικό να τονίσουμε ότι, ενώ τα απόλυτα μεγέθη των δεδομένων αυτών που εμφανίζονται στις χρηματοοικονομικές καταστάσεις συνήθως μεταβάλλονται, οι σχέσεις μεταξύ τους παραμένουν περισσότερο ή λιγότερο σταθερές. Κύριος σκοπός της χρηματοοικονομικής ανάλυσης είναι να προσδιοριστούν τα δυνατά και αδύνατα σημεία της επιχείρησης και να διαπιστωθεί κατά πόσο είναι 22

επικερδής και ισχυρή σε σχέση με τις ανταγωνίστριες επιχειρήσεις του ίδιου κλάδου. Οι αριθμοδείκτες βγάζουν έγκυρα αποτελέσματα όταν χρησιμοποιούνται με τους εξής τρόπους: Μια χρονολογική σειρά ενός δείκτη της ίδιας επιχείρησης εξετάζεται για να διαπιστωθεί η τάση της και με πιο τρόπο αυτή έχει μεταβληθεί. Όταν συγκρίνεται με επιχειρήσεις του ίδιου κλάδου αλλά και με τον μέσο όρο του συνόλου του κλάδου στο οποίο ανήκει 4.2. Τι είναι οι αριθμοδείκτες Η ανάλυση των λογιστικών καταστάσεων εκτός από τις καταστάσεις συγκρίσεων, χρησιμοποιεί και άλλα μέσα ανάλυσης. Ένα από τα πιο γνωστά και διαδεδομένα μέσα ανάλυσης είναι οι αριθμοδείκτες ή δείκτες. Οι αριθμοδείκτες είναι για την επιχείρηση το αναλυτικό μέσο και ο γνώμονας για τη λήψη αποφάσεων. Μπορούν να αποκαλύψουν αδυναμίες της επιχείρησης σε διάφορους τομείς και να βοηθήσουν τη διοίκηση της να λάβει έγκαιρα τα κατάλληλα μέτρα (Αδαμίδης, 1998). Η χρήση τους αποτελεί μια από τις πλέον διαδεδομένες και δυναμικές μεθόδους χρηματοοικονομικής αναλύσεως που βοηθούν στην ερμηνεία των οικονομικών στοιχείων των επιχειρήσεων (Νιάρχος, 1997). Παρά τα πλεονεκτήματα τους οι αριθμοδείκτες πρέπει να χρησιμοποιούνται με προσοχή, με σύνεση και κριτικό πνεύμα και δεν πρέπει να επιδιώκουμε αποτελέσματα και συμπεράσματα περισσότερα από εκείνα που μπορούν να μας δώσουν γιατί υπάρχει περίπτωση να οδηγήσουν σε λανθασμένα συμπεράσματα. (ΚΑΦΟΥΣΗ, 1991). Συγκεκριμένα ο αριθμοδείκτης είναι η απλή σχέση ενός κονδυλίου του ισολογισμού ή της καταστάσεως αποτελεσμάτων χρήσεως προς ένα άλλο και εκφράζεται με απλή μαθηματική μορφή π.χ. αν το κυκλοφορούν ενεργητικό μιας επιχειρήσεως είναι 9.000.000 οι δε βραχυπρόθεσμες υποχρεώσεις αυτής είναι 3.000.000 τότε διαιρώντας το πρώτο ποσό με το δεύτερο βρίσκουμε το αριθμοδείκτη γενικής ρευστότητας (9.000.000 : 3.000.000=3). Ο λόγος που μας οδήγησε στη χρησιμοποίηση των αριθμοδεικτών προέρχεται από την ανάγκη να γίνεται αντιληπτή η πραγματική αξία και η σπουδαιότητα των 23

απόλυτων μεγεθών (Νιάρχος, 1997). Παριστάνονται είτε με την μορφή πηλίκου κάποιων μεγεθών είτε με την μορφή ποσοστού. Παρουσιάζονται με σκοπό την αποδοτικότητα των διαφόρων τμημάτων ή της πραγματικής θέσεως ή ολόκληρων τομέων της οικονομικής μονάδας και γενικότερα του κλάδου στον οποίο ανήκει η μονάδα αυτή. Η παρουσίαση και ο υπολογισμός των αριθμοδεικτών αποτελεί μια μέθοδο ανάλυσης η οποία παρέχει μόνο ενδείξεις. Για αυτό ένας μεμονωμένος αριθμοδείκτης δεν μπορεί να μας δώσει πλήρη εικόνα της οικονομικής κατάστασης μιας επιχείρησης αφού πρώτα δεν συγκριθεί με άλλους πρότυπους αριθμοδείκτες. Οι αριθμοδείκτες αυτοί είναι: 1. Αριθμοδείκτες για μια σειρά παλαιότερων οικονομικών δεδομένων των λογιστικών καταστάσεων της συγκεκριμένης επιχείρησης. 2. Αριθμοδείκτες ορισμένων ανταγωνιστριών επιχειρήσεων, επιλεγμένων με κατάλληλα κριτήρια. 3. Αριθμοδείκτες που να αναφέρονται στους μέσους όρους του κλάδου στον οποίον ανήκει η μελετώμενη επιχείρηση. 4. Λογικά πρότυπα του αναλυτή, τα οποία πολλές φορές βασίζονται στην πείρα του (Νιάρχος, 1997). Οι αριθμοδείκτες καταρτίζονται με βάση τους εξής κανόνες: 1. Η συσχέτιση των μεγεθών θα πρέπει να γίνεται με τέτοιο τρόπο, ώστε οι δείκτες που προκύπτουν να είναι υψηλότεροι για ευνοϊκές καταστάσεις και χαμηλότεροι για δυσμενέστερες. 2. Τα μεγέθη που τους αποτελούν πρέπει να επιλέγονται με τέτοιο τρόπο έτσι ώστε να μην επηρεάζονται από τον πληθωρισμό και άλλες νομισματικές διακύμανσης. 3. Αντιπροσωπευτικοί είναι οι δείκτες που κρίνονται για την ίδια περίοδο στην οποία αναφέρονται. Για παράδειγμα, αριθμοδείκτες που αναφέρονται σε εξάμηνη περίοδο θα πρέπει να συγκρίνονται με άλλους αριθμοδείκτες εξάμηνης διάρκειας χρήσεως. 4. Οι δείκτες καλύπτουν όλους τους τομείς δραστηριότητας της οικονομικής μονάδας. 24

5. Ο μεμονωμένος δείκτης έχει σχετική μόνο χρησιμότητα. Για αυτό επιβάλλεται να γίνεται σύγκριση διάφορων δεικτών μεταξύ τους ώστε να εξασφαλίζονται ορθά συμπεράσματα. Οι περισσότεροι αριθμοδείκτες καταρτίζονται με βάση τα κριτήρια της ρευστότητας και αποδοτικότητας. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι δεν μπορούν να καταρτίζονται με άλλα κριτήρια. 4.2.1. Κατηγορίες αριθμοδεικτών Οι αριθμοδείκτες ταξινομούνται σε τρεις κατηγορίες: Η πρώτη κατηγορία περιλαμβάνει τους αριθμοδείκτες οι οποίοι εξυπηρετούν τις ανάγκες αξιολογήσεως της οικονομικής θέσεως της οικονομικής μονάδας, σε στατική μορφή. Τα στοιχεία που είναι απαραίτητα αντλούνται από τις ομάδες 1-5 του λογιστικού σχεδίου. Η δεύτερη κατηγορία περιλαμβάνει τους αριθμοδείκτες οι οποίοι εξυπηρετούν τις ανάγκες αναλύσεως της δυναμικής εικόνας της επιχειρηματικής προσπάθειας και του αποτελέσματος που προκύπτει από τη λειτουργία της οικονομικής μονάδας. Τα στοιχεία που είναι απαραίτητα αντλούνται από τους λογαριασμούς οργανικών, κατ είδος, εξόδων και εσόδων (ομάδες 6-7), γενικής εκμεταλλεύσεως και αποτελεσμάτων (ομάδα 8). Η τρίτη κατηγορία περιλαμβάνει δείκτες οι οποίοι εξυπηρετούν την ανάγκη συσχετίσεως των στατικών στοιχείων του ισολογισμού προς τα δυναμικά στοιχειά της εκμεταλλεύσεως, με σκοπό τον προσδιορισμό της ορθολογικής ή μη χρησιμοποιήσεως των μέσων της επιχειρηματικής δραστηριότητας (ΚΑΦΟΥΣΗ, 1991). Σύμφωνα με τις παραπάνω κατηγορίες οι αριθμοδείκτες ταξινομούνται σε: Αριθμοδείκτες Ρευστότητας Αριθμοδείκτες Δραστηριότητας Αριθμοδείκτες Αποδοτικότητας Αριθμοδείκτες Διαρθρώσεως Κεφαλαίων και Βιωσιμότητας Αριθμοδείκτες Επενδύσεων (Νιάρχος, 1997) 25

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5: ΑΝΑΛΥΣΗ ΑΡΙΘΜΟΔΕΙΚΤΩΝ 5.1. Αριθμοδείκτες Ρευστότητας (Liquidity Ratios) Η έννοια της ρευστότητας αναφέρεται στην ικανότητα μιας επιχείρησης να μπορεί να ικανοποιεί τις βραχυχρόνιες υποχρεώσεις της και στην ικανότητα της να μετατρέπει τα περιουσιακά στοιχεία σε χρηματικά μέσα. (Αδαμίδης, 1998) Η ύπαρξη ρευστότητας σε μια επιχείρηση έχει επίδραση στα κέρδη της, διότι αν τα κυκλοφοριακά της στοιχεία δεν μετατρέπονται εύκολα σε μετρητά ή αν δεν υπάρχουν επαρκή ρευστά διαθέσιμα, τότε η επιχείρηση δεν θα είναι σε θέση να πληρώσει τις υποχρεώσεις της. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα τη δυσφήμισή της και τη μείωση της εμπιστοσύνης των συναλλασσομένων με αυτή. (Νιάρχος, 1997) Η ρευστότητα όμως συνδέεται με το κεφάλαιο κίνησης. Η χρηματοοικονομική θέση μιας επιχείρησης θεωρείται ότι είναι ισχυρή όταν: Έχει την ικανότητα να εξοφλεί τους βραχυπρόθεσμους πιστωτές της και να καταβάλλει τους τρέχοντες τόκους και τα μερίσματα που οφείλει. Διατηρεί συνθήκες χρηματοοικονομικής διαχείρισης που τις εξασφαλίζουν ευνοϊκή πιστοληπτική κατάσταση. (Ευθυμόγλου, Οικονόμου, 1992) Ο υπολογισμός των αριθμοδεικτών ρευστότητας αποτελεί βοήθεια για την διοίκησή της, γιατί της επιτρέπει να ελέγξει κατά ποιο τρόπο απασχολούνται μέσα στην επιχείρηση τα κεφάλαια κινήσεώς της. Ακόμη ελέγχει αν και κατά πόσο γίνεται η κατάλληλη χρησιμοποίηση των κεφαλαίων κινήσεως της επιχείρησης, αν τα κεφάλαια αυτά είναι επαρκή σε σύγκριση με τις εργασίες της, ή αν υπολείπονται από τα κανονικά, άρα υπάρχει πρόβλημα ρευστών. Τέλος, παρέχει τη δυνατότητα να διαπιστωθεί αν υπάρχει βελτίωση ή όχι της τρέχουσας οικονομικής κατάστασης της επιχείρησης. Οι κυριότεροι αριθμοδείκτες ρευστότητας είναι οι εξής: Αριθμοδείκτης γενικής ρευστότητας ή κεφαλαίου κίνησης Αριθμοδείκτης ειδικής ρευστότητας Αριθμοδείκτης ταμειακής ρευστότητας (Νιάρχος,1997) 26

5.1.1. Αριθμοδείκτης Γενικής Ρευστότητας ή κεφαλαίου κίνησης (Current ratio) Ο αριθμοδείκτης γενικής ρευστότητας δείχνει το μέτρο ρευστότητας μιας επιχείρησης και τα περιθώρια ασφάλειας, ώστε αυτή να είναι σε θέση να ανταποκριθεί στην πληρωμή των καθημερινών υποχρεώσεων. Ο αριθμοδείκτης αυτός βρίσκεται αν διαιρέσουμε το σύνολο των κυκλοφοριακών στοιχείων μιας επιχείρησης µε το σύνολο των βραχυχρόνιων υποχρεώσεών της. (ΚΑΦΟΥΣΗ, 1991) Όσο μεγαλύτερος είναι ο αριθμοδείκτης, τόσο καλύτερη είναι η θέση της επιχείρησης από άποψη ρευστότητας. Γενικά ένας δείκτης κυκλοφοριακής ρευστότητας μεγαλύτερος του 2 θεωρείται ικανοποιητικός για μια βιομηχανική ή εμπορική επιχείρηση. Αντίθετα, μια συνεχής μείωση του δείκτη είναι ένδειξη ότι αρχίζει να αναπτύσσεται µια όχι ευνοϊκή κατάσταση για την επιχείρηση, κάτι το οποίο θα πρέπει να διερευνηθεί. Παρά το γεγονός ότι μια επιχείρηση μπορεί να παρουσιάσει υψηλό δείκτη γενικής ρευστότητας, μπορεί να μην είναι σε θέση να ανταποκριθεί πλήρως στις υποχρεώσεις της. Αυτό μπορεί να συμβεί γιατί οι διοίκησή της δεν έχει κάνει ορθολογική κατανομή των κυκλοφοριακών της στοιχείων σε σχέση με το βαθμό ρευστότητάς τους. Άλλες αιτίες είναι η μεγάλη ποσότητα αποθεμάτων ετοίμων προϊόντων και πρώτων υλών σε σύγκριση με τις πωλήσεις, η χαμηλή ταχύτητα κυκλοφορίας αυτών καθώς και οι απαιτήσεις οι οποίες εξοφλούνται με δόσεις. Αντίθετα, ένας χαμηλός αριθμοδείκτης μπορεί να δείχνει ότι η διοίκηση της επιχείρησης διατηρεί τα ρευστά διαθέσιμα της στο ελάχιστο δυνατό επίπεδο, ή η ταχύτητα κυκλοφορίας των αποθεμάτων και απαιτήσεων της βρίσκεται στο ανώτατο δυνατό σημείο. Τέλος, θα πρέπει να τονιστεί ότι ο αναλυτής κατά τη μελέτη του δείκτη γενικής ρευστότητας δεν θα πρέπει να καταλήγει σε τελικά συμπεράσματα πριν λάβει υπόψη του και τα παρακάτω στοιχεία της επιχείρησης : 1. Την κατανομή των κυκλοφοριακών στοιχείων. 2. Την πορεία των μεγεθών των κυκλοφοριακών στοιχείων και των τρεχουσών υποχρεώσεων για µια πενταετία τουλάχιστον. 3. Τους όρους χορηγήσεως πιστώσεων στους πελάτες της. 4. Την τυχόν ύπαρξη εποχικότητας της συγκεκριμένης επιχείρησης. 27

5. Τις μεταβολές στο ύψος των αποθεμάτων σε σχέση µε τις παρούσες και μελλοντικές πωλήσεις της επιχείρησης. 6. Την ανάγκη για μεγαλύτερα ή μικρότερα ποσά κεφαλαίων κινήσεως κατά τον επόμενο χρόνο. 7. Την έκταση χρησιμοποιήσεως τραπεζικών πιστώσεων και αν υπάρχει δυνατότητα για περαιτέρω τραπεζικό δανεισμό. 8. Το ποσό των μετρητών και των ρευστοποιήσιμων χρεογράφων, καθώς και την ύπαρξη μεγάλου πλεονάσματος ή ελλείμματος, σε σχέση µε τις ανάγκες για κεφάλαια κινήσεως. 9. Το ύψος των απαιτήσεων σε σχέση µε τις πωλήσεις και τις καθυστερημένες απαιτήσεις. 10. Το είδος της επιχείρησης αν δηλαδή πρόκειται για βιομηχανία, εμπορική ή κοινής ωφέλειας. (Νιάρχος, 1997) 5.1.2. Αριθμοδείκτης Ειδικής Ρευστότητας (Acid test ratio) Ο αριθμοδείκτης ειδικής ρευστότητας περιλαμβάνει όλα εκείνα τα στοιχεία τα οποία μετατρέπονται εύκολα και γρήγορα σε ρευστά όπως για παράδειγμα τις τρέχουσες απαιτήσεις των λογαριασμών χρεωστών, πελατών και γραμματίων εισπρακτέων και αγνοεί τα στοιχεία του κυκλοφορούντος ενεργητικού τα οποία δεν μετατρέπονται εύκολα σε μετρητά όπως τα αποθέματα. (Αδαμίδης, 1998) Ο αριθμοδείκτης αυτός υπολογίζεται αν διαιρέσουμε το σύνολο των ταχέως ρευστοποιήσιμων περιουσιακών στοιχείων μιας επιχείρησης ( μετρητά, τραπεζικές καταθέσεις, χρεόγραφα, απαιτήσεις), με το σύνολο των βραχυπρόθεσμων υποχρεώσεων. Ο αριθμοδείκτης αυτός μας δείχνει πόσες φορές τα ταχέως ρευστοποιήσιμα στοιχειά της επιχείρησης είναι σε θέση να καλύψουν τις βραχυχρόνιες υποχρεώσεις της. Ο αριθμοδείκτης ειδικής ρευστότητας όταν κυμαίνεται γύρω στην μονάδα θεωρείται ικανοποιητικός μόνο αν στις απαιτήσεις της επιχείρησης δεν περιλαμβάνονται επισφαλείς ή ανεπίδεκτες εισπράξεως απαιτήσεις και αν η περίοδος εισπράξεως των απαιτήσεων της επιχειρήσεως και εξοφλήσεως των υποχρεώσεών 28

της είναι περίπου ίσες. Αντίθετα, ένας αριθμοδείκτης μικρότερος της μονάδας δείχνει ότι τα αμέσως ρευστοποιήσιμα στοιχεία της επιχείρησης είναι ανεπαρκή για να καλύψουν τις τρέχουσες υποχρεώσεις της. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα η επιχείρηση να βασίζεται στις μελλοντικές τις πωλήσεις, προκειμένου να εξασφαλίσει έναν ικανοποιητικό βαθμό ρευστότητας. Εάν όμως, για οποιονδήποτε λόγο προβλέπεται μείωση των μελλοντικών πωλήσεων, τότε η επιχείρηση καλείται, είτε να δανειστεί κάποια χρήματα, είτε να εκδώσει νέους τίτλους μετοχών. Τέλος, θα πρέπει να αναφέρουμε, ότι μια διαφορά μεταξύ του αριθμοδείκτη γενικής ρευστότητας και ειδικής ρευστότητας είναι ότι αποτελεί ένδειξη ότι στην επιχείρηση υπάρχουν αυξημένα αποθέματα. (Νιάρχος, 1997) 5.1.3. Αριθμοδείκτης Ταμειακής Ρευστότητας Ο αριθμοδείκτης ταμειακής ρευστότητας εκφράζει την ικανότητα μιας επιχείρησης να εξοφλήσει τις τρέχουσες και τις βραχυπρόθεσμες υποχρεώσεις χρησιμοποιώντας μόνο τα μετρητά που διαθέτει. (ΚΑΦΟΥΣΗ, 1991) Ακόμη μας επιτρέπει να εξετάσουμε εάν τα μετρητά της επιχείρησης επαρκούν ή όχι σε σχέση με τις τρέχουσες ανάγκες της επιχείρησης. Ο αριθμοδείκτης ταμειακής ρευστότητας είναι το πηλίκο της διαιρέσεως του συνόλου του διαθέσιμου ενεργητικού μιας επιχειρήσεως µε το σύνολο των βραχυπρόθεσμων υποχρεώσεων. (Νιάρχος, 1997) Ένας χαμηλός αριθμοδείκτης ταμειακής ρευστότητας δεν αποτελεί ένδειξη προβλημάτων ρευστότητας, αλλά μπορεί να σχετίζεται με κάποιο επενδυτικό πρόγραμμα εξαιρετικά επωφελές για την επιχείρηση ή με την δυνατότητα δανεισμού. (Γκίκα, 2002).Έτσι καταλήγουμε στα εξής συμπεράσματα: Αριθμοδείκτης Όρια Εξήγηση Γενικής Ρευστότητας 1.2<ΓΡ<2 Όταν οι δείκτες κυμαίνονται σε Ειδικής Ρευστότητας 0.5<ΕΡ<1 αυτά τα όρια υπάρχει ικανοποιητικό Ταμειακής 1.1<ΤΡ<0.2 επίπεδο ρευστότητας και υγιής Ρευστότητας βραχυχρόνια επιβίωση. 29

5.2. Αριθμοδείκτες Δραστηριότητας (Activity Rations) Μία πολύ σημαντική κατηγορία αριθμοδεικτών είναι αυτή της δραστηριότητας ή κυκλοφοριακής ταχύτητας που καλύπτει την ανάγκη να αξιολογηθούν οι επιλογές της διοίκησης ως προς την διαχείριση και αποτελεσματική χρήση των στοιχείων ενεργητικού που διαθέτει. (Νιάρχος, 1997) Η έννοια της κυκλοφοριακής ταχύτητας αναφέρεται στο χρόνο μετατροπής ενός στοιχείου του κυκλοφορούντος ενεργητικού σε κάποιο άλλο στοιχείο που είναι είτε πιο εύκολα ρευστοποιήσιμο (πχ ο χρόνος που απαιτείται για τη μετατροπή των αποθεμάτων σε απαιτήσεις) είτε ρευστό (πχ ο χρόνος μετατροπής των απαιτήσεων σε διαθέσιμα). (Γκίκα, 2002) Οι δείκτες που περιλαμβάνονται στον αριθμοδείκτη δραστηριότητας είναι: Αριθμοδείκτης ταχύτητας κυκλοφορίας του ενεργητικού Αριθμοδείκτης ταχύτητας κυκλοφορίας παγίων Αριθμοδείκτης ταχύτητας κυκλοφορίας ίδιων κεφαλαίων Αριθμοδείκτης ταχύτητας είσπραξης απαιτήσεων (Νιάρχος, 1997) 5.2.1. Αριθμοδείκτης ταχύτητας κυκλοφορίας ενεργητικού (Asset turnover ratio) Ο αριθμοδείκτης ταχύτητας κυκλοφορίας του ενεργητικού εκφράζει το βαθμό χρησιμοποίησης του Ενεργητικού σε σχέση µε τις πωλήσεις μιας επιχείρησης. Ο αριθμοδείκτης αυτός είναι το πηλίκο της διαιρέσεως των καθαρών πωλήσεων μιας χρήσεως με το σύνολο των περιουσιακών στοιχείων της επιχειρήσεως, που χρησιμοποιούνται κατά τη διάρκεια της αυτής χρήσεως για να επίτευξη των πωλήσεων της. (Γκίκας, 2006) Οι καθαρές πωλήσεις προκύπτουν αν από το σύνολο των πωλήσεων αφαιρεθούν οι επιστροφές πωλήσεων και οι εκπτώσεις πωλήσεων. Ως σύνολο ενεργητικού λαμβάνεται το ύψος του ενεργητικού μετά την αφαίρεση των συμμετοχών και άλλων παρεμφερών μακροχρόνιων τοποθετήσεων, διότι τα στοιχεία αυτά δεν χρησιμοποιούνται από την επιχείρηση για την πραγματοποίηση πωλήσεων. 30

Με λίγα λόγια, ο αριθμοδείκτης αυτός δείχνει, αν υπάρχει ή όχι υπερεπένδυση κεφαλαίων στην επιχείρηση, σε σχέση µε το ύψος των πωλήσεων της. Βέβαια, τα στοιχεία αυτού του δείκτη επηρεάζονται σε μεγάλο βαθμό από τη μέθοδο των αποσβέσεων που ακολουθεί η διοίκηση της εταιρίας, δηλαδή από το αν ακολουθείται πολιτική αυξανόμενης ή σταθερής απόσβεσης. Μια υπερεπένδυση κεφαλαίων σε περιουσιακά στοιχεία σε σχέση με τις πωλήσεις μιας επιχειρήσεως, είναι ενδεχόμενο να έχει δυσμενή επίδραση. Αυτό γιατί, αφενός μεν η υπερεπένδυση αυτή θα υπάρχει για αρκετό χρονικό διάστημα και αφετέρου θα επιβαρύνει την επιχείρηση με αυξημένες υποχρεώσεις για πληρωμή τόκων, δαπανών συντηρήσεως κ.α. Αν αυτή η κατάσταση δεν αντιμετωπισθεί θα έχει ως αποτέλεσμα να οδηγηθεί η επιχείρηση σε αδυναμία εκπληρώσεως των υποχρεώσεών της. Ένας υψηλός αριθμοδείκτης ταχύτητας κυκλοφορίας ενεργητικού παρέχει την ένδειξη ότι η επιχείρηση χρησιμοποιεί εντατικά τα περιουσιακά της στοιχειά ώστε να πραγματοποιεί τις πωλήσεις της. Αντίθετα, ένας χαμηλός αριθμοδείκτης δεν αποτελεί ένδειξη εντατικής χρησιμοποιήσεως των περιουσιακών της στοιχείων όποτε θα πρέπει ή να αυξήσει το βαθμό χρησιμοποιήσεως αυτών ή να προβεί σε ρευστοποίηση μέρους των περιουσιακών της στοιχείων. Η ανοδική πορεία του αριθμοδείκτη διαχρονικά παρέχει ένδειξη μιας πιο εντατικής εκμεταλλεύσεως των στοιχείων του ενεργητικού και αυτό γιατί η άνοδός του συνδέεται είτε με αύξηση των πωλήσεων, είτε με αναλογικά μεγαλύτερη αύξηση των πωλήσεων σε σχέση με την αύξηση του ενεργητικού της επιχειρήσεως. Αντίθετα, μείωση του δείκτη διαχρονικά παρέχει ένδειξη μιας ολοένα μικρότερης χρησιμοποιήσεως του ενεργητικού σε σχέση με τις πωλήσεις.(νιάρχος, 1997) 5.2.2. Αριθμοδείκτης Ταχύτητας Κυκλοφορίας πάγιων (Fixed asset turnover ratio) Ο αριθμοδείκτης αυτός δείχνει το βαθμό χρησιμοποιήσεως των παγίων περιουσιακών στοιχείων μιας επιχειρήσεως, σε σχέση με τις πωλήσεις της. Επίσης, παρέχει ένδειξη του αν υπάρχει υπερεπένδυση σε πάγια σε σχέση με τις πωλήσεις. (Κάντζος Κ., 2002) Ο αριθμοδείκτης ταχύτητας κυκλοφορίας παγίων είναι το πηλίκο της διαιρέσεως των καθαρών πωλήσεων της χρήσεως µε το σύνολο των καθαρών παγίων. (Νιάρχος, 1997) 31

Το καθαρό πάγιο ενεργητικό υπολογίζεται ο μέσος όρος του παγίου ενεργητικού στην αρχή και στο τέλος της χρήσεως εξαιτίας των αποσβέσεων που γίνονται κατά τη διάρκεια της χρήσεως, δηλαδή: (Καθαρό πάγιο ενεργητικό αρχής + Καθαρό πάγιο ενεργητικό τέλους) / 2 Σύμφωνα με τον Αδαμίδη, (1998) ο αριθμοδείκτης αυτός δείχνει την σχέση κύκλου εργασιών και παγίων στοιχείων και κατ επέκταση την αποτελεσματικότητα της επιχειρήσεως να χρησιμοποιεί μικρή ή μεγάλη αξία πάγιων και να επιτυγχάνει ορισμένο όγκο πωλήσεων. Όσο μεγαλύτερος είναι ο δείκτης, τόσο πιο εντατική είναι η χρησιμοποίηση των παγίων περιουσιακών στοιχείων σε σχέση µε τις πωλήσεις της. Η μείωση του δείκτη διαχρονικά υποδηλώνει μείωση του βαθμού χρησιμοποιήσεως των παγίων, που πιθανόν να σημαίνει υπερεπένδυση σε πάγια. 5.2.3. Αριθμοδείκτης Ταχύτητας Κυκλοφορίας ιδίων κεφαλαίων (Owner s equity turnover ratio) Ο Αριθμοδείκτης Ταχύτητας Κυκλοφορίας ιδίων κεφαλαίων δείχνει το βαθμό χρησιμοποιήσεως των ιδίων κεφαλαίων της επιχειρήσεως σε σχέση με τις πωλήσεις της. Με άλλα λόγια δείχνει τις πωλήσεις που πραγματοποίησε η επιχείρηση με κάθε μονάδα ίδιων κεφαλαίων. Ο αριθμοδείκτης αυτός είναι το πηλίκο της διαιρέσεως των καθαρών πωλήσεων της χρήσεως με τα ίδια κεφάλαια. (Νιάρχος, 1997) Το αποτέλεσμα ερμηνεύεται σε φορές. Σύμφωνα με τον Αδαμίδη, (1998) δίνει την ταχύτητα ανακυκλώσεως (περιστροφής) του ίδιου κεφαλαίου ή τον αριθμό των χρησιμοποιήσεων του μέσα σε μια διαχειριστική περίοδο. Είναι όμως πιο αξιόπιστος 32

όταν συσχετίζεται με τους αριθμοδείκτες αποδοτικότητας της ίδιας της επιχειρήσεως και με αντίστοιχους αριθμοδείκτες άλλων επιχειρήσεων του κλάδου. Σε περίπτωση αυξήσεως των ιδίων κεφαλαίων κατά τη διάρκεια της χρήσεως, για τον υπολογισμό του αριθμοδείκτη λαμβάνεται ο μέσος όρος των κεφαλαίων: (Σύνολο ιδίων κεφαλαίων αρχής + Σύνολο ιδίων κεφαλαίων τέλους) / 2 Όσο μεγαλύτερος είναι ο αριθμοδείκτης, τόσο καλύτερη είναι η θέση της επιχειρήσεως διότι πραγματοποιεί μεγάλες πωλήσεις, με σχετικά μικρό ύψος ιδίων κεφαλαίων, το οποίο μπορεί να οδηγήσει σε αυξημένα κέρδη. Αντίθετα, όσο χαμηλότερος είναι ο αριθμοδείκτης, τόσο το μικρό ύψος ίδιων κεφαλαίων της επιχειρήσεως δεν θα μπορέσει να απορροφήσει τις ζημιές, που μπορεί να προκύψουν από τη μείωση των πωλήσεων, ούτε θα υπάρχουν αρκετά κεφάλαια κινήσεως για να ανταποκριθεί η επιχείρηση στις τρέχουσες υποχρεώσεις. Από πλευράς ασφάλειας όμως, όσο μεγαλύτερος είναι ο αριθμοδείκτης τόσο λιγότερο ευνοϊκή είναι η θέση της επιχειρήσεως, γιατί λειτουργεί βασιζόμενη κυρίως στα ξένα κεφάλαια. Αν ο αριθμοδείκτης είναι χαμηλός, τότε είναι ενδεχόμενο να παρέχει ένδειξη υπάρξεως υπερεπενδύσεως σε πάγια, σε σχέση µε τις πωλήσεις.(νιάρχος, 1997) 5.2.4. Αριθμοδείκτης Ταχύτητας Είσπραξης απαιτήσεων (Receivables turnover ratio) Ο αριθμοδείκτης ταχύτητας είσπραξης απαιτήσεων δείχνει πόσες φορές κατά µέσο όρο, εισπράττονται κατά τη διάρκεια της χρήσης οι απαιτήσεις της επιχείρησης. Ο αριθμοδείκτης αυτός βρίσκεται αν διαιρέσουμε τις πωλήσεις με το μέσο όρο των απαιτήσεων. Οι καθαρές πωλήσεις προκύπτουν αν από το σύνολο των πωλήσεων αφαιρέσουμε τις επιστροφές πωλήσεων και τις εκπτώσεις πωλήσεων. Ο μέσος όρος των απαιτήσεων υπολογίζεται εάν προσθέσουμε τις απαιτήσεις αρχής χρήσης και τις 33

απαιτήσεις τέλους χρήσης και το αποτέλεσμα το διαιρέσουμε με το 2. Επιπλέον ο αριθμοδείκτης αυτός δείχνει αν οι απαιτήσεις μιας επιχείρησης είναι πολύ μεγάλες σε σύγκριση με τις πωλήσεις της. Αυτό μπορούμε να το διαπιστώσουμε αν υπολογίσουμε τη μέση διάρκεια παραμονής των απαιτήσεων δηλαδή : Μεγαλύτερη ταχύτητα είσπραξης των απαιτήσεων σημαίνει μικρότερη πιθανότητα ζημιών από επισφαλείς πελάτες. Επιπλέον, αύξηση της ταχύτητας εισπράξεως απαιτήσεων ενδέχεται να έχουμε μικρότερο χρόνο δεσμεύσεως των κεφαλαίων και βελτίωση της ικανότητας της ή αλλαγή στην πολιτική χορηγούμενων πιστώσεων. Εάν όμως, έχουμε ύφεση τότε η επιχείρηση αναγκάζεται να δανείζεται βραχυπρόθεσμα για να είναι σε θέση να εξοφλεί τις βραχυχρόνιες υποχρεώσεις της. (Νιάρχος, 1997) 5.3.Αριθμοδείκτες Αποδοτικότητας (Profitability ratios) Η έννοια της αποδοτικότητας αναφέρεται στο κατά πόσο το κεφάλαιο μιας επιχείρησης είναι ικανό να παράγει κέρδος (Γκίκα, 2002). Σύμφωνα με τους Λαζαρίδη και Παπαδόπουλο (2005) οι αριθμοδείκτες αποδοτικότητας μετρούν την επιτυχία της διοίκησης της επιχείρησης στη δημιουργία ικανοποιητικών ποσοστών απόδοσης (επί των πωλήσεων και επί της πραγματοποιηθείσας επένδυσης), για αυτούς που δέσμευσαν τα κεφάλαια τους (ως φορείς- ιδιοκτήτες) στην επιχείρηση. Η ικανότητα της επιχείρησης να παράγει κέρδος ενδιαφέρει τους μετόχους, τους πιστωτές, τη διοίκηση και γενικά τους εργαζομένους. Οι μέτοχοι ενδιαφέρονται να γνωρίζουν την αποδοτικότητα μιας επιχείρησης είτε για να επιλέξουν τις μετοχές της ως επένδυση είτε για να αποφασίσουν εάν θα τις διατηρήσουν στο χαρτοφυλάκιο τους. Οι πιστωτές αποφασίζουν αν θα χορηγήσουν πιστώσεις στην επιχείρηση. Η διοίκηση βάση της αποδοτικότητας της μπορεί να προγραμματίσει τις επενδύσεις της καθώς και να ελέγξει, αλλά και να αμείψει τα υπεύθυνα για την πορεία της επιχείρησης στελέχη. Τέλος θα πρέπει οι εργαζόμενοι να επιζητούν αυξήσεις ανάλογες με την αύξηση της αποδοτικότητας της επιχείρησης. Συχνά όμως η έννοια της αποδοτικότητας ταυτίζεται με την έννοια της αποτελεσματικότητας. Την καλύτερη ένδειξη για την αποτελεσματικότητα της επιχείρησης παρέχει η μακροχρόνια διερεύνηση της αποδοτικότητας. (Γκίκα, 2002) 34

Γενικά οι αριθμοδείκτες αποδοτικότητας υπολογίζονται είτε µε βάση τις πωλήσεις της επιχείρησης κατά τη διάρκεια μιας χρήσης, είτε µε βάση τις επενδύσεις της. (Κατσανίδης, 2005) Για την μέτρηση ης αποδοτικότητας χρησιμοποιούνται διάφορα κριτήρια τα οποία είναι: Αριθμοδείκτης Αποδοτικότητας ιδίων κεφαλαίων Αριθμοδείκτης μικτού κέρδους Αριθμοδείκτης καθαρού κέρδους Αριθμοδείκτης ebitda Αριθμοδείκτης αποδοτικότητας ενεργητικού 5.3.1. Αριθμοδείκτης Αποδοτικότητας ιδίων κεφαλαίων (Return on net worth) Ο Αριθμοδείκτης Αποδοτικότητας ιδίων κεφαλαίων απεικονίζει την κερδοφόρα δυναμικότητα μιας επιχείρησης και παρέχει την ένδειξη του κατά πόσο επιτεύχθηκε ο στόχος πραγματοποίησης ενός ικανοποιητικού αποτελέσματος. (Νιάρχος, 1997) Σύμφωνα με τον Γκίκα (2002) η αποδοτικότητα των ίδιων κεφαλαίων αναφέρεται κυρίως στην αποδοτικότητα των κεφαλαίων τα οποία ανήκουν στους κοινούς και όχι στους προνομιούχους μετόχους. Εξαρτάται από τον τρόπο χρηματοδοτήσεως της επιχείρησης έχει περιορισμένη υποκειμενική σημασία και δεν χρησιμοποιείται για συγκεκριμένους σκοπούς (ΚΑΦΟΥΣΗ, 1991). Ο Αριθμοδείκτης αποδοτικότητας ιδίων κεφαλαίων εκφράζεται από το πηλίκο της διαίρεσης των καθαρών κερδών της χρήσεως, με το σύνολο των ίδιων κεφαλαίων της επιχείρησης (μετοχικό κεφάλαιο + αποθεματικά). Μετρά δηλαδή την αποτελεσματικότητα με την όποια τα κεφάλαια των φορέων της επιχείρησης ασχολούνται με αυτή. Ενας υψηλός αριθμοδείκτης αποδοτικότητας ιδίων κεφαλαίων αποτελεί ένδειξη ότι η επιχείρηση ευημερεί και αυτό μπορεί να οφείλεται στην πετυχημένη διοίκηση της, στην εύστοχη χρήση των κεφαλαίων της καθώς και σε ευνοϊκές οικονομικές συνθήκες που επικρατούν τη δεδομένη χρονική στιγμή. Αντίθετα, ένας χαμηλός αριθμοδείκτης αποδοτικότητας ιδίων κεφαλαίων είναι ενδεικτικός του ότι η 35

επιχείρηση πάσχει σε κάποιο τομέα της (ανεπαρκής διοίκηση, χαμηλή παραγωγικότητα, υπερεπένδυση κεφαλαίων τα όποια δεν απασχολούνται πλήρως παραγωγικά, δυσμενείς οικονομικές συνθήκες κ.τ.λ.). Ένας εξωτερικός αναλυτής όμως δεν είναι σε θέση να εντοπίσει τα αδύνατα σημεία της επιχείρησης. (Νιάρχος, 1997) 5.3.2. Αριθμοδείκτης Αποδοτικότητας μικτού περιθωρίου ή μικτού κέρδους (Gross profit margin) Ο αριθμοδείκτης μικτού κέρδους υπολογίζεται αν διαιρέσουμε τα μικτά κέρδη της χρήσεως µε τις καθαρές πωλήσεις.(νιάρχος, 1997) Σύμφωνα με τον Ευθυμόγλου και Οικονόμου (1992) ο δείκτης επίσης υπολογίζεται είτε σαν ποσοστό μικτού περιθωρίου κέρδους (πωλήσεις κόστος πωληθέντων) επί των πωλήσεων είτε σαν ποσοστό καθαρού περιθωρίου κέρδους (καθαρό κέρδος) επί των πωλήσεων. Ο δείκτης είναι χρήσιμος καθώς μας δίνει πληροφόρηση για την αποτελεσματικότητα της δραστηριότητας της επιχείρησης. Ο υπολογισμός του μικτού κέρδους είναι πολύ σημαντικός για τις εμπορικές και βιομηχανικές επιχειρήσεις. Όσο μεγαλύτερος είναι ο αριθμοδείκτης μικτού κέρδους τόσο καλύτερη, από άποψη κερδών, είναι η θέση της επιχείρησης διότι μπορεί να αντιμετωπίσει, χωρίς δυσκολία, μια ενδεχόμενη αύξηση του κόστους των πωλούμενων προϊόντων της. Επιπλέον, δείχνει την ικανότητα διοικήσεως μιας επιχείρησης να επιτυγχάνει φθηνές αγορές και να πουλάει σε υψηλές τιμές. Αντίθετα, ένας χαμηλός δείκτης μικτού κέρδους δείχνει µια όχι καλή πολιτική της διοικήσεως στον τομέα αγορών και πωλήσεων. Το γεγονός αυτό οδηγεί σε στασιμότητα πωλήσεων με αποτέλεσμα να μην γίνονται αγορές σε μεγάλες ποσότητες, που θα μπορούσαν να γίνουν σε χαμηλές τιμές. Τέλος, θα πρέπει να αναφέρουμε ότι ένας χαμηλός αριθμοδείκτης μπορεί να αποτελεί ένδειξη ότι η επιχείρηση έχει κάνει 36

επενδύσεις που δεν δικαιολογούνται από τον όγκο των πωλήσεων της, με συνέπεια να έχει αυξημένο κόστος παραγωγής των προϊόντων της. Για αυτό το λόγο μια επιχείρηση θέτει σκόπιμα χαμηλό περιθώριο κέρδους προκειμένου να πετύχει αύξηση του όγκου των πωλήσεων της.(νιάρχος, 1997) 5.3.3. Αριθμοδείκτης Αποδοτικότητας καθαρού κέρδους ή καθαρού περιθωρίου (Net profit margin) Ο αριθμοδείκτης καθαρού κέρδους δείχνει το ποσοστό του καθαρού κέρδους που επιτυγχάνει µια επιχείρηση από τις πωλήσεις της, δηλαδή δείχνει το κέρδος από τις λειτουργικές της δραστηριότητες. Με λίγα λόγια ο αριθμοδείκτης αυτός δείχνει το ποσοστό κέρδους που μένει στην επιχείρηση μετά την αφαίρεση από τις καθαρές πωλήσεις του κόστους πωληθέντων και των λοιπών εξόδων. Συνεπώς ένας δείκτης της τάξης του 5%, φανερώνει ότι για πωλήσεις αξίας 100 ευρώ, επιχείρηση κερδίζει 5 ευρώ. Όσο μεγαλύτερος είναι ο δείκτης τόσο πιο επικερδής είναι η επιχείρηση, γεγονός που καθιστά το δείκτη ιδιαίτερα σημαντικό για την πρόβλεψη των μελλοντικών καθαρών κερδών της επιχείρησης επί του προβλεπόμενου ύψους των πωλήσεων της. Ο αριθμοδείκτης καθαρού περιθωρίου κέρδους σε σχέση με τον αριθμοδείκτη μικτού περιθωρίου κέρδους μας δίνει την δυνατότητα να εμβαθύνουμε στην εσωτερική λειτουργία της επιχείρησης και να αναλύσουμε περαιτέρω την πορεία της σε σχέση με τις πωλήσεις και τα καθαρά κέρδη. Εάν ο αριθμοδείκτης μικτού κέρδους διαχρονικά δεν παρουσιάζει καμία μεταβολή ενώ ο αριθμοδείκτης καθαρού κέρδους παρουσιάζει καθοδική πορεία, τότε τα έξοδα λειτουργίας παρουσιάζουν μία δυσανάλογη αύξηση σε σχέση με της πωλήσεις της επιχείρησης. Στην περίπτωση αυτή θα πρέπει να εξετάσουμε τις επιμέρους κατηγορίες εξόδων. Αντίθετα, αν ο αριθμοδείκτης καθαρού κέρδους παραμένει διαχρονικά σταθερός ενώ ο αριθμοδείκτης μικτού κέρδους παρουσιάζει κάμψη τότε το κόστος πωληθέντων παρουσιάζει δυσανάλογη αύξηση σε σχέση με τις πωλήσεις. Αυτό μπορεί να οφείλεται είτε σε συμπίεση των τιμών πωλήσεων των προϊόντων είτε σε μείωση της παραγωγικότητας των συντελεστών που συμμετέχουν στην παραγωγή. Τέλος, εάν και οι δυο αυτοί αριθμοδείκτες μειώνονται ενώ τα έξοδα 37

λειτουργίας παραμένουν σταθερά σε σχέση µε τις πωλήσεις, τότε αυτό οφείλεται αποκλειστικά και μόνο στο υψηλότερο κόστος παραγωγής. (Νιάρχος, 1997) 5..3.4. Αριθμοδείκτης Αποδοτικότητας ενεργητικού (Return on total assets) Ο Αριθμοδείκτης Αποδοτικότητας ενεργητικού μετράει την απόδοση των συνολικών περιουσιακών στοιχείων μιας επιχείρησης και επιτρέπει την αξιολόγηση της αποτελεσματικότητας της λειτουργίας της. Ο δείκτης φανερώνει την ικανότητα της επιχείρησης να μπορεί να επιζήσει οικονομικά και να προσελκύσει κεφάλαια που προσφέρονται για επένδυση «ανταμείβοντας» τα ανάλογα. Ο αριθμοδείκτης αυτός βρίσκεται αν διαιρέσουμε το σύνολο των λειτουργικών κερδών της χρήσης µε το σύνολο των περιουσιακών στοιχείων (σύνολο ενεργητικού). Ορισμένοι συγγραφείς υποστηρίζουν ότι για τον προσδιορισμό του ύψους των καθαρών λειτουργικών κερδών πρέπει να αφαιρούνται τα χρηματοοικονομικά έξοδα. Όμως ο Νικήτας Α. Νίαρχος υποστηρίζει ότι τα καθαρά λειτουργικά κέρδη πρέπει να λαμβάνονται υπόψη πριν από την αφαίρεση των χρηματοοικονομικών εξόδων. Επιπλέον, στη δημιουργία των λειτουργικών κερδών δεν περιλαμβάνονται οι συμμετοχές καθώς και άλλες παρόμοιες επενδύσεις. Στην περίπτωση που κατά τη διάρκεια της χρήσεως μεταβληθεί σημαντικά η συνολική αξία των περιουσιακών στοιχείων της επιχείρησης πρέπει να υπολογιστεί ο μέσος όρος του ενεργητικού ο οποίος δίνεται από τον παρακάτω τύπο: Ο υπολογισμός του αριθμοδείκτη αποδοτικότητας του ενεργητικού μας επιτρέπει : 1. Να συγκρίνουμε την αποδοτικότητα μιας επιχείρησης με την αποδοτικότητα άλλων μορφών επενδύσεων και επιχειρήσεων. 2. Να παρακολουθήσουμε τη διαχρονική πορεία της αποδοτικότητας της επιχείρησης. 3. Να διερευνήσουμε τα αίτια της μεταβολής της διαχρονικά. 38

Πολλοί ερευνητές υποστηρίζουν ότι είναι προτιμότερο η διερεύνηση της κερδοφόρας δυναμικότητας της επιχειρήσεως αναλύοντας τον αριθμοδείκτη αποδοτικότητας ενεργητικού από τον αριθμοδείκτη καθαρού περιθωρίου κέρδους. (Νιάρχος, 1997) 5.3.5. ΠΕΡΙΘΩΡΙΟ EBITDA ( Earnings Before Interest Taxes, Depreciation and Amortization) Περιθώριο Κέρδη προ Τόκων Φόρων και Αποσβέσεων Ο EBITDA αποτελεί τον πιο γνωστό χρηματοοικονομικό δείκτη αποτίμησης. Ο αριθμοδείκτης αυτός εκφράζει το κέρδος πριν από τόκους, φόρους και αποσβέσεις σαν ποσοστό επί των πωλήσεων. Περιθώριο Εάν ο δείκτης περιθωρίου EBITDA είναι υψηλός σημαίνει ότι οι επενδυτές πληρώνουν περισσότερα για κάθε μονάδα του καθαρού εισοδήματος. Αντίθετα, ένας χαμηλός δείκτης παρουσιάζει πιο ευνοϊκά τα εξαγόμενα συμπεράσματα για την εταιρεία καθώς επίσης και για την μετοχή της, από την οποία ο επενδυτής προσδοκά κεφαλαιακά κέρδη. Με λίγα λόγια δείχνει τη δυναμικότητα της επιχείρησης στον οικονομικό τομέα και ταυτόχρονα προετοιμάζει την αγορά για το βαθμό στον οποίο είναι διατεθειμένη να επενδύσει στις πωλήσεις της συγκεκριμένης εταιρείας. Τέλος, ο δείκτης αυτός χρησιμοποιείται σε εμποροβιομηχανικές επιχειρήσεις. 39

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6: ΣΥΓΚΡΙΤΙΚΗ ΑΝΑΛΥΣΗ ΜΕ ΑΡΙΘΜΟΔΕΙΚΤΕΣ ΤΩΝ ΕΤΑΙΡΙΩΝ «ΚΤΗΜΑ ΣΚΟΥΡΑ Ο.Α.Ε.» & «ΚΤΗΜΑ ΓΕΡΟΒΑΣΙΛΕΙΟΥΑ.Ε.» 6.1 ΑΝΑΛΥΣΗ ΑΡΙΘΜΟΔΕΙΚΤΏΝ «ΚΤΗΜΑ ΣΚΟΥΡΑ Ο.Α.Ε.» Αριθμοδείκτες Ρευστότητας (Liquidity Ratios) Αριθμοδείκτης Γενικής Ρευστότητας ή κεφαλαίου κίνησης (Current ratio) 2,5 Γενικής ρευστότητας 2 1,5 1 2,2 2,13 1,83 1,49 1,51 0,5 0 40

Ο δείκτης αυτός μας δείχνει πόσες φορές καλύπτονται οι βραχυπρόθεσμες υποχρεώσεις της επιχείρησης από το κυκλοφορούν ενεργητικό. Το πρότυπο μέγεθος είναι από 1,2<ΓΡ<2. Από τα παραπάνω αποτελέσματα συμπεραίνουμε ότι το 2007-2008 έχουμε μια μικρή πτώση όμως αυτό δεν επηρεάζει την επιχείρηση να καλύψει τις βραχυπρόθεσμες υποχρεώσεις της εφόσον ο δείκτης είναι ικανοποιητικός σύμφωνα με το πρότυπο. Στα έτη 2009-2011 παρατηρούμε μια συνεχή ανοδική τάση που μας δείχνει ότι η εταιρία διατηρεί εξαιρετικότατη γενική ρευστότητα. Αριθμοδείκτης Ειδικής Ρευστότητας (Acid test ratio) ή Άμεση Ρευστότητα 1,4 Ειδικής Ρευστότητας 1,2 1 0,8 0,6 0,4 1,15 1,04 1 0,72 0,88 0,2 0 41

Ο δείκτης ειδικής ρευστότητας μας δείχνει πόσες φορές τα ταχέως ρευστοποιήσιμα στοιχεία της επιχειρήσεως καλύπτουν τις βραχυπρόθεσμες υποχρεώσεις της. Θεωρείται ικανοποιητικός όταν κυμαίνεται από 0.5<ΕΡ<1. Παρατηρείται ότι και στα πέντε έτη υπάρχει ικανοποιητικό επίπεδο ρευστότητας και υγιής βραχυχρόνια επιβίωση. Το 2011 παρατηρείται ο υψηλότερος δείκτης με αποτέλεσμα να τις εξασφαλίζει ένα καλό επίπεδο ασφάλειας σε αντίθεση με το 2008 που είναι ο μικρότερος. Αριθμοδείκτης Ταμειακής Ρευστότητας 0,12 Ταμειακή ρευστότητα 0,1 0,08 0,06 0,04 0,02 0 0,0539 0,0024 0,0048 0,0021 0,1034 42

Ο αριθμοδείκτης ταμειακής ρευστότητας δείχνει πόσες φορές τα διαθέσιμα περιουσιακά στοιχεία μιας επιχειρήσεως καλύπτουν τις βραχυπρόθεσμες υποχρεώσεις της. Ο δείκτης για να θεωρείται ικανοποιητικός πρέπει να είναι εντός των ορίων 1,1-0,2. Επομένως, από το 2007-2011 η επιχείρηση δεν διαθέτει καλή ταμειακή ρευστότητα συνεπώς δεν μπορεί να καλύψει τις βραχυπρόθεσμες υποχρεώσεις της με τα μετρητά που διαθέτει. Αριθμοδείκτες Δραστηριότητας (Activity Rations) Αριθμοδείκτης ταχύτητας κυκλοφορίας ενεργητικού (Asset turnover ratio) 0,5 0,45 0,4 0,35 0,3 0,25 0,2 0,15 0,1 0,05 0 Ταχύτητας κυκλοφορίας ενεργητικού 0,44 0,4 0,41 0,4 0,36 43

Στα έτη 2007-2009 έχουμε μια ανοδική τάση του δείκτη η οποία απεικονίζει τη χρησιμοποίηση των στοιχείων του ενεργητικού μιας επιχειρήσεως. Όμως, το 2010 παρατηρείται μείωση του δείκτη που σημαίνει μικρότερη χρησιμοποίηση των στοιχείων του ενεργητικού, σε σχέση με τις πωλήσεις. Αυτό μπορεί να οφείλεται σε μια υπερεπένδυση κεφαλαίων στα στοιχεία του ενεργητικού. Όμως το να υπάρξει υπερεπένδυση μπορεί να οδηγήσει την επιχείρηση σε δυσμενή επίδραση διότι μπορεί να μην είναι σε θέση να πληρώσει τα δάνεια και τους τόκους. Αριθμοδείκτης Ταχύτητας Κυκλοφορίας πάγιων (Fixed asset turnover ratio) 1,2 Ταχύτητα κυκλοφορίας παγίων 1 0,8 0,6 0,4 0,2 1,13 0,94 0,93 0,89 0,82 0 Η εταιρία μας παρουσιάζει αύξηση του δείκτη χρόνο με το χρόνο και αυτό σημαίνει πιο εντατική χρήση των παγίων περιουσιακών στοιχείων σε σχέση με τις πωλήσεις της. Η πορεία αυτή του δείκτη σαφώς και είναι επιθυμητή καθώς απεικονίζει πορεία προόδου για την επιχείρηση. 44

Αριθμοδείκτης Ταχύτητας Κυκλοφορίας ιδίων κεφαλαίων (Owner s equity turnover ratio) 1 0,9 0,8 0,7 0,6 0,5 0,4 0,3 0,2 0,1 0 Ταχύτητα κυκλοφορίας ιδίων κεφαλαίων 0,76 0,82 0,86 0,79 0,71 Ο δείκτης το 2007-2008 αυξάνεται με αποτέλεσμα να πραγματοποιεί μεγάλες πωλήσεις με σχετικά μικρό ύψος ιδίων κεφαλαίων, γεγονός το οποίο ενδέχεται να οδηγήσει σε αυξημένα κέρδη. Αντίθετα το 2010 παρατηρείται ότι είναι ο πιο μικρός δείκτης επομένως έχει μικρές πωλήσεις και μεγάλο ύψος ιδίων κεφαλαίων. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να μην μπορεί να απορροφήσει τις ζημιές που θα προκύψουν από την μείωση των πωλήσεων, ούτε θα υπάρχουν αρκετά κεφάλαια κινήσεως για να ανταποκριθεί η επιχείρηση στις τρέχουσες υποχρεώσεις της. 45

Αριθμοδείκτης Ταχύτητας Είσπραξης απαιτήσεων (Receivables turnover ratio) 1,45 Ταχύτητα είσπραξης απαιτήσεων 1,4 1,35 1,3 1,25 1,42 1,36 1,41 1,36 1,2 1,15 1,24 Οι απαιτήσεις εισπράττονται κατά μέσο όρο μια φορά για το 2011 ενώ το 2010 πολύ πιο αργά. Το έτος 2008-2010 υπάρχει μεγάλη καθυστέρηση είσπραξης των απαιτήσεων συνεπώς η επιχείρηση θα έχει χρηματοοικονομική επιβάρυνση. Το 2011 που οι απαιτήσεις εισπράττονται πιο γρήγορα είναι καλύτερα διότι έχουμε μικρότερο χρόνο δέσμευσης των κεφαλαίων και μικρότερη πιθανότητα ζημιών από επισφαλείς πελάτες. 46

Αριθμοδείκτες Αποδοτικότητας (Profitability ratios) Αριθμοδείκτης Αποδοτικότητας ιδίων κεφαλαίων (Return on net worth) 16 Αποδοτικότητας ιδίων κεφαλαίων 14 12 10 8 6 4 2 6,8 14,16 14,07 14 11,24 0 Παρατηρείται ότι ο δείκτης στα έτη 2007-2010 έχει μια ανοδική τάση το οποίο σημαίνει πως τα κεφάλαια των φορέων της επιχείρησης χρησιμοποιούνται ολοένα και πιο αποτελεσματικά, συνεπώς η κερδοφορία της επιχείρησης ολοένα και αυξάνεται. Το 2011 όμως μειώνεται πράγμα που σημαίνει πως η επιχείρηση θα πρέπει να βρει που υστερεί και να λάβει τα απαραίτητα μέτρα της. 47

Αριθμοδείκτης Αποδοτικότητας μικτού περιθωρίου ή μικτού κέρδους (Gross profit margin) 50 45 40 35 30 25 20 15 10 5 0 Αποδοτικότητα μικτού κέρδους 41,74 43,49 37,14 39,87 31,6 Ο δείκτης μικτού περιθωρίου μετριέται επί τις εκατό. Στο γράφημα βλέπουμε μια πτωτική τάση από το 2007-2009 η οποία σημαίνει ότι δεν έχει καλή πολιτική διοικήσεως στον τομέα αγορών και πωλήσεων. Το 2010 αρχίζει να έχει ανοδική τάση που σημαίνει ότι προσπαθεί να ακολουθήσει μια καλή πολιτική όμως το 2011 έχει πάλι πτωτική τάση. Η πιο ικανοποιητική τιμή του δείκτη είναι το 2007 στο οποίο η επιχείρηση διακατέχει την καλύτερη θέση από άποψη κερδών με αποτέλεσμα να μπορεί να αντιμετωπίσει χωρίς δυσκολία την αύξηση του κόστους των πωλούμενων προϊόντων της. 48

Αριθμοδείκτης Αποδοτικότητας καθαρού κέρδους ή καθαρού περιθωρίου (Net profit margin) 25 Αποδοτικότητας καθαρού κέρδους 20 15 10 5 8,96 19,82 17,22 16,22 14,19 0 Στο γράφημα παρατηρούμε μια ανοδική τάση τα έτη 2008-2010 πράγμα που σημαίνει ότι η επιχείρηση είναι πιο επικερδής. Το 2007-2010 οι δείκτες είναι ικανοποιητικοί γιατί ξεπερνούν το πρότυπο. Το 2011 έχουμε μεγάλη πτώση του δείκτη συνεπώς τα έξοδα λειτουργίας αυξάνονται και δεν προβλέπονται επαρκή καθαρά κέρδη στην εταιρία. 49

Αριθμοδείκτης Αποδοτικότητας ενεργητικού (Return on total assets) 9 8 7 6 5 Αποδοτικότητας ενεργητικού 4 3 2 1 0 7,84 7,02 6,42 5,18 3,99 Ο αριθμοδείκτης αποδοτικότητας ενεργητικού αποτελεί ένα τρόπο αξιολόγησης και ελέγχου της διοίκησης της επιχείρησης αφού μετρά την απόδοση του συνόλου των περιουσιακών της στοιχείων. Άρα όσο μεγαλύτερος είναι ο δείκτης τόσο καλύτερα. Στο γράφημα παρατηρούμε ότι, από το 2007-2010 υπάρχει ανοδική πορεία του δείκτη το οποίο σημαίνει ότι τα περιουσιακά στοιχεία της επιχείρησης έχουν την ικανότητα να παράγουν ικανοποιητικά κέρδη. Ακόμη, παρατηρούμε 50

μεγάλη πτώση το έτος 2011 επομένως τα συνολικά περιουσιακά στοιχεία της επιχείρησης δεν παράγουν ικανοποιητικά κέρδη. ΠΕΡΙΘΩΡΙΟ EBITDA ( Earnings Before Interest Taxes, Depreciation and Amortization) Κέρδη προ Τόκων Φόρων και Αποσβέσεων 0,5 0,45 0,4 0,35 0,3 0,25 0,2 0,15 0,1 0,05 0 ΠΕΡΙΘΩΡΙΟ EBITDA 0,4291 0,3958 0,3849 0,3838 0,3231 Ο δείκτης περιθωρίου EBITDA μας δείχνει την αποδοτικότητα της επιχείρησης και προετοιμάζει την αγορά για το βαθμό στον οποίο είναι διατεθειμένη να επενδύσει στις πωλήσεις της. Από το 2007-2010 παρατηρείτε αύξηση του δείκτη το οποίο σημαίνει ότι οι επενδυτές πληρώνουν περισσότερα για κάθε μονάδα του καθαρού εισοδήματος. Αντίθετα, το 2011 που έχει πτωτική τάση σημαίνει ότι έχει πιο ευνοϊκά εξαγόμενα συμπεράσματα και ο επενδυτής προσδοκά να έχει κεφαλαιακά κέρδη από την μετοχή του. 51

6.2 ΑΝΑΛΥΣΗ ΑΡΙΘΜΟΔΕΙΚΤΩΝ «ΚΤΗΜΑ ΓΕΡΟΒΑΣΙΛΕΙΟΥ Α.Ε.» Αριθμοδείκτες Ρευστότητας (Liquidity Ratios) Αριθμοδείκτης Γενικής Ρευστότητας ή κεφαλαίου κίνησης (Current ratio) Ο δείκτης αυτός μας δείχνει πόσες φορές καλύπτονται οι βραχυπρόθεσμες υποχρεώσεις της επιχείρησης από το κυκλοφορούν ενεργητικό. Το πρότυπο μέγεθος είναι από 1,2<ΓΡ<2. Από το 2007-2011 παρατηρείται ότι οι δείκτες έχουν ανοδική τάση και ότι είναι ικανοποιητικοί με αποτέλεσμα να καλύπτουν τις βραχυπρόθεσμες υποχρεώσεις τους. Ακόμη, από το 2008-2011 που ο δείκτης είναι μεγαλύτερος του 2 η θέση της επιχείρησης έχει την καλύτερη ρευστότητα. 6 Γενική ρευστότητα 5 4 3 2 5,64 5,39 4,85 3,51 1 0 1,64 52

Αριθμοδείκτης Ειδικής Ρευστότητας (Acid test ratio) Ο δείκτης ειδικής ρευστότητας δείχνει την ικανότητα της επιχείρησης να εξοφλήσει τις βραχυπρόθεσμες υποχρεώσεις της χωρίς να στηρίζεται στην πώληση αποθεμάτων. Θεωρείται ικανοποιητικός όταν κυμαίνεται από 0.5<ΕΡ<1. Παρατηρείται ότι και τα πέντε έτη έχουν ικανοποιητικό επίπεδο ρευστότητας. Το 2011 είναι ο μεγαλύτερος δείκτης όπου και υπάρχει μεγαλύτερο περιθώριο ασφάλειας σε αντίθεση με το 2007. 3 Ειδικής ρευστότητας 2,5 2 1,5 1 0,5 2,53 1,76 1,83 1,54 0,77 0 53

Αριθμοδείκτης Ταμειακής Ρευστότητας Ο αριθμοδείκτης ταμειακής ρευστότητας δείχνει πόσες φορές τα διαθέσιμα περιουσιακά στοιχεία μιας επιχειρήσεως καλύπτουν τις βραχυπρόθεσμες υποχρεώσεις της. Η επιχείρηση στα 2 πρώτα έτη 2007-2008 και 2010, δεν έχει ικανοποιητική ταμειακή ρευστότητα και επομένως δεν μπορεί με τα διαθέσιμα της να καλύψει τις βραχυχρόνιες υποχρεώσεις της και αυτό διότι δεν είναι στα πλαίσια 1.1-0.2. Αντίθετα από το 2009, 2011 η επιχείρηση έχει καλή ταμειακή ρευστότητα και μπορεί με τα διαθέσιμα της να καλύψει της ανάγκες της. 0,45 Ταμειακή ρευστότητα 0,4 0,35 0,425 0,3 0,25 0,2 0,15 0,1 0,05 0 0,224 0,165 0,081 0,051 54

Αριθμοδείκτες Δραστηριότητας (Activity Rations) Αριθμοδείκτης ταχύτητας κυκλοφορίας ενεργητικού (Asset turnover ratio) Στον δείκτη κυκλοφορίας ενεργητικού παρατηρείται μια συνεχόμενη μείωση στα έτη 2008-2010 πράγμα που σημαίνει ότι η επιχείρηση παρέχει την ένδειξη μιας ολοένα μικρότερης χρησιμοποιήσεως του ενεργητικού σε σχέση με τις πωλήσεις. Αυτό μπορεί να οφείλεται σε μια υπερεπένδυση κεφαλαίου. Το 2011 αρχίζει να ανεβαίνει λίγο ο δείκτης που σημαίνει ότι χρησιμοποιεί πιο εντατικά τα στοιχεία του ενεργητικού αυτό διότι η άνοδος του συνδέεται με την αύξηση των πωλήσεων. Τέλος το έτος 2007 είναι ο μεγαλύτερος δείκτης που σημαίνει ότι χρησιμοποιεί το ενεργητικό. 0,4 0,35 0,3 0,25 0,2 0,15 0,1 0,05 0 Ταχύτητας κυκλοφορίας ενεργητικού 0,36 0,3 0,31 0,33 0,26 55

6.5.2. Αριθμοδείκτης Ταχύτητας Κυκλοφορίας πάγιων (Fixed asset turnover ratio) Ο δείκτης ταχύτητας κυκλοφορίας παγίων από το 2007-2010 παρουσιάζει μια πτωτική τάση που σημαίνει ότι δεν χρησιμοποίησε τα πάγια περιουσιακά στοιχεία της επιχειρήσεως, σε σχέση με τις πωλήσεις. Αυτό μπορεί πιθανόν να οφείλεται σε υπερεπένδυση στα πάγια. Όμως, το 2011 η εταιρία προσπαθεί να χρησιμοποιήσει πιο εντατικά τα πάγια περιουσιακά στοιχεία της σε σχέση με τις πωλήσεις. 0,7 Ταχύτητας κυκλοφορίας παγίων 0,6 0,5 0,4 0,3 0,2 0,54 0,44 0,52 0,6 0,62 0,1 0 56

Αριθμοδείκτης Ταχύτητας Κυκλοφορίας ιδίων κεφαλαίων (Owner s equity turnover ratio) Ο δείκτης από το έτος 2007-2010 αρχίζει να μειώνεται σταδιακά και αυτό διότι πραγματοποιεί μικρές πωλήσεις με σχετικά μεγάλο ύψος ιδίων κεφαλαίων. Ενώ η αύξηση στο τελευταίο έτος σημαίνει ότι αυξήθηκαν οι καθαρές πωλήσεις και μειώθηκαν τα ιδία κεφάλαια με αποτέλεσμα να οδηγήσει την επιχείρηση σε αυξημένα κέρδη. 0,6 Ταχύτητα κυκλοφορίας ιδίων κεφαλαίων 0,5 0,4 0,3 0,2 0,1 0,34 0,31 0,38 0,43 0,48 0 57

Αριθμοδείκτης Ταχύτητας Είσπραξης απαιτήσεων (Receivables turnover ratio) Οι απαιτήσεις εισπράττονται κατά μέσο όρο 2 φορές στα έτη 2007,2008,2009. Ενώ το 2011, 2010 εισπράττονται πιο αργά. Από το έτος 2008 μέχρι 2010 παρατηρείται μια μείωση του δείκτη το οποίο σημαίνει ότι μεσολαβεί μεγάλο διάστημα μεταξύ των εισπράξεων της επιχείρησης, πράγμα που σημαίνει πως πιθανόν να έχει χρηματοοικονομική επιβάρυνση. Από το 2010-2011 αρχίζει να αυξάνεται ο δείκτης συνεπώς έχει μικρότερο χρόνο δεσμεύσεις των κεφαλαίων. 2,3 Ταχύτητα είσπραξης απαιτήσεων 2,2 2,1 2 1,9 1,8 1,92 1,86 2,01 2,18 2,16 1,7 58

Αριθμοδείκτες Αποδοτικότητας (Profitability ratios) Αριθμοδείκτης Αποδοτικότητας ιδίων κεφαλαίων (Return on net worth) Ο δείκτης αποδοτικότητας ιδίων κεφαλαίων μειώνεται από χρονιά σε χρονιά το οποίο σημαίνει ότι μειώνονται τα καθαρά κέρδη και αυξάνονται τα ιδία κεφάλαια. Άρα θα πρέπει να δούμε που πάσχει η επιχείρηση. 18 Αποδοτικότητας ιδιών κεφαλαίων 16 14 12 10 8 6 4 2 0 0,21 0,31 7,88 13,44 16,47 59