ΕΦΗΒΕΙΑ ΚΑΙ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ - ΕΦΗΒΕΙΑ ΚΑΙ ΟΜΑΔΑ Αθήνα, 2009 ίναι γνωστό ότι η ανάπτυξη κάθε παιδιού γίνεται μόνο μέσα σε κάποιας μορφής οικογένεια. Αυτό αφορά τόσο την επιβίωση, όσο και για την ψυχοκοινωνική τους ανάπτυξη. Πώς μπορούμε όμως να ορίσουμε την έννοια «οικογένεια» και ποιες είναι οι λειτουργίες της, οι λόγοι ύπαρξής της; Δύσκολο να βρει κανείς έναν ορισμό που να περιλαμβάνει όλα τα υπάρχοντα οικογενειακά σχήματα και να περιγράφει τις λειτουργίες τους με ικανοποιητικό τρόπο. Οι περισσότεροι μιλώντας για «οικογένεια», εννοούμε την «πυρηνική» λεγόμενη οικογένεια, που αποτελείται από δύο γονείς και τα παιδιά τους, συνήθως 1-3. Θα μπορούσαμε να δούμε την πυρηνική οικογένεια και σαν τον πυρήνα ευρύτερων οικογενειακών μορφών, όπως κυρίως λειτουργούσαν στο παρελθόν, στις οποίες περιλαμβάνονταν οι γονείς των συζύγων κλπ. Πολλοί από εμάς όμως δεν ζούμε σε τέτοιου τύπου (δηλ. πυρηνικές) οικογένειες. Είναι πιθανό να είμαστε μέλη μονογονεϊκών οικογενειών, είτε οικογενειών από ανασύσταση (που αποτελούνται από δύο συζύγους, που έχουν χωρίσει από προηγούμενους γάμους, και τα παιδιά τους από προηγούμενους ή από τον παρόντα γάμο). Οι κοινωνικές αυτές αλλαγές στην εποχή μας κάνουν την οργάνωση και την λειτουργία της οικογένειας πιο σύμπλοκη, με κίνδυνο να γίνει ασαφής. Πάντως ένας γενικός ορισμός της οικογένειας, που καλύπτει και τις ευρύτερες λειτουργίες της, είναι ότι αποτελεί κοινωνική ομάδα με χαρακτηριστικά την κατοίκηση στον ίδιο χώρο, την οικονομική συνεργασία και την αναπαραγωγή. Πιο σημαντικό όμως είναι να εξετάσουμε τις λειτουργίες της οικογένειας, γιατί αυτές θα μας επιτρέψουν να κατανοήσουμε και τα χαρακτηριστικά της ανάπτυξης των παιδιών. Η οικογένεια λοιπόν: Δημιουργεί συγκινησιακό κλίμα, που επιτρέπει έκφραση τρυφερότητας, αλληλοϋποστήριξη, αλληλοφροντίδα, χαλάρωση, αλλά και έκφραση αρνητικών συναισθημάτων (π.χ. θυμού), χωρίς να κινδυνεύει να διαλυθεί από αυτά. Διδάσκει βιωματικά στα παιδιά την έκφραση και την διαχείριση των συναισθημάτων, και κυρίως του συναισθήματος της αγάπης, που είναι το κυριότερο ανθρώπινο συναίσθημα. Επίσης δίνει στα παιδιά σεβασμό και εκτίμηση, έτσι ώστε να μπορέσουν και αυτά να αναπτύξουν αυτοσεβασμό και αυτοεκτίμηση. Παρέχει στα μέλη της ασφάλεια και αίσθηση του ανήκειν. Εξασφαλίζει τα μέσα για την επιβίωση των μελών της (πχ. κατοικία, τροφή, ενδυμασία). Παρέχει στα παιδιά χώρο για ανεξαρτοποίηση, αλλά και έλεγχο και οριοθέτηση. Εκπαιδεύει τα παιδιά στην επικοινωνία και την κοινωνικοποίηση. Εκπαιδεύει τα παιδιά στην διαχείριση κρίσεων, την ικανότητα επίλυσης προβλημάτων, καθώς και την προσαρμοστικότητα σε αλλαγές του περιβάλλοντος. Αποτελεί χώρο για ανάπτυξη των ισχυρότερων ταυτίσεων, όπως είναι η ταύτιση των παιδιών με το φύλλο τους, και δίνει πρότυπα για ανάπτυξη συντροφικής σχέσης και ερωτικής συμπεριφοράς. Δίνει στα παιδιά σύστημα αξιών, ανάλογο με το σύστημα αξιών, στο οποίο βασίζουν οι γονείς την ζωή τους. 1
Η επόμενη έννοια που έχουμε να ορίσουμε είναι η «εφηβεία». Στο ψυχοκοινωνικό επίπεδο μπορούμε να ορίσουμε την εφηβεία σαν την μεταβατική διαδικασία από την παιδική ηλικία της εξάρτησης από την γονεϊκή φροντίδα, στην ενήλικη αυτοδύναμη ζωή. Η έναρξη της εφηβείας σηματοδοτείται από την ήβη, τον χρόνο δηλαδή που αρχίζει η ωρίμανση των γεννητικών οργάνων και των δευτερογενών χαρακτηριστικών του φύλλου. Ο χρόνος αυτός μπορεί να διαφέρει φυσιολογικά από παιδί σε παιδί και είναι γενικά παραδεκτό ότι τα αγόρια μπαίνουν στην ήβη αργότερα από τα κορίτσια. Γενικά η εφηβεία αρχίζει βαθμιαία γύρω στα 10 με 11 χρόνια και θεωρείται ότι τελειώνει γύρω στα 18 έως 21 χρόνια. Τα φυσιολογικά χαρακτηριστικά της εφηβείας είναι τα εξής: α) Η μεγάλη σωματική ανάπτυξη και η εμφάνιση των δευτερογενών χαρακτηριστικών του φύλλου (μαστοί στα κορίτσια, τρίχωμα στο εφηβαίο και στις μασχάλες, αλλαγή της φωνής στα αγόρια κλπ.), που συμβαδίζουν με την ανάπτυξη της σεξουαλικότητας. Αυτά κάνουν μερικές φορές τους εφήβους να φέρονται αμήχανα και αδέξια, και αυτό γιατί έχει αλλάξει γι' αυτούς η εικόνα του σώματός τους, ενώ παράλληλα τους κάνει να προσέχουν πολύ την εξωτερική τους εμφάνιση. Ο έφηβος χρειάζεται να εξοικειωθεί με την διαφορετική εικόνα του σώματός του. Για κάποιο διάστημα μπορεί να βρίσκεται σε σύγχυση και να νιώθει ξένος μέσα στο σώμα του. β) Ο έφηβος κινείται μεταξύ εξάρτησης και ανεξαρτησίας. Στην αρχή ιδίως της εφηβείας παλινδρομεί σε παλαιότερα σχήματα συμπεριφοράς, που μοιάζουν με συμπεριφορές της ηλικίας των δύο ετών (πχ. επαναστατεί ενάντια στους γονείς, ενώ παράλληλα χρειάζεται συνεχή επιβεβαίωση της γονεϊκής διαθεσιμότητας, με την συμπεριφορά του θέτει θέματα ελέγχου - όσον αφορά τις ώρες εξόδου, τα χρήματα που διαχειρίζεται κλπ.). Στην φάση αυτή ο έφηβος επιθυμεί να του συμπεριφέρονται σαν να είναι ενήλικας, ενώ παράλληλα έχει την ανάγκη να παραμείνει παιδί και να εξαρτάται από την γονεϊκή φροντίδα. Η αντίφαση αυτή έχει κάποιες ιδιαιτερότητες, που είναι καλό να προσεχθούν από τους γονείς, ώστε να λυθεί ομαλά και να επιτευχθεί τελικά η αυτοδυναμία του εφήβου. Το παιδί δηλαδή συνεχίζει να χρειάζεται κάποιον να το φροντίζει, ενώ συχνά δυσκολεύεται να αναλάβει υπευθυνότητα, ενώ φοβάται την κριτική, όταν το κάνει. Ο τελικός στόχος βέβαια είναι να πετύχει ο έφηβος την αυτονομία του. Δύο βασικές διεργασίες απαιτούνται από την πλευρά του εφήβου: οι 2
διεργασίες του πένθους για την απώλεια της παιδικής ηλικίας και η επώδυνη διαδικασία της από-ιδανικοποίησης των γονιών του. Για να γίνει κατανοητή η έννοια του πένθους στην φάση της εφηβείας (που αφορά και τους γονείς, όπως θα δούμε παρακάτω), ας σκεφθούμε ότι για να περάσουμε σε κάποια επόμενη φάση της ζωής μας χρειάζεται πάντα κάτι να αφήσουμε πίσω. Και αυτό πονάει. Ο έφηβος χρειάζεται σταδιακά να αφήσει πίσω την ελπίδα ότι οι γονείς του θα είναι πάντα παρόντες στην ζωή του για να τον υποστηρίζουν. Αλλιώς δεν θα μπορέσει ποτέ να ανακαλύψει τις δυνάμεις του και να τις εμπιστευθεί. Όσον αφορά την από-ιδανικοποίηση των γονιών, που βαδίζει παράλληλα με το πένθος για το τέλος της παιδικότητας, σημαίνει ότι ο έφηβος έχει να ξαναγνωρίσει τους γονείς του σαν κανονικούς ανθρώπους, με κανονικές ανθρώπινες αδυναμίες, να τους αποδεχθεί και να τους αγαπήσει ξανά έτσι. Αυτό προκαλεί αρχικά απογοήτευση στον έφηβο, αποτελεί όμως και μια βασική αποδοχή της κοινωνικής πραγματικότητας. γ) Η συναισθηματική αστάθεια και οι απότομες και συχνές συναισθηματικές αλλαγές. Ο έφηβος μπορεί την μια στιγμή να είναι πολύ χαρούμενος και την άλλη πολύ μελαγχολικός. Παρουσιάζει αστάθεια στις σχέσεις του και παράλογες αλλαγές στην συμπεριφορά του. λλοτε δείχνει μεγάλο πείσμα και είναι άκαμπτος, ενώ άλλοτε γίνεται υποχωρητικός και υπάκουος. Μπορεί επίσης να παρουσιάζει μεγάλες και συχνές αλλαγές στα ενδιαφέροντά του. δ) Το ερωτικό ενδιαφέρον. Στην αρχή της εφηβείας τόσο τα αγόρια, όσο και τα κορίτσια δείχνουν αδιαφορία για το άλλο φύλο, ενώ μπορεί να «ερωτεύονται» άτομα, συνήθως μεγαλύτερης ηλικίας, που είναι δύσκολο να πλησιάσουν και που μπορεί να λειτουργούν σαν κοινωνικά πρότυπα (πχ. ηθοποιούς, τραγουδιστές, αθλητές, καθηγητές κλπ.). Στην μέση της εφηβείας υπάρχει συνήθως έντονο ερωτικό ενδιαφέρον, που όμως τα παιδιά δυσκολεύονται να βρουν το θάρρος να το εκφράσουν, κάτι που κάνουν πιο άνετα όσο προχωρούν προς την ολοκλήρωση της εφηβείας και την ενηλικίωση. ε) Δίνει μεγάλη σημασία στην σχέση με τους συνομήλικους. Για το θέμα αυτό όμως θα μιλήσουμε αναλυτικά πιο κάτω. στ) Η μελλοντική του επαγγελματική απασχόληση και οι στόχοι για την εκπαίδευση και τον τρόπο ζωής του διερευνώνται και αναθεωρούνται. Παράλληλα θέτει στον εαυτό του στόχους κοινωνικής συμμετοχής (ένταξη σε κοινωνικές ομάδες κλπ). ζ) Αρχίζει να σχηματίζει το σύστημα των δικών του αξιών, ιδεών και 3
στάσεων προς τη ζωή. Αμφισβητεί και επανεξετάζει τις αξίες των γονιών του, καθώς και τα συστήματα αξιών της κοινωνίας και τις τρέχουσες ηθικές και φιλοσοφικές αξίες. Απορρίπτει μερικές από αυτές, ενώ παράλληλα προσπαθεί να ενστερνιστεί κάποιες καινούργιες. Στην προσπάθειά του αυτή αναζητά και ταυτίζεται - «θαυμάζει» κοινωνικά πρότυπα (αντίστοιχα με αυτά που αναφέρθηκαν πιο πάνω). Μέσα από τις διαδικασίες αυτές ο έφηβος σταδιακά διαμορφώνει την αίσθηση ενήλικου εαυτού. Την ταυτότητά του δηλαδή, που, σχετίζεται με τα ερωτήματα «ποιος είμαι, πού πάω και γιατί». Βοηθώντας τους εφήβους να μειώσουν τη ριψοκίνδυνη συμπεριφορά Jane E. Brody, The New York Times, 15/ 02/ 2008* Τον περασμένο Ιανουάριο σε μία πόλη του New Jersey των Η.Π.Α., ένα αυτοκίνητο που το οδηγούσε 17χρονος μαθητής Λυκείου, με συνεπιβάτες δύο ακόμα συνομήλικους του, προσπέρασε ένα άλλο, το οποίο επίσης οδηγούσε ένας έφηβος, με ταχύτητα 110 χλμ. την, ενώ το όριο για την περιοχή ήταν τα 80 χλμ. Το πρώτο όχημα που επιχείρησε την παράνομη προσπέραση συγκρούστηκε με ένα φορτηγό που βρισκόταν κανονικά στη λωρίδα κυκλοφορίας του. Τρία αγόρια και ένας 68χρονος άνδρας έχασαν τη ζωή τους εκείνη την ημέρα. Τέτοιες ιστορίες αποτελούν πλέον συνήθεια, ωστόσο ωθούν γονείς και εκπαιδευτικούς να αναρωτηθούν γιατί η ριψοκίνδυνη συμπεριφορά είναι τόσο κοινή ανάμεσα στους εφήβους και τι μέτρα θα έπρεπε να ληφθούν ώστε να περιοριστεί το φαινόμενο. Υπάρχει μήπως στους εφήβους η αντίληψη ότι είναι αθάνατοι ή άτρωτοι, απρόσβλητοι και απολύτως ασφαλείς απέναντι σε κινδύνους που οι ενήλικες βλέπουν τόσο καθαρά; Ή μήπως δεν είναι σε θέση να εκτιμούν σωστά τον επερχόμενο κίνδυνο και χρειάζονται συνεχώς κάποιον να τους υπενθυμίζει πόσο επιβλαβές είναι να οδηγούν με υπερβολική ταχύτητα, να καταναλώνουν αλκοόλ, να κυκλοφορούν σε κακόφημες περιοχές, να κάνουν sex χωρίς προφυλάξεις ή να δοκιμάζουν ναρκωτικά; «Τίποτα από τα δύο δεν ισχύει!», δήλωσε η καθηγήτρια Αναπτυξιακής Ψυχολογίας στο Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης Valerie F. Reyna. Τα γεγονότα δείχνουν ακριβώς το αντίθετο. Σύμφωνα με επιστημονικές μελέτες, αποδεικνύεται 4
ότι οι έφηβοι έχουν επίγνωση της επικινδυνότητας των δραστηριοτήτων τους, αλλά και του γεγονότος ότι δεν είναι άτρωτοι. Στην πραγματικότητα μάλιστα υπερεκτιμούν τον κίνδυνο και προβλέπουν τις επιπτώσεις που μπορεί να προκύψουν από δραστηριότητες, όπως η οδήγηση με μεγάλη ταχύτητα και το sex χωρίς προφυλάξεις. Ωστόσο, επιλέγουν συνειδητά να προβούν σε τέτοιου είδους πράξεις γιατί υπολογίζουν ότι η «ζημία» είναι πολύ μικρή αναλογικά με τα «κέρδη» που μπορεί να έχουν. Πράγματι αυτό ισχύει βάσει πιθανοτήτων όσον αφορά αυτές τις δραστηριότητες. Η πιθανότητα να «κολλήσει» κάποιος aids είναι 1 στις 500. Επομένως οι ενήλικες είναι αυτοί που σκέφτονται παράλογα, όχι οι έφηβοι! Με αφορμή αυτά τα συμπεράσματα λοιπόν, τον περασμένο Ιούνιο, η dr. Reyna μαζί με μια ομάδα ψυχολόγων, ανακοίνωσαν ότι οι καθιερωμένες αντιλήψεις, καθώς και οι παραδοσιακοί τρόποι αντιμετώπισης της ριψοκίνδυνης συμπεριφοράς των εφήβων, είναι αναποτελεσματικοί. Και αυτό γιατί βασίζονταν σε μια από την αρχή ελαττωματική θεωρία, μια παρανόηση. Επρόκειτο για την εσφαλμένη άποψη ότι οι έφηβοι φέρονται απερίσκεπτα επειδή αδυνατούν να υπολογίσουν τις συνέπειες των μελλοντικών τους πράξεων, ενώ η έρευνα απέδειξε ότι είναι σε θέση να υπολογίσουν τον κίνδυνο όταν αυτός ελλοχεύει, ωστόσο διαβλέπουν ότι είναι πιο πιθανό να κερδίσουν περισσότερα από αυτά που μπορεί να χάσουν. Κι ενώ οι ερευνητές θεωρούσαν ότι θα ήταν αποτελεσματικό να δείξουν στους εφήβους φωτογραφίες και ταινίες με θανατηφόρα αυτοκινητιστικά ατυχήματα, τελικά οι 3.544 μαθητές που έλαβαν μέρος στην έρευνα, ήδη από πριν παρουσιάζονταν να έχουν αίσθηση του πόσο ευάλωτοι είναι απέναντι στον κίνδυνο και άρα να μην αλλάζουν στάση μετά την προβολή των film. Για τους λόγους αυτούς, η ομάδα της dr. Reyna, αποφάσισε να παρουσιάσει μία διαφορετική προσέγγιση του προβλήματος της ριψοκίνδυνης συμπεριφοράς των εφήβων. Ακριβώς λοιπόν επειδή οι έφηβοι δεν μπορούν να εκτιμήσουν την «ουσία» μιας επικίνδυνης κατάστασης και λειτουργούν βάσει μιας λογικής των πιθανοτήτων, δεν μπορούν να μεταβάλλουν τη γνώμη τους καθώς αποφασίζουν να κάνουν κάτι. Μια απόφαση που αφορά την «ουσία» της σωματικής και ψυχικής υγείας, δεν μπορεί να βασίζεται σε αριθμούς και πιθανότητες επικινδυνότητας. Χρειάζεται να επιστρατεύσουν γνώση από την προϊστορία και την εμπειρία τους. Κι εδώ εντοπίζεται το πρόβλημα. Οι έφηβοι, εκ θέσεως, δε διαθέτουν ούτε το ένα, ούτε το άλλο. 5
Η λύση δεν είναι βεβαίως η συνεχής επίβλεψη και αστυνόμευση από γονείς ή καθηγητές, παρόλο που αυτό κρίνεται απαραίτητο για μικρότερα παιδιά και για εφήβους των 12-14 ετών. Οι ερευνητές συνέταξαν έναν οδηγό 44 σελίδων, ο οποίος περιλαμβάνει «ασκήσεις» εξομοίωσης επικίνδυνων καταστάσεων, στις οποίες οι έφηβοι 14-18 ετών καλούνται να αναγνωρίζουν τα σημάδια που υποδεικνύουν τον πιθανό κίνδυνο, πριν προχωρήσουν στην πράξη. Η εξάσκηση λοιπόν έχει ως στόχο τη λήψη αποφάσεων πριν εμπλακεί ο έφηβος σε επικίνδυνη συμπεριφορά. Τα αποτελέσματα θα φανούν στο μέλλον *(μετάφραση και διασκευή: Δώρα Ψωμά) Η θεωρία της ψυχανάλυσης με διαφορετικό τρόπο (απόσπασμα από κείμενο στη σελίδα του Ειδικού Δημοτικού Σχολείου Ερμούπολης) [...] Γι αυτό εσείς οι γονείς να προσπαθήσετε να πλησιάσετε τόσο πολύ τα παιδιά σας, ώστε να γίνετε οι αχθοφόροι των προβλημάτων τους. Το πως θα το καταφέρετε, μη με ρωτάτε. Είστε οι πλέον ειδικοί και αρμόδιοι σ αυτό το πλησίασμα. Για να συνοψίσουμε κάποια πράγματα. Αυτό που επιδιώκουμε είναι πρωταρχικά να ισχυροποιήσουμε την προσωπικότητα - το Εγώ - δίνοντας πρωτοβουλίες στο παιδί εμψυχώνοντας το, κάνοντας να αποκτήσει αυτοπεποίθηση, παρέχοντας του ποικιλόμορφη μόρφωση, βάζοντάς το με θετικό τρόπο απέναντι από τα πράγματα της ζωής, δίνοντας του πολλά ενδιαφέροντα. Παράλληλα οι κανόνες που αποδέχεται στη ζωή του να μην είναι ακραίοι και δογματικοί, ώστε με ευκολία να απορρίπτει πράγματα που στην πραγματικότητα τα απωθεί στο ασυνείδητό του. Δεύτερον, προσπαθούμε να ελαφρύνουμε το ασυνείδητο, μεταφέροντας πάνω μας με την καλοπροαίρετη συζήτηση, πολλά απωθημένα του παιδιού, έστω και αν εμείς οι ίδιοι χρειαζόμαστε ψυχαναλυτή. Δίνουμε πάντα να καταλάβουν τα παιδιά πως κάποιες επιθυμίες τους δεν μπορούν να πραγματοποιηθούν. Και στις περιπτώσεις που χρησιμοποιούμε κάποια πράγματα ''που βγήκαν από τον παράδεισο'', όπως το ξύλο, πάντα φροντίζουμε να εξηγήσουμε γιατί καταφεύγουμε σ αυτές τις ανορθόδοξες μεθόδους. Έτσι το παιδί αιτιολογεί και αμβλύνει τις ανικανοποίητες επιθυμίες του. Τρίτον, προσπαθούμε να αποδυναμώσουμε το Υπέρ-Εγώ, ελαττώνοντας τις απαιτήσεις μας απέναντι στο παιδί. Μη ξεχνάμε πως συχνά αυτές είναι δικά μας απωθημένα που κάποιοι άλλοι μας στέρησαν ή δεν μπορέσαμε να πραγματοποιήσουμε και δεν ανταποκρίνονται στις επιδιώξεις του παιδιού. Πολλές φορές σε συζητήσεις με φίλους, ομολογούμε πως το παιδί μας θα γίνει γιατρός ή δικηγόρος, γιατί ήταν το εφηβικό, δικό μας όνειρο, που δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ. Πέφτουμε από τα σύννεφα και εξοργιζόμαστε όταν το παιδί, μας ανακοινώνει ότι πρόκειται να γίνει κάτι άλλο. 6