Β.δ Επιλογή των κατάλληλων εμπειρικών ερευνητικών μεθόδων Νίκος Ναγόπουλος Για τη διεξαγωγή της κοινωνικής έρευνας χρησιμοποιούνται ποσοτικές ή/και ποιοτικές μέθοδοι που έχουν τις δικές τους τεχνικές και τα δικά τους εργαλεία. Η επιλογή των μεθόδων σχετίζεται κυρίως με τη στοχοθεσία, το σχεδιασμό και τον τύπο της έρευνας. Έτσι, στις ποσοτικές προσεγγίσεις η αξιοπιστία των επιστημονικών μεθόδων συλλογής και ανάλυσης δεδομένων έγκειται σε μια αντίληψη ουδέτερης, δηλαδή απαλλαγμένης από αξίες, διαδικασίας εφαρμογής των τεχνικών μέσων, η οποία εν τέλει αξιώνει μία ταύτιση με την ίδια την επιστήμη. Δηλαδή, επιστημονική καθίσταται η ίδια η ουδέτερη και ταυτόχρονα αντικειμενική ερευνητική μεθοδολογία, η οποία προσδιορίζει σε ένα ύστερο στάδιο ανάλυσης δεδομένων και γενικεύσεων την επιστημονική θεωρία που προκύπτει ως συμβατή προς τους όρους και τα κριτήρια ανάλυσης των δεδομένων. Αυτό επιτυγχάνεται σύμφωνα με μια μεθοδολογική προσέγγιση μέσα από ακριβείς μετρήσεις των παρατηρησιακών προτάσεων, οι οποίες δομούν τη θεωρία καθώς και από τα εμπειρικά δεδομένα, που υφίστανται αντικειμενικά και ανεξάρτητα από τη θεωρία που αναπτύσσεται σε αρχικό στάδιο. Από την άλλη μεριά και σύμφωνα με τις ποιοτικές προσεγγίσεις, τα κοινωνικά δεδομένα δεν μπορούν να υπάρχουν πριν να δημιουργηθούν. Τα απλά γεγονότα της παρατήρησης αξιολογούνται και ορισμένα από αυτά μεταστοιχειώνονται σε κοινωνικά δεδομένα, σύμφωνα με το εννοιολογικό σύστημα που προσδιορίζει τον τύπο, αλλά και την ποιότητα των δεδομένων που αναμένεται να παραχθούν με την τήρηση των επιστημονικών διαδικασιών αξιολόγησης βάσει ερευνητικών εργαλείων και τεχνικών. Σύμφωνα με τα παραπάνω στο χώρο της κοινωνικής έρευνας διατυπώνονται οι διαφορές αλλά και οι συμπληρωματικότητες ανάμεσα στις ποσοτικές και τις ποιοτικές μέθοδοι κοινωνικής έρευνας. Οι ποσοτικές μέθοδοι συλλέγουν και ταξινομούν δεδομένα από μεγέθη πληθυσμού, συχνότητες εμφάνισης συμβάντων και στατιστικών συσχετίσεων, ενώ οι ποιοτικές μέθοδοι από την ανάλυση δομών που εμπεριέχουν νοήματα και υποδείγματα δράσεων μέσω γλωσσικής διαμεσολάβησης. Στην ποσοτική 1
έρευνα διενεργείται στατιστική ανάλυση, χρησιμοποιούνται επίσημες στατιστικές και δημογραφικά δεδομένα και οι συνεντεύξεις είναι δομημένες, κοινές σε διάφορα πληθυσμιακά στρώματα και τα αποτελέσματά τους συγκρίσιμα. Σε αντίθεση με την ποσοτική η ποιοτική έρευνα δεν στηρίζεται σε αριθμητικά δεδομένα και ποσοστιαίες αναλογίες, αλλά ως επί το πλείστον διαχειρίζεται στοιχεία μέσω γλωσσικής και επικοινωνιακής διαμεσολάβησης. Επιπλέον, αμφισβητείται η εισαγωγή του φυσικοεπιστημονικού εξηγητικού ερευνητικού υποδείγματος στις επιστήμες που διερευνούν και ερμηνεύουν καταστάσεις εκφοράς λόγου και απόδοσης νοήματος. Και τούτο διότι τα κοινωνικά φαινόμενα δεν μπορούν να υπάρχουν έξω από δομές νοήματος που είναι προϊόν ανθρωπίνων πράξεων. Για το λόγο αυτό οι βασικές μορφές της ποιοτικής μεθόδου είναι οι η συμμετοχική παρατήρηση, οι συνεντεύξεις σε βάθος, οι εθνογραφικές και οι έρευνες πεδίου, η ιστορική/συγκριτική έρευνα, η ανάλυση περιεχομένου, λόγου και αφήγησης καθώς και οι διάφορες μορφές έρευνας με ατομικές και ομαδικές (αμάδες εστίασης) συνεντεύξεις. Πρόκειται για συμβατότητες που κατασκευάζονται θεωρητικά και ελέγχονται εμπειρικά στο πεδίο της κοινωνικής έρευνας. Παράλληλα, αναπτύσσεται προβληματισμός για τη δυνατότητα εφαρμογής της εμπειρικής κοινωνικής έρευνας όταν γίνεται αναφορά σε πράξεις, οι οποίες μολονότι απευθύνονται σε κοινωνικό αποδέκτη και εκπέμπουν διυποκειμενικά κατανοητό νόημα δεν ταυτίζονται οπωσδήποτε με παρατηρήσιμες δραστηριότητες. Στο σημείο αυτό η δυσκολία αλλά και η πρόκληση για την επιστημονική έρευνα στον κοινωνικό χώρο εντοπίζεται σε τρία σημεία. Στην ανεπάρκεια μιας αναφοράς σε κοινωνικές πράξεις νοούμενες ως απλά γεγονότα, στη διαρκώς μεταβαλλόμενη συνθήκη που διέπει το αντικείμενο της έρευνας στον κοινωνικό χώρο που αποτελεί ταυτόχρονα και υποκείμενο καθώς και στη μελέτη όχι μόνο αντικειμένων αλλά και των κοινωνικών προβλημάτων. Επιπλέον διευκρινίζεται η ιδιαίτερη σημασιολογική βαρύτητα των κοινωνικών δεδομένων, τα εννοιολογικά συστήματα εντός των οποίων διαμορφώνονται, αλλά και η μεταβλητότητα του περιεχομένου τους, γεγονός που καθιστά την τεκμηρίωσή τους μια διαδικασία αρκετά σύνθετη. Κατά συνέπεια δεν αποτελεί κάθε μορφή πληροφορίας κοινωνικό δεδομένο, παρά μόνον αυτές οι πληροφορίες που παρουσιάζονται συμβατές 2
ως προς ένα εννοιολογικό πλαίσιο καταγραφής, και άρα σημαντικές ως προς την εξαγωγή επιστημονικών πορισμάτων. Οι ποιοτικές μέθοδοι ενδείκνυνται ιδιαίτερα για τη λεπτομερή περιγραφή και την ανάλυση φαινομένων ή καταστάσεων έτσι όπως αποδίδονται από τα υποκείμενα και αποτελούν μια σύνθετη διανοητική διεργασία που εμπεριέχει την ανάδυση του ξεχωριστού νοήματος που προσδίδεται μέσα από την ερμηνεία των κοινωνικών διαδράσεων και συμβάντων. Ορισμένα από τα αποτελέσματα των μεθόδων της ποιοτικής έρευνας σίγουρα μπορούν να ποσοτικοποιηθούν (όπως π.χ στην έρευνα υγείας) και στη συνέχεια να χρησιμοποιηθούν για στατιστική ποσοτική ανάλυση. Από την άλλη η ποσοτική ανάλυση περιεχομένου δεν είναι μόνο μια εξαιρετικά δύσκολη υπόθεση, αλλά το πρόβλημα είναι κυρίως στα αμφίβολα αποτελέσματα από την εφαρμογή της. Από την άλλη η αντίθεση μεταξύ ποσοτικών και ποιοτικών προσεγγίσεων για την έρευνα δεν είναι θεμελιώδης αλλά μάλλον μια ρεαλιστική διάκριση των δύο μεθοδολογικών προσεγγίσεων, που μπορεί να συμπληρώνει με χρήσιμο τρόπο η μία την άλλη. Η ερευνητική διαδικασία μπορεί δηλαδή να περιλαμβάνει και τους δύο στόχους σε μια πολυμεθοδολογική συμπληρωματική διαδοχή και συνέργεια των ποσοτικών και ποιοτικών προσεγγίσεων. Η επιτυχία ενός τέτοιου εγχειρήματος κρίνεται εν πολλοίς στο σχεδιασμό και στο εύρος μιας ερευνητικής υπόθεσης, η οποία συμπεριλαμβάνει ερευνητικά ερωτήματα που σχετίζονται με διαφορετικές πτυχές του ίδιου προβλήματος. Συγκεκριμένα και οι δυο μπορούν να συνδυαστούν στο ίδιο έργο. Η ποιοτική μπορεί να βοηθήσει την ποσοτική έρευνα ως προς τη διατύπωση υποθέσεων και τη διερμήνευση των σχέσεων. Η ποσοτική από τη μεριά της διευκολύνει την ποιοτική στη διαδικασία εντοπισμού ατόμων που θα λάβουν μέρος στη συνέντευξη και για την πιθανή, ή υπό όρους γενίκευση ευρημάτων. Από κοινού μπορούν να δημιουργήσουν μίκρο- και μάκρο επιπέδου εκδοχές, να εξετάζουν τις σχέσεις μεταξύ των δυο επιπέδων και να αλληλοσυμπληρώνονται. Το διαφορετικό ενδιαφέρον ως προς την εξαγωγή δεδομένων μπορεί να λειτουργεί συμπληρωματικά και προσθετικά σε ένα επίπεδο πληρέστερης απόδοσης και να επιδιώκει να προσεγγίσει συνδυαστικά τόσο μεγάλα πληθυσμιακά σύνολα, στη βάση 3
κοινά προσδιορισμένων μεταβλητών, ώστε τα δεδομένα που προκύπτουν να είναι συγκρίσιμα με άλλα δεδομένα που ακολουθούν την ίδια μεθοδολογία, όσο και το ερμηνευτικό βάθος μορφών κοινωνικής διαφοροποίησης ή παρέκκλισης. Στην κοινωνική έρευνα, είναι τώρα κοινή πρακτική να συνδυάζονται ποσοτικές και ποιοτικούς μεθοδολογικές προσεγγίσεις, προκειμένου να αξιοποιούνται τα πλεονεκτήματά τους και να αντισταθμίζονται οι αδυναμίες τους. Κατά αυτή την έννοια ο ερευνητής εφαρμόζει το κριτήριο της επιστημονικής λογικής ανεξάρτητα εάν βασικός στόχος είναι α) η ανακάλυψη συσχετισμών σύμφωνα με τη συχνότητα εμφάνισης παρατηρήσιμων γεγονότων και μετρήσιμων ποσοτήτων που πιστοποιούν αιτιώδεις σχέσεις ή β) εάν η διερεύνηση αφορά τη νοηματική συνάφεια που αναδύεται μέσα από κοινωνικές σχέσεις, ως κατανοητική ερμηνεία κοινωνικών πράξεων. Ο συνδυασμός αυτός αίρει την απόλυτη διάκριση ανάμεσα στην «εξήγηση» και την «κατανόηση» ως ξεχωριστό στόχο των ποσοτικών και ποιοτικών κοινωνικών ερευνών και δημιουργεί προϋποθέσεις συμπληρωματικότητας σύμφωνα με τις οποίες η ποιοτική μαρτυρία της κατανόησης αξιώνει, υπό προϋποθέσεις μια απόδειξη και της εμπειρικής της ισχύος. Μεταξύ των άλλων, στο ίδιο πεδίο της κοινωνικής επιστήμης και λογικής της κοινωνικής έρευνας, προσδιορίζεται και η ίδια η επιστήμη της κοινωνιολογίας, η οποία συνδέει την ερμηνευτική πρόσβαση με την ανεξάρτητη επιστημονική μέθοδο και προσδιορίζεται ως επιστήμη που μελετά κοινωνικές πράξεις που προσδίδουν νοήματα σε διυποκειμενικό περιβάλλον. Στο πλαίσιο αυτό η εμπειρική κοινωνική έρευνα ικανοποιεί τόσο τις εξηγητικές - αιτιώδεις όσο και τις κατανοητικές ερμηνευτικές προϋποθέσεις. Έτσι, στο πλαίσιο ενός ενιαίου σχεδιασμού κοινωνικής έρευνας τόσο οι ποσοτικές όσο και οι ποιοτικές προσεγγίσεις αποτελούν μεθόδους για τη συλλογή και ερμηνεία κοινωνικών συμβάντων και δεδομένων και περιλαμβάνουν παρατηρήσεις, συνεντεύξεις, πειραματικές διεργασίες, ντοκουμέντα και αναλύσεις κειμένων. Λαμβάνοντας υπόψη τα παραπάνω το ερευνητικό πεδίο της κοινωνικής επιστήμης και έρευνας εκτιμάται ότι είναι κατάλληλο τόσο στο επίπεδο της κατανοητικής πρόσβασης και του ιδιογραφικού χαρακτήρα της κοινωνικής γνώσης όσο και της εξηγητικής αιτιότητας και του νομολογικού χαρακτήρα της γνώσης, συνδυάζοντας τη φυσιοκρατική εξήγηση του 4
νοήματος με την ερμηνευτική και κατανοητική ανάλυση της σημαντικότητας των αιτιωδών σχέσεων. 5