21 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1 Άκανθος Στη χερσόνησο της Χαλκιδικής, στα χαμηλότερα υψώματα του όρους Στρατόνικου, ιδιαίτερα σημαντική θέση κατέχει η αρχαία Άκανθος (Πίν. 1α). Η αρχαία πόλη ήταν χτισμένη πάνω σε τρεις λόφους, κοντά στο ανατολικό άκρο του ακανθίου κόλπου, δίπλα στο σημερινό χωριό Ιερισσός. Σε μία τόσο προνομιακή θέση από όπου μπορούσε να ελέγχει το πέρασμα προς την τρίτη χερσόνησο της Χαλκιδικής, την Ακτή 1, δέσποζε στην ανατολική πλευρά της Χαλκιδικής και είχε κάθε δυνατότητα να αναπτυχθεί σε σημαντικό λιμάνι και κόμβο ανάμεσα στην Ανατολική Ελλάδα και στο εσωτερικό της Χαλκιδικής και στη μακεδονική ενδοχώρα. Ιδρύθηκε γύρω στα μέσα του 7 ου αι. π.χ. ως αποικία της Άνδρου 2 σε συνεργασία με τους Χαλκιδείς 3. Ταυτόχρονα οι Άνδριοι ίδρυσαν στη Χαλκιδική τη Σάνη και βορειότερα στην περιοχή της Βισαλτίας δύο ακόμη σημαντικές αποικίες: την Άργιλο και τη Στάγειρο 4. Οι αναφορές των αρχαίων γραπτών πηγών για την Άκανθο είναι φειδωλές περιορίζοντας τη γνώση μας για τη δράση και το ρόλο της πόλης στην αρχαία ελληνική ιστορία. Οι απόψεις για την προέλευση και ετυμολογία του ονόματός της είναι ποικίλες. Σύμφωνα με μία άποψη οφείλει το όνομα της σε κάποιον μυθικό ήρωα Άκανθο, κατά μία άλλη άποψη στην αφθονία αγκαθιών στην περιοχή 5. Ίσως δεν είναι τυχαίο ότι η σημερινή κωμόπολη, σε μικρή απόσταση από την αρχαία πόλη, φέρει το όνομα Ιερισσός, προερχόμενο κατά πάσα πιθανότητα από το λατινικό cerissus που σημαίνει αγκάθι 6. Η Άκανθος εμφανίζεται στο προσκήνιο των ιστορικών εξελίξεων στα τέλη του 6 ου αι. π.χ. ως υποτελής των Περσών, καθώς κατά τη διάρκεια των Μηδικών χρησίμευσε ως οχυρό, αρχικά για τα στρατεύματα του Μαρδόνιου και στη συνέχεια για τον φιλόδοξο Ξέρξη. Ο ρόλος της ήταν καθοριστικός εξαιτίας της γεωμορφολογίας της περιοχής 7 1 Με το όνομα Ακτή αναφέρεται από τον Θουκυδίδη (IV. 109), τον Διόδωρο (ΧΙΙ, 68) και τον Στέφανο Βυζάντιο, 2 Θουκυδίδης IV, 84.1. Διόδωρος ΧΙΙ, 68. Πλούταρχος, Ελλην. ζητήματα, 30. Ευσέβιος Χρον. ΙΙ παρά Migne Patrologia Graeca, 19455. Έχει διατυπωθεί η άποψη για την ίδρυση της κατά 20 χρόνια νωρίτερα, βλ., D. Braaden, The Chalkidians in Thrace, A.J.Ph. 73 (1952), σελ. 378. 3 Πλούταρχος, Ελληνικά ζητήματα, 30. Πληροφορούμαστε ότι οι ντόπιοι κάτοικοι είχαν εγκαταλείψει την πόλη τους. 4 Πληροφορίες για τις πόλεις αυτές, βλ. παραπάνω σελ. 10. 5 Μ. Δήμιτσας, Η Μακεδονία εν λίθοις φθεγγομένοις και μνημείοις σωζομένοις ΙΙ, (Αθήνα 1896), σελ. 610. 6 Λ. Παρλαμά, «Καύσεις στην Άκανθο», ΑΑΑ ΧΙ (1978), σελ. 5-31. 7 Για τα ιστορικά στοιχεία βλ. Zahrnt 1971, σελ. 146-150. Του ίδιου, Makedonien im Zeitalter der Perserkriege, Αρχαία Μακεδονία V, (1993), σελ. 1766-1772. R. Scheer, Nordgriechenland Kunst und Reiseführer mit Länder Beschreibung, (Stuttgart 1984), σελ. 164. S. Lauffer, Griechenland: Lexikon der historischen Stätten von den Anfängen bis zur
22 μπροστά της σχηματίζεται ένα φυσικό λιμάνι και επιπλέον βρίσκεται σε εγγύτητα με το στενότερο σημείο του Άθω, όπου σύμφωνα με τις ιστορικές μαρτυρίες, έγινε η διάνοιξη της διώρυγας για τη διέλευση του περσικού στόλου. Μετά το τέλος των Περσικών πολέμων, οι Ακάνθιοι προσχώρησαν στην Α Αθηναϊκή Συμμαχία. Ωστόσο με το ξέσπασμα του Πελοποννησιακού πολέμου και τη σημαντική αύξηση των φόρων η πόλη ακολουθώντας το παράδειγμα και άλλων πόλεων της ευρύτερης περιοχής, αποχωρεί από τη συμμαχία. Είναι η πρώτη πόλη της Χαλκιδικής που συνάπτει συμμαχία με το Σπαρτιάτη βασιλιά Βρασίδα το 424 π.χ. 8 Μάλιστα επικράτησε σε μάχη εναντίον της Αθήνας και όπως αναφέρει ο Πλούταρχος, οι Ακάνθιοι ανέθεσαν από κοινού με τους Σπαρτιάτες ένα θησαυρό στο μαντείο των Δελφών 9. Μετά τη Νικίειο Ειρήνη η πόλη διατηρεί την αυτονομία της αλλά της επιβάλλεται φορολογία. Ο Φίλιππος Β την κατέλαβε αλλά δεν την κατέστρεψε. Η καταστροφή της επήλθε στα 200 π.χ. από τους Ρωμαίους 10. Η αρχαιολογική έρευνα στην αρχαία Άκανθο ξεκίνησε το 1969 11 ενώ από το 1970 και εξής ερευνάται σταδιακά αλλά αδιάκοπα το παράλιο νεκροταφείο της πόλης 12 υπό την επίβλεψη της ΙΣΤ ΕΠΚΑ. Η πρώτη ανασκαφική έρευνα στο νεκροταφείο πραγματοποιήθηκε από την Ε. Γιούρη 13. Στη συνέχεια ως το 1981 μεγάλο τμήμα του ανασκάφηκε υπό την εποπτεία της Αικ. Ρωμιοπούλου. Έκτοτε και έως το 2005 την επίβλεψη των ερευνών είχε αναλάβει η Ε. Τρακοσοπούλου τόσο στον οικισμό όσο και στο νεκροταφείο. Η ανασκαφή του οικισμού, ο οποίος, όπως προαναφέρθηκε, απλώνεται πάνω σε τρεις λόφους, άρχισε μόλις το 1994, οπότε άρχισε και η τοπογράφησή του με αποτέλεσμα σήμερα να υπολογίζεται η έκτασή του σε 560 στρέμματα 14. Το νεκροταφείο απέχει 1χλμ. περίπου από την πόλη. Η έκτασή του στο παραθαλάσσιο τμήμα της σύγχρονης κωμόπολης είναι ιδιαίτερα μεγάλη. Κατέχει 60 περίπου στρέμματα και χρησιμοποιήθηκε από τα αρχαϊκά έως και τα μεταβυζαντινά χρόνια 15 (Πίν. 1β). Gegenwart, (Münich 1989) σελ. 89. D. Müller, Topographischer Bildkommentar zu den Historien Herodots. Griechenland im Umfang des heutigen griechischen Staatgebiets (1987), σελ. 140-141. 8 Hammond II, σελ. 372. 9 Πλουτάρχου, Περί του μη χράν, 14, όπου αναφέρεται «οίκος Ακανθίων και Βρασίδου» και έφερε αναθηματική επιγραφή «Βρασίδας και Ακάνθιοι από Αθηναίων». 10 Zahrnt 1984, σελ. 150. 11 Φ. Πέτσας, ΑΔ 24, 1969, Χρονικά Β2, σελ. 309. 12 Ανακοινώσεις υπάρχουν στα Χρονικά στο ΑΔ από την Αικ. Ρωμιοπούλου και Ε. Τρακοσοπούλου στη συνέχεια. 13 Ε. Γιούρη, ΑΔ 26 (1971), Χρονικά, σελ. 393-395. 14 Ε. Τρακοσοπούλου-Σαλακίδου, «Αρχαία Άκανθος: 1986-1996», ΑΕΜΘ 10A (1996), σελ. 297-307. 15 Ε. Τρακοσοπούλου-Σαλακίδου, «Αρχαία Άκανθος: πόλη και νεκροταφείο», ΑΕΜΘ 1(1987), σελ. 295-304.
23 Η Άκανθος 16 ιδρύθηκε πάνω σε έναν προϊστορικό οικισμό τμήμα του οποίου εντοπίστηκε για πρώτη φορά το 1993 στον κεντρικό λόφο του αρχαιολογικού χώρου, όπου ήρθε στο φως τμήμα αψιδωτού οικοδομήματος και κεραμική της Εποχής του Σιδήρου 17. Λίγο αργότερα, κατά τη διάρκεια σωστικής ανασκαφής στο νεκροταφείο, εντοπίστηκαν τάφοι της Εποχής Σιδήρου με κτερίσματα όπως οπισθότμητοι πρόχοι, μεγάλες οκτώσχημες πόρπες κ.ά. 18 Η πόλη είχε λαμπρά δημόσια οικοδομήματα. Στη κορυφή ενός λόφου δέσποζε ένας μνημειακός ναός 19, αφιερωμένος ίσως στην προστάτρια της πόλης, Αθηνά 20. Ένα δεύτερο οικοδόμημα αναγνωρίσθηκε ως ναός και ανάγεται στους ύστερους κλασικούςπρώιμους ελληνιστικούς χρόνους. Ίσως πρόκειται για κάποιο μνημείο που σχετίζεται με χθόνιες λατρείες 21. Έχει ανασκαφεί ένα ακόμη λαμπρό οικοδόμημα της πόλης των πρώιμων ελληνιστικών χρόνων, τετράγωνο σε κάτοψη με επιμελημένη τοιχοποιία από γρανιτόλιθους, πώρινες πλίνθους ή ακόμη και μαρμάρινες. Στο νότιο τμήμα του απoκαλύφθηκε ένας τετράγωνος χώρος αιθρίου με δάπεδο από μαρμάρινες πλάκες. Στο κέντρο υπάρχει ένα πηγάδι με μαρμάρινο προστομιαίο και ένας πεσμένος ιωνικός κίονας 22. Η ύπαρξη κεραμικών εργαστηρίων πιστοποιείται από την ανεύρεση κεραμικών κλιβάνων στο χώρο του νεκροταφείου. Στα οικόπεδα αρ. 205-206, σύμφωνα με το τοπογραφικό σχέδιο της σύγχρονης κωμόπολης, αποκαλύφθηκαν κλίβανοι του 4 ου αι. 16 Η Άκανθος ταυτίστηκε με τη συγκεκριμένη θέση πολύ νωρίς με την ανεύρεση όρου του δήμου των Ακανθίων βλ., D.Feissel et Michel Séve, La Chalkidique vue par Charles Avezou, BCH 103 (1979), αρ. 76-78 σελ. 318-319. A. M. Cousinéry, Voyage dans la Macédoine II, (1831), σελ. 56. 17 Τρακοσοπούλου 1996, σελ. 298-9. Της ίδιας, «Από την επείσακτη κεραμική της αρχαϊκής Ακάνθου», Αρχαία Μακεδονία VI, 2, (1998), σελ. 1197. 18 Ε. Τρακοσοπούλου Σαλακίδου, «Καύσεις νεκρών στην Άκανθο», Ν. Χρ. Σταμπολίδης (επιμ.), Καύσεις στην Εποχή του Χαλκού και την Πρώιμη Εποχή του Σιδήρου, Ρόδος 29 Απριλίου 2 Μαΐου 1999, (Αθήνα 2001), σελ. 345-354. Για ευρήματα της Εποχής Σιδήρου από την Άκανθο βλ. επίσης της ίδιας, «Η Άκανθος στην Πρώιμη Εποχή του Σιδήρου», Ν. Χρ. Σταμπολίδης-Α. Γιαννίκουρη (επιμ.), Το Αιγαίο στην Πρώιμη Εποχή του Σιδήρου. Πρακτικά του Διεθνους Συμποσίου, Ρόδος, 1-4 Νοεμβρίου 2002, (2004), σελ. 265-274. 19 Τρακοσοπούλου 1996, σελ. 301. Σήμερα διακρίνεται η θεμελίωση του πρόναου, του σηκού και του οπισθόδομου. Τα ευρήματα που απέδωσε η ανασκαφική έρευνα δεν βοηθούν στη χρονολόγησή του. 20 Ό.π. σελ. 303. Όσον αφορά στην ταύτιση της θεότητος που λατρευόταν στο χώρο, η ανασκαφέας θεωρεί ότι η περίοπτη θέση του μνημείου σε συνδυασμό με τον πρωτεύοντα ρόλο της Αθηνάς στη ζωή της πόλης, όπως αυτή φαίνεται από τη νομισματοκοπία, μας επιτρέπει να υποθέσουμε ότι ο ναός ανεγέρθηκε προς τιμήν της. 21 Ό.π. σελ. 306. Η ταύτιση στηρίζεται στο γεγονός ότι το κτίριο είναι κτισμένο πάνω σε παλιότερο τμήμα του νεκροταφείου και στην ανεύρεση τμήματος χαίτης μαρμάρινου λιονταριού. 22 Ό.π. σελ. 304-305. Της ίδιας βλ., Α Πανελλήνιο Συμπόσιο Ιστορίας και Αρχαιολογίας της Χαλκιδικής, Πολύγυρος 7-9 Δεκεμβρίου 1987, σελ. 86-88 και ΑΔ 39 (1984), Χρονικά, σελ. 223.
24 π.χ. 23 και στο οικόπεδο 212 αποκαλύφθηκε απιόσχημος κεραμικός κλίβανος των ελληνιστικών μάλλον χρόνων 24. Η μελέτη του πηλού των αγγείων που βρέθηκαν στο εσωτερικό των κλιβάνων 5 και 6 είναι καθοριστική για τη διάκριση και μελέτη της ντόπιας κεραμικής. Το νεκροταφείο της πόλης εκτείνεται στην παράλια ζώνη του σύγχρονου οικισμού (Πίν. 1β). Ο αριθμός των ταφών που έχουν ερευνηθεί ως τώρα ξεπερνά τις 11.000. Οι αρχαιότερες ταφές ανάγονται ίσως στον 8 ο αι. π.χ. και οι νεότερες στους ρωμαϊκούς αυτοκρατορικούς χρόνους και συγκεκριμένα στα μέσα του 3 ου αι. μ.χ. 25 Ο μεγαλύτερος αριθμός ανάγεται στα υστεροαρχαϊκά και κλασικά χρόνια. Τα είδη και οι τύποι των τάφων, καθώς και η κτέριση των νεκρών επαναλαμβάνονται φανερώνοντας μία εμμονή στα ήθη και στα έθιμα. Στην αρχαϊκή εποχή τα κτερίσματα των τάφων είναι πολύ πλούσια. Υπάρχουν αγγεία του αττικού εργαστηρίου, αλλά και του κορινθιακού, του ιωνικού και του κυκλαδικού, και συγκεκριμένα του παριανού 26. Σε σπάνιες περιπτώσεις αντιπροσωπεύονται και άλλα εργαστήρια, όπως το λακωνικό 27. Πολλές φορές ο νεκρός συνοδεύεται και από αγγεία τοπικής παραγωγής, όπως κύπελλα αλλά και ντόπια ειδώλια. Η κτέριση στα κλασικά χρόνια είναι συνήθως πιο λιτή. Οι νεκροί συνοδεύονται συνήθως από οινοχόες, ληκύθια, σκύφοι, αρυτήρες, μικκύλα αγγεία διαφόρων σχημάτων. Αρκετές φορές υπάρχουν επίχρυσα στεφάνια, στλεγγίδες, χάλκινα νομίσματα, κοσμήματα, αστράγαλοι αλλά ακόμη και κελύφη αυγών και χελωνών, χωρίς να λείπουν και σπανιότερα ευρήματα, όπως π.χ. οι μολύβδινοι κατάδεσμοι 28. Στους ελληνιστικούς χρόνους επικρατούν τα μυροδοχεία, τα μελαμβαφή αγγεία, τα ντόπια αβαφή, π.χ. λοπάδες κ.α., αρκετά χάλκινα νομίσματα, κοσμήματα κλπ. Στους ρωμαϊκούς τάφους εκτός από τα πήλινα αγγεία σημαντικό ρόλο κατέχουν τα γυάλινα αγγεία, κυρίως μυροδοχεία διαφόρων τύπων. 29 Την ακμή και ευημερία της πόλης εκτός από τα μνημειώδη δημόσια οικοδομήματα και το πλούσιο νεκροταφείο φανερώνει και η νομισματοκοπία της 30. Η Άκανθος αρχίζει να 23 Ε. Τρακοσοπούλου-Σαλακίδου, «Κεραμικοί κλίβανοι Ακάνθου», ΑΕΜΘ 18 (2004), σελ. 161κ.ε. 24 Ό.π. εικ. 2. 25 Ε. Τρακοσοπούλου - Σαλακίδου, «Από τις ανασκαφές της Ανατολικής Χαλκιδικής», ΑΕΜΘ 7 (1993), σελ. 413κ.ε. Κ. Ρωμιοπούλου, «Οι αποικίες της Άνδρου στο Β. Αιγαίο», Ν. Χρ.Σταμπολίδης (επιμ.) Φως Κυκλαδικόν. Τιμ. Τόμος στη μνήμη του Ν. Ζαφειρόπουλου, (1999), σελ.129. 26 Τρακοσοπούλου 1999, σελ. 414-415. Τρακοσοπούλου 1996, εικ. 6. 27 Τρακοσοπούλου 1996, εικ. 8. Λακωνικός αμφορέας. 28 Ε. Τρακοσοπούλου - Σαλακίδου, «Κατάδεσμοι από την Άκανθο», Πρακτικά Συνεδρίου του Τομέα Γλωσσολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του ΑΠΘ με θέμα: «Γλώσσα και Μαγεία», Μαίος 1993. 29 E. Trakosopoulou, Glass Grave Goods from Acanthus, Hyalos Vitrum Glass 1 st Intern. Symposium, (Athens 2002), σελ. 79-90.
25 κόβει νομίσματα στα μέσα του 6 ου αι. π.χ. βάσει του ευβοϊκού σταθμητικού κανόνα. Είναι μία από τις πρώτες πόλεις της βορειοελλαδικού χώρου που μετά τα τέλη του 6 ου αι. κόβει αργυρά νομίσματα 31. Στα αργυρά νομίσματα απεικονίζεται στον εμπροσθότυπο λιοντάρι να σπαράσσει ελάφι ή ημίτομο ταύρου και στον οπισθότυπο έγκοιλο τετράγωνο, ενώ στα χάλκινα απεικονίζεται η θεά Αθηνά. Η τοπική κεραμική της Ακάνθου μπορεί να διακριθεί κυρίως σε πέντε κατηγορίες. Βασικό κριτήριο για την διάκριση των ντόπιων αγγείων μέσα από το πλήθος των αγγείων που έχουν προέλθει από την πολύχρονη ανασκαφή του ακάνθιου νεκροταφείου είναι η σύσταση του πηλού. Το σύνηθες χρώμα των πηλών που χρησιμοποιήθηκε από τα τοπικά εργαστήρια είναι καστανό ή ερυθροκάστανο. Αν και τα είκοσι δείγματα που δόθηκαν για ανάλυση παρουσιάζουν αρκετές χρωματικές διαφορές συγκρίνοντάς τα με γυμνό μάτι, η εξέτασή τους σε στερεομικροσκόπιο και πολωτικό μικροσκόπιο απέδειξε ότι πρόκειται για τον ίδιο πηλό, ο οποίος παρουσιάζει ένα σταθερό συνδυασμό ορυκτών και ότι μπορούμε να διακρίνουμε τρεις ομάδες αγγείων. Βασικό κριτήριο διαχωρισμού είναι η παρουσία των προσμίξεων και πιο συγκεκριμένα η συχνότητα και το μέγεθος των κόκκων τους. Ο διαχωρισμός γίνεται με βάση την ποσοτική αναλογία των μη - πλαστικών στοιχείων (χαλαζίας, άστριοι, μαρμαρυγίες, κεροστίλβης, σπάνια επιδότης, θραύσματα ανθρακικών πετρωμάτων, χαλαζίτης και ψαμμίτης). Η μεγάλη συχνότητα χονδρόκοκκου χαλαζία, ιδιαίτερα στα μεγάλα αγγεία, ήταν μάλλον τεχνητή για να προστατεύσει το αγγείο κατά τη διάρκεια της όπτησης. Αρκετά αγγεία της τοπικής παραγωγής παρουσιάζουν τεφρό πυρήνα που οφείλεται στον ανεπαρκή χρόνο και δύναμη ψησίματος. Τρία είναι τα επιχειρήματα που μας πείθουν ότι πρόκειται πράγματι για αγγεία της τοπικής παραγωγής της Ακάνθου (αναλυτικότερες πληροφορίες δίνονται στο Παράρτημα Α) : α) Η σύσταση των δειγμάτων που μελετήθηκαν ταιριάζει καλά με την εικόνα που έχουμε για την περιοχή της Ακάνθου από το χάρτη της λεγόμενης από τους γεωλόγους Σερβομακεδονικής μάζας (Παράρτημα Α, χάρτης 1). 30 Gaebler 1935, σελ. 23-29, Olynthus IX, σελ. 261-266, J. Desneux, Les tétradrachmes d Akanthos, Βρυξέλλες 1949 και C. Lorber, Amphipolis. The Civic Coinage in Silver and Gold, (Los Angeles 1990), σελ. 47-49. 31 P. Tselekas, The Coinage of Acanthus, (αδημ. διατριβή, University of Oxford 1996). Του ίδιου, «Λέων και όνος : Η περίπτωση ενός απροσδιόριστου νομισματοκοπείου», Οβολός 4. Το νόμισμα στο μακεδονικό χώρο. Πρακτικά Β Επιστημονικής Συνάντησης, (Θεσσαλονίκη 2000), σελ. 51-56. O. Picard, Le lion et le taureau aur les monnaies d Acanthe, G. Le Rider, K. Jenkins, N. Waggoner and U. Westermark (επιμ.), Kray Mørkholm Essays. Numismatic studies in memory of C. Kraay and O. Mørkholm, (1989), σελ. 225-231. C. Kraay, Archaic and classical greek coins, (London 1976), σελ. 101, 135, 362 αρ.137κ.ε., 457. Μάλιστα η διάδοση των ακάνθιων νομισμάτων στον αιγαιακό χώρο είναι μεγαλύτερη από κάθε άλλη πόλη της Χαλκιδικής. Αργυρά νομίσματα Ακάνθου έχουν βρεθεί στην Αίγυπτο, στον Τάραντα, στη Σικελία κ.ά., βλ., Zahrnt 1971, σελ. 147.
26 β) Όλα τα αγγεία έχουν κατασκευασθεί από τον ίδιο πηλό, ο οποίος διαφοροποιείται μόνο στις προσμίξεις. γ) Ορισμένα δείγματα που μελετήθηκαν προέρχονται από το εσωτερικό των κλιβάνων των ύστερων κλασικών χρόνων. Δεδομένου όμως ότι όλα τα αγγεία, όλων των εποχών είναι από τον ίδιο πηλό μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι όλα κατασκευάστηκαν στα κεραμικά εργαστήρια της Ακάνθου. Η ομάδα 1 που χαρακτηρίζεται από πιο χονδρόκοκκη σύνθεση αποτελείται από μεγάλα ανοικτά και κλειστά αγγεία, κυρίως αβαφή, αλλά και ορισμένα με διακόσμηση, όπως ο καταστόλιστος πιθαμφορέας με οριζόντιες λαβές 109 (Πίν. 16). Οι ομάδες 2 και 3 με λεπτόκοκκη και μεσαία σύνθεση 32 αντίστοιχα αποτελούνται κυρίως από μικρότερα, τόσο διακοσμημένα όσο και άβαφα αγγεία που σκοπό έχουν να μιμηθούν αγγεία του ανατολικοϊωνικού χώρου. Στην ομάδα 3 με τη μεσαία σύνθεση που προαναφερθήκαμε εντάσσονται και οι μιμήσεις κορινθιακών αγγείων. Ειδικά για τα τελευταία ήταν πολύ δύσκολο να καθορισθεί η εργαστηριακή τους προέλευση. Δεν παρουσιάζουν κοινά εξωτερικά στοιχεία με τα υπόλοιπα ντόπια. Το χρώμα του πηλού είναι ανοικτό καστανό, σχεδόν κίτρινο και η εξωτερική επιφάνειά τους δεν είναι καθόλου κοκκώδης. Παρ όλα αυτά όμως μας προβλημάτισε το γεγονός ότι και η προέλευση από την Κόρινθο δεν φαινόταν πιθανή. Η ανάλυση ορισμένων από αυτά, έδειξε ότι πρόκειται για τον ίδιο δευτερογενή πηλό που χρησιμοποιείται για όλα τα αγγεία της τοπικής παραγωγής, αλλά η χαμηλή θερμοκρασία όπτησης σε συνδυασμό με την αυξημένη συχνότητα μαρμαρυγιών και ανθρακικών (λευκοκρατικών συστατικών) δίνει μία ανοικτόχρωμη απόχρωση στο κεραμικό 33. Διακρίνονται οι παρακάτω κατηγορίες στις οποίες θα αναφερθούμε στη συνέχεια αναλυτικά: Κεραμική με επιδράσεις από την Ιωνία και γενικότερα την Ανατολική Ελλάδα. Αποτελείται από δύο ομάδες: α) με γραπτή ταινιωτή διακόσμηση και β) ολόβαφη ή μονόχρωμη. Η γραπτή κεραμική με ταινιωτή διακόσμηση συναντάται κυρίως κατά τους αρχαϊκούς χρόνους 34. Ήδη ο ανασκαφέας της Ολύνθου, Robinson, είχε επισημάνει στα 32 Με βάση τις κοκκομετρικές κλίμακες Wentworth (1922) και Krumbein (1934). 33 Βλ. παράρτημα Α. 34 H αρχή της προτίμησης του ιωνικού και γενικότερα του ανατολικοελληνικού κόσμου για αγγεία με ταινιωτή διακόσμηση ανάγεται γύρω στα 700 π.χ. ξεκινώντας μάλλον από τη Σάμο με τις ταινιωτές κύλικες με κυματοειδή γραμμή στο χείλος. Βλ. H. Walter, Frühe samische Gefässe. Chronologie und Landschaftsstile ostgriechischer Gefässe, Samos V, (Bonn 1968), σελ. 124 αρ. 566, 567 πίν. 110. Στη συνέχεια οι κεραμείς του νησιωτικού και ανατολικοελληνικού χώρου παρήγαγαν διάφορα σχήματα με ταινιωτή διακόσμηση, όπως το λύδιο. Βλ. R. M. Cook P. Dupont, East Greek Pottery, (1998), σελ. 132 εικ. 19.1b. Ε. Yalouris, East Greek and Related Pottery at Harward, (επιμ. Olga Palagia), Greek Offerings. Essays on Greek Art in Honour of John Boardman, (1997), σελ. 67-69 εικ. 7-11. Παλιότερα στην έρευνα θεωρούνταν όλα τα αγγεία με ταινιωτή διακόσμηση ως ανατολικοϊωνικά.βλ., R. M. Cook, Greek Painted Pottery, (1960), σελ. 181. Νεότεροι όμως μελετητές αμφισβήτησαν
27 μέσα του 20 ου αι. την ύπαρξη στην Όλυνθο τοπικών αγγείων με ταινιωτή διακόσμηση που μοιάζουν με προϊόντα της ανατολικής ακτής της Κεντρικής Ελλάδος, των νησιών και της Μ. Ασίας. 35 Στην Άκανθο εντοπίζονται εκτός από τα ντόπια αγγεία με γραπτή ταινιωτή διακόσμηση και πολλά επείσακτα. Η διάκριση των ντόπιων από τα επείσακτα είναι πολύ εύκολη, καθώς διαφέρει τόσο η σύσταση του πηλού όσο και η ποιότητα του χρώματος, που χρησιμοποιείται για τη διακόσμηση, και τα τεχνικά χαρακτηριστικά. Τα επείσακτα αγγεία είναι κατασκευασμένα από καθαρότερο πηλό, έχουν χρώμα καλύτερης ποιότητος, στιλπνό και ένα τεχνικό χαρακτηριστικό που τα διακρίνει είναι οι έντονες αυλακώσεις από τον τροχό που σχηματίζονται στο εσωτερικό τους. Τα ντόπια αγγεία κατασκευάστηκαν από πηλό χαμηλότερης ποιότητος και φέρουν θαμπό χρώμα. Τα επείσακτα είναι από καλύτερο πηλό και με πιο επιμελημένη διακόσμηση. Έχουν πιθανότατα εισαχθεί στην Άκανθο από διάφορα εργαστήρια του ανατολικοϊωνικού και νησιωτικού χώρου. Τα ντόπια είναι πολυπληθέστερα. Οι ντόπιοι καλλιτέχνες μιμούνται όχι μόνο τα σχήματα αλλά και τα διακοσμητικά μοτίβα της ανατολικοϊωνικής κεραμικής. Σ αυτήν την κατηγορία εντάσσονται όχι μόνο αγγεία με γραπτή ταινιωτή διακόσμηση αλλά και ορισμένα ολόβαφα, ως επί το πλείστον μόνωτα κύπελλα, τα οποία είναι πιστά αντίγραφα ιωνικών και νησιωτικών αντίστοιχων αγγείων που την ίδια εποχή έχουν κατακλύσει την αγορά της Ακάνθου 36. Και στα ολόβαφα αγγεία η διάκριση ανάμεσα σε επείσακτα και τοπικές απομιμήσεις γίνεται με βάση τη διαφορετική σύσταση του πηλού. Ο πηλός της κάθε ομάδας και η τεχνική πλασίματος παρουσιάζει όμοια χαρακτηριστικά με αυτά που προαναφέρθηκαν για τα αγγεία με ταινιωτή διακόσμηση. Οι ντόπιοι κεραμείς «πρωτοτυπούν» καθώς εφαρμόζουν την ταινιωτή διακόσμηση και σε αγγεία που στην Ανατολική Ελλάδα κατασκευάζονται μόνο ολόβαφα. Πρώτη μνεία στη δράση των τοπικών «ιωνιζόντων» εργαστηρίων γίνεται από την Κ. Ρωμιοπούλου, η οποία αναφέρει ότι στον 6 ο αι. και στις πρώτες δεκαετίες του 5 ου αι. κυριαρχούν στην Άκανθο τα ανατολικοϊωνικά και κυκλαδικά προϊόντα, κατεξοχήν παριανά, και τα αττικά ακολουθούν. Η ίδια επισημαίνει ότι η τοπική παραγωγή της Ακάνθου επηρεάσθηκε κυρίως από την αντίστοιχη της Β. Ιωνίας. 37 Παρόμοια αγγεία με της Ακάνθου, που μιμούνται τα ανατολικοϊωνικά προϊόντα, όπως θα φανεί και στη συνέχεια, συναντούμε σε όλες τις αποικίες που ίδρυσαν οι ελληνικές πόλεις κράτη στη Χαλκιδική, αλλά και στις αποικίες που ιδρύθηκαν στην παράλια ζώνη του Στρυμονικού κόλπου από τη Θάσο και στα παράλια της Θράκης από πόλεις της Ανατολικής Ελλάδας την άποψη αυτή και θεωρούν ότι η εξαγωγή των αγγείων αυτών από την Ιωνία σ όλον τον γνωστό κόσμο έχει υπερτονιστεί. Βλ. Cook Dupond 1998, σελ. 132. 35 Olynthus XIII, σελ. 4. Τα αγγεία αυτά κατατάχθηκαν στην ομάδα ΙΙΙ της «προπερσικής» κεραμικής και χρονολογήθηκαν στον 6 ο πρώιμο 5 ο αι. π.χ. 36 Άκανθος Ι, σελ. 259. 37 Rhomiopoulou 1978, σελ. 62-63 πίν. 27-30.
28 «Χαλκιδικιώτικη» κεραμική. Πρόκειται για μία συντηρητική κεραμική που εμφανίζεται στον 6 ο αι. αλλά η παραγωγή της διαρκεί ως τον 4 ο. Η διακόσμηση αποτελεί ένα συνδυασμό των υπογεωμετρικών μοτίβων 38 που επιβιώνουν στο χώρο της Κεντρικής Μακεδονίας ως την αρχαϊκή περίοδο με μοτίβα από το νησιωτικό χώρο και την Ανατολή. Για πρώτη φορά η κεραμική αυτή έγινε γνωστή από τον Robinson ως «προπερσική». 39 Η Ι. Βοκοτοπούλου χρησιμοποίησε τον όρο «χαλκιδική» κεραμική ύστερα από την ανεύρεση πλούσιου υλικού αυτής της κατηγορίας στο νεκροταφείο της αρχαίας Μένδης 40 και του Πολύχρονου 41, που η ίδια ανέσκαψε στο τέλος της δεκαετίας του 1980 και στις αρχές της επόμενης. Προτιμούμε την ονομασία «χαλκιδικιώτικη» κεραμική και «χαλκιδικιώτικα» αγγεία ώστε να αποφευχθεί η σύγχυση με τα γνωστά «χαλκιδικά» αγγεία της Δύσης 42. Από το υλικό της Ακάνθου σ αυτήν την κατηγορία εντάσσονται κυρίως υδρίες με κυματοειδείς ταινίες και σιγμοειδείς γραμμές. Ήδη η Κ. Ρωμιοπούλου είχε σημειώσει την ύπαρξη τόσο επείσακτων όσο και ντόπιων παραδειγμάτων από την Άκανθο. 43 Σπάνια είναι τα υπόλοιπα σχήματα, όπως αμφορείς με οριζόντιες λαβές, λέβητες, κρατήρες κ.ά. που αντιπροσωπεύονται στο ακάνθιο νεκροταφείο. Τα τελευταία φέρουν πλουσιότερο και πιο ενδιαφέρον γραπτό διάκοσμο που αποτελείται όχι μόνο από γραμμικά και φυτικά μοτίβα αλλά και έμβιες μορφές, π.χ. ελάφια. Τη στενή σχέση της τοπικής κεραμικής της Χαλκιδικής με την Ανατολική Ελλάδα έχει ήδη επισημάνει ο Σ. Πασπαλάς στη διδακτορική διατριβή του. Παρατηρείται ότι τα περισσότερα σχήματα προέρχονται από την Ανατολική Ελλάδα. Η επιρροή αυτή όμως είναι πιο ευδιάκριτη στη διακόσμηση. Επισημαίνει ότι τα πιο συγγενικά παραδείγματα αγγείων με τα αντίστοιχα της Χαλκιδικής έχουν βρεθεί στη Μίλητο, Σμύρνη, Σάμο, Χίο και στις αποικίες Φώκαια, Κολοφών 44. 38 Για την παλιότερη κεραμική παράδοση του χώρου στα μυκηναϊκά χρόνια, βλ. παραπάνω σελ. 7-8 και για τους γεωμετρικούς χρόνους, βλ. σελ. 5 σημ. 28-30. 39 Olynthus XIII, σελ. 4. Rhomiopoulou 1978, σελ. 62-63 πίν. 27-30. 40 Ι. Βοκοτοπούλου, ΑΔ 42 (1987), Χρονικά Β2,σελ. 368-369. Βλ. επίσης της ίδιας, «Ανασκαφικές έρευνες στη Χαλκιδική», ΑΕΜΘ 1 (1987), σελ. 279-294. ΑΔ 43 (1988), Χρονικά, σελ. 361. «Ανασκαφή Μένδης», ΑΕΜΘ 2(1988), σελ. 331-346. ΑΔ 44 (1989), Χρονικά Β2, σελ. 327. «Ανασκαφή Μένδης 1989», ΑΕΜΘ 3 (1989), σελ. 409-424. «Μένδη-Ποσείδι», ΑΔ 45 (1990), Χρονικά Β2, σελ. 314-317. Ι. Βοκοτοπούλου Σ. Μοσχονησιώτη, «Το παράλιο νεκροταφείο της Μένδης», ΑΕΜΘ 4 (1990), σελ. 411-424. 41 Βοκοτοπούλου 1987, σελ. 279-294. Της ίδιας βλ., ΑΔ 42 (1987), Χρονικά Β2, σελ. 369-370 και ΑΔ 44 (1989), Χρονικά Β2, σελ. 326-327 και Polychrono: A new archaeological site in Chalkidike. Εμουσία. Ceramic and Iconographic Studies in Honour of Alexander Cambitoglou, Sydney 1990, σελ. 79-86, πίν. 15-18. Ι.Βοκοτοπούλου Μ. Παππά Ε.Τσιγαρίδα, «Πολύχρονο», ΑΔ 43(1988), Χρονικά Β2, σελ. 364.Των ιδίων βλ., «Aνασκαφές στο Πολύχρονο Χαλκιδικής 1988», ΑΕΜΘ 2 (1988), σελ. 317-330. «Aνασκαφές στο Πολύχρονο Χαλκιδικής 1989», ΑΕΜΘ 3 (1989), σελ. 391-408. 42 Βλ. παραπάνω σελ. 20 σημ. 151. 43 Rhomiopoulou 1978, σελ. 65 πίν. 28.2. 44 Paspalas 1995, σελ. 190.
29 Μιμήσεις κορινθιακών αγγείων. Πρόκειται για μία μικρή ομάδα αγγείων που μιμείται κορινθιακά σχήματα αγγείων, όπως π.χ. τον απιόσχημο αρύβαλλο, το αλάβαστρο, τις κοτύλες και λιγότερο την διακόσμηση τους, καθώς συνήθως αφήνονται στο χρώμα του πηλού. Όπως έδειξαν οι αναλύσεις πηλού σε στερεομικροσκόπιο και πολωτικό μικροσκόπιο (Παράρτημα Α), οι ντόπιοι κεραμείς προσπαθούν να μιμηθούν την υφή των κορινθιακών αγγείων δημιουργώντας κατάλληλες συνθήκες όπτησης και προσθέτοντας στον πηλό λευκοκρατικά συστατικά κάτι που δεν συμβαίνει σε άλλες περιοχές που αντιγράφουν και τη διακόσμηση των κορινθιακών αγγείων 45. Μιμήσεις μελανόμορφων αγγείων. Στην Άκανθο βρέθηκαν ελάχιστες μιμήσεις μελανόμορφων αγγείων, οι οποίες μπορούν να διακριθούν σε δύο ομάδες : α) αττικές μιμήσεις και β) μιμήσεις Ρυθμού Αιγάγρων. Στην α ομάδα ανήκουν μόνο τμήματα μίας κύλικας και ενός κιονωτού κρατήρα, τα οποία πιθανότατα κατασκευάστηκαν από άλλα γειτονικά εργαστήρια 46. Στη β ομάδα ανήκει το θραύσμα μίας ονοχόης, έργο πιθανότατα κάποιου περιοδεύοντος ανατολικού εργαστηρίου. Παρόμοια αγγεία κατασκευάζονταν από ντόπιους τεχνίτες στη γειτονική Θάσο 47. Κεραμική με γραπτή διακόσμηση. Πρόκειται για λίγα μικρά αγγεία που φέρουν γραπτή διακόσμηση είτε ταινιωτή είτε με μελανό γάνωμα και κουκκίδες είτε ακόμη και πλουσιότερα μοτίβα, όπως γραπτό μαίανδρο. Ίσως είναι επηρεασμένα από την Ομάδα Κύκνου. Αβαφής κεραμική. Συμπεριλαμβάνονται τα άβαφα αγγεία και εκείνα που φέρουν θαμπό γάνωμα ερυθρό, καφέ ή μαύρο. Τα περισσότερα σχήματα είναι μιμήσεις των αττικών αγγείων. Σε ορισμένες περιπτώσεις υπάρχουν κάποιες τοπικές διαφοροποιήσεις. «Aσημίζουσα» κεραμική. Στην Άκανθο έχουν βρεθεί τέλος και ελάχιστα παραδείγματα της γνωστής αυτής κεραμικής που παραγόταν στην περιοχή της Σίνδου και οφείλει το όνομα της στο λαμπερό επίχρισμα που φέρει 48. Τεφρόχρωμη κεραμική. Εμφανίζεται συχνά στους οικισμούς του μυχού του Θερμαϊκού κόλπου. Αποκαλείται τεφρή κεραμική εξαιτίας του γκρίζου χρώματος που αποκτούν τα αγγεία μετά από το ψήσιμό τους σε αναγωγική ατμόσφαιρα 49. 45 Για παράδειγμα στο κεφάλαιο 2 και 3 όπου πραγματευόμαστε τις απομιμήσεις κορινθιακών αγγείων από το Καραμπουρνάκι και τη Σίνδο αντίστοιχα παρατηρούμε ότι οι κεραμείς αντιγράφουν πιστά το κορινθιακό διακοσμητικό σύστημα χωρίς να προσπαθούν να μιμηθούν και το κίτρινο χρώμα του κορινθιακού πηλού. Για πιστές κορινθιακές μιμήσεις βλ., A. Alessio, Ceramica di imitazione corinzia dal santuario di Saturo, Greci in Occidente. Arte e artigianato in Magna Grecia, (Napoli 1996), σελ. 293 κ.ε. 46 Μ. Τιβέριος, Προβλήματα της μελανόμορφης αττικής κεραμικής, (Θεσσαλονίκη 1988). P. Zaphiropoulou, Vases du musée de Salonique, BCH 94 (1970), σελ. 361-392. 47 Για τα μελανόμορφα αγγεία του θασιακού εργαστηρίου, βλ., Α. Coulié, La céramique thasienne à figures noires. Études Thasiennes XIX, (2002). 48 Στ.Γιματζίδης, «Ασημίζουσα» Κεραμική, Μία υποπρωτογεωμετρική εγχώρια κεραμική του βορειοελλαδικού χώρου, (αδημ. μεταπτ. εργασία, ΑΠΘ 1997). 49 Βλ. παρακάτω σελ. 118 κ.ε.
30 Α. Γραπτή κεραμική με επιδράσεις από την Ιωνία και γενικότερα την Ανατολική Ελλάδα Εδώ εντάσσονται, όπως είπαμε προηγουμένως, ουσιαστικά δύο κατηγορίες κεραμικής: α) με γραπτή διακόσμηση και β) ολόβαφα αγγεία. Τα σχήματα που συναντούμε, αμφορίσκοι, όλπες, κύπελλα, «ψευδοκάνθαροι», άποδες κύλικες αποτελούν όλα πιστό δάνειο από τον ανατολικοϊωνικό χώρο. Αλλά και τα διακοσμητικά μοτίβα αποτελούν επίσης δάνειο από το νησιωτικό κόσμο και την Ανατολική Ελλάδα. Συνήθως φέρει χρώμα το χείλος, η βάση και η ράχη των λαβών και στο σώμα έχουμε οριζόντιες ταινίες. Σε ορισμένες περιπτώσεις οι οριζόντιες ταινίες συνδυάζονται με πεταλόσχημα μοτίβα στον ώμο (Πίν. 5ζ). Άλλος συνηθισμένος τρόπος διακόσμησης είναι να φέρει το αγγείο π.χ. όλπες, σκυφίδια, μία ημικυκλική κηλίδα χρώματος στο πρόσθιο τμήμα απέναντι από τη λαβή (Πίν. 5δ). Προτιμάται κυρίως το ερυθρό χρώμα, αν και δεν είναι σπάνιο και το μελανό. Η ημικυκλική κηλίδα χρώματος στο πρόσθιο τμήμα των αγγείων εμφανίζεται στην Ανατολή κυρίως κατά τους αρχαϊκούς χρόνους. Στην Άκανθο όμως συνεχίζεται και στους κλασικούς χρόνους. Μάλιστα στον 4 ο αι. π.χ. σε ορισμένες περιπτώσεις «μεταλλάσσεται». Η διακόσμηση παύει να έχει ημικυκλικό σχήμα και σχηματίζεται πλέον μία δισκόμορφη ή ακανόνιστη «κηλίδα» στο κέντρο της κοιλιάς (Πίν. 6η). Συνήθεις είναι και οι μιμήσεις ολόβαφων κυπέλλων (Πίν. 9) και κυλίκων που φέρουν γάνωμα με εξαίρεση μία ταινία στο ύψος των λαβών που είτε μένει ακόσμητη είτε φέρει κουκκίδες (Πίν. 11β). Οι Ακάνθιοι κεραμείς πολλές φορές στα μόνωτα κύπελλα εφαρμόζουν την ταινιωτή διακόσμηση (Σχ. 6μ), η οποία δεν συναντάται στα αρχικά κέντρα παραγωγής του σχήματος στους αρχαϊκούς χρόνους. Α1.Αμφορίσκοι Αρκετά συνηθισμένο κτέρισμα στις αρχαϊκές ταφές του νεκροταφείου της Ακάνθου είναι οι αμφορείς με γραπτή διακόσμηση 50. Το σχήμα τους παρουσιάζει μεγάλη ποικιλία. Τα βασικά χαρακτηριστικά του είναι εξωστρεφές χείλος, ψηλός, στενός λαιμός, που διευρύνεται προς τα δύο άκρα και θα λέγαμε ότι έχει σχήμα κλεψύδρας, σώμα που παρουσιάζει διόγκωση στο άνω τμήμα και συγκλίνει προς τα κάτω και διευρυνόμενη
31 βάση. Οι κάθετες λαβές είναι ελλειψοειδούς διατομής, φύονται από το λαιμό και απολήγουν στον ώμο. Η διακόσμηση αποδίδεται άλλοτε με ερυθρό χρώμα και άλλοτε μελανό. Το χείλος και η βάση είναι επίσης βαμμένα. Το σώμα κοσμείται στις περισσότερες περιπτώσεις με μία ή δύο οριζόντιες ταινίες ακριβώς κάτω από την απόληξη των λαβών, π.χ. 12 (πίν. 4 α, Σχ. 2β), 10 (Πίν. 3 η, Σχ. 1θ). Άλλοτε πάλι στο ίδιο ύψος δίνονται δύο λεπτές ταινίες και ανάμεσα τους μία πλατιά, π.χ. 13 (Πίν. 4β, Σχ. 2γ). Σπανιότερα συναντούμε μία ταινία ψηλά στο σώμα και μία στο κάτω τμήμα του, π.χ. 15 (Πίν. 4στ, Σχ. 2ε). Οι λαβές φέρουν συνήθως στην εξωτερική όψη τους διακόσμηση ελλειψοειδούς σχήματος. Εξαιρετικά σπάνια είναι η περίπτωση να καλύπτεται με χρώμα ολόκληρη η εξωτερική τους όψη π.χ. 15 (Πίν. 4στ, Σχ.2γ). Παρόμοια αγγεία έχουν βρεθεί σε διάφορες θέσεις του μακεδονικού χώρου. Ήδη είναι γνωστά δύο παραδείγματα από την Άκανθο 51, ένα από την Όλυνθο 52, ένα από τη Μένδη 53, το Καραμπουρνάκι 54, τη Θάσο 55, τον αρχαίο Φάγρητα 56, τη Γάζωρο 57 αλλά και από την μακρινή Δίκαια της Θράκης 58. Παρόμοιους επείσακτους αμφορίσκους μεγαλύτερου μεγέθους συναντούμε και στην Καλλικράτεια Χαλκιδικής 59. Ο Καλτσάς έχει υποστηρίξει ότι το σχήμα αποτελεί μία ελεύθερη απόδοση των κορινθιακών αμφορίσκων της Ύστερης Κορινθιακής περιόδου 60. Δεν υπάρχει καμιά στενή σχέση ανάμεσα τους. Οι κορινθιακοί αμφορίσκοι έχουν όμοιο σχήμα όσον αφορά στο σώμα και στη διαμόρφωση των λαβών, αλλά διαφέρει ολότελα η διαμόρφωση του χείλους και του λαιμού. Ο λαιμός στους κορινθιακούς αμφορίσκους είναι χαμηλός, σχεδόν κυλινδρικός και το χείλος ψηλό. Στο σώμα δίνονται πλούσια διακοσμητικά θέματα, χαρακτηριστικά της εικονογραφίας του κορινθιακού εργαστηρίου 61. Είναι εμφανές ότι το σχήμα δεν έχει δεχθεί επιρροή από την Κόρινθο. Ανάλογα παραδείγματα με τα αγγεία από το βορειοελλαδικό χώρο προέρχονται από τη Ανατολική Ελλάδα. Το σχήμα είναι 50 Για την ονομασία του αμφορέα και τη χρήση του, βλ., M.G.Kanowski, Containers of Classical Greece. A Handbook of Shapes, (1984), σελ. 19 κ.ε. 51 ΑΔ 29 (1973\4), Χρονικά πίν. 491β. Άκανθος Ι, αρ. 1110 πίν. 69. 52 Olynthus XIII, σελ. 301 αρ. 1 πίν. 194. Προέρχεται από τη Μηκύβερνα και χρονολογείται στον 6 ο ή πρώιμο 5 ο αιώνα. 53 Βοκοτοπούλου Μοσχονησιώτη 1990, σελ. 414 εικ. 16. Το παράδειγμα από το νεκροταφείο της Μένδης χρονολογείται με βάση τα συνευρήματά του στα τέλη του 6 ου αι. 54 Όπως με πληροφόρησε ο Μ. Τιβέριος. 55 L.Ghali Kahil, Étudés thasiennes VII. La céramique grecque. Fouilles 1911-1956, (Paris 1960), αρ. 8 πίν. XX σελ. 55. Χρονολογείται στον 5 ο αι. 56 Νικολαΐδου Πατέρα 1993, σελ. 501 εικ. 5. 57 Β. Πούλιος, «Σωστική ανασκαφή στο νεκροταφείο της αρχαίας Γαζώρου», ΑΕΜΘ 5 (1995), σελ. 418 εικ. 10. Με βάση μία λήκυθο του Ζ. του Αίμονα χρονολογείται στο α τέταρτο του 5 ου αι. π.χ. Μοιάζει με τον 15. 58 Δ. Τριαντάφυλλος, ΑΔ 28 (1973) Χρονικά, πίν. 426α, 429α. 59 Αικ. Ρωμιοπούλου, «Αρχαιότητες και Μνημεία της Κεντρικής Μακεδονίας», ΑΔ 30 (1975), Χρονικά Β2, σελ. 247 πίν. 165 α. 60 Άκανθος Ι, σελ. 254-5. 61 G. Blegen. H. Palmer R. Young, Corinth XIII. The North Cemetery, (Princeton, New Jersey 1964), πίν. 30 j.
32 γνωστό από τα νεκροταφεία της Ρόδου 62. Από την Ίστρια προέρχονται δύο συγγενικά παραδείγματα, ένας αμφορίσκος του 5 ου αι. π.χ. που έχει βαμμένο χείλος και οριζόντιες ταινίες στο σώμα 63 και ένας ακόμη αμφορίσκος που έχει πιο συγγενικό σχήμα με τους δικούς μας και στο σώμα δίνονται πλατιές οριζόντιες ταινίες ανάμεσα σε λεπτότερες 64. Το σχήμα των αμφορίσκων της Ακάνθου μοιάζει σε μεγάλο βαθμό με το αντίστοιχο κάποιων αμφορίσκων του Ρυθμού Φικελλούρων που έχουν βρεθεί στη Σάμο, στη Ρόδο, στην Ολβία, στην Έφεσο κ.α. 65 και που αποδίδονται στη Μίλητο 66. Το σχήμα των τελευταίων είναι πολύ κοντά στον 8 της Ακάνθου (Πίν. 3ζ, Σχ. 1ζ). Άρα το σχήμα ανήκει με βεβαιότητα στα μέσα του 6 ου αι. π.χ. 67 Στη Χίο έχουν βρεθεί δύο αμφορίσκοι αυτού του σχήματος πολύ μικρού μεγέθους οι οποίοι είναι βαμμένοι με εξαίρεση το λαιμό και χαρακτηρίζονται ως απομιμήσεις ροδιακών 68. Το σχήμα στα Δωδεκάνησα, όπου εμφανίζεται πολύ συχνά, επιβιώνει, όπως μας δείχνουν νεότερα ευρήματα από τη Λέρο, ως το τέλος του 5 ου αι. π.χ. 69 Αμφορίσκοι που παρουσιάζουν ομοιότητα με τους δικούς μας τόσο στο σχήμα όσο και στη διακόσμηση είναι γνωστοί και από τη Βοιωτία 70. Χρονολογούνται στα 440-430 π.χ. και μάλλον συνεχίζουν την αρχαϊκή παράδοση 71. Πανομοιότυποι αμφορίσκοι με ταινιωτή διακόσμηση είτε άβαφοι είτε διακοσμημένοι με ένα δικτυωτό μοτίβο εξακολουθούν να κατασκευάζονται στην Κύπρο κατά τους πρώιμους ελληνιστικούς χρόνους 72. Δυστυχώς και στην Άκανθο, όπως και σε πολλές άλλες περιπτώσεις για τα περισσότερα αγγεία δεν έχουμε συνευρήματα που να βοηθούν στη χρονολόγησή τους. Πολλοί αποτελούν το μοναδικό κτέρισμα της ταφής και άλλοι προέρχονται από την επίχωση του νεκροταφείου. 62 G. Jacobi, Scavi nella necropoli di Jalisso, 1924-1928. Clara Rhodos III, (Rhodes 1929). Clara Rhodos I, πίν. 7.479 2.4.5. G. Jacobi, Scavi nella necropoli di Camiresi, 1929-1930. Clara Rhodos IV, (Ρόδος 1929) 439 ει. 181. Clara Rhodos VIII, εικ. 166 σελ. 177. A. Maiuri, La necropoli di Jalissos, ASAtene 1 (1914), εικ. 181 τάφος XXVII.1. 63 P. Alexandrescu, Histria IV, La céramique d époque archaïque et classique VIIe Ives, (Bucureşti 1978), σελ. 95 αρ. 624 πίν. 69. 64 Ό.π. σελ. 94 αρ. 623 πίν. 71. P. Alexandrescu, Necropola tumulara. Săpături 1955-1961, dans Histria II,( Bucarest 1966), σελ. 232 πίν. 84. 65 Samos VI, αρ. 554-557 πίν. 71. Clara Rhodos IV, εικ. 277. G. Langmann, Eine spätarchaische Nekropole uter dem Staatsmarkt zu Ephesos. Festschrift für F. Eichler am achtzigsten Geburstag, (Wien 1967), σελ. 113 πίν. 46.1. 66 G. R. Schaus, Two Fikellura vase-painters, BSA 81 (1986), σελ. 251-295. 67 Cook 1933-34, σελ. 1-98. Schaus 1986, σελ. 251-295. 68 J. K. Anderson, Excavations on the Korina Ridge, Chios, BSA 49 (1954), σελ. 146, 148 αρ. 132 και 162 πίν. 7c. Θεωρείται ότι είναι αναθηματικοί ή παιδικά παιχνίδια. 69 Α. Δρελιώτη, «Μουσείο Λέρου», ΑΔ 52 (1997), Χρονικά Β3, σελ. 1074 πίν. 407. 70 Α. Ανδρειωμένου, «Βοιωτικά αγγεία από το νεκροταφείο της Ακραίφιας», Πρακτικά του ΧΙΙ Διεθνούς Συνεδρίου της Κλασικής Αρχαιολογίας, σελ. 12 πίν. 2.2. 71 Για ανάλογα παραδείγματα βλ., Ρ. N. Ure, Sixth and Fifth century from Ritsona, (London 1927). 72 O. Vessberg A. Westholm, The hellentistic and roman periods in Cyprus, The Swedish Cyprus Expedition IV.iiii, (1956), σελ. 61-62 εικ. 26-1-3.
33 Ο 1 (Σχ. 1α ) ανήκει στην ταφή 7828 από την οποία προέρχεται πλήθος ευρημάτων, μεταξύ των οποίων και ένας ντόπιος ασκός 280 73. Με βάση τα κορινθιακά, βοιωτικά και ανατολικοϊωνικά (Πίν. 2α-στ) κτερίσματα που περιέχει χρονολογείται γύρω στα μέσα του 6 ου αι. Το πινάκιο χρονολογείται λίγο πριν τα μέσα του 6 ου αι. π.χ. 74 Η κοτυλίσκη έχει πολύ στενή βάση και ευρύ έντονα καμπύλο σώμα. Η ζώνη των λαβών κοσμείται με κάθετα γραμμίδια και το υπόλοιπο σώμα διατρέχεται από λεπτές οριζόντιες ταινίες. Με βάση αντίστοιχα παραδείγματα χρονολογείται στην Ύστερη Κορινθιακή περίοδο, γύρω στα 560 535 π.χ. 75 Το ειδώλιο της ένθρονης γυναικείας μορφής, προέρχεται από το ανατολικοϊωνικό εργαστήριο και χρονολογείται επίσης στα μέσα του 6 ου αι. π.χ. 76 Από το ίδιο εργαστήριο προέρχεται και το ειδώλιο του νάνου-προγάστορα 77, το οποίο δεν μπορεί να χρονολογηθεί πέρα από το 540 π.χ. Την ίδια εποχή χρονολογούνται και τα δύο ειδώλια ντυμένων κούρων επίσης του ανατολικοϊωνικού εργαστηρίου 78. Στην ίδια ομάδα ανήκει και ο 2 (Πίν. 2ζ, Σχ. 1β) της ταφής 4543, όπου βρέθηκε και μία αττική μελανόμορφη μικρογραφική ταινιωτή κύλικα 79 και επιτρέπει με ασφάλεια την ένταξή του στο δεύτερο μισό του 6 ου αι. π.χ. 80 Ο 3 (Πίν. 2η, Σχ. 1γ) διαφοροποιείται στη διαμόρφωση του χείλους και του λαιμού. Ο λαιμός είναι ψηλότερος, το χείλος ενιαίο με αυτόν και η άνω επιφάνεια του απλά λοξότμητη. Προέρχεται από την ταφή 2194, η οποία περιείχε ένα θήλαστρο 81, ένα ερυθρόμορφο αρυβαλλοειδές ληκύθιο με παράσταση σφίγγας 82 και το ειδώλιο μίας ένθρονης μορφής 83 (Πίν. 2θ). Τα δύο αγγεία χρονολογούν την ταφή στα τέλη του 5 ου αι. π.χ. Ωστόσο το ειδώλιο και ο αμφορίσκος είναι σαφώς παλιότερα και ίσως είναι κάποια κειμήλια του νεκρού. Ο αμφορίσκος με την πιθανή βοήθεια του ειδωλίου ανάγεται στα τέλη του 6 ου αι. 73 Βλ. παρακάτω σελ. 179. 74 Τocra II, σελ. 52 αρ. 676 πίν. 36. 75 Corinth XIII, σελ. 186 αρ. 160.5 πίν. 24. J. Boardman J.Hayes, Tocra I. Excavations at Tocra 1963-1965. The Archaic Deposits I, (Oxford 1966), σελ. 40 αρ. 533-537 πίν. 27. 76 Β. Μισαηλίδου, Σίνδος, σελ. 162 αρ. 254-256. Tocra I, σελ. 154 αρ. 29-39 πίν. 7-8. 77 Tocra I, σελ. 154 αρ. 48 πίν. 9. 78 Samos XI, 150. R.A. Higgins, Catalogue of Terracottas in the Department of Greek and Roman Antiquities. British Museum I. Greek:730-330B.C., (London 1954). Tocra I, σελ. 71 αρ. 151 πίν. 30. Για παραδείγματα από τη Μακεδονία βλ. Β. Μισαηλίδου, Σίνδος, σελ. 160 αρ. 251 όπου και σχετική βιβλιογραφία. 79 Αριθ. Ι.164.165 Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης. Στη μία όψη έχουμε λιοντάρι ανάμεσα σε δύο αφίγγες και στην άλλη άλογο ανάμεσα σε δύο σφίγγες. 80 J. D. Beazley, The Development of Attic Black-Figure, (1986), σελ. 70 πίν. 46,5. 81 Αριθ. Ι.75.188 Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης. Έχει κάθετη ταινιωτή λαβή και η άνω επιφάνεια του κοσμείται με εμπίεστα ανθέμια που ενώνονται με τόξα. Για παρόμοιο παράδειγμα βλ., Agora XII, σελ. 161-172 αρ. 1197 πίν. 39.Χρονολογείται στα 450-425 π.χ. 82 Αριθ. Ι.75.52 Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης. Για παρόμοιο παράδειγμα βλ., Μίεζα, σελ. 88-89 Π1653. Agora XXX, σελ. 47-48. Χρονολογείται στα τέλη του 5 ου αι. π.χ. 83 Αριθ. Ι.75.532 Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης. Για παρόμοιο παράδειγμα βλ., Tocra I, σελ.154 αρ. 38 πίν. 8.
34 Οψιμότερος είναι ο 4 (Πίν. 3α) με ιδιαίτερα ευρύ χείλος διακρινόμενο από το στενό λαιμό. Το χείλος είναι σχεδόν δισκόμορφο και έχει λοξότμητο εξωτερικό μέτωπο. Η βάση είναι διευρυνόμενη σε σχήμα ανάστροφου εχίνου. 84 Για τη χρονολόγησή του πολύτιμη βοήθεια μας προσφέρουν τα συνευρήματά του, ένα εξάλειπτρο και ένα σκυφίδιο. Το πρώτο (Πίν. 3β) κοσμείται με αντιθετικά μελανά τρίγωνα ανάμεσα σε οριζόντιες ταινίες. Έχουμε δηλαδή εδώ το γνωστό πυραμιδοειδές ή μοτίβο των επάλξεων, όπως έχει επικρατήσει να αναφέρεται στην έρευνα. Χρονολογείται γύρω στα 500-470 π.χ. 85 Το μόνωτο σκυφίδιο (Πίν. 3γ), αττικό ή ανατολικής Ελλάδας, φέρει μελανό χρώμα εσωτερικά και εξωτερικά στη λαβή, τη βάση και το κάτω τμήμα του σώματος. Χρονολογείται επίσης στους υστεροαρχαϊκούς χρόνους. 86 Στην κατηγορία αυτή εντάσσονται μάλλον και οι αποσπασματικά σωζόμενοι 5 (Πίν. 3δ, Σχ. 1δ), 6 (Πίν. 3ε, Σχ. 1ε) και 7 (Πίν. 3στ, Σχ. 1στ) και ο ιδιαίτερα ραδινός 8 (Πίν. 3ζ, Σχ. 1ζ) για τους οποίους δεν υπάρχουν συνευρήματα που να βοηθούν στη χρονολόγηση. Παρόμοιος είναι και ο 9 (Σχ. 1η ), αν και διαφοροποιείται από τους υπόλοιπους στη διαμόρφωση του κάτω τμήματος του σώματος και της βάσης. Το σώμα συγκλίνει τόσο πολύ προς τη βάση ώστε η διάμετρος του άνω τμήματός της να είναι πολύ μικρή. Η βάση έχει αρκετό ύψος και διευρύνεται σταδιακά προς τα κάτω. Βρέθηκε εξωτερικά της ταφής 4534 87 που χρονολογείται με βάση το άβαφο μόνωτο φιαλόσχημο αγγείο 88 που περιείχε στο α μισό του 6 ου αι. π.χ. Μία χαρακτή αυλάκωση στο λαιμό διαφοροποιεί τον 10 (Πίν. 3η, Σχ. 1θ) από τους προαναφερθέντες, μοναδικό κτέρισμα της ταφής 3637. Ο τελευταίος αυτής της ομάδας (Πίν. 4ζ) χρονολογείται με ακρίβεια στα 570-550 π.χ. καθώς βρέθηκε με την «ιωνίζουσα» κύλικα 89 (Πίν. 44β) 89. Οι αμφορίσκοι της πρώτης ομάδας κατασκευάζονται λοιπόν από τα μέσα του 6 ου αι. π.χ. έως τις πρώτες δεκαετίες του 5 ου αι. π.χ. Οι αμφορίσκοι της δεύτερης ομάδας έχουν χείλος σχεδόν σε σχήμα σπείρας. Διαφορετική είναι όμως και η άρθρωση του σώματος. Ο λαιμός είναι αρκετά ψηλός και το σώμα κοντύτερο από ότι στα αγγεία της προηγούμενης ομάδας. Το άνω τμήμα του σώματος παρουσιάζει μεγάλη διόγκωση, ενώ έντονη είναι η συρρίκνωση στο κάτω. Στην ομάδα Ι η συρρίκνωση προς τη βάση είναι σταδιακή και όχι απότομη, όπως στους αντίστοιχους της ομάδας ΙΙ. Εδώ ανήκουν οι: 11 (Πίν. 3θ, Σχ. 2α), 12 (Πίν. 4α, Σχ. 2β), 13 84 Η ταφή 1981, από την οποία προέρχεται, περιείχε ένα επίνητρο (357) και μία πυξίδα (127), με τα οποία ασχολούμαστε παρακάτω, ένα μόνωτο σκυφίδιο, ένα εξάλειπτρο και μία χάλκινη βελόνα. Βλ. παρακάτω σελ. 206 και 116 αντίστοιχα. 85 Τιβέριος, Σίνδος, σελ. 296-297 αρ. 489. 86 J. Boardman J. Hayes, Tocra II. Excavations at Tocra 1966. The Archaic Deposits II, (Oxford 1973), σελ. 49 αρ. 2192 πίν. 30. 87 Περιείχε μόνωτο σκυφίδιο ( αριθ. αρ. Ι.164.148 ΑΜΘ.) και δύο σιδερένια δακτυλίδια. 88 Για ανάλογο παράδειγμα βλ., Tocra II, σελ. 67 αρ. 2292 πίν. 34.
35 (Πίν. 4β, Σχ. 2γ) μοναδικά κτερίσματα των ταφών που προέρχονται 90, δεν μπορούν να χρονολογηθούν με ακρίβεια. Μόνο ο 14 (Πίν. 4γ, Σχ. 2δ) προέρχεται από ταφικό σύνολο στο οποίο συμπεριλαμβάνεται μία χάλκινη αμφικωνική ψήφος και ένα ακέφαλο ειδώλιο 91, σε πολύ άσχημη κατάσταση διατήρησης ώστε δεν επιτρέπει να το χρονολογήσουμε. Μεταβατικό παράδειγμα με στοιχεία και από τις δύο ομάδες, είναι ο 15 92 (Πίν. 4στ, Σχ. 2ε) με χείλος σε σχήμα σπείρας και σώμα που συγκλίνει βαθμιαία προς τα κάτω. Πρωτότυπη είναι ακόμη και η διακόσμησή του, καθώς είναι ο μοναδικός οι λαβές του οποίου καλύπτονται εξ ολοκλήρου με χρώμα και υπάρχει μία δεύτερη ταινία χαμηλά στο σώμα. Σημαντικό είναι ότι αποτελεί τη μοναδική περίπτωση που η βάση δεν καλύπτεται ολόκληρη με χρώμα αλλά διατρέχεται από μία πλατιά ταινία στο μέσο. Με βάση τον πανομοιότυπο αμφορίσκο από τη Γάζωρο χρονολογείται στα 500-475 π.χ. 93 Α2. Υδρίες Ο όρος υδρία είναι γνωστός από τις αρχαίες γραπτές πηγές, αναγράφεται όμως και σε παραστάσεις αγγείων πάνω από το συγκεκριμένο σχήμα 94 με τη βοήθεια των οποίων η χρήση του αγγείου είναι βέβαιη. Χρησιμοποιούνταν αποκλειστικά για τη μεταφορά νερού. Νεαρές κοπέλες εικονίζονται συχνά σε παραστάσεις αγγείων να μεταφέρουν νερό από δημόσιες κρήνες με υδρίες. 95 Υπάρχουν δύο βασικοί τύποι υδρίας: α. Αυτός που έχει χωριστό λαιμό και σώμα και β. Εκείνος που ο λαιμός, ο ώμος και το σώμα έχουν ενιαίο περίγραμμα. Ο πρώτος συναντάται βασικά στον 6 ο αι. 96 Ο δεύτερος έχει μακρότερη διάρκεια παραγωγής που ξεκινά στον 6 ο αι. και συνεχίζει ως και τον 4 ο αι. Πολλές φορές για να είναι πιο εύκολη η διάκριση των δύο τύπων στην έρευνα ο δεύτερος τύπος αναφέρεται ως «καλπίς». Ωστόσο από τις γραπτές πηγές δεν φαίνεται ότι στην αρχαιότητα υπήρχε αυτός ο διαχωρισμός. 97 Το μέγεθός τους ποικίλει, οπότε μπορούμε να τις χωρίσουμε στις παρακάτω ομάδες : 89 Βλ. παρακάτω σελ. 70. 90 Ο 11 (Ι.29.79) ανήκει στην ταφή 2554 και ο 12 (Ι.120.9) στην 2420. Ο 13 (Ι.120.10) βρέθηκε μέσα σε μεγαλύτερο αγγείο. 91 Αριθ. Ι.164.106 Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης. 92 Προέρχεται από την ταφή 4816, η οποία δεν περιείχε άλλα κτερίσματα. 93 Πούλιος 1995, σελ. 418 εικ. 10. 94 Για την ονομασία και τη χρήση της υδρίας, βλ., Kanowski 1984, σελ. 39. Απεικονίζεται στο μελανόμορφο ελικωτό κρατήρα του Εργότιμου και του Κλειτία, βλ. Beazley 1986, σελ. 34κ.ε. 95 Beazley 1986, πίν. 83,4. 96 Για υστεροαρχαϊκά παραδείγματα βλ., Gauer 1975, σελ. 118-119 πίν. 19. 97 Kanowski 1984, σελ. 39.
36 Α2.Ι. Υδρίες Η υδρίσκη 17 (Πίν. 4η, Σχ. 2στ) της ταφής 5460 φέρει στο λαιμό, στον ώμο και στο άνω τμήμα του σώματος μελανό χρώμα. Το ίδιο χρώμα κάλυπτε και την εξωτερική επιφάνεια των λαβών. Το αγγείο διατηρείται αποσπασματικά. Ο λαιμός από το σωζόμενο τουλάχιστον τμήμα του, φαίνεται ότι ήταν αρκετά ευρύς και ενιαίος με τον επικλινή ώμο. Το σώμα είναι ημισφαιρικό και η βάση διευρυνόμενη. Η υδρίσκη αυτή προέρχεται από μία πλούσια κτερισμένη ταφή 98 η οποία με βάση το αργυρό ημιοβόλιο Ακάνθου και τις δύο ληκύθους με λευκό βάθος και διακόσμηση με αβακωτό κόσμημα και φύλλα κισσού στο σώμα, μπορεί να χρονολογηθεί στο τελευταίο τέταρτο του 5 ου αι. π.χ. 99 Από την ίδια ταφή προέρχεται και ο μικκύλος κιονωτός κρατήρας 143 100, (Πίν. 29 ε, Σχ. 9στ) που θα μας απασχολήσει παρακάτω. Οι ντόπιοι κεραμείς καλύπτουν με χρώμα το λαιμό, τον ώμο και το άνω τμήματος του σώματος όχι μόνο στις υδρίες αλλά και στις απλές οινοχόες καθώς και στις τριφυλλόστομες, όπως θα δούμε αμέσως παρακάτω. Η συνήθεια αυτή εμφανίζεται και σ άλλα εργαστήρια κατά τους αρχαϊκούς χρόνους 101. Στην Άκανθο, όπως και σε άλλα εργαστήρια 102, επιβιώνει και στους κλασικούς χρόνους. A2.ΙΙ. Μικκύλες υδρίες Ι. Με γραπτή διακόσμηση Τα δύο παραδείγματα που εντάσσονται σ αυτή την ομάδα, αν και παρουσιάζουν αρκετές ομοιότητες, είναι ουσιαστικά διαφορετικά. 98 Από την ταφή 5460 προέρχονται και τα εξής: ασημένιο δακτυλίδι αριθ. Ι.161.537, χάλκινες εφηλίδες αριθ. Ι.161.538, αργυρό ημιοβόλιο Ακάνθου αριθ. Ι.161. 539, χάλκινη βελόνα Ι.161.540, ειδώλιο κάπρου Ι.161.541, χάλκινος σύνδεσμος Ι.161.542, αστράγαλοι Ι.161.543, 2 λευκές λήκυθοι Ι.161.544, Ι.161.546, μελαμβαφές αρυβαλλοειδές. ληκύθιο 545, υδρίσκη Ι.161.547, ερυθροβαφές μόνωτο σκυφίδιο Ι.161.549, χρυσό περίαπτο Ι.161.550. Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης. 99 Για ανάλογα παραδείγματα που χρονολογούνται στο τελευταίο τέταρτο του 5 ου αι. π.χ., βλ., D.C. Kurtz, Athenian White Lekythoi, (Oxford 1975), σελ. 154 πίν. 70. 6,7. L. Talcott, Attic Black-glazed Stamped Ware and other Pottery from a Fifth Century Well, Hesperia 4 (1935), σελ. 480 εικ. 4,7. 100 Βλ. παρακάτω σελ. 140. 101 Mégara Hyblaea 2, σελ. 183, 186 πίν. 210.1. Υπάρχει μία πυξίδα με αντίστοιχη διακόσμηση που χρονολογείται στο α τέταρτο του 6 ου αι. π.χ. Στη Ρόδο έχουν βρεθεί μία σταμνοειδή πυξίδα, μία τριφυλλόστομη οινοχόη και μία όλπη με παρόμοια διακόσμηση, βλ., Clara Rhodos III, πίν. ΙΙΙ. 102 Corinth XIII, σελ. 251 αρ. 360.1 και 2 πίν. 57. Χρονολογούνται στο τρίτο τέταρτο του 5 ου αι. π.χ.
37 Η 18 (Πίν. 5α), στην οποία μπορούμε να αποδώσουμε την ονομασία καλπίς, διατηρείται ακέραια. Το χείλος είναι ενιαίο με τον κοίλο λαιμό, εξωστρεφές και το εξωτερικό του μέτωπο λοξότμητο. Ο λαιμός είναι ενιαίος με το σχεδόν αμφικωνικό σώμα. Η βάση έχει σχήμα σπείρας. Το χείλος, οι λαβές, το κάτω τμήμα του σώματος και η βάση φέρουν καφέ χρώμα. Στην πρόσθια όψη του αγγείου λίγο πάνω από τις λαβές υπάρχει μία σειρά από ζητοειδή μοτίβα και πιο κάτω, ακριβώς στο ύψος της ζώνης των λαβών μία σειρά κάθετων γραμμιδίων. Η 19 (Πίν. 5β, Σχ. 3α) διατηρείται αποσπασματικά. Εδώ ο λαιμός είναι ευρύς, σχεδόν κυλινδρικός και η βάση απλή, επίπεδη. Η κάθετη λαβή είναι ταινιωτή. Φέρει διακόσμηση με καφέ - μαύρο χρώμα. Εσωτερικά στο χείλος και στο μέσο του λαιμού υπάρχουν δύο οριζόντιες ταινίες. Εξωτερικά σε μία ζώνη που ορίζεται από δύο οριζόντιες ταινίες υπάρχει διακόσμηση με μία σειρά από σιγμοειδή «κάθετα» μοτίβα. Παρόμοιες υδρίσκες κατασκευάζονταν στην Ρόδο στον πρώιμο 6 ο αι. Ανάλογες, με γραπτή διακόσμηση, κατασκευάζονταν στην Κόρινθο 103 και ίσως και στην Αθήνα 104.Το σχήμα και των δύο συναντάται με ορισμένες μικροδιαφορές σε ντόπια παραδείγματα από την Ταύχειρα 105. Διαφορετική είναι ωστόσο η διακόσμηση. Στο ύψος της ζώνης των λαβών δίνονται δύο σειρές στιγμών 106 και όχι γραμμικά μοτίβα, όπως στα παραδείγματα της Ακάνθου. Οι υδρίσκες της Ταύχειρας χρονολογούνται γύρω στα 560-520 π.χ. 107 Είναι όμοιες με κάποιες υδρίσκες που έχουν προσαρτηθεί στον ώμο μίας επίσης ντόπιας, αποσπασματικά σωζόμενης υδρίας από την Ταύχειρα 108, η οποία είχε μάλλον τελετουργικό χαρακτήρα 109. Παρόμοιο παράδειγμα είναι γνωστό και από το Μεταπόντιο 110. Τα παραδείγματα της Ακάνθου προέρχονται από την επίχωση του νεκροταφείου. Ίσως είχαν χρησιμοποιηθεί για κάποια τελετουργία μετά την ταφή. Η έλλειψη ανασκαφικών στοιχείων και η σύγκριση με αγγεία άλλων εργαστηρίων μας οδηγούν σε μία χρονολόγηση λίγο πριν τα μέσα του 6 ου αι. π.χ. έως το 520 π.χ. Από την ίδια ταφή με τις υδρίσκες 20 και 21, με τις οποίες ασχολούμαστε αμέσως παρακάτω, προέρχεται και η ερυθροβαφής 22 (Πίν. 5ε, Σχ. 3δ), η οποία φέρει μία λεπτή ιώδη ταινία στον ώμο. Έχει εξωστρεφές χείλος, ενιαίο με το χαμηλό λαιμό που έχει 103 H. Payne, Necrocorinthia. A Study of Corinthian Art in the Archaic Period, (Oxford 1937), σελ. 331 κ.ε. R.J.Hopper, Addenda to Necrocorinthia, BSA 45 (1949), σελ. 162-257. Olynthus XIII, σελ. 189 αρ. 206 πίν. 135. 104 Agora XII, σελ. 185 αρ. 1391 πίν. 45. Η εικονιζόμενη εδώ υδρίσκη δεν φέρει διακόσμηση, αλλά γάνωμα εξωτερικά. Ίσως να μην είναι αττική. 105 Για την αριθ. Ι.29.179 Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης, βλ. Tocra II, σελ. 67 αρ. 2296 πίν. 35 και για την αριθ. Ι.160.257 Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης αντίστοιχα σελ. 67 αρ. 2295 πίν. 35. 106 Tocra II, σελ. 67-68. 107 Ό.π. σελ. 66. 108 Ό.π. σελ. 67 αρ. 2289. 109 Ό.π. σελ. 5.
38 συνεχές προφίλ με τον ώμο. Το σώμα συγκλίνει προς τη δακτυλιόσχημη διευρυνόμενη βάση, με επίπεδη επιφάνεια έδρασης. Η χρονολόγησή της στον 6 ο αι. π.χ. με βάση τις άλλες δύο υδρίσκες της ταφής είναι βέβαιη. II. Με ημικυκλική κηλίδα μελανού χρώματος στο άνω τμήμα Στην ταφή 7819 βρέθηκαν τρεις μικκύλες υδρίες. Δύο από αυτές εντάσσονται σ αυτή την ομάδα. Αν και το σχήμα παρουσιάζει μεγάλη ομοιότητα ωστόσο υπάρχουν αρκετές διαφορές. Η 20 (Πίν. 5γ, Σχ. 3β) έχει εξωστρεφές χείλος, κοντό λαιμό και ψηλό ωοειδές σώμα. Στο κάτω άκρο του σώματος υπάρχουν ακανόνιστες αυλακώσεις. Οι τελευταίες συναντούνται και σε όλπες του ίδιου εργαστηρίου (Πίν. 7β). Η βάση είναι απλή επίπεδη. Στην κάτω επιφάνειά της συναντούμε ένα χαρακτηριστικό, κοινό, σε πολλά ντόπια αγγεία. Υπάρχουν έντονα τα σημάδια του τροχού, που δημιουργήθηκαν καθώς ο κεραμέας «απομάκρυνε» το αγγείο από αυτόν. Η κάθετη λαβή είναι ταινιωτή και φύεται από το λαιμό. Οι οριζόντιες λαβές έχουν τριγωνικό σχήμα. Το χείλος, ο λαιμός και ο ώμος φέρουν μελανό χρώμα που φθίνει προς το πίσω τμήμα του αγγείου. Μελανό χρώμα φέρει και η κάθετη λαβή. Η 21 (Πίν. 5δ, Σχ. 3γ) φέρει πανομοιότυπη διακόσμηση με την 20. Οι διαφορές παρατηρούνται στο σχήμα. Το χείλος στρέφεται πολύ πιο έντονα προς τα έξω και το σώμα είναι πιο καμπύλο, σχεδόν σφαιρικό. Η βάση είναι πολύ χαμηλή, δισκόμορφη. Παρόμοιες αβαφείς υδρίσκες συναντούμε σε αφθονία στην Ταύχειρα. Παρουσιάζουν μεγάλη ποικιλία στο σχήμα. Προέρχονται κυρίως από τον 6 ο αι. π.χ. 111 Η διακόσμηση με μεγάλη ημικυκλική κηλίδα χρώματος, που καλύπτει το λαιμό και μέρος του ώμου, προέρχεται, όπως θα δούμε παρακάτω μελετώντας τις όλπες με αντίστοιχη διακόσμηση, από τη νησιωτική Ελλάδα, όπου συνηθίζεται ιδιαίτερα στο δεύτερο μισό του 6 ου αι π.χ. 112 Είναι όμως γνωστή από μόνωτα κύπελλα της Κρήτης από την ΥΜ ΙΙΙΑ ως και την Αρχαϊκή περιόδο 113. Στη Δύση το ίδιο διακοσμητικό σύστημα εφαρμόζεται σε διάφορα 110 F.G. Lo Porto, Metaponto (Matera). Nuovi scavi nella città e nella sua necropoli, ASAtene 1981, σελ. 314 εικ. 24.5. 111 Tocra I, σελ. 147 και 15 πίν. 95, όπου θεωρείται ότι έχουν αναθηματικό χαρακτήρα. Τocra II, σελ. 72 πίν. 37. 112 Βλ. παρακάτω σελ. 50. 113 Ανδρεαδάκη-Βλαζάκη 2004, σελ. 30 εικ. 16. J. N. Colsdstream E. M. Hatzaki, Knossos : Early Greek occupation under the Roman villa Dionysos, BSA 98 (2003), σελ. 289 αρ. Β18-19 πίν. 18. J. Boardman, The Khaniale Tekke tombs, II, BSA 62 (1967), σελ. 71 αρ. 11εικ. 5. B. L. Erickson, Late Archaic and Classical Crete. Island Pottery in an Age of Historical Transition ca. 600-400 B.C., (2000), εικ. 10. Τα τελευταία έχουν κατασκευασθεί με την τεχνική της εμβάπτισης. Στην αρχαϊκή περίοδο δεν κατασκευάζονται μάλλον με την ίδια τεχνική αλλά με το πινέλο, καθώς σε κανένα γνωστό παράδειγμα δεν παρατηρούνται «τρεξίματα».