ΑΣΥΜΜΕΤΡΙΕΣ ΚΑΙ ΔΙΑΧΥΣΗ ΤΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΥΚΛΩΝ ΣΤΗ ΔΙΕΥΡΥΜΕΝΗ ΕΥΡΩΠΗ



Σχετικά έγγραφα
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 16 Η ΕΠΙΔΡΑΣΗ ΤΗΣ ΝΟΜΙΣΜΑΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΣΤΗ ΣΥΝΟΛΙΚΗ ΖΗΤΗΣΗ

Η Θεωρία της Νομισματικής Ενοποίησης

Σύντομος πίνακας περιεχομένων

ΔΕΙΓΜΑ ΠΡΙΝ ΤΙΣ ΔΙΟΡΘΩΣΕΙΣ

Εισαγωγή στη Διεθνή Μακροοικονομική. Ισοζύγιο Πληρωμών, Συναλλαγματικές Ισοτιμίες, Διεθνείς Χρηματαγορές και το Διεθνές Νομισματικό Σύστημα

Το Υπόδειγμα Mundell Fleming και Dornbusch

ΓΕΩΠΟΛΙΤΙΚΗ ΤΩΝ ΚΕΦΑΛΑΙΑΓΟΡΩΝ

ΣΧΟΛΗ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΤΜΗΜΑ ΟΡΓΑΝΩΣΗΣ ΚΑΙ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΜΑΚΡΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΔΑΣΚΩΝ: ΘΑΝΑΣΗΣ ΚΑΖΑΝΑΣ

Συνολική Ζήτηση, ΑΕΠ και Συναλλαγματικές Ισοτιμίες. Βραχυχρόνιοι Προσδιοριστικοί Παράγοντες του ΑΕΠ και της Συναλλαγματικής Ισοτιμίας

ΣΧΟΛΗ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΤΜΗΜΑ ΟΡΓΑΝΩΣΗΣ ΚΑΙ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΜΑΚΡΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΔΑΣΚΩΝ: ΘΑΝΑΣΗΣ ΚΑΖΑΝΑΣ

Εισαγωγή στη Διεθνή Μακροοικονομική.! Καθ. ΓΙΩΡΓΟΣ ΑΛΟΓΟΣΚΟΥΦΗΣ Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών

Η Επιλογή Νομισματικού Καθεστώτος σε Ανοικτές Οικονομίες. Σταθερές Ισοτιμίες, Κυμαινόμενες Ισοτιμίες ή Ενιαίο Νόμισμα

Συναθροιστική Zήτηση στην Aνοικτή Οικονομία

Το Βασικό Κεϋνσιανό Υπόδειγμα και η Σταδιακή Προσαρμογή του Επιπέδου Τιμών. Καθ. Γιώργος Αλογοσκούφης


ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ (Μακροοικονομική) Mankiw Gregory N., Taylor Mark P. ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΤΖΙΟΛΑ ΚΕΦΑΛΑΙΟ 30 ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟΙ ΚΥΚΛΟΙ


Κεφάλαιο 21: Αντιμετωπίζοντας τις συναλλαγματικές ισοτιμίες

Μάθημα: Διεθνείς Επιχειρήσεις και Επενδύσεις

Νομισματική και Συναλλαγματική Πολιτική σε μια Μικρή Ανοικτή Οικονομία. Σταθερές ή Κυμαινόμενες Ισοτιμίες;

ΕΠΑΝΑΛΗΠΤΙΚΕΣ ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ ΜAΚΡΟ

Οικονομική Πολιτική Ι: Σταθερές Συναλλαγματικές Ισοτιμίες χωρίς Κίνηση Κεφαλαίου

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΠΡΟΛΟΓΟΣ... 7

Επαναληπτικές Ερωτήσεις - ΟΣΣ5. Τόμος Α - Μικροοικονομική

Η Επιλογή Νομισματικού Καθεστώτος σε Ανοικτές Οικονομίες

Οι οικονομολόγοι μελετούν...

Ερωτήσεις πολλαπλών επιλογών

Το όφελος του διεθνούς εμπορίου η πιο αποτελεσματική απασχόληση των παραγωγικών δυνάμεων του κόσμου.

Αναλυτικά περιεχόμενα

ΣΧΟΛΗ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΤΜΗΜΑ ΟΡΓΑΝΩΣΗΣ ΚΑΙ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΜΑΚΡΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΔΑΣΚΩΝ: ΘΑΝΑΣΗΣ ΚΑΖΑΝΑΣ


Μακροοικονομική. Μακροοικονομική Θεωρία και Πολιτική. Αναπτύχθηκε ως ξεχωριστός κλάδος: Γιατί μελετάμε ακόμη την. Μακροοικονομική Θεωρία και

Πρόλογος Εισαγωγή... 13

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 1. Αξιολόγηση των µακροοικονοµικών επιπτώσεων του ΚΠΣ III

Συναθροιστική ζήτηση και προσφορά

Το Βασικό Κεϋνσιανό Υπόδειγμα και η Σχέση Μεταξύ Ανεργίας και Πληθωρισμού. Καθ. Γιώργος Αλογοσκούφης

Διεθνής Οικονομική και Παγκόσμια Οικονομία ΓΙΩΡΓΟΣ ΑΛΟΓΟΣΚΟΥΦΗΣ

ΣΥΝΟΠΤΙΚΟΣ ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ

Το όφελος του διεθνούς εμπορίου η πιο αποτελεσματική απασχόληση των παραγωγικών δυνάμεων του κόσμου.

Πληθωρισμός, Ανεργία και Αξιοπιστία της Νομισματικής Πολιτικής. Το Πρόβλημα του Πληθωρισμού σε ένα Υπόδειγμα με Υψηλή Ανεργία Ισορροπίας

7. Η θεωρία των άριστων νομισματικών περιοχών και οι αντιφάσεις της ευρωπαϊκής ενοποίησης

«ΑΠΟΘΕΜΑΤΙΚΑ ΝΟΜΙΣΜΑΤΑ ΣΤΟ ΔΙΕΘΝΕΣ. ΝΟΜΙΣΜΑΤΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ» (σελ )

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. Πρόλογος... 9

21 Δημοσιονομική και νομισματική πολιτική σε α- νοικτή οικονομία

Ερώτηση Α.1 (α) (β)

ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ (Μακροοικονομική) Mankiw Gregory N., Taylor Mark P. ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΤΖΙΟΛΑ

ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΡΙΤΙΚΗ ΔΕΙΓΜΑ ΠΡΙΝ ΤΙΣ ΔΙΟΡΘΩΣΕΙΣ

Εξειδικευμένοι Συντελεστές Παραγωγής και Διανομή του Εισοδήματος. Το Υπόδειγμα των Jones και Samuelson

Σύντομος πίνακας περιεχομένων

Α) ΒΑΣΙΚΕΣ ΤΑΣΕΙΣ ΠΟΥ ΕΠΗΡΕΑΖΟΥΝ ΤΙΣ ΕΠΕΝΔΥΣΕΙΣ

ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΜΑΚΡΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ Βασικές αρχές. Εφαρµογές στην Ελληνική Οικονοµία. Ασκήσεις.

Η Ελληνική Οικονομία στο Διεθνές Οικονομικό σύστημα Σημειώσεις

Η Θεωρία του Διεθνούς Εμπορίου

ΜΑΚΡΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ ΙΙ

Εισαγωγή στην Οικονομική Επιστήμη ΙΙ. 17 Πληθωρισμός και Ανεργία

5. Tο προϊόν και η συναλλαγματική ισοτιμία βραχυχρόνια

Το Βασικό Κεϋνσιανό Υπόδειγμα και η Σχέση Μεταξύ Ανεργίας και Πληθωρισμού

Περιεχόμενα. Πρόλογος 15

π = π e β(u-u n ) + ν

ΟΙΚΟΝOMIKA ΓΙΑ ΔΙΕΥΘΥΝΤΙΚΑ ΣΤΕΛΕΧΗ

ΣΧΟΛΗ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΤΜΗΜΑ ΟΡΓΑΝΩΣΗΣ ΚΑΙ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΜΑΚΡΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΔΑΣΚΩΝ: ΘΑΝΑΣΗΣ ΚΑΖΑΝΑΣ

Μακροοικονομική. Διάλεξη 8 Το Υπόδειγμα Mundell - Fleming

ΠΕΡΙΛΗΨΗ ΕΠΙ ΤΗΣ ΜΕΛΕΤΗΣ ΤΟΥ ΕΡΕΥΝΗΤΗ ΣΩΤΗΡΗ ΠΑΠΑΪΩΑΝΝΟΥ ΜΕ ΤΙΤΛΟ ΔΥΝΗΤΙΚΟ ΠΡΟΪΌΝ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ (ΓΙΑ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ

Η Νέα Κλασσική Θεώρηση των Οικονομικών Διακυμάνσεων

ΣΧΟΛΗ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΤΜΗΜΑ ΟΡΓΑΝΩΣΗΣ ΚΑΙ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΜΑΚΡΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΔΑΣΚΩΝ: ΘΑΝΑΣΗΣ ΚΑΖΑΝΑΣ

Ο ΤΟΠΟΣ ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ ΤΩΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ

8. Οι άριστες νομισματικές περιοχές και η ευρωπαϊκή εμπειρία


Αν. Καθ. Μαρία Καραμεσίνη ΠΑΝΤΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ. Ημερίδα ΕΙΕΑΔ,«Η αγορά εργασίας σε κρίση», Αθήνα, 9 Ιουλίου 2012

ΟΙ ΒΕΛΤΙΣΤΕΣ ΝΟΜΙΣΜΑΤΙΚΕΣ ΠΕΡΙΟΧΕΣ. Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΈΝΩΣΗ

SEE Economic Review, Αύγουστος 2012 Recoupling Fast. Περίληψη στα Ελληνικά

Ο Βραχυχρόνιος Προσδιορισμός του Ισοζυγίου Πληρωμών

Η Νομισματική Προσέγγιση

1. ΑΝΟΙΚΤΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΣΤΗ ΜΑΚΡΟΧΡΟΝΙΑ ΠΕΡΙΟΔΟ

ΜΕΡΟΣ Β Ερωτήσεις πολλαπλών επιλογών

ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΑΝΟΙΚΤΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ

Ισορροπία στον Εξωτερικό Τομέα της Οικονομίας

ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ - ΙΣΟΤΙΜΙΑ

7. Τα διεθνή οικονομικά συστήματα: Μια ιστορική ανασκόπηση

ΠΕΡΙΛΗΨΗ. Ο Πληθωρισμός και οι κεντρικές τράπεζες. Ισμήνη Πάττα Περίληψη, 2 ου μισού του κεφ. 12 ΑΜ 1207/Μ:070

Ευχαριστίες του εκδότη Πρόλογος [Mέρος 1] Εισαγωγή

ευρώ, πχ 1,40 δολάρια ανά ένα ευρώ. Όταν το Ε αυξάνεται τότε το ευρώ

Μακροοικονομικές προβλέψεις για την κυπριακή οικονομία

Το Υπόδειγμα IS-LM. (1) ΗΚαμπύληIS (Ισορροπία στην Αγορά Αγαθών)

Πόροι και Διεθνές Εμπόριο. Το Υπόδειγμα των Heckscher Ohlin

ΘΕΜΑΤΑ ΤΕΛΙΚΩΝ ΕΞΕΤΑΣΕΩΝ

3. Χρήμα, επιτόκια και συναλλαγματικές ισοτιμίες

ΜΑΚΡΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ Ενότητα 7 : Συνολική Προσφορά - Συνολική Ζήτηση και η μακροοικονομική ισορροπία

Πόροι και Διεθνές Εμπόριο. Το Υπόδειγμα των Heckscher Ohlin

ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ (Μακροοικονομική) Mankiw Gregory N., Taylor Mark P. ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΤΖΙΟΛΑ ΚΕΦΑΛΑΙΟ 35 ΤΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΑ ΤΗΣ ΠΡΟΣΦΟΡΑΣ

ΕΚΠΑ Τμήμα Οικονομικών Επιστημών Ακ. Ετος

ΒΡΑΧΥΧΡΟΝΙΕΣ ΟΙΚ Ι Ο Κ ΝΟΜΙΚ Ι ΕΣ Ε Σ Δ Ι Δ Α Ι Κ Α ΥΜΑΝ Α ΣΕ Σ Ι Ε Σ Ι

Διεθνής Οικονομική. Paul Krugman Maurice Obsfeld

ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ ΕΡΕΥΝΑΣ 23

Ποσοτικές μέθοδοι αξιολόγησης του Κοινοτικού Πλαισίου Στήριξης. Νίκου Ζόνζηλου και Σαράντη Λώλου. Θέσεις και Προτάσεις Πολιτικής - Διαλέξεις «1992»

Νικόλαος ΡΟΔΟΥΣΑΚΗΣ Κέντρο Προγραμματισμού και Οικονομικών Ερευνών (ΚΕΠΕ)

Σχετικά Επίπεδα Τιμών και Συναλλαγματικές Ισοτιμίες. Μακροχρόνιοι Προσδιοριστικοί Παράγοντες των Συναλλαγματικών Ισοτιμιών

ΜΑΚΡΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ ΙΙ

Η Θεωρία των Διεθνών Νομισματικών Σχέσεων

5. Tο προϊόν και η συναλλαγματική ισοτιμία βραχυχρόνια

Transcript:

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΠΑΤΡΩΝ ΤΜΗΜΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ ΕΙΔΙΚΕΥΣΗ ΣΤΗΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ: ΑΣΥΜΜΕΤΡΙΕΣ ΚΑΙ ΔΙΑΧΥΣΗ ΤΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΥΚΛΩΝ ΣΤΗ ΔΙΕΥΡΥΜΕΝΗ ΕΥΡΩΠΗ Επιβλέπουσα Καθηγήτρια: Δρ. Αθηνά Ζερβογιάννη Μεταπτυχιακή Φοιτήτρια: Μαρία Δημητρακοπούλου Α.Μ.: 44 Πάτρα, Σεπτέμβριος 6

Περίληψη Σκοπός: Στην παρούσα εργασία επιχειρούμε να διερευνήσουμε το βαθμό στον οποίο οι οικονομικοί κύκλοι μεταξύ των χωρών-μελών στη διευρυμένη Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ-5) εμφανίζονται ή όχι συγχρονισμένοι και επιπλέον εξετάζουμε την πιθανότητα ύπαρξης ασυμμετριών. Το θεωρητικό πλαίσιο της ανάλυσής μας στηρίζεται στη Θεωρία της Άριστης Νομισματικής Περιοχής. Μεθοδολογική προσέγγιση: Χρησιμοποιώντας στοιχεία χρονολογικών σειρών που αφορούν σε δυο μακροοικονομικές μεταβλητές, το πραγματικό ΑΕΠ και το επίπεδο τιμών διερευνούμε σε πρώτη φάση το βαθμό συγχρονισμού των οικονομικών κύκλων στην ΕΕ- 5. Ως σημείο αναφοράς ορίζουμε τις 15 χώρες-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ-15), ενώ στο δείγμα μας μεταξύ των υπόλοιπων χωρών συμπεριλαμβάνουμε και τις υποψήφιες για ένταξη στην ΕΕ χώρες. Στόχος μας είναι να προσδιορίσουμε την έκταση στην οποία η πραγματική οικονομική δραστηριότητα σε κάθε μία από τις χώρες αυτές κινείται ή όχι προς την ίδια κατεύθυνση με την ΕΕ-15. Αναλογιζόμενοι τους μηχανισμούς μέσω των οποίων μπορεί να προκαλείται αυτή η κυκλική συσχέτιση, προχωρούμε την ανάλυσή μας ένα βήμα πιο πέρα, εξετάζοντας την πιθανότητα ύπαρξης ασυμμετριών στις διαταραχές. Ακολουθώντας τη μεθοδολογία SVAR που εφαρμόζουν αρκετοί ερευνητές για το σκοπό αυτό, εκτιμούμε για κάθε μία χώρα τα σχετικά υποδείγματα, επιδιώκοντας αρχικά να αναγνωρίσουμε τις διαρθρωτικές διαταραχές με τις οποίες έρχονται αντιμέτωπες οι εξεταζόμενες οικονομίες. Στη συνέχεια, υπολογίζουμε το βαθμό της συμμετρίας που παρουσιάζουν οι διαταραχές συνολικής ζήτησης και συνολικής προσφοράς ξεχωριστά για κάθε μία χώρα σε σχέση με τις αντίστοιχες διαταραχές στην ΕΕ-15. Αποτελέσματα: Εστιάζουμε κυρίως στη συμπεριφορά που επιδεικνύουν τόσο τα νέα κράτη-μέλη όσο και οι υποψήφιες χώρες, ενώ επιχειρούμε μια πρόβλεψη για το τι μέλλει γενέσθαι όσον αφορά στην πολυσυζητημένη ευρωπαϊκή διεύρυνση. Λέξεις κλειδιά: Ευρωπαϊκή Ένωση, ευρωζώνη, άριστη νομισματική περιοχή, οικονομικοί κύκλοι, ασυμμετρίες, διαταραχές, νέα κράτη-μέλη. 3

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ 1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ 4. ΤΟ ΘΕΩΡΗΤΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ 6.1. Άριστη Νομισματική Περιοχή: Στατική προσέγγιση της Θεωρίας 6.. Άριστη Νομισματική Περιοχή: Δυναμική Προσέγγιση της Θεωρίας και η Ενδογένεια των Κριτηρίων 14 3. Η ΕΜΠΕΙΡΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ 4. ΜΕΘΟΔΟΙ ΑΝΑΛΥΣΗΣ 37 5. ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΕΜΠΕΙΡΙΚΑ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ 5 5.1. Ανάλυση Συντελεστών Συσχέτισης 53 5.. VAR Ανάλυση 58 6. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΙΚΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ 65 ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 66 ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ 94 4

1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ Η πρόσφατη ένταξη των δέκα χωρών στην Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ) τον Μάιο του 4 έχει πυροδοτήσει μια αυξανόμενη ακαδημαϊκή και πολιτική διαφωνία σχετικά με την προοπτική να διευρυνθεί η ευρωζώνη στα Νέα Κράτη-Μέλη (ΝΚΜ). Η κριτική που επαναλαμβάνεται συχνά για την Ευρωπαϊκή Νομισματική Ένωση (ΕΝΕ) επισημαίνει ότι μια κοινή νομισματική πολιτική πιθανόν να μην ενδείκνυται για όλες τις χώρες που μετέχουν σε αυτή ( one size does not fit all ). Και ενώ λοιπόν η ανησυχία για το ενδεχόμενο αύξησης της ανομοιογένειας των οικονομικών τάσεων στην ευρωζώνη φαίνεται να είναι διάχυτη, πλήθος μελετών που εξετάζουν την προοπτική οι οικονομικοί κύκλοι στην τελευταία να εξομοιωθούν διαχρονικά καταλήγουν σε μεικτά συμπεράσματα. Στην παρούσα εργασία επιχειρούμε να διερευνήσουμε το βαθμό στον οποίο οι οικονομικοί κύκλοι μεταξύ των χωρών-μελών στη διευρυμένη πλέον Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ-5) εμφανίζονται ή όχι συγχρονισμένοι και επιπλέον εξετάζουμε την πιθανότητα ύπαρξης ασυμμετριών. Το θεωρητικό πλαίσιο της ανάλυσής μας στηρίζεται στη Θεωρία της Άριστης Νομισματικής Περιοχής (ΑΝΠ), σύμφωνα με την οποία θα πρέπει να ικανοποιούνται ορισμένες προϋποθέσεις προκειμένου μια χώρα να μπορεί να εισέρχεται σε μια νομισματική ένωση. Στη δεύτερη ενότητα αναφερόμαστε αναλυτικά στη θεωρία αυτή και παρουσιάζουμε τόσο την παραδοσιακή (στατική) όσο και τη σύγχρονη (δυναμική) προσέγγισή της, θίγοντας ιδιαίτερα το ζήτημα της ενδογένειας των κριτηρίων. Σύμφωνα με την τελευταία υπόθεση είναι αδύνατο να εκτιμηθούν το κόστος και τα οφέλη ενός κοινού νομίσματος εκ των προτέρων αφού τα κριτήρια για την προσχώρηση σε μια νομισματική ένωση τείνουν να ικανοποιούνται εκ των υστέρων, εφόσον δηλαδή οι χώρες υιοθετήσουν το κοινό νόμισμα. Δεδομένης της θεωρητικής ομοφωνίας που παρατηρείται μεταξύ των ερευνητών για τις ΑΝΠ, πολυάριθμες εμπειρικές μελέτες επιχειρούν να εκτιμήσουν το κόστος και τα οφέλη που συνεπάγεται η υιοθέτηση του κοινού νομίσματος εξετάζοντας τα ΑΝΠ κριτήρια. Το ζήτημα της συμμετρίας στις διαταραχές και τους οικονομικούς κύκλους μεταξύ των χωρών στην ευρωζώνη έχει αποτελέσει αντικείμενο διεξοδικής έρευνας και αναλύσεων σε μια προσπάθεια να διευκρινιστεί κατά πόσο η συμμετοχή σε μία νομισματική ένωση ευνοεί τον κυκλικό συγχρονισμό των κρατών-μελών της και προάγει εν τέλει τη νομισματική και οικονομική σύγκλιση ανάμεσά τους. Στην τρίτη λοιπόν ενότητα παραθέτουμε αναλυτικά ένα σημαντικό μέρος της σύγχρονης εμπειρικής βιβλιογραφίας. Η τελευταία υποδεικνύει αρκετές μεθόδους ανάλυσης και παρέχει 5

εναλλακτικούς τρόπους εκτίμησης του βαθμού συγχρονισμού και της ασυμμετρίας των διαταραχών ανάλογα με το τι επιδιώκεται να διερευνηθεί κάθε φορά. Ορισμένες από αυτές τις μεθοδολογικές προσεγγίσεις παρουσιάζονται διεξοδικά στην τέταρτη ενότητα. Η πέμπτη ενότητα αναφέρεται στην ιδιαίτερη μεθοδολογία που ακολουθούμε και περιλαμβάνει το υπόδειγμα που αναπτύσσουμε καθώς και τα εμπειρικά μας αποτελέσματα. Χρησιμοποιώντας στοιχεία χρονολογικών σειρών που αφορούν σε δυο μακροοικονομικές μεταβλητές, το πραγματικό ΑΕΠ και το επίπεδο τιμών διερευνούμε σε πρώτη φάση το βαθμό συγχρονισμού των οικονομικών κύκλων στην ΕΕ-5. Ως σημείο αναφοράς ορίζουμε την Ευρωπαϊκή Ένωση των «15» (ΕΕ-15), ενώ στο δείγμα μας μεταξύ των υπόλοιπων χωρών συμπεριλαμβάνουμε και τις υποψήφιες για ένταξη στην ΕΕ χώρες. Στόχος μας είναι να προσδιορίσουμε την έκταση στην οποία η πραγματική οικονομική δραστηριότητα σε κάθε μία από τις χώρες αυτές κινείται ή όχι προς την ίδια κατεύθυνση με την ΕΕ-15. Αναλογιζόμενοι τους μηχανισμούς μέσω των οποίων μπορεί να προκαλείται αυτή η κυκλική συσχέτιση, στη συνέχεια της ανάλυσής μας εξετάζουμε την πιθανότητα ύπαρξης ασυμμετριών στις διαταραχές. Ακολουθώντας τη μεθοδολογία SVAR που εφαρμόζουν πολλοί ερευνητές για το σκοπό αυτό εκτιμούμε για κάθε μία χώρα τα σχετικά υποδείγματα, επιδιώκοντας αρχικά να αναγνωρίσουμε τις διαρθρωτικές διαταραχές με τις οποίες έρχονται αντιμέτωπες οι εξεταζόμενες οικονομίες. Στη συνέχεια, υπολογίζουμε το βαθμό της συμμετρίας που παρουσιάζουν οι διαταραχές συνολικής ζήτησης και συνολικής προσφοράς ξεχωριστά για κάθε μία χώρα σε σχέση με τις αντίστοιχες διαταραχές στην ΕΕ- 15. Στο τελευταίο τμήμα της εργασίας μας παρουσιάζουμε τα συμπεράσματα στα οποία καταλήγουμε εστιάζοντας ιδιαίτερα στη συμπεριφορά που επιδεικνύουν τόσο τα ΝΚΜ όσο και οι υποψήφιες χώρες και επιχειρούμε μια πρόβλεψη για το τι μέλλει γενέσθαι όσον αφορά στην πολυσυζητημένη ευρωπαϊκή διεύρυνση. Τέλος, στο Παράρτημα αναφέρουμε αναλυτικά τα αποτελέσματα των εκτιμήσεων μας παραθέτοντας γραφήματα και πίνακες με συμπερασματικές παρατηρήσεις. 6

. ΤΟ ΘΕΩΡΗΤΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ.1. Άριστη Νομισματική Περιοχή: Στατική προσέγγιση της Θεωρίας Η δεκαετία του 196 ανέτειλε σε μια εποχή που χαρακτηρίζονταν από το σύστημα Bretton Woods (ή gold-dollar standard system), τον έλεγχο των ροών κεφαλαίου μεταξύ χωρών και την έναρξη της διαδικασίας της ευρωπαϊκής ενοποίησης. Η θεωρία των ΑΝΠ αναδύθηκε μέσα από τις συζητήσεις σχετικά με τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα των σταθερών έναντι των κυμαινόμενων συναλλαγματικών ισοτιμιών. Πρωτεργάτης της θεωρίας αυτής υπήρξε ο Robert A. Mundell. Ήταν ένας από τους πρώτους οικονομολόγους που επιχειρηματολόγησαν ενάντια στο «σύστημα των εθνικών νομισμάτων που συνδέονται με κυμαινόμενες συναλλαγματικές ισοτιμίες» (Mundell, 1961, σελ. 657). Η εναλλακτική που ο ίδιος πρότεινε ήταν ένα σύστημα όπου τα νομίσματα δεν ορίζονται από εθνικά σύνορα, αλλά από γεωγραφικές περιοχές μέσα στις οποίες η κινητικότητα των παραγωγικών συντελεστών είναι υψηλή. Η πρόταση αυτή αντιμετωπίστηκε με αρκετό σκεπτικισμό. Ο ίδιος από την αρχή συνειδητοποίησε ότι η θεωρία του ήταν πολιτικά ανέφικτη δεδομένου ότι τα κυρίαρχα έθνη δεν θα εγκατέλειπαν ποτέ τα εθνικά τους νομίσματα για ένα κοινό νόμισμα. Ωστόσο, σήμερα ο Mundell αναγνωρίζεται ως ο πνευματικός πατέρας του ευρώ καθώς έθεσε τις θεωρητικές βάσεις για την ΕΝΕ. Η θεωρία που ανέπτυξε αποτελεί ένα αναλυτικό πλαίσιο για συζητήσεις σχετικά με τη σύγκλιση των οικονομιών των κρατών-μελών. Η βασική ιδέα πίσω από τη θεωρία των ΑΝΠ έγκειται στο γεγονός ότι «η επιλογή μεταξύ σταθερών και κυμαινόμενων συναλλαγματικών ισοτιμιών δεν θα πρέπει να είναι ανεξάρτητη από τα οικονομικά χαρακτηριστικά των χωρών ή περιφερειών υπό εξέταση» (Tower και Willett, 1976, σελ. 1). Στο περίφημο άρθρο του A Theory of Optimal Currency Areas (1961), ο Mundell εξέφρασε τον παραπάνω προβληματισμό θέτοντας ένα ριζοσπαστικό για την εποχή ερώτημα: πότε είναι προτιμότερο για έναν αριθμό χωρών να απωλέσουν τη νομισματική τους κυριαρχία υπέρ της αποδοχής ενός κοινού νομίσματος; Οραματιζόμενος ένα νέο παγκόσμιο νομισματικό χάρτη, ο Mundell αναζήτησε τον «κατάλληλο χώρο» και ανέπτυξε την ιδέα του προσεγγίζοντας την από περιφερειακή σκοπιά και όχι εθνική. Όρισε λοιπόν ως άριστη νομισματική περιοχή την περιφέρεια εκείνη στο εσωτερικό της οποίας οι παραγωγικοί συντελεστές διακινούνται ελεύθερα και πλήρως δίχως να μπορούν αντίστοιχα να κινηθούν στο διεθνές περιβάλλον. 7

Προκειμένου να τεκμηριώσει τη θεωρία του ο Mundell διερεύνησε τα κέρδη και τις απώλειες που συνεπάγεται η νομισματική ενοποίηση (cost-benefit analysis). Τα οφέλη αντανακλώνται κυρίως στο μικροοικονομικό επίπεδο και σχετίζονται με τις ιδιότητες του χρήματος. Η εισαγωγή ενός κοινού νομίσματος μειώνει ή ακόμα και εξαλείφει το κόστος συναλλαγών και επιπλέον περιορίζει σημαντικά την αβεβαιότητα που προκαλεί η μεταβλητότητα των συναλλαγματικών ισοτιμιών. Από την άλλη πλευρά, το κόστος εξετάζεται σε μακροοικονομικό επίπεδο. Η αδυναμία διατήρησης της νομισματικής ανεξαρτησίας και χρήσης της συναλλαγματικής ισοτιμίας ως εργαλείο προσαρμογής και σταθεροποίησης στην περίπτωση εμφάνισης ασύμμετρων διαταραχών συνιστούν κόστος για μια χώρα που μετέχει σε μια ένωση. Όπως παρατηρούν οι Bayoumi και Eichengreen (1994), το μέγεθος αυτού του κόστους εξαρτάται από τη φύση των διαταραχών και την ταχύτητα με την οποία η οικονομία προσαρμόζεται σε αυτά. Εάν λοιπόν οι διαταραχές είναι συμμετρικές και οι επιδράσεις τους ανάμεσα στις περιοχές είναι όμοιες, επαρκούν συμμετρικές αντιδράσεις οικονομικής πολιτικής, οπότε και το κόστος απώλειας της νομισματικής ανεξαρτησίας δεν θα είναι σημαντικό (οικονομίες με παρόμοια χαρακτηριστικά θα αντιδράσουν με τον ίδιο τρόπο στις επικείμενες ανισορροπίες). Εφόσον όμως οι διαταραχές κατανέμονται ασύμμετρα μεταξύ των χωρών ή οι επιδράσεις και οι ταχύτητες προσαρμογής των τελευταίων διαφέρουν σημαντικά, τότε οι περιορισμοί που θέτει μια νομισματική ένωση θα δημιουργήσουν προβλήματα. Σε μια τέτοια περίπτωση κρίνεται αναγκαία η υιοθέτηση ξεχωριστών εθνικών μακροοικονομικών πολιτικών και η διατήρηση εν τέλει της αυτονομίας της χώρας στον τομέα οικονομικής πολιτικής. Ο Mundell (1961) εξέτασε το βαθμό ασυμμετρίας των στοχαστικών διαταραχών και την ευκολία προσαρμογής των οικονομιών αναπτύσσοντας το ακόλουθο παράδειγμα: υποθέτουμε ότι έχουμε χώρες, την Α και την Β. Έστω ότι αλλάζουν οι καταναλωτικές προτιμήσεις και έχουμε μια μετατόπιση στη συνολική ζήτηση αγαθών από τη χώρα Α προς τη χώρα Β (Γράφημα.1.1.). Η διαταραχή αυτή είναι ασύμμετρη στο βαθμό που προκαλεί υπερβάλλουσα ζήτηση για τα αγαθά της Β και υπερβάλλουσα προσφορά για τα αγαθά της Α και δημιουργεί κατά συνέπεια πληθωριστικές πιέσεις στην Β και ανεργία στην Α. 8

Γράφημα.1.1. Ασύμμετρες μετατοπίσεις στη Συνολική Ζήτηση P Χώρα Α AS P Χώρα Β AS AD AD AD AD Y Y Πηγή: De Grauwe (1997) Εφόσον οι δυο χώρες διατηρούν η κάθε μία το νόμισμά της, οι ιδιοσυγκρατικές διαταραχές μπορούν να απορροφηθούν από μια μεταβολή στη συναλλαγματική ισοτιμία. Σε αυτή την περίπτωση, η κεντρική τράπεζα στην χώρα Β θα επεδίωκε να ακολουθήσει μια συσταλτική νομισματική πολιτική προκειμένου να αντιμετωπίσει τον πληθωρισμό, ενώ η κεντρική τράπεζα στην χώρα Α θα επωφελούνταν από την υποτίμηση 1 του νομίσματός της σε σχέση με αυτό της Β και θα ενίσχυε την ανταγωνιστικότητα των προϊόντων της, οπότε και τελικά θα μπορούσε να αποκατασταθεί η ισορροπία. Στην περίπτωση όμως που οι δύο χώρες μετέχουν σε μία νομισματική ένωση και ως εκ τούτου χρησιμοποιούν το ίδιο νόμισμα (καθεστώς σταθερών συναλλαγματικών ισοτιμιών), η κεντρική τράπεζα θα έρθει αντιμέτωπη με ένα δίλημμα, καθώς δεν υπάρχει μια νομισματική πολιτική άριστη και για τις δύο χώρες: να αντιμετωπίσει την ανεργία που εδραιώνεται στη Α ή να καταπολεμήσει τον πληθωρισμό που απειλεί την Β; Ο Mundell υποστηρίζει ότι το δίλημμα αυτό επιλύεται μέσω της κινητικότητας των παραγωγικών συντελεστών. Πιο συγκεκριμένα, εάν μετακινηθεί το κεφάλαιο και το εργατικό δυναμικό μιας οικονομίας που έχει περιέλθει σε ύφεση εξαιτίας μιας αρνητικής διαταραχής προς μια άλλη οικονομία που παρουσιάζει υψηλή ζήτηση για εργασία και κεφάλαιο (από την Α στη Β στο παράδειγμα), είναι δυνατόν να μειωθούν ή ακόμα και να εξαλειφθούν οι δυσμενείς 1 Η υπερβάλλουσα ζήτηση για τα προϊόντα της χώρας Β θα οδηγήσει σε αύξηση των εξαγωγών της, με αποτέλεσμα να ανατιμηθεί το νόμισμά της. Έτσι όμως στη χώρα Α θα αυξηθεί η ανταγωνιστικότητα των εξαγώγιμων προϊόντων, αφού το νόμισμά της θα είναι υποτιμημένο σε σχέση με αυτό της Β. Με αυτό τον τρόπο οι χώρες μπορούν να μοιράζονται το ρίσκο των ασύμμετρων στοχαστικών διαταραχών. 9

επιπτώσεις της ασύμμετρης διαταραχής και να αποκατασταθεί έτσι η όποια ανισορροπία δημιουργείται και απειλεί τη σταθερότητα των τιμών και της απασχόλησης. Μέσα από την παραπάνω ανάλυση ο Mundell πρότεινε στην ουσία εναλλακτικά κανάλια προσαρμογής τα οποία αντισταθμίζουν την ευελιξία της συναλλαγματικής ισοτιμίας και καθιστούν το κόστος της υιοθέτησης ενός κοινού νομίσματος μη απαγορευτικό. Ήδη προαναφέραμε την πλήρη κινητικότητα (διαπεριφερειακή και διακλαδική) των συντελεστών της παραγωγής μέσα στην ένωση (factor mobility). Διερευνώντας το μέγεθος και τη συχνότητα εμφάνισης των διαταραχών, ο Mundell επεσήμανε την ανάγκη να υπάρχει γενικότερα ενοποίηση των αγορών παραγωγικών συντελεστών και επιπλέον έκρινε σκόπιμη την ύπαρξη ευελιξίας στις τιμές και τους μισθούς (price and wage flexibility), διότι έτσι διευκολύνεται η διαδικασία της απορρόφησης των διαταραχών χωρίς να δημιουργείται κόστος σε όρους ανεργίας ή πληθωρισμού. Όπως όμως τονίζει ο McKinnon (, 1), ο Mundell (1961) στήριξε την ανάλυσή του σε μεταπολεμικές Κεϋνσιανές υποθέσεις. Επηρεασμένος από τις πεποιθήσεις της εποχής, πίστευε πως οι εθνικές νομισματικές και δημοσιονομικές αρχές μπορούσαν επιτυχώς να «χειραγωγήσουν» τη συνολική ζήτηση προκειμένου να αντισταθμίσουν τις εξωγενείς διαταραχές που αντιμετώπιζε η οικονομία ( the fine tuning fallacy 3 ), οπότε και ανέπτυξε το αρχικό του υπόδειγμα υποθέτοντας ότι οι προσδοκίες του ιδιωτικού τομέα για το επίπεδο τιμών, τα επιτόκια, τη συναλλαγματική ισοτιμία ακόμα και την ίδια την κυβερνητική πολιτική είναι στατικές και δεν προσαρμόζονται στις συνθήκες που επικρατούν 4. Κριτική δέχτηκε και για τους μηχανισμούς προσαρμογής που υπέδειξε καθώς, όπως αναφέρει ο Adomaitis (4), αναγνωρίστηκε ότι αυτοί είναι αρκετά δαπανηροί αν όχι αδύνατοι. Όσον αφορά στην ευελιξία της αγοράς εργασίας και κυρίως των μισθών είναι Όταν οι τιμές και οι μισθοί είναι ευέλικτοι τόσο στο εσωτερικό όσο και μεταξύ των χωρών που μοιράζονται ένα κοινό νόμισμα, η διαδικασία της απορρόφησης των ασύμμετρων διαταραχών (ανισορροπίες που προκύπτουν στο Ισοζύγιο πληρωμών) μέσα στην ένωση εξελίσσεται, δίχως να συνοδεύεται από ανεργία σε μια χώρα και/ή πληθωρισμό σε μια άλλη. Σε αυτή τη περίπτωση η απώλεια του άμεσου ελέγχου της ονομαστικής συναλλαγματικής ισοτιμίας δεν αποτελεί απαραίτητα ένα κόστος. Η ευελιξία των τιμών και των μισθών είναι σημαντική στη βραχυχρόνια περίοδο, όταν η κινητικότητα των παραγωγικών συντελεστών είναι περιορισμένη και διευκολύνει τη διαδικασία της προσαρμογής που έπεται μιας διαταραχής. 3 Βλέπε Willem Buiter (1999, p. 49). 4 Ο Mundell (1961) θεώρησε ότι σε ένα τέτοιο περιβάλλον η εμφάνιση ασύμμετρων διαταραχών υποδηλώνει πως οι νομισματικές περιοχές θα πρέπει να είναι μικρές, ομοιογενείς και με πλήρη εσωτερική κινητικότητα παραγωγικών συντελεστών, έτσι ώστε οι φορείς άσκησης οικονομικής πολιτικής να μπορούν να επεξεργάζονται μακροοικονομικές πολιτικές για να διασφαλίζουν συνεχή ζήτηση σε αυτές τις περιοχές. Για τον Mundell οι κοινές διαταραχές αποτελούν ένα κριτήριο για τον προσδιορισμό του μεγέθους των νομισματικών περιοχών. 1

εμπειρικά γνωστό ότι οι τελευταίοι είναι άκαμπτοι προς τα κάτω εξαιτίας της ύπαρξης των εργατικών σωματείων και διαφόρων άλλων θεσμικών παραγόντων, όπως για παράδειγμα μισθοί αποδοτικότητας. Συνεπώς, η πρόταση του Mundell για προσαρμογή μέσω της μείωσης των μισθών (η οποία στην ουσία συνεπάγεται μείωση του κόστους παραγωγής σε μια χώρα που βρίσκεται σε ύφεση) είναι ανέφικτη. Η κινητικότητα του εργατικού δυναμικού, από την άλλη πλευρά, προϋποθέτει την ικανότητα και ευχέρεια των εργαζομένων να μετακινούνται σε νέα μέρη, να απασχολούνται σε νέα επαγγέλματα, και να αποκτούν νέα προσόντα. Το γεγονός αυτό συχνά περιλαμβάνει επίπονες αλλαγές στη ζωή τους και στην πραγματικότητα συντελείται σε μικρό βαθμό. Στις μέρες μας, τα στοιχεία για την ΕΕ είναι ιδιαιτέρως απογοητευτικά. Οι διαφορές στη γλώσσα, την κουλτούρα, τις παραδόσεις, τα επιδόματα ανεργίας και τις τιμές των κατοικιών μεταξύ των κρατών μελών στην ευρωζώνη, καθώς και οι τοπικές διαφορές στην εργατική νομοθεσία και η περιπλοκότητα της φορολογικής νομοθεσίας σε κάθε κράτος-μέλος στην Ευρώπη δεν ενθαρρύνουν την διαπεριφερειακή (inter-regional) κινητικότητα του εργατικού δυναμικού, με αποτέλεσμα να αποδυναμώνεται ένας σημαντικός μηχανισμός προσαρμογής. Αρκετά χρόνια αργότερα, ο Mundell (1973a, 1973b) αναθεώρησε ορισμένες από τις απόψεις του για τις ΑΝΠ εγκαταλείποντας οριστικά την υπόθεση των στατικών προσδοκιών. Στο άρθρο του Uncommon arguments for Common Currencies (Mundell, 1973a) επεσήμανε την τάση της αγοράς συναλλάγματος να αποτυπώνει άμεσα γεγονότα που αναμένεται να συμβούν στο μέλλον και υποστήριξε ότι η υιοθέτηση ενός κοινού νομίσματος από τις χώρες μπορεί να μετριάσει τις επιδράσεις των ασύμμετρων διαταραχών μέσω της εξοικονόμησης των συναλλαγματικών αποθεμάτων και της διαφοροποίησης του διεθνούς χαρτοφυλακίου 5. Στην εξέλιξη της ΑΝΠ θεωρίας σημαντική υπήρξε η συμβολή των McKinnon (1963) και Kenen (1969), οι οποίοι υπέδειξαν με τη σειρά τους επιπρόσθετα κριτήρια που θα πρέπει να ικανοποιεί μια νομισματική ένωση. Ειδικότερα, ο McKinnon διερεύνησε το βαθμό ανοικτότητας της οικονομίας (degree of economic openness) και υποστήριξε ότι όσο πιο ανοικτή είναι μια χώρα στο διεθνές εμπόριο τόσο χαμηλότερα είναι τα οφέλη της κυμαινόμενης συναλλαγματικής ισοτιμίας: στις ανοικτές οικονομίες η ισοτιμία καθίσταται λιγότερο αποτελεσματική ως εργαλείο αντιμετώπισης απρόβλεπτων διαταραχών και 5 Ο Mundell ενώ στο προηγούμενο άρθρο του (1961) έδωσε έμφαση στο γεγονός ότι οι ασύμμετρες διαταραχές υπονομεύουν τη δημιουργία μιας νομισματικής ένωσης, στο επόμενο άρθρο του (1973a) επικεντρώθηκε στον τρόπο με τον οποίο η αβεβαιότητα της συναλλαγματικής ισοτιμίας στο μέλλον προκαλεί διακυμάνσεις στις κεφαλαιαγορές. 11

επιπλέον λειτουργεί επιζήμια στη διατήρηση της σταθερότητας τιμών 6. Όπως σχολιάζει ο Adomaitis (4), το επιχείρημα του McKinnon στηρίζεται στην υπόθεση ότι μεταβολές στην ισοτιμία στην περίπτωση που έχουμε μεγάλο όγκο εμπορικών συναλλαγών δημιουργούν υψηλό πληθωριστικό κόστος. Μια υποτίμηση, για παράδειγμα, αυξάνει στη βραχυχρόνια περίοδο την τιμή των εισαγόμενων προϊόντων σε εγχώριο νόμισμα. Αυτό με τη σειρά του επηρεάζει τους μισθούς κ.ο.κ. Στο βαθμό λοιπόν που η διατήρηση ενός καθεστώτος ευέλικτων ισοτιμιών προκαλεί πληθωριστικές πιέσεις θεωρείται πλεονεκτικότερη η συμμετοχή σε μια νομισματική ένωση. Ο Kenen (1969) από την πλευρά του επεσήμανε τη σημασία της διαφοροποίησης στην παραγωγή και την κατανάλωση (diversification in production and consumption) υποστηρίζοντας ότι οι υψηλά διαφοροποιημένες οικονομίες αποτελούν καλύτερα υποψήφια μέλη για μια νομισματική περιοχή. Όσο περισσότερο διαφοροποιημένη είναι η παραγωγική διαδικασία σε μια χώρα τόσο πιο περιορισμένες είναι οι επιπτώσεις ασύμμετρων διαταραχών, καθώς οι διαταραχές επηρεάζουν ένα σχετικά μικρό τμήμα της οικονομίας. Επιπλέον, οι οικονομίες που μοιράζονται τις ίδιες βιομηχανίες είναι πιο πιθανό να αντιμετωπίζουν όμοιες διαταραχές ή όπως τις αποκαλεί ο Kenen, industry-specific shocks. Στην περίπτωση όμως που οι περιοχές εξειδικεύονται 7 στην παραγωγή αγαθών στα οποία παρουσιάζουν ένα συγκριτικό πλεονέκτημα, η εμφάνιση ιδιοσυγκρατικών διαταραχών θα είναι πιο συχνή (παράγονται ξεχωριστά αγαθά, οι τιμές τους επηρεάζονται διαφορετικά). Κατά συνέπεια, χώρες-μέλη μιας νομισματικής ένωσης με διαφοροποιημένη παραγωγή επωμίζονται πιο εύκολα το κόστος που συνεπάγεται η αδυναμία χρήσης των ισοτιμιών μεταξύ τους, θεωρώντας περισσότερο ωφέλιμο ένα κοινό νόμισμα. Αντίθετα, μικρές χώρες που παρουσιάζουν υψηλή συγκεντροποίηση βιομηχανικής παραγωγής είναι προτιμότερο να διατηρήσουν το εθνικό τους νόμισμα. Στο πλαίσιο της θεωρίας των ΑΝΠ, όσο πιο συμμετρικές είναι οι διαταραχές με τις οποίες έρχονται αντιμέτωπες οι οικονομίες, τόσο λιγότερο δαπανηρή θεωρείται η εγκατάλειψη της νομισματικής ανεξαρτησίας. Παράλληλα, όσο περισσότερο συγχρονισμένοι είναι οι οικονομικοί κύκλοι μεταξύ των μελών μιας νομισματικής ένωσης, 6 Ο McKinnon (1963) συμπέρανε από την ανάλυσή του ότι είναι προτιμότερο σε μια νομισματική ένωση να προσχωρούν οι ανοικτές οικονομίες και όχι οι κλειστές. Για τις πολύ ανοικτές οικονομίες πρότεινε τη διατήρηση σταθερής συναλλαγματικής ισοτιμίας και ανέδειξε την αποτελεσματικότητα της χρήσης των εγχώριων μακροοικονομικών πολιτικών στην αντιμετώπιση της ανεργίας και τη βελτίωση του Ισοζυγίου Πληρωμών. Για τις δε κλειστές οικονομίες θεώρησε αναγκαία τη χρήση της πολιτικής των συναλλαγματικών ισοτιμιών. 7 Ο Krugman (1993) επίσης συμμερίζεται την άποψη του Kenen (1969) και υποστηρίζει ότι η βιομηχανική εξειδίκευση οδηγεί σε λιγότερο συγχρονισμένους οικονομικούς κύκλους (βλέπε και πιο κάτω «υπόθεση εξειδίκευσης»). 1

τόσο πιο αποτελεσματική καθίσταται η υιοθέτηση μιας κοινής νομισματικής πολιτικής (οι χώρες εκτίθενται σε συμμετρικές διαταραχές και αντιδρούν με τον ίδιο τρόπο σε αυτές). Ένα λοιπόν ιδιαίτερα σημαντικό κριτήριο που αναδεικνύεται είναι η συμμετρία των στοχαστικών διαταραχών και ο συγχρονισμός των οικονομικών κύκλων ανάμεσα στις χώρες που απαρτίζουν μία ένωση (shock symmetry and business cycle synchronization). Η εμφάνιση ιδιοσυγκρατικών διαταραχών και η έλλειψη κυκλικής συμμετρίας καθιστούν αναγκαία την αυτονομία στη νομισματική πολιτική και στα αντίστοιχα εργαλεία προσαρμογής (συναλλαγματικές ισοτιμίες). Εφόσον όμως σε μία νομισματική ένωση αυτό δεν είναι εφικτό, απαιτείται μεταξύ των κρατών-μελών να υπάρχει υψηλή και θετική συσχέτιση των στοχαστικών διαταραχών και των οικονομικών κύκλων γενικότερα. Μελετώντας τη σχετική βιβλιογραφία, μεταξύ των υπόλοιπων κριτηρίων που προβάλλονται για τις άριστες νομισματικές περιοχές συγκαταλέγεται και η δημοσιονομική σύγκλιση όπως επίσης και ο αυτόματος μηχανισμός επιδοτήσεων (fiscal integration and fiscal transfers mechanism). Ο αυτόματος μηχανισμός επιδοτήσεων προϋποθέτει την εναρμόνιση των δημοσιονομικών πολιτικών των μελών της ένωσης και την ύπαρξη ενός κοινού Κεντρικού Προϋπολογισμού ο οποίος να αναδιανέμει πόρους σε περιοχές που έρχονται αντιμέτωπες με αρνητικές διαταραχές. Συνήθως έχει τη μορφή της μεταφοράς φορολογικών εσόδων από περιοχές που βρίσκονται σε πλεονεκτικότερη θέση προς εκείνες που είναι λιγότερο ανεπτυγμένες (taxation redistribution). Στην περίπτωση που τα προαναφερθέντα κριτήρια δεν ικανοποιούνται μέσα στην ένωση, οι κοινοτικές επιδοτήσεις λειτουργούν σαν εργαλείο απορρόφησης των ιδιοσυγκρατικών διαταραχών δεδομένης και της απουσίας των ισοτιμιών. Βέβαια, το σύστημα αυτό προϋποθέτει έναν ορισμένο βαθμό πολιτικής σύγκλισης. Η ενοποίηση των κεφαλαιαγορών (financial market integration) επίσης περιορίζει την ανάγκη για προσαρμογή μέσω των συναλλαγματικών ισοτιμιών. Με ενοποιημένες αγορές κεφαλαίων αυξάνεται η δυνατότητα δανεισμού μιας χώρας από άλλες οικονομίες που παρουσιάζουν πλεόνασμα, με αποτέλεσμα οι δυσμενείς επιδράσεις των διαταραχών να μπορούν να μετριασθούν και να συμβάλλουν έτσι στην πιο αποτελεσματική κατανομή των πόρων μέσα στην ένωση. Η ομοιότητα των ρυθμών πληθωρισμού (similarity of inflation rates) αποτελεί, τέλος, ένα ακόμα αναγκαίο κριτήριο για την επιτυχή προσχώρηση μιας χώρας σε μια νομισματική ένωση. Διαφορές στους εθνικούς ρυθμούς πληθωρισμού προκαλούνται μεταξύ άλλων από διαφοροποίηση στο θεσμικό πλαίσιο της αγοράς εργασίας, στις προτιμήσεις των καταναλωτών/κυβερνήσεων των χωρών-μελών αλλά και στην οικονομική 13

πολιτική χωρών. Η εξομοίωση των ρυθμών πληθωρισμού διαχρονικά σταθεροποιεί τους όρους του εμπορίου με αποτέλεσμα να έχουμε σχετική σταθερότητα στο Ισοζύγιο Πληρωμών και επομένως να μειώνεται η ανάγκη για μεταβολή της συναλλαγματικής ισοτιμίας. Τα παραπάνω ιδιαίτερα χαρακτηριστικά καθιστούν τη νομισματική ενοποίηση περισσότερο ή λιγότερο επιθυμητή. Μελετώντας την βιβλιογραφία που εξετάζει την ΑΝΠ θεωρία, το κύριο επιχείρημα που αναπτύσσεται συχνά ενάντια στη συμμετοχή σε μια νομισματική ένωση είναι η ιδιοσυγκρατική φύση των διαταραχών με τις οποίες έρχεται αντιμέτωπη κάθε υποψήφια χώρα: όσο μικρότερη η ασυμμετρία, τόσο πιο κατάλληλη για την ένωση θεωρείται μία χώρα. Κατά συνέπεια, στο βαθμό που τα ΑΝΠ κριτήρια δεν ικανοποιούνται από τα δυνητικά μέλη μιας ένωσης, το κόστος που συνεπάγεται η απώλεια της εθνικής νομισματικής πολιτικής και η αδυναμία χρήσης της ονομαστικής συναλλαγματικής ισοτιμίας θεωρείται, κατά την παραδοσιακή (στατική) προσέγγιση, απαγορευτικό. Με την πάροδο του χρόνου οι μελετητές διερευνώντας πλέον και εμπειρικά τη σχέση ανάμεσα στη νομισματική σύγκλιση και την ασυμμετρία των στοχαστικών διαταραχών αναγνώρισαν την αλληλεξάρτηση που υπάρχει μεταξύ των ΑΝΠ κριτηρίων και ανέδειξαν το ζήτημα της ενδογένειας που χαρακτηρίζει τα τελευταία. 14

.. Άριστη Νομισματική Περιοχή: Δυναμική Προσέγγιση της Θεωρίας και η Ενδογένεια των Κριτηρίων Η παραδοσιακή ΑΝΠ θεωρία επισημαίνει ότι η καταλληλότητα μιας χώρας για συμμετοχή σε μία νομισματική ένωση αξιολογείται ανάλογα με το αν η οικονομία της διαθέτει τα χαρακτηριστικά που συζητήσαμε πιο πάνω. Οι Frankel και Rose (1997, 1998) και ο Rose () υπήρξαν οι πρώτοι συγγραφείς που επιχειρηματολόγησαν ενάντια στη στατική προσέγγιση των ΑΝΠ κριτηρίων αποδεικνύοντας και εμπειρικά ότι τα περισσότερα από αυτά, εάν όχι όλα, είναι ενδογενή (ή από κοινού ενδογενή). Σύμφωνα με την υπόθεση της ενδογένειας (endogeneity hypothesis of OCA criteria) είναι αδύνατο να εκτιμηθούν το κόστος και τα οφέλη ενός κοινού νομίσματος εκ των προτέρων (ex ante) καθώς τα κριτήρια για την προσχώρηση σε μια νομισματική ένωση τείνουν να ικανοποιούνται εκ των υστέρων (ex post), εφόσον δηλαδή οι χώρες υιοθετήσουν το κοινό νόμισμα. Αν και το θέμα της ενδογένειας είχε απασχολήσει και τους προγενέστερους ερευνητές 8, οι Frankel και Rose (1998) με μία μελέτη που επηρέασε πολύ την μετέπειτα βιβλιογραφία επανέφεραν το ζήτημα στο προσκήνιο. Επηρεασμένοι από την κριτική του Lucas 9 ( Lucas critique ), οι εν λόγω συγγραφείς υποστήριξαν ότι «η απλοϊκή εξέταση των ιστορικών δεδομένων παρέχει μια παραπλανητική εικόνα για την καταλληλότητα μιας χώρας να εισέλθει σε μια νομισματική ένωση, αφού τα ΑΝΠ κριτήρια είναι ενδογενή» (Frankel και Rose, 1998). Οι ίδιοι διερεύνησαν τις επιδράσεις της αυξημένης εμπορικής σύγκλισης στη διασυνοριακή συσχέτιση των οικονομικών κύκλων μεταξύ των χωρών στην ευρωζώνη. Όπως καταλήγουν «ορισμένες χώρες με βάση τα ιστορικά δεδομένα μπορεί να εμφανίζονται ότι δεν είναι κατάλληλα υποψήφια μέλη για την ΕΝΕ. Ωστόσο, η προσχώρηση στην ένωση ενδέχεται να προωθήσει τις εμπορικές διασυνδέσεις μεταξύ κρατών-μελών και έτσι να οδηγήσει σε πιο στενή κυκλική συσχέτιση. Κατά συνέπεια, μια χώρα είναι πιθανότερο 8 Ο Mundell (1961), o McKinnon (1963) και ο Kenen (1969) αναφέρθηκαν στην πιθανότητα ενδογένειας των κριτηρίων όμως κανείς εξ αυτών δεν την υποστήριξε εμπειρικά. Ο McKinnon (1963) θεωρείται ότι υπήρξε ο πρώτος συγγραφέας που έθιξε το ζήτημα καθώς εκτιμούσε ότι «οι ίδιες οι νομισματικές συμφωνίες προωθούν την κινητικότητα των συντελεστών της παραγωγής οπότε και η έκταση στην οποία συντελείται η κινητικότητα λαμβάνεται υπόψη εκ των υστέρων». 9 Σύμφωνα με την περίφημη κριτική που άσκησε ο Robert Lucas (1976), η απόδοση της οικονομίας προκύπτει ενδογενώς ανάλογα με την οικονομική πολιτική που υιοθετείται. Με άλλα λόγια, η ιστορική ανάλυση δεν μπορεί να εφαρμοστεί στη διαμόρφωση μελλοντικών προβλέψεων εάν η πολιτική που εφαρμόζεται έχει μεταβληθεί, διότι η πολιτική αλλαγή διαφοροποιεί και τη σημασία και τις επιδράσεις των οικονομικών μεταβλητών. 15

να ικανοποιήσει τα κριτήρια για είσοδο σε μια νομισματική ένωση εκ των υστέρων και όχι εκ των προτέρων» (Frankel και Rose, 1998, σελ. 14). Το παραπάνω επιχείρημα, ότι δηλαδή η συσχέτιση των οικονομικών κύκλων των χωρών-μελών εξαρτάται σε σημαντική έκταση από την εμπορική σύγκλιση που υπάρχει μεταξύ τους, απεικονίζεται στο Γράφημα..1. με τη βοήθεια της ΑΝΠ γραμμής. Η γραμμή αυτή αναπαριστά τους συνδυασμούς κυκλικής συμμετρίας και οικονομικής σύγκλισης για τους οποίους το κόστος και τα οφέλη μιας νομισματικής ένωσης εξισορροπούνται. Δεξιά της γραμμής κυριαρχούν τα πλεονεκτήματα του κοινού νομίσματος για μια ομάδα χωρών, ενώ αριστερά της ΑΝΠ γραμμής υπερισχύουν τα πλεονεκτήματα της διατήρησης νομισματικής ανεξαρτησίας. Οι χώρες που βρίσκονται σε αυτήν την πλευρά δεν ενδείκνυνται για συμμετοχή σε μία νομισματική ένωση οπότε και είναι προτιμότερο να διατηρούν την ευελιξία στις συναλλαγματικές τους ισοτιμίες. Γράφημα..1. Η γραμμή ΑΝΠ Συσχέτιση των οικονομικών κύκλων Καλοί υποψήφιοι για μια νομισματική ένωση Χώρες που διατηρούν την νομισματική τους ανεξαρτησία ΑΝΠ γραμμή Βαθμός ανοικτότητας της οικονομίας Πηγή: Frankel και Rose (1998) 16

Πράγματι, η είσοδος σε μια νομισματική περιοχή αυξάνει εξ ορισμού τις διεθνείς εμπορικές διασυνδέσεις και αυτό πιθανόν θα επηρεάζει τη φύση των εθνικών οικονομικών κύκλων (trade effect). Ωστόσο, από θεωρητική σκοπιά η ανάπτυξη πιο στενών εμπορικών δεσμών μεταξύ χωρών μπορεί να οδηγήσει είτε σε θετική είτε σε αρνητική κυκλική συσχέτιση. Οι δυο αυτές απόψεις κυριαρχούν στη βιβλιογραφία που εξετάζει την ενδογένεια των ΑΝΠ κριτηρίων και προσεγγίζονται από την «οπτική της Ευρωπαϊκής Επιτροπής» και από την «οπτική του Krugman» (De Grauwe, 1997). Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή στην έκθεσή της «Μια αγορά, ένα νόμισμα» (One Market, One Money, 199) υποστηρίζει σθεναρά την υπόθεση της ενδογένειας των ΑΝΠ και επισημαίνει ότι η υψηλή εμπορική σύγκλιση οδηγεί στον περαιτέρω συγχρονισμό των οικονομικών κύκλων μεταξύ των κρατών-μελών (εάν οι κύκλοι δεν είναι συγχρονισμένοι, είναι πολύ πιθανό να εμφανίζονται ασύμμετρες διαταραχές μεταξύ των κρατών). Το επιχείρημα αναπτύσσεται με το σκεπτικό ότι το εμπόριο που διεξάγεται ανάμεσα στις βιομηχανικές ευρωπαϊκές χώρες είναι κυρίως ενδοκλαδικό-ενδοβιομηχανικό (intraindustry), στηρίζεται στις οικονομίες κλίμακας και τον ατελή ανταγωνισμό και δεν οδηγεί σε μεγαλύτερη εξειδίκευση της βιομηχανικής παραγωγής των χωρών-μελών που αποτελεί και την κυριότερη εμφάνισης ασύμμετρων διαταραχών. Οι Frankel και Rose (1998) εξετάζοντας εμπειρικά την παραπάνω υπόθεση ενδογένειας, διαπίστωσαν ότι οι στενότεροι διεθνείς εμπορικοί δεσμοί πράγματι προάγουν το συγχρονισμό των οικονομικών κύκλων, ή ισοδύναμα, αυξάνουν τη συμμετρία των στοχαστικών διαταραχών. Τα συμπεράσματά τους απεικονίζονται στο Γράφημα... και στο Γράφημα..3. 17

Γράφημα... Παραδοσιακή άποψη της ΑΝΠ Κέρδη και Απώλειες από την προσχώρηση στη νομισματική ένωση Γράφημα..3. Υπόθεση Ενδογένειας Συσχέτιση των οικονομικών κύκλων L G 3 1 ΕΝΕ G L ΕΕ ΑΝΠ γραμμή Βαθμός οικονομικής σύγκλισης Βαθμός οικονομικής σύγκλισης Πηγή: Obstfeld-Krugman (1994) Πηγή: Mongelli () Το υπόδειγμα GG-LL (gains-losses) χρησιμοποιείται για να απεικονίσει τα κέρδη και τις απώλειες που συνεπάγεται η συμμετοχή σε μια νομισματική ένωση. Σύμφωνα με αυτό, μια υποψήφια χώρα προσχωρεί στην ένωση εφόσον η οικονομία της συγκλίνει με τις αντίστοιχες οικονομίες των ήδη υφιστάμενων κρατών-μελών. Ο άριστος βαθμός σύγκλισης προσδιορίζεται από την τομή των καμπύλων GG και LL, όπως παρατηρούμε στο Γράφημα... Η καμπύλη GG (θετικά κεκλιμένη) αναπαριστά τα κέρδη ως αύξουσα συνάρτηση του βαθμού οικονομικής σύγκλισης. Αναγνωρίζεται γενικότερα ότι τα οφέλη σχετίζονται θετικά με τον βαθμό της οικονομικής σύγκλισης. Ωστόσο, οι δυο απόψεις κλασσική και εναλλακτική για τη σχέση ανάμεσα στην οικονομική σύγκλιση και τις απώλειες διαφέρουν και αυτό αντανακλάται στη μορφή της καμπύλης LL. Η παραδοσιακή θεωρία της άριστης νομισματικής περιοχής ορίζει ότι υπάρχει αρνητική σχέση, ενώ η εναλλακτική αντίληψη που έχει διαμορφωθεί προβλέπει μία θετική σχέση 1 (βλέπε και Γράφημα..5.). Κατά την παραδοσιακή λοιπόν προσέγγιση της ΑΝΠ θεωρίας, εφόσον το εμπόριο που διεξάγεται μεταξύ των χωρών μιας ένωσης είναι ως επί τω πλείστον ενδοκλαδικό, οι οικονομικοί κύκλοι αναμένεται να είναι περισσότερο συμμετρικοί. Στο Γράφημα..3. αναπαρίσταται η υπόθεση της ενδογένειας. Έστω ότι υπάρχει μια ομάδα χωρών που αρχικά βρίσκεται στο σημείο 1 αριστερά της ΑΝΠ γραμμής. Εάν οι 1 Βέβαια, υπάρχει μια πιθανότητα τα κέρδη να είναι υψηλότερα απ ότι οι απώλειες, κατά την εναλλακτική προσέγγιση, όταν η καμπύλη GG είναι αρκετά πιο απότομη από την καμπύλη LL (βλέπε De Grauwe και Aksoy, 1999). 18

χώρες αυτές ενωθούν και διαμορφώσουν μια τελωνειακή ένωση ή μια κοινή αγορά (όπως για παράδειγμα η ΕΕ), τόσο η εμπορική σύγκλιση (openness) όσο και η συσχέτιση των εισοδημάτων μέσα σε αυτήν την ομάδα είναι πολύ πιθανό ότι θα αυξηθούν. Οι χώρες αυτές σταδιακά θα μετακινηθούν στο σημείο. Εάν οι ίδιες χώρες αποφασίσουν να δημιουργήσουν μια νομισματική ένωση (όπως είναι για παράδειγμα η ΕΝΕ) ο βαθμός της εμπορικής σύγκλισης και η εισοδηματική συσχέτιση μεταξύ των μελών θα αυξηθούν ακόμα περισσότερο, με αποτέλεσμα οι χώρες να βρεθούν στο σημείο 3 στη δεξιά πλευρά της ΑΝΠ γραμμής. Η παραπάνω υπόθεση ωστόσο δεν είναι πάντα αποδεκτή από τη βιβλιογραφία. Ο Krugman (1993) υποστηρίζει από την πλευρά του ότι η διεύρυνση των εμπορικών διασυνδέσεων επιφέρει μεγαλύτερη εξειδίκευση και οδηγεί τελικά σε πιο ασύμμετρους/ιδιοσυγκρατικούς οικονομικούς κύκλους. Η εναρμόνιση των οικονομιών και η εξάλειψη των εμπορικών φραγμών (μείωση του κόστους συναλλαγών) ενθαρρύνουν τις χώρες να εξειδικευτούν στην παραγωγή εκείνων των αγαθών και υπηρεσιών στα οποία παρουσιάζουν συγκριτικό πλεονέκτημα και να παράγουν με οικονομίες κλίμακας. Η επιλογή όμως της εξειδίκευσης σε συγκεκριμένους τομείς επηρεάζει τις αποφάσεις σχετικά με την τοποθεσία των παραγωγικών εγκαταστάσεων με τρόπο τέτοιο που μια απλή αύξηση στο εμπόριο δεν θα το έκανε. Ειδικότερα, λόγω οικονομιών κλίμακας οι βιομηχανίες συγκεντρώνονται σε συγκεκριμένες περιοχές-περιφέρειες μέσα στην νομισματική ένωση. Οι διαφορές όμως που παρατηρούνται στη βιομηχανική διάρθρωση εκθέτουν τις περιοχές αυτές σε ιδιοσυγκρατικές τεχνολογικές διαταραχές 11 και δημιουργούν επιπρόσθετο κόστος για την ένωση. Οι οικονομίες των κρατών-μελών γίνονται λιγότερο διαφοροποιημένες (λόγω εξειδίκευσης) και άρα πιο ευάλωτες στις διαταραχές που επηρεάζουν την προσφορά, εμφανίζουν μικρότερη εισοδηματική συσχέτιση μεταξύ τους και καταλήγουν να έχουν λιγότερο συγχρονισμένους κύκλους. Για να τεκμηριώσει το επιχείρημά του, ο Krugman επικαλέστηκε το παράδειγμα των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής (ΗΠΑ) όπου παρατηρείται υψηλή βιομηχανική συγκέντρωση (π.χ. Silicon Valley) και επεσήμανε ότι κάτι αντίστοιχο θα συμβεί και στην Ευρώπη. Με βάση λοιπόν το παραπάνω σκεπτικό, στην περίπτωση που η υποψηφιότητα μιας χώρας για συμμετοχή σε μια νομισματική ένωση δεν εμφανίζεται να είναι άριστη εκ των 11 Εξαιτίας της περιφερειακής συγκέντρωσης της βιομηχανικής παραγωγής τις ιδιοσυγκρατικές κλαδικές διαταραχές μετατρέπονται σε ιδιοσυγκρατικές περιφερειακές διαταραχές και εφόσον το προϊόν, λόγω εξειδίκευσης, είναι λιγότερο διαφοροποιημένο αυξάνεται η πιθανότητα εμφάνισης ασύμμετρων στοχαστικών διαταραχών μελλοντικά. Και όπως συμπληρώνει ο Krugman (1993, p. 6) «οι περιφέρειες φυσικά δεν θα μπορούν να αντιδράσουν χρησιμοποιώντας τις συναλλαγματικές ισοτιμίες ή εφαρμόζοντας γενικά αντικυκλική νομισματική πολιτική». 19

προτέρων, δεν θα γίνει άριστη ούτε και εκ των υστέρων. Αυτή είναι η περίφημη υπόθεση εξειδίκευσης του Krugman ( Krugman specialization hypothesis ), η οποία απεικονίζεται στο Γράφημα..4. και στο Γράφημα..5. Γράφημα..4. Εναλλακτική άποψη της ΑΝΠ Κέρδη και Απώλειες από την προσχώρηση στη νομισματική ένωση Γράφημα..5. Υπόθεση Εξειδίκευσης Συσχέτιση των οικονομικών κύκλων G L 1 L G ΕΝΕ ΑΝΠ γραμμή Βαθμός οικονομικής σύγκλισης Βαθμός οικονομικής σύγκλισης Πηγή: Obstfeld-Krugman (1994) Πηγή: Mongelli () Στο Γράφημα..4. η θετικά κεκλιμένη καμπύλη LL απεικονίζει τις απώλειες που συνεπάγεται η προσχώρηση σε μια νομισματική ένωση οι οποίες, σε αντίθεση με την παραδοσιακή προσέγγιση της ΑΝΠ θεωρίας, αποτελούν αύξουσα συνάρτηση του βαθμού οικονομικής σύγκλισης. Σύμφωνα με την εναλλακτική αντίληψη, η αυξημένη εμπορική σύγκλιση που συντελείται κυρίως σε οριζόντιο επίπεδο βιομηχανικών κλάδων αντανακλά εξειδίκευση και αυξάνει τις ασυμμετρίες προκαλώντας τελικά απόκλιση των οικονομικών κύκλων. Παρατηρώντας και το Γράφημα..5. μια περαιτέρω διεύρυνση αυξάνει το κόστος σύγκλισης και απομακρύνει μια χώρα από την ΑΝΠ γραμμή (μετατόπιση από το σημείο 1 στο σημείο ). Στο σημείο οι χώρες επιτυγχάνουν μεγαλύτερο βαθμό οικονομικής σύγκλισης και μικρότερη κυκλική συσχέτιση. Με τις δυο παραπάνω αντίθετες απόψεις να κυριαρχούν στη βιβλιογραφία, η συνολική επίδραση της εμπορικής σύγκλισης στο βαθμό συσχέτισης των οικονομικών κύκλων εμφανίζεται, θεωρητικά τουλάχιστον, να είναι αβέβαιη. Απαιτείται λοιπόν εμπειρική διερεύνηση του ζητήματος προκειμένου να διευκρινιστεί εάν και σε ποια έκταση

η αύξηση των εμπορικών διασυνδέσεων μεταξύ των μελών μιας νομισματικής ένωσης συμβάλλει θετικά ή αρνητικά στο συγχρονισμό των οικονομικών τους κύκλων. Η εμπειρική βιβλιογραφία παρέχει πλήθος ερευνών που εξετάζουν το παραπάνω θέμα εστιάζοντας στην ευρωζώνη, μια από τις νεότερες και μεγαλύτερες νομισματικές περιοχές στον κόσμο. Μάλιστα, η πρόσφατη ένταξη των δέκα χωρών 1 στην ΕΕ τον Μάιο του 4 έχει πυροδοτήσει μια αυξανόμενη ακαδημαϊκή και πολιτική διαφωνία σχετικά με την προοπτική να διευρυνθεί η ευρωζώνη στα ΝΚΜ. Η κριτική που επαναλαμβάνεται συχνά για την ΕΝΕ επισημαίνει ότι μία κοινή νομισματική πολιτική πιθανόν να μην είναι εξίσου καλή για όλες τις χώρες στην ένωση ( one size does not fit all ). Και ενώ λοιπόν η ανησυχία για το ενδεχόμενο αύξησης της ανομοιογένειας των οικονομικών τάσεων στην ευρωζώνη 13 φαίνεται να είναι διάχυτη, πολυάριθμες εμπειρικές μελέτες που εξετάζουν τον βαθμό συγχρονισμού των οικονομικών κύκλων στην ΕΝΕ καταλήγουν σε μεικτά συμπεράσματα. Η έλλειψη ή ένας χαμηλός βαθμός κυκλικού συγχρονισμού μεταξύ χωρών μπορεί να οφείλονται σε δυο λόγους: οι οικονομίες των χωρών αυτών πιθανόν να έρχονται αντιμέτωπες με διαφορετικές διαταραχές ή να αντιδρούν με διαφορετικό τρόπο στις ίδιες διαταραχές. Παράλληλα, είναι δυνατόν να υπάρχουν διαφορές στις αντιδράσεις οικονομικής πολιτικής ή και στη διάχυση της νομισματικής πολιτικής λόγω διαφοροποίησης των αγορών χρήματος και κεφαλαίου (De Haan, Inklaar και Sleijpen, ). Η ΑΝΠ θεωρία υποδεικνύει πως όσο χαμηλότερο το κόστος που συνεπάγεται η εγκατάλειψη της νομισματικής κυριαρχίας και η απώλεια της συναλλαγματικής ισοτιμίας ως μηχανισμός απορρόφησης, τόσο πιο συμμετρικές θα είναι οι διαταραχές μεταξύ των κρατών-μελών της ένωσης και τόσο μεγαλύτερη ομοιότητα θα παρουσιάζουν οι αντιδράσεις των οικονομιών τους στις κοινές (συμμετρικές) διαταραχές. Για την προσχώρηση λοιπόν σε μια νομισματική ένωση θεωρείται σημαντικό η υποψήφια χώρα να είναι σε θέση να απορροφά τις στοχαστικές διαταραχές δίχως να κάνει χρήση της νομισματικής της πολιτικής (και επομένως του εργαλείου της συναλλαγματικής ισοτιμίας). Το μέγεθος και η σημασία αυτού του περιορισμού καθορίζονται ανάλογα με τον τύπο των διαταραχών, το βαθμό ασυμμετρίας που παρουσιάζουν οι τελευταίες συγκριτικά με την 1 Τα νέα κράτη-μέλη της ΕΕ είναι η Εσθονία, η Τσεχία, η Κύπρος, η Λετονία, η Λιθουανία, η Μάλτα, η Ουγγαρία, η Πολωνία, η Σλοβακία και η Σλοβενία. Δυο ακόμα Νοτιοανατολικές Ευρωπαϊκές χώρες (Βουλγαρία και Ρουμανία) αναμένεται να προσχωρήσουν στην ΕΕ το 7. 13 Όπως τόνισαν οι Υπουργοί Οικονομίας των χωρών της ευρωζώνης κατά τη συνάντησή τους στη συνεδρία του ECOFIN 13/5/5. 1

ένωση και την ταχύτητα με την οποία η οικονομία της ενδιαφερόμενης χώρας προσαρμόζεται σε αυτές. Εξετάζοντας τον βαθμό συγχρονισμού των οικονομικών κύκλων, οι ερευνητές δίνουν ιδιαίτερη έμφαση στη φύση των διαταραχών με τις οποίες έρχονται αντιμέτωπες οι χώρες και στην ικανότητα προσαρμογής που επιδεικνύουν οι οικονομίες τους. Επιχειρώντας να μετρήσουν τη συμμετρία των διαταραχών χρειάζεται να γνωρίζουν εάν αυτές επιδρούν στην προσφορά ή τη ζήτηση και επίσης εάν είναι παροδικές ή μόνιμες, αφού οι παροδικές διαταραχές μπορούν να μετριασθούν μέσω κατάλληλης βραχυχρόνιας μακροοικονομικής πολιτικής, ενώ αυτές που επιφέρουν μόνιμα αποτελέσματα απαιτούν μακροχρόνια προσαρμογή. Η εμπειρική βιβλιογραφία που εξετάζει την ασυμμετρία των διαταραχών παρέχει διάφορες μεθοδολογικές προσεγγίσεις για τον ορισμό και την μέτρησή τους επισημαίνοντας την αναγκαιότητα και τη σημασία της σαφούς διάκρισης μεταξύ των διαταραχών και των αντιδράσεων σε αυτές.

3. Η ΕΜΠΕΙΡΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ Δεδομένης της θεωρητικής ομοφωνίας που υπάρχει μεταξύ των ερευνητών για τις ΑΝΠ, πολυάριθμες εμπειρικές μελέτες επιχειρούν να εκτιμήσουν το κόστος και τα οφέλη που συνεπάγεται η υιοθέτηση ενός κοινού νομίσματος εξετάζοντας τα ΑΝΠ κριτήρια. Το ζήτημα της συμμετρίας στις διαταραχές και τους οικονομικούς κύκλους μεταξύ των χωρών στην ευρωζώνη έχει αποτελέσει αντικείμενο διεξοδικής έρευνας και αναλύσεων σε μια προσπάθεια να διευκρινιστεί κατά πόσο η συμμετοχή σε μια νομισματική ένωση ευνοεί τον συγχρονισμό των οικονομικών κύκλων των κρατών-μελών της και προάγει εν τέλει την νομισματική και οικονομική σύγκλιση ανάμεσά τους. Διερευνώντας το ενδεχόμενο οι οικονομικοί κύκλοι στην ευρωζώνη να εξομοιωθούν διαχρονικά έτσι ώστε να εξαφανιστεί το one size does not fit all πρόβλημα, οι μελετητές εξετάζουν τους παράγοντες που οδηγούν στον κυκλικό συγχρονισμό 14. Όπως όμως σχολιάζουν οι Baxter και Kouparitsas (4, σελ. ): «δεν υπάρχει πλήρης ομοφωνία ως προς τη σχετική σπουδαιότητα των διαφόρων προσδιοριστικών παραγόντων της συνδιακύμανσης των οικονομικών κύκλων». Ένας αριθμός μελετών δείχνει ότι οι εμπορικές σχέσεις μεταξύ των μελών της ΕΝΕ έχουν διαχρονικά διευρυνθεί και αυτό φαίνεται να ευνοεί την κυκλική συνδιακύμανση 15. Ωστόσο, όπως αναφέρουν οι De Haan, Inklaar και Jong-a-Pin (5), οι ενδείξεις όσον αφορά στους υπόλοιπους προσδιοριστικούς παράγοντες είναι μάλλον συγκεχυμένες: «Αν και υπάρχουν μελέτες (όπως για παράδειγμα αυτή των Inklaar et al., 5) που υποστηρίζουν ότι η περίφημη κριτική που ασκείται κατά της ΕΝΕ έχει αποδυναμωθεί εξαιτίας της διαδικασίας της οικονομικής και νομισματικής σύγκλισης, άλλες έρευνες καταλήγουν σε λιγότερο αισιόδοξα συμπεράσματα» (De Haan et al., 5, p. 4). Οι απόψεις μεταξύ των ερευνητών για τη συνολική επίδραση που ασκεί η νομισματική ενοποίηση στο συγχρονισμό των οικονομικών κύκλων διίστανται. Υποστηρίζεται αφενός ότι η νομισματική σύγκλιση ευνοεί την κυκλική συσχέτιση στο βαθμό όμως που παρατηρείται λιγότερη ασυμμετρία στη νομισματική πολιτική. Παράλληλα, λόγω της θετικής επίδρασης των σταθερών ισοτιμιών στο διεθνές εμπόριο μπορεί έμμεσα να συμβάλλει σε μεγαλύτερο συγχρονισμό. Από την άλλη όμως πλευρά, 14 Η σχετική βιβλιογραφία μεταξύ άλλων υποδεικνύει τις εμπορικές σχέσεις (Frankel και Rose, 1998), την εξειδίκευση στην παραγωγή (Imbs, 4a), τη νομισματική σύγκλιση (Fatás, 1997), την ενοποίηση των χρηματαγορών (Imbs, 4b) και τη σύγκλιση στη δημοσιονομική πολιτική (Clark και van Wincoop, 1). 15 Στη συνέχεια της εργασίας περιγράφεται αναλυτικά η επίδραση του διεθνούς εμπορίου στον κυκλικό συγχρονισμό. 3

λαμβάνοντας υπόψη το γεγονός ότι η συναλλαγματική ισοτιμία αποτελεί ένα σημαντικό μηχανισμό απορρόφησης στοχαστικών διαταραχών, ένα κοινό νόμισμα είναι πολύ πιθανό να προκαλέσει μικρότερο βαθμό κυκλικού συγχρονισμού στην περίπτωση που οι χώρες στην ένωση έρθουν αντιμέτωπες με ασύμμετρες διαταραχές. Οι Artis και Zhang (1997, 1999) ισχυρίζονται ότι οι οικονομικοί κύκλοι των χωρών-μελών της ΕΕ σταδιακά έχουν γίνει πιο συγχρονισμένοι. Σύμφωνα με τα ευρήματα παλαιότερης έρευνάς τους (Artis και Zhang, 1995) την περίοδο 1961-1979 οι διακυμάνσεις του πραγματικού προϊόντος στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες συσχετίζονταν με αυτές των ΗΠΑ. Μετά την καθιέρωση όμως του μηχανισμού συναλλαγματικών ισοτιμιών (ERM) του Eυρωπαϊκού Νομισματικού Συστήματος, οι χώρες αυτές (με εξαίρεση το Ηνωμένο Βασίλειο) άρχισαν να εμφανίζουν υψηλή συσχέτιση με τη Γερμανία (ο βαθμός συσχέτισης με τις ΗΠΑ μειώθηκε). Σε μεταγενέστερες μελέτες τους οι Artis και Zhang (1997, 1999) επιβεβαίωσαν τα προηγούμενα συμπεράσματά τους και διαπίστωσαν διαχρονικά υψηλό κυκλικό συγχρονισμό για τις χώρες που μετείχαν στον ERM. Ο Fatás (1997) διερευνώντας και αυτός την επιρροή της νομισματικής σύγκλισης αναφέρει παρόμοια αποτελέσματα. Ο Weimann (3) σχολιάζει ότι τα ευρήματα των Artis και Zhang αποτελούν μια απόδειξη ότι οι δομές σταδιακά συγχρονίζονται λόγω της διαδικασίας της νομισματικής σύγκλισης και επιβεβαιώνουν κατά κάποιο τρόπο την υπόθεση της ενδογένειας των ΑΝΠ κριτηρίων. Άλλες έρευνες ωστόσο καταλήγουν σε αντίθετα συμπεράσματα. Οι Inklaar και De Haan (1) διαφωνούν με τον παραπάνω ισχυρισμό (δηλαδή ότι η αυξημένη νομισματική σύγκλιση, ιδιαίτερα μετά τη δημιουργία του ERM το 1979 και ο κυκλικός συγχρονισμός συνδέονται θετικά) των Artis και Zhang (1999) καθώς διαπιστώνουν ότι οι οικονομικοί κύκλοι των χωρών-μελών της ΕΕ-15 παρουσίαζαν καλύτερη συσχέτιση με τη Γερμανία την περίοδο 1971-1979 απ ότι το χρονικό διάστημα 1979-1989. Επιπλέον, οι Baxter και Stockman (1989) και οι Inklaar και De Haan (1) δεν βρίσκουν να υπάρχει συστηματική σχέση ανάμεσα στις σταθερές συναλλαγματικές ισοτιμίες και το συγχρονισμό των οικονομικών κύκλων. Οι Frankel και Rose (1998) μολονότι συμπεριλαμβάνουν μια ψευδομεταβλητή για το ERM στο οικονομετρικό τους υπόδειγμα δεν διαπιστώνουν ο συντελεστής της να είναι στατιστικά σημαντικός. Οι Bordo και Helbling (3) λαμβάνουν υπόψη μια μεταβλητή συναλλαγματικής πολιτικής μετρούμενη με τον σχετικό αριθμό των ετών στα οποία η συναλλαγματική ισοτιμία μεταξύ δυο χωρών ήταν ελεγχόμενη, αλλά δεν βρίσκουν αυτή να σχετίζεται σημαντικά με το βαθμό συνδιακύμανσης των μεταβολών πραγματικού προϊόντος. Ο Bergman (4) επιβεβαιώνει 4

τη θετική σχέση ανάμεσα στη μεταβλητότητα των ισοτιμιών και τον κυκλικό συγχρονισμό. Αντίθετα, οι Otto et al. (1) και οι Inklaar et al. (5) βρίσκουν ότι η μεταβλητότητα των συναλλαγματικών ισοτιμιών οδηγεί σε μικρότερη συσχέτιση των διακυμάνσεων του πραγματικού ΑΕΠ των χωρών. Οι De Haan, Inklaar και Sleijpen () χρησιμοποιούν παρόμοια μεθοδολογία με αυτή των Artis και Zhang (1997, 1999) και εξετάζουν τον βαθμό συγχρονισμού των οικονομικών κύκλων ανάμεσα στις πολιτείες των ΗΠΑ (περίοδος 199-93) και της Γερμανίας (περίοδος 195-96). Τα συμπεράσματα για τις ΗΠΑ είναι μεικτά. Όσον αφορά στη Γερμανία, τα μεταπολεμικά δεδομένα δείχνουν ότι οι οικονομικοί κύκλοι στις διάφορες πολιτείες της έχουν γίνει πιο όμοιοι διαχρονικά. Επιπλέον, διερευνώντας την επίδραση του αυξημένου εμπορίου και των ευέλικτων συναλλαγματικών ισοτιμιών στον κυκλικό συγχρονισμό των χωρών του ΟΟΣΑ, οι παραπάνω συγγραφείς διαπιστώνουν ότι το μεν διεθνές εμπόριο προάγει την κυκλική συνδιακύμανση, ενώ η διατήρηση της σταθερότητας στις ισοτιμίες έχει προκαλέσει λιγότερο συγχρονισμό. Πολλοί ερευνητές αναγνωρίζοντας την αλληλεξάρτηση που υπάρχει μεταξύ του βαθμού συσχέτισης των οικονομικών κύκλων και των ροών εμπορίου μελετούν επισταμένως τη φύση αυτής της αλληλεπίδρασης. Ειδικότερα, οι Frankel και Rose (1998) επεξεργάζονται δεδομένα τριάντα ετών για 1 βιομηχανικές χώρες και διαπιστώνουν μια ισχυρή θετική σχέση ανάμεσα στο βαθμό των διμερών εμπορικών σχέσεων και τη διασυνοριακή κυκλική συσχέτιση μακροοικονομικών μεταβλητών, τεκμηριώνοντας έτσι και εμπειρικά την υπόθεση της ενδογένειας. Μεταγενέστερες έρευνες των Rose and Engel (, 1, ), Clark and van Wincoop (1), Rose (), Alesina et al. (), Tenreyro and Barro (3), Bergman (3) και Calderon, Chong and Stein (3) φαίνεται να ενισχύουν το επιχείρημα της ενδογένειας, αφού προκύπτει ότι υψηλά ποσοστά διμερούς εμπορίου συνδέονται με μεγαλύτερη κυκλική συσχέτιση. Όπως όμως σημειώνει η Kucerova (3), ορισμένοι από τους παραπάνω συγγραφείς εκφράζουν μια μικρή αμφιβολία για την πλήρη αξιοπιστία της συγκεκριμένης υπόθεσης όσον αφορά στο βαθμό συσχέτισης των οικονομικών κύκλων. Οι De Haan, Inklaar and Jong-a-Pin (5) αναγνωρίζουν ότι οι περισσότερες από τις μελέτες που εξετάζουν την επίδραση του εμπορίου στη συσχέτιση μακροοικονομικών μεταβλητών υποδεικνύουν μια θετική σχέση ανάμεσα στο διεθνές εμπόριο και τον κυκλικό συγχρονισμό (ανεξάρτητα από τον τρόπο με τον οποίο υποδειγματοποιείται η εμπορική σχέση). Τονίζουν ωστόσο ότι οι πιο πρόσφατες έρευνες καταλήγουν σε λιγότερο ισχυρά αποτελέσματα συγκριτικά με τα ευρήματα των Frankel και Rose (1998). Οι Gruben et al. 5

(), για παράδειγμα, χρησιμοποιώντας το ίδιο δείγμα των 1 χωρών επιβεβαιώνουν μερικώς το γενικό συμπέρασμα των Frankel και Rose (1998). Οι Calderon et al. () βρίσκουν την επίδραση της έντασης του εμπορίου να είναι χαμηλότερη, αλλά καταλήγουν σε παρόμοια συμπεράσματα με τους Frankel και Rose (1998) για τις χώρες του ΟΟΣΑ. Οι Baxter και Kouparitsas (4) χρησιμοποιώντας μια βάση δεδομένων που περιλαμβάνει 1 ανεπτυγμένες και αναπτυσσόμενες χώρες και τη μέθοδο της «ευρωστίας» ( robustness approach) που εισήγαγε ο Leamer (1983), αποδεικνύουν ότι οι χώρες που διευρύνουν τις εμπορικές σχέσεις τους εμφανίζουν μεγαλύτερη κυκλική συσχέτιση στις μακροοικονομικές τους μεταβλητές. Αρκετοί ερευνητές προκειμένου να ελέγξουν την αξιοπιστία των δυο υποθέσεων (δηλαδή την υπόθεση της ενδογένειας και την υπόθεση εξειδίκευσης) χρησιμοποιούν το υπόδειγμα έλξης του διεθνούς εμπορίου (gravity model) 16. Η Kucerova (3) αναφέρει ότι τα αποτελέσματα της έρευνας των Rose () 17, Frankel και Rose (), Rose και van Wincoop (1), Mélitz (1), Persson (1) και Glick και Rose () υποδεικνύουν τη θετική επίδραση που ασκεί μια νομισματική ένωση στο διμερές εμπόριο μεταξύ των μελών της. Σε τρεις διαδοχικές μελέτες (Rose, ; Rose και van Wincoop; 1; Rose, 1) ο Rose υποστηρίζει πως η μέθοδος εκτίμησης Πάνελ (panel data estimation) ισχυροποιεί το συμπέρασμα ότι η νομισματική ενοποίηση έχει θετική επίδραση στο διεθνές εμπόριο. Ο Artis (3) σχολιάζει ωστόσο ότι τα αποτελέσματα αυτά έχουν αντιμετωπιστεί από τους υπόλοιπους ερευνητές με επιφύλαξη. Όπως αναφέρουν οι De Grauwe και Mongelli (4), μολονότι η θεωρία για την επίδραση του trade creation μιας νομισματικής ένωσης είναι ευρέως αποδεκτή, οι εμπειρικές ενδείξεις που παρέχονται για την ευρωζώνη είναι ακόμα περιορισμένες. Μια πιθανή εξήγηση κατά τους συγγραφείς αυτούς είναι ότι τέτοιου είδους επιδράσεις χρειάζονται αρκετό χρόνο μέχρι να γίνουν αισθητές. Και ενώ οι Frankel και Rose (1998) αναπτύσσουν την υπόθεση της ενδογένειας θεωρώντας ότι η απομάκρυνση των εμπορικών φραγμών επιτρέπει στις διαταραχές της ζήτησης να διοχετεύονται πιο εύκολα μεταξύ των εμπορικών εταίρων, με αποτέλεσμα να 16 Το υπόδειγμα έλξης υποθέτει ότι οι ροές εμπορίου, εκτός από τις οικονομικές μεταβλητές, εξαρτώνται και από άλλους θεσμικούς και γεωγραφικούς παράγοντες, όπως το αν οι υπό εξέταση χώρες έχουν την ίδια γλώσσα και θρησκεία και το εάν έχουν κοινά σύνορα. 17 Ο Rose () χρησιμοποιώντας απλό υπόδειγμα με ψευδομεταβλητή για το ενιαίο νόμισμα απέδειξε ότι δυο χώρες που μοιράζονται το ίδιο νόμισμα αναπτύσσουν τις εμπορικές συναλλαγές μεταξύ τους τρεις φορές περισσότερο απ ότι εάν χρησιμοποιούσαν διαφορετικό νόμισμα. 6