ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΤΜΗΜΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ ΣΤΗΝ «ΔΙΟΙΚΗΣΗ ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ» ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗ: ΔΙΕΘΝΗ ΚΑΙ ΕΥΡΩΠΑΪΚΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΑ Οικονομετρική ανάλυση των δυναμικών χαρακτηριστικών των διδύμων ελλειμμάτων: Η περίπτωση της Ελλάδας Η εργασία υποβάλλεται για την μερική κάλυψη των απαιτήσεων με στόχο την απόκτηση μεταπτυχιακού διπλώματος ΤΡΑΧΑΝΑΣ Σ. ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ ΕΠΙΒΛΕΠΩΝ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ: ΚΑΤΡΑΚΥΛΙΔΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ, ΙΟΥΝΙΟΣ 2009
ΠΕΡΙΛΗΨΗ Από το 2001 και μετέπειτα, η Ελλάδα, για άλλη μια φορά έρχεται αντιμέτωπη με αυξημένα ελλείμματα, που την οδήγησαν υπό καθεστώς επιτήρησης από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης. Η αντιμετώπιση της κατάστασης αυτής από την κυβέρνηση προφανώς απαιτεί πολύ καλή γνώση των δυναμικών χαρακτηριστικών των δύο βασικών ελληνικών ελλειμμάτων, του ελλείμματος του κρατικού προϋπολογισμού και του εμπορικού ελλείμματος. Ειδικότερα, απαιτείται η διερεύνηση του τρόπου σύνδεσης των δύο ελλειμμάτων, δηλαδή ο προσδιορισμός της ύπαρξης αιτιωδών σχέσεων ανάμεσα τους, όπως και η κατεύθυνση των αιτιωδών επιδράσεων. Περαιτέρω, ιδιαίτερη σημασία έχει και η διερεύνηση της δυνατότητας της διαχρονικής διατήρησης τους σε ελεγχόμενα επίπεδα. Στην διεθνή βιβλιογραφία, τα παραπάνω, είναι γνωστά ως η υπόθεση των διδύμων ελλειμμάτων (twin deficits hypothesis) και η μελέτη της διατηρησιμότητας (sustainability) των ελλειμμάτων αυτών. Επιπλέον, και ενώ το 2002 η Ελλάδα αντιμετώπισε μία σημαντική θεσμική και διαρθρωτική αλλαγή, την είσοδο στην Ευρωπαϊκή Οικονομική και Νομισματική Ένωση, εντούτοις οι μελέτες στα ζητήματα που τέθηκαν ανωτέρω σταματούν στο 2000. Κατά συνέπεια, ο σκοπός της παρούσας μελέτης εστιάζει στην διερεύνηση των παραπάνω ζητημάτων για την Ελληνική οικονομία με νεότερα οικονομικά στοιχεία και στην κατάθεση συμπερασμάτων που θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν από τους ασκούντες την οικονομική πολιτική. 2
Στην παρούσα μελέτη χρησιμοποιήσαμε ετήσια στοιχεία για την ελληνική οικονομία της περιόδου 1960-2007 και εφαρμόζοντας την μέθοδο συνολοκλήρωσης της μέγιστης πιθανοφάνειας του Johansen (1988), καθώς και τους ελέγχους αιτιότητας του Granger (1969), προσπαθήσαμε να διερευνήσουμε και να δώσουμε απαντήσεις στα ανωτέρω ερωτήματα. Τα εμπειρικά μας ευρήματα δείχνουν την ύπαρξη «ασθενούς» διατηρησιμότητας και για τα δύο υπό εξέταση ελλείμματα και ακόμα επιβεβαιώνουν την παραδοσιακή προσέγγιση για τα δίδυμα ελλείμματα, με την ύπαρξη μακροχρόνιας αιτιώδους σχέσης μεταξύ τους και κατεύθυνση από το έλλειμμα του κρατικού προϋπολογισμού προς το εμπορικό έλλειμμα. 3
Δηλώνω ότι είμαι συγγραφέας αυτής της εργασίας και ότι κάθε βοήθεια την οποία είχα για την προετοιμασία της, είναι πλήρως αναγνωρισμένη και αναφέρεται στην εργασία. Επίσης, έχω κάνει σαφής αναφορές (συντάκτη, χρονολογία, εργασία, σελίδα) τις όποιες πηγές από τις οποίες έκανα χρήση δεδομένων, προτάσεων, ιδεών ή λέξεων, είτε αυτές αναφέρονται ακριβώς είτε είναι παραφρασμένες. Καταλαβαίνω ότι η αποτυχία να γίνει αυτό ανέρχεται σε λογοκλοπή και θα θεωρηθεί λόγος αποτυχίας σε αυτήν την διπλωματική και του συνολικού βαθμού της. Ακόμα δηλώνω ότι αυτή η γραπτή εργασία προετοιμάστηκε από εμένα προσωπικά και αποκλειστικά και ότι θα αναλάβω πλήρως τις συνέπειες εάν η εργασία αυτή αποδειχθεί ότι δεν μου ανήκει. Όνομα: ΤΡΑΧΑΝΑΣ Σ. ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ Υπογεγραμμένος: Ημερομηνία: 25 ΙΟΥΝΙΟΥ 2009 4
ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΕΣ Ευχαριστώ τον επιβλέπων καθηγητή μου κ. Κωνσταντίνο Κατρακυλίδη, για την αμέριστη και ουσιαστική επιστημονική βοήθεια και καθοδήγηση που μου παρείχε, σε όλη την διάρκεια της εκπόνησης της εργασίας αυτής. Ευχαριστώ την οικογένεια του Στέλιου και της Τασούλας Καλοτεράκη, για την πολύτιμη υλική και ηθική υποστήριξη, όλα τα χρόνια των σπουδών μου. Το πιο μεγάλο ευχαριστώ, το οφείλω στην μητέρα μου, χάρη στις προσπάθειες της οποίας, έχω φτάσει εδώ που είμαι σήμερα. Τέλος, η παρούσα εργασία αφιερώνεται στην μνήμη του αγαπημένου Στέλιου Καλοτεράκη. 5
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΠΙΝΑΚΩΝ... 8 ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΔΙΑΓΡΑΜΜΑΤΩΝ... 10 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1... 11 Εισαγωγή... 11 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2... 16 Ιστορική αναδρομή του εμπορικού και δημοσιονομικού ελλείμματος... 16 2.1 Γενικά στοιχεία... 16 2.2 Η δεκαετία 1960-1970... 17 2.3 Η δεκαετία 1970-1980... 18 2.4 Η δεκαετία 1980-1990... 18 2.5 Η δεκαετία 1990-2000... 19 2.6 Η περίοδος 2000-2007... 20 Παράρτημα Κεφαλαίου 2... 23 Διαγράμματα μεταβλητών του Α.Ε.Π., του εμπορικού ισοζυγίου και του κρατικού προϋπολογισμού.... 23 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3... 28 Το θεωρητικό πλαίσιο της θεωρίας των διδύμων ελλειμμάτων και της διατηρησιμότητας των ελλειμμάτων... 28 3.1 Γενικά... 28 3.2 Θεωρητικές προσεγγίσεις των διδύμων ελλειμμάτων... 28 3.3 Διατηρησιμότητα του ελλείμματος του κρατικού προϋπολογισμού... 34 3.4 Διατηρησιμότητα του εμπορικού ελλείμματος... 39 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4... 44 Επισκόπηση της βιβλιογραφίας... 44 4.1 Γενικά για την σχετική βιβλιογραφία... 44 4.2 Επισκόπηση της βιβλιογραφίας για τα δίδυμα ελλείμματα... 45 4.3.1 Επισκόπηση της βιβλιογραφίας για την διατηρησιμότητα των ελλειμμάτων... 59 4.3.2 Διατηρησιμότητα των δημοσιονομικών ελλειμμάτων... 60 6
4.3.3 Διατηρησιμότητα των ελλειμμάτων του εμπορικού ισοζυγίου... 66 4.4 Πινακοποίηση της βιβλιογραφίας για τα δίδυμα ελλείμματα και την διατηρησιμότητα των ελλειμμάτων... 69 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5... 76 Μεθοδολογικά στοιχεία της εμπειρικής έρευνας... 76 5.1 Γενικά... 76 5.2 Η έννοια της πλασματικής παλινδρόμησης... 76 5.3 Έλεγχοι στασιμότητας... 77 5.3.1 Ο έλεγχος Dickey-Fuller (DF)... 78 5.3.2 Ο επαυξημένος έλεγχος Dickey-Fuller (Augmented DF)... 80 5.4 Η έννοια της συνολοκλήρωσης... 81 5.5 Συνολοκλήρωση και υποδείγματα VAR... 84 5.6 Υποδείγματα VAR και αιτιότητα... 89 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6... 93 Αποτελέσματα της εμπειρικής ανάλυσης... 93 6.1 Στατιστικά δεδομένα και οικονομετρικά προγράμματα Η/Υ... 93 6.2 Έλεγχοι στασιμότητας Dickey-Fuller... 94 6.3 Εμπειρικά αποτελέσματα από την εφαρμογή της μεθόδου συνολοκλήρωσης της μέγιστης πιθανοφάνειας (Johansen)... 96 6.3.1 Διερεύνηση της σχέσης Εισαγωγών - Εξαγωγών... 97 6.3.2 Διερεύνηση της υπόθεσης της διατηρησιμότητας του εμπορικού ελλείμματος...102 6.3.3 Διερεύνηση της σχέσης Εσόδων Δαπανών του κρατικού προυπολογισμού...104 6.3.4 Διερεύνηση της υπόθεσης της διατηρησιμότητας του ελλείμματος του κρατικού προϋπολογισμού...109 6.3.5 Διερεύνηση της σχέσης Δημοσιονομικού και Εμπορικού Ελλείμματος...110 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7... 117 Συμπεράσματα... 117 ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ... 121 Ξένη Βιβλιογραφία... 121 Ελληνική Βιβλιογραφία... 128 7
ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΠΙΝΑΚΩΝ Πίνακας 2.1 : Εμπορικό και δημοσιονομικό έλλειμμα ως ποσοστά του Α.Ε.Π....27 Πίνακας 4.1: Βιβλιογραφία για τα δίδυμα ελλείμματα...70 Πίνακας 4.2: Βιβλιογραφία για την διατηρησιμότητα των ελλειμμάτων του κρατικού προϋπολογισμού...73 Πίνακας 4.3: Βιβλιογραφία για την διατηρησιμότητα των ελλειμμάτων του εμπορικού ισοζυγίου...75 Πίνακας 6.1: Έλεγχοι στασιμότητας ADF στα επίπεδα των μεταβλητών...94 Πίνακας 6.2: Έλεγχοι στασιμότητας ADF στις πρώτες διαφορές των μεταβλητών...96 Πίνακας 6.3: Έλεγχος συνολοκλήρωσης μεταξύ εξαγωγών και εισαγωγών με την μέθοδο της μέγιστης πιθανοφάνειας...98 Πίνακας 6.4: Εκτίμηση του διανύσματος συνολοκλήρωσης εξαγωγών εισαγωγών...99 Πίνακας 6.5: Εκτίμηση του υποδείγματος διόρθωσης σφάλματος με εξαρτημένη την ΔLXP...99 Πίνακας 6.6: Εκτίμηση του υποδείγματος διόρθωσης σφάλματος με εξαρτημένη την ΔLΙΜ... 100 Πίνακας 6.7 : Αποτελέσματα ελέγχου Wald για ανίχνευση αιτιότητας κατά Granger στην σχέση εισαγωγών-εξαγωγών... 102 Πίνακας 6.8: Αποτέλεσμα ελέγχου για τον συντελεστή β με την στατιστική του ελέγχου LR (Likelihood Ratio) στο εμπορικό έλλειμμα... 103 Πίνακας 6.9: Έλεγχος συνολοκλήρωσης μεταξύ εσόδων και δαπανών του κρατικού προϋπολογισμού με την μέθοδο της μέγιστης πιθανοφάνειας... 105 Πίνακας 6.10: Εκτίμηση του διανύσματος συνολοκλήρωσης εσόδων δαπανών του κρατικού προϋπολογισμού... 105 Πίνακας 6.11: Εκτίμηση του υποδείγματος διόρθωσης σφάλματος με εξαρτημένη την ΔLRE... 106 Πίνακας 6.12: Εκτίμηση του υποδείγματος διόρθωσης σφάλματος με εξαρτημένη την ΔLEX... 107 Πίνακας 6.13 : Αποτελέσματα ελέγχου Wald για ανίχνευση αιτιότητας κατά Granger στην σχέση εσόδων δαπανών του κρατικού προϋπολογισμού... 108 Πίνακας 6.14: Αποτέλεσμα ελέγχου για τον συντελεστή β με την στατιστική του ελέγχου LR (Likelihood Ratio) στο έλλειμμα του κρατικού προϋπολογισμού... 110 Πίνακας 6.15: Έλεγχος συνολοκλήρωσης εμπορικού και δημοσιονομικού ελλείμματος με 8
την μέθοδο της μέγιστης πιθανοφάνειας... 112 Πίνακας 6.16: Εκτίμηση του διανύσματος συνολοκλήρωσης εμπορικού και δημοσιονομικού ελλείμματος... 112 Πίνακας 6.17: Εκτίμηση του υποδείγματος διόρθωσης σφάλματος με εξαρτημένη την ΔLTB... 113 Πίνακας 6.18: Εκτίμηση του υποδείγματος διόρθωσης σφάλματος με εξαρτημένη την ΔLΒΒ... 114 Πίνακας 6.19: Τα εμπειρικά ευρήματα της ανάλυσης για την Ελληνική οικονομία της περιόδου 1960-2007... 116 9
ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΔΙΑΓΡΑΜΜΑΤΩΝ Διάγραμμα 2.1: Ελληνικό Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν, 1960-2007 (εκατ. )...23 Διάγραμμα 2.2: Ελληνικές Εισαγωγές - Εξαγωγές, 1960-2007 (εκατ. )...23 Διάγραμμα 2.3: Ελληνικό Εμπορικό Έλλειμμα, 1960-2007 (εκατ. )...24 Διάγραμμα 2.4: Ελληνικό Εμπορικό Έλλειμμα ως ποσοστό του Α.Ε.Π., 1960-2007...24 Διάγραμμα 2.5: Έσοδα Δαπάνες Κεντρικής Κυβέρνησης, 1960-2007 (εκατ. )...25 Διάγραμμα 2.6: Ελληνικό Δημοσιονομικό Έλλειμμα, 1960-2007 (εκατ. )...25 Διάγραμμα 2.7: Ελληνικό Δημοσιονομικό Έλλειμμα ως ποσοστό του Α.Ε.Π., 1960-2007...26 Διάγραμμα 3.1: Διατηρησιμότητα του κρατικού προϋπολογισμού (έλεγχοι στασιμότητας και συνολοκλήρωσης)...38 Διάγραμμα 3.2: Διατηρησιμότητα των ελλειμμάτων του εμπορικού ισοζυγίου (έλεγχοι στασιμότητας και συνολοκλήρωσης)...43 Διάγραμμα 6.1: Οι πορείες των μεταβλητών LIM, LXP και LTB στην χρονική περίοδο τους δείγματος...95 Διάγραμμα 6.2: Οι πορείες των μεταβλητών LRE, LEX και LBB στην χρονική περίοδο τους δείγματος...95 10
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1 Εισαγωγή Στην διεθνή βιβλιογραφία γίνεται εκτενής συζήτηση τις δύο τελευταίες δεκαετίες για το πρόβλημα των διδύμων ελλειμμάτων, καθώς και για την διατηρησιμότητα (συγκράτηση) αυτών. Ως δίδυμα ελλείμματα αναφέρονται το έλλειμμα του κρατικού προϋπολογισμού και το εμπορικό έλλειμμα (ή το έλλειμμα του ισοζυγίου των τρεχουσών συναλλαγών). Η διερεύνηση της ύπαρξης ή όχι αιτιώδους σχέσης μεταξύ τους είναι ουσιώδης για την εφαρμογή αποτελεσματικής οικονομικής πολιτικής. Στην μεταπολεμική οικονομική ελληνική ιστορία τα δύο ελλείμματα εμφανίζονται υψηλά για όλη την περίοδο και επηρεάζουν αρνητικά την εθνική ευημερία. Έχουν όμως όντως μία αιτιώδης σχέση μεταξύ τους ή η φαινομενική συσχέτιση τους είναι συμπτωματική; Και αν έχουν μία αιτιώδη σχέση μεταξύ τους, αυτή ποια κατεύθυνση έχει; Η παραδοσιακή προσέγγιση στο ζήτημα των διδύμων ελλειμμάτων, ισχυρίζεται ότι τα δύο ελλείμματα όντως συνδέονται, με το έλλειμμα του κρατικού προϋπολογισμού να επηρεάζει αιτιωδώς το εμπορικό έλλειμμα (Hutchison & Pyle 1984, Summers 1986, Bernheim 1987, Zietz & Pemberton 1990, Vamvoukas 1999 κ.α.). Στην βιβλιογραφία όμως υπάρχουν και μελέτες που επιβεβαιώνουν την ύπαρξη αιτιώδους σχέσης από το εμπορικό προς το δημοσιονομικό έλλειμμα (Abell 1990, Rosenweig & Tallman 1991, Anoruo & Ramchander 1998, Ardiyanto 2006, 11
κ.α.), ενώ ένας αριθμός εργασιών διαπιστώνει και αμφίδρομες επιδράσεις (Darrat 1988, Islam 1998, κ.α.). Η αντίθετη προσέγγιση, η Ρικαρντιανή, θεωρεί πως δεν υπάρχει σχέση μεταξύ του ελλείμματος του κρατικού προϋπολογισμού και του εμπορικού ελλείμματος (Enders & Lee 1990, McNelis & Siddiqui 1994, κ.α.). Ένα άλλο σημαντικό θέμα είναι αν τα δύο ελλείμματα είναι διατηρήσιμα. Δηλαδή, θα συνεχίζει το δημόσιο να ικανοποιεί τους διαχρονικούς του περιορισμούς (τον εξωτερικό περιορισμό και τον περιορισμό του κρατικού προϋπολογισμού) ή τα ελλείμματα θα αυξάνονται υπέρμετρα και δεν θα μπορεί πλέον να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις του, με ό,τι αυτό συνεπάγεται; Τα παραπάνω ερωτήματα είναι πολύ σημαντικά στην διαμόρφωση της εθνικής οικονομικής πολιτικής, ιδιαίτερα στο σύγχρονο ανταγωνιστικό διεθνές περιβάλλον. Στην σχετική βιβλιογραφία, οι μελέτες που έχουν γίνει για την περίπτωση της Ελλάδας στηρίζονται σε οικονομικά στοιχεία μέχρι το 2000 και επιβεβαιώνουν την ύπαρξη αιτιώδους σχέσης στα δύο ελλείμματα, καθώς και ότι αυτά είναι διατηρήσιμα. Όμως, το 2002 η χώρα εισήλθε στην Ευρωπαϊκή Οικονομική και Νομισματική Ένωση (Ο.Ν.Ε.) και υιοθέτησε το νέο κοινό Ευρωπαϊκό Νόμισμα, το Ευρώ. Η προσχώρηση της χώρας στην Ο.Ν.Ε. αποτελεί μία σημαντική θεσμική και διαρθρωτική αλλαγή που επιβάλλει την επανεξέταση του ζητήματος των ελληνικών διδύμων ελλειμμάτων, καθώς και της διατηρησιμότητας αυτών. Για τους παραπάνω λόγους, προχωρήσαμε σε μία νέα μελέτη, σκοπός της οποίας είναι, χρησιμοποιώντας πρόσφατα οικονομικά στοιχεία, να επανεξετάσει τα επίμαχα ζητήματα, για την περίπτωση της Ελλάδας. Οπότε οι ειδικότεροι στόχοι αυτής της μελέτης είναι: 12
i. Η διερεύνηση της διατηρησιμότητας του ελλείμματος του κρατικού προϋπολογισμού, δηλαδή το κατά πόσο το έλλειμμα αυτό είναι δυνητικά ελεγχόμενο. ii. Η διερεύνηση της διατηρησιμότητας του εμπορικού ελλείμματος, δηλαδή το κατά πόσο το έλλειμμα αυτό είναι δυνητικά ελεγχόμενο. iii. Η διερεύνηση της σχέσης των δύο ελλειμμάτων, δηλαδή αν τα δύο ελλείμματα συνδέονται με αιτιώδη σχέση και ποια είναι η κατεύθυνση των αιτιωδών επιδράσεων. Προκειμένου να απαντήσουμε στα παραπάνω ερωτήματα, χρησιμοποιήσαμε εργαλεία της οικονομετρικής ανάλυσης και ειδικότερα της ανάλυσης χρονολογικών σειρών, με ετήσια στοιχεία για την ελληνική οικονομία που καλύπτουν την περίοδο 1960-2007. Αρχικά, έγιναν οι κλασσικοί έλεγχοι ανίχνευσης μοναδιαίας ρίζας, για να διαπιστωθεί κατά πόσον οι υπό εξέταση σειρές είναι στάσιμες ή μη. Ακολούθως, εφαρμόστηκε η τεχνική συνολοκλήρωσης της μέγιστης πιθανοφάνειας του Johansen (1988), για να διερευνηθεί η ύπαρξη μακροχρόνιας σχέσης μεταξύ των δύο ελλειμμάτων. Περαιτέρω, στα αντίστοιχα υποδείγματα διόρθωσης σφαλμάτων που προέκυψαν, ελέγξαμε για αιτιώδεις κατά Granger (1969) επιδράσεις, ώστε να ανιχνεύσουμε τις μακροχρόνιες και τις βραχυχρόνιες αιτιώδεις επιδράσεις μεταξύ των δύο ελλειμμάτων. Τέλος, ελέγξαμε τα δύο ελλείμματα για διατηρησιμότητα, δηλαδή αν αυτή υφίσταται και ποιάς μορφής είναι (ασθενής ή ισχυρή), κατά την ορολογία της Quintos (1995). 13
Στο κεφάλαιο 2 προχωρούμε σε μία σύντομη ιστορική αναδρομή των δύο ελλειμμάτων και των παραγόντων που τα επηρέασαν στην χρονική περίοδο του δείγματος μας, 1960-2007. Για μεγαλύτερη ευκολία η χρονική περίοδος χωρίζεται σε υποπεριόδους διάρκειας 10 ετών. Στο κεφάλαιο 3 αναπτύσσεται το θεωρητικό πλαίσιο των διδύμων ελλειμμάτων και οι δύο κύριες προσεγγίσεις του, δηλαδή η παραδοσιακή και η Ρικαρντιανή προσέγγιση. Ακόμα, παρουσιάζεται η έννοια της διατηρησιμότητας των ελλειμμάτων και η απαιτούμενη μεθοδολογία για την διερεύνηση της. Στο κεφάλαιο 4 γίνεται η επισκόπηση της διεθνούς και ελληνικής βιβλιογραφίας αναφορικά με την διερεύνηση της σχέσης μεταξύ του δημοσιονομικού και εμπορικού ελλείμματος, αλλά και την διατηρησιμότητα αυτών. Στο κεφάλαιο 5, αναπτύσσονται οι μεθοδολογίες που θα εφαρμοστούν στην οικονομετρική ανάλυση. Αναλυτικότερα, περιγράφονται η έννοια της στασιμότητας, ο έλεγχος στασιμότητας των Dickey και Fuller (1979) και ο διευρυμένος έλεγχος στασιμότητας των Dickey και Fuller (1999). Ακόμη, αναλύεται συνοπτικά η έννοια της συνολοκλήρωσης και περιγράφονται ακολούθως τα βήματα για τον έλεγχο συνολοκλήρωσης με την τεχνική της μέγιστης πιθανοφάνειας κατά Johansen (1988). Τέλος, παρουσιάζεται περιληπτικά και η έννοια της αιτιότητας κατά Granger (1969). Στο κεφάλαιο 6, παρατίθενται τα εμπειρικά ευρήματα της οικονομετρικής ανάλυσης. Τα εμπειρικά αυτά ευρήματα είναι, τα αποτελέσματα των ελέγχων για στασιμότητα, τα αποτελέσματα των ελέγχων συνολοκλήρωσης, οι εισηγήσεις των υποδειγμάτων διόρθωσης σφάλματος και η εφαρμογή των ελέγχων αιτιότητας 14
κατά Granger, καθώς και τα αποτελέσματα των ελέγχων για την διερεύνηση της διατηρησιμότητας. Τέλος, στο κεφάλαιο 7, προχωρούμε σε μία συνοπτική παρουσίαση των αποτελεσμάτων της παρούσας μελέτης και καταλήγουμε σε συμπεράσματα για την ανάλυση των δύο ελληνικών ελλειμμάτων. 15
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2 Ιστορική αναδρομή του εμπορικού και δημοσιονομικού ελλείμματος 2.1 Γενικά στοιχεία Στο κεφάλαιο αυτό θα γίνει μια ιστορική ανασκόπηση της πορείας του εμπορικού και του δημοσιονομικού ελλείμματος από το 1960 μέχρι και το 2007. Τα στοιχεία για τα δύο ελλείμματα προέρχονται από την βάση δεδομένων IFS (International Financial Statistics) του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου. Η υπό εξέταση χρονική περίοδος είναι αρκετά μεγάλη και αποτελεί σχεδόν το ¼ της οικονομικής ιστορίας του νεοελληνικού κράτους. Για αποτελεσματικότερη παρουσίαση, θα εξετάσουμε την χρονική περίοδο 1960-2007 ανά δεκαετία. Κάθε δεκαετία χαρακτηρίζεται από διαφορετικές οικονομικές και πολιτικές συνθήκες για το ελληνικό κράτος, που προσπαθούσε να εξελιχθεί από μια κατεστραμμένη οικονομία, μετά το τέλος του Β Παγκοσμίου Πολέμου, στην σύγχρονη ευρωπαϊκή πολιτεία του σήμερα. Για την καλύτερη παρουσίαση της διαχρονικής εξέλιξης των δύο ελλειμμάτων, στο παράρτημα του παρόντος κεφαλαίου παραθέτουμε τα σχετικά διαγράμματα με την διαχρονική μεταβολή των σχετικών ελλειμμάτων και του ελληνικού Α.Ε.Π. (διαγράμματα 2.1-2.7), καθώς και πίνακα με τα ελλείμματα ως ποσοστά του Α.Ε.Π. (πίνακας 2.1). 16
2.2 Η δεκαετία 1960-1970 Η δεκαετία 1960-1970 χαρακτηρίζεται από έντονες εξελίξεις στην ελληνική πολιτική και οικονομία. Η χώρα συνεχίζει τις προσπάθειες της για ανόρθωση της οικονομίας της μετά τον Β Παγκόσμιο Πόλεμο και τον εμφύλιο και για τον συγχρονισμό της με την διεθνή πραγματικότητα. Το έλλειμμα του κρατικού προϋπολογισμού διατηρήθηκε σε χαμηλό ποσοστό του Α.Ε.Π., από 1,62% το 1960, σε 1,52% το 1970, με ανώτατη τιμή 1,92% το 1968. Παράλληλα το εμπορικό έλλειμμα κυμάνθηκε από 7,6% του Α.Ε.Π., μέχρι 7,18% το 1970, με κορύφωση το 1965 που έφτασε στο 11,35%. Τα δύο αυτά ελλείμματα προέκυψαν από την κυβερνητική πολιτική της περιόδου, που είχε στόχο να αυξήσει τις επενδύσεις, είτε με επενδύσεις του ίδιου του κράτους, (κυρίως έργα υποδομής), είτε με κρατική υποστήριξη στην ιδιωτική επένδυση, (φορολογικές απαλλαγές στις επιχειρήσεις με επενδυτικά σχέδια). Παράλληλα, οι κυβερνήσεις κατέφυγαν σε μεγαλύτερη χρηματοδότηση του ελλείμματος με έκδοση χρήματος, για να καλύψουν τις αυξημένες κρατικές δαπάνες, μία πολιτική που επηρέασε κυρίως την παραγωγή. Μία επίσης σημαντική εξέλιξη της περιόδου είναι και η συμφωνία σύνδεσης της Ελλάδας με την Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα (Ε.Ο.Κ.). Η συμφωνία τέθηκε σε ισχύ τον Νοέμβριο του 1962 και προέβλεπε σταδιακή μείωση των δασμών. Τέλος, το υψηλό εμπορικό έλλειμμα της περιόδου, οφείλεται και σε ένα μεγάλο βαθμό στην επεκτατική πολιτική δημοσίων δαπανών που προαναφέρθηκε, που επηρέασε αυξητικά το εισόδημα και άρα και τις δαπάνες για εισαγωγές. 17
2.3 Η δεκαετία 1970-1980 Η δικτατορία, που επιβλήθηκε στην Ελλάδα την περίοδο 1967-1974, δεν ακολούθησε διαφορετική οικονομική πολιτική από τις προηγούμενες κυβερνήσεις. Οπότε η οικονομική πολιτική εξακολουθούσε να είναι στραμμένη κυρίως σε προγράμματα δημοσίων επενδύσεων και έργα υποδομής. Αυτά, σε συνδυασμό με την χαμηλή φορολογία των επιχειρήσεων και την αυστηρότερη (αρχικά) νομισματική πολιτική της κυβέρνησης, συνέβαλαν ώστε η αύξηση του ονομαστικού Α.Ε.Π. να είναι εξαιρετικά υψηλή (περίπου 16% την περίοδο 1967-1974, 17,88% όλη την δεκαετία 1970-1980). Συνέπεια της επεκτατικής κυβερνητικής πολιτικής στον τομέα των δημοσίων δαπανών είναι τα ελλείμματα του προϋπολογισμού να εμφανίσουν αύξηση και να κυμαίνονται από 1,71% το 1971 μέχρι 2,57% το 1980 με ανώτερο επίπεδο 3,35% το 1975. Ακόμη, τα εμπορικά ελλείμματα εξακολουθούν να είναι μεγάλα, γεγονός που οφείλεται και στην πετρελαϊκή κρίση του 1973, καθώς και στην κατάρρευση του συστήματος ισοτιμιών του Bretton-Woods. Βρίσκονταν σε ένα επίπεδο 6,5% περίπου όλη την δεκαετία. Από την κοινή αυξητική πορεία των δύο ελλειμμάτων, βλέπουμε ότι μια σχέση συσχέτισης, είναι εμφανής. 2.4 Η δεκαετία 1980-1990 Η δεκαετία του 1980 συμπίπτει με τρία σημαντικά γεγονότα. Πρώτον, την προσχώρηση της Ελλάδας στην Ε.Ο.Κ. το 1981, δεύτερον, την διεθνή πετρελαϊκή κρίση του 1979-80 και τρίτον, την άνοδο για πρώτη φορά των σοσιαλιστών στην ελληνική κυβέρνηση (Πα.Σο.Κ.). 18
Εν μέσω διεθνούς κρίσης, η τότε κυβέρνηση των σοσιαλιστών προωθεί ένα μεγάλο πρόγραμμα κρατικοποιήσεων προκειμένου να σώσει θέσεις απασχόλησης, που απειλούνταν. Το πρόγραμμα όμως των κρατικοποιήσεων απέτυχε, η κατάσταση στην οικονομία χειροτέρεψε και η κυβέρνηση αναγκάστηκε να κρατικοποιήσει πολλές προβληματικές εταιρίες. Τα παραπάνω, σε συνδυασμό με στασιμοπληθωρισμό, επενδυτική απραξία και αύξηση της ανεργίας, συνέβαλαν στην εκτίναξη των ελληνικών ελλειμμάτων του προϋπολογισμού στο 10,34% του Α.Ε.Π. το 1985. Κάποια μέτρα της κυβέρνησης, όπως η εφαρμογή του «Σταθεροποιητικού Προγράμματος 1985-87», το πάγωμα των μισθών για δύο χρόνια, και η υποτίμηση της δραχμής δεν ήταν ικανά να αντιστρέψουν την κακή κατάσταση. Τελικώς, το έλλειμμα του προϋπολογισμού διαμορφώθηκε σε 14,07% το 1989. Ακόμη, την ίδια χρονιά το δημόσιο χρέος έφτασε στο 98% του Α.Ε.Π., δηλαδή η εξυπηρέτηση του χρέους ήταν πλέον σημαντική επιβάρυνση για την οικονομία και για τον προϋπολογισμό ειδικότερα. Όσον αφορά το εμπορικό έλλειμμα, αυτό κινήθηκε πάλι σε πολύ υψηλά επίπεδα, επηρεασμένο αρχικά από το δεύτερο πετρελαϊκό σοκ του 1979-1980, και φτάνοντας στο μέγιστο στο τέλος της δεκαετίας, σε 7,83% το 1989 και σε 9,82% το 1990. 2.5 Η δεκαετία 1990-2000 Η έναρξη της νέας δεκαετίας συνέπεσε με συνεχόμενες εκλογές και άστατο πολιτικό και οικονομικό περιβάλλον. Τελικώς, η συντηρητική κυβέρνηση (Νέα Δημοκρατία), που προέκυψε, είχε να αντιμετωπίσει χαμηλότερο πληθωρισμό από αυτόν που είχε παραδώσει το 1981, αλλά αυξημένα δημοσιονομικά ελλείμματα. Η 19
εφαρμογή ενός σταθεροποιητικού προγράμματος, με περιοριστική πολιτική και ιδιωτικοποιήσεις τα έτη 1991-1993, επέφερε μόνο προσωρινά αποτελέσματα, αφού το έλλειμμα του προϋπολογισμού από 10,78% το 1991 διαμορφώθηκε σε 7,14% το 1992 και αυξήθηκε ξανά σε 11,35% το 1993. Οι επόμενες σοσιαλιστικές κυβερνήσεις, εφαρμόζουν πλέον διαφορετική πολιτική από την δεκαετία του 80 και συνεχίζουν τις ιδιωτικοποιήσεις, ενώ παράλληλα εφαρμόζεται και το πρώτο πρόγραμμα σύγκλισης της ελληνικής οικονομίας τα έτη 1993-1998. Η επίτευξη των κριτηρίων του Μάαστριχτ έχει γίνει πλέον εθνικός στόχος. Τα μεγάλα δημόσια έργα της εποχής, που χρηματοδοτούνταν κυρίως από ευρωπαϊκούς πόρους, συνέβαλαν ώστε η ελληνική οικονομία να γνωρίσει μεγάλη άνθηση, με την αύξηση του ονομαστικού Α.Ε.Π. να είναι, από το 1990 μέχρι το 2000 περίπου στο 10%. Το πρώτο πρόγραμμα σύγκλισης, ακολουθήθηκε και από δεύτερο (1998-2001) και μαζί τα δύο κατάφεραν να μειώσουν σταδιακά το έλλειμμα του προϋπολογισμού από 20,79% το 1994, σε 8,11% το 1997, και σε 5,79% το 2000. Το εμπορικό έλλειμμα την ίδια περίοδο παρέμενε σε υψηλά επίπεδα και μεγάλες διακυμάνσεις, από περίπου 9% στην αρχή της δεκαετίας σε 6,23% το 1994 και σε 13,5% το 2000. 2.6 Η περίοδος 2000-2007 Η είσοδος της Ελλάδας στην Οικονομική και Νομισματική Ένωση, το 2002, είναι το γεγονός σταθμός για την περίοδο που εξετάζουμε. Η προσχώρηση της χώρας στην Ο.Ν.Ε. αποτελεί μία μεγάλη διαρθρωτική αλλαγή, που επέφερε 20
σημαντικές αλλαγές στο οικονομικό περιβάλλον της χώρας. Η συνεχής ανάγκη για δημοσιονομική πειθαρχία, με την συμμόρφωση της χώρας στα κριτήρια του Μάαστριχτ, είχε σαν αποτέλεσμα, στις αρχές της περιόδου, να διατηρείτε το έλλειμμα του προϋπολογισμού σε χαμηλά επίπεδα. Όμως, η ανάληψη της διοργάνωσης των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004 από την χώρα, δημιούργησε αυξημένες ανάγκες για δημόσιες δαπάνες, και ένας οργασμός δημοσίων έργων συντελέστηκε κυρίως στην Αθήνα. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα το έλλειμμα του προϋπολογισμού από 5,79% το 2000 να φτάσει σε 9,47% το 2004, χρονιά τέλεσης των αγώνων. Τα παραπάνω γεγονότα οδήγησαν την ελληνική οικονομία σε συνεχή επιτήρηση από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Παρά τις έντονες προσπάθειες για περιορισμό των ελλειμμάτων, το έλλειμμα του προϋπολογισμού συνέχισε να βρίσκεται σε υψηλά επίπεδα,. Εάν δε λάβουμε υπόψη και το τεράστιο δημόσιο χρέος, τότε θα αντιληφθούμε την σοβαρότητα της κατάστασης των ελληνικών δημοσίων οικονομικών. Το εμπορικό έλλειμμα διατηρήθηκε επίσης σε υψηλά ποσοστά, δείχνοντας την έλλειψη ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας (από 13,16% το 2001 σε 10,49% το 2007). Είναι εμφανές λοιπόν ότι η Ελλάδα αντιμετωπίζει σοβαρά προβλήματα με τα δίδυμα ελλείμματα της, που σε συνδυασμό με το τεράστιο δημόσιο χρέος, δημιουργούν μία κατάσταση που πρέπει επειγόντως να αντιμετωπιστεί δραστικά. Ένα άλλο πρόβλημα που αναφέρεται είναι και η αδυναμία των ελληνικών αρχών και υπηρεσιών να καταγράψουν τα πραγματικά ελλείμματα. Για το λόγο αυτό υπάρχει μία συνεχής αμφισβήτηση των ελληνικών στοιχείων από την υπόλοιπη 21
Ευρώπη, που δημιουργεί αρνητική εικόνα της χώρας στο εξωτερικό και ειδικότερα στους δανειστές της. Αποτέλεσμα αυτού του γεγονότος είναι ο ακριβότερος δανεισμός. Στο επόμενο κεφάλαιο θα εξεταστούν θεωρητικά τα δύο ελλείμματα, το δημοσιονομικό και το εμπορικό, ώστε να κατανοήσουμε την διαδικασία σύνδεσής τους. Ακόμη, θα αναλυθεί η έννοια της διατηρησιμότητας του κάθε έλλειμματος και θα παρουσιαστεί η θεωρητική προσέγγιση για τον έλεγχο αυτής. 22
Παράρτημα Κεφαλαίου 2 Διαγράμματα μεταβλητών του Α.Ε.Π., κρατικού προϋπολογισμού. του εμπορικού ισοζυγίου και του Διάγραμμα 2.1: Ελληνικό Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν, 1960-2007 (εκατ. ) Διάγραμμα 2.2: Ελληνικές Εισαγωγές - Εξαγωγές, 1960-2007 (εκατ. ) 23
Διάγραμμα 2.3: Ελληνικό Εμπορικό Έλλειμμα, 1960-2007 (εκατ. ) Διάγραμμα 2.4: Ελληνικό Εμπορικό Έλλειμμα ως ποσοστό του Α.Ε.Π., 1960-2007 24
Διάγραμμα 2.5: Έσοδα Δαπάνες Κεντρικής Κυβέρνησης, 1960-2007 (εκατ. ) Διάγραμμα 2.6: Ελληνικό Δημοσιονομικό Έλλειμμα, 1960-2007 (εκατ. ) 25
Διάγραμμα 2.7: Ελληνικό Δημοσιονομικό Έλλειμμα ως ποσοστό του Α.Ε.Π., 1960-2007 26
Πίνακας 2.1 : Εμπορικό και δημοσιονομικό έλλειμμα ως ποσοστά του Α.Ε.Π. Έτος Εμπορικό Έλλειμμα ως % του ΑΕΠ Δημοσιονομικό έλλειμμα ως % του ΑΕΠ 1 Έτος Εμπορικό Έλλειμμα ως % του ΑΕΠ Δημοσιονομικό έλλειμμα ως % του ΑΕΠ 1960 7.60% 1.62% 1984 5.97% 7.55% 1961 7.08% 1.64% 1985 6.96% 10.34% 1962 7.22% 1.77% 1986 5.82% 7.67% 1963 7.95% 1.49% 1987 4.46% 9.21% 1964 9.81% 1.89% 1988 5.68% 11.25% 1965 11.35% 1.67% 1989 7.83% 14.07% 1966 7.50% 1.24% 1990 9.82% 13.61% 1967 7.40% 1.57% 1991 9.47% 10.78% 1968 8.78% 1.92% 1992 8.15% 7.14% 1969 8.97% 1.74% 1993 8.10% 11.35% 1970 7.18% 1.52% 1994 6.23% 20.79% 1971 6.68% 1.71% 1995 6.53% 11.07% 1972 6.64% 2.26% 1996 7.12% 9.08% 1973 7.88% 1.94% 1997 6.56% 8.11% 1974 6.00% 2.76% 1998 7.46% 5.89% 1975 6.03% 3.35% 1999 7.63% 5.23% 1976 5.72% 3.19% 2000 13.50% 5.79% 1977 5.65% 3.13% 2001 13.16% 6.01% 1978 4.75% 3.04% 2002 13.55% 7.29% 1979 3.85% 2.97% 2003 12.59% 8.26% 1980 4.17% 2.57% 2004 9.94% 9.47% 1981 2.18% 7.10% 2005 8.93% 6.28% 1982 6.07% 5.57% 2006 9.28% 4.40% 1983 7.03% 7.58% 2007 10.49% 5.17% Πηγή: IFS International Financial Statistics Database, Μάϊος 2009 1 Έλλειμμα της κεντρικής κυβέρνησης (IFS) 27
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3 Το θεωρητικό πλαίσιο της θεωρίας των διδύμων ελλειμμάτων και της διατηρησιμότητας των ελλειμμάτων 3.1 Γενικά Σε αυτό το κεφάλαιο θα αναφερθούμε στο θεωρητικό πλαίσιο της σχέσης μεταξύ του ελλείμματος του κρατικού προϋπολογισμού και του εμπορικού ελλείμματος, καθώς επίσης και στην έννοια της διατηρησιμότητας και στην μεθοδολογία για την διερεύνηση αυτής στα αναφερόμενα ελλείμματα. Αναλυτικότερα, θα παρουσιάσουμε τις επικρατούσες θεωρίες για τα δίδυμα ελλείμματα, την παραδοσιακή προσέγγιση, που υποστηρίζει την ύπαρξη σχέσης μεταξύ των δύο ελλειμμάτων, και την προσέγγιση της Ρικαρντιανής Ισοδυναμίας (Ricardian equivalence), που υποστηρίζει ότι δεν υφίσταται σχέση. Όσον αφορά την διατηρησιμότητα, θα θέσουμε το θεωρητικό υπόβαθρο για την οικονομετρική διερεύνηση της, που υιοθετείται από προηγούμενες μελέτες, αλλά και στην παρούσα εργασία. 3.2 Θεωρητικές προσεγγίσεις των διδύμων ελλειμμάτων Η θεμελίωση αιτιώδους σχέσης ανάμεσα στα δύο ελλείμματα και η κατεύθυνση της είναι κρίσιμη για τον σχεδιασμό της οικονομικής πολιτικής. Τα πιθανά σενάρια σύνδεσης των δύο ελλειμμάτων είναι τέσσερα: α) Το έλλειμμα του κρατικού προϋπολογισμού προκαλεί το εμπορικό έλλειμμα, β) Το εμπορικό 28
έλλειμμα προκαλεί το έλλειμμα του κρατικού προϋπολογισμού, γ) Τα δύο ελλείμματα δεν συνδέονται άμεσα αλλά έμμεσα, μέσω μίας ή περισσότερων μεταβλητών και δ) Τα δύο ελλείμματα δεν συνδέονται μεταξύ τους. Επομένως, η αναγνώριση της μορφής της σχέσης που συνδέει τα δύο ελλείμματα είναι βασικό προαπαιτούμενο για την παραγωγή μιας αποτελεσματικής κυβερνητικής οικονομικής πολιτικής. Στην βιβλιογραφία, όπως θα δούμε και στο επόμενο κεφάλαιο, υπάρχουν μελέτες που υποστηρίζουν όλες τις προαναφερόμενες εκδοχές, αλλά η πλειοψηφία υποστηρίζει την πρώτη, ότι δηλαδή, το έλλειμμα του κρατικού προϋπολογισμού επηρεάζει προς την ίδια κατεύθυνση το εμπορικό έλλειμμα. Ακολούθως, παρουσιάζουμε το πλαίσιο πάνω στο οποίο θα γίνει η συζήτηση για τις δύο προσεγγίσεις. Παραθέτουμε την εθνική λογιστική ταυτότητα που παρουσιάζει την θεωρητική βάση για την σχέση των δύο ελλειμμάτων: GDP = C + I + G +X M = C + S + T (3.1) όπου, GDP είναι το Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν, C είναι η κατανάλωση, Ι είναι οι επενδύσεις, G οι κρατικές δαπάνες, X οι εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών, Μ οι εισαγωγές αγαθών και υπηρεσιών, S η αποταμίευση και T οι φόροι. Από την ταυτότητα (3.1), μπορούμε να εξάγουμε την σχέση (3.2) και να καθορίσουμε τις συνθήκες κάτω από τις οποίες τα δύο ελλείμματα συνδέονται. S + T +M = I + G + X (3.2) Συνεχίζοντας, τα δίδυμα ελλείμματα αναφέρονται σαν το έλλειμμα στον κρατικό προϋπολογισμό (T-G) και το εμπορικό έλλειμμα (Χ-Μ). Από την εθνική λογιστική ταυτότητα του εισοδήματος (3.1), παίρνουμε: (X M) = (T G) + (S I) (3.3) 29
ή TD = BD + SD (3.4) Το TD είναι το εμπορικό έλλειμμα, δηλαδή η διαφορά εξαγωγών και εισαγωγών, αγαθών και υπηρεσιών. Είναι γνωστό και σαν ξένη αποταμίευση. Το BD είναι το έλλειμμα του κρατικού προϋπολογισμού, δηλαδή η διαφορά μεταξύ δημοσίων εσόδων και εξόδων. Είναι γνωστό και σαν δημόσια αποταμίευση. Το SD είναι η επιπλέον αποταμίευση σε σχέση με την επένδυση που ισούται με την καθαρή ιδιωτική αποταμίευση. Ακόμη, το έλλειμμα του κρατικού προϋπολογισμού (ΒD), είναι η κρατική δαπάνη για αγαθά και υπηρεσίες (G) και η κρατική δαπάνη για τόκους του δημόσιου χρέους (R B), μείον τα κρατικά έσοδα από την φορολογία (T): BD = G + R B T (3.5) όπου R είναι το ονοματικό επιτόκιο και Β είναι το συσσωρευμένο δημόσιο χρέος. Συνδυάζοντας τις εξισώσεις (3.3) και (3.5), προκύπτει: TD = (I S) + (BD R B) (3.6) που είναι η κύρια λογιστική σχέση που συνδέει τα δύο ελλείμματα. Πως όμως θα επηρεάσει μια δημοσιονομική πολιτική (για παράδειγμα μία μείωση των φόρων) τα δύο ελλείμματα; Στην βιβλιογραφία δύο είναι η προσεγγίσεις που ερευνούν την σχέση μεταξύ του ελλείμματος του κρατικού προϋπολογισμού και του εμπορικού ελλείμματος, η παραδοσιακή προσέγγιση και η θεωρία της Ρικαρντιανής Ισοδυναμίας. Η Ρικαρντιανή Ισοδυναμία υποστηρίζει την απουσία οποιασδήποτε σχέσης ανάμεσα στα δύο ελλείμματα. Αυτή η προσέγγιση θεωρεί ότι αν το έλλειμμα του κρατικού προϋπολογισμού χρηματοδοτείται από είσπραξη φόρων ή από έκδοση ομολογιών δεν θα έχει επίδραση στην εθνική κατανάλωση και στην εθνική 30
αποταμίευση. Οι πολίτες μιας χώρας σκεφτόμενοι ορθολογικά, θεωρούν ότι μια μείωση της φορολογίας θα αντισταθμιστεί από μία αύξηση της φορολογίας που θα επιβληθεί στο μέλλον. Κατά συνέπεια, τα νοικοκυριά δεν θα αυξήσουν την κατανάλωσή τους, αλλά θα αποταμιεύσουν όλο το ποσό της μείωσης της φορολογίας. Οπότε όταν η δημόσια αποταμίευση θα μειωθεί κατά το έλλειμμα του προϋπολογισμού, η ιδιωτική αποταμίευση θα αυξηθεί κατά το ίδιο ποσό, αφήνοντας την εθνική αποταμίευση αμετάβλητη. Ακολούθως, το πραγματικό επιτόκιο και οι επενδύσεις θα παραμείνουν στο ίδιο επίπεδο, μη ασκώντας επίδραση στο εμπορικό ισοζύγιο. Η εξίσωση (3.7) είναι ο εισοδηματικός περιορισμός του κρατικού προϋπολογισμού και συνοψίζει το επιχείρημα της Ρικαρντιανής Ισοδυναμίας: 1 1 j j ( ) Tt+ j= Bt+ ( ) Gj+ t j= 0 1 R j= 0 1 R (3.7) Δείχνει ότι η παρούσα αξία των κρατικών εσόδων από φορολογία, ισούται με την συνολική αξία των ομολογιών που είναι σε κυκλοφορία των χρόνο t, συν την παρούσα αξία της κρατικής δαπάνης. Πιο απλά, αξιώνει δηλαδή ότι η χρηματοδότηση του ελλείμματος του προϋπολογισμού με την επιβολή φόρων είναι ισοδύναμη με την χρηματοδότηση μέσω ομολογιών, αφού η έκδοση ομολογιών αντιμετωπίζεται σαν αναβολή των φορολογικών υποχρεώσεων για το μέλλον. Συνοψίζοντας, κατά την θεωρία της Ρικαρντιανής Ισοδυναμίας, δεν υπάρχει σχέση μεταξύ του ελλείμματος του κρατικού προϋπολογισμού και του εμπορικού ελλείμματος. Το ισχυρότερο αυτοδύναμο επιχείρημα ενάντια στην Ρικαρντιανή Ισοδυναμία είναι η παραδοσιακή προσέγγιση που υποστηρίζει ότι υπάρχει θετική 31
συσχέτιση μεταξύ του ελλείμματος του κρατικού προϋπολογισμού και του εμπορικού ελλείμματος. Η θεωρία των διδύμων ελλειμμάτων ισχυρίζεται ότι το έλλειμμα στον κρατικό προϋπολογισμό θα οδηγήσει σε έλλειμμα στο εμπορικό ισοζύγιο. Σε αυτήν την περίπτωση το έλλειμμα του κρατικού προϋπολογισμού είναι εξωγενές. Σύμφωνα με την προσέγγιση αυτή, εάν ο κρατικός προϋπολογισμός έχει έλλειμμα, τότε η κυβέρνηση είναι καθαρός δανειζόμενος. Αν η δημόσια αποταμίευση είναι αρνητική τότε η εθνική αποταμίευση θα μειώνεται, αφού η εθνική αποταμίευση, είναι το άθροισμα της δημόσιας και της ιδιωτικής αποταμίευσης. Κατά συνέπεια, με ένα χαμηλότερο επίπεδο εθνικών αποταμιεύσεων, το επιτόκιο θα αυξηθεί, οι εισροές κεφαλαίου από την αλλοδαπή θα αυξηθούν, οδηγώντας σε αύξηση της συναλλαγματικής ισοτιμίας. Αυξημένη συναλλαγματική ισοτιμία σημαίνει ακριβότερες εξαγωγές άρα χαμηλότερες και τελικώς επιδείνωση του εμπορικού ισοζυγίου. Άρα, το έλλειμμα του κρατικού προϋπολογισμού οδηγεί σε αύξηση του εμπορικού ελλείμματος και του ελλείμματος του ισοζυγίου των τρεχουσών συναλλαγών. Συνεπώς, η παραδοσιακή προσέγγιση συνοψίζεται σε δύο αρχές: πρώτον, υπάρχει θετική σχέση ανάμεσα στο εμπορικό έλλειμμα και στο έλλειμμα του κρατικού προϋπολογισμού, και δεύτερον, η κατεύθυνση της αιτιότητας είναι από το έλλειμμα του κρατικού προϋπολογισμού προς το εμπορικό έλλειμμα. Δηλαδή, TD = f(bd). Μέσα στα ευρύτερα πλαίσια της παραδοσιακής προσέγγισης εμφανίζονται και άλλες δύο υποπεριπτώσεις για την κατεύθυνση της αιτιότητας για τα δίδυμα ελλείμματα. 32
Η πρώτη είναι ότι το εμπορικό έλλειμμα μπορεί να επιδεινώσει το έλλειμμα στον κρατικό προϋπολογισμό. Σε αυτήν την υπόθεση η αιτιώδης σχέση επιδρά μέσω του επιτοκίου και της επίδρασης στην συναλλαγματική ισοτιμία. Σύμφωνα με αυτήν την υπόθεση, το εμπορικό έλλειμμα είναι εξωγενές και το έλλειμμα του κρατικού προϋπολογισμού είναι ενδογενές. Τα υψηλότερα ελλείμματα στο εμπορικό ισοζύγιο οδηγούν σε υψηλότερα εγχώρια επιτόκια και καθώς το εγχώριο επιτόκιο αυξάνεται δεν είναι δυνατή η κάλυψη του ελλείμματος από αλλοδαπές επενδύσεις. Οπότε, το εγχώριο επιτόκιο διατηρείται σε υψηλότερο επίπεδο από το παγκόσμιο επιτόκιο, καλύπτοντας το εμπορικό κενό. Ακολούθως, η ανατίμηση του νομίσματος, επιφέρει μείωση της ανταγωνιστικότητας και αναγκάζει την κυβέρνηση να παρέμβει αυξάνοντας την εγχώρια ζήτηση, με συνέπεια, την δημιουργία ελλείμματος στον κρατικό προϋπολογισμό. Άρα με το παραπάνω μηχανισμό, το έλλειμμα του εμπορικού ισοζυγίου, προκαλεί το έλλειμμα στον κρατικό προϋπολογισμό. Ακόμα, και συμπληρωματικά στις ανωτέρω υποθέσεις για την κατεύθυνση αιτιότητας, υπάρχει εμπειρική ένδειξη ότι ενδεχομένως τα δύο ελλείμματα προκαλούν το ένα το άλλο, δηλαδή η αιτιώδης σχέση είναι αμφίδρομη. 33
3.3 Διατηρησιμότητα του ελλείμματος του κρατικού προϋπολογισμού Τα δημοσιονομικά ελλείμματα έχουν συγκεντρώσει την προσοχή μεγάλου μέρους της συναφούς βιβλιογραφίας, εξαιτίας της επίδρασης τους στην απόδοση των μακροοικονομικών δεικτών μιας χώρας, όπως ο πληθωρισμός και η ανάπτυξη. Ακόμη, τα δημοσιονομικά ελλείμματα συνιστούν και από μόνα τους βασικό δείκτη αξιολόγησης μιας οικονομίας. Τα αυξημένα και συσσωρευμένα ελλείμματα στον δημοσιονομικό τομέα δημιουργούν αυξημένες δανειακές ανάγκες για τις εκάστοτε κυβερνήσεις. Οι αναπτυγμένες οικονομίες απευθύνονται για την κάλυψη των δανειακών τους αναγκών στον εγχώριο δανεισμό, ενώ οι αναπτυσσόμενες χώρες στον εγχώριο και στον εξωτερικό δανεισμό. Έτσι οι οικονομίες βρίσκονται σε μια διαρκή πίεση για πειθαρχία στον δημοσιονομικό τομέα και έλεγχο των ελλειμμάτων τους. Αυτό μας οδηγεί στην έννοια της διατηρησιμότητας (sustainability) των ελλειμμάτων. Η βιβλιογραφία για την διατηρησιμότητα των ελλειμμάτων του προϋπολογισμού περιέχει έναν ορισμό της διατηρησιμότητας (sustainability), ο οποίος βασίζεται στην έννοια του διαχρονικού περιορισμού του κρατικού προϋπολογισμού (inter-temporal budget constraint), ο οποίος δηλώνει ότι η παρούσα αξία του χρέους στο όριο, τείνει στο μηδέν. Προς θεμελίωση του ανωτέρου ας υποθέσουμε ότι το έλλειμμα του κρατικού προϋπολογισμού χρηματοδοτείται με ομόλογα, με λήξη το ένα έτος. Άρα σε κάθε χρονιά η κυβέρνηση θα αντιμετωπίζει τον παρακάτω εισοδηματικό περιορισμό: G + (1 + r ) B = R + B (3.8) t t t 1 t t 34
όπου, G είναι οι κρατικές δαπάνες, χωρίς τα έξοδα για την εξυπηρέτηση του συσσωρευμένου χρέους, δηλαδή η δημόσια κατανάλωση και οι μεταβιβαστικές πληρωμές, Β είναι το συσσωρευμένο χρέος, R τα δημόσια έσοδα και r το πραγματικό επιτόκιο για την περίοδο t. Με αντικαταστάσεις στην (3.8), παίρνουμε την σχέση (3.9) για τον διαχρονικό περιορισμό του κρατικού προϋπολογισμού: s s 1 1 t= (1 + t+ 1 ) ( t+ s t+ s) + lim (1 + t+ i) t+ s s s= 0 i= 1 i= 1 Π Π (3.9) B r R G r B Στην (3.9) κάνουμε δύο υποθέσεις. Πρώτον ότι το πραγματικό επιτόκιο είναι στάσιμο με μέσο r, και δεύτερον, ότι ο ετήσιος ρυθμός μεταβολής της πραγματικής προσφοράς των ομολόγων δεν υπερβαίνει το μέσο επιτόκιο r. Άρα έχουμε την σχέση: s lim(1 + r) B = 0 (3.10) s Η παραπάνω σχέση δηλώνει ότι η παρούσα αξία του χρέους της κυβέρνησης τείνει στο μηδέν και οπότε η κυβέρνηση δεν μπορεί διαρκώς να δημιουργεί ελλείμματα. Οι σχέσεις (3.9) και (3.10), σύμφωνα με τους Hamilton και Flavin (1986), δεν αποκλείουν την ύπαρξη ενός σταθερού δημοσιονομικού ελλείμματος διαχρονικά. Δηλαδή, αν το δημοσιονομικό έλλειμμα οδηγεί σε αύξηση του δημοσίου χρέους με ρυθμό μικρότερο από τον ρυθμό αύξησης του επιτοκίου, η σχέση (3.10), θα ικανοποιείται, οπότε το δημόσιο χρέος θα είναι διατηρήσιμο. Για να ελέγξουμε αν το συσσωρευμένο δημόσιο έλλειμμα είναι διατηρήσιμο, οι Hakkio και Rush (1991), προτείνουν την εκτίμηση του υποδείγματος: t+ s R = α + βg + u, με 0< β 1 (3.11) t t t 35
Στο παραπάνω υπόδειγμα, ελέγχουμε αν η (3.11) αποτελεί μία μακροχρόνια σχέση ισορροπίας μεταξύ του Gt και του Rt, δηλαδή αν οι δύο μεταβλητές αποτελούν μια σχέση συνολοκλήρωσης. Βέβαια, στην περίπτωση που β>1, τότε τα έσοδα αυξάνονται με ρυθμό μεγαλύτερο των δαπανών, οπότε αυτό δεν είναι συνεπές με την έννοια του ελλείμματος. Περαιτέρω, η Quintos (1995), εισήγαγε την έννοια της «ασθενούς» και «ισχυρής» διατηρησιμότητας. Πιο συγκεκριμένα, οι πιθανές περιπτώσεις μετά από την εκτίμηση του υποδείγματος (3.11), και σύμφωνα με την ορολογία της Quintos, είναι: Εάν β=1, όταν οι σειρές Gt και Rt είναι Ι(1) και συνολοκληρώνονται, τότε το έλλειμμα είναι ισχυρά διατηρήσιμο. Άρα ο περιορισμός του προϋπολογισμού ισχύει. Εάν 0<β<1 και οι σειρές Gt και Rt είναι συνολοκληρωμένες, τότε το έλλειμμα είναι ασθενώς διατηρήσιμο. Δηλαδή, ο περιορισμός του προϋπολογισμού ισχύει αλλά, το Βt μεγεθύνεται με ρυθμό που προσεγγίζει το μέσο πραγματικό επιτόκιο, χαμηλότερο του ρυθμού ανάπτυξης της οικονομίας. Εάν β 0, τότε το έλλειμμα είναι μη διατηρήσιμο, οπότε το Β t μεγαλώνει με μεγαλύτερο ή έστω ίσο ρυθμό από τον ρυθμό ανάπτυξης της οικονομίας και άρα παραβιάζεται ο διαχρονικός περιορισμός του προϋπολογισμού. Στο διάγραμμα 3.1, που κλείνει αυτήν την υποενότητα, παρουσιάζονται αναλυτικά όλα τα βήματα που θα ακολουθήσουμε στην παρούσα εργασία (κεφάλαιο 6), για την διερεύνηση της διατηρησιμότητας του ελλείμματος του κρατικού προϋπολογισμού, σύμφωνα με την θεωρία που προαναφέρθηκε. Στο 36
υπόδειγμα μας, οι χρονολογικές σειρές των εσόδων και των δαπανών του ελληνικού κρατικού προϋπολογισμού συμβολίζονται RE και EX, αντίστοιχα και στην εκτίμηση του υποδείγματος, θα χρησιμοποιηθούν στην λογαριθμική τους μορφή και θα συμβολίζονται με LRE και LEX αντίστοιχα. 37
Διάγραμμα 3.1: Διατηρησιμότητα του κρατικού προϋπολογισμού (έλεγχοι στασιμότητας και συνολοκλήρωσης) Έλεγχος στασιμότητας για LRE και LEX LRE είναι Ι(0) και LEX είναι Ι(1) ή LEX είναι Ι(0) και LRE είναι Ι(1) Δεν υπάρχει διατηρησιμότητα LRE & LEX είναι Ι(Ο) Διατηρησιμότητα LRE & LEX είναι Ι(1) Έλεγχος συνολοκλήρωσης για LRE και LEX LRE και LEX δεν συνολοκληρώνονται Δεν υπάρχει διατηρησιμότητα LRE και LEX έχουν σχέση συνολοκλήρωσης, CI (1, 1) Διάνυσμα συνολοκλήρωσης (1, -β) β = 1 β < 1 Ισχυρή διατηρησιμότητα Ασθενής διατηρησιμότητα β 0 38 Δεν υπάρχει διατηρησιμότητα
3.4 Διατηρησιμότητα του εμπορικού ελλείμματος Αντίστοιχα με το έλλειμμα του κρατικού προϋπολογισμού, το έλλειμμα στο εμπορικό ισοζύγιο, αποτελεί επίσης βασικό δείκτη σε μία οικονομία. Βραχυχρόνια ή προσωρινά ελλείμματα στο εμπορικό ισοζύγιο δεν είναι απαραιτήτως πηγή προβλημάτων, αφού ενδεχομένως αντικατοπτρίζουν ανακατανομή του κεφαλαίου εντός της χώρας. Αντίθετα, μακροχρόνια και επίμονα ελλείμματα στο εμπορικό ισοζύγιο μπορούν να έχουν σοβαρές επιπτώσεις όπως την αύξηση των επιτοκίων που ελκύει ξένα κεφάλαια και δεύτερον, την υπονόμευση της ευημερίας των μελλοντικών γενεών, αφού αυτές θα επωμιστούν και το βάρος του εξωτερικού χρέους, που διογκώνεται από τα συνεχή ελλείμματα. Επιπρόσθετα, το εμπορικό ισοζύγιο αποτελεί και έναν δείκτη της ανταγωνιστικότητας μιας οικονομίας και τυχόν έλλειμμα σε αυτό επιβάλει την λήψη μέτρων για την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας. Οπότε, η μελέτη των μηχανισμών που επηρεάζουν το εμπορικό έλλειμμα θα βοηθήσει στην κατανόηση των πηγών του ελλείμματος και στην διαμόρφωση πολιτικών περιορισμού του. Στο προαναφερθέν πλαίσιο, σημαντικό ρόλο έχει και η υπόθεση της διατηρησιμότητας του ελλείμματος του εμπορικού ισοζυγίου, δηλαδή η ικανότητα μιας οικονομίας να ανταποκρίνεται στις εξωτερικές υποχρεώσεις της ικανοποιώντας παράλληλα τον διαχρονικό εξωτερικό περιορισμό της. Σύμφωνα με τους Hakkio και Rush (1991) και Husted (1992), και όσον αφορά τις συναλλαγές με το εξωτερικό για μία οικονομία, ο εξωτερικός περιορισμός της οικονομίας ακολουθεί την ταυτότητα: M + (1 + i ) D = X + D (3.12) t t t 1 t t 39
όπου, Μt είναι τα έξοδα για εισαγωγές προϊόντων και υπηρεσιών, (1 + i t ) D t 1 είναι τα τοκοχρεολύσια για τις εισαγωγές, Χt είναι τα έσοδα από τις εξαγωγές προϊόντων και υπηρεσιών και Dt είναι ο εξωτερικός δανεισμός. Αν υποθέσουμε ότι αυτός ο περιορισμός ισχύει για όλες τις χρονικές περιόδους t, τότε ακολούθως ο διαχρονικός εξωτερικός περιορισμός της οικονομίας είναι: D0 = dt( Xt Mt) + limdd n n (3.13) t = 1 n όπου dt είναι ο συντελεστής προεξόφλησης των μελλοντικών εξωτερικών πλεονασμάτων. Αν υποθέσουμε ότι ο δεύτερος όρος του δεξιού σκέλους μηδενίζεται τότε ο εξωτερικός δανεισμός ισούται με την παρούσα αξία της διαφοράς Xt-Mt. Ακόμα, αν υποτεθεί ότι το διεθνές επιτόκιο είναι στάσιμο (stationary) και έχει μέση τιμή i, και προσθέτοντας και αφαιρώντας τον όρο idt 1 στην αρχική ταυτότητα (3.12), παίρνουμε την (3.14): t + t t 1 = t + j 1 t+ j λ t+ j t+ j + λ j j= 0 t+ j M id X ( X E ) lim D, (3.14) Στην (3.14), το αριστερό σκέλος εκφράζει, όπως και στην αρχική ταυτότητα, τα έξοδα για εισαγωγές και τα τοκοχρεολύσια και E= Mt + ( it ID ) t 1. Αν οι χρονολογικές σειρές των μεταβλητών X t, των εξαγωγών και E, που προαναφέρθηκε είναι στάσιμες στις πρώτες διαφορές, δηλαδή Ι(1), ξαναγράφουμε την (3.14): t j M + id 1 = a + X + lim λ + D + e, (3.15) t t t t+ j t j Αφαιρώντας από την (3.15), την μεταβλητή των εξαγωγών X t, πολλαπλασιάζοντας ακολούθως με το -1 και θεωρώντας τον δεύτερο όρο του 40
δεξιού σκέλους μηδέν, δηλαδή την παρούσα αξία limλ t+ j D, καταλήγουμε στην t+ j εξίσωση του ελέγχου: j X = a + βmm + e, (3.16) t t t Με MM t να συμβολίζει την δαπάνη για εισαγωγές και τις πληρωμές των τοκοχρεολυσίων, δηλαδή MMt = Mt + itdt 1. Στην σχέση (3.16) ελέγχουμε αν οι μεταβλητές των εισαγωγών και εξαγωγών συνολοκληρώνονται, αν δηλαδή η σχέση αποτελεί μακροχρόνια ισορροπία. Αν ισχύει αυτό, τότε το έλλειμμα του εμπορικού ισοζυγίου είναι στάσιμο και διατηρήσιμο. Πιο συγκεκριμένα και σύμφωνα με τους Hakkio και Rush (1991), θα πρέπει το β=1 και το e t να είναι στάσιμη διαδικασία ώστε μία οικονομία να ικανοποιεί τον διαχρονικό εξωτερικό περιορισμό της. Μπορεί όμως το β να είναι και μικρότερο της μονάδας και ακόμη να ικανοποιείται ο περιορισμός, αρκεί οι μεταβλητές των εισαγωγών και εξαγωγών να συνολοκληρώνονται, όπως προαναφέρθηκε, όμως σε αυτήν την περίπτωση η παρούσα αξία του εξωτερικού χρέους της οικονομίας θα αυξάνεται απεριόριστα. Και σε αυτό το υπόδειγμα και σύμφωνα με την ορολογία της Quintos (1995), έχουμε την έννοια της «ασθενούς» και «ισχυρής» διατηρησιμότητας. Οπότε, οι πιθανές περιπτώσεις μετά από την εκτίμηση του υποδείγματος (3.16) είναι: Εάν β=1, όταν οι σειρές X t και το έλλειμμα είναι ισχυρά διατηρήσιμο. Εάν 0<β<1 και οι σειρές Xt και έλλειμμα είναι ασθενώς διατηρήσιμο. Εάν β 0, τότε το έλλειμμα είναι μη διατηρήσιμο. MM t είναι Ι(1) και συνολοκληρώνονται, τότε 41 MM είναι συνολοκληρωμένες, τότε το t
Αντίστοιχα με την ενότητα 3.3 για την διατηρησιμότητα του ελλείμματος του κρατικού προϋπολογισμού, έτσι και εδώ θα παρουσιάσουμε στο διάγραμμα 3.2 που ακολουθεί, αναλυτικά όλα τα βήματα που θα ακολουθήσουμε (κεφάλαιο 6), για την διερεύνηση της διατηρησιμότητας του εμπορικού ελλείμματος, σύμφωνα με την θεωρία που προαναφέρθηκε. Στο υπόδειγμα μας, οι χρονολογικές σειρές των ελληνικών εισαγωγών και εξαγωγών, συμβολίζονται ΙΜ και XP, αντίστοιχα, και στην εκτίμηση του υποδείγματος, θα χρησιμοποιηθούν στην λογαριθμική τους μορφή και θα συμβολίζονται ως LIM και LXP αντίστοιχα. Στο κεφάλαιο τέσσερα που ακολουθεί, γίνεται αναλυτική παρουσίαση της βιβλιογραφίας σχετικά με την θεωρητική και εμπειρική διερεύνηση, τόσο της ύπαρξης αιτιώδους ή μη, σχέσης μεταξύ των διδύμων ελλειμμάτων, όσο και του ζητήματος της διατηρησιμότητας αυτών. 42
Διάγραμμα 3.2: Διατηρησιμότητα των ελλειμμάτων του εμπορικού ισοζυγίου (έλεγχοι στασιμότητας και συνολοκλήρωσης) Έλεγχος στασιμότητας για LIM και LXP LIM είναι Ι(0) και LXP είναι Ι(1) ή LXP είναι Ι(0) και LIM είναι Ι(1) Δεν υπάρχει διατηρησιμότητα LIM & LXP είναι Ι(Ο) Διατηρησιμότητα LIM & LXP είναι Ι(1) Έλεγχος συνολοκλήρωσης για LIM και LXP LIM και LXP δεν συνολοκληρώνονται Δεν υπάρχει διατηρησιμότητα LIM και LXP έχουν σχέση συνολοκλήρωσης, CI (1, 1) Διάνυσμα συνολοκλήρωσης (1, -β) β = 1 β < 1 Ισχυρή διατηρησιμότητα Ασθενής διατηρησιμότητα β 0 43 Δεν υπάρχει διατηρησιμότητα
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4 Επισκόπηση της βιβλιογραφίας 4.1 Γενικά για την σχετική βιβλιογραφία Στο παρόν κεφάλαιο θα γίνει μία επισκόπηση της διεθνούς και ελληνικής βιβλιογραφίας αναφορικά με το ζήτημα των διδύμων ελλειμμάτων, του δημοσιονομικού και του εμπορικού, και της διατηρησιμότητας τους. Όπως προαναφέρθηκε, στην σχετική βιβλιογραφία για τα δίδυμα ελλείμματα κυριαρχούν δύο θεωρητικές προσεγγίσεις. Η παραδοσιακή προσέγγιση, που βασίζεται στο μοντέλο Mundell-Fleming και η προσέγγιση της Ρικαρντιανής Ισοδυναμίας. Οι θεωρητικές προβλέψεις των δύο προσεγγίσεων είναι αντίθετες. Συνοπτικά, επαναλαμβάνουμε ότι, η προσέγγιση της παραδοσιακής θεωρίας, θεωρεί ότι η κύρια αιτία από την οποία προκαλούνται τα εμπορικά ελλείμματα είναι τα ελλείμματα του κρατικού προϋπολογισμού, ενώ η προσέγγιση της Ρικαρντιανής Ισοδυναμίας υποστηρίζει ότι δεν υπάρχει αιτιώδης σχέση μεταξύ του ελλείμματος του κρατικού προϋπολογισμού και του εμπορικού ελλείμματος. Η σχετική βιβλιογραφία επικεντρώνεται στη διερεύνηση της αιτιώδους σχέσης των ελλειμμάτων, αν αυτή υπάρχει, και ποιά είναι η κατεύθυνση της αιτιότητας. Παρόλο που υπάρχουν σημαντικά επιχειρήματα υπέρ της ύπαρξης της θεωρίας των διδύμων ελλειμμάτων εν τούτοις, δεν υπάρχει εμπειρική ομοφωνία ανάμεσα στους ερευνητές και όπως εύστοχα παρατήρησαν οι Rosenweig και Tallman (1991, σελ.872), «τα ανάμικτα αποτελέσματα της υπάρχουσας βιβλιογραφίας προκύπτουν από μεγάλες διαφορές στις εμπειρικές τεχνικές, τις 44
μετρήσεις των στατιστικών στοιχείων και τα δείγματα που χρησιμοποιήθηκαν». Συνεπώς, στην επισκόπηση που ακολουθεί οι απόψεις και τα συμπεράσματα των ερευνητών εμφανίζονται αντικρουόμενα αλλά, ανατρέχοντας με βάση τον χρόνο θα παρατηρήσουμε την εξέλιξη και «ωρίμανση» της σκέψης και της έρευνας στο επίμαχο θέμα. Στην συνέχεια, θα αναφερθούμε πρώτα στην βιβλιογραφία για τα δίδυμα ελλείμματα και μετέπειτα στην βιβλιογραφία για την διατηρησιμότητα αυτών. 4.2 Επισκόπηση της βιβλιογραφίας για τα δίδυμα ελλείμματα Οι Feldstein και Horioka (1980), χρησιμοποιώντας στοιχεία του ΟΟΣΑ για 21 χώρες για το χρονικό διάστημα 1960-1974, βρήκαν ότι επενδύσεις και αποταμίευση συσχετίζονται άμεσα και προκαλούν τα ελλείμματα του κρατικού προϋπολογισμού και του εμπορικού ισοζυγίου να κινούνται στην ίδια κατεύθυνση. Ο Feldstein (1982), βρήκε ότι οι μεταβολές στις κρατικές δαπάνες ή στην φορολογία έχουν άμεση επίδραση στην αγοραία ζήτηση και ότι το χρέος του κράτους δεν εκτοπίζει την ιδιωτική κατανάλωση. Τα παραπάνω συνηγορούν στην απόρριψη της υποθέσεως της Ρικαρντιανής Ισοδυναμίας. Οι Hutchison και Pyle (1984), χρησιμοποιώντας ετήσια στατιστικά στοιχεία για μεγάλες βιομηχανικές χώρες (Η.Π.Α., Η.Β., Γαλλία, Ιαπωνία, Καναδά, Ιταλία) για την χρονική περίοδο 1973-1982, κατέληξαν ότι το βραχυπρόθεσμο πραγματικό επιτόκιο συνδέεται θετικά με το έλλειμμα του προϋπολογισμού και ότι υπάρχει αιτιώδης σχέση με κατεύθυνση αιτιότητας από το δημοσιονομικό προς το εμπορικό έλλειμμα. 45
Οι Hutchison και Pigott (1984), με στοιχεία για μεγάλες βιομηχανικές χώρες (Η.Π.Α., Γαλλία, Ιαπωνία, Καναδά και Ιταλία), της περιόδου 1973-1984, βρίσκουν ότι ένα αυξημένο έλλειμμα του κρατικού προϋπολογισμού θα αυξήσει το πραγματικό εγχώριο επιτόκιο που με τη σειρά του θα αυξήσει την πραγματική συναλλαγματική ισοτιμία. Η υψηλότερη πραγματική συναλλαγματική ισοτιμία θα επηρεάσει αρνητικά το εμπορικό έλλειμμα. Οπότε καταλήγουν ότι το κρατικό έλλειμμα στις Η.Π.Α. είναι κύριος προσδιοριστικός παράγοντας του εμπορικού ελλείμματος. Την άποψη αυτήν υιοθετούν και οι Modigliani (1985) και Aschauer (1986). Ο Volcker (1984) παρατηρεί ότι τα δίδυμα ελλείμματα συνδέονται με τον ακόλουθο τρόπο: με δεδομένη την χαμηλή ιδιωτική αποταμίευση στις Η.Π.Α., μεγάλα ελλείμματα στον κρατικό προϋπολογισμό ασκούν πίεση στο πραγματικό επιτόκιο. Χάρη σε αυτά τα υψηλά επιτόκια, οι Η.Π.Α. γίνονται περισσότερο ελκυστικές για εισροή ξένων κεφαλαίων. Ακολούθως το δολάριο ανατιμάται και άρα οι αμερικάνικες εξαγωγές καθίστανται πιο ακριβές, οπότε μειώνονται, και το εμπορικό ισοζύγιο επιδεινώνεται. O Evans (1985) δημιούργησε ένα υπόδειγμα με εξαρτημένη το πραγματικό επιτόκιο και ανεξάρτητες το πραγματικό έλλειμμα του προϋπολογισμού, το πραγματικό πάγιο κεφάλαιο και την πραγματική κρατική δαπάνη. Εφάρμοσε την μέθοδο των ελαχίστων τετραγώνων (ordinary least squares OLS) στα στατιστικά στοιχεία 3 ιστορικών περιόδων των Η.Π.Α. στις οποίες το έλλειμμα του κρατικού προϋπολογισμού ήταν μεγαλύτερο από το 10% του Α.Ε.Π. και κατέληξε ότι τα ελλείμματα του κρατικού προϋπολογισμού δεν είχαν καμία επίδραση στο 46