ΠΑΛΑΙΟΠΑΘΟΛΟΓΙΑ Γνωστικό και ερευνητικό αντικείμενο Θ.Κ. Πίσιος Αναπλ. Καθηγ. Ιαρικής Σχολής ΕΚΠΑ Η Παλαιοπαθολογία αποτελεί διεπιστημονικό γνωστικό αντικείμενο, το οποίο συνδυάζει μεθοδολογικά στοιχεία και πορίσματα της Ιατρικής και της Φυσικής Ανθρωπολογίας. Ερευνητικό αντικείμενο της παλαιοπαθολογικής ανάλυσης είναι η διάγνωση και η μελέτη ασθενειών σε ανθρώπινα σκελετικά ευρήματα προηγουμένων ιστορικών και προιστορικών περιόδων. Καθώς και η μελέτη της εξέλιξης, μέσα στο χρόνο, των ίδιων των ασθενειών και των παθογόνων παραγόντων που τις προκαλούν. Οπωσδήποτε, αρκετές ασθένειες δεν προκαλούν αλλοιώσεις στα οστά του σκελετού και έτσι διαφεύγουν της παλαιοπαθολογικής ανάλυσης. Επίσης, σε αρκετές περιπτώσεις διαφορετικές ασθένειες προκαλούν παρόμοιες παθολογικές οστικές αλλοιώσεις, δυσχεραίνοντας την αναγνώριση και τη διαφορική διάγνωση του υπεύθυνου παθογόνου παράγοντα. Μια καθοριστική ιδιαιτερότητα και διάκριση της παλαιοπαθολογικής έρευνας από την καθαυτό ιατρική διάγνωση, συνίσταται στο ότι περιορίζεται στην εικόνα των παθολογικών ευρημάτων ενός σκελετού που αντιστοιχεί στη στιγμή του θανάτου του ατόμου, χωρίς να υφίσταται αναγκαστική συσχέτιση ανάμεσα στα όποια παθολογικά ευρήματα του σκελετού και την πραγματική αιτία του θανάτου. Ένα άλλο πρόβλημα της παλαιοπαθολογικής μελέτης είναι η συχνή απουσία λεπτομερούς ανάλυσης των οστικών αλλοιώσεων που προκαλούν οι διαφορετικές ασθένειες, λόγω του προσανατολισμού της ιατρικής διάγνωσης, κυρίως, στην εξέταση των μαλακών μορίων του ζωντανού ατόμου, στο "ιστορικό" του ασθενούς και στη σταδιακή εξέλιξη της ασθένειας. Σύμφωνα με τους B.Rotschild-L.Martin, η στενή συνεργασία γιατρών και ανθρωπολόγων θα μπορούσε να συμβάλει στη διεύρυνση των πορισμάτων και την περαιτέρω αναβάθμιση της παλαιοπαθολογικής έρευνας. Ιστορικό Μια ιδιαίτερη πλευρά της παλαιοπαθολογικής μελέτης, η οποία έχει τονισθεί τα τελευταία χρόνια, είναι η επιδημιολογική διερεύνηση, η δημογραφική συσχέτιση και η εξελικτική σημασία μιας ασθένειας στο παρελθόν, χάρη στην ανάλυση όχι μεμονωμένων περιπτώσεων αλλά όσο το δυνατόν μεγαλύτερων σκελετικών πληθυσμών. 1
Από την άποψη αυτή ξεχωριστή θέση στην ανάπτυξη του επιστημονικού κλάδου κατέχουν ερευνητές όπως ο γιατρός Μarc Αrmand Ruffer (1859-1917), o οποίος, ως καθηγητής της αγγλικής Ιατρικής σχολής στο Κάιρο, πραγματοποίησε πρωτοποριακές έρευνες σε αιγυπτιακές μούμιες για τη μελέτη μιας σειράς ασθενειών, όπως η αρτηριοσκλήρωση, η οστεοαρθρίτιδα, η φυματίωση και η ελονοσία στην αρχαία Αίγυπτο. Καθώς και ο ανθρωπολόγος Earnest Hoooton, ο οποίος εισήγαγε τη δημογραφική και διαχρονική παλαιοπαθολογική ανάλυση σκελετικών σειρών, και πραγματοποίησε πρωτοποριακές έρευνες σε αρχαίους σκελετικούς πληθυσμούς των Ινδιάνων της Αμερικής. Εξίσου καθοριστική υπήρξε η δημιουργία εκτεταμένων σκελετικών συλλογών από εκπαιδευτικές και ερευνητικές ανθρωπολογικές μονάδες, όπως το Smithsonian Institution στις Ηνωμένες Πολιτείες και το Musée de l' Homme στο Παρίσι, οι οποίες μπόρεσαν να συγκεντρώσουν εντυπωσιακές σε αριθμό σκελετικές συλλογές, προωθώντας αποφασιστικά την ανάπτυξη της παλαιοανθρωπολογικής έρευνας. Στο γεωγραφικό μας χώρο υπήρξε σημαντική η συμβολή, στην παλαιοπαθολογική μελέτη των αρχαίων ελλαδικών πληθυσμών του αμερικανού ανθρωπολόγου J.L.Angel, ο οποίος επί σαράντα χρόνια εργάστηκε μελετώντας σκελετικό υλικό αρχαίων λαών της Μεσογείου με επίκεντρο την Ελλάδα. Από ελληνικής πλευράς το έργο της συγκέντρωσης και μελέτης αρχαίων σκελετικών συλλογών του ελλαδικού χώρου ανέλαβαν με μεγάλο ζήλο οι ιδρυτές του Ανθρωπολογικού μουσείου της Ιατρικής σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, Κλων Στέφανος και Ι. Κούμαρης, ήδη, από τις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα. Μέχρι το 1930, περίπου, η περισυλλογή αυτή αφορούσε κυρίως τη συγκρότηση κρανιακών συλλογών, επειδή το κρανίο εθεωρείτο για ευνόητους λόγους το πιο σημαντικό τμήμα του σκελετού και κατά τεκμήριο το πιο αντιπροσωπευτικό για την ανθρωπολογική μελέτη. Από την περίοδο αυτή και μετά, οι μεθοδολογικές απαιτήσεις της Φυσικής Ανθρωπολογίας επέβαλαν και στη χώρα μας την ανασκαφή και περισυλλογή του συνόλου των σκελετικών ευρημάτων, γεγονός το οποίο επέτρεψε τη σημαντική διεύρυνση των δυνατοτήτων και της παλαιοπαθολογικής ανάλυσης. Οι υφιστάμενες συλλογές του Ανθρωπολογικού μουσείου καλύπτουν ολόκληρο τον ελλαδικό χώρο και αντιπροσωπεύουν το σύνολο των ιστορικών και προϊστορικών περιόδων του. Οστίτης ιστός Ο πρωτογενής ινώδης οστίτης ιστός του ανθρώπινου εμβρύου συνιστά, εξελικτικά, αρχαϊκή μορφή οστίτη ιστού, που αποτελείται από ινίδια κολλαγόνου σε ακανόνιστη διάταξη. Ο δευτερογενής ώριμος οστίτης ιστός που διακρίνεται σε συμπαγή και σε πορώδη ή σπογγώδη οστίτη ιστό, αποτελείται από οστικά πέταλα που χαρακτηρίζονται από παράλληλη 2
διάταξη των κολλαγόνων ινιδίων στο επίπεδο του κάθε οστέινου πετάλου, με αποτέλεσμα τη γνωστή ανθεκτικότητα του οστίτη ιστού. Η φυσιολογική ικανότητα ανανέωσης και μετασχηματισμού του ζωντανού οστίτη ιστού, εξυπηρετείται από οστεοβλάστες και οστεοκλάστες που εξασφαλίζουν αντίστοιχα τη δυνατότητα αυξητικής διεργασίας ή λύσης του οστίτη ιστού. Στη διάρκεια της ανάπτυξης του ατόμου, οι οστεοβλάστες που βρίσκονται στην εσωτερική επιφάνεια του περιόστεου, εξασφαλίζουν την αύξηση της οστικής μάζας. Ενώ, σε ενήλικα άτομα μειώνονται αριθμητικά, αλλά μπορούν πάντοτε να ενεργοποιηθούν παράγοντας οστίτη ιστό, σε περιπτώσεις ερεθισμού των οστών από μηχανικές επιδράσεις, μολυσματικούς παράγοντες και άλλες εξωγενείς ή ενδογενείς αιτίες. Τα πιο συχνά ευρήματα και κατά συνέπεια τα προσφιλέστερα αντικείμενα της παλαιοπαθολογικής ανάλυσης αφορούν την παθολογία των δοντιών και των αρθρώσεων του ανθρώπινου σκελετού, καθώς και τις μηχανικές κακώσεις ή τραυματισμούς των οστών που προσφέρουν σημαντικά στοιχεία για τον τρόπο ζωής και τις συνθήκες διαβίωσης ενός πληθυσμού. Ενώ ασθένειες με μικρή συχνότητα σε έναν πληθυσμό και ακόμη μικρότερη συχνότητα εκδήλωσής τους στα οστά του σκελετού, όπως ο καρκίνος, η φυματίωση, η λέπρα, η χολέρα κ.α. είναι δυνατό να εντοπιστούν μόνο σε αρχαιολογικούς σκελετικούς πληθυσμούς ή εκτεταμένες σκελετικές συλλογές. Ιδιαίτερα, οι μολυσματικές ασθένειες έχουν παίξει σημαντικό ρόλο στην εξέλιξη του ανθρώπου, ως παράγοντες φυσικής επιλογής, διαφοροποίησης και προσαρμογής των ανθρώπινων πληθυσμών. Για την κατανόηση αυτής της σημασίας είναι απαραίτητη η διερεύνηση τόσο της προέλευσης, της γενετικής συγγένειας και της εξέλιξη των ίδιων των παθογόνων μικροοργανισμών, που τις προκαλούν, όσο και των περιβαλλοντικών προϋποθέσεων, όπως είναι η πυκνότητα των ανθρώπινων πληθυσμών και οι ευνοϊκές κλιματικές συνθήκες για την ανάπτυξή τους. Οδοντική μελέτη Η εξέταση των δοντιών για τη μελέτη των παθολογικών χαρακτήρων ενός σκελετικού πληθυσμού είναι σημαντική. Έτσι, στα δόντια μπορούν να γίνουν παρατηρήσεις σχετικές με τη σύγκλιση της οδοντοστοιχίας και την αποτριβή των δοντιών, τη συχνότητα εμφάνισης τρυγίας (=πέτρας) των δοντιών, τερηδόνας, αποστημάτων και περιοδοντοπάθειας. Ιδιαίτερο κοινωνιο-βιολογικό ενδιαφέρον παρουσιάζει η σχετικά συχνή εκδήλωση διαταραχών στο σχηματισμό της αδαμαντίνης των δοντιών, λόγω κακής διατροφής ή απώλειας των δοντιών στην διάρκεια της ζωής του ατόμου, καθώς και η διαπίστωση σκόπιμων επιδράσεων στη φυσική κατάσταση των δοντιών λόγω θεραπευτικών, χρηστικών ή και αισθητικών παρεμβάσεων. 3
Ένα μοναδικό πλεονέκτημα που προσφέρει η πολύπλευρη εξέταση των δοντιών είναι η δυνατότητα άμεσης παρατήρησής τους και συγκριτικής τους ανάλυσης, τόσο σε σκελετικές σειρές παλαιοτέρων περιόδων, όσο και σε σύγχρονους ζωντανούς ανθρώπινους πληθυσμούς. Παρά τις συχνά καταστροφικές φυσικές και χημικές διεργασίες που υφίστανται τα δόντια, η μακροσκοπική και η μικροσκοπική τους εξέταση παραμένει σημαντικό στοιχείο της σύγχρονης πληθυσμιακής και της παλαιοπαθολογικής τους μελέτης. Μηχανικές βλάβες Ακρωτηριασμοί μελών του σώματος έχουν διαπιστωθεί σε αρκετές περιπτώσεις σκελετικών ευρημάτων και η πιθανή αιτιολογία τους περιλαμβάνει τα ενδεχόμενα τραυματισμών από σπαθί ή πελέκι, στη διάρκεια πολεμικών επιχειρήσεων, σκόπιμων χειρουργικών επεμβάσεων, σε περιπτώσεις ασθενειών ή σοβαρών ατυχημάτων, καθώς και πρακτικών "φρονηματισμού" ή τιμωρίας ενός ατόμου, συνήθεια αρκετά συχνή σε ιστορικές περιόδους όπως ο Μεσαίωνας. Συχνά, ο ακρωτηριασμός μέλους συνοδευόταν από υποπλασία ενός ή περισσοτέρων οστών του μέλους που είχε υποστεί τον ακρωτηριασμό, λόγω μερικής ή συνολικής του λειτουργικής ατροφίας. Αντίθετα, η διαπίστωση συχνών τραυματισμών ή μηχανικών κακώσεων σε κρανιακά οστά γυναικείων σκελετών αποδίδονται, κατά κανόνα, σε ατυχήματα ή «οικιακή» κακοποίηση. Αρθρίτιδες Στην Παλαιοπαθολογία ο όρος αρθρίτιδα περιλαμβάνει μια σειρά οστικών αλλοιώσεων του σκελετού, οι οποίες πέρα από τις περιπτώσεις μολυσματικής αρθρίτιδας που αναφέρονται στο ειδικό κεφάλαιο, σύμφωνα με την κλινική τους ταξινόμηση μπορεί να αναγνωριστούν, ως οστεοαρθρίτιδα, σπονδυλική οστεοφύτωση, τραυματική αρθρίτιδα, ρευματοειδή αρθρίτιδα, αγκύλωση σπονδυλικής στήλης και ουρική αρθρίτιδα. H οστεοαρθρίτιδα, η οποία αποτελεί την πιο συχνή μορφή αρθρίτιδας σε σκελετικά ευρήματα, οφείλεται κατά κύριο λόγο σε εκφυλιστικές μεταβολές των αρθρώσεων, λόγω βιολογικής γήρανσης του ατόμου. Οι περισσότερο ευπαθείς στην οστεοαρθρίτιδα αρθρώσεις του σώματος είναι οι αρθρώσεις του ισχίου, του γονάτου και των μετατάρσιων με τις εγγύς φάλαγγες του ποδιού, οι οποίες δέχονται και τη μεγαλύτερη επιβάρυνση κατά τη στήριξη του σώματος στην όρθια στάση και βάδιση. Αν και δεν εμφανίζει η οστεοαρθρίτιδα τη γενικευμένη προσβολή των αρθρώσεων, που χαρακτηρίζει την ρευματοειδή αρθρίτιδα, σπάνια εκδηλώνεται μόνο σε μία άρθρωση του σκελετού. Επίσης, παρά τη συχνή υπερτροφική παραγωγή οστίτη ιστού, η αγκύλωση και λειτουργική ακινητοποίηση των οστών της άρθρωσης είναι πολύ σπάνια. 4
Ο Λ. Κωνσταντίνου διαπίστωσε μεγαλύτερη συχνότητα παθολογικών αρθριτικών αλλοιώσεων στα κάτω άκρα από ό,τι στα άνω άκρα, και επίσης- μεγαλύτερη συχνότητα αρθριτικών αλλοιώσεων στα άνω και κάτω άκρα της δεξιάς πλευράς του σώματος από ό,τι της αριστερής πλευράς, τόσο στους άνδρες όσο και στις γυναίκες, σε σκελετικά ευρήματα 314 ενηλίκων ατόμων του πρώιμου μεσαιωνικού νεκροταφείου της πόλης Straubig της κάτω Βαυαρίας. Από τις μεγάλες αρθρώσεις των άνω άκρων, συχνότερη παθογένεια βρήκε για την άρθρωση του ώμου, ενώ, στο σύνολο, σχεδόν, των σκελετών που εξετάστηκαν διαπίστωσε παθολογικές αλλοιώσεις στην ισχιακή άρθρωση της κεφαλής του μηριαίου με την κοτύλη. Αιμαγγείωμα Στο κρανίο του αντρικού σκελετού Δ, βιολογικής ηλικίας 30-40 ετών, που είχε ανασκαφεί το 1978 στο αρχαίο νεκροταφείο της Άμφισσας, διαπιστώθηκε εντυπωσιακή σε μέγεθος λυτική βλάβη διαμέτρου 9-10εκ., στο εσωτερικό και οπίσθιο τμήμα του δεξιού βρεγματικού οστού και το ανώτερο τμήμα του ινιακού οστού. Η βλάβη αυτή μπορεί να καταταγεί στα αιμαγγειώματα των οστών του ανθρώπου. Πιθανότατα πρόκειται για ένα συραγγώδες αιμαγγείωμα του κρανιακού θόλου, που προκάλεσε τη λύση της εσωτερικής πλάκας του κρανίου, μέρους της διπλόης και διάτρηση της εξωτερικής πλάκας με συνέπεια το θάνατο του ατόμου από ενδοκρανιακή αιμορραγία. Τα αιμαγγειώματα αποτελούν εξαιρετικά σπάνια ευρήματα σκελετικών σειρών. Η αιτιολογία τους αποδίδεται σε υπερπλασία των αιμοφόρων αγγείων, η ανάπτυξη των οποίων, κατά την οντογένεση, εξαρτάται από την ωρίμανση του περιβάλλοντος ιστού που διαπερνούν. Πρόκειται μάλλον για συγγενείς αναπτυξιακές διαμαρτίες, παρά για νεοπλάσματα. Η εμφάνισή τους, η οποία στο σύνολο των οστικών όγκων έχει βρεθεί μόλις 1%, αφορά συνήθως ενήλικα άτομα, βιολογικής ηλικίας μεγαλύτερης των 50 ετών. Σε κρανιακά οστά η οστική βλάβη ξεκινά από τη διπλόη διαβρώνοντας την εσωτερική ή την εξωτερική οστέινη πλάκα του κρανίου. Η διεύρυνση της απόστασης ανάμεσα στις δύο οστέινες πλάκες είναι επίσης δυνατή, ιδιαίτερα προς την εξωτερική επιφάνεια του κρανίου, ενώ η διάμετρος της οστικής αλλοίωσης μπορεί να ποικίλει από 2,5εκ έως 7εκ, και το πάχος της από 1,5εκ έως 7εκ. Σε ακτινογραφική απεικόνιση οι οστικές δοκίδες του νέου οστίτη ιστού, που διατάσσονται ακτινωτά, δίνουν την εντύπωση του "ανατέλλοντος ηλίου". Μεσογειακή αναιμία Αρχαιολογικές ανασκαφές στο χώρο μινωικού ιερού, στη θέση Ανεμοσπήλια των Αρχανών της Κρήτης, το 1979, έφεραν στο φως σκελετικά υπολείμματα τριών ατόμων τα οποία είχαν βρει το θάνατο κάτω από εξαιρετικές συνθήκες και είχαν ταφεί κάτω από τα ερείπια του κτιρίου. 5
Η εξέταση των σκελετικών ευρημάτων έδειξε ότι αυτά ανήκαν σε ένα νεαρό έφηβο με λεπτοφυή διαμόρφωση, βιολογικής ηλικίας 14-16 ετών, ένα ρωμαλέο άντρα βιολογικής ηλικίας 35-45 ετών και μία νεαρή γυναίκα, βιολογικής ηλικίας 25-30 ετών. Σύμφωνα με αρχαιολογικές και ανθρωπολογικές παρατηρήσεις, ο νεαρός έφηβος είχε θυσιαστεί τελετουργικά για την αποτροπή του επερχόμενου καταστροφικού σεισμού, ενώ τα δύο ενήλικα άτομα υπήρξαν θύματα του ισχυρού σεισμού που έπληξε την Κρήτη, γύρω στο 1.650 π.χ. Η κατάρρευση του κτιρίου συνοδεύτηκε από την πρόκληση πυρκαγιάς που άφησε τα ίχνη της -χρωματικές και μορφολογικές αλλοιώσεις- στα οστά των σκελετών, δείχνοντας πως στο χώρο που βρέθηκαν οι τρεις σκελετοί, η θερμοκρασία είχε ξεπεράσει τους 600 o C. Μια παρατήρηση ιδιαίτερης σημασίας αφορούσε στην ισχυρή διεύρυνση της σπογγώδους ουσίας των κρανιακών οστών της νεαρής γυναίκας, σε συνδυασμό με την εκλέπτυνση και πορώδη κατάσταση της εξωτερικής οστέινης πλάκας των βρεγματικών οστών, που υποδήλωναν την εκδήλωση ετερόζυγης κατάστασης υπολειπόμενου γονιδίου αναιμίας. Προφανώς της μεσογειακής αναιμίας, της οποίας η αυξημένη συχνότητα στους πληθυσμούς της ανατολικής Μεσογείου είναι αποτέλεσμα ενδημικών γενετικών μηχανισμών και προσαρμοστικών διεργασιών στο γεωγραφικό της χώρο, τα τελευταία - τουλάχιστον- 10.000 χρόνια. Μεσαιωνική Ρόδος Τη δεκαετία 1980, αρχαιολογικές ανασκαφές στην παλιά πόλη της Ρόδου έφεραν στο φως το λαϊκό νεκροταφείο του Αγίου Σπυρίδωνα (13ος-16ος αι.), καθώς και το μεσαιωνικό νεκροταφείο της άρχουσας τάξης της Ρόδου (12ος-14ος αι.), που βρίσκεται στην οδό Αγησάνδρου της παλιάς πόλης. Η παλαιοπαθολογική ανάλυση των σκελετικών πληθυσμών των δύο νεκροταφείων, σύμφωνα με τα πορίσματα της αρχαιολογικής έρευνας, είχε ιδιαίτερο ενδιαφέρον λόγω της εξακριβωμένης κοινωνικής τους διαφοροποίησης. Η συνολική κατανομή των ηλικιών θανάτου στις δύο πληθυσμιακές ομάδες έδειξε μια εμφανή τάση μεγαλύτερης διάρκειας ζωής στην πληθυσμιακή ομάδα της Αγησάνδρου, η οποία χαρακτηριζόταν, επίσης, από μικρότερη παιδική θνησιμότητα και μεγαλύτερη συχνότητα ατόμων μεγάλης ηλικίας στη σύνθεσή της. Η συσχέτιση αυτής της διαφοροποιημένης θνησιμότητας με τη διαφοροποίηση των κοινωνικών τους παραμέτρων και των συνθηκών τους διαβίωσης, ενισχύεται κυρίως από την αντίστοιχη διαφοροποιημένη νοσηρότητα των δύο ομάδων, όπως φανερώνουν τα διαθέσιμα παλαιοπαθολογικά στοιχεία τους. Η νοσηρότητα αυτή διαπιστώθηκε όχι μόνο από τις μεταξύ τους διαφορές, ως προς τον αριθμό των σχετικών ευρημάτων, αλλά και ως προς το βαθμό ή τη σοβαρότητα εκδήλωσης των αντίστοιχων παθολογικών καταστάσεων. 6
ΠΑΛΑΙΟΠΑΘΟΛΟΓΙΚΑ ΕΥΡΗΜΑΤΑ ΑΓΗΣΑΝΔΡΟΥ (αριθ. ατόμων= 74) ΑΓ. ΣΠΥΡΙΔΩΝ (αριθ. ατόμων =79) Κρανιακών οστών 4 2 μακρών οστών 1 1 πλευρών -- 1 Κατάγματα μετακαρπικών -- 1 μεταταρσικών -- 2 Πολλαπλά παθολογικά ευρήματα δοντιών 1 11 Σπονδυλοαρθρίτιδα Αρθρίτιδα αυχενικής μοίρας 2 3 θωρακικής μοίρας 4 7 οσφυϊκής μοίρας 4 5 άρθρωσης ώμου -- 1 άρθρωσης αγκώνα 3 4 οστών χεριού 1 2 άρθρωσης ισχίου -- 1 άρθρωσης γονάτου 3 2 οστών ποδιού 2 -- Αναιμία -- 2 Φυματίωση (1) (2) Νεοπλάσματα 2 3 ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ Angel J. 1946: Skeletal change in ancient Greece. Am. J. Phys. Anthrop., 4, 1, 69-97 Angel J.L. 1967: Porotic Hyperostosis or Osteoporosis Symmetrica. In: Brothwell, D. and Sandison A.T.: Diseases in Antiquity. 378-389. Springfield, Illinois. Angel J.L. 1971: Lerna, a preclassical site in the Argolid. Volume II-The People. Smiths. Instit. of Washington Aufderheide A., C. Rodríguez-Martin 1998: Human Paleopathology. The Cambridge Encyclopedia Brothwell D.T. 1972: Digging up bones". London Collins C., J.Grange 1983: The bovine tubercle bacillus. J. Appl. Bacter., 55, 13-29 Γαρδίκα Κ.Δ. 1981: Ειδική Νοσολογία. Αθήνα Κίττας Xρ., Θ.Πίτσιος, Π.Καπράλος 2003: H περίπτωση του σκελετού Δ από το αρχαίο νεκροταφείο της Άμφισσας. Πιθανή αιτία θανάτου, ενδοκρανιακό αιμαγγείωμα. Πρακτ. 1ου Επιστ. Συμποσίου "Το Γαλαξείδι από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα", Γαλαξείδι, 29-30.9.2000 7
Κόλλιας Η. 1994: Η Μεσαιωνική πόλη της Ρόδου και το παλάτι του Μεγάλου Μαγίστρου. Αθήνα Κόλλιας Η. 1994: Η Παλαιοχριστιανική και Βυζαντινή Ρόδος. Η αντίσταση μιας ελληνιστικής πόλης. Πρακτικά Διεθνούς Συνεδρίου "Ρόδος 2.400 χρόνια. Από την ίδρυσή της μέχρι την κατάληψη από τους Τούρκους", Β τόμος, σ. 299-308 Konstantinou L. 1999: "Ausprägung und Häufigkeit der Arthrose in den großen Extremitätengelenken der Skelete aus dem Ostteil des bajuwarischen Gräberfeldes von Straubing-Niederbayern." Dissertation, Univ. Göttingen Langsjoen O. 1998: Diseases of the dentition". In: A. Aufderheide., C. Rodríguez-Martin "Human Paleopathology. The Cambridge Encyclopedia, p. 393-412 Mann R., S. Murphy 1990: "Regional atlas of Bone Disease. A guide to Pathologic and Normal Variation in the Hunan Skeleton. Springfield Illinois Møller-Christensen V., W.H.Jopling 1964: An examination of the skulls in the Catacombs of Paris. Med. Hist., 8, 187-188 Πίτσιος Θ. 2000: Παλαιοανθρωπολογικό υλικό αρχαιολογικών ανασκαφών της Ρόδου". Πρακτικά Διεθνούς Συνεδρίου "Ρόδος 2.400 χρόνια. Από την ίδρυσή της μέχρι την κατάληψη από τους Τούρκους", Β τόμος, σ. 393-401 Πίτσιος Θ.Κ. 2002, Εξελικτική Ανθρωπολογία. Πορίσματα και Βασικές έννοιες της σύγχρονης Ανθρωπολογικής Έρευνας. Αθήνα Rotschild B., L. Martin 1993: Paleopathology Disease in the Fossil Record. London Ruffer M.A. (edit. R.L. Moodie) 1921: Studies in the Palaeopathology of Egypt Σακελλαράκης I. 1994: Κρήτη Αρχάνες. Αθήνα Smith E., W.Jones 1910: Report on the human remains. Archaeological survey of Nubia, 1907-1908 Steinbock R. 1976: Paleopathological Diagnosis and Interpretation. Bone Diseases in ancient Human Populations. Springfield Illinois Stewart T. 1957: Racial patterns of vertebral osteoarthritis. Amer. J. Phys. Anthrop., 5, 230-231 Wells C. 1973: The palaeopathology of bone disease. The Practitioner, 210, 384-391 8