Η αριστοτελική αντίληψη για τη σχέση θεωρίας και πράξης και οι μεθοδολογικές αρχές της Περιβαλλοντικής Σκαράκης Γιάννης, Υπεύθυνος Αγωγής Υγείας Ν. Κιλκίς Τατίδου Κυριακή, Υπεύθυνη Περιβαλλοντικής Ν. Κιλκίς
και οι μεθοδολογικές αρχές της Περιβαλλοντικής Η εισήγηση προσπαθεί να παρουσιάσει τη σχέση των μεθοδολογικών προσεγγίσεων της Π.Ε. με τη Φιλοσοφία και της Επιστήμες της Αγωγής. Η μέθοδος στηρίζεται στην επαγωγική τεκμηρίωση όπως αυτή προκύπτει από τη συγκριτική μελέτη των πηγών.
Η Αριστοτελική σκέψη παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον εφόσον η πράξη δεν εξαντλείται στη σφαίρα του λόγου. Και γι αυτό η αρετή δεν είναι ολοκληρωτικά διδακτή. Στο κέντρο που γεννιέται η πράξη, δηλαδή το βουλητικό συνυπάρχει με το λόγο και το άλογο στοιχείο. Για να είναι η διδαχή γόνιμη πρέπει να υπάρχει εθισμός στην ενάρετη πράξη. ( Κ. Τσάτσος, σελ. Η κοινωνική φιλοσοφία των αρχαίων).
Η Περιβαλλοντική Εκπαίδευση απευθύνεται τόσο σε άτομα της σχολικής ή πανεπιστημιακής ηλικίας όσο και σε ενήλικες άλλων κοινωνικών ομάδων και η εισαγωγή της στο σχολείο με το νόμο 1892/90 ήταν απολύτως απαραίτητη για να μπορούν οι μαθητές της χώρας μας, πέραν των γνώσεων να αποκτήσουν κοινωνικές αξίες και αισθήματα ευθύνης, για την προστασία και βελτίωση του περιβάλλοντος και να διαμορφώσουν μια ηθική και ένα κώδικα συμπεριφοράς που θα βασίζεται στο σεβασμό προς τη φύση και το κοινωνικό σύνολο (Σπύρος Μαραγκάκης 2002)
Στα κείμενα του Αριστοτέλη γίνεται, για πρώτη φορά στο πλαίσιο της αρχαίας φιλοσοφίας, λόγος για νομοθετημένη κοινή παιδεία (Πολιτικά θ 1337 α 33), γιατί μέσω αυτής της ομοιόμορφης διαδικασίας, όπως πίστευε ο Αριστοτέλης, ο άνθρωπος καθίσταται πολίτης, δηλαδή αποκτά τη δυνατότητα να "μετέχει κρίσεως και αρχής", με τελικό αποτέλεσμα να "μετέχουν της πολιτείας πάντες οι πολίται".
Βασικοί άξονες συγκέντρωσης της ύλης είναι ο τόπος και ο χρόνος, η παρατήρηση και η εποπτεία. Κέντρο της εκπαιδευτικής διαδικασίας γίνεται ο μαθητής, ο οποίος προσεγγίζει τη γνώση μέσα από την αυτενέργεια. Η περιβαλλοντική εκπαίδευση διαχέεται στο σύνολο της σχολικής ζωής, ως τρόπος δράσης και ευαισθητοποίησης με απώτερο σκοπό τη συμμετοχή των ατόμων στη λήψη σχετικών αποφάσεων
Η παιδεία, κατά τον Αριστοτέλη, συντελεί ώστε ο άνθρωποςπολίτης να γίνεται "αγαθός, σπουδαίος και φρόνιμος". Τα χαρακτηριστικά του "σπουδαίου" είναι: α) "έκαστα κρίνει ορθώς" και διακρίνει "εν εκάστοις το αληθές" και β) η κατάκτηση της αρετής. Ο "σπουδαίος πολίτης φθάνει στην "ευδαιμονίαν". Οι θεμελιώδεις παράγοντες της παιδείας είναι "η φύσις, το έθος και ο λόγος". Οι "σπουδαίοι" και "ευδαίμονες πολίται", αποτελούν τη βάση για την ευδαιμονία της πόλεως, αφού "η επιμέλεια πέφυκεν εκάστου μορίου βλέπειν προς την του όλου επιμέλειαν".
Σκοπός της μάθησης, κατά τον Αριστοτέλη, είναι η επίτευξη της τελείωσης, η οποία έγκειται στην πραγμάτωση των ιδιαίτερων δυνατοτήτων της νόησης που διαθέτει ο άνθρωπος ("εντελέχεια"). Η "τελείωση" του ανθρώπου, ταυτίζεται με την ευδαιμονία, η οποία δεν νοείται μόνο ως ευχαρίστηση ή ικανοποίηση από την απόλαυση υλικών ή πνευματικών αγαθών, αλλά ως ενέργεια της ψυχής η οποία τείνει προς την τελείωση με την κινητοποίηση του θεωρητικού και του πρακτικού νου προς την επιδίωξη του αγαθού. Ο άνθρωπος προβαίνει στην επιτέλεση των άριστων ενεργειών, που είναι οι διανοητικές και ηθικές αρετές, με την ενεργοποίηση της θεωρητικής και της πρακτικής νόησης.
Η αγωγή, κατά συνέπεια, έχει ως αποστολή να συντελέσει στην πραγμάτωση του σκοπού της ύπαρξης, στην επίτευξη της ευδαιμονίας, ασκώντας στον άνθρωπο στην επιτέλεση της αρετής. διαθέσιμο στο δικτυακό τόπο http://www.alpha.edu.gr/general/100446798876733.shtml
Η επιθυμία για συμμετοχή στηρίζεται κατά κύριο λόγο σε εσωγενή κίνητρα. Τα κίνητρα αυτά έχουν σχέση με την εγγενή ανάγκη του ανθρώπου να γνωρίσει σο γίνεται καλύτερα τον κόσμο που τον περιβάλλει. Η επίτευξη άλλωστε στόχων αυτής της μορφής συνοδεύεται πάντα από ιδιαίτερα έντονα συναισθήματα χαράς και ικανοποίησης, που προκαλούν ριζικές αλλαγές στο χαρακτήρα του ανθρώπου ( Κ. Χρυσαφίδης, 2000)
Οι αισθήσεις δεν μπορούν να θεωρηθούν ως τελείως απομο νωμένες, αλλ απλώς ως διαφορετικές «δυνάμεις» ή ικανότη τες της «ψυχής», που εκδηλώνονται μέσω των ποικίλων μερών του σώματος. Για να τις εννοήσουμε, λέει, θα πρέπει να συλ λάβουμε το γεγονός ότι η σχέση της ικανότητας, π.χ., της όρασης, με το όργανο της, το μάτι, είναι η ίδια με τη σχέση της ψυχής ως συνόλου προς το σώμα ως σύνολο. Αυτή η θεωρία δίνει στην περί αισθήσεως θεωρία του δύο πλεονεκτήματα απέναντι σε εκείνους από τους προδρόμους του, που γίνονται εμφανή στις λεπτομέρειες του έργου του. (διαθέσιμο στο δικτυακό τόπο http://anatolikos.com/arxea/aristotelis218.htm)
Η ενίσχυση της άμεσης γνώσης εις βάρος της διαμεσολαβητικής και η αισθητηριακή επίγνωση, που αποτελεί θεμέλιο της αισθητικής ανάπτυξης, της απόλαυσης, αλλά και της επιστημονικής έρευνας.
Η Γνώση κατά κύριο λόγο προέρχεται από την εμπειρία. Η μέθοδος που οδηγεί στη γνώση είναι η προσεκτική παρατήρηση, η ταξινόμηση και η λογική ανάλυση. Διαφορετικές και αντικρουόμενες απόψεις δεν μπορούν να είναι ταυτόχρονα αληθινές "μη είναι αληθείς άμα τας αντικειμένας φάσεις". Μετά τα Φυσικά (Γ' 6) Η επιστημονική έρευνα οδηγεί στην έγκυρη γνώση.
Κατά τη μελέτη του περιβάλλοντος καλλιεργούνται διάφορες δεξιότητες εφόσον ο μαθητής μπορεί: Να παρατηρεί χρησιμοποιώντας τις πέντε αισθήσεις Να συλλέγει (πληροφορίες και υλικά) Να καταγράφει (κρατώντας σημειώσεις, κάνοντας γραφικές παραστάσεις κ.λ.π.)
Να διακρίνει (διαπιστώνοντας ομοιότητες και διαφορές) Να οργανώνει ( ταξινομώντας υλικά και δεδομένα σ ένα σύστημα μελέτης) Να υποθέτει (προτείνοντας θεωρητικά σχήματα για εκείνα που δεν του είναι γνωστά) Να προβλέπει (σταθμίζοντας τα δεδομένα που έχει Να πειραματίζεται Να εξάγει συμπεράσματα Να βελτιώνει
Βασικοί άξονες συγκέντρωσης της ύλης είναι ο τόπος και ο χρόνος, η παρατήρηση και η εποπτεία. Κέντρο της εκπαιδευτικής διαδικασίας γίνεται ο μαθητής, ο οποίος προσεγγίζει τη γνώση μέσα από την αυτενέργεια.
Ο Αριστοτέλης έθεσε τις θεωρητικές βάσεις του ορθολογισμού και του εμπειρισμού και αναδεικνύεται πρόδρομος του Διαφωτισμού και της μοντέρνας επιστημονικής μεθοδολογίας. Ο βαθμός εγκυρότητας της γνώσης προσδιορίζεται από τη φύση των αντικειμένων. Δεν είναι δυνατόν να καταλήγουμε πάντοτε σε ακριβή συμπεράσματα.
Σε θεωρητικούς τομείς όπως η λογική και τα μαθηματικά μπορούμε να διαμορφώσουμε ακριβείς, σταθερές και απόλυτες ερμηνευτικές διατυπώσεις ενώ σε εφαρμοσμένους, πρακτικούς τομείς όπως για παράδειγμα η ηθική, η ψυχολογία και η πολιτική δεν επιτρέπονται διαπιστώσεις υψηλού βαθμού ακρίβειας και βεβαιότητας.
"τον αυτόν δη τρόπον και αποδέχεσθαι χρεών έκαστα των λεγομένων, πεπαιδευμένου γαρ εστιν επί τοσούτον τακριβές επιζητείν καθ' έκαστον γένος, εφ' όσον η του πράγματος φύσις επιδέχεται, παραπλήσιον γαρ φαίνεται μαθηματικού τε πιθανολογούντος αποδέχεσθαι και ρητορικόν αποδείξεις απαιτείν".( Ηθικά Νικομάχεια 1, 3 ).
Εντούτοις δεν ήταν αυτή η διαδικασία που πρόκρινε ο Αριστοτέλης. Παίρνοντας την εμπειρία στην ονομαστική της αξία, προσπάθησε να συμφιλιώσει τις παρατηρήσεις, την κοινή λογική και την αφηρημένη σκέψη. Ήταν ο πρώτος συστηματικός φιλόσοφος της επιστήμης στην Δύση. Έθεσε πολλά από τα προβλήματα που συνθέτουν σήμερα το αντικείμενο και πρότεινε λύσεις που παραμένουν έγκυρες. Περιέγραψε τον τρόπο που τα γεγονότα μετατρέπονται σε έννοιες, και ακόμα παραπέρα, σε αρχές (Αναλυτικά ύστερα 99b35 κε.) και τον τρόπο που τα αντικείμενα προκαλούν τις αντιλήψεις (Περί Ψυχής 418a4 κε., 424a17 κε.).
Για τον Αριστοτέλη αυτές ήταν φυσικές διαδικασίες που υπάκουαν στους γενικούς του νόμους για την κίνηση και εξασφάλιζαν την συνοχή του εμπειρισμού του. Η συμπερασματική δομή που πρότεινε για τις εξηγήσεις εξυπηρετούσε την παρουσίαση, όχι την ανακάλυψη, της γνώσης: ο Αριστοτέλης δεν είχε σαφή θεωρία για την έρευνα. Εντούτοις μας άφησε παραδείγματα που δείχνουν τι έκανε.
Άρχιζε με τα 'φαινόμενα'. Αυτά μπορούσαν να είναι παρατηρήσεις, κοινές αντιλήψεις, παραδοσιακές δοξασίες, εννοιολογικές σχέσεις ή οι απόψεις προηγούμενων στοχαστών. Ο Αριστοτέλης χρησιμοποιούσε ειδικές ομάδες για να τα συγκεντρώνει ίδρυσε ένα μουσείο φυσικής ιστορίας και μια βιβλιοθήκη χαρτών και χειρογράφων και έθεσε τα θεμέλια όλων των ιστοριών της Ελληνικής φιλοσοφίας, των μαθηματικών, της αστρονομίας, της ιατρικής και των μορφών διακυβέρνησης.
Στη συνέχεια ανέλυε τα φαινόμενα σε ένα συγκεκριμένο τομέα έβγαζε συμπεράσματα και αφαιρούσε τις αντιφάσεις, μένοντας πιστός στην παρατήρηση όταν ο τομέας ήταν εμπειρικός ή στην γλωσσική χρήση όταν ήταν αφηρημένος. Η αντίληψή του για τον χώρο, για παράδειγμα, διατηρεί την ιδέα ότι ο χώρος είναι κάτι που περιλαμβάνει είδη, αλλά με την έννοια του 'είναι εντός' απαλλαγμένη από παράδοξα. Τελικά, σχημάτιζε ορισμούς για να συγκεφαλαιώνει όσα είχε αποκομίσει. Μια γενική θεωρία της αλλαγής και της αλληλεπίδρασης, οι εννοιολογικές δυνατότητες που εξετάζονται, για παράδειγμα, στα Μετά τα φυσικά του, και μια θεωρία των μαθηματικών που εξηγούσε το πώς οι μαθηματικές έννοιες λειτουργούσαν στο κατά μεγάλο μέρος ποιοτικό του σύμπαν έπαιξαν τον ρόλο του πλαισίου εργασίας.
(Φύση είναι ό,τι συμβαίνει πάντα, ή σχεδόν πάντα, είπε ο Αριστοτέλης (Περί ζώων μορίων [De partibus animalium] 663b27 κε.). Paul K. Feyerabend, Ιστορία της φιλοσοφίας της επιστήμης (λήμμα στο λεξικό Oxford Companion to Philosophy) διαθέσιμο στο δικτυακό τόπο http://www.mikrosapoplous.gr/articles/feyerabend.html
Ο Αριστοτέλης επιμένει ότι η εσκεμμένη σκέψη των πολλών είναι πάντα προτιμότερη από την απομονωμένη ατομική σκέψη. Στα παραπάνω πλαίσια τονίζει τη σημασία της φρόνησης ως απαραίτητης αρετής και ως θεμελιώδες στοιχείο της πρακτικής. (A. Lesky 1981, σελ. 781-783). Η φρόνηση αποτελεί συνδυασμό καλής κρίσης και πράξης.
Ο Αριστοτέλης στο Ηθικά Νικομάχεια, βιβλίο 6.5 ορίζει τη φρόνηση ως εξής: είναι έξιν αληθή μετά λόγου πρακτικήν περί τα ανθρώπω αγαθά και κακά (ψυχική διάθεση εκτελεστική συνοδευόμενη από λόγο αληθή και περιστρεφόμενη στα ανθρώπινα αγαθά και κακά) Και τώρα ας μιλήσουμε για τη φρόνηση, αφού εξετάσουμε ποιου είδους θεωρούμε φρόνιμους. Λοιπόν φαίνεται ότι η ιδιότητα του φρόνιμου είναι το να μπορεί να σκεφτεί καλά ως προς τα αγαθά και τα συμφέροντα για τον εαυτό του όχι μονομερώς, λ.χ. ποια χρησιμεύουν για την υγεία ή για να αποκτήσει δύναμη, αλλά γενικώς ποια συντελούν στην ευζωία.έπεται ότι η φρόνηση δεν είναι επιστήμη ούτε τέχνη.
Και επιστήμη δεν είναι γιατί είναι ενδεχόμενο το εκτελεστό να συμβαίνει με κάποιο άλλο τρόπο, τέχνη δεν είναι, διότι άλλο είναι το γένος της εκτέλεσης και άλλο της δημιουργίας. (Αριστοτέλη, Ηθικά Νικομάχεια, βιβλίο 6.5, Μετ. Κ. Ζάμπα 1991, Αθήνα: Ευθεία)