ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΤΜΗΜΑ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ ΦΥΣΙΚΗΣ ΑΓΩΓΗΣ ΚΑΙ ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΥ ΨΥΧΟΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΠΤΥΧΕΣ ΤΗΣ ΗΘΙΚΟΤΗΤΑΣ ΣΤΟΝ ΑΘΛΗΤΙΣΜΟ Ι ΑΚΤΟΡΙΚΗ ΙΑΤΡΙΒΗ ΜΙΛΤΙΑ Η ΠΡΩΙΟΥ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 2003 ΨΥΧΟΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΠΤΥΧΕΣ ΤΗΣ ΗΘΙΚΟΤΗΤΑΣ ΣΤΟΝ ΑΘΛΗΤΙΣΜΟ 1
ΜΙΛΤΙΑ ΗΣ ΠΡΩΙΟΣ ιδακτορική διατριβή που υποβάλλεται στο καθηγητικό σώµα για τη µερική ολοκλήρωση των απαιτήσεων για την απόκτηση του διδακτορικού τίτλου του Τµήµατος Επιστήµης Φυσικής και Αθλητισµού του Αριστοτελείου Πανεπιστηµίου Θεσσαλονίκης. 2003 Θεσσαλονίκη Εγκεκριµένο από το καθηγητικό σώµα: 1ος Επιβλέπων: Αναπληρωτής Καθηγητής Γ. ογάνης 2ος Επιβλέπων: Καθηγήτρια Ν. Αγγελοπούλου-Σακαντάµη 3ος Επιβλέπων: Αναπληρωτής Καθηγητής Χ. Τσορπατζούδης ιδακτορική ιατριβή από Μιλτιάδη Πρώιο Πτυχιούχο ΕΑΣΑ Θεσσαλονίκης ΣΥΜΒΟΥΛΕΥΤΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ Επιβλέπων Γ. ογάνης, Αναπληρωτής Καθηγητής 2
Μέλη Ν. Αγγελοπούλου-Σακαντάµη, Καθηγήτρια Χ. Τσορπατζούδης, Αναπληρωτής Καθηγητής ΕΠΤΑΜΕΛΗΣ ΕΞΕΤΑΣΤΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ Γ. ογάνης, Αναπληρωτής Καθηγητής ΤΕΦΑΑ ΑΠΘ Ν. Αγγελοπούλου-Σακαντάµη, Καθηγήτρια ΤΕΦΑΑ ΑΠΘ Χ. Τσορπατζούδης, Αναπληρωτής Καθηγητής ΤΕΦΑΑ ΑΠΘ Ι. Μουρατίδης, Καθηγητής ΤΕΦΑΑ ΑΠΘ Ι. Θεοδωράκης, Καθηγητής ΤΕΦΑΑ ΠΘ Γ. Μαυροµάτης, Καθηγητής ΤΕΦΑΑ ΠΘ Μ. Γούδας, Επικ. Καθηγητής ΤΕΦΑΑ ΠΘ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 2003 3
2003 Μιλτιάδη Πρώιου ALL RIGHTS RESERVED «Ουδείς εκών κακός» (Κανείς δεν πράττει το κακό µε τη θέλησή του) Σωκράτης «Η ηθική τελειότητα ταυτίζεται µε τη φρόνηση, η κακία πηγάζει από την άγνοια» Αρίστιππος «Η αρετή είναι διδακτή, εκείνος που µε τη µάθηση την έχει αποκτήσει, δεν την χάνει ποτέ» Αντισθένης «Η δικαιοσύνη είναι τελειοτάτη αρετή, διότι αυτή είναι η εφαρµογή της τελείας αρετής. Είναι ε τελεία όταν ο κατέχων αυτήν δύναται να ασκεί την αρετή και ως προς τους άλλους και όχι µόνον δι' εαυτόν» Αριστοτέλης 4
ΠΕΡΙΛΗΨΗ ΠΡΩΙΟΣ ΜΙΛΤΙΑ ΗΣ: Ψυχοκοινωνικές Πτυχές της Ηθικότητας στον Αθλητισµό. (Υπό την επίβλεψη του ρ. Γεωργίου ογάνη) Στον αθλητισµό, αλλά και στην κοινωνία γενικότερα, παρατηρείται µια συνεχής αντιγνωµία για τις αποφάσεις των άλλων. Σύµφωνα µε τη βιβλιογραφία σηµαντικό ρόλο στην επιλογή ηθικών αποφάσεων παίζει ο ηθικός διαλογισµός, αλλά και τα κίνητρα που ενεργούν κάθε φορά στο άτοµο. Ο κύριος σκοπός της παρούσας έρευνας ήταν να διαπιστώσει εάν ο ηθικός διαλογισµός και η παρακίνηση επηρεάζουν την επιλογή ηθικών αποφάσεων. Ενώ, οι επιµέρους σκοποί ήταν να ελεγχθεί η σχέση του ηθικού διαλογισµού µε την ηλικία, τη µόρφωση και τις κοινωνικές εµπειρίες του δείγµατος, όπως και των πιθανών διαφοροποιήσεων των ηθικών επιλογών σε σχέση µε το επίπεδο ηθικής ωριµότητας του ατόµου, το επίπεδο ηλικίας, το επίπεδο µόρφωσης, και να εκτιµηθούν οι αντιλήψεις των προπονητών και των παρατηρητών διαιτησίας για τον ηθικό προσανατολισµό των παικτών και των διαιτητών αντίστοιχα. Το δείγµα αποτέλεσαν 432 άτοµα, (η=342 άνδρες, και η=81 γυναίκες). Η ηλικία τους κυµάνθηκε από 14-52 ετών, ενώ η µόρφωσή των συµµετασχόντων ήταν από όλα τα επίπεδα. Σύµφωνα µε τη µορφή συµµετοχής οι 147 ήταν διαιτητές, οι 235 αθλητές και 5
οι 50 προπονητές, ενώ σύµφωνα µε το άθληµα οι 148 ήταν του ποδοσφαίρου, οι 141 της χειροσφαίρισης και οι 143 του µπάσκετ. Οι διαιτητές και οι παίκτες συµπλήρωσαν από τρία ερωτηµατολόγια, ένα για την εκτίµηση της ηθικής κρίσης (Κριτήριο Ορισµού Θεµάτων Defining Issues Test, Rest,1979), ένα για τον προσανατολισµό του στόχου (Προσανατολισµός στο Έργο και στο Εγώ στον αθλητισµό Task and Ego Orientation in Sport, Duda, 1989) και ένα για την επιλογή ηθικών αποφάσεων στον αθλητισµό, ενώ οι προπονητές στη θέση του ερωτηµατολογίου για τον προσανατολισµό του στόχου, συµπλήρωσαν το ερωτηµατολόγιο για την αντίληψη της ηθικής κρίσης των παικτών τους. Τέλος, οι παρατηρητές διαιτησίας συµπλήρωσαν ένα αντίστοιχο όργανο µε τους προπονητές για την αντίληψη της ηθικής κρίσης των διαιτητών. Η έρευνα στηρίχθηκε στη γνωστικο-εξελικτική θεωρία του Kohlberg (1969, 1976), αλλά και στη θεωρία για την επίτευξη των στόχων (Nicholls, 1984a, 1984b, 1989). Τα αποτελέσµατα επιβεβαίωσαν, εν µέρει, τις αρχικές υποθέσεις. Συγκεκριµένα, αυτά έδειξαν ότι τα άτοµα στον αθλητισµό επιλέγουν µε διαφορετικό τρόπο, καθοδηγούµενα από διαφορετικά κίνητρα, για την επιλογή µιας απόφασης. Από τις αναπτυξιακές µεταβλητές ηλικία, µόρφωση και κοινωνικές εµπειρίες, η ηλικία βρέθηκε να µην επηρεάζει, µόνη της, την ηθική κρίση των ατόµων. Αντίθετα, και οι τρεις αυτές µεταβλητές βρέθηκε να επηρεάζουν τις διαδικασίες επιλογής µιας απόφασης. Η διαφορετική µορφή συµµετοχής στον αθλητισµό έδειξε να επηρεάζει σηµαντικά τις επιλογές των ατόµων για την επίλυση προβληµάτων που δηµιουργούνται στη διάρκεια του αγώνα, ενώ δεν έδειξε να επηρεάζει την ανάπτυξη της ηθικής κρίσης των ατόµων. Ακόµη, η ηθική ωριµότητα και ο προσανατολισµός του στόχου βρέθηκε να επηρεάζουν σηµαντικά την επιλογή ηθικών αποφάσεων. Τέλος, βρέθηκε ότι ο προσανατολισµός της ηθικής κρίσης των παικτών και των διαιτητών είναι προβλέψιµος από τους προπονητές και τους παρατηρητές διαιτησίας αντίστοιχα. Η εικόνα για την ηθικότητα στον αθλητισµό που παρουσίασαν τα αποτελέσµατα της παρούσας µελέτης προήλθε από ορισµένα αθλήµατα και όχι από το σύνολο, και από ένα µέρος συµµετασχόντων στον αθλητισµό. Για αυτό προτείνεται σε µελλοντικές έρευνες η µελέτη και άλλων αθληµάτων, αλλά και ατόµων µε διαφορετικές µορφές συµµετοχής στον αθλητισµό για µια πιο ολοκληρωµένη εικόνα της ηθικότητας στον αθλητισµό. 6
ABSTRACT PROIOS MILTIADIS: Psycho-social Aspects of Morality in Sports. (Under the supervision of Dr. Doganis Georgios) In sports, but also in society, a continuous difference of opinions about the decisions of others can be observed. According to the literature, a significant role in the making of moral decisions is played by moral reasoning, but also by the motives that are active in an individual on each occasion. The main purpose of the present study was to observe whether moral reasoning and motivation affect the making of moral decisions. At the same time, particular objectives were to inspect the relationship of moral reasoning to age, education, and the social experiences of a sample population, as well as potential differentiations of moral choices in relation to an individual's moral maturity, age, and education level, and to estimate the perceptions of coaches and refereeing observers concerning the moral orientation of players and referees respectively. The sample consisted of 423 persons, (n=342 males and n=81 females). Their age ranged from 14 to 52 years, while all levels of education were represented among the participants. In terms of their form of participation, 147 were referees, 235 were athletes, and 50 were coaches, while in terms of sports 148 of them were involved in football, 141 in handball, and 143 in basketball. The referees and players each filled out three questionnaires, one about the estimation of moral judgment the Defining Issues Test (Rest, 1979), one about goal orientation Task and Ego Orientation in Sport (Duda, 1989), and one about the choice of moral decisions in sports, while the coaches, instead of the goal orientation questionnaire, filled out the questionnaire about their perception of the moral judgment of their players. Finally, the refereeing observers filled out a questionnaire comparable to that of the coaches about their perception of the 7
moral judgment of referees. The study based itself on the cognitive-developmental theory of Kohlberg (1969, 1976), but also on goal achievement theory (Nicholls 1984a, 1984b, 1989). The results partially confirmed the initial hypotheses. In particular, they showed that in sports, individuals make choices in a different way, guided by different motives for the making of a decision. Out of the developmental variables, namely age, education, and social experiences, age by itself was found not to affect individuals' moral judgment. In contrast, all three of these variables were found to affect decision-making processes. The different form of participation in sports appeared to affect individuals' choices for the resolution of problems that result during a game to a significant extent, while it did not seems to affect the development of individuals' moral judgment. Furthermore, moral maturity and goal orientation were found to exert significant influence on the making of moral decisions. Finally, it was observed that the orientation of players' and referees' moral judgment could be predicted by the coaches and refereeing observers respectively. The image of morality in sports that the results of the present study showed originated from specific sports and not from the sum of them, and from a part of the people who participate in sports. For this reason, it is proposed that future studies also include other sports and individuals with different forms of participation in sports, for a more complete picture of morality in sports. 8
ΠΡΟΛΟΓΟΣ Ξεκινώντας τον πρόλογο, αρχικά, θα ήθελα να ευχαριστήσω τον κ. ογάνη για την αποδοχή πραγµατοποίησης αυτής της διδακτορικής διατριβής, σ' ένα χώρο τόσο δύσκολο και παράλληλα ανεξερεύνητο, και για τη διακριτική και συνεχή επίβλεψη του σε όλη τη διάρκεια της διατριβής. Στη συνέχεια θέλω να ευχαριστήσω την κ. Αγγελοπούλου-Σακαντάµη και τον κ. Τσορπατζούδη, ως µέλη της τριµελούς συµβουλευτικής επιτροπής, για τις εύστοχες συµβουλές και παρατηρήσεις για την ολοκλήρωση της διατριβής. Επίσης, θέλω να ευχαριστήσω τον κ. Κουκουρή, ως µέλος της τριµελούς συµβουλευτικής επιτροπής, για ένα χρονικό διάστηµα, γιατί και αυτός συνέβαλε µε τον τρόπο του στην ολοκλήρωση αυτής της διατριβής. Για την ολοκλήρωση αυτής της έρευνας απαιτήθηκε ένα χρονικό διάστηµα περίπου τεσσάρων ετών και χρησιµοποιήθηκαν περίπου 800 άτοµα. Για τη συγκέντρωση αυτού του δείγµατος βοήθησαν πάρα πολλοί και για το λόγο αυτό νοιώθω την ανάγκη να τους ευχαριστήσω: ειδικότερα, τον κ. Πετρόπουλο από τα Ιωάννινα, τον κ. Μειµαρίδη από την Αθήνα, τον κ. Χ''γεωργίου από τη ράµα, τον κ. Συρόπουλο από την Κατερίνη, τον κ. Κασαµάκη από τη Βέροια, και τον κ. Πετρίδη από τη Θεσσαλονίκη. Επίσης, θέλω να ευχαριστήσω τους συνδέσµους διαιτητών ποδοσφαίρου θεσσαλονίκης, χειροσφαίρισης Θεσσαλονίκης, Βέροιας, Αθηνών και µπάσκετ Θεσσαλονίκης, που επέτρεψαν στη χρησιµοποίηση των µελών τους για τη πραγµατοποίηση αυτής της έρευνας. Η ενασχόλησή µου µε την πραγµατοποίηση αυτής της διδακτορικής διατριβής στάθηκε αφορµή για τη βελτίωση των γνώσεών µου, τη δηµιουργία νέων εµπειριών και συναισθηµάτων και τη διεύρυνση του τρόπου σκέψης. Οι γνώσεις προήλθαν ως φυσική συνέπεια της µελέτης νέων θεµάτων, απαραίτητων για τη διατριβή, µε τα οποία στο παρελθόν δεν είχα την ανάλογη επαφή. Οι εµπειρίες και τα συναισθήµατα προήλθαν από το ερευνητικό µέρος της διατριβής µέσα από το νέο τρόπος δουλειάς και της ανάγκης δηµιουργίας κάτι καινούργιου για την ολοκλήρωση της έρευνας, 9
καθώς και µε την επαφή µε τους ανθρώπους, στη χρησιµοποίησή τους στο ερευνητικό µέρος της διατριβής. Αντιµετώπισα αδιαφορία και υποκρισία από µέρος γνωστών και φίλων. Αντίθετα, βρήκα κατανόηση και υποστήριξη από πολλούς αγνώστους. Αυτή προήλθε είτε µε την ενεργό συµµετοχή τους στην έρευνα, είτε συµπαραστεκόµενοι µε ευχές. Η µελέτη της ηθικής, που ήταν και το κύριο στοιχείο της διδακτορικής διατριβής, µου έδειξε το µέγεθος της σοβαρότητας από την οποία θα πρέπει να διέπονται οι ανθρώπινες κρίσεις και αξιολογήσεις των ανθρώπινων συµπεριφορών. Γεγονός το οποίο προέρχεται από τη δυσκολία προσδιορισµού του τι είναι σωστό ή λάθος, δίκαιο ή άδικο. Ακόµη, η µελέτη της ηθικής µου φανέρωσε ότι είναι δυνατή η εκπαίδευση του ανθρώπου ώστε αυτός να µην παραβιάζει τον ηθικό νόµο, αλλά και η ενίσχυση και η ενθάρρυνσή του ώστε να µην ασχολείται µε πράγµατα χωρίς αξία. Μιλτιάδης Πρώιος 10
ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ Σελίδα <TOC> 11
12
13
ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΠΙΝΑΚΩΝ Σελίδα 2.1. Παραδοσιακές ψυχολογικές προσεγγίσεις της ηθικής ανάπτυξης...40 2.2. Συνοπτική παρουσίαση των σταδίων της ηθικής ανάπτυξης του Kohlberg (1976)..44 2.3. Επίπεδα ανάπτυξης στα παιδιά της έννοιας της δίκαιης διανοµής (Damon, 1977)...47 2.4. Τα επίπεδα αλληλοεπιδρούµενης ηθικής της Haan.. 48 2.5. Εσωτερικές διαδικασίες σχηµατισµού συµπεριφοράς..50 4.1. Παραγοντική ανάλυση µε ορθόγωνη περιστροφή σε κύριες συνιστώσες του ερωτηµατολογίου Προσανατολισµός στο «Έργο» και στο «Εγώ» για διαιτητές..77 4.2. είκτες καταλληλότητας του ασυσχέτιστου µοντέλου µε δύο 14
παράγοντες...79 4.3. είκτες καταλληλότητας του µοντέλου µε συσχετισµένους τους δύο παράγοντες µε δύο εναλλακτικά µοντέλα.79 4.4. Παραγοντική ανάλυση µε ορθόγωνη περιστροφή σε κύριες συνιστώσες του ερωτηµατολογίου Προσανατολισµός «Έργο» και στο «Εγώ» στον Αθλητισµό για παίκτες,..81 4.5. Παραγοντική ανάλυση σε κύριες συνιστώσες του ερωτηµατολογίου προσανατολισµός «Έργο» και στο «Εγώ» στον αθλητισµό για το σύνολο του δείγµατος, µε ορθόγωνη περιστροφή 82 4.6. Παραγοντική ανάλυση σε κύριες συνιστώσες µε ορθόγωνη περιστροφή του ερωτηµατολογίου Επιλογή Ηθικών Αποφάσεων..84 4.7. Στατιστικοί έλεγχοι, µε διακριτή ανάλυση, για την εγκυρότητα πρόβλεψης του ΕΗΑΑ 87 4.8. Περιγραφική στατιστική των Στοιχείων του Ηθικού Περιεχοµένου στα δύο επίπεδα Ηθικής Κρίσης..89 4.9. Περιγραφική στατιστική των Ρ βαθµολογιών, Έργου και Εγώ, και των 7 παραγόντων του ΕΗΑΑ..89 4.10. ιµεταβλητή συσχέτιση µεταξύ των Στοιχείων Ηθικού Περιεχοµένου µε την Κθική Κρίση και τις µεταβλητές της Παρακίνησης (Έργο και Εγώ)..90 4.11. Παραγοντική ανάλυση σε κύριες συνιστώσες του ΑΗΚ για παίκτες, µε ορθόγωνη περιστροφή.93 4.12. Ενδοσυσχέτιση µεταξύ των Στοιχείων του Ηθικού Περιεχοµένου, (ΑΗΚ) για παίκτες...94 4.13. Παραγοντική ανάλυση σε κύριες συνιστώσες του ΑΗΚ για τους διαιτητές, µε ορθόγωνη περιστροφή...96 4.14. Ενδοσυσχέτιση µεταξύ των στοιχείων του (ΑΗΚ) για διαιτητές 97 4.15. Έλεγχος σηµαντικότητας των διαφορών για το µέσο όρο της κάθε µεταβλητής του ΕΗΑΑ.99 4.16. Μέσοι όροι και τυπικές αποκλίσεις των Ρ βαθµολογιών σε σχέση µε την Ηλικία, την Μόρφωση, και τις Κοινωνικές Εµπειρίες....100 4.17. Μέσοι όροι και τυπικές αποκλίσεις των 7 Επιλογών Ηθικών Αποφάσεων σε σχέση µε το επίπεδο Μόρφωσης.. 106 4.18. Μέσοι όροι και τυπικές αποκλίσεις των 7 Επιλογών Ηθικών Αποφάσεων σε σχέση µε το επίπεδο Ηλικίας 107 4.19. Μέσοι όροι και τυπικές αποκλίσεις των 7 Επιλογών Ηθικών 15
Αποφάσεων σε σχέση µε τις Κοινωνικές Εµπειρίες..110 4.20. Πολλαπλοί έλεγχοι στατιστικής σηµαντικότητας της επίδρασης των µεταβλητών Μόρφωση, Ηλικία και Κοινωνικές Εµπειρίες στις κλίµακες των Επιλογών Ηθικών Αποφάσεων 112 4.21. Απλοί στατιστικοί έλεγχοι σηµαντικότητας...113 4.22. Έλεγχος πολλαπλών συγκρίσεων του Tukey, για τα επίπεδα Μόρφωσης...114 4.23. Έλεγχος πολλαπλών συγκρίσεων του Tukey, για τα επίπεδα Ηλικίας.115 4.24. Μέσοι όροι και τυπικές αποκλίσεις του ΕΗΑΑ και των Ρ βαθµολογιών σύµφωνα µε τη Μορφή Συµµετοχής...118 4.25. Πολλαπλοί έλεγχοι στατιστικής σηµαντικότητας της επίδρασης της Μορφής Συµµετοχής στις 7 κλίµακες του ΕΗΑΑ και τις Ρ βαθµολογίες 121 4.26. Απλοί έλεγχοι στατιστικής σηµαντικότητας της Μορφής Συµµετοχής στις 7 κλίµακες του ΕΗΑΑ και τις Ρ βαθµολογίες.122 4.27. Έλεγχος πολλαπλών συγκρίσεων του Tukey για τις Μορφές Συµµετοχής 123 4.28. Πολλαπλοί έλεγχοι στατιστικής σηµαντικότητας της επίδρασης των µεταβλητών Ρ βαθµολογίες, Έργο και Εγώ στις κλίµακες ΕΗΑΑ 124 16
ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΣΧΗΜΑΤΩΝ Σελίδα Σχήµα 4.1: ιαφορές στις «Ρ» βαθµολογίες σε σχέση µε τα Επίπεδα Ηλικίας..101 Σχήµα 4.2: Τάσεις των «Ρ» βαθµολογιών σύµφωνα µε τα Επίπεδα Ηλικίας.....101 Σχήµα 4.3: ιαφορές στις «Ρ» βαθµολογίες σε σχέση µε τα Επίπεδα Μόρφωσης 102 Σχήµα 4.4: Τάσεις των «Ρ» βαθµολογιών σύµφωνα µε τα Επίπεδα Μόρφωσης...103 Σχήµα 4.5: ιαφορές στις «Ρ» βαθµολογίες σε σχέση µε τις Κοινωνικές Εµπειρίες.104 Σχήµα 4.6: Τάσεις των «Ρ» βαθµολογιών σύµφωνα µε τις Κοινωνικές Εµπειρίες...106 Σχήµα 4.7: ιαµόρφωση των Επιλογών σε σχέση µε τα Επίπεδα Μόρφωσης...107 Σχήµα 4.8: ιαµόρφωση των Επιλογών σε σχέση µε τα Επίπεδα Ηλικίας...109 Σχήµα 4.9: ιαµόρφωση των Επιλογών σε σχέση µε τις Κοινωνικές Εµπειρίες..111 Σχήµα 4.10: Ανάπτυξη των «Ρ» βαθµολογιών σε σχέση µε την Μορφή Συµµετοχής στον Αθλητισµό...99 Σχήµα 4.11: ιαµόρφωση των Επιλογών σε σχέση µε τη Μορφή Συµµετοχής 120 Σχήµα 4.12: εοντολογική και Τελεολογική κρίση των παικτών σύµφωνα µε τους προπονητές τους......127 Σχήµα 4.13: εοντολογική και Τελεολογική κρίση των παικτών σύµφωνα µε τους παρατηρητές διαιτησίας 128 17
ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΣΥΝΤΜΗΣΕΩΝ ΑΗΚ: Αντίληψη Ηθικής Κρίσης DIT: Defining Issues Test ΕΗΑΑ: Επιλογή Ηθικών Αποφάσεων στον Αθλητισµό et al.: και άλλοι κ.α.: και άλλα KMO: Kaiser Meyer Olkin π.χ.: παραδείγµατος χάριν σελ.: σελίδα TEOSQ: Task and Ego Orientation in Sport Questionnaire 18
Ψυχοκοινωνικές Πτυχές της Ηθικότητας στον Αθλητισµό Το θέµα της παρούσας έρευνας έχει σχέση µε την ηθική. Η κατανόηση του όρου «ηθική» θα βοηθήσει στην καλύτερη κατανόηση της επιλογής της ηθικής για µελέτη στο χώρο του αθλητισµού, αλλά και στην καλύτερη προσέγγιση των ερευνητικών διαδικασιών που θα ακολουθήσουν. Η ηθική είναι ριζωµένη στην κοινωνία και την ανθρώπινη ψυχή. Εµφανίστηκε από τότε που ο άνθρωπος άρχισε να ζει σε οµάδες και το ένα άτοµο µπορούσε να επηρεάζει το άλλο (Rest, Bebeau & Volker, 1986). Η ηθική, µε βάση την κλασική Ελληνική σηµασία, εµφανίζεται ως δεξιότητα να αποφασίζει κάποιος ποιο είναι το σωστό και ποιο είναι το λάθος (Staub, 1978). Ενώ, σύµφωνα µε τον Moore «ηθική είναι η γενική έρευνα περί του τι είναι αγαθό» (Wittgestein, 2000). Ο Αριστοτέλης στα «Ηθικά Νικοµάχεια» αναφέρει ότι η ηθική είναι ένα είδος αρετής, η οποία αποκτάται από το έθος και για αυτό έλαβε και το όνοµα, το οποίο διαφέρει λίγο από το ήθος1.1. Η ηθική ουσιαστικά, είναι εκείνο το µέρος της προσωπικότητας που εκφράζει το δεσµό του ατόµου µε την κοινωνία (Hoffman, 1992), και αποτελείται από κανόνες, έθιµα, συνήθειες, ή αρχές που ρυθµίζουν την ανθρώπινη συµπεριφορά προς τους άλλους ανθρώπους, συµπεριφορά που επηρεάζει την ανθρώπινη ευηµερία. Η λειτουργία της ηθικής έχει σκοπό να εξασφαλίζει τις βασικές κατευθυντήριες γραµµές για τον καθορισµό του πώς θα µπορούν οι άνθρωποι να ρυθµίζουν τα αλληλοσυγκρουόµενα ενδιαφέροντά τους, µε προοπτική το αµοιβαίο όφελος των ανθρώπων που ζουν µαζί σε οµάδες. Αυτή εξασφαλίζει τις πρωταρχικές αρχές της κοινωνικής οργάνωσης. Υπάρχει στην πολιτική, την οικονοµία και στην κοινωνία για την εξασφάλιση δευτερευόντων ιδεών, όπως τη δηµιουργία θεσµών, δηµιουργία ρόλων και πράξεων (Rest, Bebeau & Volker, 1986). Υπάρχει και στον αθλητισµό, 19
παρουσιάζοντας τους αγώνες ως µια λειτουργία της κοινωνίας, όπου είναι αισθητή η παρουσία της ηθικής, κάτι όµως που δεν διαπιστώνεται να υπάρχει στον καθένα που συµµετέχει στον αθλητισµό (Turiel, 1983). Η λειτουργία του αθλητισµού και της κοινωνίας γενικότερα, στηρίζεται σε κανόνες. Οι κανόνες αυτοί ρυθµίζουν τη συµπεριφορά των ανθρώπων και προσδιορίζουν τις ιδιαιτερότητες που χαρακτηρίζουν το κάθε άθληµα. Αν και υπάρχουν αυτοί οι κανόνες που ρυθµίζουν τη συµπεριφορά των ανθρώπων, πολύ συχνά, παρατηρείται το στοιχείο της αµφισβήτησης στην επιλογή λήψης αποφάσεων, όταν εφαρµόζονται οι κανόνες του παιχνιδιού. Επειδή η ηθική λήψη αποφάσεων έχει σχέση µε τη διαδικασία και την επιλογή εναλλακτικών λύσεων που στηρίζεται στις ηθικές αρχές, ίσως, αυτό να αποτελεί και την αιτία της αµφισβήτησης, αφού οι άνθρωποι αποφασίζουν µε διαφορετικά κριτήρια, αντιλαµβανόµενοι διαφορετικά τον όρο «δικαιοσύνη». Ακόµη, διαπιστώνεται ότι η έλλειψη αµοιβαιότητας στις σχέσεις µεταξύ των ανθρώπων, προκαλεί γενικότερα, την αποδιοργάνωση του κοινωνικού ιστού. Τα παραπάνω φαινόµενα στον αθλητισµό παρατηρούνται, κυρίως, στις αποφάσεις των διαιτητών, όταν εφαρµόζουν τους κανόνες του παιχνιδιού και που αµφισβητούνται συνεχώς για έλλειψη δικαιοσύνης, αµεροληψίας, κ.α., αλλά και των άλλων παραγόντων του αθλητισµού, που διακρίνονται από έλλειψη αµοιβαιότητας και εµπιστοσύνης στις µεταξύ τους σχέσεις (δηλαδή την έλλειψη αµοιβαίων συναισθηµάτων, ανταπόδοση ενεργειών), κ.α. 1.1. Ιστορική αναδροµή - Ερευνητική προσέγγιση Η µελέτη της συµπεριφοράς των ανθρώπων δεν προκάλεσε το ενδιαφέρον των ερευνητών µόνο της σύγχρονης εποχής. Το ενδιαφέρον για τη µελέτη της ανθρώπινης συµπεριφοράς ξεκινά, από την Αρχαία Ελλάδα του 5ου 4ου αιώνα π.χ., αντιµετωπίζοντας την ηθική ως ένα φιλοσοφικό ζήτηµα, πριν ακόµη αρχίσει να εξετάζεται ως ψυχολογικό ζήτηµα. Πρώτοι οι Σοφιστές έφεραν στο επίκεντρο της µελέτης τον άνθρωπο, τη γνώση και την πράξη του, έθεσαν από την αρχή το γνωσιολογικό πρόβληµα, θεµελίωσαν τη διαλεκτική και τη λογική, εγκαινίασαν τη ψυχολογία, ενδιαφέρθηκαν για τα κοινωνικά προβλήµατα και µελέτησαν την καταγωγή της γλώσσας, της τέχνης και του πολιτισµού γενικότερα. Από τους σοφιστές, κατά τον Ρούσσο (1995), ο Πρωταγόρας (490/485-420/415) πίστευε ότι όλα τα πράγµατα υπόκεινται σε αδιάκοπη µεταβολή και ότι οι «ηθικές 20
αρχές» αποτελούν συµβάσεις αποδεκτές από την κοινωνία για όσο διάστηµα την εκφράζουν ( ραγώνα-μονάχου, 1995), ενώ ο Γοργίας (490/483-380/376 π.χ.) µελέτησε πρώτος το λόγο και την επίδρασή του στο ψυχισµό του ανθρώπου. Αργότερα, σύµφωνα µε τον Παπανούτσο (1995), ο Σωκράτης (470-399 π.χ.) µέσα από τη διαλεκτική δηµιούργησε τη θεωρία του για την ηθική. Ο Σωκράτης πρώτος αποδέσµευσε το στοιχείο της ηθικής από τη συνήθεια και από τη θρησκεία και θεµελίωσε την ηθική πάνω στη λογική του ανθρώπου. Ακόµη, πρώτος αναζήτησε το νόηµα των ηθικών όρων, όπως τι είναι δικαιοσύνη (Πολιτεία).Ο Σωκράτης πίστευε σε απόλυτο καλό και κακό. Έτσι έβλεπε έναν ηθικό νόµο να ισχύει πέρα από τις προσωπικές εκτιµήσεις του καθενός. Από αυτή την ηθική συνείδηση κατά τον Σωκράτη προέρχεται και η έννοια του καθήκοντος, αφού ο άνθρωπος κάθε στιγµή έχει να διαλέξει ανάµεσα στο καλό και το κακό. Ηθικός νόµος σήµαινε για αυτόν ότι σε κάθε περίπτωση πρέπει να ακολουθούµε αυτό που µας φαίνεται καλύτερο, ύστερα από ένα λογικό έλεγχο, όπου µε συλλογισµούς φαίνεται η δύναµη του καθενός για επιχειρήµατα, υπέρ ή κατά. Σύµφωνα µε τις θέσεις του Σωκράτη, κανένας δεν επιλέγει το κακό µε επίγνωση, αλλά πράττει το σωστό, όταν γνωρίζει. Όπως ο Σωκράτης έτσι και ο Πλάτων (427-347 π. Χ.), σύµφωνα µε τον Παπανούτσο (1995), πίστευε ότι όποιος γνωρίζει το καλό, είναι καλός και πράττει καλά και ότι εποµένως κανένας δεν είναι κακός µε τη θέληση του, αλλά µόνο από άγνοια. Ο Πλάτων θεωρήθηκε πρόδροµος του ηθικού ρεαλισµού. Η πλατωνική ηθική ερµηνεύεται µέσα από τη θεωρία των ιδεών. Έτσι η πραγµατική αρετή για τον Πλάτωνα βασίζεται πάνω σε πραγµατική γνώση των ιδεών. Αυτό οδηγεί τον Πλάτωνα στο συµπέρασµα ότι η ουσία της αρετής, που πρέπει να θεωρείται ενιαία, µπορεί να ταυτιστεί µε τη γνώση του καλού. Για τον Αριστοτέλη (384-322 π.χ.) η ηθική δεν περιορίζεται στο ατοµικό επίπεδο αλλά και σε κοινωνικό. Έτσι αναζήτησε την ηθική τελείωση του ανθρώπου µέσα στον οργανωµένο οµαδικό βίο και µελέτησε όλες τις µορφές επικοινωνίας, αποδίδοντας κορυφαία σηµασία στη φιλία που µε ιδιαίτερο ζήλο και προσωπική θέρµη, την ερµήνευσε ως ηθικό φαινόµενο σε κάθε πτυχή της ατοµικής και της κοινωνικής ζωής: από τις πιο συµπτωµατικές συναντήσεις των επιβατών ενός πλοίου ως τους πιο µόνιµους δεσµούς των µελών µιας οικογένειας, και ως τη «φιλαυτία», όπως ονόµασε ο ίδιος την αρµονική σχέση του ατόµου µε τον ίδιο του τον εαυτό. Η αριστοτελική ηθική εξετάζει προβλήµατα που έχουν να κάνουν µε το χαρακτήρα και αποσκοπεί στο πως θα κάνει τον άνθρωπο καλύτερο, όχι καλύτερο ηθικά, όπως το εννοούµε σήµερα, αλλά πως θα κάνει να λειτουργήσει καλύτερα το «ανθρωπεύεσθαι», το έργο του ανθρώπου, πως θα παιχτεί αρτιότερα ο ρόλος του ( ραγώνα-μονάχου, 1995) Στους νεώτερους χρόνους η ερευνητική προσέγγιση της ηθικότητας επιδιώχθηκε µέσα από διαφορετικές κατευθύνσεις, ανάλογα µε τις επικρατούσες κάθε φορά 21
απόψεις για την προέλευση της ηθικής. Οι επικρατέστερες απόψεις είναι: - Η ηθικότητα είναι αποτέλεσµα του φόβου για τιµωρία, επειδή υπάρχει κακή προδιάθεση στην ανθρώπινη φύση, σύµφωνα µε τη ψυχανάλυση (Frued, 1933/1965). - Το παιδί γεννιέται µε µια φυσική προδιάθεση για το καλό και µε κίνητρα για την εκδήλωση συµπάθειας και φροντίδας για τους άλλους γύρω του, σύµφωνα µε τη φυσική φιλοσοφία του Rousseau (Κακαβούλης, 1994). - Το παιδί δεν γεννιέται ούτε καλό, ούτε κακό, αλλά ως «άγραφος χάρτης» (tabula rasa) και µπορεί να αναπτύξει την ηθικότητα, εγγράφοντας σε αυτόν τις προσωπικές εµπειρίες που αποκτά από το περιβάλλον, σύµφωνα µε την εµπειρική φιλοσοφία του Locke (Κατσιµάνης, 1995). Στην άποψη του Locke στηρίζονται, κυρίως οι σύγχρονες θεωρίες της συµπεριφοράς, οι οποίες δίνουν έµφαση στην ηθική µάθηση και διδασκαλία και στη µίµηση ηθικών προτύπων. Οι θεωρίες αυτές πρωτοπαρουσιάστηκαν από τους Hartshorne και May (1928), οι οποίοι ισχυρίστηκαν ότι η ηθική συµπεριφορά καθορίζεται από την ιδιαιτερότητα των εκάστοτε συνθηκών. Οι απόψεις αυτές για την ηθική ανάπτυξη δεν έγιναν και τόσο αποδεκτές µε συνέπεια να µην προχωρήσουν περισσότερο οι έρευνες που στηρίζονται σε αυτές τις απόψεις. Ο Locke θεωρείται πρόδροµος του ωφελιµισµού (που ως αυτόνοµη ηθική θεωρία καθιερώθηκε ένα αιώνα αργότερα) και θεωρητικός του ηδονισµού. - Σύµφωνα µε την ιδεαλιστική φιλοσοφία του Kant, ο άνθρωπος έχει µια έµφυτη ηθική συνείδηση µε εγωιστικά και αλτρουιστικά κίνητρα και µόνο µε τη λογική µπορεί να δίνει λύσεις στις συγκρούσεις µεταξύ των κινήτρων του. Η ουσία της ηθικότητας έγκειται στο ότι ο άνθρωπος πρέπει να ενεργεί σύµφωνα µε τις λογικές αρχές της δικαιοσύνης, της εντιµότητας και του σεβασµού των άλλων προσώπων. Ακόµη, ο Kant πιστεύει ότι, αν θέλεις να ζεις σ' ένα κόσµο όπου θα είναι δυνατή η ελευθερία, που αποτελεί την αναγκαία προϋπόθεση της ηθικής συµπεριφοράς, τότε «πράττε έτσι, ώστε η ρυθµιστική αρχή της βούλησής σου να µπορεί να καταστεί καθολικός νόµος» (Πελεγρίνης, 1997, σελ. 81). Οι απόψεις του Kant για την ηθικότητα υιοθετήθηκαν κατά πολύ από τις σύγχρονες γνωστικο- εξελικτικές προσεγγίσεις της ηθικής ανάπτυξης των Piaget (1968) και Kohlberg (1969, 1976). Οι απόψεις του Piaget προσέκρουσαν στην αδιαφορία των ερευνητών, γιατί την περίοδο εκείνη επικρατούσαν οι θεωρίες της µάθησης. Αντίθετα, ο Kohlberg που στηρίχτηκε στις απόψεις του Piaget και στις αντιλήψεις του Kant για τη δικαιοσύνη όπως αυτές προβλήθηκαν από τον Rawls (1971), θεώρησε την ηθική ανάπτυξη ως κατεξοχήν γνωστική λειτουργία που βασική της συντεταγµένη είναι ο ηθικός διαλογισµός1.2, και επικράτησε στη συνέχεια όλων των άλλων θεωριών. Η γνωστική προσέγγιση της ηθικής ανάπτυξης (Kohlberg, 1971, Piaget, 1968) δεν 22
επικεντρώθηκε µόνο στη µελέτη του ηθικού διαλογισµού επειδή ενδιαφέρεται για το σωστό, αλλά και επειδή θεωρείται ότι ο ηθικός διαλογισµός παίζει σηµαντικό ρόλο στον καθορισµό της ηθικής επιλογής και της ηθικής συµπεριφοράς (Blasi, 1980, Candee, 1976, Candee & Kohlberg, 1987). 1.2. Σύντοµη ανασκόπηση της βιβλιογραφίας Μελετώντας τη βιβλιογραφία αρχικά, στον ευρύτερο κοινωνικό χώρο, διαπιστώνεται ότι το ενδιαφέρον για τη ψυχολογική έρευνα του ηθικού διαλογισµού και των ηθικών πράξεων των παιδιών έχει επικεντρωθεί πρώτον: στις συµπεριφορές στο ψέµα, ή στη κλοπή, όπως επίσης, στη θετική κοινωνική συµπεριφορά, στον αλτρουισµό, και στις συµπεριφορές ενσυναίσθησης (empathy) και των στοιχείων που τις προσδιορίζουν (π.χ., Eisenberg & Mussen, 1989, Ekman, 1989, Hartshorne & May, 1928, 1929, 1930, Hoffman, 1988), και δεύτερον, στο διαλογισµό και στις κρίσεις σχετικά µε υποθετικά διλήµµατα (π.χ., Colby, Kohlberg, Gibbs & Liberman, 1983, Kohlberg, 1969, Piaget, 1932/1968). Εξετάζοντας τις συµπεριφορές που παρατηρούνται µε βάση τις ηθικές αρχές1.3, αυτές µπορούν να ερµηνεύονται ανάλογα µε το στάδιο ηθικού διαλογισµού στο οποίο κατευθύνεται η πορεία της σκέψης για τη λήψη µιας απόφασης. Η άποψη αυτή στηρίζεται στην ύπαρξη σχέσης µεταξύ ηθικής επιλογής και σταδίων ηθικού διαλογισµού. Χαρακτηριστικά, οι Nisan και Koriat (1989), αναφέρουν την ύπαρξη αρκετών µελετών που διαπίστωσαν συστηµατικές διαφορές µεταξύ των ατόµων που βρίσκονταν στα χαµηλότερα και στα υψηλότερα στάδια ηθικού διαλογισµού, σε κοινωνικές και πολιτικές στάσεις, σε κοινωνικές συµπεριφορές και ηθικές αποφάσεις. Επιπλέον, ανέφεραν ότι «όταν µια ηθική επιλογή εξαρτάται, αποκλειστικά, από τον ηθικό διαλογισµό, τότε οι ηθικές αποφάσεις του ατόµου, εξ ολοκλήρου, θα στηρίζονται στη δοµή του ηθικού σταδίου που ανήκει» (σελ. 214). Οι Kohlberg και Candee (1984) στηριζόµενοι στη θεωρία της «αλληλεξάρτησης», δηλαδή, της σχέσης µεταξύ της ηθικής κρίσης και της ηθικής πράξης, ανέφεραν ότι οι δοµές των ηθικών σταδίων ερµηνεύουν την ηθικότητα, ανάλογα µε τα χαρακτηριστικά της κάθε κατάστασης. ιευκρινιστικά αναφέρεται ότι, ο όρος ηθική δοµή απευθύνεται στα στάδια ηθικής κρίσης, όπως αυτά περιγράφονται από τον Kohlberg. Το κάθε στάδιο αναφέρεται στον τρόπο µε τον οποίο γίνεται αντιληπτή η σχέση µεταξύ των ανθρώπων που έχουν διαφορετικές προσδοκίες, επιθυµίες και σκοπούς. Ακόµη, η δοµή ή το στάδιο περιλαµβάνει µια ποικιλία 23
στοιχείων µέσα από τα οποία αξιολογείται η συµπεριφορά ανάλογα µε το πώς αντιλαµβάνεται ο άνθρωπος τις ανάγκες και τις αξίες. Για την καλύτερη κατανόηση µιας ηθικής επιλογής, που οδηγεί σε µια ηθική πράξη εκτός από τη συµβολή της ηθικής δοµής, χρήσιµο είναι και το ηθικό περιεχόµενο, που εξετάζει τις νόρµες, τα εγκλιτικά στοιχεία (modal elements) και τα στοιχεία αξιών (values elements), που βοηθούν στην αξιολόγηση των ατόµων και παρέχουν τα θεµελιώδη στοιχεία για τα έξι στάδια της ηθικής ανάπτυξης1.4 (Nisan, 1984). Ακόµη, το ηθικό περιεχόµενο βοηθά στην εξήγηση της κατεύθυνσης των ηθικών επιλογών στα ηθικά διλήµµατα, τα οποία δεν µπορούν εξ ολοκλήρου να αποδώσουν τη δοµή της σκέψης (δηλαδή, µέσα από το περιεχόµενο του κάθε σταδίου διαπιστώνεται η συνοχή και η οργάνωση της σκέψης, προτείνοντας ένα γενικό προσανατολισµό). Για την ύπαρξη σχέσης µεταξύ των σταδίων ηθικού διαλογισµού και ηθικής συµπεριφοράς, από τη µελέτη της βιβλιογραφίας, διαπιστώθηκαν αλληλοσυγκρουόµενες απόψεις. Ειδικότερα, ορισµένοι ψυχολόγοι αναφέρουν ότι οι άνθρωποι ενεργούν διαφορετικά από τις απαντήσεις που δίνουν για ηθικά διλήµµατα. Για το λόγο αυτό απορρίπτουν τη σχέση µεταξύ των ηθικών σταδίων και της ηθικής συµπεριφοράς επικαλούµενοι ότι τα στάδια του ηθικού διαλογισµού αποτελούν τη δοµή της σκέψης και όχι δείκτες πρόβλεψης της συµπεριφοράς (Kurtines & Greif, 1974, Broughton, 1978, Power, 1997, Rest, 1976). Η βιβλιογραφική ανασκόπηση 75 µελετών, όµως, από τον Blasi (1980) έρχεται να επιβεβαιώσει την ύπαρξη σχέσης µεταξύ ηθικής σκέψης και συµπεριφοράς, τονίζοντας την ανάγκη ύπαρξης άλλων µεταβλητών που θα καθορίζουν αυτή τη σχέση (Crain, 1985). Τα συµπεράσµατα των Turiel και Rothman (1972) φανερώνουν την ύπαρξη αλληλεξάρτησης µεταξύ του διαλογισµού και της πράξης. Αυτοί, ακόµη, διαπίστωσαν ότι η συµπεριφορά του ατόµου έχει σχέση µε τα διάφορα στάδια ηθικής ανάπτυξης. Πιο συγκεκριµένα, ο Rothman (1976) µετά από έρευνα υποστήριξε ότι ο βαθµός της επίδρασης, που ασκείται από τις καταστάσεις που παρουσιάζονται για την επιλογή µιας συµπεριφοράς, είναι διαφορετικός για κάθε στάδιο ηθικής ανάπτυξης. Η Bredemeier (1983) ισχυρίστηκε ότι, ο ηθικός διαλογισµός φαίνεται να επιδρά στην ηθική συµπεριφορά, και, παρά το ότι οι άνθρωποι διαφέρουν στα επίπεδα διαλογισµού, µπορούν να κάνουν τις ίδιες επιλογές για διαφορετικούς λόγους. Άλλη µια επιβεβαίωση της άποψης σχετικά µε την ύπαρξη σχέσης ανάµεσα στο επίπεδο ηθικού διαλογισµού και ηθικής συµπεριφοράς έρχεται από τους Kohlberg και Candee (1984) που υποστηρίζουν ότι, όσο υψηλότερος είναι ο ηθικός διαλογισµός, τόσο µεγαλύτερη είναι η σταθερότητα µεταξύ ηθικής κρίσης και 24
συµπεριφοράς. Εκτός από τη διαπίστωση της ύπαρξης σχέσης ηθικού διαλογισµού και ηθικής συµπεριφοράς στον κοινωνικό χώρο, υπάρχουν ανάλογες αναφορές και στο χώρο του αθλητισµού όπως αυτές παρουσιάστηκαν µέσα από τα πορίσµατα των ερευνών των Bredemeier & Shields (1984b), Bredemeier (1985), Bredemeier, Weiss, Shields & Cooper (1986), Πρώιος & ογάνης (1999). Στον αθλητικό χώρο, από τη βιβλιογραφία διαπιστώνεται ότι, η µελέτη της ηθικής επικεντρώθηκε σε τρεις κυρίως κατευθύνσεις: Στη σχέση των κανόνων µε την ηθική ανάπτυξη (Bredemeier & Shields, 1984a, Jantz, 1975, Piaget, 1968, Turiel, 1983, Weiblen, 1972), στη σχέση της ηθικής ανάπτυξης µε την κοινωνική ανάπτυξη (Blair, 1985, Bredemeier & Shields, 1986b, 1986c, Bredemeier, Weiss, Shields & Cooper, 1986, Edwards, 1973, Hall, 1986, Horrocks, 1979, Kleiber & Roberts, 1981, McCloy, 1930, 1957, Orlick, 1981), και στη σχέση της ηθικής ανάπτυξης µε τις ηθικές στάσεις και τον προσανατολισµό στις αξίες των παιδιών (Blair, 1985, Dubois, 1986, Duda, 1987, 1989, Kane, 1982, Knoppers, Schuiteman & Love, 1988, Lee, 2001, Lee, Whitehead Balchin, 2000, Lee, Whitehead, Ntoumanis & Hatzigeorgiadis, 2001, Sage, 1980). Οι ερευνητές ασχολήθηκαν µε τη µελέτη της ηθικής επειδή αποτελεί ένα σηµαντικό παράγοντα για τη διαµόρφωση της αθλητικής συµπεριφοράς. Το πόσο σπουδαίος είναι ο ρόλος της ηθικής στο χώρο του αθλητισµού φαίνεται και από µια δήλωση, που έγινε πριν από µια εικοσαετία, της Αµερικανικής Ακαδηµίας Φυσικής Αγωγής, η οποία απαρίθµησε την ηθική ανάπτυξη ως ένα από τα τρία κορυφαία ζητήµατα που αντιµετωπίζει το επάγγελµα της φυσικής αγωγής στη δεκαετία του 80 (Park, 1983). Το εάν ο αθλητισµός χτίζει το χαρακτήρα αποτέλεσε το κυρίαρχο θέµα µελέτης των ερευνητών. Πολλοί θεωρούν ότι ο αθλητισµός παρέχει ένα κατάλληλο πλαίσιο για την εκµάθηση των κοινωνικών δεξιοτήτων όπως η συνεργασία και η θετική κοινωνική συµπεριφορά. Ο αθλητισµός υποτίθεται ότι αποτελεί το περιβάλλον όπου οι συµπαίκτες συνεργάζονται µεταξύ τους, και διαπραγµατεύονται για να δώσουν λύσεις σε ηθικές συγκρούσεις, αναπτύσσεται ο αυτοέλεγχος, επιδεικνύεται το θάρρος, και µαθαίνουν τις αρετές, όπως η δικαιοσύνη, η πίστη στην οµάδα, η εµµονή, και η οµαδική εργασία (Shields & Bredemeier, 1995, Weiss & Bredemeier, 1990). O Roberts (1984) για παράδειγµα, έχει προτείνει ότι ο αθλητισµός διαδραµατίζει έναν σηµαντικό ρόλο στην κοινωνικοποίηση των παιδιών µε την παροχή ενός πλαισίου στο οποίο το παιδί έρχεται σε επαφή µε την υπάρχουσα τάξη και αξίες 25
της κοινωνίας. Σε άλλες έρευνες έχει υποστηριχθεί ότι µε την υπερβολική έµφαση στην ανταγωνιστικότητα παράγονται ηθικά προβλήµατα (Orlick, 1978, 1990) και ότι ο ανταγωνισµός µειώνει τη θετική κοινωνική συµπεριφορά (Kleiber & Roberts, 1981), και προωθεί την αντικοινωνική συµπεριφορά (Kohn, 1986). Εκτός, από τα προαναφερθέντα πλαίσια µελέτης της ηθικής το ενδιαφέρον των ερευνητών τα τελευταία χρόνια στράφηκε και προς την κοινωνικο γνωστική πλευρά (Ames, 1984, 1989, Duda, 1989, 1992, Dweck, 1986, Nicholls, 1984, 1989, Roberts, 1992, 1993). Αυτή η προσέγγιση προτείνει ότι για να γίνει κατανοητή η συµπεριφορά στα πλαίσια επίτευξης, είναι βασικό να ληφθεί υπόψη το σύνολο των περιστάσεων που βιώνει ο αθλητής και οι στόχοι που το άτοµο προσπαθεί να ολοκληρώσει. ύο στόχοι έχουν προσδιοριστεί και υποτίθεται ότι λειτούργησαν στο κοινωνικό πλαίσιο του αθλητισµού, δηλαδή µια πτυχή του στόχου στο Έργο και µια πτυχή του στόχου στο Εγώ. Αυτοί οι στόχοι αποσπούν τα ποιοτικά διαφορετικά σχέδια της συµµετοχής και έχουν συνδεθεί µε τις διαφορετικές γνωστικές και συναισθηµατικές απαντήσεις, τις διαφορετικές πεποιθήσεις για τις αιτίες της επιτυχίας, και τις διαφορετικές απόψεις σχετικά µε τους σκοπούς του σχολείου και του αθλητισµού (Ames, 1992, Duda, 1992, 1993, Dweck, 1986, Nicholls, 1989, Roberts, 1992, 1993). Η έρευνα που εξετάζει τα ηθικά ζητήµατα στον αθλητισµό και που χρησιµοποιεί ως πλαίσιο την επίτευξη στόχου έχει δείξει ότι οι προσανατολισµοί στόχου συσχετίζονται διαφορετικά µε τις στάσεις στο τίµιο φέρσιµο, στην αντίληψη νοµιµότητας των επιθετικών πράξεων (Duda, Olson, & Templin, 1991), στις επιθετικές τάσεις (Huston & Duda, 1992), και στον πειρασµό να παίξουν άσχηµα (Stephens, 1993). Πιστεύεται ότι οι προσανατολισµοί στόχου µπορούν να έχουν διαφορετική σχέση µε την ηθική ωριµότητα (Kavussanu, 1997, Kavussanu & Roberts, 2001). Στα χαµηλότερα στάδια της ηθικής ανάπτυξης το άτοµο επικεντρώνεται στις ανάγκες και στις επιθυµίες του, και στο διαλογισµό για να δώσει λύσεις στις ηθικές συγκρούσεις δίνοντας προτεραιότητα στις ανάγκες του. Ενώ, όταν το άτοµο φθάσει στα ανώτερα στάδια της ηθικής ανάπτυξης είναι σε θέση να πάρει τη θέση των άλλων, να δώσουν σηµασία στις ανάγκες των άλλων που συµµετέχουν σε µια ηθική σύγκρουση, και ανησυχεί για την τιµιότητα και τη δικαιοσύνη. Επιπλέον, ένας άλλος παράγοντας που φαίνεται να επηρεάζει την ηθική ανάπτυξη και τη συµπεριφορά είναι η «ηθική ατµόσφαιρα» που επικρατεί στο χώρο (Kohlberg & Higgins, 1987). Η ηθική ατµόσφαιρα αναφέρεται στους κανόνες που ισχύουν στην οµάδα, τι η οµάδα συνολικά θεωρεί αποδεκτή συµπεριφορά. Αυτή η έννοια ισχύει ιδιαίτερα στον αθλητικό χώρο, όπου οι ηθικές κρίσεις των µελών των οµάδων µπορούν να επηρεαστούν σηµαντικά από το τι οι συµπαίκτες τους θεωρούν 26
ως ηθική συµπεριφορά. Οι Stephens και Bredemeier (1996) µελετώντας παίκτριες του ποδοσφαίρου, υποστήριξαν ότι η ηθική ατµόσφαιρα της οµάδας προβλέπει σηµαντικά την αυτό-περιγραφόµενη πιθανότητα µη δίκαιου παιξίµατος. 1.2.1. Παρουσίαση του προβλήµατος Η ηθική, αν και αποτελεί έναν σηµαντικό παράγοντα για τη λειτουργία του αθλητισµού όπως αναφέρθηκε προηγούµενα, δε φάνηκε να προσελκύει ιδιαίτερα το ενδιαφέρον των αθλητικών ψυχολόγων για έρευνα. Από αναφορές, που υπάρχουν στη διεθνή βιβλιογραφία, επιβεβαιώνεται ο παραπάνω ισχυρισµός. Ειδικότερα: Οι Kleiber και Roberts (1981), ανέφεραν ότι η έρευνα της αθλητικής ψυχολογίας στο χώρο της ηθικής ανάπτυξης είναι σποραδική. Ειδικότερα, οι Bredemeier και Shields (1998), σχολιάζοντας την αξιολόγηση της ηθικής στο χώρο του αθλητισµού ανέφεραν ότι η µελέτη στα πλαίσια του αθλητισµού βρίσκεται σε νηπιακή κατάσταση, τονίζοντας τη σηµασία ανάπτυξης ερευνητικών προγραµµάτων, τα οποία θα στηρίζονται σε έγκυρες και αξιόπιστες µεθόδους και µετρήσεις για την εκτίµηση της ηθικής. Οι Priest, Krause, και Beach (1999), σχολίασαν ότι ανεξάρτητα από τις εκφρασµένες σχέσεις γύρω από την ηθική συµπεριφορά των αθλητών, υπάρχουν πολύ λίγες έρευνες για την ηθική συµπεριφορά των αθλητών. Ακόµη, ότι υπάρχουν λίγες έρευνες για τις ηθικές αξίες των αθλητών (συµπεριλαµβάνοντας την τιµιότητα προς τους αντιπάλους και την ύπαρξη ενός «καλού αθλητισµού»), ή για την ηθική ανάπτυξη τους. Οι ίδιοι, ακόµη, ανέφεραν ότι από το 1974 µέχρι το 1995, υπάρχουν πάνω από 2.400 αθλητικές αναφορές στη βιβλιογραφία της ψυχολογίας, αλλά µόνο 3 για την ηθική ανάπτυξη των αθλητών. Αντίστοιχη αναφορά, αλλά για τους διαιτητές, έρχεται και από τον McInman (1997), ο οποίος συγκεντρώνοντας όλα τα άρθρα που έχουν σχέση µε τον αθλητισµό από 4 βασικά περιοδικά (International Journal of sport Psychology, Journal of Applied Sport Psychology, Journal of Sport and Exercise Psychology, The Sport Psychologist) διαπίστωσε ότι τα 7 από τα 625 (1.12%) άρθρα είχαν ως θέµα το διαιτητή, ενώ για την αθλητική συµµετοχή/εξάσκηση (57.12%) και το (7.04%) των µελετών για προπονητές. Επιπλέον, σε ό,τι αφορά την επιλογή για τη λήψη αποφάσεων έχει διαπιστωθεί, µελετώντας τη βιβλιογραφία για τον κοινωνικό χώρο λόγω έλλειψης για τον αθλητικό 27
χώρο, ότι για την εξήγηση του εύρους των επιλογών των εφήβων έχουν σχεδιαστεί πολλά προγράµµατα, ενώ πολλοί λίγοι ερευνητές µελέτησαν το πώς επιλέγουν, γενικά, οι έφηβοι ή οι άνδρες (Beyth-Marom & Fishhoff, 1998). Ο περιορισµένος αριθµός ερευνών, των θεµάτων έρευνας σχετικά µε την ηθική, αλλά και ο περιορισµός του δείγµατος µόνο σε αθλητές και σε µικρές ηλικίες, µε λίγα χρόνια συµµετοχής στον αθλητισµό, δεν µπορούν να οδηγήσουν σε µια σαφή αντίληψη για την υπάρχουσα κατάσταση στα πλαίσια της ηθικής στον αθλητισµό. Στην παρούσα, έρευνα αρχική επιδίωξη είναι να συµπεριληφθούν, περίπου, όλες ηλικίες που συµµετέχουν στον αθλητισµό για τη διαπίστωση του επιπέδου ηθικής ανάπτυξης, γενικά, αλλά και στα διάφορα επίπεδα ηλικίας στον αθλητισµό. Επιπλέον, θα συµπεριληφθούν και άτοµα µε διαφορετικές µορφές συµµετοχής, εκτός από αθλητές. Αυτό θα βοηθήσει να διαπιστωθεί εάν υπάρχει κοινή αναπτυξιακή πορεία της ηθικής στον αθλητισµό και τον ευρύτερο κοινωνικό χώρο. Η µελέτη της ηθικής µέσα από την επιθετική συµπεριφορά των αθλητών µόνο, δε βοηθά σε µεγάλο βαθµό στην κατανόηση της αθλητικής συµπεριφοράς. Η παρούσα µελέτη επιδιώκει να βοηθήσει προς την κατεύθυνση αυτή µε τον έλεγχο της επίδρασης της µόρφωσης και των κοινωνικών εµπειριών στην ανάπτυξη της ηθικής. Η συµπεριφορά των ατόµων θα επιδιωχθεί να γίνει κατανοητή από τη διαπίστωση των ηθικών κινήτρων που οδηγούν στη λήψη µιας απόφασης. Ακόµη, εάν τα ηθικά κίνητρα επηρεάζονται από την ηθική ωριµότητα και τον προσανατολισµό για την επίτευξη του στόχου. Η έλλειψη ερευνητικού ενδιαφέροντος και ειδικά στον τοµέα της αξιολόγησης της ηθικής ανάπτυξης έχει ως συνέπεια να µην υπάρχουν και τα ανάλογα όργανα να χρησιµοποιηθούν για τις ανάγκες της παρούσας έρευνας. Έτσι, η δηµιουργία καινούργιων οργάνων φαντάζει επιβεβληµένη για την πραγµατοποίηση της παρούσας έρευνας. Ακόµη, και η χρησιµοποίηση οργάνων από τις µελέτες στον ευρύτερο κοινωνικό χώρο φαίνεται να είναι απαραίτητη. Από τη βιβλιογραφία, για την εκτίµηση του ηθικού διαλογισµού των ανθρώπων, µε βάση τη γνωστικοεξελικτική θεωρία, διαπιστώθηκε ότι δηµιουργήθηκαν διάφορα όργανα µέτρησης. Τα δύο κυριότερα ήταν το Moral Judgment Interview (MJI) του Kohlberg, το οποίο στη τελική του µορφή δεν χρησιµοποιήθηκε ποτέ στον αθλητισµό για την έρευνα της ηθικής. Το άλλο ήταν το Defining Issues Test (DIT), το οποίο αναπτύχθηκε από τον Rest, προκειµένου το MJI να µπορεί να χρησιµοποιείται ευρύτερα. Το DIT χρησιµοποιήθηκε για την έρευνα της ηθικής και στο χώρο του αθλητισµού (Bredemeier & Shields, 1984b). Οι βασικές διαφορές µεταξύ του MJI και του DIT είναι ότι το MJI οδηγεί σε 28
ένα στάδιο βαθµολογίας, σύµφωνα µε το οποίο αρχικά, βγαίνει το ωριµότερο ηθικά άτοµο, και στη συνέχεια η περιγραφή του σταδίου που κατατάσσεται. Η Ρ βαθµολογία από το DIT απλά εντοπίζει ένα άτοµο σε µια αναπτυξιακή συνέχεια χωρίς να προσδιορίζει ένα σηµαντικό στάδιο ή οµάδα των συνεχόµενων σταδίων. Οι πιο σηµαντικές διαφορές µεταξύ του DIT και του MJI βρίσκονται στη µορφή δουλειάς, της κάθε µέτρησης, που προσφέρουν στο άτοµο. Για το MJI ο ερωτόµενος χρειάζεται να παρουσιάσει τις ηθικές δικαιολογίες σε υποθετικά διλήµµατα αυθόρµητα, ενώ το DIT ζητά από τους ανθρώπους να επεξεργάζονται προκατασκευασµένους διαλογισµούς. Ένα ακόµη όργανο που θα µπορούσε να αναφερθεί είναι το Moral Judgment Test (MJT). Το MJT κατασκευάστηκε την περίοδο 1975-77, από τον George Lind, για να εκτιµά την ικανότητα της ηθικής κρίσης των ατόµων και είναι πιο σύντοµο από τα άλλα όργανα που ελέγχουν την ηθική ανάπτυξη. Η στάνταρ έκδοση περιέχει 2 ηθικά διλήµµατα, τα οποία ακολουθούνται από 26 επιχειρήµατα για την επίλυση των διληµµάτων και χρησιµοποιήθηκε, κυρίως, σε χώρες της Ευρώπης. Η ικανότητα της επίλυση των διληµµάτων αποτυπώνεται ως ένας δείκτης που αποκαλείται C-βαθµολογία ή δείκτης C (Lind, 2000). Πρέπει, ακόµη, να αναφερθεί ότι το MJTδεν χρησιµοποιήθηκε στον αθλητισµό και ότι είναι ένα όργανο που χρειάζεται επιπλέον επεξεργασία. 1.3. Σηµασία της έρευνας Η µελέτη αυτή παρουσιάζει µια σειρά από κοινωνικά ζητήµατα ζητώντας από τα άτοµα να δείξουν κατά πόσο συµφωνούν µε την επίλυση των ζητηµάτων στηριζόµενοι στις ηθικές αρχές. Ακόµη, παρουσιάζει µια ανάλυση χρησιµοποίησης ηθικών επιλογών για τη λήψη αποφάσεων στη διάρκεια ενός αγώνα, χρησιµοποιώντας µια νέα µέθοδο καταγραφής του τρόπου, µε τον οποίο πρέπει να ενεργούν οι διαιτητές, προκειµένου να δίνουν λύση σε ηθικά διλήµµατα που αντιµετωπίζουν κατά την εφαρµογή των αγωνιστικών κανόνων. Τέλος, επιζητά να εξακριβώσει τους τρόπους µέσα από τους οποίους το άτοµο επιδιώκει να πετύχει τους στόχους του στον αθλητισµό. Ειδικότερα, η σηµασία αυτής της µελέτης βρίσκεται στην εξασφάλιση: 1.Ποιοι παράγοντες επηρεάζουν την ηθική ωριµότητα των ανθρώπων του αθλητισµού. 29
2.Πώς διαµορφώνεται το επίπεδο της ηθικής ωριµότητας σε σχέση µε τους αναπτυξιακούς παράγοντες (ηλικία, µόρφωση) και κοινωνικές εµπειρίες. 3.Ποια είναι τα κίνητρα που οδηγούν τους διαιτητές, τους παίκτες και τους προπονητές στην επιλογή µιας απόφασης. 4.Αν η µορφή της ηθικής κρίσης των διαιτητών και των παικτών συµφωνεί µε την αντίληψη των παρατηρητών διαιτησίας και των προπονητών αντίστοιχα. 5.Ποια είναι τα κίνητρα που οδηγούν στην επιλογή µιάς ηθικής απόφασης ανάλογα µε το επίπεδο ηλικίας, µόρφωσης και κοινωνικών εµπειριών. 6.Ποιες επιλογές συµφωνούν µε τα επίπεδα διαλογισµού του δείγµατος. 7.Πόσο η ηθική ωριµότητα και η παρακίνηση για την επίτευξη του στόχου επηρεάζουν, γενικά, τις ηθικές επιλογές στον αθλητισµό, και ειδικά τη µορφή συµµετοχής. 1.4. Σκοπός της έρευνας Ο σκοπός της παρούσας µελέτης ήταν να διαπιστώσει, την επίδραση της ηθικής ωριµότητας και της παρακίνησης στην επιλογή ηθικών αποφάσεων στον αθλητισµό. Επιµέρους σκοποί της έρευνας ήταν (α) να ελέγξει τη σχέση του ηθικού διαλογισµού µε την ηλικία, τη µόρφωση και τις κοινωνικές εµπειρίες των ατόµων και (β) τις πιθανές διαφοροποιήσεις στις ηθικές επιλογές (i) σε σχέση µε το επίπεδο ηθικής ωριµότητας του δείγµατος, (ii) το επίπεδο ηλικίας, (iii) το επίπεδο µόρφωσης, και (iv) να εκτιµήσει τις αντιλήψεις των προπονητών και των παρατηρητών διαιτησίας για το βαθµό της ηθικής κρίσης των παικτών και των διαιτητών αντίστοιχα. 1.5. Περιορισµοί της έρευνας Ο κύριος περιορισµός της έρευνας ήταν ο αριθµός του δείγµατος που δεν ανταποκρίνεται σε ένα ικανοποιητικό ποσοστό σε σχέση µε τον αριθµό των ατόµων που ασχολούνται µε τον αγωνιστικό αθλητισµό. Ακόµη, ότι το δείγµα ανήκει σε οµαδικά αθλήµατα που χαρακτηρίζονται από σωµατική επαφή, αποκλείοντας έτσι, ένα σηµαντικό αριθµό αθληµάτων µε διαφορετικά χαρακτηριστικά από αυτά που ελέγχθηκαν στην παρούσα έρευνα. 30
1.6. Οριοθέτηση της έρευνας Για την καλύτερη διερεύνηση του θέµατος κρίνεται σκόπιµο να αναφερθεί ότι επιζητείται η διερεύνηση του τρόπου σκέψης (ηθικός διαλογισµός) και της παρακίνησης για την επίτευξη του στόχου (υποκλίµακες «Έργο» και «Εγώ»), για να διαπιστωθεί εάν επηρεάζουν τα κίνητρα για την επιλογή ηθικών αποφάσεων στον αθλητισµό. Θα διερευνηθούν άτοµα ηλικίας 14-52 ετών, περιλαµβάνοντας έτσι όλες σχεδόν τις ηλικίες, που ασχολούνται µε τον αγωνιστικό αθλητισµό. Η µόρφωση του δείγµατος θα είναι όλων των επιπέδων, ελέγχοντας παράλληλα και τις κοινωνικές εµπειρίες του δείγµατος. Οι παραπάνω µεταβλητές (ηλικία, µόρφωση, κοινωνικές εµπειρίες) επιλέχτηκαν ως βασικές µεταβλητές που διαµορφώνουν την ηθική σκέψη των ανθρώπων (Kohlberg, 1969, Rest, Deemer, Barnett, Spickelmier & Volker, 1986). Επίσης θα διαπιστωθεί η διαφοροποίηση στον τρόπο επιλογής ηθικών αποφάσεων σε σχέση µε τα επίπεδα της ηλικίας, µόρφωσης και κοινωνικών εµπειριών. Τέλος, κρίνεται σκόπιµο να αναφερθεί ότι η µεταβλητή φύλο θα εξεταστεί ενιαία, επειδή τα µέχρι σήµερα αποτελέσµατα για την ύπαρξη διαφορών στον ηθικό διαλογισµό µεταξύ ανδρών και γυναικών είναι αντιφατικά (Walker, 1984, Thoma, 1986), µε αρκετές µελέτες να αναφέρουν ότι το γένος αποτελεί ένα ασυνεπή δείκτη πρόβλεψης του ηθικού προσανατολισµού, µε τη µορφή του διαλογισµού να ποικίλει µέσα και µεταξύ των διληµµάτων (Pratt, Golding, Hunter & Sampson, 1988, Walker, 1989, Walker, DeVries & Treventhan, 1987). 1.7. Επεξήγηση όρων Για την καλύτερη κατανόηση των χρησιµοποιούµενων όρων αναφέρονται τα παρακάτω. Ηθική (moral): Η «ηθική» κοινή και φιλοσοφική, ως επίθετο καθιερώθηκε από τον Αριστοτέλη ( ραγώνα-μονάχου, 1995). Ηθική, για τη φιλοσοφία στην αρχαιότητα, καλείται το µέσον που εξασφαλίζει την πραγµατική ευδαιµονία. Η ραγώνα-μονάχου (1995) στο βιβλίο της «Σύγχρονη Ηθική Φιλοσοφία» υποστηρίζει ότι η ηθική είναι «σύστηµα αξιών και αρχών της πράξης που ισχύει για όλα τα ανθρώπινα όντα και για όλα τα όντα που έχουν τη δυνατότητα να κάνουν σχέδια και να παίρνουν αποφάσεις µε συνέπειες για όλες τις οντότητες που αισθάνονται πόνο» (σελ. 47). Επίσης, ο Staub (1978) ισχυρίστηκε ότι, η ηθική είναι ένα σύνολο από κανόνες, έθιµα, συνήθειες, ή αρχές που ρυθµίζουν την ανθρώπινη συµπεριφορά σε σχέση µε τους άλλους ανθρώπους, συµπεριφορά που επηρεάζει την ανθρώπινη ευηµερία. Ο όρος «ηθική» χρησιµοποιείται ακόµη για να καλύψει και την «ηθικότητα» 31
(morality), την ηθική διάσταση και µορφή ζωής ( ραγώνα-μονάχου, 1995), τον «ηθικό θεσµό της ζωής» (Frankena, 1973), ή την «ηθική σκοπιά» (Baier, 1965). Ηθικός διαλογισµός (moral reasoning): Ηθικός διαλογισµός θ α µπορούσε να οριστεί η πορεία της σκέψης που οδηγεί σε συµπεράσµατα ή σε λύση προβληµάτων µε βάση τις ηθικές αρχές. Υπό την ευρεία έννοιά του, ο όρος «διαλογιστική» στη ψυχολογία χρησιµοποιείται γ ι α ν α δ η λ ώ σ ε ι τ ι ς διαδικασίες συναγωγής συµπερασµάτων, σ ε ηθικά, ή φιλοσοφικά ζητήµατα, κ. α. (Moshman, 1997). Ειδικότερα, ο Μαρκουλής (1986) αναφέρει ότι κατά τον Gibbs «ο ηθικός διαλογισµός αναφέρεται στον καθορισµό, την αξιολόγηση και την δικαιολόγηση µιας πράξης ως κοινωνικά σωστής» (σελ. 1). Ηθική κρίση (moral judgment): Ω ς ηθική κρίση θα µπορούσε να αναφερθεί η άποψη, η θέση, η πεποίθηση που προβάλλεται συνειδητά ως πραγµατική και που µπορεί να υποβληθεί στον κατάλληλο έλεγχο µε βάση τις ηθικές αρχές, ώστε να αποδειχτεί αν είναι αληθινή ή ψευδής. Για τον Αριστοτέλη η κρίση είναι µια πρόταση που είτε αποδίδει µια έννοια σε µια άλλη, είτε δεν αποδίδει µια έννοια σε µια άλλη. Ο Kohlberg (1964) για την ηθική κρίση έδωσε τον ορισµό: «η ικανότητα να παίρνει κάποιος αποφάσεις και να κάνει κρίσεις οι οποίες είναι ηθικές (δηλ. στηριζόµενες σε εσωτερικές αρχές) και να ενεργεί σύµφωνα µε αυτές τις κρίσεις» (σελ. 425). Ο Μαρκουλής (1986) αναφέρει για τις ηθικές κρίσεις ότι «πρόκειται για τις απαντήσεις που δίνει το υποκείµενο σ ε ερωτήµατα σχετικά µ ε τ η ν ηθική ορθότητα ποικίλων δυνατών αντιδράσεων σε κάποια ηθική σύγκρουση ή κάποιο ηθικό δίληµµα» (σελ. 1). Ηθική συµπεριφορά (moral behavior): Κατά τον Κακαβούλη (1994) ηθική συµπεριφορά είναι «ο τρόπος µε τον οποίο ενεργεί το άτοµο και πραγµατώνει αυτό που γνωρίζει και αυτό που νιώθει ως προς τις ηθικές έννοιες και αρχές» (σελ. 145). Ο Wright (1981) ορίζει τ η ν ηθική συµπεριφορά ω ς «τ ο σύνολο τ ω ν επιµέρους εκδηλώσεων της συµπεριφοράς η οποία σχετίζεται µε ηθικούς κανόνες» (σελ. 15). Επιλογή ηθικών αποφάσεων: Επιλογή ηθικών αποφάσεων είναι ο τρόπος της σκέψης που καθοδηγείται από τις αρχές της ηθικής κρίσης, ώστε να επιλεγεί µια απόφαση µεταξύ δύο ή περισσοτέρων επιλογών. Κατά τον Baron (1994), η λήψη αποφάσεων σχετίζεται µ ε τον τρόπο σκέψης για την επιλογή της κατάλληλης απόφασης. Η Κωσταρίδου Ευκλείδη (1997) επεξηγώντας το συλλογισµό του Baron αναφέρει ότι «η επιλογή αυτή προϋποθέτει ότι υπάρχουν τουλάχιστον δύο εναλλακτικές εκδοχές από τις οποίες εµείς θα προκρίνουµε τη µία. Οι αποφάσεις µπορούν να αφορούν εµάς τους ίδιους και τις ενέργειές µας ή να αφορούν τους άλλους» (σελ. 177). Παρακίνηση (motivation): Σύµφωνα µε την γνωστική προσέγγιση, παρακίνηση είναι το σύνολο των γνωστικών διαδικασιών των ανθρώπων, όπως είναι οι σκέψεις, οι αντιλήψεις ή οι στόχοι τους, προκειµένου να πετύχουν στον αθλητισµό, οι παίκτες ως παίκτες και οι διαιτητές ως διαιτητές. Ο Roberts (1992), προσπαθώντας να δώσει τον ορισµό της παρακίνησης αναφέρει ότι «στην έρευνα η βιβλιογραφία της παρακίνησης 32
αναφέρεται σε εκείνους τους παράγοντες, κοινωνικές µεταβλητές, και/ή γνωστικές που έρχονται να παίξουν ρόλο όταν ένα άτοµο αναλαµβάνει µια δουλειά για την οποία αξιολογείται, ανταγωνίζεται µε άλλους, ή προσπαθεί να πετύχει µια συγκεκριµένη επίδοση» (σελ. 5). Οι όροι ηθικός διαλογισµός, ηθική κρίση, ηθική σκέψη στη παρούσα µελέτη θα χρησιµοποιούνται ισοδύναµα. 1.8. Λειτουργικοί ορισµοί Όταν στη παρούσα µελέτη αναφέρεται ο όρος, «Η ηθική ωριµότητα» αναφέρεται στο κατά πόσο ένα άτοµο κρίνει µε βάση τις ηθικές αρχές, όταν πρόκειται να πάρει µια απόφαση, όπως αυτές εκφράζονται µε βάση τα στάδια 5 και 6 του ηθικού διαλογισµού και καθορίζεται µέσω του δείκτη Ρ του DIT (βλέπε, σελ. 44). «Η επιλογή ηθικών αποφάσεων» αναφέρεται στις µορφές ηθικής κρίσης που µεσολαβούν ώστε να πάρει ένα άτοµο µια απόφαση. Υπάρχουν δύο µορφές ηθικής κρίσης, η δεοντολογική και η τελεολογική ηθική κρίση, οι οποίες περιγράφονται από τα στοιχεία του ηθικού περιεχοµένου (βλέπε, σελ. 48). «Παρακίνηση» πρέπει να έχετε υπόψη σας ότι αναφέρεται στον τρόπο µε τον οποίο προσπαθούν τα άτοµα να επιτύχουν τους στόχους τους στον αθλητισµό. Οι τρόποι αυτοί είναι ο προσανατολισµός στο «Έργο»(task) και ο προσανατολισµός στο «Εγώ» (ego). «Κοινωνικές εµπειρίες». Αναφέρονται στην αύξηση των γνωστικών ικανοτήτων των ατόµων µέσα από τη συµµετοχή σε διαδικασίες λήψης αποφάσεων. Συγκεκριµένα, από τη συµµετοχή των ατόµων σε σωµατεία αθλητικού, πολιτιστικού ή πολιτικού χαρακτήρα, είτε ως απλά µέλη, είτε σε όργανα λήψης αποφάσεων. 1.9. Βασική προϋπόθεση 33 Η βασική προϋπόθεση αυτής της µελέτης ήταν τα άτοµα που θα συµµετάσχουν να
ασχολούνται µε τον αγωνιστικό αθλητισµό σε σωµατειακό επίπεδο και όχι µε τον σχολικό ή τον µαζικό αθλητισµό. Επίσης, θεωρήθηκε σκόπιµο τα άτοµα αυτά να ασχολούνται µε τα αθλήµατα του ποδοσφαίρου, της χειροσφαίρισης και του µπάσκετ που χαρακτηρίζονται ως οµαδικά αθλήµατα και έχουν ως χαρακτηριστικό γνώρισµα τη σωµατική επαφή. Αυτό επιδιώχθηκε επειδή τα προβλήµατα που δηµιουργούνται στη διάρκεια των αγώνων αυτών των αθληµάτων παρουσιάζουν κοινά στοιχεία. 1.10. Υποθέσεις της έρευνας Τα αποτελέσµατα ερευνών στο παρελθόν έδειξαν ότι ο τρόπος µε τον οποίο ενεργούν οι άνθρωποι έχει σχέση µε το επίπεδο ηθικού διαλογισµού, αλλά και τα κίνητρα που οδηγούν σε µια σκέψη/πράξη. Με βάση τα υπάρχοντα πορίσµατα η κύρια υπόθεση που έγινε ήταν ότι τα άτοµα του δείγµατος θα επιλέγουν διαφορετικές αποφάσεις για να δώσουν λύση σε ένα πρόβληµα που θα προκύψει στη διάρκεια ενός αγώνα. Προκειµένου να διαπιστωθεί η βάση αυτής της υπόθεσης καταγράφτηκε ένας αριθµός ηθικών επιλογών σε διληµµατικές καταστάσεις που δηµιουργούνται στη διάρκεια ενός αγώνα και έχουν σχέση µε την εφαρµογή των αγωνιστικών κανόνων. Μέσω της περιγραφικής στατιστικής θα διαπιστωθούν οι τυχόν διαφορές στις ηθικές επιλογές, ενώ η σηµαντικότητα των διαφορών µε την εκτέλεση ενός t-ελέγχου. Εκτός, από την κύρια υπόθεση που διατυπώθηκε έγιναν δευτερεύουσες υποθέσεις. Αρχικά, ότι η ηλικία, η µόρφωση και οι κοινωνικές εµπειρίες επηρεάζουν την ηθική ωριµότητα των ατόµων, αλλά και την επιλογή ηθικών αποφάσεων. Μια άλλη υπόθεση που έγινε είναι ότι η µορφή συµµετοχής επηρεάζει την επιλογή ηθικών αποφάσεων και την ηθική κρίση των ατόµων. Ακόµη, ότι οι επιλογές ηθικών αποφάσεων επηρεάζονται από το επίπεδο ηθικής ωριµότητας των ατόµων και τον προσανατολισµό για την επίτευξη των στόχων. Τέλος, ότι η αντίληψη των προπονητών για τους παίκτες τους και η αντίληψη των παρατηρητών διαιτησίας για τους διαιτητές µπορούν να αποτελέσουν δείκτες πρόβλεψης για τον ηθικό προσανατολισµό των παικτών και των διαιτητών. Οι µηδενικές υποθέσεις της έρευνας, µε όσα αναφέρθηκαν παραπάνω, διατυπώνονται ως εξής: Η επιλογή ηθικών αποφάσεων δεν διαφέρει µεταξύ των ατόµων. Η ηθική ωριµότητα δεν διαφέρει µεταξύ των επιπέδων ηλικίας, µόρφωσης και κοινωνικών εµπειριών. 34
Η επιλογή ηθικών αποφάσεων δεν διαφέρει µεταξύ των επιπέδων µόρφωσης, ηλικίας και κοινωνικών εµπειριών. Η επιλογή ηθικών αποφάσεων και η ηθική κρίση δεν διαφέρει µεταξύ των µορφών συµµετοχής στον αθλητισµό. Η επιλογή ηθικών αποφάσεων δεν διαφέρει µεταξύ των επιπέδων ηθικής ωριµότητας και των µεταβλητών της παρακίνησης. Η πρόβλεψη του ηθικού προσανατολισµού των παικτών είναι εφικτή µέσω της αντίληψης των προπονητών για τους παίκτες τους. Η πρόβλεψη του ηθικού προσανατολισµού των διαιτητών είναι εφικτή µέσω της αντίληψης των παρατηρητών διαιτησίας για τους διαιτητές του αντίστοιχου αθλήµατος. 1Εάν, όµως, απορριφθούν οι µηδενικές υποθέσεις Ηο, τότε γίνονται αποδεκτές οι εναλλακτικές υποθέσεις Η1, δηλαδή ότι υπάρχει διαφορά ανάµεσα στους µέσους όρους. Συγκεκριµένα: Η επιλογή ηθικών αποφάσεων θα διαφέρει µεταξύ των ατόµων. Η ηθική ωριµότητα θα διαφέρει µεταξύ των επιπέδων ηλικίας, µόρφωσης και κοινωνικών εµπειριών. Η επιλογή ηθικών αποφάσεων θα διαφέρει µεταξύ των επιπέδων µόρφωσης, ηλικίας και κοινωνικών εµπειριών. Η επιλογή ηθικών αποφάσεων και η ηθική κρίση θα διαφέρει µεταξύ των µορφών συµµετοχής στον αθλητισµό. Η επιλογή ηθικών αποφάσεων θα διαφέρει µεταξύ των επιπέδων ηθικής ωριµότητας και των µεταβλητών της παρακίνησης. Η πρόβλεψη του ηθικού προσανατολισµού των παικτών δεν είναι εφικτή µέσω της αντίληψης των προπονητών για τους παίκτες τους. Η πρόβλεψη του ηθικού προσανατολισµού των διαιτητών δεν είναι εφικτή µέσω της αντίληψης των παρατηρητών διαιτησίας για τους διαιτητές του αντίστοιχου αθλήµατος. 35
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΥΤΕΡΟ ΑΝΑΣΚΟΠΗΣΗ ΤΗΣ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑΣ Το κεφάλαιο αυτό παρουσιάζει µια ανασκόπηση των θεωριών µε βάση τις οποίες µελετήθηκε η ηθική ανάπτυξη και των ερευνών σχετικά µε τον ηθικό διαλογισµό/σκέψη και συµπεριφορά. Η ανάπτυξη της ηθικής προσεγγίστηκε µέσα από δύο, κυρίως, θεωρητικά µοντέλα (πίνακας 2.1). Το πρώτο µοντέλο ονοµάστηκε της «εσωτερίκευσης» (internalization), το οποίο προσέγγισε την ηθική ανάπτυξη µε τη µάθηση και την αποδοχή των νόµων της κοινωνίας και τις συµπεριφορές. Οι θεωρίες που στηρίχθηκαν σε αυτό το µοντέλο είναι της ψυχαναλυτικής, της κοινωνικής µάθησης και η γνωστικο-κοινωνική. Ενώ το δεύτερο µοντέλο που δηµιουργήθηκε για την προσέγγιση της ηθικής ανάπτυξης ήταν το «κατασκευαστικό» (Constructive), το οποίο επικεντρώθηκε στο πώς οι άνθρωποι εξετάζουν τις αξίες και τις συµπεριφορές, δηλαδή πώς κατανοούν την ηθική. Η θεωρία που στήριξε αυτό το µοντέλο είναι η γνωστικο- εξελικτική. Πίνακας 2.1. Παραδοσιακές ψυχολογικές προσεγγίσεις της ηθικής ανάπτυξης Μοντέλο Θεωρία Προσέγγιση Εσωτερίκευσης (Internalization) Κατασκευαστικό (Constructive) Ψυχαναλυτική (Frued), H ηθική αναπτύσσεται µε τη Κοινωνικής µάθησης (Bandura), µάθηση και την αποδοχή των Γνωστικο-κοινωνική (Hoffman) νόµων της κοινωνίας και των συµπεριφορών. Γνωστικο-εξελικτική (Piaget, Αυτό επικεντρώθηκε στο πώς Kohlberg, Damon, Haan, Rest) οι άνθρωποι εξετάζουν τις αξίες και τις συµπεριφορές, δηλαδή πώς κατανοούν την ηθική. 2.1.Παραδοσιακές Ψυχολογικές Προσεγγίσεις της Ηθικής Ανάπτυξης 36
Ψυχαναλυτική θεωρία. Η ψυχαναλυτική θεωρία είναι η πρώτη ολοκληρωµένη θεωρία της ηθικής εσωτερίκευσης, δίνοντας έµφαση στην έρευνα των ηθικών συναισθηµάτων. Για την ψυχανάλυση, όπως παρατηρεί ο Gilligan (1976) η ηθική συµπεριφορά και η ηθική σκέψη «ενεργοποιούνται από κάποια αίσθηση εξαναγκασµού ή υποχρέωση ενοχής» (σελ. 145). Στη ψυχαναλυτική θεωρία η ηθικότητα εκφράστηκε µέσα από το υπερεγώ2.1. Το υπερεγώ είναι η ψυχική ενέργεια που λειτουργεί ως η δύναµη εκείνη, η οποία αντιτίθεται στις χωρίς περιορισµούς ικανοποιήσεις που αναζητεί το εγώ. Ως δοµή, αντιπροσωπεύει πρώτον, την εσωτερίκευση και την αφοµοίωση της γονεϊκής εξουσίας και δεύτερον, τα κοινωνικά και δεοντολογικά κριτήρια του πολιτισµικού περιβάλλοντος (Freud, 1923/1964). Σύµφωνα µε τον Salkind (1997), ο Freud υποστήριξε ότι η ψυχική ενέργεια που συνδέεται µε το υπερεγώ αποτελείται από το ιδεατό εγώ και από τη συνείδηση (Freud, 1961). Συνεχίζοντας, ο Salkind ανέφερε ότι «το ιδεατό εγώ αντιπροσωπεύει εκείνες τις πεποιθήσεις που το παιδί θεωρεί ηθικά σωστές, ενώ η συνείδηση αντιπροσωπεύει όλα εκείνα τα πράγµατα που το παιδί νοµίζει ότι οι γονείς του θεωρούν ηθικά απαράδεκτο» (σελ. 136). Η ψυχαναλυτική θεωρία βασίζεται στο µηχανισµό άµυνας για την καταστολή αυτών που έχουν σχέση µε την υπερβολική εχθρότητα, αποτυχία και φυσική βλάβη. Έτσι, η ψυχαναλυτική πλευρά εξετάζει το πρόβληµα εσωτερικά παρά εξωτερικά όπως η θεωρία της κοινωνικής µάθησης, και σε κάποιο βαθµό, η θεωρία της γνωστικής ανάπτυξης. Η ηθικότητα µετριέται µε βάση τη συµπεριφορά, ενώ η ψυχαναλυτική θεωρία του Freud άνοιξε νέους ορίζοντες στη µελέτη του βάθους της ανθρώπινης ψυχής και βοήθησε στην κατανόηση ιδιαίτερα των ασυνείδητων διεργασιών και κινήτρων της προσωπικότητας. Η προσέγγιση της ηθικότητας µε τη ψυχαναλυτική θεωρία αποδείχθηκε ασυνεπής και συχνά έδωσε αντιφατικά πορίσµατα (Cagle, 1980). Θεωρία της κοινωνικής µάθησης. Η θεωρία αυτή προήλθε από τη δουλειά των Bandura (1969), Bandura και Walters (1963). Σύµφωνα µε τη Νασιάκου (1999) ο Bandura παρατήρησε ότι «οι άνθρωποι µαθαίνουν µέσω της µίµησης προτύπων συµπεριφοράς άλλων ανθρώπων, πραγµατικών καταστάσεων ή φανταστικών, όπως παρουσιάζονται σε φίλµ, στην τηλεόραση, ή ακόµη και σε βιβλία. Αυτού του είδους η µάθηση συναντάται σε όλους τους ανθρώπους» (σελ. 169). Η άποψη της θεωρίας της κοινωνικής µάθησης είναι ότι, γενικά, οι άνθρωποι συµπεριφέρονται µε τρόπο που θα τους αποφέρει κοινωνική ανταµοιβή. Το άτοµο µέσω της παρατήρησης δε µιµείται οτιδήποτε παρατηρεί, αλλά αυτό που του προκαλεί ευχαρίστηση, ικανοποίηση, ανταµοιβή. Η µάθηση µέσω της παρατήρησης ταυτίζεται µε τα ενδιαφέροντα του παρατηρητή, µε αυτό που θεωρεί θετικό κι όχι µε οτιδήποτε βλέπει. Η γνωστικο-µπιχεβιοριστική προοπτική, όπως αλλοιώς ονοµάζεται σήµερα η 37
θεωρία της κοινωνικής µάθησης, προσεγγίζει το φαινόµενο της ηθικής ανάπτυξης από τη σκοπιά του ατόµου ως βιολογικού όντος, του οποίου η συµπεριφορά σχηµατοποιείται από το νόµο του αποτελέσµατος που καθορίζει τη δραστηριότητα κάθε βιολογικού οργανισµού. Σύµφωνα µε τους Παπαδοπούλου και Μαρκουλή (1999) «η ηθική ανάπτυξη σύµφωνα µε το γνωστικο-µπιχεβιοριστικό µοντέλο εξισώνεται µε τη µάθηση (ή εσωτερίκευση) των ηθικών κριτηρίων που επικρατούν σε ένα πολιτιστικό περιβάλλον σε κάποια ορισµένη ιστορική περίοδο, µε το καθορισµό του πώς και πότε τα κριτήρια αυτά είναι εφαρµόσιµα, από ποιους θα εφαρµοστούν και ποιες είναι οι πιθανές τους συνέπειες» (σελ. 138). Παρατηρώντας τα δύο µοντέλα της εσωτερίκευσης, της κοινωνικής µάθησης και της ψυχανάλυσης, διαπιστώνεται ότι και τα δύο εξισώνουν την ηθική ανάπτυξη µε τη βαθµιαία εσωτερίκευση των ηθικών αξιών και κριτηρίων µιας ορισµένης κοινωνίας και εποχής. Επιπλέον, και στα δύο, η ηθική συµπεριφορά ερµηνεύεται ως καρπός της αλληλεπίδρασης των κινήτρων και της ατοµικής ερµηνείας µιας ορισµένης κατάστασης. Γνωστικο-κοινωνική Θεωρία. Ο Hoffman (1970, 1978, 1980) ανέπτυξε µια περιεκτική θεωρία της ηθικής κοινωνικοποίησης, στηριζόµενος σε αρκετές θεωρίες διατηρώντας την προσέγγιση στην «εσωτερίκευση». Η θεωρία αυτή αναφέρεται στο κοινωνικό συναίσθηµα της συµπάθειας (empathy), την ικανότητα δηλαδή του ατόµου να κατανοεί τα συναισθήµατα των άλλων και σε µια δεδοµένη στιγµή να νιώθει την ίδια συναισθηµατική κατάσταση στην οποία βρίσκεται ένα άλλο πρόσωπο. Η εσωτερίκευση συνεπάγει ότι ένα άτοµο έχει το κίνητρο να ζυγίζει τις επιθυµίες του απέναντι στις ηθικές απαιτήσεις µιας κατάστασης (Hoffman, 1992). Ο ίδιος ανέφερε ότι η ηθική εσωτερίκευση καλλιεργείται όταν οι γονείς χρησιµοποιούν συχνά τεχνικές επαγωγικής πειθαρχίας, τονίζουν δηλαδή τις επιζήµιες για τους άλλους συνέπειες της συµπεριφοράς του παιδιού και όταν οι γονείς εκδηλώνουν συχνά την αγάπη τους έξω από τα πλαίσια των περιστατικών της πειθαρχίας. Γνωστικο- εξελικτική θεωρία. Οι βασικοί άξονες της θεωρίας αυτής είναι οι εξής: Η ανάπτυξη συντελείται µέσα από µια σειρά, ποιοτικά, διαφορετικών σταδίων. Τα στάδια αυτά ακολουθούν πάντοτε την ίδια ακολουθία, δεν εµφανίζονται όµως αναγκαστικά για όλα τα άτοµα κατά την ίδια χρονική περίοδο. Τα στάδια αυτά είναι ιεραρχικά οργανωµένα, έτσι ώστε το επόµενο στάδιο να αφοµοιώνει τα χαρακτηριστικά του προηγούµενου σταδίου. 38
Ένα ακόµα χαρακτηριστικό γνώρισµα του γνωστικο- εξελικτικού µοντέλου, που το κάνει να ξεχωρίζει από τα άλλα θεωρητικά µοντέλα, είναι η παρουσία των ψυχολογικών δοµών και ο τρόπος µε τον οποίο οι αλλαγές σε αυτές τις υποστηρικτικές δοµές αντανακλώνται στην παρατηρούµενη συµπεριφορά. Η µορφή, που παίρνουν αυτές οι αλλαγές, εξαρτάται από το εξελικτικό επίπεδο του ατόµου. Πολλοί θεωρούν το γνωστικο- εξελικτικό µοντέλο ως ένα «αλληλεπιδραστικό» µοντέλο, επειδή ενθαρρύνει κάποιον να θεωρεί την ανάπτυξη ως µια αλληλεπίδραση ανάµεσα στον οργανισµό και το περιβάλλον (Salkind, 1997). Βασικοί υποστηρικτές της θεωρίας αυτής ήταν ο Damon (1973), η Haan (1977, 1978), ο Kohlberg (1969, 1976), ο Piaget (1932), και ο Rest (1983, 1984). Ο Piaget στο βιβλίο του «Moral judgment of child (1932)», παρουσίασε την πρώτη συστηµατική διατύπωση του γνωστικο- εξελικτικού µοντέλου της ηθικής ανάπτυξης. Για τον ίδιο, η πορεία της ανάπτυξης ξεκινά από αυτό που ο ίδιος αποκάλεσε ηθική του εξαναγκασµού (βασισµένη στη συµµόρφωση προς τα «ανώτερα» κριτήρια των ενηλίκων), και καταλήγει στην ηθική της συνεργασίας και της αµοιβαιότητας (βασισµένη στον αµοιβαίο σεβασµό µεταξύ ίσων). Η αναπτυξιακή αυτή πορεία εκδηλώνεται µε διαφορετικό τρόπο σε κάθε τοµέα (κανόνες, ψέµατα και δικαιοσύνη). Η ουσιαστική συνεισφορά του Piaget στη µελέτη της ηθικότητας ήταν, πρώτον η άποψη για την αναπτυξιακή και δοµική φύση της ηθικότητας. εύτερον, υποστήριξε ότι η ηθική ανάπτυξη πραγµατοποιείται µε βάση τη γνωστική ανάπτυξη. Τρίτον, η εισαγωγή της τεχνικής της κλινικής συνέντευξής, που επιτρέπει τη βαθµολόγηση των αντιδράσεων σε κατηγορίες της ηθικής ανάπτυξης. Τέταρτον, το σχήµα, περισσότερο, στηρίχθηκε στην αποκάλυψη θεµελιωδών κατευθύνσεων στην ανάπτυξη της ηθικής (White, 1973). Βασισµένος σε αυτές τις διαδικασίες ανέπτυξε το ετερόνοµο και το αυτόνοµο στάδιο της ηθικότητας. Το ετερόνοµο στάδιο χαρακτηρίζεται από τον προσανατολισµό των ατόµων στον ισχυρό και στον κανόνα, που τα θεωρούν αµετάβλητα. Στο στάδιο αυτό, οι απόψεις του παιδιού για τη σωστή ή λάθος πράξη βασίζεται στις συνέπειες που ακολουθούν την πράξη. Τρία πράγµατα δηµιουργούνται στα παιδιά, στο ετερόνοµο στάδιο: ο ρεαλισµός, ο εγωκεντρισµός και ο µονοµερής σεβασµός των παιδιών προς τους ενήλικες (Leon, 1976). Στο αυτόνοµο στάδιο της ηθικής αναπτύσσεται η συνεργατικότητα και ο αµοιβαίος σεβασµός. Η προοδευτική µετάβαση του παιδιού από το ετερόνοµο στο αυτόνοµο στάδιο είναι αποτέλεσµα της επίκτητης µάθησης, µε παρατηρήσεις και 39
κοινωνικές αλληλεπιδράσεις. Ο Kohlberg (1969, 1971, 1976), λαµβάνοντας υπόψη τις ιδέες των Baldwin, Mead και Piaget, δηµιούργησε τ ο εξελικτικό σχήµα της ηθικής ανάπτυξης που περιλαµβάνει έξι στάδια σε τρία επίπεδα (προσυµβατικό, συµβατικό, µετασυµβατικό) (πίνακας 2.2). Τα στάδια αυτά τροποποιούν και επεκτείνουν εκείνα του Piaget από την εφηβεία µέχρι την ενηλικίωση, κατασκευασµένα πάνω στις ανθρώπινες ιδέες σχετικά µε τα ηθικά ζητήµατα που έχουν σχέση µε τη ζωή, το νόµο, την ηθικότητα και τη συνείδηση, την εξουσία, τη ποινή και την υποχρέωση. Το Επίπεδο I, προσδιορίζει τη βάση της ηθικής κρίσης για εξωτερικές, φυσικές πράξεις, ή ανάγκες στηριζόµενο στη γνώση των κανόνων ή του ατόµου. Το επίπεδο I ονοµάζεται «προσυµβατικό» (preconventional), και περιλαµβάνει το 1ο και το 2ο στάδιο της εξελικτικής πορείας. Ο τρόπος που λειτουργούν τα άτοµα στο στάδιο 1 είναι να υποχωρούν από σεβασµό ή από ικανότητα αποφυγής της τιµωρίας. Αυτά στο στάδιο 2 εξετάζονται «απλά εγωιστικά» και άµεσα µε πράξεις που να ικανοποιούν αυστηρά τις ανάγκες τους. Το Επίπεδο II, «συµβατικό» (conventional) περιέχει τα στάδια 3 και 4 της εξελικτικής αλληλουχίας. Ο προσανατολισµός του επιπέδου II, κατευθύνεται στη σωστή και κοινωνικά αποδεκτή συµπεριφορά κερδίζοντας την έγκριση των άλλων. Η λειτουργία τ ω ν ατόµων τ ο υ σταδίου 3 προσανατολίζεται στην προσαρµογή στερεότυπων µοντέλων και στην πραγµατοποίηση, όσο το δυνατόν λιγότερων συµπεριφορών που δεν είναι ευχάριστες στους άλλους. Αντίθετα, στο στάδιο 4 κατευθύνονται από τους νόµους για τις δικές τους προσδοκίες και για να κάνουν το καθήκον τους. Πίνακας 2.2. Συνοπτική παρουσίαση των σταδίων της ηθικής ανάπτυξης του Kohlberg (1976). Επίπεδο I Προσυµβατικό Στάδιο 1 Ετερόνοµη ηθική. Αµοιβή και τιµωρία (σωστό είναι αυτό που αποφεύγει την τιµωρία). Στάδιο 2 Ατοµιστική ηθική. Προσωπικό ενδιαφέρον (σωστό είναι αυτό που σε ευχαριστεί). Επίπεδο II Συµβaτικό Στάδιο 3 Αµοιβαίες διαπροσωπικές προσδοκίες, σχέσεις, και διαπροσωπική συµµόρφωση (σωστό είναι αυτό που σε καθιστά στους άλλους αποδεκτό). Στάδιο 4 Τήρηση τ ο υ ν ό µ ο υ κ α ι τ η ς τάξης ( τ ο σωστό συµπίπτει µε τους γραπτούς νόµους, κανόνες). 40
Επίπεδο III Μετασυµβατικό Στάδιο 5 Στάδιο 6 Ηθική του κοινωνικού συµβολαίου (τα ανθρώπινα δικαιώµατα έχουν προτεραιότητα έναντι των νόµων. Ηθική των πανανθρώπινων αρχών (η ηθική είναι υπόθεση της προσωπικής συνείδησης του καθενός). Το Επίπεδο III, ονοµάζεται «µετασυµβατικό» (postconventional) περιλαµβάνει τα στάδια 5 και 6. Τα άτοµα που φθάνουν σε αυτό το επίπεδο εξετάζουν αυτόνοµα συµµορφούµενα µε τα πιστεύω τους, βασιζόµενα σε εσωτερικά στάνταρ. Τα άτοµα που φθάνουν στο πέµπτο στάδιο της ανάπτυξης δείχνουν µεγάλο ενδιαφέρον για το δίκαιο των άλλων. Το στάδιο 6 τονίζει τη σηµασία της συνείδησης και της αρχής. Η συνείδηση κατευθύνει τη συµπεριφορά, τονίζοντας τον αµοιβαίο σεβασµό και την εµπιστοσύνη. Το κάθε στάδιο είναι οµογενές µε µη συγκρίσιµη ηθική γνωστική δοµή ή στρατηγική λογικής σκέψης. Η ηθική λογική σκέψη ενός σταδίου είναι για διαφορετικά προβλήµατα, καταστάσεις και αξίες. Το κάθε στάδιο βασίζεται, αναδιοργανώνει και επικαλύπτει το προηγούµενο και παρέχει νέες προοπτικές και κριτήρια για να κάνει το άτοµο ηθικές αξιολογήσεις (Kohlberg, 1976). O Kohlberg (1981, 1984) θεώρησε ότι αυτό που κάνει µια συγκεκριµένη πράξη ηθική είναι ο λόγος που παρακινεί αυτή. Η ίδια θετική κοινωνική συµπεριφορά µπορεί να παρατηρηθεί από δύο άτοµα, αλλά οι λόγοι που συµµετέχουν στη συµπεριφορά µπορούν να είναι τελειώς διαφορετικοί. Αυτό είναι το κίνητρο για την πράξη και το οποίο προσδιορίζει εάν µια πράξη είναι ηθική. Ο Kohlberg (1984) πρότεινε ότι για να προβλεφθεί η συµπεριφορά κάποιου µε βάση το στάδιο ηθικής ανάπτυξης, πρέπει να λαµβάνονται υπόψη οι ενδιάµεσες κρίσεις του ατόµου. Κατά τον Kohlberg, δύο είναι οι κρίσιµες ενδιάµεσες πράξεις που επηρεάζουν την πράξη που σκέπτεται κάποιος να πραγµατοποιήση: (α) η δεοντολογική κρίση, µε άλλα λόγια η κρίση που φανερώνει µια πράξη εάν είναι σωστή ή λάθος, και (β) η κρίση ευθύνης: το άτοµο θεωρεί την κατάσταση, τις ανάγκες και τα κίνητρά του, αλλά και των άλλων, µαζί µε την δεοντολογική του κρίση ότι καθορίζουν την ευθύνη κάποιου. Οι δεοντολογικές κρίσεις απεικονίζουν τις αποφάσεις για αυτό που είναι σωστό να κάνει κάποιος, ενώ οι κρίσεις ευθύνης σχετίζονται µε το δικαίωµα του εαυτού. Για παράδειγµα, εάν ένας παίκτης βλέπει το συµπαίκτη του να κάνει ένα φάουλ που οι διαιτητές δεν έχουν δει, η δεοντολογική κρίση του σχετικά µε εκείνη την πράξη είναι ότι είναι λάθος που δεν το ανέφερε. Εντούτοις, µπορεί να θεωρήσει ότι δεν είναι δική του δουλειά, αλλά ο διαιτητής, έχει την ευθύνη να διορθώσει την κατάσταση. 41
Ο Damon (1973), είχε την ίδια άποψη ότι η ηθική ανάπτυξη πραγµατοποιείται σ ε κάποια στάδια (πίνακας 2.3). Αυτός επικεντρώθηκε στη δίκαιη κατανοµή της δικαιοσύνης σε παιδιά ηλικίας 4-9 ετών, που αντιµετωπίζουν προβλήµατα σχετικά µε τ η δίκαιη κατανοµή κ α ι τ η ν εµπιστοσύνη σ τ ο υ ς άλλους. Τ α στάδιά του προσδιορίζονται από ηθικές δικαιολογίες σε σχέση µε τη διανοµή, από µέρους των παιδιών, υλικών αγαθών που αυτά κερδίζουν, ή δεν κερδίζουν σ ε επινοηθείσες οµαδικές δουλειές. Όπως ο Piaget και Kohlberg, έτσι και ο Damon χρησιµοποίησε διληµµατικές ιστορίες και την τεχνική της συνέντευξης για τον προσδιορισµό των σταδίων του ηθικού διαλογισµού των παιδιών. Πίνακας 2.3. Επίπεδα ανάπτυξης στα παιδιά της έννοιας της δίκαιης κατανοµής (Damon, 1977). Επίπεδο Ηλικία 0-Α 4 0-Β 4-5 1-Α 5 1-Β 6-7 2-Α 8 42 Περιγραφή Το Παιδί συγχέει τη δίκαιη διανοµή της αµοιβής µε τις άµεσες επιθυµίες του. Πιστεύει ότι το ίδιο πρέπει να πάρει περισσότερο από τους άλλους, γιατί θέλει περισσότερο. Το παιδί θεωρεί ένα εξωτερικό γνώρισµα, εντελώς αυθαίρετο και άσχετο, ως δίκαιο κριτήριο για την διανοµή. Ένα παιδί πρέπει να πάρει πιο πολύ, γιατί είναι το µεγαλύτερο, τρέχει πιο γρήγορα, έχει πιο πολλούς φίλους. Το παιδί αναγνωρίζει ότι κάθε µέλος της οµάδας έχει ένα µερίδιο στην αµοιβή, αλλά νοµίζει ότι ο µόνος δίκαιος τρόπος διανοµής είναι να πάρει ο καθένας ακριβώς την ίδια ποσότητα (δικαιοσύνη της ισότητας). Το παιδί πιστεύει ότι η δίκαιη διανοµή είναι να πάρει ο καθένας αυτό που του αξίζει ή είναι ανάλογο για την εργασία που έκανε. Αναγνωρίζει ότι µερικά µέλη της οµάδας µπορεί ν α έχουν απαίτηση γ ι α µεγαλύτερο µ ε ρ ί δ ι ο, ε π ε ι δ ή εργάστηκαν περισσότερο. Το παιδί αναγνωρίζει µια ποικιλία συγκρουόµενων απαιτήσεων για δικαιοσύνη. ίκαιη διανοµή είναι αυτή π ο υ γίνεται µε κριτήρια την ίση µεταχείριση, την αξία ή την ανάγκη του καθενός. Κάθε µερίδιο υπολογίζεται ανάλογα µε τις ιδιαίτερες ανάγκες. Λαµβάνεται υπόψη π.χ. αν ένα µικρό παιδί δεν µπορεί να παράγει το ίδιο έργο ή αν ένα άλλο δεν παίρνει άλλη βοήθεια κ.λ.π.
2-Β 8 και Όπως και στο επίπεδο 2-Α, όλες οι απαιτήσεις λαµβάνονται άνω υπόψη. Επιπλέον µια δίκαιη διανοµή θεωρείται ότι είναι εκείνη που εξυπηρετεί τους κοινωνικούς σκοπούς της οµάδας. Τέτοιοι σκοποί µπορεί ν α είναι η µελλοντική παραγωγικότητα της οµάδας, η ανάπτυξη της φιλίας και της αλληλεγγύης. Πηγή: Από Α. Κακαβούλη (1994). Ηθική ανάπτυξη και αγωγή: Ψυχοπαιδαγωγική Β. Αθήνα: Αυτοέκδοση, (σελ. 184). Η Haan µέσα από τη θεωρία της αλληλεπίδρασης (Haan, 1977, 1978, Haan, Aerts & Cooper, 1985), προτείνει ότι «η ηθικότητα κατανοείται καλύτερα α ν αναλυθεί ο προσωπικός διαλογισµός µέσα σ ε χαρακτηριστικά κοινωνικά πλαίσια» (Bredemeier 1983, σελ. 83). Στη θεωρία της αυτή υποστηρίζει ότι κάθε άτοµο είναι ένας ηθικός φορέας δράσης, φορέας - που εισέρχεται συνεχώς σε διάλογους µεγάλης ή µικρής σηµασίας µε σκοπό την ηθική καταξίωση και επιτυχία ή την αποκατάσταση της ηθικής ισορροπίας µε τους άλλους. Έτσι, η θεωρία της αλληλεπίδρασης της Haan λέει ότι, η ηθική λύση επιτυγχάνεται µε το διάλογο µεταξύ του ηθικού φορέα δράσης, η οποία προσωποποιεί και συγκεκριµενοποιεί τους υπολογισµούς των ηθικών πληροφοριών, σαν να προσπαθούν αυτοί να πετύχουν ισορροπία επιχειρηµάτων. Η πιο κοινή µορφή ηθικού διαλόγου είναι η λεκτική διαπραγµάτευση. Εντούτοις, οποιαδήποτε µορφή επικοινωνίας, λεκτική ή µη λεκτική µπορεί να θεωρηθεί ηθικός διάλογος, εφ' όσον ο στόχος του είναι να διατηρήσει ή να αποκαταστήσει την ηθική ισορροπία (Bredemeier & Shields, 1993). Tα διαφορετικά επίπεδα της ηθικής ανάπτυξης εµπλέκουν διαφορετικούς τρόπους για το ταίριασµα των ηθικών ισορροπιών. Το µοντέλο της Haan αποδίδει την ανάπτυξη της ηθικής ωριµότητας µέσα από τρεις φάσεις (αφοµοίωσης, προσαρµογής και εξισορρόπησης), και πέντε επίπεδα (από δύο για τις δύο πρώτες φάσεις, και ένα για τη τρίτη φάση) (πίνακας 2.4). Πίνακας 2.4. Τα Επίπεδα Αλληλοεπιδρούµενης Ηθικής της Haan. Φάση Αφοµοίωσης Επίπεδο 1: ύναµης ισορροπίας. Το άτοµο είναι ανίκανο να διατηρεί µια άποψη όταν τα ενδιαφέροντά του διαφέρουν από αυτά των άλλων και αµφιταλαντεύεται, εάν πρέπει να συµµορφώνεται µε τους άλλους, πότε παραβαίνοντας ή εµποδίζοντας τους άλλους και πότε κάνοντας τα ίδια µε αυτούς. Οι ισορροπίες ανταποκρίνονται στα αυτο-ενδιαφέροντα µε εξαίρεση τις καταστάσεις, όπου ο εαυτός είναι αδιάφορος ή µπορεί να συµβιβαστεί. 43
Επίπεδο 2: Εγωκεντρικής ισορροπίας. Το άτοµο είναι ικανό να διαφοροποιεί τα ενδιαφέροντά του από αυτά των άλλων, αλλά δεν κατανοεί ότι και οι δύο µπορούν να συµπίπτουν σε ένα κοινό ενδιαφέρον. Οι άνθρωποι κατά βάση βλέπουν τα δικά τους ενδιαφέροντα και το δικό τους καλό, να γίνεται τι θέλει ο εαυτός τους ή να κάνουν συµβιβασµό. Φάση Προσαρµογής Επίπεδο 3: Αρµονικής ισορροπίας. Το άτοµο διαφοροποιείται από τα ενδιαφέροντα των άλλων, αλλά πιστεύει ότι µπορεί να βρεθεί µια αρµονία σε αυτά, αφού οι περισσότεροι άνθρωποι πιστεύουν βασικά στη διαδικασία των αλτρουιστικών κινήτρων. Οι ισορροπίες είναι αναζητήσεις που βασίζονται στη καλή πίστη όλων. Επίπεδο 4: Ισορροπίας κοινών ενδιαφερόντων. Το άτοµο διαφοροποιεί όλα τα επιµέρους ενδιαφέροντά του, τα κοινά µε την οµάδα. Στην αναζήτηση ισορροπιών προσαρµόζεται στο σύστηµα της οµάδος, όπου χρειάζεται. Επειδή η ηθική ενοχή είναι αναγνωρισµένη από όλους, εξωτερικά ρυθµισµένα πρότυπα αναζητούν ποιο είναι το όφελος όλων, ενώ περιορίζεται η προσωπική αδυναµία. Επίπεδο 5: Φάση Εξισορρόπησης Ισορροπίας ώριµου ενδιαφέροντος. Το άτοµο εναρµονίζει τα ενδιαφέροντά του µε αυτά που είναι κοινού ενδιαφέροντος µε την οµάδα, ερευνώντας για µια χαρακτηριστική θέση ηθικής ισορροπίας, που να δηλώνει ότι είναι σωστό το ενδιαφέρον κάποιου. Σε µια τέτοια έρευνα, το άτοµο ρυθµίζει την ανάγκη να εξετάσει χαρακτηριστικές αξίες, επιθυµίες, δυνάµεις και αδυναµίες, από όλες τις εµπλεκόµενες οµάδες. Η επίλυση µπορεί να επιτευχθεί αρµονικά µέσα από τα ενδιαφέροντα ή µε την παρουσίαση κάποιου συµβιβασµού στα ενδιαφέροντα, µε οποιαδήποτε λεπτολογία των θέσεων και των συµµετεχόντων το επιτρέπει. Πηγή: Προσαρµογή από Bredemeier & Shieldes (1984a), Sociology of Sport Journal, 1, (σελ. 350). Στα πρώτα δύο στάδια, η φάση αφοµοίωσης, το άτοµο θεωρεί ότι οι ηθικές ισορροπίες που αναλύονται πρέπει να δώσουν προτεραιότητα στις ανάγκες του εαυτού. Το άτοµο έχει µια εγωκεντρική άποψη της ηθικής. Αυτή η άποψη δεν εµφανίζεται επειδή κάποιος είναι εγωιστής, αλλά επειδή το άτοµο είναι είναι ανίκανο µε σαφήνεια να προσδιορίσει τις ανάγκες και τις επιθυµίες των άλλων. Τέλος, στη φάση εξισορρόπησης, το πέµπτο επίπεδο ηθικής ανάπτυξης, οι άνθρωποι δίνουν ίση προσοχή στις ανάγκες και τα συµφέροντα όλων των συµβαλλοµένων µερών που συµµετέχουν σε µια ηθική σύγκρουση. Ο Rest (1983, 1984), πιστεύοντας ότι καµιά από τις µεγαλύτερες και σηµαντικότερες προσεγγίσεις δεν επέφερε ένα επαρκές και περιεκτικό συµπέρασµα 44
για τη ψυχολογία της ηθικής και στην προσπάθεια να παρουσιάσει µια πιο ολοκληρωµένη εικόνα της ηθικότητας υποστήριξε µια δοµή από τέσσερα µέρη. Ο Rest (1984) υποστήριξε ότι, προκειµένου να γίνει κατανοητή η ηθική πράξη πρέπει να εξεταστούν οι εσωτερικές διαδικασίες που παρήγαγαν τη συµπεριφορά. Χωρίς τη γνώση των εσωτερικών διαδικασιών δεν µπορεί να αποκαλεστεί µια συµπεριφορά ηθική ή να γίνει γνωστό πόσο πιθανό είναι να γενικευτεί σε άλλες καταστάσεις. Οι Rest, Bebeau, & Volker, (1986) βρήκαν ότι η καλύτερη προσέγγιση της συνθετότητας της ηθικότητας µπορεί να γίνει θέτοντας το ερώτηµα: Όταν κάποιος έχει ηθική συµπεριφορά τι πρέπει να υποτεθεί ότι συνέβη ψυχολογικά για να δηµιουργηθεί αυτή η συµπεριφορά; Απαντώντας σε αυτήν την ερώτηση (µάλλον δοκιµαστικά) λένε ότι προβάλλονται τέσσερα κυρίως είδη ψυχολογικών διαδικασιών, οι οποίες πρέπει να έχουν συµβεί διαδοχικά ώστε να δηµιουργηθεί η ηθική συµπεριφορά. Την ιδέα αυτή, σε συντοµία την ονόµασαν «Μοντέλο τεσσάρων συστατικών στοιχείων» (Four - Component Model) (πίνακας 2.5). Πίνακας 2.5. Εσωτερικές ιαδικασίες Σχηµατισµού Συµπεριφοράς. Συστατικό 1 Σηµαντικές λειτουργίες της διαδικασίας. Η ερµηνεία της κατάστασης µε στόχο τον καθορισµό του τρόπου µε τον οποίο οι ενέργειες ενός ατόµου επηρεάζουν την ευηµερία των άλλων. Σχετική έρευνα. Απόκριση στα επείγοντα, Staub (1978, 1979) και Schwartz (1977). Ανάπτυξη της κοινωνικής γνώσης Shantz (1983) και Selman (1980), Εµπάθεια Hoffman (1977). Αλληλεπίδραση γνώσης και επιρροής. Σχηµατισµός συµπερασµάτων για τον τρόπο µε τον οποίο οι άλλοι επηρεάζονται και νιώθουν εµπάθεια, αηδία κλπ. για τους υπόλοιπους. Συστατικό 2 Σηµαντικές λειτουργίες. ιαµόρφωση της ηθικής δράσης, καθορισµός του ηθικού ιδεώδους σε µια συγκεκριµένη περίπτωση. Σχετική έρευνα. Ανάπτυξη της γνώσης, Piaget (1932/1965) και Kohlberg (1969,1976), έρευνα DIT, Rest (1979) και Damon (1977), κοινωνικά «πρότυπα» ψυχολογίας, Berkowitz & Daniels (1963) και Schwartz (1977), προ του Piaget, Keasey (1978). Αλληλεπίδραση γνώσης και επιρροής. Τόσο θεωρητικές απόψεις σχετικά µε τη 45
λογική όσο και πτυχές καθορισµού των αξιών εµπλέκονται στη δηµιουργία συστηµάτων ηθικής. Τα ηθικά ιδεώδη αποτελούνται και από στοιχεία γνώσης και επιρροής. Συστατικό 3 Σηµαντικές λειτουργίες. Επιλογή µεταξύ των ανταγωνιστικών συνεπειών και αποτελεσµάτων των αξιών των προτύπων, η ενέργεια του ενός, απόφαση αν πραγµατοποιηθεί το ηθικό ιδεώδες ενός ή όχι. Σχετική έρευνα: Πρότυπα και κριτήρια για το σχηµατισµό και λήψη αποφάσεων, Pomazal & Jaccard (1976), Lerner (1971) και Isen (1978). Θεωρίες για ηθικά κίνητρα, E. Wilson (1975), Aronfreed (1968), Bandura (1977), Kohlberg (1969), Hoffman (1986), Durkheim (1925/1961) και Rawls (1971). Αλληλεπίδραση γνώσης και επιρροής: Εκτίµηση της χρησιµότητας ποικίλων στόχων, διορατικότητα, αµυντική διαστρέβλωση της αντίληψης, εµπάθεια που εξαναγκάζει µία απόφαση, κατανόηση της κοινωνίας που βοηθά στην επιλογή των σκοπών. Συστατικό 4 Σηµαντικές λειτουργίες: Εκτέλεση και παροχή βοήθειας στον τρόπο µε τον οποίο σκέφτεται να δράση κάποιος. Σχετική έρευνα: ύναµη του εγώ και αυτοέλεγχος, Mischel & Mischel (1976), Krebs (Σηµείωση 1) και Staub (1979). Αλληλεπίδραση γνώσης και επιρροής: Επιµονή στα καθήκοντα, καθώς επηρεάζεται από την διαφοροποίηση του στόχου, βάσει της γνώσης. Πηγή: Προσαρµογή από Rest (1984). Στo W.M. Kurtines & J.L. Gewirtz (Eds.), Morality, moral behavior, and moral development. New York: John Wiley & Sons. (σελ. 27). Για να πούµε ότι ένα άτοµο είχε «ηθική συµπεριφορά», λογικά πρέπει να πούµε ότι το άτοµο πρέπει να έχει υπεισέλθει, τουλάχιστον, σε τέσσερις βασικές ψυχολογικές διαδικασίες: 1. Το άτοµο πρέπει να έχει την ικανότητα να κάνει κάποιο είδος ερµηνείας κάποιων σηµαντικών καταστάσεων, µε την προϋπόθεση ότι η ενέργεια ήταν λογική: Ποιος µπορεί (συµπεριλαµβανοµένου και του εαυτού µας) να επηρεάσει τον καθένα στη διάρκεια της ενέργειας και πώς το συγκεκριµένο µέρος θεωρείται ότι επιδρά στην ευηµερία τους. 2. Το άτοµο πρέπει να έχει την ικανότητα να κάνει κάποια κρίση σχετικά µε το ποια πορεία της ενέργειας ήταν ηθικά σωστή (ή τίµια, ή δίκαιη, ή ηθικά καλή). 3. Το άτοµο πρέπει να δίνει προτεραιότητα στις ηθικές αξίες πάνω από τις προσωπικές αξίες, έτσι ώστε η απόφαση που προτίθεται να πάρει να είναι ηθικά 46
σωστή. 4. Το άτοµο πρέπει να έχει αρκετή επιµονή, δυναµικό εγώ και ικανότητα εφαρµογής, ώστε να µπορεί να ακολουθεί την πρόθεσή του/της, να συµπεριφέρεται ηθικά, να αντέχει στη κούραση και να υπερνικά τα εµπόδια. Χωρίς αµφιβολία, οι θεωρητικοί του γνωστικο-εξελικτικού µοντέλου επηρέασαν σηµαντικά πολλούς τοµείς της εκπαίδευσης. Κάτι τέτοιο γίνεται κατανοητό, αν σκεφτεί κανείς ότι το µεγαλύτερο µέρος των ερευνών, στο πλαίσιο αυτού του µοντέλου, κατά τα τελευταία 50 χρόνια εντοπίστηκαν στην ευρύτερη περιοχή της «σκέψης» (Salkind, 1997). 2.2. Έρευνες σχετικά µε τον ηθικό διαλογισµό/σκέψη και συµπεριφορά Ο Μαρκουλής (1986) ανέφερε ότι «η µελέτη των ψυχολογικών και κοινωνικών παραγόντων που υπεισέρχονται σε µικρό ή µεγαλύτερο βαθµό στην εξέλιξη των ηθικών ιδεών, προϋποθέτει σαφή καθορισµό των µορφών ανθρώπινης σκέψης και πράξης που εµπίπτουν στη σφαίρα του ηθικού» (σελ. 1). Για τη µελέτη της ηθικής σκέψης και πράξης στον αθλητικό και κοινωνικό χώρο κυρίως, χρησιµοποιήθηκε η γνωστικοεξελικτική θεωρία. Η χρησιµοποίηση αυτής της θεωρίας εξασφαλίζει την καλύτερη κατανόηση της αθλητικής συµπεριφοράς των παιδιών, αποδίδοντας τις αλλαγές που πραγµατοποιούνται, στη διάρκεια της ζωής, στις γνωστικές ικανότητες. Αυτές βοηθούν στην περιγραφή και την εξήγηση των αλλαγών της συµπεριφοράς µεταξύ των ατόµων (Weiss & Bredemeier, 1983). Σύµφωνα µε τη γνωστικοεξελικτική θεωρία έχει προκύψει ένας αριθµός ερευνών σχετικά µε την ηθική ανάπτυξη στον αθλητικό χώρο, κυρίως, από τη Bredemeier και τους συνεργάτες της. Επειδή, όµως, οι έρευνες στον αθλητισµό είναι ελάχιστες θα αναφερθεί και ένας ενδεικτικός αριθµός ερευνών και από τον κοινωνικό χώρο σχετικά µε τον ηθικό διαλογισµό/σκέψη και συµπεριφορά. Αυτό γίνεται για την καλύτερη αντίληψη των αποτελεσµάτων, της παρούσας έρευνας, στην εξεταζόµενη περιοχή, λόγω της έλλειψης αντίστοιχων µελετών στον αθλητικό χώρο. Ο Jantz (1975) ήταν ο πρώτος που χρησιµοποίησε τη γνωστικο- εξελικτική θεωρία µελετώντας τη συµπεριφορά της ηθικής ανάπτυξης σε αθλητικές καταστάσεις. Χρησιµοποίησε αγόρια ηλικίας 5-12 ετών, µελετώντας την αντίληψή τους για τους κανονισµούς του µπάσκετ. Από την έρευνα διαπίστωσε ότι τα µικρότερα παιδιά 47
ερµηνεύουν την ηθικότητα ως µια µορφή περιορισµού, ενώ τα µεγαλύτερα παιδιά ως προώθηση της ηθικής συνεργασίας. Επίσης, ότι τα αγόρια ηλικίας 5-7 ετών είχαν σηµαντικά χαµηλότερη ωριµότητα από εκείνα των 8-12 ετών. Η αθλητική συµµετοχή, δηλαδή ο χρόνος ενασχόλησης των παιδιών µε τον αθλητισµό, είναι ένα άλλο θέµα που απασχόλησε τους ερευνητές, και πιο συγκεκριµένα εάν αυτή επηρεάζει τη διαµόρφωση της ωριµότητας του ηθικού διαλογισµού των παιδιών. Στην κατεύθυνση αυτή ασχολήθηκαν οι έρευνες των Bredemeier, Weiss, Shields και Shewchuk (1986), και Romance, Weiss και Bockovan (1986) όπου και στις δύο έρευνες, χρησιµοποίηθηκαν, παρεµβατικά προγράµµατα για τη βελτίωση της ηθικής ανάπτυξης. Σε όλες τις περιπτώσεις η πειραµατική οµάδα είχε σηµαντικές διαφορές µεταξύ του προ- και µετά την παρέµβαση ελέγχου για την αύξηση του ηθικού διαλογισµού, ενώ δεν διαπιστώθηκαν διαφορές στην οµάδα ελέγχου. Ακόµη, για το ίδιο θέµα, οι Bredemeier, Weiss, Shields και Cooper (1986) διαπίστωσαν ότι η χαµηλή ωριµότητα του ηθικού διαλογισµού έχει σχέση µε το µεγαλύτερο επίπεδο ενδιαφέροντος για συµµετοχή στον αθλητισµό, µε τα αγόρια να δείχνουν µεγαλύτερο ενδιαφέρον από τα κορίτσια. Η Hall (1981), στη προσπάθειά της να εκτιµήσει την ωριµότητα του ηθικού διαλογισµού των συµµετασχόντων στον αθλητισµό, συνέκρινε το επίπεδο του ηθικού διαλογισµού παικτών του µπάσκετ που συµµετείχαν στο κολεγιακό πρωτάθληµα µε τους συνοµηλίκους των κολεγίων. Ως όργανο µέτρησης χρησιµοποίησε µια παλαιότερη παραλλαγή του Moral Judgment Interview, του Kohlberg, συνδυάζοντας τα στάνταρ υποθετικά διλήµµατα του Kohlberg µε πραγµατικά αθλητικά χαρακτηριστικά διλήµµατα. Ωστόσο, τα αθλητικά διλήµµατα που αυτή κατασκεύασε δεν απεικόνιζαν αθλητικές επιλογές που οι αθλητές αντιµετώπιζαν στη διάρκεια του αγώνα. Αυτή διαπίστωσε ότι η ωριµότητα του ηθικού διαλογισµού των παικτών ήταν χαµηλότερη των συνοµηλίκων τους. Την έρευνα αυτή επανέλαβαν οι Bredemeier και Shields (1984a), χρησιµοποιώντας το Defining Issues Test του Rest, µε παίκτες τριες του µπάσκετ κολεγιακού επιπέδου προκειµένου να επιβεβαιώσουν τα αποτελέσµατα της Hall. Οι Bredemeier και Shields (1986a) επέκτειναν τις συγκρίσεις µεταξύ αθλητών και µη αθλητών γυµνασιακού και κολεγιακού επιπέδου για την ωριµότητα του ηθικού διαλογισµού. Ο σχεδιασµός της έρευνας προέβλεπε τα υποκείµενα να αιτιολογήσουν δύο υποθετικά ηθικά διλήµµατα της καθηµερινής ζωής και δύο περιπτώσεις αθλητικών καταστάσεων. Τα αποτελέσµατα έδειξαν ότι οι 50 κολεγιακοί, µη αθλητές, που συµµετείχαν στην έρευνα, βρέθηκαν και πάλι να έχουν σηµαντικά µεγαλύτερη 48
ωριµότητα ηθικού διαλογισµού από τους παίκτες του µπάσκετ, πόρισµα που ίσχυσε και για τα δύο διλήµµατα, ζωής και αθλητισµού. Η ωριµότητα του ηθικού διαλογισµού είναι σηµαντική, αλλά ακόµη πιο σηµαντική είναι η καθεαυτή συµπεριφορά. Για το λόγο αυτό, η σχέση της ηθικής σκέψης µε την ηθική πράξη, για τους κοινωνικούς επιστήµονες, αποτελεί ένα βασικό ζήτηµα για την κατανόηση της ηθικής ανάπτυξης µε σκοπό την αύξησή της µέσα από την ηθική αγωγή. Η Haan (1975) βρήκε ότι οι πράξεις δεν σχετίζονται µε ένα συγκεκριµένο στάδιο του ηθικού διαλογισµού. Συγκεκριµένα, τα αποτελέσµατά της έδειξαν ότι κολεγιακοί φοιτητές στα στάδια 2 και 6 έπαιζαν µαζί, αλλά για διαφορετικούς λόγους. Τα δύο τρίτα των φοιτητών χρησιµοποίησαν ένα διαφορετικό στάδιο διαλογισµού το 46% υψηλότερο και το 20% χαµηλότερο για πραγµατικές καταστάσεις από ό,τι για υποθετικά διλήµµατα. Η µελέτη της Haan στηρίχθηκε στα στοιχεία των πέντε ηθικών ιστοριών που σχεδιάστηκαν από τον Kohlberg (1969). Ο Damon (1977), µελετώντας την διανεµητική δικαιοσύνη στα παιδιά ηλικίας 4-9 ετών είπε ότι η σχέση µεταξύ υποθετικών και πραγµατικών κοινωνικών διαλογισµών στα παιδιά φαίνεται να οφείλεται κυρίως, στους αναπτυξιακούς παράγοντες, οι οποίοι είναι υπεύθυνοι για τα οφέλη της ηλικίας, συνεισφέροντας και στους δύο τύπους διαλογισµού. Αυτός βρήκε ότι τα παιδιά επιδεικνύουν υψηλότερα επίπεδα διαλογισµού µε βάση τη δικαιοσύνη, όταν λαµβάνουν υπόψη µια φανταστική ηθική ιστορία από όταν ασχολούνται µε µια κατάσταση της πραγµατικής ζωής. Οι Turiel και Rothman (1972) µελέτησαν την επίδραση του διαλογισµού στις επιλογές συµπεριφοράς. Το δείγµα αποτέλεσαν 43 αγόρια 7ης και 8ης τάξης. Πριν από τον έλεγχο χρησιµοποίησαν την συνέντευξη ηθικής κρίσης του Kohlberg, για να προσδιορίσουν τα στάδια ηθικής ανάπτυξης των παιδιών. Στη συνέχεια ζήτησαν από τα παιδιά να επιλέξουν µεταξύ δύο ενεργειών. Πριν όµως, επιλέξουν τα άτοµα, διαπιστώθηκε ο διαλογισµός τους µε µία επιλογή συµπεριφοράς µε διαλογισµό υψηλότερο από το δικό τους στάδιο και µια άλλη επιλογή συµπεριφοράς µε διαλογισµό χαµηλότερο από το στάδιό τους. Τα αποτελέσµατα της µελέτης έδειξαν ότι υπάρχει αλληλεξάρτηση διαλογισµού και πράξης στην ανάπτυξη της ηθικότητας και ότι το περιεχόµενο των απαντήσεων είχε σχέση µε τα στάδια ηθικής ανάπτυξης. Επίσης, ότι οι αρχές της διαδοχικής ανάπτυξης απευθύνονται στις αλλαγές των επιλογών συµπεριφοράς. Παρόµοια αποτελέσµατα αναφέρθηκαν και από τους Rest, Turiel, και Kohlberg (1969) και Turiel (1966). Η Rothman (1976) µελετώντας και αυτή την επίδραση του ηθικού διαλογισµού στις επιλογές συµπεριφοράς διαπίστωσε ότι η εµφάνιση γεγονότων από τα υψηλότερα στάδια ηθικού διαλογισµού µπορεί να επηρεάσει την επόµενη επιλογή συµπεριφοράς που, ίσως, να διαφέρει στα διάφορα στάδια της ηθικής κρίσης. Παρόµοια διαπίστωση 49
έγινε από τους Nisan και Horenczyk (1990), οι οποίοι διαπίστωσαν ότι µια προηγούµενη καλή ή κακή συµπεριφορά επηρεάζει την ηθική αξιολόγηση της επόµενης συµπεριφοράς. Άλλη µια έρευνα µε θέµα τη διερεύνηση της σχέσης µεταξύ της δοµής του ηθικού διαλογισµού και συγκεκριµένων ηθικών επιλογών παρουσιάστηκε από την Candee (1976), στην οποία συµµετείχαν 372 άτοµα, όπου υπερείχαν οι µαθητές κολεγίων. Τα αποτελέσµατα έδειξαν ότι τα άτοµα σε κάθε υψηλότερο στάδιο της ηθικής δοµής έκαναν, πιο συχνά, επιλογές που έχουν σχέση µε τα ανθρώπινα δικαιώµατα και λιγότερο µε εκείνα που είχαν σχεδιαστεί να ερµηνεύουν τη διατήρηση µιας συµβατικότητας ή των θεσµών. Αρχικά, το θέµα της ηθικής συµπεριφοράς στον αθλητισµό έχει ερευνηθεί µε αναφορές σχετικά µε την επιθετικότητα. Προκαταρτικές αποδείξεις ότι η ηθική σκέψη σχετίζεται µε την επιθετικότητα στον αθλητισµό προήλθαν από µια έρευνα στο µπάσκετ (Bredemeier & Shields, 1984b). Αυτοί για να µετρήσουν την ηθική ωριµότητα των αθλητών χρησιµοποίησαν το Defining Issues Test. Επιπλέον, ζήτησαν από τους προπονητές των αθλητών να εκτιµήσουν και να κατατάξουν την επιθετική συµπεριφορά των παικτών µέσα στον αγωνιστικό χώρο. Ως επιθετικότητα θεώρησαν την αρχή µιας επίθεσης µε πρόθεση τον τραυµατισµό. Τα αποτελέσµατα έδειξαν σηµαντικές σχέσεις µεταξύ των σταδίων του ηθικού διαλογισµού και της τάσης για επιθετικότητα. Ακόµη, η προσυµβατική ηθική λογική των παικτών ήταν θετικά συνδεδεµένη µε τις εκτιµήσεις των προπονητών για την υψηλή επιθετικότητα, ενώ η µετασυµβατική ηθική του διαλογισµού συνδέθηκε µε χαµηλά αποτελέσµατα επιθετικότητας. Οι Πρώιος και ογάνης (1999), σε µια πιλοτική εργασία, χρησιµοποίησαν τη µέθοδο των Bredemeier και Shields, µε δείγµα παίκτες και παίκτριες της χειροσφαίρισης κατέληξαν και αυτοί, σε παρόµοια αποτελέσµατα. Η σχέση µεταξύ ηθικής σκέψης και αθλητικής πράξης ερευνήθηκε και µε παιδιά. Οι Bredemeier (1994) έδωσε 4 υποθετικά ηθικά διλήµµατα, σχεδιασµένα για να εκτιµούν την επιθετικότητα και τις υποχωρητικές τάσεις στην καθηµερινή ζωή και στον αθλητισµό, σε 109 παιδιά ηλικίας 9-13 ετών. Τα αποτελέσµατα έδειξαν ότι οι βαθµολογίες του ηθικού διαλογισµού των παιδιών µπορούν να προβλεφθούν µέσα από τις δικές τους αναφορές για τις επιθετικές τάσεις στον αθλητισµό και την καθηµερινή ζωή. Η σχέση της ωριµότητας του ηθικού διαλογισµού µε την ηθική συµπεριφορά στον αθλητισµό εξετάστηκε και µε την κρίση των αθλητών σε ό,τι αφορά στην πρόκληση εσκεµµένων τραυµατισµών. Σε µια τέτοια µελέτη η Bredemeier (1985) χρησιµοποίησε υποθετικά διλήµµατα, αθλητικά και καθηµερινής ζωής σε 40 κορίτσια και αγόρια λυκείου και κολεγίου ασχολούµενα µε το µπάσκετ. Επιπλέον, οι συµµετέχοντες έκαναν κρίσεις νοµιµότητας 6 συµπεριφορών µε ποικίλες υποθέσεις, κάτω από δύο 50
συνθήκες. Τα αποτελέσµατα έδειξαν µια αντίστροφη σχέση ανάµεσα στα επίπεδα του ηθικού διαλογισµού των παικτών και στον αριθµό των εσκεµµένων τραυµατισµών στην αθλητική πράξη, κρίνοντας ότι αυτοί είναι νόµιµοι. Οι παίκτες που είχαν µεγαλύτερη ωριµότητα ηθικού διαλογισµού δέχτηκαν λιγότερες πράξεις ως νόµιµες. Επίσης, ο «αθλητικός» ηθικός διαλογισµός φάνηκε να είναι σηµαντικά καλύτερος δείκτης πρόβλεψης από τον ηθικό διαλογισµό «ζωής», σχετικά µε την κρίση στις υποθετικές και τις νόµιµες καταστάσεις. Η σχέση ήταν µεγαλύτερη ανάµεσα στον «αθλητικό» ηθικό διαλογισµό και τις υποθετικές κρίσεις και µικρότερη ανάµεσα στον ηθικό διαλογισµό «ζωής» και τις νόµιµες καταστάσεις. Σε µια άλλη έρευνα µε την ίδια κατεύθυνση οι Bredemeier, Weiss, Shields και Cooper (1987), έδειξαν 78 σλάϊτς αθλητικών συµπεριφορών µε τάσεις τραυµατισµού σε παιδιά 4ης 7ης τάξης, και εφάρµοσαν ηθικές συνεντεύξεις. Συγκεκριµένα, από τα παιδιά ζητήθηκε να επισηµάνουν ή να εκφράσουν αποδοχή ή µη αποδοχή των ενεργειών που παρουσιάστηκαν. Τα αποτελέσµατα παραλληλίστηκαν µε αυτά των κολεγιακών φοιτητών: τα παιδιά µε µικρότερη ωριµότητα ηθικού διαλογισµού έκριναν ένα σηµαντικά µεγάλο αριθµό από πράξεις τραυµατισµού ως νόµιµες από τους συνοµηλίκους τους µε µεγαλύτερη ωριµότητα. Οι αλλαγές στις γνώσεις και τις κοινωνικές εµπειρίες σε συνάφεια µε την ανάπτυξη της ηλικίας, σύµφωνα µε την γνωστικο- εξελικτική θεωρία, αποτελούν ένα άλλο παράγοντα που µπορούν να επηρεάσουν τη σχέση µεταξύ της ηθικής σκέψης και της ηθικής πράξης. Οι ερευνητές που αποδέχονται τη δοµικο- αναπτυξιακή πλευρά ερεύνησαν την ανάπτυξη της ηθικής κρίσης προκειµένου να διαγράψουν την πορεία των αλλαγών στην οργάνωση της ηθικής σκέψης σε σχέση µε την ηλικία (Damon, 1977, Kohlberg, 1969, 1976, Piaget, 1968). Σύµφωνα µε τους ερευνητές αυτούς οι αλλαγές στον ηθικό διαλογισµό και τις συµπεριφορές συµβαίνουν όταν µια λειτουργία της ωριµότητας ή οι γνωστικές ικανότητες, ή η ικανότητα να ενεργείς για τους άλλους, αλληλεπιδρά µε τις κοινωνικές εµπειρίες. Ειδικότερα, οι Rest, Deemer, Barnett, Spickelmier και Volker (1986) σχολιάζοντας τις ηλικιακές τάσεις της ηθικής κρίσης ανέφεραν ότι «στη πραγµατικότητα όλες οι έρευνες, σύµφωνα µε την γνωστικο- εξελικτική θεωρία, άρχισαν µε την αναζήτηση των ηλικιακών τάσεων και ότι χωρίς αυτού του είδους εµπειρική υποστήριξη δεν µπορεί να σταθεί στο χώρο µια εξελικτική θεωρία» (σελ. 28). Αρχικά, από τον Piaget (1968) και πιο έντονα στη διατριβή του Kohlberg (1958) παρουσιάστηκαν τα πρώτα στοιχεία µε τις ηλικιακές τάσεις, που δείχνουν ότι οι άνθρωποι αναπτύσσονται αλλά δεν δείχνουν το πώς και το γιατί (Rest, Bebeau & Volker, 1986). Στη συνέχεια από τους Colby, Kohlberg, Gibbs, 51
και Lieberman (1983), δηµοσιεύτηκε µια πιο ακριβής και λεπτοµερής αναφορά διαχρονικών τάσεων στο ίδιο δείγµα ατόµων. Τα βασικά εµπειρικά πορίσµατα από αυτή την αναφορά είχαν σχέση µε τις ηλικιακές τάσεις. Ο Thoma (1984) σε µια µετα-ανάλυση µε πάνω από 6.000 άτοµα, σε αντιπροσωπευτικά στοιχεία, έδειξε ότι η ηλικία/µόρφωση εξηγεί το 52% της διακύµανσης των βαθµολογιών του DIT. Σε ό,τι αφορά στη µόρφωση, φάνηκε να παίζει ρόλο στην ανάπτυξη της ηθικής κρίσης µέσα από τη µελέτη διαχρονικών στοιχείων αλλά και από τη µελέτη των αποτελεσµάτων από αντιπροσωπευτικά στοιχεία (Lind, 2000b, Rest, Davison & Robbins, 1978). Οι Rest, et al., (1974) χρησιµοποιώντας το DIT διαπίστωσαν ότι οι βαθµολογίες του DIT στις διάφορες οµάδες µαθητών διαφέρουν σηµαντικά. Στη µελέτη των Colby, et al. (1983) αναφέρθηκε ότι η σχέση της ανάπτυξης της ηθικής κρίσης µε τη µόρφωση ήταν.53 και.60. Ακόµη, από τη µελέτη διαχρονικών και αντιπροσωπευτικών στοιχείων φάνηκε καθαρά η σχέση της ηθικής κρίσης µε τον τύπο της µόρφωσης, παρόλα αυτά η θεωρητική σπουδαιότητα σε αυτή τη σχέση δεν είναι ξεκάθαρη, επειδή σε αρκετές περιπτώσεις µπορούν να αναφερθούν πιθανές επιδράσεις από άλλους παράγοντες (Rest & Thoma, 1985, Rest, et al., 1978). Οι επιδράσεις αυτές µπορεί να προέρχονται από τη σχέση µε άλλους ανθρώπους. Οι Rest, et al. (1974) ανέφεραν ότι οι άνθρωποι κάνουν κρίσεις µε βάση τις ηθικές κρίσεις των άλλων. Επιπλέον, ανέφεραν ότι οι άνθρωποι δεν επηρεάζονται µόνο από αυτά που ένα άλλο άτοµο τους συµβούλευσε, αλλά και από τον τρόπο που το άλλο άτοµο προσδιόρισε το πρόβληµα. Σύµφωνα µε τον Piaget (1970) η γνωστική ανάπτυξη συντελείται, επειδή οι άνθρωποι ερµηνεύουν ενεργητικά τις εµπειρίες τους, ενώ για τον Kohlberg (1969) αυτά που συµβάλλουν, συγκεκριµένα, στην ανάπτυξη της ηθικής σκέψης είναι ειδικά είδη κοινωνικών εµπειριών που προέρχονται από τις εµπειρίες της ανάληψης ρόλων ( role-taking ). Οι εµπειρίες από την ανάληψη ρόλων είναι εκείνες οι κοινωνικές εµπειρίες µε τις οποίες ένα άτοµο έχει άποψη για ένα άλλο, όπως έχουν προσδιοριστεί από τον Kohlberg. Επιπλέον, οι Rest, Bebeau και Volker (1986), ισχυρίστηκαν ότι, πιθανά, οι περισσότερες εµπειρίες από την ανάληψη ρόλων επιτρέπουν την επινόηση όλο και πιο επιµεληµένων τρόπων συντονισµού των ανθρώπινων ενδιαφερόντων και ταυτόχρονα την καλύτερη αντίληψη της δικαιοσύνης. Ο Rest (1975) εξετάζοντας τις αλλαγές στην ηθική κρίση σε σχέση µε τις εµπειρίες της ζωής σε µια οµάδα ατόµων που συνέχισαν τις κολεγιακές σπουδές παράλληλα µε µια άλλη που δε συνέχισε, βρήκε ότι η οµάδα που συνέχισε τις σπουδές διαφέρει σηµαντικά από αυτή που δεν συνέχισε. Ρωτώντας τα άτοµα που συµµετείχαν στη µελέτη, πού οφείλονται οι 52
αλλαγές στην ηθική τους κρίση, αυτοί απέδωσαν τις αλλαγές, κυρίως, στον τύπο της εκπαίδευσης, το διάβασµα ή τη µελέτη που οδηγεί στη διερεύνηση των γνώσεων για τις καταστάσεις που συµβαίνουν στο κόσµο, στις νέες υπευθυνότητες που απορρέουν, για παράδειγµα, από τη δουλειά, το γάµο, την οικογένεια και τα χρήµατα που αποκτώνται. Επιπλέον, επικρατεί η άποψη ότι, εκτός των άλλων παραγόντων, που επηρεάζουν την ηθική σκέψη είναι και τα κίνητρα που οδηγούν το άτοµο σε µια ηθική πράξη (Gordon, 1976, Selman, 1976). Οι Kohlberg και Candee (1984) δήλωσαν ότι, πριν εξετάσουµε µια πράξη εάν είναι ηθική, πρώτα πρέπει να εξετάσουµε το λόγο ή τα κίνητρα που οδήγησαν σε αυτή την πράξη και ότι η λήψη µιας απόφασης είναι µια συµπεριφορά που η ερµηνεία της πρέπει να αναζητείται στα κίνητρα που δρουν κάθε φορά στο άτοµο. Σύµφωνα µε τον Rest (1983, 1984), τα κίνητρα αποτελούν µέρος του συστατικού ΙΙΙ, που αποτελεί µέρος των διεργασιών για τη δηµιουργία µιας συµπεριφοράς. Ο ισχυρισµός των γνωστικών θεωρητικών, στο χώρο της επίτευξης παρακίνησης, ότι οι πτυχές του στόχου σχετίζονται µε το πώς οι άνθρωποι πιστεύουν, νιώθουν και ρυθµίζουν τις ικανότητές τους για να επιτύχουν τους στόχους τους (Ames, 1984, Dweck & Elliott, 1983, Maehr & Braskamp, 1986, Nicholls, 1984a, 1984b, 1989), οδηγούν στη διαπίστωση των κινήτρων για την επιλογή µιας συµπεριφοράς. Με την άποψη αυτή σύµφωνοι είναι αρκετοί αθλητικοί ψυχολόγοι που υποστηρίζουν την αξία της εξέτασης των διαφόρων πλευρών του στόχου στη µελέτη της συµπεριφοράς και των εµπειριών σε αθλητικά πλαίσια (Duda, 1987, 1989, Gill, 1986, Roberts, 1984, Vealey, 1986). Ο Nicholls (1989) υποστήριξε ό,τι ο στόχος προσανατολισµού του ατόµου έχει σχέση µε ένα χαρακτηριστικό σύνολο στάσεων, πεποιθήσεων και αξιών που µας πληροφορούν για την άποψή του. Ο ίδιος εξασφάλισε µια χρήσιµη θεωρητική δοµή για την εξέταση της επίτευξης του προσανατολισµού του στόχου στον αθλητισµό, προτείνοντας, παράλληλα, ότι υπάρχουν δύο κυρίως στόχοι προσανατολισµού (Έργο και Εγώ). Οι δύο αυτοί στόχοι προσανατολισµού αναφέρθηκε ότι είναι ανεξάρτητοι ο ένας από τον άλλο και διαφέρουν µεταξύ των ανθρώπων και το περιβάλλον (Duda, 1992, Nicholls, 1989, Papaioannou, 1992). Πράγµατι, η έρευνα έδειξε ότι, ο προσανατολισµός στο Εγώ του ατόµου είναι δυνατόν να εγκρίνει µη τίµιες αθλητικές συµπεριφορές και να αποδέχεται τη νοµιµότητα της αθλητικής επιθετικότητας ενώ αυτοί που προσανατολίζονται στο Έργο διαφέρουν (Duda, Olson & Templin, 1991, 53
Huston & Duda, 1992). Τα άτοµα που ο προσανατολισµός τους είναι στο Έργο είναι πιο πολύ πιθανόν να επιλέξουν ηθικές αξίες από κάποιες µη ηθικές όταν συγκρούονται οι δύο (Duda, et al., 1991, Stephens, 1993). Σηµαντικό ενδιαφέρον οι ερευνητές έδειξαν για τη σχέση του προσανατολισµού των στόχων µε τις ηθικές µεταβλητές στον αθλητισµό. Συγκεκριµένα, η Duda (1989), χρησιµοποιώντας 128 αγόρια και 193 κορίτσια, που είχαν συµµετοχή σε σχολικό αθλητισµό, εξέτασε τη σχέση µεταξύ του αγωνιστικού προσανατολισµού των αθλητών (δηλαδή, προσανατολισµό στο Έργο και στο Εγώ) και του σκοπού µέσα από τον οποίον γίνεται αντιληπτός ο αθλητισµός, µεταξύ αθλητών και αθλητριών λυκείου. Εδώ, η ηθικότητα έγινε αντιληπτή µέσα από τις απαντήσεις σε µια κατάσταση αυτο-αναφοράς για τη µέτρηση της κλοπής (για παράδειγµα, προσποίηση ενός τραυµατισµού για το σταµάτηµα του χρόνου) και της ηγετικής συµπεριφοράς (για παράδειγµα, βοήθεια προς ένα παίκτη να σηκωθεί από το έδαφος). Τα αποτελέσµατα έδειξαν µια σηµαντικά αρνητική σχέση µεταξύ του προσανατολισµού στο Έργο και της κλοπής, και µια θετική σχέση µεταξύ του προσανατολισµού στο Έργο και του τίµιου παιχνιδιού. Η Duda, et al. (1991) εξέτασαν το ρόλο του προσανατολισµού των στόχων στις στάσεις για το τίµιο φέρσιµο (sportsmanship) και την αντίληψη για τη νοµιµότητα των σκόπιµα επιβλαβών αθλητικών πράξεων. Αυτοί χρησιµοποίησαν ενδοσχολικούς (interscholastic) παίκτες του µπάσκετ και αξιολόγησαν τον προσανατολισµό του στόχου και τις στάσεις στο τίµιο φέρσιµο, µέσα από την έγκριση ή την αποδοκιµασία των επιθετικών πράξεων των παικτών απαντώντας αυτοί σε γραπτά σενάρια που απεικόνιζαν σκόπιµες επιβλαβείς πράξεις στο µπάσκετ. Ο προσανατολισµός στο εγώ βρήκαν να σχετίζεται µε τη θετική επικύρωση του παιχνιδιού της εξαπάτησης και της αποδοκιµασίας συµπεριφορών που δεν απεικονίζουν το τίµιο φέρσιµο. Πράξεις όπως ο τραυµατισµός ενός αντιπάλου µε σκοπό το χάσιµο του αγώνα ή ενός πρωταθλήµατος, καθώς επίσης και ο µη φυσικός εκφοβισµός του αντιπάλου κρίθηκαν ως νόµιµες από τους αθλητές µε υψηλό προσανατολισµό στο εγώ. Επίσης, οι Huston και Duda (1992) εξέτασαν τη σχέση του προσανατολισµού στόχου και της ανταγωνιστικής αθλητικής συµµετοχής στις τάσεις επιθετικότητας µεταξύ των παικτών ποδοσφαίρου γυµνασίου και κολλεγίων. Ο προσανατολισµός στο έργο συσχετίστηκε αρνητικά, ενώ ο προσανατολισµός στο εγώ συσχετίστηκε θετικά µε την επικύρωση των επιθετικών πράξεων στο ποδόσφαιρο. Ακόµη, και η διάρκεια συµµετοχής στο ποδόσφαιρο είχε θετική συσχέτιση µε την επικύρωση των σκόπιµα επιβλαβών πράξεων. Οι Stephens και Bredemeier (1996) εξέτασαν το ρόλο του προσανατολισµού στόχου στην επιθετικότητα στο γυναικείο ποδόσφαιρο. Εκτός, από τον προσανατολισµό του στόχου των αθλητριών οι ερευνητές αξιολόγησαν και τις αντιλήψεις των αθλητριών για την πτυχή του στόχου των προπονητών τους. Οι αθλήτριες που φάνηκαν, πιθανά, 54
να φέρονται πιο επιθετικά στις αντιπάλους, ήταν επίσης πιθανότερο να αντιληφθούν τον προπονητή τους όταν αυτός ήταν προσανατολισµένος στο εγώ. Εντούτοις, η αναφερόµενη πιθανότητα επίθεσης σε µια αντίπαλο δεν αφορούσε σηµαντικά τον προσανατολισµό του στόχου των παικτριών. Ακόµη, η Stephens (1993) αξιολόγησε τον πειρασµό παράβασης ηθικών κανόνων, όπως το ξεγέλασµα ενός διαιτητή, το βλάψιµο µιας αντιπάλου, ή την παράβαση ενός από τους κανόνες. Αυτή διαπίστωσε ότι οι παίκτριες που παρουσίασαν υψηλότερο πειρασµό στο άδικο παίξιµο ήταν περισσότερο προσανατολισµένες στο εγώ παρά στο έργο. Ο πειρασµός να παίξουν άδικα συνδέθηκε, επίσης, µε την πεποίθηση που περισσότεροι συµπαίκτες θα πλήρωναν άδικα, µε τη µεγαλύτερη έγκριση των συµπεριφορών µε σκοπό να λάβουν ένα άδικο πλεονέκτηµα, και πιο µακροχρόνια συµµετοχή µε την παρούσα οµάδα. Πρόσφατα η Kavussanu (1997) µελετώντας τη σχέση του προσανατολισµού του στόχου µε τις ηθικές λειτουργίες, τα τέσσερα συστατικά στοιχεία δηµιουργίας ηθικής συµπεριφοράς (Rest, 1983,1984), βρήκε ότι ο προσανατολισµός στο Έργο δεν συσχετίζεται σηµαντικά µε τις ηθικές λειτουργίες. Το αποτέλεσµα αυτό υποστηρίχθηκε και από προηγούµενη έρευνα (Stephens & Bredemeier, 1996). Ενώ, σε ότι αφορά τον προσανατολισµό στο Εγώ βρέθηκε να σχετίζεται µε ένα από τα παραπάνω συστατικά στοιχεία την Πρόθεση (Kanussanu & Roberts, 2001). Η σηµαντικότητα της σχέσης του προσανατολισµού του στόχου µε την Πρόθεση βρίσκεται στο γεγονός ότι η πρόθεση της συµπεριφοράς προβλέπει την πραγµατική συµπεριφορά (Fishbein & Ajzen, 1975). Η σχέση του προσανατολισµού στο Εγώ µε την πρόθεση έχει υποστηριχθεί και σε άλλες έρευνες (Duda, et al., 1991, Ryan, Williams & Wimer, 1990). Το πρώτο στοιχείο που διαπιστώνεται από τη µελέτη των ερευνών είναι ότι, οι ερευνητές µελέτησαν άτοµα, κυρίως, µικρής ηλικίας. Τα άτοµα αυτά εξαιτίας της ηλικίας είναι χαµηλού αγωνιστικού επιπέδου. Αυτό σηµαίνει ότι δεν µπορεί να γίνει, ξεκάθαρα, αντιληπτός ο τρόπος σκέψης των ατόµων στο χώρο του αθλητισµού, επειδή δεν περιλαµβάνονται και άτοµα υψηλού αθλητικού και επαγγελµατικού επιπέδου, όπου οι αξίες διαφοροποιούνται σε σχέση µε τον ερασιτεχνικό επίπεδο. Ολοκληρωµένη αντίληψη για τον τρόπο σκέψης των ατόµων που ασχολούνται µε τον αθλητισµό δεν µπορεί να εξαχθεί και επειδή µελετήθηκαν µόνο αθλητές και όχι άλλες µορφές συµµετοχής. Αυτό που θα µπορούσε να αναφερθεί µε βάση τα αποτελέσµατα των µέχρι τώρα ερευνών είναι ότι ο τρόπος σκέψης των ατόµων που συµµετέχουν στον αθλητισµό διαφέρει από αυτά που δεν συµµετέχουν. ιαφορές στον τρόπο σκέψης διαπιστώθηκαν και µεταξύ των διαφόρων ηλικιών των παιδιών, αλλά και στο διαφορετικό ενδιαφέρον για συµµετοχή στον αθλητισµό. Ακόµη, διαπιστώθηκε ότι ο 55
τρόπος σκέψης αποτελεί στοιχείο πρόβλεψης της συµπεριφοράς των αθλητών. Οι παραπάνω διαπιστώσεις έγιναν µελετώντας την ηθική ανάπτυξη σε σχέση µε την επιθετική συµπεριφορά των παιδιών. Ένα στοιχείο που θα µπορούσε να αναφερθεί από τα αποτελέσµατα των ερευνών στον κοινωνικό χώρο είναι ότι οι µεταβλητές ηλικία, µόρφωση και κοινωνικές εµπειρίες αποτελούν ισχυρούς παράγοντες για τη διαµόρφωση της ηθικής ωριµότητας. Τέλος, διαπιστώθηκε σχέση του προσανατολισµού των στόχων µε την ηθική συµπεριφορά. Συγκεκριµένα, βρέθηκε ο προσανατολισµός στο εγώ να σχετίζεται µε συµπεριφορές που δεν έχουν σχέση µε το τίµιο φέρσιµο. Ακόµη, τα άτοµα που δεν είναι προσανατολισµένα στο εγώ υποπείπτουν περισσότερο στον πειρασµό να παίξουν άδικα. ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ ΜΕΘΟ ΟΛΟΓΙΑ 3.1. είγµα 56
Για την πραγµατοποίηση της µελέτης αρχικά συµµετείχαν 489 άτοµα. Μετά τον έλεγχο της εσωτερικής συνέπειας των ερωτηµατολογίων, αλλά και τον έλεγχο για απώλεια τιµών, τα άτοµα που χρησιµοποιήθηκαν, τελικά, στη µελέτη ήταν 432. Η ηλικία των ατόµων κυµάνθηκε από 14 52 έτη (M = 26.09, SD = 9.01), ενώ η µόρφωσή τους ήταν όλων των επιπέδων. Για την καλύτερη µελέτη των στοιχείων η ηλικία χωρίστηκε σε τέσσερα επίπεδα: το πρώτο κυµάνθηκε από 14-18 ετών και περιελάµβανε το 28.1% του δείγµατος, το δεύτερο 19-25 ετών, περιλαµβάνοντας το 25.3% του δείγµατος, το τρίτο κυµάνθηκε από 26-35 ετών, περιλαµβάνοντας το 30% του δείγµατος, και το τέταρτο κυµάνθηκε από 36-52 ετών, περιλαµβάνοντας το 16.5% του δείγµατος. Η µόρφωση περιελάµβανε τέσσερα επίπεδα: γυµνασίου 10.7% του δείγµατος, λυκείου 47.1%, ανωτέρα - ανωτάτη 37.5%, και µεταπτυχιακή µε 4.6%. Από τους συµµετέχοντες οι 342 ήταν άνδρες (ποσοστό 80.7%) και οι 81 γυναίκες (ποσοστό 19.1%). Ενώ, 9 άτοµα δε δήλωσαν το φύλο. Τα αθλήµατα στα οποία συµµετείχαν τα άτοµα ήταν του ποδοσφαίρου (Ν=148, ποσοστό 34.2%), της χειροσφαίρισης (Ν=141, ποσοστό 32.6%), του µπάσκετ (Ν=143, ποσοστό 33.1%). Τα χρόνια συµµετοχής τους στον αθλητισµό κυµάνθηκαν από 0 µέχρι 32 έτη (M = 8.79, SD = 6.20). Στα δηµογραφικά στοιχεία σηµειώθηκαν και οι κοινωνικές εµπειρίες του δείγµατος τοποθετώντας αυτές σε τρία επίπεδα. Το πρώτο επίπεδο περιελάµβανε άτοµα (Ν=49, ποσοστό 11.6%), που δεν είχαν καµιά εµπειρία σε σωµατεία µε κοινωνικό, αθλητικό και πολιτικό χαρακτήρα. Το δεύτερο, άτοµα (Ν=245, ποσοστό 58.1%), µε εµπειρίες που αποκτήθηκαν από τη συµµετοχή στα προαναφερόµενα σωµατεία ως απλά µέλη, και το τρίτο, άτοµα (Ν=127, ποσοστό 30.1%), µε εµπειρίες που αποκτήθηκαν µε συµµετοχή σε λήψη αποφάσεων στα παραπάνω σωµατεία. Τέλος, η µορφή συµµετοχής των ατόµων του δείγµατος στον αθλητισµό ήταν ως διαιτητές (Ν=147, ποσοστό 34%), ως αθλητές (Ν=235, ποσοστό 54.4%) και ως προπονητές (Ν=50, ποσοστό 11.6%). 3.2. Περιγραφή των οργάνων Για την πραγµατοποίηση της παρούσας έρευνας απαιτήθηκε η χρησιµοποίηση 6 οργάνων, που κυρίως είχαν σχέση µε την ηθικότητα, σε κοινωνικά πλαίσια (1) αθλητικά (3), και για την επίτευξη του στόχου (2). 3.2.1. «Κριτήριο Ορισµού Θεµάτων» (Defining Issues Test) 57
Το Κριτήριο Ορισµού Θεµάτων (Defining Issues Test, DIΤ) σχεδιάστηκε από τους Rest, Cooper, Coder, Masanz, και Anderson (1974), για να µετρά πώς οι έννοιες της δικαιοσύνης επιδρούν στην πορεία της ηθικής κρίσης (παράρτηµα 1). Επίσης, πρέπει να σηµειωθεί ότι το DIT σχεδιάστηκε να εκτιµά κυρίως την εξέλιξη από την εφηβική ηλικία και πέρα και συγκεκριµένα τις αναπτυξιακές αλλαγές από το συµβατικό στο µετασυµβατικό επίπεδο (Thoma & Rest, 1999, σελ. 6). Το DIT περιέχει 6 καταστάσεις που περιγράφουν διληµµατικές καταστάσεις µε πολύ σηµαντικές απαιτήσεις σε κοινωνικούς σκοπούς. Μετά την ανάγνωση της κάθε κατάστασης ζητείται από το άτοµο να αποφασίσει για µια όσο το δυνατόν καλύτερη επίλυση του κοινωνικού διλήµµατος (για παράδειγµα, να κλέψει ή να µην κλέψει το φάρµακο στην ιστορία του Heinz). Στη παρούσα έρευνα χρησιµοποιήθηκε ο σύντοµος τύπος µε 3 καταστάσεις. Η κάθε κατάσταση ακολουθείται από µια λίστα 12 στοιχείων (σύντοµες δηλώσεις ή ερωτήσεις), τα οποία ζητείται να αξιολογήσει το άτοµο ανάλογα µε τη σπουδαιότητα που αποδίδει στο δίληµµα, χρησιµοποιώντας µια 5-βάθµια κλίµακα (από το περισσότερο στο λιγότερο σηµαντικό). Στη συνέχεια το άτοµο κατατάσσει τα 4 πιο σηµαντικά στοιχεία (για παράδειγµα, ποιο από τα 12 στοιχεία αξιολογήθηκε ως το πιο σηµαντικό, ως δεύτερο λιγότερο σηµαντικό, κ.λ.π.). Η πλειοψηφία αυτών των στοιχείων είναι στάδια τυποποιηµένα από τον Kohlberg (1969) και αντιστοιχούν στα στάδια ανάπτυξης της ηθικής κρίσης. Από αυτήν την κατάταξη προκύπτει ένα σύνολο βαθµολογιών, που ισοδυναµούν µε τις αρχές του διαλογισµού (στάδια 5 και 6), µε τη χρησιµοποίηση της «Ρ» βαθµολογίας, αλλά και βαθµολογίες που ανταποκρίνονται στα στάδια 2, 3, 4, 5Α, 5Β, 6. Συµπληρωµατικά, για το δείκτη ανάπτυξης της ηθικής κρίσης, το DIT εξασφαλίζει δυο αξιόπιστους ελέγχους (Rest, 1979). Και οι δυο έλεγχοι εφαρµόστηκαν στην παρούσα µελέτη, εξασφαλίζοντας την αξιοπιστία των απαντήσεων των ατόµων. Ηθική κρίση. Η πιο συχνή µέτρηση που χρησιµοποιείται για την ανάπτυξη της ηθικής κρίσης είναι η «Ρ» βαθµολογία, που ερµηνεύει το πόσο σηµασία δίνει ένα άτοµο στις ηθικές αρχές, όταν πρόκειται να λάβει µια απόφαση γύρω από ηθικά διλήµµατα. Αυτή προκύπτει από την πρόσθεση των στοιχείων που δείχνει προτίµηση 58
το άτοµο και που ανήκουν στα µετασυµβατικά στοιχεία του Kohlberg (δηλαδή τα στάδια 5 και 6). Οι Ρ βαθµολογίες κυµαίνονται από 0-95. Κατηγοριοποίηση των «Ρ» βαθµολογιών. Σύµφωνα µε το Rest (1979) είναι δυνατή η δηµιουργία οµάδων που να βασίζονται στις Ρ βαθµολογίες. Η κατηγοριοποίηση αυτή δίνει τη δυνατότητα ερµηνείας για το ποιοι κάνουν κρίση κάτω από τις αρχές της ηθικής και ποιοι όχι. Σύµφωνα µε την πρόταση του Rest τα άτοµα µπορούν να χωριστούν σε τρεις οµάδες: τη χαµηλή κάτω από 27.9, τη µεσαία µεταξύ 28-45 και την υψηλή από 45.1 και πάνω, ή και σε τέσσερις οµάδες: 0-24.9, 25-38, 38.1-51.0, και 51.1 και πάνω. Για τις ανάγκες της παρούσας έρευνας, λαµβάνοντας υπόψη τη δεύτερη κατηγοριοποίηση, το δείγµα χωρίστηκε σε δύο επίπεδα, σε χαµηλό από 0-38 και σε υψηλό από 38.1 και πάνω. Εγκυρότητα (validity). Ο Rest (1986), ανέφερε ότι «η ηθική κρίση είναι ένα ψυχολογικό όργανο που δεν µπορεί να κρίνετε έγκυρο ή άκυρο µέσα από απλές µορφές πορισµάτων. Αυτό είναι ένα όργανο µε πολλές εµπειρικές επαγωγές» (σελ. 5.1). Η αξιοπιστία και η εγκυρότητα του DIT, σύµφωνα µε το Rest, εξασφαλίστηκε µέσα από τα παρακάτω στοιχεία: «(1) την εγκυρότητα όψης (face validity), (2) την test-retest αξιοπιστία, (3) την εσωτερική συνέπεια (internal consistence), (4) το κριτήριο των οµαδικών διαφορών (criterion group differences), (5) τη διαχρονική αλλαγή (longitudinal change), (6) τις συγκλίνουσες και αποκλίνουσες συσχετίσεις (convergent-divergent correlations), (7) την εµπειρική προαγωγή (experimental enhancement), (8) την αντίδραση σε αποµιµήσεις (resistance to faking)» (σελ. 5.1). 3.2.2. Ερωτηµατολόγιο για τον Προσανατολισµό στο Έργο και στο Εγώ στον Αθλητισµό (Task and Ego Orientation in Sport Questionnaire). Tο ερωτηµατολόγιο για τον Προσανατολισµό στο Έργο και στο Εγώ στον Αθλητισµό (Task and Ego Orientation in Sport Questionnaire) της Duda (1989), µεταφράστηκε και προσαρµόστηκε στην ελληνική γλώσσα από τους Papaioannou και McDonald (1993). Στο TEOSQ περιλαµβάνονται δύο ανεξάρτητες υποκλίµακες, οι οποίες µετρούν τις ατοµικές διαφορές, που έχουν σχέση µε την «Έργο» (Task) ή «Εγώ» (Ego) συµµετοχή στον αθλητισµό. 59
Για τις ανάγκες της παρούσας έρευνας το TEOSQ τροποποιήθηκε σε δυο διαφορετικές µορφές. Η µία µορφή, το TEOSQ για διαιτητές (Παράρτηµα 2), χρησιµοποιήθηκε για τα άτοµα που συµµετείχαν στον αθλητισµό ως διαιτητές. Αρχίζει µε τις λέξεις «Νιώθω περισσότερο πετυχηµένος ως διαιτητής όταν.» και µετά παρουσιάζει 13 διαφορετικά θέµατα για να ολοκληρωθεί η κατάσταση. Για παράδειγµα τα τροποποιηµένα ζητήµατα που είναι προσανατολισµένα στο «Έργο» (task) περιλαµβάνουν το «µαθαίνω να εφαρµόζω τους κανονισµούς πραγµατικά σωστά», «κάτι που µαθαίνω µε κάνει να θέλω να διαιτητεύω περισσότερο», «µαθαίνω κάτι που µε βοηθά στο να διαιτητεύω καλύτερα προσπαθώντας σκληρά», «εργάζοµαι (προσπαθώ) για τη διαιτησία πραγµατικά σκληρά». Για την υποκλίµακα του «Εγώ» (ego) «είµαι ο µόνος που µπορεί να διαιτητεύσει ένα δύσκολο αγώνα», «µπορώ να τα πάω καλύτερα από τους συναδέλφους µου», «οι συνάδελφοί µου δεν µπορούν να τα καταφέρουν τόσο καλά όσο εγώ», «οι συνάδελφοί µου τα κάνουν θάλασσα, ενώ εγώ όχι», «παίρνω τις σωστότερες αποφάσεις από τους άλλους». Η δεύτερη µορφή αφορά τους αθλητές (Παράρτηµα 3). Η κατασκευή αυτή αρχίζει µε τις λέξεις «Αισθάνοµαι απόλυτα επιτυχηµένος ή επιτυχηµένη ως αθλητής-τρια όταν» και µετά παρουσιάζει 13 διαφορετικά θέµατα για να ολοκληρωθεί η κατάσταση. Τα ζητήµατα που προσαρµόστηκαν για το «Έργο» είναι το «µαθαίνω µια νέα τεχνική κι αυτό µε κάνει να θέλω να ασκηθώ περισσότερο», και για το «Εγώ» «είµαι ο µόνος που µπορεί να καλύψει ένα κενό στην οµάδα». Και για τα δυο ερωτηµατολόγια ζητήθηκε από τα άτοµα να υποδείξουν σε ποιο βαθµό συµφωνούν µε τον κάθε ένα από τους 13 δείκτες 7 από τους οποίους αντιπροσωπεύουν τον προσανατολισµό στο Έργο και 6 τον προσανατολισµό στο Εγώ για την επίτευξη του στόχου. Οι απαντήσεις δίνονταν σε µια 5-βάθµια κλίµακα τύπου Likert (1=διαφωνώ απόλυτα, 5=συµφωνώ απόλυτα). Αξιοπιστία (Reliability). Σύµφωνα µε τα στοιχεία των Duda και Whitehead (1998) για το TEOSQ έχει βρεθεί: - Test-retest αξιοπιστία. «Οι κλίµακες του έργου και του εγώ προσανατολισµού του TEOSQ βρέθηκε να έχουν αποδεκτή test-retest αξιοπιστία σε µια περίοδο 3-εβδοµάδων (r=.68 και.75 αντίστοιχα) (σελ. 24). - Εσωτερική συνέπεια. «Οι συντελεστές alpha του Cronbach για ένα µεγάλο δείγµα πάνω από 56 µελέτες διαπιστώθηκε κατά µέσο όρο να είναι.79 και.81 για τις κλίµακες προσανατολισµού στο task και ego του TEOSQ αντίστοιχα» (σελ. 24). 60
Εγκυρότητα (validity). Και πάλι σύµφωνα µε τα στοιχεία των Duda και Whitehead (1998) η εγκυρότητα του TEOSQ εξασφαλίστηκε µε την: - Παραγοντική εγκυρότητα (factorial validity), µε την χρησιµοποίηση παραγοντικών αναλύσεων (µε πλάγιες και ορθόγωνες περιστροφές). Η δοµική εγκυρότητα των παραγόντων του TEOSQ υποστηρίχθηκε και από επιβεβαιωτικές παραγοντικές αναλύσεις (confirmatory factor analysis). - Τρέχουσα εγκυρότητα (concurrent validity), του TEOSQ που εξετάστηκε σε µια µελέτη για τις κλίµακες προσανατολισµού στο Έργο και στο Εγώ µαζί µε τις Κλίµακες Προσανατολισµού Παρακίνηση στη τάξη. - Εγκυρότητα πρόβλεψης (predictive validity), µέσα από µια σειρά συσχετίσεων του προσανατολισµού στο «Έργο» και στο «Εγώ» µε ποικίλους δείκτες. Οι Duda και Whitehead παρέθεσαν µια λίστα από 11 δείκτες που σχετίζονται µε τις κλίµακες έργο και εγώ στη σελ. 27. 3.2.3. Επιλογή Ηθικών Αποφάσεων στον Αθλητισµό (ΕΗΑΑ). Η ηθική λήψη αποφάσεων αναφέρεται στη διαδικασία της αξιολόγησης και της επιλογής µεταξύ εναλλακτικών λύσεων µε ένα τρόπο που να έχει σχέση µε τις ηθικές αρχές. Σύµφωνα µε τους Grusec και Lytton (1988) «Ηθικές αρχές είναι εκείνες που έχουν σχέση µε τα ζητήµατα της δικαιοσύνης, της τιµιότητας και της ισότητας. Αυτές εξασφαλίζουν οδηγίες για την αποδεκτή συµπεριφορά» (σελ. 361). Οι ηθικές αρχές σύµφωνα µε τη γνωστικοεξελικτική θεωρία (Kohlberg, 1969, 1976, Piaget, 1932/1968), αποτελούν µέρος των ηθικών κριτηρίων, που µαζί µε τα γνωστικά κριτήρια, αποτελούν τα κριτήρια διάκρισης των σταδίων ηθικής ανάτυξης (Colby & Kohlberg, 1987, Πουρκός, 1990). Οι αποφάσεις που παίρνονται µε βάση τις ηθικές αρχές µπορούν να ερµηνευτούν ανάλογα µε το στάδιο ηθικού διαλογισµού που κατευθύνει την πορεία της σκέψης για τη λήψη µιας απόφασης. Χαρακτηριστικά, οι Nisan και Koiat (1989) ανέφεραν ότι υπάρχουν αρκετές µελέτες που διαπίστωσαν συστηµατικές διαφορές µεταξύ των ατόµων µε χαµηλότερα και υψηλότερα στάδια ηθικού διαλογισµού σε κοινωνικές και πολιτικές στάσεις, σε κοινωνικές συµπεριφορές και ηθικές αποφάσεις. Για την κατανόηση µιας ηθικής επιλογής είναι απαραίτητο να δίνεται σηµασία στο ηθικό περιεχόµενο3.1 ανεξάρτητα από την κατάσταση στην ηθική ανάπτυξη και στη λήψη αποφάσεων, παράλληλα µε την ηθική δοµή3.2 (Nisan, 1984). Η δοµή του ηθικού περιεχοµένου της ηθικής κρίσης έχει σχέση µε τα στάδια της ηθικής κρίσης, όπως αυτά περιγράφονται 61
από τον Kohlberg (1976), και διακρίνονται σε δύο κατηγορίες, τα στοιχεία και τις νόρµες (Colby & Kohlberg, 1987, σελ. 41). Οι νόρµες µας πληροφορούν για το τι γενικά θεωρεί το άτοµο ως αξιόλογο (π.χ. τη ζωή, το νόµο, την υπόσχεση κλπ.), ενώ τα στοιχεία µας δίνουν επιπρόσθετες πληροφορίες για τις ηθικές τους αξίες και αρχές (Πουρκός, 1990, σελ. 42). Συγκεκριµένα, τα στοιχεία του ηθικού περιεχοµένου µας προσφέρουν µια πιο ολοκληρωµένη αιτιολόγηση για την ηθική επιλογή, δίνοντας πληροφορίες για το βαθύτερο λόγο ή το κίνητρο των επιλογών. Λαµβάνοντας, λοιπόν, υπόψη τη δοµή της ηθικής κρίσης δηµιουργήθηκε, για τις ανάγκες της παρούσας µελέτης, το ερωτηµατολόγιο «Επιλογή Ηθικών Αποφάσεων στον Αθλητισµό». Αρχικά, προηγήθηκαν συνεντεύξεις, κυρίως, µε διαιτητές σε ό,τι αφορά τα προβλήµατα που αντιµετωπίζουν στη διάρκεια των αγώνων, όταν καλούνται να εφαρµόσουν τους αγωνιστικούς κανόνες. Ακόµη, συζητήθηκαν και πιθανές επιλογές ενεργειών για την επίλυση συγκεκριµένων προβληµάτων που δηµιουργούνται στη διάρκεια ενός αγώνα. Ο ερευνητής, µε όλα τα στοιχεία των συνεντεύξεων, επιστρατεύοντας, παράλληλα, και την πολυετή του πείρα ως διαιτητής, ταξινόµησε τα στοιχεία και σχεδίασε το ερωτηµατολόγιο «Επιλογή Ηθικών Αποφάσεων στον Αθλητισµό», στηριζόµενος στη γνωστικο-εξελικτική προσέγγιση της ηθικής. Το ΕΗΑΑ ακολούθως µελετήθηκε από ένα αθλητικό ψυχολόγο και ένα αθλητικό κοινωνιολόγο και, λαµβάνοντας υπόψη τις απόψεις τους, ολοκληρώθηκε η δηµιουργία του (Παράρτηµα 4). Το ΕΗΑΑ είναι ένα ερωτηµατολόγιο που ως σκοπό έχει την ανίχνευση των ηθικών κινήτρων που οδηγούν τα άτοµα να προβούν σε µια συγκεκριµένη επιλογή προκειµένου να επιλύσουν ένα πρόβληµα στον αθλητισµό. Το όργανο αποτελείται από 9 πιθανές καταστάσεις που µπορούν να συµβούν στη διάρκεια ενός αγώνα. Την κάθε κατάσταση ακολουθεί η ερώτηση «Πώς θα πρέπει να ενεργήσει ο ιαιτητής;», επιζητώντας µια διανεµητική (distributive) απόφαση. Η διανεµητική απόφαση εµπλέκει την κατανοµή της επινοητικότητας και παρουσιάζει την απόφαση του λήπτη µε µια επιλογή µεταξύ δύο πιθανών διανοµών κάποιων πραγµάτων ή δραστηριοτήτων µέσα στο σύστηµα (Kurtines, 1984). Ο Kurtines αναφέρει ότι «οι διανεµητικές αποφάσεις είναι δεοντολογικές αφού έχουν σχέση µε τη τιµιότητα, µε τη λογική της ισότητας ή της δικαιοσύνης, την κατανοµή, περισσότερο από τη συνέπεια της κατανοµής που τείνει να χρησιµεύσει ως κριτήριο για την απόφαση» (σελ. 311). Την κάθε κατάσταση, µετά την ερώτηση, ακολουθεί ένας αριθµός, τουλάχιστον, δύο προτεινόµενων επιλογών για το πώς θα πρέπει να ενεργήσει ο διαιτητής για την επίλυση του προβλήµατος που διαπραγµατεύεται η κάθε κατάσταση. Για τις 9 καταστάσεις δηµιουργήθηκαν συνολικά 31 πιθανές επιλογές. Οι επιλογές αυτές στηρίχθηκαν σε ένα µέρος των στοιχείων του ηθικού περιεχοµένου της ηθικής κρίσης 62
(Καλή συνέπεια για το άτοµο, ιαδικαστική δικαιοσύνη, ιατήρηση της ισότητας, Παραδοχή, Υποταγή, ικαιοσύνη, Αυτονοµία). Τέλος, ζητεί από τα άτοµα να απαντήσουν για το βαθµό που συµφωνούν στη προτεινόµενη επιλογή για την επίλυση του προβλήµατος της πιθανής κατάστασης σε µια 5-βάθµια κλίµακα (1=διαφωνώ απόλυτα, 5=συµφωνώ απόλυτα). 3.2.4. Αντίληψη για την Ηθική Κρίση (ΑΗΚ) των παικτών. Το ερωτηµατολόγιο Αντίληψη Ηθικής Κρίσης των παικτών (ΑΗΚ) είναι ένα όργανο, που αποτελείται από 10 ερωτήσεις (Παράρτηµα 5). Αναπτύχθηκε για τις ανάγκες τις παρούσας µελέτης, στοχεύοντας στην εκτίµηση της αντίληψης των προπονητών για την ηθική κρίση των παικτών τους. Το ΑΗΚ για παίκτες, όπως και το ΕΗΑΑ, στηρίχθηκε στην γνωστικο-εξελικτική προσέγγιση της ηθικής. Όταν λοιπόν, πρέπει να εκτιµηθεί η ηθική κρίση, πρώτα πρέπει να έχουν οριστεί κάποια συγκεκριµένα κριτήρια ή δείκτες, µέσω των οποίων θα µπορούν να αναγνωριστούν τα στάδιά της (Πουρκός, 1990). Έτσι, ως κριτήρια για την εκτίµηση της ηθικής κρίσης ορίστηκαν 10 από τα 17 στοιχεία του περιεχοµένου της ηθικής κρίσης (Colby & Kohlberg, 1987). Τα στοιχεία αυτά µπορούν να οµαδοποιηθούν σε δύο είδη ηθικής. Πρώτον, τη δεοντολογική ηθική,3.3 που επικεντρώνεται στα ηθικά καθήκοντα και τις αρχές της πρέπουσας και ορθής συµπεριφοράς. εύτερον, την τελεολογική ηθική3.4 που επικεντρώνεται στις συνθήκες και τους παράγοντες απόκτησης της ευχαρίστησης και τις συνέπειες της ηθικής συµπεριφοράς. Το ΑΗΚ για παίκτες αρχίζει µε τη πρόταση «Γενικά πιστεύω ότι οι ενέργειες των παικτών µου χαρακτηρίζονται κυρίως από», ζητώντας από τον προπονητή να προσδιορίσει από ποια στοιχεία γενικά, προσδιορίζονται οι ενέργειες των παικτών του στη διάρκεια ενός αγώνα. Στη συνέχεια ακολουθούν 10 ερωτήσεις οι οποίες φανερώνουν τον χαρακτήρα των ενεργειών των παικτών και που αντιστοιχούν σε 10 από τα 17 στοιχεία του περιεχοµένου της ηθικής κρίσης. Τα στοιχεία που επιλέχτηκαν είναι «η Υπακοή, η Ανθρώπινη Αυτονοµία, η Ισότητα, η ικαιοσύνη, η Εξισορρόπηση των Απόψεων, η Καλή Υπόληψη, η Επιθυµία για Αµοιβή, οι Καλές ή Κακές συνέπειες για το Άτοµο, οι Καλές Συνέπειες για την Οµάδα, ο Σεβασµός». Τέλος, το όργανο ζητεί από τον προπονητή να καθορίσει το πόσο συµφωνεί για το κάθε προτεινόµενο στοιχείο, σε µια 5-βάθµια κλίµακα (1=συµφωνώ απόλυτα, 5=διαφωνώ απόλυτα). 63
3.2.5. Αντίληψη για την Ηθική Κρίση (ΑΗΚ) των διαιτητών. Το όργανο αυτό δηµιουργήθηκε για να διαπιστωθεί ο προσανατολισµός της ηθικής κρίσης των διαιτητών σύµφωνα µε τις αντιλήψεις των παρατηρητών διαιτησίας. Ο σχηµατισµός αυτού του οργάνου στηρίχθηκε στο ίδιο θεωρητικό υπόβαθρο µε αυτή του ΑΗΚ για τους παίκτες. Ο σκοπός και εδώ, ήταν ο ίδιος, µε τη διαφορά ότι εδώ επιδιώκεται η εκτίµηση, της αντίληψης των παρατηρητών διαιτησίας για την ηθική κρίση των διαιτητών. Έτσι, και πάλι δηµιουργήθηκε ένα παρόµοιο όργανο µε 10 θέµατα (παράρτηµα 6). Το όργανο αρχίζει µε την πρόταση «Γενικά πιστεύω ότι οι ενέργειες του διαιτητή χαρακτηρίζονται κυρίως από», ζητώντας από τον παρατηρητή να προσδιορίσει από ποια στοιχεία γενικά, προσδιορίζονται οι ενέργειες των διαιτητών στην εφαρµογή των αγωνιστικών κανονισµών. Στη συνέχεια ακολουθούν 10 πιθανές ενέργειες που µπορούν να χαρακτηρίζουν τις ενέργειες των διαιτητών, που χαρακτηρίζονται από ένα µέρος των στοιχείων του περιεχοµένου της ηθικής κρίσης. Τέλος, το όργανο ζητεί από τον παρατηρητή να καθορίσει το πόσο συµφωνεί, για το κάθε προτεινόµενο ζήτηµα, σε µια 5-βάθµια κλίµακα (1=διαφωνώ απόλυτα, 5=συµφωνώ απόλυτα) 3.3. Περιγραφή των οκιµασιών 3.3.1 «Κριτήριο Ορισµού Θεµάτων» (Defining Issues Test). Οι διαδικασίες που ακολουθήθηκαν για το DIT, πριν την χρησιµοποίησή του µε το δείγµα της παρούσας έρευνας, ήταν οι παρακάτω: Πρώτον, το DIT µεταφράστηκε ακολουθώντας τη διαδικασία της αντίστροφης µετάφρασης από δύο Καθηγήτριες της Αγγλικής φιλολογίας. Η φόρµα που σχηµατίστηκε, µετά την 64
ολοκλήρωση της µετάφρασης, χρησιµοποιήθηκε σε µια πιλοτική εργασία µε 45 παίκτες-τριες της χειροσφαίρισης (Πρώιος & ογάνης, 1999). εύτερον, εκτελέστηκε µια δεύτερη πιλοτική εργασία χρησιµοποιώντας το DIT, όπως αυτό χρησιµοποιήθηκε από το Μαρκουλή (1989) σε προηγούµενη έρευνα µε Έλληνες φοιτητές. Το δείγµα που χρησιµοποιήθηκε σε αυτή τη νέα πιλοτική εργασία ήταν 90 φοιτητές του ΤΕΦΑΑ Θεσσαλονίκης. Οι αναλύσεις που έγιναν και στις δύο παραπάνω εργασίες, εκτός των άλλων, είχαν σχέση µε τη συµπεριφορά του ερωτηµατολογίου στον αθλητικό χώρο και γενικότερα στον Ελληνικό πληθυσµό. Παράλληλα, ελέγχθηκε και η εσωτερική συνέπεια των κατασκευών, αλλά και η σχέση του δείκτη «Ρ» µε εξωτερικό κριτήριο (τις κλίµακες «Έργο» και «Εγώ»). Μετά τη µελέτη και συζήτηση των αποτελεσµάτων των δύο πιλοτικών εργασιών σχηµατίστηκε η τελική µορφή που και αυτή η κατασκευή ελέγχθηκε σε άλλους 90 φοιτητές του ΤΕΦΑΑ Θεσσαλονίκης, πριν δοθεί στο κυρίως δείγµα της έρευνας. Η εσωτερική συνέπεια του DIT ελέγχθηκε µε το δείκτη alpha του Cronbach, η οποία διαπιστώθηκε ότι βρίσκεται στα αναµενόµενα επίπεδα α =.68, όπως αυτά παρουσιάζονται για το συντµηµένο τύπο µε τις τρεις καταστάσεις (βλέπε Rest, 1979). Επιπλέον, η αξιοπιστία του ερωτηµατολογίου διαπιστώθηκε και από τους δύο εσωτερικούς ελέγχους που έχουν προβλεφθεί από τους κατασκευαστές (βλέπε Rest, 1986, σελ. 4). 3.3.2. Ερωτηµατολόγιο για τον Προσανατολισµό στο Έργο και στο Εγώ στον Αθλητισµό. Το ερωτηµατολόγιο για τον Προσανατολισµό στο Έργο και στο Εγώ στον αθλητισµό (Task and Ego Orientation in Sport Questionnaire), κατασκευάστηκε για την εκτίµηση των ατοµικών διαφορών σχετικά µε την Έργο και Εγώ συµµετοχή στον αθλητισµό των ατόµων, ως αθλητές. Επειδή στην παρούσα έρευνα το δείγµα αποτέλεσαν διαιτητές και παίκτες συγκεκριµένων αθληµάτων, το αρχικό όργανο προσαρµόστηκε στις ανάγκες της παρούσας έρευνας. 65
Ως βάση αποτέλεσε το TEOSQ που µεταφράστηκε και προσαρµόστηκε στην ελληνική γλώσσα από τους Papaioannou και McDonald (1993). Αρχικά, το όργανο τροποποιήθηκε για τους διαιτητές. Για την εξασφάλιση της δοµικής εγκυρότητας της τροποποιηµένης µορφής του TEOSQ εκτελέστηκε µια πιλοτική έρευνα, µε δείγµα 180 φοιτητές του ΤΕΦΑΑ Θεσσαλονίκης. Από την ανάλυση των αποτελεσµάτων προέκυψαν κάποια προβλήµατα όπως, η µη σωστή κατανόηση κάποιων ερωτηµάτων και η φόρτιση των ερωτηµάτων σε τρεις παράγοντες. Έτσι, η τροποποιηµένη αυτή µορφή επαναδιατυπώθηκε και χρησιµοποιήθηκε ως τελική µορφή για την πραγµατοποίηση της παρούσας έρευνας. Επειδή το δείγµα είχε προσδιοριστεί σε συγκεκριµένα αθλήµατα, το αρχικό όργανο τροποποιήθηκε, ελαφρώς, και για τους παίκτες. Αυτή η τροποποιηµένη µορφή χρησιµοποιήθηκε στην παρούσα έρευνα χωρίς την πραγµατοποίηση κάποιας πιλοτικής έρευνας για τον έλεγχο της δοµικής εγκυρότητας, για το λόγο ότι ήταν µικρές οι αλλαγές που υπέστη το αρχικό όργανο. 3.3.3. Επιλογή Ηθικών Αποφάσεων στον Αθλητισµό Το ερωτηµατολόγιο Επιλογή Ηθικών Αποφάσεων στον Αθλητισµό κατασκευάστηκε για τις ανάγκες της παρούσας έρευνας. Στόχος του ήταν η διαπίστωση των ηθικών κινήτρων που οδηγούν τα άτοµα στον αθλητισµό στη λήψη αποφάσεων. Αρχικά, σχεδιάστηκε µια κατασκευή που περιελάµβανε 9 πιθανές καταστάσεις, που µπορούν να συµβούν στη διάρκεια ενός αγώνα. Τις καταστάσεις ακολουθούσαν συνολικά 21 ερωτήσεις, πιθανές επιλογές για την επίλυση των καταστάσεων. Οι πιθανές επιλογές στηρίζονταν σε στοιχεία του ηθικού περιεχοµένου. Για τον έλεγχο της δοµής των παραγόντων του συγκεκριµένου ερωτηµατολογίου εκτελέστηκε µια πιλοτική έρευνα, µε δείγµα 90 φοιτητές του ΤΕΦΑΑ Θεσσαλονίκης. Από την ανάλυση των στοιχείων δεν διαπιστώθηκαν τα αναµενόµενα αποτελέσµατα. Στη συνέχεια το όργανο αυτό επαναδιατυπώθηκε και συµπληρώθηκε µε άλλες 10 ερωτήσεις. Για τον έλεγχο και πάλι, της δοµής του οργάνου πραγµατοποιήθηκε άλλη µια πιλοτική έρευνα, µε δείγµα και πάλι, 90 φοιτητές του ΤΕΦΑΑ Θεσσαλονίκης. Η ανάλυση των στοιχείων έδωσαν τα αναµενόµενα αποτελέσµατα. Έτσι, αυτό το όργανο χρησιµοποιήθηκε σε αυτή τη µορφή στην πραγµατοποίηση της παρούσας έρευνας. 3.3.4. Αντίληψη Ηθικής Κρίσης για τους παίκτες. Το όργανο αυτό δηµιουργήθηκε για να διαπιστωθεί ο προσανατολισµός της 66
ηθικής κρίσης των παικτών, σύµφωνα µε τις αντιλήψεις των προπονητών. Ο σχηµατισµός αυτού του οργάνου στηρίχθηκε στα αντίστοιχα στοιχεία που χρησιµοποιήθηκαν και για τη διαπίστωση των κινήτρων στην επιλογή αποφάσεων από τους παίκτες, διαιτητές και προπονητές, που χρησιµοποιήθηκαν στο όργανο «Επιλογή Ηθικών Αποφάσεων στον Αθλητισµό». Έτσι, σχεδιάστηκε ένα όργανο µε 10 ερωτήσεις, η οποία δοκιµάστηκε σε 90 φοιτητές του ΤΕΦΑΑ Θεσσαλονίκης. Επειδή το όργανο έδειξε να έχει κάποια προβλήµατα επαναδιατυπώθηκε εν µέρει. Αυτό το όργανο χρησιµοποιήθηκε σε αυτή τη µορφή και στην παρούσα έρευνα. 3.3.5. Αντίληψη Ηθικής Κρίσης για τους διαιτητές. Το όργανο αυτό δηµιουργήθηκε για να διαπιστωθεί ο προσανατολισµός της ηθικής κρίσης των διαιτητών σύµφωνα µε τις αντιλήψεις των παρατηρητών διαιτησίας. Ο σχηµατισµός και αυτού του οργάνου, όπως και της προηγούµενης, στηρίχθηκε στα αντίστοιχα στοιχεία που χρησιµοποιήθηκαν για τη διαπίστωση των κινήτρων για την επιλογή ηθικών αποφάσεων από τους παίκτες, διαιτητές και προπονητές, που χρησιµοποιήθηκαν στο όργανο «Επιλογή Ηθικών Αποφάσεων στον Αθλητισµό». Και εδώ, όπως και στο ερωτηµατολόγιο «Αντίληψη Ηθικής Κρίσης για τους παίκτες», σχεδιάστηκε ένα όργανο µε 10 ερωτήσεις, ακολουθώντας την ίδια διαδικασία ελέγχου της δοµής του οργάνου. 3.4. ιαδικασία της Μέτρησης Η έρευνα πραγµατοποιήθηκε µε την συµπλήρωση τριών οργάνων από τα άτοµα του δείγµατος. Πριν την πραγµατοποίηση της κυρίως έρευνας πραγµατοποιήθηκαν επιµέρους πιλοτικές για το κάθε όργανο για τον έλεγχο των ψυχοµετρικών χαρακτηριστικών τους. Η πραγµατοποίηση των πιλοτικών ερευνών διήρκησε περίπου δέκα έξι µήνες. Η διαδικασία προσέγγισης των ατόµων του δείγµατος περιέλαβε διάφορους τρόπους. Για τους ιαιτητές ακολουθήθηκαν δύο τρόποι προσέγγισης: ο πρώτος ήταν 67
η προσωπική επαφή του ερευνητή µε τους διαιτητές στα γραφεία των συνδέσµων τους, ενώ ο δεύτερος µε αλληλογραφία για όσους από τους ιαιτητές δεν ήλθε σε προσωπική επαφή ο ερευνητής. Πριν αρχίσει η προσέγγιση των διαιτητών ζητήθηκε η σχετική άδεια από το δ.σ. του κάθε συνδέσµου για τη συµµετοχή των µελών τους στην έρευνα. Οι διαιτητές που συµµετείχαν ανήκαν στους παρακάτω συνδέσµους: ποδοσφαίρου και µπάσκετ Θεσσαλονίκης, και χειροσφαίρισης Θεσσαλονίκης, Αθηνών, ράµας και Βέροιας. Το ποσοστό συµµετοχής µε το πρώτο τρόπο προσέγγισης έφθασε περίπου στο 70%, ενώ µε το δεύτερο τρόπο περίπου στο 40%. Για τους παίκτες, αρχικά, ζητήθηκε από τον ερευνητή η συγκατάθεση των προπονητών τους. Τα ερωτηµατολόγια συµπληρώθηκαν από τους παίκτες πριν ή µετά την προπόνηση. Ένας σηµαντικός αριθµός ερωτηµατολογίων διακινήθηκε από τους ίδιους τους προπονητές των παικτών. Από τους προπονητές που αρχικά συµφώνησαν να συµµετάσχουν στην έρευνα το 85% ολοκλήρωσαν τις διαδικασίες, ενώ από τους αθλητές επιστράφηκε το 60% περίπου των εντύπων. Οι παρατηρητές τις διαιτησίας που χρησιµοποιήθηκαν ήταν (1) του ποδοσφαίρου, (2) της χειροσφαίρισης και (1) του µπάσκετ. Η χρονική διάρκεια που απαιτήθηκε για να ολοκληρωθεί η συγκέντρωση των ερωτηµατολογίων ήταν περίπου εννέα µήνες. 3.5. Σχεδιασµός της Έρευνας Η παρούσα µελέτη είναι µία ηµιαληθής πειραµατική έρευνα, χρησιµοποιώντας ως µεταβλητές την Ηλικία, τη Μόρφωση, τις Κοινωνικές Εµπειρίες, την Ηθική Ωριµότητα, τις υποκλίµακες του προσανατολισµού στο στόχο, Έργο και Εγώ, και τις µεταβλητές που καθορίζουν τις Επιλογές Ηθικών Αποφάσεων. Για το σχεδιασµό της πειραµατικής έρευνας χρησιµοποιήθηκαν τα ίδια άτοµα, κάνοντας µόνο τελική µέτρηση. Για την πραγµατοποίηση της έρευνας κατασκευάστηκαν 6 διαφορετικοί σχεδιασµοί. - Για τον έλεγχο της επίδρασης των ανεξάρτητων µεταβλητών στην εξαρτηµένη µεταβλητή, Ηθική Ωριµότητα, διαµορφώθηκε ένας παραγοντικός σχεδιασµός 4Χ4Χ3, χρησιµοποιώντας ως ανεξάρτητες µεταβλητές την Ηλικία, µε 4 επίπεδα, τη Μόρφωση, µε 4 επίπεδα και τις Κοινωνικές Εµπειρίες µε 3 επίπεδα. Η προτεινόµενη στατιστική ανάλυση είναι η παλινδροµική ανάλυση (regression analysis). 68
- Για τον έλεγχο των διαφορών στους µέσους όρους, των εξαρτηµένων µεταβλητών, Επιλογές Ηθικών Αποφάσεων σε σχέση µε τα επίπεδα των ανεξάρτητων µεταβλητών Ηλικία, µε 4 επίπεδα, Μόρφωση, µε 4 επίπεδα, και Κοινωνικές Εµπειρίες, µε 3 επίπεδα, διαµορφώθηκε και πάλι ένας παραγοντικός σχεδιασµός 4Χ4Χ3. Η προτεινόµενη στατιστική ανάλυση είναι η πολυµεταβλητή (multivariate), εκτελώντας µια τριπλής κατεύθυνσης πολλαπλή ανάλυση της διακύµανσης (three-way MANOVA). - Για τον έλεγχο της επίδρασης της ανεξάρτητης µεταβλητής Μορφή Συµµετοχής, µε 3 επίπεδα, στις εξαρτηµένες µεταβλητές της Επιλογής Ηθικών Αποφάσεων και των Ρ βαθµολογιών, χρησιµοποιήθηκε η πολυµεταβλητή ανάλυση (multivariate), εκτελώντας µια µονής κατεύθυνσης πολλαπλή ανάλυση της διακύµανσης (one-way MANOVA). - Για τον έλεγχο της επίδρασης των 3 ανεξάρτητων µεταβλητών, Ηθική Ωριµότητα, και υποκλίµακες Έργο και Εγώ, στις εξαρτηµένες µεταβλητές της Επιλογής Ηθικών Αποφάσεων, χρησιµοποιήθηκε η πολυµεταβλητή ανάλυση (multivariate), εκτελώντας µια τριπλής κατεύθυνσης πολλαπλή ανάλυση της διακύµανσης (three-way MANOVA). - Για τον έλεγχο της σχέσης της κρίσης για τις επιλογές ηθικών αποφάσεων των παικτών µε την αντίληψη των προπονητών, σχετικά µε τα ηθικά στοιχεία που χαρακτηρίζουν τις ενέργειες των παικτών ως εξαρτηµένες µεταβλητές χρησιµοποιήθηκαν οι Επιλογές Ηθικών Αποφάσεων των παικτών και ως ανεξάρτητες µεταβλητές οι Αντιλήψεις των προπονητών για την Ηθική Κρίση των παικτών. Η προτεινόµενη στατιστική ανάλυση είναι η πολυµεταβλητή (multivariate), εκτελώντας µια διπλής κατεύθυνσης πολλαπλή ανάλυση της διακύµανσης (two-way MANOVA). - Για τον έλεγχο της σχέσης της κρίσης για τις επιλογές ηθικών αποφάσεων των διαιτητών µε την αντίληψη των παρατηρητών διαιτησίας, σχετικά µε τα ηθικά στοιχεία που χαρακτηρίζουν τις ενέργειες των διαιτητών, ως εξαρτηµένες µεταβλητές χρησιµοποιήθηκαν οι Επιλογές Ηθικών Αποφάσεων των διαιτητών και ως ανεξάρτητες µεταβλητές οι Αντιλήψεις των παρατηρητών διαιτησίας για την Ηθική Κρίση των διαιτητών. Η προτεινόµενη στατιστική ανάλυση είναι η πολυµεταβλητή (multivariate), εκτελώντας µια διπλής κατεύθυνσης πολλαπλή ανάλυση της διακύµανσης (two-way MANOVA). 69
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ 4.0. Γενικά Στο κεφάλαιο αυτό περιγράφονται τα αποτελέσµατα και οι ερµηνείες από τις στατιστικές αναλύσεις που έγιναν σε αυτή την έρευνα. Για την εκτέλεση των στατιστικών αναλύσεων της έρευνας χρησιµοποιήθηκε το Statistical Package for the Social Sciences (SPSS Base 8.0 for Windows User's Guide, Chicago, 1998). 4.1 Έλεγχος εγκυρότητας των νέων ερωτηµατολογίων 4.1.1. Έλεγχος για τη δοµική εγκυρότητα του ερωτηµατολογίου Προσανατολισµός στο Έργο και στο Εγώ στον Αθλητισµό Αρχικά, εκτελέστηκαν ξεχωριστές παραγοντικές αναλύσεις στα δυο τροποποιηµένα όργανα του ερωτηµατολογίου για τον Προσανατολισµό στο Έργο και στο Εγώ στον Αθλητισµό (ΠΕΕ), για να διαπιστωθεί εάν οι τροποποιήσεις επηρέασαν την παραγοντική δοµή του. Και οι 13 δείκτες των δύο όργανων φορτίστηκαν σε δύο παράγοντες, όπως και στην αρχική κατασκευή. Αναλυτικότερα, για το όργανο (ΠΕΕ) των διαιτητών η τιµή.843 του δείκτη των Kaiser-Meyer-Olkin, έδειξε ότι η παραγοντική ανάλυση των µεταβλητών είναι αποδεκτή ως τεχνική για την ανάλυση των δεδοµένων. Ο έλεγχος σφαιρικότητας του Bartlett (x2 = 694.60 p <.001), έδειξε την ύπαρξη υψηλής στατιστικής σηµαντικότητας, 70
υποδηλώνοντας ότι το υπόδειγµα της παραγοντικής ανάλυσης είναι κατάλληλο. Ως µέθοδος για τη διεξαγωγή της έρευνας χρησιµοποιήθηκε η ανάλυση σε κύριες συνιστώσες µε πλάγια και ορθόγωνη περιστροφή (πίνακας 4.1). Η φόρτιση ήταν µεγαλύτερη από.40. Οι παράγοντες που προέκυψαν είχαν ιδιοτιµές (eigenvalues) 5.03 και 2.08, αντίστοιχα, και κάλυψαν το 54.70% της συνολικής διακύµανσης (Έργο = 38.68%, Εγώ = 16.01%). Πίνακας 4.1. Παραγοντική ανάλυση µε ορθόγωνη περιστροφή σε κύριες συνιστώσες του ερωτηµατολογίου Προσανατολισµός στο Έργο και στο Εγώ για διαιτητές. Μεταβλητή Παράγοντας 1 Παράγοντας 2 Έργο Εγώ ΜΟ ΤΑ Νιώθω περισσότερο επιτυχηµένος ως ιαιτητής, όταν..µαθαίνω να εφαρµόζω τους.70 3.62 1.09 κανονισµούς πραγµατικά σωστά..κάτι που µαθαίνω, µε κάνει να θέλω.66 3.92 1.25 να διαιτητεύω περισσότερο..µαθαίνω κάτι που µε βοηθά στο να.80 4.18.92 διαιτητεύω καλύτερα, προσπαθώντας σκληρά..µαθαίνω κάτι και µου είναι ευχάριστο.71 4.11.98 να το κάνω..εργάζοµαι (προσπαθώ) για τη.78 3.89.86 διαιτησία πραγµατικά σκληρά..κάτι που µαθαίνω µε κάνει να.67 4.46.99 ασχοληθώ περισσότερο..κάνω ό,τι καλύτερο µπορώ.68 4.22.94..είµαι ο µόνος που µπορεί να.72 2.45 1.25 διαιτητεύσει ένα δύσκολο αγώνα..µπορώ να τα καταφέρω καλύτερα από.75 2.42 1.31 τους συναδέλφους µου..οι συνάδελφοί µου δεν µπορούν να τα -.55.45 1.85 1.02 καταφέρουν τόσο καλά όσο εγώ..οι συνάδελφοί µου τα κάνουν.65 2.07.98 θάλασσα, ενώ εγώ όχι..είµαι ο καλύτερος.78 2.71 1.16 71
..παίρνω τ ι ς σωστότερες αποφάσεις από τους άλλους.74 Μέσος όρος Τυπική απόκλιση Ιδιοτιµές % της διακύµανσης Cronbach α 4.07.68 2.34.81 5.09 2.08 38.68.85 16.01.81 2.62 1.17 Η διακύµανση των φορτίων ήταν από.66 µέχρι.80 για το «Έργο» και για το «Εγώ» από.45 µέχρι.78. Ο συντελεστής alpha του Cronbach για τις δυο υποκλίµακες ήταν «Έργο» =.85 και «Εγώ» =.81. Η παραγοντική δοµή της τροποποιηµένης µορφής του TEOSQ για τους διαιτητές, ελέγχθηκε κ α ι µ ε τ η ν εκτέλεση µ ι α ς επιβεβαιωτικής παραγοντικής ανάλυσης. Η εξέταση των πολλαπλών δεικτών καταλληλότητας στα τρία µοντέλα (πίνακας 4.2) εξασφάλισαν την καταλληλότητα του µοντέλου των δύο παραγόντων, αν και το µοντέλο δεν έφθασε σε επίπεδο στατιστικά σηµαντικό (για παράδειγµα η τιµή του χ2για το µοντέλο ήταν σηµαντική p <.001). Πίνακας 4.2. είκτες καταλληλότητας τ ο υ ασυσχέτιστου µοντέλου µ ε δύο παράγοντες Μοντέλο X2 df p GFI AGFI RMSEA Μηδενικό 746.93 78.001.403.304.242 Ενός παράγοντα 246.00 65.001.740.635.138 ύο παραγόντων 150.83 65.001.868.815.095 Για τη διαπίστωση του πλέον κατάλληλου µοντέλου έγινε περαιτέρω εξέταση µε το µοντέλο συσχέτισης των δύο παραγόντων µε δύο εναλλακτικά µοντέλα (πίνακας 4.3). Πίνακας 4.3. είκτες καταλληλότητας του µοντέλου µε τους συσχετισµένους δύο παράγοντες µε δύο εναλλακτικά µοντέλα. Μοντέλο Με συσχετισµένους τους δύο παράγοντες 72 X2(df) 129.96* (64) χ (df) 20.87 (1) GFI.874 AGFI.821 RMSEA.084
Χωρίς το Εγώ 3 76.52* (53) Χωρίς το Εγώ 3 και 4 47.85NS (43) * Σηµαντικό NS Μη σηµαντικό 53.44 (11) 28.67 (10).921.890.055.946.917.028 Τα αποτελέσµατα υποστήριξαν ότι το µοντέλο µε τους δύο παράγοντες συσχετισµένους είναι σηµαντικά καλύτερο από το µηδενικό, του ενός παράγοντα και των δύο ασυσχέτιστων παραγόντων. Στους διάφορους ελέγχους των τιµών το χ2 παρατηρήθηκε στατιστικά σηµαντικό στο συσχετισµένο µοντέλο χ264 = 129.96 και στο µοντέλο χωρίς τη µεταβλητή Εγώ 3 χ243 = 76.52, ενώ στατιστικά ασήµαντο για το µοντέλο χωρίς τις µεταβλητές Εγώ 3 και 4 χ243 = 47.85. Ακόµη, φαίνεται ότι το µοντέλο µε συσχετισµένους τους δύο παράγοντες και χωρίς τη µεταβλητή Εγώ 3 είναι ικανοποιητικό, αλλά χωρίς και τη µεταβλητή Εγώ 4 είναι ακόµη πιο ικανοποιητικό. Από τα αποτελέσµατα συµπεραίνεται ότι το TEOSQ για διαιτητές αξιολογεί δύο παράγοντες (Έργο και Εγώ) και ότι µπορεί να χρησιµοποιηθεί για τη µέτρηση του προσανατολισµού στόχων στους διαιτητές. Για το όργανο (ΠΕΕ) των παικτών η τιµή.813 του δείκτη των Kaiser-Meyer-Olkin, έδειξε ότι η παραγοντική ανάλυση των µεταβλητών είναι αποδεκτή ως τεχνική για την ανάλυση των δεδοµένων. Ο έλεγχος σφαιρικότητας του Bartlett (x2 = 820.33, p <.001), έδειξε την ύπαρξη υψηλής στατιστικής σηµαντικότητας, υποδηλώνοντας ότι το υπόδειγµα της παραγοντικής ανάλυσης είναι κατάλληλο. Ως µέθοδος για τη διεξαγωγή της έρευνας χρησιµοποιήθηκε και εδώ η ανάλυση σε κύριες συνιστώσες µε πλάγια περιστροφή, αρχικά, και αφού διαπιστώθηκε η µη ύπαρξη συσχέτισης µεταξύ των δύο παραγόντων εκτελέστηκε και µε ορθόγωνη περιστροφή (πίνακας 4.4). Οι φορτίσεις ήταν µεγαλύτερες από.40. Οι παράγοντες που προέκυψαν είχαν ιδιοτιµές (eigenvalues) 4.18 και 2.16, αντίστοιχα, και κάλυψαν το 58.60% της συνολικής διακύµανσης (Έργο = 31.69%, Εγώ = 16.91%). Η διακύµανση των φορτίων ήταν από.49 µέχρι.80 για το Έργο και για το Εγώ από.59 µέχρι.71. Ο συντελεστής alpha του Cronbach για τις δυο υποκλίµακες ήταν Έργο = 73
.82 και Εγώ =.73. Για τη µελέτη του συνόλου του δείγµατος, σε ό,τι αφορά στην επίτευξη του στόχου, και οι δύο κατασκευές λήφθηκαν υπόψη ως µία, και για το σύνολο του δείγµατος έγινε έλεγχος για την παραγοντική δοµή του ερωτηµατολογίου TEOSQ. Και σε αυτή την περίπτωση οι 13 δείκτες φορτίστηκαν σε δύο παράγοντες, όπου η τιµή.848 του δείκτη των Kaiser-Meyer-Olkin, έδειξε ότι η παραγοντική ανάλυση των µεταβλητών είναι αποδεκτή ως τεχνική για την ανάλυση των δεδοµένων. Ο έλεγχος Πίνακας 4.4. Παραγοντική ανάλυση µε ορθόγωνη περιστροφή σε κύριες συνιστώσες του ερωτηµατολογίου Προσανατολισµός στο Έργο και στο Εγώ στον Αθλητισµό για παίκτες. Μεταβλητή Παράγοντας 1 Παράγοντας 2 Αισθάνοµαι απόλυτα επιτυχηµένος ή επιτυχηµένη ως αθλητής-τρια, όταν Έργο Εγώ ΜΟ ΤΑ..µαθαίνω µία νέα τεχνική κι αυτό µε.69 4.11.97 κάνει να θέλω να ασκηθώ περισσότερο..µαθαίνω κάτι που είναι διασκέδαση να.49 3.69 1.10 κάνω..µαθαίνω µια νέα κίνηση, προσπαθώντας.80 4.16 1.08 σκληρά..εργάζοµαι πραγµατικά σκληρά.73 4.27 1.03..κάτι που µαθαίνω, µε κάνει να θέλω να.74 3.86 1.16 πάω να ασκηθώ περισσότερο..µία άσκηση που µαθαίνω είναι.64 3.63 1.08 πραγµατικά σωστή..κάνω ό,τι καλύτερο µπορώ.78 4.38 1.04..είµαι ο καλύτερος.59 3.06 1.33..είµαι ο µόνος που µπορεί να καλύψει ένα κενό στην οµάδα..οι άλλοι τα κάνουν θάλασσα, ενώ εγώ όχι..οι άλλοι δεν µπορούν να τα πάνε τόσο καλά όσο εγώ.71 2.80 1.28.64 1.96 1.05 -.41.65 2.15 1.07 74
..πετυχαίνω τους περισσότερους πόντους/γκολ..µπορώ να τα πάω καλύτερα από τους συµπαίκτες µου.66 2.64 1.18.61 3.01 1.16 Μέσος όρος Τυπική απόκλιση Ιδιοτιµές 4.01.74 4.18 2.61.77 2.16 % της διακύµανσης 32.16 16.65 Cronbach α.82.73 σφαιρικότητας του Bartlett (x2 = 1381.27, p <.001), έδειξε την ύπαρξη υψηλής στατιστικής σηµαντικότητας, υποδηλώνοντας ότι το υπόδειγµα της παραγοντικής ανάλυσης είναι κατάλληλο. Ως µέθοδος για τη διεξαγωγή της έρευνας και εδώ, χρησιµοποιήθηκε η ανάλυση σε κύριες συνιστώσες µε πλάγια περιστροφή, αρχικά, και αφού διαπιστώθηκε η µη ύπαρξη συσχέτισης µεταξύ των δύο παραγόντων εκτελέστηκε και µε ορθόγωνη περιστροφή (πίνακας 4.5). Πίνακας 4.5. Παραγοντική ανάλυση σε κύριες συνιστώσες του ερωτηµατολογίου Προσανατολισµός στο Έργο και στο Εγώ στον Αθλητισµό για το σύνολο του δείγµατος, ακολουθώντας την ορθόγωνη περιστροφή. Παράγοντας 1 Παράγοντας 2 Μεταβλητή Έργο Εγώ ΜΟ ΤΑ Task 1.67 3.92 1.04 Task 2.54 3.78 1.04 Task 3.80 4.16 1.02 Task 4.73 4.21 1.01 Task 5.76 3.87 1.06 Task 6.57 3.95 1.12 Task 7.75 4.32 1.01 Ego 1.66 2.83 1.33 Ego 2.73 2.65 1.30 75
Ego3 -.45.57 1.92 1.03 Ego 4.64 2.12 1.03 Ego 5.68 2.67 1.17 Ego 6.69 2.87 1.17 Μέσος όρος Τυπική απόκλιση Ιδιοτιµές 4.03.72 4.35 2.51.79 2.12 % της 33.45 16.32 διακύµανσης Cronbach α.82.76 Οι φορτίσεις ήταν µεγαλύτερες από.40. Οι παράγοντες που προέκυψαν είχαν ιδιοτιµές (eigenvalues) 4.35 και 2.12, αντίστοιχα, και κάλυψαν το 49.78% της συνολικής διακύµανσης (Έργο = 33.45%, Εγώ = 16.32%). Η διακύµανση των φορτίων ήταν από.54 µέχρι.80 για την Έργο και για το Εγώ από.57 µέχρι.73. Ο συντελεστής alpha του Cronbach για τις δυο υποκλίµακες ήταν Έργο =.82 και Εγώ =.76. Παρόµοιοι δείκτες για τον Ελληνικό πληθυσµό µετρήθηκαν και από τους Papaioannou και Duda (1992), και Παπαϊωάννου (1998). Οι δύο αυτές υποκλίµακες δε βρέθηκε να συσχετίζονται µεταξύ τους. 4.1.2. Εγκυρότητα του ερωτηµατολογίου Επιλογή Ηθικών Αποφάσεων στον Αθλητισµό Επειδή το ερωτηµατολόγιο Επιλογή Ηθικών Αποφάσεων στον Αθλητισµό (ΕΗΑΑ) αποτελεί ένα νέο ψυχολογικό όργανο έγινε προσπάθεια εγκυροποίησής. Συγκεκριµένα, για το ΕΗΑΑ υπάρχουν τέσσερις τύποι εγκυροποίησης: περιεχοµένου, δοµικής, πρόβλεψης και τρέχουσας. Η εγκυρότητα του περιεχοµένου (content validity), του παρόντος ερωτηµατολογίου, συζητήθηκε προηγουµένως (βλέπε σελίδα 34). 4.1.2.1. οµική εγκυρότητα (Construct validity). Αρχικά, εκτελέστηκε µια παραγοντική ανάλυση για τον έλεγχο της εσωτερικής δοµής του ΕΗΑΑ. Πριν την εκτέλεση της παραγοντικής ανάλυσης αφαιρέθηκαν οι 3 ερωτήσεις ελέγχου (check items) της εσωτερικής συνέπειας του ερωτηµατολογίου. Από την εκτέλεση της παραγοντικής ανάλυσης µε τις 28 υπόλοιπες ερωτήσεις, 76
χρησιµοποιώντας ως µέθοδο εξαγωγής την ανάλυση σε κύριες συνιστώσες (principal component analysis), προέκυψαν 9 παράγοντες µε ιδιοτιµές πάνω από 1.00, που µετρούσαν το 59.17% της διακύµανσης. Στους 9 παράγοντες φορτίστηκαν 2 ερωτήσεις µε φορτία κάτω από.40 και 4 ερωτήσεις µε αρνητικές φορτίσεις. Στη συνέχεια αποκλείοντας τις 6 παραπάνω ερωτήσεις η ανάλυση σε κύριες συνιστώσες µε πλάγια περιστροφή έδωσε µια νέα κλίµακα µε 7 παράγοντες από τις υπόλοιπες 22 Πίνακας 4.6. Παραγοντική ανάλυση µε ορθόγωνη περιστροφή σε κύριες συνιστώσες του ερωτηµατολογίου ΕΗΑΑ. Παράγοντες Ερώτηση 1 2 3 4 5 6 7 ΜΟ ΤΑ Q.1.1.78 4.65.85 Q.1.3.64 3.77 1.34 Q.1.4.74 4.69.79 Q.2.1.60 4.35 1.06 Q.4.2.82 2.33 1.49 Q.4.3.80 2.50 1.51 Q.5.2.67 2.40 1.42 Q.8.2.75 1.30.68 Q.8.4.75 1.31.73 Q.3.3.68 1.90 1.26 Q.9.1.60 3.75 1.38 Q.9.2.74 2.81 1.42 Q.7.3.77 4.52.95 Q.7.4.76 4.21 1.22 Q.8.3.48 4.68.82 Q.5.1.52 2.08 1.27 Q.5.3.75 2.04 1.24 Q.5.4.52 2.54 1.42 Q.6.2.62 2.64 1.33 Q.3.2.50 2.88 1.48 Q.6.3.77 3.19 1.47 77
Q.8.5.74 3.57 1.44 Ιδιοτιµές 3.46 2.35 1.99 1.50 1.35 1.14 1.05 % της 15.72 10.66 9.06 6.80 6.12 5.16 4.78 διακύµανσ.65.72.57.53.68.52.53 Cronbach α ερωτήσεις, καλύπτοντας το 58.32% της διακύµανσης. Οι 7 παράγοντες διαπιστώθηκε ότι είναι ασυσχέτιστοι µεταξύ τους. Αυτό οδήγησε στην εκτέλεση µιας ανάλυσης σε κύριες συνιστώσες µε ορθόγωνη περιστροφή (πίνακας 4.6), η οποία έδωσε τα ίδια αποτελέσµατα µε την πλάγια. Η νέα αυτή κλίµακα δοκιµάστηκε και µε το 50% του δείγµατος τυχαία, µε ένα αριθµό 216 ατόµων. Τα αποτελέσµατα έδειξαν και πάλι, οι 22 ερωτήσεις να φορτίζονται σε 7 παράγοντες, καλύπτοντας αυτή τη φορά το 60.62% της διακύµανσης. Στη συνέχεια ελέγχθηκε ο δείκτης Kaiser-Meyer-Olkin (.731), που έδειξε ότι η παραγοντική ανάλυση είναι αποδεκτή ως τεχνική για την ανάλυση των δεδοµένων. Την καταλληλότητα της παραγοντικής ανάλυσης έδειξε και το Bartlett's test of sphericity (χ2231 = 1779.16, p <.001). Οι ιδιοτιµές ήταν µεγαλύτερες από τη µονάδα και οι φορτίσεις µεγαλύτερες από.40. Η διακύµανση που εξηγείται από τον πρώτο παράγοντα «Καλή Συνέπεια για το Άτοµο» µε βάση την ιδιοτιµή 3.46 είναι µε ποσοστό 15.72%. Στον παράγοντα αυτό φορτίστηκαν επιλογές που αναφέρονται στο πώς θα πρέπει να ενεργήσουν τα άτοµα ως διαιτητές, όταν καλούνται να πάρουν αποφάσεις, σκεφτόµενοι τις συνέπειες που θα έχουν παίρνοντας τη µία ή την άλλη απόφαση. Οι αποφάσεις αυτές διακρίνονται από ένα ατοµικό ωφελισµό, χαρακτηριστικό του σταδίου 5, το οποίο υπερασπίζει τη ζωή και την ελευθερία του ατόµου θεωρώντας την ως το σηµαντικότερο δικαίωµα του ανθρώπου. Τα φορτία στις ερωτήσεις ήταν.78,.64,.74 και.60. Η διακύµανση που εξηγείται από το δεύτερο παράγοντα «ιαδικαστική ικαιοσύνη», µε βάση την ιδιοτιµή 2.35, είναι µε ποσοστό 10.66%. Στον παράγοντα αυτό φορτίστηκαν οι επιλογές που αναφέρονται στο πώς θα πρέπει να ενεργήσουν τα άτοµα ως διαιτητές έχοντας ως στόχο τη δίκαιη επίλυση των προβληµάτων λαµβάνοντας υπόψη την τοποθέτηση όλων των ενδιαφεροµένων. Η ιαδικαστική ικαιοσύνη ενδιαφέρεται λιγότερο για τα αποτελέσµατα µιας συγκεκριµένης πράξης και περισσότερο για τις διαδικασίες που σχετίζονται µε την κατανοµή των αγαθών, των ποινών και των αµοιβών, στοιχεία που χαρακτηρίζουν τον ηθικό διαλογισµό του σταδίου 5. Τα φορτία στις ερωτήσεις ήταν.82,.80 και.67. Η διακύµανση που εξηγείται από τον τρίτο παράγοντα «ιατήρηση της Ισότητας», µε βάση την ιδιοτιµή 1.99, είναι µε ποσοστό 9.06%. Στον παράγοντα αυτό φορτίστηκαν οι επιλογές που αναφέρονται στο πώς θα πρέπει να ενεργήσουν τα άτοµα 78
ως διαιτητές, όταν καλούνται να αποφασίσουν, τηρώντας τον κανονισµό κάτω από έντονες διαµαρτυρίες. Η καθολική ισότητα για όλους τους ανθρώπους στο θέµα των βασικών τους δικαιωµάτων και αξιών, χαρακτηρίζουν τον ηθικό διαλογισµό του σταδίου 5. Τα φορτία στις ερωτήσεις ήταν.75 και.75. Η διακύµανση που εξηγείται από τον τέταρτο παράγοντα «Παραδοχή» µε βάση την ιδιοτιµή 1.45, είναι µε ποσοστό 6.8%. Στον παράγοντα αυτό φορτίστηκαν οι επιλογές που αναφέρονται στο πώς θα πρέπει να ενεργήσουν τα άτοµα ως διαιτητές, όταν αυτοί αδυνατούν να αξιολογήσουν µια παράβαση του κανόνα. Το στοιχείο της παραδοχής φανερώνει µια δεοντολογική κρίση, για την επιλογή της απόφασης, προσανατολισµένη στη διατήρηση της κανονιστικής τάξης (upholding normative order), όπου η ηθική κρίση τονίζει το σεβασµό και την υπακοή στο νόµο. Τα φορτία στις ερωτήσεις ήταν.68,.60 και.74. Η διακύµανση που εξηγείται από τον πέµπτο παράγοντα «Υποταγή» µε βάση την ιδιοτιµή 1.35, είναι µε ποσοστό 6.12%. Στον παράγοντα αυτό φορτίστηκαν οι επιλογές που αναφέρονται στο πώς θα πρέπει να ενεργήσουν τα άτοµα ως διαιτητές, εφαρµόζοντας τους κανόνες που στοχεύουν στην παρουσίαση καλής εικόνας σε µερίδα ατόµων. Η ωφελιµιστική ηθική, όπως γίνεται αντιληπτή από τις επιλογές του παρόντος παράγοντα, αποτελεί χαρακτηριστικό στοιχείο, του προσανατολισµού του σταδίου 5, όπως αναφέρθηκε και προηγουµένως. Στην ηθική του σταδίου 5 ισχύει η αρχή της µεγαλύτερης ποσότητας του καλού (απόλαυσης, ευχαρίστησης, ευτυχίας, ευηµερίας, κλπ). Τα φορτία στις ερωτήσεις ήταν.77,.76 και.48. Η διακύµανση που εξηγείται από τον έκτο παράγοντα «ικαιοσύνη» µε βάση την ιδιοτιµή 1.14, είναι µε ποσοστό 5.16%. Στον παράγοντα αυτό φορτίστηκαν οι επιλογές που αναφέρονται στο πώς θα πρέπει να ενεργήσουν τα άτοµα ως διαιτητές σε καταστάσεις που δηµιουργούνται στη διάρκεια του αγώνα, σκεφτόµενοι την ανθρώπινη αξιοπρέπεια. Οι επιλογές εδώ διακρίνονται από δεοντολογική κρίση, προσανατολισµένη στη δικαιοσύνη, δίνοντας έµφαση στα θεµελιώδη και καθολικά δικαιώµατα του ανθρώπου που είναι πολύ πιο βασικά από τους νόµους και τους κανόνες της κοινωνίας. Τα φορτία στις ερωτήσεις ήταν.52,.75,.52 και.62. Τέλος, η διακύµανση που εξηγείται από τον έβδοµο παράγοντα «Αυτονοµία» µε βάση την ιδιοτιµή 1.05, είναι µε ποσοστό 4.78%. Στον παράγοντα αυτό φορτίστηκαν οι επιλογές που αναφέρονται στο πώς θα πρέπει να ενεργήσουν τα άτοµα ως διαιτητές όταν καλούνται να αποφασίσουν ανεπηρέαστοι. Οι επιλογές, και στον παράγοντα αυτό, διακρίνονται από δεοντολογική κρίση προσανατολισµένη στη δικαιοσύνη και από υπεροχή του στοιχείου της αυτονοµίας. Η αυτονοµία είναι το στοιχείο που χαρακτηρίζει τις ηθικές κρίσεις, κυρίως, στον διαλογισµό του σταδίου 6. Τα φορτία στις ερωτήσεις ήταν.50,.77 και.74. 79 Στη συνέχεια, επειδή το αντικείµενο της παρούσας έρευνας είχε σχέση µε την
ηθική κρίση στο χώρο του αθλητισµού, η δοµική εγκυρότητα του ερωτηµατολογίου εξακριβώθηκε ελέγχοντας δύο υποθέσεις: Η πρώτη υπόθεση ήταν ότι τα άτοµα µε χαµηλό επίπεδο ηθικής κρίσης ενεργούν διαφορετικά στη λήψη αποφάσεων από αυτά µ ε υψηλό επίπεδο ηθικής κρίσης. Η δοµική εγκυρότητα εξασφαλίστηκε µ ε τον υπολογισµό µ ι α ς Π ο λ λ α π λ ή ς Α ν ά λ υ σ η ς τ η ς ιακύµανσης (MANOVA), χρησιµοποιώντας τη µεταβλητή της ηθικής κρίσης ως ανεξάρτητη µεταβλητή και τους 7 παράγοντες (factor scores) τ ο υ ερωτηµατολογίου ΕΗΑΑ ω ς εξαρτηµένες µεταβλητές. Το κριτήριο Lambda του Wilks έδειξε σηµαντικές διαφορές στα επίπεδα της ηθικής κρίσης λ =.614, F7, 387 = 1.22, p <.05. Οι τιµές για το λ του Wilks, Fs και ps παρουσιάζονται στον πίνακα 4.7. Ε π ε ι δ ή τ ο ερωτηµατολόγιο Ε Η Α Α κατασκευάστηκε σ ύ µ φ ω ν α µ ε την γνωστικοεξελικτική θεωρία, η δεύτερη υπόθεση που έγινε ήταν ότι οι παράγοντες (factor scores) του ΕΗΑΑ (στοιχεία του ηθικού περιεχοµένου) θα επηρεάζονταν από την αύξηση της ηλικίας και της µόρφωσης. Για τη διαπίστωση επίδρασης των µεταβλητών ηλικία και µόρφωση στους 7 παράγοντες εκτελέστηκε µια διπλής κατεύθυνσης πολλαπλή ανάλυση τ η ς διακύµανσης (two-way MANOVA). Το αποτέλεσµα της ανάλυσης έδειξε σηµαντική αλληλεπίδραση της ηλικίας/µόρφωσης στη διαµόρφωση των επιλογών F64, 323 = 1.41, p <.05. Πίνακας 4.7. Στατιστικοί έλεγχοι, µε ιακριτή ανάλυση, για την εγκυρότητα πρόβλεψης του ΕΗΑΑ Στοιχεία Καλή Συνέπεια για το Άτοµο ιαδικαστική ικαιοσύνη ιατήρηση της Ισότητας Παραδοχή Υποταγή ικαιοσύνη Αυτονοµία 80 λ.966 1.000.999 1.000.990.998.997 F 14.47.04.41.12 3.62.74 1.11 p.000.842.524.732.050.792.292
4.1.2.2. Εγκυρότητα πρόβλεψης (Predictive validity). Η µέτρηση της εγκυρότητας πρόβλεψης έγινε παρατηρώντας περισσότερο το σύνολο των σηµαντικών επιδράσεων µε την εκτέλεση µιας «βήµα προς βήµα» ιακριτής ανάλυσης (stepwise discriminant function analysis). Η ανάλυση έδειξε ότι οι παράγοντες Καλή Συνέπεια για το Άτοµο µε την τιµή λ =.966 και Υποταγή µε την τιµή λ =.990 προβλέπουν σηµαντικά ως µέλη της οµάδος επιλογή ηθικών αποφάσεων F1, 415 = 14.47, p <.001 και F1, 415 = 3.62, p <.05 αντίστοιχα (βλέπε πίνακα 4.7), εξαιρώντας τα υπόλοιπα σε στάθµη σηµαντικότητας p >.05. Αυτό υποστηρίχθηκε από ένα µονοµεταβλητό έλεγχο πολλαπλών συγκρίσεων (univariate post hoc test) που αποκάλυψε ότι τα στοιχεία ιαδικαστική ικαιοσύνη, ιατήρηση της Ισότητας, Παραδοχή, ικαιοσύνη και Αυτονοµία δεν είναι σηµαντικά σε στάθµη p >.05. Η κατάταξη των εκτιµήσεων για τα άτοµα µε χαµηλό και υψηλό επίπεδο ηθικής ανάπτυξης ήταν 78.5% και 21.5% αντίστοιχα. Η προσεκτική µελέτη των µέσων όρων και για τις δύο οµάδες έδειξε οι διαφορές στα στοιχεία Παραδοχή και ικαιοσύνη να είναι µικρής σηµασίας ως µια µέτρηση για την ηθική κρίση. Ενώ, εκτός από τα στοιχεία Καλή Συνέπεια για το Άτοµο και Υποταγή, που η σηµαντικότητά τους έχει αποδειχθεί και τα στοιχεία ιαδικαστική ικαιοσύνη, ιατήρηση της Ισότητας και Αυτονοµία φάνηκε να έχουν κάποια σηµασία στη µέτρηση της ηθικής κρίσης. Τα πορίσµατα αυτά επιβεβαιώνουν την αρχική υπόθεση, για την εγκυρότητα πρόβλεψης, σύµφωνα µε την οποία οι διαφορές µεταξύ των δύο οµάδων ήταν αναµενόµενες. Η περιγραφική στατιστική για τη σύγκριση των δύο οµάδων ηθικής κρίσης παρουσιάζεται στο πίνακα 4.8. Η ικανότητα των στοιχείων Καλή Συνέπεια για το άτοµο και Υποταγή να προβλέπουν το επίπεδο ηθικής επιβεβαιώθηκε και από την εκτέλεση µιας «βήµα προς βήµα» παλλινδροµικής ανάλυσης (regression stepwise) F1, 414 = 9.67, p <.002. Η προβλεπτική ικανότητα των δύο αυτών στοιχείων ενισχύεται και από τη διαπίστωση ότι τα υποκείµενα έδειξαν να προτιµούν αυτά τα στοιχεία για την επιλογή των αποφάσεων τους (βλέπε, πίνακα 4.9). Πίνακας 4.8. Περιγραφική στατιστική των Στοιχείων του Ηθικού Περιεχοµένου στα δύο επίπεδα Ηθικής Κρίσης 81
Χαµηλό Επίπεδο Υψηλό Επίπεδο Σύνολο Στοιχεία Ηθικής Κρίσης Ηθικής Κρίσης ΜΟ ΤΑ ΜΟ ΤΑ ΜΟ ΤΑ Καλή Συνέπεια για το Άτοµο 4.29.75 4.62.47 4.36.72 ιαδικαστική ικαιοσύνη 2.38 1.17 2.41 1.16 2.39 1.16 ιατήρηση της Ισότητας 1.29.56 1.33.59 1.30.57 Παραδοχή 2.82.97 2.83.96 2.82.97 Υποταγή 4.42.82 4.64.62 4.47.78 ικαιοσύνη 2.30.82 2.39.92 2.32.84 Αυτονοµία 3.19 1.04 3.35 1.06 3.21 1.05 Πίνακας. 4.9 Περιγραφική στατιστική των P βαθµολογιών, Έργου και Εγώ, και των 7 παραγόντων του ΕΗΑΑ. Μεταβλητές Μ.Ο. Τ.Α. P βαθµολογίες 27.36 15.11 Έργο 4.04.72 Εγώ 2.51.79 Καλή Συνέπεια για το Άτοµο 4.36.72 ιαδικαστική ικαιοσύνη 2.39 1.18 ιατήρηση της Ισότητας 1.30.59 Παραδοχή 2.82.97 Υποταγή 4.47.79 ικαιοσύνη 2.32.84 Αυτονοµία 3.21 1.04 4.1.2.3. Τρέχουσα εγκυρότητα (Concurrent validity). Η τρέχουσα εγκυρότητα του ΕΗΑΑ εξασφαλίστηκε µε τη διµεταβλητή συσχέτιση του Pearson των 7 στοιχεία του µε το κριτήριο της ηθικής κρίσης (P βαθµολογίες), και των δύο πτυχών του προσανατολισµού (Έργο και Εγώ) (πίνακας 4.10). Οι συσχετίσεις που παρουσιάστηκαν µεταξύ των 7 στοιχεία του ΕΗΑΑ και των εξεταζόµενων µεταβλητών διαπιστώθηκε ότι είναι χαµηλές και παράλληλα ελάχιστες. Το στοιχείο Καλή Συνέπεια για το Άτοµο συσχετίστηκε θετικά µε τις P βαθµολογίες (r 82
417 =.16, p <.01), αλλά και το στοιχείο Υποταγή µε P βαθµολογίες (r 417 =.15, p <.01). Πίνακας 4.10. ιµεταβλητή συσχέτιση των στοιχείων Ηθικού Περιεχοµένου µε την Ηθική Κρίση και τις µεταβλητές της Παρακίνησης (Έργο και Εγώ). Στοιχεία Ηθική Έργο Εγώ Κρίση Καλή Συνέπεια για το Άτοµο.16**.04 -.12* ιαδικαστική ικαιοσύνη -.04.01 -.16** ιατήρηση της Ισότητας -.01 -.10*.05 Παραδοχή -.06 -.06 -.10* Υποταγή.15**.04 -.11* ικαιοσύνη.05 -.06 -.06 Αυτονοµία.07.05 -.10* ** p<.01 * p<.05 Τα πέντε από τα στοιχεία του ΕΗΑΑ, Καλή Συνέπεια για το Άτοµο (r 353 = -.12, p <.05), ιαδικαστική ικαιοσύνη (r 353 = -.16, p <.01), Παραδοχή (r 353 = -.10, p <.05), Υποταγή (r 353 = -.11, p <.05) και Αυτονοµία (r 353 = -.10, p <.05), συσχετίστηκαν αρνητικά µε τον προσανατολισµό στο «Εγώ». Ακόµη, χαµηλή συσχέτιση διαπιστώθηκε και µεταξύ του στοιχείου ιατήρηση της Ισότητας και «Έργο» (r 355 = -.10, p <.05). 4.1.2.4. Αξιοπιστία του ΕΗΑΑ Το ερωτηµατολόγιο «Επιλογή Ηθικών Αποφάσεων στον Αθλητισµό» (ΕΗΑΑ) περιλαµβάνει ένα εσωτερικό έλεγχο αξιοπιστίας των απαντήσεων από τους συµµετέχοντες. Σχεδιάστηκε έτσι ώστε 3 επιλογές να έχουν κοινό περιεχόµενο µε κάποιες άλλες. Συγκεκριµένα, η επιλογή 5.3 αναφέρεται στην ίδια κατάσταση µε την επιλογή 4.1. Οι µέσοι όροι των εκτιµήσεων για τις επιλογές ήταν 2.04 και 1.91 83
αντίστοιχα. Επίσης, η επιλογή 8.4 µε την 2.2 µε µέσους όρους 1.31 και 1.49 αντίστοιχα, και των 8.4 µε την 8.1 µε µέσους όρους 1.31 and 1.48 αντίστοιχα. Οι µικρές διαφορές στους µέσους όρους φανερώνουν ότι το ερωτηµατολόγιο αντιµετωπίστηκε µε σοβαρότητα από τους συµµετέχοντες. Η εσωτερική συνέπεια της δοµής του ερωτηµατολογίου ελέγχθηκε µε το συντελεστή alpha του Cronbach. Οι δείκτες alpha για τους 7 παράγοντες ήταν Καλές Συνέπειες για το Άτοµο α =.65, ιαδικαστική ικαιοσύνη α =.72, ιατήρηση της Ισότητας α =.57, Παραδοχή α =.53, Υποταγή α =.68, ικαιοσύνη α =.52 και Αυτονοµία α =.53, δείκτες που οι τέσσερις από τους επτά κρίνονται ικανοποιητικοί. Επιπλέον, εξετάζοντας το µέσο όρο του κάθε στοιχείου φαίνεται οι συµµετέχοντες να µη συµφωνούν µε τις συγκεκριµένες ηθικές επιλογές στη λήψη αποφάσεων, εκτός από τα στοιχεία Καλή Συνέπεια για το Άτοµο και Υποταγή. Αυτό µπορεί να εξηγηθεί παρατηρώντας το χαµηλό µέσο όρο των P βαθµολογιών, που φανερώνει ότι οι συµµετέχοντες δεν κρίνουν στηριζόµενοι στις ηθικές αρχές και για αυτό το λόγο δεν συµφωνούν µε επιλογές που στηρίζονται σε ηθικά κίνητρα. Το αποτέλεσµα αυτό ενισχύει την αξιοπιστία του ΕΗΑΑ, ως µιας κατασκευής που µπορεί να ανιχνεύει ηθικά κίνητρα στη λήψη αποφάσεων. 4.1.3. Εγκυρότητα (validity) του ερωτηµατολογίου Αντίληψη Ηθικής Κρίσης για τους παίκτες (ΑΗΚπ). Για το παρών όργανο υπάρχουν τέσσερις τύποι εγκυρότητας: περιεχοµένου, δοµική, πρόβλεψης και τρέχουσα. Η εγκυρότητα του περιεχοµένου του παρόντος ερωτηµατολογίου συζητήθηκε νωρίτερα (βλέπε σελ. 49), παράλληλα µε τη συζήτηση που έγινε για το όργανο ΕΗΑΑ (βλέπε σελ. 47), επειδή έχει την ίδια θεωρητική υποστήριξη µε το παρών όργανο. 4.1.3.1. οµική εγκυρότητα. Για τον έλεγχο της δοµής της κατασκευής, όπως αναφέρθηκε εκτελέστηκε µια παραγοντική ανάλυση. Με την ανάλυση σε κύριες συνιστώσες τα 10 ζητήµατα της κατασκευής έδωσαν τέσσερις παράγοντες µε ιδιοτιµές πάνω από 1.00, που µετρούσαν το 72.70% της διακύµανσης. Από τα αποτελέσµατα της παραγοντικής ανάλυσης 84
διαπιστώθηκε ότι δύο από τις µεταβλητές φορτίστηκαν κάτω από την τιµή.40 και άλλες δύο φορτίστηκαν θετικά σε δύο ταυτόχρονα παράγοντες. Απορρίπτοντας τις τέσσερις µεταβλητές εκτελέστηκε µια νέα παραγοντική ανάλυση µε τη χρησιµοποίηση της ανάλυσης σε κύριες συνιστώσες µε πλάγια περιστροφή µε τις υπόλοιπες 6 µεταβλητές να φορτίζονται σε 2 παράγοντες, το ίδιο και µε ορθόγωνη περιστροφή, µε ιδιοτιµές πάνω από 1.00, και φόρτιση πάνω από.40 καλύπτοντας το 63.67% της διακύµανσης (πίνακας 4.11). Στη συνέχεια εξετάστηκε εάν η εκτέλεση της παραγοντικής ανάλυσης είναι πραγµατοποιήσιµη. Εξετάζοντας, αρχικά, το δείκτη ΚΜΟ η τιµή.625 έδειξε ότι η παραγοντική ανάλυση είναι αποδεκτή. Από τον έλεγχο της σφαιρικότητας του Bartlett (x2 = 36.67, p <.001), διαπιστώθηκε η καταλληλότητα της παραγοντικής ανάλυσης. Ακολούθως, αναλύοντας τον κάθε παράγοντα χωριστά, παρατηρήθηκε ότι η διακύµανση που εξηγείται από το πρώτο παράγοντα «εοντολογική Ηθική» µε βάση την ιδιοτιµή 2.70 είναι µε ποσοστό 44.99%. Στον παράγοντα αυτό φορτίστηκαν τα στοιχεία που αναφέρονται στις ηθικές κρίσεις, που γίνονται υπό το πρίσµα της δεοντολογικής ηθικής. Οι φορτίσεις στα στοιχεία ήταν.72,.86, και.77. Η διακύµανση που εξηγείται από το δεύτερο παράγοντα «Τελεολογική Ηθική» µε βάση την ιδιοτιµή 1.12 είναι µε ποσοστό 18.68%. Στον παράγοντα αυτό φορτίστηκαν τα στοιχεία που αναφέρονται στις ηθικές κρίσεις, που γίνονται υπό το πρίσµα της τελεολογικής ηθικής. Οι φορτίσεις στα στοιχεία ήταν.77,.86, και.55. Πίνακας 4.11. Παραγοντική ανάλυση σε κύριες συνιστώσες του ερωτηµατολογίου Αντίληψη Ηθικής Κρίσης για τους παίκτες, µε ορθόγωνη περιστροφή. Μεταβλητή Μ.Ο. Τ.Α.Παράγοντας 1 Παράγοντας 2 εοντολογική Κρίση Υπακοή 2.40.87.72 Ισότητα 2.48.77.86 ικαιοσύνη 1.64 1.15.77 Τελεολογική Κρίση Ανθρώπινη Αυτονοµία 2.04.93.77 Επιθυµία για Αµοιβή 2.00.77.86 Συνέπειες για το Άτοµο 2.44.87.55 85
Ιδιοτιµές % της διακύµανσης Cronbach α 2.70 44.99.74 1.12 18.68.63 Ο συντελεστής alpha τ ο υ Cronbach γ ι α τ ο υ ς δ ύ ο παράγοντες ήταν δεοντολογική ηθική α =.74 και τελεολογική ηθική α =.63. Μια άλλη ανάλυση που χρησιµοποιήθηκε για τη δοµική εγκυρότητα της κατασκευής οι µε τις ενδοσυσχετίσεις των 10 στοιχείων (πίνακας 4.12), αλλά και µε την εκτέλεση µιας παραγοντικής ανάλυσης. Παρατηρώντας τον πίνακα µε τις ενδοσυσχετίσεις των 10 στοιχείων του ηθικού περιεχοµένου, και υποθέτοντας ότι αυτά µε την υψηλότερη συσχέτιση ανήκουν σε µια αντίστοιχη υποκλίµακα, φαίνεται ότι στην κλίµακα της εοντολογικής Ηθικής οι τρεις υποκλίµακες Υπακοή, Ισότητα και ικαιοσύνη έχουν σηµαντική θετική συσχέτιση. Για την κλίµακα της Τελεολογικής Ηθικής υπήρξαν εξαιρέσεις. Συγκεκριµένα, η Καλή Υπόληψη δεν είχε σηµαντική συσχέτιση µε καµιά υποκλίµακα και η Συνέπειες για την Οµάδα είχε σηµαντική αρνητική συσχέτιση µε την Επιθυµία για Αµοιβή και την Ανθρώπινη Αυτονοµία. Τέλος διαπιστώθηκε ότι η υποκλίµακα Συνέπειες για το Άτοµο έχει πιο υψηλή συσχέτιση µε την Υπακοή από ό,τι µε το Σεβασµό. Το αποτέλεσµα που παρουσίασαν ο ι ενδοσυσχετίσεις σ τ ι ς επιλογές τελεολογικής ηθικής κρίθηκαν αναµενόµενες, έχοντας υπόψη το αποτέλεσµα της παραγοντικής ανάλυσης. Πίνακας 4.12. Ενδοσυσχέτιση µεταξύ των Στοιχείων του Ηθικού Περιεχοµένου, Αντίληψη Ηθικής Κρίσης για παίκτες. 1 2 3 4 5 εοντολογική ηθική 1. Υπακοή 2. Ισότητα.39* 3. ικαιοσύνη.53**.58** 4. Αρµονία.29.30.20 5. Αυτονοµία.34*.26.36* -.14 6. Υπόληψη.24.30.09.28 Τελεολογική ηθική 86.28 6 7 8 9
Επιθυµία για αµοιβή.15.09.43* -.29.53**.18 8. Συνέπειες για το.42*.11.25.14.28.02.27 άτοµο 9.Συνέπειες για την.16.17 -.01.14 -.39* -.11 -.39*.06 οµάδα 10. Σεβασµός.13.27.03.37* -.17.03 -.16.36*.18 * p <.05 ** p <.01 4.1.3.2. Εγκυρότητα πρόβλεψης Η εγκυρότητα της πρόβλεψης διαπιστώθηκε από τη σχέση των κλιµάκων της ηθικής κρίσης (δεοντολογικής και τελεολογικής), όπως αυτή γίνεται αντιληπτή από τους προπονητές για τους παίκτες τους και το επίπεδο της ηθικής κρίσης των παικτών. Η εγκυρότητα της πρόβλεψης εξασφαλίστηκε από την ανάλυση παλινδρόµησης (regression analysis), χρησιµοποιώντας τη µεταβλητή της ηθικής κρίσης ως εξαρτηµένη µεταβλητή και την κλίµακα ΑΗΚ ως µεταβλητή πρόβλεψης. Η ανάλυση της διακύµανσης (ANOVA) έδειξε τη σπουδαιότητα της κλίµακας στη πρόβλεψη της ηθικής κρίσης των παικτών F2,23 = 3.65, p <.05, µε συντελεστή συσχέτισης R =.51 και συντελεστή προσδιορισµού R2 =.26. 4.1.3.3. Τρέχουσα εγκυρότητα. Η τρέχουσα εγκυρότητα του παρόντος οργάνου εξασφαλίστηκε µε τη διµεταβλητή συσχέτιση των δύο κλιµάκων της εοντολογικής και Τελεολογικής ηθικής µε τη µεταβλητή της Ηθικής Κρίσης. Τα αποτελέσµατα έδειξαν ότι η τελεολογική ηθική έχει σηµαντικά αρνητική συσχέτιση µε την ηθική κρίση r = -.51, p <.01, (one tailed). 87
4.1.3.4. Αξιοπιστία. Η αξιοπιστία του οργάνου εξασφαλίστηκε µε τον έλεγχο της εσωτερικής συνέπειας µε το δείκτη alpha του Cronbach. Τα αποτελέσµατα έδειξαν ικανοποιητική εσωτερική συνέπεια για τις δύο κλίµακες µε το δείκτη α =.74 και α =.63, για τη εοντολογική και Τελεολογική Ηθική αντίστοιχα. 4.1.4. Εγκυρότητα του ερωτηµατολογίου Αντίληψη Ηθικής Κρίσης για τους διαιτητές (ΑΗΚδ). Για το παρών όργανο υπάρχουν τρεις τύποι εγκυροποίησης: περιεχοµένου, δοµική και τρέχουσας. Για την εγκυρότητα περιεχοµένου της παρούσας κατασκευής ισχύει η ίδια αναφορά που έγινε για το ΑΗΚ για τους παίκτες. 4.1.4.1. οµική εγκυρότητα Αρχικά, για τον έλεγχο της δοµής του οργάνου πραγµατοποιήθηκε µια παραγοντική ανάλυση. Με την ανάλυση σε κύριες συνιστώσες από τα 10 ζητήµατα της κατασκευής προέκυψαν δύο παράγοντες µε ιδιοτιµές πάνω από 1.00, που µετρούσαν το 69% της διακύµανσης, µε πλάγια και µε ορθόγωνη περιστροφή (πίνακας 4.13). Η φόρτιση ήταν µεγαλύτερη από.40. Πίνακας 4.13. Παραγοντική ανάλυση παραγόντων σε κύριες συνιστώσες του Αντίληψη Ηθικής Κρίσης για τους διαιτητές, µε ορθόγωνη περιστροφή. Μεταβλητή Μ.Ο. Τ.Α. Παράγοντας 1 Παράγοντας 2 εοντολογική Κρίση Υποταγή 2.16.95.79 Καθήκον 2.30 1.06.83 Ισότητα 2.15.96.88 ικαιοσύνη 2.16.99.87 Καθήκον 2.36 1.01.86 Τελεολογική Κρίση 88
Αµοιβαιότητα 2.39.92.83 Ανθρώπινη Αυτονοµία 2.70 1.26.59 Υπόληψη 3.21 1.16.87 Επιθυµία για Αµοιβή 2.85 1.28.77 Συνέπειες για το Άτοµο 2.67 1.01.51 Ιδιοτιµές % της διακύµανσης Cronbach α 5.16 51.61.93 1.74 17.39.71 Στη συνέχεια εξετάστηκε εάν η εκτέλεση της παραγοντικής ανάλυσης είναι πραγµατοποιήσιµη. Εξετάζοντας, αρχικά, το δείκτη ΚΜΟ η τιµή.837 έδειξε ότι η παραγοντική ανάλυση είναι αποδεκτή. Από τον έλεγχο της σφαιρικότητας του Bartlett (x2 = 405.88, p <.001), διαπιστώθηκε η καταλληλότητα της παραγοντικής ανάλυσης. Ακολούθως, αναλύοντας τον κάθε παράγοντα χωριστά, παρατηρήθηκε ότι η διακύµανση που εξηγείται από το πρώτο παράγοντα «εοντολογική Ηθική» µε βάση την ιδιοτιµή 5.16 είναι µε ποσοστό 51.61%. Στον παράγοντα αυτό φορτίστηκαν τα στοιχεία που αναφέρονται στις ηθικές κρίσεις που γίνονται µε το πρίσµα της δεοντολογικής ηθικής. Οι φορτίσεις στα στοιχεία ήταν.79,.83,.88,.87,.86 και.83 αντίστοιχα. Η διακύµανση που εξηγείται από το δεύτερο παράγοντα «Τελεολογική Ηθική» µε βάση την ιδιοτιµή 1.74 είναι µε ποσοστό 17.39%. Στον παράγοντα αυτό φορτίστηκαν τα στοιχεία που αναφέρονται στις ηθικές κρίσεις που γίνονται µε το πρίσµα της τελεολογικής ηθικής. Οι φορτίσεις στα στοιχεία ήταν.59,.87,.77 και.51 αντίστοιχα. Ο συντελεστής alpha του Cronbach για τους δύο παράγοντες ήταν α =.93 και α =.71 για τη εοντολογική και την Τελεολογική Ηθική αντίστοιχα. Στη συνέχεια η δοµική εγκυρότητα εξακριβώθηκε µε τις ενδοσυσχετίσεις των 10 ζητηµάτων (πίνακας 4.14). Παρατηρώντας τον πίνακα µε τις ενδοσυσχετίσεις των 10 στοιχείων, και υποθέτοντας ότι τα στοιχεία που προσδιορίζουν την κάθε κλίµακα έχουν την υψηλότερη συσχέτιση µεταξύ τους, φαίνεται να κατατάσσονται οµαλά. Οι υποκλίµακες της εοντολογικής Ηθικής συσχετίστηκαν σηµαντικά υψηλά. Σηµαντική συσχέτιση παρατηρήθηκε και στις υποκλίµακες της Τελεολογικής Ηθικής. Εξαίρεση 89
αποτέλεσαν ο ι υποκλίµακες Αυτονοµία κ α ι Συνέπειες γ ι α τ ο Ά τ ο µ ο που συσχετίστηκαν σηµαντικά και µ ε τις υποκλίµακες της εοντολογικής ηθικής. Η διαπίστωση των παραπάνω συσχετίσεων κρίθηκε αναµενόµενη λαµβάνοντας υπόψη το προηγούµενο αποτέλεσµα της παραγοντικής ανάλυσης. Πίνακας 4.14. Ενδοσυσχέτιση µεταξύ των στοιχείων του ερωτηµατολογίου Αντίληψη Ηθικής Κρίσης για διαιτητές. 1 2 3 4 5 6 7 8 9 εοντολογική ηθική 1. Υποταγή 2. Καθήκον.63** 3. Ισότητα.71**.66** 4. ικαιοσύνη.57**.76**.77** 5. Καθήκον.65**.71**.60**.68** 6. Αµοιβαιότητα.52**.58**.67**.61**.66** 7. Αυτονοµία.54**.58**.40**.40**.51**.34** 8. Υπόληψη.24*.23*.12.09.09.01.42** 9. Επιθυµία για αµοιβή.16.21*.01.05.12.01.28*.01 1 0. Συνέπειες γ ι α το.50** άτοµο * p <.05.39**.30**.31**.54**.37**.52**.01 Τελεολογική ηθική.01 ** p <.01 4.1.4.2. Τρέχουσα εγκυρότητα Η τρέχουσα εγκυρότητα του οργάνου εξασφαλίστηκε µ ε τ η διµεταβλητή συσχέτιση µε τις κλίµακες εοντολογική και Τελεολογική Ηθική µε τις κλίµακες «Έργο» και «Εγώ». Τα αποτελέσµατα έδειξαν ότι η τελεολογική ηθική έχει σηµαντική συσχέτιση µε την κλίµακα «Έργο», r =.23, p <.05, (one tailed). 4.1.4.3. Αξιοπιστία 90
Η αξιοπιστία του οργάνου εξασφαλίστηκε µ ε τον έλεγχο της εσωτερικής συνέπειας µε το δείκτη alpha του Cronbach. Τα αποτελέσµατα έδειξαν ικανοποιητική εσωτερική συνέπεια για τις δύο κλίµακες µε το δείκτη α =.93 και α =.71, για τη εοντολογική και Τελεολογική Ηθική αντίστοιχα. Επιπλέον, για το παρών όργανο κατασκευή προβλέφθηκε ένας εσωτερικός έλεγχος για την αξιοπιστία των απαντήσεων. Τα ζητήµατα (3) και (9) γράφτηκαν µε τέτοιο τρόπο ώστε να απευθύνονται στο ίδιο στοιχείο του ηθικού περιεχοµένου «Καθήκον». Εξετάζοντας τους µέσους όρους των δύο αυτών ζητηµάτων παρατηρήθηκε ότι δεν αποκλίνουν µεταξύ τους M = 2.30, SD = 1.06, και M = 2.36, SD = 1.01 αντίστοιχα, υποδηλώνοντας ότι η κατασκευή συµπληρώθηκε µε σοβαρότητα. 4.2. Έλεγχος της κύριας ερευνητικής υπόθεσης Η υπόθεση που έγινε ήταν ότι τα άτοµα επιλέγουν µε διαφορετικά κριτήρια για τη λήψη µιας απόφασης προκειµένου να επιλύσουν ένα πρόβληµα. Για τον έλεγχο αυτής της υπόθεσης χρησιµοποιήθηκε το ερωτηµατολόγιο ΕΗΑΑ. Από την εκτέλεση ενός ελέγχου σύµφωνα µε το κριτήριοt στο ίδιο δείγµα «διπλής κατεύθυνσης» (One-Sample t-test, «two-tailed») διαπιστώθηκε ότι ο µέσος όρος της καθεµιάς µεταβλητής, που αντιστοιχεί σε µια επιλογή, διαφέρει σηµαντικά από το σταθερό µέσο όρο (πίνακας 4.15). Η διαπίστωση αυτή µας οδηγεί στην απόρριψη της µηδενικής υπόθεσης Ηο και αποδοχή της εναλλακτικής υπόθεσης Ηα, ότι δηλαδή, οι µέσοι όροι για τη καθεµία µεταβλητή διαφέρουν σηµαντικά σε στάθµη σηµαντικότητας p <.01. Ειδικότερα, το t-test έδωσε για τη µεταβλητή «Καλές Συνέπειες για το Άτοµο» τιµή t431 = 125.69, p <.001, «ιαδικαστική δικαιοσύνη» t431 = 42.26, p <.001, «ιατήρηση της ισότητας» t431 = 45.94, p <.001, «Παραδοχή» t431 = 60.24, p <.001, «Υποταγή» t431 = 117.47, p <.001, «ικαιοσύνη» t430 = 57.15, p <.001, και «Αυτονοµία» t430 = 63.69, p <.001. Πίνακας 4.15. Έλεγχος σηµαντικότητας των διαφορών του µέσου όρου της κάθε µεταβλητής του ΕΗΑΑ. Μεταβλητή Καλές Συνέπειες ιαδικαστική ικαιοσύνη ιατήρηση Ισότητας 91 M 4.36 2.41 1.31 t 125.68 42.26 45.94 df 431 431 431 p.001.001.001
Παραδοχή 2.82 60.24 431.001 Υπoταγή 4.46 117.47 431.001 ικαιοσύνη 2.32 57.15 430.001 Αυτονοµία 3.21 63.69 430.001 4.3. Επίδραση των µεταβλητών Ηλικία, Μόρφωση και Κοινωνικές Εµπειρίες στην Ηθική Ωριµότητα. Παρατηρώντας, αρχικά, τους µέσους όρους της Ηθικής Ωριµότητας (Ρ βαθµολογίες) (πίνακας 4.16), διαπιστώθηκαν τα παρακάτω: Πίνακας 4.16. Μέσοι όροι και τυπικές αποκλίσεις των Ρ βαθµολογιών σε σχέση µε την Ηλικία, τη Μόρφωση, και τις Κοινωνικές Εµπειρίες Μεταβλητή Ν Μ SD Ηλικία 14-18 118 24.88 14.94 19-25 106 27.00 14.58 26-35 126 30.62 15.63 36-52 67 26.43 14.59 Μόρφωση Γυµνασίου 42 18.14 11.87 Λυκείου 198 27.15 15.08 Ανωτάτη 158 29.33 14.72 92
Κοινωνικές Εµπειρίες Μεταπτυχιακή 20 33.80 17.17 Καµία 46 22.35 14.26 Απλό µέλος 239 26.68 14.71 Λήψη αποφάσεων 123 30.56 15.74 Σε σχέση µε την Ηλικία, παρατηρήθηκε ότι οι Ρ βαθµολογίες διαφέρουν µεταξύ των τεσσάρων επιπέδων ηλικίας (Σχήµα 4.1). Ειδικότερα, για το πρώτο επίπεδο ηλικίας (14-18 ετών) ο µέσος όρος ήταν M = 24.88, (SD = 14.94), το δεύτερο (19-25 ετών) M = 27.00, (SD = 14.58), το τρίτο επίπεδο (26-35 ετών) M = 30.62, (SD = 15.63), και το τέταρτο επίπεδο (36-52 ετών) M = 26.43, (SD = 14.59). Επιπλέον, η τάση των Ρ βαθµολογιών χαρακτηρίστηκε από µια ανοδική πορεία µέχρι την ηλικία των 35 ετών, και από καθοδική πορεία στη συνέχει µέχρι την ηλικία των 52 ετών (Σχήµα 4.2). Από τον έλεγχο πολλαπλών συγκρίσεων της ακριβούς σηµαντικής διαφοράς του Tukey, σηµαντική διαφορά διαπιστώθηκε µεταξύ του πρώτου και του τρίτου επιπέδου M = -5.72, p <.013. 93
Σχήµα 4.1. ιαφορές στις «Ρ» βαθµολογίες σε σχέση µε τα Eπίπεδα Hλικίας. Σχήµα 4.2. Τάσεις των «Ρ» βαθµολογιών σύµφωνα µε τα Επίπεδα Ηλικίας Σε σχέση µε τη Μόρφωση, παρατηρήθηκε, και πάλι, οι Ρ βαθµολογίες να διαφέρουν µεταξύ των επιπέδων µόρφωσης (Σχήµα 4.3). Για το επίπεδο µόρφωσης Γυµνασίου ο µέσος όρος ήταν M = 18.14, (SD = 11.87), του Λυκείου M = 27.15, (SD = 15.08), Ανωτάτης M = 29.33, (SD = 14.72), και Μεταπτυχιακής M = 33.80, (SD = 17.17). Σε ότι αφορά την τάση των Ρ βαθµολογιών αυτές παρουσίασαν µία ανοδική πορεία ταυτόχρονα µε την αύξηση του επιπέδου µόρφωσης (Σχήµα 4.4). 94
Σχήµα 4.3. ιαφορές στις «Ρ» βαθµολογίες σε σχέση µε τα Eπίπεδα Mόρφωσης. Από τον έλεγχο πολλαπλών συγκρίσεων της ακριβούς σηµαντικής διαφοράς του Tukey, διαπιστώθηκε το επίπεδο Γυµνασιακής µόρφωσης να διαφέρει σηµαντικά από του Λυκείου (M = -9.06, p <.003), της Ανώτατης (M = 29.33, p < 41.72) και του Μεταπτυχιακού (M = -15.65, p <.001). 95
Σχήµα 4.4. ιαφορές στις «Ρ» βαθµολογίες σε σχέση µε τα Eπίπεδα Mόρφωσης. Σε σχέση µε τις Κοινωνικές Εµπειρίες, οι Ρ βαθµολογίες, και εδώ, φάνηκε να διαφέρουν µεταξύ των επιπέδων εµπειριών (Σχήµα 4.5). Για το επίπεδο Καµία Εµπειρία ο µέσος όρος ήταν M = 22.35, (SD = 14.26), για το επίπεδο Απλό Μέλος M= 26.68, (SD = 14.71), και το επίπεδο Με Συµµετοχή σε Αποφάσεις M = 30.56, (SD = 15.74). Οι διαφορές αυτές µεταξύ των επιπέδων δε βρέθηκε να είναι σηµαντικές σε στάθµη.05, σύµφωνα µε τον έλεγχο της ακριβούς σηµαντικής διαφοράς του Tukey. Ακόµη, διαπιστώθηκε η τάση των Ρ βαθµολογιών να ακολουθεί µια ευθύγραµµη ανοδική πορεία µε την αύξηση των κοινωνικών εµπειριών, όπως αυτές αξιολογήθηκαν στην παρούσα έρευνα (Σχήµα 4.6). 96
Για τον έλεγχο της επίδρασης των µεταβλητών Ηλικία, Μόρφωση και Κοινωνικές Εµπειρίες στην Ηθική Ωριµότητα, έγινε µια πολλαπλή ευθύγραµµη παλινδροµική (regression) ανάλυση. Ως µέθοδος εισαγωγής χρησιµοποιήθηκε η «βήµα προς βήµα» (stepwise). Αρχικά, ελέγχθηκε η επίδραση της Μόρφωσης στην Ηθική ωριµότητα. Στη συνέχεια προστέθηκε η µεταβλητή Ηλικία για να διαπιστωθεί κατά πόσο αυξάνεται η επίδραση. Τέλος, στο τρίτο βήµα προστέθηκε και η µεταβλητή Κοινωνικές Εµπειρίες. Η µεταβλητή Μόρφωση φάνηκε ότι επηρεάζει την Ηθική Ωριµότητα µε ένα ποσοστό 4.3% µε Fchange(1, 406) = 18.12, p <.001. Σχήµα 4.5. ιαφορές στις «Ρ» βαθµολογίες σε σχέση µε τις Κοινωνικές Εµπειρίες. 97
Σχήµα 4.6. Τάσεις των Ρ βαθµολογιών σύµφωνα µε τις Κοινωνικές Εµπειρίες Τη σηµαντικότητα της επίδρασης της µεταβλητής Μόρφωση στην Ηθική Ωριµότητα επιβεβαίωσε και ο τυποποιηµένος συντελεστής beta ( β = -.221, t = -3.86, p <.001). Η προσθήκη της µεταβλητής, Ηλικία όµως, δεν αύξησε το ποσοστό επίδρασης. Ο τυποποιηµένος συντελεστής beta έδειξε µόνο τη µεταβλητή Μόρφωση να επιδρά σηµαντικά στην Ηθική Ωριµότητα (β = -.221, t = -3.86, p <.001). Αντίθετα, η προσθήκη της µεταβλητής, Κοινωνικές Εµπειρίες στις δυο πρώτες αύξησε το ποσοστό επίδρασης στην Ηθική Ωριµότητα στο 5.3% µε Fchange(1, 404) = 3.96, p <.05, µε τις µεταβλητές Μόρφωση και Κοινωνικές Εµπειρίες να επιδρούν σηµαντικά ( β = -.193, t = -3.28, p <.001) και (β =.105, t = 1.99, p <.047, αντίστοιχα). 98
4.4. Επίδραση της Μόρφωσης, της Ηλικίας και των Κοινωνικών Εµπειριών στην Επιλογή Ηθικών Αποφάσεων. Περιγραφή των δεδοµένων. Σε σχέση µε τα Επίπεδα Μόρφωσης. Από την περιγραφική ανάλυση των δεδοµένων φάνηκε οι µέσοι όροι των βαθµολογιών των επτά επιλογών να διαφέρουν µεταξύ των επιπέδων µόρφωσης των ατόµων του δείγµατος (πίνακας 4.17). Με την άνοδο του µορφωτικού επιπέδου παρατηρήθηκε ότι τα άτοµα του δείγµατος βαθµολογούν µε αυξητικές τάσεις τα στοιχεία Καλές Συνέπειες για το Άτοµο, ιαδικαστική ικαιοσύνη, Παραδοχή, Υποταγή και Αυτονοµία, στοιχεία που αποτελούν κίνητρα για την επιλογή µιας απόφασης. ε φάνηκε όµως να προσδιορίζονται οι τάσεις των στοιχείων ιατήρηση της Ισότητας και ικαιοσύνη (Σχήµα 4.7). Πίνακας 4.17. Μέσοι όροι και τυπικές αποκλίσεις των 7 Επιλογών Ηθικών Αποφάσεων σε σχέση µε το Επίπεδο Μόρφωσης Μόρφωση Επιλογή Ν Μ SD Μεταπτυχιακή Καλές Συνέπειες 20 4.58.63 ιαδικαστική ικαιοσύνη 20 2.50 1.06 ιατήρηση της Ισότητας 20 1.22.44 Παραδοχή 20 3.13.88 Υποταγή 20 4.65.64 ικαιοσύνη 20 2.28.84 Αυτονοµία 20 3.33 1.08 Ανώτατη Καλές Συνέπειες 162 4.50.72 ιαδικαστική ικαιοσύνη 162 2.45 1.29 ιατήρηση της Ισότητας 162 1.20.43 Παραδοχή 162 3.05.97 99
Υποταγή 162 4.69.63 ικαιοσύνη 162 2.31.84 Αυτονοµία 162 3.26 1.14 Λυκείου Καλές Συνέπειες 203 4.30.68 ιαδικαστική ικαιοσύνη 203 2.38 1.14 ιατήρηση της Ισότητας 203 1.30.60 Παραδοχή 203 2.66.95 Υποταγή 203 4.38.81 ικαιοσύνη 203 2.27.85 Αυτονοµία 203 3.24 1.01 Γυµνασίου Καλές Συνέπειες 46 4.01.77 ιαδικαστική ικαιοσύνη 46 2.37 1.03 ιατήρηση της Ισότητας 46 1.69.87 Παραδοχή 46 2.55.88 Υποταγή 46 3.93.91 ικαιοσύνη 46 2.56.76 Αυτονοµία 46 2.86.76 100
Σχήµα 4.7. ιαµόρφωση των Επιλογών σε σχέση µε τα Eπίπεδα Mόρφωσης. Σε σχέση µε το Επίπεδο Ηλικίας. Παρατηρώντας τον πίνακα (4.18) φαίνεται ότι οι µέσοι όροι των βαθµολογιών των επτά επιλογών ηθικών αποφάσεων διαφέρουν µεταξύ των επιπέδων ηλικίας των ατόµων του δείγµατος. Ακόµη φαίνεται ότι µε την αύξηση της ηλικίας υπάρχει µια αύξηση στην προτίµηση των επιλογών Καλές Συνέπειες γ ι α τ ο Άτοµο, ιαδικαστική ικαιοσύνη, Παραδοχή, Υποταγή και Αυτονοµία για τη λήψη µιας απόφασης. Αντίθετα, φάνηκε να υπάρχει µια απορριπτική τάση, από µέρος των ατόµων, στις επιλογές ιατήρηση της Ισότητας και ικαιοσύνη για τη λήψη µιας απόφασης (Σχήµα 4.8). Πίνακας 4.18. Μέσοι όροι και τυπικές αποκλίσεις των 7 Επιλογών Ηθικών Αποφάσεων σε σχέση µε το Επίπεδο Ηλικίας. Ηλικία 14 18 19 25 26 35 36-52 101 Επιλογή Καλές Συνέπειες ιαδικαστική ικαιοσύνη ιατήρηση της Ισότητας Παραδοχή Υποταγή ικαιοσύνη Αυτονοµία Καλές Συνέπειες ιαδικαστική ικαιοσύνη ιατήρηση της Ισότητας Παραδοχή Υποταγή ικαιοσύνη Αυτονοµία Καλές Συνέπειες ιαδικαστική ικαιοσύνη ιατήρηση της Ισότητας Παραδοχή Υποταγή ικαιοσύνη Αυτονοµία Καλές Συνέπειες ιαδικαστική ικαιοσύνη Ν 121 121 121 121 121 121 121 109 109 109 109 109 109 109 129 129 129 129 129 129 129 71 71 Μ 4.03 2.13 1.48 2.38 4.21 2.40 2.92 4.22 2.36 1.37 2.73 4.23 2.34 3.21 4.62 2.56 1.18 3.08 4.75 2.29 3.31 4.66 2.65 SD.69.87.68.78.83.82.93.74 1.08.71.95.93.82 1.03.63 1.34.41 1.03.50.89 1.13.57 1.36
ιατήρηση της Ισότητας 71 1.09.28 Παραδοχή 71 3.22.88 Υποταγή 71 4.72.64 ικαιοσύνη 71 2.20.81 Αυτονοµία 71 3.53.99 Σχήµα 4.8. ιαµόρφωση των Επιλογών σε σχέση µε τα Επίπεδα Ηλικίας. Σε σχέση µε τις Κοινωνικές Εµπειρίες. Παρατηρώντας τον πίνακα (4.19) φαίνεται ότι οι µέσοι όροι των βαθµολογιών των επτά Επιλογών Ηθικών Αποφάσεων διαφέρουν µεταξύ των επιπέδων των κοινωνικών εµπειριών των ατόµων του δείγµατος. Ακόµη, φάνηκε ότι οι επιλογές µε βάση τα στοιχεία Καλές Συνέπειες για 102
το Άτοµο και Υποταγή αποτελούν, όλο και περισσότερο, τον καλύτερο τρόπο για την επίλυση των προβληµάτων όσο αυξάνονται οι Κοινωνικές Εµπειρίες (Σχήµα 4.9). Τα στοιχεία ιατήρηση της Ισότητας και ικαιοσύνη φάνηκε να αποτελούν ένα τρόπο που τον αποφεύγουν, µ ε την αύξηση τ ω ν κοινωνικών εµπειριών για την επίλυση προβληµάτων. Τέλος, για τ α στοιχεία ιαδικαστική ικαιοσύνη, Παραδοχή και Αυτονοµία, δεν φαίνεται ότι µπορεί να προσδιοριστεί µια συγκεκριµένη τάση. Πίνακας 4.19. Μέσοι όροι και τυπικές αποκλίσεις των 7 Επιλογών Ηθικών Αποφάσεων σε σχέση µε τις Κοινωνικές Εµπειρίες. Εµπειρία Καµία Επιλογή Καλές Συνέπειες ιαδικαστική ικαιοσύνη ιατήρηση της Ισότητας Παραδοχή Υποταγή ικαιοσύνη Αυτονοµία Απλό µέλος Καλές Συνέπειες ιαδικαστική ικαιοσύνη ιατήρηση της Ισότητας Παραδοχή Υποταγή ικαιοσύνη Αυτονοµία Λήψη αποφάσεων Καλές Συνέπειες ιαδικαστική ικαιοσύνη ιατήρηση της Ισότητας Παραδοχή Υποταγή ικαιοσύνη Αυτονοµία 103 Ν 49 49 49 49 49 49 49 245 245 245 245 245 245 245 127 127 127 127 127 127 127 Μ 4.24 2.22 1.50 2.64 4.33 2.48 2.91 4.29 2.49 1.33 2.86 4.38 2.33 3.27 4.51 2.39 1.18 2.84 4.65 2.25 3.25 SD.75 1.18.71 1.03.94.85.98.71 1.12.60 1.00.82.84 1.04.70 1.30.49.88.61.83 1.05
Στατιστική ανάλυση των δεδοµένων Για τον έλεγχο ύπαρξης διαφορών στις Επιλογές Ηθικών Αποφάσεων, σε σχέση µε τα επίπεδα Ηλικίας, Μόρφωσης και Κοινωνικών Εµπειριών, διαµορφώθηκε ένας παραγοντικός σχεδιασµός 4Χ4Χ3, και χρησιµοποιήθηκε η πολλαπλή ανάλυση της διακύµανσης (multivariate analysis of variance). Αρχικά, για τον έλεγχο επιδράσεων µεταξύ ανεξάρτητων και εξαρτηµένων µεταβλητών εκτελέστηκε µια τριπλής κατεύθυνσης πολλαπλή ανάλυση της διακύµανσης (three-way MANOVA). Ως ανεξάρτητες µεταβλητές χρησιµοποιήθηκαν η Μόρφωση, η Ηλικία και οι Κοινωνικές Εµπειρίες, ενώ ως εξαρτηµένες οι 7 κλίµακες του ΕΗΑΑ. Σχήµα 4.9. ιαµόρφωση των Επιλογών σε σχέση µε τις Κοινωνικές Εµπειρίες. 104
Ο έλεγχος των κύριων επιδράσεων καθεµιάς από τις ανεξάρτητες µεταβλητές έδειξε ότι (πίνακας 4.20): Ως προς τη µεταβλητή Μόρφωση η επίδραση στις επιλογές για τη λήψη αποφάσεων σύµφωνα µε το στατιστικό κριτήριο του Roy (R =.086), είναι στατιστικά σηµαντική (F7, 378 = 4.62, p <.001), γεγονός που οδηγεί στην αποδοχή ότι οι µέσοι όροι των 7 επιλογών διαφέρουν µεταξύ των τεσσάρων επιπέδων µόρφωσης. Η πολύ υψηλή τιµή F =.994 της δύναµης στατιστικού ελέγχου αποκλείει οποιαδήποτε επιφύλαξη στην απόρριψη της µηδενικής υπόθεσης. Ακόµη, θα πρέπει να σηµειωθεί ότι η σηµαντικότητα της επίδρασης διαπιστώθηκε και µε τα άλλα στατιστικά κριτήρια (Pillai =.093, Wilks =.908, Hotelling =.100). Πίνακας 4.20. Πολλαπλοί έλεγχοι στατιστικής σηµαντικότητας της επίδρασης των µεταβλητών Μόρφωση, Ηλικία και Κοινωνικές Εµπειρίες στις κλίµακες των Επιλογών Ηθικών Αποφάσεων Επίδραση Τιµή ύναµη R* F df p n2 Ελέγχου F Μόρφωση.086 4.62 (7, 378).001.079.994 Ηλικία.136 7.35 (7, 378).001.120 1.000 Εµπειρίες.057 3.10 (7, 378).003.054.945 Μόρφωση.095 4.03 (9, 382).001.084.996 *Ηλικία Μόρφωση.051 2.79 (7, 380).008.049.916 *Εµπειρίες Ηλικία*.047 2.55 (7, 381).014.045.886 Εµπειρία Μόρφωση *Ηλικία *Εµπειρίες.063 3.00 (8, 382).003.059.958 * Σύµφωνα µε το στατιστικό κριτήριο του Roy Παρατηρώντας την τιµή του µερικού συντελεστή η2 =.079 διαπιστώθηκε ότι µόνο το 7.9% της µεταβολής των διακριτών βαθµών οφείλεται στην επίδραση της µεταβλητής Μόρφωση. Ακόµη, σύµφωνα µε την τιµή λ =.908 του Wilk που προκύπτει κατά τους πολλαπλούς ελέγχους, διαπιστώθηκε ότι το ποσοστό της ολικής διακύµανσης που δεν εξηγείται από τις διαφορές µεταξύ των επιπέδων Μόρφωσης, είναι το 90.8%. 105
Οι απλοί έλεγχοι για καθεµία από τις εξαρτηµένες µεταβλητές (πίνακας 4.21), φανέρωσαν ότι η Μόρφωση επηρεάζει σηµαντικά µόνο την επιλογή ιατήρηση της Ισότητας (F3, 419 = 8.31, p <.001). Ο εκ των υστέρων έλεγχος πολλαπλών συγκρίσεων της ακριβούς σηµαντικής διαφοράς του Tukey, ως προς τους αριθµητικούς µέσους όρους των τεσσάρων επιπέδων της µεταβλητής Μόρφωση δίνει για τις εξαρτηµένες µεταβλητές που παρουσίασαν σηµαντικές διαφορές, τα στοιχεία του πίνακα 4.22. Πίνακας 4.21. Απλοί στατιστικοί έλεγχοι σηµαντικότητας Μεταβλητή F df p Μόρφωση ιατήρηση της Ισότητας 8.31 (3,419).001 Ηλικία ιαδικαστική ικαιοσύνη 3.71 (3,419).012 Παραδοχή 4.64 (3,419).003 Υποταγή 2.60 (3,419).050 Μόρφωση * Ηλικία Παραδοχή 3.27 (9,419).001 Μόρφωση * Εµπειρίες ιατήρηση της Ισότητας 2.45 (5,419).033 Όπως φαίνεται από τα παραπάνω στοιχεία, σηµαντικές διαφορές στους αριθµητικούς µέσους όρους στα παραπάνω επίπεδα µόρφωσης των ατόµων του δείγµατος παρουσίασαν οι εξαρτηµένες µεταβλητές Καλές Συνέπειες για το Άτοµο, µεταξύ του επιπέδου Γυµνασίου µε το Μεταπτυχιακό και Ανώτατο (M = -.674, p <.010 και M = -.512, p <.010 αντίστοιχα), ιατήρηση της Ισότητας, µεταξύ του επιπέδου Γυµνασίου µε τα άλλα τρία Μεταπτυχιακό M = -.661, p <.045), Ανώτατο (M = -.742, p <.001), Λυκείου (M = -.791, p <.001), Παραδοχή, µεταξύ του επιπέδου Ανώτατο µε του Λυκείου (M =.347, p <.003) και Γυµνασίου (M =.455, p <.020), και Υποταγή, µεταξύ του επιπέδου Ανώτατο µε του Λυκείου (M =.499, p <.001) και Γυµνασίου (M=.646, p <.001). Αντίθετα, οι εξαρτηµένες µεταβλητές ιαδικαστική ικαιοσύνη, ικαιοσύνη και Αυτονοµία δεν παρουσίασαν σηµαντικές διαφορές στους 106
αριθµητικούς µέσους για τα τέσσερα επίπεδα µόρφωσης. Πίνακας 4.22. Έλεγχος πολλαπλών συγκρίσεων του Tukey, για τα επίπεδα Μόρφωσης. Επίπεδο Μόρφωσης Καλές συνέπειες Γυµνασίου Μεταπτυχιακό Ανώτατο ιατήρηση της ισότητας Μεταπτυχιακό Γυµνασίου Ανώτατο Γυµνασίου Λυκείου Γυµνασίου Παραδοχή Ανώτατο Λυκείου Γυµνασίου Υποταγή Ανώτατο Λυκείου Γυµνασίου ιαφορά Μέσων όρων p -.674* -.512*.049.010 -.661* -.742* -.791*.045.001.001.347*.455*.003.020.499*.646*.001.001 Ω ς προς τ η µεταβλητή Ηλικία η επίδραση στις επιλογές για τ η λήψη αποφάσεων σύµφωνα µε το στατιστικό κριτήριο του Roy (R =.136), είναι στατιστικά σηµαντική (F7, 378 = 7.35, p <.001), γεγονός που οδηγεί στο συµπέρασµα της αποδοχής ότι ο ι µέσοι όροι των 7 επιλογών διαφέρουν µεταξύ των τεσσάρων επιπέδων ηλικίας. Η πολύ υψηλή τιµή F =.1.000 της δύναµης στατιστικού ελέγχου αποκλείει οποιαδήποτε επιφύλαξη στην απόρριψη της µηδενικής υπόθεσης. Ακόµη, θα πρέπει να σηµειωθεί ότι η σηµαντικότητα της επίδρασης διαπιστώθηκε και µε τα άλλα στατιστικά κριτήρια (Pillai =.131, Wilk =.870, Hotelling =.148). Παρατηρώντας την τιµή του µερικού συντελεστή η2 =.120 διαπιστώθηκε ότι τ ο 12.0% της µεταβολής των διακριτών βαθµών οφείλεται στην επίδραση της 107
µεταβλητής Ηλικία. Ακόµη, σύµφωνα µε την τιµή λ =.870 του Wilk που προκύπτει κατά τ ο υ ς πολλαπλούς ελέγχους διαπιστώθηκε, ό τ ι τ ο ποσοστό τ η ς ολικής διακύµανσης που δεν εξηγείται από τις διαφορές µεταξύ των επιπέδων ηλικίας είναι το 87.0%. Οι απλοί έλεγχοι για καθεµία από τις εξαρτηµένες µεταβλητές έδειξαν ότι η Ηλικία επηρεάζει σηµαντικά τις επιλογές ιαδικαστική ικαιοσύνη (F3, 419 = 3.71, p <.012), Παραδοχή (F3, 419 = 4.64, p <.003), και Υποταγή (F3, 419 = 2.60, p <.050) (πίνακας 4.21). Ο εκ των υστέρων έλεγχος πολλαπλών συγκρίσεων της ακριβούς σηµαντικής διαφοράς του Tukey ω ς προς τους αριθµητικούς µέσους όρους των τεσσάρων επιπέδων τ η ς µεταβλητής Ηλικία δίνει γ ι α τ ι ς εξαρτηµένες µεταβλητές που παρουσίασαν σηµαντικές διαφορές, τα στοιχεία του πίνακα 4.23. Όπως φαίνεται από τα παραπάνω στοιχεία σηµαντικές διαφορές παρουσίασαν οι εξαρτηµένες µεταβλητές Καλές Συνέπειες για τ ο Άτοµο, µεταξύ των επιπέδων ηλικίας 14-18 και 19-25 ετών µε το επίπεδο 26-35 ετών (M = -.618, p <.001 και M = -.351, p <.033 αντίστοιχα), και 36-52 ετών (M = -.706, p <.001 και M = -.439, p <.001 αντίστοιχα). Η µεταβλητή ιατήρηση της Ισότητας, µεταξύ του επιπέδου ηλικίας 14-18 ετών µε το επίπεδο 36-52 ετών (M =.403, p <.025). Η µεταβλητή Παραδοχή, µεταξύ του επιπέδου ηλικίας 14-18 ετών µε το επίπεδο ηλικίας 19-25 ετών (M = -.339, p <.034), 26-35 ετών (M = -.661, p <.001) και 36-52 ετών (M = -.793, p <.001), και 19-25 ετών µε το επίπεδο 26-35ετών (M = -.321, p <.047) και 36-52 ετών (M = -.453, p <.010). Η µεταβλητή Υποταγή, µεταξύ του επιπέδου 14-18 ετών µε το επίπεδο 26-35 (M = -.516, p <.001) και 36-52 ετών (M = -.377, p <.048) και του επιπέδου 19-25 µε τα αντίστοιχα 26-35 ετών (M = -.635, p <.001) και 36-52 ετών (M = -.495, p <.001). Η Αυτονοµία, µεταξύ του επιπέδου ηλικίας 14-18 ετών µε το επίπεδο 36-52 ετών (M = -.404, p <.037), παρουσίασαν σηµαντικές διαφορές στους αριθµητικούς µέσους στα παραπάνω επίπεδα ηλικίας των ατόµων του δείγµατος. Αντίθετα, οι εξαρτηµένες µεταβλητές ιαδικαστική ικαιοσύνη και ικαιοσύνη δεν παρουσίασαν σηµαντικές διαφορές στους αριθµητικούς µέσους όρους για τα τέσσερα επίπεδα ηλικίας. Πίνακας 4.23. Έλεγχος πολλαπλών συγκρίσεων του Tukey, για τα επίπεδα Ηλικίας. Επίπεδο Ηλικίας Καλές Συνέπειες 14-18 108 26-35 ιαφορά Μέσων Όρων -.618* p.001
36 52 -.706*.001 19-25 26 35 -.351*.033 36 52 -.439*.019 ιατήρηση της Ισότητας 14 18 36-52.403*.025 Παραδοχή 14-18 19-25 -.339*.034 26-35 -.661*.001 36-52 -.793*.001 19-25 26-35 -.321*.047 36-52 -.453*.010 Υποταγή 14-18 26-35 -.516*.001 36-52 -.377*.048 19-25 26-35 -.635*.001 36-35 -.495*.001 Αυτονοµία 14-18 36-52 -.404*.037 Ως προς τη µεταβλητή Κοινωνικές Εµπειρίες η επίδραση στις επιλογές για τη λήψη αποφάσεων σύµφωνα µε το στατιστικό κριτήριο του Roy (R =.057), είναι στατιστικά σηµαντική (F7, 378= 3.10, p <.003), γεγονός που οδηγεί στο συµπέρασµα της αποδοχής ότι οι µέσοι όροι και της µεταβλητής Κοινωνικές Εµπειρίες διαφέρουν µεταξύ των τριών επιπέδων. Η σχετικά υψηλή τιµή F =.945 της δύναµης στατιστικού ελέγχου αποκλείει σε µεγάλο βαθµό την επιφύλαξη στην απόρριψη της µηδενικής υπόθεσης. Παρατηρώντας την τιµή του µερικού συντελεστή η2 =.054 διαπιστώθηκε ότι µόνο το 5.4% της µεταβολής των διακριτών βαθµών οφείλεται στην επίδραση της µεταβλητής Κοινωνικές Εµπειρίες. Ακόµη, σύµφωνα µε την τιµή λ =.919 του Wilk, που προκύπτει κατά τους πολλαπλούς ελέγχους, διαπιστώθηκε ότι το ποσοστό της ολικής διακύµανσης που δεν εξηγείται από τις διαφορές µεταξύ των επιπέδων Κοινωνικών Εµπειριών, είναι το 91.9%. Οι απλοί έλεγχοι για καθεµία από τις εξαρτηµένες µεταβλητές έδειξαν ότι οι Κοινωνικές Εµπειρίες δεν επηρεάζουν σηµαντικά κάποια από τις επιλογές ιδιαίτερα. Ο εκ των υστέρων έλεγχος πολλαπλών συγκρίσεων της ακριβούς σηµαντικής διαφοράς του Tukey ως προς τους αριθµητικούς µέσους όρους των τριών επιπέδων 109
της µεταβλητής Κοινωνικές Εµπειρίες δεν επιβεβαίωσε την παραπάνω διαπίστωση, ότι διαφέρουν οι µέσοι όροι των τριών επιπέδων σε στάθµη σηµαντικότητας.05. Η διαπίστωση αυτή ενισχύει την επιφύλαξη, που σε κάποιο βαθµό, προήλθε από τη δύναµη του στατιστικού ελέγχου. Εκτός από τη διαπίστωση κύριων επιδράσεων, ο έλεγχος αλληλεπιδράσεων (πίνακας 4.20) έδειξε σηµαντικές αλληλεπιδράσεις στις κλίµακες Επιλογής Ηθικών Αποφάσεων µεταξύ των µεταβλητών Μόρφωση * Ηλικία (F9, 382 = 4.03, p <.001), Μόρφωση * Κοινωνικές εµπειρίες (F7, 380 = 2.79, p <.008), Ηλικία * Κοινωνικές εµπειρίες (F7, 381 = 2.55, p <.014) και Μόρφωση * Ηλικία * Κοινωνικές εµπειρίες (F8, 382 = 3.00, p <.003). 4.5. Επίδραση της Μορφής Συµµετοχής στην Επιλογή Ηθικών Αποφάσεων και την Ηθική κρίση Περιγραφή των δεδοµένων Αρχικά, εξετάζοντας το δείγµα ως ένα ενιαίο σύνολο παρατηρήθηκαν τα παρακάτω (βλέπε πίνακα 4.24). Το επίπεδο Ηθικής Κρίσης (P βαθµολογίες) των ατόµων του δείγµατος φαίνεται να βρίσκεται σε χαµηλό επίπεδο (M = 27.36, SD = 15.11). Προκειµένου τα άτοµα να πάρουν µια απόφαση για την επίλυση µιας κατάστασης που δηµιουργείται στη διάρκεια ενός παιχνιδιού, ως κίνητρο για την επιλογή µιας απόφασης, φάνηκε να προτιµούν το στοιχείο της Υποταγής (M = 4.47, SD =.79), επειδή σκέφτονταν την εντύπωση που θα σχηµατίσουν οι άλλοι για αυτούς και το στοιχείο Καλή Συνέπεια για το Άτοµο (M = 4.36, SD =.72), σκεφτόµενοι τις συνέπειες που µπορεί να επιφέρει η απόφαση στους ίδιους. Ακόµη, φάνηκε να µην είναι σίγουροι για τα στοιχεία Αυτονοµία 110
(M = 3.21, SD = 1.05) και Παραδοχή (M = 2.82, SD =.97). Και τέλος, φάνηκε να µην συµφωνούν, µε τη χρησιµοποίηση των στοιχείων ιαδικαστική ικαιοσύνη (M = 2.41, SD = 1.18), ικαιοσύνη (M = 2.32, SD =.84) και ιατήρηση της Ισότητας (M = 1.31, SD =.59) ως κίνητρα για τη λήψη µιας απόφασης. Στη συνέχεια, εξετάζοντας το δείγµα σύµφωνα µε τη Μορφή Συµµετοχής (πίνακας 4.24) αρχικά παρατηρήθηκε: Πίνακας 4.24. Μέσοι όροι και τυπικές αποκλίσεις του ΕΗΑΑ και των Ρ βαθµολογιών για τη Μορφή Συµµετοχής. ιαιτητές Παίκτες Προπονητές Σύνολο Μεταβλητή M SD M SD M SD M SD Ρ βαθµολογίες 28.73 15.69 25.84 14.24 30.45 16.77 27.36 15.11 Καλές Συνέπειες 4.59.61 4.16.74 4.63.67 4.36.72 ιαδικαστική ικαιοσύνη 2.74 1.32 2.22.99 2.34 1.37 2.40 1.18 ιατήρηση της 1.16.37 1.42.69 1.20.44 1.31.59 Ισότητας Παραδοχή 3.46.95 2.44.82 2.71.71 2.82.97 Υπoταγή 4.77.51 4.21.88 4.73.59 4.47.79 ικαιοσύνη 2.35.89 2.32.81 2.27.85 2.32.84 Αυτονοµία 3.46 1.06 3.09.99 3.09 1.14 3.21 1.05 Για τις Ρ βαθµολογίες διαπιστώθηκε ότι, είναι υψηλότερες για τους προπονητές (M = 30.45, SD = 16.77), από αυτές των διαιτητών (M = 28.73, SD = 15.69) και παικτών (M = 25.84, SD = 14.24) (Σχήµα 4.10). Εξετάζοντας τα κίνητρα για τη λήψη αποφάσεων διαπιστώθηκαν τα παρακάτω: αρχικά, και οι τρεις ταυτίστηκαν στα κίνητρα που χαρακτηρίζονται από ωφελιµιστική ηθική κρίση για να πάρουν µια απόφαση (Σχήµα 4.11). Συγκεκριµένα, για το στοιχείο Υποταγή, ταυτίστηκαν στο «συµφωνώ απόλυτα» οι διαιτητές (M = 4.77, SD =.51) και προπονητές (M = 4.73, SD =.59), ενώ στο «συµφωνώ» οι παίκτες (M = 4.22, SD =.88). Για το στοιχείο Καλές Συνέπειες για το Άτοµο, στο «συµφωνώ απόλυτα», οι προπονητές (M = 4.63, SD =.67), και διαιτητές (M = 4.59, SD =.61), ενώ οι παίκτες στο «συµφωνώ» (M = 4.15, SD =.73). Σχήµα 4.10. Ανάπτυξη των «Ρ» βαθµολογιών σε σχέση µε την Μορφή Συµµετοχής 111
στον αθλητισµό. Για τα κίνητρα που χαρακτηρίζονται από ηθικές αρχές διαπιστώθηκε και για τους τρεις, το στοιχείο Αυτονοµία να βρίσκονται στο «έτσι και έτσι», διαιτητές (M = 3.46, SD = 1.06), προπονητές (M = 3.09, SD = 1.14), παίκτες (M = 3.08, SD = 990, µε τους διαιτητές να βρίσκονται σε αυτό το επίπεδο και για το στοιχείο Παραδοχή (M = 3.46, SD = 95), αλλά και το στοιχείο ιαδικαστική ικαιοσύνη (M = 2.74, SD = 1.32). Τέλος, διαπιστώθηκε, και για τους τρεις, να βρίσκονται στο «διαφωνώ» σε όλα τα υπόλοιπα στοιχεία που θα αποτελούσαν κίνητρα για την επίλυση ενός προβλήµατος. Ακόµη, παρατηρήθηκε ότι οι µέσοι όροι των βαθµολογιών για την επιλογή Καλές Συνέπειες για το Άτοµο να συγκλίνουν µεταξύ διαιτητών-προπονητών, για την επιλογή ιαδικαστική ικαιοσύνη µεταξύ παικτών-προπονητών, την επιλογή ιατήρηση της Ισότητας µεταξύ διαιτητών-προπονητών, για την επιλογή Υποταγή µεταξύ διαιτητών-προπονητών και για την επιλογή Αυτονοµία µεταξύ παικτών-προπονητών. Για τις επιλογές Παραδοχή και ικαιοσύνη δεν παρατηρήθηκε να συγκλίνουν οι µέσοι όροι των βαθµολογιών µεταξύ διαιτητών, παικτών και προπονητών. 112