ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗ ΣΧΟΛΗ-ΤΜΗΜΑ ΦΙΛΟΛΟΓΙΑΣ ΤΟΜΕΑΣ ΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΑΣ Βαλάντης Φυνδάνης ΟΙ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΕΣ ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ ΣΤΟΝ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΑΓΡΑΜΜΑΤΙΣΜΟ ιδακτορική ιατριβή Συµβουλευτική επιτροπή: Άννα Αναστασιάδη-Συµεωνίδη Σπυριδούλα Βαρλοκώστα Κυράνα Τσαπκίνη ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 2009
ii
ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗ ΣΧΟΛΗ-ΤΜΗΜΑ ΦΙΛΟΛΟΓΙΑΣ ΤΟΜΕΑΣ ΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΑΣ Βαλάντης Φυνδάνης Τίτλος διδακτορικής διατριβής: ΟΙ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΕΣ ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ ΣΤΟΝ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΑΓΡΑΜΜΑΤΙΣΜΟ Συµβουλευτική επιτροπή: Άννα Αναστασιάδη-Συµεωνίδη, καθηγήτρια Σπυριδούλα Βαρλοκώστα, αναπληρώτρια καθηγήτρια Κυράνα Τσαπκίνη, λέκτορας Λοιπά µέλη 7µελούς εξεταστικής επιτροπής: Ιάνθη-Μαρία Τσιµπλή, καθηγήτρια Μελίτα Σταύρου-Σηφάκη, καθηγήτρια έσποινα Παπαδοπούλου, επίκουρος καθηγήτρια Μαρία Θεοδωροπούλου, λέκτορας iii
iv
Abstract The present study, which is conducted within the general framework of Generative Grammar (Chomsky, 1981; 1995 and thereafter), investigates the ability of three Greek-speaking agrammatic aphasics to handle (in both production and comprehension) a number of functional categories: Complementizer (C), egation (Neg), Agreement (Agr), Tense (T), and Aspect (Asp). To test these categories, a series of structured tasks were administered (e.g. question elicitation task, constituent ordering task, truth-value judgment task, sentence completion task, sentence grammaticality judgment task, sentence repetition task, etc). Apart from the afore-mentioned categories, the effect of some other variables on the agrammatic performance was also explored, such as the frequency of occurrence and the morphological regularity of the verb, as well as the structural complexity of the sentence. One of the principle goals of this study is to test some accounts of agrammatism proposed so far, such as the Tree Pruning Hypothesis (TPH) (Friedmann & Grodzinsky, 1997) and the Interpretable Features Impairment Hypothesis (IFIH) (Nanousi, Masterson, Druks, & Atkinson, 2006; Varlokosta, Valeonti, Kakavoulia, Lazaridou, Economou, & Protopapas, 2006). According to TPH, agrammatism arises from deletion or pruning of the syntactic tree at the T node. TPH predicts that everything above T is lost while material below is preserved. On the other hand, IFIH is not structural/hierarchical in nature, as it predicts that in agrammatism the most severe impairment will involve the functional categories with interpretable features (such as T and Asp) rather than the ones with uninterpretable features (such as Agr). The results of the present study are in line with IFIH, since T, Asp, Neg and C which all bear interpretable features were found to be severely impaired, while Agr was found relatively spared. In contrast, given that Asp is lower that T and Agr in the Greek syntactic hierarchy (Philippaki-Warburton, 1998), these results cannot be accountted for by TPH. Apart from reinforcing the descriptive adequacy of IFIH, this study aimed at developing its interpretative enrichment as well. More specifically, on the basis of the quantitative and qualitative aspects of the agrammatic patterns of our participants, it is argued that they have two deficits: a linguistic one, which is mainly syntactic in nature affecting functional categories across the board, and a psychological/cognitive one, namely a limitation of processing resources. Therefore, it is suggested that what v
renders the categories with interpretable features more vulnerable than those with uninterpretable features is the synergistic effect of three facts: i) agrammatic speakers (at least the ones participated in the present study) suffer from a reduction of processing resources, ii) they have a syntactic deficit affecting functional categories, and iii) the categories with interpretable features are more demanding in terms of processing resources, as they require integration of grammatical and conceptual knowledge. In contrast, implementation of only grammatical knowledge is sufficient for uninterpretable categories like Agr. Finally, similar but not identical patterns of performance were observed across different modalities (comprehension and production), reinforcing the weak (and not the strong) parallelism between them and, thus, providing empirical support to Grodzinsky s claim (2000: 18) that there is anatomical proximity, but functional separation between production and comprehension mechanisms. vi
Ευχαριστίες Μετά από αρκετό χρόνο ερευνητικής προσπάθειας και αφότου πέρασε από διάφορα στάδια, αυτή η εργασία έφτασε στην τελική της µορφή. Σ αυτό συνέβαλαν αρκετοί και θα ήταν άδικο να µην τους ευχαριστήσω. Πρώτα και κύρια, θερµές ευχαριστίες οφείλονται στις τρεις επόπτριές µου, κκ. Σ. Βαρλοκώστα, Κ. Τσαπκίνη και Α. Αναστασιάδη-Συµεωνίδη οι οποίες παρακολούθησαν στενά αυτή την εργασία, από τα πρώτα της κιόλας «βήµατα», προσφέροντας µε συνέπεια την επιστηµονική τους καθοδήγηση αλλά και την ψυχολογική τους συµπαράσταση. Θερµές ευχαριστίες οφείλονται στα υπόλοιπα τέσσερα µέλη της εξεταστικής επιτροπής, τις κ.κ. Ι. Τσιµπλή, Μ. Σταύρου-Σηφάκη,. Παπαδοπούλου και Μ. Θεοδωροπούλου, οι οποίες µε τις χρήσιµες υποδείξεις τους συνέβαλαν στη βελτίωση της τελικής µορφής αυτής της µελέτης. Ευχαριστώ ιδιαίτερα όσους πήραν µέρος στα πειράµατα αυτής της µελέτης, ασθενείς (ΓΘ, ΓΛ και ΑΒ) και µη (ΣΑ, ΑΚ, ΘΦ, ΓΚ, ΙΦ). Χωρίς τη συνδροµή τους αυτή η εργασία θα ήταν αδύνατη. Ευχαριστώ πολύ τον κ. Η. Παπαθανασίου και την κ. Κ. Πετροπούλου, καθώς µου κατέστησαν δυνατή την πρόσβαση στους ΓΘ και ΑΒ. Ιδιαιτέρως ευχαριστώ τον πρώτο, που ανέλαβε και πραγµατοποίησε τη διάγνωση του αγραµµατισµού τους. Ευχαριστώ πολύ και την κ. Τσαπκίνη, τόσο για την πρόσβαση που µου εξασφάλισε στον ΓΛ όσο και για τη διάγνωση του αγραµµατισµού του. Επίσης, ευχαριστώ την κ. Ά. Εµµανουήλ για τη βοήθειά της κατά τη διεξαγωγή των πρώτων συνεδριών µε τον τελευταίο. Ιδιαίτερα ευχαριστώ την κ. Ε. Κεχαγιά, στην οποία οφείλεται η γνωριµία µου µε το χώρο της νευρογλωσσολογίας και η µετέπειτα εµπλοκή µου σε αυτόν. Αυτή µου ενέπνευσε την αγάπη γι αυτό το επιστηµονικό πεδίο, χωρίς την οποία ενδεχοµένως δεν θα είχα το κουράγιο να ξανασηκώνοµαι µετά από την κάθε µικρή µου «πτώση». Επίσης, ευχαριστώ την κ. Κεχαγιά για την ευκαιρία που µου έδωσε να βρεθώ ως επισκέπτης ερευνητής για ένα χρόνο (ακαδηµαϊκό έτος 2006-2007) στο Μόντρεαλ και να δουλέψω στο πλαίσιο του «Νοητικού Λεξικού». Ευχαριστώ πολύ τον φίλο µου Κ. Ασλανίδη που επιµελήθηκε το σύνολο των σκίτσων που περιελήφθησαν στα πειράµατα αυτής της έρευνας, καθώς και τη φίλη µου µαθηµατικό Θ. Τραχανοπούλου, για τη σηµαντική βοήθεια που µου πρόσφερε σε ζητήµατα στατιστικής. vii
Επίσης, θερµές ευχαριστίες οφείλω σε αρκετούς επιστήµονες (µερικοί από τους οποίους τυχαίνει να είναι και φίλοι µου), µε τους οποίους συζήτησα, είτε δια ζώσης είτε µέσω ηλεκτρονικού ταχυδροµείου, διάφορα ζητήµατα που σχετίζονταν µε τη διατριβή µου. Ευχαριστώ λοιπόν τις κκ. N. Friedmann, R. Bastiaanse, R. Martin, J. Druks, Ε. Μασούρα, Ά. Aλεξιάδου, Σ. Σταυρακάκη, Ά. Ρούσσου, Χ. Μανουηλίδου και Αι. Κλεπουσνιώτου, καθώς και τους κ.κ. G. Dell, Γ. Τσερδανέλη, Ι. Βελούδη, Α. Τσιάµα και Ν. Αµβράζη. Για όσους ενδεχοµένως ξεχνώ, ζητάω συγγνώµη. Ευχαριστώ, επίσης, τα ακροατήρια των συνεδρίων όπου παρουσιάστηκαν τµήµατα αυτής της δουλειάς (συνέδριο Language Disorders in Greek στην Πάτρα (2006), 44 η Ετήσια Συνάντηση τoυ Academy of Aphasia στη Victoria του Καναδά (2006), συνέδριο Science of Aphasia VIII στη Monopoli της Ιταλίας (2007), 29 η Ετήσια Συνάντηση του Τοµέα Γλωσσολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του Α.Π.Θ. στη Θεσσαλονίκη (2008), 46 η Ετήσια Συνάντηση τoυ Academy of Aphasia στο Turku της Φινλανδίας (2008)) για τις ερωτήσεις τους και τα ωφέλιµα σχόλιά τους. Ένα µεγάλο ευχαριστώ οφείλω στις φίλες µου Χ. Μανουηλίδου και Αι. Τσολακίδου, καθώς και στους φίλους µου R. Taylor και Γ. Τσερδανέλη για τα ουκ ολίγα «ηλεκτρονικά» άρθρα που µου έστειλαν από τα «πέρατα του κόσµου» (Η.Π.Α., Καναδά, Αυστραλία, Ολλανδία) κατά τη διάρκεια της συγγραφής αυτής της διατριβής. Aυτονόητες θεωρώ τις ευχαριστίες µου προς τους φίλους µου Κοµνηνό, Αλέξη και Άκη, οι οποίοι όλα αυτά τα χρόνια παρακολουθούσαν µε το δικό τους τρόπο την εξέλιξη αυτής της διατριβής και µε εµψύχωναν αποφασιστικά. Ευχαριστώ από καρδιάς τη Fabiana, που έκανε όλα αυτά τα χρόνια ό,τι µπορούσε για να στηρίξει αυτή την προσπάθειά µου, συγχωρώντας παράλληλα την κατά διαστήµατα «µονοµανία» µου. Τέλος, το µεγαλύτερο ευχαριστώ το απευθύνω στην οικογένειά µου και ιδιαίτερα στους γονείς µου για τη συγκινητική, πολύπλευρη στήριξη που µου παρείχαν καθόλη τη διάρκεια διεξαγωγής αυτής της έρευνας. viii
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Πίνακας συντοµογραφιών... xiii Εισαγωγή... 1 1 ο µέρος: ΘΕΩΡΗΤΙΚΟ ΥΠΟΒΑΘΡΟ... 3 I. Aφασία και αγραµµατισµός... 5/7 1.1 Τι είναι αφασία τύποι αφασίας...... 7 1.2 Αγραµµατισµός και κυρίαρχες προσεγγίσεις... 11 1.2.1 Χαρακτηριστικά αγραµµατισµού... 11 1.2.2 Ερευνητικές προσεγγίσεις του αγραµµατισµού... 12 1.2.2.1 Γλωσσολογικές προσεγγίσεις του αγραµµατισµού... 13 1.2.2.1.1 Ερµηνείες φωνολογικού επιπέδου... 14 1.2.2.1.2 Ερµηνείες λεξικού/µορφολογικού επιπέδου... 16 1.2.2.1.3 Ερµηνείες συντακτικού επιπέδου... 23 1.2.2.2 Ψυχολογικές προσεγγίσεις του αγραµµατισµού... 31 1.3 Αγραµµατισµός: θεωρητικά συνεκτική κατηγορία ή όχι; Μελέτες περίπτωσης vs. µελέτες οµάδας...... 35 1.4 Μεταβλητές που επηρεάζουν την αγραµµατική επίδοση... 39 1.4.1 Αγραµµατισµός και συχνότητα... 41 1.4.2 Αγραµµατισµός και οµαλότητα... 42 1.5 Αξία διαγλωσσικών µελετών... 45 1.6 Η παρούσα µελέτη: αντικείµενο, στόχοι, θεωρητικό πλαίσιο... 48 II. Γλωσσολογικό και ψυχογλωσσολογικό υπόβαθρο... 51/53 2.1 Γλωσσολογικό υπόβαθρο... 53 2.1.1 Γενετική γραµµατική και λειτουργικές κατηγορίες... 53 2.1.1.1 Οι λειτουργικές κατηγορίες στην Ελληνική... 57 2.1.1.2 Συσχετισµός συντακτικού δέντρου Ελληνικής και υποθέσεων της ΥΑ... 63 2.1.1.3 Οι λειτουργικές κατηγορίες στο µινιµαλιστικό πρόγραµµα: ερµηνεύσιµα και µη ερµηνεύσιµα χαρακτηριστικά... 68 ix
2.2 Ψυχογλωσσολογικό υπόβαθρο... 73 2.2.1 Βραχυπρόθεσµη µνήµη και γλωσσική επεξεργασία... 73 2.2.1.1 Το µοντέλο των Baddeley και Hitch... 75 2.2.1.2 Το µοντέλο των Ν. Martin και Saffran... 77 2.2.1.3 Το µοντέλο των R. Martin, Lesch και Bartha... 80 2 ο µέρος: Η ΚΥΡΙΩΣ ΜΕΛΕΤΗ... 85 III. Συµπληρωµατικός δείκτης... 87/89 3.1 Θεωρητικό υπόβαθρο... 89 3.1.1 Συµπληρωµατικός δείκτης και συντακτική θεωρία... 89 3.1.2 Ερωτήσεις και συντακτική θεωρία... 90 3.1.3 Συµπληρωµατικός δείκτης και αγραµµατισµός: διαγλωσσική διερεύνηση των ερωτήσεων... 101 3.1.3.1 Η κατανόηση των ερωτήσεων στον αγραµµατισµό... 102 3.1.3.2 Η παραγωγή των ερωτήσεων στον αγραµµατισµό... 106 3.1.4 Συµπληρωµατικός δείκτης και ελληνικός αγραµµατισµός... 113 3.2 Μεθοδολογία... 115 3.2.1 Συµµετέχοντες... 115 3.2.2 Πειραµατικό υλικό: στόχοι, σχεδιασµός, διαδικασία... 121 3.2.2.1 οκιµασία δείξης οντότητας σε εικόνα... 121 3.2.2.2 οκιµασία εκµαίευσης wh-ερωτήσεων... 123 3.2.2.3 Κριτήρια βαθµολόγησης... 126 3.3 Αποτελέσµατα... 127 3.4 Συζήτηση... 131 IV. Άρνηση... 143/145 4.1 Θεωρητικό υπόβαθρο... 145 4.1.1 Άρνηση και συντακτική θεωρία... 145 4.1.1.1 Άρνηση και φραστική δοµή... 145 4.1.1.2 Η άρνηση στην Ελληνική... 152 4.1.1.2.1 Προτασιακή άρνηση... 152 4.1.1.2.2 Άρνηση συστατικού... 159 4.1.2 Άρνηση και αγραµµατισµός... 163 x
4.2 Μεθοδολογία... 168 4.2.1 Συµµετέχοντες... 168 4.2.2 Πειραµατικό υλικό: στόχοι, σχεδιασµός, διαδικασία... 169 4.2.2.1 οκιµασία κρίσης αληθειακής τιµής... 173 4.2.2.2 οκιµασία διάταξης συστατικών µε εικόνες... 175 4.2.2.3 οκιµασία διάταξης συστατικών χωρίς εικόνες... 178 4.2.2.4 Κριτήρια βαθµολόγησης... 181 4.3 Αποτελέσµατα... 186 4.3.1 Αποτελέσµατα ΑΒ... 186 4.3.2 Αποτελέσµατα ΓΘ... 190 4.3.3 Συνολικά αποτελέσµατα των ελληνόφωνων αγραµµατικών... 193 4.3.4 ιαγλωσσικά αποτελέσµατα άρνησης... 198 4.4 Συζήτηση... 208 4.4.1 Αγραµµατισµός και πολικότητα... 208 4.4.2 Η παράµετρος της συχνότητας του ρήµατος... 210 4.4.3 Η επίδραση της δοµικής πολυπλοκότητας... 211 4.4.4 Ανάλυση λαθών... 217 4.5 Συµπεράσµατα... 221 V. Χρόνος, Συµφωνία, Όψη... 225/227 5.1 Θεωρητικό υπόβαθρο... 227 5.1.1 Χρόνος, συµφωνία, όψη και συντακτική θεωρία... 227 5.1.2 Η µορφολογία του ρήµατος στην Ελληνική: χρόνος, συµφωνία και όψη... 227 5.1.3 Χρόνος, συµφωνία, όψη και αγραµµατισµός: διαγλωσσικά ευρήµατα... 228 5.1.4 Χρόνος, συµφωνία, όψη και ελληνικός αγραµµατισµός... 238 5.2 Μεθοδολογία... 245 5.2.1 Συµµετέχοντες... 245 5.2.2 Πειραµατικό υλικό: στόχοι, σχεδιασµός, διαδικασία... 245 5.2.2.1 οκιµασία συµπλήρωσης πρότασης: σχεδιασµός... 249 5.2.2.2 οκιµασία κρίσης γραµµατικότητας πρότασης: σχεδιασµός... 255 5.2.2.3 οκιµασία επανάληψης πρότασης: σχεδιασµός... 259 5.2.2.4 ιαδικασία διενέργειας δοκιµασιών συµπλήρωσης, xi
κρίσης γραµµατικότητας και επανάληψης πρότασης... 260 5.2.2.5 οκιµασία αντιστοίχισης πρότασης µε εικόνα... 264 5.2.2.6 Κριτήρια βαθµολόγησης... 266 5.3 Αποτελέσµατα... 269 5.3.1 Αποτελέσµατα δοκιµασίας συµπλήρωσης πρότασης... 269 5.3.1.1 Αποτελέσµατα δοκιµασίας συµπλήρωσης ως προς τις λειτουργικές κατηγορίες... 269 5.3.1.2 Αποτελέσµατα δοκιµασίας συµπλήρωσης ως προς τη συχνότητα και την οµαλότητα... 277 5.3.2 Αποτελέσµατα δοκιµασίας κρίσης γραµµατικότητας πρότασης... 281 5.3.2.1 Αποτελέσµατα δοκιµασίας κρίσης γραµµατικότητας ως προς τις λειτουργικές κατηγορίες... 281 5.3.2.2 Αποτελέσµατα δοκιµασίας κρίσης γραµµατικότητας ως προς τη συχνότητα και την οµαλότητα... 289 5.3.3 Αποτελέσµατα δοκιµασίας αντιστοίχισης πρότασης µε εικόνα... 291 5.3.4 Αποτελέσµατα δοκιµασίας επανάληψης πρότασης... 293 5.4 Συζήτηση/συµπεράσµατα... 298 5.4.1 Συζήτηση για τη δοκιµασία συµπλήρωσης πρότασης... 298 5.4.2 Συζήτηση για τη δοκιµασία κρίσης γραµµατικότητας πρότασης και για τη δοκιµασία αντιστοίχισης πρότασης µε εικόνα... 315 5.4.3 Συζήτηση για τη δοκιµασία επανάληψης πρότασης... 326 VI. Συνολικά συµπεράσµατα... 341/343 Βιβλιογραφικές αναφορές... 357 Πίνακας όρων... 381 Παραρτήµατα... 399 Παράρτηµα 1: οκιµασίες Σ... 401 Παράρτηµα 2: οκιµασίες Άρνησης... 404 Παράρτηµα 3: οκιµασίες Χρόνου, Συµφωνίας, Όψης... 407 Παράρτηµα 4: Εικόνα «Κλοπή µπισκότου»... 422 xii
ΠΙΝΑΚΑΣ ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΩΝ Α ΑΕΕ ΑΠ Α-Ρ-Υ Άρν Άρν βλ. δηλ. διάλ. ΕπιρΦ ΕΣ Ιταλ. ΚΑ ΚΛ µ.ό. n.s. ό.π. ΟΦ Όψη ΠροθΦ Προσδ Προσδ ΠΣ Ρ Ρ-Α-Υ ΡΦ Σ Σ Σ Τελ Σ Τροπ Συµφ Τελ. αντικείµενο αγγειακό εγκεφαλικό επεισόδιο αφετηριακή πρόταση Αντικείµενο-Ρήµα-Υποκείµενο Άρνηση κεφαλή (Φράσης) Άρνησης βλέπε δηλαδή διάλεκτος Επιρρηµατική Φράση ερώτηση-στόχος Ιταλικά Κυβέρνηση και Αναφορική έσµευση Κλίση µέσος όρος non significant (µη σηµαντική διαφορά) όπως/όπου παραπάνω Ονοµατική Φράση κεφαλή (Φράσης) Όψης Προθετική Φράση Προσδιοριστής κεφαλή (Φράσης) Προσδιοριστή πρόταση-στόχος ρήµα Ρήµα-Αντικείµενο-Υποκείµενο Ρηµατική Φράση Συµπληρωµατικός είκτης κεφαλή (Φράσης) Συµπληρωµατικού είκτη κεφαλή (Φράσης) Συµπληρωµατικού είκτη Τελεστή κεφαλή (Φράσης) Συµπληρωµατικού είκτη Τροπικότητας κεφαλή (Φράσης) Συµφωνίας τελεστής xiii
Υ ΥΑ Υ-Α-Ρ υποσ. Y-Ρ-Α ΦρΆρν ΦρΈγκλ ΦρΜέλ ΦρΟριστ ΦρΌψης ΦρΠροσδ ΦρΣ ΦρΣυµφ ΦρΧρν Χρν Χρν/ΚΛ [Χαρ, ΦρΆρν] [Χαρ, ΦρΌψης] [Χαρ, ΦρΣ ] [Χαρ, ΦρΣυµφ] [Χαρ, ΦρΧρν] υποκείµενο Υπόθεση της Αποκοπής του (Συντακτικού) έντρου Υποκείµενο-Αντικείµενο-Ρήµα υποσηµείωση Υποκείµενο-Ρήµα-Αντικείµενο Φράση Άρνησης Φράση Έγκλισης Φράση Μέλλοντα Φράση (µη) Οριστικότητας Φράση Όψης Φράση Προσδιοριστή Φράση Συµπληρωµατικού είκτη Φράση Συµφωνίας Φράση Χρόνου κεφαλή (Φράσης) Χρόνου Χρόνος/Κλίση Χαρακτηριστής Φράσης Άρνησης Χαρακτηριστής Φράσης Όψης Χαρακτηριστής Φράσης Συµπληρωµατικού είκτη Χαρακτηριστής Φράσης Συµφωνίας Χαρακτηριστής Φράσης Χρόνου xiv
Εισαγωγή Αντικείµενο της παρούσας µελέτης είναι η διερεύνηση της υπόστασης των λειτουργικών κατηγοριών στα ελληνόφωνα άτοµα µε αγραµµατισµό. Ειδικότερα, οι προς διερεύνηση λειτουργικές κατηγορίες είναι o συµπληρωµατικός δείκτης (Σ ), η άρνηση, η συµφωνία, ο χρόνος και η όψη. Ο έλεγχος αυτών των κατηγοριών, που αφορά τόσο την παραγωγή όσο και την κατανόηση, πραγµατοποιείται µέσω της διενέργειας µιας σειράς από δοµηµένες δοκιµασίες, όπως είναι η δοκιµασία εκµαίευσης ερωτήσεων, η δοκιµασία διάταξης συστατικών, η δοκιµασία κρίσης αληθειακής τιµής, η δοκιµασία συµπλήρωσης πρότασης, η δοκιµασία κρίσης γραµµατικότητας πρότασης κ.ά. Επίσης, πέρα από τις παραπάνω λειτουργικές κατηγορίες, εξετάζεται και η επίδραση άλλων παραµέτρων στην αγραµµατική επίδοση, όπως είναι η συχνότητα και η (µορφολογική) οµαλότητα του ρήµατος, καθώς και η δοµική πολυπλοκότητα της πρότασης. Το θεωρητικό πλαίσιο αυτής της µελέτης, πέρα από τις έννοιες που συνδέονται µε την αφασία και τον αγραµµατισµό και πέρα από τα ευρήµατα και πορίσµατα των σχετικών νευρογλωσσολογικών ερευνών που έχουν πραγµατοποιηθεί, έχει διττή ταυτότητα: τη γλωσσολογική και την ψυχολογική. Γλωσσολογικό υπόβαθρο αποτελεί το ευρύτερο πλαίσιο της γενετικής γραµµατικής, όπως αυτό ορίζεται βάσει των πιο πρόσφατων εκδοχών της: του προτύπου κυβέρνησης και αναφορικής δέσµευσης (Chomsky, 1981, 1986α,β) και του µινιµαλιστικού προγράµµατος (Chomsky, 1993, 1994, 1995α,β, 2000, 2001). Το ψυχολογικό υπόβαθρο συγκροτείται από τις σχετικές έννοιες που απαντούν στη βιβλιογραφία (π.χ. ενεργοποίηση αναπαραστάσεων, πόροι επεξεργασίας, βραχυπρόθεσµη µνήµη ή µνήµη εργασίας κ.λπ.), καθώς και από κάποια µοντέλα της βραχυπρόθεσµης µνήµης που είτε άσκησαν µεγάλη επίδραση στο πεδίο της νευροψυχολογίας (π.χ. Baddeley & Hitch, 1974) είτε εστιάζουν ειδικότερα στη γλώσσα, αποτελώντας έτσι χρήσιµα εργαλεία ανάλυσης των αγραµµατικών δεδοµένων (π.χ. Ν. Martin & Saffran, 1992, 1997 R. Martin, Lesch & Bartha, 1999). Αυτή η εργασία, µε την εξέταση των λειτουργικών κατηγοριών στον ελληνικό αγραµµατισµό, φιλοδοξεί µεταξύ άλλων να εµπλουτίσει τη βάση των σχετικών δεδοµένων που αφορούν ειδικότερα την Ελληνική, καθώς και να ενισχύσει το διαγλωσσικό έλεγχο της εγκυρότητας διάφορων ερµηνειών του αγραµµατισµού που έχουν προταθεί µέχρι σήµερα (όπως είναι, µεταξύ άλλων, η υπόθεση της αποκοπής του (συντακτικού) δέντρου (Friedmann & Grodzinsky, 1997) και η υπόθεση της διαταραχής 1
των ερµηνεύσιµων χαρακτηριστικών (Nanousi, Masterson, Druks & Atkinson, 2006 Varlokosta, Valeonti, Kakavoulia, Lazaridou, Economou & Protopapas, 2006). ιάρθρωση της διατριβής Η παρούσα διατριβή αποτελείται από δύο µέρη και συνολικά από έξι κεφάλαια. Στο πρώτο µέρος δίνεται το θεωρητικό υπόβαθρο της µελέτης, ενώ στο δεύτερο µέρος παρουσιάζεται η καθαυτή πειραµατική µελέτη. Αναλυτικότερα, το πρώτο µέρος αποτελείται από δύο κεφάλαια. Το πρώτο κεφάλαιο εισάγει βασικές έννοιες της αφασιολογίας (π.χ. ορισµό και χαρακτηριστικά τύπων αφασίας και, ειδικότερα, του αγραµµατισµού, µεταβλητές που επηρεάζουν την αφασική/αγραµµατική επίδοση κ.ά.), επιχειρεί µια σύντοµη παρουσίαση των κύριων ερευνητικών προσεγγίσεων στον αγραµµατισµό, όπως αυτές αποτυπώνονται στη σχετική βιβλιογραφία, και παρουσίαζει το ειδικότερο αντικείµενο της παρούσας µελέτης. Στο δεύτερο κεφάλαιο ολοκληρώνεται η παρουσίαση του θεωρητικού πλαισίου αυτής της έρευνας, καθώς σε αυτό δίνονται τα βασικά στοιχεία του γλωσσολογικού και του ψυχολογικού υποβάθρου αυτής της έρευνας. Η κυρίως µελέτη, στην οποία, όπως προαναφέρεται, είναι αφιερωµένο το δεύτερο µέρος αυτής της διατριβής, παρουσιάζεται σε τέσσερα κεφάλαια. Συγκεκριµένα, το τρίτο κεφάλαιο της διατριβής είναι αφιερωµένο στο Σ, το τέταρτο στην άρνηση και το πέµπτο στο χρόνο, τη συµφωνία και την όψη. Οι τρεις τελευταίες λειτουργικές κατηγορίες παρουσιάζονται µαζί στο ίδιο κεφάλαιο, επειδή αποτελούν τµήµα της µορφολογίας του ελληνικού ρήµατος και, επιπλέον, στις περισσότερες από τις σχετικές δοκιµασίες αυτές οι κατηγορίες συνεξετάζονται (βλ. ενότητες 5.2.2.1, 5.2.2.2 και 5.2.2.3). Στο έκτο και τελευταίο κεφάλαιο παρατίθενται τα τελικά συµπεράσµατα αυτής της έρευνας. Αξίζει, τέλος, να σηµειωθεί πως τα τρία πρώτα κεφάλαια της κυρίως µελέτης, δηλαδή το τρίτο, το τέταρτο και το πέµπτο, εµφανίζουν ανάλογη δοµή. Στο καθένα δηλαδή από αυτά παρουσιάζεται το ειδικότερο θεωρητικό υπόβαθρο που είναι άµεσα συναφές µε το αντικείµενο του κάθε κεφαλαίου (σχετική βιβλιογραφική ε- πισκόπηση και παρουσίαση του ειδικότερου γλωσσολογικού υποβάθρου), η µεθοδολογία που ακολουθείται, τα αποτελέσµατα και η συζήτηση των αποτελεσµάτων µε τα επιµέρους συµπεράσµατα. 2
1o µέρος: ΘΕΩΡΗΤΙΚΟ ΥΠΟΒΑΘΡΟ 3
4
I. ΑΦΑΣΙΑ ΚΑΙ ΑΓΡΑΜΜΑΤΙΣΜΟΣ 5
6
I. Αφασία και αγραµµατισµός 1.1 Τι είναι αφασία τύποι αφασίας Ο όρος αφασία (aphasia) αναφέρεται σε οποιαδήποτε γλωσσική διαταραχή, η οποία εµφανίζεται ως αποτέλεσµα εγκεφαλικής βλάβης (Harley, 2001: 23). Αυτή συνήθως οφείλεται σε εγκεφαλικό επεισόδιο, αλλά µπορεί να προκληθεί και από εγκεφαλική βλάβη ή από παθήσεις του εγκεφάλου όπως ο όγκος (Mesulam, 2000: 296 De Roo, 1999: 1). Η αφασία µπορεί να εµπλέκει κάποια/κάποιες ή και όλες τις γλωσσικές τροπικότητες (modalities), δηλαδή την παραγωγή και την κατανόηση προφορικού και γραπτού λόγου (Harley, 2001: 23). Ο τρόπος µε τον οποίο εκδηλώνεται η κάθε γλωσσική διαταραχή είναι συνάρτηση του τύπου και της σοβαρότητας της αφασίας. H πλειονότητα των ερευνητών (βλ. µεταξύ άλλων Goodglass, 1993 Benson & Ardila, 1996 Dronkers & Larsen, 2001) συµφωνεί πως οι βασικοί τύποι αφασίας είναι εφτά: α) η αφασία τύπου Broca (Broca s aphasia), β) η αφασία τύπου Wernicke (Wernicke s aphasia), γ) η ανοµική α- φασία (anomic aphasia), δ) η καθολική αφασία (global aphasia), ε) η επαγωγική αφασία (conduction aphasia), στ) η διαφλοιική αισθητηριακή αφασία (tsanscortical sensoric aphasia) και ζ) η διαφλοιική κινητική αφασία (tsanscortical motoric aphasia). Θα σταθώ µόνο στους πρώτους τρεις τύπους αφασίας, καθώς οι δύο πρώτοι συγκροτούν την πιο διαδεδοµένη διάκριση στη βιβλιογραφία (αφασία τύπου Broca vs. αφασία τύπου Wernicke) (De Roo, 1999: 2 Harley, 2001: 376), ενώ την ανοµική αφασία θα τη συναντήσουµε και στη συνέχεια αυτής της µελέτης. Καταρχάς, σε ότι αφορά τους δύο πρώτους τύπους αφασίας, αυτοί αναφέρονται σε δύο σύνδροµα 1 (syndromes) όπως είχε θεωρηθεί τουλάχιστον παλιότερα και όπως αποδέχεται ακόµη και σήµερα µια µεγάλη οµάδα (αν όχι η πλειονότητα των) ε- ρευνητών (βλ. ενότητα 1.3) τα οποία προκύπτουν ως απόρροια βλάβης σε διαφορετικά τµήµατα του αριστερού ηµισφαιρίου (Harley, 2001: 376). Η αφασία τύπου Broca θεωρείται πως προκαλείται από βλάβη στο τµήµα που τυπικά ονοµάζεται περιοχή Broca και που βρίσκεται στο εµπρόσθιο τµήµα του εγκεφάλου, στο µετωπιαίο λοβό (frontal lobe) (ό.π.) συγκεκριµένα, πρόκειται για το οπίσθιο τµήµα της τρίτης (κατώτερης) µετωπιαίας έλικας (frontal gyrus) (τµήµα που αντιστοιχεί στις κατά Brodmann 1 Ο όρος σύνδροµο αναφέρεται σε κάποιο σύµπλεγµα συµπτωµάτων τα οποία (συµπτώµατα) κατά κανόνα συνεµφανίζονται ως απόρροια ενός µόνο υποκείµενου αιτίου (Harley, 2001: 376, 425). 7
περιοχές 44 και 45), ακριβώς µπροστά από την κινητική περιοχή που ελέγχει τη φωνητήρια οδό (vocal tract) 2 (βλ. σχήµα 1.1) (Kean, 1977: 12). Η αφασία τύπου Wernicke γενικά συνδέεται µε µια βλάβη στην περιοχή Wernicke (κατά Brodmann περιοχή 22), η οποία βρίσκεται προς το οπίσθιο τµήµα του εγκεφάλου, στον οπίσθιο κροταφικό λοβό (temporal lobe) και συγκεκριµένα στον ακουστικό συνειρµικό φλοιό (auditory association cortex), που βρίσκεται δίπλα στον ακουστικό φλοιό (auditory cortex) (έλικα του Heschl) (βλ. σχήµα 1.1) (ό.π.). Σύµφωνα µε το τρέχον επίπεδο γνώσης, η αφασία τύπου Broca χαρακτηρίζεται από µη ρέοντα και κοπιώδη λόγο, από δυσκολίες στην εύρεση λέξης (κυρίως στον ελεύθερο λόγο παρά στις δοκιµασίες κατονοµασίας εικόνας (picture naming tasks)), από προβλήµατα στην επανάληψη, την ανάγνωση και τη γραφή και από έλλειψη γραµµατικών δεικτών (grammatical markers). Επίσης, συχνά παρατηρούνται εµφανείς δυσκολίες στην άρθρωση (ή απλά «αδέξια/παράξενη» άρθρωση) και µειωµένη ικανότητα στη διάταξη των λέξεων. Επιπλέον, όπως δείχνουν, µεταξύ άλλων ανάλογων ε- ρευνών, και αυτές των Caplan και Hildebrandt (1988) και των Caramazza και Zurif (1976), οι αφασικοί τύπου Broca µπορούν µεν να συµµετέχουν σε συζητήσεις στο βαθµό που κατανοούν µεµονωµένες λέξεις, ωστόσο έχουν σηµαντική δυσκολία στην κατανόηση σύνθετων γραµµατικών δοµών. 3 Σε κάθε περίπτωση, ωστόσο, οι αφασικοί τύπου Broca θεωρείται πως έχουν καλύτερη επίδοση στην κατανόηση απ ό,τι στην παραγωγή. Τέλος, συχνά οι αφασικοί τύπου Broca παρουσιάζουν και κάποιο βαθµό φωνολογικής ή βαθιάς δυσλεξίας (pholonological vs. deep dyslexia) (Goodglass, 1993: 209-210 Dronkers & Larsen, 2001: 21 Harley, 2001: 377). 2 Όπως επισηµαίνουν ωστόσο οι Dronkers και Larsen (2001: 21), υπάρχουν µελέτες που δείχνουν πως ο συσχετισµός της αφασίας τύπου Broca και της περιοχής Broca δεν είναι αξιόπιστος, καθώς έχουν αναφερθεί αρκετές περιπτώσεις όπου η βλάβη στην κλασική περιοχή Broca από µόνη της δεν ήταν ι- κανή να προκαλέσει τον οµώνυµο τύπο αφασίας (π.χ. Brown-Sequard, 1877 Moutier, 1908). Αντίθετα, όπως αποκάλυψε µια σχετική βιβλιογραφική επισκόπηση του Mohr (1976), για να προκληθεί µη παροδική αφασία τύπου Broca είναι απαραίτητη µια πολύ ευρύτερη βλάβη, η οποία θα πρέπει να περιλαµβάνει και παρακείµενες µετωπιαίες περιοχές µε την υποκείµενη λευκή ουσία (white matter), τη νήσο του Rail (Isle of Rail ή insula), και τον εµπρόσθιο βρεγµατικό λοβό (anterior parietal lobe). Όταν υ- πάρχει βλάβη µόνο στην περιοχή του Broca, αυτή προκαλεί µόνο µια πρόσκαιρη αλαλία (mutism), η ο- ποία υποχωρεί µετά από διάστηµα τριών µε έξι εβδοµάδων (Dronkers & Larsen, 2001: 21). 3 Αναφορικά µε την τροπικότητα της κατανόησης, οι Heilman και Scoles (1976) βάσει των πειραµατικών τους δεδοµένων υποστηρίζουν πως τα άτοµα µε αφασία τύπου Broca δεν έχουν πρόβληµα µόνο στην παραγωγή µορφηµάτων κλειστής τάξης (closed class morphemes) αλλά και στην κατανόησή τους. 8
Σχήµα 1.1 (από Kean, 1977: 12) Η αφασία τύπου Wernicke χαρακτηρίζεται από ρέοντα λόγο µε σωστή προσωδία και επιτονισµό και συχνά µε µεγάλες προτάσεις που περιλαµβάνουν ποικίλες συντακτικές δοµές (De Roo, 1999: 3), αλλά και από σοβαρή διαταραχή στην κατανόηση, διαταραχή στην αντιστοίχιση των λέξεων µε τις σηµασίες τους, απώλεια πολλών λέξεων που είναι απαραίτητες για τη µετάδοση γλωσσικών µηνυµάτων, συχνές παραφασίες (paraphasias), δηλαδή (προφορικές) υποκαταστάσεις λέξεων, και νεολογισµούς (neologisms), µέτρια έως µεγάλη δυσκολία στην επανάληψη και στην κατονο- µασία λέξης (naming) και διαταραγµένη ανάγνωση και γραφή (Dronkers & Larsen, 2001: 26 Harley, 2001: 377). Σύµφωνα µε τον Harley (2001: 378), οι δύο παραπάνω τύποι αφασίας διαχωρίζονται στη βάση δύο παραµέτρων: α) καλά διατηρηµένη vs. διαταραγµένη κατανόηση και β) διαθεσιµότητα ή όχι των γλωσσικών συστατικών που είναι υπεύθυνα για τη σύνταξη. Η παραπάνω διάκριση αφορά κυρίως το συσχετισµό µεταξύ των χαρακτηριστικών του διαταραγµένου λόγου και των ανατοµικών περιοχών του εγκεφάλου (ό.π.). Εδώ και κάποια χρόνια θεωρείται πιο χρήσιµη η διάκριση µεταξύ ρέουσας και µη ρέουσας αφασίας (fluent vs. non-fluent aphasia), τύποι αφασίας που χαρακτηρίζονται από ρέοντα ή µη ρέοντα λόγο αντίστοιχα, ενώ προτείνεται και ο διαχωρισµός των αφασικών µε βάση την παρουσία ή απουσία διαταραχής στην κατανόηση (ό.π.). Σηµειώνεται ωστόσο πως κανένα ταξινοµικό σχήµα (classification scheme) δεν είναι 9
τέλειο, καθώς πάντα υπάρχουν ασθενείς-εξαιρέσεις που διαπερνούν τις κατηγορίες, δηλαδή τους τύπους της αφασίας (ο Harley παραπέµπει σχετικά στον Schwartz, 1984). Αξίζει να επισηµανθεί, τέλος, πως η πρώτη παράµετρος που παραθέτει ο Harley, δηλαδή η διάκριση καλά διατηρηµένης και διαταραγµένης κατανόησης, που αναφέρεται στην αφασία τύπου Broca και στην αφασία τύπου Wernicke αντίστοιχα, είναι αµφιλεγόµενη, καθώς, όπως προαναφέρεται, οι αφασικοί τύπου Broca έχουν σηµαντική δυσκολία στην κατανόηση σύνθετων γραµµατικών δοµών. Επιπλέον, σύµφωνα µε τον Caplan (1991: 277), η γενική εντύπωση πως οι αφασικοί τύπου Broca 4 έχουν σχετικά καλή κατανόηση οφείλεται στο γεγονός πως αυτοί, αν και παρουσιάζουν διαταραχή και σε αυτή την τροπικότητα, εφαρµόζουν ωστόσο συχνά αντισταθµιστικές στρατηγικές. Αυτοί δηλαδή, σύµφωνα µε τον Caplan (ό.π.) χρησιµoποιούν ευριστικές (heuristic), µη γλωσσικές (αλλά ευρύτερα γνωστικές/πραγµατολογικές) στρατηγικές, για να συνάγουν το νόηµα των προτάσεων. Η εφαρµογή αυτών των στρατηγικών έχει τα καλύτερα αποτελέσµατα όποτε βοηθούν οι πραγµατολογικές παράµετροι, π.χ. ό- ταν οι προτάσεις που συναντούν οι αγραµµατικοί δεν είναι σηµασιολογικά αναστρέψιµες. Αντίθετα, όταν αυτοί καλούνται να χειριστούν σηµασιολογικά αναστρέψιµες προτάσεις, τότε βάσει των ευριστικών/γνωστικών στρατηγικών τους έχουν πολύ καλύτερη επίδοση στις ενεργητικές παρά στις παθητικές δοµές. Έτσι συµπεραίνει ο Caplan (ό.π.) η τακτική του να ερµηνεύονται παθολογικές επιδόσεις ως άµεσες α- νακλάσεις ειδικών διαταραχών στο σύστηµα της γλωσσικής επεξεργασίας είναι παραπλανητική, καθώς οι επιδόσεις των ασθενών, πέρα από το ότι αντανακλούν ως ένα βαθµό τις διαταραχές του γλωσσικού συστήµατος, αποτελούν και το προϊόν της λειτουργίας αντισταθµιστικών µηχανισµών, οι οποίοι τίθενται σε εφαρµογή παρουσών των διαταραχών. Τέλος, η ανοµική αφασία χαρακτηρίζεται από προβλήµατα στην εύρεση της λέξης, από σχετικά ρέοντα λόγο και από ικανοποιητική κατανόηση και επανάληψη. Η ανοµία, ανάλογα µε τα ιδιαίτερα συµπτώµατά της, µπορεί να οφείλεται σε βλάβη είτε στις πρόσθιες είτε στις οπίσθιες περιοχές του εγκεφάλου. Για παράδειγµα βλάβες στις πλαγιοπίσθιες µετωπιαίες περιοχές (dorsolateral frontal regions) µπορεί να προκαλέσει δυσκολία στην κατονοµασία αντικειµένων τόσο σε δοµηµένες δοκιµασίες κατονοµασίας όσο και στον αυθόρµητο λόγο. Στην προσπάθειά τους να βρουν την 4 Συγκεκριµένα, ο Caplan κάνει αναφορά σε αγραµµατικούς (agrammatics). Όπως θα δούµε ωστόσο και στη συνεχεια, η αφασία τύπου Broca συνδέεται στενά µε τον αγραµµατισµό (agrammatism), καθώς η πλειονότητα των αφασικών τύπου Broca εµφανίζει και αγραµµατισµό (Goodglass, 1993: 210). 10
κατάλληλη λέξη (τη λέξη-στόχο) οι ανοµικοί µε τη συγκεκριµένη βλάβη, συνήθως παράγουν κάποια συνώνυµη λέξη. Αντίθετα, οι ανοµικοί των οποίων η βλάβη εντοπίζεται στις οπίσθιες περιοχές του εγκεφάλου έχουν την τάση, αντί για συνώνυµες λέξεις, να παράγουν εντελώς διαφορετικές και µη σχετιζόµενες σηµασιολογικά (µε τις λέξεις-στόχους) λέξεις (Dronkers & Larsen, 2001: 28). 1.2 Αγραµµατισµός και κυρίαρχες προσεγγίσεις 1.2.1 Χαρακτηριστικά αγραµµατισµού Όπως προαναφέρεται, ο αγραµµατισµός συνδέεται στενά µε την αφασία τύπου Broca, καθώς κατά κανόνα εµφανίζεται στα άτοµα µε αυτόν τον τύπο της αφασίας. Με τον όρο αγραµµατισµός, που προσδιορίζεται κυρίως στη βάση της τροπικότητας της παραγωγής (Goodglass & Menn, 1985: 2), γίνεται αναφορά στο είδος του λόγου που χαρακτηρίζεται από την απλούστευση της γραµµατικής δοµής (De Roo, 1999: 2). Ειδικότερα, όπως αναφέρουν οι de Bleser και Luzzatti (1994: 21-22) και οι Goodglass και Menn (1985: 1-2) κατά τους Tissot, Mounin και Lhermitte (1973) τέσσερα είναι τα κύρια χαρακτηριστικά του αγραµµατισµού: 1. Η διαγραφή των λειτουργικών λέξεων (function words) από το λόγο, δηλαδή η διαγραφή των συνδέσµων, των προθέσεων, των άρθρων, των αντωνυµιών, των βοηθητικών και των συνδετικών ρηµάτων. 2. Η κυρίαρχη χρήση των µη λειτουργικών, λεξικών κατηγοριών (lexical categories), όπως είναι τα ουσιαστικά και τα ρήµατα και η υπεροχή των πρώτων έναντι των δεύτερων, σε κάποιες µορφές αγραµµατικού λόγου τουλάχιστον. 3. Η απώλεια της ρηµατικής κλίσης (verbal inflection) και η υποκατάσταση των παρεµφατικών (finite) ρηµατικών τύπων µε τα αντίστοιχα απαρέµφατα ή µετοχές, των οποίων η χρήση εµφανίζεται συστηµατική. 4. Η απώλεια των κλιτικών µορφηµάτων (inflectional morphemes) που κωδικοποιούν τη συµφωνία ως προς το πρόσωπο και τον αριθµό, καθώς και το γένος. Όπως επισηµαίνουν οι de Bleser και Luzzatti (1994: 22), σε αυτό τον ορισµό του αγραµµατισµού στηρίχτηκαν οι πρώιµες γλωσσολογικές ερµηνείες του (Kean, 1977 Lapointe, 1985). Στη συνέχεια, ωστόσο, βάσει των διαγλωσσικών ευρηµάτων αποδείχτηκε πως ο αγραµµατισµός δεν εκδηλώνεται µε τον ίδιο τρόπο σε όλες τις 11
γλώσσες, καθώς o τρόπος εκδήλωσής του αποτελεί συνάρτηση των ειδικών χαρακτηριστικών ή περιορισµών που θέτει η κάθε γλώσσα. Για παράδειγµα, έχει βρεθεί πως σε πολλές γλώσσες δεν παρατηρείται παράλειψη, αλλά υποκατάσταση επιθηµάτων (Menn & Obler, 1990α,β Bates & Wulfeck, 1989 Kehayia, 1990). Πρόκειται για γλώσσες, όπως π.χ. η Ελληνική και η Ιταλική, όπου η παράλειψη του επιθήµατος δεν οδηγεί σε µορφήµατα που µπορούν να σταθούν ανεξάρτητα στο λόγο (δηλ. σε ελευθερώσιµα 5 µορφήµατα/λέξεις). Για παράδειγµα, ενώ η παράλειψη του κλιτικού επιθήµατος ed από το ρηµατικό τύπο walked της Αγγλικής έχει ως αποτέλεσµα το γραµµατικό, ελευθερώσιµο τύπο walk, ο οποίος ασφαλώς και αποτελεί λέξη (που µορφολογικά ταυτίζεται είτε µε το απαρέµφατο είτε µε τον αντίστοιχο τύπο στον ενεστώτα (για όλα τα πρόσωπα και αριθµούς πλην του τύπου του γ' ενικού προσώπου ε- νικού αριθµού)), η παράλειψη του κλιτικού επιθήµατος σα [sa] από το ρηµατικό τύπο της Ελληνικής χόρεψα [xόrepsa] οδηγεί στον εµφανώς µη ελευθερώσιµο τύπο [xόrep], o οποίος αποτελεί θέµα (stem) και όχι λέξη. Όπως επισηµαίνουν σχετικά οι de Bleser και Luzzatti (1994: 22), η παρουσία µη λέξεων (όπως είναι τα θέµατα) στο λόγο θα παραβίαζε το φίλτρο του Lasnik (Baker, 1988), σύµφωνα µε το οποίο το µορφολογικό πλαίσιο υποκατηγοριοποίησης (morphological subcategorization frame) ενός λεξικού στοιχείου θα πρέπει να είναι συµπληρωµένο στη δοµή επιφανείας (ή επιφανειακή δοµή) (surface structure). 1.2.2 Ερευνητικές προσεγγίσεις του αγραµµατισµού Έχουν επιχειρηθεί διαφόρων ειδών ερµηνείες του αγραµµατισµού. Καταρχάς, υπάρχουν ερµηνείες που διατυπώνονται εντός ενός γλωσσολογικού θεωρητικού πλαισίου, όπως είναι η γενετική γραµµατική (Generative Grammar) (Chomsky, 1981, 1986, 1993, 1994, 1995, 2000), και άλλες που δίνουν βαρύτητα σε καθαρά ψυχολογικές έννοιες, όπως είναι οι πόροι επεξεργασίας (processing resources), η µνήµη εργασίας (working memory), η πρόσβαση (access), η ενεργοποίηση (activation), ο (απο)συγχρονισµός ((de)synchronization) κ.λπ. Οι ερµηνείες του αγραµµατισµού που έχουν προταθεί µέχρι σήµερα διακρίνονται σε ερµηνείες αναπαράστασης (representational accounts) (π.χ. Wenzlaff & Clashen, 2004 Nanousi, Masterson, Druks & Atkinson, 5 Για τον όρο ελευθερώσιµο µόρφηµα, βλ. Αναστασιάδη-Συµεωνίδη (1986: 50). 12
2006 για αναλυτικότερη παρουσίαση αυτών αλλά και άλλων ερµηνειών αναπαράστασης, βλ. την ενότητα 1.2.2.1) και σε ερµηνείες επεξεργασίας (processing accounts) (π.χ. Hagiwara, 1995 Kolk, 1998 Crain, Ni & Shankweiler, 2001 Kok et al., 2007 για αναλυτικότερη παρουσίαση αυτών, καθώς και άλλων ερµηνειών επεξεργασίας, βλ. τις ενότητες 1.2.2.1 και 1.2.2.2). Σύµφωνα µε τις πρώτες ο αγραµµατισµός οφείλεται σε προβληµατικές αναπαραστάσεις (representations), δηλαδή στη µερική απώλεια της γραµµατικής γνώσης (σε κάποιους τοµείς και για κάποια στοιχεία τουλάχιστον)), ενώ σύµφωνα µε τις δεύτερες ο αγραµµατισµός οφείλεται σε προβλήµατα µειωµένων πόρων επεξεργασίας που συχνά εµποδίζουν την πρόσβαση ή την κατάλληλη επεξεργασία της γραµµατικής γνώσης. 6 Αξίζει να σηµειωθεί ότι η διάκριση µεταξύ γλωσσολογικών και ψυχολογικών προσεγγίσεων δεν αντανακλά πάντα τη διάκριση µεταξύ ερµηνειών αναπαράστασης και ερµηνειών επεξεργασίας, καθώς όπως θα φανεί και στη συνέχεια υπάρχουν αρκετές ερµηνείες που ενσωµατώνουν στοιχεία τόσο από το γλωσσολογικό όσο και από το ψυχολογικό υπόβαθρο. Για παράδειγµα, υπάρχουν αρκετές ερµηνείες επεξεργασίας που απορρέουν από κάποια δοµική περιγραφή του αγραµµατισµού, η οποία θεµελιώνεται σε γλωσσολογικές έννοιες και σε κάποιο «συµπαγές» γλωσσολογικό θεωρητικό πλαίσιο (π.χ. Hagiwara, 1995 Ouhalla, 1993 Avrutin, 2000 βλ. ενότητες 1.2.2.1.3 και 1.2.2.2). 1.2.2.1 Γλωσσολογικές προσεγγίσεις του αγραµµατισµού Αναφορικά µε τις γλωσσολογικές προσεγγίσεις του αγραµµατισµού, έχουν προταθεί ερµηνείες που εµπλέκουν διάφορα επίπεδα γλωσσικής ανάλυσης: το φωνολογικό (π.χ. Kean, 1977), το λεξικό/µορφολογικό (π.χ. Bradley, 1978 Miceli & Caramazza, 6 Κατά τους de Bleser, Burchert και Rausch (2005: 36) οι προσεγγίσεις που προτείνουν ερµηνείες αναπαράστασης ως υποκείµενη διαταραχή του αγραµµατισµού υποθέτουν τη µερική απώλεια είτε των γραµµατικών δοµών είτε των διαδικασιών (processes) που εκτελούνται κατά την παραγωγή και/ή την κατανόηση. Κατά την άποψή µου ωστόσο που πιστεύω πως απηχεί και το γενικότερο πνεύµα του µεγαλύτερου µέρους της σχετικής βιβλιογραφίας οποιαδήποτε ερµηνεία προτείνει πως υπάρχει πρόβλη- µα σε (κάποια ή κάποιες από) αυτές τις διαδικασίες (π.χ. µετακίνηση ρήµατος, συγχώνευση (merge)) α- ποτελεί ερµηνεία επεξεργασίας και όχι ερµηνεία αναπαράστασης. Κι αυτό διότι η «µερική απώλεια» κάποιων γλωσσικών διαδικασιών, δηλαδή η αδυναµία εκτέλεσής τους, οφείλεται σύµφωνα µε τις ερ- µηνείες επεξεργασίας στους µειωµένους υπολογιστικούς πόρους. Μόνο η απώλεια της γνώσης για την ύπαρξη αυτών των διαδικασιών και για την ανάγκη εκτέλεσής τους θα µπορούσε να θεωρηθεί συµβατή µε µια ερµηνεία αναπαράστασης. 13
1988 Penke, 2003 Kehayia, 1990 Kehayia & Jarema, 1991 Tsapkini, Jarema & Kehayia, 2001, 2002α,β) και το συντακτικό (π.χ. Ouhalla, 1993 Hagiwara, 1995 Friedmann & Grodzinsky, 1997 Wenzlaff & Clashen, 2004, 2005 Burchert, Swoboda- Moll & de Bleser, 2005 Varlokosta, Valeonti, Kakavoulia, Lazaridou, Economou & Protopapas, 2006 Gavarrò & Martínez-Ferreiro, 2007). 1.2.2.1.1 Ερµηνείες φωνολογικού επιπέδου Από τους πρώτους που επιχείρησαν µια γλωσσολογική προσέγγιση εντός του θεωρητικού πλαισίου της γενετικής γραµµατικής το οποίο θεµελιώθηκε από τον Chomsky (1957 και µετέπειτα έργο του) ήταν η Kean (1977). 7 Αυτή υποστήριξε πως o αγραµ- µατισµός αποτελεί φωνολογική διαταραχή, καθώς διαχώρισε τα στοιχεία που παραλείπονται στον αγραµµατισµό από αυτά που διατηρούνται βάσει των φωνολογικών τους ιδιοτήτων. Συγκεκριµένα, αξιοποίησε τη διάκριση ανάµεσα σε φωνολογικές λέξεις (phonological words) και σε κλιτικά στοιχεία (clitics) και υποστήριξε πως οι α- γραµµατικοί δεν έχουν πρόβληµα µε τις πρώτες, αλλά µε τα δεύτερα. Κλιτικά στοιχεία, κατά την Kean (1977: 20-21), αποτελούν οι (ανεξάρτητες) λειτουργικές λέξεις και τα δεσµευµένα µορφήµατα (bound morphemes) µε χαλαρό προσφυµατικό όριο (#), δηλαδή τα προσφύµατα (affixes), προθήµατα (prefixes) ή επιθήµατα (suffixes), που εφαρµόζονται σε λέξεις (word-boundary morphemes). Αυτά τα µορφήµατα δεν επηρεάζουν τον τόνο της λέξης (για παράδειγµα βλ. παρακάτω) (Kean, 1977: 22). Όπως επισηµαίνεται ωστόσο, υπάρχουν και τα δεσµευµένα µορφή- µατα µε ισχυρό προσφυµατικό όριο (+), 8 τα οποία εφαρµόζονται σε µη ελευθερώσιµα µορφήµατα/θέµατα (non word-boundary morphemes), δηλαδή σε µορφήµατα που δεν µπορούν να σταθούν µόνα τους στο λόγο ως λέξεις. Αυτά τα µορφήµατα δεν είναι κλιτικά στοιχεία, καθώς παίζουν σηµαντικό ρόλο στον καθορισµό της θέσης του τόνου (ό.π.). Ως παραδείγµατα επιθηµάτων που εφαρµόζονται σε λέξη ή σε µη ελευθερώσιµο µόρφηµα/θέµα η Kean (ό.π.) φέρνει µεταξύ άλλων τα ness και ive της 7 Όπως αναφέρει ο Grodzinsky (1990: 47-48), οι Goodglass και Hunt (1958) ήταν oι πρώτοι που χρησιµοποίησαν το θεωρητικό πλαίσιο της γενετικής γραµµατικής (όπως είχε προταθεί από τον Chomsky το 1957), προκειµένου να ερµηνεύσουν το εύρηµα σύµφωνα µε το οποίο οι αγγλόφωνοι αγραµµατικοί παραλείπουν σπανιότερα το κλιτικό µόρφηµα s του πληθυντικού αριθµού απ ό,τι το κτητικό µόρφηµα s ( s), αν και τα δύο µορφήµατα είναι οµόηχα. 8 ανείζοµαι τους όρους χαλαρό (weak) και ισχυρό (strong) προσφυµατικό όριο από την Kehayia (1990: 8). 14
Αγγλικής αντίστοιχα, π.χ. definite#ness, definit+ive στην πρώτη περίπτωση το επίθη- µα ness δεν µεταβάλλει τον τονισµό της λέξης στην οποία εφαρµόζεται (définite définiteness), ενώ στη δεύτερη περίπτωση η παρουσία του επιθήµατος ive επιφέρει αλλαγή της θέσης του τόνου της πρωτότυπης λέξης (définite defínitive). 9 Τέλος, φωνολογικές λέξεις, σύµφωνα µε την Kean (ό.π.), αποτελούν οι ακολουθίες τεµαχίων που µαρκάρονται/ορίζονται µε (χαλαρά) προσφυµατικά όρια και συµβάλλουν στην α- πόδοση του τόνου σε µια λέξη. Για παράδειγµα, η λέξη definitive (#definit+ive#) α- ποτελεί και φωνολογική λέξη, καθώς το επίθηµα ive συνεισφέρει στον καθορισµό της θέσης του τόνου της. Αντίθετα, η λέξη definiteness (#definite#ness#) δεν αποτελεί φωνολογική λέξη, διότι το επίθηµα ness δεν επηρεάζει τη θέση του τόνου της. Συνεπώς, αυτό δεν πληροί τις προϋποθέσεις για να θεωρηθεί τµήµα φωνολογικής λέξης. Η φωνολογική λέξη στην παραπάνω περίπτωση είναι η ακολουθία #definite#. Έτσι, η Kean (1977: 25) υποστηρίζει πως οι αφασικοί τύπου Broca έχουν την τάση να συρρικνώνουν τη δοµή µιας πρότασης στην ελάχιστη ακολουθία στοιχείων που λεξικά µπορούν να ερµηνευθούν ως φωνολογικές λέξεις στη γλώσσα τους. Σύµφωνα µε την ερµηνεία που προτείνει δηλαδή, στην αφασία τύπου Broca δεν υπάρχει καµία (πρωτογενής) διαταραχή ούτε στη γραµµατική δοµή του λεξικού (lexicon) ούτε στη σύνταξη, καθώς η συντακτική δοµή των προτάσεων που παράγει ένας αφασικός Broca υποτίθεται πως είναι ορθά σχηµατισµένη (ό.π.). Αντίθετα, υποστηρίζεται πως η µη γραµµατικότητα που παρατηρείται σε αυτόν τον τύπο αφασίας οφείλεται στην προαναφερθείσα συρρίκνωση της φωνολογικής δοµής της πρότασης (ό.π.). 10 9 Όπως συνάγεται και από το παράδειγµα, από την πρωτότυπη λέξη προκύπτει η κατασκευασµένη λέξη, µετά από την εφαρµογή κάποιας από τις µορφολογικές διαδικασίες σχηµατισµού λέξεων (π.χ. µε την επιθηµατοποίηση ή µε τη σύνθεση). Πεδίο εφαρµογής αυτών των διαδικασιών είναι η βάση της πρωτότυπης λέξης. Στην περίπτωση της Ελληνικής η βάση προκύπτει µε την αφαίρεση του κλιτικού ε- πιθήµατος (ή ακόµη και του παραγωγικού επιθήµατος σε κάποιες περιπτώσεις) από την πρωτότυπη λέξη. Σε κάποιες γλώσσες ωστόσο µε φτωχή κλιτική µορφολογία (όπως, για παράδειγµα, η Αγγλική), η βάση είναι (συνήθως) ελεύθερο/ελευθερώσιµο µόρφηµα και ταυτίζεται µε την πρωτότυπη λέξη (Φυνδάνης, 2003: 7). 10 Για άλλες µελέτες όπου επιχειρείται φωνητική/φωνολογική προσέγγιση της αφασίας (συµπεριλαµβανοµένης της αφασίας τύπου Broca), βλ. µεταξύ άλλων Blumstein (1973, 1990, 2001), Blumstein, Baker και Goodglass (1977), Blumstein, Cooper, Goodglass, Statlender και Gottlieb (1980), Blumstein, Cooper, Zurif και Caramazza (1977), Blumstein, Tartter, Nigro και Statlender (1984). 15
1.2.2.1.2 Ερµηνείες λεξικού/µορφολογικού επιπέδου Aπό τους πρώτους που επιχείρησαν να ερµηνεύσουν τα αγραµµατικά δεδοµένα ακολουθώντας µια λεξική/µορφολογική προσέγγιση ήταν η Bradley µε τους συνεργάτες της (Bradley, 1978 Bradley, Garrett & Zurif, 1980). Αυτοί, βασισµένοι σε δοκιµασίες λεξικής απόφασης (lexical decision tasks) υποστήριξαν πως τα άτοµα χωρίς διαταραχές λόγου ακολουθούν ειδικές διαδικασίες πρόσβασης για τα στοιχεία κλειστής τάξης, οι οποίες είναι διαφορετικές από τις διαδικασίες που εφαρµόζονται για την πρόσβαση στα στοιχεία ανοιχτής τάξης. Αντίθετα, υποστήριξαν πως τα άτοµα µε αφασία τύπου Broca πραγµατοποιούν την πρόσβασή τους σε όλα τα λεξικά στοιχεία µε τον ί- διο τρόπο και, προφανώς, δεν διαθέτουν στο «ρεπερτόριό» τους τις ειδικές διαδικασίες πρόσβασης για τα λειτουργικά στοιχεία (functors). Επιπλέον, στη βάση των ευρη- µάτων του Garrett (1975, 1976, 1980) σχετικά µε τις διακριτές υπολογιστικές διαδικασίες που εφαρµόζονται για τα στοιχεία κλειστής τάξης στη µη παθολογική γλωσσική παραγωγή, οι Bradley, Garrett και Zurif (1980) υποστήριξαν πως τα λειτουργικά στοιχεία παίζουν καθοριστικό ρόλο στο αρχικό στάδιο της γλωσσικής κατανόησης, καθώς διευκολύνουν τη συντακτική ανάλυση (parsing) και την αναγνώριση της προτασιακής δοµής. Έτσι, η Bradley και οι συνεργάτες της (1980) διατύπωσαν την υπόθεση πως οι αγραµµατικοί δεν αγνοούν τα λειτουργικά στοιχεία, αλλά απλώς δεν είναι σε θέση να τα χρησιµοποιούν σε εκείνο το στάδιο της επεξεργασίας (δηλ. το αρχικό) όπου αυτά τα στοιχεία θα µπορούσαν να παρέχουν κρίσιµες ενδείξεις που θα ο- δηγούσαν στην αναγνώριση της προτασιακής δοµής. Μορφολογικές (ή λεξικές) προσεγγίσεις στον αγραµµατισµό ακολούθησαν και άλλοι ερευνητές, όπως η Kehayia (1990), οι Kehayia και Jarema (1991), οι Tsapkini, Jarema και Kehayia (2001, 2002α,β), η Jarema (1988) οι Miceli και Caramazza (1988), η Penke (2003) κ.ά. Οι Kehayia (1990), Kehayia και Jarema (1991) και Tsapkini, Jarema και Kehayia (2001, 2002α,β), µελετώντας κατά κύριο λόγο τον ελληνικό αγραµµατισµό, 11 διερεύνησαν ζητήµατα όπως η επίδραση της γραµµατικής κατηγορίας (π.χ. ρήµατα vs. ουσιαστικά) και της ± (µορφολογικής) οµαλότητας (regularity) (ρηµάτων και ουσιαστικών) στην αγραµµατική επίδοση. Στις παραπάνω µελέτες βρέθηκαν διαχωρισµοί µεταξύ α) ουσιαστικών και ρηµάτων, β) ρηµατικών τύπων ενεστώτα και ρηµατι- 11 Αξίζει να αναφερθεί πως η Kehayia (1990) δεν περιορίζεται στον ελληνόφωνο αγραµµατισµό, καθώς τον µελετάει συγκριτικά µε τον αγγλόφωνο αγραµµατισµό. 16
κών τύπων αορίστου και γ) υποκατηγοριών στο εσωτερικό του αορίστου. Αναφορικά µε τις τελευταίες, πρόκειται για τις µορφολογικά διαφοροποιηµένες κατηγορίες, οι ο- ποίες εµπλέκουν διαφορετικούς µηχανισµούς για το σχηµατισµό του αορίστου και, ε- πιπλέον, εκφράζουν τις διαφορετικές τιµές της µεταβλητής ±οµαλότητα. Συγκεκριµένα, οι Kehayia και Jarema (1991) εξέτασαν την επίδοση δύο ελληνόφωνων ατόµων µε µη ρέουσα αφασία σε µια δοκιµασία αντιστοίχισης πρότασης µε εικόνα (sentence-picture matching task), η οποία έλεγχε την κατανόηση, σε µια δοκι- µασία περιγραφής εικόνας, η οποία έλεγχε την παραγωγή, και σε µια δοκιµασία επανάληψης πρότασης. Ειδικότερα, οι Kehayia και Jarema εστίασαν στην επίδοση στα ρήµατα και στα ουσιαστικά. Οι αφασικοί της παραπάνω µελέτης είχαν καλύτερη επίδοση στις δοκιµασίες της επανάληψης και της κατανόησης απ ό,τι στη δοκιµασία της παραγωγής. Επιπλέον, στην παραγωγή και στην επανάληψη σηµείωσαν υψηλότερη επίδοση στα ουσιαστικά απ ό,τι στα ρήµατα. Ειδικότερα, σε ό,τι αφορά τα τελευταία, η επίδοση στους ενεστωτικούς τύπους ήταν σηµαντικά υψηλότερη από την επίδοση στους τύπους του αορίστου και του µέλλοντα (Kehayia & Jarema, 1991: 54-56). Επιπλέον, πάντα στο επίπεδο της παραγωγής και της επανάληψης, και οι δύο αφασικοί σε ό,τι αφορά τον αόριστο είχαν σηµαντικά περισσότερα προβλήµατα µε τους µη οµαλούς τύπους απ ό,τι µε τους οµαλούς (ό.π.: 56-57). Προκειµένου να ερµηνεύσουν το τελευταίο εύρη- µα, οι Kehayia και Jarema (1991: 57-58, 62) διατύπωσαν την υπόθεση πως οι λέξεις ενός µορφολογικού παραδείγµατος (paradigm) των οποίων η ρίζα (root) είναι κοινή (διαφανής (transparent) κατά την ορολογία των Kehayia και Jarema (ό.π.)) αποθηκεύονται σε µια κοινή αποθηκευτική µονάδα (storage unit). Αντίθετα, οι λέξεις ενός παραδείγµατος των οποίων η ρίζα δεν είναι κοινή αποθηκεύονται σε διαφορετικές, αλλά συνδεδεµένες µεταξύ τους αποθηκευτικές µονάδες. Συνεπώς, όπως υποστηρίζουν οι Kehayia και Jarema (1991: 58), το πρόβληµα των συγκεκριµένων αφασικών µε τα µη οµαλά ρήµατα εντοπίζεται στη σύνδεση των δύο αποθηκευτικών µονάδων που περιέχουν τους τύπους του ενεστώτα και του αορίστου (ή καλύτερα, τους µη συνοπτικούς και τους συνοπτικούς τύπους). Τέλος, οι Kehayia και Jarema (1991: 58-61) καταγράφουν µια ακόµη διαφοροποίηση, η οποία αφορά το εσωτερικό της κατηγορίας των ρηµατικών τύπων αορίστου που τα µέλη του µορφολογικού τους παραδείγµατος έχουν κοινή ρίζα. Συγκεκριµένα, βρήκαν πως η επίδοση των αφασικών ήταν καλύτερη σε τύπους σαν το φύτεψα απ ό,τι σε τύπους σαν τα µέτρησα και χτενίστηκα. Οι ερευνήτριες απέδωσαν αυ- 17
τόν το διαχωρισµό (dissociation) στη διαφοροποίηση των παραπάνω τύπων ως προς τον αριθµό των επιθηµάτων που έχουν, κάτι που καθιστά πιο πολύπλοκους και επο- µένως πιο απαιτητικούς τους τύπους µε τα δύο επιθήµατα (ό.π.: 59). Iσχυρίστηκαν δηλαδή πως, ενώ στην περίπτωση των ρηµάτων τύπου φύτεψα αρκεί η εφαρµογή του δείκτη του αορίστου α στη βάση [fíteps-], στην περίπτωση των άλλων δύο κατηγοριών απαιτείται η εφαρµογή δύο επιθηµάτων: των -is- και -a στην περίπτωση του µέτρησα και των -ik- και -a στην περίπτωση του χτενίστηκα (ό.π.). Στη βάση της παραπάνω ανάλυσης, πρότειναν πως τα λήµµατα (entries) εντός της κοινής αποθηκευτικής µονάδας έχουν ιεραρχική διάταξη, η οποία αντικατοπτρίζει την εσωτερική τους πολυπλοκότητα (ό.π.: 59-60). Σε ανάλογο µήκος κύµατος µε την προηγούµενη έρευνα, οι Tsapkini, Jarema και Kehayia (2002α) διερεύνησαν την επίδραση της µεταβλητής ±(µορφολογική) ο- µαλότητα (των ρηµάτων και των ουσιαστικών) στην επίδοση ενός ελληνόφωνου ατό- µου µε µη ρέουσα αφασία και, επίσης, εξέτασαν το ζήτηµα εάν τόσο στην κατηγορία των ρηµάτων όσο και στην κατηγορία των ουσιαστικών λειτουργούν οι ίδιοι µηχανισµοί (π.χ. η ανάκληση (retrieval) αλλόµορφου θέµατος) µε τον ίδιο τρόπο ή εάν η ε- φαρµογή των λεξικών µηχανισµών καθορίζεται από τη γραµµατική κατηγορία. Επιπλέον, ακολουθώντας τη σχετική ανάλυση της Ralli (1988) σε ό,τι αφορά τη ρηµατική και την ονοµατική κλίση της Ελληνικής, έλεγξαν εάν οι διαβαθµίσεις της µορφολογικής οµαλότητας έχουν κάποια επίπτωση στην επεξεργασία. Ειδικότερα, σε ό,τι α- φορά τα ρήµατα που ενδιαφέρουν περισσότερο την παρούσα µελέτη έλεγξαν τρεις κατηγορίες, οι οποίες εκφράζουν τους κατά τη Ralli (1988) τρεις τρόπους σχηµατισµού του αορίστου: (α) ρήµατα που για το σχηµατισµό του αορίστου εφαρµόζουν το δείκτη της όψης σ (ο οποίος προβλέπεται από τον κανόνα) στο αλλόµορφο του ενεστωτικού (µη συνοπτικού) θέµατος (π.χ. µιλ-ώ µίλη-σ-α), (β) ρήµατα που σχηµατίζουν τον τύπο του αορίστου µε την εφαρµογή του δείκτη της όψης σ στο µη συνοπτικό θέµα τους (π.χ. γράφ-ω έ-γραπ-σ-α (έγραψα)) και (γ) ρήµατα που σχηµατίζουν τον τύπο του αορίστου βάσει του συνοπτικού αλλόµορφού τους (π.χ. πλέν-ω έ-πλυν-α) (Tsapkini et al., 2002α: 268). Στη βάση του µηχανισµού σχηµατισµού του αορίστου που διαθέτουν, τα ρήµατα του παραδείγµατος (β) θεωρούνται οµαλά, ενώ τα ρήµατα του παραδείγµατος (γ) θεωρούνται µη οµαλά. Στην έρευνα αυτή διενεργήθηκαν δοκιµασίες υποβοηθούµενης παραγωγής (cued production), επανάληψης, κατανόησης και ανάγνωσης. 18
Τα πειραµατικά αποτελέσµατα αποκάλυψαν διαχωρισµό µεταξύ ρηµάτων και ουσιαστικών στο επίπεδο της παραγωγής, µε την κλιτική µορφολογία του ρήµατος να εµφανίζει σηµαντικά περισσότερες δυσκολίες. Επιπλέον, η επίδοση του αφασικού συµµετέχοντος παρουσίασε διαφοροποιήσεις µεταξύ των τριών ρηµατικών µορφολογικών κατηγοριών, καθώς εντοπίστηκε µεγαλύτερο πρόβληµα στα ρήµατα που σχη- µατίζουν τον τύπο του αορίστου βάσει των συνοπτικών αλλόµορφων θεµάτων (π.χ. πλέν-ω έ-πλυν-α) απ' ό,τι στα ρήµατα που σχηµατίζουν τον αόριστο µε το δείκτη της όψης που προβλέπεται από τον κανόνα (π.χ. γράφω έγραψα). Ωστόσο, η µορφολογική διαταραχή του αφασικού δεν εκδηλώθηκε και στην κατανόηση. Βάσει των παραπάνω οι Tsapkini et al. (2002α: 280) υποστηρίζουν πως ο διαχωρισµός ρήµατος και ουσιαστικού στην επίδοση του συγκεκριµένου αφασικού πηγάζει από µια διαταραχή του φωνολογικού λεξικού εξερχόµενων πληροφοριών (phonological output lexicon), η οποία αφορά τα ρήµατα, αλλά όχι τα ουσιαστικά. Υποστηρίζεται δηλαδή πως η µορφολογική επεξεργασία µπορεί να επηρεάζεται µε διαφοροποιηµένο τρόπο σε συνάρτηση µε τη γραµµατική κατηγορία και πως, επιπλέον, το λεξικό οργανώνεται και βάσει της παραµέτρου της γραµµατικής κατηγορίας (ό.π.: 281, 285). Επιπλέον, δεδοµένου του διαχωρισµού που παρατηρήθηκε µεταξύ της ο- µαλής και της µη οµαλής ρηµατικής µορφολογίας, υποστηρίζεται πως εµπλέκονται δύο διαφορετικοί µηχανισµοί επεξεργασίας (για την οµαλή και τη µη οµαλή µορφολογία) στο σύστηµα παραγωγής (ό.π.: 281), καθώς και πως η διαταραχή του συγκεκριµένου αφασικού εδράζεται στο µορφοφωνολογικό (και όχι στο µορφοσυντακτικό) επίπεδο της επεξεργασίας του ρήµατος (ό.π.: 281-282). Σηµειώνεται, τέλος, πως η ε- πίδοση του αφασικού αυτής της έρευνας είναι διαµετρικά αντίθετη σε σχέση µε αυτήν ενός άλλου αφασικού που συµµετείχε σε µια προγενέστερη µελέτη των Tsapkini, Jarema και Kehayia (2001), καθώς ο τελευταίος παρουσίαζε περισσότερες δυσκολίες µε τους (µορφολογικά) οµαλούς παρά µε τους µη οµαλούς τύπους του αορίστου (Tsapkini et al., 2002α: 281-282). Η αντίθεση των ευρηµάτων αυτών των δύο ερευνών αποκάλυψε ένα διπλό διαχωρισµό σε ό,τι αφορά τη διάκριση οµαλότητα vs. µη ο- µαλότητα στη µορφολογία του ρήµατος στα Ελληνικά. 12 Σε µια άλλη έρευνά τους, οι Tsapkini, Jarema και Kehayia (2002β) εξέτασαν την επίδοση δύο ελληνόφωνων ατόµων µε µη ρέουσα αφασία (της ΜΗ και του IS) και έντεκα ατόµων που αποτελούσαν την οµάδα ελέγχου στους ρηµατικούς τύπους α- 12 Για περισσότερα αναφορικά µε τη σχέση της µεταβλητής της οµαλότητας µε τον αγραµµατισµό, βλ. την ενότητα 1.4.2. 19
ορίστου που είχαν χρησιµοποιηθεί και στην προαναφερθείσα µελέτη, διενεργώντας έ- να on-line πείραµα συγκεκριµένα, µια δοκιµασία λεξικής απόφασης. Σύµφωνα µε το πειραµατικό παράδειγµα, πριν από τον ενεστωτικό τύπο του κάθε ρήµατος (για τον ο- ποίο και ζητούνταν η κρίση αν ήταν υπαρκτός ή όχι), που ήταν πάντα σε πρώτο πρόσωπο και ενικό αριθµό, παρουσιαζόταν για 150 χιλιοστά του δευτερολέπτου είτε ο α- ντίστοιχος τύπος του αορίστου είτε κάποια λέξη που δεν είχε καµία σχέση µε το ρή- µα-στόχο. Η οµάδα ελέγχου έδειξε να επηρεάζεται θετικά από όλους τους τύπους του αορίστου (priming effects), δηλαδή από όλες τις µορφολογικές κατηγορίες. Τα αφασικά άτοµα είχαν διαφοροποιηµένα πρότυπα επίδοσης. Συγκεκριµένα, ενώ η ΜΗ διευκολυνόταν µόνο από τους τύπους του αορίστου που ενέπλεκαν αλλόµορφο θέµα, τόσο από αυτούς όπου εφαρµοζόταν ο συνοπτικός δείκτης -σ- όσο και από αυτούς ό- που δεν εφαρµοζόταν, ο IS διευκολυνόταν µόνο από τους τύπους του αορίστου που σχηµατίζονταν αποκλειστικά στη βάση του αλλόµορφου θέµατος, χωρίς να εµπλέκουν το δείκτη της όψης. Το αξιοσηµείωτο µε τον IS είναι πως αυτός ουσιαστικά ε- πανάλαµβανε σε αυτό το on-line πείραµα το ίδιο πρότυπο επίδοσης που είχε εµφανίσει σε µια off-line δοκιµασία παραγωγής (Tsapkini, Jarema & Kehayia, 2001), καθώς σε αυτήν παρουσίαζε πτώση στην επίδοσή του όταν έπρεπε να παράγει ρηµατικούς τύπους αορίστου που ενέπλεκαν το συνοπτικό δείκτη -σ-. Σε ό,τι αφορά τη διαταραχή του IS, υποστηρίζεται πως αυτή εντοπίζεται στη διαδικασία της απαλοιφής προσφύ- µατος (affix stripping), καθώς και στη διαδικασία του µορφολογικού τεµαχισµού (morphological decomposition), κατά την οποία πραγµατοποιείται «τεµαχισµός», δηλαδή ανάλυση, των λέξεων στα συστατικά τους µορφήµατα (π.χ. θέµα και κλιτικό ε- πίθηµα) και ξεχωριστή πρόσβαση στο καθένα από αυτά. Μάλιστα, υποστηρίζεται πως η δυσκολία του IS για µορφολογικό τεµαχισµό αφορά τόσο το επίπεδο των ορθογραφικών εισερχόµενων πληροφοριών (orthographic input level) θέση που βασίζεται στην επίδοσή του στη δοκιµασία λεξικής απόφασης όσο και το επίπεδο των φωνολογικών εξερχόµενων πληροφοριών (phonological output level) θέση που βασίζεται στην επίδοσή του στα off-line πειράµατα των Tsapkini et al. (2001). Τέλος, αναφορικά µε την εστία της διαταραχής της MH, προτείνεται πως αυτή εντοπίζεται στο ορθογραφικό λεξικό εισερχόµενων πληροφοριών (orthographic input lexicon) και, συγκεκριµένα, στην αδυναµία ανάκλησης µορφηµάτων µεταξύ των ορθογραφικών ποικιλιών (orthographic variants) που είναι καταχωρισµένες σε αυτό (π.χ. σε ό,τι αφορά το ρήµα λύνω, αδυναµία ανάκλησης του ενεστωτικού θέµατος λύν- βάσει του θέµατος του αορίστου -λυ-). 20
Πέρα από τις έρευνες που κινούνται καθαρά σε λεξικό/µορφολογικό επίπεδο, χωρίς να εξετάζουν το ερώτηµα αν τα µορφολογικά προβλήµατα συνδέονται µε το ε- πίπεδο της σύνταξης (π.χ. Bradley, 1978 Bradley, Garrett & Zurif, 1980 Kehayia, 1990 Kehayia & Jarema, 1991), έχουν πραγµατοποιηθεί και έρευνες που κρατώντας ίσες αποστάσεις από το λεξικό/µορφολογία και τη σύνταξη µελετούν τη διεπαφή αυτών των δύο τοµέων και επιχειρούν να φωτίσουν το παραπάνω ζήτηµα. Θα έλεγα πως οι µελέτες των Tsapkini et al. (2002α,β) ανήκουν στην τελευταία κατηγορία, κρατούν δηλαδή ίσες αποστάσεις από τους παραπάνω τοµείς έστω όχι τόσο ρητά στο βαθµό που ελέγχουν την επίδραση της µεταβλητής της οµαλότητας (των ρηµάτων και των ουσιαστικών) στην επίδοση των αγραµµατικών. Όπως υποστηρίζουν, ακολουθώντας τον Badecker (1997), η διαφοροποιηµένη επίδοση σε οµαλές και µη οµαλές λεξικές κατηγορίες υποδηλώνει µορφοφωνολογική (= µορφολογική) διαταραχή, ενώ η µη διαφοροποίηση οµαλών και µη οµαλών κατηγοριών υποδηλώνει υπό τον όρο ασφαλώς ότι θα είναι προβληµατική η επίδοση σε αυτές τις λεξικές κατηγορίες µορφοσυντακτική (= συντακτική) διαταραχή. Μια άλλη µελέτη που κρατά ίσες αποστάσεις από τη µορφολογία και τη σύνταξη είναι αυτή των Miceli και Caramazza (1988). Αυτοί, έχοντας σαν θεωρητικό µορφολογικό πλαίσιο τον ισχυρό λεξικαλισµό (strong lexicalism), κατά τον οποίο τόσο οι µορφολογικές διαδικασίες της παραγωγής (derivational processes) όσο και αυτές της κλίσης (inflectional processes) υπάγονται στο λεξικό (οι Miceli και Caramazza παραπέµπουν ενδεικτικά στον Lapointe (1979)), εξέτασαν έναν ιταλόφωνο αγραµ- µατικό και επιχείρησαν να ελέγξουν αν τα προβλήµατα του λόγου του ήταν µορφολογικής, συντακτικής ή φωνολογικής φύσης. Προκειµένου να διερευνήσουν τα παραπάνω ενδεχόµενα, άντλησαν τα δεδοµένα τους από αυθόρµητο λόγο, καθώς και από δοκιµασίες που έλεγχαν το επίπεδο της πρότασης και το επίπεδο της λέξης. Τα πειραµατικά αποτελέσµατά τους έδειξαν µορφολογικά προβλήµατα τόσο στον αυθόρµητο λόγο όσο και στη δοκιµασία επανάληψης λέξης (single-word repetition). Επίσης, τα µορφολογικά λάθη που σηµειώθηκαν ενέπιπταν σχεδόν στο σύνολό τους (96,7%) στην εµβέλεια της κλιτικής µορφολογίας (Miceli & Caramazza, 1988: 55). Για παράδειγ- µα, στον αυθόρµητο λόγο ο αγραµµατικός αυτής της έρευνας κάνει (λαθεµένες) υποκαταστάσεις των κλιτικών επιθηµάτων-στόχων: π.χ. riceve λαµβάνει αντί ricevo λαµβάνω, υποκατάσταση του παρεµφατικού ρηµατικού τύπου-στόχου faccio κάνω µε το απαρέµφατο fare (ό.π.: 31). Στη βάση του συνολικού προτύπου επίδοσής του και µε κύριο επιχείρηµα πως τα προβλήµατα του µορφολογικού/λεξικού επιπέ- 21
δου που πιστοποιούνται µέσω της δοκιµασίας επανάληψης λέξης δείχνουν να εξηγούν τα προβλήµατα που εµφανίζονται και στο λόγο (τα οποία δηλαδή εµπίπτουν (και) στο επίπεδο της σύνταξης) οι Miceli και Caramazza (1988: 48-49, 51) υποστηρίζουν πως λειτουργική εστία (functional locus) της βλάβης στο συγκεκριµένο αφασικό αποτελεί το συστατικό του λεξικού που είναι υπεύθυνο για τη µορφολογική επεξεργασία (morphological processing component). Συγκεκριµένα, βάσει της ανάλυσης λαθών που επιχειρούν, εξειδικεύουν ακόµη περισσότερο την ερµηνεία τους και προτείνουν πως ο αγραµµατικός λόγος του συγκεκριµένου αφασικού οφείλεται κυρίως σε βλάβη του κλιτικού συστατικού (inflectional component) του λεξικού του συστή- µατος, δηλαδή σε διαταραχή της επεξεργασίας της κλιτικής µορφολογίας (Miceli & Caramazza, 1988: 49, 59). Με τα πειραµατικά τους ευρήµατα δηλαδή παρέχουν εµπειρική ενίσχυση υπέρ της θεωρητικής πρότασης πως η κλιτική και η παραγωγική προσφυµατοποίηση συνιστούν λειτουργικά διαφορετικές διαδικασίες (π.χ. Anderson, 1982 Aronoff, 1976 Scalise, 1984) για τις οποίες είναι υπεύθυνα διαφορετικά υποσυστατικά του λεξικού. 13 Άλλη µια µέλετη που κινείται στο ίδιο µήκος κύµατος πραγµατοποιήθηκε από την Penke (2003). Βάσει των δεδοµένων αυτής της έρευνας, τα οποία αφορούν το γερµανικό αγραµµατισµό και αντλούνται από αυθόρµητο λόγο και από δοµηµένες δοκιµασίες (structured tasks/tests) που έλεγχαν το επίπεδο της σύνταξης και της κλιτικής µορφολογίας, υποστηρίζεται πως ο αγραµµατισµός δεν οφείλεται σε κάποια συντακτική διαταραχή που επηρεάζει τις προβολές των λειτουργικών κατηγοριών 14 (functional categories), αλλά σε προβλήµατα της κλιτικής µορφολογίας, τα οποία µοιραία έχουν επιπτώσεις στις συντακτικές αναπαραστάσεις (Penke, 2003: 50). Ειδικότερα, υποστηρίζεται πως η αγραµµατική διαταραχή στο επίπεδο της παραγωγής οφείλεται σε προβλήµατα πρόσβασης των κλιτικών προσφυµάτων (ό.π.: 51). Αυτή η πρόταση θεµελιώνεται στο συνδυασµό ευρηµάτων που σχετίζονται µε την επικράτεια του συ- µπληρωµατικού δείκτη (Σ ) (Complementizer Phrase) και ευρηµάτων που αφορούν την κλιτική µορφολογία. Σύµφωνα µε αυτά τα ευρήµατα, οι γερµανόφωνοι αγραµ- 13 Αναλυτικότερα, οι Miceli και Caramazza (1988: 26) βάσει των πειραµατικών τους ευρηµάτων και σε συµφωνία µε τις θεωρητικές αναλύσεις των Anderson (1982), Aronoff (1976) και Scalise (1984) υποστηρίζουν πως το λεξικό εµφανίζει τριµερή οργάνωση. Συγκεκριµένα, η διάρθρωση του λεξικού που προτείνουν προβλέπει ένα συστατικό που περιλαµβάνει τα µορφήµατα της ρίζας (root morpheme component), ένα συστατικό που είναι υπεύθυνο για τις παραγωγικές διαδικασίες (derivational processes component) και ένα συστατικό που είναι υπεύθυνο για τις κλιτικές διαδικασίες (inflectional processes component). 14 Για τη συντακτική υπόσταση των λειτουργικών κατηγοριών, βλ. την ενότητα 2.1.1. 22
µατικοί είναι σε θέση να προβάλλουν το Σ, καθώς παράγουν δοµές που εµπλέκουν την εν λόγω κατηγορία (π.χ. εξαρτηµένες προτάσεις (subordinate clauses) που εισάγονται µε κάποιο Σ, wh-ερωτήσεις και κύριες προτάσεις µε το παρεµφατικό ρήµα στη δεύτερη θέση), ενώ παράλληλα εµφανίζουν προβλήµατα µε την κλιτική µορφολογία που κατά την Penke έχουν µορφολογική βάση (π.χ. παρατηρείται στην επίδοσή τους στενή συσχέτιση µεταξύ της συχνότητας των προσφυµάτων και του αριθµού των κλιτικών λαθών που συνδέονται µε αυτά). Το θεωρητικό πλαίσιο βάσει του οποίου διατυπώνονται οι παραπάνω προτάσεις είναι το µινιµαλιστικό πρόγραµµα (Chomsky, 1995α), σύµφωνα µε το οποίο το λεξικό παρέχει στη σύνταξη τύπους οι οποίοι φέρουν ήδη όλη τους την κλίση το «χτίσιµο» της συντακτικής δοµής καθορίζεται από τα µορφοσυντακτικά χαρακτηριστικά αυτών των τύπων (Penke, 2003: 50-51). Συνεπώς, σύµφωνα µε τη λεξικαλιστική προσέγγιση που φαίνεται να είναι συµβατή µε το µινιµαλισµό, τα προβλήµατα µε την κλίση δεν οφείλονται σε προβλήµατα µε τις λειτουργικές κατηγορίες, αλλά σε κάποια καθαρά µορφολογική διαταραχή (ό.π.). 1.2.2.1.3 Ερµηνείες συντακτικού επιπέδου Είδαµε παραπάνω πως οι Miceli και Caramazza (1988), καθώς και η Penke (2003), διερεύνησαν αν τα προβλήµατα των αγραµµατικών που συµµετείχαν στις έρευνές τους ήταν µορφολογικής ή συντακτικής φύσης και υποστήριξαν πως η διαταραχή τους αφορούσε το επίπεδο της µορφολογίας. Το ίδιο ερώτηµα διερευνήθηκε και σε άλλες µελέτες (π.χ. De Bleser, Burchert & Rausch, 2005 Nanousi et al. 2006 15 De Diego Balaguer, Costa, Sebastián-Galles, Juncadella & Caramazza, 2004), µόνο που το αποτέλεσµα ήταν διαφορετικό. εν διαπιστώθηκε δηλαδή πρόβληµα µορφολογικό, αλλά (µορφο)συντακτικό. Για παράδειγµα, οι de Bleser, Burchert και Rausch (2005) εξέτασαν τις µορφολογικές ικανότητες επτά γερµανόφωνων αγραµµατικών στην παραγωγή και την κατανόηση διενεργώντας δοκιµασίες που έλεγχαν το επίπεδο της λέξης, καθώς και δοκιµασίες που έλεγχαν το επίπεδο της πρότασης. Οι πρώτες ήταν µορφολεξικής φύσης (καθώς ενέπλεκαν, για παράδειγµα, τη δοµική ανάλυση σύνθετων λέξεων ή το σχηµατισµό του πληθυντικού αριθµού κάποιων ουσιαστικών), ενώ οι δεύτερες στό- 15 Για αναλυτική παρουσίαση αυτής της έρευνας, βλ. την ενότητα 5.1.3. 23
χευαν στον έλεγχο της ικανότητας των αγραµµατικών συµµετεχόντων να χρησιµοποιούν τη µορφολογία σε συντακτικούς σχηµατισµούς (ή, αλλιώς, σε συντακτικά συµφραζόµενα) που χαρακτηρίζονταν από ποικίλους βαθµούς πολυπλοκότητας ειδικότερα, οι δοκιµασίες αυτές προέβλεπαν την απόδοση πτώσης σε προθετικές φράσεις (ΠροθΦ), σε ονοµατικές φράσεις (ΟΦ) και σε προτάσεις µε κανονική ή µη κανονική διάταξη των όρων (canonical vs. non-canonical sentences), καθώς και την ερµηνεία προτασιακών συστατικών, κάποια από τα οποία µαρκάρονταν πτωτικά κατά τρόπο αµφίσηµο και κάποια άλλα κατά τρόπο µη αµφίσηµο, που βρίσκονταν τόσο σε κανονική όσο και σε µη κανονική θέση της πρότασης (De Bleser, Burchert & Rausch, 2005: 35). Σύµφωνα µε τα πειραµατικά αποτελέσµατα, τόσο στην παραγωγή όσο και στην κατανόηση οι αγραµµατικοί συµµετέχοντες είχαν γενικά καλή επίδοση στις µορφολεξικές δοκιµασίες, καθώς και στις τοπικές συντακτικές δοµές ή στις δοµές µε κανονική διάταξη των όρων. Αντίθετα, η επίδοσή τους σηµείωνε πτώση (σε κατανόηση και παραγωγή) όταν οι µορφολογικοί δείκτες συνδέονταν µε πιο πολύπλοκους συντακτικούς σχηµατισµούς (ό.π.). Βάσει των παραπάνω, οι de Bleser, Burchert και Rausch (2005: 35, 44) υποστήριξαν πως στον αγραµµατισµό γενικά η µορφολογία είναι ανέπαφη, ενώ τα µορφολογικά προβλήµατα που παρατηρούνται αποτελούν συνέπεια της υποκείµενης συντακτικής διαταραχής και, ειδικότερα, της αδυναµίας των αγραµµατικών να σχηµατίζουν πολύπλοκες συντακτικές φραστικές δοµές. Τέλος, τα συµπεράσµατα της συγκεκριµένης έρευνας δείχνουν να ενισχύονται από τα ανάλογα ευρήµατα που είχαν οι έρευνες των de Bleser και Luzzatti (1994) και των Luzzatti και de Bleser (1996), όπου ιταλόφωνοι αγραµµατικοί είχαν γενικά ικανοποιητική επίδοση σε µορφολεξικές δοκιµασίες (παρόµοιες µε αυτές που διενεργήθηκαν στην έ- ρευνα των de Bleser, Burchert και Rausch) και σε απλές προτάσεις, αλλά χαµηλή επίδοση σε πιο πολύπλοκες δοµές (De Bleser, Burchert & Rausch, 2005: 43). Πέρα από τις έρευνες που διερευνούν το ζήτηµα αν η διαταραχή στον αγραµ- µατισµό είναι συντακτικής ή µορφολογικής φύσης, έχουν πραγµατοποιηθεί και πολλές έρευνες που κινούνται καθαρά στο χώρο της σύνταξης. Αυτές αποτελούν και την πλειονότητα των ερευνών πάνω στον αγραµµατισµό που ακολουθούν γλωσσολογική προσέγγιση. Κάποιες από τις σηµαντικότερες είναι αυτές των Grodzinsky (1984, 1990), Ouhalla (1993), Hagiwara (1995), Friedmann και Grodzinsky (1997), Wenzlaff και Clashen (2004) και Burchert, Swoboda-Moll και de Bleser (2005). Θεωρητικό υπόβαθρο αυτών των µελετών αποτελούν οι πιο πρόσφατες εκδοχές της γενετικής γραµµατικής, όπως αυτές εκφράζονται από το πρότυπο της κυβέρνησης και αναφορι- 24
κής δέσµευσης (government and binding theory) (Chomsky, 1981, 1986α) και από το µινιµαλιστικό πρόγραµµα (minimalist program) (Chomsky, 1993, 1994, 1995α,β, 2000 2001). O Grodzinsky (1984, 1990) ήταν από τους πρώτους που επιχείρησαν ένα συντακτικό χαρακτηρισµό του αγραµµατισµού. Κινούµενος στο πλαίσιο της γενετικής γραµµατικής, πρότεινε πως η συντακτική διαταραχή στον αγραµµατισµό, σε ό,τι α- φορά την τροπικότητα της παραγωγής, εντοπίζεται στο επίπεδο των αναπαραστάσεων της δοµής επιφανείας, καθώς στον αγραµµατισµό (σε αντίθεση µε ό,τι συµβαίνει στο µη παθολογικό λόγο) αυτές οι αναπαραστάσεις δεν περιλαµβάνουν τα µη λεξικά (δηλ. τα λειτουργικά/γραµµατικά όπως είναι η κλίση) τερµατικά στοιχεία (terminals) ούτε και τις κυβερνηµένες προθέσεις (governed prepositions) (βλ. και ενότητα 5.4.1) (Grodzinsky, 1990: 61, 106). Υποστήριξε δηλαδή πως τα παραπάνω στοιχεία διαγράφονται από αυτές τις αναπαραστάσεις (ό.π.). οµική ερµηνεία πρότεινε ο Grodzinsky και για την τροπικότητα της κατανόησης. Συγκεκριµένα, υποστήριξε πως σε σχέση µε την κατανόηση οι αγραµµατικοί έ- χουν γενικά «ανέπαφες» συντακτικές αναπαραστάσεις µε την εξαίρεση, ωστόσο, ότι στη δοµή επιφανείας διαγράφονται από αυτές όλα τα ίχνη (traces), γεγονός που έχει σαν συνέπεια τη διάσπαση της αλυσίδας (chain) του µετακινούµενου στοιχείου και του ίχνους που αφήνει πίσω του και, συνεπώς, την αδυναµία µεταβίβασης του θεµατικού ρόλου που είχε αποδοθεί στο ίχνος (µε την προϋπόθεση πως αυτό κατείχε θεµατική θέση) στο µετακινηθέν στοιχείο (Grodzinsky, 1990: 82-83). Επιπλέον, προτείνεται πως οι ΟΦ που στην αγραµµατική κατανόηση δεν λαµβάνουν θεµατικό ρόλο συντακτικά (όπως, για παράδειγµα, τα γραµµατικά υποκείµενα των παθητικών δοµών) τα λαµβάνουν µέσω µιας default, µη γλωσσικής αρχής. Αυτή η αρχή δηλαδή αποδίδει θεµατικό ρόλο σε κάθε ΟΦ που δεν βρίσκεται σε θεµατική θέση (ό.π.: 83). Για παράδειγµα σε γλώσσες όπως η Αγγλική, όπου η σειρά των όρων είναι Υποκείµενο-Ρήµα- Αντικείµενο (Y-Ρ-Α), αυτή η αρχή, όταν τίθεται σε εφαρµογή, αποδίδει στην ΟΦ που βρίσκεται στην αρχή της πρότασης το θεµατικό ρόλο του δράστη (agent), ενώ στην ΟΦ που βρίσκεται µετά το ρήµα αποδίδει το ρόλο του πάσχοντος (patient) (ό.π.). Βάσει των παραπάνω, όπως είναι προφανές, οι αγραµµατικοί αναµένεται να αντιµετωπίζουν µεγαλύτερα προβλήµατα στις περιπτώσεις που µια ΟΦ µετακινείται από θέση α- ντικειµένου (π.χ. παθητικές δοµές, wh-ερωτήσεις αντικειµένου) παρά σε αυτές που η µετακίνηση γίνεται από θέση υποκειµένου (π.χ. αναφορικές προτάσεις µε κενό υπο- 25
κειµένου), καθώς στην τελευταία περίπτωση η εφαρµογή της default αρχής τυχαίνει να αποδίδει στις ΟΦ τους σωστούς θεµατικούς ρόλους. Ο Ouhalla (1993), οµοίως κινούµενος στο πλαίσιο της γενετικής γραµµατικής, υποστήριξε πως το πρόβληµα στον αγραµµατικό λόγο έγκειται στην αδυναµία προβολής των λειτουργικών κατηγοριών (για τη θεωρητική υπόσταση των λειτουργικών κατηγοριών, βλ. την ενότητα 2.1.1) κατά τρόπο σύµφωνο µε τη σύµβαση του X-τονούµενου (X-bar) (Ouhalla, 1993: 11). Σύµφωνα µε αυτόν δηλαδή, το βασικό χαρακτηριστικό του αγραµµατισµού είναι η απουσία των λειτουργικών κατηγοριών/προβολών από τη δοµική αναπαραστάση των προτάσεων (ό.π.) και, ως εκ τούτου, η προτασιακή δοµή στον αγραµµατικό λόγο ταυτίζεται µε τη µέγιστη προβολή (maximal projection) του κατηγορήµατος (predicate) (ό.π.: 29). Συγκεκριµένα, ο Ouhalla, διατυπώνοντας µια ερµηνεία επεξεργασίας µε αναφορά σε δοµικούς όρους, προτείνει πως η υποκείµενη διαταραχή του αγραµµατισµού επηρεάζει την ικανότητα πρόσβασης στις κατηγορίες του λεξικού της καθολικής γραµµατικής (UG lexicon) (ό.π.: 28). Σύµφωνα µε τις θεωρητικές παραδοχές του Ouhalla (1993: 10, 28) που ταυτίζονται µε όσα προτάθηκαν από τους Tsimpli και Ouhalla (1990), αυτό το λεξικό αποτελείται από τις (αφηρηµένες) λειτουργικές κατηγορίες (η καθεµία από τις οποίες συνδέεται µε τα αντίστοιχα γραµµατικά χαρακτηριστικά) και συνεπώς είναι µικρό και πεπερασµένο. Επιπλέον, υποστηρίζεται πως αυτό αποτελεί συστατικό της καθολικής γραµ- µατικής. Πέρα από αυτό το λεξικό, προτείνεται πως υπάρχουν άλλα δύο λεξικά: το νοητικό λεξικό (mental lexicon), το οποίο αποτελείται από προκαθοριµένες έννοιες που υφίστανται ανεξάρτητα από την καθολική γραµµατική (και το οποίο είναι ένα α- νεξάρτητο συστατικό του ανθρώπινου γνωστικού συστήµατος), και το γραµµατικό λεξικό (grammatical lexicon), το οποίο περιέχει τις λεξικές αναπαραστάσεις των αφηρηµένων κατηγοριών που φιλοξενούνται στο λεξικό της καθολικής γραµµατικής και στο νοητικό λεξικό (Ouhalla, 1993: 10). Έτσι λοιπόν, δεδοµένων των παραπάνω θεωρητικών παραδοχών, η αδυναµία των αγραµµατικών να έχουν πρόσβαση στις κατηγορίες του λεξικού της καθολικής γραµµατικής έχει ως συνέπεια την αποτυχία τους να προβάλλουν αυτές τις κατηγορίες κατά τη σύµβαση του Χ-τονούµενου, ενώ µοιραία αυτό το πρόβληµα συνεπάγεται και την αδυναµία πρόσβασης στις πληροφορίες, δηλαδή στα γραµµατικά χαρακτηριστικά, που είναι συνδεδεµένες µε αυτές τις κατηγορίες (ό.π.: 28). Τονίζεται παρόλ αυτά πως, βάσει όσων υποστηρίζονται παραπάνω, ενώ αυτή η διαταραχή επηρεάζει τη δοµική αναπαράσταση των λειτουργικών στοιχείων, ωστόσο δεν αποτρέπει απαραιτήτως την εµφάνισή τους στον αγραµµατικό λό- 26
γο (ό.π.). Αυτό εξηγείται βάσει της προτεινόµενης διάκρισης µεταξύ λεξικού της καθολικής γραµµατικής, που περιέχει τις αφηρηµένες λειτουργικές κατηγορίες, και γραµµατικού λεξικού, το οποίο περιλαµβάνει µεταξύ άλλων τα λεξικά στοιχεία που αντιστοιχούν στις αφηρηµένες λειτουργικές κατηγορίες (ό.π.). 16 Έτσι, εφόσον οι δύο µορφές των λειτουργικών κατηγοριών (αφηρηµένες και λεξικά πραγµατωµένες) προτείνεται ότι ανήκουν σε δύο διαφορετικά συστατικά της γραµµατικής, υποστηρίζεται πως, παρά τη σύνδεση που υπάρχει ανάµεσά τους, η απώλεια των αφηρηµένων λειτουργικών κατηγοριών δεν συνεπάγεται και την απώλεια των λεξικά πραγµατωµένων λειτουργικών κατηγοριών στο λόγο (ό.π.). Τονίζεται ωστόσο πως, ακόµη και ό- ταν αυτές οι κατηγορίες εµφανίζονται στον αγραµµατικό λόγο (σε προτασιακά συµφραζόµενα), έχουν την υπόσταση του προσαρτήµατος (adjunct) και δεν φέρουν τις τυπικές ιδιότητες που συνήθως εµφανίζουν στο φυσιολογικό λόγο. Επισηµαίνεται σχετικά πως το πεδίο εφαρµογής των τυπικών µηχανισµών της καθολικής γραµµατικής που «ρυθµίζουν» ή που επικυρώνουν, θα λέγαµε εµείς αυτές τις ιδιότητες, και ιδιαίτερα η συνθήκη χαρακτηριστή-κεφαλής (Spec-Head Condition), αποκλείουν τα προσαρτήµατα. Συγκεκριµένα, η συνθήκη χαρακτηριστή-κεφαλής εφαρµόζεται σε λειτουργικές κεφαλές (functional heads) και σε ΟΦ-ορίσµατα (arguments) που κατέχουν την αντίστοιχη θέση χαρακτηριστή (εφαρµόζεται δηλαδή σε µια δοµική σχέση από την οποία αποκλείονται τα προσαρτήµατα) (ό.π.: 28-29). Παρατηρούµε πως οι Grodzinsky (1984, 1990) και Ouhalla (1993) προτείνουν ερµηνείες του αγραµµατισµού που αντιµετωπίζουν τις λειτουργικές κατηγορίες (ή µη λεξικές κατηγορίες, σύµφωνα µε την ορολογία του πρώτου) ως συλλήβδην διαταραγ- µένες. Υπάρχουν όµως και οι ερµηνείες που υποστηρίζουν πως δεν είναι όλες οι λειτουργικές κατηγορίες εξίσου διαταραγµένες στον αγραµµατισµό, αναδεικνύοντας έ- τσι την επιλεκτική του φύση. Τέτοιες ερµηνείες έχουν προταθεί από την Hagiwara (1995), από τους Friedmann και Grodzinsky (1997), από τους Wenzlaff και Clashen (2004), από τους Burchert, Swoboda-Moll και de Bleser (2005), από τους Varlokosta et al. (2006), 17 καθώς και από πολλούς άλλους ερευνητές. Τη µεγαλύτερη ωστόσο επίδραση από τις παραπάνω έρευνες την άσκησε αυτή των Friedmann και Grodzinsky (1997), η οποία οµοίως επιχείρησε µια δοµική περιγραφή του αγραµµατισµού. Αυτοί, εξετάζοντας µία αγραµµατική οµιλήτρια της Ε- 16 Το γραµµατικό λεξικό δηλαδή περιέχει τις φωνολογικές/λεξικές πραγµατώσεις (ή αλλιώς: τα φωνολογικά/λεξικά αντικρίσµατα) των αφηρηµένων λειτουργικών κατηγοριών του λεξικού της καθολικής γραµµατικής. 17 Για αναλυτική παρουσίαση της έρευνας των Varlokosta et al., βλ. την ενότητα 5.1.4. 27
5.1.3). 18 οµική περιγραφή για τα µορφολογικά λάθη στην παραγωγή προτείνει και η βραϊκής µε αφασία τύπου Broca, επικεντρώθηκαν στα κλιτικά µορφήµατα του ρήµατος που κωδικοποιούν το χρόνο και τη συµφωνία και έδειξαν πως στον αγραµµατισµό αυτά δεν πλήττονται στον ίδιο βαθµό: η συµφωνία φαίνεται να διατηρείται σε ι- κανοποιητική κατάσταση, ενώ ο χρόνος εµφανίζεται σοβαρά διαταραγµένος. Βασισµένοι στο διαχωρισµό χρόνου και συµφωνίας, καθώς και σε επιπρόσθετα αγραµµατικά δεδοµένα που αφορούσαν τις λειτουργικές κατηγορίες του Σ και της άρνησης, οι Friedmann και Grodzinsky διατύπωσαν την υπόθεση της αποκοπής του (συντακτικού) δέντρου (ΥΑ ) (Tree Pruning Hypothesis). Σύµφωνα µε την ΥΑ, οι διαταραχές της παραγωγής του λόγου στην αφασία τύπου Broca οφείλονται στην «αποκοπή» του ιεραρχικού δέντρου σε ένα συγκεκριµένο σηµείο, συνήθως στον κόµβο του χρόνου. Οτιδήποτε υπάρχει πάνω από αυτό το σηµείο χάνεται, ενώ ό,τι υπάρχει από κάτω διατηρείται (Friedmann & Grodzinsky, 1997: 415). Θα πρέπει να σηµειωθεί πως οι Friedmann και Grodzinsky, βάσει και του διαχωρισµού παραγωγής και κατανόησης που διαπιστώνουν, αφήνουν ανοιχτό το ενδεχόµενο το πρόβληµα του αγραµµατισµού να µην έγκειται στις αναπαραστάσεις, αλλά στην επεξεργασία (Friedmann & Grodzinsky, 1997: 415υποσ.). Σ αυτήν την περίπτωση ωστόσο υποστηρίζουν πως και πάλι η διαταραχή στην επεξεργασία θα πρέπει να υπόκειται σε συντακτικούς περιορισµούς και, συνεπώς, να περιγράφεται µε δοµικούς όρους (ό.π.) (για εκτενέστερη παρουσίαση αυτής της πρότασης, βλ. την ενότητα Hagiwara (1995), η οποία κινείται στο θεωρητικό πλαίσιο που παρέχει η πιο πρόσφατη εκδοχή της γενετικής γραµµατικής, δηλαδή το µινιµαλιστικό πρόγραµµα (Chomsky, 1993, 1994). Συγκεκριµένα, υποστηρίζει (στο ίδιο µήκος κύµατος µε τους Friedmann και Grodzinsky) πως στον αγραµµατισµό είναι δύσκολη η προβολή των λειτουργικών κατηγοριών που βρίσκονται ψηλά στο συντακτικό δέντρο. Βάσει των εµπειρικών της δεδοµένων αυτή η διαταραχή εµπλέκει τόσο την παραγωγή όσο και την κατανόηση. Επίσης, και αυτή συνδέει αυτό το πρόβληµα µε µια ερµηνεία επεξεργασίας, όχι ωστόσο δυνάµει όπως κάνουν οι Friedmann και Grodzinsky (1997) αλλά κατηγορηµατικά. Συγκεκριµένα, ασπαζόµενη την πρόταση των Caplan και Hildebrandt (1988) κατά την οποία η συντακτική διαταραχή µετά από εγκεφαλική βλάβη 18 Ακριβώς λόγω αυτής της πιθανότητας, να πηγάζει δηλαδή ο αγραµµατισµός από διαταραχή της επεξεργασίας, κάνω αναφορά σε δοµική περιγραφή (του αγραµµατισµού) που επιχείρησαν οι Friedmann και Grodzinsky (1997) και όχι απαραιτήτως σε δοµική ερµηνεία. 28
οφείλεται σε γενική µείωση του υπολογιστικών πόρων που µπορούν να διατεθούν για την ανάλυση της συντακτικής δοµής, υποστηρίζει πως η διαθεσιµότητα µόνο των χα- µηλότερων προβολών στον αγραµµατισµό αποτελεί προϊόν της προσαρµογής των α- γραµµατικών στη µειωµένη τους ικανότητα για επεξεργασία. Κι αυτό διότι, όπως επισηµαίνει, οι δοµές που κυριαρχούνται από τους χαµηλότερους κόµβους απαιτούν να τεθεί λιγότερες φορές σε εφαρµογή η συντακτική λειτουργία της συγχώνευσης (merge(r)) απ ό,τι θα απαιτούσαν οι δοµές των υψηλότερων προβολών. Συνεπώς, αυτές οι δοµές που αντιστοιχούν στις χαµηλότερες προβολές είναι πιο οικονοµικές και πιο εύκολα προσβάσιµες από τους αγραµµατικούς (Hagiwara, 1995: 110-111). Προτείνεται, επίσης, πως ο βαθµός της µείωσης των υπολογιστικών πόρων, άρρηκτα συνδεδε- µένος µε τη σοβαρότητα της διαταραχής του κάθε αγραµµατικού, καθορίζει και το ε- πίπεδο της συντακτικής ιεραρχίας στο οποίο δεν είναι πλέον προσβάσιµες οι λειτουργικές κατηγορίες (ό.π.: 113). Όσο ηπιότερη είναι δηλαδή η διαταραχή τόσο υψηλότερο είναι το σηµείο της συντακτικής ιεραρχίας στο οποίο µπορεί να έχει πρόσβαση ο αγραµµατικός και το αντίστροφο. Αξίζει, τέλος, να αναφερθούν δύο ακόµη ερµηνείες που επίσης κινούνται στο πλαίσιο της γενετικής γραµµατικής. Η πρώτη έχει διατυπωθεί από τους Wenzlaff και Clashen (2004), οι οποίοι εξέτασαν το χρόνο και τη συµφωνία υποκειµένου-ρήµατος στο γερµανικό αγραµµατισµό τόσο στην παραγωγή όσο και στην κατανόηση. Τα α- ποτελέσµατα αυτής της έρευνας δείχνουν πως και στις δύο τροπικότητες η συµφωνία είναι σχεδόν «ανέπαφη», ενώ ο χρόνος σοβαρά διαταραγµένος. Αυτό το εύρηµα, ό- πως επισηµαίνεται (Wenzlaff & Clashen, 2004: 66), παρέχει υποστήριξη στη θέση ότι οι δυσκολίες ως προς το χειρισµό του χρόνου είναι ανεξάρτητες από την τροπικότητα και πηγάζουν από µια διαταραχή στις κεντρικές αναπαραστάσεις. Επιχειρώντας να ερµηνεύσουν τα ευρήµατά τους, οι συγγραφείς απορρίπτουν την ΥΑ των Friedmann και Grodzinsky (1997) επικαλούµενοι λόγους θεωρητικούς και εµπειρικούς (Wenzlaff & Clashen, 2004: 66) και διατυπώνουν µια εναλλακτική πρόταση, που δια- µορφώνεται εντός του µινιµαλιστικού προγράµµατος (Chomsky, 2000). Πιο συγκεκριµένα, προτείνουν πως στον αγραµµατισµό η συντακτική κατηγορία Χρν/ΚΛ (T/ Infl) είναι προβληµατική ως προς το χρόνο ειδικότερα, ότι αυτή είναι προσδιορισµένη ως προς το χαρακτηριστικό [± Πραγµατικό], αλλά όχι ως προς το χαρακτηριστικό [±Παρελθόν] (Wenzlaff & Clashen, 2004: 66). Μια τροποποιηµένη ερµηνεία για τα δικά τους ευρήµατα διατυπώνουν οι Burchert, Swoboda-Moll και de Bleser (2005). Αυτοί διερεύνησαν την ικανότητα εν- 29
νέα γερµανόφωνων αγραµµατικών να χειρίζονται το χρόνο και τη συµφωνία στην παραγωγή. Παρατηρήθηκαν τρία διαφορετικά πρότυπα επίδοσης, στο καθένα εκ των οποίων ενέπιπταν από τρεις αγραµµατικοί. Η πρώτη οµάδα αγραµµατικών δεν εµφάνισε διαχωρισµό χρόνου και συµφωνίας, ενώ η επίδοση σε αυτές τις κατηγορίες ήταν υψηλότερη από τυχαία. Στη δεύτερη οµάδα επίσης δεν υπήρχε διαχωρισµός χρόνου και συµφωνίας, ωστόσο η επίδοση σε αυτές τις κατηγορίες ήταν τυχαία. Η τρίτη ο- µάδα εµφάνισε πρότυπα διαχωρισµού χρόνου και συµφωνίας, ωστόσο αυτός ο διαχωρισµός δεν είχε σταθερή κατεύθυνση, καθώς δύο αγραµµατικοί είχαν υψηλότερη επίδοση στο χρόνο απ ό,τι στη συµφωνία, ενώ ένας αγραµµατικός είχε σηµαντικά υ- ψηλότερη επίδοση στη συµφωνία απ ό,τι στο χρόνο. εδοµένου αυτού του διπλού διαχωρισµού µεταξύ χρόνου και συµφωνίας, υποστηρίζεται πως η διαταραχή των παραπάνω λειτουργικών κατηγοριών δεν µπορεί να συνδέεται µε την ιεραρχική τους θέση στο συντακτικό δέντρο και, συνεπώς, δεν µπορεί να ερµηνευτεί βάσει της ΥΑ των Friedmann και Grodzinsky (1997). Αντίθετα, προτείνεται µια ερµηνεία των παραπάνω αποτελεσµάτων στη βάση του µινιµαλιστικού προγράµµατος (Chomsky, 2000). Πιο συγκεκριµένα, προεκτείνεται η υπόθεση του υποπροσδιορισµού του χρόνου των Wenzlaff και Clashen (2004) και αναδιατυπώνεται ως υπόθεση του υποπροσδιορισµού του χρόνου και της συµφωνίας (Tense-Agreement Underspecification Hypothesis). Σύµφωνα µε την υπόθεση αυτή στον αγραµµατισµό, πέρα από τα χαρακτηριστικά του χρόνου, είναι δυνατό να πλήττονται επιλεκτικά και τα τοπικά ερµηνεύσι- µα χαρακτηριστικά της συµφωνίας (Burchert et al., 2005: 197). 19 Όπως έγινε σαφές και από τις προαναφερθείσες µελέτες, οι γλωσσολογικές προσεγγίσεις δεν οδηγούν απαραιτήτως σε ερµηνείες αναπαράστασης. Αντίθετα, καθώς φαίνεται, οι περισσότερες ίσως από αυτές προτείνουν πως ο αγραµµατισµός ο- φείλεται σε αδυναµία πρόσβασης σε συστατικά/τµήµατα της γραµµατικής γνώσης (π.χ. Ouhalla, 1993) ή σε αδυναµία εκτέλεσης κάποιων γλωσσικών λειτουργιών, ό- πως είναι η συγχώνευση (π.χ. Hagiwara, 1995). Αυτές θα µπορούσαν να θεωρηθούν ερµηνείες επεξεργασίας που περιγράφονται µε δοµικούς όρους. Άλλη µια προσέγγιση που παρουσιάζει την ίδια ιδιαιτερότητα είναι αυτή που εκφράζεται από τις µελέτες της Bastiaanse και των συνεργατών της (Bastiaanse & van Zonneveld, 1998 Bastiaanse, Koekkoek & van Zonneveld, 2003), οι οποίοι κινούµενοι στο πλαίσιο της γενε- 19 Για αναλυτικότερη παρουσίαση των ερευνών των Hagiwara (1995), Friedmann και Grodzinsky (1997), Wenzlaff και Clashen (2004) και Burchert, Swoboda-Moll και de Bleser (2005), βλ. την ενότητα 5.1.3. 30
τικής γραµµατικής και µελετώντας κυρίως την Ολλανδική διατυπώνουν την υπόθεση της διαταραχής της µετακίνησης (movement deficit hypothesis), αποδίδοντας το πρόβληµα των αγραµµατικών στην αδυναµία τους να µετακινούν (εµφανώς) τους ό- ρους της πρότασης (ρήµατα ή αντικείµενα). Για παράδειγµα, οι Bastiaanse και van Zonneveld (1998) υποστήριξαν πως, τουλάχιστον σε ό,τι αφορά την Ολλανδική, τα σηµαντικά προβλήµατα της ρηµατικής κλίσης στην αγραµµατική παραγωγή οφείλονται στην (εµφανή) µετακίνηση του ρήµατος. 20 Ωστόσο, όπως αναγνωρίζεται στη µελέτη των Bastiaanse, Rispens, Ruigendijk, Rabadàn και Thompson (2002), καθώς και σε αυτήν των Bastiaanse, Hugen, Kos και van Zonneveld (2002), η (εµφανής) µετακίνηση του ρήµατος δεν αποτελεί το µοναδικό παράγοντα που επηρεάζει την ικανότητα για την παραγωγή των παρεµφατικών ρηµάτων, καθώς προβλήµατα µε τα παρεµφατικά ρήµατα µαρτυρούνται και σε γλώσσες που δεν έχουν µετακίνηση ρήµατος. 1.2.2.2 Ψυχολογικές προσεγγίσεις του αγραµµατισµού Σε ό,τι αφορά τις ψυχολογικές προσεγγίσεις του αγραµµατισµού, αυτές είναι στενά συνδεδεµένες µε τις ερµηνείες επεξεργασίας. Όπως ήδη αναφέρθηκε, σύµφωνα µε αυτές τις ερµηνείες στον αγραµµατισµό οι γραµµατικές αναπαραστάσεις δεν είναι διαταραγµένες αντίθετα, σοβαρά διαταραγµένη είναι η πρόσβαση στη γραµµατική γνώση και η χρήση της. Αυτή η διαταραχή υποστηρίζεται πως οφείλεται σε περιορισµένους πόρους επεξεργασίας. Έχει υποστηριχθεί από πολλούς ερευνητές πως µια τέτοια ερµηνεία εξηγεί περισσότερα από τις ερµηνείες αναπαράστασης (ή υποθέσεις/ ερµηνείες δοµικής διαταραχής (structural deficit hypotheses) κατά τους Crain, Ni και Shankweiler (2001: 294)). Για παράδειγµα, σύµφωνα µε τους Crain, Ni και Shankweiler (2001: 303) η εγκυρότητα της υπόθεσης της µείωσης της επεξεργαστικής ικανότητας στον αγραµµατισµό ενισχύεται από τους παραλληλισµούς που βρέθηκαν στη γλωσσική επίδοση α) αγραµµατικών (αφασικών τύπου Broca), β) αφασικών τύπου Wernicke και γ) (µη αφασικών) ατόµων που είτε είχαν προβλήµατα στην επεξεργα- 20 Αξίζει να σηµειωθεί ότι η Bastiaanse και οι συνεργάτες της δεν εντοπίζουν το πρόβληµα ειδικά στην (εµφανή) µετακίνηση του ρήµατος, αλλά γενικώς στη διαδικασία της (εµφανούς) µετακίνησης, καθώς έχουν βρει πως προβλήµατα στους ολλανδόφωνους αγραµµατικούς προκαλεί και η µετακίνηση της ΟΦ-αντικειµένου σε θέση υψηλότερη από κάποιο επίρρηµα (object scrambling), η οποία πραγµατοποιείται σε χαµηλότερες προβολές της συντακτικής ιεραρχίας συγκριτικά µε αυτές που εµπλέκονται στη µετακίνηση του ρήµατος (βλ. Bastiaanse, Koekkoek & van Zonneveld, 2003). 31
σία είτε δεν είχαν κανένα πρόβληµα και συµµετείχαν σε on-line πειράµατα που έλεγχαν την επεξεργασία της πρότασης (Crain et al., 2001: 300-301, 303). Συγκεκριµένα, η εν λόγω µελέτη εστίασε στις επιδόσεις των παραπάνω πληθυσµών στις αναφορικές «περιοριστικές» προτάσεις (relative restrictive clauses), για την εξέταση των οποίων διενεργήθηκαν µια σειρά από δοµηµένες δοκιµασίες (on-line πειράµατα που χρησι- µοποιούσαν την τεχνική της παρακολούθησης της κόρης του οφθαλµού (eyetracking), δοκιµασία αντιστοίχισης πρότασης µε εικόνα, δοκιµασία παραγωγής µε εκµαίευση (elicited production task)). Τα πειραµατικά αποτελέσµατα έδειξαν πως για το σύνολο των ετερόκλητων πληθυσµών οι αναφορικές προτάσεις µε κενό αντικειµένου (objectgap relatives) (ή, απλούστερα, οι αναφορικές προτάσεις αντικειµένου) προκαλούν µεγαλύτερη δυσκολία απ ό,τι οι αναφορικές προτάσεις µε κενό υποκειµένου (ή, απλούστερα, οι αναφορικές προτάσεις υποκειµένου) (subject-gap relatives). Σύµφωνα µε τους Crain et al. (2001: 301, 303) τέτοιοι παραλληλισµοί δεν µπορούν να εξηγηθούν στη βάση της υπόθεσης της δοµικής διαταραχής, αλλά µόνο στη βάση της υπόθεσης της µείωσης της επεξεργαστικής ικανότητας. Όπως επισηµαίνει ο Kolk (1998: 255), η υπόθεση των περιορισµένων πόρων επεξεργασίας απαντά στη βιβλιογραφία σε δύο διαστάσεις: άλλοι υποστηρίζουν πως ο περιορισµός είναι χωρικός (spatial) και άλλοι πως ο περιορισµός είναι χρονικός (temporal). Οι ερµηνείες που κινούνται στη χωρική διάσταση αποτελούν και την πλειονότητα των σχετικών ερµηνειών (δηλ. των ερµηνειών επεξεργασίας) που έχουν προταθεί. Κοινό τους σηµείο είναι πως αυτές (ρητά ή υπόρρητα) εµπλέκουν τη βραχυπρόθεσµη µνήµη (short-term memory) ως το συστατικό/τη λειτουργική δοµή που υφίσταται (ή, αλλιώς, που θέτει) τους περιορισµούς. Ως εκπρόσωπος της πρώτης προσέγγισης αναφέρεται από τον Kolk (ό.π.) η ερµηνεία που προτάθηκε από τους Caplan και Hildebrandt (1988). Αυτοί διατύπωσαν την υπόθεση του «χώρου εργασίας της συντακτικής ανάλυσης» ( the parsing work space hypothesis), σύµφωνα µε την οποία το µέγεθος της συντακτικής αποθήκης (syntactic buffer) των αφασικών είναι περιορισµένο. Τη χωρική διάσταση αυτής της προσέγγισης την απηχούν πολλές ακόµη µελέτες, όπως είναι α) η µελέτη της Hagiwara (1995), η οποία όπως προαναφέρεται (βλ. ενότητα 1.2.2.1.3) για την ερµηνεία των δεδοµένων της υιοθετεί την παραπάνω πρόταση των Caplan και Hildebrandt, β) το µοντέλο των Just και Carpenter (1992) για τη µνήµη εργασίας και την κατανόηση, βάσει του οποίου ερµήνευσαν τα πρότυπα επίδοσης των αφασικών οι Miyake, Carpenter και Just (1994), γ) η προσέγγιση των Caplan 32
και Waters (1999) και Waters και Caplan (1996) για τη µνήµη εργασίας και τη συνάφειά της µε τα παθολογικά πρότυπα επίδοσης, δ) το µοντέλο βραχυπρόθεσµης µνή- µης που διαµορφώθηκε από τους R. Martin και Lesch (1996) και R. Martin, Lesch και Bartha (1999), το οποίο και θα µας απασχολήσει εκτενέστερα στη συνέχεια (βλ. ενότητα 2.2.1.3), και ε) η µελέτη των Kok, van Doorn και Kolk (2007). Οι ερµηνείες που κινούνται στη χρονική διάσταση είναι δύο ειδών, σύµφωνα µε τον Kolk (1998), καθώς διακρίνονται α) σε εκείνες που υποθέτουν ότι η ενεργοποίηση της γραµµατικής πληροφορίας επιβραδύνεται (π.χ. Gigley, 1983 Kolk & van Grunsven, 1985 Friederici, 1988 Friederici & Kilborn, 1989 Haarman & Kolk, 1991α,β Hagoort, 1997 Cornell, 1995 Swaab, Brown & Hagoort, 1997 Swinney & Zurif, 1995) και β) σε εκείνες που υποθέτουν ότι τα αποτελέσµατα της συντακτικής ανάλυσης υπόκεινται σε παθολογικά ταχεία φθορά (decay) (π.χ. Gigley, 1983 Kolk & van Grunsven, 1985 Haarman & Kolk, 1994). Σε ό,τι αφορά τις ερµηνείες που προτείνουν µειωµένους πόρους επεξεργασίας και κινούνται στη χωρική διάσταση, πέρα από αυτή της Hagiwara (1995), για την ο- ποία έγινε αναφορά στην προηγούµενη ενότητα, εδώ θα σταθούµε και σε αυτή που έ- χει διατυπωθεί από τους Kok, van Doorn και Kolk (2007), οι οποίοι εξέτασαν την παραγωγή της κλιτικής µορφολογίας του ρήµατος στον ολλανδικό αγραµµατισµό. Αυτοί δεν διερεύνησαν µόνο την ικανότητα των αγραµµατικών να παράγουν χρόνο και συµφωνία, αλλά και την επίδραση που µπορεί να έχει στην επίδοσή τους κάποιος πρόσθετος υπολογιστικός φόρτος (computational load). Σύµφωνα µε τα πειραµατικά ευρήµατα αυτής της µελέτης, ο χρόνος ήταν σε γενικές γραµµές πιο προβληµατικός από τη συµφωνία, ενώ και οι δύο λειτουργικές κατηγορίες επηρεάζονταν αρνητικά ό- ταν στη δοκιµασία υπήρχε κάποιος πρόσθετος υπολογιστικός φόρτος. Σύµφωνα µε τους Kok et al. αυτά τα ευρήµατα είναι σε συµφωνία µε µια ερµηνεία επεξεργασίας ανάλογης φύσης µε αυτήν που προτάθηκε από τον Avrutin (2000) 21 σύµφωνα µε την οποία στον αγραµµατισµό ο χρόνος είναι πιο προβληµατικός από τη συµφωνία, επειδή απαιτεί ενσωµάτωση πληροφοριών που προέρχονται τόσο από το γραµµατικό όσο και από το εννοιακό (conceptual) επίπεδο, σε αντίθεση µε τη συµφωνία που α- παιτεί ενεργοποίηση µόνο στο γραµµατικό επίπεδο. Ασφαλώς, η παραπάνω ερµηνεία για τα συγκεκριµένα πρότυπα επίδοσης στηρίζεται στην υπόθεση πως οι εν λόγω α- 21 Γι αυτή τη µελέτη του Avrutin, αλλά και για άλλες ανάλογες, βλ. την ενότητα 3.1.3.1. 33
γραµµατικοί είχαν περιορισµούς στη µνήµη εργασίας 22 και γι αυτό είχαν υψηλότερη επίδοση στη συµφωνία, που υπολογιστικά είναι λιγότερο απαιτητική από το χρόνο (Κok et al., 2007: 281) (βλ. και ενότητα 3.1.3.1). 23 Αναφορικά µε τις ερµηνείες που προτείνουν µειωµένους πόρους επεξεργασίας και κινούνται στη χρονική διάσταση, θα σταθούµε σε αυτήν που προτάθηκε από τον Kolk και τους συνεργάτες του. Η ισχύς αυτής της ερµηνείας καλύπτει τόσο το επίπεδο της κατανόησης όσο και αυτό της παραγωγής (Kolk, 1998: 258). Αυτή προβλέπει µεταβολές στην ταχύτητα της συντακτικής επεξεργασίας, οι οποίες υποστηρίζεται πως έχουν δύο συνέπειες: α) Η αργή ενεργοποίηση και/ή η ταχεία φθορά των πληροφοριών που αφορούν τη φραστική δοµή (phrase structure) αναµένεται να προκαλέσει αποσυγχρονισµό µεταξύ των τµηµάτων του συντακτικού δέντρου, µε τον συγχρονισµό να είναι πιο δύσκολος όσο πιο πολύ αυξάνει η πολυπλοκότητα της φραστικής δοµής που στοχεύεται να παραχθεί. β) Στις απλές δοµές, αν και παρά την αργή ενεργοποίηση επιτυγχάνεται συγχρονισµός, η διάθεση (delivery) ωστόσο της φραστικής δοµής είναι και πάλι πιο αργή απ ό,τι στους φυσικούς οµιλητές. Σε αυτή την περίπτωση για τη σωστή παραγωγή της γραµµατικής µορφολογίας απαιτείται ένα άλλο είδος συγχρονισµού: αυτό µεταξύ µιας συντακτικής θέσης (π.χ. της θέσης προσδιοριστή) και του λεξικού στοιχείου (π.χ. του οριστικού άρθρου the της Αγγλικής) (βλ. σχήµα 1.2). Αν η διάθεση της συντακτικής θέσης καθυστερήσει, το λεξικό στοιχείο θα αρχίσει να φθίνει και να δέχεται παράλληλα την ανταγωνιστική πίεση (για επιλογή/ πραγµάτωση) από τα άλλα λεξικά στοιχεία. Αν σε αυτό το στάδιο επιλεγεί κάποιο µόρφηµα, υπάρχει µεγάλη πιθανότητα αυτό να είναι λαθεµένο (Kolk, 1998: 258 Kolk, 1995: 288-292). 22 Για περισσότερες πληροφορίες αναφορικά µε τη σχέση βραχυπρόθεσµης µνήµης και γλώσσας, βλ. την ενότητα 2.2.1. 23 Για αναλυτικότερη παρουσίαση της έρευνας των Kok, van Doorn και Kolk (2007), βλ. την ενότητα 5.1.3. 34
Σχήµα 1.2. Συγχρονισµός της διάθεσης µιας συντακτικής θέσης (syntactic slot) και της ενεργοποίησης ενός λεξικού τύπου. Στο πάνω µέρος απεικονίζεται η ενίσχυση και η φθορά της ε- νεργοποίησης ενός λεξικού τύπου. Οι πιο σκούρες γκρίζες περιοχές δείχνουν πως κατά τα αρχικά και κατά τα τελικά στάδια της (περιόδου) ενεργοποίησης, όταν δηλαδή το µέγεθός της είναι σχετικά µικρό, ο ανταγωνισµός µε τις άλλες υποψήφιες λέξεις είναι σχετικά υψηλός, µε συνέπεια να υπάρχει ανάλογα µεγάλη πιθανότητα λαθεµένης επιλογής λεξικού τύπου. Στην (κεντρική) περιοχή µε το ανοιχτό γκρίζο ο ανταγωνισµός είναι χαµηλός και η πιθανότητα λαθεµένης επιλογής λεξικού τύπου είναι µικρή. Στο κάτω µέρος αναπαρίσταται ο χρόνος στον οποίο διατίθεται η συντακτική θέση στην περίπτωση των απλών και των σύνθετων προτάσεων, τόσο όταν ο ρυθµός της συντακτικής επεξεργασίας είναι φυσιολογικός όσο και όταν παρουσιάζει επιβράδυνση. Η ιδανική συντακτικο-λεξική ενσωµάτωση επιτυγχάνεται όταν η συντακτική θέση διατίθεται εντός του χρονικού πλαισίου που ταυτίζεται µε την ασφαλή περίοδο της λεξικής ενεργοποίησης. (από Kolk, 1995: 289) 24 1.3 Αγραµµατισµός: θεωρητικά συνεκτική κατηγορία ή όχι; Μελέτες περίπτωσης vs. µελέτες οµάδας Η θεωρητική υπόσταση του αγραµµατισµού θεωρείται αµφιλεγόµενο ζήτηµα, καθώς εδώ και αρκετά χρόνια καταγράφονται στη βιβλιογραφία δύο αντιτιθέµενες προσεγγίσεις. Η πρώτη προσέγγιση, που από πολλούς ερευνητές φέρεται ως η προσέγγιση της γνωστικής νευροψυχολογίας (βλ. ενδεικτικά Badecker & Caramazza, 1985, 1986 Caramazza, 1984, 1986 Caramazza & McCloskey, 1988 McCloskey & Caramazza, 1988 Miceli, Silveri, Romani & Caramazza, 1989 Coltheart, 2000), αµφισβητεί την υπόσταση του αγραµµατισµού ως µιας θεωρητικά συνεκτικής, διακριτής αφασικής κατηγορίας, λόγω της σηµαντικής ετερογένειας που παρατηρείται στο εσωτερικό του (βλ., µεταξύ άλλων, Miceli, Silveri, Romani & Caramazza, 1989). Επιπλέον, αυτή η 24 H απόδοση του σχολιασµού του σχήµατος στα Ελληνικά είναι δική µου. 35
προσέγγιση δείχνει να αµφισβητεί την υπόσταση και την αξία της µελέτης των συνδρόµων γενικότερα, ακόµη και χωρίς να επικαλείται άµεσα το επιχείρηµα της ετερογένειας στο εσωτερικό τους. Για παράδειγµα, ο Coltheart (2000: 18) υποστηρίζει πως το εγχείρηµα για την αναζήτηση και την αναγνώριση συνδρόµων εντός ενός γνωστικού πεδίου µπορεί να είναι ωφέλιµο µόνο όταν αυτό το πεδίο είναι «παρθένο» και δεν γνωρίζουµε τίποτε γι αυτό από τη σκοπιά της γνωστικής νευροψυχολογίας. Κάτι τέτοιο, όπως επισηµαίνεται, έκαναν οι Marshall και Newcombe (1973) για το πεδίο της ανάγνωσης. Αυτό κατά τον Coltheart (ό.π.) αποτελεί µια χρήσιµη ανιχνευτική διαδικασία που «καθαρίζει» κάπως το τοπίο και πληροφορεί τους γνωστικούς νευροψυχολόγους σχετικά µε τα είδη των διακρίσεων που είναι συναφή µε το συγκεκριµένο τοµέα (π.χ. λέξεις vs. µη λέξεις, οµαλές λέξεις vs. µη οµαλές λέξεις). Βάσει αυτών των πληροφοριών υποστηρίζεται πως µπορεί να αναπτυχθεί ένα υποσυστηµικό µοντέλο (modular model) της λειτουργικής αρχιτεκτονικής του συστήµατος που είναι υπεύθυνο για την επίδοση στο συγκεκριµένο γνωστικό πεδίο (ό.π.). Αφότου γίνει αυτό ω- στόσο, σύµφωνα µε τον Coltheart (ό.π.), η προσέγγιση του συνδρόµου (ανεξάρτητα από την παρουσία ή όχι σηµαντικής ετερογένειας στο εσωτερικό του) 25 έχει εκπληρώσει την αποστολή της, καθώς νέος στόχος θα πρέπει να είναι η χρήση δεδοµένων από «µεµονωµένους» ασθενείς, µε σκοπό τον έλεγχο του µοντέλου ή των µοντέλων που αναπτύχθηκαν κατά το προηγούµενο σταδιο. 26 Σύµφωνα µε τη δεύτερη προσέγγιση ωστόσο (βλ. ενδεικτικά Caplan, 1986) ο όρος αγραµµατισµός είναι θεωρητικά έγκυρος, καθώς αναφέρεται σε µια αφασική κατηγορία που, αν και ευρεία, δεν παύει να είναι συνεκτική (Caplan, 1991 Grodzinsky, 1991). Σύµφωνα µε αυτή την προσέγγιση, η σηµαντική θεωρητική και εµπειρική αξία 25 Το σχόλιο στην παρένθεση είναι δικό µου και όχι του Coltheart. Αν και δεν γίνεται σχετική ρητή α- ναφορά, θεωρώ πως το περιεχόµενο της παρένθεσης συνάγεται από όσα αναφέρονται. 26 Αξίζει να σηµειωθεί πως οι Miceli et al. και Caramazza από τη µία και ο Coltheart από την άλλη, ό- ταν µιλούν για σύνδροµα, τα σηµασιοδοτούν µε εντελώς διαφορετικό τρόπο, ωστόσο και πάλι τα α- πορρίπτουν και οι δύο πλευρές για διαφορετικούς λόγους, συγκροτώντας έτσι µια νέα αντίθεση στο ε- σωτερικό της ίδιας προσέγγισης. Συγκεκριµένα, η έννοια του συνδρόµου που απορρίπτεται από τους Miceli et al. και Caramazza είναι αυτή που ταυτίζεται µε ένα σηµαντικά ετερογενές όπως υποστηρίζουν σύνολο, καθώς αυτό φιλοξενεί στο εσωτερικό του ποικίλα πρότυπα επίδοσης και ποικίλους διαχωρισµούς, έτσι ώστε για την ερµηνεία τους να είναι απαραίτητη η υπόθεση πως υπάρχουν διαταραχές σε διάφορους ψυχολογικούς µηχανισµούς (βλ., µεταξύ άλλων, Caramazza, 1984: 18). Αντίθετα, το κατά Coltheart σύνδροµο είναι εξαιρετικά οµοιογενές, καθώς οποιοδήποτε πρότυπο επίδοσης διαταραγ- µένου λόγου (δηλ. οποιαδήποτε διαταραχή πρόβληµα ή συνδυασµός προβληµάτων στην υποσυστη- µική λειτουργική αρχιτεκτονική του γλωσσικού συστήµατος) θα αντιστοιχούσε και σε ένα µοναδικό σύνδροµο. εδοµένης της παραπάνω λογικής και της πλούσιας σύνθεσης των σχετικών µοντέλων, καθώς αυτά περιέχουν πολλά «κουτάκια» και βέλη, έχει υποστηριχτεί πως ο αριθµός των διαφορετικών συνδρόµων είναι τόσο µεγάλος που πλέον η έννοια του συνδρόµου χάνει την αξία της (Coltheart, 1984: 370 Coltheart, 2000: 17 Howard & Franklin, 1988). 36
του αγραµµατισµού αποδεικνύεται από το ότι οι ασθενείς που εµπίπτουν σ αυτή την κλινική κατηγορία κατά βάση εµφανίζουν (παρά τις κάποιες διαφορές) παρόµοια πρότυπα διαταραγµένου λόγου, τα οποία παρουσιάζουν εξαιρετική συνάφεια τόσο µε τη γλωσσολογία όσο και µε τη ψυχο/νευρογλωσσολογία (Grodzinsky, 1991). Κατά την άποψή µου, ως κάποιο βαθµό, η απόκλιση των δύο προσεγγίσεων ο- φείλεται στη διαφορετική οπτική γωνία και στους διαφορετικούς στόχους που θέτει η καθεµιά από αυτές. Η πρώτη προσέγγιση δηλαδή η προσέγγιση της γνωστικής νευροψυχολογίας, σύµφωνα µε τους υποστηρικτές της (Badecker & Caramazza, 1985, 1986 Caramazza, 1984, 1986 Caramazza & McCloskey, 1988 McCloskey & Caramazza, 1988 Miceli, Silveri, Romani & Caramazza, 1989 Coltheart, 2000) εστιάζει στη διαµόρφωση της λειτουργικής αρχιτεκτονικής του γλωσσικού συστήµατος µέσω της ανατροφοδότησης από τα δεδοµένα του διαταραγµένου λόγου προς τα θεωρητικά µοντέλα της αρχιτεκτονικής αυτού του συστήµατος (Caramazza, 1984: 9). Συνεπώς, οι στόχοι της γνωστικής νευροψυχολογίας µπορεί να εξυπηρετούνται είτε α) από τη µελέτη ατόµων µε διαταραγµένο λόγο, καθώς το κάθε πρότυπο επίδοσης διαταραγµένου λόγου (ασχέτως κατηγοριοποίησης της διαταραχής, υπαγωγής της δηλαδή στην εµβέλεια κάποιου συνδρόµου) αποτελεί µια ερµηνευτική «πρόκληση», ένα πεδίο ε- φαρµογής για τα µοντέλα του γνωστικού/γλωσσικού συστήµατος 27 είτε β) από τη µελέτη σαφώς προσδιορισµένων, οµοιογενών και θεωρητικά έγκυρων συνδρόµων, στο βαθµό που πάντα όλα τα άτοµα που θα είχαν το Χ σύνδροµο θα εµφάνιζαν τα Ψ χαρακτηριστικά συµπεριφοράς, 28 δηλαδή το ίδιο, αµετάβλητο πρότυπο επίδοσης. 29 Είναι προφανές πως ο αγραµµατισµός, όπως τουλάχιστον γίνεται η διάγνωσή του βάσει των κριτηρίων της κλασικής τυπολογίας της αφασίας, δεν πληροί τα χαρακτηριστικά του «συνεκτικού» και «θεωρητικά έγκυρου» συνδρόµου, όπως αυτά προσδιορίζονται από τη γνωστική νευροψυχολογία (βλ., µεταξύ άλλων, Caramazza, 1984). Κατά συ- 27 Όπως είναι ευνόητο, αυτό συµβαίνει επειδή το κάθε πρότυπο επίδοσης µπορεί είτε να ερµηνεύεται βάσει της Χ λειτουργικής αρχιτεκτονικής που προτείνεται, ενισχύοντας έτσι την εγκυρότητα (ή, εναλλακτικά, την ερµηνευτική επάρκεια) του αντίστοιχου µοντέλου, είτε να µην ερµηνεύεται βάσει αυτού του µοντέλου και αναγκαστικά να οδηγεί στην αναθεώρηση ή στον εµπλουτισµό του. 28 Είναι προφανές πως αυτό απηχεί την άποψη των Miceli et al. (1989) και του Caramazza (1984), και όχι αυτή του Coltheart (1984, 2000) (βλ. υποσ. 26). 29 Σ αυτήν την περίπτωση, θα µπορούσαµε να πούµε πως για την επίτευξη των στόχων της γνωστικής νευροψυχολογίας ένα άτοµο µε διαταραγµένο λόγο και κάποιο Χ πρότυπο επίδοσης θα είχε ισοδύναµη συµβολή µε ένα Ψ οµοιογενές και θεωρητικά έγκυρο σύνδροµο. Κι αυτό διότι όλα τα άτοµα που θα εµφάνιζαν αυτό το Ψ σύνδροµο θα είχαν το ίδιο πρότυπο επίδοσης, θα ισοδυναµούσαν δηλαδή ως προς την ποιότητα/ποσότητα συµβολής (στην επίτευξη των στόχων της γνωστικής νευροψυχολογίας) απλά µε ένα άτοµο που θα εµφάνιζε το Χ πρότυπο επίδοσης. 37
νέπεια, σύµφωνα µε αυτή την προσέγγιση, η µελέτη του αγραµµατισµού δεν είναι ω- φέλιµη και συνεπώς είναι απορριπτέα, καθώς αυτός, ως µη έγκυρη και θεωρητικά µη συνεκτική κατηγορία της αφασίας, δεν µπορεί να εξυπηρετήσει τους στόχους της γνωστικής νευροψυχολογίας. Από την άλλη, η αντιτιθέµενη προσέγγιση δεν εστιάζει τόσο στην εµπειρική ανατροφοδότηση προς το µοντέλο ή τα µοντέλα της λειτουργικής αρχιτεκτονικής του γλωσσικού/γνωστικού συστήµατος όσο στο ίδιο το «σύνδροµο» του αγραµµατισµού, καθώς διερευνά τα υποκείµενα αίτια για τα πρότυπα επίδοσης που συµβατικά υπάγονται στον αγραµµατισµό. Για το σκοπό αυτό επιδιώκει την ανάδειξη των κοινών χαρακτηριστικών που εµφανίζουν οι ποικίλες πραγµατώσεις του αγραµµατισµού, εγχείρηµα που προϋποθέτει µια σηµαντική διαδικασία «αφαίρεσης» των αποκλινόντων χαρακτηριστικών του, των στοιχείων δηλαδή στα οποία εντοπίζεται η ποικιλότητα, και (κατόπιν) γενίκευσης των στοιχείων εκείνων της επίδοσης, στα οποία παρατηρείται σύγκλιση (Grodzinsky, 1991: 563-564). Στο βαθµό που επιτυγχάνεται κάτι τέτοιο, αποδεικνύεται σύµφωνα µε αυτή την προσέγγιση και η θεωρητική εγκυρότητα της κατηγορίας του αγραµµατισµού. Τέλος, αυτή η προσέγγιση δεν υποβαθµίζει και το γεγονός πως η αφασική κατηγορία του αγραµµατισµού είναι πολύ χρήσιµη, όχι µόνο σε κάποια ερευνητικά πλαίσια, αλλά και στα κλινικά συµφραζόµενα (Caplan, 1991: 280). Όπως είναι προφανές, οι δύο παραπάνω προσεγγίσεις έχουν σηµαντικό αντίκρισµα στο µεθοδολογικό πεδίο, καθώς αυτές σε συνάρτηση µε τους στόχους και τις παραδοχές τους προκρίνουν δύο διαφορετικές µεθοδολογικές επιλογές: η προσέγγιση του Caramazza, του Badecker, του Miceli και των συνεργατών τους θεωρούν τις µελέτες περίπτωσης (case studies) ως τις µεθοδολογικά ενδεδειγµένες (όσο τουλάχιστον η διάγνωση των συνδρόµων γίνεται βάσει των ανεπαρκών κατά τον Caramazza (1984) κριτηρίων της κλασικής τυπολογίας της αφασίας), ενώ η προσέγγιση του Caplan, του Grodzinsky και των συνεργατών τους προκρίνουν τις µελέτες οµάδας (group studies) ως την πιο ενδεδειγµένη µεθοδολογική επιλογή. Αν και έχει υποστηριχτεί από τον Grodzinsky (1991) πως ο κάθε ερευνητής ο- φείλει να πάρει θέση και να επιλέξει µεταξύ των δύο προσεγγίσεων, 30 θεωρώ πως κά- 30 Σύµφωνα µε τον Grodzinsky (1991: 563-564), είναι απαραίτητη η επιλογή ενός από τα δύο µονοπάτια. Η προσέγγιση των µελετών περίπτωσης, που αρνούνται την ύπαρξη των συνδρόµων, οδηγεί στην εξέταση όλων των πτυχών της αγραµµατικής διαταραχής (βλ., ενδεικτικά, Caramazza, 1984: 14-15) και καταλήγει στο συµπέρασµα πως οι ασθενείς παρουσιάζουν µια χωρίς όρια ποικιλία παθολογιών. Η προσέγγιση που βασίζεται στην έννοια του συνδρόµου όπως προαναφέρθηκε έχει την τάση να πα- 38
τι τέτοιο δεν είναι υποχρεωτικό, στο βαθµό που αυτές οι προσεγγίσεις αντανακλούν όπως προαναφέρθηκε τους κατά κάποιο τρόπο διαφορετικούς στόχους και το διαφορετικό πεδίο εστίασης που έχουν ορίσει, καθώς και την (και πάλι ως κάποιο βαθµό) διαφοροποιηµένη πρόσληψη και ερµηνεία των ίδιων δεδοµένων. 31 Αναγνωρίζοντας τα πλεονεκτήµατα και τις αδυναµίες ή τους περιορισµούς που έχει η κάθε προσέγγιση, στην παρούσα εργασία θα επιχειρήσω να συνδυάσω όσο το δυνατό πιο γόνιµα και τις δύο προσεγγίσεις. Συγκεκριµένα, α) θα διερευνήσω τη γλωσσική επίδοση τριών ελληνόφωνων αγραµµατικών ως προς ορισµένες γλωσσικές και ψυχογλωσσολογικές µεταβλητές (π.χ. µορφολογική οµαλότητα, συχνότητα) διενεργώνας έναν αρκετά µεγάλο αριθµό δοκιµασιών, β) θα συγκρίνω και θα συσχετίσω τα πρότυπα επίδοσης των αγραµµατικών της παρούσας έρευνας µε αυτά που έχουν α- ναφερθεί σε άλλες ανάλογες µελέτες, µε στόχο την ανάδειξη των σηµείων σύγκλισης και την ανατροφοδότηση των θεωριών που έχουν προταθεί ως σήµερα για τα υποκεί- µενα αίτια του αγραµµατισµού και γ) θα επιχειρήσω να ερµηνεύσω κάποιες όψεις της επίδοσης των αγραµµατικών συµµετεχόντων βάσει ενός µοντέλου της λειτουργικής αρχιτεκτονικής του γλωσσικού/γνωστικού συστήµατος. 1.4 Μεταβλητές που επηρεάζουν την αγραµµατική επίδοση Κάποιες από τις µεταβλητές που επηρεάζουν σε διαγλωσσικό επίπεδο τη γλωσσική ε- πεξεργασία και, µοιραία, και την αγραµµατική επίδοση είναι η συχνότητα εµφάνισης (frequency of occurence) της λέξης, η ±οµαλότητά της, το µήκος της και ο τόνος της (βλ., µεταξύ άλλων, O Connor, Obler & Goral (2007: 29)). Άλλη µια µεταβλητή που επηρεάζει την επίδοση είναι η ίδια η δοκιµασία µέσω της οποίας εκµαιεύεται ο λόγος, καθώς οι σχετικές δοκιµασίες (µπορούν να) διαφοροποιούνται µεταξύ τους ως προς ραβλέπει τις διαφορές και να εστιάζει στην οµοιότητα µεταξύ των ασθενών, όπως ακριβώς κάνουν οι κλινικές τυπολογίες. Σύµφωνα µε τον Grodzinsky (1991: 563-564) η επιλογή της πρώτης προσέγγισης θα σήµαινε πως οι κανονικότητες που έχουν παρατηρηθεί στη συµπεριφορά των ασθενών, στις οποίες και στηρίχτηκαν σηµαντικές γενικεύσεις, είναι εντελώς τυχαίες. Αντίθετα, σύµφωνα µε τη δεύτερη προσέγγιση, ακριβώς στην ύπαρξη αυτών των κανονικοτήτων έγκειται το θεωρητικό ενδιαφέρον για τα νευροψυχολογικά φαινόµενα (ό.π.). 31 Για παράδειγµα, σύµφωνα µε τους Miceli et al. (1989) η σηµαντική ετερογένεια και οι διπλοί διαχωρισµοί που παρατηρούνται στα πρότυπα επίδοσης των «αγραµµατικών» αποτελούν απόδειξη ότι ο α- γραµµατισµός δεν αποτελεί µια ενιαία οντότητα, µια «ολότητα». Σύµφωνα µε τον Caplan (1991: 279 υποσ.), ωστόσο, οι ενδεχόµενοι διαχωρισµοί µεταξύ των υποσυνόλων ενός «υπερσυνόλου» δεν συνεπάγονται ότι το υπερσύνολο δεν είναι διαταραγµένο δεν ακυρώνουν δηλαδή την υπόθεση ότι το υπερσύνολο είναι διαταραγµένο. 39
τις γνωστικές δεξιότητες που εµπλέκουν και, συνεπώς, ως προς το βαθµό δυσκολίας που τις χαρακτηρίζει. Για παράδειγµα, σε ό,τι φορά τον έλεγχο της κατανόησης, η δοκιµασία κρίσης γραµµατικότητας πρότασης (sentence grammaticality judgment task) θεωρείται λιγότερο απαιτητική από τη δοκιµασία αντιστοίχισης πρότασης µε εικόνα, καθώς η εκτέλεση της τελευταίας πέρα από τη γλωσσική κατανόηση της πρότασης ε- µπλέκει και µια ευρύτερη γνωστική δεξιότητα, κατά την οποία αντιστοιχίζεται η ση- µασία της πρότασης στα οπτικά αντιληπτικά χαρακτηριστικά της κατάλληλης εικόνας (Kolk, 2007: 100 Caplan & Waters, 1999) (βλ. και ενότητα 5.4.2). Τέλος, έχει προταθεί και µια επιπλέον µεταβλητή, η οποία φέρεται να επηρεάζει την αγραµµατική επίδοση. Πιο συγκεκριµένα, αναφορικά µε τη δυσχέρεια των αγραµµατικών στην παραγωγή του ρήµατος, έχει προταθεί η ύπαρξη µιας ιεραρχίας που οργανώνεται στη βάση της πολυπλοκότητας του πλαισίου υποκατηγοριοποίησής του (subcategorization frame) σύµφωνα µε την ιεραρχία αυτή δηλαδή, όσο περισσότερα ορίσµατα προβλέπει/απαιτεί ένα ρήµα τόσο µεγαλύτερη δυσκολία επιφέρει κατά την παραγωγή του (Kim & Thompson, 2000 Thompson, Shapiro, Li & Schendel, 1995 Thompson, Lange, Schneider & Shapiro, 1997, µεταξύ άλλων). Έτσι, βάσει αυτής της ιεραρχίας, τα αµετάβατα ρήµατα προκαλούν µικρότερη δυσκολία από τα µεταβατικά που λαµβάνουν ένα αντικείµενο, τα οποία µε τη σειρά τους προκαλούν µικρότερη δυσκολία από τα µεταβατικά που λαµβάνουν δύο αντικείµενα κ.ο.κ. Στο κεφάλαιο αυτό θα σταθούµε περισσότερο στις λεξικές/µορφολογικές µεταβλητές της συχνότητας και της (µορφολογικής) οµαλότητας, καθώς, όπως θα φανεί και στη συνέχεια, στην παρούσα µελέτη, εκτός των άλλων, θα διερευνηθεί και η επίδραση αυτών των δύο µεταβλητών στην ελληνόφωνη αγραµµατική επίδοση. Επίσης, σε αυτή τη µελέτη θα διερευνηθεί ως ένα βαθµό και η επίδραση του µήκους του ρή- µατος. Ωστόσο, δεν θα σταθούµε ιδιαίτερα σε αυτή τη µεταβλητή στο παρόν κεφάλαιο. 32 Αντίθετα, δεν θα εξεταστεί η επίδραση των µεταβλητών της θέσης του τόνου και της πολυπλοκότητας του πλαισίου υποκατηγοριοποίησης του ρήµατος. 33 32 Το µήκος της λέξης δεν αποτελεί λεξική µεταβλητή, αλλά εκφράζει τη φωνολογική πολυπλοκότητα (phonological complexity) του ερεθίσµατος (Miceli & Caramazza, 1988: 39). Ειδικότερα, η πιθανότητα σωστής απάντησης/επιτυχούς επίδοσης αποτελεί ως ένα βαθµό συνάρτηση του αριθµού των προς επεξεργασία φωνολογικών τεµαχίων (ό.π.). 33 Όπως θα φανεί και στη συνέχεια, αυτές οι επιλογές αντανακλώνται και στον πειραµατικό σχεδιασµό (βλ. ενότητες 4.2.2 και 5.2.2), καθώς όλα τα ρήµατα που επελέγησαν κατά τη συγκρότηση του πειρα- µατικού υλικού είχαν την ίδια θέση τόνου (παραλήγουσα) και το ίδιο πλαίσιο υποκατηγοριοποίησης (µεταβατικά ρήµατα µε ένα εσωτερικό όρισµα). 40
1.4.1 Αγραµµατισµός και συχνότητα Η συχνότητα εµφάνισης µιας λέξης στη γλώσσα, η οποία αποτελεί λεξική µεταβλητή (Miceli & Caramazza, 1988: 39), θεωρείται µια από τις θεµελιώδεις παραµέτρους που επηρεάζουν την επεξεργασία. Ειδικότερα, έχει υποστηριχτεί πως ο ρόλος της συχνότητας είναι κρίσιµος τόσο στο ευρύτερο ψυχογλωσσολογικό επίπεδο, όπου έχει βρεθεί πως η συχνότητα αποτελεί σηµαντικό παράγοντα στην αναγνώριση λέξης (word recognition), καθώς οι συχνότερες λέξεις αναγνωρίζονται ταχύτερα από τις λιγότερο συχνές (Harley, 2001: 146 Faroqi-Shah & Thompson, 2004: 486 Griffin & Bock, 1998 Jescheniak & Levelt, 1994), όσο και στο νευρογλωσσολογικό/ νευροψυχολογικό επίπεδο και ειδικότερα σε σύνδεση µε το ειδικότερο αντικείµενο αυτής της εργασίας στο χώρο της αφασίας (π.χ. Caramazza & Hillis, 1990 Nickels, 1994). Μεταξύ άλλων, έχει βρεθεί πως οι αφασικοί πραγµατώνουν σε πολύ µεγαλύτερη έκταση τα συχνότερα λεξικά στοιχεία (Howes, 1964 παραποµπή µέσω Stemberger & Mac- Whinney, 1986), ενώ έχει υποστηριχτεί πως η συχνότητα εµφάνισης των λεξικών τύπων επηρεάζει ποιοι διατηρούνται σε καλύτερη κατάσταση και ποιοι όχι στον αγραµ- µατισµό (Stemberger, 1984). Επίσης, σε ό,τι αφορά το «µη παθολογικό» λόγο, έχει βρεθεί πως στους πιο συχνούς (οµαλούς) ρηµατικούς τύπους γίνονται σπανιότερα λάθη παράλειψης των κλιτικών µορφηµάτων απ ό,τι στους λιγότερο συχνούς (Stemberger & MacWhinney, 1986: 22-23). Για την ερµηνεία αυτού του ευρήµατος υποστηρίχτηκε πως οι συχνότεροι ρηµατικοί τύποι εµφανίζουν υψηλότερο επίπεδο ενεργοποίησης από τους λιγότερο συχνούς, το οποίο τους ενισχύει και τους κάνει λιγότερο ε- πιρρεπείς στα λάθη (ό.π.: 24). H ίδια ερµηνεία διατυπώνεται διαφορετικά από τον Stemberger (1984, 1985), καθώς σύµφωνα µε αυτόν οι λέξεις υψηλής συχνότητας έ- χουν χαµηλότερο «κατώφλι» ενεργοποίησης (activation threshold). Τέλος, έχει υποστηριχτεί (Stemberger & MacWhinney, 1986: 24-25) πως η συχνότητα συνδέεται και µε τον τρόπο επεξεργασίας, καθώς έχει βρεθεί πως οι κλιτές οµαλές λέξεις υψηλής συχνότητας ανακαλούνται ως «ολότητες», σε αντίθεση µε τις κλιτές οµαλές λέξεις χαµηλής συχνότητας, η επεξεργασία των οποίων πραγµατοποιείται σύµφωνα µε το τεµαχιστικό µοντέλο (decompositional model) (Taft & Forster, 1975), κατά το οποίο όπως προαναφέρεται πραγµατοποιείται τεµαχισµός των λέξεων στα συστατικά τους µορφήµατα (π.χ. θέµα και κλιτικό επίθηµα) και ξεχωριστή πρόσβαση στο καθένα από αυτά. 41
Συγγενικός µε τη συχνότητα (frequency) είναι ο όρος οικειότητα (familiarity). Ενώ, ωστόσο, ο πρώτος όρος αναφέρεται στην «αντικειµενική» συχνότητα εµφάνισης του εκάστοτε λεξικού στοιχείου στη γλώσσα (όπως αυτή «συναρθρώνεται» από το σύνολο των οµιλητών και των κειµενικών ειδών), ο δεύτερος όρος είναι κάπως πιο αµφιλεγόµενος. Κατά τον Pulman (1983) o όρος οικειότητα είναι αρκετά δύσκολο να προσδιοριστεί µε σαφήνεια, καθώς αυτός µπορεί να παραπέµπει είτε στη συχνότητα της «επαφής» µας µε τα αντικείµενα (τα αντικείµενα αναφοράς (ΑΑ) των λέξεων) είτε στη συχνότητα της επαφής µας µε τις αναπαραστάσεις των αντικειµένων είτε ακό- µη στη συχνότητα εµφάνισης των λέξεων, αν και η τελευταία εκδοχή δείχνει προβλη- µατική. Κατά τον Harley (1995), ωστόσο, η οικειότητα µπορεί να νοηθεί ως ένα µέτρο της «προσωπικής» συχνότητας, της εµπειρικής βίωσης των λέξεων, χωρίς να διευκρινίζεται εάν αυτή περιλαµβάνει τα ΑΑ των λέξεων ή απλά τις αναπαραστάσεις τους (ή και τα δύο µαζί). Αξίζει να σηµειωθεί πως, αν και συνήθως οι παράµετροι της συχνότητας και της οικειότητας «συµβαδίζουν», υπάρχουν ωστόσο και περιπτώσεις όπου παρατηρείται απόκλιση. Για παράδειγµα, κάποιες λέξεις καταγεγραµµένης χα- µηλής συχνότητας (όπως οι λέξεις της Αγγλικής mumble µουρµουρίζω/ψελλίζω, giggle χαζογελώ/«κακαρίζω» και drowsy γλαρωµένος/ νυσταγµένος ) θεωρούνται πιο οικείες από κάποιες άλλες λέξεις ανάλογης χαµηλής συχνότητας (όπως οι λέξεις επίσης της Αγγλικής cohere έχω/διατηρώ συνοχή, rend διαρρηγνύω και char (δυνατό) τσάι ) (Harley, 2001: 147). Τέλος, έχει διατυπωθεί και η άποψη πως η οικειότητα αποτελεί πιο θεµελιώδη µεταβλητή της επεξεργασίας απ ό,τι η συχνότητα (Gernsbacher, 1984 O Connor, Obler & Goral, 2007). Ανεξάρτητα ωστόσο από τις παραπάνω απόψεις και προτάσεις, σε καµιά περίπτωση δεν αµφισβητείται το γεγονός πως η συχνότητα αποτελεί µια ιδιαίτερα σηµαντική παράµετρο της επεξεργασίας (Harley, 2001: 146). 1.4.2 Αγραµµατισµός και οµαλότητα Άλλη µια παράµετρος που επηρεάζει τη γλωσσική πρόσβαση και επεξεργασία είναι αυτή της (µορφολογικής) ±οµαλότητας των λεξικών κατηγοριών, όπως για παράδειγ- µα των ρηµάτων και των ουσιαστικών (βλ., µεταξύ άλλων, Badecker, 1997 Clashen, 1999 Pinker, 1991, 1999 Druks, 2006 Ullman, Corkin, Coppola, Hickok, Growdon, Koroshetz & Pinker, 1997 Tsapkini, Jarema & Kehayia, 2002γ Tsapkini, Jarema & 42
Kehayia, 2004). Με τον όρο οµαλότητα γίνεται αναφορά στο χαρακτηριστικό των λεξηµάτων να σχηµατίζουν (ή όχι) τους χρόνους τους και το κλιτικό τους παράδειγµα (σε όλους τους χρόνους) µε προβλέψιµο τρόπο. Όπως επισηµαίνουν σχετικά οι Tsapkini, Jarema και Kehayia (2002γ: 104), οι οποίες ακολουθούν τη σχετική ανάλυση της Ralli (1988), οµαλοί τύποι θεωρούνται αυτοί που σχηµατίζονται µε την εφαρµογή κανόνα (ο οποίος για παράδειγµα µπορεί να προβλέπει την εφαρµογή ενός προσφύ- µατος στο θέµα (π.χ. γράφ-ω έ-γραπ-σ-α (έγραψα), λύν-ω έ-λυ-σα)), ενώ µη οµαλοί τύποι θεωρούνται αυτοί που αποτελούν προϊόντα κάποιας ιδιοσυγκρατικής, µη προβλέψιµης αλλαγής. Οι τελευταίοι συνήθως εµπλέκουν κάποια αλλαγή (φωνηεντική) στο εσωτερικό του θέµατος (π.χ. πλέν-ω έ-πλυν-α) (ό.π.). Έτσι, η επισύναψη προσφύµατος στο θέµα (που διατηρείται σταθερό και δεν υφίσταται αλλαγή στο εσωτερικό του) από τη µία και η αλλαγή στο θέµα από την άλλη φέρονται ως τα «ορίζοντα» χαρακτηριστικά των δύο τιµών (+οµαλά και οµαλά αντίστοιχα) της µεταβλητής (µορφολογική) οµαλότητα (Clashen, 1999). Σε ό,τι αφορά την παράµετρο της οµαλότητας, µια διαταραχή θεωρείται µορφοσυντακτική όταν επηρεάζει µη διαφοροποιηµένα την οµαλή και τη µη οµαλή κλίση (Badecker, 1997). Ειδικότερα, σύµφωνα µε τον Badecker (1997: 378), πριν την ε- πιλογή ή το σχηµατισµό ενός συγκεκριµένου κλιτού τύπου µιας λέξης, οι λεξικές α- ναπαραστάσεις αποτελούνται από τον καθορισµό (specification) της βασικής λεξικής ταυτότητας και από τον καθορισµό χαρακτηριστικού (feature specification) για µια ή περισσότερες κλιτικές τιµές (inflectional values). Εφόσον λοιπόν, υποστηρίζει ο Badecker (ό.π.), αυτή η σύνθετη αναπαράσταση έχει τον ίδιο χαρακτήρα τόσο για τους οµαλούς όσο και για τους µη οµαλούς κλιτούς τύπους, µια διαταραχή στην κωδικοποίηση ή τη διατήρηση των µορφοσυντακτικών διακρίσεων που πραγµατώνουν αυτά τα χαρακτηριστικά θα είχε ως αποτέλεσµα λάθη παραγωγής τόσο για τους οµαλούς όσο και για τους µη οµαλούς κλιτούς τύπους. Στο ίδιο µήκος κύµατος, οι Tsapkini, Jarema και Kehayia (2002α: 266), προτείνουν πως µια διαταραχή είναι µορφολογική (=µορφοφωνολογική) και όχι µορφοσυντακτική όταν επηρεάζει µε διαφοροποιηµένο τρόπο την οµαλή και τη µη οµαλή κλίση. Σε ό,τι αφορά ειδικότερα το χώρο της αφασίας, ο Ullman και οι συνεργάτες του (Ullman, Corkin, Coppola, Hickok, Growdon, Koroshetz & Pinker, 1997) βρήκαν πως οι αφασικοί των οποίων η βλάβη εντοπίζεται στο εµπρόσθιο τµήµα του εγκεφάλου (στους οποίους υπάγονται και οι αφασικοί τύπου Broca), καθώς και οι ασθενείς µε Πάρκινσον (Parkinson s desease) έχουν χαµηλότερη επίδοση στα οµαλά απ ό,τι 43
στα µη οµαλά ρήµατα, ενώ το αντίθετο πρότυπο επίδοσης διαπίστωσαν πως έχουν οι αφασικοί που έχουν πληγεί στο οπίσθιο τµήµα του εγκεφάλου και οι ασθενείς µε Αλτσχάιµερ (Alzheimer s disease). Αυτά τα ευρήµατα θεωρήθηκε πως ενίσχυαν την υπόθεση ύπαρξης δύο µηχανισµών για την επεξεργασία της οµαλής και της µη οµαλής κλίσης, σύµφωνα µε την οποία υπεύθυνος για την οµαλή κλίση είναι ένας µηχανισµός σύνδεσης/συνδυασµού λεξικών και κλιτικών µορφηµάτων (concatenation mechanism), ενώ για την µη οµαλή κλίση υπεύθυνος είναι ένας µηχανισµός λεξικής ανάκλησης (lexical retrieval mechanism). Επιπλέον, βάσει των παραπάνω ευρηµάτων οι Ullman et al. (1997) και Ullman (2001) ανέπτυξαν ένα µοντέλο γλωσσικής παραγωγής κατά το οποίο στην επεξεργασία της οµαλής και της µη οµαλής µορφολογίας εµπλέκονται διαφορετικές περιοχές του εγκεφάλου. Σύµφωνα µε αυτό, υπεύθυνες εγκεφαλικές δοµές για τις µορφολογικές διαδικασίες που εκτελούνται βάσει κανόνων (ο- µαλή µορφολογία) είναι ο αριστερός κατώτερος µετωπιαίος φλοιός (left inferior frontal cortex) και τα βασικά γάγγλια (basal ganglia), ενώ οι δοµές που εµπλέκονται στην επεξεργασία της µη οµαλής µορφολογίας (οι δοµές κατά τους Ullman et al. που είναι υπεύθυνες για την αποθήκευση λεξικών τύπων, διαδικασία καθοριστική για τη µη οµαλή µορφολογία) εδράζονται στον κροταφικό λοβό. Κατά συνέπεια, στη βάση όσων προαναφέρονται (Badecker, 1997 Tsapkini, Jarema & Kehayia, 2002α), κατά τον Ullman και τους συνεργάτες του η υποκείµενη διαταραχή στον αγραµµατισµό είναι µορφοφωνολογικής και όχι µορφοσυντακτικής φύσης. 34 Ωστόσο, η θεωρία και οι προτάσεις του Ullman και των συνεργατών του αµφισβητήθηκαν από αρκετές µελέτες που είτε είχαν είτε επικαλέστηκαν διαφορετικά ευρήµατα (βλ., µεταξύ άλλων, De Diego Balaguer, Costa, Sebastián-Galles, Juncadella & Caramazza, 2004 Faroqi-Shah & Thompson, 2003). Πρώτα απ όλα, όπως επισηµαίνουν οι Faroqi-Shah και Thompson (2003: 9), αν και οι Ullman et al. (1997) σε ό,τι αφορά την αφασία τύπου Broca βρήκαν υπεροχή των µη οµαλών έναντι των οµαλών ρηµάτων (52% και 20% επιτυχία αντίστοιχα), ωστόσο και πάλι η επίδοση στα µη οµαλά ρήµατα δεν ήταν τόσο υψηλή, ώστε να µπορεί να εξηγηθεί βάσει της παραπάνω υπόθεσης για την ύπαρξη των δύο µηχανισµών για την οµαλή και τη µη οµαλή µορφολογία. Επιπλέον, όπως προαναφέρεται, τα ευρήµατα αρκετών µελετών δεν συµφωνούν µε αυτά των Ullman et al. (1997), καθώς οι αγραµµατικοί αυτών των µελετών είτε εµφανίζουν υψηλότερη επίδοση στα 34 Αυτό δηλαδή ισχύει επειδή ο Ullman και οι συνεργάτες του στον αγραµµατισµό παρατηρούν διαφοροποίηση οµαλής και µη οµαλής κλίσης. 44
οµαλά απ ό,τι στα µη οµαλά ρήµατα είτε δεν εµφανίζουν σηµαντική διαφοροποίηση µεταξύ των δύο παραπάνω κατηγοριών (π.χ. Shapiro & Caramazza (2003) και Faroqui-Shah & Thompson (2003) για την Αγγλική Laiacona & Caramazza (2004) για την Ιταλική Penke, Janssen & Kraus (1999) για τη Γερµανική Tsapkini, Jarema & Kehayia (2001) για την Ελληνική). Έτσι, όπως επισηµαίνουν οι de Diego Balaguer, Costa, Sebastián-Galles, Juncadella και Caramazza (2004: 220), αυτά τα ευρήµατα δείχνουν να ενισχύουν την υπόθεση πως ο αριστερός κατώτερος µετωπιαίος φλοιός ε- µπλέκεται στη µορφολογική επεξεργασία, ανεξάρτητα από το αν αυτή στα τελικά της στάδια περιλαµβάνει οµαλούς ή µη οµαλούς µορφοφωνολογικούς µετασχηµατισµούς. 35 Σχετικά µε αυτό, αξίζει να αναφερθεί πως υπάρχουν νευροαπεικονιστικά δεδοµένα που επανειληµµένα έχουν δείξει ενεργοποίηση της κατώτερης µετωπιαίας έ- λικας και ειδικότερα της περιοχής του Broca κατά την επεξεργασία τόσο της οµαλής όσο και της µη οµαλής κλίσης/µορφολογίας (Jaeger, Lockwood, Kemmerer, Van Valin, Murphy & Khalak, 1996: 488). Συνεπώς, βάσει των παραπάνω υποστηρίζεται πως η υποκείµενη διαταραχή στον αγραµµατισµό είναι µορφοσυντακτικής και όχι µορφοφωνολογικής φύσης (De Diego Balaguer et al., 2004: 221). 36 Tέλος, αξίζει να σηµειωθεί πως οι O Connor, Obler και Goral (2007), σε µελέτη τους πάνω στον ισπανόφωνο αγραµµατισµό, έχουν ανάλογα ευρήµατα µε αυτά των de Diego Balaguer et al. (2004) ως προς την υπεροχή των οµαλών έναντι των µη οµαλών τύπων στον αγραµµατισµό, ενώ επιπλέον προσκοµίζουν εµπειρική µαρτυρία υπέρ της υποθεσης πως η µεταβλητή της οµαλότητας ασκεί µεγαλύτερη επίδραση στην αγραµµατική επίδοση απ ό,τι η µεταβλητή της συχνότητας. 1.5 Αξία διαγλωσσικών µελετών O απώτερος στόχος των νευρογλωσσολογικών/νευροψυχολογικών µελετών της αφασίας, και ειδικότερα για να εντάξουµε αυτή τη συζήτηση στα συµφραζόµενα της παρούσας µελέτης του αγραµµατισµού, είναι η ανακάλυψη των υποκείµενων αιτίων αυτού του συνδρόµου και η αξιοποίηση αυτών των ευρηµάτων στη διερεύνηση του 35 Οι de Diego Balaguer et al. (2004: 220) παραπέµπουν σχετικά στους Faroqi-Shah και Thompson (2003), Laiacona και Caramazza (2004) και Shapiro και Caramazza (2003). 36 Για άλλες σχετικές µελέτες, που διερευνούν τη σχέση της µεταβλητής της οµαλότητας µε την α- γραµµατική επίδοση, βλ. την ενότητα 1.2.2.1.2. 45
τρόπου µε τον οποίο οργανώνεται η γλώσσα στον (µη παθολογικό) εγκέφαλο (βλ. τη σχετική συζήτηση στην ενότητα 1.3). Συνεπώς, οι απώτεροι στόχοι των σχετικών µελετών αφορούν τα καθολικά χαρακτηριστικά της αγραµµατισµού και την «καθολική» φύση της οργάνωσης της γλώσσας στον ανθρώπινο εγκέφαλο. Η συντριπτική πλειονότητα ωστόσο των µελετών που έχουν πραγµατοποιηθεί µέχρι σήµερα στο χώρο της αφασίας συνεπώς και του αγραµµατισµού αφορά την αγγλική γλώσσα (Bates, Wulfeck & MacWhinney, 1991: 123). Όπως είναι προφανές, οι παραπάνω στόχοι δεν θα µπορούσαν να επιτευχθούν στη βάση της µελέτης του αγραµµατισµού σε µία µόνο γλώσσα, καθώς δεν θα ήταν δυνατό να διαχωριστούν τα ειδικά χαρακτηριστικά αυτού του συνδρόµου στη συγκεκριµένη γλώσσα από τα γενικά του χαρακτηριστικά ούτε και θα ήταν µε αυτό τον τρόπο εφικτή η διερεύνηση των καθολικών, διαγλωσσικής ισχύος, υποκείµενων αιτίων του (ό.π.). Κι αυτό διότι, όπως επισηµαίνει ο Paradis (2001: 89), από τη στιγµή που οι γλώσσες για την κωδικοποίηση κάποιων χαρακτηριστικών συχνά χρησιµοποιούν διαφορετικούς µηχανισµούς (όπως, για παράδειγµα, τη σειρά των όρων της πρότασης, τις προθέσεις και τις επι-θέσεις (postpositions), τα προσφύµατα ή και ένα συνδυασµό των παραπάνω), τότε λογικό είναι η ίδια υποκεί- µενη διαταραχή (σε κάποιο σύνδροµο) να εκδηλώνεται µε διαφορετικά «επιφανειακά» συµπτώµατα σε διάφορες γλώσσες. Για παράδειγµα, όπως επισηµαίνει η Menn (2001: 51), βάσει των αγραµµατικών δεδοµένων της Αγγλικής (αλλά και της Γαλλικής και της Γερµανικής) ως ένα από τα κύρια συµπτώµατα του αγραµµατισµού πρόβαλλε η «παράλειψη των γραµµατικών καταλήξεων». Η µελέτη ωστόσο του αγραµµατισµού σε άλλες γλώσσες, όπως η Εβραϊκή, η Ιταλική, η Ισλανδική και η Φινλανδική, στις οποίες όλα τα ουσιαστικά, τα ρήµατα και τα επίθετα φέρουν γραµµατικές καταλήξεις (κλιτικά επιθήµατα) και στις οποίες οι τύποι ενός λεξήµατος που δεν έχουν κατάληξη είναι λιγότερο συχνοί από τους τύπους που έχουν κατάληξη, έχει δείξει πως οι αφασικοί τύπου Broca δείχνουν προτίµηση στη χρήση κάποιων πολύ συχνών τύπων, όπως είναι για παράδειγ- µα το απαρέµφατο ή ο τύπος του τρίτου προσώπου ενικού αριθµού για τα ρήµατα. Στις περιπτώσεις αυτές δηλαδή η παρουσία ή µη κάποιας κατάληξης δεν παίζει κάποιο ρόλο στη γλωσσική επίδοση των αφασικών. Συνεπώς, το αγραµµατικό σύµπτω- µα που παρατηρείται σε γλώσσες όπως οι παραπάνω είναι η υποκατάσταση τύπων και όχι η παράλειψη γραµµατικών καταλήξεων (ό.π.). Εποµένως, µια απόπειρα περιγραφικής διαγλωσσικής γενίκευσης των χαρακτηριστικών της αφασίας τύπου Broca θα έλεγε πως οι εν λόγω αφασικοί έχουν την τάση να υποκαθιστούν τους λιγότερο 46
συχνούς τύπους µιας λέξης µε τύπους πιο συχνούς (ό.π.). Σύµφωνα µε αυτή την καθολική περιγραφή, σε γλώσσες όπου οι πιο συχνοί τύποι είναι αυτοί που δεν έχουν κατάληξη (όπως η Αγγλική), τα φαινοµενικά λάθη παράλειψης (των καταλήξεων) των αφασικών τύπου Broca είναι στην πραγµατικότητα λάθη υποκατάστασης (ό.π.). Όπως είναι προφανές λοιπόν, για την υλοποίηση των προαναφερθέντων στόχων της νευρογλωσσολογίας/νευροψυχολογίας απαιτείται η εκτενής διαγλωσσική µελέτη του αγραµµατισµού. Μέσω µια τέτοιας µελέτης όχι µόνο θα καταστούν δυνατοί οι προαναφερθέντες διαχωρισµοί (ειδικά ανά γλώσσα χαρακτηριστικά α- γραµµατισµού vs. καθολικά χαρακτηριστικά αγραµµατισµού), αλλά θα εξυπηρετηθεί παράλληλα και η διερεύνηση ενός µείζονος ζητήµατος της γνωστικής νευροβιολογίας (cognitive neurobiology): του ζητήµατος της συµπεριφορικής και νευρωνικής πλαστικότητας (behavioral and neural plasticity) (Bates, Wulfeck & MacWhinney, 1991: 123). Συνδεδεµένο µε αυτό το ζήτηµα είναι το ερώτηµα πόσες διαφορετικές µορφές µπορεί να πάρει ο γλωσσικός επεξεργαστής κάτω από την επίδραση ενός φάσµατος «φυσιολογικών» και «µη φυσιολογικών» συνθηκών (ό.π.). Ωστόσο, πέρα από την ευεργετική συνεισφορά της διαγλωσσικής µελέτης της αφασίας στο χώρο της νευρογλωσσολογίας και της νευροψυχολογίας, δεν θα πρέπει να θεωρηθεί δευτερεύουσας σηµασίας η συµβολή της στο χώρο της λογοθεραπείας, καθώς οι σχετικοί επαγγελµατίες που δεν δουλεύουν µε αγγλόφωνους ασθενείς (αλλά µε άτοµα που ως µητρική έχουν άλλες γλώσσες), για την αποτελεσµατικότερη παρέµβασή τους θα πρέπει να γνωρίζουν πώς εκδηλώνεται το κάθε αφασικό σύνδροµο στη «γλώσσα εργασίας» τους. Κατά συνέπεια, είναι αναγκαία µια τράπεζα διαγλωσσικών δεδοµένων και ερευνητικών πορισµάτων ανά γλώσσα αναφορικά µε τον τρόπο εκδήλωσης σε αυτήν του εκάστοτε αφασικού συνδρόµου (βλ. σχετικά και Paradis, 2001). Τέλος, θα πρέπει να σηµειωθεί ότι οι διαγλωσσικές έρευνες εµπίπτουν σε δύο κατηγορίες. Στην πρώτη κατηγορία ερευνών η κάθε γλώσσα χρησιµοποιείται ως ανεξάρτητη µεταβλητή, καθώς διενεργείται το ίδιο πείραµα (ή πειράµατα), µε τις απαραίτητες προσαρµογές ανά γλώσσα του πειραµατικού υλικού (προκειµένου να διασφαλιστεί η ισοδυναµία του µεταξύ των γλωσσών), σε δύο ή περισσότερες γλώσσες (Bates, Wulfeck & MacWhinney, 1991: 123 Bates, Devescovi & Wulfeck, 2001: 370). 37 Στη δεύτερη κατηγορία ερευνών ως «φυσικό πείραµα» αντιµετωπίζεται ο ί- διος ο (εκάστοτε) τύπος της γλώσσας, καθώς σε αυτές αξιοποιούνται τα ιδιαίτερα χα- 37 Βλ. σαν τέτοιο παράδειγµα το τέταρτο κεφάλαιο της παρούσας διατριβής. 47
ρακτηριστικά της Χ γλώσσας, προκειµένου να διερευνηθούν ερωτήµατα των οποίων η εξέταση δεν θα ήταν δυνατή σε άλλες γλώσσες. 1.6 Η παρούσα µελέτη: αντικείµενο, στόχοι, θεωρητικό πλαίσιο Στόχο της παρούσας µελέτης αποτελεί η διερεύνηση των λειτουργικών κατηγοριών της ρηµατικής επικράτειας (verbal domain), καθώς και του Σ, στον ελληνικό αγραµ- µατισµό. 38 Σύµφωνα µε τη βιβλιογραφία, όπως προαναφέρεται (βλ. ενότητα 1.2.2.1.3), στον αγραµµατισµό οι λειτουργικές κατηγορίες εµφανίζονται επιλεκτικά διαταραγµένες (π.χ. Hagiwara, 1995 Friedmann & Grodzinsky, 1997). Αυτό το εύρη- µα έχει προκύψει τόσο µέσω της µελέτης του αγραµµατισµού σε άλλες γλώσσες, ό- πως για παράδειγµα η Εβραϊκή (Friedmann & Grodzinsky, 1997) και η Ιαπωνική (Hagiwara, 1995), όσο και µέσω κάποιων µελετών του ελληνόφωνου αγραµµατισµού (βλ. Πλακούδα, 2001 Stavrakaki & Kouvava, 2003 Varlokosta et al. 2006 Nanousi et al. 2006). Οι έρευνες ωστόσο του ελληνικού αγραµµατισµού είτε εξέταζαν µόνο κάποιες από τις λειτουργικές κατηγορίες που κωδικοποιούνται στη µορφολογία του ρήµατος (Πλακούδα, 2001 Varlokosta et al. 2006 Nanousi et al. 2006) είτε, αν και ε- ξέταζαν ένα ευρύ φάσµα λειτουργικών κατηγοριών (που δεν περιοριζόταν στη ρηµατική µορφολογία), δεν χρησιµοποιούσαν ωστόσο δοµηµένες δοκιµασίες τουλάχιστον για τον έλεγχο της επίδοσης στην τροπικότητα της παραγωγής (Stavrakaki & Kouvava, 2003), µε συνέπεια τα ευρήµατά τους να αντανακλούν πιθανότατα διάφορες στρατηγικές αποφυγής πραγµάτωσης «δύσκολων» δοµών ή απαιτητικών κατηγοριών (όπως για παράδειγµα οι λειτουργικές κατηγορίες του χρόνου και του Σ ) από την πλευρά των αγραµµατικών συµµετεχόντων. Έτσι, η παρούσα έρευνα, στοχεύοντας να καλύψει τα παραπάνω κενά ή αδυναµίες επιχειρεί την εξέταση ενός ευρέος φάσµατος λειτουργικών κατηγοριών στον ελληνόφωνο αγραµµατισµό µέσω της διενέργειας µιας σειράς από δοµηµένες δοκιµασίες. Αυτή η έρευνα λοιπόν φιλοδοξεί να συµβάλει στον εµπλουτισµό τόσο του σώ- µατος των σχετικών ελληνικών δεδοµένων, τα οποία είναι µάλλον ισχνά, όσο και του σώµατος των διαγλωσσικών δεδοµένων, και επιπλέον στον περαιτέρω έλεγχο των διάφορων υποθέσεων σχετικά µε τα υποκείµενα αίτια του αγραµµατισµού. Τέλος, µέ- 38 Έχει ήδη γίνει αναφορά στις λειτουργικές κατηγορίες στην ενότητα 1.2.2.1.3. Για περισσότερες ω- στόσο πληροφορίες σχετικά µε τη θεωρητική τους υπόσταση, βλ. την ενότητα 2.1.1. 48
σω αυτής της έρευνας θα καταστεί δυνατή είτε η παροχή ανατροφοδότησης στις υ- πάρχουσες θεωρίες είτε η διατύπωση νέων υποθέσεων για την ερµηνεία του αγραµ- µατικού λόγου. Συγκεκριµένα, οι λειτουργικές κατηγορίες που εξετάζονται σε αυτή τη µελέτη είναι ο Σ, η άρνηση, ο χρόνος, η συµφωνία και η όψη. Γλωσσολογικό υπόβαθρο της µελέτης αποτελεί το ευρύτερο πλαίσιο της γενετικής γραµµατικής (Generative Grammar), όπως αυτό ορίζεται βάσει των πιο πρόσφατων εκδοχών της. Συγκεκριµένα, αυτό το θεωρητικό πλαίσιο συναρθρώνεται από το πρότυπο κυβέρνησης και αναφορικής δέσµευσης (ΚΑ ) (Chomsky, 1981, 1986α,β), καθώς και από την εξέλιξή του, δηλαδή το µινιµαλιστικό πρόγραµµα (Chomsky, 1993, 1994, 1995α,β, 2000, 2001). Τέλος, ψυχογλωσσολογικό υπόβαθρο αυτής της µελέτης αποτελούν τόσο οι σχετικές έννοιες που απαντούν στη βιβλιογραφία (π.χ. ενεργοποίηση αναπαραστάσεων, πόροι επεξεργασίας, βραχυπρόθεσµη µνήµη ή µνήµη εργασίας κ.λπ.) όσο και κάποια µοντέλα της βραχυπρόθεσµης µνήµης που είτε άσκησαν µεγάλη επίδραση στο χώρο της νευροψυχολογίας (π.χ. Baddeley & Hitch, 1974) είτε εστιάζουν ειδικότερα στη γλώσσα και προσφέρονται ως χρήσιµα εργαλεία ανάλυσης των αγραµµατικών δεδοµένων (π.χ. Ν. Martin & Saffran, 1992, 1997 R. Martin, Lesch & Bartha, 1999). 49
50
IΙ. ΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΚΟ ΚΑΙ ΨΥΧΟΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΚΟ ΥΠΟΒΑΘΡΟ 51
52
ΙΙ. Γλωσσολογικό και ψυχογλωσσολογικό υπόβαθρο 2.1 Γλωσσολογικό υπόβαθρο Όπως αναφέρεται και στην ενότητα 1.6, το γλωσσολογικό υπόβαθρο της παρούσας µελέτης το παρέχει η γενετική γραµµατική στις πιο πρόσφατες εκδοχές της, δηλαδή το πρότυπο ΚΑ (Chomsky, 1981, 1986α,β) και το µινιµαλιστικό πρόγραµµα (Chomsky, 1993, 1994, 1995α,β, 2000, 2001). Θα πρέπει να σηµειώσουµε ότι δεν ε- πιλέγουµε αυστηρά κάποια από τις δύο παραπάνω εκδοχές της γενετικής γραµµατικής, καθώς η πλειονότητα των (συντακτικά προσανατολισµένων) ερευνών του α- γραµµατισµού κινείται στο πλαίσιο της ΚΑ (π.χ. Lapointe, 1985 Friedmann & Grodzinsky, 1997 Bastiaanse & van Zonneveld, 1998 Stavrakaki & Kouvava, 2003), ενώ το µινιµαλιστικό πρόγραµµα υιοθετείται ευρέως από τις πιο πρόσφατες µελέτες (π.χ. Hagiwara, 1995 Wenzlaff & Clashen, 2004, 2005). Επίσης, δεν είναι λίγες οι µελέτες που ενσωµατώνουν στοιχεία τόσο από το πρότυπο ΚΑ όσο και από το µινιµαλιστικό πρότυπο (π.χ. Varlokosta et al., 2006 Nanousi et al., 2006). Συνεπώς, η εξοικείωση και µε τις δύο παραπάνω εκδοχές της γενετικής γραµµατικής είναι απαραίτητη τόσο για την απρόσκοπτη παρακολούθηση των µελετών του αγραµµατισµού όσο και για τα συνολικότερα οφέλη που συνεπάγεται, καθώς τα δύο παραπάνω θεωρητικά πρότυπα (τα οποία ανήκουν στην ίδια παράδοση) µπορούν να προσφέρουν χρήσιµα περιγραφικά και ερµηνευτικά εργαλεία για τα αγραµµατικά δεδοµένα της παρούσας µελέτης. 2.1.1 Γενετική γραµµατική και λειτουργικές κατηγορίες Στο πρότυπο ΚΑ (Chomsky, 1981, 1986α,β) γίνεται µια διάκριση µεταξύ λεξικών και µη λεξικών κατηγοριών (lexical vs. non-lexical categories). Λεξικές κατηγορίες θεωρούνται το ρήµα, το ουσιαστικό, το επίθετο και η πρόθεση, ενώ στις µη λεξικές κατηγορίες συµπεριλαµβάνονται µεταξύ άλλων η κλίση (ΚΛ) (inflection) και o Σ (Ouhalla, 1993: 5 Shapiro, 2000: 4-5). Σε κατοπινές ωστόσο µελέτες που κινούνται στο ίδιο θεωρητικό πλαίσιο (π.χ. Chomsky, 1991) ο όρος µη λεξικές κατηγορίες αντικαθίσταται από τον όρο λειτουργικές κατηγορίες. Ωστόσο, στις λειτουργικές κατηγορίες συγκαταλέγονται πλέον και άλλες κατηγορίες, όπως ο χρόνος και η συµφωνία, 53
καθώς µετά την πρωτοποριακή µελέτη του Pollock (1989) τα συστατικά στοιχεία της ΚΛ (χρόνος και συµφωνία υποκειµένου (subject agreement) και αντικειµένου (object agreement), µεταξύ άλλων) αναγνωρίζονται ως ανεξάρτητες κατηγορίες. 39 Οι λειτουργικές κατηγορίες, όπως και οι λεξικές, υπακούουν στη σύµβαση του Χ-τονούµενου (X-bar theory), δηλαδή εµφανίζουν το γενικό σχήµα (1). Το σχήµα (1) για τις επι- µέρους λειτουργικές κατηγορίες ΚΛ και Σ λαµβάνει τις µορφές (2) και (3) αντίστοιχα. (1) α. Χ Χαρ Χ β. Χ Χ Συµπλ (2) α. ΚΛ Χαρ ΚΛ β. ΚΛ ΚΛ Ρ (3) α. Σ Χαρ Σ β. Σ Σ ΚΛ Όπως διευκρινίζει η Θεοφανοπούλου-Κοντού (2002: 68) σε σχέση µε τα παραπάνω σχήµατα, σύµφωνα µε το (1) και τις επιµέρους εφαρµογές του, κάθε λειτουργική κατηγορία (π.χ. ΚΛ, Σ ) προβάλλεται σε µέγιστη προβολή (ΚΛ, Σ ) µε µια ενδιάµεση κατηγορία (ΚΛ, Σ ). Επίσης, κάθε µέγιστη προβολή αναλύεται ως Χαρ(ακτηριστής) και Χ (ενδιάµεση κατηγορία), ενώ κάθε ενδιάµεση κατηγορία επαναγράφεται ως κεφαλή και συµπλήρωµα (complement) (ό.π.). Οι λειτουργικές κατηγορίες παίζουν πρωταρχικό ρόλο στον καθορισµό των γραµµατικών σχέσεων µέσα σε µια πρόταση, ενώ παράλληλα είναι υπεύθυνες για τις συντακτικές διαδικασίες που πραγµατοποιούνται. Για παράδειγµα, όπως επισηµαίνει ο Ouhalla (1993: 7), οι κατηγορίες της συµφωνίας (δηλ. η συµφωνία υποκειµένου και η συµφωνία αντικειµένου) είναι υπεύθυνες για τη συµφωνία του ρήµατος µε το υποκείµενο και το αντικείµενο, 40 η οποία επιτυγχάνεται µέσω της συνθήκης χαρακτηριστή-κεφαλής (Spec-Head Condition) (βλ. Chomsky, 1986α). Επίσης, οι λειτουργικές κατηγορίες πυροδοτούν µε διάφορους τρόπους τις διαδικασίες µετακίνησης. Για πα- 39 Oι λειτουργικές κατηγορίες δεν αφορούν µόνο τη ρηµατική επικράτεια, αλλά εµπλέκουν και την ο- νοµατική επικράτεια (nominal domain), καθώς προτείνεται πως πλέον κεφαλή των ΟΦ θα πρέπει να θεωρείται όχι το ουσιαστικό, αλλά η κατηγορία του προσδιοριστή (Προσδ) (determiner). Ωστόσο, η ο- νοµατική επικράτεια δεν θα µας απασχολήσει σ αυτή τη µελέτη. 40 Όπως αναφέρει σχετικά ο Ouhalla (1993: 6), αυτές οι κατηγορίες σε άλλες γλώσσες πραγµατώνονται αφηρηµένα (π.χ. στην Αγγλική) και σε άλλες πραγµατώνονται µορφολογικά. Ασφαλώς, η Ελληνική αποτελεί παράδειγµα της δεύτερης περίπτωσης. 54
ράδειγµα, οι λειτουργικές κατηγορίες όντας στις περισσότερες γλώσσες δεσµευµένα µορφήµατα έλκουν το ρήµα, προκαλώντας τη µετακίνησή του (το οποίο εγκαταλείπει τη θέση κεφαλής της ΡΦ (P ), στην οποία και «γεννάται») προς την πλευρά τους. Έ- τσι, το ρήµα τις ενσωµατώνει ικανοποιώντας παράλληλα την αρχή της καθολικής γραµµατικής που απαιτεί µορφολογικά καλοσχηµατισµένους τύπους (morphological well-formedness) 41 (Ouhalla, 1993: 7). Επιπλέον, πέρα από τις παραπάνω λειτουργίες, οι λειτουργικές κατηγορίες, και συγκεκριµένα οι θέσεις χαρακτηριστή των λειτουργικών κατηγοριών, αποτελούν τα κατάλληλα σηµεία/θέσεις προσγείωσης (landing sites) για τα µετακινούµενα ορίσµατα (ό.π.). Για παράδειγµα, στη θέση χαρακτηριστή της (µέγιστης προβολής της) κατηγορίας συµφωνία (ρήµατος )υποκειµένου προσγειώνεται το υποκείµενο των ενεργητικών προτάσεων (ό.π.) (βλ. σχήµα 2.1). Το σχήµα 2.1, το οποίο αντλείται από τον Ouhalla (1993: 6), απεικονίζει τη «συνέργεια» των λεξικών και των λειτουργικών κατηγοριών, προκειµένου να παραχθεί µια προτασιακή δοµή της Αγγλικής. Η λειτουργική κατηγορία AGR-S αποτελεί Σχήµα 2.1. οµή πρότασης (από Ouhalla, 1993: 6) 41 O Ouhalla παραπέµπει στον Baker (1988). 55
τη συµφωνία υποκειµένου και η AGR-O αποτελεί τη συµφωνία αντικειµένου. Το ρηµατικό σύνολο (verbal complex), όπως επισηµαίνει ο Ouhalla (ό.π.), παράγεται µέσω της «κυκλικής» µετακίνησης του ρήµατος προς τη συµφωνία υποκειµένου, καθώς αυτό, πριν καταλήξει σε αυτή τη θέση, πρώτα µετακινείται στη συµφωνία αντικειµένου και κατόπιν στο χρόνο. Το υποκείµενο της πρότασης (στο συγκεκριµένο παράδειγµα, η ΦρΠροσδ John) «γεννάται» στη θέση του χαρακτηριστή της ρηµατικής φράσης (ΡΦ) (η οποία δηλώνεται και ως [Χαρ, ΡΦ]) και εν συνεχεία µετακινείται στη θέση [Χαρ, ΦρΣυµφ υποκ ] (στο εξής, για λόγους συντοµίας, η ΦρΣυµφ υποκ θα δηλώνεται ως ΦρΣυµφ), ενώ το αντικείµενο της πρότασης (η ΦρΠροσδ the ball) «γεννάται» στη θέση συµπληρώµατος του ρήµατος (δηλ. εντός της ενδιάµεσης προβολής V ) και κατόπιν µετακινείται στη θέση [Χαρ, ΦρΣυµφ αντικ ] (ό.π.). Τέλος, θα πρέπει να τονίσουµε πως οι λειτουργικές κατηγορίες δεν είναι απαραίτητο να πραγµατώνονται ως δεσµευµένα µορφήµατα, προκειµένου να έλκουν το ρήµα (προκαλώντας τη µετακίνησή του). Για παράδειγµα, στο πλαίσιο του µινιµαλιστικού προγράµµατος (π.χ. Chomsky, 1993, 1995α) η µετακίνηση του ρήµατος στις κεφαλές των λειτουργικών κατηγοριών πραγµατοποιείται, προκειµένου να επιτευχθεί η νοµιµοποίηση (ή, αλλιώς, εξουσιοδότηση) (licensing) των µορφολογικών χαρακτηριστικών του. Οι λειτουργικές κατηγορίες που είναι συναφείς µε το ρήµα (π.χ. χρόνος, συµφωνία, όψη) είναι φορείς των αντίστοιχων (αφηρηµένων) χαρακτηριστικών του ρήµατος και παράλληλα αποτελούν το πεδίο όπου το ρήµα ελέγχει τα χαρακτηριστικά του. Αν τα µορφολογικά χαρακτηριστικά του ρήµατος ταιριάζουν µε αυτά των αντίστοιχων/συναφών λειτουργικών κατηγοριών, η παραγωγή (derivation) συγκλίνει (converges), ενώ, αν δεν ταιριάζουν, καταρρέει (crashes) (βλ. Chomsky, 1993 Haegeman, 1994: 618 Θεοφανοπούλου-Κοντού, 2002: 236-237) Επίσης, πάντα σύµφωνα µε το µινιµαλιστικό πρόγραµµα οι µετακινήσεις συστατικών στις λειτουργικές κατηγορίες πυροδοτούνται και από την ανάγκη ελέγχου και διαγραφής των χαρακτηριστικών που είναι µη ερµηνεύσιµα (uninterpretable features) στη λογική δοµή (Λ ) (Logical Form). Η σύγκλιση της παραγωγής δεν είναι δυνατή χωρίς αυτή τη διαγραφή. Αυτό το ζήτηµα παρουσιάζεται διεξοδικότερα στην ενότητα 2.1.1.3. 56
2.1.1.1 Οι λειτουργικές κατηγορίες στην Ελληνική Η θεωρητική εξέταση των λειτουργικών κατηγοριών στην Ελληνική θα πραγµατοποιηθεί µε φορά από τις χαµηλότερες κατηγορίες στο συντακτικό δέντρο προς τις υψηλότερες, όπως δηλαδή θεωρείται στο πλαίσιο του προτύπου ΚΑ και του µινιµαλιστικού προγράµµατος ότι χτίζεται ο φραστικός δείκτης κάθε γλώσσας (bottom-up structure building). Σύµφωνα µε το θεωρητικό πλαίσιο που ακολουθείται στην παρούσα µελέτη δηλαδή, η δόµηση του συντακτικού δέντρου για κάθε γλώσσα έχει σαν σηµείο αφετηρίας το ρήµα. Για παράδειγµα, σύµφωνα µε τον Chomsky (1993) οι προτάσεις (clauses) δεν είναι άλλο παρά οι διευρυµένες προβολές (extended projecttions) των ΡΦ, οι οποίες κυριαρχούνται από τις µέγιστες προβολές των συναφών λειτουργικών κατηγοριών, δηλαδή από τη ΦρΧρν και τη ΦρΣυµφ (Haegeman, 1994: 618). Αρκετές λειτουργικές κατηγορίες αποτελούν τµήµα της µορφολογίας του ελληνικού ρήµατος (Philippaki-Warburton, 1989), καθώς οι ρηµατικές καταλήξεις της Ελληνικής µαρκάρουν την όψη, τη φωνή, το χρόνο, το πρόσωπο και τον αριθµό, ενώ επιπλέον από τις εγκλίσεις µαρκάρουν την προστακτική (Philippaki-Warburton, 1998: 161). Η σχέση µεταξύ λειτουργικής κατηγορίας και του µορφικού εκπροσώπου της (exponent), δηλαδή του στοιχείου που την πραγµατώνει, δεν είναι ούτε άµεση ούτε µοναδική. ηλαδή, κάθε κλιτικό µόρφηµα του ρηµατικού συνόλου δεν αποτελεί πάντοτε τη (λεξική) πραγµάτωση αποκλειστικά µίας λειτουργικής κατηγορίας. Για παράδειγµα, το πρόσωπο και ο αριθµός σε µορφολογικό επίπεδο διαπλέκονται σε τέτοιο βαθµό µεταξύ τους, ώστε συχνά είναι αδύνατο να τα ξεχωρίσουµε και να ορίσουµε τη σειρά τους µε µη αυθαίρετο τρόπο (ό.π.). Υποστηρίζει ωστόσο η Philippaki-Warburton (1998: 161), παραπέµποντας σε παλαιότερη εργασία της (Warburton, 1973), ότι, παρά το συµφυρµό κάποιων κατηγοριών και την έµµεση σύνδεση που παρατηρείται µεταξύ αυτών και των µορφικών εκπροσώπων τους, είναι δυνατό στη βάση των πιο διαφανών τύπων να κάνουµε κάποιες αρκετά ασφαλείς προβλέψεις για την οργάνωση αυτών των κατηγοριών. Ειδικότερα, σε σχέση µε τις λειτουργικές κατηγορίες που ενσωµατώνονται στο ελληνικό ρήµα, η Philippaki-Warburton (1990, 1994) πρότεινε την εξής ανάλυση: (4) Κλίση [Συµφ+Χρν] > Φωνή > Όψη > [ΡΦ Ρ 57
Η παραπάνω ανάλυση αντανακλά τη διαπίστωση της Philippaki-Warburton ό- τι ο χρόνος και η συµφωνία συµφύρονται σε πολλούς ρηµατικούς τύπους. Για παράδειγµα, στους τύπους γράφ-ω και έγραφ-α τα τελικά ω και α, αντίστοιχα, δηλώνουν το πρόσωπο, τον αριθµό και το χρόνο (βλ. και Tsimpli, 2001: 435). Στη βάση µιας τέτοιας µορφολογικής µαρτυρίας, όπως η παραπάνω, υποστηρίζει η Philippaki-Warburton πως θα µπορούσαµε να δεχτούµε ότι η συµφωνία και ο χρόνος συµφύρονται σε µία µόνο κατηγορία, την ΚΛ, όπως δηλαδή ήταν θεωρητικά αποδεκτό για πολλές γλώσσες (µεταξύ των οποίων η Αγγλική και η Ελληνική) 42 πριν την εργασία του Pollock (1989), όπου προτάθηκε η διάσπαση της ΚΛ (split inflection) στις συστατικές της κατηγορίες. Η συχνή συνύπαρξη χρόνου και συµφωνίας µαρτυρά, σύµφωνα µε την Philippaki-Warburton, ένα είδος φυσικής και εγγενούς σύνδεσης µεταξύ τους, γεγονός που ενισχύει την πρόταση υπέρ µίας µόνο ενιαίας προβολής χρόνου και συµφωνίας. Επιπλέον, ως επιχείρηµα υπέρ αυτής της άποψης προβάλλεται το ότι στην Ελληνική απαιτείται η παρουσία και των δύο παραπάνω λειτουργικών κατηγοριών προκει- µένου να πραγµατωθεί η παρεµφατικότητα (finiteness) του ρήµατος ή, αντίστροφα, το ότι πρέπει να είναι και οι δύο απούσες για την πραγµάτωση του µη παρεµφατικού (infinitive) τύπου. Τέλος, µια τέτοια πρόταση θα ήταν συµβατή και µε τη µινιµαλιστική προσέγγιση (Chomsky, 1995α), σύµφωνα µε την οποία για περιγραφικούς και θεωρητικούς λόγους η συµφωνία δεν θα έπρεπε να αποτελεί µια ξεχωριστή προβολή. Έτσι, στη βάση όλων των παραπάνω, προτείνεται ο συνδυασµός και η συστέγαση του χρόνου και της συµφωνίας στην ενιαία προβολή ΚΛ, η οποία και ερµηνεύεται σαν ένα «σύµβολο-οµπρέλα» για τα χαρακτηριστικά του χρόνου και της συµφωνίας (Philippaki-Warburton, 1998: 161-162). Από τη Philippaki-Warburton (1998: 161), ωστόσο, διατυπώνεται και µια ε- ναλλακτική πρόταση. Σύµφωνα µε αυτήν, θα µπορούσε να υποστηριχτεί ότι η συµφωνία συντακτικά είναι πιο περιφερειακή κατηγορία από το χρόνο, επειδή σε κάποιους ρηµατικούς τύπους τα στοιχεία που πραγµατώνουν το χρόνο εµφανώς προηγούνται των στοιχείων που πραγµατώνουν τη συµφωνία. Τέτοιοι ρηµατικοί τύποι είναι, για παράδειγµα, οι γράφ-ει-ς, έγραφ-ε-ς, θα γραφ-τεί-ς, γράφ-τηκ-ε-ς, όπου το τελικό s µαρκάρει το δεύτερο πρόσωπο, ενώ οι διαφοροποιήσεις [i] vs. [e] και [tí] vs. [tik-e] µαρκάρουν τη διαφορά ανάµεσα στο [ παρελθόν] και το [+παρελθόν] αντί- 42 Για σχετικές αναλύσεις για την Ελληνική, βλ. µεταξύ άλλων Philippaki-Warburton (1994) και Horrocks (1994). 58
στοιχα. 43 Συνεπώς, αυτό συνεπάγεται µια νέα γεωµετρία, κατά την οποία η συµφωνία βρίσκεται ψηλότερα από το χρόνο στο συντακτικό δέντρο της Ελληνικής. Επίσης, α- ξίζει να σηµειωθεί πως σύµφωνα µε την ανάλυση της Philippaki-Warburton (1998: 166-170) ο µέλλοντας, ο οποίος πραγµατώνεται µέσω του µορίου θα και µόνο όταν η τιµή της έγκλισης είναι οριστική, δεν υπάγεται στην ΚΛ ή στον Χρν, αλλά συνιστά διακριτή λειτουργική κατηγορία, η οποία έπεται της Έγκλ και της Άρν και προηγείται της ΚΛ ή της Συµφ. Αντίθετη πρόταση ως προς τη διάταξη της συµφωνίας και του χρόνου διατυπώνεται από την Tsimpli (1990), καθώς αυτή, θεωρώντας πως ο µέλλοντας υπάγεται στην κατηγορία του Χρν και αντλώντας επιχειρήµατα από την κατανοµή των κλιτικών σε θέση αντικειµένου (object clitics) σε προτάσεις µε µέλλοντα, υποστηρίζει πως η ΦρΧρν βρίσκεται ψηλότερα από τη ΦρΣυµφ στη φραστική δοµή της Ελληνικής. Συγκεκριµένα, φέρνοντας σαν παράδειγµα προτάσεις του τύπου Ο Γιάννης θα τα διαβάσει και Ο Γιάννης θα σου τα δώσει, υποστηρίζει πως και στις δύο τα κλιτικά εµφανώς παρεµβάλλονται µεταξύ του δείκτη του µέλλοντα (θα) και του ρήµατος, γεγονός που µπορεί να θεωρηθεί ένδειξη ότι το ρήµα και η συµφωνία σχηµατίζουν ένα σύ- µπλεγµα (ρηµατικό σύνολο) από το οποίο απουσιάζει ο χρόνος. Αυτό, υποστηρίζει, θα ήταν δυνατό µόνο αν η συµφωνία είναι δοµικά εγγύτερη στο ρήµα απ ό,τι ο χρόνος. Τα παραπάνω, σύµφωνα µε την Tsimpli, συνηγορούν υπέρ της άποψης ότι στο συντακτικό δέντρο της Ελληνικής ο χρόνος βρίσκεται ψηλότερα από τη συµφωνία. (Tsimpli, 1990: 230-232) Σε ό,τι αφορά τη λειτουργική κατηγορία της όψης, αυτή θεωρείται ότι βρίσκεται χαµηλά στο συντακτικό δέντρο της Ελληνικής, συγκεκριµένα πάνω από τη ΡΦ (Philippaki-Warburton, 1998: 162). Επιπλέον, όπως αναφέρει η Philippaki-Warburton (ό.π.), η όψη είναι η πλησιέστερη στη ρίζα λειτουργική κατηγορία και επηρεάζει τη µορφολογία του ρήµατος µε σαφώς πιο κρίσιµο τρόπο από ό,τι οι άλλες κατηγορίες, καθώς συχνά προκαλεί τροποποίηση στο εσωτερικό του (µη συνοπτικός τύπος: παίρν-ω, συνοπτικός τύπος: θα πάρ-ω, πήρα µη συνοπτικός τύπος: φεύγω, συνοπτικός τύπος: θα φύγ-ω κ.λπ.). Σε κάθε περίπτωση, όπως σηµειώνει και η Tsimpli (2001: 434), η όψη µαρκάρεται µορφολογικά εντός του θέµατος του ρήµατος. Και αυτό ισχύει 43 Για την ακρίβεια, η Philippaki-Warburton αναφέρει πως αυτές οι διαφοροποιήσεις µαρκάρουν τη διαφορά παρόντος και παρελθόντος. Θεωρώ ωστόσο πως για τις παραπάνω περιπτώσεις είναι πιο ακριβής η αναφορά στη διάκριση [ παρελθόν] vs. [+παρελθόν], καθώς ο τύπος γράφεις µπορεί να αναφέρεται τόσο στο παρόν όσο και στο µέλλον (µη συνοπτικός µέλλοντας), ενώ ο τύπος γραφτείς είναι εξαρτηµένος και στη συγκεκριµένη περίπτωση (όπου συνοδεύεται από το µόριο θα) δεν αναφέρεται στο παρόν, αλλά στο µέλλον. 59
προσθέτουµε εµείς είτε το θέµα ταυτίζεται µε τη ρίζα είτε όχι. Για παράδειγµα, στις λέξεις [γráfo] και [éplina], που κωδικοποιούν τη µη συνοπτική και τη συνοπτική όψη αντίστοιχα, το θέµα ταυτίζεται µε τη ρίζα (γráf-, -plin-). Στο λεξικό τύπο [γráf-so γráp-so], ωστόσο, υπάρχει διάκριση ρίζας και θέµατος, καθώς ρίζα είναι το [γráf-] και θέµα είναι το [γráps-], ο συνδυασµός δηλαδή της ρίζας και του δείκτη της όψης [- s-], µε τον οποίο µαρκάρεται µορφολογικά η µη συνοπτική όψη (Φιλιππάκη-Warburton, 1992: 75). Τέλος, για να επιστρέψουµε στην ανάλυση της Philippaki-Warburton (1998: 162) σχετικά µε τη διάταξη στο (4), προτείνεται σε συµφωνία µε τις αρχές του µινι- µαλισµού πως το ρήµα «τσεκάρεται» µέσω της µετακίνησής του αρχικά στην προβολή της όψης και κατόπιν στη φωνή, όπου πραγµατοποιείται ο έλεγχος (checking) 44 των χαρακτηριστικών του θέµατός του και στη συνέχεια στην ΚΛ, όπου γίνεται ο έ- λεγχος της κατάληξης που δηλώνει το πρόσωπο. Ο κανόνας που εφαρµόζεται είναι η προσάρτηση κεφαλής (head adjunction) και πυροδοτείται από την ανάγκη για έλεγχο των µορφολογικών χαρακτηριστικών του ρήµατος, το οποίο εισάγεται από το λεξικό µορφολογικά ήδη ολοκληρωµένο. Αν αυτά τα µορφολογικά χαρακτηριστικά συµφωνούν µε τα χαρακτηριστικά των προβολών (στις κεφαλές των οποίων µετακινείται και προσαρτάται το ρήµα), η παραγωγή συγκλίνει διαφορετικά, καταρρέει. Συνοψίζοντας, βάσει µιας σύνθεσης των αναλύσεων της Philippaki-Warburton (1998) και της Tsimpli (1990), η διάταξη των λειτουργικών κατηγοριών που αποτελούν τµήµα της µορφολογίας του ελληνικού ρήµατος και θα µας απασχολήσουν σε αυτή τη µελέτη είναι η ακόλουθη: (5) ΦρΣυµφ > ΦρΧρν (ή ΦρΧρν > ΦρΣυµφ) > ΦρΌψης > ΡΦ Όπως είναι προφανές από το (5), από τις δύο εναλλακτικές προτάσεις που διατυπώνει για τη διάταξη των παραπάνω συστατικών η Philippaki-Warburton (βλ. παραπάνω), στην παρούσα έρευνα υιοθετούµε τη δεύτερη, αυτήν δηλαδή που δέχεται τη διάσπαση της ΚΛ και για την Ελληνική. Η επιλογή µας αυτή οφείλεται στο χαρακτήρα της παρούσας νευρογλωσσολογικής µελέτης, όπου µεταξύ άλλων λειτουργικών κατηγοριών εξετάζονται και ο χρόνος µε τη συµφωνία, για τις οποίες (κατηγορίες) ήδη έ- 44 εν υπάρχει οµοφωνία ως προς την απόδοση του όρου checking στην Ελληνική. Η Θεοφανοπούλου-Κοντού (2002) προτείνει τον όρο έλεγχο ή «τσεκάρισµα», ενώ ο Ξυδόπουλος στο [Κρύσταλ, 2003] προτείνει τον όρο επαλήθευση. Στην παρούσα µελέτη επιλέγεται η απόδοση του checking ως ελέγχου. 60
χουν βρεθεί διαχωρισµοί, τόσο σε ανάλογες µελέτες που αφορούν την Ελληνική (π.χ. Varlokosta et al., 2006 Nanousi et al., 2006) όσο και σε µελέτες που αφορούν άλλες γλώσσες (π.χ. Friedmann & Grodzinsky, 1997 Wenzlaff & Clashen, 2004, 2005) (για περισσότερες λεπτοµέρειες, βλ. τις ενότητες 5.1.4 και 5.1.3 αντίστοιχα). Σε ό,τι αφορά τις λειτουργικές κατηγορίες που δεν είναι ενσωµατωµένες στο ρήµα (π.χ. άρνηση, έγκλιση και Σ ), αυτές προηγούνται του ρηµατικού συνόλου. Πιο συγκεκριµένα, η άρνηση, η οποία περιλαµβάνει δύο δείκτες (άρνησης) (negative markers), προηγείται όλων των κλιτικών µορφηµάτων του ρήµατος και βρίσκεται χαµηλότερα από τη Φράση Έγκλισης (ΦρΈγκλ) (Mood Phrase), καθώς η επιλογή του δείκτη άρνησης γίνεται στη βάση της ±οριστικής υπόστασης της έγκλισης (Tsimpli, 1990) (για εκτενέστερη θεωρητική ανάλυση της άρνησης στην Ελληνική, βλ. την ε- νότητα 4.1.1.2). Τέλος, ο Σ βρίσκεται στην υψηλότερη θέση της συντακτικής ιεραρχίας της Ελληνικής (για περισσότερες πληροφορίες σχετικά µε τη θεωρητική υπόσταση του Σ, βλ. την ενότητα 3.1.1). Εποµένως, η ιεραρχία των λειτουργικών κατηγοριών της Ελληνικής στις δύο εκδοχές της συναρτήσει δηλαδή των δύο αντιτιθέµενων προτάσεων που έχουν διατυπωθεί για την διάταξη του χρόνου και της συµφωνίας (βλ. τις σχετικές αναλύσεις της Philippaki-Warburton (1998) και της Tsimpli (1990)) διαµορφώνεται όπως απεικονίζεται στα σχήµατα 2.2 και 2.3. 61
ΦρΣ Χαρ Σ ' Σ ΦρΈγκλ Χαρ Έγκλ' Έγκλ ΦρΆρν Χαρ Άρν' Άρν ΦρΜέλ Χαρ Μέλ' Μέλ ΦρΣυµφ Χαρ Συµφ' Συµφ ΦρΧρν Χαρ Χρν' Χρν ΦρΌψης Χαρ Όψη' Όψη ΡΦ Χαρ Ρ' Ρ XΦ Σχήµα 2.2.Το συντακτικό δέντρο της Ελληνικής, κατά το οποίο η συµφωνία προηγείται του χρόνου (προσέγγιση Philippaki-Warburton, 1998). 62
ΦρΣ Χαρ Σ ' Σ (ΦρΈγκλ) (Χαρ) (Έγκλ') (Έγκλ) ΦρΆρν Χαρ Άρν' Άρν ΦρΧρν Χαρ Χρν' Χρν ΦρΣυµφ Χαρ Συµφ' Συµφ ΦρΌψης Χαρ Όψη' Όψη ΡΦ Χαρ Ρ' Ρ XΦ Σχήµα 2.3. Το συντακτικό δέντρο της Ελληνικής, κατά το οποίο ο χρόνος προηγείται της συµφωνίας (προσέγγιση Tsimpli, 1990). 45 2.1.1.2 Συσχετισµός συντακτικού δέντρου Ελληνικής και υποθέσεων της ΥΑ Αναφορικά µε την αµφιλεγόµενη διάταξη της ΦρΧρν και της ΦρΣυµφ στη συντακτική ιεραρχία της Ελληνικής και σε συνάφεια µε την ΥΑ των Friedmann και Grodzinsky (1997) υπάρχουν τα δύο ακόλουθα ενδεχόµενα: Aν από τη µία ακολουθούσαµε την προσέγγιση βάσει της οποίας η ΦρΧρν βρίσκεται ψηλότερα από τη 45 Η παρένθεση στην οποία εγκλείεται η προβολή της έγκλισης απηχεί τη θέση της Tsimpli (1990: 233-235) πως η ΦρΈγκλ, η οποία αναδύεται µόνο µε την υποτακτική και την παρουσία του να, δεν µπορεί να συνυπάρχει µε τη ΦρΧρν. Ο χρόνος και η έγκλιση δηλαδή, σύµφωνα µε αυτή την ανάλυση, είναι αµοιβαία αποκλειόµενες λειτουργικές κατηγορίες. 63
ΦρΣυµφ (Tsimpli, 1990), τότε η ΥΑ θα προέβλεπε αποκοπή του συντακτικού δέντρου κατά πάσα πιθανότητα στον κόµβο του χρόνου, 46 µε συνέπεια την απώλεια της συγκεκριµένης λειτουργικής κατηγορίας, καθώς και όλων των στοιχείων που βρίσκονται πάνω από αυτήν, και τη διατήρηση όλων των στοιχείων που βρίσκονται χαµηλότερα, συµπεριλαµβανοµένης και της συµφωνίας (βλ. σχήµα 2.4). Εποµένως, η συµφωνία θα έπρεπε να βρεθεί ανέπαφη. Από την άλλη, αν ακολουθούσαµε την προσέγγιση βάσει της οποίας η ΦρΧρν βρίσκεται χαµηλότερα από τη ΦρΣυµφ υιοθετώντας παράλληλα την εµπλουτισµένη µε τη ΦρΜέλ συντακτική ιεραρχία που προτείνει η Philippaki-Warburton (1998), τότε σύµφωνα µε την ΥΑ πιθανότατα θα αναµέναµε αποκοπή είτε στον κόµβο της συµφωνίας είτε στον κόµβο του µέλλοντα (αν διατηρήσουµε ασφαλώς σταθερές τις παραδοχές περί µέσης σοβαρότητας περιπτώσεων α- γραµµατισµού), 47 µε σοβαρή διαταραχή της ίδιας της συµφωνίας ή του µέλλοντα και των ανώτερων κόµβων (Σ, Έγκλιση, Άρνηση) και ικανοποιητική κατάσταση των κατώτερων κόµβων, συµπεριλαµβανοµένου του χρόνου (βλ. σχήµα 2.5). 48 Σε κάθε περίπτωση δηλαδή, σύµφωνα µε τη συντακτική ιεραρχία της Philippaki-Warburton, στις µέσες περιπτώσεις αγραµµατισµού (ως προς τη σοβαρότητα της διαταραχής) θα 46 Αποκοπή του συντακτικού δέντρου στον κόµβο του χρόνου προβλέπει η ΥΑ για τις µέσες (ως προς τη σοβαρότητα) περιπτώσεις αγραµµατισµού. Αντίθετα, για τις περιπτώσεις πολύ σοβαρής µορφής αγραµµατισµού αναµένει σοβαρή διαταραχή τόσο του χρόνου όσο και της συµφωνίας, καθώς προβλέπει αποκοπή του δέντρου σε πιο χαµηλό σηµείο του (συγκεκριµένα, στον κόµβο της συµφωνίας), ενώ σε ό,τι αφορά τις περιπτώσεις ήπιου αγραµµατισµού δεν αναµένει ιδιαίτερα προβλήµατα για καµία από τις δύο κατηγορίες, καθώς προβλέπει αποκοπή της συντακτικής ιεραρχίας σε υψηλότερο του χρόνου κόµβο (συγκεκριµένα, στον κόµβο του Σ ) (Friedmann & Grodzinsky, 1997: 420 βλ. σχετικά και ενότητα 5.1.3). 47 Θα πρέπει να σηµειωθεί ότι η ΥΑ, στη βάση των ευρηµάτων των Friedmann και Grodzinsky (1997), προβλέπει κατά κανόνα αποκοπή στον κόµβο του χρόνου όχι επειδή θεωρεί πως ο χρόνος έχει κάποια ιδιαίτερα (σηµασιολογικά/µη συντακτικά) χαρακτηριστικά που τον καθιστούν δύσκολο για τους αγραµµατικούς, αλλά επειδή συµβαίνει ο κόµβος του να βρίσκεται σε τέτοιο σηµείο του συντακτικού δέντρου (δηλ. αρκετά ψηλά στη συντακτική ιεραρχία), που να έχει και τις περισσότερες πιθανότητες να είναι ο πρώτος που πλήττεται στις µέσες (ως προς τη σοβαρότητα) περιπτώσεις αγραµµατισµού. Το ότι ο κόµβος του χρόνου ορίζεται από τους Friedmann και Grodzinsky ως ο πιο καλός «υποψήφιος» για να αποτελεί το σηµείο της αποκοπής του συντακτικού δέντρου, οφείλεται στο συνδυασµό των αποτελεσµάτων τους και του θεωρητικού προτύπου που ακολουθούν αυτοί στη συγκεκριµένη µελέτη. Αυτοί δηλαδή υιοθέτησαν την προσέγγιση του Pollock (1989), σύµφωνα µε την οποία η λειτουργική κατηγορία του χρόνου διαγλωσσικά βρίσκεται υψηλότερα από την κατηγορία της συµφωνίας. Έ- τσι, αν στο συντακτικό δέντρο µιας γλώσσας όπως η Ελληνική ισχύει η αντίστροφη διάταξη, µε τη συµφωνία να βρίσκεται ψηλότερα από το χρόνο και προφανώς αναλογικά στο ίδιο σηµείο/ύψος περίπου µε αυτό που βρισκόταν ο χρόνος στο συντακτικό δέντρο της Εβραϊκής, από όπου και αντλήθηκαν τα δεδοµένα των Friedmann και Grodzinsky, τότε κατά την άποψή µου η ΥΑ γι αυτή τη γλώσσα (την Ελληνική) θα προέβλεπε αποκοπή στον κόµβο της συµφωνίας και όχι του χρόνου (πάντα σε ό,τι αφορά τις µέσες περιπτώσεις αγραµµατισµού). Ανάλογη άποψη αναφορικά µε τις προβλέψεις τις ΥΑ για τη Γερµανική, όπου επίσης η συµφωνία βρίσκεται ψηλότερα από το χρόνο, διατυπώνεται από τους Burchert, Swoboda-Moll και de Bleser (2005: 191). 48 Είναι προφανές πως σε περίπτωση αποκοπής του συντακτικού δέντρου στη ΦρΜέλ, τότε βάσει αυτής της προσέγγισης θα αναµενόταν να διατηρηθεί σε ικανοποιητική κατάσταση και η ΦρΣυµφ, πέραν των άλλων χαµηλότερων προβολών. 64
αναµέναµε διαχωρισµό των βαθµίδων του χρονικού άξονα και, πιο συγκεκριµένα, σηµαντικά υψηλότερη επίδοση στο παρόν και στο παρελθόν απ ό,τι στο µέλλον. Εφόσον, ωστόσο, δεν δεσµευόµαστε σε καµιά από τις παραπάνω προσεγγίσεις (σχετικά µε τη διάταξη των ΦρΧρν και ΦρΣυµφ), σε ό,τι αφορά τον έλεγχο της ΥΑ η διατήρηση του χρόνου ή της συµφωνίας φαίνεται να είναι δευτερεύουσας ση- µασίας. Αν, για παράδειγµα, στην παρούσα µελέτη βρεθεί πως οι ΦρΆρν και ΦρΣ είναι σοβαρά διαταραγµένες, ενώ η ΦρΌψης βρεθεί ανέπαφη, τότε αυτά τα αγραµµατικά δεδοµένα θα µπορούν να ερµηνευτούν βάσει της ΥΑ, ενισχύοντας έτσι την ερ- µηνευτική της επάρκεια. ΦρΣ Χαρ Σ ' Σ (ΦρΈγκλ) (Χαρ) (Έγκλ') (Έγκλ) ΦρΆρν Χαρ Άρν' Άρν ΦρΧρν Χαρ Χρν' Χρν ΦρΣυµφ Χαρ Συµφ' Συµφ ΦρΌψης Χαρ Όψη' Όψη ΡΦ Χαρ Ρ' Ρ XΦ Σχήµα 2.4. Aποκοπή του κατά Tsimpli συντακτικού δέντρου της Ελληνικής 65
Πέρα από τα παραπάνω, που αφορούν τον έλεγχο της περιγραφικής και ερµηνευτικής επάρκειας της ΥΑ, η εξέταση των κατηγοριών του χρόνου και της συµφωνίας στον ελληνικό αγραµµατισµό έχει κάποια αξία από µόνη της, καθώς ο διαχωρισµός τους έχει ήδη µαρτυρηθεί σε αρκετές γλώσσες (π.χ. Γερµανική, Εβραϊκή, Ολλανδική, Ισπανική, Καταλανική), κάτι που παρέχει εµπειρική υποστήριξη στη θεωρητική πρόταση του Pollock (1989) για τη διάσπαση της ΚΛ στις συστατικές της κατηγορίες. Επιπλέον, η µελέτη του διαταραγµένου λόγου της Ελληνικής ως προς αυτές τις δύο κατηγορίες είναι πολύ σηµαντική και για θεωρητικά ζητήµατα που αφορούν ειδικά την Ελληνική. Για παράδειγµα, αν βρεθεί πως στον ελληνικό αγραµµατισµό η συµφωνία είναι σε ικανοποιητική κατάσταση, ενώ ο χρόνος σοβαρά διαταραγµένος, και παράλληλα βρεθεί πως η όψη είναι σε καλή κατάσταση ενώ οι ανώτεροι κόµβοι της συντακτικής ιεραρχίας (όπως είναι ο Σ και η άρνηση) σοβαρά διαταραγµένοι, τότε αυτό, πέρα από εµπειρική ενίσχυση της ερµηνευτικής επάρκειας της ΥΑ, θα α- ποτελεί ενδεχοµένως και ένδειξη πως στην Ελληνική ιεραρχικά ο χρόνος βρίσκεται ψηλότερα από τη συµφωνία. Ένα τέτοιο εύρηµα δηλαδή θα παρείχε εµπειρική υποστήριξη στη σχετική ανάλυση της Tsimpli (1990). Eµπειρική µαρτυρία υπέρ της ανάλυσης της Philippaki-Warburton (1998), κατά την οποία η συµφωνία βρίσκεται ψηλότερα από το χρόνο, θα αποτελούσε το αντίθετο εύρηµα, δηλαδή η σηµαντικά καλύτερη επίδοση των ελληνόφωνων αγραµµατικών στο χρόνο απ ό,τι στη συµφωνία (µε τον όρο και πάλι πως όλοι οι ανώτεροι κόµβοι (σε σχέση µε τη συµφωνία) θα ήταν σοβαρά διαταραγµένοι και όλοι οι κατώτεροι (σε σχέση µε τη συµφωνία) θα ήταν σχετικά ανέπαφοι). Θα πρέπει, τέλος, να σηµειώσουµε και την πιθανότητα να µη βρεθεί διαχωρισµός χρόνου και συµφωνίας στις αγραµµατικές επιδόσεις των ελληνόφωνων αγραµµατικών. Κάτι τέτοιο, ανάλογα και µε την επίδοσή τους στις υπόλοιπες λειτουργικές κατηγορίες, είτε θα µπορούσε να οφείλεται σε ήπιες µορφές αγραµµατισµού (στις οποίες σύµφωνα µε την ΥΑ δεν αναµένεται διαφοροποίηση χρόνου και συµφωνίας) είτε θα αποτελούσε εµπειρική ένδειξη υπέρ της εναλλακτικής πρότασης της Philippaki-Warburton (1998: 161-162), πως ειδικά για την Ελληνική, λόγω του σε µεγάλο βαθµό συµφυρµού αυτών των δύο κατηγοριών, δεν θα έπρεπε να δεχτούµε τη διάσπαση της κατηγορίας της ΚΛ. Τέλος, εµπειρική υποστήριξη στην ανάλυση της Philippaki-Warburton κατά την οποία η συντακτική ιεραρχία της Ελληνικής περιλαµβάνει και ξεχωριστή προβολή του µέλλοντα θα αποτελούσε κάποιος πιθανός διαχωρισµός µέλλοντα και παρελθόντος/παρόντος στην αγραµµατική επίδοση και, συγκεκριµένα, η σηµαντικά χαµηλότερη επίδοση στο µέλλοντα απ ό,τι στο παρελθόν ή 66
το παρόν. ΦρΣ Χαρ Σ ' Σ ΦρΈγκλ Χαρ Έγκλ' Έγκλ ΦρΆρν Χαρ Άρν' Άρν ΦρΜέλ Χαρ Μέλ' Μέλ ΦρΣυµφ Χαρ Συµφ' Συµφ ΦρΧρν Χαρ Χρν' Χρν ΦρΌψης Χαρ Όψη' Όψη ΡΦ Χαρ Ρ' Ρ XΦ Σχήµα 2.5. Αποκοπή του κατά Philippaki-Warburton συντακτικού δέντρου της Ελληνικής 67
2.1.1.3 Οι λειτουργικές κατηγορίες στο µινιµαλιστικό πρόγραµµα: ερµηνεύσιµα και µη ερµηνεύσιµα χαρακτηριστικά Οι λειτουργικές κατηγορίες και στο µινιµαλιστικό πρόγραµµα (Chomsky, 1993, 1995α,β) έχουν εξέχοντα ρόλο, καθώς η ύπαρξή τους αποτελεί προϋπόθεση για τον έ- λεγχο της καταλληλότητας των µορφολογικών χαρακτηριστικών των λέξεων, δηλαδή για τη νοµιµοποίησή τους. Όπως αναφέρεται και στην ενότητα 2.1.1, oι λειτουργικές κατηγορίες (στο µινιµαλιστικό πρόγραµµα) θεωρείται πως φέρουν µορφολογικά χαρακτηριστικά αντίστοιχα µε εκείνα των λέξεων και παράλληλα αποτελούν το πεδίο στο οποίο οι λέξεις ελέγχουν τα χαρακτηριστικά τους. Αν τα µορφολογικά χαρακτηριστικά των λέξεων ταιριάζουν µε αυτά των λειτουργικών κατηγοριών, η παραγωγή συγκλίνει, ενώ διαφορετικά καταρρέει (Θεοφανοπούλου-Κοντού, 2002: 236-237). Θα πρέπει σηµειωθεί πως η συµφωνία (Agree) στο µινιµαλιστικό πρόγραµµα (Chomsky, 2000) δεν θεωρείται λειτουργική κατηγορία, όπως συνέβαινε στη πρότυπο ΚΑ, αλλά λειτουργία/διαδικασία (operation) µέσω της οποίας ελέγχονται κάποια µη ερµηνεύσιµα στη Λ χαρακτηριστικά (LF-uninterpretable features) της (λειτουργικής) κατηγορίας του Χρόνου/ΚΛ παρουσία των αντίστοιχων ερµηνεύσιµων στη Λ χαρακτηριστικών 49 (LF-interpretable features) του υποκειµένου. Αναλυτικότερα, η σηµαντική διάκριση ερµηνεύσιµων και µη ερµηνεύσιµων χαρακτηριστικών προτείνεται στις πιο πρόσφατες µελέτες πάνω στο µινιµαλιστικό πρόγραµµα (π.χ. Chomsky, 2000, 2001), ενώ φορείς αυτών των χαρακτηριστικών θεωρούνται οι λειτουργικές κατηγορίες (π.χ. Tsimpli, 2001: 444, 446). Η έννοια της ερ- µηνευσιµότητας σχετίζεται µε τη γραµµατικότητα της εκάστοτε συντακτικής δοµής παραγωγής σύµφωνα µε την ορολογία του µινιµαλισµού. Προκειµένου να συγκλίνει µια παραγωγή απαιτείται να διαγραφούν προηγουµένως τα µη ερµηνεύσιµα χαρακτηριστικά της (Chomsky, 2001) αντίθετα, τα ερµηνεύσιµα χαρακτηριστικά διατηρούνται στην παραγωγή. Κατά τον Chomsky (ό.π.) τα φ-χαρακτηριστικά (phi-features) (πρόσωπο, αριθµός και γένος) των ονοµατικών στοιχείων (nominals) είναι ερµηνεύσι- µα, κάθως έχουν σηµασιολογικό περιεχόµενο, 50 ενώ τα φ-χαρακτηριστικά των ρηµά- 49 Από εδώ και στο εξής, για λόγους συντοµίας, η πληροφορία πως η ερµηνευσιµότητα ή µη των χαρακτηριστικών αφορά τη Λ θα παραλείπεται. ηλαδή, θα γίνεται αναφορά µόνο σε ερµηνεύσιµα και µη ερµηνεύσιµα χαρακτηριστικά. 50 Θα παρατηρούσαµε ωστόσο πως αυτό ισχύει µόνο εν µέρει για το γένος, καθώς το φυσικό (σηµασιολογικό) γένος δεν συµπίπτει πάντα µε το γραµµατικό (βλ., µεταξύ άλλων, Αναστασιάδη-Συµεωνίδη και Χειλά-Μαρκοπούλου, 2003). Λόγω της παραπάνω ασυµφωνίας, έχει υποστηριχτεί πως στην Ελληνική το γένος είναι µη ερµηνεύσιµο χαρακτηριστικό (π.χ. Mastropavlou, 2006: 122). 68
των και το χαρακτηριστικό της δοµικής πτώσης (structural case) (ονοµαστική και αιτιατική) των ονοµατικών στοιχείων είναι µη ερµηνεύσιµα. 51 Η σχέση συµφωνίας που συνάπτεται µεταξύ ενός ρήµατος και ενός ουσιαστικού θεωρείται ασύµµετρη, καθώς πάντα το ρήµα συµφωνεί µε το ουσιαστικό και ποτέ δεν συµβαίνει το αντίστροφο. Συνεπώς, τα κλιτικά επιθήµατα των ρηµάτων επιλέγονται βάσει των κλιτικών επιθη- µάτων των ουσιαστικών µε τα οποία βρίσκονται σε συµφωνία. Έτσι, τα επιθήµατα του ρήµατος και του ουσιαστικού αποτελούν τις φωνολογικές/µορφολογικές πραγµατώσεις της ίδιας τιµής του χαρακτηριστικού/ κατηγορίας (π.χ. προσώπου και αριθ- µού) ως προς το οποίο υπάρχει συµφωνία (ρήµατος και ουσιαστικού). Αντίστοιχα, η ονοµαστική και η αιτιατική πτώση θεωρούνται µη ερµηνεύσιµα χαρακτηριστικά, καθώς από τη στιγµή που η καθεµιά από τις παραπάνω πτώσεις µπορεί να συνδεθεί µε παραπάνω από ένα θεµατικό ρόλο (thematic role), 52 αυτές δεν µαρκάρουν σηµασιολογικές σχέσεις. Από την άλλη, παραµένοντας στα χαρακτηριστικά του ρήµατος, ο χρόνος και η όψη θεωρούνται ερµηνεύσιµα χαρακτηριστικά, καθώς έχουν σηµασιολογικό περιεχόµενο 53 (Nanousi et al., 2006: 233 Varlokosta et al., 2006). Σύµφωνα µε τον Chomsky (2000, 2001), η διάκριση ερµηνεύσιµων και µη ερ- µηνεύσιµων µορφοσυντακτικών χαρακτηριστικών παίζει καθοριστικό ρόλο στη συντακτική λειτουργία της συµφωνίας, καθώς η παρουσία των µη ερµηνεύσιµων χαρακτηριστικών είναι που καθιστά ενεργά (active) τα συστατικά που συγκροτούν µια τέτοια σχέση (Chomsky, 2001: 3). Σηµειωτέον ότι για να εισέλθουν δύο συστατικά σε µια σχέση συµφωνίας πέραν των άλλων προϋποθέσεων που θα πρέπει να πληρούνται είναι απαραίτητο να είναι ενεργά, να φέρουν δηλαδή τουλάχιστον από ένα µη ερµηνεύσιµο χαρακτηριστικό έκαστο (Chomsky, 2001 Radford, 2004: 290). Κατά τη λειτουργία της συµφωνίας εγκαθίσταται µια δοµική σχέση µεταξύ δύο στοιχείων σε 51 Για τις pro-drop γλώσσες (π.χ. Ελληνική), δηλαδή γι αυτές που έχουν τη δυνατότητα παράλειψης του εµφανούς γραµµατικού υποκειµένου, έχει διατυπωθεί η άποψη πως το γραµµατικό µόρφηµα του ρήµατος που κωδικοποιεί τη συµφωνία (µε το υποκείµενο) ως προς το πρόσωπο και τον αριθµό φέρει ερµηνεύσιµο χαρακτηριστικό (π.χ. Alexiadou & Anagnostopoulou, 1998). Στην παρούσα µελέτη ω- στόσο δεν ακολουθείται αυτή η προσέγγιση, αλλά αντίθετα υιοθετείται η παραπάνω ευρέως αποδεκτή ανάλυση του Chomsky, που δεν διαφοροποιεί τις pro-drop από τις µη pro-drop γλώσσες. Έτσι, θεωρούµε πως ερµηνεύσιµη είναι η κωδικοποίηση του προσώπου και της συµφωνίας µόνο στο υποκείµενο που, σηµειωτέον, είναι εµφανώς εκπεφρασµένο στο σύνολο των πειραµατικών προτάσεων της παρούσας µελέτης και όχι και στο ρήµα. 52 Για παράδειγµα, όπως αναφέρουν οι Nanousi et al. (2006: 233), η ονοµαστική µπορεί να αναλάβει το ρόλο του δράστη (agent) (π.χ. Αυτός έγραψε ένα γράµµα), το ρόλο του θέµατος (theme) (π.χ. Αυτός έ- πεσε) και το ρόλο του πάσχοντος (patient) (π.χ. Αυτός έπεσε κάτω εξαιτίας ενός δυνατού χτυπήµατος). 53 Αξίζει ωστόσο να σηµειωθεί πως, ενώ ο χρόνος ελέγχεται εξωγλωσσικά, η επιλογή της όψης συχνά βρίσκεται στην ευχέρεια του οµιλητή, καθώς αυτός σε αρκετές περιπτώσεις επιλέγει κατά βούληση αν θα δει ένα γεγονός συνοπτικά ή µη συνοπτικά. Συνεπώς, ως προς το κριτήριο της ερµηνευσιµότητας ο χρόνος δείχνει αντικειµενικότερα κατοχυρωµένος από την όψη. 69
µια πρόταση: τα µη ερµηνεύσιµα χαρακτηριστικά εισέρχονται σε µια σχέση συµφωνίας µε τα ερµηνεύσιµα (κλιτικά) χαρακτηριστικά µε σκοπό τον έλεγχο ή, σε πιο σύγχρονη ορολογία, τη διαγραφή (deletion) των πρώτων και την απόδοση σε αυτά κάποιας τιµής (value) για φωνολογικούς σκοπούς. Για παράδειγµα, στην περίπτωση της συµφωνίας υποκειµένου και ρήµατος, στην οποία γίνεται αναφορά και πιο πάνω, αυτή η λειτουργία παρουσία των ερµηνεύσιµων χαρακτηριστικών του προσώπου και του αριθµού του υποκειµένου διαγράφει τα µη ερµηνεύσιµα χαρακτηριστικά του προσώπου και του αριθµού του ρήµατος (τα οποία «συστεγάζονται» µε τη λειτουργική κατηγορία του χρόνου) και αποδίδει σε αυτά τιµές για φωνολογικούς σκοπούς (Nanousi et al., 2006: 234). Το υποκείµενο, πέρα από τα ερµηνεύσιµα χαρακτηριστικά του προσώπου και του αριθµού, φέρει και το µη ερµηνεύσιµο χαρακτηριστικό της πτώσης, το οποίο διαγράφεται και λαµβάνει τιµή (µέσω της συµφωνίας) από το ερµηνεύσιµο χαρακτηριστικό του χρόνου. 54 Στην παραπάνω περίπτωση το χαρακτηριστικό του χρόνου, ως στεγαζόµενο σε κεφαλή, είναι αυτό που δρα σαν αναζητητής (probe) που αναζητά ένα συµβατό µε αυτόν στόχο (target), δηλαδή ένα στοιχείο που να είναι ενεργό (δηλ. να έχει τουλάχιστον ένα µη ερµηνεύσιµο χαρακτηριστικό) και να φέρει ως ερµηνεύσιµα, δηλαδή ως έχοντα (αφηρηµένη, µορφοσυντακτική) τιµή, τα µη ερµηνεύσιµα (και χωρίς τιµή) χαρακτηριστικά που έχει ο ίδιος (ο αναζητητής, στη συγκεκριµένη περίπτωση τo χαρακτηριστικό του χρόνου) (π.χ. Chomsky, 2001: 4). 55 Στο συγκεκριµένο θεωρητικό πλαίσιο δηλαδή η επικρατούσα άποψη (Chomsky, 2000, 2001) είναι πως ο αναζητητής είναι κεφαλή. Σε ό,τι αφορά το στόχο, αυτός θεωρείται πως κατά κανόνα απαντά εντός της επικράτειας δοµικής επιβολής (c-command domain) αυτής της κεφαλής (δηλ. στο συµπλήρωµά της) (ό.π.). Ωστόσο, όπως επισηµαίνουν οι Pesetsky και Torrego (2004: 21, υποσ. 5), υπάρχουν και αναλύσεις που υποστηρίζουν πως σε κάποιες περιπτώσεις ένας αναζητητής που βρίσκεται σε 54 Σύµφωνα µε τη συνθήκη της διαγραφής χαρακτηριστικού (feature deletion), το α διαγράφει οποιοδήποτε µη ερµηνεύσιµο (πρόσωπο/αριθµό/πτώση) χαρακτηριστικό (ή χαρακτηριστικά) φέρει το β, εάν το α είναι φ-πλήρες (φ-complete) και αν η τιµή (ή οι τιµές) του οποιουδήποτε φ-χαρακτηριστικού (ή των οποιωνδήποτε φ-χαρακτηριστικών) που φέρει το β ταιριάζουν µε εκείνη (ή εκείνες) του αντίστοιχου φ- χαρακτηριστικού (ή των αντίστοιχων φ-χαρακτηριστικών) του α (Radford, 2004: 289). Στην περίπτωση της Ελληνικής, όπου υπάρχει συµφωνία ρήµατος και υποκειµένου κατά πρόσωπο και κατά αριθµό (αλλά όχι κατά γένος), το β θεωρείται φ-πλήρες εάν φέρει τα χαρακτηριστικά του προσώπου και του αριθµού. Ανάλογη κατάσταση ισχύει στην περίπτωση της Αγγλικής. Αντίθετα, σε γλώσσες όπως η Α- ραβική, όπου το παρεµφατικό ρήµα συµφωνεί µε το υποκείµενο ως προς το πρόσωπο, τον αριθµό και το γένος, το β είναι φ-πλήρες εάν φέρει τα χαρακτηριστικά του προσώπου, του αριθµού και του γένους (Radford, 2004: 289). 55 Σύµφωνα µε τον Radford (2004: 289), ένα στοιχείο α αντιστοιχίζεται µε ένα στοιχείο β ως προς κάποιο χαρακτηριστικό [Χ] είτε αν και τα δύο φέρουν την ίδια τιµή για το [Χ] είτε αν το ένα φέρει κάποια τιµή για το [Χ] και το άλλο δεν φέρει καµία τιµή για το [Χ] αλλά αυτά δεν είναι συµβατά µεταξύ τους αν φέρουν διαφορετικές τιµές για το [Χ]. 70
µια κεφαλή Χ, µπορεί να βρει το στόχο του σε θέση [Χαρ, ΧΦ] (βλ. Richards, 2004 Bejar, 2003 Rezac, 2003). Όταν ο αναζητητής βρει το στόχο του, η συµφωνία τίθεται σε λειτουργία διαγράφοντας τα µη ερµηνεύσιµα χαρακτηριστικά του αναζητητή και του στόχου και ταυτόχρονα αποδίδοντας τιµές σε αυτά για φωνολογικούς σκοπούς. Η συµφωνία περιλαµβάνει τις υποδιαδικασίες της αντιγραφής (copying) και της απόδοσης (assignment). Σύµφωνα µε τους Nanousi et al. (2006: 234) οι οποίοι παραπέµπουν σχετικά και στον Atkinson (2001) η αντιγραφή είναι υπεύθυνη (όχι µόνο για την απόδοση µορφοσυντακτικών τιµών (του τύπου ενικός για την κατηγορία/χαρακτηριστικό του αριθµού, αιτιατική για την κατηγορία/χαρακτηριστικό της πτώσης κ.ο.κ.), αλλά και) 56 για την απόδοση φωνολογικών τιµών (phonological valuation) στα µη ερµηνεύσιµα φ-χαρακτηριστικά των ρηµάτων, ενώ η απόδοση είναι υπεύθυνη για την απόδοση φωνολογικών τιµών στα µη ερµηνεύσιµα χαρακτηριστικά της δοµικής πτώσης των ονοµατικών στοιχείων. Η συµφωνία, εποµένως, µπορεί να θεωρηθεί µια διαδικασία/λειτουργία µετατροπής όπου τα µη ερµηνεύσιµα και µη φέροντα τιµή (unvalued) µορφοσυντακτικά χαρακτηριστικά αντικαθίστανται από τα φέροντα τιµή φωνολογικά σύστοιχά τους, δηλαδή τις αντίστοιχες φωνολογικές αξίες τους (Nanousi et al., 2006: 234). Σε σχέση µε αυτό, οι Nanousi et al. (ό.π.) επισηµαίνουν πως στην πιο πρόσφατη εκδοχή του µινιµαλισµού, σε αντίθεση µε προηγούµενες εκδοχές του (Chomsky, 1993) όπου τα ρήµατα εισέρχονταν στην παραγωγή φέροντας όλη την κλίση τους (εισέρχονταν δηλαδή µαζί µε τα κλιτικά τους προσφύµατα), τα µορφοφωνολογικά χαρακτηριστικά του ρήµατος αναδύονται κατά τη λειτουργία της συµφωνίας, πράγµα που συνεπάγεται πως αρχικά το ρήµα εισέρχεται στην παραγωγή χωρίς αυτά τα χαρακτηριστικά. Tα µη ερµηνεύσιµα χαρακτηριστικά, αφότου αποδοθούν σε αυτά τιµές για φωνολογικούς σκοπούς, αποµακρύνονται από τη συντακτική παραγωγή µέσω της εκφοράς (ή, αλλιώς, σηµείου εκφώνησης) (spell-out), η οποία αποτελεί µια λειτουργία/διαδικασία που είναι υπεύθυνη για το διαχωρισµό των φωνολογικών από τα σηµασιολογικά χαρακτηριστικά. Σύµφωνα ωστόσο µε τους Nanousi et al. (2006: 234), δεν είναι ξεκάθαρο πώς πραγµατώνονται µορφοφωνολογικά τα ερµηνεύσιµα µορφοσυντακτικά χαρακτηριστικά. Μια πιθανότητα που προτείνεται είναι πως η λειτουργία της εκφοράς είναι αυτή που πυροδοτεί την εισαγωγή των µορφοφωνολογικών τιµών των ερµηνεύσιµων 56 Το περιεχόµενο της παρένθεσης είναι δική µου εικασία πως το υπονοούν οι Nanousi et al., καθώς δεν δηλώνεται ρητά από τους ίδιους. Αυτή µου η υπόθεση στηρίζεται στο γεγονός πως αυτά που αναφέρονται στην παρένθεση συµφωνούν µε τις κοινά αποδεκτές αναλύσεις (π.χ. Radford, 2004: 284-287) σχετικά µε το ρόλο της αντιγραφής. 71
µορφοσυντακτικών χαρακτηριστικών. Προτείνεται δηλαδή ότι οι µορφοφωνολογικές ιδιότητες (δηλ. οι µορφοφωνολογικές τιµές/αξίες) των µορφοσυντακτικών ερµηνεύσιµων χαρακτηριστικών πραγµατώνονται κατά τη διάρκεια/εξέλιξη της λειτουργίας της εκφοράς και, συγκεκριµένα, πιθανολογείται πως αυτή η πραγµάτωση συντελείται σε κάποιο στάδιό της. Θα πρέπει να σηµειωθεί, ωστόσο, πως οι θεωρητικές παραδοχές των Nanousi et al. δεν φαίνονται να συµφωνούν µε τις επικρατούσες αναλύσεις (π.χ. Radford, 2004: 284-287), σύµφωνα µε τις οποίες κατά τη διαδικασία της αντιγραφής αποδίδονται µόνο οι τιµές των µορφοσυντακτικών χαρακτηριστικών του προσώπου και του αριθµού στο ρήµα και όχι οι αντίστοιχες φωνολογικές αξίες. Αυτές θεωρείται πως αποδίδονται και αναδύονται κατά την εκφορά τόσο για τα µη ερµηνεύσιµα χαρακτηριστικά όσο και για τα ερµηνεύσιµα χαρακτηριστικά, τα οποία σε α- ντίθεση µε τα µη ερµηνεύσιµα εισέρχονται στη (συντακτική) παραγωγή φέροντας ή- δη µορφοσυντακτική τιµή (Radford, 2004: 288). Θα πρέπει, τέλος, να σηµειωθεί πως όλες οι λειτουργικές κατηγορίες που εξετάζονται στην παρούσα µελέτη, εκτός της συµφωνίας υποκειµένου-ρήµατος, δηλαδή ο Σ, η άρνηση, ο χρόνος και η όψη, φέρουν ερµηνεύσιµα χαρακτηριστικά. Αντίθετα, η συµφωνία του ρήµατος µε το υποκείµενο ως προς τον αριθµό και το πρόσωπο αποτελεί µη ερµηνεύσιµο χαρακτηριστικό. Η σύνδεση του Σ, της άρνησης, του χρόνου και της όψης µε ερµηνεύσιµα χαρακτηριστικά είναι εµφανής για τους εξής λόγους: α) η επικράτεια του Σ, όταν τουλάχιστον φιλοξενεί wh-τελεστές (συγκεκριµένα, στη θέση [Χαρ, ΦρΣ ]), ελέγχεται εξωγλωσσικά (και χαρακτηρίζεται από αναφορικότητα), υπό την έννοια ότι αναφέρεται είτε σε κάποια εξωγλωσσική οντότητα (έµψυχη ή άψυχη) είτε σε τόπο, χρόνο ή τρόπο, έννοιες που οµοίως έχουν εξωγλωσσικό αντίκρισµα. Επιπλέον, ο wh-τελεστής φέρει το ερµηνεύσιµο ερωτηµατικό χαρακτηριστικό κεφαλής (Radford, 1997: 135-136). β) Η άρνηση µεταβάλλει την πολικότητα της πρότασης, η οποία αποτελεί µια καθαρά σηµασιολογική µεταβλητή. γ) Για τη γραµµατική κωδικοποίηση του χρόνου απαιτείται µεταξύ άλλων αναφορά σε µια σειρά από σηµασιολογικές έννοιες, όπως είναι ο χρόνος αναφοράς (reference time), o χρόνος του γεγονότος/συµβάντος (event time) και ο χρόνος της γλωσσικής εκφοράς (speech time), καθώς και αναφορά στη σχέση µεταξύ αυτών των οντοτήτων (Wenzlaff & Clashen, 2005: 42 βλ. και την ενότητα 5.1.3). 72
δ) Η όψη συνδέεται επίσης µε καθαρά σηµασιολογικές έννοιες που επιθυµεί να εκφράσει ο οµιλητής, όπως η επαναληπτικότητα, η θαµιστικότητα, η διάρκεια, η στιγµικότητα κ.ά. 2.2 Ψυχογλωσσολογικό υπόβαθρο Όπως έχει διαφανεί και από όσα προαναφέρονται (βλ. ενότητα 1.2.2), για την προσέγγιση της αφασίας, πέρα από τις γλωσσολογικές, κρίσιµες είναι και κάποιες ψυχολογικές έννοιες, όπως είναι, για παράδειγµα, οι πόροι επεξεργασίας και η βραχυπρόθεσµη µνήµη (ή µνήµη εργασίας). Σε αυτού του είδους τις έννοιες θα εστιάσουµε σε αυτή την ενότητα, όπου και θα παρουσιάσουµε κάποια µοντέλα βραχυπρόθεσµης µνήµης που άσκησαν µεγάλη επίδραση στο χώρο της νευροψυχολογίας/νευρογλωσσολογίας και που, επιπλέον, αξιοποιούνται στο πλαίσιο αυτής της µελέτης. 2.2.1 Βραχυπρόθεσµη µνήµη και γλωσσική επεξεργασία Όπως προαναφέρθηκε και στην ενότητα 1.2.2.2, η µνήµη και, ειδικότερα, η βραχυπρόθεσµη µνήµη (short-term memory) ή η µνήµη εργασίας (working memory), συνδέονται στενά µε τις ψυχολογικές ερµηνείες της αφασίας, καθώς, σύµφωνα µε πολλές προσεγγίσεις, αυτή (η βραχυπρόθεσµη µνήµη) εκφράζει/προσδιορίζει ή έστω συνδέεται στενά µε τους πόρους επεξεργασίας (π.χ. Avrutin, 2000 Kok, van Doorn & Kolk, 2007). 57 Παρατηρούνται πολλοί συσχετισµοί γλώσσας και µνήµης, καθώς, όπως αναφέρεται και στη βιβλιογραφία, ασθενείς µε κάποια είδη διαταραχής µνήµης µπορεί ως επακόλουθο να έχουν (και) γλωσσικές διαταραχές και, αντιστρόφως, ασθενείς µε γλωσσικές διαταραχές µπορεί να εµφανίζουν ορισµένες διαταραχές µνήµης (R. Martin & Freedman, 2001: 239). Η πλειονότητα των σχετικών ερευνών έχει εστιάσει στις διαταραχές της βραχυπρόθεσµης µνήµης και στις επιπτώσεις της στην κατανόηση πρότασης (βλ., µεταξύ άλλων, Caplan & Hildebrandt, 1988 Miyake, Carpenter & Just, 1994 Caplan & Wa- 57 Σύµφωνα µε τους Caplan και Waters (1999: 77) οι έννοιες της µνήµης εργασίας και των πόρων επεξεργασίας είναι ισοδύναµες. 73
ters, 1999 R. Martin & Romani, 1994). Παραδοσιακά, η γνωστική ψυχολογία αντιµετώπιζε τη βραχυπρόθεσµη µνήµη ως µια µνήµη εργασίας, 58 δηλαδή ως ένα σύστηµα µνήµης µε περιορισµένη χωρητικότητα, που ταυτόχρονα αποθηκεύει και χειρίζεται πληροφορίες µε σκοπό την εκτέλεση ποικίλων δοκιµασιών ή νοητικών υπολογισµών, συµπεριλαµβανοµένων και αυτών που ενέχονται στη γλωσσική επεξεργασία (R. Martin & Freedman, 2001: 239 Caplan & Waters, 1999: 77 Βaddeley, 1995). Ως εκ τούτου, ασθενείς µε περιορισµούς στη λεκτική βραχυπρόθεσµη µνήµη (verbal short-term memory) αναµένεται να έχουν διαταραχές στη γλωσσική επεξεργασία (R. Martin & Freedman, 2001: 239). Ωστόσο, όπως επισηµαίνουν οι R. Martin και Freedman (ό.π.), η σχέση µεταξύ διαταραχών λεκτικής βραχυπρόθεσµης µνήµης και γλωσσικών διαταραχών είναι αρκετά σύνθετη, καθώς έχει παρατηρηθεί πως διαφορετικά είδη διαταραχών βραχυπρόθεσµης µνήµης έχουν διαφορετικές επιπτώσεις στη γλωσσική επεξεργασία, τόσο στο επίπεδο της κατανόησης όσο και σε αυτό της παραγωγής. Στην ενότητα αυτή θα επιχειρήσουµε µια σύντοµη παρουσίαση τριών µοντέλων βραχυπρόθεσµης µνήµης που εστιάζουν στη γλώσσα, το ένα εκ των οποίων αποτελεί αµιγώς µοντέλο µνήµης, ενώ τα άλλα δύο είναι µοντέλα που συνδυάζουν τη βραχυπρόθεσµη µνήµη και τη γλωσσική επεξεργασία. Συγκεκριµένα, πρόκειται για α) το µοντέλο της µνήµης εργασίας που προτάθηκε από τους Baddeley και Hitch (1974) καθώς και για την εξέλιξή του από τον Baddeley (2000), β) το µοντέλο διαδραστικής ενεργοποίησης (interactive activation model) για την επεξεργασία λέξης, το οποίο προτάθηκε από τις N. Martin και Saffran (1992, 1997) 59 και γ) το µοντέλο της βραχυπρόθεσµης µνήµης και γλωσσικής επεξεργασίας που διαµορφώθηκε από τους R. Martin, Lesch και Bartha (1999). 58 Οι όροι βραχυπρόθεσµη µνήµη και µνήµη εργασίας χρησιµοποιούνται ως ισοδύναµοι. Όπως επιση- µαίνουν ωστόσο οι Caplan και Waters (1999: 77), οι πρώτοι που χαρακτήρισαν τη βραχυπρόθεσµη µνήµη σαν ένα σύστηµα «µνήµης εργασίας» ήταν ο Baddeley και οι συνεργάτες του (Baddeley, 1976, 1986, 1995 Baddeley & Hitch, 1974). 59 Αυτό, µολονότι δεν αποτελεί µοντέλο της βραχυπρόθεσµης µνήµης, ενσωµατώνει ωστόσο στοιχεία /λειτουργίες της, καθώς επιτυγχάνει µέσω της δοµής του να διατηρεί ενεργοποιηµένη µια λεξική αναπαράσταση (N. Martin & Saffran, 1997: 645). 74
2.2.1.1 Το µοντέλο των Baddeley και Hitch Oι Baddeley και Hitch (1974) ήταν από τους πρώτους που ανέπτυξαν ένα «γλωσσοκεντρικό» µοντέλο µνήµης εργασίας. Το µοντέλο που πρότειναν αποτελούσε εξέλιξη προηγούµενων µοντέλων της βραχυπρόθεσµης µνήµης, όπως αυτών του Broadbent (1958) και των Atkinson και Shiffrin (1968) κατά το ότι α) εγκατέλειπε την ιδέα της µίας ενιαίας αποθήκης, για να προτείνει ένα σύστηµα που αποτελείται από περισσότερα συστατικά και β) παρείχε το πλαίσιο που επέτρεπε να συνειδητοποιηθεί ο ρόλος της προσωρινής αποθήκευσης πληροφοριών στην εκτέλεση ενός ευρέως φάσµατος σύνθετων γνωστικών καθηκόντων αντί δηλαδή να ενδιαφέρεται αποκλειστικά για τη µνήµη αυτή καθαυτή, έδινε έµφαση στη λειτουργία που έχει αυτό το σύστηµα (µνή- µης) εντός του ευρύτερου και πιο σύνθετου γνωστικού πλαισίου (Baddeley, 2000: 417). Σύµφωνα µε το µοντέλο που ανέπτυξαν οι Baddeley και Hitch (1974), η µνήµη εργασίας αποτελείται από τρία συστατικά: ένα κεντρικό εκτελεστικό σύστηµα (central executive system), το οποίο θεωρείται το εποπτικό/ελεγκτικό σύστηµα, που χωρίς να έχει το ίδιο κάποια εγγενή αποθηκευτική ικανότητα συντονίζει τις διαδικασίες που εµπλέκονται στις γνωστικές λειτουργίες διοχετεύοντας την «προσοχή του» όπου χρειάζεται κάθε φορά (Baddeley, 2000: 418, 420 R. Martin & Freedman, 2001: 240), και δύο περιφερειακά επικουρικά συστήµατα, που είναι επιφορτισµένα να αποθηκεύουν διάφορα είδη πληροφοριών: το φωνολογικό κύκλωµα (phonological loop) και το οπτικοχωρικό «σηµειωµατάριο»/αποτύπωµα (visuo-spatial sketchpad) (βλ. σχήµα 2.6). Το φωνολογικό κύκλωµα, το οποίο αποθηκεύει πληροφορίες που βασίζονται στο λόγο, απότελείται από το υποσύστηµα της (συνήθως σιωπηλής) αρθρωτικής δοκιµής ((subvocal) articulatory rehearsal) και από το υποσύστηµα της φωνολογικής αποθήκης (phonological store). Oι εισερχόµενες πληροφορίες που παρέχονται µέσω της ακουστικής οδού αποθηκεύονται στο φωνολογικό συστατικό (φωνολογική αποθήκη), ενώ Σχήµα 2.6. Το µοντέλο της µνήµης εργασίας των Baddeley και Hitch (1974). (από Baddeley, 2003: 191) 75
τα ίχνη του κάθε στοιχείου σε αυτό το συστατικό δεν διαρκούν πάνω από δύο δευτερόλεπτα, εκτός και αν ανανεώνονται µέσω της αρθρωτικής δοκιµής (Baddeley, 1990: 81). Ανάλογo έργο επιτελεί το οπτικοχωρικό «σηµειωµατάριο»/αποτύπωµα για τις οπτικές πληροφορίες, καθώς αυτό αποθηκεύει πληροφορίες που σχετίζονται µε τα οπτικοχωρικά ερεθίσµατα (Baddeley, 2000: 418). Αξίζει να σηµειωθεί πως οι Baddeley και Hitch δεν κάνουν αναφορά σε διάκριση φωνολογικής και σηµασιολογικής µνήµης εργασίας και, έτσι, η τελευταία δείχνει να µη βρίσκει στέγη, αποκλειστική και εξ ολοκλήρου τουλάχιστον, σε κανένα α- πό τα συστατικά του µοντέλου της µνήµης εργασίας που προτείνεται. Μόνο το υποσύστηµα του οπτικοχωρικού «σηµειωµατάριου»/αποτυπώµατος προβλέπει την αποθήκευση σηµασιολογικών πληροφοριών, οι οποίες ωστόσο συνδέονται µόνο µε οπτικά ερεθίσµατα. Ωστόσο, πρόσφατα ο Baddeley (2000) προχώρησε σε εµπλουτισµό του αρχικού µοντέλου, κατά το οποίο πρότεινε την προσθήκη στη δοµή της µνήµης εργασίας και ενός τέταρτου συστατικού, της αποθήκης επεισοδίων (episodic buffer), καθώς και τη διεπαφή της µνήµης εργασίας µε τη µακροπρόθεσµη µνήµη (βλ. σχήµα 2.7). Σε αυτή την εµπλουτισµένη εκδοχή του µοντέλου για πρώτη φορά γίνεται αναφορά σε σύνθετες, πολυεπίπεδες αναπαραστάσεις οι οποίες αποθηκεύονται στην αποθήκη επεισοδίων, β) ενσωµατώνουν φωνολογικές,σηµασιολογικές, συντακτικές και άλλες πληροφορίες και γ) διαρκούν σηµαντικά περισσότερο απ ό,τι οι πληροφορίες Σχήµα 2.7. Η τρέχουσα εκδοχή του µοντέλου της µνήµης εργασίας του Baddeley (2000) (από Baddeley, 2003: 203) 76
που αποθηκεύονται στα δύο άλλα επικουρικά υποσυστήµατα (φωνολογικό κύκλωµα και οπτικοχωρικό «σηµειωµατάριο»/αποτύπωµα). Σε κάθε περίπτωση, όπως θα φανεί και στη συνέχεια, σηµαντικότερο ρόλο και σαφέστερη θέση της σηµασίας προβλέπουν τα δύο επόµενα µοντέλα. 2.2.1.2 Το µοντέλο των Ν. Martin και Saffran Οι N. Martin και Saffran (1992, 1997) υιοθετούν µια προσέγγιση που ως σηµείο αφετηρίας έχει το µοντέλο της γλωσσικής παραγωγής που προτάθηκε από τους Dell και O Seaghdha (1992). Ειδικότερα, επιχειρούν µια προσαρµογή αυτού του µοντέλου, κατά τρόπο που να καλύπτει την επανάληψη λέξης (βλ. σχήµα 2.8) (Ν. Martin & Saffran, 1992, 1997: 645). Πρόκειται για ένα µοντέλο διαδραστικής ενεργοποίησης για την επεξεργασία λέξης και τη βραχυπρόθεσµη µνήµη, το οποίο περιλαµβάνει διαφορετικά επίπεδα γλωσσικής αναπαράστασης (µεταξύ των οποίων φωνολογικές, λεξικές και σηµασιολογικές αναπαραστάσεις) που συνδέονται µεταξύ τους αµφίδροµα, διατηρώντας συνδέσµους προώθησης (feedforward) και ανατροφοδότησης (feedback) της ενεργοποίησης. Σύµφωνα µε αυτό το µοντέλο, η ενεργοποίηση διαχέεται σειριακά στα επίπεδα εν είδει καταρράκτη και διατηρείται (σε όλα τα επίπεδα) ώσπου να ε- πιλεγεί η λέξη. Αυτή η διατήρηση της ενεργοποίησης επιτυγχάνεται χάρη στην προώθηση και την ανατροφοδότησή της µεταξύ των επιπέδων. Αυτή η διπλής κατεύθυνσης ροή της ενεργοποίησης ελέγχεται από δύο παραµέτρους: α) από το «βάρος» της σύνδεσης (connection weight), δηλαδή από το σθένος/την ισχύ (strength) της ενεργοποίησης, και β) από το ρυθµό φθοράς (decay rate), που σχετίζεται µε την ακεραιότητα (integrity) ή την ανθεκτικότητα (endurance) της ενεργοποίησης (Ν. Martin, 2001: 148 N. Martin & Saffran, 1997: 674). Το ποιο επίπεδο αναπαράστασης ενεργοποιείται πρώτο, αποτελεί συνάρτηση του γλωσσικού καθήκοντος. Για παράδειγµα, σε καθήκοντα κατανόησης ή επανάληψης αρχικά ενεργοποιούνται οι φωνολογικές αναπαραστάσεις και στη συνέχεια διαχέεται η ενεργοποίηση στο λεξικό και το σηµασιολογικό επίπεδο (N. Martin & Saffran, 1992: 260-262). Αυτή ακριβώς είναι η περίπτωση που απεικονίζεται στο σχήµα 2.8, όπου η διαδικασία λεξικής πρόσβασης αναπαρίσταται κατά τη χρονική εξέλιξη ενός από τους «κύκλους» της προώθησης και της ανατροφοδότησης της ενεργοποίησης (N. Martin, 2001: 146, 148). Αντίθετη πορεία παρατηρείται σε καθήκοντα παραγωγής, όπως η κατονοµασία, όπου αρχικά ενεργο- 77
Σχήµα 2.8. Μοντέλο διαδραστικής ενεργοποίησης των N. Martin και Saffran (1992) για τη λεξική επιλογή/ανάκληση (κατά την επανάληψη). Lt: λέξη-στόχος (target word), Lp: φωνολογικά σχετιζόµενη λέξη (phonologically related), Ls: σηµασιολογικά σχετιζόµενη λέξη (semantically related), Lsp: σηµασιολογικά και φωνολογικά σχετιζόµενη λέξη (semantically and phonologically related), Lu: µη σχετιζόµενη λέξη (unrelated). 60 (από Ν. Martin & Saffran, 1992: 261) 60 Στο σχήµα αυτό προτείνονται πέντε «χρονικά βήµατα» (time steps)/στάδια για τη σκιαγράφηση των διαδικασιών προώθησης και ανατροφοδότησης της ενεργοποίησης που οδηγούν στη λεξική επιλογή. Κατά το πρώτο στάδιο οι εισερχόµενες πληροφορίες από τα συστήµατα ακουστικής ανάλυσης τροφοδοτούν το φωνολογικό δίκτυο (phonological network) και προκαλούν την ενεργοποίηση των στοχευόµενων φωνολογικών κόµβων (πρώτης τάξης priming/διευκολυντική προχωρητική επίδραση). Κατά το δεύτερο στάδιο, η ενεργοποίηση αυτών των φωνολογικών κόµβων εξαπλώνεται στο λεξικό δίκτυο εισερχόµενων πληροφοριών (input lexical network) και πυροδοτεί την ενεργοποίηση του στοχευόµενου λεξικού κόµβου (Lt) (πρώτης τάξης priming). Εντωµεταξύ, οι φωνολογικοί κόµβοι φθίνουν στη φάση αυτή. Παράλληλα, η προώθηση της ενεργοποίησης από το φωνολογικό στο λεξικό επίπεδο προκαλεί την ασθενέστερη ενεργοποίηση και άλλων φωνολογικά σχετιζόµενων λεξικών κόµβων, κάποιοι από τους οποίους έχουν και κάποια σηµασιολογική σχέση µε τη λέξη-στόχο (Lsp και Lp αντίστοιχα). Στο τρίτο στάδιο, η ενεργοποίηση του λεξικού κόµβου-στόχου διαχέεται προς το σηµασιολογικό δίκτυο (semantic network) και πυροδοτεί την ενεργοποίηση των αντίστοιχων σηµασιολογικών κόµβων ή χαρακτηριστικών (πρώτης τάξης priming). Ταυτόχρονα ο λεξικός κόµβος-στόχος παρέχει α- νατροφοδότηση στο φωνολογικό επίπεδο συµβάλλοντας έτσι στη σταθεροποίηση του επιπέδου ενεργοποίησης των φωνηµάτων που τον συστήνουν, τα οποία στο µεταξύ όπως προαναφέρεται είχαν αρχίσει να φθίνουν. Παράλληλα, στη φάση αυτή, η λέξη-στόχος και η φωνολογικά σχετιζόµενη λέξη (που είχαν ενεργοποιηθεί στο δεύτερο στάδιο) αρχίζουν να φθίνουν. Στο τέταρτο στάδιο, το φθίνον επίπεδο ενεργοποίησης της λέξης-στόχου σταθεροποιείται χάρη σε δύο παράγοντες: την ανατροφοδότηση που λαµβάνει από τους σηµασιολογικούς κόµβους (δεύτερης τάξης priming) και τη δευτερογενή ανατροφοδότηση που λαµβάνει από τους φωνολογικούς κόµβους (τρίτης τάξης priming). Η δεύτερης τάξης σηµασιολογική ανατροφοδότηση στο λεξικό επίπεδο προκαλεί την ενεργοποίηση και άλλων λεξικών κόµβων (Ls), οι οποίοι έχουν κοινά χαρακτηριστικά µε τη λέξη-στόχο. Παράλληλα, η τρίτης τάξης φωνολογική ανατροφοδότηση τονώνει τη φθίνουσα ε- νεργοποίηση των φωνολογικά σχετιζόµενων λέξεων (Lp) και των σηµασιολογικά και φωνολογικά σχετιζόµενων λέξεων (Lsp) που είχαν ενεργοποιηθεί στο δεύτερο στάδιο. Προβλέπεται, τέλος, η µι- 78
ποιούνται οι σηµασιολογικές αναπαραστάσεις, για να εξαπλωθεί εν συνεχεία η ενεργοποίηση στο λεξικό και το φωνολογικό επίπεδο (Ν. Martin & Saffran, 1992: 256-258 N. Martin & Saffran, 1997: 645-647). Καθώς, ωστόσο, οι φωνολογικές και οι σηµασιολογικές αναπαραστάσεις ενεργοποιούνται σε διαφορετικά χρονικά σηµεία και µε διαφορετική σειρά, ανάλογα µε το γλωσσικό καθήκον (π.χ. κατανόηση/επανάληψη vs παραγωγή/ κατονοµασία), το σθένος/η ισχύς της ενεργοποίησης δεν είναι η ίδια για όλα τα επίπεδα της αναπαράστασης. Το επίπεδο που ενεργοποιείται πρώτο α- ναµένεται να έχει ισχυρότερη ενεργοποίηση, καθώς λαµβάνει συνεχή ανατροφοδότηση καθ όλη τη διάρκεια της ανάκλησης (N. Martin & Saffran, 1997: 647). Βάσει αυτών των χρονικών διαφοροποιήσεων στη σηµασιολογική και φωνολογική υποστήριξη των αρχικών και των τελικών στοιχείων σε µια ακολουθία λέξεων επιχειρούν να ερµηνεύσουν οι N. Martin και Saffran (ό.π.) τις επιδράσεις της σειριακής θέσης (serial position effects) στην άµεση σειριακή ανάκληση (immediate serial recall). Σύµφωνα µε αυτές τις επιδράσεις, δηλαδή, τα άτοµα χωρίς παθολογικά προβλήµατα παρουσιάζουν υψηλότερη επίδοση στην ανάκληση των αρχικών και των τελικών στοιχείων συγκριτικά µε την ανάκληση των µεσαίων στοιχείων µιας αλληλουχίας. Επιπλέον, οι N. Martin και Saffran διαπιστώνουν πως ασθενείς µε διαφορετικού βαθµού διαταραχή στη φωνολογική και στη λεξικοσηµασιολογική επεξεργασία παρουσιάζουν διαφορετικά πρότυπα επίδρασης της σειριακής θέσης στην ανάκληση: σε άτοµα µε φωνολογικές διαταραχές παρατηρείται µειωµένη επίδραση του γλωσσικού υλικού που παρουσιάζεται στο τέλος (µιας αλληλουχίας) (reduced recency), ενώ σε άτοµα µε λεξικοσηµασιολογικές διαταραχές παρατηρείται µειωµένη επίδραση του γλωσσικού υλικού που παρουσιάζεται στην αρχή (reduced primacy) (N. Martin & Saffran, 1997: 647-649, 670). Τέλος, σύµφωνα µε την προσέγγισή τους, η ίδια λειτουργική δοµή (capacity) υποστηρίζει τόσο την επεξεργασία γλώσσας όσο και τη βραχυπρόθεσµη µνή- µη, καθώς η λειτουργία της τελευταίας επιτελείται µέσω της «παρατεταµένης» ενεργοποίησης των γνωσιακών αναπαραστάσεων (knowledge representations). Η παραπάνω πρόταση θεµελιώνεται στο ότι συνήθως οι διαταραχές της επεξεργασίας κρής κλίµακας ενεργοποίηση και κάποιας µη σχετιζόµενης (µε το στόχο) λέξης, η οποία (µπορεί να) σχετίζεται σηµασιολογικά µε µια φωνολογικά σχετιζόµενη (προς το στόχο) λέξη. Τέλος, κατά το πέµπτο στάδιο ενεργοποιείται ο λεξικός κόµβος που δέχεται τη µεγαλύτερη διευκολυντική προχωρητική επίδραση/priming µαζί µε τους αντίστοιχους σηµασιολογικούς και φωνολογικούς κόµβους µε συνέπεια τη λεξική επιλογή. Στην περίπτωση του γλωσσικού καθήκοντος της ε- πανάληψης, οι παραπάνω ενεργοποιηµένες παραστάσεις µεταφέρονται στο σύστηµα εξερχόµενων πληροφοριών (output system), κωδικοποιούνται και εκφέρονται φωνητικά/προφορικά (N. Martin & Saffran, 1992: 261-262). 79
συνυπάρχουν µε διαταραχές της βραχυπρόθεσµης µνήµης (N. Martin & Saffran, 1997: 669-675). 2.2.1.3 Το µοντέλο των R. Martin, Lesch και Bartha Μια παρόµοια προσέγγιση (µε αυτή των N. Martin και Saffran) επιχειρείται από την R. Martin και τους συνεργάτες της (R. Martin & Lesch, 1996 R. Martin, Lesch & Bartha, 1999), µόνο που, όπως υποστηρίζεται σχετικά (R. Martin & Freedman, 2001: 244), η εµβέλειά της δεν περιορίζεται στην επεξεργασία της λέξης, αλλά µπορεί να καλύψει και την επεξεργασία της πρότασης. Σύµφωνα µε την προσέγγιση της R. Martin και των συνεργατών της, η επεξεργασία και η συγκράτηση (retention) γλωσσικού υλικού δεν υποστηρίζονται από την ίδια λειτουργική δοµή (capacity), πρόταση που έρχεται σε αντίθεση µε την προσέγγιση των N. Martin και Saffran (1997). Αντίθετα, κατά την R. Martin και τους συνεργάτες της το προϊόν της γλωσσικής επεξεργασίας διατηρείται σε αποθήκες περιορισµένης χωρητικότητας, οι οποίες είναι διαφορετικές ανά επίπεδο αναπαράστασης (π.χ. λεξικο-σηµασιολογικό, φωνολογικό επίπεδο) (βλ. σχήµα 2.9) (R. Martin & Freedman, 2001: 244). Αναλυτικότερα, όπως αποτυπώνεται και στο σχήµα 2.9, προτείνεται πως υ- πάρχει µια άµεση σχέση ανάµεσα α) στις αναπαραστάσεις και διαδικασίες (processes) που εµπλέκονται στην κατανόηση και την παραγωγή λέξης και β) στις αναπαραστάσεις και διαδικασίες που εµπλέκονται στη βραχυπρόθεσµη µνήµη (R. Martin, Lesch & Bartha, 1999: 5). Επιπλέον, σύµφωνα µε την R. Martin και τους συνεργάτες της (ό.π.) α) οι αναπαραστάσεις (κάθε επιπέδου) στη βραχυπρόθεσµη µνήµη εξαρτώνται από την ενεργοποίηση των µακροπρόθεσµων αναπαραστάσεων στην αντίστοιχη (µακροπρόθεσµη) γνωσιακή αποθήκη 61 και β) αυτές οι αναπαραστάσεις ενεργοποιούνται κατά την κωδικοποίηση (encoding) και αυτή η ενεργοποίηση διατηρείται κατά τη συγκράτηση. 62 61 Για την ακρίβεια, οι R. Martin, Lesch και Bartha (1999: 5) αυτή τη γνωσιακή αποθήκη την ονοµάζουν σηµασιολογική µνήµη. Κατά τη γνώµη µου, ωστόσο, η χρήση αυτού του όρου είναι παραπλανητική, καθώς όπως φαίνεται και στο σχήµα 2.9 αυτή η µακροπρόθεσµη γνωσιακή αποθήκη περιέχει πληροφορίες που σχετίζονται και µε τη φωνολογική ταυτότητα των λέξεων. 62 Η ενεργοποίηση δηλαδή των αναπαραστάσεων διατηρείται όσο αυτές παραµένουν διαθέσιµες στις σχετικές αποθήκες. 80
Σχήµα 2.9. Μοντέλο βραχυπρόθεσµης µνήµης που ενσωµατώνει διακριτές φωνολογικές αποθήκες εισερχόµενων και εξερχόµενων πληροφοριών (από R. Martin, Lesch & Bartha, 1999: 8). Σε ό,τι αφορά τις διεπιδράσεις µεταξύ των συστατικών του µοντέλου, αυτές δεν είναι γενικευµένες, καθώς µόνο τα συστατικά της µακροπρόθεσµης γνωσιακής δοµής (long-term knowledge structure) διεπιδρούν µεταξύ τους. Σε αντίθεση δηλαδή µε τις αποθήκες της βραχυπρόθεσµης µνήµης, που δεν διεπιδρούν µεταξύ τους, οι α- ναπαραστάσεις (των διαφορετικών επιπέδων) στη µακροπρόθεσµη γνωσιακή δοµή συνεχίζουν να διεπιδρούν µεταξύ τους και µετά την παρουσίαση ενός γλωσσικού στοιχείου, έτσι ώστε να υπάρχει προώθηση και ανατροφοδότηση της ενεργοποίησης µεταξύ των διαφορετικών επιπέδων. 63 Εφόσον η ενεργοποίηση στα διάφορα επίπεδα της γνωσιακής δοµής προκαλεί την ενεργοποίηση των αναπαραστάσεων στις βραχυπρόθεσµες αποθήκες, υποστηρίζεται πως το περιεχόµενο αυτών των αποθηκών θα αντικατοπτρίζει τις διεπιδράσεις που λαµβάνουν χώρα στη γνωσιακή δοµή (R. Martin, Lesch & Bartha, 1999: 7). Συνεπώς, σύµφωνα µε αυτό το µοντέλο, αν οι 63 Αυτή η πρόταση βρίσκεται σε συµφωνία µε την προσέγγιση των Ν. Martin και Saffran (1997). 81
αναπαραστάσεις και οι διαδικασίες που εµπλέκονται στην πρόσληψη και την παραγωγή λέξης υποστούν κάποια βλάβη, τότε αναµένεται να επηρεαστεί και η βραχυπρόθεσµη µνήµη, µε προβλέψιµες συνέπειες ανάλογα µε τη συγκεκριµένη αναπαράσταση ή διαδικασία που πλήττεται. Επιπλέον, υποστηρίζεται πως είναι πιθανό να διατηρείται η ικανότητα για πρόσληψη και παραγωγή λέξης, αλλά να πλήττεται η βραχυπρόθεσµη αποθήκη, µε συνέπεια είτε να παρατηρείται µια εµφανώς ταχεία φθορά της αναπαράστασης σε κάποιο επίπεδο είτε να προκαλούνται µεγαλύτερες από το «φυσιολογικό» επιδράσεις παρεµβολής από άλλα γλωσσικά στοιχεία, τα οποία µπορεί, για παράδειγµα, να περιλαµβάνονται σε κάποιον κατάλογο (γλωσσικών στοιχείων) προς ανάκληση (ό.π.). Σε συνάφεια µε το τελευταίο, οι R. Martin και Freedman (2001: 245), επικαλούµενες διάφορα νευροψυχολογικά ευρήµατα, υποστηρίζουν πως η συγκράτηση φωνολογικών πληροφοριών εξαρτάται από τη χωρητικότητα λειτουργικών δοµών που διαχωρίζονται από τη γλωσσική επεξεργασία. Παραµένοντας στο ζήτηµα των διεπιδράσεων µεταξύ των συστατικών αυτού του µοντέλου, αξίζει να αναφερθεί πως τα επίπεδα της µακροπρόθεσµης γνωσιακής δοµής δεν διεπιδρούν µε τις αποθήκες της βραχυπρόθεσµης µνήµης, υπό την έννοια ότι ναι µεν συνδέονται µεταξύ τους (βλ. σχήµα 2.9), αλλά η επικοινωνία τους δεν είναι αµφίδροµη. Κι αυτό διότι, αν και η αποθήκευση/ενεργοποίηση αναπαραστάσεων (φωνολογικών ή λεξικοσηµασιολογικών) στις αποθήκες της βραχυπρόθεσµης µνήµης διαµεσολαβείται από την προηγούµενη ενεργοποίηση στη µακροπρόθεσµη γνωσιακή δοµή (βλ. σχετικές συνδέσεις), οι ενεργοποιηµένες ωστόσο αναπαραστάσεις των βραχυπρόθεσµων αποθηκών δεν φαίνεται να µπορούν να παρέχουν ανατροφοδότηση στις αντίστοιχες αναπαραστάσεις της µακροπρόθεσµης γνωσιακής δοµής επιφέροντας κάποια αλλαγή στο επίπεδο ενεργοποίησης των τελευταίων. Μια από τις «καινοτοµίες» που εισάγουν οι R. Martin et al. συγκριτικά µε τις δύο προηγούµενες προσεγγίσεις είναι πως το µοντέλο που προτείνουν προβλέπει, στη βάση νευροψυχολογικών ευρηµάτων, τη διάκριση φωνολογικών αναπαραστάσεων εισερχόµενων πληροφοριών και φωνολογικών αναπαραστάσεων εξερχόµενων πληροφοριών, καθώς και την ύπαρξη δύο αντίστοιχων διακριτών βραχυπρόθεσµων αποθηκών. Τέλος, αξίζει να επισηµανθεί πως, σύµφωνα µε αυτό το µοντέλο, στο πεδίο ό- που πραγµατοποιείται η γλωσσική επεξεργασία (βλ. το αριστερό τµήµα του µοντέλου στο σχήµα 2.9) υπάρχει άµεση σύνδεση µεταξύ των εισερχόµενων και των εξερχόµενων φωνολογικών τύπων/τεµαχίων, τέτοια ώστε για την ενεργοποίηση των τελευ- 82
ταίων να µην είναι υποχρεωτική η προηγούµενη µετάβαση στο λεξικό ή/και στο ση- µασιολογικό επίπεδο αναπαράστασης. 64 Η ικανότητα που έχουµε να επαναλαµβάνου- µε µη λέξεις αποδεικνύει την ύπαρξη της παραπάνω σύνδεσης (R. Martin, Lesch & Bartha, 1999: 8). 65 64 Παρατηρούµε πως αυτό δεν είναι ιδιαίτερα εύγλωττο/σαφές βάσει του σχήµατος 2.9, καθώς από αυτό απουσιάζουν οι σχετικές συνδέσεις που θα απεικόνιζαν την επικοινωνία µεταξύ των φωνολογικών τεµαχίων εισερχόµενων πληροφοριών (input phonological segments) και των φωνολογικών τεµαχίων ε- ξερχόµενων πληροφοριών (output phonological segments). Μόνο το γεγονός ότι αυτά εµφανίζονται στο ίδιο επίπεδο υποδηλώνει την παραπάνω δυνατότητα. 65 Αυτό το τµήµα του µοντέλου των R.Martin et al. αντιστοιχεί στην υπολεξική οδό (sublexical route) που προτείνουν (ως µια από τις τρεις πιθανές «οδούς») οι Howard και Franklin (1987, 1988: 20-22) στο µοντέλο τους, που καλύπτει µεταξύ άλλων και την (προφορική) επανάληψη λέξης. (Για την α- κρίβεια, πρόκειται για µια προσαρµογή του µοντέλου του Patterson (1986).) Αυτή η οδός επιτρέπει την υπολεξική µετατροπή του ακουστικού µηνύµατος σε φωνολογικό (auditory-to-phonological conversion) και τη µετέπειτα προώθησή του στη φωνολογική αποθήκη εξερχόµενων πληροφοριών (phonological output buffer), που αποτελεί και το τελικό στάδιο πριν την άρθρωση/εκφορά του λόγου. Πέρα από την υπολεξική οδό, το συγκεκριµένο µοντέλο προβλέπει τη λειτουργία α) της λεξικής οδού (lexical route), κατά την οποία µεταξύ άλλων πραγµατοποιείται είσοδος στο ακουστικό λεξικό εισερχόµενων πληροφοριών (auditory input lexicon), και β) της σηµασιολογικής οδού, όπου µέσω του γνωστικού συστήµατος (cognitive system) είναι δυνατή η παράκαµψη του ακουστικού λεξικού εισερχόµενων πληροφοριών. 83
84
2o µέρος: Η ΚΥΡΙΩΣ ΜΕΛΕΤΗ 85
86
III. ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑΤΙΚΟΣ ΕΙΚΤΗΣ 87
88
ΙΙΙ. Συµπληρωµατικός δείκτης 3.1 Θεωρητικό υπόβαθρο 3.1.1 Συµπληρωµατικός δείκτης και συντακτική θεωρία Η ΦρΣ εµπλέκεται σε ποικίλες δοµές, όπως για παράδειγµα σε ερωτηµατικές προτάσεις, σε δοµές εστίασης (focus/focalization), σε δευτερεύουσες/εξαρτηµένες επιρρηµατικές (π.χ. χρονικές, αιτιολογικές, τελικές), σε αναφορικές και σε συµπληρωµατικές προτάσεις, καθώς και στις κύριες προτάσεις γλωσσών όπως η Γερµανική και η Ολλανδική, όπου το ρήµα υποχρεωτικά απαντά στη δεύτερη θέση της πρότασης (verb second languages). Η εµπλοκή της ΦρΣ στις παραπάνω περιπτώσεις αφορά, ανάλογα µε τη δοµή, είτε τη θέση χαρακτηριστή είτε τη θέση κεφαλής. Τυπικό παράδειγµα της εµπλοκής της θέσης [Χαρ, ΦρΣ ] αφορούν οι wh-ερωτήσεις (ή, αλλιώς, ε- ρωτήσεις µερικής αγνοίας) (wh-questions), καθώς σε αυτή τη θέση µετακινούνται οι wh-τελεστές. Αντίστοιχα, η θέση Σ τυπικά εµπλέκεται στην περίπτωση των δευτερευουσών συµπληρωµατικών και επιρρηµατικών προτάσεων, καθώς σε αυτή τη θέση φιλοξενούνται οι Σ /σύνδεσµοι του τύπου ότι, πως, που, αν, όταν. Λιγότερο τυπικές περιπτώσεις εµπλοκής της θέσης Σ αποτελούν οι περιπτώσεις των κύριων προτάσεων γλωσσών όπως η Γερµανική, όπου το ρήµα θεωρείται πως κατέχει (µετά από µετακίνησή του) αυτή τη θέση, ή κάποιες περιπτώσεις ερωτήσεων ολικής αγνοίας (yes/no questions), όπου στη θέση αυτή απαντούν βοηθητικά ρήµατα που είτε αντιστρέφουν είτε όχι τη θέση τους µε το υποκείµενο (για παραδείγµατα, βλ. την ακόλουθη ενότητα). Στην παρούσα µελέτη επιλέγουµε να ελέγξουµε την επίδοση των ελληνόφωνων αγραµµατικών στην επικράτεια της ΦρΣ µέσω της εξέτασης των wh-ερωτήσεων. 66 66 Για τους ποικίλους Σ της Ελληνικής, βλ. Ρούσσου (2006). 89
3.1.2 Ερωτήσεις και συντακτική θεωρία Οι ερωτήσεις διακρίνονται σε wh-ερωτήσεις και σε ερωτήσεις ολικής αγνοίας. Παρατηρείται διαφοροποίηση στη σχέση που συνάπτουν µε την επικράτεια του Σ ανάλογα µε το είδος τους αλλά και τη γλώσσα. Πιο συγκεκριµένα, οι wh-ερωτήσεις στο σύνολο εξ όσων γνωρίζω των γλωσσών που απασχολούν τη βιβλιογραφία θεωρείται ότι εµπλέκουν τη ΦρΣ, καθώς υποστηρίζεται πως για την παραγωγή τους ο ερωτηµατικός τελεστής (ή wh-τελεστής) 67 (wh-operator) από τη θέση στην οποία «γεννάται» µετακινείται στη θέση [Χαρ, ΦρΣ ] (Chomsky, 1981) (βλ. σχήµα 3.1). Η προσέγγιση αυτή ακολουθείται και από την πλειονότητα των σχετικών αναλύσεων για την Ελληνική (Horrocks & Stavrou, 1987 Φιλιππάκη-Warburton & Παπαφίλη, 1989 Θεοφανοπούλου-Κοντού, ΦρΣ Χαρ. Σ ' Σ ΦρΚΛ ΡΦ Ρ wh-φράση Σχήµα 3.1. (βασισµένο σε Θεοφανοπούλου-Κοντού, 2002: 150) 67 Με τον όρο ερωτηµατικοί τελεστές ή wh-τελεστές γίνεται αναφορά στα ερωτηµατικά στοιχεία που δεσµεύουν τα ίχνη από µετακίνηση (Θεοφανοπούλου-Κοντού, 2002: 127 Task, 1993). Wh-τελεστές της Αγγλικής είναι τα στοιχεία what, which, who(m), when, where και how. To τελευταίο, παρά το ότι δεν αρχίζει µε wh-, συγκαταλέγεται ωστόσο στους wh-τελεστές, διότι παρουσιάζει συµπεριφορά ανάλογη µε τα υπόλοιπα wh-στοιχεία. Σε ό,τι αφορά την Ελληνική, wh-τελεστές θεωρούνται οι ερωτηµατικές αντωνυµίες τι και ποιος/ποια/ποιο, τα ερωτηµατικά επιρρήµατα πώς, πού και πότε και το ερωτηµατικό µόριο γιατί. 90
1989α,β Campos, 1989 Drachman & Klidi, 1992). 68 Επίσης, η θέση όπου µετακινούνται οι wh-φράσεις κατά κανόνα χαρακτηρίζεται ως Α'-θέση (Α'-position), γεγονός που σηµαίνει πως αυτές οι φράσεις έχουν ήδη προσλάβει θεµατικό ρόλο στην Α-θέση (Α-position) από την οποία µετακινούνται (Θεοφανοπούλου-Κοντού, 2002: 150). 69 Σε ό,τι αφορά τις ερωτήσεις ολικής αγνοίας, αυτές εµπλέκουν ή όχι τη ΦρΣ ανάλογα µε τη γλώσσα. Για παράδειγµα, στην Αγγλική παρατηρείται εµπλοκή της ΦρΣ, ενώ στην Εβραϊκή και την Αραβική της Παλαιστίνης δεν παρατηρείται (Friedmann, 2002: 163-164). Συγκεκριµένα, κατά το σχηµατισµό ερωτήσεων ολικής αγνοίας στην Αγγλική, η εµπλοκή της ΦρΣ πραγµατοποιείται είτε µέσω της παρουσίας σε θέση Σ º του βοηθητικού do ( do support ) (βλ. 1) είτε µέσω της αντιστροφής υ- ποκειµένου και βοηθητικού ρήµατος (subject/auxiliary inversion), µε το τελευταίο να µετακινείται από τη θέση στην οποία γεννάται σε θέση Σ º (βλ. 2). Στην Εβραϊκή και την Αραβική της Παλαιστίνης, ωστόσο, οι ερωτήσεις ολικής αγνοίας διαφέρουν από τις αντίστοιχες δηλωτικές προτάσεις µόνο ως προς τον επιτονισµό και συνεπώς, τουλάχιστον στο επίπεδο της εµφανούς σύνταξης (overt syntax), δεν σχηµατίζονται µέσω κάποιας µετακίνησης ως εκ τούτου, αυτές δεν εµπλέκουν τη ΦρΣ (βλ. 3 και 4) (ό.π.). (1) Do you like hummus? (2) Was the moon full yesterday? (3) at ohevet xumus? εσύ αρέσεις χούµους; (4) ha-yare ax haya male etmol? η-σελήνη ήταν γεµάτη χθες; (από Friedmann, 2002: 164) 68 Όπως αναφέρει ωστόσο η Θεοφανοπούλου-Κοντού (2002: 150), υπάρχει και µια διαφορετική προσέγγιση από τον Drachman (1989, 1991), κατά την οποία στις µη εξαρτηµένες wh-ερωτήσεις της Ελληνικής οι wh-φράσεις δεν µετακινούνται σε θέση [Χαρ, ΦρΣ ], αλλά σε θέση [Χαρ, ΦρΚΛ]. Ωστόσο, σύµφωνα µε τους Drachman και Klidi (1992: 372-373, 383-385) η προτασιακή δοµή που ισχύει γενικά για τις wh-ερωτήσεις ορίσµατος (είτε υποκειµένου είτε αντικειµένου) της Ελληνικής δεν είναι η ΦρΚΛ, αλλά η Φράση Τροπικότητας (Modal Phrase). 69 Α-θέσεις (δηλ. argument positions) είναι οι θέσεις στις οποίες γεννώνται οι οργανικοί όροι της πρότασης (τα ορίσµατα), όπως είναι το υποκείµενο, το άµεσο αντικείµενο και το έµµεσο αντικείµενο. Αυτές είναι δυνάµει θ-θέσεις, υπό την έννοια ότι σε αυτές µπορεί να αποδοθεί κάποιος θεµατικός ρόλος. Για παράδειγµα, τέτοιες θέσεις είναι ο [Χαρ, ΦρΚΛ] και η ΟΦ που κυριαρχείται από την ενδιάµεση προβολή Ρ' ([ΟΦ, Ρ']). Οι θέσεις που δεν ανταποκρίνονται σε οργανικούς όρους της πρότασης και στις οποίες δεν είναι δυνατή η απόδοση θεµατικού ρόλου (π.χ. η θέση [Χαρ, ΦρΣ ]) χαρακτηρίζονται ως Α'-θέσεις (non argument positions). (Θεοφανοπούλου-Κοντού, 2002: 73 Haegeman, 1994: 115) 91
Έχει υποστηριχτεί πως οι (κύριες) ερωτήσεις ολικής αγνοίας δεν εµπλέκουν τη ΦρΣ ούτε και στην περίπτωση της Ελληνικής, καθώς, όπως έχει προταθεί σχετικά (Drachman & Klidi, 1992), όταν δεν µαρτυρείται εµφανής Σ, ισχύει η ελάχιστη προτασιακή δοµή (minimal clause structure), δηλαδή η ΦρΚΛ. Αναφορικά µε τις wh-ερωτήσεις, αυτές διακρίνονται σε ερωτήσεις ορίσµατος (argument questions) και σε ερωτήσεις προσαρτήµατος (adjunct questions). Όπως είναι προφανές, στην πρώτη περίπτωση η φράση που µετακινείται στη θέση [Χαρ, ΦρΣ ] αποτελεί όρισµα, ενώ στη δεύτερη περίπτωση προσάρτηµα (βλ. 5 και 6 αντίστοιχα). (5) Τι i µαγείρεψες t i σήµερα; (6) Πότε j έρχεται ο ηµήτρης t j ; Αυτοί οι δύο τύποι ερωτήσεων απηχούν τη γενικότερη διαφοροποίηση ορισµάτων και προσαρτηµάτων. Σύµφωνα µε το πλαίσιο της γενετικής γραµµατικής (Chomsky, 1991, 1993) τα ορίσµατα επιλέγονται κατά ιδιοσυγκρατικό τρόπο από τα ρήµατα, καθώς αποτελούν µέρος των ληµµάτων τους στο (νοητικό) λεξικό, εµφανίζονται στη δοµή επιφανείας συνήθως υποχρεωτικά και εµπίπτουν στην αρχή της προβολής (Projection Principle). 70 Επίσης, η απόδοση του θεµατικού ρόλου των ορισµάτων γίνεται από το ρήµα. Τα προσαρτήµατα, αντίθετα, δεν επιλέγονται από το ρήµα (εξίσου αυστηρά τουλάχιστον), 71 εµφανίζονται προαιρετικά και, τέλος, δεν υπάγονται στην αρχή της προβολής. Αυτές οι διαφορές απηχούν τη διαφορετική θέση στην οποία γεννώνται τα ορίσµατα και τα προσαρτήµατα αντανακλώνται δηλαδή και σε διαγραµ- µατικό επίπεδο, καθώς το εσωτερικό όρισµα (αντικείµενο) αποτελεί αδελφό κόµβο (sister node) του ρήµατος, ενώ τα προσαρτήµατα βρίσκονται είτε υψηλότερα είτε χα- µηλότερα από το ρήµα. 70 Σύµφωνα µε την αρχή της προβολής, όπως αυτή πρωτοδιατυπώθηκε από τον Chomsky (1981: 29), «Συντακτικές αναπαραστάσεις προβάλλονται από το λεξικό εφόσον υπακούουν στα χαρακτηριστικά υποκατηγοριοποίησης των ληµµάτων του λεξικού». Η ίδια αρχή έχει αναδιατυπωθεί πιο πρόσφατα (Radford, 1988: 391) και ως εξής: «Οι συντακτικές ιδιότητες/χαρακτηριστικά των λέξεων πρέπει να προβάλλονται από το λεξικό σε όλα τα επίπεδα της πρότασης (βαθεία, επιφανειακή και λογική δοµή)». Τέλος, έχει διατυπωθεί και η αρχή της διευρυµένης προβολής (Extended Projection Principle), σύµφωνα µε την οποία «Λεξικές απαιτήσεις (δηλ. χαρακτηριστικά κατηγορίας, υποκατηγοριοποίησης και θε- µατικές ιδιότητες των λέξεων) καθώς και συντακτικές απαιτήσεις (δηλ. οι προτάσεις να έχουν υποκεί- µενο) πρέπει να ικανοποιούνται σε όλα τα επίπεδα της αναπαράστασης». (Η απόδοση των παραπάνω διατυπώσεων στην Ελληνική ανήκει στη Θεοφανοπούλου-Κοντού (2002: 86, 99).) 71 Σύµφωνα µε κάποιες θεωρητικές προσεγγίσεις (π.χ. Rizzi, 1990: 4, ο οποίος παραπέµπει σχετικά και στον Roberts, 1988), τα επιρρηµατικά στοιχεία του τρόπου επιλέγονται από τα ρήµα. 92
Άλλη µια παράµετρο ως προς την οποία διαφοροποιούνται τα ορίσµατα από τα προσαρτήµατα αποτελούν κάποιοι περιορισµοί στη µετακίνησή τους. Για παράδειγµα, όπως αναφέρει ο Rizzi (1990: 2) παραπέµποντας στον Huang (1982), τα προσαρτήµατα, σε αντίθεση µε τα ορίσµατα, δεν µπορούν να εξαχθούν από τις wh-νησίδες (wh-islands) (βλ. 7). 72 (7) α.?which problem do you wonder [how [PRO to solve t t]] β. *How do you wonder [which problem [PRO to solve t t]] Επίσης, τα ορίσµατα και τα προσαρτήµατα διαφοροποιούνται ως προς το πεδίο ελέγχου της ικανοποίησης της αρχής της κενής κατηγορίας 73 (Empty Category Principle) η οποία πρέπει να ικανοποιείται όταν υπάρχουν µετακινήσεις, καθώς αυτές αφήνουν ίχνη/κενές κατηγορίες. Ο έλεγχος για την ικανοποίηση αυτής της αρχής, δηλαδή ο έλεγχος για την κανονική κυβέρνηση (proper government) των ιχνών των ο- ρισµάτων και των προσαρτηµάτων (ή, αλλιώς, για το γ-σηµάδεµα (γ-marking), σύµφωνα µε την ορολογία των Lasnik και Saito (1984)), υποστηρίζεται πως πραγµατοποιείται σε δύο διαφορετικά επίπεδα αντίστοιχα: Ο έλεγχος των ιχνών των ορισµάτων και η απόδοση της σχετικής τιµής σε αυτά (±γ) πραγµατοποιείται στη δοµή επιφανείας, ενώ ο αντίστοιχος έλεγχος (και η απόδοση τιµής) για τα προσαρτήµατα πραγµατοποιείται στη Λ (Lasnik & Saito, 1984: 286 Haegeman, 1994: 513-522). Σε ό,τι αφορά τις ερωτήσεις ορίσµατος, αυτές διακρίνονται σε ερωτήσεις υποκειµένου και ερωτήσεις αντικειµένου (βλ. 8 και 9 αντίστοιχα). (8) Ποιος δίνει εξετάσεις; (9) Ποιον i συναντάει ο κύριος t i ; 72 Για περισσότερα παραδείγµατα περιορισµών της µετακίνησης ορισµάτων και προσαρτηµάτων, βλ. Rizzi, 1990: 1-27. 73 Σύµφωνα µε αυτή την αρχή «Τα ίχνη πρέπει να είναι κανονικά κυβερνηµένα (properly governed). To α κυβερνά κανονικά το β αν και µόνο αν το α κυβερνά θεµατικά το β ή το α βρίσκεται σε θέση δο- µικής επιβολής ως προς το β (a antecedent governs b). To α κυβερνά θεµατικά το β αν και µόνο αν το α κυβερνά το β και του προσδίδει Θ-ρόλο. Το α επιβάλλεται δοµικά στο β αν και µόνο αν το α κυβερνά το β και το α έχει ένδειξη συναναφοράς µε το β» (Θεοφανοπούλου-Κοντού, 2002: 135 Haegeman, 1994: 442). 93
Όπως µαρτυρά η σήµανση στο (9), ο wh-τελεστής µετακινείται από τη θέση αντικει- µένου, την οποία κατείχε αρχικά, στην αρχή της πρότασης, συγκεκριµένα στη θέση [Χαρ, ΦρΣ ]. Σε σχέση, ωστόσο, µε τις κύριες ερωτήσεις υποκειµένου µε κοντινή µετακίνηση του τελευταίου (βλ. 8), υπάρχουν δύο αντιτιθέµενες προσεγγίσεις: Σύµφωνα µε την πρώτη, από αναλογία προς τη µετακίνηση αντικειµένου, αλλά και προς τη µακρινή µετακίνηση υποκειµένου (βλ. 10), στις κύριες ερωτήσεις υποκειµένου ο wh-τελεστής επίσης µετακινείται από τη θέση υποκειµένου που κατέχει στη ΦρΚΛ (συγκεκριµένα, στο χαρακτηριστή της) στη θέση [Χαρ, ΦρΣ ] (Haegeman, 1991: 361-362). Σύµφωνα µε αυτή την προσέγγιση λοιπόν, η αναπαράσταση της δοµής επιφανείας της (8) είναι όπως δίνεται στην (11). (10) Who i do you think [t i will arrive first]? (από Haegeman, 1991: 361) (11) [ ΦρΣ Ποιος i [ ΦρΚΛ t i δίνει εξετάσεις]]; Όπως επισηµαίνει η Haegeman (ό.π.), σε αντίθεση µε ό,τι συµβαίνει στις περιπτώσεις µακρινής µετακίνησης του υποκειµένου, η κοντινή µετακίνησή του δεν µπορεί να γίνει ορατή στην ακολουθία επιφανείας (surface string), καθώς το ίχνος που αφήνει η µετακίνηση του υποκειµένου στερείται (όπως όλα τα ίχνη) φωνητικού περιεχοµένου και, επιπλέον, θα προσθέταµε εµείς δεν πραγµατώνεται φωνητικά/ λεξικά η θέση Σ. Οι µετακινήσεις που δεν επιφέρουν ορατή διαφοροποίηση στην ακολουθία επιφανείας αναφέρονται, κατά τη Haegeman (1991: 361-362), ως περιπτώσεις αφανούς µετακίνησης (vacuous movement). Ανάλογη ανάλυση υπέρ της (δυνατότητας) αφανούς µετακίνησης (υποκειµένου ή ακόµη και αντικειµένου, όπως π.χ. στην Ιρλανδική) στις wh-ερωτήσεις έχει επιχειρηθεί από τους Clements, McCloskey, Maling και Zaenen (1983: 4-14). Θα πρέπει να σηµειώσουµε σε αυτό το σηµείο ότι δεν υπάρχει συστηµατικότητα στον τρόπο µε τον οποίο σηµασιοδοτείται και χρησι- µοποιείται ο όρος αφανής µετακίνηση, κάτι που θα φανεί καθαρότερα στη συνέχεια. Σύµφωνα µε την αντίθετη προσέγγιση, αναφορικά µε την Αγγλική τουλάχιστον, υποστηρίζεται πως στο επίπεδο της δοµής επιφανείας οι κύριες ερωτήσεις υποκειµένου, σε αντίθεση µε τις ερωτήσεις αντικειµένου, δεν περιλαµβάνουν µετακίνηση (Chomsky, 1986α: 48-54). Σε ό,τι αφορά τη σχετική ανάλυση του Chomsky, πέρα α- πό τα εµπειρικά δεδοµένα που επικαλείται αυτός προκειµένου να στηρίξει τη συγκεκριµένη άποψη, προβάλλει και ένα επιχείρηµα που αντλείται από το χώρο της γλωσ- 94
σικής απόκτησης (language acquisition): Τα παιδιά κατά την απόκτηση της γλώσσας χρησιµοποιούν εµφανή µαρτυρία (overt evidence), προκειµένου να δοµήσουν τη γραµµατική τους και τις συντακτικές αναπαραστάσεις των προτάσεων. Ένα παιδί που αποκτά την Αγγλική, όπως σηµειώνει ο Chomsky (1986α: 48), όταν συναντάει προτάσεις του τύπου της (12), δεν έχει καµιά εµφανή µαρτυρία που να του επιτρέπει να υποθέσει πως το υποκείµενο who έχει µετακινηθεί, καθώς εξίσου συµβατή µε την παρεχόµενη µαρτυρία θα ήταν η δοµή επιφανείας που δίνεται στην (13). Αντίθετα, προτάσεις σαν τη (14) παρέχουν εµφανή µαρτυρία υπέρ της wh-µετακίνησης, καθώς το who είναι προφανές πως έχει µετακινηθεί από τη θέση αντικειµένου (εντός της ΡΦ, ό- που «γεννήθηκε») στη θέση [Χαρ, ΦρΣ ]. Όπως επισηµαίνεται, η (13) αποτελεί περίπτωση αφανούς µετακίνησης (vacuous movement) (και ακριβώς εδώ έγκειται η µη συστηµατικότητα στη σηµασιοδότηση αυτού του όρου βλ. παρακάτω). (12) Who likes John? (13) [CP [IP Who likes John]]? (14) Who does John like? Αναλυτικότερα, σε σχέση µε αυτή την προσέγγιση, όπως σηµειώνεται από τον Chomsky (1986α: 48), αλλά και από τον Agbayani (2006: 72), η έννοια της αφανούς µετακίνησης για πρώτη φορά προτάθηκε από τον George (1980) στο πλαίσιο της διατύπωσης της υπόθεσης της αφανούς µετακίνησης (vacuous movement hypothesis), κατά την οποία το wh-υποκείµενο δεν µετακινείται τοπικά σε θέση [Χαρ, ΦρΣ ] (Agbayani, 2006: 72). Σύµφωνα µε αυτή την υπόθεση, δεν πραγµατοποιείται καµία µετακίνηση στη δοµή επιφανείας, αλλά το wh-υποκείµενο µετακινείται στη Λ. Αυτή η προσέγγιση έχει υποστηριχθεί για γλώσσες όπως η Αγγλική, όπως προαναφέρεται (Chomsky, 1986α: 48-54), ενώ δείχνει να µπορεί να εφαρµοστεί και στην περίπτωση της Ελληνικής. Κατά συνέπεια, εφόσον οι διαδικασίες που λαµβάνουν χώρα στη Λ πραγµατοποιούνται µετά την εκφορά, η µετακίνηση που πραγµατοποιείται στη Λ είναι αφανής ή κεκαλυµµένη (covert movement) κατά την ορολογία της Θεοφανοπούλου-Κοντού (2002: 240). Όπως είναι προφανές από τα παραπάνω, η χρήση του όρου αφανής µετακίνηση δεν είναι ούτε σαφής ούτε συστηµατική στη βιβλιογραφία. ιαπιστώνουµε πως αυτός ο όρος άλλοτε χρησιµοποιείται για τις περιπτώσεις όπου πραγµατοποιείται συντακτική µετακίνηση του wh-στοιχείου (δηλ. µετακίνηση στη δοµής επιφανείας), χω- 95
ρίς ωστόσο αυτή να επιφέρει φωνητική διαφοροποίηση στην ακολουθία επιφανείας (βλ., µεταξύ άλλων, Haegeman, 1991: 361-362 Clements, McCloskey, Maling & Zaenen, 1983: 14) και άλλοτε για τις περιπτώσεις όπου η µετακίνηση λαµβάνει χώρα όχι στο συντακτικό επίπεδο (δηλ. στο επίπεδο της δοµής επιφανείας), αλλά στη Λ (George, 1980 Chomsky, 1986α). Μια άλλη διάκριση που αφορά τις ερωτήσεις υποκειµένου και τις ερωτήσεις αντικειµένου είναι η εξης: Τα ορίσµατα-υποκείµενα διαφοροποιούνται από τα ορίσµατα-αντικείµενα ως προς τον τρόπο ικανοποίησης της αρχής της κενής κατηγορίας. ιαφοροποιούνται δηλαδή ως προς τον τρόπο µε τον οποίο επιτυγχάνεται η κανονική κυβέρνηση των αντίστοιχων ιχνών: στα ίχνη των ορισµάτων-αντικειµένων επιτυγχάνεται µέσω θεµατικής κυβέρνησης (theta government), ενώ στα ίχνη των ορισµάτωνυποκειµένων επιτυγχάνεται µέσω κυβέρνησης συναναφοράς (antecedent government) (Haegeman, 1994: 441-445). Αξίζει να σηµειωθεί κάνοντας µια σύντοµη παρέκβαση ότι, αν και, όπως προαναφέρθηκε, τα ορίσµατα διαφοροποιούνται από τα προσαρτήµατα ως προς το πεδίο ελέγχου της ικανοποίησης της αρχής της κενής κατηγορίας (καθώς ο έλεγχος για τα πρώτα γίνεται στη δοµή επιφανείας, ενώ για τα δεύτερα στη Λ ), τα ορίσµατα-υποκείµετα ωστόσο οµοιάζουν µε τα προσαρτήµατα ως προς ότι τα ίχνη και των δύο ικανοποιούν την αρχή της κενής κατηγορίας µέσω κυβέρνησης συναναφοράς (Haegeman, 1994: 138, 442, 444, 513-522). Τέλος, θα πρέπει να σταθούµε και σε µια άλλη υποκατηγοριοποίηση των ερωτήσεων ορίσµατος: αυτές διακρίνονται σε which-οφ-ερωτήσεις (which- P-questions) και σε wh-ερωτήσεις (βλ. 15 και 16 αντίστοιχα). Αυτά τα δύο είδη προτάσεων α- πηχούν τη διάκριση µεταξύ συνοµιλιακά εξαρτηµένων και συνοµιλιακά ανεξάρτητων ερωτήσεων (D(iscourse)-linked vs. non D-linked questions) αντίστοιχα (Pesetsky, 1987), καθώς οι πρώτες σχετίζονται µε ένα σύνολο οντοτήτων που είναι ήδη εγκατεστηµένες (από πριν) στο σύµπαν της συνοµιλίας (discourse universe). Αυτές οι προεγκατεστηµένες συνοµιλιακές οντότητες συνιστούν ένα είδος προϋποθέσεων που δεν ισχύουν για τις wh-ερωτήσεις (Pesetsky, 1987: 107-108 Avrutin, 2000: 298-299). Έτσι, όπως είναι φανερό, στην περίπτωση της συνοµιλιακά/συµφραστικά µη εξαρτηµένης (16), ο ερωτών δεν προϋποθέτει τίποτε ως προς τις πιθανές οντότητες που υπέπεσαν στην αντίληψη του ερωτώµενου έχει άγνοια δηλαδή ως προς το αν ο ερωτώµενος είδε είτε κάποιο παιδί είτε κάποια γυναίκα είτε κάποιο σκύλο είτε οποιαδήποτε άλλη οντότητα να κυνηγάει τη γάτα. Αντίθετα, είναι προφανές πως στην (15) υπάρχει µια αµοιβαία διαθέσιµη προϋπόθεση, συµφραστικά καθορισµένη, σε σχέση 96
µε το σύνολο των οντοτήτων που ορίζονται από τον τελεστή: τόσο ο ερωτών, δηλαδή, όσο και ο ερωτώµενος γνωρίζουν ότι τη γάτα τη κυνήγησε κάποιος σκύλος και, πιο συγκεκριµένα, κάποιος από τους σκύλους που είναι παρόντες στο συγκεκριµένο συµφραστικό πλαίσιο. (15) Ποιος σκύλος κυνήγησε τη γάτα; (16) Ποιος κυνήγησε τη γάτα; Ασφαλώς η παραπάνω σηµασιολογική/πραγµατολογική διαφορά αντανακλάται και στο επίπεδο της σύνταξης, καθώς οι which-οφ-ερωτήσεις διαφέρουν από τις wh-ερωτήσεις ως προς το ότι η Α αλυσίδα που σχηµατίζουν οι πρώτες περιλαµβάνει µια «περιοριστική» ΟΦ (restrictor NP). Λόγω της παρουσίας αυτής της περιοριστικής ΟΦ, οι εν λόγω αλυσίδες (και συνεκδοχικά αυτού του τύπου οι ερωτήσεις) ονοµάζονται αναφορικές αλυσίδες (referential chains). Ως εκ τούτου, οι αλυσίδες που σχηµατίζουν οι wh-ερωτήσεις θεωρούνται µη αναφορικές (non-referential). Aναλυτικότερα, βάσει της ανάλυσης του Cinque (1990), 74 οι which-οφ-ερωτήσεις θεωρείται πως εµπλέκουν αλυσίδες «αναφορικής δέσµευσης» ( binding chains), ενώ οι who-ερωτήσεις θεωρείται πως εµπλέκουν αλυσίδες «κυβέρνησης» (του σηµείου αναφοράς) ((antecedent) government chains), δηλαδή αλυσίδες συναναφοράς. Οι αλυσίδες αναφορικής δέσµευσης είναι αδέσµευτες/ελεύθερες (unbounded) και, εποµένως, µπορούν να εκτείνονται και σε µεγάλες (δοµικές) αποστάσεις, ενώ οι αλυσίδες συναναφοράς γενικά υπόκεινται σε περιορισµούς ως προς την τοπικότητα (locality) και, κατά συνέπεια, δεν µπορούν να εκτείνονται σε µεγάλες αποστάσεις (Hickok & Avrutin, 1996: 314, 316). 75 Επιπλέον, όπως επισηµαίνει o Cinque (1990: 17), το ότι η έννοια της συνοµιλιακής εξάρτησης (D-linking), που, όπως προαναφέρεται, εισήχθη από τον Pesetsky (1987), συνεπάγεται την έννοια της αναφορικότητας (referentiality) επιβεβαιώνεται και από το γεγονός ότι ένα συνοµιλιακά εξαρτηµένο wh-στοιχείο που βρίσκεται in situ µπορεί να συµµετάσχει/εισαχθεί σε σχέσεις συναναφοράς (coreference relations). 74 Σε αυτή τη µελέτη ο Cinque εξελίσσει περαιτέρω τις σχετικές αναλύσεις του Chomsky (1986α) και του Rizzi (1990), αξιοποιώντας παράλληλα µεταξύ άλλων τη µελέτη του Pesetsky (1987). 75 Ειδικότερα, όπως προκύπτει από την ανάλυση του Cinque (1990), η µακρινή wh-µετακίνηση (long wh-movement) είναι δυνατή µόνο για τις φράσεις που βρίσκονται σε Α-θέσεις (Chomsky, 1986α), λαµβάνουν αναφορικό θ-ρόλο (θ-role) (Rizzi, 1990) και είναι εγγενώς αναφορικές ή συνοµιλιακά ε- ξαρτηµένες κατά την ορολογία του Pesetsky (1987). Για τις φράσεις που δεν πληρούν τις παραπάνω προϋποθέσεις είναι πιθανή µόνο η διαδοχική κυκλική wh-µετακίνηση (Cinque, 1990: 55). Για µελέτη της σχετικής ανάλυσης, βλ. Cinque, 1990: 1-55. 97
Αντίθετα, ένα συνοµιλιακά ανεξάρτητο wh-στοιχείο που βρίσκεται in situ δεν έχει τέτοια δυνατότητα (για παραδείγµατα, βλ. (17α) και (17β) αντίστοιχα). (17) α. Which boy i started a fight with which girl j wasn t clear even to them i+j. β. *Who i started a fight with whom j wasn t clear even to them i+j. (από Cinque, 1990: 17) Wh-ερωτήσεις και µινιµαλισµός Αξίζει, τέλος, να κάνουµε µια σύντοµη αναφορά στους µηχανισµούς που πυροδοτούν τη µετακίνηση των ερωτηµατικών τελεστών στη θέση [Χαρ, ΦρΣ ]. Καταρχάς, στο πλαίσιο του µινιµαλιστικού προγράµµατος υπεύθυνη για τη µετακίνηση του τελεστή είναι η αρχή κατά την οποία τα προτασιακά συστατικά µετακινούνται, προκειµένου να ελέγξουν χαρακτηριστικά άλλων συστατικών. Συγκεκριµένα, αναφορικά µε την περίπτωση των wh-ερωτήσεων που εµπλέκουν αναµφίβολα τη ΦρΣ (δηλ. οι wh-ερωτήσεις αντικειµένου και οι wh-ερωτήσεις προσαρτήµατος), υποστηρίζεται πως το προτασιακό συστατικό που βρίσκεται στην κεφαλή της ΦρΣ φέρει ένα ερωτηµατικό χαρακτηριστικό χαρακτηριστή (interrogative specifier-feature) και πως οι αντίστοιχοι wh-τελεστές τύπου who(m)/ποιον φέρουν ένα ερωτηµατικό χαρακτηριστικό κεφαλής (interrogative head-feature). Σύµφωνα µε τις αρχές του µινιµαλισµού τα χαρακτηριστικά χαρακτηριστή είναι µη ερµηνεύσιµα και, συνεπώς, χρειάζονται έλεγχο και διαγραφή. Για το σκοπό αυτό θεωρείται πως ο wh-τελεστής µετακινείται στη θέση [Χαρ, ΦρΣ ], για να ελέγξει δηλαδή και να διαγράψει το µη ερµηνεύσιµο ερωτηµατικό χαρακτηριστικό χαρακτηριστή που απαντά στη θέση Σ. Το τελευταίο χαρακτηριστικό ως µη ερµηνεύσιµο διαγράφεται, ενώ αντίθετα το ερωτηµατικό χαρακτηριστικό κεφαλής, το οποίο φέρει ο wh-τελεστής στη θέση [Χαρ, ΦρΣ ], διατηρείται καθώς είναι ερµηνεύσιµο στη Λ (Radford, 1997: 135-136). Ένα ζήτηµα που αφορά τις ερωτηµατικές δοµές που εµπλέκουν τη ΦρΣ και κατά τη γνώµη µου µένει ανοιχτό συνδέεται µε το α) εάν το ερωτηµατικό χαρακτηριστικό χαρακτηριστή «γεννάται» απευθείας στη θέση κεφαλής της ΦρΣ και, επειδή είναι ισχυρό (strong) (και ενδεχοµένως και προσφυµατικό), προκαλεί τη µετακίνηση του ρήµατος (βοηθητικού ή µη) από την κεφαλή της ΦρΚΛ στη θέση Σ (περίπτωση στην οποία πραγµατοποιείται µετακίνηση και προσάρτηση κεφαλής) ή β) εάν αυ- 98
τό είναι ένα ενσωµατωµένο στο ρήµα χαρακτηριστικό και απλά, ως µη ερµηνεύσιµο που χρειάζεται να ελεγχθεί και να διαγραφεί, προκαλεί τη µετακίνηση του ρήµατος από τη θέση ΚΛ σε µια θέση που να επιτρέπει τη γειτνίαση µε ένα wh-τελεστή, δηλαδή στη θέση Σ, επιτρέποντας µε αυτό τον τρόπο τον έλεγχο και τη διαγραφή του µη ερµηνεύσιµου ερωτηµατικού χαρακτηριστικού χαρακτηριστή. Αυτό το δεύτερο ενδεχόµενο βρίσκεται σε απόλυτη συµφωνία µε τη σχετική ανάλυση του Rizzi (1996), ο οποίος πρότεινε πως στις κύριες ερωτήσεις το ερωτηµατικό χαρακτηριστικό απαντά στην ΚΛ και µετακινείται µαζί µε το ρήµα στη θέση Σ, 76 ενώ παράλληλα διατύπωσε το wh-κριτήριο (wh-criterion), το οποίο αφορά τον ορθό, γραµµατικό σχηµατισµό των ερωτήσεων. Σύµφωνα µε το κριτήριο αυτό απαιτείται µια διαγραµµατική γειτνίαση (configurational adjacency) µεταξύ wh-τελεστή και ρήµατος ειδικότερα, α) ένας wh-τελεστής πρέπει να βρίσκεται σε µια σχέση χαρακτηριστή-κεφαλή µε µια κεφαλή η οποία φέρει το wh-χαρακτηριστικό (δηλ. το ε- ρωτηµατικό χαρακτηριστικό χαρακτηριστή) και β) µια κεφαλή που φέρει το wh-χαρακτηριστικό πρέπει να βρίσκεται σε µια σχέση χαρακτηριστή-κεφαλή µε έναν whτελεστή. Σε ό,τι αφορά τις κύριες ερωτήσεις υποκειµένου, αυτές πάντα στο πλαίσιο του µινιµαλιστικού προγράµµατος και σε ό,τι αφορά την Αγγλική τουλάχιστον (αλλά και την Ελληνική θα προσθέταµε εµείς βλ. σχετικά Drachman & Klidi, 1992) δεν ε- µπλέκουν τη ΦρΣ, δηλαδή δεν πραγµατοποιείται σε αυτές µετακίνηση του wh-τελεστή από τη θέση [Χαρ, ΦρΚΛ] στη θέση [Χαρ, ΦρΣ ], καθώς ικανοποιούνται ούτως ή άλλως στην επικράτεια της ΦρΚΛ οι προϋποθέσεις για τον ορθό/γραµµατικό σχηµατισµό τους. Με δεδοµένο δηλαδή ότι απαραίτητη προϋπόθεση για να θεωρηθεί µια πρόταση ερωτηµατική είναι η ύπαρξη ενός ερωτηµατικού χαρακτηριστή στο υ- ψηλότερο «στρώµα» της ιεραρχικής της δοµής (δηλ. είτε στη ΦρΣ είτε στη ΦρΚΛ), σε προτάσεις όπως Who helped him? η παραπάνω προϋπόθεση µπορεί να ικανοποιηθεί ακόµη και µε προβολή της πρότασης ως τη ΦρΚΛ, χωρίς δηλαδή να απαιτείται προβολή ακόµη υψηλότερα, στην επικράτεια της ΦρΣ. Στην περίπτωση αυτή δηλαδή ο wh-τελεστής, που φέρει και το (ερµηνεύσιµο) ερωτηµατικό χαρακτηριστικό, κατέχει τη θέση [Χαρ, ΦρΚΛ] και, εποµένως, η αντίστοιχη πρόταση ερµηνεύεται ως ε- ρωτηµατική στη Λ. Η συγκεκριµένη ανάλυση, κατά την οποία οι wh-ερωτήσεις υ- ποκειµένου προβάλλονται ως τη ΦρΚΛ και όχι ως τη ΦρΣ, υπαγορεύεται από την 76 Ο Rizzi, χρησιµοποιώντας την Αγγλική στην ανάλυσή του, µιλάει για µετακίνηση του βοηθητικού ρήµατος στην περίπτωση της Ελληνικής, ωστόσο, προφανώς µετακινείται το κύριο ρήµα. 99
αρχή της οικονοµίας (economy principle), κατά την οποία προβάλλεται πάντα η ελάχιστη δοµή που απαιτείται για την (ορθή) ερµηνεία µιας έκφρασης (expression) στο ε- πίπεδο της Λ (Radford, 1997: 143-144). Είναι προφανές λοιπόν πως η ανάλυση των George (1980) και Chomsky (1986α) σχετικά µε τις wh-ερωτήσεις υποκειµένου, η οποία συζητείται παραπάνω, είναι συµβατή µε τις αρχές του µινιµαλισµού. Επίσης, αυτή η µινιµαλιστική ανάλυση των wh-ερωτήσεων υποκειµένου είναι συµβατή και µε το wh-κριτήριο του Rizzi, καθώς και βάσει αυτής προβλέπεται η διαγραµµατική γειτνίαση κεφαλής και χαρακτηριστή, µόνο που αυτή πραγµατοποιείται στην επικράτεια της ΦρΚΛ (αντί σε αυτήν της ΦρΣ ). Επιπλέον, θα πρέπει να σηµειωθεί ότι οι wh-φράσεις τόσο των wh-ερωτήσεων ορίσµατος όσο και των which-οφ-ερωτήσεων θεωρούνται φράσεις προσδιοριστή (ΦρΠροσδ) (Determiner Phrases), όπου κατά τον Radford (1997: 138-140) οι wh-τελεστές κατέχουν συνήθως τη θέση Προσδ. Ελαφρώς διαφοροποιηµένη είναι η προσέγγιση των Tsimpli και Stavrakaki (1999), οι οποίες, αν και θεωρούν τις wh-φράσεις των wh-ερωτήσεων ορίσµατος και των wh-οφ ερωτήσεων συνοµιλιακά εξαρτηµένα στοιχεία (D-elements), δεν τις θεωρούν ΦρΠροσδ, αλλά φράσεις (µη) οριστικότητας (ΦρΟριστ) ((In)definiteness Phrases), οι οποίες φιλοξενούν ως συµπλήρωµα της κεφαλής τους µια ΦρΠροσδ, στην κεφαλή της οποίας φιλοξενούνται τα τυπικά ονοµατικά χαρακτηριστικά (formal nominal features), δηλαδή τα φ-χαρακτηριστικά και το χαρακτηριστικό της πτώσης. Στην κεφαλή των ΦρΟριστ βρίσκεται το χαρακτηριστικό [ οριστικότητα] και το ερωτηµατικό χαρακτηριστικό, το οποίο συνδέεται µε τον whτελεστή. Η δοµή των wh-λέξεων/φράσεων των wh-ερωτήσεων ορίσµατος και των which-οφ-ερωτήσεων που προτείνουν οι Tsimpli και Stavrakaki (1999) αναπαρίσταται στο σχήµα 3.2 ((α) και (β) αντίστοιχα). 77 Επισηµαίνεται, τέλος, πως, ειδικά και πάλι σε ό,τι αφορά την Ελληνική, υπάρχει µια ακόµη διάκριση στο εσωτερικό των ο- ρισµατικών wh-φράσεων: αυτή αφορά τη διαφοροποίηση του ποιος(/ποια/ποιο) και του τι, καθώς, ενώ το πρώτο µαρκάρεται (εµφανώς) ως προς τα χαρακτηριστικά του αριθµού, του γένους και της πτώσης, το δεύτερο δεν µαρκάρεται για κανένα από αυτά τα χαρακτηριστικά, αλλά τα διατηρεί υποπροσδιορισµένα. Εξαιτίας αυτής της ιδιαιτερότητάς του, το τι στη χρήση του εντός των ερωτηµατικών προτάσεων δεν περιο- 77 Αξίζει να σηµειωθεί πως οι Tsimpli και Stavrakaki, σε αντίθεση µε τις wh-φράσεις που συζητούνται παραπάνω, τις wh-φράσεις των ερωτήσεων προσαρτήµατος δεν τις θεωρούν συνοµιλιακά εξαρτηµένα στοιχεία, διότι αυτές δεν διαθέτουν τα τυπικά ονοµατικά χαρακτηριστικά, δηλαδή τα φ-χαρακτηριστικά και τη δοµική πτώση (Tsimpli & Stavrakaki, 1999: 51). 100
(α) ΦρΟριστ (β) ΦρΟριστ Οριστ ( οριστ.) ΦρΠροσδ Οριστ ( οριστ.) ΦρΠροσδ [wh] Προσδ Ο [wh] Προσδ Ο [πτώση] [πτώση] (περιοριστής) [φ-χαρ] [φ-χαρ] ποιος e ποιος φοιτητής Σχήµα 3.2. Η δοµή των wh-φράσεων στις wh-ερωτήσεις ορίσµατος και στις wh-οφ ερωτήσεων (από Tsimpli & Stavrakaki, 1999: 51). 78 ρίζει το φάσµα των πιθανών αντικειµένων αναφοράς του µε τον τρόπο που το περιορίζει το ποιος, καθώς πέρα από το ότι είναι συµβατό τόσο µε +έµψυχες όσο και έµψυχες οντότητες, µπορεί επιπλέον να απαντά σε ερωτήσεις που περιέχουν το απολεξικοποιηµένο ρήµα (light verb) κάνω (π.χ. Τι κάνεις;). Σε αυτή την περίπτωση το τι λειτουργεί απλά ως ερωτηµατικός δείκτης παρά ως wh-φράση που δεσµεύει αναφορικά µια µεταβλητή. Αυτό αποδεικνύεται από το γεγονός ότι ερωτήσεις του τύπου Τι κάνεις; απαιτούν για απάντηση µια ΡΦ/κατηγόρηµα παρά ένα ονοµατικό στοιχείο (Tsimpli & Stavrakaki, 1999: 51-52). 3.1.3 Συµπληρωµατικός δείκτης και αγραµµατισµός: διαγλωσσική διερεύνηση των ερωτήσεων. Στην ενότητα αυτή θα επιχειρηθεί µια σχετικά σύντοµη και επιλεκτική επισκόπηση των διαγλωσσικών µελετών που έχουν διερευνήσει την κατάσταση του Σ στον α- γραµµατισµό µέσω του ελέγχου της ικανότητας των αγραµµατικών να κατανοούν και να παράγουν (wh-)ερωτήσεις. Ως επί το πλείστον, γίνεται αναφορά στις µελέτες που είναι συναφείς µε την παρούσα και που θα συζητηθούν στη συνέχεια. 78 Η απόδοση στα Ελληνικά είναι δική µου. 101
3.1.3.1 Η κατανόηση των ερωτήσεων στον αγραµµατισµό Οι Hickok και Avrutin (1996) εξέτασαν την ικανότητα δύο αγγλόφωνων αφασικών Broca να κατανοούν wh-ερωτήσεις. Πιο συγκεκριµένα, έλεγξαν την επίδοση αυτών των αφασικών σε who-ερωτήσεις και σε which-οφ-ερωτήσεις. Αυτές οι ερωτήσεις δίνονταν και στις δύο εκδοχές τους: τόσο µε κενό υποκειµένου (subject gap) (π.χ. Who chased the elephant?/which cat chased the dog?) όσο και µε κενό αντικειµένου (object gap) (π.χ. Who did the horse chase?/which cat did the dog follow?). Η επιλογή για τη διερεύνηση των δύο συγκεκριµένων τύπων προτάσεων (who-ερωτήσεων και which-οφ-ερωτήσεων) βασίστηκε στο γεγονός πως αυτές, ό- πως αναφέρεται και στην ενότητα 3.1.2, συνδέονται µε διαφορετικούς τύπους συντακτικών αλυσίδων (Cinque, 1990). Υπενθυµίζουµε συνοπτικά πως οι which-οφ-ερωτήσεις εµπλέκουν αλυσίδες «αναφορικής δέσµευσης», ενώ οι who-ερωτήσεις αλυσίδες «κυβέρνησης» του σηµείου αναφοράς (ή, αλλιώς, αλυσίδες συναναφοράς). Οι πρώτες είναι αδέσµευτες/ελεύθερες και, συνεπώς, µπορούν να εκτείνονται και σε µεγάλες (δοµικές) αποστάσεις, ενώ οι δεύτερες υπόκεινται σε περιορισµούς ως προς την τοπικότητα και δεν µπορούν να εκτείνονται σε µεγάλες αποστάσεις. (Hickok & Avrutin, 1996: 314, 316) Σύµφωνα µε τα πειραµατικά αποτελέσµατα, προέκυψε ασυµµετρία στην κατανόηση των which-οφ-ερωτήσεων, καθώς η επίδοση των αφασικών συµµετεχόντων στην κατανόηση των ερωτήσεων µε κενό υποκειµένου ήταν σηµαντικά υψηλότερη από την επίδοσή τους στην κατανόηση των ερωτήσεων µε κενό αντικειµένου. Η επίδοσή τους στις ερωτήσεις µε κενό αντικειµένου ήταν τυχαία (chance-level performance). Αυτό το εύρηµα θεωρήθηκε σύµφωνο µε τα ευρήµατα άλλων µελετών (Caramazza & Zurif, 1976 Caplan & Futter, 1986 Grodzinsky, 1986, 1989 Sherman & Schweickert, 1989 Hickok, Zurif & Canseco-Gonzales, 1983), οι οποίες επίσης κατέγραφαν α) ασυµµετρία υποκειµένου και αντικειµένου στην κατανόηση αναφορικών και δίπτυχων προτάσεων (cleft sentences) και β) ασυµµετρία στην κατανόηση δοµών ενεργητικής φωνής και δοµών παθητικής φωνής. 79 Σε ό,τι αφορά ωστόσο την κατανόηση των who-ερωτήσεων, αυτή εµφανίστηκε συµµετρική ως προς τις δύο εκδοχές τους, καθώς η επίδοση και των δύο συµµετεχόντων ήταν εξίσου υψηλή (σηµαντικά 79 Οι which-οφ-ερωτήσεις αντικειµένου µοιάζουν µε τις παθητικές δοµές ως προς το ότι και οι δύο τύποι προτάσεων εµπλέκουν τη µετακίνηση της ΟΦ που δηλώνει το θέµα-αντικείµενο από την κανονική της θέση στην αρχική θέση της πρότασης. 102
υψηλότερη από τα επίπεδα τυχαιότητας) τόσο στις who-ερωτήσεις µε κενό υποκειµένου όσο και στις who-ερωτήσεις µε κενό αντικειµένου. (ό.π.: 314) Σύµφωνα µε τους συγγραφείς, αυτά τα αποτελέσµατα δεν συµφωνούν µε τις θεωρίες της αγραµµατικής κατανόησης που βασίζονται στην έννοια της αλυσίδας και του ίχνους και που υποθέτουν µια διαταραχή που επηρεάζει, χωρίς διάκριση, και τους δύο τύπους συντακτικής αλυσίδας (π.χ. Grodzinsky, 1986, 1990 Hickok, Zurif & Canseco-Gonzalez, 1993 Mauner, Fromkin & Cornell, 1993) (ενδεικτικά, για την προσέγγιση του Grodzinsky, βλ. την ενότητα 1.2.2.1.3). Αντίθετα, υποστηρίζεται πως οι γλωσσολογικές περιγραφές της αγραµµατικής κατανόησης θα πρέπει να περιοριστούν σε διαταραχές που εµπλέκουν ένα µόνο τύπο αλυσίδας (Hickok & Avrutin, 1996: 314). Αναλυτικότερα, σε σχέση µε το παραπάνω, υποστηρίζεται πως η συντακτική διαφοροποίηση (µε όρους τύπου συντακτικής αλυσίδας) των which-οφ-ερωτήσεων και των who-ερωτήσεων αντανακλάται και στο επίπεδο της επεξεργασίας. Για τη στήριξη αυτής της θέσης διατυπώνονται δύο υποθέσεις, η δεύτερη εκ των οποίων φαίνεται να αποτελεί προέκταση της πρώτης και να είναι άµεσα συναφής µε τα αποτελέσµατα της συγκεκριµένης µελέτης: Σύµφωνα µε την πρώτη υπόθεση, οι αλυσίδες κυβέρνησης και οι αλυσίδες αναφορικής δέσµευσης ελέγχονται από διαφορετικούς µηχανισµούς επεξεργασίας (processing mechanisms), ο καθένας εκ των οποίων µπορεί προφανώς να πληγεί ανεξάρτητα από τον άλλον. Σύµφωνα µε τη δεύτερη υπόθεση, ο σχηµατισµός αλυσίδων αναφορικής δέσµευσης που ενδεχοµένως εκτείνονται σε µεγάλη απόσταση απαιτεί περισσότερους υπολογιστικούς πόρους απ ό,τι ο σχηµατισµός τοπικών αλυσίδων κυβέρνησης/συναναφοράς, γεγονός που, όταν συνυπάρχει µε µειωµένους υπολογιστικούς πόρους (processing capacity), θα µπορούσε να έχει ως αποτέλεσµα το διαχωρισµό ως προς την επίδοση των δύο αντίστοιχων τύπων ερώτησης (ό.π.: 323). Βάσει των παραπάνω, λοιπόν, προτείνεται πως οι υπό εξέταση ερωτήσεις διαφοροποιούνται και µε όρους επεξεργασίας και, πιο συγκεκριµένα, πως η διαταραχή στον αγραµµατισµό εµπλέκει µηχανισµούς που επηρεάζουν µόνο τις αλυσίδες αναφορικής δέσµευσης (ό.π.: 325). Αυτό, σύµφωνα µε τους συγγραφείς, µπορεί να εξηγήσει τα διαφοροποιηµένα πρότυπα (patterns) κατανόησης που βρέθηκαν για τις εν λόγω ερωτήσεις (όπ.: 314). Οι ίδιοι ερευνητές, ωστόσο, σε µια άλλη τους εργασία (Hickok & Avrutin, 1995), όπου συζητούν τα αποτελέσµατα τόσο της προαναφερθείσας όσο και άλλων 103
ερευνών που ως αντικείµενό τους είχαν την κατανόηση στον αγραµµατισµό (Hickok, 1992 Hickok, Zurif & Canseco-Gonzalez, 1993 Grodzinsky, Wexler, Chien, Marakovitz & Solomon, 1993), 80 αναθεωρούν την ερµηνεία που προτείνουν στο [Hickok & Avrutin, 1996], παρά το γεγονός ότι αυτή καλύπτει ικανοποιητικά τα πειραµατικά ευρήµατα που συζητούνται, επειδή θεωρούν ότι είναι αµφιλεγόµενη η θεωρητική παραδοχή στην οποία βασίζεται (Hickok & Avrutin, 1995: 20-21). Αυτό δηλαδή που αµφισβητείται είναι η παραδοχή πως η µετακίνηση των ΟΦ πυροδοτεί τη δηµιουργία αλυσίδων αναφορικής δέσµευσης. Όπως επισηµαίνεται (ό.π.), κάποιοι θεωρητικοί (π.χ. Rizzi, 1990) έχουν υποστηρίξει το αντίθετο, ότι δηλαδή µε τη µετακίνηση των ΟΦ δηµιουργούνται αλυσίδες κυβέρνησης/συναναφοράς, καθώς αυτή η µετακίνηση υπόκειται σε αυστηρούς περιορισµούς ως προς την τοπικότητα (κάτι που είναι εξέχον χαρακτηριστικό των αλυσίδων κυβέρνησης/συναναφοράς). Εγκαταλείποντας λοιπόν τη διάκριση µεταξύ αλυσίδων αναφορικής δέσµευσης και αλυσίδων κυβέρνησης/συναναφοράς και αξιοποιώντας παράλληλα τη σχετική εργασία του Pesetsky (1987) (αλλά και την προέκτασή της από τον Cinque (1990)), οι Hickok και Avrutin (1995: 21) προτείνουν ως ερµηνευτικό εργαλείο τη διάκριση µεταξύ µετακίνησης αναφορικού στοιχείου (which-οφ) και µετακίνησης µη αναφορικού στοιχείου (who), υποστηρίζοντας ότι το πρώτο είδος µετακίνησης προκαλεί µεγαλύτερες δυσκολίες στους α- γραµµατικούς απ ό,τι το δεύτερο, καθώς συνδέεται µε µεγαλύτερες υπολογιστικές α- παιτήσεις (Hickok & Avrutin, 1995: 23-24). Επιπλέον, στη βάση ευρηµάτων που α- φορούν την επεξεργασία στο µη παθολογικό πληθυσµό (π.χ. Altmann, Garnham & Dennis, 1992 Altmann & Steedman, 1988 Crain & Steedman, 1985 Avrutin, 1994 De Vincenzi, 1991) οι Hickok και Avrutin (1995: 22-23) ανάγουν τη διαφοροποίηση αναφορικών και µη αναφορικών στοιχείων στις διαφορές που έχουν αυτά ως προς την επεξεργασία στους υγιείς οµιλητές. Επισηµαίνεται σχετικά (Hickok & Avrutin, 1995: 23) πως οι αναφορικές ΟΦ για την ερµηνεία τους απαιτούν τη διασύνδεσή τους µε τις αντίστοιχες συνοµιλιακές/συµφραστικές αναπαραστάσεις (discourse representtations), ενώ στις περιπτώσεις που δεν ικανοποιούνται οι αναφορικές προϋποθέσεις επιβάλλεται η δηµιουργία των κατάλληλων συνοµιλιακών/συµφραστικών αναπαραστάσεων. Οι µη αναφορικές ΟΦ, αντίθετα, δεν απαιτούν διασύνδεση µε προεγκατεστηµένα συνοµιλιακά/συµφραστικά αντικείµενα αναφοράς (referents). Συνεπώς, αυτές εγείρουν λιγότερες υπολογιστικές απαιτήσεις. 80 Αξίζει να σηµειωθεί πως και στις άλλες έρευνες που συζητούνται συµµετέχουν οι ίδιοι αφασικοί που πήραν µέρος και στην προαναφερθείσα έρευνα (Hickok & Avrutin, 1996). 104
Ανάλογη ερµηνεία προτείνει ο Avrutin (2000), ο οποίος, προβάλλοντας τη διάκριση αναφορικών και µη αναφορικών στοιχείων στο επίπεδο της πρότασης, µιλά για συνοµιλιακά εξαρτηµένες και συνοµιλιακά ανεξάρτητες ερωτήσεις (βλ. Pesetsky (1987) και Cinque (1990), αλλά και ενότητα 3.1.2). Στη συγκεκριµένη µελέτη ο Avrutin παρατηρεί πως πέρα από τους αφασικούς Broca εµφανίζουν και τα παιδιά αυξη- µένη δυσκολία µε τις συνοµιλιακά εξαρτηµένες προτάσεις. Αυτό το εύρηµα, σε συνδυασµό µε το γεγονός ότι οι συνοµιλιακά εξαρτηµένες ερωτήσεις είναι απαιτητικότερες υπολογιστικά από τις συνοµιλιακά ανεξάρτητες ερωτήσεις, καθώς απαιτούν την ταυτόχρονη ενσωµάτωση συντακτικής και συνοµιλιακά συναφούς γνώσης, οδηγούν τον Avrutin στην υπόθεση πως η δυσχέρεια µε αυτού του τύπου τις προτάσεις οφείλεται στους περιορισµένους πόρους επεξεργασίας των αφασικών τύπου Broca και των παιδιών (Avrutin, 2000: 307-311). εν θα επεκταθούµε περαιτέρω αναφορικά µε αυτές τις προσεγγίσεις, καθώς το ζήτηµα της διαφοροποίησης µεταξύ who-ερωτήσεων και which-οφ-ερωτήσεων δεν εµπίπτει στην εµβέλεια της παρούσας µελέτης. 81 Με αφορµή την εργασία των Hickok και Avrutin (1996) πραγµατοποιούν µια έρευνα και οι Thompson, Tait, Ballard και Fix (1999), οι οποίοι επιχειρούν να αναπαραγάγουν τα ευρήµατα των πρώτων. Ωστόσο, το πρότυπο της επίδοσης ως προς την αγραµµατική κατανόηση των ερωτήσεων που αναφέρεται στους Hickok και Avrutin εµφανίζεται σε έναν µόνο από τους τέσσερις αγραµµατικούς που συµµετέχουν στην έρευνα των Thompson et al. (1999). Σε ό,τι αφορά τους υπόλοιπους τρεις αγραµµατικούς, η εικόνα δεν είναι οµοιογενής, καθώς αυτοί εµφανίζουν διαφορετικά πρότυπα επίδοσης. Βάσει των παραπάνω, υποστηρίζεται πως το πρότυπο της αγραµµατικής κατανόησης που αναφέρεται στους Hickok και Avrutin ενδέχεται να χαρακτηρίζει έ- να υποσύνολο µόνο των ατόµων µε αγραµµατική αφασία (Thompson et al., 1999: 184), ενώ υπογραµµίζεται η έλλειψη οµοιογένειας που χαρακτηρίζει (τουλάχιστον) την κατανόηση των wh-ερωτήσεων στον αγραµµατισµό (ό.π.: 169). 81 Η ερµηνεία, ωστόσο, που προτείνει ο Avrutin (2000) για τη διαφοροποίηση µεταξύ των δύο παραπάνω τύπων ερώτησης συνδέεται στενά όπως θα φανεί και στη συνέχεια µε την τελική ερµηνεία των δεδοµένων της παρούσας µελέτης. 105
3.1.3.2 Η παραγωγή των ερωτήσεων στον αγραµµατισµό Από τους πρώτους που εξέτασαν µεταξύ άλλων δοµών τις ερωτήσεις και που ανέφεραν τη χαµηλή επίδοση στην παραγωγή τους ως ένα από τα χαρακτηριστικά του α- γραµµατισµού ήταν οι Myerson και Goodglass (1972). Επίσης, η εξέταση του αυθόρ- µητου αγραµµατικού λόγου που καταγράφεται στα σώµατα κειµένων των Menn και Obler (1990α) δείχνει πως οι ερωτήσεις είτε απουσιάζουν από τις αφηγήσεις των α- γραµµατικών είτε είναι αντιγραµµατικές. Η Thompson, ο Shapiro και οι συνεργάτες τους διεξήγαγαν µια σειρά από έ- ρευνες (Thompson & Shapiro, 1994, 1995 Thompson, Shapiro & Roberts, 1993 Thompson, Shapiro, Tait, Jacobs & Schneider, 1996 Wambaum & Thompson, 1989) όπου µεταξύ και άλλων δοµών σε κάποιες από τις έρευνες αυτές εξέτασαν από κλινική σκοπιά την παραγωγή wh-ερωτήσεων. Αναφέρεται πως οι συµµετέχοντες στις έ- ρευνες αυτές, οι οποίοι ήταν φυσικοί οµιλητές της Αγγλικής, είχαν σηµαντικά προβλήµατα στην παραγωγή ερωτήσεων πριν την έναρξη της λογοθεραπευτικής παρέµβασης (baseline). 82 Ένα από τα ευρήµατα της µελέτης των Thompson, Shapiro, Tait, Jacobs και Schneider (1996) είναι η διάκριση ορίσµατος και προσαρτήµατος κατά την αποκατάσταση των αγραµµατικών ως προς την παραγωγή των wh-ερωτήσεων. Συγκεκριµένα, αυτή η διάκριση διαπιστώθηκε για τους έξι από τους εφτά αγραµµατικούς που συµµετείχαν στην εν λόγω έρευνα (ό.π.: 175). Όταν αυτοί εκπαιδεύονταν σε κάποιο τύπο wh-ερωτήσεων ο οποίος απαιτούσε µετακίνηση ορίσµατος (π.χ. whoερωτήσεις), τότε κατάφερναν να παράγουν ορθά σχηµατισµένες ερωτήσεις του συγκεκριµένου τύπου (στον όποιον είχαν εκπαιδευτεί) και, επιπλέον, να παράγουν ορθά και διαφορετικού τύπου ερωτήσεις ορίσµατος (π.χ. what-ερωτήσεις), στις οποίες δεν είχαν εκπαιδευτεί. Αντίστοιχα, όταν εκπαιδεύονταν σε κάποιο τύπο wh-ερωτήσεων που απαιτούσε µετακίνηση προσαρτήµατος (π.χ. when-ερωτήσεις), τότε κατάφερναν να παράγουν ορθά σχηµατισµένες ερωτήσεις του συγκεκριµένου τύπου και, επιπλέον, να παράγουν ορθά και διαφορετικού τύπου ερωτήσεις προσαρτήµατος (π.χ. where-ερωτήσεις), στις οποίες δεν είχαν εκπαιδευτεί. Η βελτιωµένη ωστόσο επίδοση των αγραµµατικών στην παραγωγή των ερωτήσεων ορίσµατος δεν γενικευόταν προς τις ερωτήσεις προσαρτήµατος ούτε και το αντίστροφο. Έτσι, όπως επισηµαίνουν οι συγ- 82 Είναι αυτονόητο πως από αυτές τις κλινικές έρευνες τα δεδοµένα που κυρίως ενδιαφέρουν την παρούσα µελέτη είναι αυτά που αφορούν την κατάσταση των αγραµµατικών πριν την έναρξη της θεραπείας. 106
γραφείς, η διάκριση ορίσµατος και προσαρτήµατος, η οποία ήδη έχει καταγραφεί στη βιβλιογραφία της θεωρητικής γλωσσολογίας και της ψυχογλωσσολογίας, επεκτείνεται και στα πρότυπα γενίκευσης (generalization patterns) που εµφανίζουν οι αφασικοί συµµετέχοντες στη συγκεκριµένη κλινική µελέτη (ό.π.: 216-217). Παραµένοντας στην ίδια µελέτη, αξίζει να σηµειωθεί πως, όπως προκύπτει α- πό τους πίνακες των αποτελεσµάτων για τις δοµηµένες δοκιµασίες µε τις οποίες εξεταζόταν η παραγωγή των ερωτήσεων πριν, κατά τη διάρκεια και µετά τη λογοθεραπευτική παρέµβαση (ό.π.: 200-211), οι έξι από τους εφτά αγραµµατικούς είχαν εξίσου χαµηλή επίδοση στην παραγωγή ερωτήσεων ορίσµατος και ερωτήσεων προσαρτήµατος πριν την έναρξη της λογοθεραπευτικής παρέµβασης. Αντίθετα, ο αγραµµατικός που δεν έδειξε «συµµόρφωση» στο παραπάνω πρότυπο (συγκεκριµένα, ο πέµπτος αγραµµατικός αυτής της έρευνας) εµφάνισε ασυµµετρία µεταξύ ερωτήσεων ορίσµατος και ερωτήσεων προσαρτήµατος, καθώς, ενώ πραγµατοποιούσε µε επιτυχία τη µετακίνηση του ορίσµατος στις πρώτες, αδυνατούσε να µετακινήσει επιτυχώς το προσάρτηµα στις δεύτερες (ό.π.: 203-204). υστυχώς, ούτε αναφέρεται ρητά ούτε µπορεί να προκύψει από τους πίνακες µε τα δεδοµένα της συγκεκριµένης έρευνας αν αυτός ο διαχωρισµός ερωτήσεων ορίσµατος και ερωτήσεων προσαρτήµατος ήταν στατιστικά σηµαντικός. Από τη διατύπωση των συγγραφέων, ωστόσο, (ό.π.: 203) συµπεραίνου- µε πως πρόκειται για στατιστικά σηµαντική διαφοροποίηση. Τέλος, θα πρέπει να σηµειωθεί πως τα συχνότερα λάθη που έκαναν οι εφτά αγραµµατικοί συµµετέχοντες κατά την παραγωγή ερωτήσεων στο πλαίσιο της σχετικής δοµηµένης δοκιµασίας πριν τη λογοθεραπευτική παρέµβαση αφορούν την εσφαλµένη συναναφορά (co-reference) µεταξύ του wh-µορφήµατος στην αρχή της πρότασης και µιας ΟΦ της πρότασης (βλ. 18) (ό.π.: 223-224). Εφόσον δηλαδή κατά το σχηµατισµό της ερώτησης η εν λόγω ΟΦ µετακινείται από τη θέση στην οποία γεννάται στην επικράτεια της ΦρΣ ως ερωτηµατικός τελεστής, θα έπρεπε να αφήσει κενή τη θέση από την οποία µετακινείται, αφήνοντας πίσω της ένα ίχνος (µια κενή κατηγορία). Αντίθετα, στις συγκεκριµένες λαθεµένες παραγωγές οι θέσεις που απαιτείται να µείνουν κενές (προκειµένου να είναι γραµµατική η πρόταση) συµπληρώνονται λεξικά. Σ αυτές τις περιπτώσεις τόσο ο ερωτηµατικός τελεστής που µετακινείται στην αρχή της πρότασης όσο και η εν λόγω ΟΦ αναφέρονται στην ίδια εξωγλωσσική οντότητα. Γι αυτό το λόγο, τα λάθη αυτού του είδους αποκαλούνται από τους 107
Thompson et al. (1996) λάθη συναναφοράς (co-referencing errors). Οι αγραµµατικοί αυτής της µελέτης υποπίπτουν σε τέτοια λάθη σε ποσοστά 40% 98% (ό.π.: 203). 83 (18) Who is the soldier pushing the woman? 84 (από Thompson et al., 1996: 199) Στο πλαίσιο µιας καθαρά νευρογλωσσολογικής µελέτης η Friedmann (2002) διερεύνησε την αγραµµατική παραγωγή ερωτήσεων στην Εβραϊκή, την Αραβική της Παλαιστίνης και την Αγγλική. Ειδικότερα, έλεγξε την επίδοση των αγραµµατικών στις wh-ερωτήσεις και στις ερωτήσεις ολικής αγνοίας. Σε ό,τι αφορά τις wh-ερωτήσεις επιχειρήθηκαν και δύο επιµέρους «εσωτερικές» συγκρίσεις, καθώς ελέγχθηκε α) αν διαφοροποιούνται οι ερωτήσεις ορίσµατος από τις ερωτήσεις προσαρτήµατος και β) αν διαφοροποιούνται οι ερωτήσεις υποκειµένου από τις ερωτήσεις αντικειµένου. Σύµφωνα µε τα ευρήµατα αυτής της έρευνας, οι εβραιόφωνοι και οι αραβόφωνοι αγραµµατικοί αντιµετωπίζουν σοβαρές δυσκολίες στην παραγωγή των wh-ερωτήσεων, αλλά διατηρούν την ικανότητά τους να παράγουν ερωτήσεις ολικής α- γνοίας. Αντίθετα, αυτός ο διαχωρισµός δεν εµφανίζεται στους αγγλόφωνους αγραµ- µατικούς, καθώς αυτοί δεν καταφέρνουν να σχηµατίζουν ούτε wh-ερωτήσεις ούτε ε- ρωτήσεις ολικής αγνοίας. Τα παραπάνω ευρήµατα ερµηνεύονται κατά την ερευνήτρια στη βάση της ΥΑ (Friedmann & Grodzinsky, 1997), σύµφωνα µε την οποία είναι αδύνατη στον αγραµµατισµό η πρόσβαση στους υψηλότερους κόµβους του συντακτικού δέντρου (συγκεκριµένα στη ΦρΣ ), οι οποίοι είναι απαραίτητοι για την παραγωγή των wh-ερωτήσεων στην Εβραϊκή, την Αραβική και την Αγγλική και για την παραγωγή των ερωτήσεων ολικής αγνοίας στην Αγγλική. Αναφορικά µε την πρώτη επιµέρους σύγκριση µεταξύ ερωτήσεων ορίσµατος και ερωτήσεων προσαρτήµατος και ειδικά σε ό,τι αφορά την Εβραϊκή και την Αραβική, καθώς δεν αναφέρονται τα σχετικά αποτελέσµατα για την Αγγλική βρέθηκε πως, παρά το γεγονός πως όλοι οι τύποι των wh-ερωτήσεων που εξετάστηκαν στη σχετική δοκιµασία παραγωγής εµφανίστηκαν σοβαρά διαταραγµένοι, υπήρχε ωστόσο µια σχετική υπεροχή των ερωτήσεων προσαρτήµατος έναντι των ερωτήσεων ορίσµατος, είτε αυτές ήταν ερωτήσεις υποκειµένου είτε ήταν ερωτήσεις αντικειµένου. 83 Τα παραπάνω ποσοστά περιλαµβάνουν τόσο τις περιπτώσεις όπου οι αγραµµατικοί συµµετέχοντες κάνουν µόνο λάθη συναναφοράς όσο και αυτές όπου τα λάθη συναναφοράς συνυπάρχουν µε λαθεµένη επιλογή wh-µορφήµατος. 84 Η αφετηριακή πρόταση στην περίπτωση αυτή ήταν The soldier is pushing the woman in the street και οι οδηγίες που δόθηκαν για την εκµαίευση της ερώτησης-στόχου ήταν You want to know the person the soldier is pushing, so you ask? (Thompson et al., 1996: 197). 108
Ειδικότερα, η παραγωγή των ερωτήσεων προσαρτήµατος ήταν σηµαντικά καλύτερη από την παραγωγή των ερωτήσεων αντικειµένου. Η σχετικά καλύτερη επίδοση των αγραµµατικών στην παραγωγή των ερωτήσεων προσαρτήµατος απ ό,τι στην παραγωγή των ερωτήσεων ορίσµατος παρατηρήθηκε και στα λάθη που έκαναν, καθώς υ- ποκαθιστούσαν τις ερωτήσεις ορίσµατος µε ερωτήσεις προσαρτήµατος. (Friedmann, 2002: 171) Σύµφωνα µε τη συγγραφέα, η προτίµηση που δείχνουν οι αγραµµατικοί για τις ερωτήσεις προσαρτήµατος θα µπορούσε να αποδοθεί στο γεγονός ότι, αν και έ- χουν εξίσου σηµαντική δυσκολία και µε τους δύο τύπους ερωτήσεων, µπορούν ωστόσο να ακολουθήσουν µια µη συντακτική στρατηγική µόνο για το σχηµατισµό των ε- ρωτήσεων προσαρτήµατος, κάτι που πολύ δύσκολα µπορεί να συµβεί για το σχηµατισµό των ερωτήσεων ορίσµατος. Πιο συγκεκριµένα, όπως αναφέρεται, για το σχηµατισµό µιας ερώτησης προσαρτήµατος στην Εβραϊκή και την Αραβική απλά προστίθεται ένα wh-µόρφηµα στην αρχή της αντίστοιχης δηλωτικής πρότασης (declarative sentence), ενώ για το σχηµατισµό των («ορισµατικών») ερωτήσεων υποκειµένου και α- ντικειµένου απαιτείται διαγραφή του υποκειµένου ή του αντικειµένου από τη δηλωτική πρόταση και δηµιουργία µιας σχέσης εξάρτησης (dependency) µεταξύ ενός κενού (gap) και ενός wh-µορφήµατος. Έτσι, υποστηρίζεται πως οι αγραµµατικοί που σχη- µάτιζαν σωστές ερωτήσεις προσαρτήµατος ενδεχοµένως απλά πρόσθεταν το wh-µόρφηµα στην αρχή της πρότασης χωρίς να προβάλλουν όλο το συντακτικό δέντρο και, συνεπώς, χωρίς να µετακινούν το wh-στοιχείο από τη θέση στην οποία γεννάται στη θέση [Χαρ, ΦρΣ ]. Αντίθετα, η εφαρµογή της ίδιας στρατηγικής κατά την απόπειρα σχηµατισµού ερωτήσεων ορίσµατος οδηγεί σε αντιγραµµατικές προτάσεις, καθώς η προσθήκη των κατάλληλων wh-στοιχείων στην αρχή της δηλωτικής πρότασης έχει σαν αποτέλεσµα την «πλήρωση κενού», η οποία δεν επιτρέπεται 85 («filled gap» error) 86 (ό.π. 174). Αναφορικά µε την παραπάνω στρατηγική, η Friedmann δεν αναφέρει τον τρόπο µε τον οποίο «συνάγουν» οι αγραµµατικοί τις δηλωτικές προτάσεις που αντιστοιχούν στις ερωτήσεις προσαρτήµατος, ώστε να τις «αξιοποιήσουν» στο πλαίσιο της ε- 85 Πράγµατι, στη συγκεκριµένη µελέτη οι εβραιόφωνοι και αραβόφωνοι αγραµµατικοί κατά τη δοκι- µασία παραγωγής ερωτήσεων έκαναν λίγα µόνο λάθη πλήρωσης κενού (5% επί του συνόλου των λαθών), γεγονός που προφανώς συνεπάγεται πως έκαναν περιορισµένη χρήση της παραπάνω στρατηγικής κατά το σχηµατισµό των ερωτήσεων ορίσµατος. 86 Όπως είναι προφανές και όπως επισηµαίνει και η ίδια η Friedmann (2002: 174), παρόµοια µε τα λάθη πλήρωσης κενού είναι τα λάθη συναναφοράς στα οποία γίνεται αναφορά από τους Thompson et al. (1996) (βλ. παραπάνω). 109
φαρµογής αυτής της στρατηγικής. Είναι προφανές όµως πως η συναγωγή τους γίνεται βάσει της πειραµατικής διαδικασίας, καθώς οι δηλωτικές προτάσεις ταυτίζονται εν πολλοίς µε τις αφετηριακές προτάσεις (ΑΠ) (source sentences) που παρουσιάζονται στους αγραµµατικούς, προκειµένου αυτοί να σχηµατίσουν τις ερωτήσεις-στόχους (ΕΣ) (target questions). Όλες οι ΑΠ ωστόσο, τόσο αυτές που αντιστοιχούν σε ερωτήσεις ορίσµατος όσο και αυτές που αντιστοιχούν στις ερωτήσεις προσαρτήµατος, περιέχουν και µια φράση (ΠροθΦ, επίρρηµα ή αντωνυµία) που αποτελεί είτε όρισµα είτε προσάρτηµα και η οποία, συγκεκριµένα, πυροδοτεί το σχηµατισµό της αντίστοιχης ΕΣ (για παραδείγµατα, βλ. την ενότητα 3.2.2.2, αλλά και την ενότητα 3.4). Από τον τρόπο που περιγράφει την εφαρµογή της παραπάνω στρατηγικής η Friedmann είναι προφανές πως υπονοεί ότι στην περίπτωση των προτάσεων προσαρτήµατος οι αγραµ- µατικοί συµµετέχοντες, προκειµένου να εφαρµόσουν την παραπάνω στρατηγική (ή, εναλλακτικά, να συναγάγουν τη δηλωτική πρόταση), αφαιρούν το προσάρτηµα από αυτές πριν προτάξουν τον wh-τελεστή. Aντίθετα, δεν αφαιρούν (ή δεν µπορούν να α- φαιρέσουν) το όρισµα που απαιτείται να αφαιρεθεί από τις ΑΠ που χρησιµοποιούνται για την εκµαίευση ερωτήσεων ορίσµατος. Αποτέλεσµα αυτής της αδυναµίας τους είναι πως αυτοί είτε επιλέγουν να µην εφαρµόζουν την παραπάνω στρατηγική για το σχηµατισµό ερωτήσεων ορίσµατος είτε κάνουν λάθη «πλήρωσης κενού», όταν την ε- φαρµόζουν. Η επιλεκτική παράλειψη από την πλευρά των αγραµµατικών κάποιας φράσης από τις ΑΠ (βλ. παράλειψη προσαρτήµατος, αλλά όχι και παράλειψη ορίσµατος) θα µπορούσε να αποδοθεί στην «ευαισθησία» που έχουν οι αγραµµατικοί για τη γραµµατικότητα της προκύπτουσας πρότασης, κάτι που ωστόσο δεν αναφέρει ρητά η Friedmann. Η πρόταση µε προσάρτηµα δηλαδή παραµένει γραµµατικά ορθή και µετά την αφαίρεση του προσαρτήµατος, ενώ µια πρόταση στερούµενη κάποιου ορίσµατός της δεν είναι γραµµατικά ορθή, ειδικά όταν το όρισµα που απουσιάζει δεν µπορεί να συναχθεί από το συγκείµενο (κάτι που συµβαίνει στην περίπτωση του εν λόγω πειραµατικού πλαισίου). Επιστρέφοντας στα ευρήµατα της έρευνας της Friedmann (2002), αναφορικά µε τη (δεύτερη επιµέρους) σύγκριση µεταξύ ερωτήσεων υποκειµένου και ερωτήσεων αντικειµένου δεν προέκυψε σηµαντική διαφοροποίηση µεταξύ τους. Η έλλειψη α- συµµετρίας µεταξύ αυτών των δύο τύπων ερωτήσεων συµφωνεί, κατά τη συγγραφέα, µε τις γλωσσολογικές αναλύσεις (π.χ. Chomsky, 1973) που υποστηρίζουν πως τα whστοιχεία υφίστανται µετακίνηση στη ΦρΣ και στους δύο τύπους ερωτήσεων, µε τη 110
διαφορά πως στις ερωτήσεις υποκειµένου αυτή η µετακίνηση παραµένει αφανής σε φωνητικό επίπεδο (Friedmann, 2002: 171-172, 178). Σε ανάλογο πλαίσιο κινήθηκε και η έρευνα των Ruigendijk, Kouwenberg και Friedmann (2004), οι οποίοι διερεύνησαν την παραγωγή των wh-ερωτήσεων και των ερωτήσεων ολικής αγνοίας στον ολλανδικό αγραµµατισµό µέσω µιας δοκιµασίας εκ- µαίευσης ερωτήσεων (question elicitation task) που ήταν προσαρµογή αυτής που χρησιµοποιήθηκε από τη Friedmann στην προαναφερθείσα έρευνα (Friedmann, 2002). Στην έρευνα των Ruigendijk et al. (2004), πέρα από την οµάδα ελέγχου, συµµετείχαν τρεις ολλανδόφωνοι αγραµµατικοί, οι επιδόσεις των οποίων ήταν ιδιαίτερα χαµηλές σε όλους τους τύπους των ερωτήσεων. Στις ερωτήσεις ολικής αγνοίας, ωστόσο, η επίδοση ήταν υψηλότερη από αυτήν στις wh-ερωτήσεις και ειδικά για τους δύο από τους τρεις αγραµµατικούς ήταν σηµαντικά υψηλότερη. Σε ό,τι αφορά τις wh-ερωτήσεις ο- ρίσµατος και τις wh-ερωτήσεις προσαρτήµατος δεν παρατηρήθηκε διαφοροποίηση µεταξύ τους. Τέλος, δεν αναφέρεται τίποτε για πιθανή διαφοροποίηση µεταξύ ερωτήσεων υποκειµένου και ερωτήσεων αντικειµένου. Σύµφωνα µε τους συγγραφείς, τα α- πότελέσµατα αυτά είναι σύµφωνα µε τα ευρήµατα της Friedmann (2002), καθώς, ό- πως θα αναµενόταν βάσει της συντακτικής δοµής της Ολλανδικής, όπου τόσο οι whερωτήσεις όσο και οι ερωτήσεις ολικής αγνοίας εµπλέκουν τη ΦρΣ, 87 οι ολλανδόφωνοι αγραµµατικοί αντιµετώπισαν σοβαρά προβλήµατα και µε τους δύο τύπους ε- ρωτήσεων. Υποστηρίζεται λοιπόν πως γενικά οι ολλανδόφωνοι αγραµµατικοί αδυνατούν να έχουν πρόσβαση στον υψηλότερο κόµβο του συντακτικού δέντρου (Ruigendijk et al., 2004: 117). Σε ό,τι αφορά, τέλος, την υψηλότερη επίδοση των αγραµµατικών αυτής της έρευνας στις ερωτήσεις ολικής αγνοίας (συγκριτικά µε τις wh-ερωτήσεις), οι συγγραφείς την αποδίδουν στην εφαρµογή µιας µη γλωσσικής στρατηγικής, η οποία αποκάλυπτε τη συντακτική αδυναµία των αγραµµατικών και δεν ήταν ασφαλώς αρκετή να αποτρέψει τους πολλούς λαθεµένους σχηµατισµούς (ό.π.). Οι Burchert, Swoboda-Moll και de Bleser (2005) εξέτασαν την αριστερή περιφέρεια (left periphery) στην αγραµµατική παραγωγή, προσκοµίζοντας µαρτυρία από τη Γερµανική. Αυτοί άντλησαν δεδοµένα από αυθόρµητο λόγο και από µια δοκιµασία εκµαίευσης ερωτήσεων. Τα πειραµατικά τους ευρήµατα έρχονται σε αντίθεση µε τις τρέχουσες θεωρίες του αγραµµατισµού, σύµφωνα µε τις οποίες η ΦρΣ είναι 87 Πιο συγκεκριµένα, στην Ολλανδική τα wh-στοιχεία µετακινούνται στη θέση [Χαρ, ΦρΣ ], ενώ κατά το σχηµατισµό των ερωτήσεων ολικής αγνοίας είτε το ρήµα είτε το βοηθητικό ρήµα µετακινείται στη θέση Σ (Ruigendijk et al., 2004: 116). 111
διαταραγµένη κατά τρόπο που να µην επιδέχεται διαβάθµιση (π.χ. Friedmann & Grodzinsky, 1997). Πιο συγκεκριµένα, τα εν λόγω ευρήµατα δείχνουν ετερογένεια στην επίδοση των αγραµµατικών ως προς τη ΦρΣ και, επιπλέον, αποκαλύπτουν διπλό διαχωρισµό µεταξύ wh-ερωτήσεων και ερωτήσεων ολικής αγνοίας. Για την ερ- µηνεία αυτής της µερικής µονάχα διαταραχής της ΦρΣ προτείνεται πως τα προβλή- µατα σε αυτήν (µπορεί να) σχετίζονται τόσο µε τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της στο συντακτικό δέντρο, καθώς αυτή, σε αντίθεση µε τις υπόλοιπες λειτουργικές κατηγορίες, «φιλοξενεί» θέση τελεστή (τον [Χαρ, ΦρΣ ]), όσο και µε τη συντακτική διαφοροποίηση που υφίσταται µεταξύ wh-ερωτήσεων και ερωτήσεων ολικής αγνοίας, καθώς, µολονότι και τα δύο είδη προτάσεων χαρακτηρίζονται από την παρουσία τελεστή σε θέση [Χαρ, ΦρΣ ], υπάρχει ωστόσο διαφοροποίηση ως προς την πραγµατοποίηση ή όχι µετακίνησης συγκεκριµένα, οι wh-ερωτήσεις εµπλέκουν τη µετακίνηση τελεστή σε θέση [Χαρ, ΦρΣ ], ενώ οι δεύτερες την πραγµάτωση στην ίδια θέση ενός φωνητικά κενού τελεστή (empty operator), ο οποίος δεν αποτελεί προϊόν µετακίνησης (καθώς «γεννάται» απευθείας σε αυτή τη θέση). Στη βάση των παραπάνω διατυπώνονται δύο υποθέσεις: η υπόθεση της µετακίνησης του τελεστή (operator-movement-hypothesis) και η υπόθεση της διαγραφής της κενής κατηγορίας (empty category deletion hypothesis). Σύµφωνα µε την πρώτη υπόθεση κάποιοι αγραµµατικοί έχουν προβλή- µατα µε τη µετακίνηση του τελεστή, η οποία αφορά τις wh-ερωτήσεις. Ως εκ τούτου, αυτοί οι αγραµµατικοί θα έχουν προβλήµατα και µε αυτές τις ερωτήσεις. Σύµφωνα µε τη δεύτερη υπόθεση, η οποία αποτελεί γενίκευση της υπόθεσης της διαγραφής των ιχνών (trace deletion hypothesis) που διατυπώθηκε από τον Grodzinsky (1995), κάποιοι αγραµµατικοί έχουν προβλήµατα µε όλα τα είδη των κενών στοιχείων της γραµµατικής, στα οποία συµπεριλαµβάνονται και οι κενοί (δηλ. φωνητικά µη πραγ- µατωµένοι) τελεστές. Αυτοί οι αγραµµατικοί, µεταξύ άλλων, παρουσιάζουν χαµηλή επίδοση και στις ερωτήσεις ολικής αγνοίας, καθώς αυτές, όπως προαναφέρεται, απαιτούν την πραγµάτωση ενός κενού τελεστή. (Burchert, Swoboda-Moll & de Bleser, 2005: 85). Η Penke (2001), τέλος, επιχείρησε µια συγκριτική εξέταση της ΦρΣ στη γλωσσική απόκτηση και στον αγραµµατισµό. Η διερεύνηση αυτή αφορούσε και πάλι τη Γερµανική. Αναφορικά µε τον αγραµµατισµό υποστήριξε πως βάσει των πειραµατικών της ευρηµάτων θα πρέπει να απορριφθεί ο ισχυρισµός ότι απαραιτήτως η λειτουργική προβολή ΦρΣ απουσιάζει από τις αναπαραστάσεις της φραστικής δοµής στην παραγωγή του αγραµµατικού λόγου. Αντίθετα, τα ευρήµατά της δείχνουν πως η 112
ΦρΣ µπορεί ακόµη να προβάλλεται στο γερµανικό αγραµµατισµό, καθώς σε αυτόν παρατηρείται α) κανονική χρήση/εµφάνιση των Σ στις εξαρτηµένες προτάσεις, β) διατήρηση των γραµµατικών προτύπων σε ό,τι αφορά την τοποθέτηση του ρήµατος σε κύριες και εξαρτηµένες προτάσεις, 88 γ) θεµατοποίηση (topicalization) προτασιακών συστατικών, των οποίων ως σηµείο κατάληξης κατά τη µετακίνησή τους θεωρείται η θέση [Χαρ, ΦρΣ ] και δ) παραγωγή wh-ερωτήσεων, στο σύνολο των οποίων το παρεµφατικό ρήµα τοποθετείται στη δεύτερη θέση, όπως προβλέπεται από τη γραµ- µατική της Γερµανικής η παραγωγή των wh-ερωτήσεων σε συνδυασµό µε την εµφάνιση του ρήµατος στη δεύτερη θέση της πρότασης, το οποίο θεωρείται πως κατέχει τη θέση Σ, ερµηνεύεται ως απόδειξη ότι τα wh-στοιχεία κατέχουν (κατόπιν µετακίνησής τους) τη θέση [Χαρ, ΦρΣ ] (Penke, 2001: 361-362). 3.1.4 Συµπληρωµατικός δείκτης και ελληνικός αγραµµατισµός Σε ό,τι αφορά τον ελληνόφωνο αγραµµατισµό, οι Stavrakaki και Kouvava (2003), µεταξύ άλλων λειτουργικών κατηγοριών, εξέτασαν και τη ΦρΣ. Τα δεδοµένα τους τα άντλησαν από τον αυθόρµητο λόγο και από τρεις δοκιµασίες: α) δοκιµασία περιγραφής εικόνας, β) δοκιµασία κρίσης γραµµατικότητας και γ) δοκιµασία προτίµησης µεταξύ γραµµατικών και µη γραµµατικών προτάσεων. Στην έρευνα αυτή συµµετείχαν δύο αγραµµατικοί. Αυτοί είχαν αρκετά χαµηλή επίδοση στον αυθόρµητο λόγο, καθώς ο ένας α- γραµµατικός δεν παρήγαγε κανένα Σ, ενώ ο άλλος παρήγαγε σωστά µόνο έναν (το δείκτη αν). Επιπλέον, αναφορικά µε τους ερωτηµατικούς τελεστές, οι οποίοι επίσης συνδέονται µε τη ΦρΣ (βλ. ενότητα 3.1.2), ναι µεν δεν απουσίαζαν από το λόγο των δύο αγραµµατικών, ωστόσο αυτοί παράγονταν κυρίως στα πλαίσια τυποποιηµένων ε- ρωτήσεων (formulaic questions). Συγκεκριµένα, ο πρώτος αγραµµατικός παρήγαγε µόνο τυποποιηµένες ερωτήσεις, ενώ από το σύνολο των ερωτήσεων που παρήγαγε ο δεύτερος οι µισές σχεδόν (οι 7 από τις 15) ήταν επίσης τυποποιηµένες (Stavrakaki & Kouvava, 2003: 136). Σύµφωνα µε τις συγγραφείς, το γεγονός ότι ο δεύτερος αγραµ- µατικός έκανε παραγωγική χρήση των wh-ερωτήσεων, αλλά όχι και των Σ, σε 88 Στη Γερµανική, η οποία είναι µια V2 γλώσσα, το ρήµα «γεννάται» στην τελική θέση της πρότασης, όπου και απαντά στις εξαρτηµένες προτάσεις, και µετακινείται στη δεύτερη θέση της κύριας πρότασης. Ως σηµείο κατάληξης του ρήµατος µετά τη µετακίνησή του θεωρείται η θέση Σ. (Wenzlaff & Clashen, 2005: 35) 113
συνδυασµό µε το ότι οι Σ κατέχουν τη θέση κεφαλής της ΦρΣ (Σ ) και οι wh-τελεστές τη θέση [Χαρ, ΦρΣ ], ίσως µαρτυρά πως οι αγραµµατικοί έχουν µεγαλύτερα προβλήµατα µε το Σ παρά µε το [Χαρ, ΦρΣ ] (ό.π.: 137). Σε ό,τι αφορά τη δοκιµασία κρίσης γραµµατικότητας 89 και οι δύο αγραµµατικοί είχαν άριστη επίδοση στην κρίση των δοµών που παραβίαζαν τη µετακίνηση του τελεστή εντός εγκιβωτισµένων/πλάγιων ερωτήσεων. Στις αντιγραµµατικές which- ΟΦ-ερωτήσεις, ωστόσο, ο πρώτος αγραµµατικός είχε τυχαία επίδοση (chance performance), σε αντίθεση µε τον δεύτερο, του οποίου η επίδοση ήταν σχεδόν άριστη. Για την ερµηνεία του γεγονότος ότι ο πρώτος αγραµµατικός εµφανίζει υψηλότερη επίδοση στην κρίση των µη γραµµατικών εγκιβωτισµένων wh-ερωτήσεων απ ό,τι στην κρίση των µη γραµµατικών which-οφ-ερωτήσεων υιοθετείται η προσέγγιση του Avrutin (2000), σύµφωνα µε την οποία οι which-οφ-ερωτήσεις είναι υπολογιστικά δαπανηρότερες, καθώς χαρακτηρίζονται από ιδιαίτερες συνοµιλιακές, συµφραστικού χαρακτήρα, απαιτήσεις (βλ. σχετική ερµηνεία παραπάνω). Βάσει των παραπάνω ευρηµάτων, ιδωµένων συνολικά, υποστηρίζεται πως και οι δύο αγραµµατικοί δείχνουν γνώση και γραµµατική «ευαισθησία» ως προς τη θέση [Χαρ, ΦρΣ ]. Αντίθετα η θέση Σ φαίνεται να είναι πιο προβληµατική γι αυτούς, καθώς η επίδοσή τους στις δοµές που την εµπλέκουν είναι τυχαία ή σχεδόν τυχαία (50% και 60% επιτυχία στις δοµές µε λαθεµένο Σ για τον πρώτο και τον δεύτερο αγραµµατικό αντίστοιχα). (Stavrakaki & Kouvava, 2003: 138-139) Τέλος, οι δύο αγραµµατικοί εµφάνισαν υψηλά επίπεδα επίδοσης και στη δοκι- µασία προτίµησης µεταξύ γραµµατικών και µη γραµµατικών προτάσεων, µε µόνη ε- ξαίρεση την επίδοση του πρώτου αγραµµατικού στους Σ, η οποία ήταν τυχαία (ό.π.: 139). Στη βάση λοιπόν του συνόλου των αποτελεσµάτων, υποστηρίζεται πως στους παραπάνω αγραµµατικούς δεν απουσιάζει η προβολή της ΦρΣ ή, εναλλακτικά, η γραµµατική γνώση που αφορά αυτή την προβολή. Αντίθετα, σύµφωνα µε τις συγγραφείς, οι σχετικές δυσκολίες των αγραµµατικών πηγάζουν από τη µειωµένη ικανότητά τους στην πρόσβαση και την αξιοποίηση της γραµµατικής γνώσης, 90 δηλαδή α- πό την προβληµατική τους πρόσβαση στη γραµµατική αναπαράσταση της ΦρΣ (ό.π.: 140). 89 Από τη δοκιµασία περιγραφής εικόνας δεν αναφέρονται δεδοµένα σχετικά µε τη ΦρΣ. 90 Για την ερµηνεία αυτή οι συγγραφείς παραπέµπουν στους Friederici και Frazier (1992) και στον Kolk (1998). 114
Τέλος, την επικράτεια του Σ εξέτασαν µεταξύ άλλων λειτουργικών κατηγοριών και οι Alexiadou και Stavrakaki (2006). Συγκεκριµένα, αυτές οι ερευνήτριες διερεύνησαν την αρχιτεκτονική της φραστικής δοµής στη γραµµατική µιας δίγλωσσης (Ελληνικά και Αγγλικά) οµιλήτριας µε αφασία τύπου Broca και µε ήπιο αγραµ- µατισµό, καθώς και την ικανότητά της για µετακίνηση του ρήµατος (η οποία είναι α- ποκαλυπτική για τη φραστική δοµή). Ειδικότερα, εξέτασαν την επίδοσή της στη διάταξη επιρρηµάτων τύπου χαρακτηριστή (specifier-type adverbs) και επιρρηµάτων τύπου συµπληρώµατος (complement-type adverbs). Από τα επιρρήµατα του πρώτου τύπου εξετάστηκαν αυτά που σχετίζονται µε τη ΦρΣ, τη ΦρΈγκλ, τη ΦρΆρν και τη ΦρΌψης (π.χ. ευτυχώς/fortunately, πιθανώς/perhaps, πια/anymore, ήδη/already, αντίστοιχα), ενώ από τα επιρρήµατα του δεύτερου τύπου εξετάστηκαν αυτά που σχετίζονται µε τη ΡΦ (π.χ. ευγενικά/politely). Η ικανότητα της συµµετέχουσας στη διάταξη επιρρηµάτων ελέγχθηκε τόσο στην παραγωγή όσο και στην κατανόηση µέσω µιας δοκιµασίας διάταξης συστατικών και µιας δοκιµασίας αντιπαραθετικής κρίσης γραµµατικότητας (contrastive grammaticality judgment task) αντίστοιχα. Σε ό,τι αφορά τα επιρρήµατα που σχετίζονται µε τη ΦρΣ, η συµµετέχουσα είχε προβληµατική επίδοση και στις δύο γλώσσες, µε σηµαντικά χαµηλότερα επίπεδα επίδοσης στην παραγωγή απ ό,τι στην κατανόηση, εύρηµα που αποκάλυψε διαταραχή της συγκεκριµένης επικράτειας. Αναλυτικότερη παρουσίαση του συνόλου των ευρηµάτων αυτής της έρευνας επιχειρείται στο πέµπτο κεφάλαιο, στην ενότητα 5.1.4. 3.2 Μεθοδολογία 3.2.1 Συµµετέχοντες Στην παρούσα έρευνα πήραν µέρος τρεις αφασικοί, οι ΓΘ, ΓΛ και ΑΒ και τρία άτοµα χωρίς παθολογικά προβλήµατα (οι ΑΚ, ΣΑ και ΘΦ), τα οποία, αποτελώντας την οµάδα ελέγχου, «προσοµοίωναν» τους αφασικούς συµµετέχοντες ως προς την ηλικία και το µορφωτικό επίπεδο, όπως αυτό αντανακλάται στα χρόνια εκπαίδευσης. Όλοι οι συµµετέχοντες ήταν φυσικοί οµιλητές της Ελληνικής. 115
Οι ΓΘ, ΓΛ και ΑΒ, 44, 59 και 49 ετών αντίστοιχα κατά τη διεξαγωγή της έ- ρευνας, κατέστησαν αφασικοί λόγω αγγειακού εγκεφαλικού επεισοδίου (ΑΕΕ) 91 στο αριστερό ηµισφαίριο, το οποίο τους προκάλεσε δεξιά ηµιπληγία. Ο αγραµµατισµός των ΓΘ και ΑΒ διαγνώστηκε βάσει της σταθµισµένης για την Ελληνική ιαγνωστικής Εξέτασης της Βοστόνης για την Αφασία (Boston Diagnostic Aphasia Examination) (Papathanasiou, Feidatsi, Katsantoni, Panagiotopoulou & Malefaki, 2004), ενώ ο α- γραµµατισµός του ΓΛ διαγνώστηκε βάσει α) της (προσαρµοσµένης για την Ελληνική) συντετµηµένης µορφής της ιαγνωστικής Εξέτασης της Βοστόνης για την Αφασία (Tsapkini, Emmanuel, Passalidou & Nassiopoulou, 2007), β) της Συστοιχίας της Αφασίας του (Πανεπιστηµίου του) υτικού Οντάριο (Western Ontario Aphasia Battery) (το οποίο περιλάµβανε και τις οπτικοχωρικές δοκιµασίες (visuospatial tasks), καθώς και τις δοκιµασίες σχηµατισµού προτάσεων (constructional tasks)) (Kertesz, 1982 α,β), γ) του Τεστ της Αφασίας για ίγλωσσους (Bilingual Aphasia Test) (Paradis, 1989 α,β), δ) της συντετµηµένης µορφής του Τεστ Κατονοµασίας της Βοστόνης (Boston Naming Test-Short Form) (Goodglass, Kaplan & Barresi, 2001) και ε) του Τεστ της Λεκτικής Ευχέρειας (Verbal Fluency Test) (Kosmidis, Vlahou, Panagiotaki & Kiosseoglou, 2004). Ειδικότερα, διαγνώστηκε ότι ο ΓΛ έπασχε από ήπιο αγραµµατισµό, ενώ πέρα από αυτό ο συγκεκριµένος συµµετέχων παρουσίασε και χαρακτηριστικά συµβατά µε τη βαθιά δυσλεξία (Emmanouel, Tsapkini & Rudolph, 2005). 92 (Για αναλυτική παρουσίαση της επίδοσης του ΓΛ στα παραπάνω διαγνωστικά τεστ, βλ. Εµµανουήλ, Τσαπκίνη και Jobst, 2006). Και οι τρεις αγραµµατικοί συµµετέχοντες ήταν δεξιόχειρες, ενώ είχαν λάβει τουλάχιστον επτάχρονη εκπαίδευση. Επίσης, ήξεραν να διαβάζουν, ικανότητα που διατήρησαν σε µικρότερο ή µεγαλύτερο βαθµό και µετά το ΑΕΕ. 93 Η υποβολή, τέλος, των ΓΘ και ΑΒ στις δοκιµασίες της παρούσας έρευνας πραγµατοποιήθηκε τεσσερισί- µισι µήνες µετά το ΑΕΕ, ενώ η υποβολή του ΓΛ σε αυτές πραγµατοποιήθηκε 38 µήνες µετά το ΑΕΕ. Στο σχήµα 3.3 απεικονίζεται η αξονική τοµογραφία (CT scan) του ΓΘ, µία µέρα µετά το ΑΕΕ. 94 91 Ειδικότερα, ο ΓΘ υπέστη αιµορραγικό αγγειακό εγκεφαλικό επεισόδιο. 92 Σύµφωνα µε τη βιβλιογραφία (Harley, 2001: 379) ο αγραµµατισµός συνυπάρχει συχνά µε τη βαθιά δυσλεξία. 93 Σε ό,τι αφορά τον ΓΛ, η µείωση της ικανότητάς του για ανάγνωση είναι προφανής λόγω της (βαθιάς) δυσλεξίας του. Επίσης, σε σχέση µε τον ΑΒ αξίζει να αναφερθεί πως αυτός λόγω των αρθρωτικών του προβληµάτων (απραξίας) διατήρησε την ικανότητα να διαβάζει µόνο σιωπηλά. 94 υστυχώς, δεν κατέστη δυνατή η διάθεση απεικονιστικών στοιχείων για τους ΑΒ και ΓΛ. 116
Σχήµα 3.3. Αξονική τοµογραφία εγκεφάλου ΓΘ (11/1/2005) Τα ηµισφαίρια είναι αντεστραµµένα: αυτό που απεικονίζεται στα δεξιά είναι το αριστερό και αυτό που απεικονίζεται στα αριστερά είναι το δεξί Σε ό,τι αφορά τις δοκιµασίες που εξέταζαν το Σ, ο ΑΒ συµµετείχε µόνο στη δοκιµασία που έλεγχε την τροπικότητα της κατανόησης, καθώς τα σοβαρά προβλή- µατα άρθρωσης που είχε έκαναν αδύνατη τη συµµετοχή του στη δοκιµασία που έλεγχε την παραγωγή. Όπως θα φανεί και στα επόµενα κεφάλαια, λόγω αυτών των προβληµάτων ο ΑΒ εξαιρέθηκε από όσες δοκιµασίες απαιτούσαν προφορική παραγωγή. Τέλος, αξίζει να σηµειωθεί πως τα άτοµα της οµάδας ελέγχου δεν έκαναν κανένα λάθος σε καµία από τις δύο δοκιµασίες που έλεγχαν το Σ, οπότε η επίδοσή τους δεν θα σχολιαστεί στη συνέχεια. Σύντοµα δείγµατα ελεύθερου/αυθόρµητου λόγου των αγραµµατικών συµµετεχόντων Αποσπάσµατα οµιλίας από την περιγραφή της εικόνας «Κλοπή µπισκότου» (βλ. παράρτηµα 4): ΓΘ: Τα παιδάκια...είχε ανέβει στο σκαµπό...και πέφτει το σκαµπό...πέφτει το σκα- µπό...πάει η τσούπα να το πιάσει...και έχει ανέβει πάνω να πάρει ένα γλυκό...εεε..τελείωσε...δεν έχει τίποτε άλλο. AB: Μια κυρία...που...έχουν...χατιά...χατιά...µπανια...χάνει αυτά...κάνει...τι άλλο να κάνει...κι εδώ είναι...όχι σακολάτα...είναι ζάχαρη...cookie κάτι άλλο είναι και το δίνει στο παιδάκι... 117
ΓΛ: Η κυρία πλένει τα πιάτα. Οοο πιτσιρικάς παίρνει το γλυκό...και...πέφτει. Το παιδί...το φορµάς...και εδώ..πλέ..πλένει και:...η βρύση τρέχει...απ το µπόλικο νερό και...το...τώρα γκα...το παιδί πιάνει το...σοκολατάκια. Σε ό,τι αφορά το δείγµα λόγου του ΓΘ από την περιγραφή της εικόνας: λάθος συµφωνίας: τα παιδάκια είχε ανέβει στο σκαµπό (αντί «το παιδάκι/το α- γοράκι είχε ανέβει στο σκαµπό»)) υπερβολική στήριξη στα συµφραζόµενα της εικόνας: π.χ. λέει «πάει η τσούπα να το πιάσει» εννοώντας «πάει το κορίτσι (απλώνοντας το χέρι) να πάρει το µπισκότο από το χέρι του αγοριού». Το αντικείµενο αναφοράς του «το (πιάσει)», αν δεν βλέπαµε την εικόνα, θα καταλαβαίναµε πως «είναι το σκαµπό». Λέει «τσούπα» αντί «τσούπρα» (φωνητική παραφασία) H υπερβολική στήριξη στα συµφραζόµενα της εικόνας φαίνεται και στη φράση «και έχει ανέβει πάνω να πάρει ένα γλυκό». Αν δεν βλέπαµε την εικόνα θα καταλαβαίναµε βάσει όσων είχαν προηγηθεί- ως υποκείµενο την κοπέλα. Κι όµως, το υποκείµενο που εννοεί ο ΓΘ είναι το αγοράκι. Το λάθος αυτό λοιπόν είναι παράλειψη αντωνυµίας/οφ υποκειµένου. Σε ό,τι αφορά το αντίστοιχο δείγµα λόγου του ΑΒ: κοπιώδης λόγος φωνητικές παραφασίες (π.χ. χατιά, σακολάτα) ασυνταξίες µε ασαφές νοηµατικό περιεχόµενο (Μια κυρία...που...έχουν... χατιά...χατιά...) υπερβολική στήριξη στα συµφραζόµενα της εικόνας: π.χ. λέει «Κι εδώ είναι...όχι σακολάτα...είναι ζάχαρη...cookie κάτι άλλο είναι και το δίνει στο παιδάκι..». εν αναφέρεται στο υποκείµενο/δράστη της πρότασης και το δίνει στο παιδάκι. Το προηγούµενο υποκείµενο που ανέφερε ο ΑΒ είναι «µια κυρία», ενώ στην πραγµατικότητα ο δράστης της παραπάνω πρότασης είναι ένα αγοράκι (και δέκτης της ενέργειας ένα κοριτσάκι). Σε ό,τι αφορά το αντίστοιχο δείγµα λόγου του ΓΛ: κοπιώδης λόγος φωνητικές παραφασίες/ακατανόητες λέξεις (π.χ. φορµάς, γκα) 118
λάθος συµφωνίας (ως προς τον αριθµό) οριστικού άρθρου και ουσιαστικού (το...σοκολατάκια) στήριξη στα συµφραζόµενα της εικόνας: ενώ µιλούσε για ένα από τα δύο παιδιά της εικόνας, ξαφνικά λέει και εδώ..πλέ..πλένει εννοώντας, αλλά µη κατονοµάζοντας τη γυναίκα. Ο ΓΘ περιγράφοντας την ασθένειά του/την κατάσταση της υγείας του: «Το κεφάλι του ανθρώπου... τι να πούµε τώρα... πάει... εν πάει στο διάολο... (γέλια)... να περνάγανε τα πόδια και τα χέρια...και µετά το κεφάλι. Τα χέρια και τα πόδια κι ας µείνει το κεφάλι»... Σχολιασµός Εµφανή τα λάθη παράλειψης ή υποκατάστασης της κτητικής αντωνυµίας. Στην πρώτη πρόταση αντί να πει «το κεφάλι µου» λέει «το κεφάλι του ανθρώπου». Στις υπόλοιπες περιπτώσεις που µιλάει για τα δικά του τα πόδια, το χέρι και το κεφάλι, παραλείπει εντελώς την κτητική αντωνυµία «µου». Βλέπουµε αντίθετα πως διατηρεί τα άρθρα και τα µόρια «ας» και «να». Τα άρθρα διαφοροποιούνται από τις αντωνυµίες (κτητικές και µη) ως προς το ότι η επεξεργασία τους γίνεται «τοπικά», ενώ οι αντωνυµίες κάποιες φορές σχετίζουν δύο ή περισσότερες λέξεις εντός της πρότασης (Goodglass, 1993: 120) και επίσης χρειάζονται ενσωµάτωση γλωσσικής και εξωγλωσσικής πληροφορίας. Συνεπώς, υπολογιστικά είναι πιο απαιτητικές από τα άρθρα. Ο ΑΒ µιλώντας για τη δουλειά του: «Στο ελληνικό ναυτικό...εεε...16 χρονών υπήρξα υπαξι...των ενόπλων...εεε...το µετά α- πό 27 χρόνια κάθισα στο ναυτικό...ναφωτία...νοφωτία...ναυτηγείο...είναι σε διάφορες, αλλά...χµχµχµ...καλά τι άλλο;.. ιστορία...η ζωή µου ήταν στο 8 χρόνια καράβια διάφορα και µετά ήµουνα 8 χρόνια σε νοσοκοµείο... ύο ήµουνα στο...να...στο αυγία...έχω δυόµισι καράβια..µετά µισή ξηρά, µετά καράβια...» Σχολιασµός Ο λόγος του ΑΒ είναι αργός και ιδιαίτερα κοπιώδης (κάτι που είναι λιγότερο εµφανές στον αποµαγνητοφωνηµένο λόγο). Κάνει φωτητικές παραφασίες (π.χ. ναφωτία, νοφωτία, ναυτηγείο αντί της λέξης-στόχου ναυπηγείο). Είναι σαφής η αδυναµία του να 119
συντάσσει ολοκληρωµένες προτάσεις, ενώ δεν λείπουν και τα συντακτικά λάθη: π.χ. α) Στο ελληνικό ναυτικό... εεε...16 χρονών υπήρξα υπαξι...των ενόπλων...εεε... β) το µετά από 27 χρόνια κάθισα στο ναυτικό...ναφωτία...νοφωτία... ναυτηγείο...είναι σε διάφορες, αλλά...χµχµχµ... Ο ΓΛ περιγράφοντας το ιστορικό της ασθένειάς του: «[...] ήτανε µιας νοσοκόµα στο σπίτι µου καιαι..την είπα Τι;...Σήκω να πάµε στο Παπαγεωργίου. Πήγαµε, αλλά µέχρι που φτάσαµε εκεί ήτανε...τίποτε. Μόλις πήγαµε εκεί καθάρ(ι)σα. Μετά συνήλθα µε τα... [...] και πήγα µέσα, κάθισα ένα... δέκα µέρες... βγήκα από κει, αλλά τίποτα δεν έγινε. Το πόδι µου και το χέρι... γαµώτο...ι... α... τοο...αυτό...δεν µπορούσα να το σηκώσω. Έκοψα την γλώσσα...την...έκοψα τη γλώσσα και την πρασιλογία και δεν µπορούσα τίποτα...βο...βο...[...] Και...ύστερα...λίγο λίγο.. άρχισα ναα...τα συζητήσανε µε την Άννα, αλλά πήρε αρκετό χρόνο [...] Εγώ...είδα βοήθεια µε τοοο...στην Άννα και το...αυτό...αυτά είναι είναι ξεκάθαρα γιατί δεν είχα βοήθεια από κανένα» Σχολιασµός Ο λόγος του ΓΛ είναι αργός και κοπιώδης. Έχει κάποια δυσκολία στο σχηµατισµό της πρότασης που, εκτός της ενδεχόµενης µειωµένης υπολογιστικής του ικανότητας (που γενικά τον κάνει πιο αργό), µπορεί να οφείλεται είτε στη δυσκολία εύρεσης της λέξης είτε σε γραµµατικό πρόβληµα συντακτικού επιπέδου (π.χ.: Το πόδι µου και το χέρι... γαµώτο...ι... α... τοο...αυτό...δεν µπορούσα να το σηκώσω). Ενδεικτικό για την αδυναµία του και σε λεξικό επίπεδο είναι πως δεν λείπουν οι φωνητικές παραφασίες και οι ακατανόητες λέξεις (π.χ. πρασιλογία). Τέλος, παρατηρούνται «ασυνταξίες» (είδα βοήθεια µε τοοο...στην Άννα αντί είδα βοήθεια µε την Άννα) καθώς και λάθη συµφωνίας, είτε µεταξύ άρθρου και ουσιαστικού (π.χ. µιας νοσοκόµα αντί µια νοσοκόµα αυτό ωστόσο ενδεχοµένως δεν είναι αυθεντικό λάθος συµφωνίας, αλλά παράγωγο φωνητικής παραφασίας, κατά την οποία ο ΓΛ είπε µιας αντί για το στοχευόµενο µια) είτε µεταξύ υποκειµένου και ρήµατος (άρχισα ναα...τα συζητήσανε µε την Άννα). 120
3.2.2 Πειραµατικό υλικό: στόχοι, σχεδιασµός, διαδικασία Για τον έλεγχο της λειτουργικής κατηγορίας του Σ στην Ελληνική επιλέχτηκε να διερευνηθεί η ικανότητα των ελληνόφωνων αγραµµατικών να κατανοούν και να παράγουν wh-ερωτήσεις, καθώς σε ό,τι αφορά τον αγραµµατισµό αυτές οι δοµές δεν έχουν εξεταστεί εκτενώς ούτε στην Ελληνική ούτε σε διαγλωσσικό επίπεδο. Όπως έχει ήδη αναφερθεί (βλ. ενότητα 3.1.2), ο σχηµατισµός wh-ερωτήσεων εµπλέκει άµεσα την ε- πικράτεια του Σ, καθώς τα wh-στοιχεία µετακινούνται από την «κανονική» τους θέση (από τη θέση στην οποία γεννώνται) στη θέση [Χαρ, ΦρΣ ]. Αξίζει να σηµειωθεί πως οι ερωτήσεις ολικής αγνοίας δεν συµπεριλαµβάνονται στις υπό εξέταση δοµές, διότι αυτές, όπως αναφέρεται και στην ενότητα 3.1.2, θεωρείται πως δεν εµπλέκουν καθόλου τη ΦρΣ. Ασφαλώς, θα είχε ενδιαφέρον και η εξέταση των ερωτήσεων ολικής αγνοίας, καθώς κάτι τέτοιο θα επέτρεπε να διερευνηθεί το ερώτηµα εάν είναι η ι- εραρχική δοµή αυτή που καθορίζει την ελλειµµατικότητα στον αγραµµατικό λόγο ή όχι. Αυτό το ερώτηµα ωστόσο διερευνάται ούτως ή άλλως µέσω της εξέτασης τεσσάρων ακόµη κόµβων (λειτουργικών κατηγοριών) της συντακτικής ιεραρχίας (της άρνησης, του χρόνου, της συµφωνίας και της όψης) και, όπως θα δούµε στη συνέχεια, απαντάται µε αρκετά πειστικό τρόπο. Για την εξέταση των wh-ερωτήσεων σχεδιάστηκε µία δοκιµασία κατανόησης wh-ερωτήσεων, την οποία θα µπορούσαµε να αποκαλέσουµε δοκιµασία δείξης οντότητας σε εικόνα, και µια δοκιµασία εκµαίευσης wh-ερωτήσεων. 3.2.2.1 οκιµασία δείξης οντότητας σε εικόνα Στο πλαίσιο αυτής της δοκιµασίας παρουσιάζονται στους συµµετέχοντες τέσσερα σκίτσα, το καθένα από τα οποία απεικονίζει µία πράξη/δράση (action) και τέσσερις εµπλεκόµενες οντότητες σε αυτήν, είτε ανθρώπους είτε ζώα. Η καθεµία από αυτές τις οντότητες αποτελεί είτε έναν από τους δράστες είτε ένα από τα θέµατα (themes) είτε και τα δύο µαζί µπορεί να εκπροσωπεί δηλαδή και τους δύο θεµατικούς ρόλους ταυτόχρονα: το ρόλο του δράστη σε σχέση µε µια οντότητα και το ρόλο του θέµατος σε σχέση µε µια άλλη οντότητα (βλ. για παράδειγµα την εικόνα στο σχήµα 3.4, όπου α- ναπαρίστανται τέσσερα ζώα (ένας ελέφαντας, ένας πίθηκος, ένας σκύλος και µία γάτα) που το ένα κυνηγάει το άλλο). Βάσει αυτών των σκίτσων υποβάλλονται 121
προφορικά στους συµµετέχοντες κάποιες wh-ερωτήσεις ορίσµατος, υποκειµένου και αντικειµένου, και τους ζητείται να απαντήσουν µη λεκτικά, δείχνοντας απλά µε το δάχτυλό τους την οντότητα η οποία κάθε φορά αντιστοιχεί στην απάντηση της ερώτησης (βλ. σχήµα 3.4). Ο λόγος για τον οποίο προτιµάται η µη λεκτική δήλωση των απαντήσεων από την πλευρά των συµµετεχόντων είναι η αποφυγή της «εµπλοκής/ επιπλοκής» που θα προκαλούσαν ενδεχόµενα προβλήµατα κατονοµασίας. Συνολικά, στη βάση αυτών των σκίτσων που παρουσιάζονται υποβάλλονται 20 ερωτήσεις στους συµµετέχοντες (πέντε ανά σκίτσο). Βασικό στόχο αυτής της δοκιµασίας αποτελεί ο έ- λεγχος της κατανόησης αυτού του τύπου των ερωτήσεων, ενώ ειδικότερο στόχο αποτελεί η διερεύνηση της πιθανότητας ασυµµετρίας µεταξύ wh-ερωτήσεων υποκει- µένου και wh-ερωτήσεων αντικειµένου. 95 Η διενέργεια αυτής της δοκιµασίας ολοκληρώθηκε σε δύο συνεδρίες, οι οποίες είχαν χρονική απόσταση 15 ηµέρες η µία από την άλλη. Στην καθεµία από αυτές παρουσιάστηκαν στους συµµετέχοντες από δύο Σχήµα 3.4. Παράδειγµα ζεύγους εικόνας wh-ερωτήσεων Wh-ερωτήσεις: Ποιον κυνηγά ο πίθηκος; Ποιον κυνηγά ο σκύλος; Ποιος κυνηγά τον πίθηκο; Ποιον κυνηγά ο ελέφαντας; Ποιος κυνηγά τη γάτα; 95 Ανάλογες δοκιµασίες διενεργούνται, µεταξύ άλλων, από τη Stavrakaki (2001) και από τους Thompson, Tait, Ballard και Fix (1999). 122
σκίτσα και δέκα προτάσεις. υστυχώς, δεν κατέστη δυνατή η συµµετοχή του ΑΒ στη δεύτερη συνεδρία. 3.2.2.2 οκιµασία εκµαίευσης wh-ερωτήσεων Στόχο αυτής της δοκιµασίας αποτελεί όχι µόνο η αξιολόγηση της ικανότητας των α- γραµµατικών να παράγουν γενικά wh-ερωτήσεις, αλλά και η διερεύνηση της ενδεχό- µενης διαφοροποίησης της επίδοσής τους ανάλογα µε το είδος των wh-ερωτήσεων. Πιο συγκεκριµένα, επιχειρείται σύγκριση µεταξύ των wh-ερωτήσεων ορίσµατος και των wh-ερωτήσεων προσαρτήµατος, καθώς και σύγκριση µεταξύ των wh-ερωτήσεων υποκειµένου και των wh-ερωτήσεων αντικειµένου. Όπως είναι προφανές, η τελευταία σύγκριση αφορά αποκλειστικά τις wh-ερωτήσεις ορίσµατος. Η διενέργεια των παραπάνω συγκρίσεων υποκινείται τόσο από τις θεωρητικές/συντακτικές αναλύσεις των wh-ερωτήσεων όσο και από τα πειραµατικά ευρήµατα που αφορούν ειδικότερα τον αγραµµατισµό. Βάσει των συντακτικών αναλύσεων, όπως έχει ήδη αναφερθεί στην ενότητα 3.1.2, οι wh-ερωτήσεις ορίσµατος διαφοροποιούνται από τις wh-ερωτήσεις προσαρτήµατος ως προς κάποιες σηµαντικές παρα- µέτρους, όπως είναι οι περιορισµοί στη µετακίνηση και οι διαφορές ως προς τη θέση στην οποία γεννώνται τα ορίσµατα και τα προσαρτήµατα. Η διαφοροποίηση µεταξύ των παραπάνω τύπων wh-ερωτήσεων έχει διαπιστωθεί και σε προηγούµενες µελέτες σχετικές µε την παραγωγή ερωτήσεων στον αγραµµατισµό (Τhompson, Shapiro, Tait, Jacobs & Schneider, 1996), γεγονός που επιβεβαιώνει την ψυχολογική πραγµατικότητα των σχετικών συντακτικών προσεγγίσεων. Επιπλέον, βάσει κάποιων συντακτικών αναλύσεων (π.χ. Chomsky, 1986α) στις κύριες ερωτήσεις υποκειµένου (matrix subject questions), σε αντίθεση µε τις ερωτήσεις αντικειµένου, δεν πραγµατοποιείται µετακίνηση στη σύνταξη (βλ. ενότητα 3.1.2). 96 Η Bastiaanse (2001) στη βάση της παραπάνω πρότασης, αλλά και της υπόθεσής της για τη διαταραχή της µετακίνησης στον αγραµµατισµό (βλ. Bastiaanse & van Zonneveld, 1998 Bastiaanse, Koekkoek & van Zonneveld, 2003 αλλά και ενότητα 1.2.2.1.3), προέβλεψε διαχωρισµό µεταξύ ε- ρωτήσεων υποκειµένου και ερωτήσεων αντικειµένου και, συγκεκριµένα, σηµαντική υπεροχή των πρώτων έναντι των δεύτερων. Έχουµε να παρατηρήσουµε σχετικά µε 96 Αυτό ωστόσο ισχύει, όπως έχει αναφερθεί, για κάποιες µόνο γλώσσες (π.χ. Αγγλική), όπου η µετακίνηση συµβαίνει έπειτα από την εκφορά, δηλ. στη Λ. 123
την παραπάνω υπόθεση πως αυτή συνιστά «υποχώρηση» σε σχέση µε την παραδοσιακή θέση της Bastiaanse και των συνεργατών της (ό.π.), σύµφωνα µε την οποία µόνο η εµφανής µετακίνηση προκαλεί προβλήµατα στους αγραµµατικούς. Κι αυτό διότι βάσει της υπόθεσης της διαταραχής της εµφανούς µετακίνησης θα αναµενόταν διαχωρισµός ερωτήσεων υποκειµένου και ερωτήσεων αντικειµένου (µε υπεροχή των πρώτων έναντι των δεύτερων), ανεξαρτήτως συντακτικής ανάλυσης. Είτε δηλαδή πραγµατοποιείται στη σύνταξη µετακίνηση του Υ(ποκειµένου) στη ΦρΣ είτε όχι, ούτως ή άλλως δεν υπάρχει εµφανής µετακίνηση του Υ (πάντα αναφορικά µε τις κύριες ερωτήσεις) και, συνεπώς, αυτό (βάσει της παραπάνω υπόθεσης) δεν εµπλέκεται σε κάποια προβληµατική για τους αγραµµατικούς διαδικασία. Για την εκµαίευση wh-ερωτήσεων αρχικά εκφωνούνται από εµένα, που διενεργώ και το πείραµα, ΑΠ στις οποίες κάθε φορά κάποια από τις συγκεκριµένες πληροφορίες αντικαθίσταται από κάποιο αόριστο στοιχείο (αντωνυµία (π.χ. κάποιος, κάτι), επίρρηµα (π.χ. κάπου) ή ΠροθΦ (π.χ. για κάποιο λόγο, µε κάποιο τρόπο)). Στη συνέχεια ακολουθεί µια πρόταση η οποία καλεί τον συµµετέχοντα να διατυπώσει µια ε- ρώτηση σχετικά µε την ταυτότητα του στοιχείου που δηλώνεται αόριστα στην ΑΠ. Η ΟΦ που δηλώνει τη ζητούµενη πληροφορία για την οποία πρέπει να γίνει ερώτηση εκφωνείται µε έµφαση (για παραδείγµατα ΑΠ ΕΣ, βλ. 19-24). Ταυτόχρονα µε την εκφώνηση των ΑΠ παρουσιάζεται στους συµµετέχοντες και το σύνολο των υποψήφιων wh-φράσεων (ποιος, ποιον, ποιους, τι, πού, γιατί, πώς), οι οποίες είναι τυπωµένες σε τυχαία σειρά σε ένα χαρτόνι Α4 και από τις οποίες καλούνται κάθε φορά να επιλέξουν µία προκεµένου να σχηµατίσουν την ΕΣ. Αξίζει να σηµειωθεί πως ειδικά ο ΓΛ, λόγω της (συνυπάρχουσας) δυσλεξίας του, εξαιρέθηκε από αυτή την (οπτική) παρουσίαση των wh-φράσεων. 97 19) ΑΠ: Κάποιος δίνει εξετάσεις. Οδηγία: Θέλουµε να µάθουµε το άτοµο που δίνει εξετάσεις. Έτσι ρωτάµε; 97 Αυτή η ελαφρά διαφοροποιηµένη µεθοδολογία που ακολουθήθηκε στην περίπτωση του ΓΛ δεν επηρεάζει µε κανένα τρόπο τα ποιοτικά δεδοµένα, δηλαδή τα πρότυπα επίδοσης των δύο αγραµµατικών συµµετεχόντων, αλλά ούτε και τα ποσοτικά, µε ουσιαστικό τρόπο τουλάχιστον. Κι αυτό διότι, σε σχέση µε τα ποσοτικά δεδοµένα, ο ΓΛ, αν και δέχεται λιγότερη «βοήθεια» συγκριτικά µε τον ΓΘ, καθώς δεν του παρουσιάζονται οι υποψήφιες wh-φράσεις, έχει ωστόσο προλαµβάνοντας την παρουσίαση των αποτελεσµάτων σαφώς υψηλότερη επίδοση από τον ΓΘ. Υπενθυµίζουµε πως ο αγραµµατισµός του ΓΛ είναι ήπιος, ενώ του ΓΘ σοβαρός. ιαπιστώνουµε συνεπώς πως, παρά την περισσότερη βοήθεια που δέχεται ο ΓΘ σε σχέση µε τον ΓΛ κατά την πειραµατική διαδικασία, η αναµενόµενη λόγω της διαφοράς ως προς τη σοβαρότητα της αφασίας ποσοτική υπεροχή του ΓΛ έναντι του ΓΘ δεν ανατρέπεται. 124
ΕΣ: Ποιος δίνει εξετάσεις; 20) ΑΠ: Η κυρία βρίσκει κάτι. Οδηγία: Θέλουµε να µάθουµε αυτό που βρίσκει η κυρία. Έτσι ρωτάµε; ΕΣ: Τι βρίσκει η κυρία; 21) ΑΠ: Ο κύριος συναντάει κάποιον. Οδηγία: Θέλουµε να µάθουµε αυτόν που συναντάει ο κύριος. Έτσι ρωτάµε; ΠΣ: Ποιον συναντάει ο κύριος; 22) ΑΠ: Η κυρία έχασε κάπου την τσάντα της. Οδηγία: Θέλουµε να µάθουµε το µέρος όπου έχασε την τσάντα της η κυρία. Έτσι ρωτάµε; ΕΣ: Πού έχασε την τσάντα της η κυρία; 23) ΑΠ: Ο κύριος παίρνει χάπια για κάποιο λόγο. Οδηγία: Θέλουµε να µάθουµε το λόγο για τον οποίο ο κύριος παίρνει χάπια. Έτσι ρωτάµε; ΕΣ: Γιατί παίρνει χάπια ο κύριος; 24) ΑΠ: Ο µουσικός συνθέτει µουσική µε ένα νέο τρόπο. Οδηγία: Θέλουµε να µάθουµε τον τρόπο µε τον οποίο συνθέτει µουσική ο µουσικός. Έτσι ρωτάµε; ΕΣ: Πώς συνθέτει µουσική ο µουσικός; Τα παραδείγµατα (19)-(24) χρησιµοποιήθηκαν κατά την εκπαίδευση των συµ- µετεχόντων, πριν την έναρξη της επίσηµης πειραµατικής διαδικασίας. Αυτά καλύπτουν όλα τα είδη των πειραµατικών wh-εσ: wh-ερωτήσεις ορίσµατος (19-21), wh-ερωτήσεις προσαρτήµατος (22-24), (ορισµατικές) wh-ερωτήσεις υποκειµένου (19) και (ορισµατικές) wh-ερωτήσεις αντικειµένου, έµψυχου ή +έµψυχου (20 και 21 αντίστοιχα). Κατά την πειραµατική διαδικασία χρησιµοποιήθηκαν 36 στοιχεία (items), 21 από τα οποία αντιστοιχούσαν σε wh-ερωτήσεις ορίσµατος και 15 σε wh-ερωτήσεις προσαρτήµατος. Από τις 21 wh-ερωτήσεις ορίσµατος, οι 10 ήταν ερωτήσεις υποκει- µένου και οι 11 ερωτήσεις αντικειµένου. Οι παραπάνω προτάσεις (των επιµέρους συνθηκών) αναµίχθηκαν και παρουσιάστηκαν µε τυχαία σειρά κατά την πειραµατική διαδικασία. Η διενέργεια, τέλος, αυτής της δοκιµασίας ολοκληρώθηκε και για τους δύο αγραµµατικούς συµµετέχοντες στο πλαίσιο µιας µόνο συνεδρίας, η οποία δεν διήρκεσε περισσότερο από 45 λεπτά. Θα πρέπει να αναφερθεί, τέλος, πως η διενέργεια τόσο των παραπάνω 125
δοκιµασιών όσο και των δοκιµασιών που παρουσιάζονται στα τέταρτο και το πέµπτο κεφάλαιο πραγµατοποιήθηκαν χωριστά για τον κάθε συµµετέχοντα και ειδικά για τους αγραµµατικούς έλαβε χώρα είτε σε ένα δωµάτιο ενός κέντρου αποκατάστασης (περίπτωση ΓΘ και ΑΒ) είτε σε µια ειδική αίθουσα του Α.Π.Θ., όπου συχνά διεξάγονται πειράµατα (περίπτωση ΓΛ). Επίσης, στην πρώτη τουλάχιστον συνεδρία, πέρα από τον εκάστοτε αγραµµατικό και τον «υποφαινόµενο» ερευνητή, ο οποίος διενέργησε και τα πειράµατα, ήταν παρόν και ένα οικείο στον αγραµµατικό πρόσωπο για λόγους συναισθηµατικής υποστήριξης και σταδιακής εξοικείωσης του συµµετέχοντος µε τον ερευνητή, σε βαθµό ώστε να µην χρειάζεται στη συνέχεια η παρουσία τρίτου προσώπου. Ασφαλώς, κατόπιν οδηγιών, το οικείο στον συµµετέχοντα πρόσωπο παρέµενε σιωπηλό και «διακριτικό» κατά την πειραµατική διαδικασία. Τέλος, ζητούνταν από τους συµµετέχοντες όποτε αισθάνονταν κουρασµένοι να το δηλώνουν, ωστε να γίνονται διαλείµµατα. Επίσης, τους δηλωνόταν στην έναρξη της κάθε συνεδρίας πως, αν το ήθελαν, σε οποιαδήποτε στιγµή θα µπορούσαν να διακόψουν προσωρινά ή και να τερµατίσουν τη συνεδρία. 3.2.2.3 Κριτήρια βαθµολόγησης Σε ό,τι αφορά τη δοκιµασία δείξης οντότητας σε εικόνα, τα κριτήρια της βαθµολόγησης (scoring) είναι προφανώς πολύ απλά, καθώς ως ορθές απαντήσεις λαµβάνονται οι «δείξεις» της οντότητας-στόχου (ανά πρόταση), ενώ ως λαθεµένες απαντήσεις λαµβάνονται οι δείξεις άλλων, άσχετων οντοτήτων (σε σχέση µε την οντότητα-στόχο της εκάστοτε πρότασης). Πιο σύνθετη είναι η κατάσταση στη δοκιµασία εκµαίευσης wh-ερωτήσεων. Ειδικότερα, υιοθετούνται σχετικά «επιεική» κριτήρια βαθµολόγησης γι αυτήν, καθώς, παρά το γεγονός πως κατά το προπειραµατικό στάδιο δόθηκαν οδηγίες για το σχηµατισµό ολοκληρωµένων ερωτήσεων, λαµβάνονται ως σωστές ακόµη και οι ερωτήσεις που είναι εν µέρει ελλειπτικές, δηλαδή είτε αυτές από τις οποίες απουσιάζει έ- να µόνο όρισµα, καθώς θεωρείται πως αυτό µπορεί να ανακτηθεί από το συµφραστικό πλαίσιο που παρέχει η ΑΠ (π.χ. α) Ο κηπουρός σκαλίζει τον κήπο µε ένα νέο τρόπο. > Με ποιον τρόπο σκαλίζει τον κήπο; β) Ο πατέρας πίνει καφέ κάπου. > Πού πίνει καφέ; γ) Ο κύριος έδεσε κάπου το σκύλο. > Πού τον έδεσε το σκύλο;), είτε αυτές όπου το όρισµα αντικαθίσταται από αντωνυµία (π.χ. Κάποιος στέλνει µια κάρτα. > Ποιος 126
την στέλνει;). Είναι προφανές πως σε τέτοιες περιπτώσεις η ερώτηση διατυπώνεται σωστά, καθώς επιλέγεται το κατάλληλο ερωτηµατικό στοιχείο και εντάσσεται µέσα σε µια κατάλληλη γραµµατική δοµή, η οποία στο πλαίσιο της συγκεκριµένης δοκιµασίας είναι και πραγµατολογικά επιτυχής. Σε τέτοιες περιπτώσεις η απουσία ενός ορίσµατος ή η υποκατάστασή του µε µια αντωνυµία φαίνεται να εντάσσεται σε µια στρατηγική των συµµετεχόντων για µείωση του υπολογιστικού τους φόρτου/εξοικονόµηση πόρων της µνήµης εργασίας που θα απαιτούνταν για τη συγκράτηση και την επανάληψη λέξεων ή φράσεων που αναφέρθηκαν στην ΑΠ. Ως λαθεµένες λαµβάνονται, από την άλλη, περιπτώσεις όπου οι ερωτήσεις είναι απόλυτα ελλειπτικές (π.χ. Ο υπουργός ιδρύει ένα πανεπιστήµιο κάπου. > Ποιος είναι, το µέρος που (πού) είναι; Πού είναι το µέρος;), ακόµη κι αν πραγµατολογικά είναι επιτυχείς λόγω της δυνατότητας για ανάκτηση των απαραίτητων (απουσών) πληροφοριών από το συγκείµενο. Τέτοιου είδους περιπτώσεις, ακόµη και αν δεν συνεπάγονται απαραιτήτως την αδυναµία των συµµετεχόντων για διατύπωση πιο ολοκληρω- µένων ερωτήσεων αλλά αποτελούν απλώς την ακραία έκφραση της προαναφερθείσας στρατηγικής, αποτελούν σηµαντική καταστρατήγηση των οδηγιών που δόθηκαν κατά το προπειραµατικό στάδιο και δεν µπορούν να αποκαλύψουν την πραγµατική ικανότητα των συµµετεχόντων για σχηµατισµό ερωτήσεων. 3.3 Αποτελέσµατα Σε ό,τι αφορά το επίπεδο της κατανόησης και οι τρεις αγραµµατικοί συµµετέχοντες εµφανίζουν αρκετά ικανοποιητική επίδοση, καθώς τα ποσοστά επιτυχίας τους κυµαίνονται από 70% και πάνω (βλ. πίνακα 3.1). Αναλυτικότερα, η επίδοση των ΓΘ, ΓΛ και ΑΒ σε ποσοστά αποτυχίας είναι 30%, 5% και 30% αντίστοιχα. Επιπλέον, δεν ση- µειώνεται κανένας σηµαντικός διαχωρισµός µεταξύ wh-ερωτήσεων υποκειµένου και wh-ερωτήσεων αντικειµένου για κανέναν από τους τρεις αγραµµατικούς (ΓΘ: χ 2 =0.23, n.s. ΓΛ: χ 2 =0.00, n.s. ΑΒ: χ 2 =0.00, n.s.). Αναφορικά µε την επίδοσή τους στη δοκιµασία εκµαίευσης wh-ερωτήσεων η εικόνα εµφανίζεται ανοµοιογενής, καθώς ο ΓΘ παρουσιάζει σηµαντικά χαµηλότερη επίδοση από τον ΓΛ (61.11% έναντι 33.33% αποτυχία αντίστοιχα χ 2 =4.45, p<0.5) 127
Πίνακας 3.1 Επίδοση (αριθµός λαθών και % ποσοστά) των αγραµµατικών συµµετεχόντων στην κατανόηση των wh-ερωτήσεων υποκειµένου και αντικειµένου wh-ερωτήσεις ΓΘ ΓΛ AB υποκειµένου 4/10 (40%) 1/10 (10%) 1/5 (20%) wh-ερωτήσεις 6/20 1/20 αντικειµένου 2/10 (20%) (30%) 0/10 (0%) (5%) 2/5 (40%) 3/10 (30%) Πίνακας 3.2 Επίδοση (αριθµός λαθών και % ποσοστά) των αγραµµατικών συµµετεχόντων στην παραγωγή wh-ερωτήσεων ορίσµατος και προσαρτήµατος ΓΘ ΓΛ Wh-ερωτήσεις ορίσµατος ερωτήσεις υποκειµένου ερωτήσεις αντικειµένου 5/10 (50%) 6/11 (54.55%) 11/21 (52.38%) 0/10 (0%) 2/11 (18.18%) Wh-ερωτήσεις προσαρτήµατος 11/15 (73.33%) 10/15 (66.67%) Σύνολο 22/36 (61.11%) 12/36 (33.33%) 2/21 (9.52%) (βλ. πίνακα 3.2). 98 H επίδοση του ΓΘ στην παραγωγή είναι αρκετά χαµηλότερη απ ό,τι στην κατανόηση (61.11% έναντι 30% αποτυχία αντίστοιχα), χωρίς ωστόσο αυτή η διαφοροποίηση να είναι στατιστικά σηµαντική (χ 2 =1.89, n.s.). Κάτι αντίστοιχο ι- σχύει και για τον ΓΛ (33.33% αποτυχία στην παραγωγή έναντι 10% αποτυχία στην κατανόηση χ 2 =1.08, n.s.). Αξίζει να σηµειωθεί ότι, παρά τη διαφοροποίηση που καταγράφεται µεταξύ των δύο αγραµµατικών συµµετεχόντων ως προς το ύψος της επίδοσης, παρουσιάζεται ωστόσο οµοιογένεια ως προς τα πρότυπά της, καθώς και οι δύο εµφανίζουν µεγαλύτερη δυσκολία στην παραγωγή των wh-ερωτήσεων προσαρτήµατος παρά στην παραγωγή των wh-ερωτήσεων ορίσµατος. Πιο συγκεκριµένα, ο ΓΘ αποτυγχάνει να σχηµατίσει ερωτήσεις προσαρτήµατος σε ποσοστό 73.33%, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό για τις ερωτήσεις ορίσµατος είναι 52.38%. Αυτή η διαφοροποίηση δεν είναι στα- 98 Υπενθυµίζουµε πως ο ΑΒ δεν έλαβε µέρος σε αυτή τη δοκιµασία λόγω των αρθρωτικών του προβληµάτων. 128
τιστικά σηµαντική (χ 2 =0.83, n.s.). Σε ό,τι αφορά τον ΓΛ, τα ποσοστά αποτυχίας του στο σχηµατισµό ερωτήσεων προσαρτήµατος και ερωτήσεων ορίσµατος είναι 66.67% και 9.52% αντίστοιχα, διαφοροποίηση που είναι στατιστικά σηµαντική (χ 2 =10.13, p<.01). Επιπλέον, για κανέναν από τους δύο αγραµµατικούς δεν παρουσιάζεται ση- µαντική διαφοροποίηση µεταξύ ερωτήσεων υποκειµένου και ερωτήσεων αντικειµένου (ΓΘ: χ 2 =0.05, n.s. ΓΛ: χ 2 =0.43, n.s.). Σε ό,τι αφορά τα είδη των λαθών που κάνουν οι αγραµµατικοί συµµετέχοντες, παρατηρούµε (βλ. πίνακα 3.3) πως αυτά, µε ελάχιστες εξαιρέσεις, δεν είναι κοινά και για τους δύο, καθώς φαίνονται να αποτελούν συνάρτηση της σοβαρότητας της αφασίας τους αλλά και κάποιων µεθοδολογικών παραµέτρων. Αναφορικά µε την παρά- µετρο της σοβαρότητας της αφασίας, αυτή φαίνεται να συνδέεται µε την «έκταση» της παραγωγής. Για παράδειγµα, ο ΓΘ, του οποίου η αφασία είναι σαφώς σοβαρότερη από αυτήν του ΓΛ, στις 14 από τις 22 περιπτώσεις αποτυχίας παραγωγής της ΕΣ, δηλαδή σε ποσοστό 63.64%, αδυνατεί να αρθρώσει οποιαδήποτε λέξη. Αυτό συµβαίνει τόσο µε τις ερωτήσεις ορίσµατος (οκτώ περιπτώσεις) όσο και µε τις ερωτήσεις προσαρτήµατος (έξι περιπτώσεις). Αντίθετα, ο ΓΛ, του οποίου ο αγραµµατισµός είναι ήπιος, µόνο σε µία από τις δώδεκα περιπτώσεις αποτυχίας (8.33%) δεν καταφέρνει να αρθρώσει ούτε µία λέξη. Επίσης, σε δύο περιπτώσεις ο ΓΘ καταφέρνει να παραγάγει µόνο το (κατάλληλο) ερωτηµατικό στοιχείο της ΕΣ, κάτι που δεν κάνει Πίνακας 3.3 Ανάλυση λαθών στη δοκιµασία εκµαίευσης ερωτήσεων ΓΘ ΓΛ Αδυναµία απάντησης 14 1 Παραγωγή µόνο του (κατάλληλου) ερωτηµατικού στοιχείου 2 0 Λαθεµένη επιλογή ερωτηµατικού στοιχείου 1 3 Ελλειπτική πρόταση 0 2 Επανάληψη ΑΠ 0 5 είξη (χωρίς παραγωγή) ερωτηµατικού στοιχείου στην κάρτα 3 0 Απάντηση αντί ερώτησης µε αφορµή την ΑΠ 1 0 Άλλο 1 1 129
ποτέ ο ΓΛ. Ακόµη, σε τρεις περιπτώσεις ο ΓΘ απλά δείχνει το ερωτηµατικό στοιχείο µε το οποίο κατά την κρίση του θα άρχιζε η ΕΣ. Ο ΓΛ ωστόσο δεν είχε τη δυνατότητα να υποπέσει σε λάθος αυτού του είδους, λόγω της ελαφρά τροποποιηµένης πειρα- µατικής διαδικασίας που ακολουθήθηκε γι αυτόν. Πιο συγκεκριµένα, υπενθυµίζουµε πως, ενώ κατά την πειραµατική διαδικασία παράλληλα µε την εκφώνηση των ΑΠ και των λοιπών οδηγιών (του τύπου Θέλουµε να µάθουµε το Χ) εµφανιζόταν γραπτά στον ΓΘ το σύνολο των υποψήφιων ερωτηµατικών λέξεων από τις οποίες θα έπρεπε να διαλέξει µία ώστε να σχηµατίσει την ΕΣ, δεν συνέβαινε κάτι τέτοιο και µε τον ΓΛ, καθώς αυτός έπασχε από (βαθιά) δυσλεξία. Κατά την εκτίµησή µου ωστόσο, ακόµη και αν ο ΓΛ ήταν σε θέση να βλέπει γραπτά το σύνολο των ερωτηµατικών στοιχείων, και πάλι δεν θα υπέπιπτε σε λάθη αυτού του είδους (δηλ. σε δείξη του ερωτηµατικού στοιχείου χωρίς παραγωγή), καθώς δείχνει σαφώς µικρότερη τάση για αποφυγή παραγωγής λόγου συγκριτικά µε τον ΓΘ. Τα πιο συχνά λάθη που κάνει ο ΓΛ είναι η επανάληψη της ΑΠ (στις 5 από τις 12 περιπτώσεις αποτυχίας, 41.67%) και η λαθεµένη επιλογή ερωτηµατικού στοιχείου (στις 3 από τις 12 περιπτώσεις αποτυχίας, 25%). Αξίζει να σηµειωθεί πως ο ΓΛ το πρώτο είδος λάθους το κάνει µόνο µε προτάσεις που περιέχουν προσάρτηµα (ΠροθΦ ή επίρρηµα). Ειδικότερα, κατά την επανάληψη της ΑΠ άλλοτε αφαιρεί το προσάρτηµα (βλ. 25) και άλλοτε όχι (βλ. 26). Σε σχέση µε τη λαθεµένη επιλογή ερωτηµατικού στοιχείου, αυτή αφορά είτε περιπτώσεις που ε- µπλέκουν όρισµα είτε περιπτώσεις που εµπλέκουν προσάρτηµα. Επιπλέον, άλλοτε η (λαθεµένη) επιλογή του ερωτηµατικού στοιχείου δεν διαταράσσει το είδος της ΕΣ (βλ. 27-28) και άλλοτε το διαταράσσει (βλ. 29). (25) Ο µαθητής τυπώνει την εργασία του για κάποιο λόγο. > Ο µαθητής τυπώνει την εργασία του. (26) Ο µάγειρας ψήνει το αρνί µε κάποιον ιδιαίτερο τρόπο. > Ο µάγειρας ψήνει το αρνί µε κάποιον ιδιαίτερο τρόπο. (27) Ο κύριος λαµβάνει κάτι. > Ποιο(ς) λαµβάνει τον κύριο; (ποιος αντί για τι, δηλαδή όρισµα αντί για όρισµα) (28) Ο γιατρός ναρκώνει τον ασθενή για κάποιο λόγο. > Ποιος είναι ο τρόπος που ναρκώνει τον κύριο; (ποιος είναι ο τρόπος (=πώς) αντί γιατί, δηλαδή αντί για προσάρτηµα, φράση που αντιστοιχεί σε (άλλο) συνώνυµο προσάρτηµα) (29) Το παιδί τεντώνει τα χέρια του για κάποιο λόγο. > Τι κάνει το παιδί; (τι αντί πώς, δηλαδή όρισµα αντί για προσάρτηµα, και «απλουστευτική» υποκα- 130
τάσταση ρήµατος, υπό την έννοια ότι το απολεξικοποιηµένο ρήµα κάνω θα µπορούσε να υποκαταστήσει γενικευτικά οποιοδήποτε ρήµα που δηλώνει δρα- στηριότητα ή κατάσταση) Τέλος, σε ό,τι αφορά τις ερωτήσεις αντικειµένου δεν παρατηρείται κάποια ση- µαντική διαφοροποίηση ανάλογα µε την ταυτότητα του wh-στοιχείου. Τα δύο από τα έξι λάθη του ΓΘ στις ερωτήσεις αντικειµένου εµπλέκουν το τι και τα άλλα τέσσερα το ποιον/ποιαν, ενώ ο ΓΛ κάνει µόλις δύο λάθη σε αυτές τις ερωτήσεις (και τα δύο σε τι-ερωτήσεις-στόχους) και συνεπώς είναι αδύνατη η ανάδειξη οποιουδήποτε διαχωρισµού. 3.4 Συζήτηση Σε ό,τι αφορά το επίπεδο της κατανόησης των wh-ερωτήσεων, τα αποτελέσµατα των ελληνόφωνων αγραµµατικών που συµµετείχαν στην παρούσα µελέτη βρίσκονται σε συµφωνία µε τα αποτελέσµατα των αγγλόφωνων αγραµµατικών (στον ίδιο τύπο προτάσεων) που καταγράφονται στις έρευνες των Hickok και Avrutin (1996) και του Avrutin (2000), καθώς η επίδοση σε αυτές τις ερωτήσεις είναι σχετικά υψηλή και, επιπλέον, δεν διαφοροποιείται ανάλογα µε το αν πρόκειται για ερωτήσεις υποκειµένου ή αντικειµένου. Επίσης, τα αποτελέσµατα που αφορούν την κατανόηση σε γενικές γραµµές συµφωνούν και µε τα ευρήµατα των Stavrakaki και Kouvava (2003) και των Alexiadou και Stavrakaki (2006) ως προς τη θέση [Χαρ, ΦρΣ ]. Κατά συνέπεια, τα ευρήµατα της παρούσας έρευνας ως προς την κατανόηση των wh-ερωτήσεων από τους ελληνόφωνους αγραµµατικούς θα µπορούσαν να υπαχθούν στο ερµηνευτικό σχήµα που προτείνεται από τον Avrutin (2000), σύµφωνα µε το οποίο η κατανόηση των who/what-ερωτήσεων στον αγραµµατισµό είναι σχετικά ικανοποιητική, διότι αυτές ως συνοµιλιακά µη εξαρτηµένες ερωτήσεις σε αντίθεση µε τις συνοµιλιακά εξαρτηµένες which-οφ ερωτήσεις δεν είναι ιδιαίτερα απαιτητικές υπολογιστικά (βλ. ενότητα 3.1.3.1). Αναφορικά µε το επίπεδο της παραγωγής, τα αποτελέσµατά µας ως προς το ύ- ψος της επίδοσης στις wh-ερωτήσεις δεν συµφωνούν µε τα αντίστοιχα αποτελέσµατα των Stavrakaki και Kouvava (2003), αλλά βρίσκονται σε συµφωνία µε τα ευρήµατα της συντριπτικής πλειονότητας των διαγλωσσικών ερευνών που σχολιάζονται στην ε- 131
νότητα 3.1.3, καθώς, όπως οι αγγλόφωνοι (Hickok & Avrutin, 1995, 1996 Thompson & Shapiro, 1994, 1995 Thompson, Shapiro & Roberts, 1993 Thompson, Shapiro, Tait, Jacobs, & Schneider, 1996 Wambaum & Thompson, 1989 Friedmann, 2002), οι αραβόφωνοι (Friedmann, 2002), οι εβραιόφωνοι (ό.π.) και οι ολλανδόφωνοι (Ruigendijk, Kouwenberg & Friedmann, 2004) αγραµµατικοί, έτσι και οι ελληνόφωνοι α- γραµµατικοί της παρούσας έρευνας παρουσιάζουν ιδιαίτερα χαµηλές επιδόσεις στο σχηµατισµό αυτών των ερωτήσεων. Συνεπώς, τα σχετικά ευρήµατα δείχνουν πως οι αγραµµατικοί αντιµετωπίζουν σε διαγλωσσικό επίπεδο σηµαντικές δυσκολίες µε τη ΦρΣ, η οποία εµπλέκεται καθοριστικά στο σχηµατισµό των wh-ερωτήσεων, καθώς φιλοξενεί στη θέση [Χαρ, ΦρΣ ] το ερωτηµατικό στοιχείο. Σε αρµονία µε τα παραπάνω ευρήµατα και τη σχετική διαπίστωση βρίσκονται και τα αποτελέσµατα των A- lexiadou και Stavrakaki (2006), καθώς η δίγλωσση αγραµµατική της εν λόγω έρευνας, παρά το ότι συµµετείχε σε µια διαφορετική δοκιµασία (συγκεκριµένα, σε µια δοκιµασία διάταξης συστατικών όπου ελεγχόταν η επιτυχής διάταξη κάποιων επιρρηµάτων που σχετίζονταν µε ορισµένες λειτουργικές κατηγορίες σε σχέση µε τους υπόλοιπους όρους της πρότασης), φάνηκε πως οµοίως είχε προβλήµατα µε τη θέση [Χαρ, ΦρΣ ] τόσο στην Ελληνική όσο και στην Αγγλική. Ειδικότερα για την Ελληνική, τα αποτελέσµατα της παρούσας έρευνας σε συνδυασµό µε τα αποτελέσµατα των Stavrakaki και Kouvava (2003) προσφέρουν ακόµη ισχυρότερη µαρτυρία υπέρ της σηµαντικής δυσχέρειας των ελληνόφωνων αγραµµατικών µε το σύνολο της ΦρΣ (δηλ. και µε τη θέση χαρακτηριστή και µε τη θέση κεφαλής), καθώς στην έρευνα των τελευταίων βάσει δεδοµένων αυθόρµητου λόγου αποκαλύπτεται σηµαντική διαταραχή και της κεφαλής της ΦρΣ (Σ ), ακόµη µεγαλύτερη από αυτήν που αφορά τη θέση [Χαρ, ΦρΣ ]. Ιδωµένα συγκριτικά λοιπόν, τα πειραµατικά δεδοµένα της παρούσας µελέτης ως προς την κατανόηση και την παραγωγή των wh-ερωτήσεων δεν βρίσκονται σε συµφωνία µε την υπόθεση ότι στον αγραµµατισµό η γλωσσική διαταραχή αφορά τοσο την παραγωγή όσο και την κατανόηση (Kolk & van Grunsven, 1985), καθώς η πρώτη τροπικότητα εµφανίζεται σηµαντικά πιο διαταραγµένη από τη δεύτερη. Θα πρέπει να σηµειωθεί ωστόσο πως, δεδοµένης της ποικιλότητας που χαρακτηρίζει τον αγραµµατισµό (π.χ. Kolk, 2007), για τον έλεγχο αυτής της υπόθεσης δεν αρκούν τα συγκεκριµένα δεδοµένα από τις wh-ερωτήσεις, αλλά απαιτείται η εξέταση περισσότερων δοµών (και στις δύο τροπικότητες) σε πολύ µεγαλύτερο αριθµό αγραµµατικών. Στο πλαίσιο της παρούσας µελέτης, ωστόσο, αυτό το ζήτηµα διερευνάται και στα ε- 132
πόµενα δύο κεφάλαια, όπου οι τροπικότητες της παραγωγής και της κατανόησης εξετάζονται µέσω δοµών που εµπλέκουν την άρνηση, το χρόνο, τη συµφωνία και την ό- ψη. Συνεχίζοντας τη συζήτηση σχετικά µε τα ευρήµατα των ελληνόφωνων αγραµ- µατικών (της παρούσας µελέτης) που αφορούν την παραγωγή, αυτά µαζί µε τα διαγλωσσικά δεδοµένα που προαναφέρονται βρίσκονται σε συµφωνία µε τις προβλέψεις της Hagiwara (1995) αλλά και µε την ΥΑ των Friedmann και Grodzinsky (1997), σύµφωνα µε τις οποίες, ανεξαρτήτως της σοβαρότητας της αφασίας, η ΦρΣ αναµένεται να είναι ιδιαίτερα προβληµατική στον αγραµµατισµό, καθώς πρόκειται για το ανώτερο στρώµα της συντακτικής ιεραρχίας. Επίσης, τα εν λόγω ευρήµατα θα µπορούσαν να ερµηνευτούν και βάσει της υπόθεσης της µετακίνησης του τελεστή των Burchert et al. (2005), σύµφωνα µε την οποία κάποιοι αγραµµατικοί έχουν πρόβληµα µε τη µετακίνηση του τελεστή, λειτουργία θεµελιώδη για τις wh-ερωτήσεις. Τέλος, τα αποτελέσµατά µας βρίσκονται σε συµφωνία και µε την υπόθεση της διαταραχής της εµφανούς µετακίνησης (Bastiaanse & van Zonneveld, 1998 Bastiaanse, Koekkoek & van Zonneveld, 2003) (βλ. ενότητες 3.2.2.2 και 1.2.2.1.3), καθώς εµφανής µετακίνηση όρου δεν πραγµατοποιείται µόνο στις ερωτήσεις αντικειµένου και στις ερωτήσεις προσαρτήµατος, αλλά, αν δεχτούµε πως η βασική σειρά των όρων της Ελληνικής είναι η Ρ-Υ-Α και πως η Υ-Ρ-Α είναι προϊόν (εµφανούς) µετακίνησης του Υ σε θέση θεµατοποίησης (topic) (π.χ. Φιλιππάκη-Warburton, 1982, 1985 Tsimpli, 1990, 1995), τότε είναι σαφές πως και στην περίπτωση των ερωτήσεων υποκειµένου πραγ- µατοποιείται εµφανής µετακίνηση (του Υ). Αξίζει να σηµειωθεί, ωστόσο, ότι κυρίως τα δεδοµένα του ΓΘ βρίσκονται σε συµφωνία µε αυτή την υπόθεση, καθώς στην επίδοση του ΓΛ εµφανίζεται σαφής διαχωρισµός µεταξύ ερωτήσεων ορίσµατος και ερωτήσεων προσαρτήµατος, µε σηµαντική υπεροχή των πρώτων έναντι των δεύτερων. Μάλιστα, η επίδοση του ΓΛ στις ερωτήσεις ορίσµατος είναι πολύ υψηλή, καθώς αυτός κάνει µόλις 2/21 λάθη. Γενικά, η συνολική υπεροχή των ερωτήσεων ορίσµατος έ- ναντι των ερωτήσεων προσαρτήµατος θα µπορούσε να αποδοθεί στην απαιτητικότερη φύση των δεύτερων µε όρους επεξεργασίας (καθώς αυτές είναι µεγαλύτερου µήκους από τις ερωτήσεις ορίσµατος: 11.87 και 7.62 συλλαβές αντίστοιχα) και στους περιορισµένους πόρους επεξεργασίας των αγραµµατικών συµµετεχόντων (ιδίως του ΓΛ). To ζήτηµα της µειωµένης υπολογιστικής ικανότητας των αγραµµατικών αυτής της έρευνας εξετάζεται διεξοδικότερα στο τέταρτο και το πέµπτο κεφάλαιο. 133
Παραµένοντας στο επίπεδο της παραγωγής, αξίζει να σχολιαστούν και οι υ- πόλοιπες πτυχές της επίδοσης των ελληνόφωνων αγραµµατικών. Όπως ήδη αναφέρθηκε, δεν αποκαλύφτηκε κανένας διαχωρισµός µεταξύ των ερωτήσεων υποκειµένου και των ερωτήσεων αντικειµένου. Αυτό το εύρηµα είναι ανάλογο µε τα σχετικά αποτελέσµατα της Friedmann (2002) και ενισχύει την άποψη της τελευταίας ότι αυτό το πρότυπο επίδοσης θα µπορούσε να αποδοθεί στο γεγονός ότι και στα δύο είδη ερωτήσεων µια ΟΦ µετακινείται στη ΦρΣ. Με άλλα λόγια, αυτό το εύρηµα παρέχει εµπειρική υποστήριξη στη θεωρητική προσέγγιση σύµφωνα µε την οποία στις κύριες ερωτήσεις υποκειµένου η ΟΦ που αντιστοιχεί στο υποκείµενο της πρότασης µετακινείται στη θέση [Χαρ, ΦρΣ ] (Clements et al., 1983). Επιπλέον, βάσει των αποτελεσµάτων αποκαλύπτεται διαχωρισµός ερωτήσεων ορίσµατος και ερωτήσεων προσαρτήµατος και για τους δύο αγραµµατικούς, αν και αυτός είναι στατιστικά σηµαντικός µόνο για τον ΓΛ. Όπως είδαµε στη σχετική βιβλιογραφική επισκόπηση (βλ. ενότητα 3.1.3.2), διαχωρισµός µεταξύ ερωτήσεων ορίσµατος και ερωτήσεων προσαρτήµατος καταγράφεται επίσης στη µελέτη της Friedmann (2002) και εν µέρει στη µελέτη των Thompson et al. (1996). Ωστόσο, ενώ τα α- ποτελέσµατα των ελληνόφωνων αγραµµατικών συµµετεχόντων είναι ανάλογα µε τα αποτελέσµατα του πέµπτου αγραµµατικού που συµµετέχει στην έρευνα των Thompson et al. (ό.π.) ως προς την κατεύθυνση του διαχωρισµού, καθώς και οι τρεις αυτοί αγραµµατικοί παρουσιάζουν υπεροχή στις ερωτήσεις ορίσµατος έναντι των ερωτήσεων προσαρτήµατος, 99 διαφοροποιούνται από τα αποτελέσµατα της Friedmann (2002), όπου το πρότυπο επίδοσης εµφανίζεται αντεστραµµένο (υπεροχή των ερωτήσεων προσαρτήµατος έναντι των ερωτήσεων ορίσµατος). Έτσι, τα αποτελέσµατά µας ενισχύουν το διπλό διαχωρισµό (double dissociation) που παρατηρείται µεταξύ ερωτήσεων ορίσµατος και ερωτήσεων προσαρτήµατος, εύρηµα που συνηγορεί υπέρ του ότι αυτοί οι δύο τύποι ερωτήσεων διαφοροποιούνται λειτουργικά, έχουν δηλαδή διακριτά συστήµατα επεξεργασίας (και γι αυτό µπορούν να πλήττονται διαφοροποιηµένα). Θα λέγαµε λοιπόν πως η θεωρητική διάκριση µεταξύ ερωτήσεων ορίσµατος και ερωτήσεων προσαρτήµατος (βλ. ενότητα 3.1.2), η οποία προφανώς αποτελεί προέκταση της θεµελιώδους διάκρισης µεταξύ ορισµάτων και προσαρτηµάτων, λαµβάνει και ε- µπειρική/πειραµατική ενίσχυση από το παραπάνω εύρηµα που αφορά το διπλό δια- 99 Συγκεκριµένα, όπως αναφέρεται στην ενότητα 3.1.3.2, µόνο ένας (ο πέµπτος) από τους επτά αγραµ- µατικούς που συµµετείχαν στην έρευνα των Thompson et al. (1996) παρουσιάζει έναν τέτοιο διαχωρισµό σαν το «δικό» µας (πριν την έναρξη της λογοθεραπευτικής παρέµβασης). Οι υπολοιποι έξι δεν εµφανίζουν καµιά διαφοροποίηση µεταξύ ερωτήσεων ορίσµατος και ερωτήσεων προσαρτήµατος. 134
χωρισµό µεταξύ των δύο τύπων ερωτήσεων, όπως άλλωστε και από τα ευρήµατα των Thompson et al. (1996) αναφορικά µε τα πρότυπα γενίκευσης των αγραµµατικών που συµµετέχουν στην κλινική τους µελέτη (για λεπτοµέρειες, βλ. ενότητα 3.1.3.2). Αξίζει να σηµειωθεί, τέλος, πως η ψυχολογική πραγµατικότητα της θεωρητικής διάκρισης ορισµάτων και προσαρτηµάτων επιβεβαιώνεται και µέσω on-line πειραµάτων, ό- πως είναι για παράδειγµα αυτά που χρησιµοποιούν την τεχνική της παρακολούθησης της κόρης του οφθαλµού. Αξιοποιώντας αυτή την τεχνική στη µελέτη τους, οι Lee και Thompson (2008) µελέτησαν την επίδοση αγγλόφωνων αγραµµατικών και ατό- µων χωρίς προβλήµατα νευρολογικής φύσης στο σχηµατισµό προτάσεων (µέσω µιας δοκιµασίας διάταξης συστατικών) που ενέπλεκαν τόσο ορίσµατα όσο και προσαρτή- µατα. Βάσει των αποτελεσµάτων, αν και δεν σηµειώθηκε καµιά σηµαντική διαφοροποίηση µεταξύ ορισµάτων και προσαρτηµάτων στην off-line επίδοση ως προς το σχη- µατισµό των προτάσεων, διαπιστώθηκε ωστόσο µέσω της προαναφερθείσας τεχνικής πως γενικά τα προσαρτήµατα είναι µε όρους επεξεργασίας «δαπανηρότερα» από τα ορίσµατα. Τέλος, είδαµε πως οι τι-ερωτήσεις-στόχοι δεν βρίσκονται σε καλύτερη κατάσταση από τις ποιον-ερωτήσεις-στόχους, όπως ενδεχοµένως θα περίµενε κανείς δεδο- µένης της διαφοράς του τι και του ποιος σε συντακτικό επίπεδο. Υπενθυµίζουµε πως, όπως επισηµαίνουν και οι Tsimpli και Stavrakaki (1999: 51-52), το τι διαφέρει από το ποιος ως προς το ότι δεν κωδικοποιεί τον αριθµό, το γένος και την πτώση των δεσµευµένων µεταβλητών (βλ. ενότητα 3.1.2). Συνεπώς, αυτό φαίνεται να είναι υπολογιστικά λιγότερο απαιτητικό από το ποιος. Θεωρώ πως στο πειραµατικό πλαίσιο αυτής της εργασίας µόνο βάσει αυτής της διαφοράς θα µπορούσε να προβλέψει κανείς υπεροχή των τι-ερωτήσεων έναντι των ποιον-ερωτήσεων και πως δεν θα µπορούσε να επικαλεστεί την πρόταση των Tsimpli και Stavrakaki (ό.π.) ότι το τι στην πραγµατικότητα δεν δρα σαν τελεστής που δεσµεύει κάποια µεταβλητή (επειδή δεν περιορίζει το φάσµα των πιθανών αντικειµένων αναφοράς του), αλλά απλά σαν ερωτηµατικός δείκτης. Κι αυτό διότι βάσει των ΑΠ και των σχετικών οδηγιών που στοχεύουν στην εκµαίευση των τι-ερωτήσεων (βλ. το σχετικό παράδειγµα στην ενότητα 3.2.2.2) είναι σαφές πως στις συγκεκριµένες τι-εσ αυτό το στοιχείο έχει την υπόσταση τελεστή που πράγµατι δεσµεύει µια µεταβλητή. Η µη ανάδειξη κάποιας σηµαντικής διαφοροποίησης µεταξύ των τι-ερωτήσεων και των ποιον-ερωτήσεων θα µπορούσε ενδεχοµένως να αποδοθεί στο µικρό αριθµό των πειραµατικών ερωτήσεων αντικειµένου (11) σε συνδυασµό µε το γεγονός ότι στο συγκεκριµένο τύπο ερωτήσεων οι ΓΛ και 135
ΓΘ ούτως ή άλλως δεν είχαν πολύ χαµηλές επιδόσεις (τουλάχιστον όχι στον ίδιο βαθ- µό που παρατηρήθηκε µε τις ερωτήσεις προσαρτήµατος). Στο σηµείο αυτό, και µε δεδοµένα τα παραπάνω, θα µπορούσαµε να διατυπώσουµε µια «δοκιµαστική» ερµηνεία για τα σχετικά ευρήµατα που αναλύονται σ αυτό το κεφάλαιο, την οποία θα υποβάλουµε σε επαναληπτικούς έλεγχους στην πορεία αυτής της εργασίας, όσο θα διευρύνεται ο όγκος και η ποικιλία των αγραµµατικών δεδοµένων που αναλύουµε. Όπως αναφέρεται και στην ενότητα 3.1.2, όλοι οι τύποι των wh-ερωτήσεων συνδέονται µε ερµηνεύσιµα χαρακτηριστικά, καθώς ο wh-τελεστής (o οποίος κατέχει τη θέση [Χαρ, ΦρΣ ]) φέρει το ερµηνεύσιµο στη Λ ερωτηµατικό χαρακτηριστικό κεφαλής (Radford, 1997: 135-136). Η σύνδεση των wh-ερωτήσεων µε ερµηνεύσιµα χαρακτηριστικά, θα προσθέταµε, δεν εξαντλείται στο ερµηνεύσιµο ερωτηµατικό χαρακτηριστικό κεφαλής που φέρει ο wh-τελεστής, αλλά γίνεται φανερή και αν λάβου- µε υπόψη µας ότι αυτός ο τελεστής ελέγχεται εξωγλωσσικά, καθώς αναφέρεται σε µια οντότητα εκτός γλωσσικού συστήµατος, είτε είναι συνοµιλιακά παρούσα είτε όχι (βλ. τη διάκριση µεταξύ wh-ερωτήσεων και wh-οφ-ερωτήσεων). Για την επιτυχή ε- πεξεργασία, συνεπώς, των wh-ερωτηµατικών προτάσεων φαίνεται να είναι αναγκαία η ενσωµάτωση τόσο γραµµατικής όσο και ευρύτερης σηµασιολογικής/πραγµατολογικής γνώσης. Θα µπορούσαµε λοιπόν να υποθέσουµε πως αυτό ακριβώς το γεγονός, η σύνδεση δηλαδή των wh-ερωτήσεων µε ερµηνεύσιµα χαρακτηριστικά, από τη στιγµή που συνεπάγεται αυξηµένες απαιτήσεις επεξεργασίας (βλ. ανάγκη ενσωµάτωσης γνώσης/πληροφορίας από δύο διαφορετικά επίπεδα αναπαράστασης) καθιστά αυτού του είδους τις προτάσεις ιδιαίτερα προβληµατικές για τους αγραµµατικούς. Ασφαλώς, η ισχύς αυτής της υπόθεσης αποτελεί συνάρτηση της παραδοχής πως οι αγραµ- µατικοί έχουν περιορισµένες υπολογιστικές δυνατότητες ή, µε άλλα λόγια, µειωµένους πόρους επεξεργασίας. Σε αυτή την αδυναµία των αγραµµατικών έγινε ήδη αναφορά (βλ. ενότητα 1.2.2.2), ενώ η συστηµατικότερη διερεύνησή της παρουσιάζεται στο τέταρτο και, κυρίως, στο πέµπτο κεφάλαιο. Επίσης, η παραπάνω υπόθεση που διατυπώνουµε κινείται σε ανάλογο µήκος κύµατος µε αυτήν που διατύπωσαν οι Kok et al. (2007) (βλ. ενότητα 1.2.2.2), προκειµένου να ερµηνεύσουν την καλύτερη επίδοση των αγραµµατικών τους στο χρόνο απ ό,τι στη συµφωνία, καθώς και µε την ερµηνεία που πρότεινε ο Avrutin (2000) σχετικά µε την υπεροχή των wh-ερωτήσεων έναντι των wh-οφ-ερωτήσεων στον αγραµµατισµό. Θα προτείναµε λοιπόν µια προέκταση της πρότασης του Avrutin, υποστηρίζοντας α) πως τόσο οι wh-ερωτήσεις όσο και οι 136
wh-οφ-ερωτήσεις είναι υπολογιστικά απαιτητικές, δεδοµένου ότι αµφότερες φέρουν ερµηνεύσιµα χαρακτηριστικά και απαιτούν ενσωµάτωση πληροφορίας/γνώσης από δύο επίπεδα, το γλωσσικό/γραµµατικό και το εξωγλωσσικό, και β) πως αυτοί οι δύο τύποι ερωτήσεων διαφοροποιούνται µεταξύ τους ως προς το ότι, πιθανότατα, η επεξεργασία και η ενσωµάτωση της συνοµιακά συναφούς γνώσης «κοστίζει» µε όρους επεξεργασίας περισσότερο απ ό,τι η επεξεργασία και η ενσωµάτωση της εξωγλωσσικής (σηµασιολογικής/πραγµατολογικής) γνώσης που ωστόσο δεν είναι παρούσα στο συγκείµενο. Η τελευταία υπόθεση στηρίζεται ασφαλώς στα σχετικά ευρήµατα που συζητάει ο Avrutin (2000), σύµφωνα µε τα οποία οι wh-οφ-ερωτήσεις προκαλούν στους αφασικούς περισσότερες δυσκολίες απ ό,τι οι wh-ερωτήσεις. Θα πρέπει επίσης να σηµειωθεί ότι τα ευρήµατα αυτά του Avrutin αφορούσαν µόνο την κατανόηση, οπότε η ισχύς της δεύτερης υπόθεσης που διατυπώνεται παραπάνω δεν είναι δεδοµένο πως αφορά και την τροπικότητα της παραγωγής. Σε κάθε περίπτωση, αυτό το ζήτηµα δεν αφορά την παρούσα έρευνα. Τέλος, η παραδοχή που κάνουµε σχετικά µε τους µειωµένους πόρους επεξεργασίας των ΓΘ και ΓΛ στηρίζεται, µεταξύ άλλων (βλ. συνέχεια), στην επίδοσή τους στις ερωτήσεις ορίσµατος και στις ερωτήσεις προσαρτήµατος, όπου σηµειώνεται σαφής υπεροχή των πρώτων έναντι των δεύτερων, σε συνδυασµό µε τα προαναφερθέντα ευρήµατα των Lee και Thompson (2008), κατά τα οποία τα προσαρτήµατα είναι απαιτητικότερα υπολογιστικά από τα ορίσµατα, καθώς και µε το γεγονός ότι οι ερωτήσεις προσαρτήµατος ήταν µεγαλύτερου µήκους από τις ερωτήσεις ορίσµατος. Τέλος, η ποικιλία που παρατηρείται στα πρότυπα επίδοσης των αγραµµατικών ως προς την ύπαρξη ή µη διαφοροποίησης µεταξύ ερωτήσεων ορίσµατος και ε- ρωτήσεων προσαρτήµατος βρίσκεται σε συµφωνία µε την ευρέως αποδεκτή πλέον διαπίστωση πως η ποικιλότητα αποτελεί το σήµα κατατεθέν του αγραµµατισµού (Kolk, 2007). 100 Αυτή η ποικιλία, σε συνδυασµό µε το εύρηµα του διπλού διαχωρισµού µετα-ξύ ερωτήσεων ορίσµατος και ερωτήσεων προσαρτήµατος, ενισχύει την υπόθεση πως τα συστήµατα επεξεργασίας των δύο τύπων ερωτήσεων είναι µεν διακριτά (λειτουρ-γική διαφοροποίηση), χαρακτηρίζονται ωστόσο από δοµική εγγύτητα (βλ. και Cara-mazza, Capasso, Capitani & Miceli, 2005: 52). 100 Η ποικιλότητα φαίνεται άλλωστε πανταχού παρούσα και σε «βασικότερες» διαστάσεις των διαγλωσσικών δεδοµένων. Για παράδειγµα, τα πειραµατικά δεδοµένα της Penke (2001), σε αντίθεση µε τα δεδοµένα της συντριπτικής πλειονότητας των υπόλοιπων συγκρίσιµων ερευνών, δείχνουν µια µάλλον ικανοποιητική επίδοση γερµανόφωνων αγραµµατικών στην παραγωγή wh-ερωτήσεων. 137
Σε σχέση µε την παρατηρούµενη ποικιλία (που καταγράφεται στη σχετική βιβλιογραφία) ως προς το διαχωρισµό (ή µη) µεταξύ ερωτήσεων ορίσµατος και ερωτήσεων προσαρτήµατος, δεν θα µπορούσε να αποκλειστεί κατά την άποψή µας σε κάποιες περιπτώσεις µια ερµηνεία στη βάση παραµέτρων όπως α) το επίπεδο των πόρων επεξεργασίας/το εύρος της µνήµης εργασίας των αγραµµατικών και β) η διαθεσι- µότητα ή µη και ο τρόπος εφαρµογής της µη συντακτικής στρατηγικής που προτείνει η Friedmann (2002). Αυτή η στρατηγική, όπως προτείνουµε στη συνέχεια, είναι δυνατό να εφαρµόζεται µε διαφοροποιηµένους τρόπους, ανάλογα µε το εύρος/τη µορφή της γραµµατικής ευαισθησίας των αγραµµατικών. Αναφορικά µε την πρώτη παράµετρο, είναι προφανές πως, αν κάποιοι αγραµ- µατικοί διαθέτουν περιορισµένους πόρους επεξεργασίας και εάν παράλληλα οι ερωτήσεις προσαρτήµατος είναι πιο δαπανηρές υπολογιστικά από τις ερωτήσεις ορίσµατος (επειδή, για παράδειγµα, είναι µεγαλύτερου µήκους, αλλά και για άλλους ανεξάρτητους λόγους, όπως είναι η συντακτική/σηµασιολογική προτεραιότητα των (υποχρεωτικών) ορισµάτων έναντι των (προαιρετικών) προσαρτηµάτων βλ. και παραπάνω), τότε είναι αναµενόµενη η καλύτερη επίδοση στις ερωτήσεις ορίσµατος παρά στις ε- ρωτήσεις προσαρτήµατος. Ασφαλώς, προϋπόθεση για την ανάδειξη αυτού του διαχωρισµού θα ήταν η µη διαθεσιµότητα/µη εφαρµογή οποιασδήποτε µη συντακτικής στρατηγικής που δυνητικά θα ευνοούσε τις ερωτήσεις προσαρτήµατος. Μια επιπλέον προϋπόθεση θα ήταν η µη διαφοροποιηµένη βλάβη στα λειτουργικά συστήµατα που είναι υπεύθυνα για την επεξεργασία των ορισµάτων και των προσαρτηµάτων. Μια ενδεχόµενη συνύπαρξη των παραπάνω δεδοµένων (δηλ. µειωµένων πόρων επεξεργασίας, εφαρµογής µη συντακτικής στρατηγικής και διαφοροποιηµένης βλάβης των συστηµάτων επεξεργασίας των ορισµάτων και των προσαρτηµάτων) ασφαλώς θα συσκότιζε την εικόνα και θα έκανε σχεδόν αδύνατη τη διατύπωση µιας πειστικής, «αδιαµφισβήτητης» ερµηνείας. Έτσι λοιπόν, αν υποθέσουµε α) ότι οι αγραµµατικοί της παρούσας έρευνας έχουν µειωµένους πόρους επεξεργασίας (υπόθεση που ενισχύεται και από τα ευρήµατα που ακολουθούν στα δύο επόµενα κεφάλαια), β) ότι αυτοί δεν διαθέτουν ή δεν εφαρµόζουν καµιά µη συντακτική στρατηγική του τύπου που περιγράφει η Friedmann (υπόθεση που βασίζεται στο ότι αυτοί δεν υποπίπτουν ούτε σε έ- να λάθος συναναφοράς/πλήρωσης κενού) 101 και γ) ότι σε αυτούς δεν έχουν πληγεί διαφοροποιηµένα τα συστήµατα επεξεργασίας των ορισµάτων και των προσαρτηµά- 101 Η παρουσία τέτοιων λαθών αποτελεί µια από τις ελάχιστες ενδείξεις για τη χρήση κάποιας µη συντακτικής στρατηγικής βλ. συνέχεια. 138
των, τότε θα φαινόταν εύλογη η απόδοση των προτύπων επίδοσής τους (συγκεκρι- µένα η υπεροχή των ερωτήσεων ορίσµατος έναντι των ερωτήσεων προσαρτήµατος) στην περιορισµένη υπολογιστική τους ικανότητα (δεδοµένης της απαιτητικότερης φύσης των ερωτήσεων προσαρτήµατος). Πράγµατι, µια τέτοια ερµηνεία ήδη προτάθηκε παραπάνω. Σε ό,τι αφορά τη µη συντακτική στρατηγική που προτείνει η Friedmann (2002), θυµίζουµε πως αυτήν την προτείνει για να ερµηνεύσει την καλύτερη επίδοση που είχαν οι εβραιόφωνοι και οι αραβόφωνοι αγραµµατικοί της έρευνάς της στην παραγωγή ερωτήσεων προσαρτήµατος απ ό,τι στην παραγωγή ερωτήσεων ορίσµατος. Για να υπενθυµίσουµε εν συντοµία όσα εκτενέστερα αναφέρονται στην ενότητα 3.1.3.2, η Friedmann θεωρεί πως για την ορθή παραγωγή των ερωτήσεων προσαρτή- µατος στην Εβραϊκή και την Αραβική είναι δυνατή η εφαρµογή µιας µη συντακτικής στρατηγικής κατά την οποία οι αγραµµατικοί αφαιρούν το προσάρτηµα από την αντίστοιχη ΑΠ που τους δίνεται και την επαναλαµβάνουν, προτάσσοντας ωστόσο και τον κατάλληλο wh-τελεστή. Αντίθετα, θεωρεί πως η εφαρµογή αυτής της στρατηγικής δεν είναι δυνατή στην περίπτωση των ερωτήσεων ορίσµατος, καθώς κάτι τέτοιο θα ο- δηγούσε σε λάθη πλήρωσης κενού. Η Friedmann δηλαδή θεωρεί πως οι εβραιόφωνοι και οι αραβόφωνοι αγραµµατικοί της έρευνάς της, εφόσον δεν είναι σε θέση να αφαιρέσουν το όρισµα που πρέπει να παραλειφθεί από τις «ΑΠ ορίσµατος» και έχοντας παράλληλα σχετική γραµµατική ευαισθησία, είτε επιλέγουν να µην εφαρµόζουν την παραπάνω στρατηγική για το σχηµατισµό ερωτήσεων ορίσµατος κάτι που συµβαίνει τις περισσότερες φορές είτε, όταν την εφαρµόζουν, υποπίπτουν σε λάθη πλήρωσης κενού. Ωστόσο, κατά τη γνώµη µου, πέρα από αυτή την εύλογη υπόθεση για το πώς εφαρµόζεται η παραπάνω στρατηγική από τους συγκεκριµένους αγραµµατικούς που συµµετείχαν στην έρευνα της Friedmann (2002), δεν αποκλείεται η δυνατότητα ε- φαρµογής της (από άλλους αγραµµατικούς) και µε διαφοροποιηµένο τρόπο, ο οποίος να καθορίζεται από το εύρος της γραµµατικής ευαισθησίας των αγραµµατικών. Για παράδειγµα, ενδεχοµένως υπάρχουν αγραµµατικοί µε µειωµένη γραµµατική ευαισθησία, ως προς το ότι δεν αντιλαµβάνονται ότι πρέπει να αφαιρούν το προσάρτηµα α- πό την αντίστοιχη ΑΠ πριν προτάξουν την κατάλληλη wh-φράση. Αυτό θα οδηγούσε στα λάθη πλήρωσης κενού, κατά την ορολογία της Friedmann, και στις ερωτήσεις προσαρτήµατος. Θα πρέπει να σηµειώσουµε ότι η Friedmann δείχνει ούτως ή άλλως να δέχεται την παράµετρο της ποικίλης, υποκείµενης σε διαφοροποίηση γραµµατικής 139
ευαισθησίας των αγραµµατικών που εφαρµόζουν την παραπάνω στρατηγική, µόνο που την περιορίζει στην περίπτωση των ερωτήσεων ορίσµατος. Προβλέπει δηλαδή ό- τι οι αγραµµατικοί είτε δεν θα την εφαρµόζουν στις ερωτήσεις ορίσµατος (έχοντας τη σχετική γραµµατική ευαισθησία για την ακαταλληλότητα της χρήσης των δηλωτικών προτάσεων που ταυτίζονται µε τις ΑΠ ορίσµατος) είτε θα την εφαρµόζουν (µη έχοντας τη σχετική γραµµατική ευαισθησία) µε συνέπεια τα λάθη πλήρωσης κενού. Στο σηµείο αυτό θα πρέπει να σηµειωθεί πως τα πολλά λάθη συναναφοράς που κάνουν οι αγραµµατικοί των Thompson et al. (1996) δεν µπορεί να οφείλονται σε τροποποιηµένη εφαρµογή της παραπάνω στρατηγικής, καθώς αυτή δεν θα µπορούσε να εφαρµοστεί στην περίπτωση της Αγγλικής. Στη γλώσσα αυτή δηλαδή δεν είναι δυνατός ο σχηµατισµός ούτε ερωτήσεων ορίσµατος ούτε ερωτήσεων προσαρτή- µατος µέσω της πρόταξης της κατάλληλης wh-φράσης στην αντίστοιχη δηλωτική πρόταση, καθώς για το σχηµατισµό αυτών των προτάσεων είναι υποχρεωτική είτε η προσθήκη του βοηθητικού ρήµατος do είτε η αντιστροφή υποκειµένου-ρήµατος. Τα πολλά λάθη συναναφοράς που κάνουν οι αγραµµατικοί των Thompson et al. τα ο- ποία κατά κανόνα θεωρούνται ενδεικτικά της εφαρµογής αυτής της στρατηγικής (υπό τον όρο ασφαλώς συµβατότητας γλώσσας και εν λόγω στρατηγικής) θα µπορούσαν να αποδοθούν στο γεγονός ότι οι ΑΠ που τους δίνονται πραγµατώνουν λεξικά µε συγκεκριµένο τρόπο (και όχι αφηρηµένα, µε αόριστη αντωνυµία, επίρρηµα ή ΠροθΦ) το όρισµα ή το προσάρτηµα-στόχο (π.χ. The soldier is pushing the woman in the street), µε αποτέλεσµα σε συνδυασµό µε τις οδηγίες για την εκµαίευση ερωτήσεων (π.χ. You want to know the person the soldier is pushing, so you ask?) (Thompson et al., 1996: 197) να προσδίδουν έναν έντονα µεταγλωσσικό/τεχνικό, µη αυθόρµητο χαρακτήρα στην εν λόγω δοκιµασία. Κατά συνέπεια οι αγραµµατικοί συµµετέχοντες, γνωρίζοντας ήδη το όρισµα/προσάρτηµα-στόχο για το οποίο καλούνται να ρωτήσουν, το επαναλαµβάνουν στην ερώτηση που σχηµατίζουν υποπίπτοντας σε λάθη συναναφοράς. Τέλος, στις περιπτώσεις όπου πληρούνται οι προϋποθέσεις για την εφαρµογή της στρατηγικής που προτείνεται από τη Friedmann (συµβατότητά της µε την εκάστοτε γλώσσα, δηλαδή δυνατότητα σχηµατισµού (κάποιου είδους έστω) ερωτήσεων µέσω πρόταξης της κατάλληλης wh-φράσης στην αντίστοιχη δηλωτική φράση) και πάλι δεν είναι εύκολο να αναγνωριστεί αν για τα πρότυπα επίδοσης των αγραµµατικών υπεύθυνη είναι η ιδιαίτερη κατάσταση του συντακτικού επεξεργαστή (µε αναφορά σε ενδεχόµενη διαφοροποίηση της βλάβης ως προς τα εµπλεκόµενα λειτουργικά 140
συστήµατα ή σε περιορισµένα υπολογιστικά αποθέµατα) ή η εφαρµογή της παραπάνω στρατηγικής ή η διαπλοκή και των δύο. Και, ασφαλώς, στην τελευταία περίπτωση θα ήταν δύσκολο να αποκαλυφτεί ποιες όψεις της επίδοσης συνδέονται µε τη χρήση της µη γλωσσικής στρατηγικής και ποιες συνδέονται µε την κατάσταση του συντακτικού επεξεργαστή. Μία από τις ελάχιστες ενδείξεις που θα συνηγορούσαν υπέρ της χρήσης της µη γλωσσικής στρατηγικής θα ήταν, όπως προαναφέρεται, η παρουσία αρκετών λαθών πλήρωσης κενού. 141
142
IV. ΑΡΝΗΣΗ 143
144
IV. Άρνηση 4.1. Θεωρητικό υπόβαθρο 4.1.1 Άρνηση και συντακτική θεωρία 4.1.1.1 Άρνηση και φραστική δοµή Υπάρχουν δύο είδη άρνησης: η προτασιακή άρνηση (sentential negation) και η άρνηση συστατικού (constituent negation) ή, αλλιώς, κατά την Haegeman (1995) και τους Quirk, Greenbaum, Leech και Svartvik (1985: 790) τοπική άρνηση (local negation). Η πρώτη χαρακτηρίζεται από µεγάλη εµβέλεια (scope), η οποία εκτείνεται σε ολόκληρη τη ΡΦ, ενώ η δεύτερη χαρακτηρίζεται από µικρότερη εµβέλεια, που περιορίζεται σε κάποιο συστατικό της πρότασης, όπως π.χ. µια ΟΦ, ένα επίρρηµα κτλ. Σύµφωνα µε τον Ouhalla (1990: 191), η προτασιακή άρνηση κατά κανόνα πραγµατώνεται µέσω της λειτουργικής κατηγορίας της άρνησης, η µέγιστη προβολή της οποίας (δηλ. η Φράση Άρνησης (ΦρΆρν) (Negation Phrase)) αποτελείται από µια κεφαλή και ένα χαρακτηριστή. 102 Οι γλώσσες διαφοροποιούνται ως προς το αν στη ΦρΆρν πραγµατώνονται λεξικά και τα δύο ή µόνο το ένα από τα δύο της στοιχεία. Για παράδειγµα, στην Τουρκική και την Βerber η κεφαλή πραγµατώνεται λεξικά και ο χαρακτηριστής πραγµατώνεται ως κενός τελεστής, ενώ στη Γερµανική, τη Σουηδική και την καθοµιλουµένη Γαλλική ο χαρακτηριστής πραγµατώνεται λεξικά και η κεφαλή πραγµατώνεται ως ένα αφηρηµένο µόρφηµα που φέρει το χαρακτηριστικό της άρνησης. Τέλος, στην πρότυπη Γαλλική πραγµατώνονται λεξικά και η κεφαλή και ο χαρακτηριστής. Άλλη µια παράµετρος ως προς την οποία διαφοροποιούνται οι γλώσσες και η οποία σχετίζεται αποφασιστικά µε την παραγωγή των αρνητικών προτάσεων είναι η 102 Κατά τη Haegeman (1995: 127) δεν είναι απαραίτητο κάθε αρνητική πρόταση να περιέχει µια ΦρΆρν, καθώς βάσει του κριτηρίου της Άρνησης (NEG-criterion) (Rizzi, 1996 Haegeman & Zanuttini, 1991), το οποίο διατυπώθηκε προκειµένου να ερµηνεύσει τις µετακινήσεις και την κατανοµή των αρνητικών στοιχείων, αυτό που απαιτείται είναι µια σχέση χαρακτηριστή-κεφαλής (Spec-head relation) α- νάµεσα σε έναν αρνητικό τελεστή και µια κεφαλή που φέρει το χαρακτηριστικό [Άρν] ([NEG]). Ως αρνητικός τελεστής ορίζεται µια αρνητική φράση σε θέση εµβέλειας (scope position) και ως θέση εµβέλειας ορίζεται µια Α' θέση της αριστερής περιφέρειας (είτε θέση προσαρτηθείσας φράσης µέγιστης προβολής (XP-adjoined position) είτε θέση χαρακτηριστή). Το χαρακτηριστικό [Άρν] µπορεί να είναι παρασιτικό πάνω σε κάποια άλλη (διαφορετική από την Άρν ) λειτουργική κεφαλή (Haegeman, 1995: 106-107). 145
θέση της ΦρΆρν στη φραστική δοµή. Οι γλώσσες µοιράζονται σε δύο τυπολογικές ο- µάδες, ανάλογα µε την ιεραρχική θέση της άρνησης σε σχέση µε τις άλλες κατηγορίες. Στη µια οµάδα η άρνηση βρίσκεται πλησιέστερα στο ρήµα απ ό,τι στο χρόνο και/ή τη συµφωνία, ενώ στην άλλη οµάδα ισχύει το αντίστροφο. Η Αγγλική και η Τουρκική ανήκουν στην πρώτη οµάδα, ενώ η Γαλλική και η Berber ανήκουν στη δεύτερη οµάδα. (Ouhalla, 1990: 192) Αποτελεί καθιερωµένη πρακτική του προτύπου ΚΑ η ερµηνεία των τυπολογικών διαφορών µεταξύ των γλωσσών στη βάση των διαφορών που υπάρχουν στις τι- µές κάποιων παραµέτρων. Αναφορικά µε τη θέση της ΦρΆρν στη φραστική δοµή των γλωσσών κρίσιµη είναι η τιµή που έχει η παράµετρος της Άρν (The NEG parameter) (βλ. 1). (1) Η παράµετρος της Άρν α. Η Άρν επιλέγει ΡΦ β. Η Άρν επιλέγει (Φρ)Χρν (από Ouhalla, 1990: 194) Στις γλώσσες όπου αυτή η παράµετρος έχει την τιµή (α) η Άρν κυριαρχεί άµεσα στη ΡΦ, ενώ στις γλώσσες όπου έχει την τιµή (β) η Άρν κυριαρχεί άµεσα στη ΦρΧρν. Ακόµη, δεδοµένου ότι οι κατηγορίες-κεφαλές κυβερνούν τα συµπληρώµατά τους στη φραστική δοµή, η Άρν (πραγµατωµένη είτε λεξικά είτε ως αφηρηµένο µόρφηµα) α- νάλογα µε την τιµή της σχετικής παραµέτρου κυβερνά είτε τη ΡΦ είτε τη ΦρΧρν (ό.π.: 194). Για παράδειγµα, η Τουρκική έχει την τιµή (1α), ενώ η Berber έχει την τι- µή (1β). Για την ιεραρχική δοµή των αρνητικών προτάσεων της Τουρκικής και της Berber, βλ. τα σχήµατα 4.1 και 4.2 αντίστοιχα. Σύµφωνα µε τα προαναφερθέντα, ως συνέπεια της παραπάνω παραµετροποίησης της Άρν, καθώς και του ότι οι κεφαλές κυβερνούν τα συµπληρώµατά τους, στην Τουρκική η Άρν κυριαρχεί άµεσα (στην) και κυβερνά τη ΡΦ, ενώ στην Berber η Άρν κυριαρχεί άµεσα (στην) και κυβερνά τη ΦρΧρν. Υποστηρίζεται πως, σε καθολικό επίπεδο, είναι συµπληρωµένες και οι δύο θέσεις της ΦρΆρν, µε το χαρακτηριστή να δρα ως αρνητικός τελεστής. Αυτός ο τελεστής, είτε κενός είτε λεξικά πραγµατωµένος, θεωρείται πως είναι το στοιχείο που µετακινείται σε κάποια υψηλότερη θέση της φραστικής δοµής στη Λ, προκειµένου να καθορίσει την εµβέλειά του σε σχέση µε τα υπόλοιπα συστατικά της πρότασης. 146
ΦρΣυµφ Χαρ Συµφ' Συµφ ΦρΧρν Χρν ΦρΆρν Άρν ΡΦ Ρ... Σχήµα 4.1.Η συντακτική ιεραρχία των αρνητικών προτάσεων της Τουρκικής (βασισµένη σε Ouhalla, 1990: 193) ΦρΆρν Αρν ΦρΧρν Χρν ΦρΣυµφ Χαρ Συµφ' Συµφ ΡΦ Ρ... Σχήµα 4.2.Η συντακτική ιεραρχία των αρνητικών προτάσεων της Berber (βασισµένη σε Ouhalla, 1990: 193) Kατά ανάλογο τρόπο δρουν και άλλοι τελεστές, όπως οι wh-φράσεις και οι ποσοδείκτες (quantifiers), που είναι επίσης µέγιστες προβολές. 103 Σε περίπτωση που ο τελεστής είναι κενός, υποστηρίζεται πως αναγνωρίζεται µέσω των κοινών ενδεικτών (coindexation) που µοιράζεται µε τη λεξικά πραγµατωµένη κεφαλή Άρν αναγνωρίζεται δηλαδή µέσω της συµφωνίας χαρακτηριστή-κεφαλής (Spec-head agreement). Για τον παραπάνω λόγο υποστηρίζεται πως, όταν σε µια γλώσσα ο αρνητικός τελεστής (δηλ. ο χαρακτηριστής της ΦρΆρν) είναι κενή κατηγορία, πάντα η κεφαλή της ΦρΆρν 103 Γενικά, όλοι οι τελεστές θεωρούνται µέγιστες προβολές και υποστηρίζεται πως µόνο τελεστές µετακινούνται στη Λ. 147
πραγµατώνεται λεξικά. Ακριβώς, δηλαδή, λόγω της ανάγκης για την επανακτησιµότητα (recoverability) του περιεχοµένου των κενών κατηγοριών, δεν προβλέπεται η ύ- παρξη γλώσσας στη ΦρΆρν της οποίας ο χαρακτηριστής να είναι µια κενή κατηγορία και η κεφαλή να είναι κάποιο αφηρηµένο µόρφηµα. 104 (ό.π.: 220) Η άρνηση, λόγω του τελεστή που βρίσκεται στη θέση [Χαρ, ΦρΆρν] (είτε λεξικά πραγµατωµένου είτε πραγµατωµένου ως κενή κατηγορία), έχει ως συνέπεια το σε διαγλωσσικό επίπεδο µπλοκάρισµα της µετακίνησης των φράσεων προσαρτήµατος (adjunct phrases). 105 Αυτό γίνεται σαφές αν εξετάσουµε, για παράδειγµα, τις προτάσεις της Ελληνικής (2α) και (2β), οι οποίες αντλούνται από τον Ouhalla (1990: 222). 106 (2) α. Αυτός είναι ο λόγος που νοµίζει ο Γιάννης ότι απολύθηκε ο Πέτρος. β. Αυτός είναι ο λόγος που δεν νοµίζει ο Γιάννης ότι απολύθηκε ο Πέτρος. Στην καταφατική πρόταση (2α) η ΟΦ ο λόγος, η οποία έχει υπόσταση προσαρτήµατος, µπορεί να ερµηνευτεί είτε ότι ως τµήµα της «κύριας» πρότασης νοµίζει ο Γιάννης (δηλ. «Αυτός είναι ο λόγος που κάνει τον Γιάννη να πιστεύει πως, πράγµατι, το Χ έλαβε χώρα» (όπου Χ = η απόλυση του Γιάννη)) είτε ως τµήµα της εξαρτηµένης, συµπληρωµατικής πρότασης ότι απολύθηκε ο Πέτρος (δηλ. «Ο Γιάννης αποδίδει τη δεδοµένη πραγµάτωση του Χ σε αυτό το λόγο» (όπου Χ = η απόλυση του Πέτρου)). Αντίθετα, στην περίπτωση της αρνητικής πρότασης (2β) είναι δυνατή µόνο η πρώτη από τις δύο παραπάνω ερµηνείες, δηλαδή αυτή κατά την οποία η φράση ο λόγος ερ- µηνεύεται ως τµήµα της «κύριας» πρότασης νοµίζει ο Γιάννης. Επίσης, η κεφαλή Άρν, όταν πραγµατώνεται ως λεξικό µόρφηµα, δεν επιτρέπει σε καµία περίπτωση (σε καµία γλώσσα) τη µετακίνηση του ρήµατος προς τις υψηλότερες προβολές µε παράκαµψή της λόγω της αρχής της σχετικοποίησης του ελαχίστου (Relativised Minimality). 107 Άλλωστε, το ρήµα δεν παρακάµπτει κατά τη µετακίνησή του την Άρν ούτε 104 Για µια διαφορετικά πρόταση, βλ. Haegeman (1995: 193-194). 105 Αντίθετα, αυτό δεν συµβαίνει µε τη µετακίνηση των ορισµάτων (Haegeman, 1995: 45). Υποστηρίζεται πως τα αρνητικά παρεµβαλλόµενα στοιχεία (negative interveners) δηµιουργούν ασθενείς νησίδες (weak islands) για την κυβέρνηση συναναφοράς. 106 Σηµειωτέον ότι κατά τον Ouhalla (1990: 222) στην Ελληνική η θέση [Χαρ, ΦρΆρν] πραγµατώνεται µε αφηρηµένο µόρφηµα, το οποίο έχει υπόσταση τελεστή. 107 Η αρχή της σχετικοποίησης του ελαχίστου προσδιορίζει τον τύπο των παρεµβαλλόµενων στοιχείων που µπορεί να βρίσκονται ανάµεσα στην κεφαλή-κυβερνήτη (head-governor) ή το σηµείο αναφοράς-κυβερνήτη (antecedent-governor) και το κυβερνώµενο στοιχείο. Προσδιορίζει, συνεπώς, ταυτόχρονα τα δυνάµει παρεµβαλλόµενα στοιχεία, τα οποία µπορούν να µπλοκάρουν την κυβέρνηση (είτε την κυβέρ- 148
και στις γλώσσες όπου αυτή πραγµατώνεται ως αφηρηµένο αρνητικό µόρφηµα (π.χ. Σουηδική). Το ρήµα δηλαδή και σε αυτές τις περιπτώσεις κάνει µια ενδιάµεση στάση σε αυτή τη θέση, πριν συνεχίσει τη µετακίνησή του προς τις ανώτερες προβολές (Ouhalla, 1990: 219). Ειδικότερα, οι γλώσσες που παρουσιάζουν λεξική πραγµάτωση της Άρν διαφέρουν ως προς το αν αυτή η κεφαλή µπορεί να µπλοκάρει ή όχι τη µετακίνηση του ρήµατος σε αυτήν ή διαµέσου αυτής (ό.π.: 220-221). Καθοριστικό ρόλο ως προς την παραπάνω διαφοροποίηση παίζει το αν το λεξικό στοιχείο που κατέχει τη θέση κεφαλής της ΦρΆρν έχει προσφυµατική (affixal) υπόσταση ή όχι. Αν αυτό το στοιχείο είναι προσφυµατικό, τότε επιτρέπεται η µετακίνηση του ρήµατος σε αυτό ή µέσω αυτού. Εάν όχι, δεν υφίσταται τέτοια δυνατότητα (βλ. µεταξύ άλλων- Ouhalla, 1990: 203 Rispens, Bastiaanse & van Zonneveld, 2001: 61). Για παράδειγµα, η Άρν της Γαλλικής διαφέρει από την Άρν της Αγγλικής ως προς το ότι η πρώτη επιτρέπει τη µετακίνηση του ρήµατος στη θέση κεφαλής της ΦρΆρν, την «ενσωµάτωση» του αρνητικού στοιχείου ne (το οποίο κατέχει τη θέση κεφαλής και είναι προσφυµατικό) στο ρηµατικό σύνολο και την περαιτέρω µετακίνηση του ρηµατικού συνόλου προς τις ανώτερες προβολές (Ouhalla, 1990: 203). Για παράδειγµα, δεδοµένου ότι οι αρνητικές προτάσεις της Γαλλικής εµφανίζουν βάσει της αρχής της προβολής τη δοµή που αναπαρίσταται στο σχήµα 4.3, η πρόταση Marie n aime pas Jean Η Marie δεν αγαπάει τον Jean παράγεται µέσω της «κυκλικής» µετακίνησης του ρήµατος στη Συµφ, κατά την οποία το ρήµα πρώτα µετακινείται από τη θέση στην οποία «γεννάται» στην κεφαλή Χρν, εν συνεχεία µετακινείται στην κεφαλή Άρν όπου προσαρτάται στο µόριο ne και, τέλος, καταλήγει (µαζί µε το ne) στον τελικό του προορισµό, δηλαδή στην κεφαλή Συµφ αφήνοντας πίσω του το αρνητικό στοιχείο pas που βρίσκεται στη θέση [Χαρ, ΦρΆρν]. Αντίθετα, στην περίπτωση της Αγγλικής δεν επιτρέπεται η µετακίνηση του ρήµατος στην κεφαλή Άρν (π.χ. *John likes not Bill) (και συνεπώς ούτε και η προσπέλασή της από το ρήµα µε σκοπό τη µετακίνησή του προς τις ανώτερες προβολές), διότι το αρνητικό στοιχείο not που την πραγµατώνει λεξικά δεν έχει προσφυµατική υ- πόσταση (ό.π.: 200, 203). Έτσι, αν δεχτούµε πως σύµφωνα µε την αρχή της προβολής οι αρνητικές προτάσεις της Αγγλικής έχουν την ιεραρχική δοµή που αναπαρίσταται στο σχήµα 4.4, νηση κεφαλής (head-government) είτε την κυβέρνηση συναναφοράς (Haegeman, 1995: 41-43). Πιο συγκεκριµένα, κατά την αρχή της σχετικοποίησης του ελαχίστου, το Χ κυβερνά το Υ µόνο εφόσον δεν υπάρχει Ζ ώστε (α) το Ζ να αποτελεί τυπικό πιθανό Χ-κυβερνήτη για το Υ και (β) το Ζ να επιβάλλεται δοµικά στο Υ και να µην επιβάλλεται δοµικά στο Χ (Rizzi, 1990: 7). 149
τότε, σύµφωνα µε τον Ouhalla (1990: 200-201), δεδοµένης της αδυναµίας του ρήµατος να µετακινηθεί στην κεφαλή Άρν, προτάσεις του τύπου John does not like Bill παράγονται µέσω της «γέννησης» ή, αλλιώς, της εισαγωγής του βοηθητικού do (doinsertion) στην επικράτεια της ΚΛ, µε σκοπό την υποστήριξη των λειτουργικών κατηγοριών του χρόνου και της συµφωνίας. ΦρΣυµφ Χαρ Συµφ' Συµφ ΦρΆρν Χαρ Άρν' Άρν ΦρΧρν Χρν ΡΦ P... Σχήµα 4.3.Η συντακτική ιεραρχία των αρνητικών προτάσεων της Γαλλικής (βασισµένη σε Ouhalla, 1990: 202) ΦρΣυµφ Χαρ Συµφ' Συµφ ΦρΧρν Χρν ΦρΆρν' Χαρ Άρν' Άρν ΡΦ P... Σχήµα 4.4.Η συντακτική ιεραρχία των αρνητικών προτάσεων της Aγγλικής (βασισµένη σε Ouhalla, 1990: 199) 150
Σε ό,τι αφορά την άρνηση συστατικού, αυτή µπορεί να χρησιµοποιείται ως µαρκαρισµένο είδος άρνησης. Τέτοιο είδος, για παράδειγµα, αποτελεί η αντιπαραθετική άρνηση (contrastive negation) (βλ. 3-4). (3) He eats not the apple (but the banana). (από Rispens et al., 2001: 64) (4) Να περάσουνε µέσα οι γυναίκες αλλά όχι οι άνδρες. (από Holton, Mackridge & Philippaki-Warburton, 1997: 422) Στα παραπάνω παραδείγµατα η εµβέλεια της άρνησης εκτείνεται µόνο στο (άµεσο) αντικείµενο ή στο υποκείµενο, αντίστοιχα, και όχι σε ολόκληρη τη ΡΦ. Γενικά, αυτού του είδους η άρνηση θεωρείται πως «γεννάται» στο εσωτερικό των αντίστοιχων ΦρΠροσδ και, πιο συγκεκριµένα, στις θέσεις [Χαρ, ΦρΠροσδ] (Rispens et al., 2001: 64). 108 Επιπλέον, στα παραπάνω παραδείγµατα τα αρνητικά συστατικά (negative constituents) δεν έχουν υπόσταση τελεστή. Για τέτοιου είδους αρνητικά συστατικά έχει προταθεί πως το κριτήριο της Άρν ικανοποιείται στο εσωτερικό τους (Haegeman, 1995: 283) και πως, επιπλέον, δεν χρειάζονται νοµιµοποίηση από την αρνητική κεφαλή Άρν (ό.π.: 280). Τα αρνητικά συστατικά που δεν είναι τελεστές η Haegeman (ό.π.), συµφωνώντας µε τον Rudanko (1980), τα θεωρεί κατά κάποιο τρόπο «µη αρνητικά», προτείνοντας µια ερµηνεία βάσει της µεταπήδησης (percolation) χαρακτηριστικών. Θεωρείται δηλαδή ότι στην περίπτωση αυτών των συστατικών, εφόσον ικανοποιείται στο εσωτερικό τους το κριτήριο της άρνησης, το χαρακτηριστικό της άρνησης δεν µεταπηδά στη µέγιστη προβολή και έτσι δεν την µετατρέπει σε αρνητικό τελεστή. Αντίθετα, όταν το κριτήριο της Άρνησης δεν ικανοποιείται εντός ενός συστατικού, τότε το χαρακτηριστικό της άρνησης µεταπηδά στη µέγιστη προβολή, την οποία και µετατρέπει σε αρνητικό τελεστή (Haegeman, 1995: 283). 109 108 Μια εναλλακτική πρόταση διατυπώνεται από τη Giannakidou (1997: 35), καθώς αυτή υποστηρίζει πως η άρνηση συστατικού θα µπορούσε να αναλυθεί ως προσάρτηση στη σχετική µέγιστη προβολή. 109 Τέτοια παραδείγµατα, αντληµένα από την Αγγλική, αποτελούν οι ΠροθΦ µε άρνηση που απαντούν στην αρχή της πρότασης και προκαλούν αντιστροφή υποκειµένου και βοηθητικού ρήµατος (π.χ. ot often does Jack attend parties, ot every day does Jack eat bagels). Σε αυτές τις περιπτώσεις τα αρνητικά συστατικά, καθώς έχουν την υπόσταση τελεστή, έχουν προτασιακή εµβέλεια και, συνεπώς, θεωρείται πως πραγµατώνουν προτασιακή άρνηση. Στην αρχή της πρότασης, ωστόσο, απαντούν και ΠροθΦ µε άρνηση που έχει τοπική εµβέλεια, πραγµατώνει τοπική άρνηση και συνεπώς δεν προσδίδει στην κυριαρχούσα ΠροθΦ την υπόσταση του τελεστή, µη προκαλώντας έτσι την αντιστροφή υποκει- µένου και βοηθητικού ρήµατος (π.χ. ot long ago, it rained., ot far away it was raining very hard) (Haegeman, 1995: 71-72). Προτείνεται σχετικά πως η µεταπήδηση (ή µη) του χαρακτηριστικού της 151
4.1.1.2 Η άρνηση στην Ελληνική Η Ελληνική διαθέτει τρία βασικά στοιχεία άρνησης: το όχι, το δε(ν) και το µη(ν). Το δε(ν) εµφανίζεται µόνο σε προτάσεις οριστικής έγκλισης, ενώ το µη(ν) εµφανίζεται µόνο σε προτάσεις υποτακτικής έγκλισης, 110 σε ό,τι αφορά την προτασιακή άρνηση τουλάχιστον. Η άρνηση της Ελληνικής έχει αποτελέσει το αντικείµενο αρκετών θεωρητικών µελετών, η πλειονότητα των οποίων κινείται στο πλαίσιο της γενετικής γραµµατικής και πραγµατεύεται ζητήµατα συντακτικής φύσης, όπως είναι για παράδειγµα η ύπαρξη ή όχι ΦρΆρν στο συντακτικό δέντρο της Ελληνικής ανεξαρτήτως της τιµής της έγκλισης και η θέση της σε αυτό (π.χ. Tsimpli, 1990 Τσιµπλή & Ρούσσου, 1993 Giannakidou, 1997 Aguraki, 1991 Philippaki-Warburton, 1998 Roussou, 2000 Klidi, 2001). Η εικόνα που συντίθεται βάσει αυτών των µελετών παρουσιάζει συγκλίσεις, αποκλίσεις, ακόµη και αναθεωρήσεις. 111 Η πρώτη ωστόσο µελέτη της άρνησης στην Ελληνική, δηλαδή αυτή του Veloudis (1982), πραγµατεύεται γενικότερα ζητήµατα, όπως είναι για παράδειγµα τα συντακτικοσηµασιολογικά κριτήρια βάσει των οποίων ορίζονται τα είδη της άρνησης (προτασιακή άρνηση vs. άρνηση συστατικού), καθώς και η επίδραση των διαφορετικών επιπέδων της γραµµατικής (προτασιακή γραµµατική vs. γραµµατική του λόγου) στη µορφή που παίρνουν οι δοµές της άρνησης (είτε της προτασιακής άρνησης είτε της άρνησης συστατικού). 112 4.1.1.2.1 Προτασιακή άρνηση Σε ό,τι αφορά την προτασιακή άρνηση, θα σταθούµε σε κάποια ζητήµατα συντακτικού ενδιαφέροντος που βρίσκονται σε άµεση συνάφεια µε την παρούσα µελέτη. Ό- άρνησης σχετίζεται µε σηµασιολογικές ιδιότητες, καθώς αυτή συµβαίνει µε τις ποσοδεικτικές ΠροθΦ (quantificational PPs) αλλά όχι µε τις αναφορικές ΠροθΦ (referential PPs), αλλά και µε διαγραµµατικούς παράγοντες, καθώς, όταν το αρνητικό συστατικό βρίσκεται σε θέση χαρακτηριστή, εµποδίζεται η µεταπήδηση του χαρακτηριστικού της άρνησης στην κυριαρχούσα προβολή (ΠροθΦ) (ό.π.: 280-281). 110 Οι Tsimpli και Roussou (1996: 53) επιλέγουν τον όρο µη οριστικές προτάσεις (non-indicative clauses) για τη δήλωση του περιβάλλοντος στο οποίο απαντά το µη(ν), ως ένα από τα δύο αρνητικά µόρια της Ελληνικής που πραγµατώνουν προτασιακή άρνηση. Αυτός ο αρνητικός ορισµός του περιβάλλοντος εµφάνισης του µην προφανώς βασίζεται στην άποψη πως µε αυτό σχηµατίζονται οι αρνητικές δο- µές προστακτικής (και όχι υποτακτικής) έγκλισης. 111 Για παράδειγµα, βλ. παρακάτω Tsimpli (1990) συγκριτικά µε Τσιµπλή και Ρούσσου (1993). 112 Για ανάλογα, ευρύτερα ζητήµατα συντακτικής και σηµασιολογικής φύσης σχετικά µε την άρνηση στην Ελληνική, βλ. και Giannakidou (1997) και Βελούδη (2005). 152
πως προαναφέρεται, µεταξύ των µελετών που πραγµατεύονται την προτασιακή άρνηση παρατηρείται οµοφωνία ως προς κάποια ζητήµατα, αλλά καταγράφονται και κάποιες σηµαντικές διαφορές. Ως προς τα σηµεία σύγκλισης, η πλειονότητα των µελετών συµφωνεί πως η ΦρΆρν βρίσκεται υψηλότερα από τη ΦρΚΛ στο συντακτικό δέντρο της Ελληνικής, δηλαδή υψηλότερα τόσο από τη ΦρΧρν όσο και από τη ΦρΣυµφ (Tsimpli, 1990 A- guraki, 1991 Giannakidou, 1997 Philippaki-Warburton, 1998 Roussou, 2000 Klidi, 2001, µεταξύ άλλων). Επίσης, οι σχετικές µελέτες συµφωνούν πως (τουλάχιστον) το αρνητικό µόριο δεν, που βρίσκεται εντός της ΦρΆρν, κατέχει τη θέση της κεφαλής (και όχι του χαρακτηριστή) και πραγµατώνει την προτασιακή άρνηση (Τσιµπλή & Ρούσσου, 1993 Giannakidou, 1997 Philippaki-Warburton, 1998 Tsimpli, 1990 A- guraki, 1991 Roussou, 2000 Klidi, 2001, µεταξύ άλλων). Αναφορικά µε τα σηµεία ως προς τα οποία αποκλίνουν οι µελέτες σχετικά µε την άρνηση στην Ελληνική, αυτά αφορούν κυρίως α) την ακριβή θέση που κατέχει η ΦρΆρν στο συντακτικό δέντρο της Ελληνικής και β) το ζήτηµα εάν το αρνητικό µόριο µη(ν) βρίσκεται εντός ή εκτός της ΦρΆρν. Σε σχέση µε τη θέση της ΦρΆρν στο συντακτικό δέντρο, κατά την Tsimpli (1990) αυτή έπεται της ΦρΈγκλ, η οποία είναι παρούσα µόνο σε προτάσεις υποτακτικής έγκλισης, και προηγείται της ΦρΚΛ (δηλ. είτε της ΦρΣυµφ είτε της ΦρΧρν). Ειδικότερα, σε αρνητικές προτάσεις υποτακτικής, στις οποίες υποστηρίζεται πως απουσιάζει η ΦρΧρν (εφόσον το ρήµα σε αυτές δεν φέρει χαρακτηριστικά χρόνου), η ΦρΆρν προηγείται της ΦρΣυµφ, ενώ σε αρνητικές προτάσεις οριστικής, όπου το ρή- µα µαρκάρεται και ως προς το χρόνο, η ΦρΆρν προηγείται της ΦρΧρν. Επίσης, στις αρνητικές προτάσεις οριστικής, εφόσον υποστηρίζεται πως απουσιάζει η ΦρΈγκλ α- πό τη φραστική δοµή τους, προφανώς θεωρείται πως η ΦρΆρν έπεται της ΦρΣ. Η δοµή που προτείνεται από την Tsimpli για τις αρνητικές προτάσεις υποτακτικής και οριστικής έγκλισης αναπαρίσταται στα σχήµατα 4.5 και 4.6 αντίστοιχα. Αναφορικά µε τη θέση της άρνησης στο συντακτικό δέντρο της Ελληνικής, η Philippaki-Warburton (1998) σχεδόν ταυτίζεται µε την Tsimpli (1990), καθώς για τα δύο αρνητικά µόρια δε(ν) και µη(ν) προτείνει τις φραστικές δοµές που αναπαρίστανται στο (5). 153
ΦρΈγκλ Έγκλ ΦρΆρν Άρν ΦρΣυµφ Χαρ Συµφ' Συµφ ΡΦ Σχήµα 4.5. Η κατά Tsimpli (1990) συντακτική ιεραρχία των αρνητικών προτάσεων υποτακτικής έγκλισης της Ελληνικής (από Tsimpli, 1990: 236) Ρ ΦρΆρν Άρν ΦρΧρν Χρν ΦρΣυµφ Χαρ Συµφ' Συµφ ΡΦ Σχήµα 4.6. Η κατά Tsimpli (1990) συντακτική ιεραρχία των αρνητικών προτάσεων οριστικής έγκλισης της Ελληνικής (από Tsimpli, 1990: 236) Ρ (5) α. [ΦρΣ ότι [ΦρΈγκλ Οριστ Ø [ΦρΆρν Άρν δε(ν) [ΦρΜέλ. θα [ΚΛ]]]]] β. [ΦρΣ Ø [ΦρΈγκλ Υποτ να [ΦρΆρν Άρν µη(ν) [ΚΛ]]]] 154
Η βασική διαφορά δηλαδή της Philippaki-Warburton µε την Tsimpli είναι πως, κατά την πρώτη, ανεξάρτητα από τη φωνολογική πραγµάτωση των φράσεων/ κατηγοριών σε µία δοµή, αυτές είναι πάντα παρούσες στο συντακτικό δέντρο της δοµής και σε περίπτωση µη φωνολογικής πραγµάτωσης φέρουν αφηρηµένο/µηδενικό µόρφηµα, ενώ κατά τη δεύτερη, όταν δεν έχουµε φωνολογική πραγµάτωση µιας φράσης/κατηγορίας σε µία δοµή, έχουµε και πλήρη απουσία της από το συντακτικό δέντρο. Σχετικά µε τη θέση της άρνησης στη συντακτική ιεραρχία της Ελληνικής, ταυτόσηµη θέση µε τη Philippaki-Warburton έχει και η Giannakidou (1997: 38), µε τη διαφορά πως αυτή δεν προβλέπει ξεχωριστή ΦρΜέλ για τις προτάσεις οριστικής έγκλισης και πως, επιπλέον, κάνει ρητή αναφορά στη ΦρΣυµφ, η οποία έπεται της ΦρΆρν, και όχι γενικώς στη ΦρΚΛ. Αυτή η τελευταία, ωστόσο, δεν αποτελεί ουσιαστική διαφορά, καθώς, όπως επισηµαίνεται και στην ενότητα 2.1.1.1, σύµφωνα µε τη Philippaki-Warburton (1998: 161), αν η ΦρΚΛ της Ελληνικής «πρέπει» να διασπαστεί στις συστατικές της κατηγορίες, τότε τα εµπειρικά δεδοµένα δείχνουν πως η ΦρΣυµφ βρίσκεται υψηλότερα από τη ΦρΧρν. Η Klidi (2001) προβάλλει επιχειρήµατα υπέρ της ακόλουθης ενιαίας φραστικής δοµής, τόσο για τις προτάσεις οριστικής όσο και για τις προτάσεις υποτακτικής: (6) [ΦρΣ [ΦρΈγκλ θα/να [ΦρΆρν δε(ν)/µη(ν) [ΦρΧρν]]]] Υποστηρίζει πως το θα και το να βρίσκονται σε θέση κεφαλής στη ΦρΈγκλ. Το θα, ειδικότερα, υποστηρίζει πως φέρει πάντα τόσο εγκλιτική/τροπική πληροφορία όσο και χρονική, ακόµη και σε δυνητικές προτάσεις (εκφράζοντας πάντα το υστερόχρονο) συνεπώς, ως µόριο που δίνει πάντα τροπικότητα στο ρηµατικό σύνολο, κατέχει τη θέση της κεφαλής της ΦρΈγκλ. Επίσης, προτείνει πως α) δεδοµένου ότι το δε(ν) (και γενικά η άρνηση στην Ελληνική) επιλέγει χρόνο (ικανοποιεί δηλαδή τη (β) παράµετρο της Άρν βλ. ενότητα 4.1.1.1) και β) προκειµένου να ελεγχθούν τα χαρακτηριστικά χρόνου που φέρει το θα, το δε(ν) (κεφαλή άρνησης) µετακινείται υποχρεωτικά στο χαρακτηριστή της ΦρΈγκλ και µέσω της συµφωνίας χαρακτηριστή-κεφαλής επιτυγχάνεται η νοµιµοποίηση του θα. Επισηµαίνει, ωστόσο, πως, όταν δεν υπάρχει θα στην πρόταση, αυτή η µετακίνηση είναι πλεοναστική και ως εκ τούτου δεν πραγ- µατοποιείται. 155
Σύµφωνα µε την Aguraki (1991), τα αρνητικά µόρια δε(ν) και µη(ν) βρίσκονται στη ΦρΆρν, η οποία έπεται της ΦρΣ (η οποία «φιλοξενεί» το να) και προηγείται της ΦρΈγκλ, όταν είναι παρούσα, όπου απαντά το θα. Σε περίπτωση που η ΦρΈγκλ δεν είναι παρούσα, τότε η ΦρΆρν ακολουθείται από τη ΦρΚΛ: (7) α. [ΦρΣ (ότι) [ΦρΆρν δε(ν) [ΦρΈγκλ θα [ΦρΚΛ ]]]] β. [ΦρΣ να [ΦρΆρν µη(ν) [ΦρΚΛ ]]] Κατά τη Roussou (2000), τέλος, η οποία, ακολουθώντας και εξελίσσοντας τον Rizzi (1997), υποστηρίζει την ύπαρξη µιας πλούσιας δοµής της επικράτειας του Σ, η Άρνηση βρίσκεται ανάµεσα στους δύο χαµηλότερους Σ : (8) [ Σ που [Θέµα/Εστίαση [ Σ Τελ. ότι/αν/να/ας [ Άρν. δεν/µην [ Σ Τροπ. θα/t να/ας [ ΚΛ κλιτικά+ρ]]]]]] Σύµφωνα µε την παραπάνω δοµή, το να και το ας πραγµατώνουν τόσο ένα τροπικό χαρακτηριστικό όσο και έναν τελεστή που ορίζει το είδος της πρότασης. Με τη µετακίνηση των να και ας από τη θέση Σ Τροπ (CM) στη θέση Σ Τελ (COp), σύµφωνα µε τη Roussou (2000: 74), καθίσταται εφικτή η σειρά «να/ας µην..» και εξηγείται η συµπληρωµατική κατανοµή των να/ας µε το θα, αλλά και µε τα ότι/αν. Ως προς το ζήτηµα εάν το αρνητικό µόριο µη(ν) βρίσκεται ή όχι στη ΦρΆρν υπάρχουν δύο προσεγγίσεις. Σύµφωνα µε την πρώτη προσέγγιση, που την υιοθετούν όλες οι προαναφερθείσες µελέτες (Tsimpli, 1990 Aguraki, 1991 Giannakidou, 1997 Philippaki-Warburton, 1998 Roussou, 2000 Klidi, 2001), πράγµατι, το αρνητικό µόριο µη(ν) βρίσκεται στη(ν) (κεφαλή της) ΦρΆρν, όπως άλλωστε και το µόριο δε(ν). Σύµφωνα µε τη δεύτερη προσέγγιση (Τσιµπλή & Ρούσσου, 1993), ωστόσο, το µη(ν) είναι στοιχείο άρνησης που δεν βρίσκεται στη(ν) (κεφαλή της) ΦρΆρν, αλλά που αποτελεί διακριτικό χαρακτηριστικό (feature) στην κεφαλή της ΦρΈγκλ, δηλαδή του να (σχετικά µε αυτό οι Τσιµπλή και Ρούσσου παραπέµπουν στους Φιλιππάκη- Warburton και Βελούδη (1984)). 113 Κατά την προσέγγιση αυτή, λοιπόν, στην Άρν βρίσκεται µόνο το δε(ν), ενώ στη θέση [Χαρ, ΦρΆρν] βρίσκεται ένας αρνητικός (κενός) τελεστής, ο οποίος εµποδίζει τη µετακίνηση προσαρτήµατος σε Α'-θέση (Ouhal- 113 Η θέση αυτή συνιστά µια αναθεώρηση σε σχέση µε ό,τι υποστηρίζεται για τη συντακτική υπόσταση του µη(ν) στο [Tsimpli, 1990]. 156
la, 1990: 221-222 Rizzi, 1990). Η προτεινόµενη εσωτερική δοµή της ΦρΆρν αναπαρίσταται στο σχήµα 4.7. Για να επιστρέψουµε στο ζήτηµα της υπόστασης του µη(ν), υποστηρίζεται ότι η κατηγορία της έγκλισης στη δοµή προτάσεων µε το να περιλαµβάνει διακριτικά χαρακτηριστικά ανάλογα µε το αν η πρόταση είναι καταφατική ή αρνητική. Στην πρώτη περίπτωση η συντακτική πραγµάτωσή τους δεν εµφανίζεται µορφολογικά, ενώ στη δεύτερη περίπτωση εµφανίζεται το µη(ν) (βλ. σχήµα 4.8). Σύµφωνα µε αυτή την υπόθεση, στις προτάσεις µε το να δεν υπάρχει ΦρΆρν και, ως εκ τούτου, δεν υπάρχει αρνητικός τελεστής στη θέση του χαρακτηριστή. Στην απουσία του αρνητικού τελεστή αποδίδεται η δυνατότητα µετακίνησης προσαρτήµατος σε θέση Α' (π.χ. σε θέση [Χαρ. ΦρΣ ])) (βλ. 9). Κατά τις Τσιµπλή και Ρούσσου (1993), λοιπόν, η ΦρΆρν και η ΦρΈγκλ δεν µπορούν να συνυπάρξουν στην ίδια προτασιακή δοµή. ΦρΆρν Χαρ Τελ. Άρν' Άρν δεν Σχήµα 4.7. Η κατά Τσιµπλή & Ρούσσου δοµή της ΦρΆρν στην Ελληνική (από Τσιµπλή & Ρούσσου, 1993: 147) ΦρΈγκλ Χαρ Έγκλ' Έγκλ' [±άρνηση] να [µη/ø] Σχήµα 4.8. Η κατά Τσιµπλή & Ρούσσου δοµή της ΦρΈγκλ στην Ελληνική (από Τσιµπλή & Ρούσσου, 1993: 147) 157
(9) α. *Πώς δεν επισκεύασες το αυτοκίνητο; β. Πώς να µην επισκευάσω το αυτοκίνητο; (από Τσιµπλή & Ρούσσου, 1993: 146) Στο σηµείο αυτό θα πρέπει να επισηµάνουµε πως, από όσα αναφέρθηκαν ως τώρα, τρία είναι τα στοιχεία που είναι άµεσα συναφή µε την παρούσα έρευνα: α) ότι στη συντακτική ιεραρχία της Ελληνικής υπάρχει ΦρΆρν, όποτε έχουµε οριστική έ- γκλιση τουλάχιστον, β) ότι η ΦρΆρν βρίσκεται ανάµεσα στη ΦρΣ και στη ΦρΚΛ (συνεπώς δεν ακολουθούµε την ανάλυση της Roussou, ως προς αυτό το σηµείο πρόκειται άλλωστε για τη µοναδική που διαφοροποιείται) και γ) ότι το µόριο δεν της προτασιακής άρνησης κατέχει πάντα τη θέση Άρν. Η αµφιλεγόµενη υπόσταση του µην δεν µας «επηρεάζει», καθώς δεν εξετάζουµε αρνητικές δοµές υποτακτικής έ- γκλισης. Τέλος, θα πρέπει να επαναλάβουµε πως στη Ελληνική, σύµφωνα µε τον Ouhalla (1990: 220), στη θέση [Χαρ, ΦρΆρν] βρίσκεται ένας κενός τελεστής, που µπλοκάρει τη µετακίνηση του προσαρτήµατος (βλ. σχετικά το παράδειγµα (2) της ενότητας 4.1.1.1). Επίσης, σύµφωνα µε τον ίδιο ερευνητή (ό.π.: 221), το στοιχείο της άρνησης δεν, το οποίο κατέχει τη θέση Άρν, έχει προσφυµατική υπόσταση και λόγω αυτής της ιδιότητάς του επιτρέπει τη µετακίνηση του ρήµατος σε αυτή τη θέση, καθώς και την περαιτέρω µετακίνηση του ρηµατικού συνόλου προς τις ανώτερες προβολές (π.χ. Σ ). Κατά τη µετακίνηση του ρήµατος στη θέση Άρν πραγµατοποιείται η ενσωµάτωση σε αυτό του (λεξικού) στοιχείου της άρνησης. Έτσι, αυτό στην επιφανειακή δοµή πλέον εµφανίζεται ως συστατικό µόρφηµα του ρηµατικού συνόλου (π.χ. Ο Γιάννης δεν έφαγε τα µήλα) (ό.π.). Η υπόσταση του στοιχείου άρνησης δεν ως λειτουργικής κεφαλής επιβεβαιώνεται κατά τον Ouhalla (ό.π.) από το γεγονός ότι στις wh-ερωτήσεις αντικειµένου, όπου το ρηµατικό σύνολο µετακινείται υποχρεωτικά στη θέση Σ (π.χ. Tsimpli, 1990), αυτό το στοιχείο (το δεν) δεν µπορεί να αφεθεί πίσω µόνο του, στη θέση όπου «γεννάται» (π.χ. *Τι έφαγε δεν ο Γιάννης;), αλλά µετακινείται µαζί µε το ρήµα (π.χ. Τι δεν έφαγε ο Γιάννης;), καθώς µε αυτό συναποτελούν µια αδιάσπαστη ολότητα. 158
4.1.1.2.2 Άρνηση συστατικού Σε ό,τι αφορά την άρνηση συστατικού, επίσης διατυπώνονται αποκλίνουσες θέσεις. Σύµφωνα µε την πρώτη προσέγγιση (Τσιµπλή & Ρούσσου, 1993 Giannakidou, 1997), η άρνηση συστατικού πραγµατώνεται µέσω του όχι, το οποίο βρίσκεται πριν το χαρακτηριστή της φράσης/συστατικού που αποτελεί το αντικείµενο της άρνησης (βλ. 10): (10) α. Έµαθα όχι ότι/πως τον απέλυσαν αλλά β. ιάβασα όχι τα βιβλία αλλά τα περιοδικά. (από Τσιµπλή & Ρούσσου, 1993: 145-160) Επίσης, στο πλαίσιο της ίδιας ανάλυσης επισηµαίνεται πως το όχι χρησιµοποιείται και ως µέσο πραγµάτωσης της αναφορικής άρνησης (anaphoric negator) (Τσιµπλή & Ρούσσου, 1993: 145), καθώς αυτό µπορεί να αποτελεί την (µονολεκτική ή όχι) αρνητική απάντηση σε ερωτήσεις ολικής αγνοίας. Σύµφωνα µε τη δεύτερη προσέγγιση (Holton, Mackridge & Philippaki-Warburton, 1997), η άρνηση συστατικού πραγµατώνεται µε διάφορα µέσα: α) µε αόριστες αντωνυµίες και προσδιοριστές (determiners) και κατά κανόνα µε την ταυτόχρονη παρουσία στην ευρύτερη αρνητική πρόταση του δε(ν) ή του µη(ν), ανάλογα µε την έγκλιση (βλ. 11α, 11β), β) µε το µόριο όχι, το οποίο υποστηρίζεται πως χρησιµοποιείται για να αρνηθεί κάποιο συστατικό σε δοµές µε αντιπαραθετική άρνηση (βλ. 11γ, 11δ), γ) µε το σχήµα ούτε ούτε (βλ. 11ε) και, τέλος, δ) µε το αρνητικό µόριο µη(ν), το οποίο χρησιµοποιείται για να αρνηθεί γερούνδια, µετοχές και κάποιες φορές επίθετα και ουσιαστικά (βλ. 11στ-11θ). Τέλος, σύµφωνα µε την τρίτη προσέγγιση (Veloudis, 1982), τα µέσα πραγµάτωσης της άρνησης συστατικού είναι τα µόρια όχι και µη, 114 αλλά αυτά πραγµατώνουν άρνηση συστατικού µόνο όταν απαντούν σε πλήρεις προτάσεις (όπου περιλαµβάνεται το ρήµα) και όταν έπονται του χαρακτηριστή του συστατικού που αρνούνται (βλ. 12): (11) α. εν ήρθε κανείς να µε δει όταν ήµουνα άρρωστη. 114 Σύµφωνα µε τη Giannakidou (1997: 34) το µόριο µη πραγµατώνει τη λεξική άρνηση (lexical negation), η οποία µαζί µε την άρνηση συστατικού αποτελούν τα δύο είδη της µη προτασιακής άρνησης (nonsentential negation). 159
β. Κανένα του βιβλίο δεν άξιζε. γ. Να ψηφίσουµε το ηµητρακόπουλο και όχι τον Καλογεράκη. δ. Να περάσουνε µέσα οι γυναίκες αλλά όχι οι άνδρες. ε. εν τόλµησε να µιλήσει ούτε η γυναίκα του ούτε η αδελφή του. στ. Ο οµιλητής, µη(ν) έχοντας άλλα επιχειρήµατα, σταµάτησε. ζ. Η κυβέρνηση θα δώσει κάποιο επίδοµα στους µη εργαζόµενους. η. Οι µη αξιόλογοι άνθρωποι είναι συχνά φθονεροί. θ. Υπάρχουν εστιατόρια που είναι µόνο για µη καπνιστές. (από Holton, Mackridge & Philippaki-Warburton, 1997: 421-424) (12) α. Τις όχι/µη έντιµες δουλειές τις προτιµούν. 115 β. Γύρισε δύο όχι/µη εµπορικά φιλµ µαζί του. γ. Παντρεύτηκε ένα όχι/µη γνωστό ηθοποιό. δ. Τον φόρτωσαν µε πολλές όχι/µη σοβαρές κατηγορίες. (από Veloudis, 1982: 43) ύο από τα βασικότερα επιχειρήµατα που προβάλλονται από τον Veloudis (1982) για τη στήριξη της παραπάνω θέσης είναι τα εξής: α) Εφόσον, σε συντακτικό επίπεδο, τα όχι και µη των δοµών του τύπου (12α) - (12δ) έπονται πάντα του χαρακτηριστή της ΟΦ, αυτό συνεπάγεται πως βρίσκονται εντός της ΟΦ, δοµικά δηλαδή ανήκουν σε αυτήν, και εκφράζουν άρνηση για το αµέσως ε- πόµενο «κοµµάτι» αυτού του συστατικού άρα, αυτό αποτελεί µια θετική συντακτική µαρτυρία υπέρ της άποψης πως σε τέτοιες δοµές τα όχι και µη πραγµατώνουν άρνηση συστατικού (Veloudis, 1982: 46). β) Σε σηµασιολογικό επίπεδο, το γεγονός ότι η παρουσία των όχι και µη σε συστατικά που δεν µπορούν να αποτελέσουν αντικείµενο άρνησης, όπως π.χ. τα κύρια ονό- µατα, οδηγεί σε ανωµαλία (βλ. 13β), «κατακυρώνει» την υπόστασή τους ως εκφραστών της άρνησης συστατικού. (13) α. όχι/µη τη Μαρία β. *Συνάντησε την όχι/µη Μαρία. (από Veloudis, 1982: 46) 115 Το σύµβολο / σε αυτά τα παραδείγµατα δηλώνει διάζευξη αυτή η σύµβαση αποτελεί δική µου επιλογή (και δεν την αντλώ από τον Βελούδη). 160
Υποστηρίζεται σχετικά πως, δεδοµένου ότι η ανωµαλία στην (13β) είναι αναπότρεπτη όταν θεωρούµε πως τα αρνητικά µόρια όχι και µη αρνούνται ένα κύριο όνοµα (το Μαρία), τα ίδια αρνητικά µόρια στην αποδεκτή ελλειπτική (13α) δεν µπορεί να θεωρηθεί ότι αρνούνται ένα τέτοιο συστατικό (δηλ. το κύριο όνοµα Μαρία). Η ανωµαλία, λοιπόν, στην (13β) αποκαλύπτει τι ακριβώς κάνουν οι συγκεκριµένες χρήσεις των όχι και µη. Επιπλέον, εφόσον οι (13α) και (13β) διαφέρουν µόνο ως προς τη θέση του αρνητικού µορίου, είναι λογικό να υποστηριχθεί πως µόνο στις περιπτώσεις όπου τα όχι και µη έπονται του χαρακτηριστή αποδίδεται η ερµηνεία της άρνησης συστατικού. (ό.π.: 47) Μολονότι δεν είναι στους στόχους της παρούσας µελέτης η τοποθέτηση επί καθαρά θεωρητικών ζητηµάτων, θα κάνω κατ εξαίρεση δύο σχετικές παρατηρήσεις, στο βαθµό που αυτές συνδέονται µε τις µετέπειτα µεθοδολογικές επιλογές µου. Πρώτον, σε σχέση µε το συντακτικό επιχείρηµα του Veloudis, το γεγονός πως τα όχι και µη βρισκόµενα µετά το χαρακτηριστή αρνούνται κάποιο συστατικό (αυτό που έπεται του χαρακτηριστή), δεν συνεπάγεται κατά τη γνώµη µου πως εάν αυτά βρίσκονταν πριν το χαρακτηριστή δεν θα αρνούνταν και πάλι κάποιο συστατικό. Α- πλά, στην πρώτη περίπτωση το συστατικό είναι µια κεφαλή, που αποτελεί άµεσο συστατικό µιας ΟΦ, ενώ στη δεύτερη περίπτωση το συστατικό είναι µια (ολόκληρη) ΟΦ, η οποία υπάγεται αµεσότερα στην πρόταση, καθώς συµµετέχει στη σχέση κατηγόρησης. Συνεπώς, ενώ συµφωνώ ως προς το ότι αυτό το γεγονός αποτελεί θετική µαρτυρία υπέρ της υπόστασης των όχι και µη των δοµών του τύπου των (12α)-(12δ) αλλά και της (13β) ως εκφραστών της άρνησης συστατικού, υποστηρίζω επιπλέον πως επίσης ανάλογη θετική µαρτυρία συνιστά και η περίπτωση όπου τα όχι και µη προηγούνται του χαρακτηριστή (βλ. 13α). εύτερον, σε σχέση µε το σηµασιολογικό επιχείρηµα και µε αφορµή τα παραπάνω παραδείγµατα, υποστηρίζω πως ο ρόλος των όχι και µη στην (13α) δεν είναι ά- µεσα συγκρίσιµος µε το ρόλο τους στην (13β), καθώς ανάλογα µε τη συντακτική τους θέση εµπίπτουν σε διαφορετικό επίπεδο της γραµµατικής. Ως εκ τούτου, η διερεύνηση του ρόλου των όχι και µη στις δύο προτάσεις θα πρέπει να γίνει βάσει διαφορετικών κριτηρίων και όχι µόνο ενός (του ελέγχου, δηλαδή, της συντακτικής θέσης που θα πρέπει να κατέχουν τα όχι και µη, ώστε να αρνούνται την κεφαλή Μαρία). Στην ελλειπτική (13α) (που εµπίπτει και ελέγχεται από τη γραµµατική του λόγου (discourse grammar), όπως επισηµαίνει και ο Veloudis) τα όχι και µη αρνούνται (ή εξαιρούν) µια ΟΦ από το «πεδίο δράσης»/εµβέλεια του ρήµατος (δηλ. αρνούνται τη συµ- 161
µετοχή της ΟΦ στη σχέση κατηγόρησης)), ενώ στην (13β) τα όχι και µη αρνούνται/ εξαιρούν από µια ΟΦ τη σηµασία της κεφαλής της. Άρα, ο έλεγχος που επιχειρείται για το ρόλο των όχι και µη είναι συντακτικού τύπου για την (13α) και λεξικού τύπου για την (13β). Όταν βάσει του λεξικού ελέγχου προκύπτει µη αποδεκτότητα κάποιου συστατικού, τότε µοιραία η πρόταση που περιέχει το µη αποδεκτό συστατικό είναι µη αποδεκτή. Τέτοια περίπτωση αποτελεί η (13β), όπου το συστατικό-οφ η όχι/µη Μαρία δεν είναι αποδεκτό από µόνο του (για λόγους σηµασιολογικούς) και συµπαρασύρει και τη «φιλοξενούσα» πρόταση στη µη αποδεκτότητα. Έτσι, δεδοµένης α) της µη άµεσης συγκρισιµότητας των (ρόλων των) όχι και µη στις δύο δοµές, αφού ανάλογα µε τη συντακτική τους θέση εµπλέκονται διαφορετικές διαδικασίες ελέγχου/ερµηνείας κάθε φορά, και β) της ευρύτερης πρόσληψης της έννοιας του συστατικού που υιοθετώ, θεωρώ πως άρνηση συστατικού έχουµε τόσο στις περιπτώσεις όπου υποστηρίζει ο Veloudis όσο και σε αυτές που αποκλείει. Α- πλώς, οι πρώτες είναι περιπτώσεις άρνησης συστατικού λεξικού επιπέδου, ενώ οι δεύτερες είναι περιπτώσεις άρνησης συστατικού συντακτικού επιπέδου. Ουσιαστικά, δηλαδή, συµφωνώ µε την προσέγγιση των Holton, Mackridge και Philippaki-Warburton (1997). Επίσης, αξίζει να σηµειωθεί σχετικά πως οι προτάσεις του τύπου όχι τη Μαρία, που κατά τον Veloudis (1982) δεν αποτελούν περιπτώσεις άρνησης συστατικού, είναι ανάλογες µε αυτές στις οποίες, κατά τους Holton et al., το όχι χρησιµοποιείται για να αρνηθεί κάποιο συστατικό σε δοµές µε αντιπαραθετική άρνηση (π.χ. Να ψηφίσουµε το ηµητρακόπουλο και όχι τον Καλογεράκη). Οι παραπάνω προτάσεις διαφοροποιούνται µόνο ως προς την παράµετρο της ±ελλειπτικότητας. Τέλος, η παραπάνω πρόταση που παραθέτουν οι Holton et al. ως παράδειγµα αντιπαραθετικής άρνησης είναι περίπου ισοδύναµη µε την πρόταση Να ψηφίσουµε όχι τον Καλογεράκη, αλλά το ηµητρακόπουλο. H µόνη διαφορά µεταξύ αυτών των δύο προτάσεων είναι πως ανάλογα µε την πρόταξη ή µη του αρνούµενου συστατικού δίνεται έµφαση σε διαφορετική ΟΦ κάθε φορά. Προλαµβάνοντας τη συζήτηση σχετικά µε τη µεθοδολογία αυτής της έρευνας, οι προτάσεις που στο πειραµατικό πλαίσιο θα θεωρήσω περιπτώσεις πραγµάτωσης άρνησης συστατικού είναι του δεύτερου τύπου (Να ψηφίσουµε όχι τον Καλογεράκη..), καθώς α) διευκολύνουν τον πειραµατικό σχεδιασµό και β) είναι ανάλογες µε αυτές που χρησιµοποιήθηκαν σε παρόµοιες διαγλωσσικές έρευνες (π.χ. Rispens, Bastiaanse & van Zonneveld, 2001 Bastiaanse et al., 2002). Έτσι διασφαλίζεται η µεγαλύτερη δυνατή συγκρισιµότητα των αποτε- 162
λεσµάτων της παρούσας έρευνας µε τα ευρήµατα των εν λόγω µελετών (βλ. ενότητα 4.2). Τέλος, ολοκληρώνοντας την ανάλυση του Veloudis (1982), ως άλλη µία περίπτωση άρνησης συστατικού προτείνονται οι δοµές όπου το όχι προηγείται ποσοδεικτών (βλ. 14). Τέτοιες δοµές ωστόσο δεν θα µας απασχολήσουν πειραµατικά. (14) α. Ήρθαν όχι λίγες φορές. β. Μετακινήθηκε όχι πολλά µέτρα αριστερά. γ. Προχώρησαν όχι πολύ µακριά. (από Veloudis, 1982: 53) 4.1.2 Άρνηση και αγραµµατισµός Η άρνηση δεν έχει µελετηθεί ιδιαίτερα στο χώρο της αφασίας. Στην ενότητα αυτή, α- φότου ήδη παρουσιάσαµε τα βασικά της χαρακτηριστικά σε θεωρητικό και, πιο συγκεκριµένα, σε συντακτικό επίπεδο, θα κάνουµε σύντοµη αναφορά στις σηµαντικότερες µελέτες που εξέτασαν την άρνηση στο χώρο του αγραµµατισµού. H Bebout (1993) έχοντας ως αφετηρία τη διάκριση λεξικών στοιχείων ανοιχτής και κλειστής τάξης, που είναι ιδιαίτερα διαδεδοµένη στη βιβλιογραφία της αφασίας, επιχείρησε να διερευνήσει την περιοχή της άρνησης στην Αγγλική, όπου η παραπάνω διάκριση εµφανίζεται συγκεχυµένη. Η ρευστή υπόσταση της άρνησης ως προς την παραπάνω διάκριση σύµφωνα µε την Bebout έγκειται στο ότι τόσο το ε- λεύθερο µόρφηµα not, που πραγµατώνει συντακτική άρνηση, όσο και τα προθήµατα (παραγωγικά µορφήµατα) un ή in, που σχηµατίζουν άρνηση στο επίπεδο της µορφολογίας, αν και τυπικά θεωρούνται στοιχεία κλειστής τάξης, θα µπορούσαν ενδεχο- µένως να θεωρηθούν και στοιχεία ανοιχτής τάξης, δεδοµένου πως διαθέτουν ιδιαίτερο σηµασιολογικό βάρος. Η πλειονότητα των αφασικών που συµµετέχουν στην έρευνα αυτή πάσχει από µη ρέουσα αφασία. Για τον έλεγχο της παραγωγής διενεργείται µια δοκιµασία διάταξης συστατικών µε εικόνες (παρόµοια µε αυτήν που διενεργείται στην παρούσα έρευνα βλ. την ενότητα 4.2.2.2) και για τον έλεγχο της κατανόησης διενεργείται µια δοκιµασία αντιστοίχισης πρότασης µε εικόνα. Οι αφασικοί συµµετέχοντες σηµειώνουν καλύτερη επίδοση στην παραγωγή της άρνησης µέσω προθηµάτων παρά στην παραγωγή της άρνησης µέσω του ελεύθερου µορφήµατος not, διαφο- 163
ροποίηση που δεν παρατηρείται και στο επίπεδο της κατανόησης. Το παραπάνω εύρηµα σε ό,τι αφορά την παραγωγή υποστηρίζεται πως µπορεί να ερµηνευτεί στη βάση της υπόθεσης πως οι πολυµορφηµατικές, µορφολογικά παράγωγες λέξεις (π.χ. impossible) εισάγονται στο λεξικό κατά τρόπο πλεοναστικό (π.χ. το impossible εισάγεται παράλληλα µε το possible), ακόµη και στις περιπτώσεις όπου υπάρχει κάποιος µορφολογικός κανόνας που είναι υπεύθυνος για το συνδυασµό κάποιου προσφύµατος µε κάποιο θέµα (π.χ. in- + possible = impossible). Σύµφωνα µε αυτή την υπόθεση, τα προθήµατα που εξετάστηκαν στη συγκεκριµένη µελέτη µπορεί να θεωρηθεί πως είναι στενά συνδεδεµένα στο λεξικό µε λέξεις ανοιχτής τάξης, γεγονός στο οποίο µπορεί να αποδοθεί η καλύτερη επίδοση των αφασικών µε αυτά. Αντίθετα, το not, που στερείται ανάλογης σύνδεσης µε λέξεις ανοιχτής τάξης, είναι πιο ευάλωτο σε διαταραχές, καθώς, παρά τη σηµασιολογική και πραγµατολογική του σπουδαιότητα, είναι έ- να µικρό και συχνά άτονο στοιχείο που ανήκει σε κλειστή τάξη, έστω και ως µη τυπικό µέλος της (ό.π.). Τα αποτελέσµατα της παραπάνω έρευνας επιχείρησε να τα αναλύσει εκ νέου ο Taylor (1996), ο οποίος πρότεινε µια εναλλακτική ερµηνεία τους. Πιο συγκεκριµένα, υποστήριξε πως τα πρότυπα και τα επίπεδα της επίδοσης σε ό,τι αφορά τα αρνητικά µορφήµατα που βρέθηκαν στα πειράµατα της Bebout θα µπορούσαν να ερµηνευτούν βάσει δύο µοντέλων σε συνδυασµό: του µοντέλου του Grodzinsky για την α- γραµµατική επίδοση, όπως αυτό διαµορφώθηκε µε τις εργασίες του το 1984, το 1986 και το 1990, και του µοντέλου του ανταγωνισµού (competition model) (MacWhinney, 1987, 1989 Bates & MacWhinney, 1989), που αφορά την επεξεργασία της γλώσσας (language processing). Πιο συγκεκριµένα, σύµφωνα µε το µοντέλο του Grodzinsky (1990) προβλέπεται διαφοροποίηση µεταξύ αγραµµατικής παραγωγής και κατανόησης, καθώς στο ε- πίπεδο της παραγωγής υποστηρίζεται πως πραγµατοποιείται διαγραφή των λειτουργικών κεφαλών στην επιφανειακή δοµή, υπό τον όρο της ελευθερωσιµότητας των λέξεων χωρίς κλιτικά µορφήµατα στην εκάστοτε γλώσσα, ενώ στο επίπεδο της κατανόησης υποστηρίζεται πως πραγµατοποιείται διαγραφή των ιχνών και πως απούσας κάποιας αλυσίδας µε στοιχεία που φέρουν τον ίδιο ενδείκτη (index) δεν υπάρχει δυνατότητα µεταβίβασης θεµατικών ρόλων σε ορίσµατα που έχουν µετακινηθεί αντίθετα, οι θεµατικοί ρόλοι αποδίδονται βάσει κάποιας στρατηγικής ερήµην (default strategy), πιθανώς βάσει της κανονικής σειράς (ή διάταξης) των όρων (canonical word order). 164
Σύµφωνα µε το µοντέλο του ανταγωνισµού η επεξεργασία της γλώσσας γίνεται µε τη χρήση παράλληλα διαθέσιµων ενδείξεων (cues) από τη µορφολογία, τη ση- µασιολογία, τη σύνταξη κ.ο.κ., οι οποίες ποικίλλουν ως προς την ισχύ (strength) ανάλογα µε τη διαθεσιµότητα (availability) και την αξιοπιστία (reliability) τους ως προς τη δυνατότητά τους να οδηγήσουν σε σωστή ερµηνεία. Η διαθεσιµότητα των ενδείξεων αποτελεί συνάρτηση της συχνότητάς τους, καθώς και του κατά πόσον αυτές είναι φωνητικά εξέχουσες (phonetically salient). Εφόσον η επεξεργασία λαµβάνει χώρα σε πραγµατικό χρόνο, υποστηρίζεται πως υπάρχει η τάση ενεργοποίησης των ενδείξεων υψηλής ισχύος «εις βάρος» των ενδείξεων χαµηλής ισχύος (Taylor, 1996: 8-9). Ειδικότερα, υποστήριξε ο Taylor (1996: 11) πως το µοντέλο του Grodzinsky από µόνο του δεν µπορεί να προβλέψει τη σχετική διατήρηση της Άρν συγκριτικά µε άλλες λειτουργικές κεφαλές, καθώς δεν υιοθετεί καµιά τυπική έννοια (formal notion) σηµασιολογικής ισχύος ή εγκυρότητας στην σε πραγµατικό χρόνο επεξεργασία της γλώσσας, 116 ενώ το µοντέλο του ανταγωνισµού από µόνο του δεν µπορεί να προβλέψει τη σχετική διατήρηση των παραγωγικών µορφηµάτων όπως το un- κατά την α- γραµµατική παραγωγή συγκριτικά µε τα κλιτικά µορφήµατα όπως το not. 117 Τα δύο παραπάνω µοντέλα, ωστόσο, σε συνδυασµό υποστήριξε πως ερµηνεύουν επαρκώς τα παραπάνω αποτελέσµατα. Η Rispens, η Bastiaanse και οι συνεργάτες τους εξέτασαν την επίδοση ολλανδόφωνων, αγγλόφωνων, νορβηγόφωνων, ισπανόφωνων και γαλλόφωνων αγραµµατικών στην άρνηση, ως προς την παραγωγή και, για κάποιες από τις παραπάνω γλωσσικές οµάδες, ως προς την κατανόηση (Rispens, Bastiaanse, van Zonneveld, Jarema & Edwards, 1997 Bastiaanse, Rispens & van Zonneveld, 2000 Rispens, Bastiaanse & van Zonneveld, 2001 Bastiaanse, Rispens, Ruigendijk, Rabadàn & Thompson, 2002). 118 Σύµφωνα µε τα πειραµατικά αποτελέσµατα η κατανόηση της άρνησης, η ο- 116 Αυτό, αντίθετα, το κάνει το µοντέλο του ανταγωνισµού, σύµφωνα µε το οποίο τα σχετικά υψηλό ε- πίπεδο επιτυχίας της συντακτικής άρνησης που πραγµατώνεται µε το not οφείλεται στην υψηλή ισχύ της ένδειξης του not. Η υψηλή ισχύς του οφείλεται στη διαθεσιµότητά του και την αξιοπιστία του, καθώς αυτό το µόρφηµα έχει υψηλή συχνότητα εµφάνισης, είναι ελεύθερο και φωνητικά εξέχον, ενώ χαρακτηρίζεται και από σηµαντικό και «διαφανές» σηµασιολογικό βάρος, καθώς µετατρέπει την πολικότητα της πρότασης από θετική σε αρνητική (Taylor, 1996: 9). 117 Αυτό το κάνει το µοντέλο του Grodzinsky, καθώς σε ό,τι αφορά το επίπεδο της παραγωγής προβλέπει διαταραχές των λειτουργικών κατηγοριών (όπως είναι η λειτουργική κεφαλή not) αλλά όχι και των προθηµάτων (όπως είναι το αρνητικό πρόθηµα un-) (Taylor, 1996: 11). 118 Πιο συγκεκριµένα, αρχικά παρουσιάστηκαν όχι ιδιαίτερα αναλυτικά τα αποτελέσµατα των γαλλόφωνων, των αγγλόφωνων και των ολλανδόφωνων αγραµµατικών στην εργασία των Rispens et al. (1997). Κατόπιν, τα αποτελέσµατα των αγγλόφωνων και των ολλανδόφωνων αγραµµατικών παρουσιάστηκαν και συζητήθηκαν αναλυτικότερα στους Bastiaanse et al. (2000). Εν συνεχεία τα ίδια αποτελέσµατα παρουσιάστηκαν εµπλουτισµένα µε αυτά των νορβηγόφωνων αγραµµατικών στην εργασία των 165
ποία εξετάζεται για τους ολλανδόφωνους, τους αγγλόφωνους και τους νορβηγόφωνους αγραµµατικούς, παρουσιάζεται σχετικά ικανοποιητική. Σε ό,τι αφορά την παραγωγή, ωστόσο, οι αγγλόφωνοι και οι ισπανόφωνοι αγραµµατικοί εµφανίζουν ιδιαίτερα χαµηλή επίδοση, η οποία είναι σηµαντικά χαµηλότερη από αυτή των ολλανδόφωνων και των νορβηγόφωνων αγραµµατικών. 119 Επίσης, διαπιστώνεται η διαγλωσσική τάση των αγραµµατικών να καταφεύγουν στην άρνηση συστατικού, όταν κάνουν λάθη (Rispens, Bastiaanse & van Zonneveld, 2001: 78). Υποστηρίζεται πως η άρνηση συστατικού προκαλεί µικρότερες δυσκολίες στους αγραµµατικούς απ ό,τι η προτασιακή άρνηση, επειδή χαρακτηρίζεται από µικρότερη εµβέλεια και/ή επειδή εµπλέκει το χαρακτηριστή και όχι την κεφαλή, εφόσον δεν µπλοκάρει τη µετακίνηση του ρή- µατος σε καµιά από τις γλώσσες που εξετάζονται στη συγκεκριµένη έρευνα (ό.π.). Στη βάση των αποτελεσµάτων των παραπάνω ερευνών υποστηρίζεται πως η έκταση της διαταραχής στη δόµηση των αρνητικών προτάσεων αποτελεί συνάρτηση της ε- σωτερικής δοµής της ΦρΆρν στην εκάστοτε γλώσσα. Όταν το στοιχείο της άρνησης βρίσκεται σε θέση κεφαλής (π.χ. στην Αγγλική), αυτό καθιστά πιο δύσκολη τη δόµηση αρνητικών προτάσεων από τους αγραµµατικούς, απ ό,τι όταν βρίσκεται σε θέση χαρακτηριστή (π.χ. στην Ολλανδική και τη Νορβηγική) (ό.π.). Oι Bastiaanse et. al. (2002) για τα αποτελέσµατα αυτά (που συζητούνται και στους Rispens et al. (2001)), αλλά και για εκείνα των ισπανόφωνων αγραµµατικών, προτείνουν ουσιαστικά την ί- δια ερµηνεία, 120 εκφρασµένη ωστόσο µε όρους συσχέτισης άρνησης και µετακίνησης του ρήµατος. Υποστηρίζουν δηλαδή πως, όταν η άρνηση σχετίζεται µε τη µετακίνηση του ρήµατος (όταν δηλ. το αρνητικό στοιχείο βρίσκεται στην Άρν, εµποδίζοντας έτσι τη µετακίνηση του ρήµατος σε αυτήν ή µέσω αυτής (βλ. ενότητα 4.1.1.1)), όπως Rispens et al. (2001) και, τέλος, όλα αυτά τα αποτελέσµατα παρουσιάστηκαν εκ νέου µε την προσθήκη των αποτελεσµάτων των ισπανόφωνων αγραµµατικών στην εργασία των Bastiaanse et al. (2002). 119 Τα αποτελέσµατα των γαλλόφωνων αγραµµατικών, τα οποία συζητούνται µόνο στους Rispens et al. (1997), δεν συγκρίνονται στατιστικά µε αυτά των αγγλόφωνων και των ολλανδόφωνων αγραµµατικών. Στη συγκεκριµένη µελέτη τα αποτελέσµατα των αγραµµατικών της κάθε γλώσσας, παρουσιάζονται ξεχωριστά και ο µόνος στατιστικός έλεγχος που γίνεται αφορά τη διαφορά στην επίδοση της κάθε γλωσσικής «οµάδας» µεταξύ αρνητικών και καταφατικών προτάσεων. Ως προς αυτή την παράµετρο, οι γαλλόφωνοι και οι αγγλόφωνοι αγραµµατικοί παρουσιάζουν σηµαντικά µεγαλύτερη δυσκολία στο σχηµατισµό αρνητικών προτάσεων απ ό,τι στο σχηµατισµό καταφατικών προτάσεων, εύρηµα που δεν ισχύει για τους ολλανδόφωνους αγραµµατικούς, οι οποίοι εµφανίζουν ανάλογη δυσκολία µε τα δύο είδη προτάσεων. Για περισσότερες λεπτοµέρειες σχετικά µε τα αποτελέσµατα αυτών των ερευνών (πλην αυτών που αφορούν τους γαλλόφωνους αγραµµατικούς, τα οποία παρουσιάζονται ελλιπώς στους Rispens et al. (1997)), βλ. την ενότητα 4.3.4. 120 Τα αποτελέσµατα των ισπανόφωνων αγραµµατικών, τα οποία παρουσιάζονται στους Bastiaanse, Rispens, Ruigendijk, Rabadàn και Thompson (2002), ενισχύουν την ερµηνεία που προτείνεται για τα αποτελέσµατα των αγγλόφωνων, των ολλανδόφωνων και των νορβηγόφωνων αγραµµατικών από τους Rispens, Bastiaanse και van Zonneveld (2001). 166
συµβαίνει στην περίπτωση της Αγγλικής και της Ισπανικής, δυσχεραίνεται σε µεγάλο βαθµό η παραγωγή αρνητικών προτάσεων από τους αγραµµατικούς, κάτι που δεν ι- σχύει όταν η άρνηση δεν σχετίζεται µε τη µετακίνηση του ρήµατος (όταν δηλ. το αρνητικό στοιχείο βρίσκεται στη θέση [Χαρ, ΦρΆρν]), όπως στην περίπτωση της Ολλανδικής και της Νορβηγικής. Ο Chinellato (2004) εξέτασε την παραγωγή της άρνησης σε πέντε δίγλωσσους αγραµµατικούς (στην Ιταλική και σε µία διάλεκτο της βόρειας Ιταλίας, είτε στη βόρεια διάλεκτο της Vicenza (Vicentino) είτε στη βενετσιάνικη διάλεκτο). Πιο συγκεκριµένα, έλεγξε πειραµατικά την επίδοσή τους σε δύο δείκτες άρνησης που πραγµατώνουν προτασιακή άρνηση τόσο στην Ιταλική όσο και στη διάλεκτο: τον προρηµατικό (Ιταλ. non / διάλ. no) και το µεταρηµατικό (Ιταλ. mica / διάλ. mia). Επίσης, σύγκρινε την προτασιακή άρνηση µε την άρνηση των µικρών προτασιακών δοµών (small clause negation) ( on ritengo Gianni degno di fiducia εν θεωρώ το Γιάννη άξιο εµπιστοσύνης vs. Ritengo [Gianni non degno di fiducia] Θεωρώ [το Γιάννη µη/ όχι άξιο εµπιστοσύνης] )). Σύµφωνα µε τα αποτελέσµατα, ο προρηµατικός δείκτης της προτασιακής άρνησης παραλείπεται πάντα και στις δύο γλωσσικές ποικιλίες (δηλ. και στην πρότυπη (Ιταλική) και στην εκάστοτε διαλεκτική), ενώ, αντίθετα, σε αυτές διατηρείται πάντα τόσο ο µεταρηµατικός δείκτης της προτασιακής άρνησης ό- σο και ο δείκτης της άρνησης των µικρών προτασικών δοµών. Υποστηρίζεται πως τα αποτελέσµατα αυτά συµφωνούν µε προηγούµενες µελέτες σχετικά µε την παραγωγή της άρνησης στην αφασία (όπως αυτή των Bastiaanse, Rispens και van Zonneveld (2000)), ενώ παράλληλα ενισχύουν τις γλωσσολογικές θεωρίες που υποστηρίζουν πως οι δύο δείκτες άρνησης έχουν διαφορετική υπόσταση ότι δηλαδή ο προρηµατικός δείκτης άρνησης έχει κλιτική υπόσταση (Χ ), ενώ ο µεταρηµατικός έχει υπόσταση φράσης µέγιστης προβολής (XP). Σχετικά µε την τελευταία πρόταση, ο Chinellato παραπέµπει στους Pollock (1989), Belletti (1990), Zanuttini (1997) και Cinque (1999). Οι Stavrakaki και Kouvava (2003), τέλος, εξέτασαν την επίδοση δύο ελληνόφωνων αγραµµατικών σε αρκετές λειτουργικές κατηγορίες, µεταξύ των οποίων και η άρνηση. Ο έλεγχος του επιπέδου της παραγωγής (σε ό,τι αφορά ειδικότερα την κατηγορία της άρνησης) βασίστηκε σε δεδοµένα που αντλήθηκαν από τον αυθόρµητο λόγο, ενώ ο έλεγχος του επιπέδου της κατανόησης βασίστηκε σε µια δοκιµασία κρίσης γραµµατικότητας πρότασης και σε µια δοκιµασία επιλογής ανάµεσα σε γραµµατικές και αντιγραµµατικές προτάσεις. Σε ό,τι αφορά την παραγωγή (αυθόρµητου λόγου) 167
και οι δύο αγραµµατικοί συµµετέχοντες «κλήθηκαν» ή µάλλον, για την ακρίβεια, ε- πέλεξαν να χειριστούν πολλά περισσότερα περιβάλλοντα υποχρεωτικής παρουσίας του δεν (δηλ. περιβάλλοντα οριστικής έγκλισης µε άρνηση) παρά περιβάλλοντα υποχρεωτικής παρουσίας του µην (δηλ. περιβάλλοντα υποτακτικής ή προστακτικής έ- γκλισης µε άρνηση). Συγκεκριµένα, ο ένας αγραµµατικός είχε στο λόγο του µόλις πέντε τέτοια περιβάλλοντα (σε κανένα από τα οποία δεν κατόρθωσε να πραγµατώσει το αρνητικό µόριο µην), ενώ ο άλλος δεν είχε κανένα τέτοιο περιβάλλον. Αναφορικά µε την άρνηση της οριστικής έγκλισης, ο ένας αγραµµατικός είχε 34.6% επιτυχία (9/26), ενώ ο άλλος 72.22% επιτυχία (13/18) (Stavrakaki & Kouvava, 2003: 133). Τέλος, η επίδοση αυτών των αγραµµατικών ως προς την κατηγορία της άρνησης ήταν σαφώς υψηλότερη στις δοκιµασίες που έλεγχαν την κατανόηση απ ό,τι στον αυθόρµητο λόγο. Συγκεκριµένα, τα ποσοστά επιτυχίας τους στην κατανόηση κυµαίνονταν από 80% ως 100%, µε µοναδική εξαίρεση την επίδοση του ενός από τους δύο (του SC) στην κρίση γραµµατικότητας των αντιγραµµατικών δοµών µε το δείκτη άρνησης µην, ό- που το ποσοστό επιτυχίας του ήταν 60% (ό.π.: 138). Σε ό,τι αφορά τα ευρήµατα της παραγωγής, την καλύτερη επίδοση των αγραµµατικών στις δοµές άρνησης µε το δεν απ ό,τι στις δοµές άρνησης µε το µην οι ερευνήτριες την αποδίδουν στο γεγονός ότι η πραγµάτωση του δείκτη της υποτακτικής έγκλισης να πριν το αρνητικό µόριο µην (στις δοµές «εγκιβωτισµένης» άρνησης) αυξάνει το φόρτο επεξεργασίας µε συνέπεια να µην µπορούν να ανταποκριθούν επαρκώς οι αγραµµατικοί (ό.π.: 137). Αντίθετα, οι δοµές άρνησης µε το αρνητικό µόριο δεν, στις οποίες οι ΦρΈγκλ έχουν ως τιµή την [+οριστική] και µηδενική µορφολογική πραγµάτωση, είναι πιο εύκολες (ως λιγότερο απαιτητικές µε όρους επεξεργασίας) για τους αγραµµατικούς. 4.2 Μεθοδολογία 4.2.1 Συµµετέχοντες Στις δοκιµασίες που έλεγχαν τη λειτουργική κατηγορία της άρνησης πήραν µέρος δύο ελληνόφωνοι αγραµµατικοί, ο ΑΒ και ο ΓΘ, και δύο άτοµα χωρίς παθολογικά προβλήµατα που συγκροτούσαν την οµάδα ελέγχου (για περισσότερες πληροφορίες σχετικά µε το προφίλ τους, βλ. την ενότητα 3.2.1). Οι συµµετέχοντες που αποτελούσαν 168
την οµάδα ελέγχου δεν έκαναν κανένα λάθος σε καµία από τις σχετικές δοκιµασίες, οπότε η επίδοσή τους δεν θα σχολιαστεί στη συνέχεια. Τέλος, θα πρέπει να αναφέρουµε πως ο ΓΛ εξαιρέθηκε από τις παραπάνω δοκιµασίες, διότι οι δύο από τις τρεις ενέπλεκαν αποκλειστικά τη γραπτή τροπικότητα (βλ. ενότητα 4.2.2) και, όπως προαναφέρεται και στην ενότητα 3.2.1, ο ΓΛ πέρα από αγραµµατισµό παρουσίαζε και χαρακτηριστικά συµβατά µε τη βαθιά δυσλεξία (Emmanouel, Tsapkini & Rudolph, 2005). 4.2.2 Πειραµατικό υλικό: στόχοι, σχεδιασµός, διαδικασία Για την εξέταση της κατανόησης και της παραγωγής αρνητικών προτάσεων στην Ελληνική σχεδιάστηκαν τρεις δοκιµασίες, παρόµοιες µε αυτές των Rispens, Bastiaanse και van Zonneveld (2001) και των Bastiaaanse, Rispens, Ruigendijk, Rabadàn και Thompson (2002) (µε τις οποίες διερευνήθηκε η άρνηση στην Αγγλική, την Ολλανδική, τη Νορβηγική και την Ισπανική). Πιο συγκεκριµένα, για τη διερεύνηση της κατανόησης σχεδιάστηκε µια δοκιµασία κρίσης αληθειακής τιµής (truth value judgment task), ενώ για τη διερεύνηση της παραγωγής σχεδιάστηκαν δύο δοκιµασίες διάταξης (προτασιακών) συστατικών (constituent ordering task), η µία εκ των οποίων ήταν µε εικόνες και η άλλη χωρίς εικόνες. Με αυτές τις δοκιµασίες στην παρούσα µελέτη εξετάζεται µόνο η λογική άρνηση (logical/truth-functional negation), η οποία χρησιµοποιείται για να εκφράσει κάποια αρνητική αλήθεια. Όπως επισηµαίνει σχετικά ο Juncos-Rabadàn (1992: 97), υπάρχουν και άλλα είδη άρνησης, που εκφράζουν διάφορες βασικές λειτουργίες, όπως είναι η αντίθεση («εν θέλω να») και η απαγόρευση («Μην (το) κάνεις αυτό»). Τα δύο τελευταία είδη άρνησης, επισηµαίνει ο Juncos-Rabadàn (ό.π.) παραπέµπτοντας στους Pea (1980) και Juncos (1985), αναπτύσσονται νωρίτερα από τη λογική άρνηση, ενώ παράλληλα (πιθανολογείται πως) µόνο η τελευταία είναι λειτουργικά περίπλοκη. Υποστηρίζεται, τέλος, πως αποτελεί σοβαρό περιορισµό των πειραµατικών µελετών της άρνησης το γεγονός πως όλες διερευνούν µόνο τη λογική άρνηση. Αυτό, ωστόσο, δικαιολογείται κατά την άποψή µου από το γεγονός πως η λογική άρνηση φαίνεται προσφορότερη για πειραµατική διερεύνηση (µέσω δοµηµένων δοκιµασιών) συγκριτικά µε τα άλλα δύο είδη άρνησης. 169
Πέρα από τον έλεγχο της άρνησης, επιχειρείται ο έλεγχος δύο ακόµη παραµέτρων, που ενδεχοµένως ασκούν κάποια επίδραση στην επίδοση των αγραµµατικών: της συχνότητας των ρηµάτων και της δοµικής πολυπλοκότητας της πρότασης. Προκειµένου να διερευνηθεί η επίδραση της συχνότητας, τα ρήµατα των προτάσεων των παραπάνω δοκιµασιών επιλέχτηκαν (και) βάσει του κριτηρίου της συχνότητας, έτσι ώστε να συγκροτούν δύο κατηγορίες ως προς την παράµετρο αυτή: τα συχνά και τα µη συχνά ρήµατα. Στην παρούσα έρευνα επιλέγουµε να ελέγξουµε την επίδραση που ασκεί στην επίδοση των συµµετεχόντων η συχνότητα (βλ. ενότητα 1.4.1) και όχι η οικειότητα, διότι η πρώτη αποτελεί ένα αρκετά αντικειµενικό µέτρο και, επιπλέον, ο χειρισµός της είναι µεθοδολογικά προσφορότερος. Αντίθετα, κατά τη γνώµη µου ο αξιόπιστος χειρισµός της οικειότητας είναι ιδιαίτερα απαιτητικός µεθοδολογικά και, επιπλέον, ι- διαίτερα αντιοικονοµικός ως προς το χρόνο. Πιο συγκεκριµένα, εφόσον η οικειότητα είναι ένα µέτρο της «προσωπικής» συχνότητας των λέξεων, ο ενδεδειγµένος πειραµατικός χειρισµός της θα απαιτούσε ειδικές µετρήσεις για τον κάθε αγραµµατικό συµ- µετέχοντα ξεχωριστά. Θα έπρεπε δηλαδή να διενεργηθούν τα κατάλληλα τεστ «εκτί- µησης» (βαθµολόγησης) της οικειότητας για ένα σύνολο προεπιλεγµένων ρηµάτων τόσο στους δύο αγραµµατικούς συµµετέχοντες όσο και σε δύο οµάδες ατόµων (χωρίς παθολογικά προβλήµατα), η καθεµία εκ των οποίων θα περιλάµβανε ικανό αριθµό µελών που θα προσοµοίωναν τον καθέναν από τους αγραµµατικούς ως προς µια σειρά από παραµέτρους που θεωρείται πιθανό να καθορίζουν τα επίπεδα της οικειότητας για τις διάφορες λέξεις: επάγγελµα, ηλικία, µορφωτικό επίπεδο, ιδιαίτερα ενδιαφέροντα, τόπος κατοικίας και καταγωγή (για τον συνυπολογισµό ενδεχόµενης διαλεκτικής επίδρασης) κ.λπ. Όπως είναι προφανές, θα ήταν ιδιαίτερα δύσκολη η συγκρότηση των οµάδων ατόµων που θα προσοµοίωναν ως προς τις παραπάνω παραµέτρους τους αγραµµατικούς συµµετέχοντες. Επίσης, εάν και αφότου πραγµατοποιούνταν αυτό και εάν προέκυπταν σηµαντικές διαφορές στο επίπεδο οικειότητας κάποιων ρηµάτων µεταξύ των οµάδων, θα ήταν ίσως ενδεδειγµένο είτε να χρησιµοποιούνταν διαφορετικά για κάθε αγραµµατικό ρήµατα στις δοκιµασίες είτε κάποια ρήµατα που θα αποτελούσαν µέλη της οµάδας των µη οικείων ρηµάτων για έναν αγραµµατικό να θεωρούνταν µέλη της οµάδας των οικείων ρηµάτων για έναν άλλον αγραµµατικό και α- ντίστροφα. Προκειµένου να αποφύγουµε τον παραπάνω µεθοδολογικά «δαιδαλώδη» δρόµο, οδηγηθήκαµε στην επιλογή του ελέγχου της επίδρασης που ασκεί στην επίδοση των συµµετεχόντων η συχνότητα των λέξεων. 170
Σε ό,τι αφορά τα δεδοµένα που αφορούν τη συχνότητα των λέξεων, αυτά αντλήθηκαν από το Θησαυρό της Ελληνικής Γλώσσας του Ινστιτούτου Επεξεργασίας του Λόγου, ο οποίος αποτελεί το µεγαλύτερο σώµα κειµένων για την Ελληνική. 121 Ειδικότερα, περιλαµβάνονται σε αυτόν γραπτά κείµενα που προέρχονται από ευρύ φάσµα µέσων (εφηµερίδες, περιοδικά, βιβλία κ.λπ.), καλύπτουν ποικίλη θεµατολογία (ανθρωπιστικές επιστήµες, ελεύθερος χρόνος, οικονοµία, ιατρική, εικαστικά κ.λπ.) και ανήκουν, κατά συνέπεια, σε ποικίλα κειµενικά είδη (π.χ. λόγος της ειδησεογραφίας, των περιοδικών, των δοκιµίων, της νοµικής επιστήµης, της λογοτεχνίας κ.λπ.) (Hatzigeorgiou et al., 2000). Επιπλέον, αυτό το σώµα κειµένων είναι διαθέσιµο διαδικτυακά (http://hnc.ilsp.gr/). Ασφαλώς, για την παροχή πιο αξιόπιστων πληροφοριών σχετικά µε τη συχνότητα των λέξεων, θα ήταν προτιµότερο να συµπεριλαµβάνονταν σε αυτό κείµενα από περισσότερα κειµενικά είδη, καθώς και κείµενα αποµαγνητοφωνη- µένου και καταγεγραµµένου προφορικού λόγου, που θα προέρχονταν από ποικίλες περιστάσεις επικοινωνίας, έτσι ώστε να εκπροσωπούνταν ακόµη περισσότερα υφολογικά επίπεδα. Ωστόσο, παρά τις αδυναµίες του υπάρχοντος σώµατος κειµένων, το θεωρούµε την πιο αξιόπιστη διαθέσιµη πηγή σχετικά µε τη συχνότητα των λέξεων στην Ελληνική. Θα πρέπει τέλος να σηµειωθεί πως οι συχνότητες που αντλήθηκαν αφορούν το «λήµµα» και όχι τη «λέξη», δηλαδή αφορούν το άθροισµα των ρηµατικών τύπων που συγκροτούν το κλιτικό παράδειγµα (όλων των χρόνων) και όχι κάποιο µόνο τύπο του κλιτικού παραδείγµατος. 122 Όπως θα φανεί και στη συνέχεια, αυτή η επιλογή στηρίζεται στο γεγονός ότι γενικότερα στο πειραµατικό υλικό αυτής της έρευνας και ειδικότερα σε αυτό που κατεξοχήν ελέγχει την επίδραση της συχνότητας του ρήµατος στη γλωσσική επίδοση, δηλαδή σε αυτό που αφορά τον έλεγχο της όψης, του χρόνου και της συµφωνίας (βλ. 5 ο κεφάλαιο) υπάρχει η µεγαλύτερη δυνατή διασπορά τιµών και των τριών εµπλεκόµενων κατηγοριών (όψης, χρόνου, συµφωνίας). Επίσης, κριτήρια επιλογής των ρηµάτων αποτέλεσαν α) η απεικονισιµότητά τους (imageability), χαρακτηριστικό που υπαγορευόταν από τις ανάγκες του πειραµατικού σχεδιασµού, β) η µορφολογία τους και γ) το πλαίσιο υποκατηγοριοποίησής τους. Σε σχέση µε το δεύτερο κριτήριο, επιλέχτηκαν ρήµατα ενεργητικής φωνής/µορφολογίας και ενεργητικής διάθεσης (αποκλείστηκαν δηλαδή ρήµατα που είναι παθη- 121 Ο Θησαυρός της Ελληνικής Γλώσσας περιλάµβανε την περίοδο όπου έγινε ο πειραµατικός σχεδιασµός (το 2004) περίπου 34.000.000 λέξεις. 122 Ο όρος λήµµα δηλαδή, ο οποίος χρησιµοποιείται µε αυτή τη σηµασία κυρίως στο χώρο της λεξικογραφίας και της γνωστικής ψυχολογίας, είναι αντίστοιχος του όρου λέξηµα που παραδοσιακά χρησι- µοποιεί η επιστήµη της γλωσσολογίας. 171
τικής µορφολογίας και ενεργητικής διάθεσης, π.χ. δέχοµαι), ενώ σε ό,τι αφορά το πλαίσιο υποκατηγοριοποίησης επιλέχτηκαν µόνο µεταβατικά ρήµατα που λαµβάνουν (ως συµπλήρωµα) άµεσο αντικείµενο (π.χ. λαµβάνω, Ρ, [ ΟΦ], [ΟΦ1] (δράστης), [ΟΦ2] (θέµα)). Σε σχέση µε το τελευταίο χαρακτηριστικό του πειραµατικού υλικού, αξίζει να σηµειωθεί ότι όπως αναφέρεται και στην ενότητα 1.4 έχει προταθεί η ύπαρξη µιας ιεραρχίας ως προς τη δυσκολία των αγραµµατικών στην παραγωγή του ρήµατος, η ο- ποία οργανώνεται στη βάση της πολυπλοκότητας του πλαισίου υποκατηγοριοποίησής του. Συγκεκριµένα, έχει υποστηριχτεί πως όσο περισσότερα ορίσµατα απαιτεί ένα ρήµα τόσο µεγαλύτερη δυσκολία επιφέρει κατά την παραγωγή του (βλ. µεταξύ άλλων Kim & Thompson, 2000 Thompson, Shapiro, Li & Schendel, 1995 Thompson, Lange, Schneider & Shapiro, 1997). Βάσει αυτής της ιεραρχίας δηλαδή, τα αµετάβατα ρήµατα προκαλούν µικρότερη δυσκολία από τα µεταβατικά που λαµβάνουν ένα α- ντικείµενο, τα οποία µε τη σειρά τους προκαλούν µικρότερη δυσκολία από τα µεταβατικά που λαµβάνουν δύο αντικείµενα κ.ο.κ. Στην παρούσα έρευνα, λοιπόν, προτι- µήθηκε το πλαίσιο υποκατηγοριοποίησης που συνεπάγεται τις κατά το δυνατό σε συνάρτηση µε τις ανάγκες του πειραµατικού σχεδιασµού απλούστερες συντακτικές δοµές και τις κατά το δυνατό χαµηλότερες υπολογιστικές απαιτήσεις κατά την επεξεργασία. Τέλος, τα ορίσµατα των προτάσεων δεν ήταν κύρια ονόµατα, 123 καθώς έχει υποστηριχτεί πως ενέχονται διαφορετικά συστήµατα για την επεξεργασία των κύριων και των µη κύριων ονοµάτων (π.χ. Semenza & Zettin, 1989). Έτσι, στοχεύοντας στη διασφάλιση της κατά το δυνατόν µεγαλύτερης οµοιογένειας (ως προς τους εµπλεκό- µενους µηχανισµούς επεξεργασίας σε αυτή την περίπτωση), αποκλείσαµε τα κύρια ο- νόµατα από τις πειραµατικές προτάσεις. Αναφορικά µε τον έλεγχο της επίδρασης της δοµικής πολυπλοκότητας της πρότασης, αυτός πραγµατοποιήθηκε µόνο στη δοκιµασία διάταξης συστατικών χωρίς εικόνες, όπου οι προτάσεις-στόχοι (ΠΣ) (target sentences), αρνητικές και καταφατικές, πραγµάτωναν τρεις συνθήκες δοµικής πολυπλοκότητας: α) ενεργητικές δοµές ε- νεστώτα, β) παθητικές δοµές ενεστώτα και γ) ενεργητικές δοµές παρακειµένου. Οι προτάσεις των παραπάνω δοκιµασιών (προτάσεις-ερεθίσµατα της δοκιµασίας κρίσης αληθειακής τιµής και ΠΣ των δοκιµασιών διάταξης συστατικών) δίνονται στο παράρτηµα 2. Τέλος, οι ίδιες εικόνες που χρησιµοποιούνται στη δοκιµασία 123 Μοναδική εξαίρεση αποτελεί ο Άγιος Βασίλης, που αποτελεί τον «δράστη» (είτε σε θέση υποκειµένου είτε σε θέση ποιητικού αιτίου) σε µία από τις προτάσεις κάθε δοκιµασίας. 172
κρίσης αληθειακής τιµής χρησιµοποιούνται και στην πρώτη δοκιµασία διάταξης συστατικών. Αυτές αναπαριστάνουν κάθε φορά έναν δράστη, µία πράξη και ένα θέµα ή πάσχοντα, ώστε να µην αποτελούν το πλαίσιο που θα ευνοούσε το σχηµατισµό άρνησης συστατικού (βλ. αναλυτικότερα την ενότητα 4.2.2.4). Τέλος, αναφορικά µε τον έλεγχο της παραγωγής, αξίζει να σηµειωθεί πως κατά τη δόµηση µιας πρότασης σε µια δοκιµασία διάταξης συστατικών, η οποία αφορά τη γραπτή τροπικότητα, εµπλέκονται άλλου τύπου διαδικασίες σε σχέση µε αυτές που εµπλέκονται κατά τη δόµηση στην προφορική τροπικότητα. Η εµπλοκή διαφορετικού τύπου διαδικασιών οφείλεται και στο γεγονός πως οι δοκιµασίες διάταξης συστατικών δεν ελέγχουν αµιγώς την παραγωγή, καθώς απαραίτητη προϋπόθεση για τη δόµηση της πρότασης είναι η προηγούµενη κατανόηση των επιµέρους συστατικών της. Ο λόγος, ωστόσο, για τον οποίο επιλέχτηκαν οι δοκιµασίες διάταξης συστατικών είναι πως ο έλεγχος της παραγωγής αρνητικών προτάσεων µέσω δοκιµασιών προφορικής παραγωγής είναι επισφαλής, καθώς σε αυτές ο συµµετέχων έχει τη δυνατότητα να επιλέγει διαφορετικά από τους στόχους ρήµατα και έτσι, χωρίς να σφάλλει, να παράγει καταφατικές και όχι αρνητικές προτάσεις. Αντίθετα, οι δοκιµασίες διάταξης συστατικών δεσµεύουν το συµµετέχοντα να χρησιµοποιεί τα ρήµατα-στόχους (βλ. και Rispens, Bastiaanse & van Zonneveld, 2001: 68). 4.2.2.1 οκιµασία κρίσης αληθειακής τιµής Στόχο αυτής της δοκιµασίας αποτελεί η διερεύνηση της κατανόησης των αρνητικών προτάσεων και ο έλεγχος της επίδρασης που ενδεχοµένως ασκεί η παράµετρος της συχνότητας του ρήµατος στην κατανόηση. Κατά τη δοκιµασία αυτή παρουσιάζεται κάθε φορά στον εκάστοτε συµµετέχοντα µία εικόνα, ενώ παράλληλα του εκφωνείται µία πρόταση. Ο συµµετέχων καλείται να κρίνει βάσει της εικόνας που βλέπει αν η πρόταση που ακούει είναι αληθής ή όχι. Η δοκιµασία αυτή περιλαµβάνει 29 ζεύγη πρότασης-εικόνας. Aπό τις 29 προτάσεις οι 15 είναι αρνητικές και οι 14 είναι καταφατικές προτάσεις ελέγχου. Επιπλέον, 14 προτάσεις έχουν ρήµατα συχνά και 15 έ- χουν ρήµατα µη συχνά. Στο εσωτερικό τόσο των προτάσεων µε συχνά ρήµατα όσο και των προτάσεων µε µη συχνά ρήµατα οι δύο τιµές της πολικότητας (θετική, αρνητική) είναι ισόποσα κατανεµηµένες. Επίσης, ο αριθµός των προτάσεων που συµφωνούν µε την εικόνα που δίνεται είναι ανάλογος µε τον αριθµό των προτάσεων που δεν 173
συµφωνούν µε αυτήν (15 και 14 αντίστοιχα). Αυτή η σχεδόν ένα προς ένα αναλογία «σύµφωνων» και «ασύµφωνων» ζευγών πρότασης-εικόνας διατρέχει όλες τις κατηγορίες προτάσεων που περιλαµβάνονται σε αυτή τη δοκιµασία (προτάσεις µε ±συχνά ρήµατα και προτάσεις µε χαρακτηριστικό ±άρνηση). Τέλος, όλα τα ρήµατα των προτάσεων είναι ενεργητικής φωνής και ενεστώτα χρόνου. Σε ό,τι αφορά την πειραµατική διαδικασία, αρχικά πραγµατοποιήθηκε σχετική εκπαίδευση των συµµετεχόντων, όπου εξηγήθηκε η δοκιµασία και έγινε πιλοτική εφαρµογή µε τρία ζεύγη πρότασης-εικόνας. Στη συνέχεια, αφότου επιβεβαιώθηκε πως οι συµµετέχοντες κατανόησαν τη δοκιµασία, άρχισε η επίσηµη διαδικασία κατά την οποία τα ζεύγη πρότασης-εικόνας παρουσιάστηκαν στους συµµετέχοντες µε τυχαία σειρά. Στο σχήµα 4.9 δίνεται ένα παράδειγµα ζεύγους όπου η πρόταση είναι α- ναληθής σε σχέση µε την εικόνα που συνοδεύει και ένα παράδειγµα ζεύγους όπου η πρόταση είναι αληθής σε σχέση µε την εικόνα που συνοδεύει. Σχήµα 4.9. Παραδείγµατα ζευγών πρότασηςεικόνας από τη δοκιµασία κρίσης αληθειακής τιµής Η µητέρα δεν λούζει το παιδί (αναληθής πρόταση) 174
Σχήµα 4.9 (συνέχεια) Ο κύριος δεν σκαλίζει τον κήπο (αληθής πρόταση) 4.2.2.2 οκιµασία διάταξης συστατικών µε εικόνες Η δοκιµασία διάταξης συστατικών µε εικόνες σχεδιάστηκε, προκειµένου να αξιολογηθεί η ικανότητα των αγραµµατικών συµµετεχόντων στην παραγωγή της άρνησης και να ελεγχθεί η επίδραση που ενδεχοµένως ασκεί στην επίδοσή τους η παράµετρος της συχνότητας του ρήµατος. Αυτή η δοκιµασία αποτελείται από 29 ζεύγη εικόνων-δεσµίδων καρτών, που αντιστοιχούν σε 16 αρνητικές και 13 καταφατικές ΠΣ. Από τα 29 ρήµατα των ΠΣ, 13 είναι συχνά και 16 είναι µη συχνά. Οι συνθήκες ±πολικότητα και ±συχνότητα διασταυρώνονται µεταξύ τους έτσι, ώστε να επιτυγχάνεται η κατά το δυνατόν πιο οµοιό- µορφη κατανοµή τους. Επιπλέον, όλα τα ρήµατα είναι ενεργητικής φωνής και ενεστώτα χρόνου. Σε σχέση µε τη διαδικασία, κάθε φορά παρουσιάζεται στον εκάστοτε συµµετέχοντα µία εικόνα, η οποία συνοδεύεται από µία δεσµίδα καρτών. Σε κάθε δεσµίδα υπάρχουν και οι κάρτες µε τα στοιχεία της άρνησης δεν και όχι. 124 Ο συµµετέχων κα- 124 Το δεν και το όχι επιλέγονται ως εκφραστές της προτασιακής άρνησης και της άρνησης συστατικού, αντίστοιχα. Το µη(ν) δεν συµπεριλαµβάνεται στα στοιχεία της άρνησης, διότι συνδέεται άρρηκτα µε την υποτακτική. εδοµένου ότι ένας από τους στόχους αυτής της µελέτης είναι η διερεύνηση της ε- πίδοσης των αγραµµατικών στην άρνηση, επιχειρείται στο πλαίσιο αυτής της δοκιµασίας τουλάχιστον αποκλεισµός των ενδεχόµενων παράλληλων επιβαρυντικών παραγόντων. Έτσι, αποκλείονται οι 175
λείται µε βάση την εικόνα που βλέπει να σχηµατίσει µια πρόταση χρησιµοποιώντας τις κάρτες που του δίνονται. Ωστόσο, του δίνεται η δυνατότητα να χρησιµοποιεί προαιρετικά κάποιο από τα στοιχεία της άρνησης, ανάλογα µε το εάν θεωρεί πως πρέπει να σχηµατίσει άρνηση ή όχι. Επίσης, τίθεται ο περιορισµός για χρήση µίας µόνο από τις δύο κάρτες που φέρουν τα στοιχεία της άρνησης, σε περίπτωση απόφασης για σχηµατισµό αρνητικής πρότασης. Αυτός ο περιορισµός τίθεται για δύο λόγους: α) Προκειµένου να αποτραπεί το ενδεχόµενο σχηµατισµού δύο προτάσεων κάθε φορά, καθώς κάτι τέτοιο θα ήταν δυνατό µε την ταυτόχρονη χρήση και των δύο αρνητικών στοιχείων (π.χ. Όχι. Η κοπέλα δεν στρώνει το κρεβάτι). Στην περίπτωση αυτή θα παραβιαζόταν ο στόχος της δοκιµασίας για εκµαίευση µίας µόνο πρότασης κάθε φορά. β) Προκειµένου να ελεγχθεί η ενδεχόµενη προτίµηση των αγραµµατικών για προτασιακή άρνηση ή για άρνηση συστατικού, όπως πιθανώς θα εκφραζόταν µέσω της προτίµησής τους για το δεν ή το όχι αντίστοιχα και της διάταξης των όρων της πρότασης. Επιπλέον, στις κάρτες που δίνονται κάθε φορά στους συµµετέχοντες δεν υ- πάρχει ποτέ λέξη που να αρχίζει µε κεφαλαίο γράµµα ή που να τελειώνει µε τελεία, ώστε να µην υπάρχει καµία τέτοιου είδους ένδειξη για τη σειρά-στόχο των όρων η οποία άλλωστε συχνά δεν είναι µία και µοναδική της πρότασης που καλούνται να σχηµατίσουν. 125 Οι κάρτες παρουσιάζονται κάθε φορά σε ηµιτυχαία αλλά ποτέ σε γραµµατικά σωστή σειρά. 126 Επίσης, παράλληλα µε την οπτική παρουσίαση των καρτών πραγµατοποιείται και ανάγνωσή τους, ώστε µέσω της διατροπικής εκποµπής των ερεθισµάτων να διασφαλίζεται η επιτυχής πρόσληψή τους. Ωστόσο, η ανάγνωση των καρτών γίνεται µε ουδέτερο επιτονισµό από την πλευρά του ερευνητή που διενεργεί το πείραµα, προκειµένου να αποφευχθούν ενδεχόµενες επιδράσεις που θα είχε ένας µαρκαρισµένος επιτονισµός στην επίδοση των συµµετεχόντων. 127 Για παράδειγµα, αν ο επιτονισµός κατά την ανάγνωση των λέξεων στις κάρτες δεν ήταν ουδέτερος, θα δοµές της υποτακτικής (και συνεπώς και το µη(ν)), που πιθανώς προκαλούν επιπρόσθετη δυσκολία στους αγραµµατικούς συµµετέχοντες (βλ. Stavrakaki & Kouvava, 2003), και η άρνηση ελέγχεται µόνο σε δοµές οριστικής, η οποία θεωρείται και η default, αµαρκάριστη έγκλιση (Warburton, 1973: 206 Lapointe, 1985). 125 Το ίδιο ισχύει και στη δοκιµασία διάταξης συστατικών χωρίς εικόνες. 126 Συγκεκριµένα, κάθε φορά πρώτα παρουσιάζεται η κάρτα µε το ρήµα και στη συνέχεια παρουσιάζονται τυχαία οι υπόλοιπες κάρτες µε τις ΟΦ και τα στοιχεία της άρνησης. Αυτή η ηµιτυχαία σειρά παρουσίασης των συστατικών της κάθε πρότασης εξυπηρετούσε δικούς µου, πρακτικούς σκοπούς κατά την πειραµατική διαδικασία. Συγκεκριµένα, ήθελα να ελέγχω βάσει των ρηµάτων που έβλεπα στις αρχικές κάρτες της κάθε δεσµίδας αν οι δεσµίδες των καρτών ήταν τοποθετηµένες στη «σωστή-τυχαία» σειρά, καθώς ναι µεν οι κάρτες της κάθε δεσµίδας δίνονταν σε ηµιτυχαία σειρά, ωστόσο η σειρά µε την οποία παρουσιάζονταν οι ίδιες οι δεσµίδες καρτών/προτάσεις ήταν η ίδια για όλους τους συµµετέχοντες. 127 Το ίδιο επαναλαµβάνεται και στην επόµενη δοκιµασία. 176
µπορούσε ενδεχοµένως να ισχυροποιήσει τη θέση µιας λέξης στη µνήµη των συµ- µετεχόντων συγκριτικά µε τις υπόλοιπες λέξεις (saliency effect), µε εύλογη συνέπεια κάποια συγκεκριµένη επιλογή στο σχηµατισµό της πρότασης (βλ. σχετικά και Alexiadou & Stavrakaki, 2006: 212). Σε κάθε εικόνα αναπαρίσταται κάποιο πρόσωπο ή ζώο να κάνει κάτι. Στο σχήµα 4.10 δίνονται δύο παραδείγµατα εικόνων και ΠΣ, όπως αυτές σχηµατίζονται µε τις κάρτες που τις συνοδεύουν. Αξίζει, τέλος, να σηµειωθεί πως οι ΠΣ αυτής της δοκιµασίας είναι σχετικά απλής συντακτικής δοµής, καθώς τα ρήµατά τους, εκτός του ότι είναι µεταβατικά και συντάσσονται µε ένα αντικείµενο, βρίσκονται επίσης σε ενεργητική φωνή και σε ενεστώτα χρόνο. Αυτή θεωρήθηκε η απλούστερη δυνατή και η υπολογιστικά λιγότερο α- παιτητική συντακτική δοµή που θα µπορούσε να χρησιµοποιηθεί, ικανοποιώντας παράλληλα τις απαιτήσεις του πειραµατικού σχεδιασµού. Για τη δοκιµασία αυτή επιλέχτηκαν τέτοιες δοµές, ώστε σε περίπτωση µη ικανοποιητικής επίδοσης των συµµετεχόντων στο σχηµατισµό αρνητικών προτάσεων, αυτή να µην µπορεί να αποδοθεί και σε παράγοντες όπως η υπολογιστική επιβάρυνση λόγω των σύνθετων δοµών, αλλά Σχήµα 4.10. Παραδείγµατα εικόνων και αντίστοιχων ΠΣ από τη δοκιµασία διάταξης συστατικών µε εικόνες Κάρτες σε ηµιτυχαία σειρά: [συγυρίζει] [η κυρία] [όχι] [δεν] [το δωµάτιο] ΠΣ: η κυρία δεν συγυρίζει το δωµάτιο 177
Σχήµα 4.10 (συνέχεια) Κάρτες σε ηµιτυχαία σειρά: [χτίζει] [δεν] [ο οικοδόµος] [όχι] [ένα σπίτι] ΠΣ: ο οικοδόµος χτίζει ένα σπίτι πρωτίστως στη δυσκολία που προκαλεί ο χειρισµός της άρνησης. 128 Επιχειρήθηκε λοιπόν ο αποκλεισµός των λοιπών πιθανών επιβαρυντικών παραγόντων, προκειµένου να διερευνηθεί µε αξιόπιστο τρόπο η άρνηση. 4.2.2.3 οκιµασία διάταξης συστατικών χωρίς εικόνες Οι στόχοι αυτής της δοκιµασίας είναι ανάλογοι µε αυτούς της προηγούµενης, µόνο που στο πλαίσιό της επιχειρείται ο έλεγχος της άρνησης κάτω από συνθήκες πιο α- παιτητικές, καθώς χρησιµοποιούνται πιο σύνθετες συντακτικές δοµές. Έτσι, πέρα από την επίδραση της πολικότητας, η οποία όταν έχει αρνητική τιµή επιβαρύνει τις πειρα- µατικές προτάσεις σε συντακτικό και σηµασιολογικό επίπεδο, διερευνάται και η επίδραση που ενδεχοµένως ασκεί στη επίδοση των αγραµµατικών συµµετεχόντων η παράµετρος της δοµικής πολυπλοκότητας, όπως αυτή εκφράζεται από άλλου τύπου δο- 128 Η ενδεχόµενη µη ικανοποιητική επίδοση των αγραµµατικών θα µπορούσε ίσως να αποδοθεί και σε ευρύτερες γνωστικές, µη γλωσσικές διαταραχές, όπως π.χ. στην αδυναµία κατάλληλης πρόσληψης του οπτικού ερεθίσµατος (σκίτσου), κάτι που πιθανώς θα οδηγούσε σε εσφαλµένη απόφαση σχετικά µε τη χρήση ή µη της άρνησης. Ωστόσο, γενικά τέτοιου τύπου γνωστικές διαταραχές δεν χαρακτηρίζουν τους αγραµµατικούς. Αυτό δείχνει να επιβεβαιώνεται και στο πλαίσιο της παρούσας έρευνας από το γεγονός πως στη δοκιµασία που ελέγχει την κατανόηση (δηλ. στη δοκιµασία κρίσης αληθειακής τιµής) οι αγραµµατικοί συµµετέχοντες έχουν υψηλή επίδοση (βλ. ενότητα 4.3). 178
µές. Πιο συγκεκριµένα, οι ΠΣ αυτής της δοκιµασίας, πέρα από τις απλές δοµές ενεργητικής φωνής και ενεστώτα χρόνου, περιλαµβάνουν δοµές παθητικής φωνής και ε- νεστώτα χρόνου και δοµές ενεργητικής φωνής και παρακειµένου χρόνου. 129 Οι συνθήκες της πολικότητας (±άρνηση) διασταυρώνoνται µε τις τρεις παραπάνω συνθήκες δοµικής πολυπλοκότητας (αυτές δηλαδή που εκφράζονται βάσει της φωνής και του χρόνου του ρήµατος), καθώς και µε τη συνθήκη ±συχνότητα, κατά τρόπο που να επιτυγχάνεται η κατά το δυνατό πιο οµοιόµορφη κατανοµή τους. 130 Ειδικότερα, αυτή η δοκιµασία αποτελείται από 36 προτάσεις, εκ των οποίων οι 18 είναι αρνητικές και οι 18 καταφατικές προτάσεις ελέγχου. Κάθε µία από αυτές τις υποκατηγορίες περιλαµβάνει έξι ενεργητικές δοµές ενεστώτα, έξι ενεργητικές δο- µές παρακειµένου και έξι παθητικές δοµές ενεστώτα. Επίσης, από τις 36 προτάσεις οι 18 έχουν συχνά ρήµατα και οι 18 έχουν µη συχνά ρήµατα. Σε σχέση µε τη διαδικασία, κάθε φορά δίνεται στο συµµετέχοντα µια δεσµίδα καρτών, οι οποίες, όπως και στην προηγούµενη δοκιµασία, παρουσιάζονται διατροπικά (γραπτά και προφορικά) και σε ηµιτυχαία σειρά, και του ζητείται να τις βάλει στη σωστή σειρά, ώστε να σχηµατίσει την πρόταση. Στη δοκιµασία αυτή τα αρνητικά στοιχεία δεν και όχι περιλαµβάνονται µόνο στις µισές δεσµίδες καρτών και οι συµµετέχοντες καλούνται είτε να χρησιµοποιούν όλες τις κάρτες της δεσµίδας, όταν απουσιάζουν τα αρνητικά στοιχεία, είτε να χρησιµοποιούν ένα µόνο από αυτά (σε συνδυασµό µε τις υπόλοιπες κάρτες), όταν βρίσκονται µεταξύ των καρτών. Αξίζει, επίσης, να σηµειωθεί πως για τις προτάσεις που είναι παθητικής δοµής η ΠροθΦ που εκφράζει το ποιητικό αίτιο είναι τυπωµένη σε µία κάρτα, ώστε να είναι απλούστερη η δοκιµασία (βλ. 15). Ανάλογος σχεδιασµός έγινε και από τους Rispens et al. (2001). Αυτοί υποστήριξαν ότι µε την αναγραφή του ποιητικού αιτίου (by-phrase) σε µία µόνο κάρτα δεν θα ήταν αναγκαία από την πλευρά του συµµετέχοντος η ε- πιλογή της ΟΦ που εκφράζει το δράστη ή το θέµα (ό.π.: 70). Στην περίπτωση της Ελ- 129 Για τους λόγους που αυτές οι δοµές θεωρούνται πολύπλοκες, βλ. την ενότητα 4.4.3. 130 ηλαδή και οι απλές δοµές ενεργητικής φωνής και ενεστώτα χρόνου αποτελούν συνθήκη δοµικής πολυπλοκότητας, υπό την έννοια ότι αυτές εκφράζουν τη συνθήκη µε τη µικρότερη δοµική πολυπλοκότητα, η οποία µπορεί να χρησιµοποιηθεί ως σηµείο αναφοράς (baseline) µε το οποίο θα µπορούν να συγκριθούν οι άλλες συνθήκες (δοµικής πολυπλοκότητας). Επίσης, θα πρέπει να τονιστεί πως µόνο «κατά σύµβαση» δεν αναφέρεται στο πλαίσιο αυτής της δοκιµασίας τουλάχιστον η πολικότητα ως παράµετρος/συνθήκη δοµικής πολυπλοκότητας, αφού όπως επισηµαίνεται και παραπάνω η αρνητική τιµή της αυξάνει την πολυπλοκότητα των δοµών τόσο σε συντακτικό όσο και σε σηµασιολογικό επίπεδο. Ο λόγος για τον οποίο ακολουθείται αυτή η σύµβαση είναι ότι στο παρόν κεφάλαιο κεντρικό αντικείµενο εξέτασης είναι η κατηγορία της άρνησης, της οποίας και εξετάζονται οι αλληλεπιδράσεις/συσχετισµοί µε άλλες γλωσσικές παραµέτρους (δηλ. συχνότητα ρήµατος, καθώς και (ταυτόχρονη) παρουσία παθητικών δοµών ή δοµών παρακειµένου). 179
ληνικής (σε αντίθεση µε γλώσσες όπως η Αγγλική και η Ισπανική) υποθέτουµε πως το µορφολογικό µαρκάρισµα των ΟΦ ως προς την πτώση θα παρείχε επιπλέον ενδείξεις στους αγραµµατικούς συµµετέχοντες και θα τους διευκόλυνε στη σωστή απόδοση των θεµατικών ρόλων στις ΟΦ (για την υπόθεση της διευκολυντικής επίδρασης των µορφολογικών ενδείξεων της Ελληνικής στην αγραµµατική επίδοση, βλ. Alexiadou και Stavrakaki, 2006). 131 Για κάτι τέτοιο ωστόσο και συνεπώς για την επιτυχή επίδοση των αγραµµατικών στο σχηµατισµό παθητικών δοµών θα ήταν αναγκαίο αυτοί να είχαν διατηρηµένη την κατηγορία της πτώσης και τη συντακτική γνώση ότι η πρόθεση από συντάσσεται µε ΟΦ αιτιατικής (και όχι ονοµαστικής) πτώσης, καθώς και ότι η προκύπτουσα ΠροθΦ εκφράζει το δράστη/ποιητικό αίτιο. Μια διαταραχή στις παραπάνω κατηγορίες και στην περίπτωση που η πρόθεση από και η ΟΦ-συ- µπλήρωµά του δίνονταν σε ξεχωριστές κάρτες θα επέτρεπε το σχηµατισµό προτάσεων του τύπου ( εν) δαγκώνεται το σκύλο από η κυρία. Συνεπώς, και στην περίπτωση της Ελληνικής δεν είναι αµελητέα η επεξεργαστική «ελάφρυνση» που συνεπάγεται για τους αγραµµατικούς η αναγραφή όλης της ΠροθΦ/ποιητικού αιτίου σε µία µόνο κάρτα. (15) Κάρτες σε ηµιτυχαία σειρά: [διαλύεται] [όχι] [η συγκέντρωση] [από την αστυνοµία] [δεν] ΠΣ: η συγκέντρωση δεν διαλύεται από την αστυνοµία Στο σύνολο των συµµετεχόντων διενεργήθηκε πρώτα η δοκιµασία διάταξης συστατικών µε εικόνες, στη συνέχεια η δοκιµασία διάταξης συστατικών χωρίς εικόνες και, τέλος, η δοκιµασία κρίσης αληθειακής τιµής. Η σειρά µε την οποία παρουσιάζονταν τα στοιχεία της κάθε δοκιµασίας ήταν τυχαία αλλά και η ίδια για όλους τους συµµετέχοντες. Τέλος, πριν την έναρξη της πειραµατικής διαδικασίας εξηγιόταν στους συµµετέχοντες η εκάστοτε δοκιµασία και τους δίνονταν τόσα παραδείγµατα ό- σα ήταν απαραίτητα για την επαρκή κατανόησή της (συνήθως τρία). 131 Σύντοµη παρουσίαση αυτής της µελέτης επιχειρείται και στην ενότητα 5.1.4. 180
4.2.2.4 Κριτήρια βαθµολόγησης Για τη βαθµολόγηση και αξιολόγηση της επίδοσης των συµµετεχόντων στις παραπάνω δοκιµασίες πραγµατοποιήθηκε ποσοτική και ποιοτική ανάλυση. Κατά την ποσοτική ανάλυση οι προτάσεις που σχηµάτισαν οι συµµετέχοντες ή οι απαντήσεις που έ- δωσαν βαθµολογήθηκαν ως σωστές ή λαθεµένες. Κατά την ποιοτική ανάλυση, η ο- ποία ακολούθησε την ποσοτική, πραγµατοποιήθηκε ανάλυση των λαθών και κατηγοριοποίησή τους. Αναφορικά µε τις απαντήσεις στη δοκιµασία κρίσης αληθειακής τιµής, ως λαθεµένες λαµβάνονται αυτές που αποτελούν λαθεµένη κρίση ως προς τη συµφωνία εικόνας και πρότασης, ενώ σε ό,τι αφορά τις δύο δοκιµασίες διάταξης συστατικών ως λαθεµένοι λαµβάνονται α) οι σχηµατισµοί που είναι συντακτικά προβληµατικοί (προβληµατική διάταξη των όρων, απόπειρα για σχηµατισµό άρνησης συστατικού, ανολοκλήρωτες προτάσεις), β) οι σχηµατισµοί που χωρίς να έχουν προβληµατική διάταξη των όρων, εµφανίζουν ωστόσο λάθη λεξικής επιλογής σε ό,τι αφορά το στοιχείο της άρνησης (επιλογή του όχι αντί του δεν και τοποθέτησή του είτε πριν το ρήµα είτε στο τέλος της πρότασης (χρήση αναφορικής άρνησης)) και γ) οι σχηµατισµοί που είναι σηµασιολογικά προβληµατικοί, καθώς έχουν παρουσία ή απουσία της άρνησης, την οποία όµως δεν θα έπρεπε να είχαν (αυτό αφορά τη δοκιµασία διάταξης συστατικών µε εικόνες). Σε σχέση µε τα συντακτικά κριτήρια που ακολουθούνται, θα πρέπει να διευκρινιστεί πως ως λάθη δεν λαµβάνονται µόνο αυτά που εµπλέκουν ειδικότερα την άρνηση, αλλά συνολικότερα τα συντακτικά λάθη, καθώς επιχειρείται ο έλεγχος όχι µόνο της επίδοσης των αγραµµατικών στην άρνηση, αλλά γενικότερα της επίδοσής τους σε ΠΣ που περιέχουν άρνηση. Με αυτό τον έλεγχο ίσως θα µπορούσαν να προκύψουν ενδείξεις για την επίπτωση που ασκεί η άρνηση στις ευρύτερες συντακτικές δοµές όπου αυτή απαντά και, συνεπώς, για την επίπτωσή της στη γενικότερη συντακτική ικανότητα των αγραµµατικών. Επίσης, αυτό το κριτήριο βαθµολόγησης υιοθετείται σε εναρµόνιση και µε τα κριτήρια των Rispens et al. (2001) και Bastiaanse et al. (2002), προκειµένου, πέρα από τα προαναφερθέντα οφέλη, να διασφαλιστεί και η κατά το δυνατό µεγαλύτερη συγκρισιµότητα των αποτελεσµάτων της παρούσας έρευνας µε τα αποτελέσµατα των παραπάνω ερευνών. Πιο συγκεκριµένα, βάσει των συντακτικών κριτηρίων βαθµολόγησης που υιοθετούνται, ως σχηµατισµοί µε προβληµατική διάταξη των όρων και κατά συνέπεια 181
λαθεµένοι λαµβάνονται, πέρα από τις εµφανώς προβληµατικές περιπτώσεις, όπως αυτές που χαρακτηρίζονται από λαθεµένη διάταξη του αρνητικού στοιχείου (π.χ. αγκώνεται η κυρία δεν από το σκύλο) ή από εσφαλµένο σχηµατισµό του παρακειµένου (π.χ. εν έχει τα πιάτα η κυρία σπάσει), και κάποιες «περιφερειακότερες» (λιγότερο εµφανείς) περιπτώσεις, όπως, για παράδειγµα, Το γάλα το παιδί δεν χύνει, Το παιδί η κυρία δεν λούζει, Το δωµάτιο η κυρία δεν έχει συγυρίσει. Σχηµατισµούς όπως τους παραπάνω, παρά την ελαστικότητα της Ελληνικής σε ό,τι αφορά τη διάταξη των όρων, τους θεωρούµε λαθεµένους, καθώς, αν και είναι σωστοί σε ό,τι αφορά το σχηµατισµό της άρνησης (επιλογή του κατάλληλου αρνητικού στοιχείου και τοποθέτησή του πριν το ρήµα), υστερούν ωστόσο σε γενικότερο συντακτικό επίπεδο. Οι σχηµατισµοί αυτού του είδους θα µπορούσαν να ήταν αποδεκτοί (µε τη συγκεκριµένη διάταξη των ό- ρων) αν ικανοποιούνταν οι κατάλληλες συµφραστικές προϋποθέσεις και είτε εµφάνιζαν κλιτικό αναδιπλασιασµό (clitic doubling) (π.χ. Το παιδί η κυρία δεν το λούζει), ο- πότε στην περίπτωση αυτή θα ήταν δυνατή η ερµηνεία θεµατοποίησης, είτε λάµβαναν κατάλληλη εµφατική επιτόνιση (αν δηλαδή συνοδευόταν από εµφατικό τονισµό κάποια ΟΦ τους, όπως, π.χ., ΤΟ ΠΑΙ Ι η κυρία δεν λούζει (αλλά λούζει, για παράδειγµα, το σκύλο!)), οπότε στην περίπτωση αυτή θα ήταν δυνατή η ερµηνεία εστίασης. 132 Καµία ωστόσο από τις παραπάνω προϋποθέσεις δεν θα ήταν δυνατό να ικανοποιηθεί στο πλαίσιο της πειραµατικής διαδικασίας, καθώς α) βάσει των καρτών που δίνονταν δεν παρεχόταν η δυνατότητα για σχηµατισµό προτάσεων µε κλιτικό αναδιπλασιασµό και β) δεδοµένων των εικόνων βάσει των οποίων σχηµατίζονταν οι προτάσεις στην πρώτη δοκιµασία διάταξης συστατικών 133 και δεδοµένου του συµφραστικά ουδέτερου χαρακτήρα της πειραµατικής διαδικασίας σε ό,τι αφορά τη δοκιµασία διάταξης συστατικών χωρίς εικόνες, κανένας από τους σχηµατισµούς αυτού του είδους δεν θα µπορούσε να λάβει εµφατική επιτόνιση (ή, εναλλακτικά, να δικαιολογήσει εµφατική ερµηνεία (δηλ. ερµηνεία εστίασης) κάποιας ΟΦ). Αξίζει να σηµειωθεί πως σε ό,τι αφορά το σχηµατισµό καταφατικών προτάσεων όλες οι σειρές των όρων θεωρούνται σωστές, µε εξαίρεση φυσικά τις περιπτώσεις προβληµατικού σχηµατισµού του παρακειµένου (π.χ. Έχει ο πυροσβέστης σβήσει τη φωτιά), όπου συχνά δεν είναι σαφής ούτε καν η στοχευόµενη σειρά των όρων από 132 Για θεωρητική εµβάθυνση σε σχέση µε την εστίαση και τη θεµατοποίηση, βλ. µεταξύ άλλων Tsimpli (1990, 1995). 133 Όπως ειπώθηκε και παραπάνω, στις εικόνες αυτές απεικονίζεται κάθε φορά ένας δράστης, µία πράξη και ένα θέµα/πάσχων. Αυτό έχει σαν συνέπεια να µην αποτελούν αυτές οι εικόνες το κατάλληλο, υ- ποστηρικτικό συµφραστικό πλαίσιο για το σχηµατισµό άρνησης συστατικού. 182
την πλευρά των αγραµµατικών συµµετεχόντων. Οι λόγοι για τους οποίους στις καταφατικές προτάσεις γίνονται αποδεκτές ακόµη και οι σειρές που συνδέονται µε θεµατοποίηση (π.χ. Υ-Α-Ρ, Ρ-Α-Υ, Α-Ρ-Υ), δηλαδή που δεν «δικαιολογούνται» βάσει του επικοινωνιακού πλαισίου, είναι δύο: α) και η οµάδα ελέγχου, παρά το ουδέτερο πλαίσιο της πειραµατικής διαδικασίας, κατά το σχηµατισµό καταφατικών προτάσεων πραγµατώνει απαρέγκλιτα µια κατά κάποιους θεωρητικούς συµφραστικά µη ουδέτερη σειρά, την Υ-Ρ-Α, η οποία έχει υποστηριχτεί πως συνδέεται µε τη θεµατοποίηση του υποκειµένου (βλ., µεταξύ άλλων, Φιλιππάκη-Warburton, 1982, 1985 Tsimpli, 1990, 1995) 134 β) τουλάχιστον στο πλαίσιο της δοκιµασίας διάταξης συστατικών µε εικόνες, οι προτάσεις των ελληνόφωνων αγραµµατικών µε σειρές των όρων που βάσει θεωρητικών αναλύσεων συνδέονται µε θεµατοποίηση βρίσκονται σε συµφωνία µε τα αντίστοιχα ερεθίσµατα-εικόνες τους. Αντίθετα, οι αρνητικές προτάσεις µε σειρές του τύπου Την κυρία δεν δαγκώνει ο σκύλος βαθµολογούνται ως λαθεµένες, καθώς, αν επιχειρηθεί να ερµηνευθούν ως δοµές εστίασης (δηλ. ΤΗΝ ΚΥΡΙΑ δεν δαγκώνει ο σκύλος), δεν βρίσκονται ποτέ σε συµφωνία µε την αντίστοιχη εικόνα, στο πλαίσιο της δοκιµασίας διάταξης συστατικών µε εικόνες. Για παράδειγµα, αν η παραπάνω πρόταση λάµβανε ερµηνεία εστίασης, θα µπορούσε να συµφωνεί µόνο µε µία εικόνα όπου θα απεικονίζονταν ένας σκύλος, µια κυρία και µια τρίτη οντότητα, η οποία θα δαγκωνόταν από το σκύλο. Ε- φόσον όµως στη δοκιµασία διάταξης συστατικών µε εικόνες καµία από τις αρνητικές προτάσεις µε σειρές του παραπάνω τύπου δεν συµφωνεί µε την εικόνα που τη συνοδεύει, όταν επιχειρείται η πρόσληψη αυτών των προτάσεων ως επιδεχόµενων ερµηνείας εστίασης, το θεωρούµε αυτό ένδειξη της διαταραγµένης ικανότητας των αγραµ- µατικών στη διάταξη των όρων, τουλάχιστον σε ό,τι αφορά το σχηµατισµό αρνητικών προτάσεων, και λαµβάνουµε ως λαθεµένους και τους λιγοστούς ανάλογους σχη- µατισµούς στη δοκιµασία διάταξης συστατικών χωρίς εικόνες, όπου άλλωστε απουσιάζει οποιοδήποτε συµφραστικό πλαίσιο που θα δικαιολογούσε εµφατική ερµηνεία. 134 Αντίθετα, όπως αναφέρεται και στην ενότητα 3.4, σύµφωνα µε τους ίδιους θεωρητικούς (Φιλιππάκη-Warburton, 1982, 1985 Tsimpli, 1990, 1995) η βασική, αµαρκάριστη και πραγµατολογικά ουδέτερη σειρά της Νέας Ελληνικής είναι η Ρ-Υ-Α. Πιθανότατα ωστόσο, όπως δείχνουν και τα αποτελέσµατα της οµάδας ελέγχου, οι παραπάνω θεωρητικές αναλύσεις δεν µπορούν να έχουν εφαρµογή σε ένα πειραµατικό πλαίσιο όπως αυτό των δοκιµασιών της παρούσας µελέτης. Αυτό, έχοντας καθαρά τεχνητό/εργαστηριακό χαρακτήρα, είναι συµφραστικά ουδέτερο και επικεντρώνεται στο επίπεδο της πρότασης. Κατά συνέπεια, ένα τέτοιο πλαίσιο, το οποίο στερείται των χαρακτηριστικών του φυσικού λόγου (κατά την παραγωγή του οποίου είναι παρόν το σύµπαν της συνοµιλίας και όλες οι συµφραστικές πληροφορίες που αυτό διαθέτει), δεν αποτελεί πρόσφορο έδαφος για την παραγωγή δοµών θεµατοποίησης από την πλευρά των συµµετεχόντων αλλά ούτε και δικαιολογεί την ερµηνεία προτάσεων µε διάταξη Υ-Ρ-Α ως δοµών µε θεµατοποιηµένο υποκείµενο. 183
Αξίζει να σηµειωθεί σχετικά πως η οµάδα ελέγχου σχηµατίζει απαρέγκλιτα τη σειρά Υ-Ρ-Α και στις αρνητικές προτάσεις και στις δύο δοκιµασίες διάταξης συστατικών, ε- νώ όλοι οι σχετικοί σχηµατισµοί της βρίσκονται σε συµφωνία µε τις αντίστοιχες εικόνες στην πρώτη δοκιµασία διάταξης συστατικών. Άλλοι σχηµατισµοί που βαθµολογούνται ως λαθεµένοι είναι όπως προανα-φέρεται αυτοί όπου επιχειρείται σχηµατισµός άρνησης συστατικού (π.χ. Έχει λάβει η κοπέλα όχι γράµµα, Ναρκώνει όχι ο γιατρός τον ασθενή). Οι σχηµατισµοί αυτοί θεωρούνται λαθεµένοι, διότι δεν ικανοποιούν τις προϋποθέσεις αποδεκτότητας της άρνησης συστατικού (στην Ελληνική τουλάχιστον). Απουσιάζει δηλαδή είτε η αντιπαραθετική συνέχιση της πρότασης, µε την οποία θα πραγµατωνόταν αντιπαραθετική άρνηση 135 (π.χ. Έχει λάβει η κοπέλα όχι γράµµα αλλά δέµα, Ναρκώνει όχι ο γιατρός αλλά η νοσοκόµα τον ασθενή) είτε το κατάλληλο συµφραστικό πλαίσιο, που θα έκανε αποδεκτή την άρνηση συστατικού, έστω και χωρίς την αντιπαραθετική συνέχιση του εκφωνήµατος. Η απουσία του κατάλληλου συµφραστικού πλαισίου είναι αυτονόητη σε ό,τι αφορά τη δεύτερη δοκιµασία διάταξης συστατικών, καθώς σε αυτήν δεν υπάρχει κανένα οπτικό ερέθισµα που θα µπορούσε ενδεχοµένως να αποτελέσει το κατάλληλο συµφραστικό πλαίσιο για την εκµαίευση της άρνησης συστατικού, και εύλογη σε ό,τι αφορά την πρώτη δοκιµασία διάταξης συστατικών, καθώς σε αυτήν οι εικόνες που συνοδεύουν τις δεσµίδες καρτών απεικονίζουν κάθε φορά ένα δράστη-υποκείµενο, µία πράξη-ρήµα και ένα θέµα/πάσχοντα-αντικείµενο, έτσι ώστε να µην ενθαρρύνεται η χρήση της άρνησης συστατικού. Για παράδειγµα, σε ό,τι αφορά το µοναδικό σχη- µατισµό άρνησης συστατικού που παρατηρείται σε αυτή τη δοκιµασία, Ναρκώνει όχι ο γιατρός τον ασθενή (βλ. σχήµα 4.11), αυτός θα µπορούσε να θεωρηθεί σωστός µόνο αν στην αντίστοιχη εικόνα απεικονίζονταν ακόµη ένας δράστης (αν για παράδειγµα υπήρχε και µία νοσοκόµα στην εικόνα, πέρα από το γιατρό) και ακόµη µία πράξη/ δράση (αν, συγκεκριµένα, απεικονιζόταν η νοσοκόµα να βάζει ένεση στον ασθενή). Σε αυτή την περίπτωση, δηλαδή, µε τον παραπάνω ελλειπτικό σχηµατισµό άρνησης συστατικού θα υπονοούνταν πως η νοσοκόµα ναρκώνει τον ασθενή (και όχι ο γιατρός). Τέλος, θα πρέπει να σηµειωθεί πως για τον υπολογισµό του (συνολικού) ποσοστιαίου µέσου όρου (µ.ό.) λαθών που διαπράττει κατά την παραγωγή η καθεµία από τις οµάδες γλωσσών που παρουσιάζονται, δεν κατακερµατίζουµε τη δοκιµασία 135 Αυτό συµβαίνει υποχρεωτικά, λόγω του πειραµατικού σχεδιασµού, καθώς δεν συµπεριλαµβανόταν µεταξύ των καρτών ούτε κάποια τρίτη ΟΦ ούτε κάποιος αντιθετικός σύνδεσµος (όπως αλλά, µα κ.λπ.). 184
Σχήµα 4.11. Η εικόνα που δόθηκε για την ΠΣ Ο γιατρός δεν ναρκώνει τον ασθενή διάταξης συστατικών χωρίς εικόνες στις υποκατηγορίες της (οι οποίες σχηµατίζονται βάσει των τριών συνθηκών δοµικής πολυπλοκότητας), αλλά τη βλέπουµε συνολικά, καθώς αποτελεί µια ενιαία δοκιµασία, έστω µε εσωτερικά διαφοροποιηµένη σύσταση. Αντίθετα, οι Rispens et al. (2001) και οι Bastiaanse et al. (2002) υπολογίζουν τους αντίστοιχους µ.ό. βάσει του ποσοστού που προκύπτει για τη δοκιµασία διάταξης συστατικών µε εικόνες και των επιµέρους ποσοστών που λαµβάνουν οι υποκατηγορίες της δοκιµασίας διάταξης συστατικών χωρίς εικόνες (δηλ. οι ενεργητικές δοµές ενεστώτα, οι παθητικές δοµές ενεστώτα και οι ενεργητικές δοµές παρακειµένου). Στην παρούσα µελέτη, τα ποσοστά λαθών που προκύπτουν για τις επιµέρους κατηγορίες της δοκιµασίας διάταξης συστατικών χωρίς εικόνες παρατίθενται και σχολιάζονται ανεξάρτητα, στο πλαίσιο της συζήτησης της επίδρασης των συνθηκών δοµικής πολυπλοκότητας στην επίδοση των συµµετεχόντων. Το ίδιο συµβαίνει και µε τα ποσοστά των λαθών που παρατηρούνται για τις υποκατηγορίες που σχηµατίζονται βάσει της µεταβλητής ±συχνότητα. 185
4.3 Αποτελέσµατα 4.3.1 Αποτελέσµατα AB Ο ΑΒ στο επίπεδο της κατανόησης παρουσιάζει σχεδόν άριστη επίδοση σε αρνητικές και καταφατικές προτάσεις (κάνει µόνο ένα λάθος στις καταφατικές), ενώ στο επίπεδο της παραγωγής παρουσιάζει ιδιαίτερα χαµηλή επίδοση στο σχηµατισµό αρνητικών προτάσεων (71% αποτυχία περίπου) και σχετικά ικανοποιητική επίδοση στο σχηµατισµό καταφατικών προτάσεων (23% αποτυχία περίπου). Η διαφοροποίηση της επίδοσής του µεταξύ αρνητικών και καταφατικών προτάσεων είναι στατιστικά σηµαντική, τόσο στη δοκιµασία διάταξης συστατικών µε εικόνες (χ 2 =7.34, p<.01) όσο και στη δοκιµασία διάταξης συστατικών χωρίς εικόνες (χ 2 =4.00, p<.05) (βλ. πίνακα 4.1). Επιπλέον, βάσει των αποτελεσµάτων στις δύο δοκιµασίες διάταξης συστατικών προκύπτει πως η συνθήκη της συχνότητας του ρήµατος δεν ασκεί καµιά στατιστικά σηµαντική επίδραση στην επίδοση του ΑΒ (βλ. τους πίνακες 4.2 και 4.3 για τις δοκιµασίες διάταξης συστατικών µε εικόνες και χωρίς εικόνες αντίστοιχα, καθώς και τον πίνακα 4.4 για τη συνολική ποσοστιαία επίδοσή του, στη βάση και των δύο δοκι- µασιών). Σε ό,τι αφορά το ζήτηµα του κατά πόσο επηρεάζεται η αγραµµατική επίδοση από το βαθµό της δοµικής πολυπλοκότητας της πρότασης, όπως αυτή εκφράζεται α- πό τη φωνή και το χρόνο του ρήµατος της πρότασης, θα πρέπει καταρχάς να επιση- µανθεί πως λόγω του µικρού αριθµού προτάσεων ανά συνθήκη δοµικής πολυπλοκότητας τα σχετικά αποτελέσµατα δύσκολα αποκαλύπτουν στατιστικά σηµαντικές διαφορές. Κατά συνέπεια, αυτά προσφέρουν κυρίως ενδείξεις σε σχέση µε αυτό το ζήτη- µα παρά αποδείξεις. Τα αποτελέσµατα της δοκιµασίας διάταξης συστατικών χωρίς εικόνες (βλ. πίνακα 4.5) δείχνουν πως µόνο η παρουσία του παρακειµένου δυσχεραίνει τη συντακτική ικανότητα του ΑΒ στην παραγωγή, κυρίως στις καταφατικές προτάσεις και κατά πάσα πιθανότητα και στις αρνητικές προτάσεις. Στις καταφατικές προτάσεις σηµειώνονται τέσσερα (στα έξι) λάθη (66.67% αποτυχία) στις δοµές παρακειµένου έναντι της άριστης επίδοσης στις δοµές ενεργητικής φωνής ενεστώτα και στις παθητικές δο- µές ενεστώτα. Αυτές οι διαφοροποιήσεις είναι στατιστικά µη σηµαντικές (χ 2 =3.09, n.s.). Και στις αρνητικές προτάσεις η επίδοση του ΑΒ εµφανίζεται χαµηλότερη στις δοµές παρακειµένου (5/6 λάθη, 83.33% αποτυχία) απ ό,τι στις άλλες δύο κατηγορί- 186
Κατανόηση Πίνακας 4.1 Επίδοση (αριθµός λαθών & % ποσοστά) του ΑΒ ως προς την πολικότητα και τη δοµική πολυπλοκότητα ΑΒ αρνητικές προτάσεις 0/15 (0%) καταφατικές προτάσεις 1/14 (7.14%) Παραγωγή αρνητικές προτάσεις: ιάταξη συστατικών +εικόνες 13/16 (81.25%) ιάταξη συστατικών εικόνες ενεργητικές δοµές ενεστώτα 3/6 (50%) παθητικές δοµές ενεστώτα 3/6 (50%) ενεργητικές δοµές παρακειµένου 5/6 (83.33%) καταφατικές προτάσεις: ιάταξη συστατικών +εικόνες 3/13 (23.08%) ιάταξη συστατικών εικόνες ενεργητικές δοµές ενεστώτα 0/6 (0%) παθητικές δοµές ενεστώτα 0/6 (0%) ενεργητικές δοµές παρακειµένου 4/6 (66.67%) 11/18 (61.11%) 4/18 (22.22%) Συνολική επίδοση παραγωγής αρνητικών προτάσεων 71.18% Συνολική επίδοση παραγωγής καταφατικών προτάσεων 22.65% Συνολική επίδοση αρνητικών προτάσεων σε παραγωγή και κατανόηση 35.59% Συνολική επίδοση καταφατικών προτάσεων σε παραγωγή και κατανόηση 14.90% ες/συνθήκες (3/6 λάθη, 50% αποτυχία στην κάθε µία), χωρίς ωστόσο οι σχετικές διαφοροποιήσεις να είναι στατιστικά σηµαντικές (χ 2 =0.34, n.s.). Συνολικά, στο σύνολο των προτάσεων (αρνητικών και καταφατικών) η επίδοση του ΑΒ στις δοµές ενεργητικής φωνής και παρακειµένου εµφανίζεται σηµαντικά χαµηλότερη από αυτήν στις δοµές ενεργητικής φωνής και ενεστώτα και στις δοµές παθητικής φωνής και ενεστώτα (χ 2 =3.99, p<.05). 187
Πίνακας 4.2 Επίδοση (αριθµός λαθών & % ποσοστά) του ΑΒ στη διάταξη συστατικών µε εικόνες ως προς τη συχνότητα και την πολικότητα αρνητικές καταφατικές σύνολο +συχνά 4/6 (66.67%) 1/7 (14.29%) 40.48% συχνά 9/10 (90%) 2/6 (33.33%) 61.67% Πίνακας 4.3 Επίδοση (αριθµός λαθών & % ποσοστά) του ΑΒ στη διάταξη συστατικών χωρίς εικόνες ως προς τη συχνότητα και την πολικότητα αρνητικές καταφατικές σύνολο +συχνά 5/9 (55.56%) 2/9 (22.22%) 38.89% συχνά 6/9 (66.67%) 2/9 (22.22%) 44.44% Πίνακας 4.4 Συνολική µέση ποσοστιαία επίδοση (ως προς τα λάθη) του ΑΒ ως προς τη συχνότητα και την πολικότητα 136 αρνητικές καταφατικές σύνολο +συχνά 61.11% 18.25% 39.68% συχνά 78.33% 27.77% 53.05% Πίνακας 4.5 Επίδοση (αριθµός λαθών & % ποσοστά) του ΑΒ στη διάταξη συστατικών χωρίς εικόνες ως προς τη δοµική πολυπλοκότητα και την πολικότητα αρνητικές καταφατικές σύνολο ενεργητικές δοµές ενεστώτα 3/6 (50%) 0/6 (0%) 3/12 (25%) παθητικές δοµές ενεστώτα 3/6 (50%) 0/6 (0%) 3/12 (25%) ενεργητικές δοµές παρακειµένου 5/6 (83.33%) 4/6 (66.67%) 9/12 (75%) 136 Ο υπολογισµός της συνολικής επίδοσης πραγµατοποιείται στη βάση των αποτελεσµάτων και των δύο δοκιµασιών διάταξης συστατικών. 188
Σε σχέση µε τα είδη των λαθών που κάνει ο ΑΒ µε τις αρνητικές ΠΣ, αυτά α- φορούν κυρίως, και στις δύο δοκιµασίες διάταξης συστατικών, τη διάταξη των όρων (είτε λάθος διάταξη του δεν είτε άλλου τύπου λάθος διάταξης όρων) 137 (βλ. ενότητα 4.3.3, πίνακα 4.14). Πιο συγκεκριµένα, περίπου τα µισά από τα λάθη που κάνει είναι αυτού του είδους (7/14 στη δοκιµασία διάταξης συστατικών µε εικόνες και 8/13 στη δοκιµασία διάταξης συστατικών χωρίς εικόνες, βλ. 16). 138 (16) α) Ο κύριος δεν τον κήπο σκαλίζει (διάταξη µε εικόνες) β) Τα ρούχα του δεν το κορίτσι βγάζει (διάταξη µε εικόνες) γ) Ο κύριος δεν τις µπριζόλες έχει ψήσει (διάταξη χωρίς εικόνες) δ) Τα βάρη δεν ο αθλητής σηκώνει (διάταξη χωρίς εικόνες) ε) Το γάλα το παιδί δεν χύνει 139 (διάταξη µε εικόνες) στ) Το δωµάτιο η κυρία δεν έχει συγυρίσει (διάταξη χωρίς εικόνες) Επίσης, στο πλαίσιο της δοκιµασίας διάταξης συστατικών µε εικόνες, σε τρεις περιπτώσεις δεν ολοκληρώνει την πρόταση, καθώς παραλείπει είτε κάποια ΟΦ είτε το ρήµα (βλ. 17), ενώ δύο φορές δεν χρησιµοποιεί κανένα αρνητικό στοιχείο, σχηµατίζοντας καταφατικές προτάσεις αντί για αρνητικές, που ήταν και οι στόχοι (βλ. 18). (17) εν ο µαθητής σηκώνει 140 (αντί Ο µαθητής δεν σηκώνει το χέρι) (18) Η κοπέλα στρώνει το κρεβάτι (αντί Η κοπέλα δεν στρώνει το κρεβάτι) Επιπλέον, δύο φορές στην ίδια δοκιµασία και άλλες δύο στη δοκιµασία διάταξης συστατικών χωρίς εικόνες τοποθετεί το όχι αντί του δεν πριν το ρήµα (βλ. 19). Τέλος, στη δοκιµασία διάταξης συστατικών χωρίς εικόνες τρεις φορές επιχειρεί να σχηµατίσει άρνηση συστατικού (βλ. 20). 137 Τα λάθη διάταξης των όρων δεν αφορούν µόνο τα ορίσµατα, αλλά γενικότερα οποιαδήποτε λέξη της πρότασης (π.χ. το αρνητικό µόριο). Άλλωστε η διάταξη/σειρά των όρων αποτελεί απόδοση του word order. 138 Ο αριθµός των λαθών (στην παραγωγή) δεν ταυτίζεται µε τον αριθµό των λαθεµένων σχηµατισµών, καθώς υπάρχουν περιπτώσεις όπου µέσα σε µία πρόταση πραγµατοποιούνται περισσότερα του ενός λάθη, τα οποία µπορεί να είναι διαφόρων τύπων (βλ. ενότητα 4.2.2.4, καθώς και υποσ. 143). 139 Οι λόγοι για τους οποίους οι σχηµατισµοί αυτού του είδους λαµβάνονται ως λαθεµένοι αναπτύσσονται στην ενότητα 4.2.2.4. 140 Στη συγκεκριµένη περίπτωση, όπως είναι προφανές, ακόµη κι αν ο ΑΒ ολοκλήρωνε την πρόταση, αυτή θα ήταν λαθεµένη λόγω λαθεµένου σχηµατισµού της άρνησης. 189
(19) α. Ο κύριος όχι ψήνει µπριζόλες (διάταξη µε εικόνες) β. Η κοπέλα όχι δένει τα κορδόνια της (διάταξη χωρίς εικόνες) (20) Η κοπέλα όχι το κρεβάτι στρώνει 4.3.2 Αποτελέσµατα ΓΘ Η επίδοση του ΓΘ στο επίπεδο της κατανόησης είναι σχετικά ικανοποιητική και, επιπλέον, δεν παρουσιάζει στατιστικά σηµαντική διαφοροποίηση µεταξύ αρνητικών και καταφατικών προτάσεων (26.67% και 14.29% αποτυχία αντίστοιχα χ 2 =0.13, n.s.). Στο επίπεδο της παραγωγής, ωστόσο, η επίδοσή του στις αρνητικές προτάσεις (91% απoτυχία περίπου) είναι σηµαντικά χαµηλότερη από την επίδοσή του στις καταφατικές (14% αποτυχία περίπου), τόσο στη δοκιµασία διάταξης συστατικών µε εικόνες (χ 2 =17.98, p<.001) όσο και στη δοκιµασία διάταξης συστατικών χωρίς εικόνες (χ 2 =13.75, p<.001) (βλ. πίνακα 4.6). Επίσης, η επίδοσή του δεν επηρεάζεται σηµαντικά από τη συνθήκη της συχνότητας του ρήµατος σε καµία από τις δοκιµασίες διάταξης συστατικών (βλ. πίνακες 4.7 και 4.8 για τις δοκιµασίες διάταξης συστατικών µε εικόνες και χωρίς εικόνες α- ντίστοιχα, αλλά και πίνακα 4.9 για τη συνολική ποσοστιαία επίδοσή του, στη βάση και των δύο δοκιµασιών). Σχετικά µε την επίδραση της δοµικής πολυπλοκότητας της πρότασης στην ε- πίδοσή του, βάσει των αποτελεσµάτων της δοκιµασίας διάταξης συστατικών χωρίς εικόνες (βλ. πίνακα 4.10) µόνο η συνθήκη του παρακειµένου δείχνει να την επηρεάζει σηµαντικά. Η επίδραση, ωστόσο, του παρακειµένου δεν φαίνεται να είναι µεγαλύτερη από αυτήν που ασκεί η άρνηση, όπως προκύπτει από τα ανάλογα (υψηλά) ποσοστά λαθών που παρατηρούνται στις αρνητικές προτάσεις και στις τρεις συνθήκες δο- µικής πολυπλοκότητας της πρότασης (100% αποτυχία στις ενεργητικές δοµές ενεστώτα και στις παθητικές δοµές ενεστώτα και 83.33% αποτυχία στις ενεργητικές δο- µές παρακειµένου). Με άλλα λόγια, η επιβαρυντική επίδραση του παρακειµένου είναι εµφανής µόνο στις καταφατικές προτάσεις, όπου ο ΓΘ κάνει λάθη στις πέντε από τις έξι προτάσεις της συνθήκης του παρακειµένου (83.33% αποτυχία). Aντίθετα, στις καταφατικές προτάσεις των άλλων δύο συνθηκών (δηλ. ενεργητικής φωνής ενεστώτα και παθητικής φωνής ενεστώτα) έχει άριστη επίδοση (6/6 σωστούς σχηµατισµούς και στις δύο συνθήκες). Οι παραπάνω διαφοροποιήσεις εντός των καταφατικών προτάσε- 190
Κατανόηση Πίνακας 4.6 Επίδοση (αριθµός λαθών & % ποσοστά) του ΓΘ ως προς την πολικότητα και τη δοµική πολυπλοκότητα της πρότασης ΓΘ αρνητικές προτάσεις 4/15 (26.67%) καταφατικές προτάσεις 2/14 (14.29%) Παραγωγή αρνητικές προτάσεις: ιάταξη συστατικών +εικόνες 14/16 (87.5%) ιάταξη συστατικών εικόνες ενεργητικές δοµές ενεστώτα 6/6 (100%) παθητικές δοµές ενεστώτα 6/6 (100%) ενεργητικές δοµές παρακειµένου 5/6 (83.33%) καταφατικές προτάσεις: ιάταξη συστατικών +εικόνες 0/13 (0%) ιάταξη συστατικών εικόνες ενεργητικές δοµές ενεστώτα 0/6 (0%) παθητικές δοµές ενεστώτα 0/6 (0%) ενεργητικές δοµές παρακειµένου 5/6 (83.33%) 17/18 (94.44%) 5/18 (27.78%) Συνολική επίδοση παραγωγής αρνητικών προτάσεων 90.97% Συνολική επίδοση παραγωγής καταφατικών προτάσεων 13.89% Συνολική επίδοση αρνητικών προτάσεων σε παραγωγή και κατανόηση 58.82% Συνολική επίδοση καταφατικών προτάσεων σε παραγωγή και κατανόηση 14.09% ων µεταξύ της συνθήκης του παρακειµένου και των συνθηκών της ενεργητικής φωνής ενεστώτα και της παθητικής φωνής ενεστώτα είναι στατιστικά σηµαντικές (χ 2 =5.03, p<.05). Τέλος, η επίδοσή του στη συνθήκη του παρακειµένου στο σύνολο των προτάσεων (αρνητικών και καταφατικών) δεν είναι σηµαντικά χαµηλότερη από την επίδοσή του στις άλλες δύο συνθήκες δοµικής πολύπλοκότητας (χ 2 =1.62, n.s.). 191
Πίνακας 4.7 Επίδοση (αριθµός λαθών & % ποσοστά) του ΓΘ στη διάταξη συστατικών µε εικόνες ως προς τη συχνότητα και την πολικότητα αρνητικές καταφατικές σύνολο +συχνά 5/6 (83.33%) 0/7 (0%) 41.67% συχνά 9/10 (90%) 0/6 (0%) 45% Πίνακας 4.8 Επίδοση (αριθµός λαθών & % ποσοστά) του ΓΘ στη διάταξη συστατικών χωρίς εικόνες ως προς τη συχνότητα και την πολικότητα αρνητικές καταφατικές σύνολο +συχνά 9/9 (100%) 3/9 (33.33%) 66.67% συχνά 8/9 (88.89%) 2/9 (22.22%) 55.56% Πίνακας 4.9 Συνολική µέση ποσοστιαία επίδοση (ως προς τα λάθη) του ΓΘ ως προς τη συχνότητα και την πολικότητα αρνητικές καταφατικές σύνολο +συχνά 91.67% 16.67% 54.17% συχνά 89.44% 11.11% 50.28% Πίνακας 4.10 Επίδοση (αριθµός λαθών & % ποσοστά) του ΓΘ στη διάταξη συστατικών χωρίς εικόνες ως προς τη δοµική πολυπλοκότητα και την πολικότητα αρνητικές καταφατικές σύνολο ενεργητικές δοµές ενεστώτα 6/6 (100%) 0/6 (0%) 6/12 (50%) παθητικές δοµές ενεστώτα 6/6 (100%) 0/6 (0%) 6/12 (50%) ενεργητικές δοµές παρακειµένου 5/6 (83.33%) 5/6 (83.33%) 10/12 (83.33%) 192
Τα συχνότερα λάθη που κάνει ο ΓΘ κατά το σχηµατισµό των αρνητικών προτάσεων στη δοκιµασία διάταξης συστατικών µε εικόνες αφορούν την απουσία του αρνητικού στοιχείου (10/14 λάθη) (βλ. 21) και στη δοκιµασία διάταξης συστατικών χωρίς εικόνες αφορούν την απόπειρα σχηµατισµού άρνησης συστατικού (9/20 λάθη) (βλ. 22) και την προβληµατική διάταξη των όρων (9/20 λάθη) (βλ. πίνακα 4.14). Στo τελευταίο είδος λαθών εµπίπτουν τόσο η λαθεµένη διάταξη του δεν όσο και άλλου τύπου λάθη διάταξης (βλ. (23α) και (23β), αντίστοιχα). (21) Ο µαθητής σηκώνει το χέρι (αντί Ο µαθητής δεν σηκώνει το χέρι) (22) Η µητέρα δέρνει όχι το µωρό (23) α. αγκώνεται η κυρία δεν από το σκύλο β. Το παιδί η κυρία δεν λούζει Επίσης, ο ΓΘ στη δοκιµασία διάταξης συστατικών µε εικόνες δύο φορές σχη- µατίζει προτάσεις µε προβληµατική διάταξη των όρων, όπου στην πρώτη περίπτωση παρατηρείται προβληµατική διάταξη του δεν και στη δεύτερη άλλου τύπου λάθος διάταξης (βλ. (24α) και (24β), αντίστοιχα), και µία φορά επιχειρεί το σχηµατισµό άρνησης συστατικού (βλ. 25), ενώ στη δοκιµασία διάταξης συστατικών χωρίς εικόνες µία φορά επιλέγει και τοποθετεί το όχι πριν το ρήµα (βλ. 26). (24) α. Πίνει το παιδί δεν νερό β. Η αστυνοµία τη συγκέντρωση δεν διαλύει (25) Ναρκώνει όχι ο γιατρός τον ασθενή (26) Το δωµάτιο η κυρία όχι έχει συγυρίσει 141 4.3.3 Συνολικά αποτελέσµατα των ελληνόφωνων αγραµµατικών Συνοψίζοντας, παρά τη σχετική διαφοροποίηση που παρατηρείται ως προς το βαθµό αποτυχίας (ή επιτυχίας) και τα είδη των λαθών, τα πρότυπα επίδοσης των δύο ελληνόφωνων αγραµµατικών είναι ανάλογα, καθώς και οι δύο εµφανίζουν α) ικανοποιητι- 141 Στην πρόταση αυτή συνυπάρχει και προβληµατική διάταξη των όρων, καθώς, ακόµη και αν στη θέση του όχι υπήρχε το δεν, και πάλι προκειµένου να ήταν αποδεκτός ο σχηµατισµός θα χρειαζόταν είτε κλιτικό αναδιπλασιασµό είτε εµφατικό τονισµό στην ΟΦ το δωµάτιο. Ο ουδέτερος χαρακτήρας ωστόσο του πειραµατικού πλαισίου δεν δικαιολογεί τέτοια έµφαση. 193
κή επίδοση στην κατανόηση ανεξάρτητα από την πολικότητα των προτάσεων και β) χαµηλή επίδοση στην παραγωγή των αρνητικών προτάσεων, η οποία είναι σηµαντικά χαµηλότερη από αυτή στην παραγωγή των καταφατικών προτάσεων (AB: χ 2 =5.47, p<.05 ΓΘ: χ 2 =15.37, p<.001). Επίσης, δεν διαπιστώνεται καµιά στατιστικά σηµαντική επίδραση της συχνότητας των ρηµάτων στην επίδοσή τους. Τέλος, σε ό,τι αφορά την επίδραση που ασκούν οι συνθήκες της δοµικής πολυπλοκότητας της πρότασης, µόνο η παρουσία του παρακειµένου δείχνει να προκαλεί πτώση της επίδοσης. Όπως είναι φυσικό, η παραπάνω γενική εικόνα δεν µεταβάλλεται ούτε εάν θεωρήσουµε τους ελληνόφωνους αγραµµατικούς µία οµάδα. Ασφαλώς, µία οµάδα είναι προτιµότερο να αποτελείται από περισσότερα των δύο ατόµων, ωστόσο εδώ κάνουµε αυτή τη µεθοδολογική «παραχώρηση», προκειµένου να γίνει δυνατή στη συνέχεια η σύγκριση µε τα αποτελέσµατα των άλλων, ανάλογα ολιγοµελών, γλωσσικών οµάδων που παρουσιάζονται στη µελέτη των Bastiaanse et al. (2002). 142 Ιδωµένα συνολικά, λοιπόν, τα αποτελέσµατα των ελληνόφωνων αγραµµατικών (βλ. πίνακα 4.11) καταγράφουν µια αρκετά υψηλή επίδοση στην κατανόηση, χωρίς κάποια σηµαντική διαφοροποίηση µεταξύ αρνητικών και καταφατικών προτάσεων (13.33% και 10.71% α- ποτυχία, αντίστοιχα χ 2 =0.12, n.s.), και µια αρκετά χαµηλή επίδοση στην παραγωγή των αρνητικών προτάσεων, η οποία είναι σηµαντικά χαµηλότερη από την επίδοση στην παραγωγή των καταφατικών προτάσεων (81.08% και 18.27% αποτυχία, αντίστοιχα) (χ 2 =8.67, p<.01). Οµοίως, δεν διαπιστώνεται καµιά στατιστικά σηµαντική ε- πίδραση της συχνότητας των ρηµάτων στην επίδοση της οµάδας των ελληνόφωνων αγραµµατικών (βλ. πίνακα 4.12), ενώ από τις συνθήκες της δοµικής πολυπλοκότητας µόνο ο παρακείµενος φαίνεται να προκαλεί προβλήµατα (βλ. πίνακα 4.13). Τέλος, τα συχνότερα λάθη που κάνει η οµάδα των ελληνόφωνων αγραµµατικών σε ό,τι αφορά τις αρνητικές ΠΣ αφορούν α) τη διάταξη των όρων (43.33%), β) την απόπειρα για άρνηση συστατικού (21.67%) και γ) την παράλειψη του στοιχείου της άρνησης (20%) (Για περισσότερα στοιχεία ως προς τα είδη των λαθών, βλ. τον πίνακα 4.14). 142 Συγκεκριµένα, από δύο άτοµα αποτελούνταν η οµάδα των αγγλόφωνων, των νορβηγόφωνων και των ισπανόφωνων αγραµµατικών και από τρία άτοµα αποτελούνταν η οµάδα των ολλανδόφωνων α- γραµµατικών. 194
Πίνακας 4.11 Επίδοση (αριθµός λαθών & % ποσοστά) των ελληνόφωνων αγραµµατικών, ατοµικά και ως οµάδα, ως προς την πολικότητα και τη δοµική πολυπλοκότητα της πρότασης ΑΒ ΓΘ Κατανόηση αρνητικές προτάσεις 0/15 (0%) 4/15 (26.67%) καταφατικές προτάσεις 1/14 (7.14%) 2/14 (14.29%) αρνητικές προτάσεις στην κατανόηση (ως οµάδα) 13.33% καταφατικές προτάσεις στην κατανόηση (ως οµάδα) 10.71% Παραγωγή αρνητικές προτάσεις: ιάταξη συστατικών +εικόνες 13/16 (81.25%) 14/16 (87.5%) ιάταξη συστατικών εικόνες ενεργητικές δοµές ενεστώτα 3/6 (50%) 6/6 100%) παθητικές δοµές ενεστώτα 3/6 (50%) 11/18 6/6 100%) ενεργητικές δοµές παρακειµένου 5/6 (83.33%) καταφατικές προτάσεις: (61.11%) 5/6 (83.33%) ιάταξη συστατικών +εικόνες 3/13 (23.08%) 0/13 (0%) ιάταξη συστατικών εικόνες ενεργητικές δοµές ενεστώτα 0/6 (0%) 0/6 (0%) παθητικές δοµές ενεστώτα 0/6 (0%) 4/18 0/6 (0%) ενεργητικές δοµές παρακειµένου 4/6 (66.67%) (22.22%) 5/6 83.33%) 17/18 (94.44%) 5/18 (27.78%) αρνητικές προτάσεις στην παραγωγή 71.18% 90.97% καταφατικές προτάσεις στην παραγωγή 22.65% 13.89% αρνητικές προτάσεις στην παραγωγή (ως οµάδα) 81.08% καταφατικές προτάσεις στην παραγωγή (ως οµάδα) 18.27% 195
Πίνακας 4.12 Συνολική µέση ποσοστιαία επίδοση (ως προς τα λάθη) των ελληνόφωνων αγραµµατικών, ιδωµένων ως οµάδα, ως προς τη συχνότητα και την πολικότητα αρνητικές καταφατικές σύνολο +συχνά 76.39% 17.46% 46.93% συχνά 83.89% 19.44% 51.67% Πίνακας 4.13 Συνολική µέση ποσοστιαία επίδοση (ως προς τα λάθη) των ελληνόφωνων αγραµµατικών, ιδωµένων ως οµάδα, ως προς τη δοµική πολυπλοκότητα και την πολικότητα αρνητικές καταφατικές σύνολο ενεργητικές δοµές ενεστώτα 75% 0% 37.5% παθητικές δοµές ενεστώτα 75% 0% 33.33% ενεργητικές δοµές παρακειµένου 83.33% 75% 79.17% 196
Πίνακας 4.14 Ανάλυση λαθών των ελληνόφωνων αγραµµατικών στην παραγωγή 143 Αρνητικές προτάσεις-στόχοι ιάταξη συστατικών +εικόνες ΑΒ ΓΘ Σύνολο άρνηση συστατικού 0 1 1 µη ολοκληρωµένη πρόταση 144 3 0 3 εισαγωγή του όχι πριν το ρήµα 2 0 2 προβληµατική διάταξη των όρων λαθεµένη διάταξη της άρνησης 4 1 5 λοιπά λάθη διάταξης όρων 3 7 1 2 4 9 απουσία αρνητικού στοιχείου 2 10 12 «αναφορική χρήση» όχι 0 1 1 ιάταξη συστατικών εικόνες άρνηση συστατικού 3 9 12 µη ολοκληρωµένη πρόταση 0 0 0 εισαγωγή του όχι πριν το ρήµα 2 1 3 προβληµατική διάταξη των όρων λαθεµένη διάταξη της άρνησης 4 5 9 λοιπά λάθη διάταξης όρων 4 8 4 9 8 17 απουσία αρνητικού στοιχείου 0 0 0 «αναφορική χρήση» όχι 0 1 1 Καταφατικές προτάσεις-στόχοι ιάταξη συστατικών +εικόνες επιλογή σχηµατισµού άρνησης 2 0 2 προβληµατική διάταξη των όρων λαθεµένη διάταξη της άρνησης 1 0 1 λοιπά λάθη διάταξης όρων 1 2 0 0 1 2 ιάταξη συστατικών εικόνες επιλογή σχηµατισµού άρνησης 0 0 0 προβληµατική διάταξη των όρων 4 5 9 143 Ο συνολικός αριθµός των λαθών είναι µεγαλύτερος από το συνολικό αριθµό των λαθεµένων προτάσεων, καθώς υπάρχουν περιπτώσεις όπου µέσα σε µία πρόταση περιέχονται δύο (διαφορετικής κατηγορίας) λάθη. Για παράδειγµα, ο σχηµατισµός του ΑΒ Έχει το παιδί όχι τη µύγα σκοτώσει (από τη δοκιµασία διάταξης συστατικών χωρίς εικόνες) υπάγεται σε δύο κατηγορίες λαθών: α) στην άρνηση συστατικού και β) στην προβληµατική σειρά των όρων (πιο συγκεκριµένα, στα λοιπά λάθη διάταξης όρων). 144 Απουσία ΟΦ ή/και ρήµατος 197
4.3.4 ιαγλωσσικά αποτελέσµατα άρνησης Όπως ήδη αναφέρθηκε (βλ. ενότητα 4.2.2), για τη διερεύνηση της άρνησης ακολουθείται παρόµοια µεθοδολογία µε αυτή των Rispens et al. (2001) και των Bastiaanse et al. (2002), οι οποίοι εξέτασαν την άρνηση στον αγραµµατισµό σε τέσσερις γλώσσες: στην Ολλανδική, την Αγγλική, τη Νορβηγική και την Ισπανική. Με αυτό τον τρόπο, πέρα από τη µεθοδολογικά άρτια διερεύνηση αυτής της λειτουργικής κατηγορίας, διασφαλίζεται η συγκρισιµότητα των αποτελεσµάτων µας µε αυτά των παραπάνω µελετών. Στην ενότητα αυτή παραθέτουµε τα αποτελέσµατα των Bastiaanse et al. (2002), τα οποία και θα σχολιαστούν, κυρίως σε συνάρτηση µε τα αποτελέσµατα των ελληνόφωνων αγραµµατικών. Κατά την παρουσίαση λοιπόν των διαγλωσσικών αποτελεσµάτων όπου επιχειρούνται στατιστικές συγκρίσεις ενσωµατώνουµε και τα αποτελέσµατα της παρούσας µελέτης, που αφορούν τους ελληνόφωνους αγραµµατικούς. Τα αναλυτικά αποτελέσµατα των ολλανδόφωνων, των αγγλόφωνων, των νορβηγόφωνων και των ισπανόφωνων αγραµµατικών παρουσιάζονται στους πίνακες 4.15, 4.16, 4.17 και 4.18, αντίστοιχα. 145 Η συνοπτική παρουσίαση των αποτελεσµάτων όλων των γλωσσικών οµάδων, συµπεριλαµβανοµένης και της Ελληνικής, ως προς την πολικότητα της πρότασης επιχειρείται στον πίνακα 4.19. Τέλος, στον πίνακα 4.20 παρουσιάζονται συνοπτικά τα διαγλωσσικά αποτελέσµατα ως προς τις συνθήκες της πολικότητας και της δοµικής πολυπλοκότητας. Η κατανόηση αρνητικών προτάσεων στις εξεταζόµενες γλώσσες παρουσιάζεται από πολύ έως σχετικά ικανοποιητική (1.85%, 13.33%, 25% και 30.56% αποτυχία για τους ολλανδόφωνους, τους ελληνόφωνους, τους αγγλόφωνους και τους νορβηγόφωνους αγραµµατικούς, αντίστοιχα) και, επιπλέον, δεν παρατηρείται καµιά στατιστικά σηµαντική διαφορά µεταξύ των σχετικών επιδόσεων των γλωσσικών οµάδων (ολλανδόφωνοι vs. ελληνόφωνοι: χ 2 =0.35, n.s. ολλανδόφωνοι vs. αγγλόφωνοι: χ 2 =2.33, 145 Οι συχνότητες (raw data) που αναφέρονται στoυς σχετικούς πίνακες συνάγονται βάσει α) των ποσοστιαίων αποτελεσµάτων που δίνονται στους Bastiaanse et al. (2002), β) των πληροφοριών που δίνονται για την ακολουθούµενη µεθοδολογία στους Bastiaanse et al. (2002) και Rispens et al. (2001) και γ) των συχνοτήτων που δίνονται για τους αγγλόφωνους, τους ολλανδόφωνους και τους νορβηγόφωνους αγραµµατικούς στους Rispens et al. (2001). Όπως ήδη έχει αναφερθεί, τα αποτελέσµατα που παρουσιάζονται εδώ είναι αυτά που δίνουν οι Bastiaanse et al. (2002), οι οποίοι, πέρα από το ότι παρουσιάζουν για πρώτη φορά τα αποτελέσµατα των ισπανόφωνων αγραµµατικών, υιοθετούν και διαφορετικά κριτήρια βαθµολόγησης για τους ολλανδόφωνους αγραµµατικούς σε σχέση µε τα κριτήρια των Rispens et al. (2001). Τέλος, δεν παρουσιάζονται και δεν συζητούνται τα αποτελέσµατα των γαλλόφωνων αγραµµατικών, καθώς αυτά είχαν παρουσιαστεί ελλιπώς στους Rispens et al. (1997) (βλ. και ενότητα 4.1.2). 198
Κατανόηση Πίνακας 4.15 Επίδοση (αριθµός λαθών & % ποσοστά) των ολλανδόφωνων αγραµµατικών, ατοµικά και ως οµάδα, ως προς την πολικότητα και τη δοµική πολυπλοκότητα της πρότασης HCL TV RB αρνητικές προτάσεις 1/18 (5.56%) 0/18 (0%) 0/18 (0%) καταφατικές προτάσεις 2/18 (11.11%) 0/18 (0%) 0/18 (0%) αρνητικές προτάσεις στην κατανόηση (ως οµάδα) καταφατικές προτάσεις στην κατανόηση (ως οµάδα) 1.85% 3.70% Παραγωγή αρνητικές προτάσεις: ιάταξη συστατικών +εικόνες 0/9 (0%) 0/9 (0%) 0/9 (0%) ιάταξη συστατικών εικόνες ενεργητικές δοµές ενεστώτα 0/5 (0%) 0/5 (0%) 1/5 (20%) παθητικές δοµές ενεστώτα 1/5 (20%) 1/15 2/5 (40%) 4/15 0/5 (0%) ενεργητικές δοµές παρακειµένου 0/5 (0%) (6.67%) 2/5 (40%) (26.67%) 1/5 (20%) καταφατικές προτάσεις: ιάταξη συστατικών +εικόνες 0/9 (0%) 0/9 (0%) 0/9 (0%) ιάταξη συστατικών εικόνες ενεργητικές δοµές ενεστώτα 0/5 (0%) 0/5 (0%) 0/5 (0%) παθητικές δοµές ενεστώτα 0/5 (0%) 0/15 2/5 (40%) 4/15 0/5 (0%) ενεργητικές δοµές παρακειµένου 0/5 (0%) (0%) 2/5 (40%) (26.67%) 0/5 (0%) 2/15 (13.33%) 0/15 (0%) αρνητικές προτάσεις στην παραγωγή καταφατικές προτάσεις στην παραγωγή αρνητικές προτάσεις στην παραγωγή (ως οµάδα) καταφατικές προτάσεις στην παραγωγή (ως οµάδα) 3.33% 13.33% 6.67% 0% 13.33% 0% 7.78% 4.44% 199
Πίνακας 4.16 Επίδοση (αριθµός λαθών & % ποσοστά) των αγγλόφωνων αγραµµατικών, ατοµικά και ως οµάδα, ως προς την πολικότητα και τη δοµική πολυπλοκότητα της πρότασης Κατανόηση LB αρνητικές προτάσεις 1/18 (5.56%) 8/18 (44.44%) καταφατικές προτάσεις 0/18 (0%) 0/18 (0%) PB αρνητικές προτάσεις στην κατανόηση (ως οµάδα) καταφατικές προτάσεις στην κατανόηση (ως οµάδα) 25% 0% Παραγωγή αρνητικές προτάσεις: ιάταξη συστατικών +εικόνες 9/9 (100%) 9/9 (100%) ιάταξη συστατικών εικόνες ενεργητικές δοµές ενεστώτα 5/5 (100%) 4/5 (80%) παθητικές δοµές ενεστώτα 5/5 (100%) 15/15 5/5 (100%) ενεργητικές δοµές παρακειµένου 5/5 (100%) (100%) 4/5 (80%) καταφατικές προτάσεις: ιάταξη συστατικών +εικόνες 0/9 (0%) 0/9 (0%) ιάταξη συστατικών εικόνες ενεργητικές δοµές ενεστώτα 0/5 (0%) 0/5 (0%) παθητικές δοµές ενεστώτα 1/5 (20%) 1/15 1/5 (20%) ενεργητικές δοµές παρακειµένου 0/5 (0%) (6.67%) 0/5 (0%) 13/15 (86.67%) 1/15 (6.67%) αρνητικές προτάσεις στην παραγωγή καταφατικές προτάσεις στην παραγωγή αρνητικές προτάσεις στην παραγωγή (ως οµάδα) καταφατικές προτάσεις στην παραγωγή (ως οµάδα) 100% 93.33% 3.33% 3.33% 96.67% 3.33% 200
Πίνακας 4.17 Επίδοση (αριθµός λαθών & % ποσοστά) των νορβηγόφωνων αγραµµατικών, ατοµικά και ως οµάδα, ως προς την πολικότητα και τη δοµική πολυπλοκότητα της πρότασης Κατανόηση ER αρνητικές προτάσεις 2/18 (11.11%) 9/18 (50%) καταφατικές προτάσεις 0/18 (0%) 6/18 (33.33%) IN αρνητικές προτάσεις στην κατανόηση (ως οµάδα) καταφατικές προτάσεις στην κατανόηση (ως οµάδα) 30.56% 16.67% Παραγωγή αρνητικές προτάσεις: ιάταξη συστατικών +εικόνες 1/9 (11.11%) 3/9 (33.33%) ιάταξη συστατικών εικόνες ενεργητικές δοµές ενεστώτα 1/5 (20%) 2/5 (40%) παθητικές δοµές ενεστώτα 5/5 (100%) 8/15 1/5 (20%) ενεργητικές δοµές παρακειµένου 2/5 (40%) (53.33%) 5/5 (100%) καταφατικές προτάσεις: ιάταξη συστατικών +εικόνες 0/9 (0%) 1/9 (11.11%) ιάταξη συστατικών εικόνες ενεργητικές δοµές ενεστώτα 0/5 (0%) 1/5 (20%) παθητικές δοµές ενεστώτα 1/5 (20%) 1/15 5/5 (100%) ενεργητικές δοµές παρακειµένου 0/5 (0%) (6.67%) 1/5 (20%) 8/15 (53.33%) 7/15 (46.67%) αρνητικές προτάσεις στην παραγωγή καταφατικές προτάσεις στην παραγωγή αρνητικές προτάσεις στην παραγωγή (ως οµάδα) καταφατικές προτάσεις στην παραγωγή (ως οµάδα) 32.22% 43.33% 3.33% 28.89% 37.78% 16.11% 201
Πίνακας 4.18 Επίδοση (αριθµός λαθών & % ποσοστά) των ισπανόφωνων αγραµµατικών, ατοµικά και ως οµάδα, ως προς την πολικότητα και τη δοµική πολυπλοκότητα της πρότασης Κατανόηση 1 ος αγραµµατικός 2 ος αγραµµατικός αρνητικές προτάσεις - - καταφατικές προτάσεις - - αρνητικές προτάσεις στην κατανόηση (ως οµάδα) καταφατικές προτάσεις στην κατανόηση (ως οµάδα) Παραγωγή αρνητικές προτάσεις: ιάταξη συστατικών +εικόνες 8/9 (88.89%) 4/9 (44.44%) ιάταξη συστατικών εικόνες ενεργητικές δοµές ενεστώτα 4/5 (80%) 5/5 (100%) παθητικές δοµές ενεστώτα 5/5 (100%) 12/15 5/5 (100%) ενεργητικές δοµές παρακειµένου 3/5 (60%) (80%) 5/5 (100%) καταφατικές προτάσεις: ιάταξη συστατικών +εικόνες 0/9 (0%) 0/9 (0%) ιάταξη συστατικών εικόνες ενεργητικές δοµές ενεστώτα 0/5 (0%) 0/5 (0%) παθητικές δοµές ενεστώτα 4/5 (80%) 5/15 5/5 (100%) ενεργητικές δοµές παρακειµένου 1/5 (20%) (33.33%) 4/5 (80%) 15/15 (100%) 9/15 (60%) αρνητικές προτάσεις στην παραγωγή καταφατικές προτάσεις στην παραγωγή αρνητικές προτάσεις στην παραγωγή (ως οµάδα) καταφατικές προτάσεις στην παραγωγή (ως οµάδα) 84.44% 72.22% 16.67% 30% 78.33% 23.33% 202
Κατανόηση Πίνακας 4.19 ιαγλωσσική ποσοστιαία επίδοση λαθών Ελληνική Ολλανδική Αγγλική Νορβηγική Ισπανική αρνητικές προτάσεις 13.33% 1.85% 25% 30.56% - καταφατικές προτάσεις 10.71% 3.70% 0% 16.67% - Παραγωγή αρνητικές προτάσεις 81.08% 7.78% 96.67% 37.78% 78.33% καταφατικές προτάσεις 18.27% 4.44% 3.33% 16.11% 23.33% n.s. ολλανδόφωνοι vs. νορβηγόφωνοι: χ 2 =3.45, n.s. ελληνόφωνοι vs. αγγλόφωνοι: χ 2 =0.15, n.s. ελληνόφωνοι vs. νορβηγόφωνοι: χ 2 =0.56, n.s. αγγλόφωνοι vs. νορβηγόφωνοι: χ 2 =0.00, n.s.). Επίσης, η κατανόηση αρνητικών προτάσεων δεν διαφοροποιείται σηµαντικά από την κατανόηση καταφατικών προτάσεων σε καµιά από τις εξεταζόµενες γλωσσικές οµάδες (ελληνόφωνοι: χ 2 =0.12, n.s. ολλανδόφωνοι: χ 2 =0.45, n.s. αγγλόφωνοι: χ 2 =3.02, n.s. νορβηγόφωνοι: χ 2 =0.34, n.s.). Στατιστικά σηµαντική διαφορά στην κατανόηση αρνητικών και καταφατικών προτάσεων παρατηρείται µόνο στον αγγλόφωνο αγραµµατικό συµµετέχοντα PB (8/18 λάθη στην κατανόηση αρνητικών προτάσεων και 0/18 λάθη στην κατανόηση καταφατικών προτάσεων χ 2 =7.66, p<.01). Σε ό,τι αφορά το σχηµατισµό αρνητικών προτάσεων (παραγωγή), ωστόσο, η εικόνα δεν είναι εξίσου οµοιογενής, καθώς οι αγγλόφωνοι, οι ισπανόφωνοι και οι ελληνόφωνοι αγραµµατικοί εµφανίζουν ιδιαίτερα χαµηλή επίδοση (96.67%, 78.33% και 81.08% αποτυχία αντίστοιχα), η οποία είναι σηµαντικά χαµηλότερη από αυτή των ολλανδόφωνων και των νορβηγόφωνων αγραµµατικών (7.78% και 37.78% αποτυχία αντίστοιχα) (αγγλόφωνοι vs. ολλανδόφωνοι: χ 2 =19.64, p<.001 αγγλόφωνοι vs. νορβηγόφωνοι: χ 2 =8.97, p<.01 ισπανόφωνοι vs. ολλανδόφωνοι: χ 2 =12.07, p<.001 ελληνόφωνοι vs. ολλανδόφωνοι: χ 2 =13.49, p<.001 ελληνόφωνοι vs. νορβηγόφωνοι: χ 2 =4.24, p<.05). 146 Οι διαφορές των επιδόσεων των αγγλόφωνων, των ισπανόφωνων και των ελληνόφωνων αγραµµατικών στο σχηµατισµό αρνητικών προτάσεων δεν είναι στατιστικά σηµαντικές (αγγλόφωνοι vs. ισπανόφωνοι: χ 2 =0.90, n.s. αγγλόφωνοι 146 Βάσει του στατιστικού τεστ που χρησιµοποιείται εδώ εξαίρεση αποτελεί το ζεύγος ισπανόφωνοι vs. νορβηγόφωνοι, για το οποίο προκύπτει στατιστικά µη σηµαντική διαφορά (χ 2 =3.42, n.s.). Ωστόσο, βάσει του Mann-Whitney test που διενεργούν οι Bastiaanse et al. (2002) προκύπτει στατιστικά σηµαντική διαφορά και γι αυτό το ζεύγος. 203
vs. ελληνόφωνοι: χ 2 =0.62, n.s. ισπανόφωνοι vs. ελληνόφωνοι: χ 2 =0.06, n.s.). Επίσης, οι επιδόσεις αυτών των τριών γλωσσικών οµάδων στο σχηµατισµό αρνητικών προτάσεων είναι σηµαντικά χαµηλότερες από τις αντίστοιχες επιδόσεις τους στο σχηµατισµό καταφατικών προτάσεων (αγγλόφωνοι: 96.67% έναντι 3.33% αποτυχία, αντίστοιχα (χ 2 =21.78, p<.001) ισπανόφωνοι: 78.33% έναντι 23.33% αποτυχία, αντίστοιχα (χ 2 =6.78, p<.01) ελληνόφωνοι: 81.08% έναντι 18.27% αποτυχία, αντίστοιχα (χ 2 =8.67, p<.01)). Αντίθετα, οι ολλανδόφωνοι και οι νορβηγόφωνοι αγραµµατικοί δεν παρουσιάζουν σηµαντικές διαφοροποιήσεις στο σχηµατισµό αρνητικών και καταφατικών προτάσεων (ολλανδόφωνοι: 7.78% έναντι 4.44% αποτυχία αντίστοιχα (χ 2 =0.14, n.s.) νορβηγόφωνοι: 37.78% έναντι 16.11% αποτυχία αντίστοιχα (χ 2 =0.83, n.s.). Αναφορικά µε την επίδραση των συνθηκών της δοµικής πολυπλοκότητας η εικόνα εµφανίζεται ετερογενής, καθώς υπάρχουν διαφοροποιήσεις ανά γλώσσα και ανά ασθενή. Επίσης, θα πρέπει να σηµειωθεί πως λόγω του µικρού αριθµού προτάσεων που υπήρχαν ανά συνθήκη δοµικής πολυπλοκότητας στη σχετική δοκιµασία της έ- ρευνας των Rispens et al. (2001) και των Bastiaanse et al. (2002), όπως άλλωστε συµβαίνει και στη σχετική δοκιµασία της παρούσας έρευνας, τα αποτελέσµατα ως προς αυτές τις συνθήκες δύσκολα αποκαλύπτουν στατιστικά σηµαντικές διαφορές. Κατά συνέπεια, τα συµπεράσµατα που θα εξαχθούν θα είναι ενδεικτικά. Αναλυτικότερα, δεν φαίνεται να υπάρχει επίδραση της δοµικής πολυπλοκότητας στην επίδοση των ολλανδόφωνων αγραµµατικών (βλ. πίνακες 4.15 και 4.20), καθώς αυτοί έχουν σχεδόν άψογη επίδοση, τόσο στις αρνητικές όσο και στις καταφατικές προτάσεις σε όλες τις συνθήκες (εξαίρεση αποτελεί ο TV, ο οποίος έχει 40% αποτυχία στις παθητικές δοµές ενεστώτα και στις ενεργητικές δοµές παρακειµένου, τόσο στις αρνητικές όσο και στις καταφατικές προτάσεις). εν φαίνεται να υπάρχει επίδραση ούτε και στην επίδοση των αγγλόφωνων α- γραµµατικών (βλ. πίνακες 4.16 και 4.20), καθώς αυτοί εµφανίζουν ιδιαίτερα χαµηλή επίδοση και στις τρεις συνθήκες δοµικής πολυπλοκότητας στις αρνητικές ΠΣ (80%- 100% αποτυχία) και ιδιαίτερα υψηλή επίδοση και στις τρεις συνθήκες δοµικής πολυπλοκότητας στις καταφατικές ΠΣ (0%-20% αποτυχία). Σε ό,τι αφορά την επίδραση της δοµικής πολυπλοκότητας στην επίδοση της νορβηγόφωνης οµάδας (βλ. πίνακες 4.17 και 4.20), παρατηρείται διαφοροποίηση µεταξύ των δύο αγραµµατικών µελών της. Πιο συγκεκριµένα, ο ER στις αρνητικές ΠΣ εµφανίζει αισθητά χαµηλότερη επίδοση στις παθητικές δοµές ενεστώτα (100% απο- 204
τυχία) απ ό,τι στις ενεργητικές δοµές ενεστώτα (20% αποτυχία) και στις ενεργητικές δοµές παρακειµένου (40% αποτυχία), ενώ στις καταφατικές ΠΣ εµφανίζει ανάλογα υψηλή επίδοση σε όλες τις συνθήκες δοµικής πολυπλοκότητας (100% επιτυχία στις ενεργητικές δοµές ενεστώτα και στις ενεργητικές δοµές παρακειµένου και 80% επιτυχία στις παθητικές δοµές ενεστώτα). Σε ό,τι αφορά τον IN, η επίδοσή του ως προς τις συνθήκες της δοµικής πολύπλοκότητας παρουσιάζει «αντιφάσεις», καθώς, ενώ σηµειώνει απόλυτη αποτυχία στις αρνητικές ενεργητικές δοµές παρακειµένου (100%) και µικρή αποτυχία στις καταφατικές ενεργητικές δοµές παρακειµένου (20%) (πρότυπο επίδοσης που είναι παρόµοιο µε αυτό του ER στις παθητικές δοµές), εµφανίζει το ακριβώς αντίθετο πρότυπο επίδοσης µε τις παθητικές δοµές ενεστώτα, καθώς παρουσιάζει 20% αποτυχία στις αρνητικές παθητικές δοµές ενεστώτα και 100% αποτυχία στις καταφατικές παθητικές δοµές ενεστώτα. Σε ό,τι αφορά την επίδραση της δοµικής πολυπλοκότητας στην επίδοση των ισπανόφωνων αγραµµατικών (βλ. πίνακες 4.18 και 4.20), οι συνθήκες που φαίνονται να έχουν µια ανεξάρτητη επιβαρυντική επίδραση είναι α) της παθητικής δοµής ενεστώτα, όπου τόσο στις αρνητικές όσο και στις καταφατικές προτάσεις µε τις τελευταίες να αποτελούν το κύριο πειστικό τεκµήριο η επίδοση και των δύο συµµετεχόντων είναι ιδιαίτερα χαµηλή (80%-100% αποτυχία) και β) της ενεργητικής δοµής παρακειµένου, όπου τόσο στις αρνητικές όσο και στις καταφατικές προτάσεις µε τις τελευταίες και πάλι να αποτελούν το κύριο πειστικό τεκµήριο η επίδοση του δεύτερου συµµετέχοντος είναι ιδιαίτερα χαµηλή (100% και 80% αποτυχία, αντίστοιχα). Τέλος, βάσει της ποιοτικής ανάλυσης των διαγλωσσικών αποτελεσµάτων προκύπτει πως το σύνολο σχεδόν των αγραµµατικών συµµετεχόντων στις έρευνες των Rispens et al. (2001) και των Bastiaanse et al. (2002), όταν επιχειρούν να σχηµατίσουν αρνητικές προτάσεις, κάνουν τον ίδιο τύπο λάθους, καθώς έχουν την τάση να καταφεύγουν στην άρνηση συστατικού (Bastiaanse et al., 2002: 259). Πιο συγκεκρι- µένα, όπως αναφέρεται στους Rispens et al. (2001: 78), ανεξάρτητα από την υπόσταση που έχει το στοιχείο της άρνησης στην κάθε γλώσσα, όλοι οι αγραµµατικοί συµ- µετέχοντες εκτός του νορβηγόφωνου IN στην πλειονότητα των περιπτώσεων που καλούνται να σχηµατίσουν αρνητικές προτάσεις, τόσο στη δοκιµασία διάταξης συστατικών µε εικόνες όσο και στη δοκιµασία διάταξης συστατικών χωρίς εικόνες, πραγ- µατώνουν άρνηση συστατικού: στο 54% και στο 56% των περιπτώσεων οι αγγλόφωνοι LB και PB αντίστοιχα, στο 80%, στο 60% και στο 89% των περιπτώσεων οι ολ- 205
λανδόφωνοι HCL, TV και RB αντίστοιχα, στο 100% ο νορβηγόφωνος ER. Οι Bastiaanse et al. (2002) δεν δίνουν τα ποσοστά πραγµάτωσης άρνησης συστατικού των αγραµµατικών συµµετεχόντων, οπότε δεν έχουµε τα ακριβή στοιχεία για τους ισπανόφωνους αγραµµατικούς (των οποίων τα αποτελέσµατα όπως ήδη ειπώθηκε για πρώτη φορά παρουσιάζονται στη συγκεκριµένη µελέτη) αναφέρουν, ωστόσο, πως και οι δύο ισπανόφωνοι καταφεύγουν συχνά στην άρνηση συστατικού, όταν προσπαθούν να σχηµατίσουν αρνητικές προτάσεις (ό.π.: 258). 147 147 Θα πρέπει να σηµειωθεί πως στην περίπτωση των ολλανδόφωνων αγραµµατικών, ενώ η άρνηση συστατικού βαθµολογείται ως λάθος από τους Rispens et al. (2001), βαθµολογείται ως σωστή από τους Bastiaanse et al. (2002). Ωστόσο, ανεξάρτητα από τον τρόπο βαθµολόγησης της άρνησης συστατικού στην Ολλανδική, στο σηµείο αυτό µας ενδιαφέρει κυρίως η καταγραφή του γεγονότος πως η άρνηση συστατικού είναι ιδιαίτερα «δηµοφιλής» στο σύνολο των γλωσσικών οµάδων που εξετάζονται στις συγκεκριµένες µελέτες. 206
ενεργητικές δοµές ενεστώτα παθητικές δοµές ενεστώτα ενεργητικές δοµές παρακειµένου Πίνακας 4.20 Μέση ποσοστιαία επίδοση (ως προς τα λάθη) των ελληνόφωνων, των ολλανδόφωνων, των αγγλόφωνων, των νορβηγόφωνων και των ισπανόφωνων αγραµµατικών, ιδωµένων ως οµάδων, ως προς τη δοµική πολυπλοκότητα και την πολικότητα αρνητικές προτάσεις καταφατικές προτάσεις Ελληνική Ολλανδική Αγγλική Νορβηγική Ισπανική Ελληνική Ολλανδική Αγγλική Νορβηγική Ισπανική 75% 6.67% 90% 30% 90% 0% 0% 0% 10% 0% 75% 20% 100% 60% 100% 0% 26.67% 20% 60% 90% 83.33% 20% 90% 70% 80% 75% 13.33% 0% 10% 50% 207
4.4 Συζήτηση 4.4.1 Αγραµµατισµός και πολικότητα Στη βάση των αποτελεσµάτων που αφορούν τους δύο ελληνόφωνους αγραµµατικούς α- ποκαλύπτεται πως αυτοί έχουν µια σηµαντική διαταραχή ως προς τη λειτουργική κατηγορία της άρνησης, τουλάχιστον σε ό,τι αφορά την παραγωγή, καθώς η τροπικότητα της κατανόησης δεν φαίνεται να έχει πληγεί ιδιαίτερα. Έτσι, όπως παρατηρείται και στην περίπτωση των ευρηµάτων που αφορούν το Σ, οµοίως και τα πειραµατικά αποτελέσµατα που παρουσιάζονται στο παρόν κεφάλαιο (που αφορούν την άρνηση) δεν ε- νισχύουν την άποψη πως η διαταραχή στον αγραµµατισµό εµπλέκει µε ανάλογο τρόπο τόσο την τροπικότητα της παραγωγής όσο και αυτήν της κατανόησης (Κοlk & van Grunsven, 1985). Αναλυτικότερα, τα αποτελέσµατά µας είναι σε γενικές γραµµές ανάλογα µε αυτά των Stavrakaki και Kouvava (2003) (σε ό,τι αφορά τη συγκεκριµένη κατηγορία), παρά τις διαφορετικές µεθόδους που ακολουθούνται στις δύο µελέτες. Ειδικότερα, τα αποτελέσµατα της παρούσας έρευνας είναι ανάλογα µε τα αποτελέσµατα του ενός από τους δύο αγραµµατικούς που συµµετείχαν στην έρευνα των Stavrakaki και Kouvava (του SC), ο οποίος είχε µόλις 34.6% επιτυχία στην παραγωγή της άρνησης (στην οριστική έγκλιση) και πολύ καλύτερη επίδοση στην κατανόησή της (80% 90% επιτυχία στις δοκιµασίες αντιπαραθετικής και µη κρίσης γραµµατικότητας). Επίσης, σύµφωνα µε τα διαγλωσσικά αποτελέσµατα που παρουσιάσαµε, οι ελληνόφωνοι αγραµµατικοί, ιδωµένοι ως οµάδα, είναι συγκρίσιµοι µε τους αγγλόφωνους και τους ισπανόφωνους αγραµµατικούς ως προς την ικανότητά τους να σχηµατίζουν αρνητικές προτάσεις, καθώς όλοι παρουσιάζουν παρόµοια χαµηλές επιδόσεις (81.08%, 96.67% και 78.33% αποτυχία αντίστοιχα). Επιπλέον, σε ό,τι αφορά το σχηµατισµό αρνητικών προτάσεων, οι ελληνόφωνοι (καθώς και οι αγγλόφωνοι και οι ισπανόφωνοι) αγραµµατικοί έχουν σηµαντικά χαµηλότερη επίδοση από τους ολλανδόφωνους και τους νορβηγόφωνους αγραµµατικούς (7.78% και 37.78% αποτυχία αντίστοιχα). Στην Ολλανδική και τη Νορβηγική τα αρνητικά στοιχεία βρίσκονται στη θέση [Χαρ, ΦρΆρν], ενώ στην Αγγλική και την Ισπανική κατέχουν τη θέση Άρν (Rispens et al., 2001 Bastiaanse et al., 2002). εδοµένου ότι στην Ελληνική ο δείκτης άρνησης δε(ν) κατέχει τη θέση Άρν (π.χ. Τσι- µπλή & Ρούσσου, 1993 Giannakidou, 1998), τα αποτελέσµατα των ελληνόφωνων α- γραµµατικών δείχνουν να ενισχύουν την υπόθεση των Rispens et al. (1997, 2001) πως 208
ο πλέον καθοριστικός παράγοντας για τις επιδόσεις των αγραµµατικών ως προς τη (συντακτική) άρνηση είναι η εσωτερική δοµή της ΦρΆρν και, πιο συγκεκριµένα, την πρότασή τους πως αυτό που είναι προβληµατικό για τους αγραµµατικούς είναι η υπόσταση της άρνησης ως λειτουργικής κεφαλής. 148 Επίσης, τα αποτελέσµατα των ελληνόφωνων αγραµµατικών, ιδωµένα ανεξάρτητα, βρίσκονται σε συµφωνία τόσο µε την ΥΑ των Friedmann και Grodzinsky (1997), καθώς στην Ελληνική η ΦρΆρν βρίσκεται ψηλότερα από τη ΦρΚΛ και, εποµένως, βάσει της συγκεκριµένης υπόθεσης αναµένεται να είναι σοβαρά διαταραγµένη, όσο και µε τη δοκιµαστική ερµηνεία που προτείναµε για τα αποτελέσµατα που αφορούν το Σ, ότι δηλαδή αυτό που µπορεί να κάνει προβληµατικές κάποιες λειτουργικές κατηγορίες είναι η σύνδεσή τους µε ερµηνεύσιµα στη Λ χαρακτηριστικά. Πράγµατι, η κατηγορία της άρνησης φέρει ερµηνεύσιµο χαρακτηριστικό, καθώς ελέγχεται εξωγλωσσικά. Επιπλέον, αυξάνει και τη γραµµατική/ σηµασιολογική πολυπλοκότητα των προτάσεων ό- που απαντά, καθώς µεταβάλλει την πολικότητά τους. Είναι λοιπόν εµφανές πως, επειδή για την επιτυχή επεξεργασία της κατηγορίας της άρνησης απαιτείται ενσωµάτωση γραµµατικής και σηµασιολογικής/πραγµατολογικής γνώσης, αυτή αποτελεί µια αρκετά απαιτητική (µε όρους επεξεργασίας) λειτουργική κατηγορία. Συνεπώς, η κατηγορία της άρνησης αναµένεται να προκαλεί σηµαντικές δυσκολίες στους αγραµµατικούς, οι οποίοι συνήθως έχουν περιορισµένη υπολογιστική ικανότητα ή, αλλιώς, µειωµένους πόρους επεξεργασίας. 149 Ωστόσο, η παραπάνω υπόθεση δεν µπορεί να καλύψει όλα τα αγραµµατικά δεδοµένα που παρουσιάζονται σε αυτό το κεφάλαιο, καθώς οι τρεις ολλανδόφωνοι α- γραµµατικοί έχουν ικανοποιητική επίδοση. 150 Επίσης, ούτε και η ΥΑ των Friedmann και Grodzinsky µπορεί να καλύψει το σύνολο των ευρηµάτων σχετικά µε την άρνηση. Συγκεκριµένα, τουλάχιστον τα αποτελέσµατα των αγγλόφωνων αγραµµατικών δεν µπορούν να ερµηνευθούν βάσει της ΥΑ, καθώς στην Αγγλική η ΦρΆρν βρίσκεται χα- µηλότερα από τη ΦρΚΛ. Έτσι, η µόνη πρόταση που µπορεί να ερµηνεύσει το σύνολο των διαγλωσσικών αποτελεσµάτων που παρουσιάζονται και συζητούνται σ αυτό το 148 Αυτή η πρόταση αναδιατυπώθηκε από τους Bastiaanse et al. (2002) µε όρους συσχέτισης άρνησης και µετακίνησης ρήµατος. Συγκεκριµένα, υποστηρίχθηκε πως, όταν η άρνηση εµποδίζει τη µετακίνηση του ρήµατος (κάτι που συµβαίνει µόνο όταν το στοιχείο της άρνησης κατέχει τη θέση Άρν ), είναι δύσκολος για τους αγραµµατικούς ο σχηµατισµός αρνητικών προτάσεων. 149 Σε ό,τι αφορά αυτή την αδυναµία των αγραµµατικών έγινε ήδη αναφορά στην ενότητα 1.2.2.2, ενώ η συστηµατικότερη διερεύνησή της επιχειρείται στο παρόν και, κυρίως, στο πέµπτο κεφάλαιο (βλ. ενότητες 4.4.3 και 5.4.3 αντίστοιχα). 150 Αν και οι νορβηγόφωνοι αγραµµατικοί έχουν σηµαντικά υψηλότερη επίδοση από τους ελληνόφωνους, τους αγγλόφωνους και τους ισπανόφωνους αγραµµατικούς, και πάλι η επίδοσή τους στο σχηµατισµό αρνητικών προτάσεων µαρτυρά κάποια διαταραχή αυτής της κατηγορίας (32.22% αποτυχία ο ER και 43.33% αποτυχία ο ΙΝ). 209
κεφάλαιο είναι αυτή των Rispens et al. (2001) και των Bastiaanse et al. (2002). Αυτό ασφαλώς δεν σηµαίνει ότι αυτή η πρόταση έχει καθολική εφαρµογή, καθώς από τη µία µπορεί να θίγει µία µόνο από τις παραµέτρους που καθορίζουν την αγραµµατική επίδοση στην κατηγορία της άρνησης και από την άλλη παρατηρείται σηµαντική ποικιλότητα στον αγραµµατισµό (βλ. µεταξύ άλλων Kolk, 2007 Caramazza, Capasso, Capitani & Miceli, 2005). εν αποκλείεται δηλαδή να συνυπάρχουν µεταξύ άλλων ως παράµετροι που καθορίζουν την επίδοση των αγραµµατικών σε αυτή την κατηγορία α) η θέση του δείκτη της άρνησης στη ΦρΆρν (κεφαλή ή χαρακτηριστής) (πρόταση Rispens et al. (2001) και Bastiaanse et al. (2002)), β) η θέση της ΦρΆρν στη συντακτική ιεραρχία (πρόβλεψη ΥΑ Friedmann & Grodzinsky, 1997) και γ) η σύνδεση αυτής της κατηγορίας µε ερµηνεύσιµα (στη Λ ) χαρακτηριστικά (η δική µας υπόθεση). Αυτές οι παράµετροι είναι πολύ πιθανόν να διεπιδρούν τόσο µεταξύ τους όσο και µε το ιδιαίτερο προφίλ του κάθε αγραµµατικού, που µπορεί να διαφοροποιείται ως προς τη σοβαρότητα της αφασίας, ως προς τους διαθέσιµους πόρους επεξεργασίας, καθώς και ως προς την εστία της εγκεφαλικής βλάβης και τα συγκεκριµένα χαρακτηριστικά της διαταραχής. 4.4.2 H παράµετρος της συχνότητας του ρήµατος Η απουσία σηµαντικής επίδρασης της συχνότητας του ρήµατος (η οποία θεωρείται λεξική παράµετρος) στην επίδοση των ελληνόφωνων αγραµµατικών αποτελεί µαρτυρία υπέρ της (µορφο)συντακτικής υπόστασης της διαταραχής των αγραµµατικών και όχι της λεξικής, τουλάχιστον στα συµφραζόµενα των συγκεκριµένων συµµετεχόντων και των συγκεκριµένων δοκιµασιών. Ασφαλώς, ο έλεγχος της επίδρασης της συχνότητας του ρήµατος θα φαινόταν απαραίτητος κυρίως στο πλαίσιο άλλων δοκιµασιών, που θα εξέταζαν για παράδειγµα τη ρηµατική κλίση ή την ανάκληση ρηµάτων. Η άρνηση, η οποία διερευνάται µεταξύ άλλων λειτουργικών κατηγοριών στην παρούσα µελέτη, εµπίπτει κυρίως στο χώρο της σύνταξης, καθώς δεν αφορά κάποια συγκεκριµένη λεξική κατηγορία παρά το ότι σχετίζεται κυρίως µε το ρήµα. Η εµπλοκή του λεξικού φαίνεται να ακολουθεί την σύνταξη ως προς τη σπουδαιότητα, καθώς για το σωστό χειρισµό της άρνησης απαιτείται και η επιλογή και ανάκληση του ορθού (κατά περίπτωση) λεξ(ιλογ)ικού στοιχείου της. Επίσης, στο πλαίσιο της εξέτασης της άρνησης και ειδικότερα σε ό,τι αφορά την 210
τροπικότητα της παραγωγής, δεν ελέγχονται όψεις σχετικές µε την κλίση του ρήµατος, παρά µόνο όψεις που σχετίζονται µε τη διάταξη των όρων και την επιλογή του στοιχείου της άρνησης. Αν, ωστόσο, αποκαλυπτόταν πως η παράµετρος της συχνότητας του ρήµατος είχε επίδραση στην επίδοση των αγραµµατικών σε σχέση µε την άρνηση, ό- πως αυτή θα αντανακλούνταν στις λεξ(ιλογ)ικές επιλογές (µεταξύ των στοιχείων της άρνησης) και τους συντακτικούς σχηµατισµούς τους (διάταξη των όρων), αυτό θα συνηγορούσε υπέρ (και) της λεξικής φύσης της διαταραχής των αγραµµατικών. Στην τελευταία περίπτωση δηλαδή το προφίλ των ελληνόφωνων αγραµµατικών θα παρέπεµπε είτε σε ένα συνδυασµό λεξικής και συντακτικής διαταραχής είτε σε µία διαταραχή λεξικής φύσης, που ωστόσο θα είχε αντίκτυπο και στο ευρύτερο συντακτικό επίπεδο (βλ. λαθεµένη επιλογή του στοιχείου της άρνησης). 4.4.3 Η επίδραση της δοµικής πολυπλοκότητας Βάσει των προτύπων επίδοσης των ελληνόφωνων αγραµµατικών ως προς τις τρεις συνθήκες δοµικής πολυπλοκότητας προκύπτει πως µόνο η παρουσία του παρακειµένου α- σκεί επιβαρυντική επίδραση στην επίδοσή τους. Aυτό το εύρηµα στηρίζεται κυρίως στα αποτελέσµατα που αφορούν τις καταφατικές ΠΣ, όπου µόνο στη συνθήκη των ε- νεργητικών δοµών παρακειµένου παρουσιάζεται και για τους δύο αγραµµατικούς συµ- µετέχοντες σαφής πτώση της επίδοσής τους (66.67% αποτυχία για τον ΑΒ και 83.33% για τον ΓΘ). Στις άλλες δύο συνθήκες (ενεργητικές δοµές ενεστώτα και παθητικές δοµές ενεστώτα) η επίδοσή τους είναι άριστη (100% επιτυχία), ενώ η διαφοροποίηση µεταξύ αυτών (των συνθηκών) και της συνθήκης του παρακειµένου είναι στατιστικά σηµαντική για τον ΓΘ, αλλά όχι και για τον ΑΒ. Στις αρνητικές ΠΣ, αντίθετα, δεν παρατηρείται κάποια συστηµατική και σηµαντική διαφοροποίηση της επίδοσης ανά συνθήκη δο- µικής πολυπλοκότητας. Η επίδοση σε αυτές, σε όλες τις συνθήκες δοµικής πολυπλοκότητας, είναι φτωχή, εύρηµα που καταδεικνύει τη σηµαντική επίδραση της αρνητικής πολικότητας. Φαίνεται λοιπόν πως αρκεί η παρουσία µίας εκ των δύο επιβαρυντικών συνθηκών αρνητική πολικότητα και ενεργητική δοµή παρακειµένου για να προκληθεί σηµαντική πτώση στην επίδοση των ελληνόφωνων αγραµµατικών, γεγονός που ενδεχοµένως υποδηλώνει τους περιορισµένους υπολογιστικούς πόρους που διαθέτουν, χωρίς ασφαλώς να µπορεί να αποκλειστεί το ενδεχόµενο τα πρότυπα επίδοσής τους να αντανακλούν απλώς µια συντακτική διαταραχή της άρνησης και του παρακειµένου. 211
Αναφορικά µε τη συνθήκη των παθητικών δοµών, θεωρώ πως θα ήταν πιθανό να παρατηρούσαµε και σε αυτές τις δοµές ανάλογη επίδοση (µε αυτήν που καταγράφεται στη συνθήκη του παρακειµένου ή της αρνητικής πολιτικότητας), αν η ΠροθΦ του ποιητικού αιτίου των παθητικών δοµών ήταν διασπασµένο στα συστατικά του, δηλαδή σε δύο κάρτες: σε µία µε την πρόθεση από και σε µία άλλη µε την ΟΦ. Σηµειωτέον πως στη συνθήκη του παρακειµένου δίνονται στους συµµετέχοντες δύο ξεχωριστές κάρτες για το βοηθητικό ρήµα έχω και για τον άκλιτο (µη παρεµφατικό) τύπο του κύριου ρή- µατος, µε συνέπεια οι προτάσεις αυτής της συνθήκης να περιλαµβάνουν πάντα µία επιπλέον κάρτα σε σχέση µε τις αντίστοιχες προτάσεις (δηλ. της ίδιας πολικότητας) ενεργητικής φωνής ενεστώτα ή παθητικής φωνής ενεστώτα. Συνεπώς, ως προς αυτή την παράµετρο (δηλ. ως προς τον αριθµό λεξικών στοιχείων προς αξιοποίηση για το σχηµατισµό πρότασης), αυτή η συνθήκη δοµικής πολυπλοκότητας είναι πιο απαιτητική µε ό- ρους επεξεργασίας συγκριτικά µε τις άλλες δύο. 151 Επίσης, τα σχετικά αποτελέσµατα δείχνουν πως οι δύο ελληνόφωνοι αγραµµατικοί διαφοροποιούνται ως προς τη σοβαρότητα της διαταραχής τους, όπως αυτή αντανακλάται στο ύψος της επίδοσής τους. Κι αυτό διότι η παρουσία µιας µόνο εκ των δύο επιβαρυντικών συνθηκών προκαλεί κατακόρυφη πτώση στην επίδοση του ΓΘ (83.33% 100% αποτυχία) και συγκριτικά µικρότερη πτώση στην επίδοση του ΑΒ (50% 66.67% αποτυχία). Ο ΑΒ εµφανίζει περαιτέρω πτώση στην επίδοσή του (καθώς ασφαλώς έχει και τα σχετικά περιθώρια για περαιτέρω «επιδείνωση»), όταν συνυπάρχουν και οι δύο επιβαρυντικές συνθήκες (83.33% αποτυχία στις αρνητικές δοµές 151 Θεωρώ πως, γενικότερα, ιδιαίτερα απαιτητικές σε επίπεδο επεξεργασίας είναι και οι δοµές αρνητικής πολικότητας, καθώς και οι παθητικές δοµές. Οι πρώτες εµπλέκουν τη λειτουργική κατηγορία της άρνησης, που όπως προαναφέρεται στην ενότητα 4.4.1 ως φέρουσα το αντίστοιχο ερµηνεύσιµο χαρακτηριστικό απαιτεί την επεξεργασία και την ενσωµάτωση γραµµατικής και σηµασιολογικής/ εξωγλωσσικής γνώσης. Οι δε παθητικές δοµές εµπλέκουν τη µετακίνηση της ΟΦ-εσωτερικού ορίσµατος σε θέση υποκειµένου, καθώς και την απόδοση των σωστών θεµατικών ρόλων στις δύο ΟΦ-ορίσµατα, για την οποία καθοριστική είναι η συνδροµή της αλυσίδας της µετακινηθείσας ΟΦ και του ίχνους της. Οι απαιτήσεις που εγείρουν και οι τρεις υπολογιστικά δαπανηρές συνθήκες εµπλέκουν διαφορετικές κάθε φορά συντακτικές διαδικασίες (προβολή «πλούσιων» συντακτικών δέντρων, µετακινήσεις ρηµάτων ή ΟΦ, απόδοση θεµατικών ρόλων σε ΟΦ κ.λπ.), ενώ µπορεί να διαφοροποιούνται και ανάλογα µε τον αριθµό των λεξικών στοιχείων που πρέπει να χειριστεί ο συµµετέχων (ενεργητικές δοµές παρακειµένου vs. παθητικές δοµές ενεστώτα/ενεργητικές δοµές ενεστώτα). Ωστόσο, τόσο οι «καθαρά» συντακτικές διαδικασίες (που παύουν να είναι καθαρά συντακτικές όταν εµπλέκονται ερµηνεύσιµα χαρακτηριστικά) όσο και η ανάγκη για χειρισµό περισσότερων λέξεων κατά το σχηµατισµό πρότασης συνεπάγονται αυξηµένο υπολογιστικό φόρτο, ενώ οι δύο παραπάνω παράµετροι σε ό,τι αφορά ειδικότερα την περίπτωση της συνθήκης του παρακειµένου συµφύρονται. ηλαδή, για το σχηµατισµό προτάσεων παρακειµένου, ο οποίος σχηµατίζεται περιφραστικά, δεν απαιτείται µόνο η χρήση µιας επιπλέον κάρτας/λέξης, αλλά και η προβολή ενός πλουσιότερου συντακτικού δέντρου, που για το σχηµατισµό του ρηµατικού τύπου φέρει δύο λεξικά στοιχεία. Συνεπώς, και οι δύο παραπάνω παράµετροι (συντακτικές διαδικασίες vs. χειρισµός περισσότερων λεξικών στοιχείων), αν και στην πράξη δεν µπορούν να διαχωριστούν µε σαφή τρόπο, υπάγονται ωστόσο αµφότερες στην «κατηγορία-οµπρέλα» των υπολογιστικά απαιτητικών παραµέτρων. 212
παρακειµένου έναντι του 50% αποτυχία στις αρνητικές παθητικές δοµές και του 50% αποτυχία στις αρνητικές ενεργητικές δοµές ενεστώτα). Φαίνεται λοιπόν πως ο ΑΒ διαθέτει υψηλότερο απόθεµα υπολογιστικών πόρων από τον ΓΘ, όπως συνάγεται βάσει της καλύτερης επίδοσής του όταν είναι παρούσα µόνο µία επιβαρυντική συνθήκη. Αυτό το απόθεµα, ωστόσο, τείνει προς εξάντληση όταν αθροίζονται στην ίδια δοµή δύο ε- πιβαρυντικοί παράγοντες. Με αφορµή τη διαφοροποίηση της επίδοσης του ΑΒ στις αρνητικές προτάσεις ανά συνθήκη δοµικής πολυπλοκότητας, θα πρέπει να σηµειωθεί πως ο µικρός αριθµός προτάσεων (ανά συνθήκη) δύσκολα επιτρέπει να προκύψουν στατιστικά σηµαντικές διαφορές. Θα µπορούσαµε να υποθέσουµε ωστόσο πως, δεδοµένης της επιβάρυνσης που φαίνεται να προκαλεί ο παρακείµενος από µόνος του, αν ήταν µεγαλύτερος ο αριθµός των προτάσεων ανά συνθήκη δοµικής πολυπλοκότητας, τότε η ε- πίδοση τουλάχιστον του ΑΒ στις αρνητικές δοµές παρακειµένου θα ήταν σηµαντικά χαµηλότερη από την επίδοσή του στις αρνητικές προτάσεις µε απλές, ενεργητικές δο- µές ενεστώτα ή µε παθητικές δοµές ενεστώτα. Όπως είναι προφανές, στηρίζουµε την παραπάνω υπόθεση και στην ένδειξη που µας παρέχει το πρότυπο της επίδοσης του ΑΒ πως οι επιβαρυντικοί παράγοντες εντός µιας δοµής συναθροίζονται και δεν συµψηφίζονται και πως, συνεπώς, η ταυτόχρονη παρουσία δύο επιβαρυντικών παραγόντων µέσα στην ίδια δοµή (αρνητική πολικότητα και παρακείµενος) αντανακλάται µε σαφή τρόπο στην επίδοση (των αγραµµατικών). Ανάλογα πρότυπα επίδοσης µε αυτά των ελληνόφωνων έχουν και οι ισπανόφωνοι αγραµµατικοί, µε τη διαφορά ωστόσο ότι πέρα από τη συνθήκη του παρακειµένου, που δείχνει να ασκεί ανεξάρτητη επιβαρυντική επίδραση στη επίδοση του δεύτερου ι- σπανόφωνου συµµετέχοντος, εµφανίζεται και η συνθήκη των παθητικών δοµών να προκαλεί προβλήµατα. Πιο συγκεκριµένα, οι ισπανόφωνοι αγραµµατικοί, πέρα από τη σχετική διαφοροποίηση που παρατηρείται µεταξύ τους, εµφανίζουν ανάλογες δυσκολίες µε τις παθητικές δοµές τόσο στις καταφατικές όσο και στις αρνητικές προτάσεις (80% 100% αποτυχία), ενώ σε ό,τι αφορά την επίδραση των δοµών του παρακειµένου, αυτή φαίνεται να είναι επιβαρυντική µόνο στο δεύτερο συµµετέχοντα, καθώς σε αυτές τις δοµές, τόσο στις αρνητικές όσο και στις καταφατικές, η επίδοσή του είναι ιδιαίτερα χαµηλή (100% και 80% αποτυχία αντίστοιχα). Τα ανάλογα (χαµηλά) ποσοστά αποτυχίας που εµφανίζουν οι παθητικές δοµές και οι δοµές παρακειµένου (για τον δεύτερο ισπανόφωνο αγραµµατικό) τόσο στις αρνητικές όσο και στις καταφατικές προτάσεις θα µπορούσαν να εξηγηθούν βάσει του ίδιου ερµηνευτικού πλαισίου που προτείναµε για τους ελληνόφωνους αγραµµατικούς. Θα µπορούσαµε, δηλαδή, να υποθέσουµε 213
πως το γεγονός ότι για τους ισπανόφωνους αγραµµατικούς η παρουσία µίας µόνο εκ των συνθηκών αρνητική πολικότητα, παθητική δοµή ενεστώτα και ενεργητική δοµή παρακειµένου αρκεί για να προκαλέσει σηµαντική πτώση στην επίδοσή τους, 152 οφείλεται στο ότι οι υπολογιστικοί πόροι που διαθέτουν είναι εξαιρετικά περιορισµένοι και δεν µπορούν να ανταποκριθούν ούτε καν στις απαιτήσεις που εγείρονται από την παρουσία µίας απλά από τις παραπάνω συνθήκες. Και πάλι, ωστόσο, δεν θα µπορούσαµε να αποκλείσουµε την πιθανότητα η διαταραχή των ισπανόφωνων αγραµµατικών να είναι καθαρά συντακτικής φύσης και να αφορά τόσο την κατηγορία τις άρνησης όσο και τις δύο παραπάνω συνθήκες δοµικής πολυπλοκότητας. ιαφοροποιηµένο πρότυπο επίδοσης σε σχέση µε τα παραπάνω, που ωστόσο µπορεί να υπαχθεί στο ίδιο ερµηνευτικό πλαίσιο, είναι αυτό του νορβηγόφωνου αγραµ- µατικού ER, ο οποίος στις αρνητικές ΠΣ εµφανίζει αισθητά χαµηλότερη επίδοση στις παθητικές δοµές ενεστώτα (100% αποτυχία) απ ό,τι στις ενεργητικές δοµές ενεστώτα (20% αποτυχία) και στις ενεργητικές δοµές παρακειµένου (40% αποτυχία), ενώ στις καταφατικές ΠΣ εµφανίζει ανάλογα υψηλή επίδοση σε όλες τις συνθήκες δοµικής πολυπλοκότητας (100% επιτυχία στις ενεργητικές δοµές ενεστώτα και στις ενεργητικές δοµές παρακειµένου και 80% επιτυχία στις παθητικές δοµές ενεστώτα). Βάσει αυτού του πρoτύπου επίδοσης συνάγεται πως οι συνθήκες της αρνητικής πολικότητας και της παθητικής δοµής µόνο σε συνδυασµό ασκούν εµφανή επιβαρυντική επίδραση στην επίδοση του ER. Θα µπορούσαµε να υποστηρίξουµε λοιπόν πως τοσο η συνθήκη της αρνητικής πολικότητας όσο και η συνθήκη της παθητικής δοµής έ- χουν και από µόνες τους επιβαρυντική συνεισφορά στο επεξεργαστικό έργο του ER, ω- στόσο, όταν αυτές δεν συνυπάρχουν, δεν έχουν επίπτωση στην επίδοσή του. Πτώση στην επίδοση του ER προκαλείται µόνο από τη συνύπαρξη των δύο παραπάνω συνθηκών, προφανώς επειδή αθροίζονται οι επιβαρυντικές συνεισφορές της καθεµιάς και καθίσταται τόσο απαιτητική η επεξεργασία των προτάσεων, ώστε να µην επαρκούν οι (περιορισµένοι) υπολογιστικοί πόροι του ER για την εκτέλεσή της. Βάσει αυτού, λοιπόν, µπορούµε να υποθέσουµε πως ο ER συγκριτικά µε τους ελληνόφωνους και τους ι- σπανόφωνους αγραµµατικούς διαθέτει µεγαλύτερο απόθεµα υπολογιστικών πόρων, καθώς η ύπαρξη ενός µόνο εκ των δύο επιβαρυντικών παραγόντων δεν είναι αρκετή για να προκαλέσει πτώση στην επίδοσή του. Και πάλι όµως δεν µπορεί να αποκλειστεί το ενδεχόµενο αυτός να έχει περιορισµούς µόνο ως προς τα υπολογιστικά αποθέµατα, ενώ οι άλλοι να έχουν (µόνο) συντακτικής φύσης διαταραχή. Αξίζει να επισηµανθεί πως 152 Όπως ήδη ειπώθηκε, η συνθήκη του παρακειµένου φαίνεται κρίσιµη µόνο για τον δεύτερο ισπανόφωνο συµµετέχοντα. 214
όσα αναφέρουµε βασίζονται στην επίδοση που αφορά τη συγκεκριµένη δοκιµασία διάταξης συστατικών µε εικόνες, που αποτελεί off-line πείραµα και, συνεπώς, δεν ελέγχει το χρόνο επεξεργασίας. Αυτός, και πιο συγκεκριµένα ο χρόνος αντίδρασης (reaction time) σε ένα γλωσσικό ερέθισµα, στoν οποίο θεωρείται πως αντανακλάται το κόστος της επεξεργασίας, αποτελεί την εξαρτηµένη µεταβλητή των on-line πειραµάτων και πράγ- µατι, η ψυχολογική πραγµατικότητα της υπόθεσης που διατυπώνεται παραπάνω για την ερµηνεία τέτοιου είδους προτύπων επίδοσης θα ελεγχόταν ίσως καλύτερα µέσω on-line πειραµάτων, όπου θα περιµέναµε α) µεγαλύτερους χρόνους αντίδρασης για τις δοµές µε έναν επιβαρυντικό παράγοντα (είτε αρνητική πολικότητα είτε παθητική δοµή για την περίπτωση του ER) απ ό,τι για τις δοµές µε κανέναν επιβαρυντικό παράγοντα (π.χ. καταφατικές ενεργητικές δοµές ενεστώτα) και β) µεγαλύτερους χρόνους αντίδρασης για τις δοµές µε δύο επιβαρυντικούς παράγοντες (αρνητική πολικότητα και παθητική δοµή) απ ό,τι για τις δοµές µε έναν ή µε κανέναν επιβαρυντικό παράγοντα. Το πρότυπο της επίδοσης του άλλου νορβηγόφωνου αγραµµατικού, του IN, που όπως προαναφέρθηκε στην ενότητα 4.3.4 παρουσιάζει αντιφάσεις, φαίνεται δύσκολο να ερµηνευτεί. Ειδικότερα, δυσερµήνευτη φαίνεται η επίδοσή του στις παθητικές δοµές ενεστώτα, που εµφανίζεται αρκετά υψηλή µε αυτές που είναι αρνητικής πολικότητας (80% επιτυχία) και απόλυτα χαµηλή µε αυτές που είναι θετικής πολικότητας (0% ε- πιτυχία). Αντίθετα, το πρότυπο της επίδοσής του µε τις δοµές του παρακειµένου είναι παρόµοιο µε αυτό του ER για τις παθητικές δοµές, οπότε µπορεί να υπαχθεί στο ίδιο ερµηνευτικό πλαίσιο. Τέλος, το γεγονός πως δεν φαίνεται να προκύπτει κάποια σαφής επίδραση της δοµικής πολυπλοκότητας στους ολλανδόφωνους και τους αγγλόφωνους αγραµµατικούς, παρά µόνο µια ένδειξη πως οι παθητικές δοµές και οι δοµές παρακειµένου προκαλούν ελαφρώς µεγαλύτερη δυσκολία συγκριτικά µε τις ενεργητικές δοµές ενεστώτα, θα µπορούσε να αποδοθεί είτε σε µεθοδολογικούς παράγοντες, όπως είναι ο µικρός α- ριθµός προτάσεων ανά συνθήκη, που δεν επέτρεψαν να διαγραφεί µια καθαρότερη εικόνα, είτε, σε ό,τι αφορά τους ολλανδόφωνους αγραµµατικούς, στην ενδεχόµενη ηπιότερη µορφή της αφασίας τους (συγκριτικά µε τις άλλες γλωσσικές οµάδες αγραµµατικών). Tο τελευταίο ενδεχόµενο θα πρέπει να αποκλειστεί για τους αγγλόφωνους α- γραµµατικούς, καθώς αυτοί, αν και συνολικά στις καταφατικές ΠΣ είχαν σχεδόν άριστη επίδοση (96.67% επιτυχία), στις αρνητικές ΠΣ είχαν σχεδόν απόλυτη αποτυχία (96.67%). Τέλος, δεδοµένης της ποικιλότητας που χαρακτηρίζει τον αγραµµατισµό (π.χ. Kolk, 2007 Caramazza et al., 2005), δεν θα µπορούσε να αποκλειστεί το ενδεχό- 215
µενο πως πραγµατικά για τους συγκεκριµένους ολλανδόφωνους και αγγλόφωνους α- γραµµατικούς δεν υπάρχει καµιά επίδραση της δοµικής πολυπλοκότητας. Σε σχέση µε τα πρότυπα της επίδοσης των ελληνόφωνων αγραµµατικών και του δεύτερου ισπανόφωνου αγραµµατικού (και ίσως και του νορβηγόφωνου IN), η επιβαρυντική επίδραση του παρακειµένου θα µπορούσε να αποδοθεί όπως προαναφέρεται στο γεγονός πως αυτός ο χρόνος σχηµατίζεται περιφραστικά και, συνεπώς, είναι υπολογιστικά απαιτητικότερος. Οι αυξηµένες υπολογιστικές απαιτήσεις του παρακειµένου οφείλονται και στη σύνθετη σηµασιολογική του δοµή, καθώς αυτός πέρα από χρόνος θεωρείται και όψη (η τρίτη τιµή της, µετά τη συνοπτική και τη µη συνοπτική όψη) (Holton, Mackridge & Philippaki-Warburton, 1997: 217, 229-231). Κι αυτό επειδή ο παρακείµενος παρουσιάζει ένα γεγονός που έχει ολοκληρωθεί πριν τη στιγµή της εκφώνησης (δηλ. στο παρελθόν) και του οποίου οι συνέπειες είναι συναφείς µε το παρόν (ό.π.). Τουλάχιστον στην παρούσα έρευνα, το ότι ο παρακείµενος είναι υπολογιστικά απαιτητικότερος από άλλους (µη συντελεσµένους) χρόνους αντανακλάται και στο σχεδιασµό της δοκιµασίας που τον εµπλέκει (δηλ. της δοκιµασίας διάταξης συστατικών χωρίς εικόνες), καθώς για τις προτάσεις µε παρακείµενο δίνεται πάντα µία επιπλέον κάρτα συγκριτικά µε αυτές που δίνονται για τις προτάσεις (της ίδιας πολικότητας) των άλλων δύο συνθηκών δοµικής πολυπλοκότητας. Σε κάθε περίπτωση ωστόσο, δεν θα µπορούσε να αποκλειστεί το ενδεχόµενο οι παραπάνω αγραµµατικοί να έχουν συντακτικής φύσης διαταραχή που να αντανακλάται και στο χειρισµό του παρακειµένου, καθώς αυτός συνδέεται µε την προβολή πλουσιότερου συντακτικού δέντρου (απ ό,τι ι- σχύει για παράδειγµα στην περίπτωση των δοµών ενεστώτα). Σε ό,τι αφορά την επιβαρυντική επίδραση που φαίνεται να ασκούν οι παθητικές δοµές τόσο στην επίδοση του νορβηγόφωνου ER όσο και σε αυτήν των δύο ισπανόφωνων αγραµµατικών, αυτή επίσης µπορεί να αποδοθεί στην πολυπλοκότητα αυτών των δοµών, καθώς εµπλέκουν µετακινήσεις ορισµάτων. Ενδεικτικό της προβληµατικότητας των παθητικών δοµών στον αγραµµατισµό είναι το γεγονός πως οι δυσκολίες που αντι- µετωπίζουν οι αγραµµατικοί µε αυτές δεν περιορίζονται στην παραγωγή, αλλά επεκτείνονται και στην κατανόηση (π.χ. Grodzinsky, 1990, 1995 Mauner, Fromkin & Cornell, 1993). Επίσης, το γεγονός ότι κάποιοι αγραµµατικοί αντιµετωπίζουν πρόβληµα µόνο µε τον παρακείµενο, κάποιοι µόνο µε τις παθητικές δοµές, κάποιοι και µε τις δύο δοµές και κάποιοι άλλοι δεν αντιµετωπίζουν πρόβληµα µε καµία συνθήκη δοµικής πολυπλοκότητας, είναι σύµφωνο µε τη διαγλωσσικά µαρτυρηµένη ποικιλότητα που διέπει τον 216
αγραµµατισµό (π.χ. Kolk, 2007 Caramazza et al., 2005), στην οποία γίνεται αναφορά και παραπάνω. Ωστόσο, παρά τις ανά γλώσσα και ανά άτοµο διαφοροποιήσεις που καταγράφονται και σχολιάζονται παραπάνω, κοινός παρονοµαστής των δοµών παρακει- µένου και των παθητικών δοµών, που αποτελούν και τις (µόνες) συνθήκες δοµικής πολυπλοκότητας που ασκούν επιβαρυντική επίδραση στην επίδοση των αγραµµατικών, είναι πως πρόκειται για απαιτητικές δοµές που επιβαρύνουν το υπολογιστικό έργο. 153 4.4.4 Ανάλυση λαθών Σε ό,τι αφορά τα είδη των λαθών που κάνουν οι ελληνόφωνοι αγραµµατικοί, αυτά είναι ιδιαίτερα αποκαλυπτικά και ενδεικτικά της υποκείµενης διαταραχής του καθενός ξεχωριστά και γενικότερα, σε ένα πιο αφαιρετικό επίπεδο, του αγραµµατισµού. Παρατηρούµε πως τα πιο συχνά λάθη που κάνουν οι δύο αγραµµατικοί, ιδίως στη δοκιµασία διάταξης συστατικών χωρίς εικόνες, σχετίζονται µε τη διάταξη των ό- ρων. Αυτά τα λάθη αφορούν κυρίως τις αρνητικές ΠΣ και σχετίζονται είτε µε τη λαθε- µένη διάταξη του δείκτη της άρνησης δεν (π.χ. Η κοπέλα δένει δεν τα κορδόνια της) είτε µε άλλου τύπου λάθη διάταξης των όρων (π.χ. εν έχει τα πιάτα η κυρία σπάσει, Η α- στυνοµία τη συγκέντρωση δεν διαλύει). 154 Τα λάθη που σχετίζονται ειδικά µε τη διάταξη του δεν αποκαλύπτουν µε σαφή και άµεσο τρόπο τη δυσχέρεια των αγραµµατικών σε ό,τι αφορά το χειρισµό της άρνησης, ενώ τα λάθη του τύπου Η αστυνοµία τη συγκέντρωση δεν διαλύει εγείρουν το ερώτηµα αν η µειωµένη ικανότητα των αγραµµατικών σε ό,τι αφορά τη διάταξη των όρων οφείλεται στην παρουσία της άρνησης ή αν αυτή προϋπάρχει και απλά δεν αποκαλύπτεται στις καταφατικές προτάσεις είτε για συµπτω- µατικούς λόγους (π.χ. επειδή τυχαίνει να µην προκύπτει ασυµφωνία εικόνας και καταφατικής πρότασης µε σειρά όρων που συνδέεται µε θεµατοποίηση ή εστίαση) είτε εξαιτίας του γεγονότος ότι οι καταφατικές προτάσεις µε σειρά όρων που συνδέονται µε θε- µατοποίηση ή εστίαση επιβάλλουν λιγότερο αυστηρά την ικανοποίηση των σχετικών συµφραστικών προϋποθέσεων συγκριτικά µε τις αρνητικές προτάσεις. 155 (Για 153 Όπως προαναφέρεται και στην ενότητα 4.2.2.3 (υποσ. 130), η αρνητική πολικότητα µόνο «κατά σύµβαση» δεν λογίζεται ως συνθήκη δοµικής πολυπλοκότητας, καθώς στην πραγµατικότητα καθιστά και αυτή «πολύπλοκη» την πρόταση στην οποία απαντά, τόσο σε συντακτικό όσο και σε σηµασιολογικό επίπεδο. 154 Για την αιτιολόγηση της βαθµολόγησης των σχηµατισµών αυτού του είδους ως λαθεµένων, βλ. την ε- νότητα 4.2.2.4. 155 Αυτό φαίνεται να ισχύει κυρίως µε τις προτάσεις που συνδέονται µε ερµηνείες εστίασης. Για παράδειγµα, βλ. τη διαφοροποίηση ως προς την «ένταση» των συµφραστικών απαιτήσεων που θέτουν οι 217
περισσότερες λεπτοµέρειες σχετικά µε το ρόλο της σειράς των όρων ως κριτηρίου βαθ- µολόγησης, βλ. την ενότητα 4.2.2.4). Επιπλέον, σε συµφωνία µε τις τάσεις των υπόλοιπων αγραµµατικών που παρουσιάζονται σε αυτή τη µελέτη βρίσκεται η προτίµηση των ελληνόφωνων αγραµµατικών για την άρνηση συστατικού έναντι της προτασιακής άρνησης. Όπως προαναφέρθηκε (βλ. ενότητα 4.3.4), σχεδόν στο σύνολό τους οι αγραµµατικοί συµµετέχοντες στις έρευνες των Rispens et al. (2001) και των Bastiaanse et al. (2002), όταν επιχειρούν να σχη- µατίσουν αρνητικές προτάσεις, συχνά πραγµατώνουν άρνηση συστατικού. Αναφορικά µε τους ελληνόφωνους αγραµµατικούς, ο ΓΘ καταφεύγει αρκετά πιο συχνά από τον ΑΒ στην άρνηση συστατικού (10 και 3 σχηµατισµοί αντίστοιχα). H συντριπτική πλειονότητα των σχηµατισµών, ωστόσο, όπου επιχειρείται άρνηση συστατικού αφορά τη δοκιµασία διάταξης συστατικών χωρίς εικόνες (12 από τους 13 συνολικά). Αυτή η διαφοροποίηση µεταξύ των δύο δοκιµασιών διάταξης συστατικών ως προς τη συχνότητα µε την οποία καταφεύγουν οι ελληνόφωνοι αγραµµατικοί στην άρνηση συστατικού οφείλεται στον πειραµατικό τους σχεδιασµό. Πιο συγκεκριµένα, στις εικόνες που συνοδεύουν την πρώτη δοκιµασία διάταξης συστατικών αναπαρίσταται κάθε φορά ένα (έµψυχο) υποκείµενο, µία πράξη και ένα αντικείµενο. Συνεπώς, το συµφραστικό πλαίσιο που παρέχεται από αυτές τις εικόνες-ερεθίσµατα αποτρέπει το σχηµατισµό άρνησης συστατικού (βλ. και τη σχετική συζήτηση στην ενότητα 4.2.2.4). 156 Αντίθετα, κατά τη δεύτερη δοκιµασία διάταξης συστατικών, όπου δεν ελέγχεται ο προτάσεις Η αστυνοµία ΤΗ ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΣΗ δεν διαλύει και Η αστυνοµία ΤΗ ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΣΗ διαλύει. Στην πρώτη πρόταση βάσει της εµφατικής της ερµηνείας συνάγεται πως η αστυνοµία διαλύει όχι τη συγκέντρωση, αλλά κάτι άλλο. Η παρουσία ενός τέτοιου συµφραστικού πλαισίου φαίνεται απαραίτητη για τη δικαιολόγηση της συγκεκριµένης σειράς των όρων και της (αναγκαστικής, καθότι µόνης δυνατής) ερ- µηνείας εστίασης. Αντίθετα, δεν είναι απαραίτητο κάποιο ανάλογο συµφραστικό πλαίσιο για την παραγωγή και ερµηνεία της δεύτερης (καταφατικής) πρότασης. Η ερµηνεία εστίασης αυτής της πρότασης µπορεί, για παράδειγµα, να συνδέεται µε την πιθανή έκπληξη του οµιλητή για το επίµαχο γεγονός ή να έρχεται σαν απάντηση στην ερώτηση «Τι κάνει η αστυνοµία», αλλά σε καµία περίπτωση δεν επιβάλλει ένα συµφραστικό πλαίσιο όπου πέρα από την αστυνοµία θα πρέπει να βρίσκονται παρούσες άλλες δύο ο- ντότητες, το πλήθος/συγκέντρωση και µία άλλη, εκ των οποίων η αστυνοµία θα διαλύει το πρώτο και θα «αφήνει στην ησυχία του» το δεύτερο. 156 Το αντίθετο συµβαίνει στην αντίστοιχη δοκιµασία διάταξης συστατικών των Rispens et al. (2001) και των Bastiaanse et al. (2002), όπου σε κάθε εικόνα απεικονίζονται ένα υποκείµενο, µία πράξη και δύο α- ντικείµενα. Εύλογη συνέπεια του συγκεκριµένου σχεδιασµού, κατά τον οποίο παρεχόταν το κατάλληλο πλαίσιο για την εκµαίευση άρνησης συστατικού, ήταν η συχνότερη πραγµάτωση άρνησης συστατικού, η οποία µάλιστα ενέπλεκε αποκλειστικά τα αντικείµενα (καθώς αυτά ήταν πρόσφορα προς «αξιοποίηση» βάσει του παρεχόµενου συµφραστικού πλαισίου). Ενδεικτικό της αποφασιστικής επίδρασης που ασκεί το συµφραστικό πλαίσιο σε τέτοιες περιπτώσεις, ακόµη και στα είδη των λαθών, είναι το γεγονός πως στη δική µας δοκιµασία διάταξης συστατικών χωρίς εικόνες, όπου απουσιάζει το οποιοδήποτε δεσµευτικό συµφραστικό πλαίσιο, οι ελληνόφωνοι αγραµµατικοί όχι µόνο καταφεύγουν αρκετά συχνά στην άρνηση συστατικού, αλλά στους συγκεκριµένους σχηµατισµούς παρατηρείται και ποικιλία ως προς τις ε- µπλεκόµενες (ονοµατικές ή προθετικές) φράσεις άλλες φορές δηλαδή η άρνηση συστατικού εµπλέκει το υποκείµενο (Σηκώνει τα βάρη όχι ο αθλητής), άλλες το αντικείµενο (Η µητέρα δέρνει όχι το µωρό) και άλλες το ποιητικό αίτιο (Συνδέονται τα καλώδια όχι από τον ηλεκτρολόγο). 218
σχηµατισµός των προτάσεων από εικόνες και όπου απουσιάζει το οποιοδήποτε συµφραστικό πλαίσιο, οι ελληνόφωνοι αγραµµατικοί επιχειρούν την πραγµάτωση άρνησης συστατικού αρκετά συχνά. Έχει υποστηριχτεί πως η άρνηση συστατικού προκαλεί λιγότερες δυσκολίες στους αγραµµατικούς απ ό,τι η προτασιακή άρνηση είτε επειδή έχει µικρότερη εµβέλεια είτε επειδή εµπλέκει το χαρακτηριστή (και όχι την κεφαλή) και, συνεπώς, δεν µπλοκάρει τη µετακίνηση του ρήµατος (Rispens et al., 2001 Bastiaanse et al., 2002). Αξίζει να σηµειωθεί ωστόσο πως, ακόµη και αν η άρνηση συστατικού είναι ευκολότερη για τους αγραµµατικούς, η επιλογή της δεν αποτελεί πάντα στρατηγική επαρκώς α- ντισταθµιστική των συντακτικών τους δυσκολιών, καθώς δεν οδηγεί απαραίτητα σε «κατά τα άλλα» ορθούς σχηµατισµούς. Για παράδειγµα, από τα δεδοµένα των ελληνόφωνων αγραµµατικών δεν απουσιάζουν οι περιπτώσεις όπου η (απόπειρα για) άρνηση συστατικού συνυπάρχει µε την προβληµατική διάταξη των όρων (Έχει το παιδί όχι τη µύγα σκοτώσει, Γδάρει η µαγείρισσα έχει όχι την κότα). 157 Τέλος, στους λόγους για τους οποίους η άρνηση συστατικού είναι πιο εύκολη από την προτασιακή άρνηση θα µπορούσαµε να συµπεριλάβουµε ακόµη έναν, που αφορά ειδικά την Ελληνική. Συγκεκρι- µένα, θα µπορούσε να υποστηριχτεί πως σε ό,τι αφορά τα δεδοµένα µας η προτίµηση για το στοιχείο άρνησης όχι, που τις περισσότερες φορές οδηγεί στην απόπειρα σχηµατισµού άρνησης συστατικού, οφείλεται (πέρα από τους άλλους λόγους) και στην ισχυρότερη ένδειξη (cue strength), µε όρους του µοντέλου του ανταγωνισµού (MacWhinney, 1987 Bates & MacWhinney, 1987 βλ. σχετικά και την ενότητα 4.1.2), που έχει αυτό σε σχέση µε το δεν. Αυτό οφείλεται στο γεγονός πως το όχι, όπως αναφέρθηκε και στην ενότητα 4.1.1.2, πέρα από τη γραµµατική του υπόσταση ως µέσου πραγµάτωσης της άρνησης συστατικού, διαθέτει και λεξική υπόσταση (η οποία άλλωστε είναι και η κύριά του υπόσταση) ως µέσου πραγµάτωσης της αναφορικής άρνησης (Τσιµπλή & Ρούσσου, 1993). 158 Συναφής µε την παραπάνω υπόθεση είναι και η ερµηνεία που θα µπορούσε να προταθεί για τους σχηµατισµούς όπου επιλέγεται και τοποθετείται το όχι αντί του δεν πριν το ρήµα (π.χ. Ο κύριος όχι ψήνει µπριζόλες, Η κοπέλα όχι δένει τα κορδόνια 157 Είναι προφανές πως οι συγκεκριµένοι σχηµατισµοί είχαν αυξηµένες υπολογιστικές απαιτήσεις λόγω της αυξηµένης δοµικής πολυπλοκότητάς τους που συνεπαγόταν η παρουσία του παρακειµένου. Η εξοικονόµηση ωστόσο των υπολογιστικών πόρων που επιτεύχθηκε µέσω της επιλογής για σχηµατισµό άρνησης συστατικού δεν αποδείχτηκε αρκετή, ώστε να επιτρέψει το σωστό σχηµατισµό του παρακειµένου. 158 Όπως ήδη έχει αναφερθεί στην ενότητα 4.1.1, στην Ελληνική η άρνηση συστατικού (συντακτικής και όχι λεξικής υπόστασης) και η προτασιακή άρνηση πραγµατώνονται µέσω διαφορετικών στοιχείων άρνησης (δηλ. µέσω του όχι και των δε(ν)/µη(ν), αντίστοιχα). Αντίθετα, σε γλώσσες όπως η Αγγλική, η Ολλανδική, η Νορβηγική και η Ισπανική τα δύο είδη άρνησης πραγµατώνονται µέσω του ίδιου στοιχείου. 219
της). 159 Για τις περιπτώσεις αυτού του τύπου θα µπορούσαµε να υποστηρίξουµε πως το όχι επιλέγεται αντί του δεν και τοποθετείται στη θέση του (δηλ. πριν το ρήµα), καταλαµβάνοντας «καταχρηστικά» τη θέση Άρν, λόγω της ισχυρότερης ένδειξης που διαθέτει (για τους λόγους που αναφέρονται παραπάνω). Αυτή η υποκατάσταση του δεν µε το όχι και η τοποθέτηση του τελευταίου στη θέση του δεν πριν το ρήµα προφανώς δηλώνει πως έχουµε διαταραχή και όχι διαγραφή της λειτουργικής κατηγορίας της άρνησης, η οποία φαίνεται να συνυπάρχει και µε κάποια (πολύ µικρότερης σοβαρότητας) λεξικής φύσης διαταραχή, όπως αποκαλύπτει η επιλογή και χρήση του ακατάλληλου στοιχείου άρνησης (όχι) στη σωστή (προρηµατική) συντακτική θέση. Τέλος, στην αυξηµένης ισχύος ένδειξη του όχι θα µπορούσε να αποδοθεί και η σε δύο περιπτώσεις ε- πιλογή του και χρήση του ως µέσου πραγµάτωσης της αναφορικής άρνησης από τον ΓΘ ( αγκώνει την κυρία ο σκύλος όχι, Το κρεβάτι η κοπέλα στρώνει όχι). Επιπλέον, αξίζει να σηµειωθεί ότι ο ΓΘ κατά την πειραµατική διαδικασία εµφανίζει ένα σαφή διαχωρισµό µεταξύ γραπτής και προφορικής τροπικότητας. Αυτός ο διαχωρισµός αποκαλύπτεται συµπτωµατικά, µέσω των προφορικών σχολίων που κάνει µε δική του πρωτοβουλία, χωρίς να αποτελεί αυτό «υποχρέωση» που απορρέει από τις απαιτήσεις της δοκιµασίας όσο σχηµατίζει τις προτάσεις στα πλαίσια των δύο δοκιµασιών διάταξης συστατικών (γραπτή τροπικότητα). Για παράδειγµα, α) ενώ βλέποντας κάποια εικόνα σχολιάζει προφορικά «εν δαγκώνει την κυρία ο σκύλος», µε τις κάρτες σχηµατίζει την πρόταση αγκώνει την κυρία ο σκύλος όχι β) ενώ βλέποντας κάποια εικόνα λέει «εν πίνει το παιδί νερό», µε τις κάρτες σχηµατίζει την πρόταση Πίνει το παιδί δεν νερό γ) ενώ σχολιάζοντας κάποια εικόνα λέει «Η κυρία δεν σπάζει τα πιάτα», µε τις κάρτες σχηµατίζει την πρόταση Η κυρία σπάζει τα πιάτα. Στη συγκεκριµένη περίπτωση ο ΓΘ, παρά τη σχετική υπόδειξη του ερευνητή που διενεργεί το πείραµα πως την πρόταση που λέει προφορικά (και που πιστεύει ότι είναι η σωστή) πρέπει να τη σχηµατίσει µε τις κάρτες, αδυνατεί να προσθέσει στην πρόταση το κατάλληλο στοιχείο της άρνησης δ) τέλος, ενώ σχολιάζοντας κάποια εικόνα λέει «εν την γδέρνει την κότα η κυρία», µε τις κάρτες σχηµατίζει την πρόταση Γδέρνει την κότα η κυρία. Τα δύο τελευταία παραδείγµατα αποτελούν σοβαρή ένδειξη πως στις περιπτώσεις όπου ο ΓΘ δεν λέει τίποτε προφορικά αλλά σχηµατίζει µε τις κάρτες καταφατικές αντί για αρνητικές προτάσεις, που είναι και οι στόχοι, δεν πρόκειται για ευρύτερα γνωστικά σφάλµατα (παρερµηνεία της εικόνας), αλλά για συντακτική αδυναµία χειρισµού της άρνησης, τουλάχιστον στη γραπτή τροπικότητα δηλαδή για αδυναµία του, παρά την πρόθεσή 159 Συνολικά, τέτοιου είδους σχηµατισµοί πραγµατοποιούνται τέσσερις φορές από τον ΑΒ και µία φορά από τον ΓΘ. 220
του, να επιλέξει και να χρησιµοποιήσει τις σχετικές κάρτες της άρνησης, προκειµένου να σχηµατίσει αρνητική πρόταση. Τέτοιες περιπτώσεις αποτελούν οι σχηµατισµοί Η κοπέλα στρώνει το κρεβάτι, Το παιδί χύνει το γάλα, Ο κύριος ψήνει µπριζόλες, Βγάζει τα ρούχα του το κορίτσι. Εξαίρεση αποτελεί ο σχηµατισµός Σκαλίζει ο κύριος τον κήπο (αντί της αρνητικής ΠΣ Ο κύριος δεν σκαλίζει τον κήπο), ο οποίος προκύπτει λόγω ευρύτερου γνωστικού σφάλµατος (λαθεµένης πρόσληψης της εικόνας), όπως αποδεικνύεται από την λαθεµένη κρίση του ΓΘ για την ίδια εικόνα στη δοκιµασία κρίσης αληθειακής τιµής. 160 Γενικά, µπορούµε να θεωρήσουµε πως αυτά τα ευρήµατα σχετικά µε τις επιδόσεις και την εν γένει γλωσσική συµπεριφορά του ΓΘ µαρτυρούν ότι στην τροπικότητα της παραγωγής υπάρχουν δύο διαφορετικοί φραστικοί δείκτες σε επίπεδο αναπαραστάσεων: ο ένας για το επίπεδο της προφορικής και ο άλλος για το επίπεδο της γραπτής τροπικότητας. Αυτοί, συνεπώς, µπορούν να πλήττονται διαφοροποιηµένα. Κάτι τέτοιο φαίνεται να είναι συµβατό και µε τους Friedmann και Grodzinsky (1997: 415υποσ.), οι οποίοι αφήνουν ανοιχτό το ενδεχόµενο για την ύπαρξη δύο διακριτών, παράλληλων συντακτικών δέντρων (πάντοτε σε επίπεδο αναπαραστάσεων), ενός για την παραγωγή και ενός για την κατανόηση (γι αυτό το ζήτηµα, βλ. και την ενότητα 5.1.3). 4.5 Συµπεράσµατα Συνοψίζοντας, η λειτουργική κατηγορία της άρνησης εµφανίζεται ιδιαίτερα διαταραγ- µένη για τους δύο ελληνόφωνους αγραµµατικούς που εξετάστηκαν σε αυτή τη µελέτη. Αυτό το εύρηµα, ιδωµένο ανεξάρτητα, φαίνεται να είναι σύµφωνο τόσο µε τις προβλέψεις της Hagiwara (1995) και της ΥΑ των Friedmann και Grodzinsky (1997), 160 Αξίζει να σηµειωθεί, ωστόσο, πως η επίδοση του ΓΘ δεν εµφανίζει απόλυτη συνέπεια ή συστηµατικότητα, καθώς παρουσιάζει κάποιες αντιφάσεις ανά δοκιµασία. Για παράδειγµα, ενώ στη δοκιµασία διάταξης συστατικών µε εικόνες είναι δεδοµένη η επιλογή του για άρνηση στο σχηµατισµό αγκώνει την κυρία ο σκύλος όχι (ο οποίος πράγµατι αντιστοιχεί σε αρνητική ΠΣ), για την ίδια εικόνα στη δοκιµασία κρίσης αληθειακής τιµής κρίνει (σχολιάζοντάς το καθαρά) πως ο σκύλος δαγκώνει το χέρι της κυρίας, µε αποτέλεσµα να µην κάνει ορθή κρίση. Έτσι, για την ίδια εικόνα εµφανίζει ορθή πρόσληψη κατά τη δοκι- µασία παραγωγής και λαθεµένη πρόσληψη (ευρύτερο γνωστικό λάθος) κατά τη δοκιµασία της κατανόησης. Ανάλογη περίπτωση αντίφασης έχουµε στην περίπτωση της εικόνας όπου η κυρία απεικονίζεται να σκουπίζει τα πιάτα. Ενώ κατά τη δοκιµασία διάταξης συστατικών ο ΓΘ δείχνει να προσλαµβάνει επιτυχώς την εικόνα, καθώς σχολιάζει προφορικά «Η κυρία δεν σπάζει τα πιάτα», κατά τη δοκιµασία της κατανόησης για την ίδια εικόνα ο ΓΘ σχολιάζει «Ναι, η κυρία σπάζει τα πιάτα». Τέλος, άλλη περίπτωση αντίφασης έχουµε µε την εικόνα όπου ένας αγρότης απεικονίζεται να ποτίζει. Στη δοκιµασία διάταξης συστατικών ο ΓΘ σχηµατίζει την πρόταση Σπέρνει σιτάρι ο αγρότης επαυξάνοντας προφορικά για το περιεχόµενο της εικόνας («ναι ναι, σπέρνει σιτάρι ο αγρότης!»), ενώ στη δοκιµασία της κατανόησης για την ίδια εικόνα συµφωνεί µε την πρόταση που τη συνοδεύει (Ο αγρότης δεν σπέρνει σιτάρι). 221
δεδοµένης της υψηλής θέσης της ΦρΆρν στο συντακτικό δέντρο της Ελληνικής, όσο και µε τις προτάσεις των Rispens et al. (2001) και Bastiaanse et al. (2002) πως αυτό που προκαλεί προβλήµατα στους αγραµµατικούς είναι η υπόσταση της άρνησης ως αρνητικής κεφαλής. Επίσης, τα αποτελέσµατα των ελληνόφωνων αγραµµατικών είναι συµβατά και µε την πρότασή µας που δοκιµαστικά διατυπώθηκε στο πλαίσιο της εξέτασης του Σ, κατά την οποία οι κατηγορίες που φέρουν ερµηνεύσιµα χαρακτηριστικά µεταξύ των οποίων και η άρνηση προκαλούν σηµαντικές δυσκολίες στους αγραµ- µατικούς, επειδή είναι ιδιαίτερα απαιτητικές µε όρους επεξεργασίας στο βαθµό που α- παιτούν ενσωµάτωση αναπαραστάσεων δύο επιπέδων (γραµµατικού και σηµασιολογικού/πραγµατολογικού). Το µοναδικό, ωστόσο, ερµηνευτικό πλαίσιο που µπορεί να συστεγάσει όλα τα διαγλωσσικά αποτελέσµατα σε σχέση µε την άρνηση που παρουσιάζονται στoν παρόν κεφάλαιο είναι αυτό που παρέχεται από τους Rispens et al. (2001) και τους Bastiaanse et al. (2002) (δεδοµένης της θέσης (κεφαλής ή χαρακτηριστή) που κατέχει ο δείκτης της άρνησης στις ΦρΆρν των αντίστοιχων γλωσσών), καθώς οι προβλέψεις της Hagiwara και της ΥΑ έρχονται σε αντίθεση µε τα αποτελέσµατα των αγγλόφωνων αγραµµατικών, ενώ και η δική µας υπόθεση βρίσκεται σε ασυµφωνία µε τα αποτελέσµατα των ολλανδόφωνων αγραµµατικών (καθώς αυτοί έχουν υψηλή επίδοση στις αρνητικές προτάσεις). Επίσης, βάσει των δοκιµασιών µέσω των οποίων εξετάζεται η άρνηση η διαταραχή των ελληνόφωνων αγραµµατικών φαίνεται να είναι κυρίως συντακτικής φύσης παρά λεξικής, καθώς δεν εµφανίζεται καµία σηµαντική επίδραση της συχνότητας του ρήµατος στην επίδοσή τους. Μοναδική ένδειξη για την παράλληλη ύπαρξη κάποιας ε- λάσσονος λεξικής διαταραχής υπάρχει για τον ΑΒ, καθώς αυτός σε δύο περιπτώσεις στην προρηµατική θέση αντί του δεν επιλέγει να πραγµατώσει το όχι (βλ. ενότητα 4.3.1). Τέλος, σηµαντική επίδραση αποκαλύπτεται πως ασκούν και οι υπολογιστικά α- παιτητικές δοµές, όπως οι δοµές παρακειµένου και οι παθητικές δοµές, αν και αυτή η ε- πίδραση διέπεται από ποικιλότητα, καθώς παρατηρούνται διαφοροποιήσεις ανά γλώσσα και ανά αγραµµατικό. Επιπλέον, το εύρηµα ότι σε κάποιες περιπτώσεις αγραµµατικών (π.χ. του ελληνόφωνου ΑΒ και του νορβηγόφωνου ER) η συνύπαρξη της αρνητικής πολικότητας και κάποιας άλλης δοµικά πολύπλοκης συνθήκης (π.χ. αρνητικές δο- µές παρακειµένου) προκαλεί περαιτέρω πτώση της επίδοσης συγκριτικά µε την περίπτωση όπου είναι παρούσα µόνο µία επιβαρυντική συνθήκη (π.χ. δοµές παρακειµένου ή αρνητικές προτάσεις ενεστώτα), µαρτυρά πως, πέρα από τις συντακτικές διαταραχές 222
σχετικά µε την άρνηση και τις δοµές παρακειµένου ή τις παθητικές δοµές, συχνά στον αγραµµατισµό υπάρχουν και σοβαροί περιορισµοί ως προς τους διαθέσιµους πόρους ε- πεξεργασίας. 223
224
V. ΧΡΟΝΟΣ, ΣΥΜΦΩΝΙΑ, ΟΨΗ 225
226
V. Χρόνος, Συµφωνία, Όψη 5.1 Θεωρητικό υπόβαθρο 5.1.1 Χρόνος, συµφωνία, όψη και συντακτική θεωρία Όπως αναφέρεται και στην ενότητα 2.1.1, ο χρόνος και η συµφωνία αναγνωρίστηκαν ως αυτόνοµες λειτουργικές κατηγορίες µετά την πρωτοποριακή µελέτη του Pollock (1989), o οποίος µελετώντας τη Γαλλική και την Αγγλική πρότεινε τη διάσπαση της ΚΛ στις συστατικές της κατηγορίες. Αυτή η πρόταση έγινε ευρύτερα αποδεκτή, καθώς ο Pollock µε την ανάλυσή του απέδειξε πως το ρηµατικό σύνολο εµφανίζει συντακτική δοµή ως προς τις επι µέρους κατηγορίες του, µε αυστηρή διαγραµµατική διάταξη (Θεοφανοπούλου-Κοντού, 2002: 67). Έτσι, µε αφορµή την παραπάνω µελέτη, ο αριθµός των λειτουργικών κατηγοριών διευρύνεται συν τω χρόνω κυρίως σε ό,τι αφορά τις γραµ- µατικές κατηγορίες του ρήµατος, καθώς πέρα από το χρόνο και τη συµφωνία, έχουν προταθεί ως αυτόνοµες λειτουργικές κατηγορίες και η όψη, η φωνή (voice) κ.ά. (Θεοφανοπούλου-Κοντού, 2002: 67 Philippaki-Warburton, 1998). Αξίζει να σηµειωθεί τέλος πως, αν και ο Pollock πρότεινε µια διαγλωσσικά σταθερή διαγραµµατική διάταξη των λειτουργικών κατηγοριών κατά την οποία ο χρόνος βρίσκεται πάνω από τη συµφωνία, υπάρχουν αναλύσεις που δείχνουν πως η διάταξη των λειτουργικών κατηγοριών υπόκειται σε παραµετροποίηση µεταξύ των γλωσσών. Για παράδειγµα, στη συντακτική ιεραρχία της Γερµανικής και της Τουρκικής θεωρείται πως η συµφωνία βρίσκεται ψηλότερα από το χρόνο (Burchert, Swoboda-Moll & de Bleser, 2005: 190), ενώ επιχειρή- µατα υπέρ της ίδιας διάταξης προβάλλουν µελέτες και για την Ελληνική (π.χ. Philippaki-Warburton, 1998: 161). Εκτενέστερη θεωρητική παρουσίαση του χρόνου, της συµφωνίας και της όψης στο πλαίσιο της γενικότερης περιγραφής της υπόστασης και του ρόλου των λειτουργικών κατηγοριών στο πρότυπο ΚΑ και στο µινιµαλιστικό πρόγραµµα επιχειρείται στις ενότητες 2.1.1 και 2.1.1.3. 5.1.2 Η µορφολογία του ρήµατος στην Ελληνική: χρόνος, συµφωνία και όψη Όπως αναφέρεται και στην ενότητα 2.1.1.1, ο χρόνος, η συµφωνία και η όψη αποτελούν µεταξύ άλλων κατηγοριών τµήµα της µορφολογίας του ελληνικού ρήµατος (Philippaki-Warburton, 1998: 161). Η διάταξη του χρόνου και της συµφωνίας στη συ- 227
ντακτική ιεραρχία της Ελληνικής είναι αµφιλεγόµενη, καθώς σύµφωνα µε την ανάλυση της Philippaki-Warburton (ό.π.) η συµφωνία βρίσκεται ψηλότερα από το χρόνο, ενώ σύµφωνα µε την ανάλυση της Tsimpli (1990: 230-232) ο χρόνος βρίσκεται ψηλότερα α- πό τη συµφωνία. Οµοφωνία υπάρχει ωστόσο ως προς το ότι η όψη βρίσκεται χαµηλά στο συντακτικό δέντρο της Ελληνικής, συγκεκριµένα πριν τη ΡΦ (Philippaki-Warburton, 1998: 162). Συνεπώς, η διάταξη των εν λόγω λειτουργικών κατηγοριών στη διευρυ- µένη προβολή του ελληνικού ρήµατος είναι η ακόλουθη: (1) ΦρΣυµφ > ΦρΧρν (ή ΦρΧρν > ΦρΣυµφ) > ΦρΌψης > ΡΦ Εκτενέστερη θεωρητική παρουσίαση µεταξύ άλλων λειτουργικών κατηγοριών του χρόνου, της συµφωνίας και της όψης στην Ελληνική επιχειρείται στην ενότητα 2.1.1.1. 161 Ιδιαίτερα χρήσιµη για τις ανάγκες αυτού του κεφαλαίου θα ήταν και η εξοικεί-ωση µε όσα αναφέρονται στην ενότητα 2.1.1.3. 5.1.3 Χρόνος, συµφωνία, όψη και αγραµµατισµός: διαγλωσσικά ευρήµατα Όπως επισηµαίνεται και στην ενότητα 1.2.2.1.3, η Hagiwara (1995) είναι από τους πρώτους που εξέτασαν τις λειτουργικές κατηγορίες στον αγραµµατισµό αναδεικνύοντας την επιλεκτική διαταραχή τους. Ειδικότερα, επιχείρησε να ελέγξει αν όλες οι λειτουργικές κατηγορίες διαταράσσονται εξίσου στον αγραµµατισµό, καθώς και να διατυπώσει µια ενοποιητική ερµηνεία για την υπόσταση των λειτουργικών κατηγοριών στη γραµµατική της αγραµµατικής αφασίας (Hagiwara, 1995: 93). Το θεωρητικό πλαίσιο αυτής της µελέτης το παρέχουν οι αρχές της οικονοµίας (principles of economy) του µινιµαλιστικού προγράµµατος (Chomsky, 1993, 1994), ενώ η εµπειρική της βάση συνίσταται α) σε δεδοµένα από αυθόρµητο λόγο αγραµµατικών οµιλητών της Ιαπωνικής, β) στα αποτελέσµατα ενός πειράµατος κρίσης αποδεκτότητας πρότασης (acceptability judgment experiment), στο οποίο οµοίως συµµετείχαν αγραµµατικοί οµιλητές της Ιαπωνικής, γ) σε διαθέσιµα στη βιβλιογραφία αγραµµατικά δεδοµένα για τη Γαλλική και την Ιταλική, καθώς και δ) στα διαθέσιµα στη βιβλιογραφία διαγλωσσικά αγραµµατικά δεδοµένα από «verb second» γλώσσες, στις κύριες προτάσεις των οποίων είναι υποχρεωτική η παρουσία του ρήµατος στη δεύτερη θέση (της πρότασης), όπως για παράδειγµα η 161 Για µια θεωρητική ανάλυση της όψης και του χρόνου στην Ελληνική, βλ., µεταξύ άλλων, Μόζερ (2004) και Mozer (1994, 2003). 228
Σουηδική, η Ισλανδική και η Γερµανική. Στη βάση των παραπάνω εµπειρικών δεδοµένων υποστηρίζεται πως στην ιεραρχική δοµή µιας πρότασης όσο χαµηλότερα βρίσκεται µια λειτουργική κεφαλή και η προβολή της τόσο πιο προσβάσιµη είναι στον αγραµµατισµό (Hagiwara, 1995: 112-113). Επιπλέον, υποστηρίζεται πως αυτό ισχύει τόσο για την παραγωγή όσο και για την κατανόηση. Αξιοσηµείωτο είναι ωστόσο το γεγονός ότι η Hagiwara συνδέει αυτή τη δοµική περιγραφή µε µια ερµηνεία επεξεργασίας, καθώς θεωρεί πως το πρόβληµα των αγραµµατικών έγκειται στους µειωµένους υπολογιστικούς πόρους που έχουν και πως η διαθεσιµότητα µόνο των χαµηλότερων προβολών εκφράζει την προσαρµογή τους σε αυτό το επεξεργαστικό έλλειµµα. Αυτό συµβαίνει επειδή οι δοµές που αντιστοιχούν στις χαµηλότερες προβολές απαιτούν να τεθεί λιγότερες φορές σε εφαρµογή η συντακτική λειτουργία της συγχώνευσης απ ό,τι θα α- παιτούσαν οι δοµές των υψηλότερων προβολών. Συνεπώς, οι δοµές των χαµηλότερων προβολών είναι πιο οικονοµικές και πιο εύκολα προσβάσιµες από τους αγραµµατικούς (ό.π.: 110-111). Στο πλαίσιο της γενετικής γραµµατικής (όχι όµως στο µινιµαλισµό, αλλά στην προηγούµενη εκδοχή της, δηλαδή στο πρότυπο ΚΑ ) κινήθηκαν και οι Friedmann και Grodzinsky (1997), καθώς και αυτοί εξέτασαν τις λειτουργικές κατηγορίες στον αγραµ- µατισµό, εστιάζοντας ωστόσο σε αυτές που συνδέονται µε την κλιτική µορφολογία του ρήµατος, δηλαδή µε το χρόνο και τη συµφωνία. Πρόκειται για µια µελέτη περίπτωσης, στην οποία συµµετείχε µια φυσική οµιλήτρια της Εβραϊκής µε αφασία τύπου Broca και αγραµµατικό λόγο. Σε αυτή την ασθενή διενεργήθηκε µια σειρά από δοµηµένες δοκιµασίες µε στόχο τον έλεγχο της ικανότητάς της να παράγει και να κατανοεί το χρόνο και τη συµφωνία, καθώς και να χειρίζεται συµπληρωµατικούς δείκτες, wh-φράσεις και δείκτες άρνησης. Μεταξύ άλλων, διενεργήθηκαν δοκιµασίες επανάληψης πρότασης (χωρίς καθυστέρηση και µε καθυστέρηση), συµπλήρωσης πρότασης, κρίσης γραµµατικότητας πρότασης (ελεύθερης κρίσης και αντιπαραθετικής κρίσης), κατανόησης χρόνου, ανάγνωσης, εκµαίευσης ερωτήσεων και διάταξης συστατικών. Επιπλέον, εκµαιεύθηκε και αναλύθηκε αυθόρµητος λόγος. Βάσει των πειραµατικών αποτελεσµάτων διαπιστώνεται πως η αγραµµατική της συγκεκριµένης έρευνας έχει σηµαντικό πρόβληµα στην παραγωγή του χρόνου και των δοµών που εµπλέκουν τις λειτουργικές κατηγορίες που στη φραστική δοµή της Εβραϊκής βρίσκονται υψηλότερα από αυτόν (όπως η ΦρΣ ), ενώ αντίθετα εµφανίζει ικανοποιητική επίδοση σε ό,τι αφορά τη συµφωνία. Επιπλέον, σε αντίθεση µε τις δυσκολίες που παρατηρούνται στις παραπάνω λειτουργικές κατηγορίες/δοµές στο επίπεδο της πα- 229
ραγωγής, η επίδοση της αγραµµατικής συµµετέχουσας είναι αρκετά υψηλή στο επίπεδο της κατανόησης (σε όλες τις υπό εξέταση λειτουργικές κατηγορίες/δοµές). Στη βάση των παραπάνω ευρηµάτων, οι Friedmann και Grodzinsky (1997) διατυπώνουν την υπόθεση της αποκοπής του (συντακτικού) δέντρου (ΥΑ ) (Tree Pruning Hypothesis), σύµφωνα µε την οποία α) ο χρόνος είναι υποπροσδιορισµένος στην αγραµµατική παραγωγή και β) ένας υποπροσδιορισµένος κόµβος δεν µπορεί να προβληθεί ψηλότερα στη φραστική ιεραρχία (Friedmann & Grodzinsky, 1997: 414). Συµπεραίνουν δηλαδή ότι το συντακτικό δέντρο των αγραµµατικών αφασικών «αποκόπτεται» στον κόµβο του χρόνου και ότι αυτή η διαταραχή πλήττει και όλους τους κόµβους που βρίσκονται υψηλότερα από αυτόν (ιδίως τη ΦρΣ ) (ό.π.: 415). Μετά από µια επιλεκτική ανασκόπηση της βιβλιογραφίας, ωστόσο, και λαµβάνοντας υπόψη τους και την παράµετρο της ποικιλότητας που εµφανίζει ο αγραµµατισµός ως προς το βαθµό σοβαρότητας στον οποίο µπορεί να εκδηλωθεί, οι παραπάνω ερευνητές προχωρούν στο πλαίσιο της ίδιας µελέτης σε µια αναθεωρηµένη διατύπωση της ΥΑ : α) ο κόµβος του Σ, του χρόνου ή της συµφωνίας είναι υποπροσδιορισµένος στον αγραµµατισµό β) ένας υποπροσδιορισµένος κόµβος δεν µπορεί να προβληθεί ψηλότερα στην φραστική ιεραρχία (Friedmann & Grodzinsky, 1997: 420). Οπότε, σύµφωνα µε τους ερευνητές, ανάλογα µε το πόσο σοβαρός είναι ο αγραµµατισµός, το συντακτικό δέντρο των αγραµµατικών µπορεί να «αποκόπτεται» είτε χαµηλά (στον κόµβο της συµφωνίας) είτε υψηλότερα (στον κόµβο του χρόνου) είτε στο υψηλότερο σηµείο της φραστικής ιεραρχίας (στον κόµβο του Σ ). Όσο πιο χαµηλά αποκόπτεται το συντακτικό δέντρο τόσο σοβαρότερος είναι ο αγραµµατισµός, καθώς δεν είναι δυνατή η περαιτέρω προβολή του προς τα υψηλότερα «στρώµατα» (ό.π.). Τέλος, αναφορικά µε το τι µπορεί να συνεπάγεται η παρατηρούµενη διαφοροποίηση µεταξύ παραγωγής και κατανόησης (output και input αντίστοιχα, σύµφωνα µε την ορολογία των ερευνητών) για την αναπαράσταση και την επεξεργασία της γλώσσας, προτείνονται δύο πιθανότητες: Σύµφωνα µε την πρώτη, η διαταραχή αφορά τις α- ναπαραστάσεις, περίπτωση κατά την οποία θα έπρεπε να υποτεθεί πως υπάρχουν δύο ξεχωριστοί φραστικοί δείκτες, ένας για την κατανόηση, ο οποίος είναι ανέπαφος, και έ- νας για την παραγωγή, που εµφανίζεται διαταραγµένος. Σύµφωνα µε τη δεύτερη πιθανότητα, η διαταραχή εντοπίζεται στην επεξεργασία του παραγόµενου λόγου στην περίπτωση αυτή, υποστηρίζεται πως η διαταραχή επεξεργασίας θα πρέπει να υπόκειται σε συντακτικούς περιορισµούς, δηλαδή να περιγράφεται µε όρους συντακτικών περιορισµών (Friedmann & Grodzinsky, 1997: 415υποσ.). Έτσι, η αποκοκή του συντακτικού 230
δέντρου µπορεί να οφείλεται είτε σε διαταραχή αναπαραστάσεων είτε σε διαταραχή στην επεξεργασία και σε κάθε περίπτωση, ανεξάρτητα από τη φύση της διαταραχής, ο χαρακτηρισµός της πρέπει να γίνεται µε αναφορά στην ιεραρχική δοµή του συντακτικού δέντρου (Friedmann, 2002: 179). Σε µια µελέτη της η Lee (2003) επιχείρησε να ελέγξει την εγκυρότητα της ΥΑ των Friedmann και Grodzinsky (1997) και της υπόθεσης που διατύπωσε η Hagiwara (1995) εξετάζοντας τις λειτουργικές κατηγορίες της έγκλισης, του χρόνου και του Σ στον κορεατικό αγραµµατισµό. Ειδικότερα, η Lee διενεργώντας µια σειρά από δοκιµασίες διερεύνησε την ικανότητα ενός αγραµµατικού οµιλητή της Κορεατικής να χειρίζεται τις παραπάνω κατηγορίες τόσο στο επίπεδο της παραγωγής όσο και στο επίπεδο της κατανόησης. Βάσει των πειραµατικών αποτελεσµάτων, ο αγραµµατικός αυτής της έρευνας σε ό,τι αφορά το επίπεδο της παραγωγής έδειξε διαχωρισµό µεταξύ έγκλισης και χρόνου στις κύριες προτάσεις, µε την έγκλιση να εµφανίζεται σηµαντικά καλύτερα διατηρηµένη από το χρόνο, και διαχωρισµό µεταξύ Σ και έγκλισης στις εξαρτηµένες προτάσεις, µε το Σ να εµφανίζεται σηµαντικά καλύτερα διατηρηµένος απ ό,τι η έγκλιση. εδο- µένης της συντακτικής ιεραρχίας της Κορεατικής (βλ. Lee, 2003: 176), η γλωσσική επίδοση του εν λόγω αγραµµατικού εµφάνισε αδιατάρακτο τον υψηλότερο κόµβο του συντακτικού του δέντρου και διαταραγµένο το χαµηλότερο κόµβο του. Επιπλέον, η γλωσσική επίδοση αυτού του αγραµµατικού δεν έδειξε ανάλογο βαθµό διαταραχής για όλα τα «µέλη» κατά τη διατύπωση της Lee της εκάστοτε λειτουργικής κατηγορίας. 162 Για παράδειγµα, ανάλογα µε τη γραµµική τους θέση σε µια πρόταση, τα «µέλη» του κόµβου της έγκλισης ήταν είτε διαταραγµένα είτε ανέπαφα οι δείκτες της έγκλισης δηλαδή ήταν ανέπαφοι όταν απαντούσαν στο τέλος µιας κύριας πρότασης, ενώ εµφανίζονταν σοβαρά διαταραγµένοι όταν βρίσκονταν σε εξαρτηµένες προτάσεις (Lee, 2003: 181-182). Τα παραπάνω ευρήµατα, σύµφωνα µε τη Lee (2003: 186), έρχονται σε διαµετρική αντίθεση µε τις προβλέψεις που απορρέουν από την ΥΑ και από την υπόθεση της Hagiwara, καθώς βάσει αυτών (των ευρηµάτων) θα µπορούσε να υποστηριχτεί πως όσο πλησιέστερα στο τέλος µιας πρότασης (δηλ. όσο πιο ψηλά στο συντακτικό της δέντρο) βρίσκεται ένα λειτουργικό στοιχείο τόσο καλύτερα διατηρείται αυτό στον αγραµµατικό λόγο της Κορεατικής, σε ό,τι αφορά το επίπεδο της παραγωγής. Τέλος, δεν διαπιστώνεται κάποιος διαχωρισµός µεταξύ παραγωγής και κατανόησης, καθώς βρέθηκαν ανάλογα πρότυπα διαταραχής των παραπάνω λειτουργικών κατηγοριών και στις δύο τροπικό- 162 Με αυτή τη διατύπωση η Lee προφανώς αναφέρεται στα λεξικά στοιχεία που πραγµατώνουν την εκάστοτε λειτουργική κατηγορία (exponents). 231
τητες (ό.π.). Οι Wenzlaff και Clashen (2004) εξέτασαν τις λειτουργικές κατηγορίες του χρόνου και της συµφωνίας (υποκειµένου-ρήµατος) στο γερµανικό αγραµµατισµό τόσο στο επίπεδο της παραγωγής όσο και στο επίπεδο της κατανόησης. Για τη διερεύνηση των παραπάνω διενεργήθηκαν µια δοκιµασία συµπλήρωσης πρότασης 163 και µια δοκι- µασία κρίσης γραµµατικότητας πρότασης αντίστοιχα, στις οποίες έλαβαν µέρος εφτά γερµανόφωνοι αγραµµατικοί και εφτά (γερµανόφωνα) άτοµα χωρίς παθολογικά προβλήµατα, τα οποία ήταν αντίστοιχης ηλικίας µε τους αγραµµατικούς και αποτελούσαν την οµάδα ελέγχου. Τα αποτελέσµατα αυτής της έρευνας δείχνουν πως τόσο στην παραγωγή όσο και στην κατανόηση η συµφωνία υποκειµένου-ρήµατος είναι σχεδόν «ανέπαφη» στο γερµανικό αγραµµατισµό, ενώ ο χρόνος σοβαρά διαταραγµένος. Αυτό το εύρηµα, όπως υποστηρίζεται (Wenzlaff & Clashen, 2004: 66), έρχεται σε αντίθεση µε τον ισχυρισµό του Grodzinsky (2000) πως ο διαχωρισµός χρόνου και συµφωνίας αφορά ειδικά την παραγωγή και, συνεπώς, παρέχει υποστήριξη στη θέση ότι οι δυσκολίες ως προς το χειρισµό του χρόνου είναι ανεξάρτητες από την τροπικότητα και πηγάζουν από µια διαταραχή των κεντρικών αναπαραστάσεων. Επιχειρώντας να ερµηνεύσουν τα αποτελέσµατα της εν λόγω έρευνας, οι συγγραφείς απορρίπτουν την ΥΑ των Friedmann και Grodzinsky (1997) επικαλούµενοι λόγους θεωρητικούς και εµπειρικούς (Wenzlaff & Clashen, 2004: 66), ενώ αποδεικνύουν πως ούτε και περιφερειακοί παράγοντες, όπως η συχνότητα των µορφηµάτων της συµφωνίας και του χρόνου ή το πόσο εξέχοντα είναι αυτά τα µορφήµατα σε αντιληπτικό επίπεδο (perceptual saliency), θα µπορούσαν να παράσχουν ένα κατάλληλο ερµηνευτικό πλαίσιο (ό.π.: 64-65). Οµοίως, οι Wenzlaff και Clashen αποδεικνύουν πως οι δυσκολίες των αγραµµατικών µε το χρόνο δεν µπορεί να σχετίζονται µε τις µορφολογικές ιδιότητες των ρηµατικών τύπων που καλούνται να χειριστούν (ό.π.: 65-66). Αντίθετα, διατυπώνουν µια εναλλακτική πρόταση, η οποία δια- µορφώνεται εντός του θεωρητικού πλαισίου που συστήνουν οι πιο πρόσφατες εκδοχές του µινιµαλιστικού προγράµµατος (Chomsky, 1995α,β, 2000). Πιο συγκεκριµένα, προτείνουν πως στον αγραµµατισµό η συντακτική κατηγορία Χρν/ΚΛ είναι προβληµατική ως προς το χρόνο ότι δηλαδή αυτή η κατηγορία είναι προσδιορισµένη ως προς το χα- 163 Αξίζει να σηµειωθεί ωστόσο πως είναι αµφισβητούµενο εάν και κατά πόσο το είδος της δοκιµασίας που διενέργησαν οι Wenzlaff και Clashen (2004) έλεγχε πράγµατι την παραγωγή, καθώς αυτή αποτελούσε µια δοκιµασία συµπλήρωσης µε περιορισµούς στην επιλογή (forced choice completion task). Συγκεκριµένα, παρουσιάζονταν στους συµµετέχοντες δύο µε τρεις εναλλακτικοί τύποι και αυτοί καλούνταν να επιλέξουν τον σωστό. Ουσιαστικά, µια τέτοια δοκιµασία φαίνεται παρόµοια µε τις δοκιµασίες αντιπαραθετικής κρίσης γραµµατικότητας και, συνεπώς, φαίνεται πως ελέγχει κυρίως την κατανόηση παρά την παραγωγή. Αξίζει να σηµειωθεί πως µια ανάλογη δοκιµασία χρησιµοποιήσαν και οι Friedmann και Grodzinsky (1997), προκειµένου να ελέγξουν την τροπικότητα της κατανόησης. Για ανάλογα επιχειρήµατα, βλ. Friedmann και Grodzinsky (1997: 406), καθώς και Kok, van Doorn και Kolk (2007: 274-275). 232
ρακτηριστικό [±Πραγµατικό] ([±Realis]), αλλά όχι ως προς το χαρακτηριστικό [±Παρελθόν] (Wenzlaff & Clashen, 2004: 66). Υποστηρίζουν, τέλος, πως αν όντως, ό- πως έχει υποστηριχτεί (Hyams, 2001), ο χρόνος και η έγκλιση, µαζί µε άλλα χαρακτηριστικά, συστήνουν µια ιεραρχία χαρακτηριστικών (feature hierarchy) στην οποία η έ- γκλιση εκπροσωπεί την πιο βασική αντίθεση (±Πραγµατικό), τότε η επιλεκτική απώλεια της χρονικής αντίθεσης [±Παρελθόν] θα ήταν συµβατή µε τη γενικότερη άποψη ότι στην αφασία οι αντιθέσεις των βασικότερων χαρακτηριστικών διατηρούνται, ενώ οι λιγότερο θεµελιώδεις αντιθέσεις µπορεί να εκλείπουν (Wenzlaff & Clashen, 2004: 66). 164 Αξίζει να σηµειωθεί πως αυτή η υπόθεση των Wenzlaff και Clashen ενισχύεται εµπειρικά και από τα αποτελέσµατα µιας άλλης µελέτης τους (Wenzlaff & Clashen, 2005), στην οποία, εφαρµόζοντας ανάλογες µεθόδους στους ίδιους αγραµµατικούς που συµµετείχαν στη µελέτη του 2004, στόχευαν µεταξύ άλλων στη διερεύνηση της ικανότητάς τους να κωδικοποιούν µορφολοφικά την έγκλιση. Βάσει των πειραµατικών αποτελεσµάτων η κατηγορία της έγκλισης εµφανίστηκε σχεδόν ανέπαφη, τόσο στην παραγωγή όσο και στην κατανόηση. Στη µελέτη αυτή (Wenzlaff & Clashen, 2005), τα αποτελέσµατα της έγκλισης συνεξετάζονται µε τα αποτελέσµατα του χρόνου και της συµφωνίας (τα οποία αναφέρονται στη µελέτη του 2004) και επιχειρείται περαιτέρω ε- ξειδίκευση της υπόθεσης του υποπροσδιορισµού του χρόνου. Συγκεκριµένα, διατυπώνονται κάποιες προτάσεις σχετικά µε τους λόγους για τους οποίους η κατηγορία του χρόνου εµφανίζεται πιο ευάλωτη από τις άλλες κατηγορίες (συµφωνία και έγκλιση). Σύµφωνα µε τους Wenzlaff και Clashen (2005: 42), η δυσκολία που προκαλεί ο χρόνος έγκειται στο γεγονός ότι για τη µορφολογική του κωδικοποίηση απαιτείται αναφορά σε χρονικές οντότητες (temporal entities), όπως η (σηµασιολογικός) χρόνος αναφοράς, o χρόνος του γεγονότος/συµβάντος και ο χρόνος της γλωσσικής εκφοράς, καθώς και α- ναφορά στη σχέση µεταξύ αυτών των οντοτήτων. Άλλη µια παράµετρος που συµβάλλει στη δυσκολία της κατηγορίας του χρόνου είναι το ότι η µορφολογική του κωδικοποίηση θεωρείται αναφορικό φαινόµενο, υπό την έννοια ότι ο χρόνος µιας πρότασης µπορεί να εξαρτάται από το χρόνο της προηγούµενης πρότασης (ό.π.). Όπως επισηµαίνουν οι Wenzlaff και Clashen, παραπέµποντας στους Giorgi και Pianesi (1997) και Partee (1973), αυτό το φαινόµενο (δηλ. η αναφορικότητα του χρόνου) θυµίζει τη «συµπεριφορά» της αντωνυµικής αναφοράς (pronominal reference). Υποστηρίζεται λοιπόν πως η διαταραχή των αγραµµατικών έγκειται στην αδυναµία τους να εγκαθιστούν αναφορικές 164 Οι Wenzlaff και Clashen παραπέµπουν σχετικά στον Jakobson (1941 και µετέπειτα έργο του). 233
σχέσεις 165 και πως ο χειρισµός του χρόνου συνδέεται µε αυτή την αδυναµία (Wenzlaff & Clashen, 2005: 42). Όσο για τις κατηγορίες της συµφωνίας (υποκειµένου) και της έ- γκλισης, υποστηρίζεται πως αυτές δεν φέρουν ανάλογα µε το χρόνο σηµασιολογικά χαρακτηριστικά, αλλά πως εµπλέκονται σε παρόµοιες σχέσεις γραµµατικής εξάρτησης. Πιο συγκεκριµένα, σε ό,τι αφορά τη συµφωνία ρήµατος-υποκειµένου, τα τυπικά χαρακτηριστικά (formal features) του προσώπου και του αριθµού µαρκάρονται στο (παρεµφατικό) ρήµα και στο υποκείµενο. Το µαρκάρισµα αυτών των χαρακτηριστικών στο ρήµα παρέχει πληροφορίες για το υποκείµενο. Με αυτόν τον τρόπο τα εν λόγω τυπικά χαρακτηριστικά ελέγχονται από το υποκείµενο. Αναφορικά µε την έγκλιση, οι Wenzlaff και Clashen υιοθετούν την πρόταση της Roussou (2000), σύµφωνα µε την οποία και αυτή η κατηγορία εµπλέκει έναν ενδοπροτασιακό µηχανισµό ελέγχου των χαρακτηριστικών του µη πραγµατικού ([+Irrealis]), τα οποία τα φέρει ταυτόχρονα κάποιος εξαρτηµένος/υποθετικός (conditional) Σ και το ρήµα (όπου αυτά κωδικοποιούνται µορφολογικά). Με την ερµηνεία των Wenzlaff και Clashen συµφωνούν σε γενικές γραµµές και οι Yarbay Duman και Bastiaanse (2008), οι οποίες µελέτησαν την κατηγορία του χρόνου στον τουρκικό αγραµµατισµό, στο επίπεδο της παραγωγής. Συγκεκριµένα, αυτές διενέργησαν µια δοκιµασία συµπλήρωσης πρότασης µε εικόνες, διερευνώντας τη χρονική αναφορά στο παρελθόν και το µέλλον. Σύµφωνα µε τα πειραµατικά τους αποτελέσµατα η χρονική αναφορά µέσω της ρηµατικής κλίσης αναδεικνύεται προβληµατική και, ειδικότερα, η αναφορά στο παρελθόν εµφανίζεται σηµαντικά δυσκολότερη από την αναφορά στο µέλλον για τους τουρκόφωνους αγραµµατικούς. Αυτό το εύρηµα, σύµφωνα µε τους ερευνητές, ναι µεν βρίσκεται σε συµφωνία µε την πρόταση των Wenzlaff και Clashen (2005) ότι ο χρόνος προκαλεί δυσκολίες στους αγραµµατικούς λόγω των ερµηνεύσιµων χαρακτηριστικών του, 166 ωστόσο συνηγορεί υπέρ ενός περιορισµού στην παραπάνω πρόταση συνηγορεί δηλαδή υπέρ της υπόθεσης πως το ερµηνεύσιµο χαρακτηριστικό για το παρελθόν προκαλεί ακόµη περισσότερες δυσκολίες. Για την ερµηνεία αυ- 165 Οι Wenzlaff και Clashen παραπέµπουν σχετικά στις έρευνες των Grodzinsky, Wexler, Chien, Marakovitz και Soloman (1993), Ruigendijk και Avrutin (2003), Love, Nicol, Swinney, Hickok και Zurif (1998), Pinango και Burkhardt (2001), Varlokosta και Edwards (2003), Edwards, Varlokosta και Payne (2003). 166 Θα πρέπει να σηµειωθεί ότι οι Wenzlaff και Clashen (2005), όταν αναπτύσσουν τους λόγους για τους οποίους ο χρόνος προκαλεί ιδιαίτερες δυσκολίες στους αγραµµατικούς, αν και αναφέρονται σε σηµασιολογικά του χαρακτηριστικά, δεν κάνουν ωστόσο καµιά ρητή αναφορά σε ερµηνεύσιµα χαρακτηριστικά. Και αυτό το κάνουν σκόπιµα, καθώς η ερµηνεία που προτείνουν δεν θα µπορούσε να θεµελιωθεί στη βάση της διάκρισης µεταξύ ερµηνεύσιµων και µη ερµηνεύσιµων χαρακτηριστικών. ηλαδή, αν και ο χρόνος µε την έγκλιση φέρουν αµφότεροι ερµηνεύσιµα χαρακτηριστικά, ωστόσο, εφόσον στα πειραµατικά αποτελέσµατα διαφοροποιούνται σηµαντικά µεταξύ τους, δεν µπορεί να προταθεί ερµηνεία στη βάση της παραπάνω διάκρισης. Αντίθετα, αξιοποιούνται άλλα κριτήρια από τους Wenzlaff και Clashen, βάσει των οποίων ο χρόνος και η έγκλιση διαχωρίζονται (βλ. παραπάνω). 234
τής της επιλεκτικής δυσκολίας οι ερευνήτριες διατυπώνουν την υπόθεση πως οι αγραµ- µατικοί αντιµετωπίζουν περισσότερα προβλήµατα µε τις [+αποµακρυσµένες] δοµές (remote structures), οι οποίες φέρουν τη βεβαιότητα του παρελθόντος, παρά µε τις [ αποµακρυσµένες] δοµές (non-remote structures), όπως ο ενεστώτας και ο µέλλοντας. 167 Τέλος, σύµφωνα µε τις ερευνήτριες τα προβλήµατα της κωδικοποίησης της χρονικής α- ναφοράς η οποία αποτελεί σηµασιολογική έννοια µέσω της ρηµατικής κλίσης δείχνουν πως είναι δύσκολη για τους αγραµµατικούς η ενσωµάτωση σηµασιολογικής και µορφοσυντακτικής πληροφορίας. Οι Burchert, Swoboda-Moll και de Bleser (2005) διερεύνησαν την ικανότητα εννέα γερµανόφωνων αγραµµατικών να χειρίζονται τις λειτουργικές κατηγορίες του χρόνου και της συµφωνίας στο επίπεδο της παραγωγής διενεργώντας µια δοκιµασία συµπλήρωσης πρότασης, η οποία ήταν παρόµοια µε αυτή των Wenzlaff και Clashen (2004). 168 Οι αγραµµατικοί που συµµετείχαν σε αυτή την έρευνα παρουσίασαν τρία διαφορετικά πρότυπα επίδοσης, στο καθένα από τα οποία ενέπιπταν τρεις αγραµµατικοί. Η πρώτη (υπο)οµάδα αγραµµατικών δεν εµφάνισε διαχωρισµό χρόνου και συµφωνίας, ενώ η επίδοση σε αυτές τις λειτουργικές κατηγορίες ήταν υψηλότερη από τυχαία (above chance performance). Στη δεύτερη οµάδα αγραµµατικών επίσης δεν υπήρχε διαχωρισµός χρόνου και συµφωνίας, ωστόσο η επίδοση σε αυτές τις κατηγορίες ήταν τυχαία. Η τρίτη οµάδα εµφάνισε πρότυπα διαχωρισµού χρόνου και συµφωνίας, ωστόσο αυτός ο διαχωρισµός δεν είχε σταθερή κατεύθυνση, καθώς δύο αγραµµατικοί είχαν υψηλότερη επίδοση στο χρόνο απ ό,τι στη συµφωνία, ενώ ένας αγραµµατικός είχε σηµαντικά υψηλότερη επίδοση στη συµφωνία απ ό,τι στο χρόνο. Επιπλέον, κανένας από τους εννέα γερµανόφωνους αγραµµατικούς που πήραν µέρος σε αυτή την έρευνα δεν εµφάνισε ση- µαντική διαφοροποίηση ούτε εντός του χρόνου µεταξύ αορίστου και ενεστώτα ούτε ε- ντός της συµφωνίας µεταξύ προσώπου και αριθµού. εδοµένου του προαναφερόµενου διπλού διαχωρισµού µεταξύ χρόνου και συµφωνίας στην τρίτη οµάδα αγραµµατικών, υ- ποστηρίζεται πως η διαταραχή των παραπάνω λειτουργικών στοιχείων δεν µπορεί να συνδέεται µε την ιεραρχική τους θέση στο συντακτικό δέντρο, εύρηµα που έρχεται σε αντίθεση µε την ιεραρχική θεωρία των Friedmann και Grodzinsky (1997). Αντίθετα, 167 Για τη θεωρητική διάκριση ανάµεσα σε [+αποµακρυσµένες] και [ αποµακρυσµένες] δοµές, οι Yarbay Duman και Bastiaanse παραπέµπουν στον Lyons (1977). Σύµφωνα µε την προσέγγιση αυτή, ο ενεστώτας, οι παρελθοντικοί χρόνοι και ο µέλλοντας ορίζονται µε όρους αποµάκρυνσης (remoteness) από το χρονικό σηµείο εκφώνησης (utterance time), καθώς και µε όρους γεγονοτικότητας (factivity). Αξιοσηµείωτο είναι πως ο µέλλοντας δεν θεωρείται πως αναφέρεται σε αποµακρυσµένο συµβάν, καθώς σύµφωνα µε τη συγκεκριµένη ανάλυση η έννοια της αποµάκρυνσης από το χρονικό σηµείο εκφώνησης δεν µπορεί να έχει εφαρµογή στην περίπτωση συµβάντων που δεν έχουν πραγµατωθεί ακόµα. 168 Συνεπώς και γι αυτή τη δοκιµασία ισχύουν οι ίδιες ενστάσεις που διατυπώθηκαν στην υποσ. 163, α- ναφορικά µε τη δοκιµασία συµπλήρωσης πρότασης των Wenzlaff και Clashen (2004). 235
προτείνεται πως τα παραπάνω αποτελέσµατα θα µπορούσαν να ερµηνευτούν καλύτερα στη βάση πιο πρόσφατων γλωσσολογικών θεωριών, όπως το µινιµαλιστικό πρόγραµµα (Chomsky, 1995α,β, 2000), όπου η διαφοροποίηση των παραπάνω λειτουργικών κατηγοριών δεν ορίζεται σύµφωνα µε τις ιεραρχικές τους θέσεις, αλλά αυτές θεωρούνται διαφορετικά χαρακτηριστικά εντός του ίδιου κόµβου, συγκεκριµένα του ενιαίου κόµβου του χρόνου (T-node) (Burchert, Swoboda-Moll & de Bleser, 2005: 197). Για την ακρίβεια, λόγω του προαναφερόµενου διπλού διαχωρισµού προεκτείνεται η υπόθεση του υποπροδιορισµού του χρόνου, η οποία είχε διατυπωθεί από τους Wenzlaff και Clashen (2004) (βλ. ενότητα 5.1.3), και αναδιατυπώνεται ως υπόθεση του υποπροσδιορισµού του χρόνου και της συµφωνίας. Σύµφωνα µε την υπόθεση αυτή στον αγραµµατισµό πέρα από τα χαρακτηριστικά του χρόνου, τα οποία σχετίζονται µε τη συνοµιλία (discourse), είναι δυνατό να πλήττονται επιλεκτικά και τα τοπικά ερµηνεύσιµα χαρακτηριστικά της συµφωνίας (Burchert, Swoboda-Moll & de Bleser, 2005: 197). Μια από τις ελάχιστες µελέτες που έχουν εστιάσει στην όψη είναι αυτή των Novaes και Braga (2005). Συγκεκριµένα, αυτοί εξέτασαν τη γλωσσική επίδοση µιας πορτογαλόφωνης αγραµµατικής οµιλήτριας ως προς την όψη και δευτερευόντως ως προς το χρόνο και τη συµφωνία, 169 διενεργώντας µια δοκιµασία (ελεύθερης) συµπλήρωσης πρότασης και µια δοκιµασία συµπλήρωσης πρότασης µε περιορισµούς στην επιλογή. Βάσει των πειραµατικών αποτελεσµάτων η όψη εµφανίζεται προβληµατική, σε αντίθεση µε το χρόνο και τη συµφωνία που φαίνεται να βρίσκονται σε ικανοποιητική κατάσταση. Ειδικότερα, και στις δύο δοκιµασίες η συνοπτική όψη εµφανίζει κάποια υπεροχή έναντι της µη συνοπτικής. Επιπλέον, η επίδοση της αφασικής συµµετέχουσας είναι κάπως υψηλότερη στη δεύτερη δοκιµασία σε σχέση µε την πρώτη. Τέλος, αξίζει να ση- µειωθεί πως στην πρώτη δοκιµασία η συµµετέχουσα συχνά έκανε χρήση της απαρεµφατικής µορφής του ρήµατος-στόχου, η οποία όπως σηµειώνεται στην Πορτογαλική φέρει κλιτικό επίθηµα και, συνεπώς, ελέγχεται ως προς την παρεµφατικότητα (άρα και ως προς το χρόνο). Στη βάση των παραπάνω δεδοµένων, αλλά και της πρότασης του Chomsky (1995α) κατά την οποία (στην πιο πρόσφατη εκδοχή της γενετικής γραµµατικής, δηλ. στο µινιµαλιστικό πρόγραµµα) η συµφωνία δεν καταλαµβάνει πλέον κάποιον κόµβο, οι ερευνητές προτείνουν τη θέση του κόµβου της συµφωνίας στο συντακτικό 169 Θα πρέπει να σηµειωθεί (για να εξηγηθεί και το «δευτερευόντως») πως ο χρόνος ελέγχεται µάλλον έµ- µεσα σε αυτές τις δοκιµασίες, καθώς και στις δύο πάντα ο χρόνος-στόχος είναι ο παρελθοντικός (στις δύο οψιακές του εκδοχές). Ακόµη και στη δοκιµασία συµπλήρωσης µε περιορισµούς στην επιλογή, αν και ο ενεστώτας περιλαµβανόταν ως µια από τις τρεις πιθανές απαντήσεις, ποτέ δεν αποτελούσε το χρόνο-στόχο. Έτσι, οι κατηγορίες του χρόνου και της συµφωνίας, ελέγχονταν µόνο έµµεσα, µέσω της συµµόρφωσής τους ή µη προς τα αµετάβλητα συναφή περιοριστικά στοιχεία των πειραµατικών προτάσεων (όπως τα χρονικά επιρρήµατα και τα ονόµατα/αντωνυµίες αντίστοιχα). 236
δέντρο να την καταλάβει ο κόµβος της όψης, που αποτελεί και το επίκεντρο της διαταραχής της αγραµµατικής της εν λόγω µελέτης (Novaes & Braga, 2005: 122). Επιπλέον, προκειµένου να µπορέσουν οι Novaes και Braga να ερµηνεύσουν τo διαχωρισµό που βρήκαν µεταξύ όψης και χρόνου βάσει της ΥΑ των Friedmann και Grodzinsky (1997), προτείνουν πως η ΦρΌψης κυριαρχεί στη ΦρΧρν (Novaes & Braga, 2005: 122). 170 Τέλος, οι Kok, van Doorn και Kolk (2007) εξέτασαν την παραγωγή της ρηµατικής (κλιτικής) µορφολογίας στον ολλανδικό αγραµµατισµό. Με τις δοκιµασίες που διενέργησαν σε εννέα ολλανδόφωνους αγραµµατικούς διερεύνησαν όχι µόνο την ικανότητά τους να παράγουν χρόνο και συµφωνία, αλλά και την επίδραση που µπορεί να έχει στην επίδοσή τους κάποιος πρόσθετος υπολογιστικός φόρτος. Συγκεκριµένα, έλεγξαν το χρόνο και τη συµφωνία µέσω µιας δοκιµασίας που ήταν αρκετά απλή και όχι επιβαρυµένη υπολογιστικά (δοκιµασία κλίσης), καθώς και µέσω µιας πιο σύνθετης δοκιµασίας, η οποία καλούσε τους συµµετέχοντες να τοποθετήσουν στη σωστή σειρά τα συστατικά µιας πρότασης και παράλληλα να πραγµατώσουν τον κατάλληλο παρεµφατικό τύπο του ρήµατός της (επιλέγοντας δηλαδή το σωστό κλιτικό επίθηµα), καθώς αυτό (το ρήµα) δινόταν σε απαρεµφατική µορφή (δοκιµασία κλίσης και διάταξης συστατικών). Σύµφωνα µε τους Kok, van Doorn και Kolk (2007: 275), αν ο αγραµµατισµός προκαλείται από κάποια απώλεια της γλωσσικής γνώσης, τότε η επίδοση για την εκάστοτε µεταβλητή που εξετάζεται αναµένεται να είναι είτε τυχαία είτε σχετικά καλή. Α- ντίθετα, αν τα προβλήµατα εγείρονται λόγω κάποιας διαταραχής στην επεξεργασία, η ε- πίδοση θα πρέπει να ποικίλλει ανάλογα µε την πολυπλοκότητα της κάθε δοκιµασίας και τη σοβαρότητα αυτής της διαταραχής (δηλ. ανάλογα µε το πόσο περιορισµένη είναι η ι- κανότητα για επεξεργασία). Βάσει των αποτελεσµάτων αυτής της έρευνας, ο χρόνος ήταν σε γενικές γραµ- µές πιο προβληµατικός από τη συµφωνία, ενώ και οι δύο λειτουργικές κατηγορίες επηρεάζονταν αρνητικά από την απαιτητικότερη φύση της δοκιµασίας κλίσης και διάταξης συστατικών. Σύµφωνα µε τους Kok et al. αυτά τα ευρήµατα δεν παρέχουν υποστήριξη στις ερµηνείες αναπαράστασης, όπως η ΥΑ των Friedmann και Grodzinsky (1997) και η υπόθεση του υποπροδιορισµού του χρόνου των Wenzlaff και Clashen (2004). Α- ντίθετα, φαίνεται να βρίσκονται σε συµφωνία µε µια ερµηνεία της επεξεργασίας του τύ- 170 Κάτι τέτοιο ωστόσο, κατά την άποψή µου, αντιβαίνει στις επιστηµονικά αποδεκτές µεθόδους, καθώς δεν είναι δόκιµο να γίνονται ad hoc υποθέσεις για τη γεωµετρία της συντακτικής ιεραρχίας µιας γλώσσας (µόνο και µόνο για να εναρµονίζονται πειραµατικά δεδοµένα διαταραγµένου λόγου µε σχετικές θεωρητικές υποθέσεις όπως η ΥΑ ), χωρίς αναφορά σε συντακτικές µελέτες που να διατυπώνουν ανάλογες υποθέσεις στη βάση των δικών τους µεθόδων και ανεξάρτητα από κάθε σκοπιµότητα. 237
που αυτής που προτάθηκε από τον Avrutin (2000), κατά την οποία για τους αγραµµατικούς ο χρόνος είναι πιο δύσκολος από τη συµφωνία επειδή απαιτεί ενσωµάτωση πληροφοριών που προέρχονται τόσο από το γραµµατικό όσο και από το εννοιακό επίπεδο, σε αντίθεση µε τη συµφωνία που απαιτεί ενεργοποίηση µόνο στο γραµµατικό επίπεδο (βλ. και την ενότητα 3.1.3.1). Επιπλέον, οι Kok et al. (2007: 281), προκειµένου να ερµηνεύσουν τις αρνητικές επιδράσεις που βρήκαν ότι προκαλεί στο χρόνο και τη συµφωνία ο αυξηµένος φόρτος επεξεργασίας, διατυπώνουν την υπόθεση ότι η διαθέσιµη µνήµη εργασίας για τον υπολογισµό του ρηµατικού κλιτικού µορφήµατος είναι µικρότερη στο πλαίσιο της δοκιµασίας κλίσης και διάταξης συστατικών απ ό,τι στο πλαίσιο της δοκι- µασίας κλίσης, καθώς στην πρώτη δοκιµασία ένα µέρος της µνήµης εργασίας των α- γραµµατικών η οποία είναι προφανώς περιορισµένη διατίθεται για τη σωστή διάταξη των λέξεων. 5.1.4 Χρόνος, συµφωνία, όψη και ελληνικός αγραµµατισµός Η πρώτη νευρογλωσσολογική µελέτη που διερεύνησε τις λειτουργικές κατηγορίες που συνδέονται µε την κλιτική µορφολογία του ρήµατος της Ελληνικής πραγµατοποιήθηκε από την Πλακούδα (2001). Πρόκειται για µια έρευνα περίπτωσης, στην οποία συµµετείχε µια ελληνόφωνη οµιλήτρια µε µη ρέουσα αφασία και αγραµµατική παραγωγή λόγου. Στο πλαίσιο αυτής της µελέτης διενεργήθηκε µια δοκιµασία συµπλήρωσης πρότασης, η οποία εξέταζε τις λειτουργικές κατηγορίες του χρόνου, της συµφωνίας υποκει- µένου-ρήµατος και της όψης στην τροπικότητα της παραγωγής. Σύµφωνα µε τα πειρα- µατικά αποτελέσµατα, η όψη αναδεικνύεται ως η προβληµατικότερη λειτουργική κατηγορία για την εν λόγω ασθενή (60% επιτυχία). Αντίθετα, αρκετά ικανοποιητική εµφανίζεται η κατάσταση για τη συµφωνία υποκειµένου-ρήµατος (87% επιτυχία), ενώ σχεδόν τέλεια είναι η επίδοση της συµµετέχουσας στις προτάσεις που έλεγχαν το χρόνο (95% επιτυχία). Τα παραπάνω ευρήµατα υποστηρίζεται πως είναι ασύµβατα µε την ΥΑ των Friedmann και Grodzinsky (1997), καθώς η ΦρΌψης βρίσκεται χαµηλά στο συντακτικό δέντρο της Ελληνικής. Τις λειτουργικές κατηγορίες στον ελληνόφωνο αγραµµατισµό, όπως αναφέρεται και στις ενότητες 1.6, 3.1.4 και 4.1.2, τις διερεύνησαν και οι Stavrakaki και Kouvava (2003), µόνο που αυτές δεν περιορίστηκαν στην εξέταση των κατηγοριών της ρηµατικής κλιτικής µορφολογίας. Συγκεκριµένα, οι κατηγορίες που διερεύνησαν είναι το ορι- 238
στικό και το αόριστο άρθρο, οι ισχυροί και οι ασθενείς τύποι της προσωπικής αντωνυ- µίας (κλιτικά), η όψη, ο χρόνος, 171 η συµφωνία ρήµατος-υποκειµένου, τα wh-στοιχεία, ο δείκτης έγκλισης να και ο Σ. Στη µελέτη αυτή πήραν µέρος δύο ελληνόφωνα άτοµα µε αφασία τύπου Broca, τα οποία χαρακτηρίζονταν ως αγραµµατικά. Για τη διερεύνηση των παραπάνω αντλούνται δεδοµένα από α) αυθόρµητο λόγο, β) την περιγραφή εικόνων, γ) µια δοκιµασία κρίσης γραµµατικότητας και δ) µια δοκι- µασία επιλογής ανάµεσα σε γραµµατικές και µη γραµµατικές προτάσεις. Με τον τρόπο αυτό υποστηρίζεται πως ελέγχεται η επίδραση που ενδεχοµένως ασκούν οι διαφορετικές δοκιµασίες στην αγραµµατική επίδοση. Εάν οι γλωσσικές δυσκολίες στον αγραµµατισµό πηγάζουν από κάποια διαταραχή στην αναπαράσταση γραµµατικών κατηγοριών, τότε σύµφωνα µε τις συγγραφείς αναµένεται να υπάρχει µικρή διαφοροποίηση της α- γραµµατικής επίδοσης (ως προς τις διαταραγµένες λειτουργικές κατηγορίες) ανά δοκι- µασία. Στη βάση των αποτελεσµάτων διαπιστώνεται µια σαφής διαφοροποίηση της επίδοσης ανάλογα µε τη δοκιµασία και κατά τις συγγραφείς αυτή η διαφοροποίηση είναι µάλλον ασύµβατη µε τις δοµικές ερµηνείες (όπως λ.χ. η ΥΑ των Friedmann και Grodzinsky), σύµφωνα µε τις οποίες ο αγραµµατισµός έγκειται στη γραµµατική διαταραχή της ικανότητας του αγραµµατικού ατόµου να προβάλλει το συντακτικό δέντρο ως τους υψηλότερους κόµβους του. Αν και παρατηρούνται κάποια προβλήµατα µε το Σ, υποστηρίζεται ωστόσο πως βάσει των δεδοµένων αυτής της έρευνας δεν «απουσιάζει» ολόκληρη η προβολή του Σ. Σύµφωνα µε τις Stavrakaki και Kouvava δηλαδή, στον α- γραµµατισµό δεν είναι απούσα η γραµµατική γνώση που αφορά τις υψηλότερες προβολές. Αυτές ωστόσο προκαλούν δυσκολίες στις ελεύθερες συζητήσεις των αγραµµατικών. Αντίθετα, υποστηρίζεται πως τα προβλήµατα της αγραµµατικής επίδοσης πιθανόν πηγάζουν από τη µειωµένη ικανότητα πρόσβασης στις γραµµατικές αναπαραστάσεις και αξιοποίησης της γραµµατικής γνώσης. Όπως επισηµαίνεται σχετικά, τα αποτελέσµατα από τη δοκιµασία περιγραφής εικόνων δείχνουν ότι οι αγραµµατικοί οµιλητές έ- χουν την ικανότητα να προσαρµόζονται στις ανάγκες της εκάστοτε δοκιµασίας και, έ- τσι, κατά την περιγραφή εικόνων να παράγουν πληρέστερες προτάσεις από ό,τι στις ε- λεύθερες συζητήσεις. Επίσης, κατά τις ερευνήτριες, η προβληµατική επίδοση των α- γραµµατικών στις ελεύθερες συζητήσεις θεωρείται αποτέλεσµα των αυξηµένων υπολογιστικών απαιτήσεων. 171 Ο χρόνος και η όψη έχουν µελετηθεί και στον ελληνόφωνο παιδικό λόγο βλ. ενδεικτικά Varlokosta, Archonti, Thomaidis & Joffe (2008) Varlokosta, Koutsoubari & Archonti (2008) Stavrakaki & Clashen (2009). 239
Οι Varlokosta, Valeonti, Kakavoulia, Lazaridou, Economou και Protopapas (2006) εξέτασαν τις λειτουργικές κατηγορίες που σχετίζονται µε τη µορφολογία του ρή- µατος στην ελληνική αφασία. Ειδικότερα, διερεύνησαν την ικανότητα ελληνόφωνων α- φασικών στο χειρισµό του χρόνου, της συµφωνίας και της όψης, την ύπαρξη συστηµατικότητας που ενδεχοµένως θα εµφάνιζαν τα πρότυπα επίδοσης αναφορικά µε τις παραπάνω κατηγορίες και, τέλος, τη σχέση µεταξύ παραγωγής και κατανόησης. Στην έρευνα αυτή συµµετείχαν επτά ελληνόφωνα άτοµα µε αφασία, τα τέσσερα από τα οποία παρουσίαζαν αγραµµατικό προφίλ, και επτά (ελληνόφωνα) άτοµα χωρίς παθολογικά προβλήµατα, τα οποία αποτελούσαν την οµάδα ελέγχου. Για τον έλεγχο των παραπάνω λειτουργικών κατηγοριών διενεργήθηκαν µια συνέντευξη, µια δοκιµασία περιγραφής εικόνων, µια δοκιµασία κρίσης γραµµατικότητας πρότασης και µια δοκι- µασία συµπλήρωσης πρότασης. Βάσει των αποτελεσµάτων προκύπτει, σύµφωνα µε τους συγγραφείς, πως στην αφασία δεν είναι εξίσου προβληµατική η κατάσταση για όλα τα κλιτικά µορφήµατα. Η κλίση που σχετίζεται µε τη συµφωνία εµφανίζεται σχεδόν άψογη, ενώ ο χρόνος και η όψη είναι σοβαρότερα διαταραγµένοι. Αυτός ο διαχωρισµός εµφανίζεται για κάποιους από τους αφασικούς όχι µόνο στην τροπικότητα της παραγωγής, αλλά και σε αυτήν της κατανόησης, παρά το ότι στην τελευταία η διαταραχή εµφανίζεται ηπιότερη. Συνεπώς, υποστηρίζεται, τα ευρήµατα αυτής της έρευνας δεν συµφωνούν µε τις προσεγγίσεις που µιλούν για µια καθολική διαταραχή των κλιτικών µορφηµάτων στην αφασία, αλλά µε αυτές που κάνουν λόγο για µια επιλεκτική διαταραχή και, ειδικότερα, µε αυτές που προβλέπουν διαχωρισµό µεταξύ συµφωνίας, από τη µία, και χρόνου και/ή όψης, από την άλλη. Επίσης, τα αποτελέσµατα αυτής της έρευνας δεν µπορούν, σύµφωνα µε τους συγγραφείς, να ερµηνευτούν βάσει της ΥΑ των Friedmann και Grodzinsky (1997), αλλά µοιάζουν πιο συµβατά µε τα συµπεράσµατα της Πλακούδα (2001) και των Stavrakaki και Kouvava (2003), σύµφωνα µε τα οποία η υψηλή ή η χαµηλή θέση µιας κατηγορίας στο συντακτικό δέντρο που απεικονίζει την ιεραρχία της πρότασης δεν είναι ο µοναδικός καθοριστικός παράγοντας της αφασικής επίδοσης (Varlokosta et al., 2006: 741). Επιπλέον, υποστηρίζεται πως αυτά είναι συµβατά είτε µε τη θεωρία του υποπροσδιορισµένου χρόνου των Wenzlaff και Clahsen (2004) είτε µε το µινιµαλιστικό πρόγραµµα του Chomsky (2000), στο οποίο γίνεται διάκριση ερµηνεύσιµων (χρόνος, όψη) και µη ερµηνεύσιµων χαρακτηριστικών (συµφωνία) (interpretable vs. uninterpretable features). Για παράδειγµα, ο χρόνος και η όψη συµβάλλουν στην ερµηνεία της πρότασης, ενώ η συµφωνία όχι, καθώς αυτή απλώς εγκαθιστά µια δοµική σχέση µεταξύ του 240
ρήµατος και του υποκειµένου. Υποστηρίζεται λοιπόν πως οι κατηγορίες που φέρουν ερ- µηνεύσιµα χαρακτηριστικά προκαλούν περισσότερες δυσκολίες στα άτοµα µε µη ρέουσα αφασία (Varlokosta et al., 2006: 741-742). Τέλος, υποστηρίζεται πως η επίδοση των αφασικών δείχνει µια συστηµατικότητα ως προς τον τρόπο µε τον οποίο διαταράσσονται οι λειτουργικές κατηγορίες που συνδέονται µε τη ρηµατική κλίση, γεγονός που συνηγορεί υπέρ του ότι οι υποκείµενες διαταραχές είναι καθαρά γλωσσικές (ό.π.: 742). Οι Nanousi et al. (2006) στη µελέτη τους οµοίως διερευνούν τις λειτουργικές κατηγορίες του χρόνου, της συµφωνίας και της όψης, αλλά αυτή τη φορά η εν λόγω διερεύνηση αφορά ειδικότερα τον ελληνικό αγραµµατισµό και όχι εν γένει την ελληνική αφασία. Στην έρευνα αυτή συµµετέχουν έξι ελληνόφωνα αγραµµατικά άτοµα. Τα πειράµατα που διενεργούνται διερευνούν την ικανότητα αυτών των ατόµων να «παράγουν» χρόνο, συµφωνία και όψη τόσο σε επίπεδο λέξης όσο και σε επίπεδο πρότασης, καθώς και την ικανότητά τους να κρίνουν τη γραµµατικότητα αυτών των κλιτικών δεικτών (δηλ. των µορφηµάτων που συνδέονται µε τις παραπάνω λειτουργικές κατηγορίες), όταν απαντούν εντός πρότασης. Στις δοκιµασίες που ελέγχουν το επίπεδο της λέξης οι αγραµµατικοί εµφανίζουν ανάλογα επίπεδα (µειωµένης) επίδοσης και στις τρεις υπό εξέταση λειτουργικές κατηγορίες. Αντίθετα, στις δοκιµασίες του προτασιακού επιπέδου, τόσο σε αυτές που ελέγχουν την παραγωγή όσο και σε αυτές που ελέγχουν την κρίση γραµµατικότητας, η επίδοση στην όψη και το χρόνο είναι σηµαντικά χαµηλότερη από την επίδοση στη συµφωνία (Nanousi et al., 2006: 231). Υποστηρίζεται πως τα παραπάνω αποτελέσµατα δεν παρέχουν υποστήριξη στην ΥΑ των Friedmann και Grodzinsky (1997), καθώς διαψεύδουν τις προβλέψεις της. Αυτό συµβαίνει διότι, όπως επισηµαίνεται, στο συντακτικό δέντρο της Ελληνικής η συµφωνία θεωρείται πως βρίσκεται ψηλότερα από το χρόνο και την όψη και η όψη χα- µηλότερα από το χρόνο. Κατά συνέπεια, δεδοµένης αυτής της ιεραρχικής διάταξης, η ΥΑ θα προέβλεπε σύµφωνα µε τους Nanousi et al. πως οι κόµβοι του χρόνου και της όψης θα έµεναν ανέπαφοι (Nanousi et al., 2006: 209, 232-233). Για την εξήγηση λοιπόν των αποτελεσµάτων αυτής της έρευνας προτείνεται µια ερµηνεία εντός του πλαισίου του µινιµαλιστικού προγράµµατος, όπου γίνεται διάκριση µεταξύ ερµηνεύσι- µων (χρόνος και όψη) και µη ερµηνεύσιµων (συµφωνία) χαρακτηριστικών, καθώς και µεταξύ των λειτουργιών µορφοφωνολογικής αξιολόγησης (morphophonological evaluation operations) που συνδέονται µε αυτά (ό.π.: 209, 233-236). Συγκεκριµένα, υποστηρίζεται πως η διάκριση µεταξύ των συντακτικών λειτουργιών που σχετίζουν τα µη ερµη- 241
νεύσιµα και τα ερµηνεύσιµα χαρακτηριστικά µε τις φωνολογικές τιµές τους (συµφωνία και εκφορά αντίστοιχα) 172 θα µπορούσε να εξηγήσει την απροσδόκητη προτίµηση που δείχνουν οι αγραµµατικοί για τα µη ερµηνεύσιµα χαρακτηριστικά. Προτείνεται δηλαδή πως η σύνταξη των εν λόγω αγραµµατικών, συµπεριλαµβανοµένης της λειτουργίας της συµφωνίας, είναι αρκετά καλά διατηρηµένη, ενώ µια διακριτή λειτουργία, πιθανότητα µια επιµέρους λειτουργία της εκφοράς, είναι διαταραγµένη (Nanousi et al., 2006: 235). Οι Alexiadou και Stavrakaki (2006) διερευνούν την αρχιτεκτονική της φραστικής δοµής (συµπεριλαµβανοµένων των λειτουργικών κατηγοριών δηλαδή) στη γραµµατική µιας δίγλωσσης (Ελληνικά και Αγγλικά) οµιλήτριας µε αφασία τύπου Broca και µε ήπιο αγραµµατισµό, καθώς και την ικανότητά της για µετακίνηση του ρήµατος (η οποία είναι αποκαλυπτική για τη φραστική δοµή). Ειδικότερα, εξετάζουν την επίδοσή της σε ό,τι αφορά τη διάταξη επιρρηµάτων συγκεκριµένα, επιρρηµάτων τύπου χαρακτηριστή και επιρρηµάτων τύπου συµπληρώ- µατος. Από τα επιρρήµατα του πρώτου τύπου εξετάζονται αυτά που σχετίζονται µε τη ΦρΣ, τη ΦρΈγκλ, τη ΦρΆρν και τη ΦρΌψης (π.χ. ευτυχώς/fortunately, πιθανώς/ perhaps, πια/anymore, ήδη/already, αντίστοιχα), ενώ από τα επιρρήµατα του δεύτερου τύπου εξετάζονται αυτά που σχετίζονται µε τη ΡΦ (π.χ. ευγενικά/politely). Η ικανότητα της συµµετέχουσας σε ό,τι αφορά τη διάταξη επιρρηµάτων ελέγχεται τόσο στην τροπικότητα της παραγωγής όσο και στην τροπικότητα της κατανόησης µεσω µιας δοκιµασίας διάταξης συστατικών και µιας δοκιµασίας αντιπαραθετικής κρίσης γραµµατικότητας αντίστοιχα. Στην πρώτη δοκιµασία, η αγραµµατικός είχε σχεδόν τέλεια επίδοση στην τοποθέτηση των επιρρηµάτων τύπου συµπληρώµατος (συγκεκριµένα, στα επιρρήµατα τρόπου) και στις δύο γλώσσες, ενώ παρουσίασε σταθερά προβλήµατα στην τοποθέτηση ε- πιρρηµάτων που σχετίζονταν µε τη ΦρΣ, επίσης και στις δύο γλώσσες. Ωστόσο, σε σχέση µε τα επιρρήµατα που σχετίζονταν µε την έγκλιση, την άρνηση και την όψη, η ε- πίδοση της συµµετέχουσας εµφάνισε διαφοροποίηση συναρτηµένη µε τη γλώσσα, καθώς ήταν προβληµατική στην Αγγλική, αλλά όχι στην Ελληνική. Στη δεύτερη δοκιµασία η επίδοσή της ήταν καλύτερη απ' ό,τι στην πρώτη. Επίσης, στη δοκιµασία αυτή η συµµετέχουσα, όταν αποτύγχανε να πραγµατοποιήσει ορθή κρίση, κατέφευγε σε αντιγραµµατικές επιλογές στην Αγγλική και σε µαρκαρισµένες στην Ελληνική. Η επίδοση της αγραµµατικής συµµετέχουσας ήταν χαµηλότερη στην παραγωγή απ ό,τι στην κατανόηση, ωστόσο και στην τελευταία τροπικότητα εµφανίστηκε κάποια διαταραχή, η 172 Για το θεωρητικό υπόβαθρο αυτής της πρότασης, βλ. την ενότητα 2.1.1.3. 242
σοβαρότητα της οποίας ήταν συναρτηµένη µε τη γλώσσα και µε την εµπλεκόµενη λειτουργική κατηγορία (Alexiadou & Stavrakaki, 2006: 215-216). Τα αποτελέσµατα αυτής της έρευνας, σύµφωνα µε τις συγγραφείς, δεν µπορούν να ερµηνευθούν πλήρως ούτε βάσει της ΥΑ (Friedmann & Grodzinsky, 1997), καθώς εµφανίζονται διαγλωσσικές διαφοροποιήσεις ως προς την τοποθέτηση των επιρρηµάτων, ούτε βάσει της υπόθεσης της διαταραχής της µετακίνησης του ρήµατος (verb movement deficit hypothesis) (Bastiaanse & van Zonneveld, 1998), καθώς παρατηρείται επιλεκτικότητα ως προς την εφαρµογή της µετακίνησής του (αυτή πραγµατοποιείται σωστά στην Ελληνική, αλλά όχι στην Αγγλική). Αντίθετα, προτείνεται µια ερµηνεία που βασίζεται στα ειδικά γλωσσικά χαρακτηριστικά της Eλληνικής και της Aγγλικής. Υποστηρίζεται, πιο συγκεκριµένα, πως η παρατηρούµενη διαφοροποίηση της επίδοσης µεταξύ Eλληνικής και Aγγλικής σχετίζεται τόσο µε τον τύπο της µετακίνησης (του ρήµατος) που εµπλέκεται όσο και µε τη διαφοροποίηση των δύο γλωσσών ως προς την ισχύ της µορφολογικής κλίσης. Υποστηρίζεται σχετικά πως η πλούσια κλιτική µορφολογία της Ελληνικής µε τα αρκετά κλιτικά επιθήµατα που παρέχει στο ρηµατικό σύστηµα µπορεί να λειτουργεί ως ένας επικουρικός µηχανισµός για την αναγνώριση της παρουσίας των λειτουργικών στρωµάτων (functional layers) στην ελληνική γραµµατική της συµµετέχουσας. Από την άλλη, η Aγγλική δεν χαρακτηρίζεται από πλούσια κλιτική µορφολογία, τα κλιτικά της επιθήµατα είναι ελάχιστα και, συνεπώς, δεν πληροί τις προϋποθέσεις για ανάλογη βοήθεια. Επισηµαίνεται, ωστόσο, πως η πλούσια κλιτική µορφολογία ίσως µπορεί να βοηθάει µόνο ένα συγκεκριµένο τύπο συντακτικών διαδικασιών. Ενδέχεται να βοηθάει, για παράδειγµα, στην τοπική µετακίνηση της κεφαλής αλλά όχι και στη µακρινή, στην παραγωγή και την κατανόηση των απλών αλλά όχι των πολύπλοκων δοµών κ.λπ. Υποστηρίζεται, τέλος, πως η διαταραχή της αγραµµατικής αυτής της έρευνας περιορίζεται στο συντακτικό (υπο)συστατικό της γλώσσας, καθώς διαπιστώνεται επιλεκτική διαταραχή ως προς αυστηρά συντακτικές όψεις της µετακίνησης του ρήµατος. (Alexiadou & Stavrakaki, 2006: 216-218) Τέλος, η Peristeri (2004) εξέτασε διάφορες πτυχές του λόγου ενός ελληνόφωνου αφασικού τύπου Broca διενεργώντας δοκιµασίες α) περιγραφής εικόνας, β) κατονοµασίας εικόνας, γ) αντιστοίχισης πρότασης µε εικόνα, δ) επανάληψης πρότασης και ε) υ- ποβοηθούµενης εκµαίευσης (cued-elicitation). Μέσω αυτών των δοκιµασιών ελέγχονταν διάφορες γραµµατικές κατηγορίες, µεταξύ των οποίων ο χρόνος, η συµφωνία, η όψη και ο Σ. 243
Τα πειραµατικά αποτελέσµατα ανέδειξαν διάφορες γλωσσικές διαταραχές τόσο στην παραγωγή όσο και στην κατανόηση, µε την τελευταία ωστόσο να εµφανίζεται λιγότερο διαταραγµένη. Ειδικότερα, σε ό,τι αφορά τις πτυχές της επίδοσης του αφασικού της εν λόγω έρευνας που είναι άµεσα συναφείς µε τη δική µας µελέτη, το συντακτικό του δέντρο φαίνεται να είναι διαθέσιµο έως και τον κόµβο του χρόνου (συµπεριλαµβανοµένης της συµφωνίας), καθώς δεν προβάλλεται µε συστηµατικό τρόπο υψηλότερα α- πό αυτόν. Έτσι, διατυπώνεται η υπόθεση πως το χαµηλότερο τµήµα του δέντρου διατηρείται, ενώ οι διαταραγµένοι ανώτεροι κόµβοι του καθιστούν προβληµατική την προσβαση στις συντακτικές περιοχές των προβολών τους (Peristeri, 2004: 101). Παρ όλα αυτά, καταγράφεται κάποιος διαχωρισµός χρόνου και συµφωνίας (υποκειµένου-ρήµατος), καθώς ο πρώτος εµφανίζεται περιστασιακά διαταραγµένος, ενώ η δεύτερη σχεδόν ανέπαφη (ό.π.: 56). Επίσης, θα πρέπει να σηµειωθεί πως, παρά τον ισχυρισµό της ερευνήτριας ότι το συντακτικό δέντρο του συµµετέχοντος είναι διαθέσιµο ως και τον κόµβο του χρόνου, αποκαλύπτεται ωστόσο µια σοβαρή µορφολογική διαταραχή που αφορά τον κόµβο της όψης (ο οποίος βρίσκεται χαµηλότερα από το χρόνο στη συντακτική ιεραρχία της Ελληνικής) και, ειδικότερα, τον βάσει κανόνα υπολογισµό του δείκτη της ό- ψης κατά το σχηµατισµό συνοπτικών τύπων παρελθοντικού χρόνου (ό.π.: 33-36). Yποστηρίζεται, τέλος, πως η διαταραχή του συγκεκριµένου αγραµµατικού δεν είναι µία και ενιαία, καθώς βάσει των πειραµατικών ευρηµάτων προβάλλουν διάφοροι τύποι διαταραχής (π.χ. διαταραχή ως προς τη σύνταξη, ως προς τη σηµασιολογία, ως προς τους πόρους επεξεργασίας/επεξεργαστική ικανότητα), οι οποίοι εµφανίζονται σε ποικίλους συνδυασµούς και συστήνουν µια ετερογενή εικόνα. Εποµένως, κατά την Peristeri (2004: 99-100) δεν µπορεί να υπάρξει µια µοναδική περιγραφή και µια ενοποιητική ερµηνεία για τις διαταραχές της παραγωγής και της κατανόησης που διαπιστώθηκαν στον αγραµµατικό της συγκεκριµένης έρευνας. Προτείνεται, ωστόσο, πως τα γλωσσικά προβλήµατά του οφείλονται κυρίως σε µειωµένη ικανότητα για πρόσβαση και αξιοποίηση της γραµµατικής γνώσης παρά σε διαταραγµένες γραµµατικές αναπαραστάσεις (ό.π.: 102). 244
5.2 Μεθοδολογία 5.2.1. Συµµετέχοντες Στα πειράµατα που διερευνούν τις λειτουργικές κατηγορίες του χρόνου, της συµφωνίας και της όψης ως προς την τροπικότητα της κατανόησης συµµετέχουν και οι τρεις α- γραµµατικοί αυτής της έρευνας, δηλαδή ο ΓΘ, ο ΓΛ και ο ΑΒ. Στα πειράµατα ωστόσο που εξετάζουν αυτές τις κατηγορίες ως προς την παραγωγή παίρνουν µέρος µόνο ο ΓΘ και ο ΓΛ, καθώς ο ΑΒ αποκλείστηκε από αυτά λόγω των αρθρωτικών προβληµάτων (απραξίας) που αντιµετώπιζε. Για περισσότερες πληροφορίες σχετικά µε το προφίλ των αγραµµατικών συµµετεχόντων σε αυτή την έρευνα, βλ. την ενότητα 3.2.1. Επιπλέον, στις σχετικές δοκιµασίες πήραν µέρος και τρία άτοµα χωρίς παθολογικά προβλήµατα, η ΑΚ, ο ΣΑ και η ΘΦ, που αποτελούσαν την οµάδα ελέγχου και προσοµοίωναν τους α- γραµµατικούς συµµετέχοντες ως προς τα έτη εκπαίδευσης και την ηλικία. Αξίζει, τέλος, να σηµειωθεί πως, ενώ η ΑΚ προσοµοίωνε τα χαρακτηριστικά µόνο του ΓΘ και η ΘΦ προσοµοίωνε τα χαρακτηριστικά µόνο του ΓΛ, ο ΣΑ προσοµοίωνε τόσο τα χαρακτηριστικά του ΑΒ όσο και αυτά του ΓΛ. Τέλος, το γεγονός ότι δεχόµαστε ως µη παθολογική προσοµοίωση του ΓΛ τη ΘΦ παρά το ότι αυτή είναι κατά 11 χρόνια µεγαλύτερη από τον ΓΛ, οφείλεται στο ότι, όπως θα φανεί και στη συνέχεια, οι επιδόσεις της ΘΦ σε ό- λες τις σχετικές δοκιµασίες είναι σχεδόν άψογες και, επιπλέον, σηµαντικά υψηλότερες από αυτές του ΓΛ. Κατά συνέπεια, αφού δεν παρατηρείται προβληµατική και συγκρίσι- µη επίδοση της ΘΦ µε αυτήν του ΓΛ, και αφού παράλληλα γνωρίζουµε πως µε την πάροδο του χρόνου (στην ενήλικη ζωή και ειδικότερα στα χρόνια της ωριµότητας) δεν βελτιώνονται οι γλωσσικές µας επιδόσεις αλλά απεναντίας, σε προχωρηµένη τουλάχιστον ηλικία θα περιµέναµε το αντίθετο, δεν έχουµε λόγο να αµφισβητήσουµε πως η ΘΦ αποτελεί επιτυχηµένη προσοµοίωση ελέγχου για τον ΓΛ. 5.2.2. Πειραµατικό υλικό: στόχοι, σχεδιασµός, διαδικασία Για την εξέταση του χρόνου, της συµφωνίας (υποκειµένου-ρήµατος) και της όψης σχεδιάστηκαν τέσσερις δοκιµασίες: για το επίπεδο της παραγωγής µια δοκιµασία συµπλήρωσης πρότασης (sentence completion task) και µια δοκιµασία επανάληψης πρότασης 245
(sentence repetition task), 173 ενώ για το επίπεδο της κατανόησης µια δοκιµασία κρίσης γραµµατικότητας πρότασης και µια δοκιµασία αντιστοίχισης πρότασης µε εικόνα. Μεσω των τριών πρώτων δοκιµασιών εξετάζονταν και οι τρεις προαναφερθείσες λειτουργικές κατηγορίες, ενώ µέσω της τελευταίας εξεταζόταν µόνο ο χρόνος. Ο σχεδιασµός των τριών πρώτων δοκιµασιών βασίστηκε στις αντίστοιχες δοκιµασίες των Friedmann και Grodzinsky (1997), ενώ για τις δοκιµασίες συµπλήρωσης πρότασης και κρίσης γραµµατικότητας πρότασης αντλήθηκαν στοιχεία από τους Varlokosta et al. (2006). Ο σχεδιασµός της δοκιµασίας αντιστοίχισης πρότασης µε εικόνα βασίστηκε στην Kehayia (1990). 174 Πέρα από την εξέταση του χρόνου, της συµφωνίας και της όψης, οι τρεις πρώτες δοκιµασίες διερευνούν παράλληλα την επίδραση δύο ακόµη µεταβλητών στην επίδοση των συµµετεχόντων σε παραγωγή και κατανόηση: της συχνότητας και της (µορφολογικής) οµαλότητας του ρήµατος. 175 Η δόµηση των δοκιµασιών α) συµπλήρωσης πρότασης, β) κρίσης γραµµατικότητας πρότασης και γ) επανάληψης πρότασης βασίστηκε σε 56 ρήµατα, τα οποία ήταν κοινά και στις τρεις. Αυτά τα ρήµατα i) ήταν µεταβατικά και συγκεκριµένα συντάσσονταν µόνο µε ένα (άµεσο) αντικείµενο (π.χ. λύνω, σβήνω, σπάζω), ii) τονίζονταν στην παραλήγουσα (ήταν δηλαδή της α' συζυγίας) και γ) παρουσίαζαν σχετικά οµοιόµορφη κατανοµή ως προς τον αριθµό των συλλαβών τους. 176 Επίσης, τα ρήµατα αυτά διαπλέκονταν ως προς τα χαρακτηριστικά της συχνότητας και της οµαλότητας, καθώς 28 ήταν συχνά, 28 µη συχνά, 40 οµαλά και 16 µη οµαλά. Σε ό,τι αφορά τη συχνότητα, τα σχετικά δεδοµένα αντλήθηκαν από το Θησαυρό της Ελληνικής Γλώσσας του Ινστιτούτου Επεξεργασίας του Λόγου, όπως συνέβη άλλωστε και στην περίπτωση των ρηµάτων που επιλέχτηκαν για το σχεδιασµό των δοκιµασιών 173 Ωστόσο, η δοκιµασία επανάληψης πρότασης συχνά εµπλέκει και την κατανόηση, καθώς η επανάληψη πρότασης δεν είναι πάντοτε φωνολογική, αλλά εµπλέκει (άλλοτε προαιρετικά και άλλοτε υποχρεωτικά) πρόσβαση στη σηµασιολογία και, συνεπώς, έπεται της κατανόησης (βλ. ενότητα 5.3.4). 174 Θα πρέπει να σηµειωθεί, ωστόσο, ότι οι δοκιµασίες της παρούσας µελέτης δεν αποτελούν πιστή προσαρµογή των αντίστοιχων δοκιµασιών των παραπάνω µελετών, καθώς στις τελευταίες πραγµατοποιήθηκαν και µεθοδολογικές τροποποιήσεις, όταν αυτές κρίθηκε πως βελτιώνουν περαιτέρω τον πειραµατικό σχεδιασµό. 175 Όπως είναι ευνόητο, σε αυτές τις δοκιµασίες η επίδραση της συχνότητας και της οµαλότητας του ρή- µατος στην επίδοση των συµµετεχόντων δεν µελετάται ερήµην των παραπάνω λειτουργικών κατηγοριών. Αντίθετα, αυτές οι κατηγορίες και οι παράµετροι της συχνότητας και της οµαλότητας του ρήµατος συµ- µελετώνται, καθώς διερευνάται η ύπαρξη πιθανού συσχετισµού µεταξύ τους. 176 Πιο συγκεκριµένα, αν και δεν κατέστη δυνατό όλα τα ρήµατα να έχουν το ίδιο µήκος (καθώς συµπεριλήφθηκαν ρήµατα δύο, τριών και τεσσάρων συλλαβών), επιτεύχθηκε ωστόσο τόσο η κατά το δυνατό ι- σόρροπη αντιπροσώπευση στο πειραµατικό υλικό και των τριών κατηγοριών ρηµάτων ως προς το µήκος (από τα 56 ρήµατα, τα 20 ήταν δισύλλαβα, τα 26 τρισύλλαβα και τα 10 τετρασύλλαβα) όσο και η κατά το δυνατό οµοιόµορφη διασπορά των ρηµάτων των τριών «µεγεθών» στις επιµέρους πειραµατικές κατηγορίες (+οµαλά, οµαλά, +συχνά, συχνά). 246
που έλεγχαν τη λειτουργική κατηγορία της άρνησης. 177 Αναφορικά µε την οµαλότητα του ρήµατος, αυτή προσδιορίζεται βάσει του τρόπου µε τον οποίο σχηµατίζεται ο αόριστος στην ενεργητική φωνή (Ralli, 1988) ή, ακριβέστερα, βάσει του τρόπου σχηµατισµού της συνοπτικής όψης (βλ. Mastropavlou, 2006: 51-58). Ειδικότερα, σύµφωνα µε την ανάλυση της Ralli (1988), η Ελληνική διαθέτει τρεις τρόπους σχηµατισµού του αορίστου: (α) ένα παράδειγµα που βασίζεται σε κανόνα (rule-based paradigm), το οποίο περιλαµβάνει ρήµατα των οποίων ο ενεστωτικός (µη συνοπτικός) χαρακτήρας µε την προσθήκη του δείκτη της όψης σ, κατά το σχηµατισµό του αορίστου, είτε µεταβάλλεται φωνολογικά (π.χ. γράφ-ω έ-γραπ-σ-α (έγραψα)) είτε απαλείφεται (π.χ. λύν-ω έ-λυ-σα) (β) ένα παράδειγµα µε αποθηκευµένο αλλόµορφο (stored allomorph paradigm), το οποίο περιλαµβάνει ρήµατα που εµφανίζουν φωνηεντική αλλαγή στο εσωτερικό του θέµατός τους 178 (π.χ. πλέν-ω έ-πλυν-α) (γ) ένα παράδειγµα που αποτελεί συνδυασµό των δύο παραπάνω, το οποίο περιλαµβάνει ρήµατα που για το σχηµατισµό του αορίστου εφαρµόζουν το δείκτη της όψης σ στο αλλόµορφο του ενεστωτικού (µη συνοπτικού) θέµατος (π.χ. µιλ-ώ µίλη-σ-α). Στη βάση του µηχανισµού σχηµατισµού του αορίστου που διαθέτουν, τα ρήµατα του παραδείγµατος (α) θεωρούνται οµαλά, ενώ τα ρήµατα του παραδείγµατος (β) θεωρούνται µη οµαλά. Τα παραπάνω κριτήρια της ±οµαλότητας των ρηµάτων ακολουθούνται και για τη συγκρότηση των σχετικών κατηγοριών στην παρούσα έρευνα. Aξίζει να σηµειωθεί πως στα µη οµαλά δεν συµπεριλήφθηκαν ρήµατα των οποίων ο συνοπτικός και ο µη συνοπτικός τύπος αντιστοιχούν σε δύο διαφορετικές ρίζες (π.χ. βλέπω-είδα, τρώω-έφαγα). 179 Ο λόγος για τον αποκλεισµό αυτού του τύπου των ρηµάτων είναι πως αυτά είναι πολύ λίγα και πολύ διαφορετικά σε σχέση µε τα άλλα µη οµαλά ρήµατα που προαναφέρονται. Έτσι, από τη στιγµή που δεν ήταν δυνατή η συγκρότηση µιας κατηγορίας (µε ικανό αριθµό µελών) και µε τέτοιου είδους ρήµατα, η οποία θα µπορούσε µαζί µε την άλλη κατηγορία µη οµαλών ρηµάτων να συγκροτήσει την ευρύτερη κατηγορία των µη οµαλών ρηµάτων, 180 προτιµήθηκε αυτά να µην συµπεριληφθούν καθόλου στην τάξη των µη οµαλών ρηµάτων. Τέλος, τόσο 177 Για περισσότερες λεπτοµέρειες σχετικά µε το Θησαυρό της Ελληνικής Γλώσσας, αλλά και για χρήσι- µες µεθοδολογικές πληροφορίες, βλ. την ενότητα 4.2.2. 178 Θα προσθέταµε πως οι αλλόµορφοι (συνοπτικοί) τύποι που εµπλέκονται στο µη οµαλό σχηµατισµό του αορίστου δεν παράγονται απαραιτήτως µέσω φωνηεντικής αλλαγής (σε σχέση µε το θέµα του µη συνοπτικού), αλλά και µέσω συµφωνικής αλλαγής (π.χ. βγάζω έβγαλα). 179 Τύποι όπως είδα, έφαγα (δηλ. τύποι διαφορετικής ρίζας από τους αντίστοιχους µη συνοπτικούς βλέπω, τρώω), οι οποίοι χρησιµοποιούνται για τη συµπλήρωση του παραδείγµατος, ονοµάζονται υποκατάστατοι (suppletives) (Κρύσταλ, 2003) ή παραπληρωµατικοί (Αναστασιάδη-Συµεωνίδη (προσωπική επικοινωνία)). 180 Παράλληλα, ένας τέτοιος σχεδιασµός θα επέτρεπε τη σύγκριση µεταξύ των δύο κατηγοριών/τύπων µη οµαλών ρηµάτων και τον έλεγχο της επίδρασης του βαθµού της µη οµαλότητας στην αγραµµατική επίδοση. 247
τα οµαλά όσο και τα µη οµαλά ρήµατα παρουσίαζαν οµοιόµορφη κατανοµή ως προς την παράµετρο της συχνότητας. Συγκροτήθηκαν δηλαδή οι εξής τέσσερις επιµέρους κατηγορίες: α) κατηγορία οµαλών συχνών ρηµάτων µε 20 µέλη, β) κατηγορία οµαλών µη συχνών ρηµάτων µε 20 µέλη, γ) κατηγορία µη οµαλών συχνών ρηµάτων µε 8 µέλη και δ) κατηγορία µη οµαλών µη συχνών ρηµάτων µε 8 µέλη. Το γεγονός ότι τα µη οµαλά ρήµατα που επιλέχτηκαν είναι αισθητά λιγότερα α- πό τα οµαλά οφείλεται στην ισχνή παρουσία τους στο σώµα των ρηµάτων της Ελληνικής και στο γεγονός ότι κατά κανόνα παρουσιάζουν πολύ υψηλότερη συχνότητα εµφάνισης συγκριτικά µε τα οµαλά. Έτσι, δεδοµένης της επιδίωξής µας αυτά να είναι µοιρασµένα ως προς την παράµετρο ±συχνότητα και, επιπλέον, να συµµορφώνονται στα υπόλοιπα κριτήρια επιλογής που θέσαµε, δεν κατέστη δυνατή η συγκρότηση µεγαλύτερης κατηγορίας µη οµαλών ρηµάτων. Για µια αναλυτικότερη παρουσίαση του ζητήµατος των κριτηρίων της οµαλότητας του ρήµατος, καθώς και για κάποιες διαφοροποιηµένες προτάσεις, βλ. Mastropavlou (2006: 51-58). Πέρα από τα ρήµατα, τα οποία ήταν κοινά και στις τρεις προαναφερθείσες δοκιµασίες, κοινές ή µε κάποιες παραλλαγές, όταν αυτό κρινόταν επιβεβληµένο ήταν και οι δοµές αυτών των δοκιµασιών. Ειδικότερα, οι ΠΣ της δοκιµασίας συµπλήρωσης πρότασης αποτέλεσαν και τις προτάσεις της δοκιµασίας επανάληψης πρότασης, ενώ µε κάποιες αναγκαστικές παραλλαγές αποτέλεσαν και τις προτάσεις της δοκιµασίας κρίσης γραµµατικότητας. Οι παραλλαγές αφορούσαν κυρίως τις αναγκαστικές τροποποιήσεις των µισών προτάσεων αυτής της δοκιµασίας, έτσι ώστε αυτές να γίνουν αντιγραµ- µατικές. 181 Όπως ενδεχοµένως ενδεχοµένως συνάγεται και από τα παραπάνω, αρχικά σχεδιάστηκε η δοκιµασία συµπλήρωσης πρότασης και κατόπιν βάσει αυτής σχεδιάστηκαν η δοκιµασία επανάληψης πρότασης και η δοκιµασία κρίσης γραµµατικότητας πρότασης. Η δοκιµασία αντιστοίχισης πρότασης µε εικόνα σχεδιάστηκε ανεξάρτητα από τις παραπάνω τρεις δοκιµασίες. Επιπλέον, λόγω µεθοδολογικών περιορισµών (βλ. ενότητα 5.2.2.5) δεν εξετάστηκε µέσω αυτής η επίδραση των µεταβλητών της συχνότητας και της οµαλότητας των ρηµάτων στην επίδοση των συµµετεχόντων. 181 Για περισσότερες πληροφορίες σχετικά µε τις παραλλαγές που έγιναν, βλ. την ενότητα 5.2.2.2. 248
5.2.2.1 οκιµασία συµπλήρωσης πρότασης: σχεδιασµός Όπως προαναφέρεται, στόχος της δοκιµασίας συµπλήρωσης πρότασης είναι η διερεύνηση των λειτουργικών κατηγοριών της συµφωνίας, του χρόνου και της όψης στο επίπεδο της (αγραµµατικής) παραγωγής, καθώς και η διερεύνηση της σχέσης των παραπάνω κατηγοριών µε τις µεταβλητές της συχνότητας και της οµαλότητας του ρήµατος. Αυτή η δοκιµασία περιλάµβανε συνολικά 168 ζεύγη ΑΠ ΠΣ, εκ των οποίων 56 ζεύγη στόχευαν στον έλεγχο της συµφωνίας, 56 στον έλεγχο του χρόνου και 56 στον έλεγχο της όψης. Όλα τα παραπάνω σετ προτάσεων βασίστηκαν στα 56 ρήµατα στα οποία γίνεται αναφορά παραπάνω. Κατά το σχεδιασµό αυτής της δοκιµασίας πρώτα επιλέχτηκαν οι ΠΣ και στη συνέχεια βάσει αυτών δηµιουργήθηκαν οι ΑΠ που σαν στόχο είχαν την εκµαίευση των πρώτων. Οι ΠΣ δίνονταν κατά την πειραµατική διαδικασία χωρίς τη ΡΦ, καθώς ζητούνταν η συµπλήρωση της πρότασης µε αυτήν (βλ. 2 4). Ασφαλώς, το ενδιαφέρον µας εστιαζόταν στην παραγωγή του ρηµατικού τύπου και όχι του συµπληρώµατός του, αλλά λόγω της προφορικής παρουσίασης των προτάσεων-ερεθισµάτων 182 δεν υπήρχε δυνατότητα για παρουσίαση του συµπληρώµατος του ρήµατος (εσωτερικού ορίσµατος) που ακολουθούσε, κατά τρόπο τουλάχιστον που να µην καθιστούσε περίπλοκη και α- νοίκεια την πειραµατική διαδικασία. Επίσης, οι ΑΠ διαφοροποιούνταν από τις αντίστοιχες ΠΣ µόνο ως προς την ελάχιστη συνθήκη που θα ήταν αρκετή για να πυροδοτήσει την παραγωγή από την πλευρά των συµµετεχόντων του επίµαχου ρηµατικού τύπου, αυτού δηλαδή που συνδεόταν µε την κατηγορία που εξεταζόταν κάθε φορά. Έτσι, στα ζεύγη που έλεγχαν τη συµφωνία µεταβαλλόταν µόνο το πρόσωπο ή ο αριθµός του υποκειµένου (βλ. 2). Στα ζεύγη που έλεγχαν το χρόνο µεταβαλλόταν µόνο το σχετικό επίρρηµα (ή ΠροθΦ) του χρόνου, ενώ το πρόσωπο και ο αριθµός του υποκειµένου παρέµεναν σταθερά (βλ. 3). Τέλος, στα ζεύγη που στόχευαν στον έλεγχο της όψης µεταβαλλόταν µόνο η ΠροθΦ ή το επίρρηµα που θα πυροδοτούσε την πραγµάτωση της όψης-στόχου, ενώ το πρόσωπο και ο αριθµός του υποκειµένου, καθώς και ο χρόνος, όπως αυτός προσδιοριζόταν βάσει του χρονικού επιρρήµατος, διατηρούνταν σταθερά (βλ. 4). Aπό τα 56 ζεύγη ΑΠ ΠΣ που αποσκοπούσαν στον έλεγχο της συµφωνίας, τα µισά έλεγχαν τη συµφωνία ως προς το πρόσωπο και τα άλλα µισά έλεγχαν τη συµφωνία 182 Επιλέχτηκε η προφορική και όχι η διατροπική παρουσίαση των ερεθισµάτων λόγω της δυσλεξίας ενός εκ των αγραµµατικών συµµετεχόντων, συγκεκριµένα του ΓΛ. 249
ως προς τον αριθµό (βλ. (2α) και (2β) αντίστοιχα). 183 Επίσης, υπήρχε εκπροσώπηση ό- λων των προσώπων και αµφότερων των αριθµών τόσο στις ΠΣ όσο και στις ΑΠ 184 και επιχειρήθηκαν κατά το δυνατό περισσότεροι συνδυασµοί προσώπων και αριθµού εντός των ζευγών (δηλ. µεταξύ ΑΠ και ΠΣ). Επίσης, τόσο οι προτάσεις που έλεγχαν τη συµφωνία ως προς το πρόσωπο όσο και αυτές που έλεγχαν τη συµφωνία ως προς τον αριθ- µό παρουσίαζαν ποικιλία ως προς το χρόνο και την όψη του ρήµατος, καθώς στο καθένα από τα παραπάνω δυο σετ προτάσεων εκπροσωπούνταν όλο το φάσµα του χρόνου και της όψης. 185 (2) α. ΑΠ: Εγώ ακούω µουσική. ΠΣ: Εσύ. [ακούς µουσική] β. ΑΠ: Οι αγρότες ανεβάζουν τις τιµές. ΠΣ: Ο αγρότης. [ανεβάζει τις τιµές] (3) ΑΠ: Αύριο εσείς θα λούσετε τα µαλλιά σας. ΠΣ: Χθες εσείς. [λούσατε τα µαλλιά σας] (4) ΑΠ: Αύριο επί µία ώρα αυτοί θα ποτίζουν τον κήπο. ΠΣ: Αύριο µέσα σε µία ώρα αυτοί. [θα ποτίσουν τον κήπο] 186 Η παραπάνω ποικιλία (τόσο ως προς τις τιµές του προσώπου και του αριθµού ό- σο και ως προς τις τιµές του χρόνου και της όψης) συµβάλλει κατά την άποψή µου 183 Ασφαλώς η παραπάνω διατύπωση δεν συνεπάγεται πως σε κάποιες ΠΣ το υποκείµενο συµφωνεί µε το ρήµα µόνο ως προς το πρόσωπο και σε κάποιες άλλες µόνο ως προς τον αριθµό. Ως γνωστόν, προκειµένου να είναι γραµµατική µια πρόταση επιβάλλεται να υπάρχει συµφωνία υποκειµένου και ρήµατος τόσο ως προς το πρόσωπο όσο και ως προς τον αριθµό. Αυτό που εκφράζει η παραπάνω διατύπωση είναι ο µεθοδολογικός σχεδιασµός κατά τον οποίο οι ΑΠ διαφέρουν από τις αντίστοιχες ΠΣ είτε ως προς το πρόσωπο είτε ως προς τον αριθµό αλλά ποτέ και ως προς τα δύο µαζί. 184 Συγκεκριµένα, από τις 28 ΠΣ που έλεγχαν τη συµφωνία ως προς το πρόσωπο, οι 6 ήταν α ενικού, οι 8 β ενικού, οι 5 γ ενικού, η 1 α πληθυντικού, οι 3 β πληθυντικού και οι 5 γ πληθυντικού, ενώ από τις 28 ΠΣ που έλεγχαν τη συµφωνία ως προς τον αριθµό, οι 3 ήταν α ενικού, οι 3 β ενικού, οι 5 γ ενικού, οι 5 α πληθυντικού, οι 5 β πληθυντικού και οι 7 γ πληθυντικού. Σε ό,τι αφορά τις ΠΑ, από τις 28 που χρησι- µοποιούνταν για τον έλεγχο της συµφωνίας ως προς το πρόσωπο, οι 10 ήταν α ενικού, οι 8 β ενικού, η 1 γ ενικού, οι 7 α πληθυντικού και οι 2 β πληθυντικού, ενώ από τις 28 που χρησιµοποιούνταν για τον έ- λεγχο της συµφωνίας ως προς τον αριθµό, οι 5 ήταν α ενικού, οι 5 β ενικού, οι 7 γ ενικού, οι 3 α πληθυντικού, οι 3 β πληθυντικού και οι 5 γ πληθυντικού. 185 Συγκεκριµένα, από τα 28 ζεύγη ΑΠ ΠΣ που έλεγχαν τη συµφωνία ως προς το πρόσωπο, τα 10 ήταν σε παρελθοντικό χρόνο (5 σε παρατατικό και 5 σε αόριστο) τα 9 σε ενεστώτα και τα 9 σε (απλό, συνοπτικό) µέλλοντα, ενώ από τα 28 ζεύγη που έλεγχαν τη συµφωνία ως προς τον αριθµό, τα 9 ήταν σε παρελθοντικό χρόνο (3 σε παρατατικό και 6 σε αόριστο) τα 11 σε ενεστώτα και τα 8 σε (απλό, συνοπτικό) µέλλοντα. 186 Σε ό,τι αφορά τη συνθήκη της όψης, αξίζει να σηµειωθεί πως ο συχνός (στις ΠΣ) συνδυασµός µη συνοπτική όψη + ΠροθΦ του τύπου µέσα σε δύο ώρες βάσει του σχεδιασµού της δοκιµασίας, αλλά και ελλείψει του κατάλληλου συµφραστικού πλαισίου, δεν δικαιολογούν θαµιστική ερµηνεία (του τύπου Εσύ (συνήθως/παλιά) έπλενες τα πιάτα µέσα σε πέντε λεπτά). Συνεπώς, στη συγκεκριµένη δοκιµασία η παρουσία τέτοιων περιοριστικών στοιχείων απαρέγκλιτα επιτάσσει την παραγωγή µη συνοπτικής όψης. 250
στη µεθοδολογικά αρτιότερη διερεύνηση της λειτουργικής κατηγορίας της συµφωνίας. Πιο συγκεκριµένα, δεδοµένου ότι αυτή η µεταβλητή διαθέτει έξι τιµές (δύο του αριθ- µού επί τρεις του προσώπου) και ότι στο λόγο γενικά συνυπάρχει µε όλες τις τιµές του χρόνου και της όψης, µεθοδολογικά ενδείκνυται να την εξετάσουµε σε όλους τους πιθανούς συνδυασµούς τιµών (δικών της αλλά και των άλλων εµπλεκόµενων κατηγοριών) και όχι µόνο σε µία ή σε δύο. Είναι προφανές πως ένας πειραµατικός σχεδιασµός που προβλέπει τα παραπάνω προσοµοιώνει καλύτερα την κατάσταση πραγµάτων που συνδέεται µε το φυσικό λόγο, η οποία χαρακτηρίζεται από ποικιλία και διαπλοκή του συνόλου των τιµών και των τριών αυτών κατηγοριών. Ένα ακόµη πλεονέκτηµα αυτού του σχεδιασµού είναι ότι η ποικιλία που τον χαρακτηρίζει (λόγω της διαπλοκής των τιµών των εµπλεκόµενων κατηγοριών) λειτουργεί αποτρεπτικά προς την ενδεχόµενη ανάπτυξη και εφαρµογή από την πλευρά των αγραµµατικών κάποιας µη γλωσσικής στρατηγικής, την οποία θα µπορούσε να ευνοήσει η οµοιοµορφία των πειραµατικών προτάσεων. Σε ό,τι αφορά τη συνθήκη της συµφωνίας, συνολικά ο παραπάνω πειραµατικός σχεδιασµός, πέρα από τη διερεύνηση του εάν η συµφωνία κατά πρόσωπο διαχωρίζεται από τη συµφωνία κατά αριθµό ως προς τη δυσκολία που ενδεχοµένως προκαλεί, επιτρέπει και την εξέταση του ερωτήµατος αν οι τιµές της συµφωνίας παρουσιάζουν κάποια διαβάθµιση ως προς το βαθµό δυσκολίας που συνεπάγονται. Για παράδειγµα, το α' πρόσωπο και ο ενικός αριθµός θεωρούνται οι µορφολογικά αµαρκάριστες τιµές των κατηγοριών πρόσωπο και αριθµός αντίστοιχα (για την περίπτωση της Ελληνικής, βλ. Warburton, 1973: 206) και ο Lapointe (1985) προβλέπει πως οι αµαρκάριστοι τύποι είναι και οι ευκολότεροι στο χειρισµό τους από πλευράς επεξεργασίας. Τέλος, ένας πειραµατικός σχεδιασµός που θα κινούνταν στο πνεύµα της παραπάνω µεθοδολογίας θα επέτρεπε τη διερεύνηση του ερωτήµατος εάν είναι δυνατόν η επίδοση ως προς τη συµφωνία να επηρεάζεται από το αν ο χρόνος στον οποίο βρίσκεται το ρήµα της πρότασης έχει την τιµή [παρόν], [παρελθόν] ή [µέλλον] ή από το εάν το ρήµα της πρότασης είναι συνοπτικής ή µη συνοπτικής όψης. Μια τέτοια εξέταση, ωστόσο, δεν εµπίπτει στην εµβέλεια και τους στόχους της παρούσας µελέτης. Θα πρέπει, τέλος, να σηµειωθεί προλαµβάνοντας όσα σχετικά αναφέρονται στη συνέχεια πως, σε συµφωνία µε την παραπάνω λογική, ανάλογη ποικιλία και διαπλοκή (όλων) των τιµών των κατηγοριών της συµφωνίας, του χρόνου και της όψης χαρακτηρίζει τόσο το πειραµατικό υλικό που σχεδιάστηκε για τον έλεγχο της συνθήκης του χρόνου και της όψης στην παρούσα δοκιµασία όσο και το πειραµατικό υλικό που 251
σχεδιάστηκε για τον έλεγχο των παραπάνω τριών συνθηκών στις δοκιµασίες κρίσης γραµµατικότητας πρότασης και επανάληψης πρότασης. Σε ό,τι αφορά τη συνθήκη του χρόνου, από τις 56 ΠΣ οι 21 είχαν παρελθοντικούς χρόνους ως χρόνους-στόχους, οι 16 τον ενεστώτα και οι 19 το µέλλοντα. Ο χρόνος των ρηµάτων των ΑΠ δεν έµενε σταθερός ανά επιµέρους συνθήκη. Πιο συγκεκριµένα, για την εκµαίευση παρελθοντικών χρόνων χρησιµοποιήθηκαν 10 ΑΠ σε ενεστώτα και 11 ΑΠ σε µέλλοντα. Για την εκµαίευση ενεστώτα χρησιµοποιήθηκαν 12 ΑΠ παρελθοντικού χρόνου και 4 ΑΠ σε µέλλοντα. Για την εκµαίευση, τέλος, µελλοντικού χρόνου χρησιµοποιήθηκαν 6 ΑΠ ενεστώτα χρόνου και 13 ΑΠ παρελθοντικού χρόνου. 187 Τα ζεύγη ΑΠ ΠΣ που έλεγχαν το χρόνο ποικίλλαν τόσο ως προς το πρόσωπο όσο και ως προς τον αριθµό. 188 Ο βασικός λόγος για τον οποίο επιχειρήσαµε διασπορά των τιµών των παραπάνω κατηγοριών (χρόνου, προσώπου, αριθµού) στο πειραµατικό υλικό που έλεγχε τη λειτουργική κατηγορία του χρόνου είναι ανάλογος µε αυτόν που περιγράφεται παραπάνω, στην παρουσίαση του πειραµατικού σχεδιασµού για τον έλεγχο της συµφωνίας. Ένας τέτοιος σχεδιασµός δηλαδή µας επιτρέπει να διερευνήσουµε µεταξύ άλλων το ερώτη- µα εάν οι τιµές του χρόνου (παρελθόν, παρόν, µέλλον) ασκούν διαφοροποιηµένη επίδραση στην επίδοση των αγραµµατικών. Αυτό το ερώτηµα έχει τόσο θεωρητικό όσο και ψυχο/νευρογλωσσολογικό ενδιαφέρον. Αναφορικά µε το πρώτο, σε µια θεωρητική µελέτη η Warburton (1973: 206) υποστήριξε πως στην Ελληνική η µαρκαρισµένη τιµή του χρόνου είναι [+παρελθόν]. Γεννάται λοιπόν το ερώτηµα εάν η θεωρητική πρόταση της Warburton χαρακτηρίζεται από ψυχολογική πραγµατικότητα. Αν οι παρελθοντικοί χρόνοι της Ελληνικής είναι µαρκαρισµένοι, τότε ενδεχοµένως σε ψυχο/νευρογλωσσολογικό επίπεδο θα αναµέναµε ο χειρισµός είτε του ενεστώτα είτε του µέλλοντα να είναι πιο εύκολος από το χειρισµό παρελθοντικών χρόνων. Ειδικότερα, πιο εύκολος χρόνος θα αναµέναµε να είναι ο ενεστώτας, καθώς αυτός σχηµατίζεται απλούστερα από το µέλλοντα, χωρίς δηλαδή την προσθήκη κάποιου µορίου/δείκτη, και ως εκ τούτου φαίνεται να είναι ο ερήµην των άλλων (default) χρόνος (βλ. Lapointe, 1985). 189 187 Συνολικά λοιπόν από τις 56 ΑΠ της συνθήκης του χρόνου, 16 ήταν σε ενεστώτα, 25 σε παρελθοντικό χρόνο (22 σε αόριστο και 3 σε παρατατικό) και 15 σε µέλλοντα (14 σε συνοπτικό και 1 σε µη συνοπτικό µέλλοντα). 188 Από τα 56 ζεύγη 10 ήταν σε α ενικό, 10 σε β ενικό, 9 σε γ ενικό, 9 σε α πληθυντικό, 9 σε β πληθυντικό και 9 σε γ πληθυντικό. 189 Για µια δοκιµασία εκµαίευσης ειδικά του αορίστου στην Ελληνική, βλ. Βαρλοκώστα & Κουτσουµπάρη (2006). 252
Αναφορικά µε τη συνθήκη της όψης, από τις 56 ΠΣ που σχεδιάστηκαν, οι 28 έχουν ρήµα-στόχο συνοπτικής όψης και οι 28 έχουν ρήµα-στόχο µη συνοπτικής όψης. Επίσης, από τα 56 ζεύγη ΑΠ ΠΣ, 28 βρίσκονται σε παρελθοντικό χρόνο και 28 σε µέλλοντα. Από τα 28 ζεύγη παρελθοντικού χρόνου, 14 έχουν σαν όψη-στόχο τη συνοπτική και 14 τη µη συνοπτική. Οµοίως, από τα 28 ζεύγη σε µέλλοντα, 14 έχουν σαν ό- ψη-στόχο τη συνοπτική και 14 τη µη συνοπτική. Τέλος, τα ζεύγη και αυτής της συνθήκης χαρακτηρίζονται από ποικιλία ως προς τις τιµές του προσώπου και του αριθµού. 190 Η διασπορά των τιµών των παραπάνω κατηγοριών στα ζεύγη ΑΠ ΠΣ που ελέγχουν την όψη, εκτός του ότι υπηρετεί τη σκοπιµότητα που αναπτύχθηκε πιο πάνω (βλ. την περίπτωση των πειραµατικών ζευγών της συµφωνίας και του χρόνου), επιτρέπει και τη διερεύνηση του ερωτήµατος εάν υπάρχει διαφοροποίηση µεταξύ συνοπτικής και µη συνοπτικής όψης ως προς τη δυσκολία που προκαλούν. Τέλος, σε σχέση µε το µήκος των ΠΣ ανά συνθήκη η εικόνα είναι η ακόλουθη: Οι ΠΣ της συνθήκης της συµφωνίας έχουν κατά µ.ό. 4.39 λέξεις και 9.36 συλλαβές η καθεµία. 191 Οι ΠΣ της συνθήκης του χρόνου έχουν κατά µ.ό. 6.04 λέξεις και 12.16 συλλαβές η καθεµία. Τέλος, οι ΠΣ της συνθήκης της όψης έχουν κατά µ.ό. 9.36 λέξεις και 18.59 συλλαβές έκαστη. Ανάλογη (σχεδόν πανοµοιότυπη) είναι η εικόνα σε ό,τι αφορά το µ.ό. λέξεων και συλλαβών που παρουσιάζουν και οι ΑΠ των παραπάνω τριών συνθηκών. Θα πρέπει να επισηµανθεί σε αυτό το σηµείο πως παρά τη διαφορά µήκους που εµφανίζουν οι προτάσεις µεταξύ των τριών συνθηκών, οι συµµετέχοντες και στις τρεις καλούνται να πραγµατώσουν τον ίδιο αριθµό λέξεων: το ρήµα και αναγκαστικά λόγω της προφορικής διεξαγωγής της δοκιµασίας το συµπλήρωµά του. Επιπλέον, όπως επισηµαίνεται και στη συνέχεια (βλ. ενότητα 5.2.2.6), αυτό που ενδιαφέρει την παρούσα µελέτη και εν τέλει αυτό που βαθµολογείται είναι η επίδοση ως προς το ρήµα η πραγ- µάτωση ή η παράλειψη του συµπληρώµατος του ρήµατος παραβλέπεται. Αυτό (το ότι δηλ. και στις τρεις συνθήκες, ανεξάρτητα από το µήκος των προτάσεων, οι συµµετέχοντες καλούνται να πραγµατώσουν ίδιο αριθµό λέξεων) κατά την άποψή µου περιορίζει ως κάποιο βαθµό την πιθανότητα για διαφοροποιηµένη (ανά συνθήκη) επίδραση που θα µπορούσε να ασκήσει η παράµετρος του µήκους των προτάσεων στην επίδοση των αγραµµατικών συµµετεχόντων. Σε κάθε περίπτωση, ωστόσο, η παραπάνω πιθανό- 190 Συγκεκριµένα, από τα 56 ζεύγη, 13 είναι σε α ενικό, 9 σε β ενικό, 16 σε γ ενικό, 7 σε α πληθυντικό, 4 σε β πληθυντικό και 7 σε γ πληθυντικό. 191 Ειδικότερα, οι ΠΣ της συµφωνίας ως προς τον αριθµό έχουν κατά µ.ό. 4.43 λέξεις και 9.68 συλλαβές η καθεµία, ενώ οι ΠΣ της συµφωνίας ως προς το πρόσωπο έχουν κατά µ.ό. 4.36 λέξεις και 9.04 συλλαβές έκαστη. 253
τητα δεν εξαλείφεται, στο βαθµό που η ορθή παραγωγή της ΠΣ συναρτάται από την κατανόηση της ΑΠ. Ως αντίλογος, δηλαδή, στο παραπάνω θα µπορούσε να προβληθεί το επιχείρηµα πως, ακόµη και αν η παράµετρος του µήκους των προτάσεων δεν είναι τόσο κρίσιµη στο πλαίσιο του παρόντος πειράµατος για την παραγωγή άµεσα, θα µπορούσε ωστόσο να την επηρεάσει έµµεσα, στο βαθµό που αυτή (η παράµετρος του µήκους) µπορεί να συσχετίζεται µε την κατανόηση των ΑΠ, καθώς είναι ευνόητο πως για την πραγµάτωση του ρήµατος-στόχου προαπαιτείται η κατανόηση της ΑΠ. Είναι πιθανό, για παράδειγµα, οι ΑΠ της όψης, οι οποίες και έχουν µεγαλύτερο µήκος από τις ΑΠ των άλλων δύο συνθηκών, να είναι πιο δύσκολες στην κατανόησή τους συγκριτικά µε τις προτάσεις της συµφωνίας και του χρόνου για άτοµα µε περιορισµένους πόρους επεξεργασίας. Σε µια τέτοια περίπτωση, η µη επιτυχής κατανόηση της ΑΠ µοιραία θα οδηγούσε σε µη γραµµατική παραγωγή του ρήµατος-στόχου. Σχετική µε τον παραπάνω προβληµατισµό είναι η διενέργεια της δοκιµασίας επανάληψης πρότασης (βλ. ενότητα 5.2.2.3), καθώς µέσω αυτής αναµένεται να αναδειχθούν πιθανά προβλήµατα των συµ- µετεχόντων ως προς τη µνήµη εργασίας που αφορά το λόγο. 192 Τα ευρήµατα που θα προκύψουν από την τελευταία δοκιµασία θα µπορούν πιθανότατα να «φωτίσουν» και την ερµηνεία των αποτελεσµάτων της δοκιµασίας συµπλήρωσης πρότασης, τουλάχιστον σε ό,τι αφορά την πιθανή διαφοροποιηµένη (ανά συνθήκη) επίδραση της παραµέτρου του µήκους των προτάσεων στην επίδοση των αγραµµατικών συµµετεχόντων και, συνεπώς, την ανάδειξη µιας δυνάµει συνυπάρχουσας µεταβλητής (δηλ. του µήκους των προτάσεων), που θα µπορούσε να επηρεάσει τα αποτελέσµατα λόγω της µη εξισορρόπησής της µεταξύ των τριών συνθηκών. Θα πρέπει να αναφέρουµε στο σηµείο αυτό πως µε τη µεθοδολογική επιλογή µας να χρησιµοποιούµε την ελάχιστη συνθήκη για την εκµαίευση της κάθε λειτουργικής κατηγορίας, θεωρούµε πως εξετάζουµε αντικειµενικότερα αυτές τις κατηγορίες. Κι αυτό επειδή, εάν διατηρούσαµε σταθερό και για τις τρεις λειτουργικές κατηγορίες το µηκος των προτάσεων (δηλ. αν είχαν όλες οι προτάσεις το µήκος των προτάσεων της ό- ψης), τότε την πιθανή χαµηλή επίδοση της συµφωνίας ή του χρόνου θα είχαµε σηµαντική δυσκολία να την ερµηνεύσουµε, καθώς δεν θα µπορούσαµε να κρίνουµε αν αυτή θα οφειλόταν σε πρόβληµα της λειτουργικής κατηγορίας ή στους περιορισµένους πόρους επεξεργασίας των αγραµµατικών. Αξίζει να σηµειωθεί, ωστόσο, ότι υπάρχουν ενδείξεις από άλλες έρευνες πως το µήκος των προτάσεων µπορεί και να µην επηρεάζει καθοριστικά την επίδοση. Συγκεκριµένα, αν και στις µελέτες των Friedmann και Grodzinsky 192 Σε ό,τι αφορά τα γλωσσικά καθήκοντα, οι πόροι επεξεργασίας παραδοσιακά συνδέονται µε τη µνήµη εργασίας που αφορά το λόγο (βλ. ενότητα 2.2). 254
(1997) και Nanousi et al. (2006) οι πειραµατικές προτάσεις που έλεγχαν το χρόνο και τη συµφωνία είχαν το ίδιο µήκος, και πάλι τα αποτελέσµατα έδειχναν διαχωρισµό χρόνου και συµφωνίας (µε το χρόνο να υπερέχει της συµφωνίας ως προς τη δυσκολία που προκαλεί στους αγραµµατικούς). Σε κάθε περίπτωση, θεωρούµε πως, σύµφωνα µε την «ιδανική» µεθοδολογική προσέγγιση, οι λειτουργικές κατηγορίες θα πρέπει να ελέγχονται αρχικά στην ελάχιστη συνθήκη (µε τις µικρότερες κατά το δυνατόν προτάσεις για την κάθε συνθήκη) και κατόπιν, αν προκύπτουν διαχωρισµοί, να ελέγχονται µε προτάσεις ίδιου µήκους, έτσι ώστε να εξισορροπείται η µεταβλητή του µήκους πρότασης και να ελέγχεται η πιθανή της επίδραση. Αυτή η προσέγγιση, ωστόσο, είναι και η πιο απαιτητική από πλευράς χρόνου και διαθεσιµότητας των αγραµµατικών συµµετεχόντων και γι αυτό το λόγο δεν κατέστη δυνατή η εφαρµογή της στην παρούσα µελέτη. Τέλος, αξίζει σχολιασµού το γεγονός ότι στις πειραµατικές προτάσεις χρησιµοποιείται η σειρά Υ-Ρ-Α. Κατά την άποψή µας, στο πλαίσιο της συγκεκριµένης δοκιµασίας η επιλογή γι αυτή τη σειρά των όρων δεν συνεπάγεται πως οι πειραµατικές προτάσεις αποτελούν δοµές θεµατοποίησης του Υ όπως έχει υποστηριχτεί σχετικά για τη διάταξη Υ-Ρ-Α στην Ελληνική (π.χ. Φιλιππάκη-Warburton, 1982, 1985 Tsimpli, 1990, 1995) ή εστίασης, καθώς πέραν του ότι απουσιάζει ο κλιτικός αναδιπλασιασµός ή η εµφατική επιτόνιση, δεν παρέχεται ούτε το κατάλληλο συµφραστικό πλαίσιο ώστε να εκληφθούν ως τέτοιες. Αντίθετα, όπως σχολιάζεται σχετικά και στην ενότητα 4.2.2.4, το πειραµατικό πλαίσιο έχει καθαρά τεχνητό χαρακτήρα, είναι συµφραστικά ουδέτερο και επικεντρώνεται στο επίπεδο της πρότασης. Ως εκ τούτου, ένα τέτοιο πλαίσιο δεν αποτελεί πρόσφορο έδαφος για την παραγωγή δοµών θεµατοποίησης από την πλευρά των συµµετεχόντων, αλλά ούτε και δικαιολογεί την ερµηνεία προτάσεων µε διάταξη Υ-Ρ-Α ως δοµών µε θεµατοποιηµένο υποκείµενο. Τέλος, εµπειρική υποστήριξη στα παραπάνω προσφέρουν τα αποτελέσµατα της οµάδας ελέγχου στις δοκιµασίες διάταξης συστατικών (βλ. σχετική αναφορά στην ενότητα 4.2.2.4), καθώς τα µέλη της κατά το σχηµατισµό καταφατικών προτάσεων απαρέγκλιτα πραγµάτωναν τη σειρά Υ-Ρ- Α. 5.2.2.2 οκιµασία κρίσης γραµµατικότητας πρότασης: σχεδιασµός Στόχο της δοκιµασίας κρίσης γραµµατικότητας πρότασης αποτελεί η διερεύνηση της ικανότητας των ελληνόφωνων αγραµµατικών να κατανοούν τις λειτουργικές 255
κατηγορίες της συµφωνίας, του χρόνου και της όψης, καθώς και η εξέταση της σχέσης αυτών των κατηγοριών µε τις µεταβλητές της συχνότητας και της οµαλότητας του ρήµατος. Η δοκιµασία αυτή περιλαµβάνει 168 προτάσεις, 56 ανά λειτουργική κατηγορία, εκ των οποίων σε κάθε συνθήκη οι µισές είναι γραµµατικές και οι άλλες µισές αντιγραµµατικές. Σε κάθε συνθήκη, οι µεταβλητές της συχνότητας και της οµαλότητας των ρηµάτων κατανέµονται οµοιόµορφα µεταξύ γραµµατικών και αντιγραµµατικών προτάσεων. Τα συχνά και τα µη συχνά ρήµατα δηλαδή, καθώς και τα οµαλά και µη οµαλά, είναι µοιρασµένα ισοµερώς σε γραµµατικές και αντιγραµµατικές προτάσεις. Όπως προαναφέρεται, αυτή η δοκιµασία σχεδιάστηκε βάσει της δοκιµασίας συµπλήρωσης πρότασης, καθώς οι ΠΣ της συµπίπτουν µε τις ΠΣ της τελευταίας. Ωστόσο, σε κάθε συνθήκη, ενώ οι µισές από τις ΠΣ είναι ήδη πραγµατωµένες, δηλαδή γραµµατικές, οι άλλες µισές έχουν υποστεί εκσεµµένη παραβίαση της εν λόγω συνθήκης και, συνεπώς, είναι µη πραγµατωµένες και αντιγραµµατικές. Η αντιγραµµατικότητα αυτών των προτάσεων προέκυψε µέσω της αλλαγής της τιµής της λειτουργικής κατηγορίας που ελεγχόταν κάθε φορά και που κωδικοποιούνταν στη µορφολογία του ρή- µατος (στις ΠΣ της δοκιµασίας συµπλήρωσης πρότασης) και όχι µέσω της αλλαγής των περιοριστικών επιρρηµατικών στοιχείων ή των αντωνυµιών. Για παραδείγµατα γραµµατικών και αντιγραµµατικών προτάσεων στις συνθήκες της συµφωνίας, του χρόνου και της όψης, βλ. (5), (6) και (7) αντίστοιχα. (5) α. Εσύ ακούς µουσική. *β. Εσύ έπινα µπύρα. (6) α. Χθες εσύ έπλασες κουλουράκια. *β. Αύριο εγώ έψησα µπριζόλες. (7) α. Αύριο εσύ θα µοιράζεις τα δώρα επί µία ώρα. *β. Χθες αυτοί κούρδισαν τα ρολόγια επί δύο λεπτά. Αναλυτικότερα, σε ό,τι αφορά τη συνθήκη της συµφωνίας, οι αντιγραµµατικές της προτάσεις παρουσιάζουν παραβίαση µόνο ως προς µία διάσταση αυτής της κατηγορίας κάθε φορά. Από τις 28 αντιγραµµατικές προτάσεις αυτής της συνθήκης δηλαδή, 14 παρουσιάζουν παραβίαση της συµφωνίας ως προς τον αριθµό και 14 παραβίαση της συµφωνίας ως προς το πρόσωπο. Επίσης, από τις 56 προτάσεις αυτής της συνθήκης συ- 256
νολικά, οι 9 σαν συµφωνία-στόχο υποκειµένου και ρήµατος έχουν το α πρόσωπο ενικού αριθµού, οι 11 το β πρόσωπο ενικού αριθµού, οι 10 το γ πρόσωπο ενικού αριθµού, οι 6 το α πρόσωπο πληθυντικού αριθµού, οι 8 το β πρόσωπο πληθυντικού αριθµού και οι 12 το γ πρόσωπο πληθυντικού αριθµού. Οι παραπάνω υποκατηγορίες κατανέµονται σχετικά οµοιόµορφα µεταξύ γραµµατικών και αντιγραµµατικών (δηλ. πραγµατωµένων και µη πραγµατωµένων στην εν λόγω δοκιµασία) προτάσεων. 193 Επίσης, οι παραπάνω προτάσεις παρουσιάζουν ποικιλία και ως προς το χρόνο και την όψη του ρήµατος. 194 Ο παραπάνω πειραµατικός σχεδιασµός, ο οποίος χαρακτηρίζεται από τη διαπλοκή του συνόλου των τιµών των τριών εµπλεκόµενων λειτουργικών κατηγοριών (συµφωνίας, χρόνου και όψης), διαπνέεται από την ίδια λογική βάσει της οποίας σχεδιάστηκε η δοκιµασία συµπλήρωσης πρότασης (βλ. ενότητα 5.2.2.1). Όπως ήδη έχει αναφερθεί και θα φανεί και στη συνέχεια αυτός ο σχεδιασµός αφορά το σύνολο της δοκιµασίας κρίσης γραµµατικότητας και όχι µόνο τις προτάσεις που αποσκοπούν στη διερεύνηση της συµφωνίας. Σε ό,τι αφορά την εξέταση του χρόνου δηµιουργήθηκαν 21 προτάσεις µε παρελθοντικό χρόνο-στόχο, εκ των οποίων αυτός πραγµατωνόταν σε 5 προτάσεις (γραµµατικές προτάσεις) και δεν πραγµατωνόταν σε 16 (αντιγραµµατικές προτάσεις), 16 προτάσεις µε χρόνο-στόχο τον ενεστώτα, στο σύνολο των οποίων αυτός πραγµατωνόταν (γραµµατικές προτάσεις), και 19 προτάσεις µε µελλοντικό χρόνο-στόχο, εκ των οποίων αυτός πραγµατωνόταν σε 7 προτάσεις (γραµµατικές προτάσεις) και δεν πραγµατωνόταν σε 12 προτάσεις (αντιγραµµατικές προτάσεις). Συνολικά 28 ήταν οι γραµµατικές προτάσεις και 28 οι αντιγραµµατικές προτάσεις. Αξίζει να σηµειωθεί ότι η παραπάνω κατανοµή είναι κατά κάποιο τρόπο αναγκαστική, καθώς προσαρµόζεται σε µια σηµασιολογική ιδιοµορφία που παρουσιάζουν οι προτάσεις µε χρόνο-στόχο τον ενεστώτα. Πιο συγκεκριµένα, η δηµιουργία αντιγραµ- µατικών προτάσεων που ως χρόνο-στόχο έχουν τον ενεστώτα δεν είναι εύκολη, διότι προτάσεις µε ρήµατα παρελθοντικού ή µελλοντικού χρόνου και µε περιοριστικά στοιχεία (επιρρήµατα ή ΠροθΦ) που πρωτοτυπικά συνδέονται µε τη δήλωση του παρόντος 193 Από τις προτάσεις που σαν συµφωνία-στόχο έχουν το α πρόσωπο ενικού, πέντε είναι γραµµατικές και τέσσερις αντιγραµµατικές. Από τις προτάσεις που σαν συµφωνία-στόχο έχουν το β πρόσωπο ενικού, πέντε είναι γραµµατικές και έξι είναι αντιγραµµατικές. Από τις προτάσεις που σαν συµφωνία-στόχο έχουν το γ πρόσωπο ενικού, πέντε είναι γραµµατικές και πέντε αντιγραµµατικές. Από τις προτάσεις που σαν συµφωνία-στόχο έχουν το α πρόσωπο πληθυντικού, τέσσερις είναι γραµµατικές και δύο αντιγραµµατικές. Από τις προτάσεις που σαν συµφωνία-στόχο έχουν το β πρόσωπο πληθυντικού, µία είναι γραµµατική και επτά είναι αντιγραµµατικές. Τέλος, από τις προτάσεις που σαν συµφωνία-στόχο έχουν το γ πρόσωπο πληθυντικού, οχτώ είναι γραµµατικές και τέσσερις είναι αντιγραµµατικές. 194 Αναλυτικότερα, από τις 56 προτάσεις αυτής της συνθήκης 19 είναι παρελθοντικού χρόνου (11 προτάσεις σε αόριστο και 8 προτάσεις σε παρατατικό), 20 είναι ενεστώτα χρόνου και 17 είναι στο µέλλοντα (16 σε απλό, συνοπτικό µέλλοντα και 1 σε µη συνοπτικό µέλλοντα). 257
(π.χ. τώρα, αυτή τη στιγµή) κάλλιστα µπορούν να είναι γραµµατικές και (συνεπώς να θεωρούνται) αποδεκτές. 195 Για παράδειγµα, οι προτάσεις Αυτή τη στιγµή εσύ θα βγάλεις τα ρούχα σου και Τώρα αυτοί κούρδισαν τα ρολόγια είναι γραµµατικές και, συνεπώς, αποδεκτές, καθώς το παρόν δείχνει να εφάπτεται τόσο µε το παρελθόν όσο και µε το µέλλον. Για τους παραπάνω λόγους, έχοντας σαν στόχο το σχεδιασµό µιας δοκιµασίας κρίσης γραµµµατικότητας όπου θα υπάρχει ίσος αριθµός σωστών και λαθεµένων προτάσεων αλλά και ίσος αριθµός προτάσεων που ως στόχο χρονικής αναφοράς έχουν το παρελθόν, το παρόν και το µέλλον, επιλέξαµε να δίνονται σωστές/γραµµατικές όλες οι προτάσεις µε χρόνο-στόχο τον ενεστώτα (π.χ. Αυτή τη στιγµή εσύ βγάζεις τα ρούχα σου) και να υπάρχει αντιστάθµιση µέσω των προτάσεων που σαν στόχο χρονικής αναφοράς έχουν το παρελθόν ή το µέλλον. Η πλειονότητα αυτών των προτάσεων δηλαδή στη συγκεκριµένη δοκιµασία ήταν αντιγραµµατικές. εδοµένων όσων αναπτύσσονται παραπάνω σχετικά µε την ιδιοµορφία της παροντικής αναφοράς (ότι δηλ. το παρόν εφάπτεται χρονικά µε το παρελθόν και το µέλλον, µε συνέπεια συχνά να φαίνονται ρευστά τα όριά τους), οι αντιγραµµατικές προτάσεις που σχηµατίζονται αξιοποιούν αποκλειστικά την αντίθεση παρελθόν-µέλλον και δεν εµπλέκουν ποτέ το παρόν. Για παράδειγµα, σχηµατίζονται αντιγραµµατικές προτάσεις του τύπου Αύριο εµείς τυπώσαµε την εργασία µας και Χθες εσύ θα χύσεις το γάλα και όχι του τύπου Αύριο εµείς τυπώνουµε την εργασία µας και Χθες εσύ χύνεις το γάλα, διότι οι τελευταίες είτε είναι είτε µπορεί (υπό προϋποθέσεις) να θεωρηθούν αποδεκτές. 196 Τέλος, οι προτάσεις αυτής της συνθήκης κατανέµονται ισοµερώς µεταξύ των έξι τιµών της συµφωνίας υποκειµένου και ρήµατος. 197 Αναφορικά µε τη συνθήκη της όψης, από τις 56 προτάσεις 28 σαν όψη-στόχο έ- χουν τη συνοπτική και 28 τη µη συνοπτική. Οι παραπάνω προτάσεις κατανέµονται ισο- 195 Για εκτενέστερη αναφορά στις περιπτώσεις διεπαφής του παρόντος µε το παρελθόν και το µέλλον, καθώς και στις ιδιαιτερότητες που συνεπάγονται αυτές, βλ. την ενότητα 5.4.1. 196 Η πρόταση Αύριο εµείς τυπώνουµε την εργασία µας είναι γραµµατική, καθώς ο ενεστωτικός τύπος του ρήµατος έχει µελλοντική αναφορά, ενώ η πρόταση Χθες εσύ χύνεις το γάλα υπό προϋποθέσεις που α- φορούν το συµφραστικό πλαίσιο θα µπορούσε επίσης να θεωρηθεί αποδεκτή. Για παράδειγµα, µια µητέρα θα µπορούσε να πει στον ατζαµή γιο της που µόλις έκανε ακόµη µια ζηµιά Προχθές σπάζεις το πιάτο, χθες (εσύ) χύνεις το γάλα, τώρα ρίχνεις τη σάλτσα στην µπλούζα σου, τι θα γίνει µε σένα επιτέλους; Ασφαλώς, η ερµηνεία ενός ρήµατος ενεστώτα χρόνου ως ρήµατος παρελθοντικής αναφοράς είναι πιο εξαρτη- µένη από το συµφραστικό πλαίσιο απ ό,τι η ερµηνεία ενός ρήµατος ενεστώτα χρόνου ως ρήµατος µελλοντικής αναφοράς. Επίσης, στο πλαίσιο της συγκεκριµένης πειραµατικής διαδικασίας δεν δικαιολογείται η ερµηνεία ενός ρήµατος ενεστώτα χρόνου ως ρήµατος παρελθοντικής αναφοράς. Παρόλα αυτά, επιλέγεται η µη εµπλοκή του ενεστώτα στις περιπτώσεις αντιγραµµατικών προτάσεων, προς αποφυγή οποιασδήποτε αµφιλεγόµενης ερµηνείας. 197 Συγκεκριµένα, από τις 56 προτάσεις 10 είναι σε α ενικό, 10 σε β ενικό, 9 σε γ ενικό, 9 σε α πληθυντικό, 9 σε β πληθυντικό και 9 σε γ πληθυντικό. 258
µερώς µεταξύ παρελθόντος και µέλλοντα. 198 Αναγκαστικά, στη συνθήκη αυτή δεν περιλαµβάνονται προτάσεις παροντικής αναφοράς, καθώς ο ενεστώτας δεν κωδικοποιεί µορφολογικά τη διάκριση µεταξύ συνοπτικής και µη συνοπτικής όψης. Επίσης, τόσο οι προτάσεις µε όψη-στόχο τη συνοπτική όσο και οι προτάσεις µε όψη-στόχο τη µη συνοπτική κατανέµονται σχετικά ισοµερώς ως προς την παράµετρο της πραγµάτωσης ή µη της όψης-στόχου: από τις 28 προτάσεις που σαν στόχο έχουν τη συνοπτική όψη, οι 16 είναι γραµµατικές και οι 12 µη γραµµατικές, ενώ από τις 28 προτάσεις που σαν στόχο έχουν τη µη συνοπτική όψη, οι 12 είναι γραµµατικές και οι 16 µη γραµµατικές. Τέλος, οι προτάσεις αυτής της συνθήκης παρουσιάζουν ποικιλία και στις τιµές της συµφωνίας υποκειµένου και ρήµατος. 199 5.2.2.3 οκιµασία επανάληψης πρότασης: σχεδιασµός Στόχο αυτής της δοκιµασίας αποτελεί ο έλεγχος της ικανότητας των αγραµµατικών συµµετεχόντων να επαναλαµβάνουν (δηλ. να παράγουν µέσω της επανάληψης) δοµές που εµπλέκουν τις κατηγορίες του χρόνου, της συµφωνίας και της όψης και παράλληλα ο έλεγχος της λεκτικής µνήµης εργασίας τους, καθώς αυτή συµβάλλει αποφασιστικά στην εκτέλεση του γλωσσικού καθήκοντος της επανάληψης πρότασης ή ακόµη και λέξης (Ν. Martin, 2001: 137, 139), ενώ και γενικότερα παίζει σηµαντικό ρόλο στη γλωσσική επίδοση, καθώς συνδέεται αποφασιστικά µε τις όψεις της επεξεργασίας των γλωσσικών ερεθισµάτων (π.χ. Avrutin, 2000 Kok, van Doorn & Kolk, 2007). 200 Η δοκιµασία επανάληψης χρησιµοποιείται όχι µόνο σαν µέσο για τον έλεγχο της κατάστασης της µνήµης εργασίας, αλλά και ως γενικότερο διαγνωστικό εργαλείο που, σε συνδυασµό µε τα αποτελέσµατα άλλων δοκιµασιών, συµβάλλει στον εντοπισµό της εστίας της γλωσσικής διαταραχής (Ν. Martin, 2001: 154). Κι αυτό διότι, όπως υποστηρίζεται (ό.π.: 149), η επίδοση στη δοκιµασία επανάληψης αντανακλά τις γλωσσικές πληροφορίες στις οποίες έχει πρόσβαση ο συµµετέχων και τις οποίες µπορεί να διατηρήσει ενεργές, προκειµένου να επαναλάβει το αρχικό γλωσσικό ερέθισµα. Επιπλέον, τα ιδιαίτερα χαρα- 198 Από τις προτάσεις µε συνοπτική όψη-στόχο, 14 είναι παρελθοντικής αναφοράς και 14 είναι µελλοντικής αναφοράς, ενώ από τις προτάσεις µε µη συνοπτική όψη-στόχο, 15 είναι παρελθοντικής αναφοράς και 13 είναι µελλοντικής αναφοράς. 199 Συγκεκριµένα, 13 προτάσεις είναι α προσώπου ενικού (αριθµού), 9 είναι β προσώπου ενικού, 16 είναι γ προσώπου ενικού, 7 είναι α προσώπου πληθυντικού, 4 είναι β προσώπου πληθυντικού και 7 είναι γ προσώπου πληθυντικού. 200 Εύλογη είναι λοιπόν και η σύνδεση της µνήµης εργασίας µε τις ερµηνείες της επεξεργασίας για το διαταραγµένο λόγο (ό.π.). 259
κτηριστικά της επίδοσης των συµµετεχόντων κατά τη δοκιµασία αυτή, που αφορούν τοσο τις σωστές όσο και τις λαθεµένες απαντήσεις, µπορούν να δώσουν επιπρόσθετες κρίσιµες πληροφορίες σχετικά µε τις διαθέσιµες γλωσσικές διαδικασίες και αναπαραστάσεις, ενώ τα είδη των λαθών συχνά αποτελούν ενδείξεις του επιπέδου (φωνητικού, φωνολογικού, λεξικού ή σηµασιολογικού) ή των επιπέδων της επεξεργασίας που «υποστηρίζουν» ή όχι τις απαντήσεις/επιδόσεις των συµµετεχόντων (ό.π.). Όπως έχει ήδη ειπωθεί, αυτή η δοκιµασία σχεδιάστηκε βάσει της δοκιµασίας συµπλήρωσης πρότασης, καθώς οι προτάσεις της ταυτίζονται µε τις ΠΣ της τελευταίας. Συγκεκριµένα, η δοκιµασία αυτή περιλαµβάνει 168 προτάσεις, 56 ανά λειτουργική κατηγορία (χρόνο, συµφωνία, όψη), οι οποίες εκφωνούνται στους συµµετέχοντες και αυτοί καλούνται να τις επαναλάβουν αυτούσιες. Αξίζει να σηµειωθεί, ωστόσο, πως ο ΓΛ δεν εξετάστηκε στο σύνολο της παραπάνω δοκιµασίας, αλλά µόνο σε 126 προτάσεις, 42 ανά λειτουργική κατηγορία. 5.2.2.4 ιαδικασία διενέργειας δοκιµασιών συµπλήρωσης, κρίσης γραµµατικότητας και επανάληψης πρότασης Αναφορικά µε τη διενέργεια των πειραµάτων, για λειτουργικούς λόγους η καθεµιά από τις τρεις παραπάνω δοκιµασίες κατατµήθηκε σε τέσσερα υποπακέτα. Συγκεκριµένα, οι 168 προτάσεις (ή ζεύγη ΑΠ ΠΣ σε ό,τι αφορά τη δοκιµασία συµπλήρωσης πρότασης) της κάθε δοκιµασίας συγκρότησαν από τέσσερα υποπακέτα των 42 προτάσεων (ή ζευγών ΑΠ-ΠΣ). Το κάθε υποπακέτο περιλάµβανε 14 προτάσεις/ζεύγη που έλεγχαν τη συµφωνία, 14 προτάσεις/ζεύγη που έλεγχαν το χρόνο και 14 προτάσεις/ζεύγη που έλεγχαν την όψη. Και στις τρεις δοκιµασίες οι συνθήκες της συχνότητας και της οµαλότητας του ρήµατος κατανεµήθηκαν ισοµερώς µεταξύ των τεσσάρων υποπακέτων της καθεµιάς από τις τρεις λειτουργικές κατηγορίες. Επίσης, η γενικότερη κατανοµή των ρη- µάτων έγινε έτσι, ώστε σε κανένα από τα τέσσερα υποπακέτα των 42 προτάσεων/ζευγών να µην εµφανίζεται το ίδιο ρήµα πάνω από µία φορά στην καθεµιά δηλαδή από τις τρεις συνθήκες (των 14 προτάσεων) εµφανίζονταν διαφορετικά ρήµατα. Σε κάθε υποπακέτο οι συνθήκες της συµφωνίας, του χρόνου και της όψης αναµίχθηκαν µεταξύ τους και η τυχαία σειρά των προτάσεων/συνθηκών που προέκυψε διατηρήθηκε σταθερή για όλους τους συµµετέχοντες κατά τη διεξαγωγή του πειράµατος. Σε ό,τι αφορά τη δοκι- µασία συµπλήρωσης πρότασης, σε καµία περίπτωση δεν υπήρχαν πάνω από δύο συνε- 260
χόµενα ζεύγη ΑΠ ΠΣ της ίδιας συνθήκης. Στα υποπακέτα της δοκιµασίας κρίσης γραµ- µατικότητας πρότασης, δεν απαντούσαν ποτέ περισσότερες από τρεις προτάσεις της ίδιας συνθήκης (χρόνου, συµφωνίας, όψης) στη σειρά. Επίσης, πάντα σε ό,τι αφορά τη δοκιµασία κρίσης γραµµατικότητας πρότασης, σε κάθε υποπακέτο (πέρα από τις τρεις συνθήκες) διαπλέκονταν και οι γραµµατικές µε τις αντιγραµµατικές προτάσεις κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να µην υπάρχουν πάνω από τέσσερις συνεχόµενες γραµµατικές ή α- ντιγραµµατικές προτάσεις. 201 Όπως προδιαγράφεται και από την παραπάνω γενικότερη κατανοµή, οι δοκιµασίες συµπλήρωσης, κρίσης γραµµατικότητας και επανάληψης πρότασης διενεργήθηκαν σε τέσσερις συνεδρίες. Αυτές οι συνεδρίες διεξήχθησαν µε τουλάχιστον πέντε µέρες διαφορά η µία από την άλλη και δεν διαρκούσαν πάνω από 45. Οι παραπάνω δοκιµασίες διενεργήθηκαν παράλληλα, καθώς σε καθεµία από τις τέσσερις συνεδρίες χρησιµοποιούνταν τρία υποπακέτα, ένα για κάθε δοκιµασία. Αναγκαστικά λοιπόν εµφανίζονταν τα ίδια ρήµατα δύο ή τρεις φορές σε κάθε συνεδρία. 202 Η κατανοµή τους, ωστόσο, στα υ- ποπακέτα των τριών δοκιµασιών έγινε µε τέτοιο τρόπο, ώστε σε κάθε συνεδρία το ίδιο ρήµα να ελέγχει µια διαφορετική συνθήκη ανά δοκιµασία. Για παράδειγµα, το ίδιο ρή- µα θα µπορούσε να ελέγχει το χρόνο στη δοκιµασία συµπλήρωσης πρότασης, την όψη στη δοκιµασία κρίσης γραµµατικότητας πρότασης και τη συµφωνία στη δοκιµασία επανάληψης πρότασης. Σε κάθε συνεδρία αρχικά διεξαγόταν η δοκιµασία συµπλήρωσης πρότασης (πιο συγκεκριµένα: ένα από τα υποπακέτα της), στη συνέχεια η δοκιµασία κρίσης γραµµατικότητας πρότασης και στο τέλος η δοκιµασία επανάληψης πρότασης. Η λογική βάσει της οποίας επιλέχτηκε η παραπάνω σειρά διενέργειας των εν λόγω δοκιµασιών συνδέεται µε το εξής: Αν και δεν χρησιµοποιούνται ποτέ οι ίδιες ακριβώς προτάσεις σε περισσότερες από µία δοκιµασίες στο πλαίσιο της ίδιας συνεδρίας, 203 201 Στο σύνολο των τεσσάρων υποπακέτων αυτής της δοκιµασίας µόνο µία φορά κατ εξαίρεση απαντούν έξι συνεχόµενες προτάσεις του ίδιου τύπου (γραµµατικές προτάσεις). 202 Η παραπάνω συχνότητα εµφάνισης του κάθε ρήµατος ανά συνεδρία οφείλεται στο γεγονός ότι συνολικά τα ρήµατα είναι 56 και εµφανίζονται τρεις φορές σε κάθε δοκιµασία (µία φορά για κάθε συνθήκη), ενώ οι δοκιµασίες έχουν «τεµαχιστεί» σε τέσσερα υποπακέτα έκαστη, το καθένα εκ των οποίων περιλαµβάνει 42 προτάσεις (ή ζεύγη προτάσεων). Κατά συνέπεια, δεδοµένου ότι α) το κάθε ρήµα εµφανίζεται συνολικά εννιά φορές (3 δοκιµασίες Χ 3 συνθήκες) και β) αυτές οι εµφανίσεις του µοιράζονται σε τέσσερις συνεδρίες, το κάθε ρήµα εµφανίζεται δύο ή τρεις φορές ανά συνεδρία. Συγκεκριµένα, το κάθε ρήµα εµφανίζεται 2.25 φορές ανά συνεδρία. 203 Θυµίζουµε ότι στο σύνολο της κάθε δοκιµασίας και όχι στο πλαίσιο των υποπακέτων της κάθε δοκι- µασίας οι προτάσεις της δοκιµασίας επανάληψης πρότασης και οι µισές από τις προτάσεις της δοκιµασίας κρίσης γραµµατικότητας πρότασης ταυτίζονται µε τις ΠΣ της δοκιµασίας συµπλήρωσης πρότασης. Οι άλλες µισές προτάσεις της δοκιµασίας κρίσης γραµµατικότητας πρότασης αποτελούν απλώς παραλλαγές (εσκεµµένα λαθεµένες) των τελευταίων. 261
κατ ουσίαν, ωστόσο, δεν παύει να «είναι παρούσα» 204 σε κάθε συνεδρία σχεδόν η ίδια δοµή/το ίδιο προτασικό περιεχόµενο (ή ακριβέστερα η ραχοκοκαλιά του) δύο ή τρεις φορές (βλ. υποσ. 202), σε διαφορετική εκδοχή/παραλλαγή ανά δοκιµασία ανάλογα µε τη λειτουργική κατηγορία που ελέγχεται κάθε φορά. Για παράδειγµα, στην ίδια συνεδρία (συγκεκριµένα στη δεύτερη) περιλαµβάνονται η ΠΣ Αύριο εγώ [θα ψήσω µπριζόλες], 205 η οποία ελέγχει το χρόνο και ανήκει στο δεύτερο υποπακέτο της δοκιµασίας συ- µπλήρωσης πρότασης, η ΠΣ Μετά εγώ θα ψήνω τις µπριζόλες επί µία ώρα, η οποία ε- λέγχει την όψη και ανήκει στο δεύτερο υποπακέτο της δοκιµασίας κρίσης γραµµατικότητας, 206 και η πρόταση Εσύ θα ψήσεις µπριζόλες, η οποία ελέγχει τη συµφωνία και α- νήκει στο δεύτερο υποπακέτο της δοκιµασίας επανάληψης πρότασης. Είναι φανερό λοιπόν πως αυτές οι τρεις εκδοχές της ίδιας δοµής δεν παύει να επικαλύπτονται σε µεγάλο βαθµό µεταξύ τους, γεγονός που υπαγορεύει και την παραπάνω σειρά διενέργειας των συγκεκριµένων δοκιµασιών. Είναι προφανές δηλαδή πως δεν θα ήταν µεθοδολογικά δόκιµο να δίνεται πρώτα η πρόταση ολοκληρωµένη και γραµµατική, στο πλαίσιο της δοκιµασίας επανάληψης πρότασης, και κατόπιν στο πλαίσιο της δοκιµασίας συµπλήρωσης πρότασης να ζητείται η συµπλήρωσή της µε το ρήµα που ήδη εµφανίστηκε λίγο πριν και µάλιστα στον ίδιο τύπο. Οµοίως, δεν θα ήταν µεθοδολογικά σωστό να διενεργείται πρώτα η δοκιµασία επανάληψης, όπου όλες οι προτάσεις είναι γραµµατικές, και στη συνέχεια να διενεργείται η δοκιµασία κρίσης γραµµατικότητας, όπου δίνονται οι ί- διες περίπου δοµές, άλλες αυτούσιες και γραµµατικές και άλλες παραλλαγµένες και α- ντιγραµµατικές, καλώντας τους συµµετέχοντες να κρίνουν τη γραµµατικότητά τους. Η προηγούµενη έκθεσή τους στις αντίστοιχες παρόµοιες γραµµατικές δοµές της δοκιµασίας επανάληψης θα µπορούσε να επηρεάσει θετικά την επίδοσή τους στη δοκιµασία κρίσης γραµµατικότητας και, ως εκ τούτου, να υπονοµεύσει την αξιοπιστία των αποτελεσµάτων της. Τέλος, θα πρέπει να σηµειωθεί πως σε κάθε συνεδρία πραγµατοποιούνταν στην αρχή κάθε δοκιµασίας σχετική εκπαίδευση των συµµετεχόντων, όπου εξηγούνταν η δοκιµασία και παράλληλα σε ό,τι αφορά ειδικότερα τις δοκιµασίες συµπλήρωσης και κρίσης γραµµατικότητας πρότασης γινόταν πιλοτική εφαρµογή, ώστε να διασφαλιστεί 204 Χρησιµοποιώ σκοπίµως εισαγωγικά, καθώς άλλοτε αυτή η δοµή είναι παρούσα έµµεσα, ως µη πραγ- µατωµένη ΠΣ αλλά ως ζητούµενο (όπως, για παράδειγµα, συµβαίνει στη δοκιµασία συµπλήρωσης πρότασης) και άλλοτε είναι παρούσα ρητά, δηλ. ήδη πραγµατωµένη (όπως, για παράδειγµα, συµβαίνει στη δοκιµασία επανάληψης πρότασης). Η δοκιµασία κρίσης γραµµατικότητας αποτελεί ενδιάµεση περίπτωση, καθώς η ΠΣ στις µισές περιπτώσεις πραγµατώνεται (γραµµατικές προτάσεις) και στις άλλες µισές όχι (αντιγραµµατικές προτάσεις). 205 Η ΑΠ γι αυτή την ΠΣ είναι Χθες εγώ έψησα µπριζόλες. 206 Όπως είναι προφανές, στην περίπτωση αυτή η ΠΣ δίνεται ήδη πραγµατωµένη, δηλ. γραµµατική, και απλά ζητείται η επικύρωση της γραµµατικότητάς της από το συµµετέχοντα. 262
η κατανόηση από την πλευρά των συµµετεχόντων της (φύσης της) κάθε δοκιµασίας. Πιο συγκεκριµένα, κατά την πιλοτική εφαρµογή της δοκιµασίας συµπλήρωσης πρότασης και της δοκιµασίας κρίσης γραµµατικότητας πρότασης χρησιµοποιήθηκαν από έξι παραδείγµατα εκπαίδευσης (δηλ. ζεύγη ΑΠ ΠΣ και µεµονωµένες προτάσεις αντίστοιχα) για κάθε δοκιµασία, δύο ανά συνθήκη. Για λόγους αντιπροσωπευτικότητας, οι δύο ΠΣ που αντιστοιχούσαν σε καθεµία από τις τρεις συνθήκες είχαν διαφορετική τιµή-στόχο. Επιπλέον, οι προτάσεις εκπαίδευσης της δοκιµασίας κρίσης γραµµατικότητας περιλάµβαναν για κάθε συνθήκη µια πρόταση που ήταν γραµµατική και µια πρόταση που ή- ταν αντιγραµµατική (βλ. ζεύγη εκπαίδευσης 8-13 για τη δοκιµασία συµπλήρωσης πρότασης και προτάσεις εκπαίδευσης 14-19 για τη δοκιµασία κρίσης γραµµατικότητας πρότασης). Τέλος, όπως είναι φυσικό, τα ρήµατα των προτάσεων που χρησιµοποιήθηκαν για την εκπαίδευση των συµµετεχόντων συµµορφώνονταν στα κριτήρια επιλογής των πειραµατικών ρηµάτων τα οποία αφορούν το πλαίσιο υποκατηγοριοποίησής τους και το µήκος τους, αλλά ασφαλώς δεν συµπεριλαµβάνονταν σε αυτά (δηλ. στα ρήµατα που επιλέχτηκαν για τη δόµηση των πειραµατικών προτάσεων). Σε αντίθεση µε τις δύο προαναφερθείσες δοκιµασίες, η δοκιµασία επανάληψης πρότασης λόγω του πολύ α- πλού χαρακτήρα της δεν περιλάµβανε προτάσεις εκπαίδευσης παρά µόνο οδηγίες, που καλούσαν τους συµµετέχοντες να επαναλαµβάνουν την πρόταση που τους εκφωνούνταν κάθε φορά. (8) ΑΠ: Εγώ παίρνω χάπια. ΠΣ: Εσύ [παίρνεις χάπια] (συνθήκη συµφωνίας) (9) ΑΠ: Εσύ έχασες το πορτοφόλι. ΠΣ: Εσείς [χάσατε το πορτοφόλι] (συνθήκη συµφωνίας) (10) ΑΠ: Πέρυσι εγώ βρήκα δουλειά. ΠΣ: Του χρόνου εγώ [θα βρω δουλειά] (συνθήκη χρόνου) (11) ΑΠ: Τώρα εγώ δίνω αίµα. ΠΣ: Χθες εγώ [έδωσα αίµα] (συνθήκη χρόνου) (12) ΑΠ: Χθες επί µία ώρα η καθαρίστρια σκούπιζε το σπίτι. ΠΣ: Χθες µέσα σε µία ώρα η καθαρίστρια [σκούπισε το σπίτι] (συνθήκη όψης) (13) ΑΠ: Αύριο στις 8.00 το παιδί θα παίξει µπάλα. ΠΣ: Αύριο επί δύο ώρες το παιδί [θα παίζει µπάλα] (συνθήκη όψης) (14) Εγώ παίρνω χάπια. (συνθήκη συµφωνίας) (15) Εσύ έχασα το πορτοφόλι. (συνθήκη συµφωνίας) 263
(16) Του χρόνου εγώ βρήκα µια δουλειά. (συνθήκη χρόνου) (17) Χθες εγώ έδωσα αίµα. (συνθήκη χρόνου) (18) Χθες η καθαρίστρια σκούπισε το σπίτι µέσα σε µία ώρα. (συνθήκη όψης) (19) Αύριο το παιδί θα παίξει µπάλα επί δύο ώρες. (συνθήκη όψης) 5.2.2.5 οκιµασία αντιστοίχισης πρότασης µε εικόνα Στόχος της δοκιµασίας αντιστοίχισης πρότασης µε εικόνα, όπως προαναφέρεται, είναι ο έλεγχος της κατανόησης της λειτουργικής κατηγορίας του χρόνου. Αυτή η δοκιµασία περιλαµβάνει 18 προτάσεις, η καθεµιά από τις οποίες συνοδεύεται από τρεις εικόνες. Αυτές οι εικόνες αναπαριστούν την κατάσταση πραγµάτων (δραστηριότητα/πράξη/ γεγονός) στην οποία κάνει αναφορά η πρόταση που τις συνοδεύει απεικονίζοντάς την σε τρεις διαφορετικές εκδοχές της στο χρονικό άξονα: στο τώρα, στο πριν και στο µετά (βλ. σχήµατα 5.1, 5.2 και 5.3 αντίστοιχα). Οι τρεις χρονικές εκδοχές του εκάστοτε γεγονότος (δηλ. οι τρεις εικόνες για την κάθε πρόταση) παρουσιάζονται σε τυχαία σειρά, έ- τσι ώστε να αποφευχθεί η ενδεχόµενη εφαρµογή µη γλωσσικών στρατηγικών από την πλευρά των αγραµµατικών. Από τις προτάσεις της δοκιµασίας, επτά βρίσκονται στον α- όριστο, έξι στον ενεστώτα και πέντε στο µέλλοντα. Οι συµµετέχοντες καλούνται να α- ντιστοιχίσουν την εκάστοτε πρόταση µε µια από τις τρεις εικόνες που τους παρουσιάζονται κάθε φορά. Λόγω της φύσης της αυτή η δοκιµασία µεταξύ των κριτηρίων επιλογής των ρη- µάτων έθετε και αυτό της απεικονισιµότητάς τους, καθώς και το κριτήριο βάσει του ο- ποίου αυτά τα ρήµατα (ή, πιο συγκεκριµένα, το αντικείµενο αναφοράς τους) θα έπρεπε να ήταν τελικά (telic) ή έστω να επιδέχονταν τελική ανάγνωση/ερµηνεία (telic reading), κατά την οποία δηλαδή αυτά θα διέθεταν µια εσωτερική χρονική σύσταση και, ειδικότερα, τη χρονική διάρθρωση «αρχή-µέση/εξέλιξη-τέλος». Όπως είναι φυσικό, κριτήρια σαν τα παραπάνω µειώνουν αισθητά τον αριθµό των υποψήφιων ρηµάτων. Συνέπεια του παραπάνω περιορισµού είναι η επιλογή µας να µην ελέγξουµε µέσω αυτής της δοκιµασίας την επίδραση των µεταβλητών της οµαλότητας και της συχνότητας των ρηµάτων στην επίδοση των συµµετεχόντων. Αξίζει, τέλος, να σηµειωθεί πως η οµάδα ελέγχου δεν έκανε κανένα λάθος στην εν λόγω δοκιµασία και, συνεπώς, η επίδοσή της δεν θα σχολιαστεί στη συνέχεια. 264
Σχήµα 5.1. Οι παραπάνω εικόνες συνοδεύονταν από την πρόταση Η κυρία ποτίζει τη γλάστρα (εικόνα-στόχος η δεύτερη) Σχήµα 5.2. Οι παραπάνω εικόνες συνοδεύονταν από την πρόταση Το αγόρι έβρεξε το κορίτσι (εικόνα-στόχος η δεύτερη) 265
Σχήµα 5.3. Οι παραπάνω εικόνες συνοδεύονταν από την πρόταση Ο σκύλος θα δαγκώσει τον κύριο (εικόνα-στόχος η τρίτη) 5.2.2.6 Κριτήρια βαθµολόγησης Σε ό,τι αφορά τη δοκιµασία συµπλήρωσης πρότασης, όπως προαναφέρεται (βλ. ενότητα 5.2.2.1), απαρέγκλιτα η ΑΠ διέφερε από την ΠΣ µόνο ως προς τη συνθήκη που εξεταζόταν κάθε φορά. Η βαθµολόγηση της επίδοσης των συµµετεχόντων βασίζεται µόνο στην υπό εξέταση συνθήκη. Για παράδειγµα, στο πειραµατικό ζεύγος Οι αγρότες ανεβάζουν τις τιµές Ο αγρότης, µε το οποίο ελέγχεται η συµφωνία, ως σωστή βαθµολογείται οποιαδήποτε πραγµάτωση του ρήµατος ανεβάζω η οποία βρίσκεται στο γ πρόσωπο ενικού αριθµού, ανεξαρτήτως χρόνου ή όψης. Έτσι, µια ενδεχόµενη α- πάντηση Ο αγρότης ανέβαζε τις τιµές θα θεωρηθεί σωστή. Στο παραπάνω (υποθετικό) παράδειγµα η αυθαίρετη από την πλευρά του συµµετέχοντος αλλαγή του χρόνου (σε σχέση µε το χρόνο του ρήµατος της ΑΠ) δεν µπορεί να βαθµολογηθεί ως λαθεµένη, διότι τα ζεύγη ΑΠ ΠΣ που ελέγχουν τη συµφωνία δεν περιλαµβάνουν περιοριστικά επιρρηµατικά στοιχεία (επιρρήµατα ή ΠροθΦ) που να επιβάλλουν την πραγµάτωση µιας συγκεκριµένης τιµής του χρόνου. Κάτι ανάλογο συµβαίνει και µε τα ζεύγη των προτάσεων που ελέγχουν το χρόνο, καθώς σε αυτά η όψη δεν αποτελεί µεταβλητή ως προς την οποία καλείται να συµµορφωθεί ο συµµετέχων. Για παράδειγµα, από τη στιγµή που 266
το ζεύγος Αύριο εσείς θα λούσετε τα µαλλιά σας Χθες εσείς δεν περιλαµβάνει περιοριστικά επιρρηµατικά στοιχεία που να επιβάλλουν την πραγµάτωση µιας συγκεκριµένης τιµής της όψης, τότε µια πιθανή πραγµάτωση από την πλευρά των συµµετεχόντων Χθες εσείς λούζατε τα µαλλιά σας θα βαθµολογηθεί ως σωστή, παρά το γεγονός ότι θα συνιστά αυθαίρετη αλλαγή της όψης (σε σχέση µε την όψη του αφετηριακού τύπου). Τα κριτήρια βαθµολόγησης δεν διαφοροποιούνται ουσιαστικά στην περίπτωση που στα ζεύγη προτάσεων που ελέγχουν το χρόνο και την όψη πραγµατωθεί από την πλευρά των συµµετεχόντων κάποιος ρηµατικός τύπος που είναι σωστός ως προς το χρόνο-στόχο ή ως προς την όψη-στόχο αλλά λαθεµένος ως προς τη συµφωνία (π.χ. Αύριο εσείς θα λούσετε τα µαλλιά σας Χθες εσείς λούσαµε τα µαλλιά σας/µας). Σε αυτές τις περιπτώσεις, µια τέτοια πραγµάτωση θα θεωρηθεί σωστή ως προς το χρόνο ή την ό- ψη (δηλ. ως προς τις υπό εξέταση κατηγορίες), αλλά λαθεµένη ως προς τη συµφωνία, έ- στω και αν δεν καταχωριστεί «επίσηµα» ως λάθος συµφωνίας λόγω του ότι δεν θα έχει σηµειωθεί στο πλαίσιο των προτάσεων που ελέγχουν ειδικά τη συµφωνία. Το ότι πραγ- µατώσεις αυτού του τύπου αποτελούν λάθη (συµφωνίας) οφείλεται στο γεγονός ότι η συµφωνία στα πειραµατικά ζεύγη των συνθηκών της όψης και του χρόνου είναι παρούσα ως µεταβλητή (καθώς κατά την πειραµατική διαδικασία µετά την εκφώνηση της ΑΠ εκφωνείται πέρα από το χρονικό επίρρηµα της ΠΣ ή το περιοριστικό στοιχείο της που αφορά την όψη και το υποκείµενό της) και ο συµµετέχων καλείται να συµµορφώσει την απάντησή του σε αυτήν. Σε ό,τι αφορά τα κριτήρια που εφαρµόστηκαν για τη βαθµολόγηση της επίδοσης στη δοκιµασία κρίσης γραµµατικότητας, αυτά ήταν αρκετά ξεκάθαρα, καθώς η κάθε πρόταση που παρουσιαζόταν στους συµµετέχοντες ήταν είτε λαθεµένη (αντιγραµµατική) είτε σωστή (γραµµατική) και, στην πρώτη περίπτωση, το λάθος αφορούσε την παραβίαση µίας µόνο συνθήκης. Κατά συνέπεια, κριτήριο βαθµολόγησης για τη συγκεκριµένη δοκιµασία ήταν η κρίση των συµµετεχόντων για τη γραµµατικότητα των προτάσεων, η οποία εκφραζόταν µε τις λέξεις σωστό vs. λάθος ή, εναλλακτικά, µε τις λέξεις ναι vs. όχι. 207 Αρκετά πιο σύνθετη είναι η κατάσταση σε ό,τι αφορά τα κριτήρια που εφαρµόστηκαν για τη βαθµολόγηση της επίδοσης στη δοκιµασία επανάληψης πρότασης. Συγκεκριµένα, σωστές απαντήσεις σε αυτή τη δοκιµασία θεωρήθηκαν α) οι αυτούσιες ε- παναλήψεις των προτάσεων που εκφωνούνταν στους συµµετέχοντες, β) οι επαναλήψεις των προτάσεων µε παράλειψη ωστόσο των προσαρτηµάτων (π.χ. ΠροθΦ, επιρρηµα- 207 H επιλογή µεταξύ των δύο ζευγών λέξεων ήταν στην ευχέρεια των συµµετεχόντων. 267
τικοί προσδιορισµοί) (π.χ. Τώρα αυτοί κουρδίζουν τα ρολόγια Τώρα αυτοί κουρδίζουν τα ρολόγια, Αύριο εµείς µέσα σε µία ώρα θα στολίσουµε το δέντρο Αύριο εµείς µέσα σε µία ώρα θα στολίσουµε το δέντρο) και των αντωνυµικών υποκειµένων (π.χ. Αυτή τη στιγ- µή εσύ βγάζεις τα ρούχα σου Αυτή τη στιγµή εσύ βγάζεις τα ρούχα σου) και γ) οι επαναλήψεις προτάσεων µε µικρές αλλαγές στη σειρά των λέξεων 208 που δεν επέφεραν κάποια σηµαντική αλλοίωση της σηµασίας της αρχικής πρότασης (π.χ. Τον τελευταίο µήνα µόνο µία φορά εγώ ήπια µπύρα Τον τελευταίο µήνα εγώ µόνο µία φορά ήπια µπύρα). Οι παραπάνω παραλείψεις θεωρώ πως, στο βαθµό που ούτε οδηγούν σε αντιγραµµατικό εκφώνηµα ούτε αλλοιώνουν σηµαντικά το νόηµα της αρχικής πρότασης, δεν συνεπάγονται λαθεµένες απαντήσεις. Αντίθετα, η επανάληψη των προτάσεων µε αυτού του είδους τις παραλείψεις ερµηνεύεται ως επιτυχής προσαρµογή στους πιθανότατα µειωµένους υπολογιστικούς πόρους (ή, αλλιώς, στην προβληµατική βραχυπρόθεσµη µνήµη) των συµµετεχόντων εντός του πλαισίου του γλωσσικού συστήµατος. Ως λαθεµένες α- παντήσεις θεωρήθηκαν α) οι αντιγραµµατικές επαναλήψεις των αρχικών προτάσεων (π.χ. Εσείς θα µάθετε Αγγλικά Εσείς [Εσύ] θα µάθετε Αγγλικά), β) οι επαναλήψεις προτάσεων από τις οποίες παραλείπεται το ονοµατικό υποκείµενο (π.χ. Αύριο όλο το πρωί ο αγρότης θα σπέρνει σιτάρι Αύριο όλο το πρωί ο αγρότης θα σπέρνει σιτάρι) στο βαθµό που η παράλειψή του συνεπάγεται απώλεια σηµαντικής πληροφορίας σχετικά µε το εξωτερικό όρισµα της πρότασης και τη θεµατική εσχάρα (thematic grid) του ρήµατος της πρότασης και γ) οι επαναλήψεις προτάσεων κατά τις οποίες σηµειώνεται διαγραφή/υποκατάσταση στοιχείων που αλλοιώνουν το νόηµα της αρχικής πρότασης (π.χ. Πριν µέσα σε ένα µόλις λεπτό το παιδί έδεσε τα κορδόνια του Πριν µέσα σε ένα µόλις λεπτό το παιδί έδεσε τα κορδόνια του). 209 208 Σκοπίµως δεν κάνω αναφορά σε σειρά των όρων, επειδή οι όροι αφορούν µόνο το ρήµα και τα ορίσµατα (Υ, Α), ενώ στα σχετικά παραδείγµατα (βλ. παρακάτω στο κυρίως κείµενο) δεν γίνεται αλλαγή στη σειρά των όρων, αλλά στη σειρά κάποιων άλλων λέξεων. Σηµειώνεται, για παράδειγµα, αλλαγή της θέσης του επιρρηµατικού στοιχείου. 209 Για διεξοδικότερη εξέταση των λαθών που σηµειώθηκαν στη δοκιµασία αυτή, βλ. την ενότητα 5.3.4. 268
5.3 Αποτελέσµατα 5.3.1 Αποτελέσµατα δοκιµασίας συµπλήρωσης πρότασης 5.3.1.1 Αποτελέσµατα δοκιµασίας συµπλήρωσης ως προς τις λειτουργικές κατηγορίες Στη δοκιµασία συµπλήρωσης πρότασης ο ΓΘ έχει συνολικά µεγαλύτερη δυσκολία από τον ΓΛ, καθώς αποτυγχάνει στις 81 από τις 168 πειραµατικές προτάσεις (48.21% αποτυχία), ενώ ο ΓΛ αποτυγχάνει στις 64 από τις 168 προτάσεις (38.1% αποτυχία) (βλ. πίνακα 5.1). Αυτή η διαφοροποίηση, ωστόσο, στη συνολική επίδοση των δύο αγραµµατικών δεν είναι στατιστικά σηµαντική (χ 2 =3.10, n.s.). Οι αγραµµατικοί που συµµετείχαν σ αυτή τη δοκιµασία εµφανίζουν σε όλες τις περιπτώσεις (πλην αυτής που αφορά την επίδοση των ΓΘ και ΑΚ ως προς τη συµφωνία) σηµαντικά χαµηλότερη επίδοση από τους αντίστοιχους οµιλητές της οµάδας ελέγχου (ΓΘ-ΑΚ} χρόνος: χ 2 =29.58, p<.001 συµφωνία: χ 2 =1.36, n.s. όψη: χ 2 =51.26, p<.001 ΓΛ-ΣΑ} χρόνος: χ 2 =10.63, p<.01 συµφωνία: χ 2 =8.81, p<.01 όψη: χ 2 =40.96, p<.001 ΓΛ-ΘΦ} χρόνος: χ 2 =20.35, p<.001 συµφωνία: χ 2 =8.81, p<.01 όψη: χ 2 =47.61, p<.001). Στην τροπικότητα της παραγωγής η όψη εµφανίζεται ως η σοβαρότερα διαταραγµένη λειτουργική κατηγορία και για τους δύο αγραµµατικούς (82.14% αποτυχία για τον ΓΘ και 62.5% αποτυχία για τον ΓΛ), µε το χρόνο να ακολουθεί ως προς τη δυσκολία που προκαλεί (57.14% αποτυχία για τον ΓΘ και 33.93% αποτυχία για τον ΓΛ). Α- ντίθετα, η συµφωνία εµφανίζεται ως η λιγότερο διαταραγµένη κατηγορία τόσο για τον αγραµµατικοί Πίνακας 5.1 Επίδοση (αριθµός λαθών & % ποσοστά) των συµµετεχόντων ανά λειτουργική κατηγορία στη δοκιµασία συµπλήρωσης πρότασης Χρόνος Συµφωνία Όψη Σύνολο Α1 (ΓΘ) 32/56 (57.14%) 3/56 (5.36%) 46/56 (82.14%) 81/168 (48.21%) A2 (ΓΛ) 19/56 (33.93%) 10/56 (17.86%) 35/56 (62.5%) 64/168 (38.1%) οµάδα ελέγχου Σ1-1 (AK) 4/56 (7.14%) 0/56 (0%) 7/56 (12.5%) 11/168 (6.55%) Σ2-2 (ΣΑ) 4/56 (7.14%) 0/56 (0%) 2/56 (3.57%) 6/168 (3.57%) Σ3-2 (ΘΦ) 0/56 (0%) 0/56 (0%) 0/56 (0%) 0/168 (0%) 269
ΓΘ (5.36% αποτυχία) όσο και για τον ΓΛ (17.86% αποτυχία). Σε ό,τι αφορά τη στατιστική σηµαντικότητα των διαχωρισµών µεταξύ των κατηγοριών (σε ατοµικό επίπεδο) για τους αγραµµατικούς αυτής της έρευνας, η εικόνα είναι η εξής: Η επίδοση του ΓΘ στη συµφωνία είναι σηµαντικά καλύτερη από την επίδοσή του στο χρόνο (χ 2 =32.29, p<.001) και η επίδοσή του στο χρόνο, µε τη σειρά της, είναι σηµαντικά καλύτερη από την επίδοσή του στην όψη (χ 2 =7.07, p<.01). Κατά συνέπεια, η επίδοσή του στη συµφωνία είναι σηµαντικά καλύτερη (και) από την επίδοσή του στην όψη (χ 2 =63.43, p<.001). Σε ό,τι αφορά τα πρότυπα επίδοσης του ΓΛ, η συµφωνία και ο χρόνος δεν εµφανίζουν σηµαντική διαφοροποίηση µεταξύ τους (χ 2 =2.95, n.s.), ωστόσο και οι δύο κατηγορίες διαφοροποιούνται σηµαντικά σε σχέση µε την κατηγορία της ό- ψης, καθώς η επίδοση του ΓΛ σε αυτές είναι σηµαντικά υψηλότερη από την επίδοσή του στην όψη (συµφωνία vs. όψη: χ 2 =21.21, p<.001 χρόνος vs. όψη: χ 2 =7.97, p<.01). Τέλος, η σύγκριση της (επιτυχούς) επίδοσης του κάθε συµµετέχοντος µε τα επίπεδα της τυχαίας επίδοσης ανά κατηγορία δείχνει τα εξής: Η επίδοση του ΓΘ είναι τυχαία στο χρόνο (χ 2 =0.71, n.s.), υψηλότερη από τυχαία στη συµφωνία (χ 2 =65.25, p<.001) και χαµηλότερη από τυχαία (below chance) στην όψη (χ 2 =11.41, p<.001). Σε ό,τι αφορά την επίδοση του ΓΛ, αυτή είναι υψηλότερη από τυχαία στο χρόνο (χ 2 =10.64, p<.01) και τη συµφωνία (χ 2 =45.02, p<.001) και τυχαία στην όψη (χ 2 =1.29, n.s.). Σε ό,τι αφορά την οµάδα ελέγχου, όπως αναµενόταν, και τα τρία µέλη της, είχαν υψηλότερη α- πό τυχαία επίδοση για καθεµία από τις τρεις παραπάνω λειτουργικές κατηγορίες (ΑΚ} χρόνος: χ 2 =39.74, p<.001 συµφωνία: χ 2 =75.91, p<.001 όψη: χ 2 =16.47, p<.001, ΣΑ} χρόνος: χ 2 =39.74, p<.001 συµφωνία: χ 2 =75.91, p<.001 όψη: χ 2 =28.20, p<.001, ΘΦ} χρόνος: χ 2 =52.58, p<.001 συµφωνία: χ 2 =75.91, p<.001 όψη: χ 2 =34.40, p<.001). Τα επίπεδα τυχαιότητας ανά κατηγορία υπολογίστηκαν βάσει του αριθµού των πιθανών τιµών που συνδέονται µε την κάθε κατηγορία: δηλαδή, οι πιθανές τιµές για τη µεταβλητή χρόνος είναι τρεις (παρελθόν, παρόν, µέλλον), για τη µεταβλητή συµφωνία είναι έξι (τρεις για τη συµφωνία ως προς το πρόσωπο (πρώτο, δεύτερο και τρίτο πρόσωπο) επί δύο για τη συµφωνία ως προς τον αριθµό (ενικός και πληθυντικός αριθµός)) και για τη µεταβλητή όψη είναι δύο (συνοπτική και µη συνοπτική όψη). Συνεπώς, στη βάση των παραπάνω ορίστηκε ως επίπεδο τυχαιότητας για την κατηγορία του χρόνου το 33.33% (ποσοστό επιτυχίας), για την κατηγορία της συµφωνίας το 16.67% και για την κατηγορία της όψης το 50%. 210 210 Για τον υπολογισµό των επιπέδων τυχαιότητας το ίδιο σκεπτικό ακολουθούν και οι Varlokosta et al. (2006: 733-734), µε τη µόνη διαφοροποίηση να σηµειώνεται σε ό,τι αφορά τον υπολογισµό του επιπέδου τυχαιότητας για την κατηγορία της συµφωνίας (βλ. παρακάτω). Θα πρέπει ωστόσο να επισηµανθεί πως ο 270
Σε ό,τι αφορά τον υπολογισµό του επιπέδου τυχαιότητας για τη συµφωνία, θα πρέπει να αναφερθεί το εξής: Όπως προαναφέρθηκε στην ενότητα 5.2.2.1, από τις 56 προτάσεις που εξέταζαν αυτή τη λειτουργική κατηγορία, οι µισές έλεγχαν τη συµφωνία ως προς το πρόσωπο και οι άλλες µισές τη συµφωνία ως προς τον αριθµό. Αυτό σηµαίνει, δηλαδή, ότι στην πρώτη περίπτωση ο αριθµός της κάθε ΑΠ και της αντίστοιχης ΠΣ παρέµενε σταθερός στη δεύτερη περίπτωση, αντίστοιχα, το πρόσωπο ΑΠ και ΠΣ παρέ- µενε σταθερό. εδοµένου λοιπόν ότι α) η συµφωνία ως προς το πρόσωπο συνδέεται µε τρεις τιµές και η συµφωνία ως προς τον αριθµό µε δύο τιµές και β) οι πειραµατικές προτάσεις που ελέγχουν τα δύο είδη συµφωνίας είναι ισάριθµες (ανά είδος συµφωνίας), το επίπεδο τυχαιότητας γενικά για την κατηγορία συµφωνία θα φαινόταν εύλογο να υ- πολογιζόταν βάσει των δύο επιµέρους επιπέδων τυχαιότητας, δηλαδή βάσει του επιπέδου τυχαιότητας για τη συµφωνία ως προς το πρόσωπο (33.33%) και βάσει του επιπέδου τυχαιότητας για τη συµφωνία ως προς τον αριθµό (50%). ηλαδή, το επίπεδο τυχαιότητας που θα οριζόταν συνολικά για την κατηγορία συµφωνία θα αποτελούσε το µ.ό. των δύο παραπάνω επιµέρους επιπέδων και, συγκεκριµένα, θα ήταν το 41.67%. Αυτό τον τρόπο υπολογισµού ακολουθούν οι Varlokosta et al. (2006: 733-734). Όπως είναι προφανές, η υποκείµενη λογική για τον παραπάνω τρόπο υπολογισµού είναι πως, από τη στιγµή που κατά την πειραµατική διαδικασία ζητείται η πραγµάτωση της συµφωνίας ως προς µία µόνο από τις δύο συνιστώσες της («αίτηµα» που υπηρετείται α- πό τη σταθερή τιµή της άλλης συνιστώσας (αυτής που δεν έλεγχεται) σε ΑΠ και σε ΠΣ), αυτό (υποτίθεται πως) περιορίζει αισθητά τις πιθανές τιµές (της µεταβλητής) από τις οποίες θα µπορούσε να επιλέξει ο συµµετέχων σύµφωνα µε αυτή τη λογική δηλαδή, αντί να επιλέξει µεταξύ έξι τιµών, καλείται να επιλέξει µεταξύ δύο ή τριών τιµών κάθε φορά. Θα µπορούσε να υποστηρίξει κανείς πως, πράγµατι, αυτό δείχνει να επιβεβαιώνεται από τις επιδόσεις του ΓΛ, καθώς οι οχτώ από τις δέκα περιπτώσεις όπου αυτός κάνει λάθος ως προς τη συµφωνία αφορούν µόνο µία διάστασή της (ή το πρόσωπο ή τον αριθµό) (βλ. ενδεικτικά (20) και (21) για παραδείγµατα παραβίασης της συµφωνίας ως προς το πρόσωπο και ως προς τον αριθµό αντίστοιχα). Το γεγονός, ωστόσο, ότι οι δύο αγραµµατικοί συµµετέχοντες σε τέσσερις περιπτώσεις συνολικά (από δύο έκαστος) παραβιάζουν τη συµφωνία τόσο ως προς το πρόσωπο όσο και ως προς τον αριθµό (βλ. 22-25) κατά τη γνώµη µου υποδηλώνει πως, όσο κι αν ο πειραµατικός σχεδιασµός στοπαραπάνω τρόπος υπολογισµού των ορίων τυχαιότητας ανά κατηγορία βασίζεται στην προκαταβολική, υπόρρητη παραδοχή πως οι αγραµµατικοί διατηρούν στη γραµµατική τους τις σχετικές τιµές των υπό ε- ξέταση κατηγοριών. Αυτή η παραδοχή φαίνεται να βρίσκεται πλησιέστερα στις προσεγγίσεις που ερµηνεύουν τον αγραµµατισµό ως απόρροια των περιορισµένων πόρων επεξεργασίας παρά ως πρόβληµα δο- µικής φύσης, κατά το οποίο η διαταραχή εντοπίζεται στις γραµµατικές αναπαραστάσεις. 271
χεύει στον περιορισµό των πιθανών τιµών της συµφωνίας (από τις οποίες καλούνται να επιλέξουν οι συµµετέχοντες), παρόλ αυτά δεν παύουν να συνυπάρχουν πάντα και οι δύο συνιστώσες της και, συνεπώς, να είναι διαθέσιµες στους συµµετέχοντες και οι έξι τιµές αυτής της µεταβλητής. Για τους παραπάνω λόγους, το επίπεδο τυχαιότητας για την κατηγορία της συµφωνίας ορίζεται στο 16.66%. Θα πρέπει να σηµειωθεί, τέλος, πως αυτό αποτελεί ένα µεθοδολογικό ζήτηµα που στη συγκεκριµένη έρευνα τουλάχιστον δεν έχει επιπτώσεις, καθώς ανεξαρτήτως του ποιο από τα δύο πιθανά επίπεδα τυχαιότητας για τη συµφωνία υιοθετείται, σε κάθε περίπτωση οι επιδόσεις των δύο α- γραµµατικών ως προς τη συµφωνία είναι υψηλότερες από τα επίπεδα τυχαιότητας. 211 Τέλος, όπως συνεπάγεται από την παρουσίαση των αποτελεσµάτων, για τις συγκρίσεις των παραπάνω επιπέδων τυχαιότητας µε τις επιδόσεις των συµµετεχόντων χρησιµοποιήθηκε το µη παραµετρικό χ 2 τεστ, το οποίο ενδείκνυται για κατηγορικές/ονοµαστικές µεταβλητές (Field, 2000: 62). 212 (20) Εσύ πότιζες τον κήπο. Εσείς ποτίζουµε τον κήπο. (21) Η γάτα σκάλισε το χώµα. Οι γάτες σκάλισε το χώµα. (22) Εσείς θα ψήσετε µπριζόλες. Εσύ θα ψήσουµε µπριζόλες. (23) Εσύ έχτιζες ένα σπίτι. Εσείς έχτιζα ένα σπίτι. (24) Εσείς διανέµετε τα κέρδη. Εσύ διανέµουµε τα κέρδη. (25) Εσείς συνδέετε τα καλώδια. Εσύ συνδέουµε τα καλώδια. Τέλος, θα πρέπει να σταθούµε σε µία πτυχή της επίδοσης που βάσει των κριτηρίων βαθµολόγησης που υιοθετήθηκαν δεν κωδικοποιείται στα «επίσηµα» αποτελέσµατα. Αυτή αφορά τα «παράπλευρα» λάθη που σηµειώνονται στη δοκιµασία συµπλήρωσης πρότασης και, συγκεκριµένα, στις συνθήκες της όψης και του χρόνου. Σε αυτές τις δύο συνθήκες ο ΓΛ κάνει και επτά λάθη συµφωνίας, εκ των οποίων τα πέντε συνυπάρ- 211 Αναλυτικότερα, η επίδοση του ΓΘ στη συµφωνία είναι υψηλότερη από τυχαία είτε µε επίπεδο τυχαιότητας το 16.66% (χ 2 =65.28, p<.001) είτε µε επίπεδο τυχαιότητας το 41.67% (χ 2 =33.49, p<.001). Οµοίως, η επίδοση του ΓΛ στη συµφωνία είναι υψηλότερη από τυχαία είτε µε επίπεδο τυχαιότητας το 16.66% (χ 2 =25.95, p<.001) είτε µε επίπεδο τυχαιότητας το 41.67% (χ 2 =17.60, p<.001). 212 Στο σηµείο αυτό θα πρέπει να σηµειώσουµε το εξής: εφόσον τα δεδοµένα που χρησιµοποιούνται κατά τη διενέργεια του χ 2 τεστ πρέπει να µην είναι ποσοστιαία αλλά συχνότητες (δηλ. αριθµοί επιτυχηµένων απαντήσεων επί του συνόλου των πειραµατικών στοιχείων), καθώς το συγκεκριµένο τεστ είναι «ευαίσθητο» στο «µέγεθος» των αριθµών/δεδοµένων, µετατρέψαµε τα παραπάνω % ποσοστά τυχαιότητας σε ισοδύναµα κλάσµατα, τα οποία ήταν οµώνυµα µε αυτά στα οποία αντιστοιχούν οι επιδόσεις των συµµετεχόντων (δηλ. µε τα κλάσµατα των συχνοτήτων). Έτσι, το 33.33% (ποσοστό τυχαίας επίδοσης (επιτυχίας) στο χρόνο) µετατράπηκε σε 18.66/56, το 16.67% (ποσοστό τυχαίας επίδοσης (επιτυχίας) στη συµφωνία) µετατράπηκε σε 9.34/56 και το 50% (ποσοστό τυχαίας επίδοσης (επιτυχίας) στην όψη) µετατράπηκε σε 28/56. 272
χουν µε λάθη στις εξεταζόµενες κατηγορίες (δηλ. σε όψη ή σε χρόνο). Ο ΓΘ κάνει τρία λάθη συµφωνίας στις συνθήκες του χρόνου και της όψης, τα οποία συνυπάρχουν µε λάθη στο χρόνο ή την όψη. O ΓΛ κάνει δύο λάθη χρόνου στη συνθήκη της όψης, που αµφότερα συνυπάρχουν µε λάθη όψης, ενώ ο ΓΘ κάνει ένα λάθος χρόνου στη συνθήκη της όψης, το οποίο οµοίως συνυπάρχει µε λάθος στην όψη. Η παραπάνω συνύπαρξη φανερώνει πως τα παράπλευρα λάθη απαντούν όταν ήδη το έργο των αγραµµατικών είναι πολύ επιβαρυµένο, λόγω της επεξεργασίας των προτάσεων που ελέγχουν την όψη και το χρόνο. Θα µπορούσαν δηλαδή να αποδοθούν στην αποδιοργάνωση του συστήµατος των αγραµµατικών, που παρατηρείται κάτω από ιδιαίτερα απαιτητικές γι αυτούς συνθήκες. Ανάλυση λαθών επιµέρους αναλύσεις Πριν προχωρήσουµε στην ανάλυση των λαθών των δύο αγραµµατικών που έλαβαν µερος σε αυτή τη δοκιµασία, θα πρέπει να αναφέρουµε πως αυτοί δεν έκαναν κανένα λάθος παράλειψης κλιτικού µορφήµατος. Σηµειώθηκαν µόνο λάθη υποκατάστασης. Σε ό,τι αφορά τη συνθήκη του χρόνου, βάσει της ανάλυσης των λαθών εµφανίζεται σε γενικές γραµµές ισορροπία µεταξύ των τριών βαθµίδων του χρονικού άξονα (δηλ. µεταξύ µέλλοντα, παρελθόντος και παρόντος) (βλ. πίνακα 5.2), µε µόνη εξαίρεση το ότι ο ΓΛ κάνει σηµαντικά περισσότερα λάθη όταν πρέπει να σχηµατίσει ενεστώτα ή Πίνακας 5.2 Ανάλυση λαθών στη δοκιµασία συµπλήρωσης πρότασης στη συνθήκη του χρόνου Χρόνος-στόχος ΓΘ ΓΛ Μέλλοντας: ΑΠ σε ενεστώτα 6/6 5/6 ΑΠ σε παρελθοντικό χρν 6/13 12/19 4/13 9/19 Παρελθοντικός χρόνος: ΑΠ σε ενεστώτα 4/10 0/10 ΑΠ σε µέλλοντα 4/11 8/21 2/11 2/21 Ενεστώτας: ΑΠ σε παρελθοντικό χρν 8/12 5/12 ΑΠ σε µέλλοντα 4/4 12/16 3/4 8/16 273
µελλοντικό χρόνο παρά παρελθοντικό (ενεστώτας vs. παρελθοντ. χρν: χ 2 =5.48, p<.05, µέλλοντας vs. παρελθοντ. χρν: χ 2 =5.26, p<.05). Mια δεύτερη, προσεκτικότερη εξέταση της κατανοµής των λαθών δείχνει ότι οι υψηλότερες επιδόσεις και των δύο αγραµµατικών παρατηρούνται α) όταν ο χρόνος-στόχος είναι παρελθοντικός, ανεξαρτήτως του χρόνου της ΑΠ (8/21 λάθη για τον ΓΘ και 2/21 λάθη για τον ΓΛ), β) όταν ο χρόνοςστόχος είναι ο µέλλοντας και η ΑΠ είναι παρελθοντικού χρόνου (6/13 λάθη για τον ΓΘ και 4/13 λάθη για τον ΓΛ) και γ) όταν ο χρόνος-στόχος είναι ο ενεστώτας και η ΑΠ είναι σε παρελθοντικό χρόνο (8/12 λάθη για τον ΓΘ και 5/12 λάθη για τον ΓΛ). Αντίθετα, οι χαµηλότερες επιδόσεις τους παρατηρούνται α) όταν ο χρόνος-στόχος είναι ο µέλλοντας µε ΑΠ σε ενεστώτα (6/6 λάθη για τον ΓΘ και 5/6 λάθη για τον ΓΛ) και β) όταν ο χρόνος-στόχος είναι ο ενεστώτας και η ΑΠ είναι σε µέλλοντα (4/4 λάθη ο ΓΘ και 3/4 λάθη ο ΓΛ). Η ερµηνεία αυτού του πρότυπου επίδοσης δίνεται στην ενότητα 5.4.1. Σε ό,τι αφορά τις πειραµατικές προτάσεις που ελέγχουν τη συµφωνία, ο ΓΛ κάνει 10 λάθη, από τα οποία τα 8 αφορούν τη συµφωνία ως προς τον αριθµό και µόλις τα 2 τη συµφωνία ως προς το πρόσωπο (βλ. πίνακα 5.3). Μικρότερη αλλά προς την ίδια κατεύθυνση τάση χαρακτηρίζει τη σχετική επίδοση του ΓΘ, καθώς, αν και αυτός κάνει µόλις τρία λάθη στις προτάσεις της συµφωνίας, ωστόσο και τα τρία αφορούν τη συµφωνία ως προς τον αριθµό (βλ. πίνακα 5.3). Αξίζει να σηµειωθεί, ωστόσο, ότι η διαφοροποίηση µεταξύ των δύο διαστάσεων της συµφωνίας δεν είναι στατιστικά σηµαντική ούτε για τον ΓΛ (χ 2 =2.99, n.s.) ούτε για τον ΓΘ (χ 2 =1.38, n.s.). Τέλος, παρατηρούµε πως τα λάθη της συµφωνίας ως προς τον αριθµό εµφανίζουν ισόρροπη κατανοµή µεταξύ των δύο τιµών του. Συγκεκριµένα, από τα οχτώ λάθη ως προς τον αριθµό που πραγ- µατώνει ο ΓΛ, τα τρία πραγµατοποιούνται σε προτάσεις που ως αριθµό-στόχο είχαν τον ενικό και τα πέντε σε προτάσεις που ως αριθµό-στόχο είχαν τον πληθυντικό, ενώ από τα τρία λάθη που κάνει ο ΓΘ, το ένα πραγµατοποιείται σε πρόταση που ως αριθµό-στόχο είχε τον ενικό και τα δύο σε προτάσεις που ως αριθµό-στόχο είχαν τον πληθυντικό. Το γεγονός ότι εµφανίζεται µια ελαφρά υπεροχή στα λάθη συµφωνίας όπου ο αριθµός- Πίνακας 5.3 Κατανοµή των λαθών στη συνθήκη της συµφωνίας ως προς τις τιµές-στόχους της Συµφωνία κατά πρόσωπο Συµφωνία κατά αριθµό α' πρ. β' πρ. γ' πρ. σύνολο ενικός πληθυντ. σύνολο ΓΘ 0 0 0 0 1 2 3 ΓΛ 0 2 0 2 3 5 8 274
στόχος είναι ο πληθυντικός δεν συνεπάγεται πως η παραπάνω κατανοµή δεν είναι ισορροπηµένη, καθώς από τις 28 πειραµατικές προτάσεις που έλεγχαν τη συµφωνία ως προς τον αριθµό, οι 11 είχαν ως αριθµό-στόχο τον ενικό και οι 17 τον πληθυντικό. Οι Varlokosta et al. (2006: 735-736), επιχειρώντας να ερµηνεύσουν τα ευρήµατά τους στα οποία καταγραφόταν υπεροχή των γραµµατικών έναντι των λεξικών λαθών, διατύπωσαν την υπόθεση πως η ΑΠ µπορεί να διευκολύνει την ανάκληση και την πραγµάτωση του σωστού ρηµατικού λήµµατος (δηλ. του λήµµατος που αντιστοιχεί στον τύπο-στόχο), σε λαθεµένο ωστόσο γραµµατικό τύπο. Αν και οι αγραµµατικοί που πήραν µέρος στην παρούσα δοκιµασία δεν πραγµατώνουν καθόλου λεξικά λάθη, αξίζει ωστόσο να διερευνηθεί το παραπάνω ενδεχόµενο. Ελέγξαµε λοιπόν την κατανοµή των λαθών και στις τρεις συνθήκες ως προς το αν αυτά αποτελούν επανάληψη των ρηµατικών τύπων που παρουσιάζονταν στις ΑΠ ή όχι. Τα σχετικά αποτελέσµατα παρατίθενται στον πίνακα 5.4. Όπως φαίνεται στον πίνακα, η µοναδική περίπτωση όπου παρατηρείται σηµαντική διαφοροποίηση µεταξύ λαθών επανάληψης και λαθών µη επανάληψης αφορά την επίδοση του ΓΘ σε ό,τι αφορά τη λειτουργική κατηγορία του χρόνου (χ 2 =38.45, p<.001). Συγκεκριµένα, στις προτάσεις αυτές κάνει 29 λάθη επανάληψης και µόλις 3 λάθη όπου δεν επαναλαµβάνεται ο ρηµατικός τύπος της ΑΠ. Σε όλες τις άλλες περιπτώσεις η κατανοµή των δύο ειδών λάθους εµφανίζεται αρκετά ισορροπηµένη. Αυτά τα αποτελέσµατα θα σχολιαστούν στην ενότητα 5.4.1. Πίνακας 5.4 Αριθµός και % ποσοστό (γραµµατικών) λαθών των αγραµµατικών συµµετεχόντων µε υποκατηγοριοποίηση ανά είδος απάντησης/λάθους για τις συνθήκες του χρόνου και της συµφωνίας 213 και µε υποκατηγοριοποίηση σε λάθη συνοπτικής και µη συνοπτικής όψης 214 για τη συνθήκη της όψης. Χρόνος Συµφωνία Όψη ΜηΕπαν Επαν ΜηΕπαν Επαν ΜηΣυν Συν ΓΘ 3 (9.38%) 29 (90.63%) 3 (100%) 0 (0%) 22 (47.83%) 24 (52.17%) ΓΛ 8 (42.11%) 11 (57.89%) 6 (60%) 4 (40%) 16 (45.71%) 19 (54.29%) 213 Η υποκατηγοριοποίηση αυτή κωδικοποιεί την επανάληψη ή µη από την πλευρά του συµµετέχοντος του ρηµατικού τύπου της ΑΠ. Οποιαδήποτε άλλη λαθεµένη απάντηση δεν αποτελεί λάθος επανάληψης. 214 Αυτή η συνθήκη περιλαµβάνει 28 προτάσεις µε ρήµα-στόχο συνοπτικής όψης και 28 προτάσεις µε ρή- µα-στόχο µη συνοπτικής όψης. Από τη στιγµή που η µεταβλητή της όψης έχει µόλις δύο τιµές, είναι ευνόητο πως κάθε λάθος αποτελεί και λάθος επανάληψης. Επειδή λοιπόν στη συγκεκριµένη συνθήκη δεν υ- πάρχουν λάθη «µη επανάληψης», η κωδικοποίηση γίνεται βάσει α) των λαθών που σηµειώνονται στις προτάσεις όπου η όψη-στόχος είναι η µη συνοπτική και β) των λαθών που σηµειώνονται στις προτάσεις όπου η όψη-στόχος είναι η συνοπτική. Ανάλογες συµβάσεις ακολουθούν και οι Varlokosta et al. (2006). 275
Τέλος, ελέγχουµε εάν η επίδοση των αγραµµατικών επηρεάζεται από το µήκος του ρήµατος που καλούνται να παραγάγουν. Η σχετική κατανοµή των λαθών ανά τιµή µήκους ρήµατος (δισύλλαβα, τρισύλλαβα και τετρασύλλαβα ρήµατα) και ανά λειτουργική κατηγορία δίνεται στον πίνακα 5.5. Σε καµία από τις τρεις λειτουργικές κατηγορίες δεν παρατηρείται σηµαντική επίδραση της φωνολογικής πολυπλοκότητας, όπως αυτή εκφράζεται από το µήκος του ρήµατος, καθώς δεν καταγράφεται καµιά στατιστικά ση- µαντική διαφοροποίηση µεταξύ των τιµών της για κανέναν από τους δύο αγραµµατικούς (ΓΘ: χρόνος: δισύλλαβα vs. τρισύλλαβα: χ 2 =0.05, n.s., δισύλλαβα vs. τετρασύλλαβα: χ 2 =0.41, n.s., τρισύλλαβα vs. τετρασύλλαβα χ 2 =0.09, n.s., συµφωνία: δισύλλαβα vs. τρισύλλαβα: χ 2 =2.03, n.s., δισύλλαβα vs. τετρασύλλαβα: χ 2 =0.40, n.s., όψη: δισύλλαβα vs. τρισύλλαβα: χ 2 =0.20, n.s., δισύλλαβα vs. τετρασύλλαβα: χ 2 =0.73, n.s., τρισύλλαβα vs. τετρασύλλαβα χ 2 =0.06, n.s., ΓΛ: χρόνος: δισύλλαβα vs. τρισύλλαβα: χ 2 =0.41, n.s., δισύλλαβα vs. τετρασύλλαβα: χ 2 =0.17, n.s., τρισύλλαβα vs. τετρασύλλαβα χ 2 =0.09, n.s., συµφωνία: δισύλλαβα vs. τρισύλλαβα: χ 2 =0.09, n.s., δισύλλαβα vs. τετρασύλλαβα: χ 2 =0.03, n.s., τρισύλλαβα vs. τετρασύλλαβα χ 2 =0.17, n.s., όψη: δισύλλαβα vs. τρισύλλαβα: χ 2 =0.30, n.s., δισύλλαβα vs. τετρασύλλαβα: χ 2 =0.91, n.s., τρισύλλαβα vs. τετρασύλλαβα χ 2 =0.05, n.s.). Χρόνος: Πίνακας 5.5 Κατανοµή των λαθών ως προς το µήκος του ρήµατος ΓΘ ΓΛ δισύλλαβα 10/20 (50%) 5/20 (25%) τρισύλλαβα 15/26 (57.69%) 10/26 (38.46%) τετρασύλλαβα 7/10 (70%) 4/10 (40%) Συµφωνία: δισύλλαβα 3/20 (15%) 3/20 (15%) τρισύλλαβα 0/26 (0%) 6/26 (23.08%) τετρασύλλαβα 0/10 (0%) 1/10 (10%) Όψη: δισύλλαβα 18/20 (90%) 14/20 (70%) τρισύλλαβα 21/26 (80.77%) 15/26 (57.69%) τετρασύλλαβα 7/10 (70%) 10/20 (50%) 276
5.3.1.2 Αποτελέσµατα δοκιµασίας συµπλήρωσης ως προς τη συχνότητα και την οµαλό- τητα Αναφορικά µε τη διερεύνηση της επίδρασης της συχνότητας και της (µορφολογικής) οµαλότητας των ρηµάτων στην επίδοση των συµµετεχόντων σε αυτή την έρευνα, πριν περάσουµε στην παρουσίαση των σχετικών αποτελεσµάτων, θα πρέπει να σταθούµε σε κάποια σηµεία που, όπως θα δούµε και στη συνέχεια, σχετίζονται µε την ερµηνεία των πειραµατικών δεδοµένων. Ειδικότερα, θα σταθούµε στη µεταβλητή της οµαλότητας. Όπως είδαµε και στην ενότητα 5.2.2, στο πειραµατικό υλικό αυτής της έρευνας συµπεριλαµβάνονται οµαλά και µη οµαλά ρήµατα, διάκριση για την οποία ακολουθήθηκαν τα σχετικά κριτήρια της Ralli (1988). Αυτά τα ρήµατα αποτέλεσαν τη βάση για το σχεδιασµό της δοκιµασίας συµπλήρωσης πρότασης, της δοκιµασίας κρίσης γραµµατικότητας πρότασης και της δοκιµασίας επανάληψης πρότασης. Αναµένουµε πως, αν πραγµατικά η µεταβλητή της οµαλότητας του ρήµατος έχει κάποια επίδραση στην επίδοση των συµµετεχόντων, αυτή θα είναι καθαρότερα ανιχνεύσιµη στις δύο πρώτες δοκιµασίες (και ειδικότερα στην πρώτη). Σε ό,τι αφορά τη δοκιµασία συµπλήρωσης πρότασης, αυτή η πρόβλεψη στηρίζεται στο γεγονός ότι ο συµµετέχων καλείται να παραγάγει ένα ρηµατικό τύπο, για τον ορθό σχηµατισµό του οποίου συχνά απαιτείται η µετατροπή ενός µη συνοπτικού τύπου σε συνοπτικό ή το αντίστροφο, µετατροπή της οποίας το είδος (βάσει κανόνα ή µε χρήση αλλόµορφου θέµατος) συνιστά και το κριτήριο διαχωρισµού των ρηµάτων σε οµαλά και µη οµαλά (βλ. ενότητα 5.2.2). Από την άλλη, στη δοκιµασία κρίσης γραµµατικότητας πρότασης ο συµµετέχων καλείται να κρίνει αν ο τύπος του ρήµατος που του παρουσιάζεται µπορεί να συνδυαστεί µε τα υπόλοιπα στοιχεία της πρότασης, προκειµένου να δώσει ένα γραµµατικό εκφώνηµα. Οπωσδήποτε, σε αυτή τη δοκιµασία η µεταβλητή της οµαλότητας δείχνει να ελέγχεται µε µικρότερη ένταση απ ό,τι στη δοκιµασία συµπλήρωσης πρότασης, καθώς ο συµµετέχων δεν καλείται να κάνει κάποια κρίσιµη µορφολογική µετατροπή. Ωστόσο, για τον εντοπισµό των αντιγραµµατικών προτάσεων (π.χ. Πέρυσι εσύ έδερνες το παιδί µόνο δύο φορές) πιθανότατα ο συµµετέχων θα πρέπει να έχει διαθέσιµους στη γραµµατική του και τους δύο οψιακούς τύπους των εµπλεκόµενων ρη- µάτων. Στο βαθµό που η τιµή της µεταβλητής της οµαλότητας µπορεί να επηρεάζει αυτή τη διαθεσιµότητα, τουλάχιστον σε ό,τι αφορά τους αγραµµατικούς συµµετέχοντες, (σε περίπτωση δηλαδή που για τα µη οµαλά ή για τα οµαλά ρήµατα δεν είναι διαθέσι- µοι στη γραµµατική των αγραµµατικών και οι δύο ρηµατικοί τύποι που αντιστοιχούν 277
στις δύο τιµές της όψης) ενδέχεται αυτή η µεταβλητή να έχει και κάποια επίπτωση στην επίδοση στην εν λόγω δοκιµασία. Θα πρέπει να σηµειωθεί, ωστόσο, πως η επίδραση της µεταβλητής της οµαλότητας του ρήµατος δεν µπορεί να ανιχνεύεται στον ίδιο βαθµό σε όλη την «έκταση» των παραπάνω δοκιµασιών. Για παράδειγµα, σε ό,τι αφορά τη δοκιµασία συµπλήρωσης πρότασης, µόνο τα πειραµατικά ζεύγη προτάσεων που ελέγχουν την όψη και το χρόνο φαίνεται να είναι (άµεσα) συναφή µε τη συγκεκριµένη µεταβλητή, καθώς µόνο αυτά εµπλέκουν (στο εσωτερικό τους) και τους δύο οψιακούς (ρηµατικούς) τύπους. Και µάλιστα, αυτό δεν ισχύει για κάποιες από τις προτάσεις που ελέγχουν το χρόνο, οι οποίες εµπλέκουν έναν µόνο τύπο όψης (π.χ. το µη συνοπτικό: Πέρυσι εγώ λάµβανα πολλά γράµµατα Φέτος εγώ [λαµβάνω πολλά γράµµατα]). Κάτι ανάλογο ισχύει και για τη δοκιµασία κρίσης γραµµατικότητας πρότασης, καθώς για την κρίση των προτάσεων που ελέγχουν τη συµφωνία δεν φαίνεται να είναι απαραίτητο για τους συµµετέχοντες να έχουν διαθέσιµους και τους δύο οψιακούς τύπους, ενώ, επιπλέον, µια τέτοια διαθεσι- µότητα δεν φαίνεται να είναι πάντα απαραίτητη ούτε και στις προτάσεις που ελέγχουν το χρόνο. Για παράδειγµα, για την κρίση περί της γραµµατικότητας της πρότασης Χθες εγώ θα δέσω τα κορδόνια µου δεν φαίνεται να είναι τόσο καθοριστική η γνώση του µη συνοπτικού θέµατος δέν- όσο η γνώση του ίδιου, του συνοπτικού τύπου σε παρελθοντικό χρόνο, δηλαδή η γνώση του τύπου του αορίστου έδεσα. Πέρα από τις παραπάνω υποθέσεις ωστόσο, δεν µπορούµε να αποκλείσουµε το ενδεχόµενο η παράµετρος της ο- µαλότητας του ρήµατος να έχει συνολικότερες επιδράσεις και σε άλλες γλωσσικές ό- ψεις που σχετίζονται µε αυτό, όπως είναι για παράδειγµα η παραγωγή ή η κρίση γραµ- µατικότητας της συµφωνίας. εδοµένων των παραπάνω, παρουσιάζονται στο σύνολό τους (δηλ. ως προς και τις τρεις λειτουργικές κατηγορίες που εξετάζονται στο παρόν κεφάλαιο) τα σχετικά α- ποτελέσµατα που αφορούν τις δοκιµασίες συµπλήρωσης πρότασης και κρίσης γραµµατικότητας πρότασης (για τα αποτελέσµατα της τελευταίας δοκιµασίας, βλ. την ενότητα 5.3.2), αλλά η προσοχή µας είναι στραµµένη πρωταρχικά στα πειραµατικά δεδοµένα που αφορούν την όψη, καθώς όλα τα πειραµατικά ζεύγη προτάσεων που ελέγχουν αυτή τη λειτουργική κατηγορία εµπλέκουν υποχρεωτικά στο εσωτερικό τους και τους δύο ο- ψιακούς τύπους (π.χ. Τον επόµενο µήνα εγώ θα αυξήσω τα κέρδη µου Τον επόµενο µηνα κάθε µέρα εγώ [θα αυξάνω τα κέρδη µου]), και δευτερευόντως στα δεδοµένα που αφορούν το χρόνο, καθώς οµοίως η συντριπτική πλειονότητα των ζευγών ΑΠ-ΠΣ µέσω των οποίων εξετάζεται αυτή τη λειτουργική κατηγορία (συγκεκριµένα, τα 53 από τα 56 278
ζεύγη) εµπλέκει και τους δύο οψιακούς τύπους, είτε υποχρεωτικά (π.χ. Πριν εσείς γδάρατε τα ζώα Αυτή τη στιγµή εσείς [γδέρνετε τα ζώα]) (13 περιπτώσεις) είτε δυνητικά (π.χ. Τώρα εγώ δένω τα κορδόνια µου Πριν εγώ [έδεσα/έδενα τα κορδόνια µου]) (40 περιπτώσεις). 215 Τα αποτελέσµατα της γλωσσικής επίδοσης του ΓΘ, καθώς και της µη παθολογικής οµιλήτριας που τον προσοµοίωνε (της ΑΚ), ως προς τις µεταβλητές της συχνότητας και της οµαλότητας του ρήµατος στη δοκιµασία συµπλήρωσης πρότασης παρατίθενται στους πίνακες 5.6 και 5.8 αντίστοιχα. Στα αποτελέσµατα αυτά στατιστικά σηµαντικός διαχωρισµός καταγράφεται µόνο σε ό,τι αφορά την επίδραση της µεταβλητής ±συχνότητα στην επίδοση του ΓΘ στην κατηγορία του χρόνου (χ 2 =5.80, p<.05). Συγκεκριµένα, ο ΓΘ εµφανίζει σηµαντικά καλύτερη επίδοση στα συχνά παρά στα µη συχνά ρήµατα. Οι µεταβλητές της συχνότητας και της οµαλότητας δεν δίνουν κανέναν άλλο διαχωρισµό (ούτε και στο τµήµα της δοκιµασίας που αφορά την όψη, που είναι και κρίσιµο για τον έλεγχο της επίδρασης της οµαλότητας) ούτε στους ΓΘ και ΑΚ, αλλά ούτε και στους ΓΛ και ΣΑ (δηλ. το άτοµο χωρίς παθολογικά προβλήµατα που προσοµοίωνε τον ΓΛ). Τα αποτελέσµατα των ΓΛ και ΣΑ ως προς τις παραπάνω µεταβλητές παρατίθενται στους πίνακες 5.7 και 5.9 αντίστοιχα. 215 Η παρουσία του επιρρήµατος δυνητικά στην παραπάνω διατύπωση αφορά τις περιπτώσεις όπου ο χρόνος-στόχος είναι είτε παρελθοντικός είτε ο µέλλοντας. Στις περιπτώσεις αυτές αρκεί η πραγµάτωση του κατάλληλου χρόνου, ανεξαρτήτως της όψης του ρηµατικού τύπου. Μάλιστα, θα λέγαµε ότι σε αρκετές α- πό αυτές τις περιπτώσεις θα φαινόταν πολύ πιθανή η πραγµάτωση ρηµατικού τύπου µε διαφορετική τιµή όψης σε σχέση µε αυτήν του ρήµατος της ΑΠ. Κλασικό παράδειγµα αποτελούν τα ζεύγη προτάσεων που στην ΑΠ έχουν ρήµα σε ενεστώτα. Στις περιπτώσεις αυτές, είτε το ρήµα-στόχος είναι χρόνου µέλλοντα είτε είναι παρελθοντικού χρόνου, θα φαινόταν ίσως πιθανότερο αυτό να πραγµατωνόταν (τουλάχιστον α- πό κάποιο άτοµο χωρίς νευρολογικές διαταραχές) στη συνοπτική του εκδοχή, καθώς αυτή αποτελεί την «πρωτοτυπική» εκδοχή των δύο χρόνων. Ενδεικτικός είναι ο όρος της παραδοσιακής γραµµατικής απλός µέλλοντας για το συνοπτικό µέλλοντα. Θα φαινόταν δηλαδή πιο πιθανή η πραγµάτωση του συνοπτικού απ ό,τι η πραγµάτωση του µη συνοπτικού µέλλοντα, όπως επίσης θα φαινόταν πιο πιθανή η πραγµάτωση του αορίστου απ ό,τι η πραγµάτωση του παρατατικού. Θα πρέπει να σηµειωθεί, ωστόσο, πως τα παραπάνω δεν είναι δεδοµένα για τα άτοµα µε διαταραγµένο λόγο, καθώς έχει υποστηριχτεί πως οι µη συνοπτικοί τύποι ως µορφολογικά αµαρκάριστοι θεωρούνται πιο εύκολοι µε όρους επεξεργασίας απ ό,τι οι συνοπτικοί/µαρκαρισµένοι (Lapointe, 1985). Το γεγονός λοιπόν ότι οι συνοπτικοί τύποι θεωρούνται οι πρωτοτυπικοί εκπρόσωποι των χρονικών βαθµίδων του µέλλοντα και του παρελθόντος, αλλά και το ότι οι µη συνοπτικοί τύποι είναι οι µορφολογικά αµαρκάριστοι, αντικατοπτρίζει την παρουσία δύο αντίρροπων «δυνάµεων», που δυσχεραίνει τη διατύπωση προβλέψεων για την περίπτωση των αγραµµατικών. 279
Πίνακας 5.6 Επίδοση (αριθµός λαθών & % ποσοστά) του ΓΘ ως προς τη συχνότητα και την οµαλότητα των ρηµάτων στη δοκιµασία συµπλήρωσης πρότασης Χρόνος Συµφωνία Όψη +συχνά 11/28 (39.29%) 2/28 (7.14%) 22/28 (78.57%) συχνά 21/28 (75%) 1/28 (3.57%) 24/28 (85.71%) +οµαλά 25/40 (60%) 2/40 (5%) 35/40 (87.5%) οµαλά 7/16 (43.75%) 1/16 (6.25%) 11/16 (68.75%) +συχνά +οµαλά 10/20 (50%) 1/20 (5%) 17/20 (85%) συχνά +οµαλά 15/20 (75%) 1/20 (5%) 18/20 (90%) +συχνά οµαλά 1/8 (12.5%) 1/8 (12.5%) 5/8 (62.5%) συχνά οµαλά 6/8 (75%) 0/8 (0%) 6/8 (75%) Πίνακας 5.7 Επίδοση (αριθµός λαθών & % ποσοστά) του ΓΛ ως προς τη συχνότητα και την οµαλότητα των ρηµάτων στη δοκιµασία συµπλήρωσης πρότασης Χρόνος Συµφωνία Όψη +συχνά 10/28 (35.71%) 5/28 (17.86%) 18/28 (64.29%) συχνά 9/28 (32.14%) 5/28 (17.86%) 17/28 (60.71%) +οµαλά 15/40 (37.5%) 8/40 (20%) 24/40 (60%) οµαλά 4/16 (25%) 2/16 (12.5%) 11/16 (68.75%) +συχνά +οµαλά 9/20 (45%) 5/20 (25%) 12/20 (60%) συχνά +οµαλά 6/20 (30%) 3/20 (15%) 12/20 (60%) +συχνά οµαλά 1/8 (12.5%) 0/8 (0%) 6/8 (75%) συχνά οµαλά 3/8 (37.5%) 2/8 (25%) 5/8 (62.5%) 280
Πίνακας 5.8 Επίδοση (αριθµός λαθών & % ποσοστά) της ΑΚ (control) ως προς τη συχνότητα και την οµαλότητα των ρηµάτων στη δοκιµασία συµπλήρωσης πρότασης Χρόνος Συµφωνία Όψη +συχνά 3/28 (10.71%) 0/28 (0%) 2/28 (7.14%) συχνά 1/28 (3.57%) 0/28 (0%) 5/28 (17.86%) +οµαλά 2/40 (5%) 0/40 (0%) 5/40 (12.5%) οµαλά 2/16 (12.5%) 0/16 (0%) 2/16 (12.5%) +συχνά +οµαλά 2/20 (10%) 0/20 (0%) 2/20 (10%) συχνά +οµαλά 0/20 (0%) 0/20 (0%) 3/20 (15%) +συχνά οµαλά 1/8 (12.5%) 0/8 (0%) 0/8 (0%) συχνά οµαλά 1/8 (12.5%) 0/8 (0%) 2/8 (25%) Πίνακας 5.9 Επίδοση (αριθµός λαθών & % ποσοστά) του ΣΑ (control) ως προς τη συχνότητα και την οµαλότητα των ρηµάτων στη δοκιµασία συµπλήρωσης πρότασης Χρόνος Συµφωνία Όψη +συχνά 1/28 (3.57%) 0/28 (0%) 1/28 (3.57%) συχνά 3/28 (10.71%) 0/28 (0%) 1/28 (3.57%) +οµαλά 3/40 (7.5%) 0/40 (0%) 2/40 (5%) οµαλά 1/16 (6.25%) 0/16 (0%) 0/16 (0%) +συχνά +οµαλά 1/20 (5%) 0/20 (0%) 1/20 (5%) συχνά +οµαλά 2/20 (10%) 0/20 (0%) 1/20 (5%) +συχνά οµαλά 0/8 (0%) 0/8 (0%) 0/8 (0%) συχνά οµαλά 1/8 (12.5%) 0/8 (%) 0/8 (%) 5.3.2 Αποτελέσµατα δοκιµασίας κρίσης γραµµατικότητας πρότασης 5.3.2.1 Αποτελέσµατα δοκιµασίας κρίσης γραµµατικότητας ως προς τις λειτουργικές κατηγορίες Τα αποτελέσµατα της δοκιµασίας κρίσης γραµµατικότητας πρότασης παρατίθενται στον πίνακα 5.10. Όπως και στη δοκιµασία συµπλήρωσης πρότασης, έτσι και σε αυτήν 281
Πίνακας 5.10 Επίδοση (αριθµός λαθών & % ποσοστά) των συµµετεχόντων ανά λειτουργική κατηγορία στη δοκιµασία κρίσης γραµµατικότητας πρότασης Χρόνος Συµφωνία Όψη Σύνολο αγραµµατικοί Α1 (ΓΘ) 21/56 (37.5%) 17/56 (30.36%) 33/56 (58.93%) 71/168 (42.26%) A2 (ΓΛ) 12/56 (21.43%) 11/56 (19.64%) 30/56 (53.57%) 53/168 (31.55%) Α3 (AB) 20/42 (47.62%) 16/42 (38.1%) 18/42 (42.86%) 54/126 (42.86%) οµάδα ελέγχου Σ1 (AK) 6/56 (10.71%) 1/56 (1.79%) 13/56 (23.21%) 20/168 (11.90%) Σ2-2/3 (ΣΑ) 2/56 (3.57%) 0/56 (0%) 1/56 (1.79%) 3/168 (1.79%) Σ3-2 (ΘΦ) 0/56 (0%) 0/56 (0%) 3/56 (5.36%) 3/168 (1.79%) ο ΓΘ αντιµετωπίζει συνολικά µεγαλύτερες δυσκολίες από τον ΓΛ, καθώς αποτυγχάνει σε 71 από τις 168 πειραµατικές προτάσεις (42.26% αποτυχία), ενώ ο ΓΛ αποτυγχάνει σε 53 από τις 168 προτάσεις (31.55% αποτυχία). Αυτή η διαφοροποίηση, ωστόσο, µεταξύ των ΓΘ και ΓΛ δεν είναι στατιστικά σηµαντική (χ 2 =3.68, n.s.), όπως δεν ήταν άλλωστε σηµαντική (η µεταξύ τους διαφοροποίηση) ούτε και στη δοκιµασία συµπλήρωσης πρότασης. Η συνολική επίδοση του ΓΘ είναι ανάλογη µε αυτήν του ΑΒ (ο οποίος δεν συµµετείχε στη δοκιµασία συµπλήρωσης πρότασης), καθώς αυτός αποτυγχάνει σε 54 από τις 126 πειραµατικές προτάσεις (42.86% αποτυχία). Επιπλέον, όπως αποτυπώνεται και στον πίνακα 5.10, οι αγραµµατικοί που πήραν µέρος σε αυτή τη δοκιµασία εµφανίζουν και στις τρεις εξεταζόµενες κατηγορίες σηµαντικά χαµηλότερη επίδοση από τους αντίστοιχους οµιλητές (δηλ. από αυτούς που τους προσοµοίωναν) της οµάδας ελέγχου (ΓΘ-ΑΚ} χρόνος: χ 2 =9.48, p<.01 συµφωνία: χ 2 =29.65, p<.001 όψη: χ 2 =13.20, p<.001, ΓΛ-ΣΑ} χρόνος: χ 2 =6.55, p<.05 συµφωνία: χ 2 =9.99, p<.01 όψη: χ 2 =34.66, p<.001, ΓΛ-ΘΦ} χρόνος: χ 2 =11.19, p<.001 συµφωνία: χ 2 =9.99, p<.01 όψη: χ 2 =28.78, p<.001, ΑΒ-ΣΑ} χρόνος: χ 2 =24.03, p<.001 συµφωνία: χ 2 =22.55, p<.001 όψη: χ 2 =23.10, p<.001). Σε ό,τι αφορά τις επιδόσεις των συµµετεχόντων ανά λειτουργική κατηγορία, η όψη αναδεικνύεται ως η προβληµατικότερη λειτουργική κατηγορία για τους ΓΘ και ΓΛ (58.93% και 53.57% αποτυχία αντίστοιχα). Αντίθετα, ως προβληµατικότερη κατηγορία για τον ΑΒ εµφανίζεται ο χρόνος (47.62% αποτυχία), µε την όψη ωστόσο να ακολουθεί από κοντά (42.86% αποτυχία), η οποία µε τη σειρά της ακολουθείται από κοντά από τη συµφωνία (38.1% αποτυχία). Συνεπώς, στην επίδοση του ΑΒ δεν παρατηρείται καµιά 282
σηµαντική διαφοροποίηση µεταξύ των τριών υπό εξέταση λειτουργικών κατηγοριών (χρόνος vs. όψη: χ 2 =0.05, n.s. συµφωνία vs. όψη: χ 2 =0.05, n.s. χρόνος vs. συµφωνία: χ 2 =0.43, n.s.). Η συµφωνία και ο χρόνος δεν διαφοροποιούνται σηµαντικά µεταξύ τους ούτε στον ΓΘ (χρόνος: 37.5% αποτυχία, συµφωνία: 30.36% αποτυχία (χ 2 =0.36, n.s.)) ούτε στον ΓΛ (χρόνος: 21.43% αποτυχία, συµφωνία: 19.64% αποτυχία (χ 2 =0.00, n.s.)). Αντίθετα, και για τους δύο παραπάνω αγραµµατικούς η καθεµιά από αυτές τις κατηγορίες εµφανίζεται σε σηµαντικά καλύτερη κατάσταση συγκριτικά µε την όψη (ΓΘ} χρόνος vs. όψη: χ 2 =4.29, p<.05 συµφωνία vs. όψη: χ 2 =8.06, p<.01, ΓΛ} χρόνος vs. όψη: χ 2 =10.91, p<.001 συµφωνία vs. όψη: χ 2 =12.35, p<.001). Βάσει της σύγκρισης της επίδοσης των αγραµµατικών συµµετεχόντων στην κρίση γραµµατικότητας µε τα επίπεδα της τυχαίας επίδοσης ανά κατηγορία, οι ΓΘ και ΑΒ φαίνεται να έχουν σοβαρότερη διαταραχή από τον ΓΛ, καθώς αυτοί εµφανίζουν τυχαία επίδοση σε όλες τις κατηγορίες (ΓΘ} χρόνος: χ 2 =1.29, n.s. συµφωνία: χ 2 =3.68, n.s. ό- ψη: χ 2 =0.57, n.s., AB} χρόνος: χ 2 =0.00, n.s. συµφωνία: χ 2 =0.76, n.s. όψη: χ 2 =0.19, n.s.), ενώ ο ΓΛ έχει τυχαία επίδοση µόνο στην κατηγορία της όψης (χ 2 =0.04, n.s.) αντίθετα, είναι υψηλότερη από τυχαία η επίδοσή του στο χρόνο (χ 2 =8.67, p<.01) και τη συµφωνία (χ 2 =9.98, p<.01). 216 Σε ό,τι αφορά την οµάδα ελέγχου, όπως ήταν αναµενό- µενο, όλα τα µέλη της είχαν επίδοση υψηλότερη από τυχαία και στις τρεις λειτουργικές κατηγορίες (ΑΚ} χρόνος: χ 2 =18.46, p<.001 συµφωνία: χ 2 =31.17, p<.001 όψη: χ 2 =7.47, p<.01, ΣΑ} χρόνος: χ 2 =28.20, p<.001 συµφωνία: χ 2 =34.40, p<.001 όψη: χ 2 =31.17, p<.001, ΘΦ} χρόνος: χ 2 =34.40, p<.001 συµφωνία: χ 2 =34.40, p<.001 όψη: χ 2 =25.46, p<.001). Συγκρίνοντας τις επιδόσεις των ΓΘ και ΓΛ στη δοκιµασία συµπλήρωσης πρότασης µε τις αντίστοιχες επιδόσεις τους στη δοκιµασία κρίσης γραµµατικότητας πρότασης, παρατηρούµε πως σε γενικές γραµµές αυτές είναι υψηλότερες στη δεύτερη δοκιµασία. Στις περισσότερες, ωστόσο, περιπτώσεις οι διαφοροποιήσεις που καταγράφονται δεν είναι στατιστικά σηµαντικές. Αναλυτικότερα, σε ό,τι αφορά τη συνθήκη του χρόνου, τόσο ο ΓΘ όσο και ο ΓΛ εµφανίζουν υψηλότερη επίδοση στη δοκιµασία κρίσης γραµµατικότητας (37.5% και 21.43% αποτυχία αντίστοιχα έναντι των 57.14% και 216 Σε αντίθεση µε ό,τι συνέβαινε στη δοκιµασία συµπλήρωσης πρότασης, το επίπεδο τυχαίας επίδοσης που ορίζεται για τη δοκιµασία κρίσης γραµµατικότητας πρότασης είναι το ίδιο και για τις τρεις υπό εξέταση κατηγορίες. Κι αυτό διότι σε κάθε συνθήκη ο συµµετέχων αποφασίζει µεταξύ δύο πιθανών τιµών (γραµµατική vs. αντιγραµµατική πρόταση). Έτσι, το ποσοστό τυχαίας επίδοσης που ορίζεται γι αυτή τη δοκιµασία είναι το 50%. Ο ΑΒ δεν µπόρεσε να συµµετάσχει σε µια συνεδρία µε συνέπεια να εξεταστεί σε 42 συνολικά προτάσεις (αντί για 56) ανά κατηγορία. Βάσει αυτού του δεδοµένου και σύµφωνα µε το σκεπτικό που αναπτύσσεται στην υποσ. 212 αναφορικά µε τις ιδιαιτερότητες του χ 2 τεστ και τις απαιτού- µενες µετατροπές των ποσοστών τυχαιότητας σε κλάσµατα, µετατρέψαµε το 50% σε 28/56 (για τον υπολογισµό που αφορά τους ΓΘ και ΓΛ) και σε 21/42 (για τον υπολογισµό που αφορά τον ΑΒ). 283
33.93% αποτυχίας που σηµειώνουν στη δοκιµασία συµπλήρωσης πρότασης), χωρίς ω- στόσο οι σχετικές διαφοροποιήσεις να είναι στατιστικά σηµαντικές (ΓΘ: χ 2 =3.55, n.s. ΓΛ: χ 2 =1.59, n.s.). 217 Ως προς τη συνθήκη της συµφωνίας, ο ΓΘ εµφανίζει σηµαντικά υ- ψηλότερη επίδοση στη δοκιµασία συµπλήρωσης πρότασης απ ό,τι στη δοκιµασία κρίσης γραµµατικότητας πρότασης (χ 2 =10.20, p<.01) 218 εύρηµα που αποτελεί τη µοναδική περίπτωση υπεροχής (και µάλιστα σηµαντικής) ως προς τα ποσοστά επιτυχίας της δοκιµασίας συµπλήρωσης πρότασης έναντι της δοκιµασίας κρίσης γραµµατικότητας πρότασης, ενώ ο ΓΛ έχει ουσιαστικά ταυτόσηµη επίδοση και στις δύο δοκιµασίες (17.86% και 19.64% αποτυχία στη δοκιµασία συµπλήρωσης πρότασης και στη δοκιµασία κρίσης γραµµατικότητας πρότασης αντίστοιχα). 219 Ασφαλώς, η παραπάνω ελάχιστη διαφοροποίηση δεν είναι στατιστικά σηµαντική (χ 2 =0.00, n.s.). Τέλος, σε ό,τι αφορά τη συνθήκη της όψης, και οι δύο αγραµµατικοί σηµειώνουν υψηλότερη επίδοση στη δοκι- µασία κρίσης γραµµατικότητας πρότασης απ ό,τι στη δοκιµασία συµπλήρωσης πρότασης (ΓΘ: 82.14% και 58.93% αποτυχία στις δοκιµασίες συµπλήρωσης και κρίσης γραµ- µατικότητας πρότασης αντίστοιχα ΓΛ: 62.5% και 53.57% αποτυχία στις δοκιµασίες συµπλήρωσης και κρίσης γραµµατικότητας πρότασης αντίστοιχα). Ωστόσο, αυτή η διαφοροποίηση είναι στατιστικά σηµαντική µόνο για τον ΓΘ (χ 2 =6.13, p<.05 ΓΛ: χ 2 =0.58, n.s.). 220 Ανάλυση λαθών-επιµέρους αναλύσεις Αναφορικά µε την ανάλυση των λαθών που κάνουν οι συµµετέχοντες σε αυτή τη δοκι- µασία, αρχικά διερευνούµε εάν και κατά πόσον µπορεί να επηρεάζει την επίδοση των αγραµµατικών συµµετεχόντων η εκάστοτε τιµή-στόχος (πραγµατωµένη ή µη) των πειραµατικών προτάσεων για την κάθε λειτουργική κατηγορία. 217 Η έλλειψη στατιστικά σηµαντικής διαφοροποίησης αντανακλάται και στο γεγονός ότι στη συγκεκρι- µένη συνθήκη ο καθένας από τους παραπάνω αγραµµατικούς έχει τις ίδιες επιδόσεις στις δύο δοκιµασίες µε όρους τυχαιότητας. ηλαδή, στη συνθήκη του χρόνου ο ΓΘ έχει τυχαία επίδοση τόσο στη δοκιµασία συµπλήρωσης πρότασης όσο και στη δοκιµασία κρίσης γραµµατικότητας πρότασης, ενώ ο ΓΛ και στις δύο δοκιµασίες έχει υψηλότερη από τυχαία επίδοση. 218 Αυτή η διαφοροποίηση «αναπαράγεται» και όταν η σχετική επίδοση του ΓΘ υπολογίζεται βάσει των επιπέδων τυχαιότητας: αυτή (στη συνθήκη της συµφωνίας) είναι υψηλότερη από τυχαία στη δοκιµασία συµπλήρωσης πρότασης και τυχαία στη δοκιµασία κρίσης γραµµατικότητας πρότασης. 219 Και στις δύο δοκιµασίες η επίδοση του ΓΛ (ως προς τη συµφωνία) είναι υψηλότερη από τυχαία. 220 Η στατιστικά σηµαντική διαφοροποίηση για τον ΓΘ εκφράζεται και µέσω της διαφοροποίησης της ε- πίδοσής του στις δύο δοκιµασίες µε όρους τυχαιότητας. Συγκεκριµένα, ενώ αυτός εµφανίζει χαµηλότερη από τυχαία επίδοση στη δοκιµασία συµπλήρωσης πρότασης, έχει τυχαία επίδοση στη δοκιµασία κρίσης γραµµατικότητας πρότασης. Αντίθετα, ο ΓΛ έχει τυχαία επίδοση και στις δύο δοκιµασίες. 284
Σε ό,τι αφορά την ενδεχόµενη επίδραση της τιµής του χρόνου-στόχου (παρελθόν, παρόν, µέλλον) στην επίδοση των αγραµµατικών συµµετεχόντων στις προτάσεις που ελέγχουν την κατηγορία του χρόνου ανεξάρτητα από το εάν η εκάστοτε τιµή-στόχος πραγµατώνεται ή όχι σε αυτές τις προτάσεις, παρατηρούµε τα εξής: Τα λάθη που κάνει ο ΓΘ κατανέµονται οµοιόµορφα µεταξύ των τριών τιµών-στόχων (βλ. πίνακα 5.11), καθώς αυτός σε κάθε επιµέρους κατηγορία σηµειώνει από επτά λάθη. Συνεπώς, στη συγκεκριµένη συνθήκη η µεταβλητή της τιµής του χρόνου-στόχου δεν επηρεάζει την επίδοση του ΓΘ. ιαφορετική είναι η εικόνα σε ό,τι αφορά τους ΓΛ και ΑΒ, καθώς η συντριπτική πλειονότητα των λαθών που κάνουν αυτοί σηµειώνεται στις προτάσεις που σαν στόχους έχουν τους παρελθοντικούς και τους µελλοντικούς χρόνους (βλ. πίνακα 5.11). Συγκεκριµένα, από τα 12 λάθη που κάνει ο ΓΛ στις προτάσεις που ελέγχουν το χρόνο, τα 5 σηµειώνονται σε προτάσεις που ως στόχους έχουν τους παρελθοντικούς χρόνους (είτε αόριστο είτε παρατατικό), τα 6 σε προτάσεις που ως χρόνο-στόχο έχουν το µέλλοντα (ανεξαρτήτως της όψης του) και µόλις ένα σηµειώνεται σε πρόταση µε χρόνο-στόχο τον ενεστώτα. Οµοίως, από τα 20 λάθη που κάνει συνολικά ο ΑΒ, µόλις έ- να σηµειώνεται σε πρόταση µε χρόνο-στόχο τον ενεστώτα. Από τα υπόλοιπα, τα 11 ση- µειώνονται σε προτάσεις που ως στόχους έχουν τους παρελθοντικούς χρόνους και τα 8 σε προτάσεις µε χρόνο-στόχο το µέλλοντα. Αυτοί οι δύο αγραµµατικοί λοιπόν επιδεικνύουν µεγαλύτερη γραµµατική ευαισθησία όταν ο χρόνος-στόχος είναι ο ενεστώτας. Αναφορικά µε τις πειραµατικές προτάσεις που ελέγχουν τη συµφωνία και σε σχέση µε τη διερεύνηση του ερωτήµατος εάν και κατά πόσο επηρεάζει την επίδοση το είδος της συµφωνίας που ελέγχεται κάθε φορά (συµφωνία ως προς το πρόσωπο ή συµφωνία ως προς τον αριθµό), καταρχάς θα πρέπει να παρατηρήσουµε το εξής: στη δοκι- µασία κρίσης γραµµατικότητας η κρίση περί του αν το είδος της συµφωνίας επηρεάζει την επίδοση µπορεί να βασιστεί µόνο στην επίδοση που έχουν οι αγραµµατικοί όταν καλούνται να χειριστούν τις µη γραµµατικές προτάσεις. Κι αυτό διότι οι µη γραµµατι- Πίνακας 5.11 Κατανοµή λαθών κρίσης γραµµατικότητας στη συνθήκη του χρόνου ανά τιµή-στόχο ΓΘ ΓΛ ΑΒ τιµή-στόχος αόριστος/παρατατικός 7/21 (33.33%) 5/21 (23.81%) 11/18 (61.11%) ενεστώτας 7/16 (43.75%) 1/16 (6.25%) 1/11 (9.09%) µέλλοντας 7/19 (36.84%) 6/19 (31.58%) 8/13 (61.54%) 285
κές προτάσεις παραβιάζονται πάντα ως προς µία µόνο διάσταση της συµφωνίας: είτε ως προς το πρόσωπο (π.χ. Εσείς θα σπάσουµε τα πιάτα) είτε ως προς τον αριθµό (π.χ. Ο α- γρότης ανεβάζουν τις τιµές). Αντίθετα, η επίδοση των αγραµµατικών στις γραµµατικές προτάσεις (της συνθήκης της συµφωνίας) δεν µπορεί να είναι διαφωτιστική, διότι αναγκαστικά, προκειµένου αυτές να είναι γραµµατικές, το υποκείµενό τους συµφωνεί µε το ρήµα τόσο ως προς το πρόσωπο όσο και ως προς τον αριθµό. Κατά συνέπεια, εφόσον οι γραµµατικές προτάσεις της συµφωνίας δεν µπορούν να διαχωρίσουν τις δύο συνιστώσες αυτής της κατηγορίας, δεν µπορούν να ληφθούν υπόψη κατά τη διερεύνηση του παραπάνω ερωτήµατος. Όπως παρατηρούµε και στον πίνακα 5.12, για κανέναν από τους τρεις αγραµµατικούς που συµµετείχαν στη συγκεκριµένη δοκιµασία δεν φαίνεται να ασκεί κάποια επίδραση στην επίδοσή τους το είδος της συµφωνίας που παραβιάζεται. Από τα 12 λάθη που κάνει ο ΓΘ στις αντιγραµµατικές προτάσεις της συνθήκης της συµφωνίας, τα 5 ση- µειώνονται σε προτάσεις µε παραβίαση ως προς το πρόσωπο και τα 7 σε προτάσεις µε παραβίαση ως προς τον αριθµό. Αντίστοιχα, τα οχτώ λάθη που σηµειώνει ο ΓΛ στις α- ντιγραµµατικές προτάσεις της ίδιας συνθήκης είναι µοιρασµένα µεταξύ των προτάσεων που εµφανίζουν παραβίαση της συµφωνίας ως προς το πρόσωπο και των προτάσεων που εµφανίζουν παραβίαση της συµφωνίας ως προς τον αριθµό (4 λάθη ανά υποκατηγορία). Τέλος, από τα 14 λάθη που κάνει ο ΑΒ στις αντιγραµµατικές προτάσεις της συνθήκης της συµφωνίας, τα 8 σηµειώνονται σε προτάσεις που παρουσιάζουν παραβίαση της συµφωνίας κατά πρόσωπο και τα 6 σε προτάσεις µε παραβίαση της συµφωνίας κατά αριθµό. Για την ίδια συνθήκη επιχειρήθηκε µια διεξοδικότερη ανάλυση των λαθών των παραπάνω αγραµµατικών, κατά την οποία ελέγχθηκε η κατανοµή τους στο σύνολο των Πίνακας 5.12 Κατανοµή λαθών κρίσης γραµµατικότητας στις αντιγραµµατικές προτάσεις της συνθήκης της συµφωνίας συµφωνία κατά ΓΘ ΓΛ ΑΒ πρόσωπο 5/14 (35.71%) 4/14 (28.57%) 8/11 (72.73%) συµφωνία κατά αριθµό 7/14 (50%) 4/14 (28.57%) 6/10 (60%) 286
τιµών-στόχων της συµφωνίας. Τα αποτελέσµατα του παραπάνω ελέγχου, τα οποία παρατίθενται στον πίνακα 5.13, δεν αποκαλύπτουν καµιά σηµαντική επίδραση κάποιας τι- µής (ή κάποιων τιµών) της συµφωνίας στην επίδοση των αγραµµατικών, καθώς δεν ση- µειώνονται στατιστικά σηµαντικές διαφοροποιήσεις µεταξύ των τιµών της εν λόγω κατηγορίας. Σε επίπεδο ενδείξεων, παρά τη σχετική ετερογένεια που υπάρχει µεταξύ των αγραµµατικών συµµετεχόντων, φαίνεται πως γενικά ο ενικός αριθµός και το α' πρόσωπο συνδέονται µε υψηλότερες επιδόσεις απ ό,τι οι υπόλοιπες τιµές της συµφωνίας. Τέλος, η ανάλυση των λαθών που κάνουν οι παραπάνω αγραµµατικοί στις προτάσεις που ελέγχουν την όψη δείχνει πως ούτε η τιµή-στόχος αυτής της κατηγορίας ε- πηρεάζει την επίδοση των αγραµµατικών, καθώς τα λάθη που κάνει ο καθένας από αυτούς στη συγκεκριµένη συνθήκη κατανέµονται οµοιόµορφα µεταξύ των προτάσεων πως ως τιµή-στόχο της όψης έχουν τη συνοπτική και των προτάσεων που ως τιµή-στόχο της όψης έχουν τη µη συνοπτική (βλ. πίνακα 5.14). Αναλυτικότερα, από τα 33 λάθη στα οποία υποπίπτει ο ΓΘ, τα 16 σηµειώνονται σε προτάσεις που ως τιµή-στόχο της όψης έ- χουν τη συνοπτική και τα 17 σε προτάσεις που ως τιµή-στόχο έχουν τη µη συνοπτική. Ο ΓΛ κάνει 30 λάθη συνολικά, από τα οποία τα 13 σηµειώνονται σε προτάσεις µε στόχο τη συνοπτική όψη και τα 17 σε προτάσεις µε στόχο τη µη συνοπτική όψη. Τέλος, ο ΑΒ κάνει 18 λάθη, τα 10 εκ των οποίων καταγράφονται σε προτάσεις µε στόχο τη συνοπτική όψη και τα 8 σε προτάσεις µε στόχο τη µη συνοπτική όψη. Πίνακας 5.13 Κατανοµή λαθών κρίσης γραµµατικότητας στη συνθήκη της συµφωνίας ανά τιµή-στόχο ΓΘ ΓΛ ΑΒ Α' ενικ. 1/9 (11.11%) 2/9 (22.22%) 2/7 (28.57%) Β' ενικ. 4/11 (36.36%) 2/11 (18.18%) 3/7 (42.86%) Γ' ενικ. 5/10 (50%) 0/10 (0%) 2/7 (28.57%) Α' πληθ. 2/6 (33.33%) 0/6 (0%) 0/5 (0%) Β' πληθ. 1/8 (12.5%) 4/8 (50%) 6/7 (85.71%) Γ' πληθ. 4/12 (33.33%) 3/12 (25%) 3/9 (33.33%) Ενικός (σύνολο) 10/30 (33.33%) 4/30 (13.33%) 7/21 (33.33%) Πληθ. (σύνολο) 7/26 (26.92%) 7/26 (26.92%) 9/21 (42.86%) Α' πρ. (σύνολο) 3/15 (6%) 2/15 (13.33%) 2/12 (16.67%) Β' πρ. (σύνολο) 5/19 (26.32%) 6/19 (31.58%) 9/14 (64.29%) Γ' πρ. (σύνολο) 9/22 (40.91%) 3/22 (13.64%) 5/16 (31.25%) 287
Πίνακας 5.14 Κατανοµή λαθών κρίσης γραµµατικότητας στη συνθήκη της όψης ανά τιµή-στόχο τιµή-στόχος ΓΘ ΓΛ ΑΒ συνοπτική 16/28 (57.14%) 13/28 (46.43%) 10/22 (45.45%) µη συνοπτική 17/28 (60.71%) 17/28 (60.71%) 8/20 (40%) Πέρα από τις παραπάνω αναλύσεις, διερευνούµε τον τρόπο µε τον οποίο οι α- γραµµατικοί συµµετέχοντες υποπίπτουν σε λάθη. Πιο συγκεκριµένα, εξετάζουµε την κατανοµή των λαθών ως προς την παράµετρο του αν αυτά σηµειώνονται µέσω της αποδοχής αντιγραµµατικών προτάσεων ή µέσω της απόρριψης γραµµατικών προτάσεων. Τα αποτελέσµατα αυτής της εξέτασης παρουσιάζονται στον πίνακα 5.15 και αποκαλύπτουν µεικτές τάσεις των αγραµµατικών συµµετεχόντων, τόσο µεταξύ τους όσο και στην ατοµική τους επίδοση. Για παράδειγµα, ενώ ο ΓΘ στη συνθήκη του χρόνου κάνει σαφώς περισσότερα λάθη απόρριψης γραµµατικών προτάσεων (14) απ ό,τι λάθη αποδοχής αντιγραµµατικών προτάσεων (7), στη συνθήκη της συµφωνίας εµφανίζει την α- ντίστροφη τάση, καθώς σε αυτήν κατά κανόνα αποδέχεται λαθεµένες προτάσεις (12) παρά απορρίπτει γραµµατικές προτάσεις (5). Αντίθετα, αυτός παρουσιάζει µια εξισορρόπηση στη συνθήκη της όψης, καθώς από τα 33 λάθη που κάνει συνολικά σε αυτήν, τα 18 αποτελούν λάθη αποδοχής αντιγραµµατικών προτάσεων και τα 15 λάθη απόρριψης γραµµατικών προτάσεων. Εκτός του ΓΘ, και ο ΓΛ εµφανίζει µεικτές τάσεις σε µικρότερο βαθµό από τον ΓΘ ωστόσο ως προς τη συγκεκριµένη παράµετρο, καθώς, ενώ στις συνθήκες του χρόνου και της όψης δείχνει σαφή «προτίµηση» στα λάθη απόρριψης γραµµατικών προτάσεων παρά στα λάθη αποδοχής αντιγραµµατικών προτάσεων (βλ. πίνακα 5.15), εµφανίζει την αντίστροφη τάση στη συνθήκη της συµφωνίας, όπου κυρίως κάνει λάθη αποδεχόµενος αντιγραµµατικές προτάσεις (8 περιπτώσεις) παρά απορρίπτοντας γραµµατικές προτάσεις (3 περιπτώσεις). Εµφανώς µεγαλύτερη «συνέπεια» (συγκριτικά µε τους ΓΘ και ΓΛ) επιδεικνύει ο ΑΒ, καθώς αυτός και στις τρεις συνθήκες κατά κανόνα κάνει λάθη αποδοχής αντιγραµµατικών προτάσεων παρά λάθη απόρριψης γραµµατικών προτάσεων βλ. πίνακα 5.15). Σε ό,τι αφορά, τέλος, τα σχετικά αποτελέσµατα των συµµετεχόντων που απαρτίζουν την οµάδα ελέγχου, δεν γίνεται αναφορά σε αυτά, καθώς αυτοί σηµειώνουν πολύ λίγα λάθη και, εποµένως, δεν είναι δυνατή η σαφής ανάδειξη κάποιας τάσης τους ως προς τη συγκεκριµένη παράµετρο. 288
Πίνακας 5.15 Αριθµός λαθών κρίσης γραµµατικότητας ανά συνθήκη και κατηγοριοποίησή τους σε λάθη αποδοχής λαθεµένων προτάσεων (Αποδ) και σε λάθη απόρριψης σωστών προτάσεων (Απόρ) 221 Αγραµµατικοί Χρόνος Συµφωνία Όψη Σύνολο Αποδ Απόρ Αποδ Απόρ Αποδ Απόρ Απόδ Απόρ Α1 (ΓΘ) 7 14 12 5 18 15 37 34 Α2 (ΓΛ) 2 10 8 3 10 20 20 33 Α3 (AB) 14 6 14 2 12 6 40 14 Οµάδα ελέγχου Σ1 (AK) 0 6 1 0 6 7 7 13 Σ2-2/3 (ΣΑ) 0 2 0 0 0 1 0 3 Σ3-2 (ΘΦ) 0 0 0 0 2 1 2 1 5.3.2.2 Αποτελέσµατα δοκιµασίας κρίσης γραµµατικότητας ως προς τη συχνότητα και την οµαλότητα Παραµένοντας στη δοκιµασία κρίσης γραµµατικότητας πρότασης, η γλωσσική επίδοση των ΓΘ και ΓΛ ως προς τις µεταβλητές της συχνότητας και της οµαλότητας του ρήµατος δεν αποκαλύπτουν κάποια επίδραση αυτών των µεταβλητών, καθώς δεν καταγράφεται κανένας σηµαντικός διαχωρισµός µεταξύ συχνών και µη συχνών και/ή µεταξύ ο- µαλών και µη οµαλών ρηµάτων σε καµιά από τις λειτουργικές κατηγορίες που εξετάζονται σε αυτό το κεφάλαιο. Τα αποτελέσµατα της γλωσσικής επίδοσης των αγραµµατικών ΓΘ, ΓΛ και ΑΒ παρατίθενται στους πίνακες 5.16, 5.17 και 5.18 αντίστοιχα. Από τα άτοµα της οµάδας ελέγχου παρατίθενται µόνο τα σχετικά αποτελέσµατα της ΑΚ (η ο- ποία προσοµοιώνει τον ΓΘ), καθώς στη δοκιµασία κρίσης γραµµατικότητας πρότασης οι ΣΑ και ΘΦ κάνουν µόλις τρία λάθη συνολικά έκαστος (και στις τρεις συνθήκες µαζί). Τα αποτελέσµατα της επίδοσης της ΑΚ παρουσιάζονται στον πίνακα 5.19. 221 Όπως αναφέρεται και στην ενότητα 5.2.2.2, κάθε συνθήκη (χρόνος, συµφωνία, όψη) περιλαµβάνει 56 προτάσεις-στόχους, εκ των οποίων 28 είναι γραµµατικές και 28 µη γραµµατικές. 289
Πίνακας 5.16 Επίδοση (αριθµός λαθών & % ποσοστά) του ΓΘ ως προς τη συχνότητα και την οµαλότητα των ρηµάτων στη δοκιµασία κρίσης γραµµατικότητας Χρόνος Συµφωνία Όψη +συχνά 10/28 (35.71%) 7/28 (25%) 15/28 (53.57%) συχνά 11/28 (39.29%) 10/28 (35.71%) 18/28 (64.29%) +οµαλά 16/40 (40%) 11/40 (27.5%) 24/40 (60%) οµαλά 5/16 (31.25%) 6/16 (37.5%) 9/16 (56.25%) +συχνά +οµαλά 8/20 (40%) 4/20 (20%) 11/20 (55%) συχνά +οµαλά 8/20 (40%) 7/20 (35%) 13/20 (65%) +συχνά οµαλά 2/8 (25%) 3/8 (37.5%) 4/8 (50%) συχνά οµαλά 3/8 (37.5%) 3/8 (37.5%) 5/8 (62.5%) Πίνακας 5.17 Επίδοση (αριθµός λαθών & % ποσοστά) του ΓΛ ως προς τη συχνότητα και την οµαλότητα των ρηµάτων στη δοκιµασία κρίσης γραµµατικότητας Χρόνος Συµφωνία Όψη +συχνά 6/28 (21.43%) 5/28 (50%) 12/28 (42.86%) συχνά 6/28 (21.43%) 6/28 (21.43%) 18/28 (64.29%) +οµαλά 7/40 (17.5%) 9/40 (22.5%) 21/40 (52.5%) οµαλά 5/16 (31.25%) 2/16 (12.5%) 9/16 (56.25%) +συχνά +οµαλά 3/20 (15%) 4/20 (20%) 8/20 (40%) συχνά +οµαλά 4/20 (20%) 5/20 25(%) 13/20 (65%) +συχνά οµαλά 3/8 (16.67%) 1/8 (12.5%) 4/8 (50%) συχνά οµαλά 2/8 (25%) 1/8 (12.5%) 5/8 (62.5%) 290
Πίνακας 5.18 Επίδοση (αριθµός λαθών & % ποσοστά) του AB ως προς τη συχνότητα και την οµαλότητα των ρηµάτων στη δοκιµασία κρίσης γραµµατικότητας Χρόνος Συµφωνία Όψη +συχνά 10/21 (47.62%) 9/21 (42.86%) 8/21 (38.1%) συχνά 10/21 (47.62%) 7/21 (33.33%) 10/21 (47.62%) +οµαλά 13/30 (43.33%) 10/30 (33.33%) 14/30 (46.67%) οµαλά 7/12 (58.33%) 6/12 (50%) 4/12 (33.33%) +συχνά +οµαλά 6/15 (40%) 6/15 (40%) 6/15 (40%) συχνά +οµαλά 7/15 (46.67%) 4/15 (26.67%) 8/15 (53.33%) +συχνά οµαλά 4/6 (66.67%) 3/6 (50%) 2/6 (33.33%) συχνά οµαλά 3/6 (50%) 3/6 (50%) 2/6 (33.33%) Πίνακας 5.19 Επίδοση (αριθµός λαθών & % ποσοστά) της ΑΚ (control) ως προς τη συχνότητα και την οµαλότητα των ρηµάτων στη δοκιµασία κρίσης γραµµατικότητας Χρόνος Συµφωνία Όψη +συχνά 5/28 (17.86%) 0/28 (0%) 6/28 (21.43%) συχνά 1/28 (3.57%) 1/28 (3.57%) 7/28 (25%) +οµαλά 4/40(10%) 1/40 (2.5%) 9/40 (22.5%) οµαλά 2/16 (12.5%) 0/16 (0%) 4/16 (25%) +συχνά +οµαλά 3/20 (15%) 0/20 (0%) 4/20 (20%) συχνά +οµαλά 1/20 (5%) 1/20 (0%) 5/20 (1.25%) +συχνά οµαλά 2/8 (25%) 0/8 (0%) 2/8 (25%) συχνά οµαλά 0/8 (0%) 0/8 (0%) 2/8 (25%) 5.3.3 Αποτελέσµατα δοκιµασίας αντιστοίχισης πρότασης µε εικόνα Όπως αποκαλύπτουν τα αποτελέσµατα της δοκιµασίας κρίσης γραµµατικότητας πρότασης στη συνθήκη του χρόνου, οι τρεις αγραµµατικοί που πήραν µέρος σε αυτήν παρουσιάζουν µια διαταραχή στην κατανόηση αυτής της λειτουργικής κατηγορίας. Ανάλογη διαταραχή γι αυτούς αποκαλύπτεται και βάσει των πειραµατικών αποτελεσµάτων της δοκιµασίας αντιστοίχισης πρότασης µε εικόνα, µέσω της οποίας επίσης ελέγχεται η κατανόηση του χρόνου. Συγκεκριµένα, στο πλαίσιο αυτής της δοκιµασίας η αποτυχηµένη επίδοση των ΓΘ, ΓΛ και ΑΒ ανέρχεται στο 50%, 44.44% και 30% αντίστοιχα (βλ. 291
πίνακα 5.20). εδοµένου ότι κάθε πρόταση συνοδευόταν από τρεις εικόνες (µία από τις οποίες αντιστοιχιζόταν µε την πρόταση), ως ποσοστό τυχαιότητας για τη συγκεκριµένη δοκιµασία ορίζεται το 33.33%. Η σύγκριση της επίδοσης των παραπάνω αγραµµατικών µε το επίπεδο τυχαιότητας 222 δείχνει πως αυτοί (ιδωµένοι ο καθένας ατοµικά) έχουν τυχαία επίδοση σε αυτή τη δοκιµασία (ΓΘ: χ 2 =0.47, n.s., ΓΛ: χ 2 =1.02, n.s., ΑΒ: χ 2 =1.39, n.s.). Επίσης, θα πρέπει να σηµειωθεί πως η ανάλυση των λαθών δεν έδειξε κάποια σηµαντική διαφοροποίηση µεταξύ των τριών χρονικών βαθµίδων για κανέναν από τους τρεις αγραµµατικούς, παρά το ότι ο ΓΘ είχε αισθητά καλύτερη αν και όχι στατιστικώς σηµαντικά καλύτερη επίδοση µε τις προτάσεις ενεστώτα χρόνου (1/6 λάθη) συγκριτικά µε τις άλλες δύο συνθήκες (5/7 λάθη στις προτάσεις παρελθοντικού χρόνου και 3/5 λάθη στις προτάσεις του µέλλοντα) (ενεστ. vs. παρελθ.: χ 2 =1.85, n.s., ενεστ. vs. µέλλ.: χ 2 =0.67, n.s.) (βλ. πίνακα 5.21). Ενδιαφέρον ποιοτικό στοιχείο είναι πως γενικότερα ο ΓΘ εµφανίζει την τάση να επιλέγει εικόνες που εκφράζουν το παρόν, καθώς, εκτός του ότι στη συγκεκριµένη συνθήκη έχει υψηλότερη επίδοση απ ό,τι στις συνθήκες του παρελθόντος και του µέλλοντος, και όταν κάνει λάθη εµφανίζει την τάση να δείχνει την εικόνα που αντιστοιχεί στο παρόν (ανεξαρτήτως του εάν η πειραµατική πρόταση βρίσκεται στον αόριστο ή στο µέλλοντα). Συγκεκριµένα, από τα οχτώ λάθη που σηµειώνει στις συνθήκες του παρελθόντος και του µέλλοντος, τα πέντε εµπλέκουν δείξη εικόνας που εκφράζει το παρόν (βλ. πίνακα 5.22). Αντίθετα, οι ΓΛ και ΑΒ, όταν κάνουν λάθη, δεν επιλέγουν εικόνες που να εκφράζουν συστηµατικά κάποια συγκεκριµένη χρονική βαθµίδα (βλ. πίνακα 5.22). Πίνακας 5.20 Επίδοση (αριθµός λαθών & % ποσοστά) των αγραµµατικών συµµετεχόντων στη δοκιµασία αντιστοίχισης πρότασης µε εικόνα Αγραµµατικοί Κατανόηση χρόνου ΓΘ 9/18 (50%) ΓΛ 8/18 (44.44%) AB 3/10 (30%) Σύνολο 41.48% 222 Βάσει της ίδιας λογικής που αναπτύσσεται στην υποσ. 212 (βλ. ενότητα 5.3.1.1)), για τη σύγκριση αυτή µετατρέψαµε το παραπάνω % ποσοστό τυχαιότητας σε ισοδύναµα κλάσµατα, τα οποία ήταν οµώνυµα µε αυτά που εκφράζουν τις επιδόσεις των συµµετεχόντων. Έτσι, το 33.33% (ποσοστό τυχαίας (επιτυχούς) επίδοσης στη συγκεκριµένη δοκιµασία) µετατράπηκε α) σε 5.94/18 για τον υπολογισµό που αφορά τους ΓΘ και ΓΛ (καθώς αυτοί εξετάστηκαν σε 18 συνολικά πειραµατικά ερεθίσµατα) και β) σε 3.3/10 για τον υπολογισµό που αφορά τον ΑΒ (καθώς αυτός εξετάστηκε µόνο σε 10 πειραµατικά ερεθίσµατα). 292
Πίνακας 5.21 Κατανοµή λαθών δοκιµασίας αντιστοίχισης πρότασης-εικόνας ανά χρονική βαθµίδα ΓΘ ΓΛ ΑΒ παρελθόν 5/7 (71.43%) 2/7 (28.57%) 1/3 (33.33%) παρόν 1/6 (16.67%) 2/6 (33.33%) 1/4 (25%) µέλλον 3/5 (60%) 4/5 (80%) 1/3 (33.33%) Πίνακας 5.22 Ανάλυση λαθών στη δοκιµασία αντιστοίχισης πρότασης-εικόνας Αντί για παρελθόν: ΓΘ ΓΛ ΑΒ παρόν 3 1 1 µέλλον 2 1 0 Αντί για παρόν: παρελθόν 0 1 0 µέλλον 1 1 1 Αντί για µέλλον: παρελθόν 1 2 0 παρόν 2 2 1 5.3.4 Αποτελέσµατα δοκιµασίας επανάληψης πρότασης Συνολικά, στη δοκιµασία επανάληψης πρότασης ο ΓΘ έχει αισθητά υψηλότερη επίδοση από τον ΓΛ (98.21% και 72.22% επιτυχία αντίστοιχα, βλ. πίνακα 5.23). Οι ΓΘ και ΓΛ επαναλαµβάνουν αυτούσια την αρχική πρόταση σε ποσοστό 78.18% και 68.13% αντίστοιχα, ενώ σε αρκετές περιπτώσεις παράγουν γραµµατικά/αποδεκτά εκφωνήµατα που δεν αποτελούν ωστόσο αυτούσιες επαναλήψεις των αρχικών προτάσεων. 223 Συγκεκρι- µένα, ο ΓΘ αυτό το κάνει στο 21.43% των περιπτώσεων (36/168) και ο ΓΛ στο 23.02% (29/126) (βλ. πίνακα 5.24). Όπως φαίνεται και στον πίνακα 5.24, στις περισσότερες από τις περιπτώσεις ορθής µη αυτούσιας επανάληψης είτε α) κατά την επανάληψη της πρότασης παραλείπεται το αντωνυµικό υποκείµενο (βλ. 26) είτε β) παραλείπεται το 223 Για τα κριτήρια βαθµολόγησης της δοκιµασίας επανάληψης πρότασης, βλ. την ενότητα 5.2.2.6. 293
χρονικό επίρρηµα/προσδιορισµός (βλ. 27) είτε, τέλος, γ) παραλείπονται ταυτόχρονα το χρονικό επίρρηµα/προσδιορισµός και το αντωνυµικό υποκείµενο (βλ. 28). (26) Αυτή τη στιγµή εσύ βγάζεις τα ρούχα σου. Αυτή τη στιγµή εσύ βγάζεις τα ρούχα σου. (ΓΘ) (27) α. Τώρα αυτοί κουρδίζουν τα ρολόγια. Τώρα αυτοί κουρδίζουν τα ρολόγια. (ΓΛ) β. Αύριο εµείς µέσα σε µία ώρα θα στολίσουµε το δέντρο. Αύριο εµείς µέσα σε µία ώρα θα στολίσουµε το δέντρο. (ΓΛ) (28) Χθες µόνο δύο φορές εµείς σπάσαµε πιάτα. Χθες µόνο δύο φορές εµείς σπάσαµε πιάτα. (ΓΘ) Πίνακας 5.23 Αριθµοί και ποσοστά ορθών και λαθεµένων επαναλήψεων ΓΘ Ορθές επαναλήψεις 165 (98.21%) 91 (72.22%) Λαθεµένες επαναλήψεις 3 (1.79%) 35 (27.78%) ΓΛ Πίνακας 5.24 Είδη ορθών επαναλήψεων πρότασης Αυτούσια επανάληψη πρότασης 129 (78.18%) 62 (68.13%) Παράλειψη χρονικού επιρρήµατος/προσδιορισµού 7 (4.24%) 4 (4.4%) Παράλειψη αντωνυµικού υποκειµένου 16 (9.7%) 15 (16.48%) Παράλειψη χρονικού επιρρήµατος/προσδιορισµού και αντωνυµικού υποκειµένου ΓΘ ΓΛ 7 (4.24%) 6 (6.59%) Άλλα 224 6 (3.64%) 4 (4.4%) 224 Η κατηγορία αυτή περιλαµβάνει επαναλήψεις προτάσεων µε α) παραλλαγή στη διάταξη των όρων, β) ταυτόχρονη παράλειψη χρονικού επιρρήµατος και παραλλαγή στη διάταξη των όρων, γ) προσθήκη µιας λέξης (π.χ. οριστικού άρθρου τα), δ) παράλειψη επιρρήµατος τόπου που συνδυαζόταν µε ΠροθΦ (µέσα σε µόλις µία µέρα), ε) παράλειψη χρονικού επιρρήµατος και ΠροθΦ (πριν επί πέντε λεπτά), στ) παράλειψη α- ντωνυµικού υποκειµένου και παράλληλη «διαλεκτική» φωνητική τροποποίηση του αρχικού ρήµατος ([jémiza] > [jómiza]). 294
Σε ό,τι αφορά την επίδοση των δύο αγραµµατικών ανά λειτουργική κατηγορία, η όψη εµφανίζεται να είναι η πιο προβληµατική, κάτι που εκδηλώνεται µε διαφοροποιηµένο τρόπο για τον καθένα. Ο ΓΘ κάνει µόλις δύο (από τα τρία συνολικά) λάθη στην επανάληψη προτάσεων όπου πραγµατώνεται η όψη, ωστόσο πάνω από τις µισές (31/56) τις επαναλαµβάνει κατά τρόπο αποδεκτό, αλλά όχι αυτούσιες (βλ. πίνακα 5.25). Στη συγκεκριµένη στρατηγική καταφεύγει σε πολύ µικρότερη έκταση όταν καλείται να επαναλάβει τις προτάσεις που ελέγχουν το χρόνο (5/56) και καθόλου στην περίπτωση των προτάσεων που ελέγχουν τη συµφωνία. Αντίθετα, η αδυναµία του ΓΛ να χειριστεί τις προτάσεις της όψης εκφράζεται µε το συνδυασµό των πολλών λαθεµένων επαναλήψεών τους (27/42) και της µίας µόλις αυτούσιας επανάληψης (βλ. πίνακα 5.26). Συνεπώς, και ο ΓΛ σε αρκετές περιπτώσεις (14/42) προβαίνει σε αποδεκτή µεν, µη αυτούσια δε επανάληψη αυτών των προτάσεων. Όπως φαίνεται και στους πίνακες 5.25 και 5.26, τις προτάσεις της όψης ακολουθούν ως προς τη δυσκολία οι προτάσεις του χρόνου (µε τον αριθµό των γραµµατικών/αποδεκτών µη αυτούσιων επαναλήψεων να αποτελεί το βασικό κριτήριο γι αυτή τη διαπίστωση), ενώ οι προτάσεις της συµφωνίας δεν δείχνουν να προκαλούν ιδιαίτερα προβλήµατα στους αγραµµατικούς συµµετέχοντες. Πίνακας 5.25 Κατανοµή των τύπων επανάληψης πρότασης ανά λειτουργική κατηγορία για τον ΓΘ Χρόνος Συµφωνία Όψη Αυτούσια επανάληψη πρότασης 51 (91.07%) 55 (98.21%) 23 (41.07%) Γραµµατικές µη αυτούσιες επαναλήψεις 5 (8.93%) 0 (0%) 31 (55.36%) Λαθεµένες επαναλήψεις 0 (0%) 1 (1.79%) 2 (3.57%) Πίνακας 5.26 Κατανοµή των τύπων επανάληψης πρότασης ανά λειτουργική κατηγορία για τον ΓΛ Χρόνος Συµφωνία Όψη Αυτούσια επανάληψη πρότασης 23 (54.76%) 38 (90.48%) 1 (2.38%) Γραµµατικές µη αυτούσιες επαναλήψεις 14 (33.33%) 1 (2.38%) 14 (33.33%) Λαθεµένες επαναλήψεις 5 (11.90%) 3 (7.14%) 27 (64.29%) 295
Ανάλυση λαθών Σε ό,τι αφορά τις λαθεµένες επαναλήψεις που σηµειώνονται, αυτές παρουσιάζουν µεγάλη ποικιλία ως προς τα είδη των λαθών, τέτοια ώστε να µην ξεχωρίζει ποσοτικά/αριθ- µητικά καµία κατηγορία (λαθών). Τα είδη των λαθών που παρατηρούνται είναι τα εξής: 1) Λαθεµένη υποκατάσταση αντωνυµικού υποκειµένου (υποκατάσταση προσώπου) µε συνέπεια λάθος συµφωνίας: α) Εσείς θα µάθετε Αγγλικά. Εσείς [Εσύ] θα µάθετε Αγγλικά. β) Εσείς θα σπάσετε τα πιάτα. Εσείς [Εσύ] θα σπάσετε τα πιάτα. 2) Λαθεµένη αλλαγή όψης ρήµατος: Μετά µέσα σε πέντε λεπτά εσύ θα βγάλεις τα ρούχα σου. Μετά µέσα σε πέντε λεπτά εσύ θα βγάλεις [βγάζεις] τα ρούχα σου. 3) Λαθεµένη αλλαγή περιοριστικού/επιρρηµατικού στοιχείου όψης Χθες επί δύο ώρες οι πυροσβέστες έσωζαν τη ζωή παιδιών. Χθες επί δύο ώρες οι πυροσβέστες [σε δύο ώρες] έσωζαν τη ζωή παιδιών. (λάθος όψης) 4) Εσφαλµένη παράλειψη ονοµατικού υποκειµένου. 225 Αύριο όλο το πρωί ο αγρότης θα σπέρνει σιτάρι. Αύριο όλο το πρωί ο αγρότης θα σπέρνει σιτάρι. 5) Υποκατάσταση επιρρήµατος µε πρόθεση µε συνέπεια αντιγραµµατικό σύνταγµα: Μετά µέσα σε δέκα λεπτά... Μετά µέσα [από] σε δέκα λεπτά... 6) Λαθεµένη υποκατάσταση προθέσεων που προκαλεί αλλοίωση του νοήµατος ή και προβλήµατα στην όψη: α) Μετά επί ένα τέταρτο εγώ θα σκοτώνω τις µύγες. Μετά επί [από] ένα τέταρτο εγώ θα σκοτώνω τις µύγες. β) Χθες µόνο δύο φορές εµείς σπάσαµε πιάτα. Χθες µόνο [επί] δύο φορές εµείς σπάσαµε [τα] πιάτα. 7) Παράλειψη µορίου/δείκτη του µέλλοντα που (σε συνδυασµό µε την περιοριστική έκφραση που στόχο είχε την εκµαίευση µη συνοπτικής όψης) προκαλεί αντιγραµµατικό εκφώνηµα: Αύριο επί δύο ώρες εµείς θα ανεβαίνουµε στο βουνό. Αύριο επί δύο ώρες εµείς θα ανεβαίνουµε στο βουνό. 225 Όπως αναφερεται και στην ενότητα 5.2.2.6, µια τέτοια παράλειψη συνεπάγεται απώλεια σηµαντικής πληροφορίας σε σχέση µε το υποκείµενο/εξωτερικό όρισµα του ρήµατος και γι αυτό βαθµολογείται ως λαθεµένη. Για παράδειγµα, η παράλειψη του (ονοµατικού) υποκειµένου από την πρόταση Αύριο όλο το πρωί ο αγρότης θα σπέρνει σιτάρι επιφέρει µεγαλύτερη απώλεια πληροφορίας απ ό,τι η παράλειψη του αντωνυµικού υποκειµένου από την πρόταση Αύριο όλο το πρωί αυτός θα σπέρνει σιτάρι. 296
8) Παράλειψη πρόθεσης και επιρρηµάτων που παραποιεί το νόηµα της πρότασης: Πριν µέσα σε ένα µόλις λεπτό το παιδί έδεσε τα κορδόνια του. Πριν µέσα σε ένα µόλις λεπτό το παιδί έδεσε τα κορδόνια του. 9) Εσφαλµένη υποκατάσταση επιρρηµατικού στοιχείου: Μετά µέσα σε πέντε λεπτά εσύ θα βγάλεις τα ρούχα σου. Μετά µέσα σε πέντε λεπτά [πριν] εσύ θα βγάλεις τα ρούχα σου. (λάθος χρόνου) 10) Αδυναµία ολοκληρωµένης/άρτιας επανάληψης του αντικειµένου: Χθες η αστυνοµία διέλυσε τη συγκέντρωση. Χθες η αστυνοµία διέλυσε τη συγκέντρωση. 11) Αλλαγή όψης ρήµατος: Χθες επί δύο ώρες οι πυροσβέστες έσωζαν τη ζωή παιδιών. Χθες επί δύο ώρες οι πυροσβέστες έσωζαν [έσωσαν] τη ζωή παιδιών. 12) Λαθεµένη υποκατάσταση πρόθεσης µε συνέπεια λάθος όψης: Χθες το πρωί µέσα σε µία ώρα εσείς στείλατε τις κάρτες. Χθες το πρωί µέσα σε [επί] µία ώρα εσείς στείλατε τις κάρτες. 13) Υποκατάσταση πρόθεσης µε παράλληλη παράλειψη των υπόλοιπων συστατικών της ΠροθΦ: Πριν επί πέντε λεπτά διαρκώς εµείς τεντώναµε το σχοινί. Πριν επί [από] πέντε λεπτά διαρκώς εµείς τεντώναµε το σχοινί. 14) Φωνητική/φωνολογική παραφασία: Προχθές εσύ διαρκώς άκουγες αυτό το τραγούδι. Προχθές εσύ διαρκώς άκουγες αυτό το [τρο] τραγούδι. 15) Λεξική υποκατάσταση (υποκατάσταση ρήµατος) (σε συνδυασµό µε φωνητική/φωνολογική παραφασία): Αυτή τη στιγµή ο αθλητής σηκώνει τα βάρη. Αυτή τη στιγµή ο αθλητής [αθρητής] σηκώνει [συγκεντρώνει] τα βάρη. 297
5.4 Συζήτηση/συµπεράσµατα 5.4.1. Συζήτηση για τη δοκιµασία συµπλήρωσης πρότασης Πριν προχωρήσουµε στη συζήτηση που αφορά τα πρότυπα επίδοσης των δύο αγραµµατικών συµµετεχόντων στις τρεις λειτουργικές κατηγορίες της δοκιµασίας συµπλήρωσης πρότασης, θα σταθούµε στο γεγονός πως αυτοί δεν κάνουν καθόλου λάθη παράλειψης παρά µόνο λάθη υποκατάστασης. Κάτι τέτοιο είναι συµβατό µε τη βιβλιογραφία, όπου φαίνεται πως γενικά τα λάθη στον αγραµµατισµό υπακούουν ως ένα βαθµό στους κανόνες της εκάστοτε γλώσσας, υπό την έννοια ότι ποτέ δεν παράγονται τύποι που να καταστρατηγούν τους κανόνες του ορθού σχηµατισµού λέξεων. Για παράδειγµα, πραγ- µατοποιείται παράλειψη µορφήµατος µόνο στις γλώσσες όπου µια τέτοια παράλειψη ο- δηγεί και πάλι σε έναν (ελεύθερο) λεξικό τύπο (βλ. για παράδειγµα την περίπτωση της Αγγλικής, όπου η παράλειψη του κλιτικού επιθήµατος από το ρηµατικό τύπο walks ο- δηγεί στον επίσης καλοσχηµατισµένο τύπο walk). Αντίθετα, σε γλώσσες όπως η Ελληνική, όπου η παράλειψη του κλιτικού επιθήµατος οδηγεί σε µη ελευθερώσιµο θέµα, δεν σηµειώνονται λάθη παράλειψης αλλά λάθη υποκατάστασης (π.χ. περπατάει περπατάς) (βλ. σχετικά και ενότητα 1.2.1). Αναφορικά µε τις λειτουργικές κατηγορίες που εξετάζονται στο παρόν κεφάλαιο, διαπιστώνουµε πως τα αποτελέσµατα της δοκιµασίας συµπλήρωσης πρότασης συµφωνούν µε τα ευρήµατα ανάλογων µελετών για την Ελληνική (Varlokosta et al., 2006 Nanousi et al., 2006 Πλακούδα, 2001 Peristeri, 2004) ως προς το ότι τουλάχιστον σε ό,τι αφορά την τροπικότητα της παραγωγής η όψη είναι η προβληµατικότερη λειτουργική κατηγορία για τους αγραµµατικούς, ενώ η συµφωνία είναι η λιγότερο διαταραγµένη κατηγορία. Ως προς το εύρηµα ότι η όψη είναι η κατηγορία που προκαλεί τα περισσότερα προβλήµατα στους αγραµµατικούς (συγκριτικά µε το χρόνο και τη συµφωνία) η παρούσα µελέτη συµφωνεί και µε την έρευνα των Novaes και Braga (2005), οι οποίοι εξέτασαν τον πορτογαλόφωνο αγραµµατισµό. Επίσης, τα ευρήµατά µας συµφωνούν µε αυτά των Varlokosta et al. και των Nanousi et al. ως προς το ότι, πέρα από την όψη, και ο χρόνος εµφανίζεται σοβαρά διαταραγµένος. εδοµένου ότι στη συντακτική ιεραρχία της Ελληνικής ο κόµβος της όψης βρίσκεται χαµηλότερα από τους κόµβους της συµφωνίας και του χρόνου (βλ., µεταξύ άλλων, Philippaki-Warburton, 1998 Tsimpli, 1990), τα ευρήµατα της παρούσας έρευνας βρίσκονται σε αντίθεση µε τις προβλέψεις της ΥΑ των Friedmann και Grodzinsky (1997), ενώ χωρίς να την επαληθεύουν πλήρως δεν παρέχουν αντίθετη µαρτυρία στην 298
υπόθεση του υποπροσδιορισµού του χρόνου (Wenzlaff & Clashen, 2004, 2005). Συγκεκριµένα, την τελευταία υπόθεση δεν την επαληθεύουν πλήρως, επειδή σύµφωνα µε αυτήν ο αγραµµατικός λόγος αναµένεται να παρουσιάζει διαταραχή ως προς την κατηγορία της έγκλισης, µια κατηγορία δηλαδή που δεν εξετάζεται στην παρούσα µελέτη. Επίσης, τα ευρήµατά µας δεν επιβεβαιώνουν τις προβλέψεις της Hagiwara (1995), σύµφωνα µε τις οποίες οι χαµηλότερες προβολές σε αντίθεση µε τις υψηλότερες θα έπρεπε να είναι καλά διατηρηµένες, καθώς η ΦρΌψης, που βρίσκεται χαµηλά στη συντακτική ιεραρχία της Ελληνικής, εµφανίζεται ιδιαίτερα διαταραγµένη. Επιπλέον, τα αποτελέσµατα αυτής της έρευνας δείχνουν να ενισχύουν την πρόταση των Varlokosta et al. (2006) και των Nanousi et al. (2006) πως στον αγραµµατισµό πλήττονται µε όρους µινιµαλισµού τα ερµηνεύσιµα χαρακτηριστικά (όπως ο χρόνος και η όψη), ενώ διατηρούνται σχετικά ικανοποιητικά τα µη ερµηνεύσιµα χαρακτηριστικά (όπως η συµφωνία). Ειδικότερα, για την ερµηνεία των συγκεκριµένων αποτελεσµάτων (χρόνου, συµφωνίας και όψης), θα µπορούσαµε εκ πρώτης όψεως να ακολουθήσουµε την ακόµη πιο εξειδικευµένη πρόταση που διατυπώνουν οι Nanousi et al. και να υποθέσουµε πως το πρωτογενές πρόβληµα δεν αφορά τα ερµηνεύσιµα χαρακτηριστικά, αλλά εκείνη τη συντακτικοφωνολογική λειτουργία/διαδικασία που είναι υπεύθυνη για την απόδοση φωνολογικών τιµών στα (αφηρηµένα) µορφοσυντακτικά ερµηνεύσιµα χαρακτηριστικά. Υπενθυµίζω ότι οι Nanousi et al. εικάζουν πως αυτή η υπεύθυνη διαδικασία είναι µια επιµέρους λειτουργία της εκφοράς. Συνεπώς, σύµφωνα µε τους Nanousi et al. το πρόβληµα που έχουν οι αγραµµατικοί στο χειρισµό των ερµηνεύσιµων χαρακτηριστικών είναι δευτερογενές, καθώς αποτελεί απλώς µια συνέπεια της πρωτογενούς διαταραχής που εδράζεται στην παραπάνω συντακτικοφωνολογική λειτουργία. Αν, ωστόσο, συνεξετάσουµε αυτά τα ευρήµατα (που αφορούν το χρόνο, τη συµφωνία και την όψη) µε τα υπόλοιπα ευρήµατα αυτής της µελέτης, τα οποία αφορούν τις λειτουργικές κατηγορίες του Σ και της άρνησης (βλ. τρίτο και τέταρτο κεφάλαιο, αντίστοιχα), και, κυρίως, αν λάβουµε υπόψη µας και άλλα παράπλευρα ευρήµατα που αφορούν τα αποθέµατα σε πόρους επεξεργασίας των αγραµµατικών που συµµετείχαν στην παρούσα µελέτη, θα διαπιστώσουµε πως ενισχύεται η πρώτη, γενικότερη ερµηνεία, αυτή δηλαδή που θεωρεί ότι το πρόβληµα των συγκεκριµένων τουλάχιστον αγραµµατικών εντοπίζεται στα ερµηνεύσιµα χαρακτηριστικά, χωρίς να χρειάζεται να εµπλακεί καµιά υπόθεση περί διαταραγµένης συντακτικοφωνολογικής λειτουργίας, όπως αυτή που επικαλούνται οι Nanousi et al. Συνεπώς, τα αποτελέσµατα που αφορούν το χρόνο, τη συµφωνία και την όψη ενισχύουν τη σχετική «δοκιµαστική» ερµηνεία που προτάθηκε στο 299
τρίτο και το τέταρτο κεφάλαιο σχετικά µε τα ευρήµατα που αφορούσαν το Σ και την άρνηση. εν θα αναπτύξω ωστόσο στην παρούσα ενότητα την επιχειρηµατολογία υπέρ αυτής της ερµηνείας, καθώς κάποιες από τις προκείµενες που θα τη στηρίξουν ακολουθούν στις επόµενες ενότητες. Η αναλυτική παρουσίαση αυτής της ερµηνείας πραγµατοποιείται στο έκτο κεφάλαιο. Επιστρέφοντας στη συζήτηση για τα αποτελέσµατα της δοκιµασίας συµπλήρωσης πρότασης, θα πρέπει να σηµειωθεί ότι οι επιδόσεις των αγραµµατικών συµµετεχόντων σε αυτή τη δοκιµασία, υπολογισµένες τόσο βάσει αριθµού λαθών και ποσοστών όσο και βάσει σύγκρισης µε τα ποσοστά τυχαιότητας ανά λειτουργική κατηγορία, αντανακλούν τη διαφοροποίηση των δύο παραπάνω αγραµµατικών ως προς τη σοβαρότητα της αφασίας τους. Υπενθυµίζουµε πως ο ΓΛ, σε αντίθεση µε τον ΓΘ, έχει διαγνωστεί ως αφασικός µε ήπιο αγραµµατισµό. Στη συνέχεια θα εστιάσουµε σε κάποιες όψεις των αποτελεσµάτων, οι οποίες, αν και φαίνεται να αποτελούν «δευτερεύουσες» παραµέτρους της αγραµµατικής επίδοσης, είναι ωστόσο αποκαλυπτικές για σηµαντικά ζητήµατα, όπως είναι για παραδειγµα οι ευρύτερα γνωστικές (µη γλωσσικές) στρατηγικές που εφαρµόζουν οι αγραµµατικοί, η ψυχολογική πραγµατικότητα διάφορων θεωρητικών υποθέσεων κ.λπ. Ας ξεκινήσουµε από τα πειραµατικά ζεύγη ΑΠ-ΠΣ της συνθήκης του χρόνου. Όπως είδαµε στην ενότητα 5.3.1.1, οι υψηλότερες επιδόσεις και των δύο αγραµµατικών συµµετεχόντων σε αυτά τα ζεύγη παρατηρούνται α) όταν ο χρόνος-στόχος είναι παρελθοντικός (αόριστος ή παρατατικός), ανεξαρτήτως του χρόνου της ΑΠ, β) όταν ο χρόνος-στόχος είναι ο µέλλοντας (συνοπτικός ή µη συνοπτικός) και η ΑΠ είναι παρελθοντικού χρόνου και γ) όταν ο χρόνος-στόχος είναι ο ενεστώτας και η ΑΠ είναι σε παρελθοντικό χρόνο. Αντίθετα, οι χαµηλότερες επιδόσεις τους παρατηρούνται α) όταν ο χρόνος-στόχος είναι ο µέλλοντας µε ΑΠ σε ενεστώτα και β) όταν ο χρόνος-στόχος είναι ο ενεστώτας και η ΑΠ είναι σε µέλλοντα. Αυτό µε µια πρώτη εκτίµηση φαίνεται απροσδόκητο αποτέλεσµα, καθώς θα περιµέναµε είτε καλύτερη επίδοση στη χρονική βαθµίδα του παρόντος, καθώς έχει υποστηριχτεί πως ο ενεστώτας είναι ο αµαρκάριστος χρόνος (Warburton, 1973: 206) και συνεπώς, µε όρους επεξεργασίας, ο «ευκολότερος» χρόνος (Lapointe, 1985 Stavrakaki & Kouvava, 2003), είτε καµιά στατιστικά σηµαντική διαφοροποίηση µεταξύ των τριών τιµών του χρόνου, κάτι που θα αποδείκνυε πως το πρόβληµα µε αυτή την κατηγορία είναι γενικευµένο και δεν εξαιρεί κάποια συγκεκριµένη τιµή της. Ωστόσο, µια προσεκτικότερη εξέταση των σχετικών ευρηµάτων δείχνει πως τα παραπάνω πρότυπα επίδοσης θα µπορούσαν να ερµηνευτούν στη βάση α) των δυνα- 300
τοτήτων που προσφέρει το σύστηµα της Ελληνικής, β) του συγκεκριµένου πειραµατικού σχεδιασµού και γ) των στρατηγικών που χρησιµοποιούν οι αγραµµατικοί συµµετέχοντες, προκειµένου να αντισταθµίζουν (κατά την εκτέλεση γλωσσικών καθηκόντων) τους περιορισµούς που κατά τα φαινόµενα αντιµετωπίζουν σε ό,τι αφορά τους διαθέσιµους πόρους επεξεργασίας. Καταρχάς, θα πρέπει να σταθούµε στην ιδιαιτερότητα που παρουσιάζει το σύστηµα της Ελληνικής ως προς τα σηµεία επαφής µεταξύ των τριών βαθµίδων του χρονικού άξονα (ιδιαιτερότητα στην οποία γίνεται συνοπτική αναφορά και στην ενότητα 5.2.2.2). Σε ό,τι αφορά τα σηµεία επαφής του παρόντος µε το µέλλοντα «συνάντηση» ό- που αυτή η ιδιαιτερότητα είναι πιο εµφανής, αυτά γίνονται αντιληπτά α) σε προτάσεις όπου συνδυάζονται χρονικά επιρρήµατα ή εκφράσεις που πρωτοτυπικά έχουν αναφορά στο παρόν µε ρηµατικούς τύπους των οποίων ο µορφολογικά µαρκαρισµένος χρόνος είναι ο µέλλοντας (π.χ. Τώρα θα πάω στον οδοντίατρο) και β) σε προτάσεις όπου συνδυάζονται επιρρηµατικά στοιχεία µελλοντικής αναφοράς µε ρήµατα των οποίων ο µορφολογικός χρόνος είναι ο ενεστώτας (π.χ. Αύριο πηγαίνω οδοντίατρο). Οι προτάσεις αυτού του τύπου, που εκφράζουν τη διεπαφή µέλλοντα και παρόντος, συνδέονται µε συγκεκριµένες σηµασιολογικές αποχρώσεις και, χωρίς αµφιβολία, είναι γραµµατικές. Για παράδειγµα, η χρήση ρηµάτων ενεστώτα µε µελλοντική σηµασία/αναφορά (κατά την ο- ποία, σε συντακτικό επίπεδο, ο ενεστωτικός τύπος του ρήµατος συνυπάρχει µε επιρρη- µατικά στοιχεία µελλοντικής αναφοράς) δηλώνει βεβαιότητα ή προγραµµατισµένη/προ- µελετηµένη ενέργεια, ενώ η συνύπαρξη ρηµάτων σε µέλλοντα µε χρονικά επιρρήµατα που αναφέρονται στο παρόν υποδηλώνει/υπονοεί ότι η δηλούµενη από το ρήµα πράξη θα τελεστεί (ή τουλάχιστον θα αρχίσει να τελείται) άµεσα, στα σηµεία επαφής του «τώρα» και της επόµενης στιγµής. Κάπως διαφοροποιηµένη φαίνεται να είναι η κατάσταση στη διεπαφή παρελθόντος και παρόντος, καθώς ναι µεν υπάρχουν γραµµατικές προτάσεις που την εκφράζουν, ωστόσο σε κάποιες περιπτώσεις η γραµµατικότητα αυτών των προτάσεων είναι συναρτηµένη µε αυστηρές συµφραστικές προϋποθέσεις. Συγκεκριµένα, αναφέροµαι στην περίπτωση προτάσεων όπου συνυπάρχουν χρονικά επιρρηµατικά στοιχεία που έχουν αναφορά στο παρελθόν µε ρήµατα που βρίσκονται στον ενεστώτα (π.χ. Χθες πηγαίνω στο µανάβη). Όπως είναι προφανές, αυτές οι προτάσεις µπορούν να θεωρηθούν γραµµατικές και αποδεκτές µόνο αν ικανοποιούνται οι συµφραστικές προϋποθέσεις που µπορούν να στηρίξουν µια ερµηνεία χρήσης ιστορικού ενεστώτα, όπως είναι για παρά- 301
δειγµα η αφήγηση γεγονότος (ή γεγονότων) που συνέβη στο παρελθόν (Holton, Mackridge & Philippaki-Warburton, 1997: 224). Από την άλλη, δεν τίθενται ανάλογης φύσης συµφραστικές προϋποθέσεις στην περίπτωση των προτάσεων που εκφράζουν τη συγκεκριµένη διεπαφή προς την αντίθετη κατεύθυνση. Για παράδειγµα, προτάσεις του τύπου Τώρα έσπασα το πιάτο, οι οποίες (στη βάση της ετερογενούς µε όρους χρονικής αναφοράς συνύπαρξης επιρρήµατος και ρήµατος) έχουν κάποια ειδική σηµασιολογική απόχρωση (π.χ. «µόλις τώρα έσπασα το πιάτο», «τώρα µάλιστα, έσπασα το πιάτο», «αυτή τη φορά έσπασα το πιάτο»), είναι χωρίς αµφιβολία γραµµατικές, χωρίς να θέτουν ειδικές συµφραστικές προϋποθέσεις. Είναι γεγονός πως το πειραµατικό υλικό της συγκεκριµένης δοκιµασίας παρέχει κατά κάποιο τρόπο τη δυνατότητα για την πραγµάτωση προτάσεων όπως οι παραπάνω, προτάσεων δηλαδή που µπορεί να θεωρηθεί ότι εκφράζουν τα σηµεία επαφής µεταξύ δύο βαθµίδων του χρονικού άξονα, υπό την έννοια ότι συµπεριλαµβάνονται σε αυτή τη δοκιµασία ζεύγη προτάσεων τα ρήµατα των οποίων βρίσκονται σε χρόνους που γειτνιάζουν στο χρονικό συνεχές. Συγκεκριµένα, όπως φαίνεται και στην ενότητα 5.3.1.1 (βλ. πίνακα 5.2), µεταξύ άλλων υπάρχουν ζεύγη α) ΑΠ σε ενεστώτα και ΠΣ σε µέλλοντα, β) ΑΠ σε µέλλοντα και ΠΣ σε ενεστώτα, γ) ΑΠ σε ενεστώτα και ΠΣ σε παρελθοντικό χρόνο και δ) ΑΠ σε παρελθοντικό χρόνο και ΠΣ σε ενεστώτα. Πράγµατι, όπως προαναφέρεται, σε αυτού του είδους τα πειραµατικά ζεύγη πραγµατώνουν οι αγραµµατικοί συµµετέχοντες προτάσεις όπως αυτές που αναφέρονται παραπάνω. Για παράδειγµα, ό- ταν µετά την ΑΠ Μετά αυτοί θα κουρδίσουν τα ρολόγια έπεται πρόταση που εισάγεται µε το «Τώρα αυτοί», αν και σε αυτήν λόγω του τώρα, που συνδέεται συµβατικά µε το παρόν, αναµένεται η παραγωγή του ενεστωτικού τύπου κουρδίζουν (που είναι και ο τύπος-στόχος), παρ όλα αυτά ο ΓΘ επιλέγει την πραγµάτωση του µελλοντικού τύπου θα κουρδίσουν (Τώρα αυτοί θα κουρδίσουν τα ρολόγια). 226 Οµοίως, όταν µετά την (παροντικής αναφοράς) ΑΠ Σήµερα εµείς τυπώνουµε την εργασία µας ακολουθεί πρόταση που εισάγεται µε το «Αύριο εµείς», πρόταση δηλαδή που λόγω του αύριο (επιρρήµατος πρωτοτυπικά συνδεδεµένου µε το µέλλοντα) έχει ως χρόνο-στόχο το µέλλοντα, και πάλι αντί για το µέλλοντα επιλέγεται (και από τους δύο αγραµµατικούς) η παραγωγή του ενεστωτικού τύπου του ρήµατος (Αύριο εµείς τυπώνουµε την εργασία µας). Ενώ η κατάσταση σε σχέση µε τα σηµεία επαφής των τριών βαθµίδων του χρονικού άξονα και τη γραµµατικότητα των προτάσεων που ενσαρκώνουν αυτές τις διεπαφές έχει όπως περιγράφεται παραπάνω, οι πραγµατώσεις ωστόσο από την πλευρά των 226 Σ αυτό το πειραµατικό ζεύγος προτάσεων και ο ΓΛ πραγµατώνει ρήµα σε µέλλοντα, µόνο που επιλέγει τη µη συνοπτική όψη (Τώρα αυτοί θα κουρδίζουν τα ρολόγια). 302
συµµετεχόντων που εµπίπτουν σε οποιαδήποτε από τις παραπάνω περιπτώσεις δεν µπορούν να γίνουν αποδεκτές στο πλαίσιο της συγκεκριµένης δοκιµασίας και, συνεπώς, βαθµολογούνται ως λαθεµένες. Κι αυτό διότι µε τα συγκεκριµένα παραδείγµατα εξάσκησης που δόθηκαν κατά την εκπαίδευση των συµµετεχόντων διαγραφόταν σαφώς το «αίτηµά» µας για πραγµάτωση του χρόνου-στόχου στη βάση της πρωτοτυπικής σηµασίας των επιρρηµάτων που ετίθεντο στην αρχή των ΠΣ, αίτηµα στο οποίο άλλωστε συµ- µορφώθηκε στο σύνολό της και η οµάδα ελέγχου. Κατά την άποψή µου, το γεγονός ότι οι αγραµµατικοί συµµετέχοντες παρήγαγαν αρκετές τέτοιες προτάσεις οφείλεται στο ότι αυτοί, έχοντας µειωµένους πόρους επεξεργασίας 227 και προκειµένου να αντισταθµίσουν αυτόν τον περιορισµό τους κατά την ε- κτέλεση της συγκεκριµένης δοκιµασίας, αρκετές φορές αγνόησαν τις απαιτήσεις του πειραµατικού πλαισίου, καταστρατήγησαν τους συµφραστικούς περιορισµούς αυτής της δοκιµασίας και έκαναν «αιρετικές» χρήσεις/γλωσσικές επιλογές. Πέρα από το ότι, όπως προαναφέρεται, ο πειραµατικός σχεδιασµός προσφέρει αυτή τη δυνατότητα για «αιρετικές» επιλογές (µια δυνατότητα που προφανώς δεν θα υπήρχε αν τα πειραµατικά ζεύγη ΑΠ-ΠΣ ενέπλεκαν µόνο το παρελθόν και το µέλλον), άλλος ένας καταλύτης (άρρηκτα συνδεδεµένος µε τον πειραµατικό σχεδιασµό) για την πραγµάτωση αυτών των ε- πιλογών φαίνεται να είναι η προηγούµενη πραγµάτωση κατά την εκφώνηση (από τον ερευνητή που διενεργεί και τα πειράµατα) της ΑΠ των (ίδιων) ρηµατικών τύπων που ταυτίζονται µε αυτές τις επιλογές. Συχνά, δηλαδή, οι πραγµατωµένοι από τον ερευνητή ρηµατικοί τύποι των ΑΠ «δίνουν την ιδέα» στους αγραµµατικούς πως αυτοί είναι κατάλληλοι και για την ΠΣ. Οι πραγµατωµένοι από τον ερευνητή τύποι δηλαδή κατά κάποιο τρόπο ενισχύουν/διευκολύνουν αποφασιστικά τις «αιρετικές» επιλογές των αγραµ- µατικών (κάνουν «priming» σε αυτές), καθώς ταυτίζονται µε αυτές. Έτσι, οι αγραµµατικοί συµµετέχοντες, έχοντας ήδη διαθέσιµους/ενεργοποιηµένους αυτούς τους τύπους λόγω της πρόσφατης παρουσίασής τους και κρίνοντας ότι γενικά στην Ελληνική η πραγµάτωση αυτών των τύπων σε συνδυασµό µε τα Χ επιρρηµατικά στοιχεία της ΠΣ δεν οδηγεί σε αντιγραµµατικό αποτέλεσµα, προχωρούν στην παραγωγή τους «εξοικονοµώντας» παράλληλα πόρους επεξεργασίας. Χαρακτηριστικό παράδειγµα αποτελεί ο ΓΘ, καθώς οι 20 από τις 29 φορές που κάνει λάθη επανάληψης (στις προτάσεις της δοκιµασίας συµπλήρωσης που εξετάζουν την κατηγορία του χρόνου) αφορούν τέτοιες περιπτώσεις («αιρετικών» γλωσσικών επιλογών, κατά τις οποίες παράγει προτάσεις που είναι γραµµατικές µόνο εκτός πειραµατικού πλαισίου). Συνεπώς, η εκτεταµένη επανά- 227 Για περαιτέρω στήριξη της υπόθεσης περί περιορισµένων πόρων επεξεργασίας, βλ. την ενότητα 5.4.3 αλλά και τις ενότητες 4.3.3 και 4.4.3. 303
ληψη από την πλευρά του ΓΘ των ρηµατικών τύπων που απαντούν στις ΑΠ και ειδικά σε ό,τι αφορά τη συνθήκη του χρόνου δεν αποτελεί τµήµα µιας γενικευµένης του συνήθειας να επαναλαµβάνει τους ρηµατικούς τύπους που ακούει, αλλά προϊόν της «αιρετικής» του προσαρµογής (πάντα ελεγχόµενης από το γραµµατικό σύστηµα) στις απαιτήσεις της εν λόγω δοκιµασίας. Αυτό άλλωστε είναι ξεκάθαρο και βάσει του συνολικότερου πρότυπου επίδοσής του στη δοκιµασία συµπλήρωσης πρότασης, καθώς, όπως είδαµε και στην ενότητα 5.3.1.1 (βλ. πίνακα 5.3), ενώ στη συνθήκη του χρόνου η συντριπτική πλειονότητα των λαθών που κάνει αυτός αποτελούν λάθη επανάληψης (του «αφετηριακού» τύπου) (συγκεκριµένα, από τα 32 λάθη, τα 29 είναι λάθη επανάληψης), στις υπόλοιπες δύο συνθήκες (συµφωνίας και όψης) παρατηρείται ισορροπία µεταξύ των λαθών επανάληψης και των λαθών µη επανάληψης. 228 Θα πρέπει να σηµειώσουµε, τέλος, ότι, αν και οι αγραµµατικοί συµµετέχοντες δεν φαίνεται να είναι πάντα ευαίσθητοι στα ζητούµενα του πειραµατικού πλαισίου, καθώς κάνουν «αιρετικές» επιλογές του τύπου Τώρα αυτοί θα κουρδίζουν τα ρολόγια και Αύριο εµείς τυπώνουµε την εργασία µας, φαίνονται ωστόσο να είναι ευαίσθητοι στις αυστηρές συµφραστικές προϋποθέσεις που υπάρχουν για τη χρήση του ιστορικού ενεστώτα. Αυτές είναι σαφές ότι δεν πληρούνταν εντός του πειραµατικού πλαισίου και οι α- γραµµατικοί φαίνεται πως είχαν επίγνωση (έστω ασύνειδη) της µη αποδεκτότητας της χρήσης του ιστορικού ενεστώτα στη συγκεκριµένη δοκιµασία. Έτσι, σε ελάχιστες περιπτώσεις παρήγαγαν ρηµατικούς τύπους ενεστώτα χρόνου σε προτάσεις µε επιρρηµατικά στοιχεία παρελθοντικής αναφοράς. Συγκεκριµένα, ο ΓΘ παρήγαγε µόλις τρεις φορές ενεστωτικό τύπο αντί για παρελθοντικό, ενώ ο ΓΛ δεν υπέπεσε καµιά φορά σε τέτοιου είδους λάθος. Όπως είναι προφανές από τα παραπάνω, η γλωσσική συµπεριφορά των αγραµ- µατικών που συµµετείχαν στη δοκιµασία συµπλήρωσης πρότασης ως επί το πλείστον κινείται εντός του πλαισίου του γλωσσικού συστήµατος της Ελληνικής, καθώς σε ένα 228 Υπενθυµίζουµε πως ο ΓΛ εµφανίζει αριθµητική ισορροπία µεταξύ λαθών επανάληψης και λαθών µη επανάληψης και στις τρεις εξεταζόµενες κατηγορίες. Έτσι, έχουµε να παρατηρήσουµε πως σε ό,τι αφορά τις «αιρετικές» του πραγµατώσεις στις προτάσεις που εξετάζουν το χρόνο, αυτές πυροδοτούνταν σε µικρότερο βαθµό (συγκριτικά µε τον ΓΘ) από την προηγούµενη πραγµάτωση των αφετηριακών ρηµατικών τύπων. Ή, έστω, οι αφετηριακοί τύποι πυροδοτούσαν κυρίως την τιµή της κατηγορίας του χρόνου για τον προς πραγµάτωση ρηµατικό τύπο παρά την τιµή της όψης του. Αναφέρουµε ενδεικτικά το παράδειγµα που παραθέσαµε και παραπάνω: η πρόταση που παρήγαγε ο ΓΛ, αφότου άκουσε την ΑΠ Μετά αυτοί θα κουρδίσουν τα ρολόγια, ήταν Τώρα αυτοί θα κουρδίζουν τα ρολόγια. Ενώ λοιπόν ο αφετηριακός τύπος θα κουρδίσουν πυροδότησε την πραγµάτωση της χρονικής τιµής [µέλλοντας], δεν πυροδότησε και την πραγ- µάτωση της ίδιας, «αφετηριακής» όψης (δηλ. της συνοπτικής). Γι αυτό και ο ΓΛ παρήγαγε ρήµα σε µη συνοπτικό µέλλοντα. εν αποκλείεται, τέλος, η συγκεκριµένη επιλογή να οφείλεται όχι στην έλλειψη της διευκολυντικής επίδρασης ως προς την όψη από την πλευρά του αφετηριακού τύπου, αλλά στην (πιο αυξηµένη συγκριτικά µε τον ΓΘ) επίγνωση/διαίσθηση του ΓΛ ότι δεν είναι δυνατόν ο τύπος-στόχος να συ- µπίπτει µε τον αφετηριακό τύπο. 304
µεγάλο ποσοστό οι µη αποδεκτοί (στο συγκεκριµένο πειραµατικό πλαίσιο) τύποι που παράγουν αυτοί, εκτός του πειραµατικού πλαισίου (όντας γραµµατικοί) θεωρούνται α- ποδεκτοί. Άλλο ένα στοιχείο που µαρτυρά τη γνώση του συστήµατος της Ελληνικής α- πό την πλευρά των αγραµµατικών είναι η σοβαρή ένδειξη πως αυτοί είναι ευαίσθητοι στις ειδικές συµφραστικές προϋποθέσεις που επιβάλλει η χρήση του ιστορικού ενεστώτα (βλ. παραπάνω). Ασφαλώς, όπως προαναφέρεται, η επίδοση των αγραµµατικών συµµετεχόντων δεν καθορίζεται µόνο από τις δυνατότητες που παρέχει το σύστηµα της Ελληνικής, αλλά και από τον πειραµατικό σχεδιασµό. Σε σχέση µε αυτόν παρατηρούµε πως, αν στη συγκεκριµένη δοκιµασία δεν συµπεριλαµβάνονταν (ή δεν λαµβάνονταν υπόψη τα) ζεύγη προτάσεων (ΑΠ-ΠΣ) που «ενσάρκωναν» τα σηµεία επαφής µεταξύ του παρόντος και του µέλλοντα (σε αµφίδροµη σχέση/κατεύθυνση: από παρόν προς µέλλον και από µέλλον προς παρόν), καθώς και τα σηµεία επαφής παρελθόντος και παρόντος (σε µονόδροµη κατεύθυνση: από παρελθόν σε παρόν), τότε η επίδοση των αγραµµατικών θα ήταν αισθητά υψηλότερη. Συγκεκριµένα, σε ό,τι αφορά τον ΓΘ, ενώ η επίδοσή του στο σύνολο της συνθήκης του χρόνου ανέρχεται στο 57.14% αποτυχίας (32/56), βελτιώνεται κατά 15% περίπου αν δεν ληφθούν υπόψη τα αποτελέσµατα στα «ύποπτα» πειραµατικά ζεύγη. Στα «µη ύποπτα» ζεύγη ΑΠ-ΠΣ δηλαδή η αποτυχία του ΓΘ είναι της τάξης του 41.58% (14/34). Περίπου ανάλογη εικόνα παρατηρείται µε τον ΓΛ, καθώς, όταν κατά τον υπολογισµό της επίδοσής του δεν λαµβάνονται υπόψη τα «ύποπτα» πειραµατικά ζεύγη, η αποτυχία του ανέρχεται στο 17.65% (6/34) έναντι του 33.93%, που είναι το ποσοστό αποτυχίας του στο σύνολο της συνθήκης του χρόνου (19/56). Ωστόσο, παρά τη σαφή επίδραση των «ύποπτων» πειραµατικών ζευγών στην επίδοση των δύο α- γραµµατικών συµµετεχόντων, αυτά τα ζεύγη δεν αλλοιώνουν σηµαντικά την εικόνα για κανέναν από αυτούς, καθώς οι στατιστικές συγκρίσεις µεταξύ της επίδοσης του καθενός στο σύνολο της συνθήκης του χρόνου και της επίδοσής του στα «µη ύποπτα» πειρα- µατικά ζεύγη της ίδιας συνθήκης δεν αποκαλύπτουν καµιά στατιστικά σηµαντική διαφοροποιήση (ΓΘ: χ 2 =1.55, n.s. ΓΛ: χ 2 =0.03, n.s.). Επιπλέον, ο υπολογισµός της επίδοσης των ΓΘ και ΓΛ αποκλειστικά στη βάση των «µη ύποπτων» πειραµατικών ζευγών του χρόνου δεν µεταβάλλει τους συσχετισµούς µεταξύ του χρόνου και των συνθηκών της συµφωνίας και της όψης για κανέναν από τους δύο. Για παράδειγµα, ενώ η διαφοροποίηση συµφωνίας και (συνολικού) χρόνου είναι στατιστικά σηµαντική για τον ΓΘ (χ 2 =32.29, p<.001), µε υπεροχή της συµφωνίας έναντι του χρόνου, στατιστικά σηµαντική (και προς την ίδια κατεύθυνση) είναι και η διαφοροποίηση συµφωνίας και χρόνου υ- 305
πολογισµένου αποκλειστικά στη βάση των «µη ύποπτων» ζευγών (χ 2 =15.28, p<.001). Αντίστοιχα και για τον ΓΛ, η διαφοροποίηση χρόνου και συµφωνίας δεν είναι στατιστικά σηµαντική ούτε όταν η επίδοση στο χρόνο υπολογίζεται βάσει του συνόλου του σχετικών αποτελεσµάτων (χ 2 =2.95, n.s.) ούτε όταν υπολογίζεται βάσει των αποτελεσµάτων µονάχα στα «µη ύποπτα» πειραµατικά ζεύγη (χ 2 =0.07, n.s.). Τέλος, δεδοµένων των αντισταθµιστικών στρατηγικών που χρησιµοποιούν οι αγραµµατικοί συµµετέχοντες, είναι δύσκολο να διερευνηθεί στο πλαίσιο της συγκεκριµένης δοκιµασίας τουλάχιστον η ψυχολογική πραγµατικότητα της θεωρητικής υπόθεσης πως ο ενεστώτας (µαζί µε το µέλλοντα) είναι αµαρκάριστος/ default χρόνος (Warburton, 1973: 206 Tsimpli, 2001: 435). 229 Είναι δύσκολο δηλαδή να ελεγχθεί αν πράγµατι ο ενεστώτας, ως αµαρκάριστος χρόνος, είναι σε ψυχολογικό επίπεδο (επίπεδο επεξεργασίας) ευκολότερος χρόνος για τους αγραµµατικούς της παρούσας έρευνας απ ό,τι οι παρελθοντικοί χρόνοι, που θεωρούνται µαρκαρισµένοι (βλ. Lapointe, 1985 Stavrakaki & Kouvava, 2003 Kehayia & Jarema, 1991: 54-56). Σε σχέση µε την υπόθεση αυτή τα ευρήµατα της σχετικής βιβλιογραφίας είναι αντιφατικά. Για παράδειγµα, βάσει των πειραµατικών δεδοµένων της έρευνας των Burchert et al. (2005) αυτή η υπόθεση δεν φαίνεται να ισχύει, καθώς κανένας από τους εννέα γερµανόφωνους αγραµµατικούς που πήραν µέρος στην εν λόγω µελέτη δεν εµφάνισε σηµαντική διαφοροποίηση εντός του χρόνου µεταξύ αορίστου και ενεστώτα. Αντίθετα, η παραπάνω υπόθεση φαίνεται να επιβεβαιώνεται από τα ευρήµατα των Kehayia και Jarema (1991: 54-56) και των Stavrakaki και Kouvava (2003: 135), καθώς οι ελληνόφωνοι αγραµµατικοί που συµµετείχαν στις παραπάνω έρευνες κατά την παραγωγή είχαν σηµαντικά υψηλότερη επίδοση στους ενεστωτικούς τύπους απ ό,τι στους τύπους του αορίστου και/ή του µέλλοντα. 230 Ανάλογη πειραµατική µαρτυρία υπέρ της υπόθεσης ότι ο ενεστώτας ως ο αµαρκάριστος είναι και ο ευκολότερος χρόνος προσφέρει και ο ιταλόφωνος αγραµµατικός που συµµετείχε στην έρευνα των Miceli και Caramazza (1988: 46), καθώς αυτός σε µια δοκιµασία επανάληψης ρηµάτων σηµειώνει σαφώς καλύτερη επίδοση στα ρήµα- 229 Ειδικότερα, σύµφωνα µε την Tsimpli (2001: 435) οι µη παρελθοντικοί τύποι είναι µορφοφωνολογικά οι default/αµαρκάριστοι τύποι, επειδή δεν εµπλέκουν ούτε µετακίνηση του τόνου (όπως οι παρελθοντικοί τύποι) ούτε αύξηση. 230 Οι Stavrakaki και Kouvava (2003) παρατηρούν πως η προβληµατική επίδοση των αγραµµατικών της έρευνάς τους στην παραγωγή του αορίστου κατά κανόνα αφορά περιβάλλοντα αυξηµένης συντακτικής πολυπλοκότητας, τα οποία εµπλέκουν Σ, δείκτες άρνησης, κλιτικά κ.ο.κ. Υποστηρίζουν λοιπόν πως οι αγραµµατικοί καταφεύγουν στους αµαρκάριστους τύπους (δηλ. στους τύπους του ενεστώτα) υπό το φόρτο της συντακτικής πολυπλοκότητας, καθώς αυτοί οι τύποι δεν θεωρούνται υπολογιστικά ιδιαίτερα απαιτητικοί και, συνεπώς, είναι ευκολότερα προσβάσιµοι. Η συγκεκριµένη στρατηγική χαρακτηρίζεται ως στρατηγική της ύστατης καταφυγής (last resort strategy) (ό.π.: 135). 306
τα ενεστωτικού χρόνου απ ό,τι σε αυτά που βρίσκονταν σε παρελθοντικούς χρόνους (παρατατικό ή αόριστο). Στην παρούσα έρευνα, το µοναδικό ερώτηµα που µπορούµε να διερευνήσουµε αξιόπιστα είναι το αν οι παρελθοντικοί χρόνοι είναι πιο απαιτητικοί από τους µελλοντικούς. Αυτό µπορούµε να το κρίνουµε µόνο βάσει των πειραµατικών ζευγών που δεν εµπλέκουν καθόλου τη βαθµίδα του παρόντος, µη λαµβάνοντας υπόψη δηλαδή τις περιπτώσεις διεπαφών που, καθώς δυνητικά θα ενέγειραν «αιρετικές» πραγµατώσεις (όπως αυτές που σχολιάσαµε παραπάνω), πιθανότητα θα νόθευαν την παραπάνω διερεύνηση. Όπως βλέπουµε στα αποτελέσµατα (βλ. ενότητα 5.3.1.1, πίνακα 5.2), δεν σηµειώνεται κάποια σηµαντική διαφοροποίηση µεταξύ των δύο αυτών χρόνων. Συνεπώς, τα παρόντα ευρήµατα, τουλάχιστον σε ό,τι αφορά τη σύγκριση των παρελθοντικών και των µελλοντικών χρόνων, δεν παρέχουν υποστήριξη στην υπόθεση του Lapointe (1985) κατά την οποία η πρόσβαση των µαρκαρισµένων κλιτικών προσφυµάτων, όπως αυτά του αορίστου, απαιτεί µεγαλύτερα υπολογιστικά αποθέµατα απ ό,τι η πρόσβαση των αµαρκάριστων κλιτικών προσφυµάτων, όπως αυτών του µέλλοντα του ελληνικού ρήµατος (Warburton, 1973: 206). Οµοίως, αυτά τα ευρήµατα δεν βρίσκονται σε συµφωνία ούτε µε την πρόταση των Yarbay Duman και Bastiaanse (2008) πως οι παρελθοντικοί χρόνοι, ως αποµακρυσµένοι χρόνοι, προκαλούν τη µεγαλύτερη δυσχέρεια στους αγραµµατικούς. Τέλος, τα συγκεκριµένα πειραµατικά δεδοµένα δεν δείχνουν να επαληθεύουν ούτε τις προβλέψεις της ΥΑ (Friedmann & Grodzinsky, 1997) που είχαν διατυπωθεί στη βάση της συντακτικής ιεραρχίας που πρότεινε η Philippaki-Warburton (1998). Θυ- µίζουµε πως βάσει της ανάλυσης της Philippaki-Warburton η ΥΑ θα πρόβλεπε διαχωρισµό µεταξύ µέλλοντα και παρελθόντος ή παρόντος (βλ. ενότητα 2.1.1.2). Θα µπορούσε ασφαλώς κάποιος να υποστηρίξει πως οι αφασικοί συµµετέχοντες έπασχαν από σοβαρό αγραµµατισµό µε συνέπεια το συντακτικό τους δέντρο να αποκοπεί σε χαµηλότερο σηµείο, δηλαδή στον κόµβο του χρόνου και όχι στον κόµβο της συµφωνίας. Πράγ- µατι, στην περίπτωση αυτή δεν θα αναµέναµε διαφοροποίηση µεταξύ µέλλοντα και παρελθόντος/παρόντος. Στο βαθµό, ωστόσο, που ο ΓΛ διαγνώστηκε ως ήπιος αγραµµατικός δεν έχουµε λόγο να δεχτούµε την υπόθεση πως τελικά (και) αυτός έπασχε από σοβαρό αγραµµατισµό. Αντίθετα, ο αγραµµατισµός του φαίνεται να εµπίπτει στις µέσες ως προς τη σοβαρότητα περιπτώσεις. Σε ό,τι αφορά τα αποτελέσµατα σχετικά µε τις πειραµατικές προτάσεις που έλεγχαν τη συµφωνία, όπως είδαµε στην ενότητα 5.3.1.1, επί του συνόλου των 56 προτάσεων, ο ΓΛ κάνει 10 λάθη, η πλειονότητα των οποίων αφορά τη συµφωνία ως προς 307
τον αριθµό (8 λάθη στη συµφωνία ως προς τον αριθµό και 2 στη συµφωνία ως προς το πρόσωπο). εδοµένου ότι οι προτάσεις που ελέγχουν τη συµφωνία ως προς τον αριθµό είναι ισάριθµες (28) µε αυτές που ελέγχουν τη συµφωνία ως προς το πρόσωπο, το συγκεκριµένο πρότυπο επίδοσης του ΓΛ δείχνει πως η συµφωνία ως προς το πρόσωπο προκαλεί λιγότερες δυσκολίες από τη συµφωνία ως προς τον αριθµό, τουλάχιστον για τον εν λόγω αγραµµατικό. 231 Μικρότερη αλλά προς την ίδια κατεύθυνση τάση καταγράφεται στη σχετική επίδοση του ΓΘ, καθώς αυτός, αν και κάνει µόλις τρία λάθη στις προτάσεις της συµφωνίας, ωστόσο και τα τρία αφορούν τη συµφωνία ως προς τον αριθµό. Παρά την παραπάνω τάση που καταγράφεται ωστόσο, η διαφοροποίηση µεταξύ των δύο διαστάσεων της συµφωνίας δεν είναι στατιστικά σηµαντική για κανέναν από τους δύο αγραµµατικούς. Ως εκ τούτου, αυτά τα αποτελέσµατα βρίσκονται σε συµφωνία µε τα εύρηµατα των Burchert et al. (2005), καθώς και αυτοί δεν βρήκαν σηµαντική διαφοροποίηση µεταξύ των δύο τιµών της συµφωνίας για καµία από τις τρεις οµάδες των γερµανόφωνων αγραµµατικών που συµµετείχαν στην έρευνά τους. Τέλος, είδαµε πως τα λάθη της συµφωνίας ως προς τον αριθµό εµφανίζουν ισόρροπη κατανοµή µεταξύ των δύο τιµών του (ενικού, πληθυντικού). Ενώ λοιπόν από τα συγκεκριµένα αποτελέσµατα προκύπτει κάποια ένδειξη ότι η συµφωνία ως προς τον αριθµό είναι πιο δύσκολη για τους αγραµµατικούς απ ό,τι η συµφωνία ως προς το πρόσωπο, δεν προκύπτει κάποια επιπλέον ένδειξη για πιθανή πριµοδότηση του ενικού έναντι του πληθυντικού αριθµού. Έτσι, τα συγκεκριµένα τουλάχιστον ευρήµατα τα οποία συµφωνούν µε τα ευρήµατα και άλλων µελετών, όπως λόγου χάρη της µελέτης των Gavarrò και Martínez-Ferreiro (2007: 33) δεν παρέχουν εµπειρική υποστήριξη στην υ- πόθεση πως ο ενικός αριθµός, ως ο αµαρκάριστος για την Ελληνική (Warburton, 1973: 206), είναι ευκολότερος από τον πληθυντικό στο χειρισµό από τους αγραµµατικούς (βλ., µεταξύ άλλων, Lapointe, 1985 Chinellato, 2003). Τέλος, αναφορικά µε την προβληµατική επίδοση των αγραµµατικών αυτής της έρευνας στη συνθήκη της όψης (τόσο στην παραγωγή όσο και στην κατανόηση), αξίζει να διερευνηθεί µια εναλλακτική πιθανή ερµηνεία. Θα µπορούσε δηλαδή κανείς να υπο- 231 Μάλιστα, το ένα από τα δύο λάθη που σηµειώνει ο ΓΛ στη συµφωνία κατά πρόσωπο ενδέχεται να ο- φείλεται στο δεικτικό χαρακτήρα των αντωνυµιών/υποκειµένων του α' και του β' προσώπου και στη συγκεκριµένη «εκτροπή» που αυτός µπορεί να προκαλέσει από τους στόχους αυτής της δοκιµασίας στα συγκεκριµένα πειραµατικά συµφραζόµενα. Συγκεκριµένα, όταν ο ΓΛ ακούει την ΑΠ Εγώ θα γεµίσω τη γαλοπούλα και στη συνέχεια ακούει την αρχή της ΠΣ Εσύ, πιθανότατα παρασύρεται, αποπροσανατολίζεται από τις απαιτήσεις της δοκιµασίας και απαντάει (συµπληρώνει) «θα γιοµίσω τη γαλοπούλα». Αντίστοιχα, σε µια υποθετική ΑΠ Εσύ γεµίζεις τη γαλοπούλα µε αντίστοιχη ΠΣ που θα εισαγόταν µε το Εγώ, µια πιθανή απάντηση του συµµετέχοντος θα ήταν «γεµίζεις τη γαλοπούλα». Σε τέτοιες περιπτώσεις δηλαδή η εναλλαγή α' και β' προσώπου φαίνεται να συµβάλλει αποφασιστικά στην πρόσληψη της πειραµατικής διαδικασίας από την πλευρά του συµµετέχοντος ως ενός διαλόγου µεταξύ του ιδίου και του ερευνητή που διενεργεί το πείραµα. (βλ. και Gavarrò & Martínez-Ferreiro, 2007: 33) 308
θέσει πως το πρόβληµα δεν οφείλεται στη λειτουργική κατηγορία της όψης, αλλά στο γεγονός πως οι αγραµµατικοί αντιµετωπίζουν πρόβληµα στην κατανόηση των προθέσεων. Η υπόσταση των προθέσεων είναι αµφιλεγόµενη, καθώς, αν και στο πλαίσιο της γενετικής γραµµατικής θεωρούνται λεξική κατηγορία, υπάρχουν ωστόσο ερευνητές που τις συγκαταλέγουν στις λειτουργικές λέξεις (ελεύθερα λειτουργικά µορφήµατα) (π.χ. Tissot, Mounin & Lhermitte, 1973). Οι προθέσεις ή τουλάχιστον κάποια είδη προθέσεων, όπως έχει καταγραφεί στη βιβλιογραφία (ό.π., Friederici, 1982, 1985 Friederici, Schonle & Garrett, 1982 Grodzinsky, 1990), είναι προβληµατικές στον αγραµµατισµό, καθώς συνήθως παραλείπονται. Ειδικότερα, όπως προαναφέρεται και στην ενότητα 1.2.2.1.3, σύµφωνα µε τον Grodzinsky (1990) µόνο οι κυβερνηµένες προθέσεις (δηλ. αυτές που είναι υποκατηγοριοποιηµένες προθέσεις, κεφαλές ΠροθΦ που είναι συµπληρώµατα διµετάβατων ρηµάτων (ditransitive verbs)) αναµένεται να είναι διαταραγµένες. Στη δοκιµασία συµπλήρωσης πρότασης που διενεργήσαµε η πλειονότητα των πειραµατικών προτάσεων (οι 41 από τις 56) εµπλέκει προθέσεις, οι οποίες αποτελούν την κεφαλή των ΠροθΦ που λειτουργούν ως περιοριστικά στοιχεία για την εκµαίευση της όψηςστόχου (π.χ. επί µία ώρα, µέσα σε µισή ώρα). 232 Συνεπώς, αυτές οι προθέσεις απαντούν εντός µη υποκατηγοριοποιηµένων προσαρτηµάτων (ως κεφαλές τους) και, ως µη κυβερνηµένες, βάσει της θεωρίας του Grodzinsky (1990) δεν αναµένεται να είναι διαταραγµένες. Αξίζει, ωστόσο, αυτό να ελεγχθεί και πειραµατικά. Αντίστοιχα, και στη δοκι- µασία κρίσης γραµµατικότητας πρότασης οι προθέσεις συχνά απαντούν σε ΠροθΦ βάσει των οποίων και σε συνδυασµό µε την όψη του ρήµατος κρίνεται η γραµµατικότητα των προτάσεων (βλ., ωστόσο, ενότητα 5.4.2). Εάν λοιπόν οι αγραµµατικοί της παρούσας µελέτης έχουν δυσκολία στην κατανόηση των προθέσεων, τότε πιθανότατα η χαµηλή τους επίδοση στη συνθήκη της όψης θα πρέπει να αποδοθεί σε αυτό το πρόβλη- µα κατανόησης και όχι στην (υποτιθέµενη) δυσκολία τους µε τη κατηγορία της όψης. Σε µια τέτοια περίπτωση δηλαδή το πρόβληµα της όψης θα είναι µεθοδολογικό παρεπό- µενο (artifact), καθώς θα αντανακλά απλώς το πρόβληµα µε τις προθέσεις. Για τη διερεύνηση αυτού του ενδεχοµένου επιχειρήθηκε η σύγκριση της επίδοσης των αγραµµατικών συµµετεχόντων στις ΠΣ (της συνθήκης της όψης) των οποίων οι περιοριστικές φράσεις περιλαµβάνουν προθέσεις και σε αυτές των οποίων οι περιοριστικές φράσεις δεν εµπλέκουν προθέσεις. Ο σχετικός έλεγχος έδειξε πως η χαµηλή επίδοση των ΓΘ και ΓΛ στη δοκιµασία συµπλήρωσης πρότασης σε ό,τι αφορά τη συνθήκη 232 Αντίθετα, στις αντίστοιχες περιοριστικές φράσεις των υπόλοιπων 15 προτάσεων δεν απαντούν προθέσεις, παρά µόνο επιρρήµατα και ΦρΠροσδ (π.χ. Παλιότερα διαρκώς, Του χρόνου µόνο µια φορά., Τον επόµενο µήνα κάθε µέρα.). 309
της όψης δεν θα µπορούσε να αποδοθεί στην ενδεχόµενη προβληµατική κατανόηση α- πό την πλευρά τους των προθέσεων των ΠΣ, καθώς η επίδοσή τους σε αυτή τη συνθήκη δεν διαφοροποιείται σηµαντικά ανάλογα µε το αν οι ΠΣ περιλαµβάνουν προθέσεις ή ό- χι. Συνεπώς, παρέχεται εµπειρική ενίσχυση στην πρόταση του Grodzinsky (1990). Και για τους δύο, ωστόσο, αγραµµατικούς καταγράφεται µια τάση (έστω στατιστικά µη ση- µαντική) η παρουσία των προθέσεων να δυσχεραίνει την επίδοσή τους. Συγκεκριµένα, ο ΓΘ στις προτάσεις που εµπλέκουν προθέσεις κάνει 37 λάθη (90.24% αποτυχία) και στις προτάσεις που δεν εµπλέκουν προθέσεις κάνει 11 λάθη (73.33% αποτυχία). Αυτή η διαφοροποίηση ωστόσο, όπως προαναφέρεται, δεν είναι στατιστικά σηµαντική (χ 2 =1.35, n.s.). Αντίστοιχα, ο ΓΛ σηµειώνει 27 λάθη στις προτάσεις που περιλαµβάνουν προθέσεις (65.85% αποτυχία) και 8 λάθη στις προτάσεις χωρίς προθέσεις (53.33% αποτυχία). Οµοίως, πρόκειται για µια στατιστικά µη σηµαντική διαφοροποίηση (χ 2 =0.29, n.s.). Συµπεραίνουµε λοιπόν πως το πρόβληµα που αντιµετωπίζουν οι ΓΘ και ΓΛ µε την κατηγορία της όψης είναι αυθεντικό και όχι παράγωγο άλλης διαταραχής. Το εύρηµα, τέλος, πως αυτοί έχουν ανάλογη δυσκολία και µε τις δύο τιµές της όψης (συνοπτική, µη συνοπτική) συµφωνεί µε τα σχετικά αποτελέσµατα των Varlokosta et al. (2006) και των Miceli και Caramazza (1988), αλλά όχι µε αυτά των Nanousi et al. (2006) και των Stavrakaki και Kouvava (2003), που στις µελέτες τους βρήκαν υπεροχή της µη συνοπτικής έναντι της συνοπτικής όψης, ούτε και µε αυτά των Novaes και Braga (2005), οι οποίοι βρήκαν υπεροχή της συνοπτικής έναντι της µη συνοπτικής όψης. Θα πρέπει να σηµειωθεί πως τα αποτελέσµατά µας δεν είναι απευθείας συγκρίσιµα µε αυτά των Miceli και Caramazza (1988) και των Stavrakaki και Kouvava (2003) λόγω των διαφορετικών µεθόδων που ακολουθήθηκαν σε αυτές τις µελέτες. Τα δεδοµένα των Stavrakaki και Kouvava που αφορούν την παραγωγή (η οποία και συζητείται στην παρούσα ενότητα) αντλούνται από αυθόρµητο λόγο, µε όποιους περιορισµούς συνεπάγεται αυτός, 233 ενώ τα σχετικά ευρήµατα των Miceli και Caramazza βασίζονται σε µια δοκιµασία επανάληψης ρηµάτων, που, καθώς αφορά το επίπεδο της λέξης, ελέγχει την όψη σαν µορφοφωνολογική διαθεσιµότητα παρά ως µορφοσυντακτική κατηγορία. 234 Σε κάθε περίπτωση, τόσο τα δικά µας αποτελέσµατα όσο και αυτά των Varlokosta et al. και 233 Όπως επισηµαίνεται και στην ενότητα 1.6, τα δεδοµένα που αντλούνται από την ανάλυση αυθόρµητου λόγου, παρά τις γενικές ενδείξεις για τις γλωσσικές διαταραχές που προσφέρουν, δεν είναι πάντα αξιόπιστα για µια συστηµατική και «αντικειµενική» εξέταση ειδικότερων ζητηµάτων. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι τα ευρήµατα από τον αυθόρµητο λόγο είναι πολύ πιθανό να αντανακλούν διάφορες στρατηγικές αποφυγής πραγµάτωσης «δύσκολων» δοµών ή προβληµατικών γλωσσικών κατηγοριών για τους αφασικούς (όπως είναι, για παράδειγµα, συχνά η όψη ή ο χρόνος για τους αγραµµατικούς). 234 Ειδικότερα, στη δοκιµασία αυτή συµµετείχε ένας ιταλόφωνος αγραµµατικός, ο οποίος, έχοντας παρό- µοια ποσοστά αποτυχίας στην επανάληψη ρηµάτων παρατατικού ή αορίστου χρόνου, δεν έδειξε διαφοροποίηση µεταξύ συνοπτικής και µη συνοπτικής όψης. 310
των Miceli και Caramazza δεν παρέχουν εµπειρική υποστήριξη στην υπόθεση πως οι µορφολογικά αµαρκάριστοι τύποι είναι και οι πιο εύκολοι στο επίπεδο της επεξεργασίας (βλ. Lapointe, 1985). Μια πλευρά της επίδοσης των αγραµµατικών που δεν θα πρέπει να παραβλεφθεί αφορά την αντιστρόφως ανάλογη σχέση που παρατηρείται µεταξύ του ύψους της επίδοσής τους και του (µέσου) µήκους των πειραµατικών προτάσεων των τριών συνθηκών. Συγκεκριµένα, παρατηρούµε πως όσο µεγαλύτερες είναι οι πειραµατικές προτάσεις (προτάσεις όψης > προτάσεις χρόνου > προτάσεις συµφωνίας) τόσο χαµηλότερη είναι η επίδοση των αγραµµατικών σε αυτές. εδοµένου αυτού του συσχετισµού, δεν αποκλείεται µια παράµετρος που καθορίζει την επίδοση να είναι το µήκος της πρότασης. Μια τέτοια παράµετρος σχετίζεται άµεσα µε την υπόθεση πως οι αγραµµατικοί αντιµετωπίζουν πρόβληµα µε τους πόρους επεξεργασίας. Θα πρέπει βέβαια να επισηµανθεί πως α- νάλογη συνάφεια µε την ίδια υπόθεση έχει και η «δοκιµαστική» ερµηνεία που προτείναµε, σύµφωνα µε την οποία τα προβλήµατα πυροδοτούνται από τα ερµηνεύσιµα χαρακτηριστικά, καθώς αυτά είναι υπολογιστικά απαιτητικά. Το ζήτηµα της διερεύνησης των διαθέσιµων πόρων επεξεργασίας των αγραµµατικών αυτής της έρευνας εξετάζεται διεξοδικότερα στην ενότητα 5.4.3. Προλαµβάνοντας, ωστόσο, τη σχετική συζήτηση και επαναλαµβάνοντας όσα σχετικά εθίγησαν στην ενότητα 5.2.2.1, η ενδεχόµενη ύπαρξη µειωµένων υπολογιστικών αποθεµάτων δεν αποκλείει την ταυτόχρονη ύπαρξη συντακτικών προβληµάτων. Αντιθέτως, σπανίως τα συντακτικά προβλήµατα των αφασικών µπορούν να αποδοθούν αποκλειστικά στους περιορισµένους πόρους επεξεργασίας (ή, αλλιώς, στη µειωµένης ισχύος βραχυπρόθεσµη µνήµη) που (συχνά) διαθέτουν (R. Martin & Freedman, 2001: 241). Υπέρ αυτής της άποψης συνηγορούν αρκετά εµπειρικά δεδοµένα. Για παράδειγµα, αν και οι Friedmann και Grodzinsky (1997) και οι Nanousi et al. (2006) διατηρούσαν σταθερό το µήκος των προτάσεων µέσω των οποίων εξέταζαν τις κατηγορίες του χρόνου και της συµφωνίας στις δοκιµασίες συµπλήρωσης πρότασης που διενέργησαν, ωστόσο και πάλι καταγράφηκε διαχωρισµός µεταξύ αυτών των κατηγοριών. Συνεπώς, αυτό συνιστά µια καλή ένδειξη υπέρ του ότι η παράµετρος του µήκους των προτάσεων δεν είναι τόσο καθοριστική όσο είναι η γραµµατική/συντακτική υ- πόστασή τους. Πέρα από την παράµετρο του µήκους της πρότασης, ελέγξαµε αν η επίδοση των αγραµµατικών µπορεί να επηρεάζεται από το µήκος των ρηµάτων που καλούνταν να πραγµατώσουν. Το µήκος της λέξης, το οποίο υπολογίζεται συνήθως βάσει του αριθµού των συλλαβών όταν τα πειράµατα αφορούν την προφορική τροπικότητα, θεωρείται πως 311
µεταξύ άλλων παραµέτρων (π.χ. ύπαρξη ή µη συµφωνικών συµπλεγµάτων) εκφράζει το βαθµό της φωνολογικής πολυπλοκότητας της λέξης (Miceli & Caramazza, 1988: 39). Τα αποτελέσµατα δεν έδειξαν καµιά σηµαντική επίδραση αυτής της παραµέτρου για κανέναν από τους δύο αγραµµατικούς και σε καµία από τις λειτουργικές κατηγορίες που εξετάζονται σε αυτό το κεφάλαιο και, συνεπώς, συνηγορούν υπέρ του ότι η διαταραχή των εν λόγω ατόµων δεν είναι φωνολογικής φύσης. Αξίζει, τέλος, να σηµειωθεί πως το γεγονός ότι τουλάχιστον για έναν αγραµµατικό (τον ΓΘ) εµφανίζεται (σηµαντικός) διαχωρισµός µεταξύ χρόνου και συµφωνίας παρέχει εµπειρική υποστήριξη στη θεωρητική πρόταση του Pollock (1989) για τη διάσπαση της ΚΛ στις συστατικές της κατηγορίες, καθώς και στις σχετικές αναλύσεις της Tsimpli (1990) και της Philippaki-Warburton (1998), οι οποίες ασπάζονται την πρόταση του Pollock. 235 Τέλος, σε ό,τι αφορά τις παραµέτρους της οµαλότητας και της συχνότητας των ρηµάτων, όπως είδαµε και στην ενότητα 5.3.1.2, γενικά δεν παρατηρούνται σηµαντικές επιδράσεις τους στις επιδόσεις των συµµετεχόντων. 236 Μοναδική εξαίρεση αποτελεί η µεταβλητή της συχνότητας, η οποία ειδικά στη συνθήκη του χρόνου ασκεί σηµαντική επίδραση στην επίδοση του ΓΘ. Συγκεκριµένα, αυτός σηµειώνει σηµαντικά καλύτερη επίδοση στις προτάσεις µε ρήµατα υψηλής συχνότητας παρά στις προτάσεις µε ρήµατα χαµηλής συχνότητας. Το γεγονός ότι η παράµετρος της συχνότητας των ρηµάτων εµφανίζεται να επηρεάζει την επίδοση του ΓΘ µόνο ως προς τη συνθήκη του χρόνου µας οδήγησε να διερευνήσουµε την πιθανότητα αυτή η διαφοροποίηση της επίδοσης (µε βάση τη συχνότητα) να αποτελεί απλώς ένα σχεδιαστικό/µεθοδολογικό παρεπόµενο. Πιο συγκεκριµέ- 235 Όπως επισηµαίνεται στην ενότητα 2.1.1.1, η Philippaki-Warburton (1998) για το χρόνο και τη συµφωνία στην Ελληνική διατυπώνει δύο εναλλακτικές προτάσεις: είτε να θεωρηθεί πως αυτές υπάγονται στην ενιαία κατηγορία ΚΛ (µε το σκεπτικό πως λόγω του σε µεγάλο βαθµό µορφολογικού συµφυρµού αυτών των δύο κατηγοριών, αυτές δεν θα πρέπει να θεωρηθούν αυτόνοµες) είτε να θεωρηθεί πως αυτές όντως διαχωρίζονται (µε τη συµφωνία να βρίσκεται ψηλότερα από το χρόνο στη συντακτική ιεραρχία της Ελληνικής). Είναι προφανές πως τα εµπειρικά ευρήµατα αυτής της µελέτης συνηγορούν υπέρ της δεύτερης πρότασης της Philippaki-Warburton, που προτείνει τη διάσπαση της ΚΛ. 236 Υπενθυµίζουµε πως η παράµετρος της οµαλότητας βρέθηκε να επηρεάζει την επίδοση ελληνόφωνων αφασικών που εξετάζονται σε άλλες έρευνες, γεγονός που προφανώς αντικατοπτρίζει τη διαφορετική ε- στία της διαταραχής των αφασικών που συµµετέχουν στις εν λόγω έρευνες (βλ. παρακάτω). Για παράδειγµα, στο επίπεδο της παραγωγής και της επανάληψης πρότασης και σε ό,τι αφορά τον αόριστο, οι δύο ελληνόφωνοι οµιλητές µε µη ρέουσα αφασία που συµµετείχαν στην έρευνα των Kehayia και Jarema (1991) είχαν σηµαντικά περισσότερα προβλήµατα µε τους µη οµαλούς απ ό,τι µε τους οµαλούς τύπους (Kehayia & Jarema, 1991: 56-57), ενώ ανάλογο πρότυπο επίδοσης (δηλ. υπεροχή των οµαλών έναντι των µη οµαλών ρηµάτων) εµφάνισε ο ελληνόφωνος αγραµµατικός που συµµετείχε στην έρευνα των Tsapkini, Jarema και Kehayia (2002α). Επίδραση της µεταβλητής της οµαλότητας του ρήµατος, αλλά προς την α- ντίθετη κατεύθυνση (δηλ. υπεροχή των µη οµαλών έναντι των οµαλών ρηµάτων) καταγράφουν τα ευρή- µατα των Tsapkini, Jarema και Kehayia (2001), τα οποία αφορούν έναν άλλον ελληνόφωνο αγραµµατικό (βλ. ενότητα 1.2.2.1.2). 312
να, είδαµε πως στη συνθήκη του χρόνου ο ΓΘ συχνά κάνει λάθη που εκτός του συγκεκριµένου πειραµατικού πλαισίου θα θεωρούνταν αποδεκτά (βλ. τη συζήτηση για τα ση- µεία επαφής των βαθµίδων του χρονικού άξονα που µπορεί να δικαιολογήσουν κάτι τέτοιο). Εξετάζουµε λοιπόν την πιθανότητα τυχαία να επελέγησαν κυρίως ρήµατα χα- µηλής συχνότητας για τη συγκρότηση των πειραµατικών ζευγών που παρέχουν µια τέτοια δυνατότητα (δυνατότητα δηλαδή για «αιρετική» επιλογή ως προς την επιλογή του χρόνου στον προς πραγµάτωση ρηµατικό τύπο). Σε µια τέτοια περίπτωση δηλαδή θα µπορούσαµε να υποστηρίξουµε πως δεν υπάρχει πραγµατική επίδραση της µεταβλητής της οµαλότητας, αλλά πως η ιδιαίτερα φτωχή επίδοση στις προτάσεις µε ρήµατα χαµηλής συχνότητας οφείλεται στο ότι, συµπτωµατικά, κυρίως τέτοια ρήµατα απαντούν στα πειραµατικά ζεύγη που πυροδοτούν τις «αιρετικές» επιλογές για τις οποίες γίνεται εκτενής αναφορά παραπάνω. Επιπλέον, διερευνούµε την πιθανότητα να κατανέµονται ισόποσα τα συχνά και τα µη συχνά ρήµατα σε αυτά τα «ύποπτα» πειραµατικά ζεύγη και απλά οι «αιρετικές» επιλογές να πυροδοτούνται κυρίως από τους αφετηριακούς ρηµατικούς τύπους χαµηλής συχνότητας, που λόγω αυτού του χαρακτηριστικού τους ( συχνότητα) είναι δυσκολότερα στο χειρισµό τους. Ο σχετικός έλεγχος που πραγµατοποιήθηκε έδειξε πως κανένα από τα δύο παραπάνω ενδεχόµενα δεν µπορεί να ισχύει, καθώς, µολονότι τα συχνά και τα µη συχνά ρή- µατα δεν κατανέµονται ισόποσα εντός της τάξης των «αµφιλεγόµενων» πειραµατικών ζευγών της συνθήκης του χρόνου, η επίδοση ωστόσο του ΓΘ στα «αµφιλεγόµενα» πειραµατικά ζεύγη µε ρήµατα χαµηλής συχνότητας είναι ανάλογη µε την επίδοσή του στα «µη αµφιλεγόµενα» πειραµατικά ζεύγη µε ρήµατα χαµηλής συχνότητας (δηλ. στα ζεύγη που δεν ενσαρκώνουν τα σηµεία επαφής µεταξύ των βαθµίδων του χρονικού άξονα). Α- ναλυτικότερα, από τα 28 πειραµατικά ζεύγη ΑΠ-ΠΣ µε ρήµατα χαµηλής συχνότητας, 18 ενσαρκώνουν τη διεπαφή δύο χρονικών βαθµίδων και 10 δεν ενσαρκώνουν καµιά τέτοια διεπαφή. Στην πρώτη υποκατηγορία πειραµατικών ζευγών ο ΓΘ σηµειώνει 14 λάθη (77.78% αποτυχία) και στη δεύτερη 7 λάθη (70% αποτυχία). Πρόκειται για στατιστικά µη σηµαντική διαφορά (χ 2 =0.00, n.s.). Συνεπώς, η επίδραση της µεταβλητής της συχνότητας στην επίδοση του ΓΘ (και σε ό,τι αφορά τη συνθήκη του χρόνου) είναι αυθεντική και, εφόσον αυτή αποτελεί λεξική µεταβλητή, µαρτυρά πως ο ΓΘ σε αντίθεση µε τον ΓΛ πέρα από τη συντακτική διαταραχή έχει και µια διαταραχή στο (νοητικό) λεξικό (Miceli & Caramazza, 1988: 39). Όπως αναφέρεται και στην ενότητα 1.4.1, οι συχνότεροι ρηµατικοί τύποι εµφανίζουν υψηλότερο επίπεδο ενεργοποίησης ή, εναλλακτικά, χαµηλότερο «κατώφλι» ενερ- 313
γοποίησης από τους λιγότερο συχνούς ρηµατικούς τύπους, το οποίο τους ενισχύει και τους κάνει λιγότερο επιρρεπείς στα λάθη (Stemberger & MacWhinney, 1986). Στο χαρακτηριστικό αυτό λοιπόν των ρηµάτων υψηλής συχνότητας θα µπορούσαµε να αποδώσουµε το γεγονός ότι ο ΓΘ έχει καλύτερη επίδοση στα πειραµατικά ζεύγη µε τέτοια ρή- µατα παρά στα ζεύγη µε ρήµατα χαµηλής συχνότητας. Το ότι αυτή η µεταβλητή δεν δείχνει να ασκεί κάποια επίδραση στην επίδοση του ΓΘ στη συνθήκη της συµφωνίας θα µπορούσε ίσως να αποδοθεί στο ότι η συγκεκριµένη λειτουργική κατηγορία προκαλεί τις µικρότερες δυσκολίες στον ΓΘ και παράλληλα ελέγχεται µέσω προτάσεων πολύ µικρού µήκους. Συνεπώς, αυτή η συνθήκη είναι υπολογιστικά η λιγότερο απαιτητική και ως τέτοια δεν διεπιδρά µε τη µεταβλητή της συχνότητας των ρηµάτων. Η συγκεκριµένη δηλαδή συνθήκη φαίνεται να αφήνει αρκετούς από τους πόρους επεξεργασίας του ΓΘ διαθέσιµους, τουλάχιστον τόσους όσους επαρκούν για το σχετικά επιτυχή χειρισµό και των ρηµάτων µε το χαµηλότερο επίπεδο ενεργοποίησης, δηλαδή των ρηµάτων χαµηλής συχνότητας. Όσο για την παρατηρούµενη απουσία επίδρασης της µεταβλητής της συχνότητας στη συνθήκη της όψης, αυτή θα µπορούσε να αποδοθεί στο ότι η όψη ως η µακράν προβληµατικότερη λειτουργική κατηγορία για τον ΓΘ (82.14% αποτυχία), σε συνδυασµό µε το γεγονός ότι αυτή ελέγχεται µέσω προτάσεων σχετικά µεγάλου µήκους, απορροφά σε τέτοιο βαθµό τους διαθέσιµους πόρους επεξεργασίας του ΓΘ, που δεν αφήνει το περιθώριο για διεπίδραση µε τη µεταβλητή της συχνότητας (ή, ακριβέστερα, δεν αφήνει το περιθώριο ανάδειξης της επίδρασης της συχνότητας). Η επίδοση του ΓΘ δηλαδή σε αυτή τη συνθήκη είναι γενικά ιδιαίτερα φτωχή, τόσο στα πειραµατικά ζεύγη µε ρήµατα χαµηλής συχνότητας (δοκιµασία συµπλήρωσης πρότασης: 85.71% αποτυχία, δοκιµασία κρίσης γραµµατικότητας πρότασης: 64.29% αποτυχία) όσο και σε αυτά µε ρήµατα υψηλής συχνότητας (δοκιµασία συµπλήρωσης πρότασης: 78.57% α- ποτυχία, δοκιµασία κρίσης γραµµατικότητας πρότασης: 53.57% αποτυχία). Τέλος, η απουσία κάποιας επίδρασης της µεταβλητής της οµαλότητας των ρη- µάτων (σε οποιαδήποτε από τις τρεις υπό εξέταση συνθήκες/λειτουργικές κατηγορίες) µαρτυρά πως η διαταραχή των ΓΘ και ΓΛ είναι (µορφο)συντακτικής και όχι µορφολογι κής/µορφοφωνολογικής φύσης. Υπενθυµίζουµε πως µια διαταραχή θεωρείται µορφοσυντακτική όταν επηρεάζει µη διαφοροποιηµένα την οµαλή και τη µη οµαλή κλίση (Badecker, 1997) ή, µε άλλα λόγια, µια διαταραχή είναι µορφολογική όταν επηρεάζει µε διαφοροποιηµένο τρόπο την οµαλή και τη µη οµαλή κλίση (Tsapkini, Jarema & Kehayia, 2002α: 266) (βλ. ενότητες 1.4.2). 314
5.4.2 Συζήτηση για τη δοκιµασία κρίσης γραµµατικότητας πρότασης και για τη δοκιµα- σία αντιστοίχισης πρότασης µε εικόνα Η επίδοση των τριών αγραµµατικών (ΓΘ, ΓΛ και ΑΒ) που συµµετείχαν στη δοκιµασία κρίσης γραµµατικότητας πρότασης και στη δοκιµασία αντιστοίχισης πρότασης µε εικόνα έδειξε πως και στην τροπικότητα της κατανόησης οι λειτουργικές κατηγορίες του χρόνου, της συµφωνίας και της όψης εµφανίζονται από ελαφρώς ως σοβαρά διαταραγ- µένες. Έτσι, σε γενικές γραµµές το προφίλ αυτών των αγραµµατικών, όπως σκιαγραφείται καθαρότερα από τις επιδόσεις τους στις παραπάνω δοκιµασίες, φαίνεται να είναι ανάλογο µε το προφίλ των αγραµµατικών που συµµετείχαν στις έρευνες των Hagiwara (1995), Lee (2003), Varlokosta et al. (2006), Nanousi et al. (2006), Peristeri (2004), Alexiadou και Stavrakaki (2006) και Wenzlaff και Clashen (2004) ως προς τον (στενό ή χαλαρό) παραλληλισµό που καταγράφεται µεταξύ παραγωγής και κατανόησης. 237 Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι επιδόσεις των ΓΘ και ΓΛ στη δοκιµασία κρίσης γραµµατικότητας πρότασης, καθώς αυτοί οι αγραµµατικοί σε αντίθεση µε τον ΑΒ συµµετείχαν και στη δοκιµασία συµπλήρωσης πρότασης, οπότε είναι δυνατή η σύγκριση των επιδόσεών τους (ανά λειτουργική κατηγορία) µεταξύ των δύο εµπλεκό- µενων τροπικοτήτων (παραγωγής και κατανόησης). Συγκεκριµένα, παρατηρούµε ότι οι ΓΘ και ΓΛ εµφανίζουν και στη δοκιµασία κρίσης γραµµατικότητας πρότασης ανάλογα πρότυπα επίδοσης µε αυτά που εµφάνισαν στη δοκιµασία συµπλήρωσης πρότασης. Και στη δοκιµασία κρίσης γραµµατικότητας, δηλαδή, η όψη αναδεικνύεται ως η προβληµατικότερη κατηγορία, ενώ η συµφωνία φαίνεται να είναι η λιγότερο διαταραγµένη κατηγορία. Επιπλέον, όπως αναφέρεται και στην ενότητα 5.3.2.1, στις περισσότερες περιπτώσεις αυτοί οι αγραµµατικοί σηµειώνουν ελαφρώς υψηλότερες επιδόσεις στη δοκι- µασία κρίσης γραµµατικότητας απ ό,τι στη δοκιµασία συµπλήρωσης πρότασης, χωρίς ωστόσο οι παρατηρούµενες διαφοροποιήσεις να είναι στατιστικά σηµαντικές. Συγκεκριµένα, ο ΓΛ εµφανίζει αρκετά στενό παραλληλισµό στις επιδόσεις του στις δύο δοκι- µασίες. Χαλαρότερο παραλληλισµό εµφανίζει ο ΓΘ, καθώς αυτός στη συνθήκη της ό- ψης σηµειώνει σηµαντικά υψηλότερη επίδοση στη δοκιµασία κρίσης γραµµατικότητας απ ό,τι στη δοκιµασία συµπλήρωσης πρότασης, ενώ στη συνθήκη της συµφωνίας εµφανίζει το αντίστροφο πρότυπο επίδοσης, καθώς σηµειώνει σηµαντικά υψηλότερη επίδοση στη δοκιµασία συµπλήρωσης πρότασης απ ό,τι στη δοκιµασία κρίσης γραµµατικότητας πρότασης. Μόνο στη συνθήκη του χρόνου σηµειώνει ο ΓΘ ελαφρώς υψηλότε- 237 Υπενθυµίζουµε, ωστόσο, τις επιφυλάξεις µας για το κατά πόσο οι Wenzlaff και Clashen (2004) έλεγξαν αποτελεσµατικά την τροπικότητα της παραγωγής. 315
ρη επίδοση στη δοκιµασία κρίσης γραµµατικότητας πρότασης απ ό,τι στη δοκιµασία συµπλήρωσης πρότασης. Βάσει των παραπάνω θα µπορούσαµε να υποστηρίξουµε πως ο ΓΛ προσφέρει «πλήρη» υποστήριξη στην υπόθεση ότι στον αγραµµατισµό υπάρχει παράλληλη διαταραχή σε παραγωγή και κατανόηση (Kolk & van Grunsven, 1985 Caramazza & Zurif, 1976 Berndt & Caramazza, 1980), ενώ ο ΓΘ παρέχει µερική µόνο υποστήριξη σ αυτή την υπόθεση. Τα πρότυπα επίδοσης του ΓΘ στις δύο δοκιµασίες φαίνονται να βρίσκονται σε µεγαλύτερη συµφωνία µε την πρόταση του Grodzinsky (2000: 18), σύµφωνα µε την οποία είναι εν µέρει διακριτοί οι µηχανισµοί που είναι υπεύθυνοι για την επεξεργασία των εισερχόµενων και των εξερχόµενων γλωσσικών ερεθισµάτων/ πληροφοριών. Συγκεκριµένα, σύµφωνα µε τον Grodzinsky (ό.π.), o αριστερός εµπρόσθιος µετωπιαίος φλοιός (left anterior frontal cortex) ενέχεται, έστω εν µέρει, σαν εγκεφαλική δοµή τόσο στην κατανόηση όσο και στην παραγωγή και, συνεπώς, µια βλάβη σ αυτή την περιοχή αναµένεται να προκαλέσει κάποια διαταραχή και στις δύο τροπικότητες, έστω και αν αυτή εκδηλωθεί πιθανότατα µε διαφοροποιηµένο τρόπο. Υποστηρίζει δηλαδή ο Grodzinsky πως, αν και η αφασία τύπου Broca επηρεάζει και τις δύο τροπικότητες, δεν ισχύει ωστόσο ο ισχυρός παραλληλισµός (strong parallelism) µεταξύ των διαταραχών σε αυτές. Αντίθετα ισχυρίζεται πως, αν και οι υπεύθυνοι µηχανισµοί για την παραγωγή και την κατανόηση παρουσιάζουν δοµική εγγύτητα (structural proximity), είναι ωστόσο λειτουργικά διακριτοί (ό.π.). Όπως επισηµαίνεται στην ενότητα 1.1, σύµφωνα µε τον Caplan (1991: 277) οι αγραµµατικοί στην τροπικότητα της κατανόησης εφαρµόζουν συχνά ευριστικές, µη γλωσσικές στρατηγικές, προκειµένου να συνάγουν το νόηµα των προτάσεων. Η εφαρ- µογή αυτών των στρατηγικών έχει τα καλύτερα αποτελέσµατα όταν οι αγραµµατικοί καλούνται να κατανοήσουν σηµασιολογικά µη αναστρέψιµες δοµές (ανεξαρτήτως του αν αυτές είναι ενεργητικής ή παθητικής φωνής) ή όταν καλούνται να κατανοήσουν ε- νεργητικές δοµές (ανεξαρτήτως της µεταβλητής της σηµασιολογικής αναστρεψιµότητας) (ό.π.). Ωστόσο, στις δοκιµασίες κατανόησης που διενεργήσαµε και ειδικότερα στις πειραµατικές προτάσεις που έλεγχαν την όψη, το χρόνο, και το Σ η επίδοση των αγραµµατικών της παρούσας έρευνας ήταν γενικά χαµηλή, αν και οι εν λόγω προτάσεις ήταν ενεργητικές. Θα µπορούσαµε να υποθέσουµε πως στις συγκεκριµένες προτάσεις η εφαρµογή των παραπάνω στρατηγικών δεν επαρκεί για τη σωστή ερµηνεία τους, καθώς αυτές οι προτάσεις θέτουν αρκετά ψηλά τον πήχη των υπολογιστικών απαιτήσεων, τόσο λόγω µεγαλύτερου µήκους όσο και λόγω πιο σύνθετης σηµασιολογικής δοµής κα- 316
θώς οι εν λόγω κατηγορίες φέρουν ερµηνεύσιµα χαρακτηριστικά (βλ., για παράδειγµα, την εµπλοκή σηµασιολογικών χρονικών οντοτήτων στις προτάσεις που ελέγχουν το χρόνο βλ. σχετικά Wenzlaff και Clashen (2005) και ενότητα 5.1.3). 238 Επιπλέον, ο πήχης των υπολογιστικών απαιτήσεων κάποιες φορές ανεβαίνει ακόµη περισσότερο λόγω της φύσης των δοκιµασιών. Για παράδειγµα, η δοκιµασία αντιστοίχισης πρότασης µε εικόνα, η οποία αποσκοπούσε στον έλεγχο της κατανόησης της λειτουργικής κατηγορίας του χρόνου, πέρα από τις απαιτήσεις για την ορθή κατανόηση της πρότασης (σε συσχετισµό και µε την κατηγορία του χρόνου) θέτει και τις επιπρόσθετες (µη γλωσσικές, αλλά ευρύτερα γνωστικές) απαιτήσεις αντιστοίχισης (mapping) της σηµασίας της πρότασης στα οπτικά, αντιληπτικά χαρακτηριστικά της κατάλληλης εικόνας. 239 Πράγµατι, η απαιτητικότερη φύση αυτής της δοκιµασίας αντανακλάται ως κάποιο βαθµό στα πειραµατικά αποτελέσµατα, καθώς η κατανόηση του χρόνου (από τους ΓΘ και ΓΛ) όπως καταγράφεται στη συγκεκριµένη δοκιµασία εµφανίζεται πιο διαταραγµένη απ ό,τι η κατανόηση της ίδιας κατηγορίας όπως καταγράφεται στη δοκιµασία κρίσης γραµµατικότητας πρότασης. Ωστόσο, η διαφοροποίηση της επίδοσης των ΓΘ και ΓΛ µεταξύ των δύο δοκιµασιών δεν είναι στατιστικά σηµαντική (ΓΘ: χ 2 =0.43, n.s. ΓΛ: χ 2 =2.55, n.s.) και, συνεπώς, αυτή συνιστά κάποια ένδειξη µόνο για το ότι η δοκιµασία αντιστοίχισης πρότασης µε εικόνα είναι πιο απαιτητική από τη δοκιµασία κρίσης γραµµατικότητας πρότασης παρά απόδειξη. Σε κάθε περίπτωση, φαίνεται πως η επίδοση σε δοκιµασίες αυτού του τύπου δεν αποτελεί πάντα καθαρή αντανάκλαση των διαθέσιµων γλωσσικών πληροφοριών/διαδικασιών, αλλά αντανάκλαση του συνδυασµού αυτών των γλωσσικών πληροφοριών/διαδικασιών και της ικανότητας για συµµόρφωση στις ευρύτερες γνωστικές απαιτήσεις της δοκιµασίας. Τον παραπάνω συνδυασµό ο Kolk (2007: 101) τον γειώνει στη νευροανατοµική του βάση, καθώς υποστηρίζει πως αυτός προϋποθέτει την ι- κανότητα για λειτουργική ενσωµάτωση ανάµεσα στις δοµές που είναι υπεύθυνες για τις γλωσσικές πληροφορίες/διαδικασίες, οι οποίες εδράζονται στον περισύλβιο χώρο (perisylvian area), και στις προµετωπιαίες περιοχές (prefrontal areas) που είναι υπεύθυνες για τον εκτελεστικό έλεγχο (executive control) (Kolk, 2007: 101). 238 Όπως αναπτύσσεται διεξοδικότερα στην ενότητα 5.4.3, πιθανότατα το πρόβληµα έγκειται και σε αδυναµία σηµασιολογικής ενσωµάτωσης των περιοριστικών/επιρρηµατικών στοιχείων των προτάσεων στον «πυρήνα» της πρότασης, που αποτελείται από το ρήµα και τα ορίσµατά του. Αυτή η πιθανή αδυναµία στο πλαίσιο της δοκιµασίας κρίσης γραµµατικότητας εµποδίζει την ορθή κρίση για την επιτυχή σηµασιολογική εναρµόνιση (ή µη) των περιοριστικών/επιρρηµατικών στοιχείων και των Χ τιµών λειτουργικών κατηγοριών όπως η όψη και ο χρόνος (κατηγορίες οι οποίες ελέγχονται σηµασιολογικά). 239 Σύµφωνα µε τους Caplan και Waters (1999: 78), για την ικανοποίηση των απαιτήσεων αυτού του είδους χρειάζεται µεταερµηνευτική επεξεργασία (post-interpretive processing), η οποία διαχωρίζεται από την ερµηνευτική επεξεργασία (interpretive processing), από αυτήν δηλαδή που είναι υπεύθυνη για τη συντακτική ανάλυση και τον υπολογισµό του προτασιακού/σηµασιολογικού περιεχοµένου της πρότασης. 317
Τέλος, και στη δοκιµασία κρίσης γραµµατικότητας πρότασης οι αγραµµατικοί συµµετέχοντες έχουν σηµαντικά χαµηλότερη επίδοση από αυτήν των «µη παθολογκών» ατόµων που τους προσοµοιώνουν. Αξίζει να σταθούµε, ωστόσο, στην περίπτωση της ΑΚ, η οποία προσοµοιώνει τον αγραµµατικό ΓΘ, καθώς αυτή, αν και έχει και στις τρεις λειτουργικές κατηγορίες σηµαντικά υψηλότερη επίδοση από τον ΓΘ, εµφανίζει εντούτοις ανάλογο πρότυπο επίδοσης µε αυτόν, υπό την έννοια ότι και γι αυτήν φαίνεται πως τηρουµένων των αναλογιών η όψη προκαλεί τις περισσότερες δυσκολίες, ακολουθούµενη από το χρόνο, ενώ η συµφωνία εµφανίζεται να είναι στην καλύτερη κατάσταση. Κάτι ανάλογο φαίνεται να ισχύει για την ΑΚ και στη δοκιµασία συµπλήρωσης πρότασης (αν και σε αυτήν η ΑΚ κάνει συνολικά λιγότερα λάθη απ ό,τι στη δοκιµασία κρίσης γραµµατικότητας πρότασης (11 και 20 λάθη αντίστοιχα)). Εµφανίζεται, δηλαδή, ένας ενδιαφέρων παραλληλισµός, που δείχνει πως πιθανότατα τα πρότυπα επίδοσης των αγραµµατικών (σε ό,τι αφορά την ιεράρχηση των λειτουργικών κατηγοριών ως προς τη δυσκολία που τους προκαλούν) ακολουθούν τη διαβάθµιση των αντικειµενικών δυσκολιών (σε σχέση µε τις λειτουργικές κατηγορίες στην προκειµένη περίπτωση) που προκαλεί το γλωσσικό σύστηµα στους φυσικούς οµιλητές χωρίς παθολογικά/νευρολογικά προβλήµατα. Η παραπάνω υπόθεση ενισχύεται ακόµη περισσότερο αν λάβουµε υπόψη µας και τα σχετικά ευρήµατα των Varlokosta et al. (2006), καθώς τα εφτά άτοµα της ο- µάδας ελέγχου αυτής της µελέτης ιδωµένα συνολικά παρουσίαζουν την ίδια διαβάθµιση ως προς τις τρεις λειτουργικές κατηγορίες. Εµφανίζουν δηλαδή τις περισσότερες δυσκολίες στην όψη (µε κατά µ.ό. 4.2% αποτυχία) και µετά στο χρόνο (3.6% αποτυχία), ενώ στη συµφωνία σηµειώνουν την καλύτερη επίδοση (1.6% αποτυχία) (Varlokosta et al., 2006: 737). Ασφαλώς, οι παραπάνω διαφοροποιήσεις είναι µικρές και στατιστικά µη σηµαντικές. Ωστόσο, δεν παύουν να αποτελούν ενδείξεις που στο βαθµό µάλιστα που εναρµονίζονται µε τις τάσεις και άλλων ατόµων που συµµετείχαν σε µελέτες όπως η δική µας ενισχύουν την υπόθεση που αναπτύξαµε παραπάνω (για συναφείς διαπιστώσεις, βλ. µεταξύ άλλων Crain, Ni και Shankweiler (2001), καθώς και Miyake, Carpenter και Just (1994)). Συζήτηση για τα εύρηµατα της ανάλυσης λαθών Σε ό,τι αφορά τη διερεύνηση του ερωτήµατος εάν στη συνθήκη του χρόνου η τιµή-στόχος (παρελθόν, παρόν, µέλλον) αυτής της κατηγορίας µπορεί να έχει κάποια επίδραση 318
στην επίδοση των συµµετεχόντων (ανεξάρτητα από το εάν η εκάστοτε τιµή-στόχος πραγµατώνεται ή όχι σε αυτές τις προτάσεις), η ανάλυση λαθών σε ό,τι αφορά τη δοκι- µασία κρίσης γραµµατικότητας πρότασης αποκάλυψε πως κάτι τέτοιο παρατηρείται για τους δύο από τους τρεις αγραµµατικούς που πήραν µέρος στην παρούσα µελέτη (βλ. ε- νότητα 5.3.2.1). Συγκεκριµένα, πρόκειται για τους ΓΛ και ΑΒ, καθώς η συντριπτική πλειονότητα των λαθών που κάνουν αυτοί σηµειώνεται στις προτάσεις που σαν στόχους έχουν τους παρελθοντικούς και τους µελλοντικούς χρόνους. Έτσι η τιµή-στόχος [ενεστώτας] εµφανίζεται να είναι πιο εύκολη στο χειρισµό της από αυτούς τους αγραµµατικούς. Αντίθετα, η µεταβλητή της τιµής-στόχου του χρόνου δεν επηρεάζει την επίδοση του ΓΘ, καθώς τα λάθη που κάνει αυτός κατανέµονται οµοιόµορφα µεταξύ των τριών τιµών-στόχων. Η µεγαλύτερη γραµµατική ευαισθησία που επιδεικνύουν οι ΓΛ και ΑΒ στις προτάσεις µε χρόνο-στόχο τον ενεστώτα πιθανότατα θα πρέπει να συσχετιστεί µε το γεγονός ότι ο ενεστώτας ως η αµαρκάριστη τιµή για το χρόνο (Warburton, 1973) προκαλεί τις µικρότερες δυσκολίες στους αγραµµατικούς (βλ. Lapointe, 1985). Έτσι κάποιοι από αυτούς τουλάχιστον κρίνουν µε µεγαλύτερη ευκολία τη γραµµατικότητα των προτάσεων που σαν χρόνο-στόχο έχουν τον ενεστώτα. Επιπλέον, σε όλες τις προτάσεις µε χρόνο-στόχο τον ενεστώτα, αυτός ο χρόνος/τιµή πραγµατώνεται, σε αντίθεση µε ό,τι συµβαίνει στις προτάσεις µε στόχους τους µελλοντικούς και παρελθοντικούς χρόνους, όπου στην πλειονότητά τους αυτές οι τιµές-στόχοι δεν πραγµατώνονται (για τους λόγους που υπαγόρευσαν αυτή τη µεθοδολογική επιλογή, βλ. την ενότητα 5.2.2.2). Είναι λοιπόν πιθανό το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του ενεστώτα (ότι δηλ. αυτός είναι ο αµαρκάριστος/default χρόνος) να διεπιδρά µε την παραπάνω σχεδιαστική ιδιαιτερότητα και να καθιστά ακόµη πιο εύκολο το έργο των αγραµµατικών στη συγκεκριµένη δοκιµασία. Η θετική συµβολή της παραπάνω σχεδιαστικής ιδιαιτερότητας στην επίδοση των α- γραµµατικών φαίνεται να είναι πιο βέβαιη στην περίπτωση του ΑΒ, καθώς η ανάλυση των λαθών του αποκαλύπτει πως αυτός έχει σε όλες τις υπό εξέταση συνθήκες την κυρίαρχη τάση να κάνει λάθη αποδοχής αντιγραµµατικών προτάσεων παρά λάθη απόρριψης γραµµατικών προτάσεων (βλ. ενότητα 5.3.2.1). Εφόσον λοιπόν οι προτάσεις που ε- µπλέκουν (ως χρόνο-στόχο) τον ενεστώτα είναι στο σύνολό τους γραµµατικές, δεν αποτελούν πρόσφορο έδαφος για την εκδήλωση της παραπάνω τάσης του ΑΒ. Συνεπώς, αυτή η τάση του AB, σε συνδυασµό µε την παραπάνω σχεδιαστική ιδιαιτερότητα, τον οδηγεί να έχει σχεδόν άψογη επίδοση σε αυτές τις προτάσεις. Σε ό,τι αφορά την περίπτωση του ΓΛ, θα µπορούσαµε να υποθέσουµε πως, παρά το ότι αυτός τουλάχιστον 319
στη συνθήκη του χρόνου δείχνει την αντίστροφη τάση (κάνει κυρίως λάθη απόρριψης γραµµατικών προτάσεων παρά λάθη αποδοχής αντιγραµµατικών προτάσεων) (βλ. ενότητα 5.3.2.1, πίνακα 5.14), αυτή ωστόσο δεν εκδηλώνεται στις προτάσεις που εµπλέκουν τον ενεστώτα (καθώς σε αυτές κάνει µόλις ένα λάθος), ακριβώς λόγω της ευεργετικής επίδρασης των δύο προαναφερόµενων παραµέτρων (default χαρακτήρας ενεστώτα και γραµµατικότητα του συνόλου των προτάσεων που τον εµπλέκουν), οι οποίες πιθανότατα δρουν σε συνέργεια. Σε σχέση µε τη δοκιµασία αντιστοίχισης πρότασης µε εικόνα, αν και δεν παρατηρήθηκε σηµαντική διαφοροποίηση µεταξύ των τριών χρονικών βαθµίδων για κανέναν από τους τρεις αγραµµατικούς συµµετέχοντες, καταγράφηκε ωστόσο η σαφής προτίµηση του ΓΘ να επιλέγει εικόνες που αντιστοιχούν στο παρόν, ανεξάρτητα από το εάν αυτή η επιλογή οδηγεί σε επιτυχή ή σε αποτυχηµένη απάντηση. Συνολικά, στις 10 από τις 18 περιπτώσεις δείχνει εικόνα «του παρόντος». Αυτή η πτυχή της επίδοσης µπορεί να έχει διττή ανάγνωση. Σύµφωνα µε την πρώτη, µπορούµε να υποθέσουµε πως ο ΓΘ κατανοεί καλύτερα την κλιτική µορφολογία του ενεστώτα (συγκριτικά µε τη µορφολογία του µέλλοντα και του αορίστου) και, µη έχοντας κάποιο σηµασιολογικό πρόβληµα, επιλέγει τις εικόνες του παρόντος στη συνθήκη του ενεστώτα, ενώ στις άλλες δύο συνθήκες, µη κατανοώντας το χρόνο που κωδικοποιείται µέσω των σχετικών επιθηµάτων (αορίστου και µέλλοντα), προτιµάει να δείχνει βάσει µιας σηµασιολογικής ε- πιλογής ερήµην (default) τις εικόνες του παρόντος. εδοµένου, ωστόσο, ότι για τον ΓΘ στη δοκιµασία κρίσης γραµµατικότητας (όπου δεν εµπλέκονται εικόνες) δεν παρατηρείται υπεροχή της χρονικής βαθµίδας του παρόντος, αλλά αντιθέτως ελαφρώς χαµηλότερη επίδοση σε αυτήν συγκριτικά µε τις βαθµίδες του παρελθόντος και του µέλλοντος, αυτό το ενδεχόµενο δείχνει να αποδυναµώνεται. Σύµφωνα µε τη δεύτερη ανάγνωση, θα µπορούσαµε να υποθέσουµε πως το πρόβληµα του ΓΘ δεν σχετίζεται µε την κλιτική µορφολογία που κωδικοποιεί τις χρονικές βαθµίδες, αλλά πως είναι κυρίως σηµασιολογικό, υπό την έννοια πως αυτός έχει εν γένει δυσκολία µε την αναφορά στο παρελθόν και στο µέλλον, προτιµώντας έτσι την αναφορά στο παρόν. Ούτε αυτή η ερµηνεία ω- στόσο δείχνει να ενισχύεται από τα σχετικά ευρήµατα της δοκιµασίας κρίσης γραµµατικότητας πρότασης, καθώς σε αυτήν δεν παρατηρείται σηµαντικός διαχωρισµός µεταξύ παρόντος και παρελθόντος/µέλλοντος (υπέρ του πρώτου), αλλά αντιθέτως µια ελαφρά υπεροχή των δύο τελευταίων βαθµίδων έναντι της πρώτης. Μια τέτοια υπόθεση, που προβλέπει ανάλογη δυσκολία για την αναφορά στο παρελθόν και στο µέλλον, θα ερχόταν σε αντίθεση ως ένα βαθµό µε την υπόθεση των Yarbay Duman και Bastiaanse 320
(2008) πως οι αγραµµατικοί έχουν µεγαλύτερο πρόβληµα µε την αναφορά στο παρελθόν απ ό,τι στο µέλλον και στο παρόν. Για τον εµπειρικό έλεγχο αυτής της δεύτερης υ- πόθεσής µας θα ήταν ιδανική η επανάληψη του ίδιου πειράµατος αλλά µε ελαφρώς διαφοροποιηµένο σχεδιασµό. Συγκεκριµένα, θα έπρεπε να παρουσιαστούν στον ΓΘ τα ίδια σετ εικόνων, αλλά από τις συνοδευτικές προτάσεις θα έπρεπε να αποκλειστούν αυτές του ενεστώτα. Αυτές θα αντικαθίσταντο µε προτάσεις µέλλοντα ή αορίστου. Εάν και σε µια τέτοια δοκιµασία ο ΓΘ εµφάνιζε την τάση να δείχνει τις εικόνες του παρόντος, τότε σαφώς αυτή η δεύτερη, σηµασιολογική ερµηνεία θα φαινόταν ως η επικρατέστερη. Αναφορικά µε τη συνθήκη της συµφωνίας, η ανάλυση λαθών όπως συνέβη και στη δοκιµασία συµπλήρωσης πρότασης δεν ανέδειξε σηµαντική διαφοροποίηση µεταξύ των δύο διαστάσεών της (συµφωνίας κατά αριθµό και συµφωνίας κατά πρόσωπο), αλλά ούτε και καµιά σηµαντική επίδραση κάποιας από τις τιµές-στόχους της συµφωνίας στην επίδοση των αγραµµατικών συµµετεχόντων (βλ. ενότητα 5.3.2.1). Η κατανοµή των λαθών τους, ωστόσο, στο σύνολο των τιµών-στόχων της συµφωνίας, παρά τη σχετική ετερογένεια που παρατηρείται, αποκαλύπτει µια τάση του ενικού αριθµού και του α προσώπου να συνδέονται µε υψηλότερες επιδόσεις απ ό,τι οι υπόλοιπες τιµές της συµφωνίας. Αυτός ο συσχετισµός βρίσκεται σε συµφωνία µε την υπόθεση πως στην κατηγορία του αριθµού ο ενικός, ως η µορφολογικά αµαρκάριστη τιµή (Warburton, 1973), αναµένεται να είναι πιο εύκολος στο χειρισµό του από τους αγραµµατικούς απ ό,τι ο πληθυντικός και το α πρόσωπο (ως επίσης το αµαρκάριστο από τα πρόσωπα) αναµένεται να είναι πιο εύκολο από το β και το γ πρόσωπο (Lapointe, 1985). Βάσει της ίδιας υπόθεσης, ότι δηλαδή οι αµαρκάριστοι τύποι αναµένεται να είναι πιο εύκολοι στο χειρισµό τους από τους αγραµµατικούς, θα αναµέναµε σε ό,τι αφορά την κατηγορία της όψης υψηλότερη επίδοση στους µη συνοπτικούς τύπους παρά στους συνοπτικούς. Αυτές οι προβλέψεις, ωστόσο, δεν επαληθεύονται από τα σχετικά αποτελέσµατα, καθώς δεν παρατηρείται επίδραση της τιµής της όψης στην επίδοση των τριών αγραµµατικών συµµετεχόντων. Ανάλογα ευρήµατα καταγράφονται στις έρευνες των Varlokosta et al. (2006) και των Nanousi et al. (2006). Συνεπώς, διαπιστώνεται έ- νας παραλληλισµός µεταξύ παραγωγής και κατανόησης σε ό,τι αφορά (και) τις ποιοτικές πτυχές της επίδοσης των αγραµµατικών στη κατηγορία της όψης. Αναφορικά µε τη χαµηλή επίδοση των αγραµµατικών συµµετεχόντων στη συνθήκη της όψης, διερευνάται και γι αυτή τη δοκιµασία το ενδεχόµενο αυτή να οφείλεται στην προβληµατική κατανόηση των προθέσεων που απαντούν στην πλειονότητα των πειραµατικών προτάσεων. Όπως και στη δοκιµασία συµπλήρωσης πρότασης, οµοίως 321
και στη δοκιµασία κρίσης γραµµατικότητας πρότασης από τις 56 προτάσεις που ελέγχουν την όψη, οι 41 εµπλέκουν προθέσεις (ως κεφαλές των σχετικών ΠροθΦ που, σε συνδυασµό µε την όψη του ρήµατος, καθιστούν τις πειραµατικές προτάσεις γραµµατικές ή αντιγραµµατικές). Ο υπολογισµός της επίδοσης των αγραµµατικών αυτής της µελέτης µε βάση την παρουσία ή την απουσία προθέσεων στις προτάσεις αυτής της δοκι- µασίας και ο σχετικός έλεγχος δείχνουν πως η χαµηλή επίδοση στη συγκεκριµένη συνθήκη δεν µπορεί να αποδοθεί σε κάποιο πρόβληµα κατανόησης των προθέσεων. Και αυτό διότι κανένας από τους τρεις αγραµµατικούς δεν εµφανίζει σηµαντικά καλύτερη ε- πίδοση στις προτάσεις που δεν εµπλέκουν προθέσεις απ ό,τι στις προτάσεις που ε- µπλέκουν. Αξίζει να σηµειωθεί, ωστόσο, ότι δύο από αυτούς (ο ΓΘ και ο ΓΛ) έχουν υ- ψηλότερη επίδοση στις προτάσεις χωρίς προθέσεις απ ό,τι στις προτάσεις µε προθέσεις, έστω και χωρίς να είναι οι σχετικές διαφοροποιήσεις στατιστικά σηµαντικές. Αναλυτικότερα, ο ΓΘ στις προτάσεις που εµπλέκουν προθέσεις κάνει 25 λάθη (60.98% α- ποτυχία) και στις προτάσεις που δεν εµπλέκουν προθέσεις κάνει 8 λάθη (53.33% αποτυχία) (χ 2 =0.04, n.s.). Αντίστοιχα, ο ΓΛ σηµειώνει 20 λάθη στις προτάσεις που περιλαµβάνουν προθέσεις (48.78% αποτυχία) και 10 λάθη στις προτάσεις χωρίς προθέσεις (66.67% αποτυχία) (χ 2 =0.77, n.s.). Τέλος, ο ΑΒ ο οποίος εξετάστηκε σε 42 και όχι σε 56 προτάσεις κάνει 16 λάθη σε προτάσεις που εµπλέκουν προθέσεις (32 συνολικά) (50% αποτυχία) και 2 λάθη σε προτάσεις που δεν εµπλέκουν προθέσεις (10 συνολικά) (20% αποτυχία) (χ 2 =1.67, n.s.). Αν εξετάσουµε σε συνδυασµό τα πρότυπα επίδοσης που καταγράφονται σε αυτή τη δοκιµασία µε αυτά που καταγράφονται στη δοκιµασία συµπλήρωσης πρότασης, τότε συµπεραίνουµε πως ναι µεν η χαµηλή επίδοση των αγραµµατικών αυτής της µελέτης στην όψη δεν µπορεί να οφείλεται σε πρόβληµα κατανόησης των προθέσεων, ωστόσο ένα τέτοιο πρόβληµα φαίνεται πολύ πιθανό να υφίσταται τουλάχιστον για τον ΓΘ και να συνυπάρχει µε τη διαταραχή που αφορά τη λειτουργική κατηγορία της όψης. Κι αυτό διότι ο ΓΘ και στις δύο δοκιµασίες έχει καλύτερη επίδοση στις προτάσεις που δεν εµπλέκουν προθέσεις παρά σε αυτές που εµπλέκουν, έστω και αν οι διαφοροποιήσεις που καταγράφονται δεν είναι στατιστικά σηµαντικές. Θα µπορούσαµε να υποθέσουµε λοιπόν πως µια παράλληλη διαταραχή του ΓΘ που αφορά την κατανόηση των προθέσεων δυσχεραίνει περαιτέρω την εκτέλεση των δοκιµασιών και επιφέρει µεγαλύτερη πτώση της (έτσι κι αλλιώς) χαµηλής του επίδοσης. Αντίθετα, δεν θα µπορούσαµε να διατυπώσουµε ανάλογη υπόθεση για την περίπτωση του ΓΛ, καθώς αυτός παρουσιάζει αντιφατικές τάσεις στις δύο δοκιµασίες. Ενώ δηλαδή αυτός στη δοκιµασία συµπλήρω- 322
σης πρότασης δείχνει να επιβαρύνεται επιπλέον από την παρουσία των προθέσεων (65.85% αποτυχία στις προτάσεις µε προθέσεις έναντι του 53.33% αποτυχίας στις προτάσεις χωρίς προθέσεις), στη δοκιµασία κρίσης γραµµατικότητας πρότασης παρουσιάζει την αντίστροφη τάση, καθώς σηµειώνει 66.67% αποτυχία στις προτάσεις χωρίς προθέσεις και 48.78% αποτυχία στις προτάσεις που περιλαµβάνουν προθέσεις. Τέλος, το γεγονός ότι ο ΑΒ συµµετείχε µόνο στη δοκιµασία κρίσης γραµµατικότητας δεν µας επιτρέπει να εξαγάγουµε ασφαλή συµπεράσµατα που να βασίζονται σε πειραµατικές ενδείξεις από δύο ανεξάρτητες πηγές. Στη βάση, ωστόσο, της καλύτερης επίδοσης που ση- µειώνει στις προτάσεις χωρίς προθέσεις (20% αποτυχία σε αυτές έναντι του 50% αποτυχίας στις προτάσεις που ενέπλεκαν προθέσεις) µπορούµε να υποθέσουµε πως και αυτός είχε µια παράλληλη διαταραχή που αφορούσε την κατανόηση των προθέσεων. Όπως είδαµε στην ενότητα 5.3.2.1, η κατανοµή των λαθών ως προς την παράµετρο του αν αυτά αποτελούν λάθη αποδοχής αντιγραµµατικών προτάσεων ή λάθη απόρριψης γραµµατικών προτάσεων αποκαλύπτει µεικτές τάσεις των αγραµµατικών συµµετεχόντων, τόσο µεταξύ τους όσο και ατοµικά, στο εσωτερικό της επίδοσης του καθενός. Αναλυτικότερα, είδαµε πως ο ΓΘ στη συνθήκη του χρόνου κάνει σαφώς περισσότερα λάθη απόρριψης γραµµατικών προτάσεων απ ό,τι λάθη αποδοχής αντιγραµµατικών προτάσεων, ενώ στη συνθήκη της συµφωνίας εµφανίζει την αντίστροφη τάση, καθώς κατά κανόνα αποδέχεται αντιγραµµατικές προτάσεις παρά απορρίπτει γραµµατικές προτάσεις. Στη συνθήκη της όψης, αντίθετα, η επίδοση του ΓΘ χαρακτηρίζεται από µια σχετικά οµοιόµορφη κατανοµή µεταξύ λαθών αποδοχής αντιγραµµατικών προτάσεων και λαθών απόρριψης γραµµατικών προτάσεων. Το ότι στη συνθήκη του χρόνου ο ΓΘ κάνει σαφώς περισσότερα λάθη απόρριψης γραµµατικών προτάσεων απ ό,τι λάθη αποδοχής αντιγραµµατικών προτάσεων µε µια πρώτη µατιά φαίνεται παράδοξο. Κι αυτό διότι, από τη στιγµή που στη συνθήκη του χρόνου της δοκιµασίας συµπλήρωσης πρότασης ο ΓΘ έκανε κυρίως λάθη επανάληψης παρά λάθη µη επανάληψης, εύλογα θα περίµενε κανείς και στην ίδια συνθήκη της δοκιµασίας κρίσης γραµµατικότητας πρότασης να έκανε ο ΓΘ κυρίως λάθη αποδοχής παρά λάθη απόρριψης. 240 Ωστόσο, κάτι τέτοιο δεν συµβαίνει και αυτό δεν είναι παράδοξο, επειδή στη συνθήκη του χρόνου η δοκιµασία κρίσης γραµµατικότητας πρότασης διαφοροποιείται σχεδιαστικά από τη δοκιµασία συµπλήρωσης πρότασης ως προς το ε- ξής: σε αντίθεση µε ό,τι συµβαίνει στην τελευταία δοκιµασία, καµία από τις προτάσεις της δοκιµασίας κρίσης γραµµατικότητας (που εµπίµπτουν στη συνθήκη του χρόνου) 240 Μια τέτοια προσδοκία δηλαδή θα βασιζόταν στο υποθετικό/λογικό σχήµα «αποδέχοµαι κάτι και γι αυτό το επαναλαµβάνω αν το απέρριπτα, δεν θα το επαναλάµβανα». 323
δεν ενσαρκώνει τα σηµεία διεπαφής του παρόντος µε το παρελθόν και το µέλλον. εν συµπεριλαµβάνονται δηλαδή σε αυτή τη δοκιµασία προτάσεις του τύπου Αυτή τη στιγµή ο αθλητής θα σηκώσει τα βάρη ή Του χρόνου εµείς χτίζουµε ένα σπίτι, διότι αυτές είναι γραµµατικές και στη συγκεκριµένη δοκιµασία, όπου ζητείται κρίση γραµµατικότητας, δεν θα µπορούσαν να συµπεριληφθούν ως µη γραµµατικές. Έτσι, οι µη γραµµατικές προτάσεις που συµπεριλαµβάνονται σε αυτή τη δοκιµασία συνδυάζουν στοιχεία που συνδέονται µόνο µε το παρελθόν και το µέλλον (π.χ. Αύριο εσείς στείλατε µια κάρτα, Χθες ο λοχαγός θα συγκεντρώσει τους στρατιώτες). Αυτή η πτυχή λοιπόν του σχεδιασµού δείχνει να εξηγεί γιατί στη συνθήκη του χρόνου ο ΓΘ δεν εµφανίζει την κυρίαρχη τάση να αποδέχεται µη αποδεκτές προτάσεις (παρά το ότι έπραττε ευρέως κάτι ανάλογο στη δοκιµασία συµπλήρωσης πρότασης). Αυτή η πτυχή του σχεδιασµού, ωστόσο, δεν εξηγεί γιατί στην ίδια συνθήκη ο ΓΘ δεν εµφανίζει ισορροπία µεταξύ λαθών απόρριψης και λαθών αποδοχής, αλλά υπεροχή των πρώτων έναντι των δεύτερων. Αναφορικά µε το γεγονός ότι ο ΓΘ εµφανίζει αντιστροφή της παραπάνω τάσης στη συνθήκη της συµφωνίας, όπου η συντριπτική πλειονότητα των λαθών που κάνει είναι λάθη αποδοχής α- ντιγραµµατικών προτάσεων, δεν θα επιχειρήσουµε στο σηµείο αυτό να ερµηνεύσουµε την παραπάνω αντιστροφή, αλλά θα περιοριστούµε στο εξής σχόλιο: αυτό το εύρηµα (σχετικά µε τη συµφωνία) είναι συµβατό µε την καταγεγραµµένη και στη βιβλιογραφία τάση των αγραµµατικών να αναγνωρίζουν και να κρίνουν επιτυχηµένα πιο εύκολα τα γραµµατικά παρά τα αντιγραµµατικά εκφωνήµατα (βλ. µεταξύ άλλων Hagiwara (1995: 105) και Varlokosta et al. (2006: 738)). 241 Σε αντίθεση µε ό,τι παρατηρείται στη συνθήκη του χρόνου και της συµφωνίας, στις προτάσεις που εµπίπτουν στη συνθήκη της όψης, όπως προαναφέρεται, ο ΓΘ εµφανίζει ισορροπία στην κατανοµή των λαθών του µεταξύ των δύο παραπάνω κατηγοριών (λαθών απόρριψης και λαθών αποδοχής). Καταγράφονται λοιπόν µεικτές τάσεις του ΓΘ µεταξύ των τριών συνθηκών. Ένα εύλογο ερώτηµα σε σχέση µε το παραπάνω ετερογενές πρότυπο επίδοσης του ΓΘ είναι αν αυτό µπορεί να οφείλεται σε εµµονική επανάληψη (perseveration), είδος λάθους που παρατηρείται συχνά στην αφασία (Ν. Martin & Dell, 2007) η οποία σε κάποιο σηµείο εναλλάσσει την «τιµή» της (δηλ. την «ταυτότητα»/το είδος της απάντησης). Πράγµατι, βάσει της εξέτασης της επίδοσης του ΓΘ στα υποπακέτα της δοκιµασί- 241 Υπενθυµίζω ότι στη µελέτη των Varlokosta et al. συµµετείχαν επτά αφασικοί, από τους οποίους οι τέσσερις είχαν διαγνωστεί ως άτοµα µε µη ρέουσα αφασία. Αυτά τα άτοµα είχαν αγραµµατικό προφίλ και, όπως και οι υπόλοιποι αφασικοί αυτής της µελέτης, παρουσίαζαν την παραπάνω τάση (δηλ. κυρίως αποδέχονταν αντιγραµµατικές προτάσεις παρά απέρριπταν γραµµατικές προτάσεις). 324
ας κρίσης γραµµατικότητας πρότασης (τα οποία χρησιµοποιήθηκαν για τη διεξαγωγή του πειράµατος), φαίνεται πολύ πιθανό πως αυτός κάνει λάθη που οφείλονται σε εµµονική επανάληψη σε τρεις περιπτώσεις: α) στο πρώτο υποπακέτο (πρώτη συνεδρία), ό- που κρίνει 13 διαδοχικές προτάσεις ως γραµµατικές, από τις οποίες γραµµατικές ήταν οι 5, β) στο τρίτο υποπακέτο (τρίτη συνεδρία), όπου κρίνει 13 διαδοχικές προτάσεις ως µη γραµµατικές, από τις οποίες µη γραµµατικές ήταν οι 8, και γ) στο τέταρτο υποπακέτο (τέταρτη συνεδρία), όπου κρίνει 21 διαδοχικές προτάσεις ως γραµµατικές, από τις ο- ποίες γραµµατικές ήταν οι 14. Παρόλ αυτά, κατά την άποψή µου, το ετερογενές (ως προς τον τρόπο πραγµάτωσης των λαθών) πρότυπο επίδοσης του ΓΘ δεν µπορεί να αποδοθεί σε εµµονική επανάληψη, επειδή σε κάθε υποπακέτο αυτής της δοκιµασίας ήταν ανάµεικτες οι προτάσεις των τριών συνθηκών, χωρίς ποτέ να βρίσκονται πάνω από τρεις προτάσεις της ίδιας συνθήκης στη σειρά. Εξάλλου, το γενικό πρότυπο της επίδοσης του ΓΘ σχετικά µε τις λειτουργικές κατηγορίες στη δοκιµασία κρίσης γραµµατικότητας πρότασης δεν δείχνει να επηρεάζεται σηµαντικά (στη διαµόρφωσή του) από την πιθανή ύπαρξη κάποιων λαθών εµµονικής επανάληψης, καθώς αυτό εµφανίζεται ανάλογο µε το γενικό πρότυπο της επίδοσής του στη δοκιµασία συµπλήρωσης πρότασης. Γενικότερα, λοιπόν, τις µεικτές τάσεις στην επίδοση του ΓΘ ως προς τον τρόπο πραγµάτωσης των λαθών (ανά συνθήκη) θα τις θεωρούσα αντανάκλαση του γεγονότος ότι αυτός έχει τυχαία επίδοση και στις τρεις λειτουργικές κατηγορίες. Κάλλιστα, δηλαδή, η τυχαιότητα της επίδοσης του ΓΘ στις τρεις συνθήκες θα µπορούσε να δηµιουργήσει µια ετερογενή εικόνα ως προς τον τρόπο που σηµειώνει τα λάθη του σε αυτές. Σε ό,τι αφορά τον ΓΛ, είδαµε πως και αυτός εµφανίζει µεικτές τάσεις στην επίδοσή του ως προς τη συγκεκριµένη παράµετρο σε µικρότερο βαθµό από τον ΓΘ ωστόσο, καθώς, ενώ στις συνθήκες του χρόνου και της όψης δείχνει σαφή προτίµηση στα λάθη απόρριψης γραµµατικών προτάσεων παρά στα λάθη αποδοχής αντιγραµµατικών προτάσεων, εµφανίζει την αντίστροφη τάση στη συνθήκη της συµφωνίας, όπου κυρίως κάνει λάθη αποδεχόµενος αντιγραµµατικές προτάσεις παρά απορρίπτοντας γραµµατικές προτάσεις. Τα λάθη του ΓΛ σε αυτή τη δοκιµασία δεν φαίνεται να µπορούν να συνδεθούν µε εµµονική επανάληψη, καθώς ο ανώτατος αριθµός διαδοχικών προτάσεων για τις οποίες ο ΓΛ κάνει την ίδια κρίση είναι πέντε. Και για τον ΓΛ λοιπόν ισχύει πως, ό- ποια κι αν είναι τα αίτια για τις µεικτές τάσεις στην επίδοσή του ως προς την παραπάνω παράµετρο, αυτά δεν φαίνονται να επηρεάζουν καθοριστικά το γενικό πρότυπο επίδοσής του ως προς τις λειτουργικές κατηγορίες, καθώς αυτό που καταγράφεται στην πα- 325
ρούσα δοκιµασία είναι παρόµοιο µε αυτό που είχε «αναδυθεί» στη δοκιµασία συµπλήρωσης πρότασης. Τέλος, είδαµε πως ο ΑΒ εµφανίζει σαφώς µεγαλύτερη «συνέπεια» (συγκριτικά µε τους ΓΘ και ΓΛ), καθώς και στις τρεις συνθήκες κατά κανόνα κάνει λάθη αποδοχής αντιγραµµατικών προτάσεων παρά λάθη απόρριψης γραµµατικών προτάσεων. Φαίνεται πιθανό πως αυτός κάνει λάθη που οφείλονται σε εµµονική επανάληψη σε δύο περιπτώσεις: α) στο δεύτερο υποπακέτο (δεύτερη συνεδρία), όπου κρίνει εννιά διαδοχικές προτάσεις ως γραµµατικές, από τις οποίες γραµµατικές ήταν οι πέντε, και β) στο τρίτο υποπακέτο (τρίτη συνεδρία), όπου κρίνει δέκα διαδοχικές προτάσεις ως γραµµατικές, από τις οποίες µη γραµµατικές ήταν οι τέσσερις. Και η γενικευµένη τάση, λοιπόν, του ΑΒ να κάνει κυρίως λάθη αποδοχής αντιγραµµατικών προτάσεων παρά λάθη απόρριψης γραµµατικών προτάσεων «συντάσσεται» µε τα σχετικά ευρήµατα και άλλων µελετών, για την Ελληνική αλλά και για άλλες γλώσσες, όπου όπως επισηµαίνεται και παραπάνω οµοίως οι αγραµµατικοί κυρίως αποδέχονταν αντιγραµµατικές προτάσεις παρά α- πέρριπταν γραµµατικές προτάσεις (βλ. ενδεικτικά Hagiwara (1995: 105) και Varlokosta et al. (2006: 738)). Τέλος, η απουσία κάποιας επίδρασης της µεταβλητής της οµαλότητας των ρη- µάτων (σε οποιαδήποτε από τις τρεις υπό εξέταση συνθήκες/λειτουργικές κατηγορίες) µαρτυρά πως η διαταραχή (ως προς την κατανόηση) και των τριών αγραµµατικών που συµµετείχαν σε αυτή τη δοκιµασία είναι (µορφο)συντακτικής και όχι µορφολογικής/ µορφοφωνολογικής φύσης, 242 ενώ η απουσία επίδρασης της συχνότητας δείχνει πως η διαταραχή των αγραµµατικών τουλάχιστον το βασικό της «συστατικό» δεν είναι λεξικής φύσης. 5.4.3 Συζήτηση για τη δοκιµασία επανάληψης πρότασης Αναφορικά µε τις δοκιµασίες επανάληψης λέξης ή πρότασης έχει υποστηριχτεί στη βιβλιογραφία (N. Martin & Saffran, 1997 N. Martin, 2001: 153) πως σε αυτές υπάρχει συσχετισµός µεταξύ των επιδράσεων της σειριακής θέσης, αρχικής ή τελικής (primacy vs. recency effects), και της ύπαρξης (ή µη) φωνολογικών ή σηµασιολογικών διαταραχών (βλ. και ενότητα 1.8.2.1.2). Συγκεκριµένα, έχει βρεθεί πως ασθενείς µε φωνολογικά προβλήµατα και µε σχετικά καλά διατηρηµένες τις σηµασιολογικές ικανότητες έ- 242 Για την αιτιολόγηση αυτού του συµπεράσµατος, βλ. την προηγούµενη ενότητα, καθώς και τις ενότητες 1.4.2 και 4.4.2. 326
χουν δυσκολία στην επανάληψη του τελικού τµήµατος του λεκτικού ερεθίσµατος, ενώ ασθενείς µε σηµασιολογικά προβλήµατα και µε σχετικά καλά διατηρηµένες τις φωνολογικές ικανότητες δυσκολεύονται να επαναλάβουν το αρχικό τµήµα του λεκτικού ερεθίσµατος (ό.π.). Τα παραπάνω ευρήµατα προέκυψαν βάσει δοκιµασιών επανάληψης λέξης ή ζεύγους λέξεων. Ωστόσο, τα πρότυπα επίδοσης ασθενών µε φωνολογικά ή σηµασιολογικά προβλήµατα που συµµετείχαν σε δοκιµασίες επανάληψης πρότασης συνηγορούν υπέρ του ότι η πηγή των λεξικών διαταραχών (βλ. επίπεδο λέξης ή ζεύγους λέξεων) είναι κοινή µε αυτή των ευρύτερων συντακτικών διαταραχών (βλ. επίπεδο πρότασης) (N. Martin, 2001: 151-153). Σε ό,τι αφορά την παρούσα µελέτη, παρατηρούµε ότι ο ΓΘ και ο ΓΛ, στη βάση των λαθών που κάνουν, επαναλαµβάνουν κατά κανόνα µε επιτυχία τόσο την πρώτη όσο και την τελευταία λέξη των προτάσεων που τους εκφωνούνται, εύρηµα που δείχνει πως υπάρχει στην επίδοσή τους ως κάποιο βαθµό η επίδραση τόσο του αρχικού όσο και του τελικού τµήµατος του λεκτικού ερεθίσµατος. Συνεπώς, αυτοί οι δύο τύποι επίδρασης, αφού δεν διαφοροποιούνται µεταξύ τους στα δεδοµένα της παρούσας δοκιµασίας, δεν µπορούν να προσφέρουν κάποια ένδειξη για παρουσία προβλήµατος στη φωνολογική ή στη λεξικοσηµασιολογική µνήµη εργασίας. Ωστόσο, τα πρότυπα επίδοσης των δύο αγραµµατικών που συµµετείχαν στη δοκιµασία επανάληψης πρότασης προσφέρουν άλλου τύπου ενδείξεις, οι οποίες µας επιτρέπουν να διατυπώσουµε εύλογες υποθέσεις για τις υποκείµενες διαταραχές τους. Η συζήτηση των αποτελεσµάτων αυτής της δοκιµασίας θα γίνει στο θεωρητικό πλαίσιο που προσφέρει α) το µοντέλο διαδραστικής ενεργοποίησης των N. Martin και Saffran (1997), το οποίο αφορά την επεξεργασία λέξης, και κυρίως β) το µοντέλο των R. Martin και Lesch (1996) και R. Martin, Lesch και Bartha (1999), που δεν περιορίζεται ωστόσο στην επεξεργασία λέξης, αλλά κατά τις R. Martin και Freedman (2001: 244) µπορεί να καλύψει και την επεξεργασία πρότασης (για την παρουσίαση των παραπάνω µοντέλων, βλ. τις ενότητες 2.2.1.2 και 2.2.1.3 αντίστοιχα). Επειδή, ωστόσο, στις σχετικές εργασίες της R. Martin και των συνεργατών της δεν αναφέρεται ρητά πώς το µοντέλο τους µπορεί να καλύψει την επεξεργασία της πρότασης, θα προτείνω στο σηµείο αυτό τον εµπλουτισµό του µοντέλου κατά τρόπο που να µπορεί να έχει εφαρµογή και σε δεδοµένα από αυτό το επίπεδο, έτσι ώστε να αποτελέσει ένα κατάλληλο θεωρητικό πλαίσιο για τη συζήτηση δεδοµένων από δοκιµασίες επανάληψης πρότασης. Θα πρέπει να σηµειωθεί ασφαλώς πως ο εµπλουτισµός που θα προτείνουµε έχει «δοκιµαστικό» χαρακτήρα, καθώς θα αφήσουµε ανοιχτά αρκετά ζητήµατα που σχετίζονται µε διάφορες 327
πτυχές του προτεινόµενου µοντέλου. Επιπλέον, για το εµπλουτισµένο αυτό µοντέλο α- παιτείται (περαιτέρω) εµπειρική/πειραµατική στήριξη που θα αποτελέσει το αντικείµενο µελλοντικής έρευνας. Όσα προτείνονται στην παρούσα ενότητα γι αυτό το µοντέλο αφορούν εκείνες τις όψεις που είναι κρίσιµες/συναφείς για την ανάλυση των δεδοµένων από τη δοκιµασία επανάληψης πρότασης. Για τους σκοπούς αυτούς λοιπόν προτείνω πως το µοντέλο των R. Martin et al. (1996, 1999) θα πρέπει να εµπλουτιστεί µε την προσθήκη τουλάχιστον ενός ακόµη συστατικού. Συγκεκριµένα, υποθέτω πως αυτό το µοντέλο, πέρα από τα επίπεδα αναπαράστασης της µακροπρόθεσµης γνωσιακής δοµής και τις αποθήκες της βραχυπρόθεσµης µνήµης, στοιχεία που στο σύνολό τους αφορούν το λεξικό επίπεδο, θα πρέπει να περιλαµβάνει και ένα τουλάχιστον συστατικό προτασιακού επιπέδου, το οποίο θα είναι υ- πεύθυνο για τη συντακτικοσηµασιολογική επεξεργασία (βλ. σχήµα 5.4). Στο αναθεωρη- µένο µοντέλο που προτείνουµε αυτό το συστατικό θα έχει επίσης κάποια χωρητικότητα/αποθηκευτική ικανότητα και ως εκ τούτου θα µπορεί και αυτό να θεωρείται τµήµα του συστήµατος της βραχυπρόθεσµης µνήµης. 243 Επίσης, αυτό θα είναι διασυνδεδεµένο και µε τα τρία συστατικά της βραχυπρόθεσµης µνήµης που προβλέπονται από το µοντέλο της R. Martin και των συνεργατών της (φωνολογικές αποθήκες εισερχόµενων και ε- ξερχόµενων πληροφοριών και λεξικοσηµασιολογική αποθήκη). Ασφαλώς, αυτές οι τρεις αποθήκες θα εξακολουθήσουν να είναι συνδεδεµένες µε τα αντίστοιχα επίπεδα/είδη αναπαράστασης της µακροπρόθεσµης γνωσιακής δοµής. Προτείνω, ωστόσο, τη διεύρυνση της λειτουργίας της φωνολογικής αποθήκης εξερχόµενων πληροφοριών, δεχόµενος πως τα προϊόντα αυτής της αποθήκης δεν περιορίζονται στο λεξικό επίπεδο, αλλά µπορεί να είναι και συντακτικού/ προτασιακού επιπέδου. Όπως θα φανεί και στη συνέχεια, αυτό κάνει οικονοµικότερο το εν λόγω µοντέλο, καθώς διαφορετικά θα έπρεπε να προταθεί και η προσθήκη ενός επιπλέον συστατικού, µιας φωνολογικής αποθήκης εξερχόµενων πληροφοριών προτασιακού επιπέδου. Βάσει ενός τέτοιου µοντέλου και σε ό,τι αφορά το επίπεδο της πρότασης, θα µπορούσαµε να υποθέσουµε πως οι λεξικοσηµασιολογικές αναπαραστάσεις που κατά την έκθεση στο γλωσσικό ερέθισµα ενεργοποιούνται στη µακροπρόθεσµη γνωσιακή δοµή (µε τη διαµεσολάβηση των φωνολογικών αναπαραστάσεων εισερχόµενων πληροφοριών) θα µεταφέρονται (ή θα προκαλούν την ενεργοποίηση των αντίστοιχων αναπαραστάσεων) στην αντίστοιχη αποθήκη της βραχυπρόθεσµης µνήµης και αυτή µε τη σει- 243 Θα µπορούσαµε να υποθέσουµε πως αυτό το συστατικό προσοµοιάζει µε το «χώρο εργασίας της συντακτικής ανάλυσης» στον οποίο κάνουν αναφορά οι Caplan και Hildebrandt (1988: 279-280). 328
ρά της θα τις προωθεί στο συντακτικοσηµασιολογικό επεξεργαστή. 244 Επιπλέον, το συντακτικοσηµασιολογικό συστατικό θα µπορεί να τροφοδοτείται και µε τις (λεξικού τύπου) φωνολογικές αναπαραστάσεις της φωνολογικής αποθήκης εισερχόµενων πληροφοριών. 245 Έτσι, αυτό το συστατικό θα έχει ως εισερχόµενες πληροφορίες (inputs) ακολουθίες («µεµονωµένων», ασύνδετων µεταξύ τους) λεξικοσηµασιολογικών και φωνολογικών αναπαραστάσεων (που θα αφορούν τόσο λεξικά όσο και γραµµατικά στοιχεία) και µέσω της επεξεργασίας τους που θα πραγµατοποιεί θα δίνει σαν προϊόν (output) ε- πεξεργασµένες (σε συντακτικό και σηµασιολογικό επίπεδο) και συνεκτικές «άλληλουχίες» (=προτάσεις). Αυτό το συντακτικοσηµασιολογικό συστατικό υποθέτω πως θα προωθεί τις φωνολογικά συναφείς πληροφορίες συντακτικού επιπέδου που αφορούν το προϊόν του στο (ενιαίο τόσο για το λεξικό όσο και για το προτασιακό επίπεδο) φωνολογικό συστατικό εξερχόµενων πληροφοριών, όπου ήδη θα υπάρχουν ενεργοποιηµένες οι φωνολογικές αναπαραστάσεις των λεξικών στοιχείων που απαρτίζουν την πρόταση. 246 Θα πρόκειται δηλαδή για πληροφορίες σχετικές µε το επιτονικό περίγραµµα της πρότασης, την προσωδία κ.λπ. Αυτές οι πληροφορίες θα συνδυάζονται µε τις ήδη διαθέσιµες φωνολογικές αναπαραστάσεις λεξικού επιπέδου και µε αυτόν τον τρόπο θα παράγεται το τελικό προϊόν του φωνολογικού συστατικού εξερχόµενων πληροφοριών. 247 244 Το συντακτικοσηµασιολογικό συστατικό θα µπορεί ασφαλώς να αποτελείται από επιµέρους συστατικά, διακριτά ως προς τη λειτουργία τους (π.χ. συντακτική ανάλυση vs. σηµασιολογική ενσωµάτωση/ση- µασιολογικός έλεγχος). Το ζήτηµα ωστόσο της εσωτερικής δοµής αυτού του συστατικού δεν είναι κρίσι- µο για την ανάλυση των δεδοµένων της δοκιµασίας επανάληψης πρότασης και, συνεπώς, µια συζήτηση σχετικά µε αυτό υπερβαίνει τους στόχους της παρούσας µελέτης. 245 Υποθέτω µια τέτοια δυνατότητα του συστήµατος, καθώς δεν αποκλείεται το συντακτικο-σηµασιολογικό συστατικό να έχει ανάγκη και φωνολογικές πληροφορίες, προκειµένου να υπολογίσει την υποκείµενη συντακτική δοµή. 246 Η ενεργοποίηση αυτών των αναπαραστάσεων στο συγκεκριµένο συστατικό/αποθήκη θα πραγµατοποιείται, όπως προβλέπεται και από το µοντέλο των R.Martin et al., µέσω της διασύνδεσης αυτού του συστατικού/αποθήκης µε τις αντίστοιχες αναπαραστάσεις της µακροπρόθεσµης γνωσιακής δοµής. 247 Παρατηρούµε δηλαδή πως, αν δούµε την κατάσταση από την προτασιακή οπτική, στη φωνολογική α- ποθήκη εξερχόµενων πληροφοριών θα πραγµατοποιείται η απόδοση του πρώτου και του δεύτερου (τελικού) βαθµού φωνολογικής επένδυσης της πρότασης αντίστοιχα. Ο πρωτοβάθµια φωνολογική επένδυση είναι καθαρά λεξικού χαρακτήρα, ενώ κατά τη δευτεροβάθµια φωνολογική επένδυση αποδίδονται το επιτονικό περίγραµµα και τα λοιπά προσωδιακά στοιχεία της πρότασης. Η πρωτοβάθµια φωνολογική επένδυση γίνεται πριν ολοκληρωθεί η συντακτικοσηµασιολογική επεξεργασία της πρότασης, καθώς είναι α- νεξάρτητη από την έκβαση (από το προϊόν) της τελευταίας, ενώ η δευτεροβάθµια φωνολογική επένδυση έπεται της ολοκλήρωσης της συντακτικοσηµασιολογικής επεξεργασίας της πρότασης, καθώς για την πραγµατοποίησή της είναι απαραίτητη η παροχή ανατροφοδότησης από το συντακτικοσηµασιολογικό συστατικό σχετικά µε εκείνες τις συντακτικές/ σηµασιολογικές πληροφορίες που έχουν κάποια φωνολογική επίπτωση (βλ., για παράδειγµα, τις φωνολογικές επιπτώσεις της πληροφορίας πως µια πρόταση είναι ερωτηµατική ή εµπλέκει κάποια µορφή εστίασης). 329
Σχήµα 5.4. Εµπλουτισµένη εκδοχή του µοντέλου της R. Martin και των συνεργατών της (βασισµένο σε R. Martin, Lesch & Bartha, 1999: 8). 330
Έτσι, για να επιστρέψουµε στη συζήτηση των αποτελεσµάτων της δοκιµασίας ε- πανάληψης πρότασης µε αναφορά πλέον στο εµπλουτισµένο µοντέλο των R. Martin et al. που προτείνεται παραπάνω, παρατηρούµε πως τόσο ο ΓΘ όσο και ο ΓΛ είναι σχεδόν άψογοι στην αυτούσια επανάληψη των προτάσεων που ελέγχουν τη συµφωνία (98.21% και 90.48% επιτυχία, αντίστοιχα). Υπενθυµίζουµε πως οι προτάσεις της συµφωνίας αποτελούνται κατά µ.ό. από 4.39 λέξεις. Όσο ωστόσο µεταβαίνουµε προς προοδευτικά µεγαλύτερες προτάσεις (προτάσεις χρόνου και προτάσεις όψης), διαπιστώνου- µε µια αντίστοιχη προοδευτική πτώση της επίδοσης των παραπάνω αγραµµατικών, καθώς ανά λειτουργική κατηγορία ο αριθµός των προτάσεων που επαναλαµβάνονται αυτούσιες είναι αντιστρόφως ανάλογος προς το µήκος τους. 248 Έτσι, ο ΓΘ από το 98.21% επιτυχία στην αυτούσια επανάληψη των προτάσεων της συµφωνίας πέφτει στο 91.07% όταν καλείται να επαναλάβει τις προτάσεις του χρόνου και στο 41.07% όταν καλείται να επαναλάβει τις προτάσεις της όψης. Αντίστοιχα, ο ΓΛ από το 90.48% επιτυχία που είχε στην αυτούσια επανάληψη των προτάσεων της συµφωνίας πέφτει στο 54.76% όταν καλείται να επαναλάβει τις προτάσεις του χρόνου και στο 2.38% όταν καλείται να επαναλάβει τις προτάσεις της όψης. Βάσει αυτών των δεδοµένων λοιπόν φαίνεται πως υ- πάρχει κάποιος συσχετισµός µεταξύ µήκους πρότασης και επίδοσης (και) σε αυτή τη δοκιµασία, εύρηµα που συνηγορεί υπέρ του ότι οι συγκεκριµένοι αγραµµατικοί έχουν και κάποιο περιορισµό στη µνήµη εργασίας. Ειδικότερα, φαίνεται πως ο ΓΘ αντιµετωπίζει συνολικά µικρότερα προβλήµατα στη µνήµη εργασίας απ ό,τι ο ΓΛ, καθώς ο πρώτος, σε αντίθεση µε τον δεύτερο, διατηρεί σε υψηλό επίπεδο την επίδοσή του όταν καλείται να επαναλάβει προτάσεις έξι λέξεων (προτάσεις χρόνου) 249 και, επιπλέον, έχει σηµαντικά υψηλότερη επίδοση από τον ΓΛ και στις προτάσεις της όψης, οι οποίες αποτελούνται κατά µ.ό. από 9.36 λέξεις. 250 248 Αναλογο πρότυπο επίδοσης εµφανίζει ο αφασικός της µελέτης των Saffran και Marin (1975), καθώς και αυτός όσο πιο µεγάλες ήταν οι προτάσεις προς επανάληψη τόσο πιο συχνά προέβαινε σε παραλείψεις ή υποκαταστάσεις. Αξίζει να σηµειωθεί πως στη βάση των γραµµατικών παραφράσεων που ήταν σε θέση να κάνει ο συγκεκριµένος ασθενής, οι Saffran και Marin υποστήριξαν πως αυτός διατηρούσε σε ικανοποιητικό επίπεδο τη σηµασιολογική του µνήµη και πως η διαταραχή του συνδεόταν µε την ανεπαρκή α- κουστική βραχυπρόθεσµη µνήµη του (auditory short-term memory). 249 Άλλωστε, εφτά µε απόκλιση ±2 είναι ο αριθµός των µονάδων ή, ακριβέστερα, των «ενοτήτων πληροφορίας» που µπορούν να συγκρατήσουν στη µνήµη εργασίας τα άτοµα χωρίς παθολογικά προβλήµατα (Miller, 1956, στον οποίο παραπέµπει ο Baddeley, 1990: 41-42). 250 Αυτή η σκέψη διατυπώνεται ως µεγάλη πιθανότητα και όχι ως βεβαιότητα, καθώς θα µπορούσε να υ- ποτεθεί πως η µνήµη εργασίας και των δύο αγραµµατικών ήταν στην ίδια κατάσταση, αλλά η διαφορά στο ύψος της επίδοσής τους οφειλόταν αποκλειστικά σε (διαφοροποιηµένη (ανά αγραµµατικό) ως προς τη σοβαρότητα) διαταραχή των εµπλεκόµενων λειτουργικών κατηγοριών. Το γεγονός, ωστόσο, ότι στις υπόλοιπες δοκιµασίες η διαταραχή του ΓΛ φαίνεται µικρότερη από αυτήν του ΓΘ συνηγορεί πως στα α- ποτελέσµατα της δοκιµασίας επανάληψης πρότασης αντανακλούνται κυρίως όψεις της µνήµης εργασίας παρά των αγραµµατικών αναπαραστάσεων ή της πρόσβασης σε αυτές. Αξίζει να σηµειωθεί τέλος όπως αναφέρεται σχετικά και στη συνέχεια ότι συχνά τα δύο είδη διαταραχής (διαταραχή µνήµης εργασίας 331
Η διαφοροποίηση των δύο αγραµµατικών ως προς την έκταση των προβληµάτων µνήµης εργασίας που αντιµετωπίζουν φαίνεται να αντικατοπτρίζεται και στις άλλες πτυχές των προτύπων επίδοσής τους στη συγκεκριµένη δοκιµασία. Συγκεκριµένα, αναφερόµαστε στο κατά πόσον αυτοί, όταν δυσκολεύονται να επαναλάβουν αυτούσια την πρόταση, είναι ικανοί παρόλ αυτά να την επαναλάβουν κατά τρόπο γραµµατικό, έστω µε κάποιες παραλείψεις ή υποκαταστάσεις. Παρατηρούµε λοιπόν πως ο ΓΛ αυτό το κάνει σε αρκετά µεγάλο βαθµό κατά την επανάληψη των προτάσεων του χρόνου (συγκεκριµένα, στο 33.33% των περιπτώσεων), οι οποίες εµφανώς τον δυσκολεύουν αρκετά (σε σύγκριση µε τις προτάσεις της συµφωνίας, όπου έχει υψηλή επίδοση). Αντίθετα, στις προτάσεις της όψης, όπου αντιµετωπίζει εξαιρετικά προβλήµατα, όπως φαίνεται και από το ότι κατορθώνει να επαναλάβει αυτούσια µόλις µία από τις 56 προτάσεις, µόνο στο 1/3 των περιπτώσεων (33.33%) επαναλαµβάνει κατά τρόπο γραµµατικό την αρχική πρόταση στα υπόλοιπα 2/3 (64.29%) τις επαναλαµβάνει λαθεµένα. Αντίθετα, ο ΓΘ, που φαίνεται να διαθέτει πιο ισχυρή µνήµη εργασίας, συνολικά µόλις τρεις προτάσεις επαναλαµβάνει λαθεµένα, καθώς στη συντριπτική πλειονότητα των περιπτώσεων που αντιµετωπίζει δυσκολίες (πρωταρχικά στις προτάσεις της όψης και δευτερευόντως στις προτάσεις του χρόνου), όταν δεν επαναλαµβάνει αυτούσιες τις σχετικές προτάσεις, καταφέρνει και τις επαναλαµβάνει ελαφρώς παραλλαγµένες και κατά τρόπο γραµµατικό (στο 55.36% και στο 8.93% των προτάσεων της όψης και του χρόνου αντίστοιχα). Βάσει των παραπάνω προτύπων επίδοσης λοιπόν µπορούµε να υποθέσουµε πως και οι δύο αγραµµατικοί, όταν κινούνται σε περιπτώσεις οριακής δυσκολίας µε τη µνή- µη εργασίας (προτάσεις χρόνου για τον ΓΛ και προτάσεις όψης για τον ΓΘ), 251 είναι σε θέση να επαναλαµβάνουν κατά τρόπο γραµµατικό τις αρχικές προτάσεις, αποφεύγοντας τις λαθεµένες επαναλήψεις. Στις περιπτώσεις, ωστόσο, που οι πόροι της µνήµης εργασίας εξαντλούνται «απελπιστικά» (βλ. ΓΛ στις προτάσεις όψης, όπου µόλις µία επαναλαµβάνει αυτούσια) η ικανότητα για γραµµατική επανάληψη των προτάσεων µειώνεται δραµατικά και οι πολλές λαθεµένες επαναλήψεις είναι αναπόφευκτες. Έχει υποστηριχτεί πως, όταν η µνήµη εργασίας δεν επαρκεί για την αποθήκευση όλου του γλωσσικού υλικού προς επανάληψη, απαιτείται επεξεργασία της πρότασης πριν την επανάληψη και διαταραχή γραµµατικής γνώσης ή πρόσβασης σε αυτήν) συνυπάρχουν, µε το πρώτο να αποτελεί όχι αιτιακό αλλά επιβαρυντικό παράγοντα για το δεύτερο (R. Martin & Freedman, 2001: 241). 251 Οι περιπτώσεις οριακής δυσκολίας για τη µνήµη εργασίας αποτυπώνονται στα ποσοστά αυτούσιας ε- πανάληψης της πρότασης (54.76% για τις προτάσεις του χρόνου ο ΓΛ και 41.07% για τις προτάσεις της όψης ο ΓΘ), τα οποία δείχνουν πως αυτή ναι µεν είναι δυνατή, ωστόσο απαιτεί καταβολή µεγάλης προσπάθειας και γι αυτό συχνά δεν πραγµατοποιείται. 332
(Bastiaanse, 1995: 20). 252 Οπότε, µπορούµε µε αρκετή ασφάλεια να υποστηρίξουµε πως ο ΓΘ επιχειρεί επεξεργασία τουλάχιστον των προτάσεων της όψης και ο ΓΛ επιχειρεί ε- πεξεργασία τουλάχιστον των προτάσεων του χρόνου και της όψης. Επίσης, το γεγονός ότι ο ΓΘ επαναλαµβάνει κατά τρόπο γραµµατικό αλλά όχι αυτούσιο τις 5 από τις 56 προτάσεις του χρόνου αποτελεί ένδειξη υπέρ του ότι επεξεργάζεται και αυτές τις προτάσεις. Αναλυτικότερα, ο ΓΘ παραλείπει (τόσο στις προτάσεις του χρόνου όσο και στις προτάσεις της όψης) µόνο τα στοιχεία που είναι δευτερεύοντα ως προς τη σηµασία της πρότασης ή και «περιττά» (προσαρτήµατα και αντωνυµικά στοιχεία αντίστοιχα), κάτι που µαρτυρά πως έχει κατανοήσει (και, συνεπώς, επεξεργαστεί προηγουµένως) την πρόταση που άκουσε ή τουλάχιστον την «ραχοκοκαλιά» της (ρήµα και ορίσµατα), πριν κάνει «περικοπές» κατά την επανάληψή της. Το ίδιο µπορούµε να υποθέσουµε πως ισχύει και για τον ΓΛ, αλλά µόνο ως προς τις προτάσεις του χρόνου. Η κατακόρυφη πτώση της ικανότητάς του να αποφεύγει τις λαθεµένες επαναλήψεις, όταν καλείται να χειριστεί τις προτάσεις της όψης, µαρτυρά πιθανότατα είτε διαταραγµένη επεξεργασία της αρχικής πρότασης µε συνέπεια τη µη σωστή κατανόησή της και, µοιραία, την αδυναµία επιλογής των κατάλληλων λέξεων/φράσεων προς παράλειψη είτε τη λαθεµένη φωνολογική κωδικοποίηση (παραγωγή) των οργανικών τµηµάτων της πρότασης (ρήµατος και ορισµάτων). Με αναφορά στο εµπλουτισµένο µοντέλο των R. Martin et al. (1996, 1999) που προτείνουµε θα µπορούσαµε να υποστηρίξουµε πως ο ΓΘ, βάσει του συνδυασµού α) της ικανοποιητικής του επίδοσης και στην όψη στη δοκιµασία επανάληψης (όπου, ω- στόσο, παραλείπει προσαρτήµατα και αντωνυµικά υποκείµενα) (96.43% επιτυχία) και β) της χαµηλής του επίδοσης στην ίδια κατηγορία στη δοκιµασία κρίσης γραµµατικότητας (41.07% επιτυχία), εµφανίζει πρόβληµα (όταν οι προτάσεις που καλείται να χειριστεί καταλαµβάνουν όλη τη µνήµη εργασίας του) όχι τόσο σε σχέση µε τις φωνολογικές αποθήκες εισερχόµενων και εξερχόµενων πληροφοριών ή µε την αποθήκη λεξικoσηµασιολογικών αναπαραστάσεων όσο µε το συντακτικοσηµασιολογικό συστατικό. Πριν προχωρήσουµε στην αναλυτικότερη στήριξη της παραπάνω πρότασης, θα πρέπει να σηµειώσουµε πως, σύµφωνα και µε τη σχετική βιβλιογραφία (π.χ. R. Martin & Freedman, 2001: 245 N. Martin, 2001: 137), το εγχείρηµα για τον ακριβή εντοπι- 252 Αυτό ασφαλώς δεν σηµαίνει πως δεν συµβαίνει ποτέ επεξεργασία της πρότασης στις περιπτώσεις που αυτή αποθηκεύεται ολόκληρη στη µνήµη εργασίας. Απλώς, στις περιπτώσεις αυτές είναι πάντα δυνατή η επανάληψη της πρότασης µέσω της φωνολογικής, υπολεξικής οδού (sublexical route) (βλ. µεταξύ άλλων το µοντέλο των Howard και Franklin (1988), που, αν και έχει προταθεί για την επανάληψη της λέξης στην προφορική/ακουστική τροπικότητα, µπορεί ωστόσο να έχει εφαρµογή και στο προτασιακό επίπεδο). 333
σµό 253 του προβλήµατος µνήµης που µπορεί να αντιµετωπίζει κάποιο άτοµο δεν µπορεί να περιορίζεται µόνο στο πλαίσιο του πειράµατος που στοχεύει ειδικά στον έλεγχο της µνήµης εργασίας/των πόρων επεξεργασίας (π.χ. δοκιµασία επανάληψης), αλλά συνεπικουρείται καθοριστικά και από ανεξάρτητα δεδοµένα, τα οποία προέρχονται από άλλα πειράµατα. Για παράδειγµα, για να στηριχτεί πειστικά η υπόθεση πως το µοναδικό πρόβληµα µνήµης (εργασίας) ενός ατόµου µε γλωσσική διαταραχή αφορά αποκλειστικά τη φωνολογική αποθήκη εξερχόµενων πληροφοριών, θα πρέπει αυτό το άτοµο να παρουσιάζει παράλληλα ικανοποιητική επίδοση σε δοκιµασίες κατανόησης, όπου δηλαδή δεν χρειάζεται παραγωγή, αλλά µόνο η ικανοποιητική χρήση/κατάσταση της φωνολογικής αποθήκης εισερχόµενων πληροφοριών, της λεξικοσηµασιολογικής αποθήκης και του συστατικού συντακτικο-σηµασιολογικής επεξεργασίας. Έτσι, το γεγονός ότι ο ΓΘ αντιµετωπίζει σηµαντικό πρόβληµα µε τις προτάσεις της όψης στη δοκιµασία κρίσης γραµµατικότητας, µας επιτρέπει να υποστηρίξουµε πως τα όποια προβλήµατα αντιµετωπίζει αυτός µε τις προτάσεις της όψης στη δοκιµασία ε- πανάληψης (βλ. παραλείψεις που κάνει) δεν θα είχαµε λόγο να τα αποδώσουµε αποκλειστικά τουλάχιστον σε προβληµατική φωνολογική αποθήκη εξερχόµενων πληροφοριών, καθώς είναι προφανές πως η δοκιµασία κρίσης γραµµατικότητας, από τη στιγ- µή που δεν ελέγχει την παραγωγή, δεν εµπλέκει αυτό το συστατικό της µνήµης εργασίας. Χωρίς να µπορούµε ασφαλώς να αποκλείσουµε την πιθανότητα να υπάρχει πρόβλη- µα και σε αυτή την αποθήκη, έχουµε σίγουρα ανεξάρτητη ένδειξη πως υπάρχει πρόβλη- µα (και) σε κάποιο/κάποια από τα υπόλοιπα συστατικά της µνήµης εργασίας (φωνολογική αποθήκη εισερχόµενων πληροφοριών, λεξικοσηµασιολογική αποθήκη, συντακτικοσηµασιολογικό συστατικό) ή σε κάποια σύνδεσή τους. Στην προσπάθειά µας να προβλέψουµε µε µεγαλύτερη ασφάλεια ποιο από τα παραπάνω τρία συστατικά είναι προβληµατικό (χωρίς φυσικά να µπορούµε να αποκλείσουµε την πιθανότητα να είναι περισσότερα από ένα προβληµατικά), στρεφόµαστε στο πρότυπο επίδοσης του ΓΘ στη δοκιµασία επανάληψης πρότασης (πάντα σε ό,τι αφορά τις προτάσεις της όψης, που συνδέονται και µε τη χαµηλότερη επίδοσή του). Παρατηρούµε, όπως προαναφέρθηκε, ότι ο ΓΘ µπορεί και παραλείπει επιλεκτικά τα προσαρτή- µατα και τα αντωνυµικά υποκείµενα, χωρίς να διαταράσσει τη γραµµατικότητα της πρότασης που επαναλαµβάνει. εδοµένου ότι στις προτάσεις της όψης επιχειρείται επεξεργασία, καθώς το µήκος τους (περίπου εννιά λέξεις η καθεµία) δεν θα επέτρεπε καθαρά φωνολογική (υπολεξική) επανάληψη, µπορούµε να συµπεράνουµε πως ο ΓΘ επεξερ- 253 Με τον όρο «ακριβής εντοπισµός» αναφέροµαι στην εύρεση/στον εντοπισµό του συγκεκριµένου συστατικού (ή συστατικών) της µνήµης εργασίας που έχει ενδεχοµένως πληγεί. 334
γάζεται επιτυχώς και κατανοεί το «σηµαντικό τµήµα», το σηµασιολογικό κέλυφος της πρότασης (ρήµα και ορίσµατα), και γι αυτό µπορεί επιλεκτικά να το επαναλαµβάνει. Αντίθετα, δεν µπορεί να επεξεργαστεί έστω στην τροπικότητα της κατανόησης, όπως φαίνεται και από τη δοκιµασία κρίσης γραµµατικότητας πρότασης τα περιοριστικά/επιρρηµατικά στοιχεία (προσαρτήµατα) που συνδέονται µε την όψη και φυσικά ούτε και να τα ενσωµατώσει σηµασιολογικά στο/συνδυάσει µε το τµήµα της πρότασης που κατανοεί 254 (το οποίο αποτελεί και το σηµασιολογικό της πυρήνα) σχηµατίζοντας µια ενιαία γραµµατική αναπαράσταση. Επιλέγει λοιπόν να κωδικοποιήσει και να παραγάγει φωνολογικά εκείνο µόνο το τµήµα των λεξικοσηµασιολογικών αναπαραστάσεων που έχει επεξεργαστεί επιτυχώς και έχει ενσωµατώσει σε ένα γραµµατικό/αποδεκτό σύνολο. 255 Συνεπώς, η ικανότητά του για κατανόηση πρότασης διατηρείται εν µέρει µόνο, γεγονός που δεν του επιτρέπει την έστω σε παράφραση επανάληψη ολόκληρης της αρχικής πρότασης. 256 Βάσει του παραπάνω προτύπου επίδοσης µπορούµε να υποστηρίξουµε πως το πρόβληµα εντοπίζεται στο συντακτικο-σηµασιολογικό συστατικό και όχι στη φωνολογική αποθήκη εισερχόµενων πληροφοριών ή στη λεξικοσηµασιολογική α- ποθήκη. 257 Κι αυτό επειδή είναι εύλογο πως για να µπορεί κάποιος να κάνει επιλεκτική απαλοιφή κάποιων στοιχείων, των οποίων η θέση ποικίλλει µέσα στις προτάσεις (τα προσαρτήµατα βρίσκονται στις αρχικές θέσεις, ενώ τα αντωνυµικά υποκείµενα στις µεσαίες θέσεις των προτάσεων της όψης), θα πρέπει προηγουµένως να έχει διαθέσιµο όλο το σχετικό γλωσσικό υλικό στο συντακτικοσηµασιολογικό συστατικό. Αν το πρόβληµα εντοπιζόταν στη φωνολογική αποθήκη εισερχόµενων πληροφοριών ή στη λεξικοσηµασιολογική αποθήκη, τότε θα ήταν πολύ πιθανό να µην αποθηκευόταν σε αυτές όλο το εισερχόµενο γλωσσικό υλικό, µε συνέπεια να µην έφταναν (πάντα) στο συντακτικοση- µασιολογικό συστατικό όλα τα οργανικά στοιχεία της πρότασης. Για παράδειγµα, θα ή- ταν πολύ πιθανή η απουσία κάποιου ορίσµατος, πιθανότατα του εσωτερικού, καθώς αυτό ήταν πάντοτε στην τελευταία θέση των προτάσεων που εκφωνούνταν στους συµµε- 254 Ιδίως, ο ΓΘ δυσκολεύεται να συνδυάσει µε επιτυχία τα προσαρτήµατα µε τη λειτουργική κατηγορία της όψης, που µαρκάρεται στη µορφολογία του ρήµατος αυτή η αδυναµία είναι που τον οδηγεί και στις λαθεµένες κρίσεις περί της γραµµατικότητας των προτάσεων. 255 Θεωρώ πως το πρόβληµα δεν αφορά την κατανόηση των προσαρτηµάτων σε λεξικό επίπεδο, επειδή ο σχετικός έλεγχος που πραγµατοποιήθηκε στις δοκιµασίες επανάληψης και κρίσης γραµµατικότητας πρότασης δεν έδειξε κάποια ιδιαίτερη διαταραχή στην κατανόηση των προθέσεων. Εκτός των προθέσεων, τα υπόλοιπα στοιχεία των προσαρτηµάτων είναι λέξεις περιεχοµένου (επιρρήµατα ή ΟΦ), οι οποίες γενικά διατηρούνται σε ικανοποιητική κατάσταση στον αγραµµατισµό (Tissot, Mounin & Lhermitte, 1973). 256 Αυτή η εν µέρει επιτυχής κατανόηση είναι που του κοστίζει τη χαµηλή επίδοση στη δοκιµασία κρίσης γραµµατικότητας, καθώς για τις ανάγκες αυτής της δοκιµασίας ήταν απαραίτητη η ικανότητα σηµασιολογικής ενσωµάτωσης όλων των στοιχείων της πρότασης (των περιοριστικών/επιρρηµατικών στοιχείων συ- µπεριλαµβανοµένων) σε µια ενιαία αναπαράσταση. 257 Για την ακρίβεια, υποθέτουµε την ύπαρξη ενός µερικού προβλήµατος στο συντακτικο-σηµασιολιγικό συστατικό. 335
τέχοντες. Κάτι τέτοιο θα είχε σαν αναπόφευκτη συνέπεια την επανάληψη γραµµατικά λαθεµένων προτάσεων. 258 Τέλος, εφόσον από τα παραπάνω καταδεικνύεται ότι το πρόβληµα µε τον ΓΘ εδράζεται στο συντακτικοσηµασιολογικό συστατικό και όχι στη λεξικοσηµασιολογική αποθήκη ή στη φωνολογική αποθήκη εισερχόµενων πληροφοριών, είναι προφανές ότι αποδυναµώνεται η υπόθεση για προβληµατική σύνδεση του παραπάνω συστατικού µε αυτές τις δύο αποθήκες. Είναι προφανές δηλαδή ότι αυτές οι συνδέσεις είναι ικανοποιητικές, διότι διαφορετικά δεν θα ήταν δυνατή η µεταφορά (και α- ποθήκευση) όλου του εισερχόµενου υλικού στο συντακτικοσηµασιολογικό συστατικό, από το οποίο γίνεται στη συνέχεια επιλεκτική φωνολογική κωδικοποίηση κατά την παραγωγή. Τέλος, όπως επισηµάνθηκε και προηγουµένως, αν και τα σχετικά πειραµατικά δεδοµένα µπορούν να εξηγηθούν απλά βάσει της υπόθεσης πως ο ΓΘ έπειτα από κάποιο σηµείο αντιµετωπίζει πρόβληµα (έχει δηλαδή κάποιους περιορισµούς) στο συντακτικοσηµασιολογικό συστατικό, δεν θα πρέπει να αποκλειστεί η πιθανότητα παράλληλου ανεξάρτητου προβλήµατος/περιορισµών στη φωνολογική αποθήκη εξερχόµενων πληροφοριών της µνήµης εργασίας. Συνεπώς, δεν µπορεί να αποκλειστεί το ενδεχόµενο ο ΓΘ, ανεξάρτητα από την αδυναµία του να επεξεργάζεται και να ενσωµατώνει σηµασιολογικά επιτυχώς τα προσαρτήµατα, να µην µπορεί να παράγει γλωσσικό υλικό πάνω από ένα συγκεκριµένο όριο. Στην περίπτωση αυτή θα υποστηρίζαµε πως ο ΓΘ, δεδοµένου αυτού του περιορισµού, επιλέγει να παράγει τµήµα µόνο από το γλωσσικό υλικό που βρίσκεται στο συντακτικοσηµασιολογικό συστατικό, δηλαδή µόνο αυτό που έχει ε- πιτύχει τη σηµασιολογική ενσωµάτωση και το οποίο επαρκεί, συνεπώς, για τη γραµµατική απόδοση/επανάληψη της πρότασης. 259 Θα πρέπει να σηµειώσουµε πως για να ι- σχύει αυτό το ενδεχόµενο θα πρέπει να υποθέσουµε την παροχή ανατροφοδότησης από τη φωνολογική αποθήκη εξερχόµενων πληροφοριών προς το συντακτικοσηµασιολογικό 258 Όπως µπορεί να διαφανεί από τα παραπάνω, υπονοείται η παραδοχή/υπόθεση πως η µεταφορά του γλωσσικού υλικού από τη φωνολογική αποθήκη εισερχόµενων πληροφοριών και από τη λεξικοσηµασιολογική αποθήκη στο συντακτικοσηµασιολογικό συστατικό πραγµατοποιείται σειριακά, κάτι που σε περιπτώσεις ατόµων µε περιορισµένους τους πόρους των παραπάνω αποθηκών θα είχε σαν συνέπεια την ελλιπή µεταφορά των προτάσεων/γλωσσικών ερεθισµάτων στο συντακτικοσηµασιολογικό συστατικό. Οι περιορισµένοι πόροι επεξεργασίας αυτών των αποθηκών δηλαδή θα οδηγούσαν στη µη επιλεκτική µεταφορά του γλωσσικού υλικού στο συντακτικοσηµασιολογικό συστατικό, καθώς ο σειριακός τρόπος αυτής της µεταφοράς αρκετές φορές θα είχε ως συνέπεια την απώλεια κάποιων όρων/οργανικών τµηµάτων της πρότασης που θα βρίσκονταν στο τέλος της. Αυτοί οι όροι, συγκεκριµένα τα εσωτερικά ορίσµατα, προφανώς δεν θα είχαν αποθηκευτεί στις παραπάνω αποθήκες λόγω εξάντλησης των σχετικών αποθηκευτικών τους πόρων. 259 Ασφαλώς, στην περίπτωση αυτή θα παρατηρούσαµε πως η ανώτατη «ποσότητα» γλωσσικού υλικού που θα «άντεχε» η φωνολογική αποθήκη εξερχόµενων πληροφοριών θα συνέπιπτε µε την ανώτατη «ποσότητα» γλωσσικού υλικού που θα ήταν σε θέση να επεξεργαστεί συντακτικά και να ενσωµατώσει προηγούµενως σηµασιολογικά ο ΓΘ. 336
συστατικό (προκειµένου να επιτευχθεί η µετάδοση της πληροφορίας για τους περιορισµούς της πρώτης). Μια τέτοια υπόθεση δεν είναι ασύµβατη µε την εµπλουτισµένη εκδοχή του µοντέλου των R. Martin et al. που προτείνουµε, καθώς αυτό προβλέπει την α- πευθείας διασύνδεση και παροχή (αµφίδροµης) ανατροφοδότησης µεταξύ του συντακτικοσηµασιολογικού συστατικού και των αποθηκών της βραχυπρόθεσµης µνήµης. Σε ό,τι αφορά τον ΓΛ, αυτός δείχνει να έχει πρόβληµα α) στη φωνολογική αποθήκη εξερχόµενων πληροφοριών ή στη σύνδεσή της µε το συντακτικοσηµασιολογικό συστατικό, όταν καλείται να χειριστεί τις προτάσεις του χρόνου, και β) σε ένα ή και σε περισσότερα από τα υπόλοιπα συστατικά της µνήµης εργασίας (φωνολογική αποθήκη εισερχόµενων πληροφοριών, λεξικοσηµασιολογική αποθήκη, συντακτικοσηµασιολογικό συστατικό) και/ή ακόµη και σε κάποια/κάποιες από τις µεταξύ τους συνδέσεις, όταν καλείται να χειριστεί τις προτάσεις της όψης (πέρα από τους προϋπάρχοντες/συνυπάρχοντες περιορισµούς στη φωνολογική αποθήκη εξερχόµενων πληροφοριών). Όπως φαίνεται και από τις παραπάνω διατυπώσεις, τα παραπάνω προβλήµατα του ΓΛ αποκαλύπτονται (κατά τρόπο διαφοροποιηµένο) µόνο κάτω από ειδικές συνθήκες οριακής πληρότητας ή «υπερεξάντλησης» των πόρων της µνήµης εργασίας του. Έ- τσι, κατά το χειρισµό των προτάσεων του χρόνου, οι οποίες είναι λιγότερο απαιτητικές για τη µνήµη εργασίας απ ό,τι οι προτάσεις της όψης, ο ΓΛ δείχνει να έχει πρόβληµα µόνο στη φωνολογική αποθήκη εξερχόµενων πληροφοριών, υπόθεση που θεµελιώνεται στο πρότυπο της επίδοσής του σε αυτές τις προτάσεις ανάλογο µε το πρότυπο επίδοσης του ΓΘ στις προτάσεις της όψης, καθώς και στην καλή του επίδοση στις προτάσεις του χρόνου στη δοκιµασία κρίσης γραµµατικότητας (80% επιτυχία περίπου). Η υ- ψηλή επίδοση του ΓΛ στις προτάσεις του χρόνου της τελευταίας δοκιµασίας φανερώνει πως αυτός, τουλάχιστον σε ό,τι αφορά το χειρισµό προτάσεων τέτοιου µήκους (κατά µ.ό. έξι λέξεις περίπου) έχει σε αρκετά ικανοποιητική κατάσταση τόσο τη φωνολογική αποθήκη εισερχόµενων πληροφοριών και τη λεξικοσηµασιολογική αποθήκη όσο και το συντακτικοσηµασιολογικό συστατικό. Κατά το χειρισµό αυτών των προτάσεων, δηλαδή, ο ΓΛ επιτυγχάνει τη σωστή επεξεργασία τους και τη σηµασιολογική ενσωµάτωση όλων των στοιχείων τους σε ενιαίες αναπαραστάσεις, αλλά κατά την επανάληψή τους κάνει ελεγχόµενες παραλείψεις των «δευτερευόντων» στοιχείων τους (προσαρτηµάτων και αντωνυµικών υποκειµένων) προσαρµοζόµενος στους περιορισµούς που επιβάλλει η φωνολογική αποθήκη εξερχόµενων πληροφοριών. Γενικά, τέτοιου είδους προβλήµατα µε τα συστατικά ή τα στάδια της επεξεργασίας που σχετίζονται µε τις εξερχόµενες πλη- 337
ροφορίες είναι αρκετά µεγάλης συχνότητας στην αφασία τύπου Broca και συχνά σε αυτά οφείλονται οι δυσκολίες κατά την επανάληψη (N. Martin, 2001: 140). Αντίθετα, κατά το χειρισµό των προτάσεων της όψης, στο προηγούµενο πρόβληµα του ΓΛ (σχετικά µε τη φωνολογική αποθήκη εξερχόµενων πληροφοριών) προστίθεται τουλάχιστον ακόµα ένα, το οποίο µπορεί να αφορά όπως προαναφέρεται είτε τη φωνολογική αποθήκη εισερχόµενων πληροφοριών είτε τη λεξικοσηµασιολογική αποθήκη είτε το συντακτικοσηµασιολογικό συστατικό είτε κάποια/κάποιες από τις συνδέσεις των παραπάνω. Αυτό το υποθέτουµε λόγω του ότι κατά την επανάληψη των προτάσεων της όψης ο ΓΛ είτε δεν παραλείπει τα στοιχεία που θα «µπορούσε» να παραλείψει (µε αποτέλεσµα την παραγωγή αντιγραµµατικών προτάσεων) είτε επαναλαµβάνει λαθεµένα τις λέξεις που είναι κρίσιµες για το νόηµα της πρότασης είτε πάλι κάνει λαθε- µένες υποκαταστάσεις στοιχείων. Τα παραπάνω ευλόγως µαρτυρούν µια γενικευµένη αποδιοργάνωση του συστήµατος επεξεργασίας/βραχυπρόθεσµης µνήµης του ΓΛ, που µπορεί να οφείλεται σε σοβαρή διαταραχή οποιουδήποτε συστατικού του ή κάποιας σύνδεσης µεταξύ των συστατικών του. Επιπλέον, το ότι ο ΓΛ, πέρα από τη φωνολογική αποθήκη εξερχόµενων πληροφοριών, έχει πρόβληµα και σε άλλα σηµεία (συστατικά/αποθήκες ή διασυνδέσεις) του συστήµατος γλωσσικής επεξεργασίας/βραχυπρόθεσµης µνήµης πάντα σε ό,τι αφορά τις προτάσεις της όψης το συνάγουµε και από την επίδοσή του στη δοκιµασία κρίσης γραµµατικότητας, η οποία σ αυτές τις προτάσεις ήταν χαµηλή (53.57% αποτυχία). Ενδεικτικά, αναφορικά µε την έδρα της διαταραχής του ΓΛ στις προτάσεις της όψης αναφέρουµε τις ακόλουθες τρεις πιθανότητες: α) Αδυναµία αποθήκευσης του συνόλου των αναπαραστάσεων των εισερχόµενων πληροφοριών στη λεξικοσηµασιολογική αποθήκη (και/ή στη φωνολογική αποθήκη εισερχόµενων πληροφοριών) µε συνέπεια την ελλιπή επεξεργασία τους από το συντακτικοσηµασιολογικό συστατικό. β) Αδυναµία επιτυχούς επεξεργασίας από το συντακτικοσηµασιολογικό συστατικό, α- κόµη και χωρίς να υπάρχει πρόβληµα στη λεξικοσηµασιολογική αποθήκη (και/ή στη φωνολογική αποθήκη εισερχόµενων πληροφοριών) και στις πληροφορίες που λαµβάνει από αυτήν (ή από αυτές). γ) Προβληµατική διασύνδεση του επιπέδου των φωνολογικών αναπαραστάσεων εξόδου της µακροπρόθεσµης γνωσιακής δοµής µε τη φωνολογική αποθήκη εξερχόµενων πληροφοριών. 338
Τέλος, θα πρέπει να επισηµανθεί πως τα αποτελέσµατά µας φαίνεται να βρίσκονται σε συµφωνία και µε το µοντέλο των N. Martin και Saffran (1997), κατά το οποίο η γλωσσική επεξεργασία και η βραχυπρόθεσµη συγκράτηση στη µνήµη (short-term retention) υποστηρίζονται από την ίδια λειτουργική δοµή (capacity). 260 Κι αυτό διότι οι επιδόσεις και των δύο αγραµµατικών σε όλες τις δοκιµασίες σε γενικές γραµµές δείχνουν να καθορίζονται και από την παράµετρο µήκος πρότασης. Παρατηρούµε δηλαδή πως η διαβάθµιση ως προς το επίπεδο δυσκολίας µε όρους περιορισµών της µνήµης εργασίας µεταξύ των τριών ειδών προτάσεων είναι ανάλογη µε τη διαβάθµισή τους ως προς το µήκος. Όπως ήδη αναφέρθηκε, οι προτάσεις της συµφωνίας έχουν κατά µ.ό. 4.39 λέξεις, οι προτάσεις του χρόνου έχουν κατά µ.ό. 6.04 λέξεις και, τέλος, οι προτάσεις της συνθήκης της όψης έχουν κατά µ.ό. 9.36 λέξεις. Αυτή η αντιστρόφως ανάλογη συµ- µεταβολή του ύψους της επίδοσης και του µήκους της πρότασης φαίνεται να αφήνει α- νοιχτή την πιθανότητα πως γενικότερα το πρόβληµα των αγραµµατικών αυτής της έ- ρευνας σχετίζεται κυρίως µε τον περιορισµό που έχουν ως προς τους πόρους επεξεργασίας, όπως αυτός εκφράζεται µέσω της προβληµατικής µνήµης εργασίας που αποκαλύπτεται στη δοκιµασία επανάληψης πρότασης. Ειδικότερα, σε ό,τι αφορά τη συγκεκριµένη δοκιµασία, θα λέγαµε πως δεν είναι βέβαιο αν η προβληµατική επίδοση στις προτάσεις της όψης και του χρόνου συνδέεται µε το µήκος τους ή µε την εγγενώς απαιτητική φύση των δύο εµπλεκόµενων λειτουργικών κατηγοριών (όψης και χρόνου), που απαιτούν ενσωµάτωση γραµµατικής και σηµασιολογικής πληροφορίας. Σε κάθε περίπτωση, και οι δύο παραπάνω παράµετροι συνεπάγονται αυξηµένες απαιτήσεις ως προς τους πόρους επεξεργασίας και, επιπλέον, συνυπάρχουν σε αυτή τη δοκιµασία επανάληψης, δεδοµένου του συγκεκριµένου σχεδιασµού της. Ένας διαφορετικός σχεδιασµός, κατά τον οποίο οι προτάσεις και των τριών συνθηκών θα ήταν ίσου µήκους, θα επέτρεπε να φανεί ποια από τις δύο παραµέτρους (µήκος πρότασης ή προβληµατικότητα κάποιας/κάποιων λειτουργικών κατηγοριών) ασκεί πιο επιβαρυντική επίδραση στην επίδοση των αγραµµατικών συµµετεχόντων. Στο βαθµό, ωστόσο, που και οι δύο αυτές παράµετροι είναι υπολογιστικά απαιτητικές, η απάντηση στο παραπάνω ερώτηµα δεν αναµένεται να µεταβάλει σε σηµαντικό βαθµό την τελική ερµηνεία. Στη βιβλιογραφία καταγράφεται και µια άλλη προσέγγιση αναφορικά µε τη σχέση γλωσσικής επεξεργασίας και µνήµης εργασίας, η οποία δεν συµφωνεί µε αυτήν των N. Martin και Saffran (1997), καθώς δεν σχετίζει τα προβλήµατα της γλωσσικής επεξεργασίας µε τα προβλήµατα της µνήµης εργασίας. Σύµφωνα µε τους Miera και Cuetos 260 Αυτή η πρόταση βασίζεται στη διαπίστωση των N. Martin και Saffran (1997) πως συνήθως οι διαταραχές της επεξεργασίας και της βραχυπρόθεσµης µνήµης συνυπάρχουν. 339
(1998: 337), για παράδειγµα, το ότι τα προβλήµατα συντακτικής επεξεργασίας που παρουσιάζουν οι αγραµµατικοί δεν πηγάζουν από περιορισµούς της µνήµης εργασίας αποδεικνύεται από το γεγονός ότι άλλοι αφασικοί ασθενείς (π.χ. ανοµικοί) µε ανάλογους περιορισµούς στη µνήµη εργασίας δεν εµφανίζουν προβληµατική συντακτική επεξεργασία. Επίσης, όπως υποστηρίζουν οι R. Martin και Freedman (2001: 241), τα προβλή- µατα µε τη µνήµη εργασίας δεν συνδέονται συνήθως κατά καθοριστικό τροπό τουλάχιστον µε τα γενικότερα προβλήµατα επεξεργασίας της πρότασης που αναδεικνύονται µέσω άλλων δοκιµασιών, όπως είναι για παράδειγµα αυτές που ελέγχουν την κατανόηση πρότασης. Πράγµατι, τα προβλήµατα που έχουν οι ΓΘ και ΓΛ µε τη µνήµη εργασίας (όπως αυτά αντανακλώνται στα πρότυπα επίδοσής τους στη δοκιµασία επανάληψης πρότασης) φαίνεται να είναι ανεξάρτητα από τα προβλήµατα κατανόησης που αντιµετωπίζουν (όπως αυτά αναδεικνύονται µέσω της δοκιµασίας κρίσης γραµµατικότητας πρότασης ή της δοκιµασίας αντιστοίχισης πρότασης µε εικόνα), µολονότι ενδεχοµένως τα πρώτα σε κάποιες περιπτώσεις επιτείνουν τα δεύτερα (ό.π.). Για παράδειγµα, στις προτάσεις του χρόνου ο ΓΘ έχει σχεδόν άψογη επίδοση στη δοκιµασία επανάληψης (στο 91.07% των περιπτώσεων επαναλαµβάνει αυτούσια την αρχική πρόταση), εύρηµα που δείχνει πως η µνήµη εργασίας του µπορεί να χειρίζεται πολύ καλά προτάσεις τέτοιου µήκους, και σηµαντικά χαµηλότερη επίδοση στην κατανόηση των προτάσεων της ίδιας συνθήκης (δηλ. του χρόνου). Συγκεκριµένα, παρουσιάζει 62.5% επιτυχία στη δοκιµασία κρίσης γραµµατικότητας πρότασης και 50% επιτυχία στη δοκιµασία αντιστοίχισης πρότασης µε εικόνα. Επίσης, ενώ ο ΓΛ εµφανίζει µεγαλύτερα προβλήµατα µνήµης εργασίας στις προτάσεις του χρόνου απ ό,τι στις προτάσεις της συµφωνίας (54.76% και 90.48% αυτούσια επανάληψη, αντίστοιχα, στη δοκιµασία επανάληψης πρότασης), στη δοκιµασία κρίσης γραµµατικότητας πρότασης δεν παρουσιάζει σηµαντική διαφοροποίηση µεταξύ των δύο κατηγοριών (21.43% και 19.64% αποτυχία αντίστοιχα). 340
VI. Συνολικά συµπεράσµατα 341
342
VI. Συνολικά συµπεράσµατα Στη µελέτη αυτή διερευνήσαµε την επίδοση τριών ελληνόφωνων αγραµµατικών ως προς τις λειτουργικές κατηγορίες του Σ, της άρνησης, του χρόνου, της συµφωνίας (υποκει- µένου-ρήµατος) και της όψης, τόσο στην τροπικότητα της παραγωγής όσο και στην τροπικότητα της κατανόησης. Για την παραπάνω διερεύνηση σχεδιάστηκαν και διενεργήθηκαν µια σειρά από δοµηµένες δοκιµασίες. Βάσει των πειραµατικών αποτελεσµάτων, βρέθηκε πως στην παραγωγή οι κατηγορίες του Σ, της άρνησης, της όψης και του χρόνου είναι αρκετά διαταραγµένες α- ντίθετα, η κατηγορία της συµφωνίας εµφανίστηκε να είναι σε αρκετά ικανοποιητική κατάσταση. Επιπλέον, για το σύνολο των παραπάνω κατηγοριών οι διαταραχές, πέρα α- πό το επίπεδο της παραγωγής, εκδηλώθηκαν σε µικρότερο βαθµό και στο επίπεδο της κατανόησης (αν και όχι πάντα και για τους τρεις αγραµµατικούς). Εξαίρεση αποτελεί η κατηγορία της συµφωνίας, που σε γενικές γραµµές εµφανίστηκε πιο διαταραγµένη στην κατανόηση παρά στην παραγωγή. Ο ασθενής παραλληλισµός παραγωγής και κατανόησης, όπως αναφέρεται και στην ενότητα 5.4.2, παρέχει εµπειρική υποστήριξη στην πρόταση του Grodzinsky (2000: 18), σύµφωνα µε την οποία, αν και οι υπεύθυνοι µηχανισµοί για την παραγωγή και την κατανόηση παρουσιάζουν δοµική εγγύτητα (καθώς αµφότεροι εντοπίζονται στον αριστερό εµπρόσθιο µετωπιαίο φλοιό), είναι ωστόσο λειτουργικά διακριτοί (ό.π.). Συνολικά, τα ευρήµατα µαρτυρούν πως τουλάχιστον οι αγραµµατικοί της παρούσας έρευνας εµφανίζουν σοβαρή (µορφο)συντακτική διαταραχή, τουλάχιστον σε ό,τι αφορά τις λειτουργικές κατηγορίες. Εάν κάποιος εξέταζε µόνο τα ευρήµατα που α- φορούν το χρόνο, τη συµφωνία και την όψη, θα µπορούσε ενδεχοµένως να αµφισβητήσει την υπόθεση περί µορφοσυντακτικής διαταραχής και να υποστηρίξει πως το πρόβληµα είναι λεξικής/µορφολογικής φύσης. Θα µπορούσε, για παράδειγµα, να ακολουθήσει το θεωρητικό πλαίσιο του ισχυρού λεξικαλισµού, που είχαν υιοθετήσει στη δική τους έρευνα οι Miceli και Caramazza (1988), και να υποστηρίξει πως το πρόβληµα ε- ντοπίζεται στο αυτόνοµο υποσυστατικό του λεξικού που είναι υπεύθυνο για τις κλιτικές διαδικασίες (βλ. ενότητα 1.2.2.1.2). Και πάλι, ωστόσο, στις επιδόσεις του ΓΘ και του ΓΛ αποκαλύπτονται σηµαντικοί διαχωρισµοί µεταξύ των τριών παραπάνω λειτουργικών κατηγοριών, οι οποίοι θα ήταν πολύ δύσκολο να ερµηνευτούν στη βάση της υπόθεσης πως εν γένει το πρόβληµα έγκειται σε ένα υποσυστατικό του λεξικού. Μια τέτοιου είδους λεξική προσέγγιση, δηλαδή, θα αδυνατούσε να ερµηνεύσει µε πειστικό τρόπο 343
την επιλεκτική φύση της διαταραχής αυτών των αγραµµατικών. Αντίθετα, τα σχετικά ευρήµατα αυτής της έρευνας θα µπορούσαν να εξηγηθούν καλύτερα εντός του θεωρητικού πλαισίου της γενετικής γραµµατικής, το οποίο κάνει σαφείς διακρίσεις µεταξύ των κλιτικών µορφηµάτων που αντιστοιχούν στις κατηγορίες του χρόνου, της συµφωνίας και της όψης, τόσο στη βάση της συντακτικής ιεραρχίας όσο και στη βάση του είδους των χαρακτηριστικών που φέρουν (βλ. ερµηνεύσιµα vs. µη ερµηνεύσιµα χαρακτηριστικά). Εξάλλου, προβάλλοντας µια µεθοδολογική ένσταση για τη µελέτη των Miceli και Caramazza, η ικανότητα χειρισµού του χρόνου, της συµφωνίας και της όψης κατά την ά- ποψή µου δεν µπορεί να ελέγχεται µέσω δοκιµασιών του επιπέδου της λέξης (όπως, για παράδειγµα, των δοκιµασιών επανάληψης λέξης που διενήργησαν οι παραπάνω ερευνητές), αλλά µόνο µέσω δοκιµασιών που ελέγχουν το προτασιακό επίπεδο (π.χ. δοκιµασιών συµπλήρωσης ή κρίσης γραµµατικότητας πρότασης). Κι αυτό διότι η απόδειξη από την πλευρά των συµµετεχόντων ότι κατέχουν και χειρίζονται επαρκώς τις παραπάνω κατηγορίες µπορεί να προέλθει µόνο µέσω δοκιµασιών που περιλαµβάνουν όλες τις απαραίτητες συντεταγµένες βάσει των οποίων ορίζονται οι τιµές αυτών των κατηγοριών. Α- παιτείται δηλαδή ένα συντακτικό πλαίσιο που για τον έλεγχο της συµφωνίας υποκειµένου-ρήµατος θα παρέχει το γραµµατικό υποκείµενο της πρότασης, ενώ για τον έλεγχο του χρόνου και της όψης θα παρέχει τα απαραίτητα επιρρηµατικά/περιοριστικά στοιχεία που θα «καθοδηγούν» τον συµµετέχοντα στην κατάλληλη επιλογή (ανάλογα µε την πειραµατική πρόταση) µεταξύ των τιµών της κάθε κατηγορίας (παρελθόν, παρόν, µέλλον για την κατηγορία του χρόνου και συνοπικό, µη συνοπτικό για την κατηγορία της όψης). Είναι προφανές πως οι δοκιµασίες µεµονωµένης λέξης, από τη στιγµή που δεν παρέχουν αυτές τις συντεταγµένες, απλά ελέγχουν τη διαθεσιµότητα των µορφηµάτων στο λεξικό του οµιλητή και την ικανότητά του να τα ανακαλεί. Ασφαλώς, µια τέτοια λεξική/µορφοφωνολογική µη διαθεσιµότητα θα είχε αντίκτυπο και σε συντακτικό επίπεδο. Ωστόσο, δεν θα µπορούσε να ερµηνεύσει µε ικανοποιητικό τρόπο τη διαφοροποιηµένη επίδοση µεταξύ των επίµαχων µορφηµάτων που καταγράφεται στα αποτελέσµατά µας. Εντούτοις, θα πρέπει να σηµειωθεί σε αυτό το σηµείο πως από τον έλεγχο της ε- πίδρασης της συχνότητας των ρηµάτων (η οποία αποτελεί λεξική µεταβλητή) στην α- γραµµατική επίδοση προκύπτει πως η διαταραχή του ΓΘ σε αντίθεση µε αυτήν των ΓΛ και ΑΒ πέρα από συντακτικής είναι ως ένα βαθµό και λεξικής φύσης, καθώς στη δοκι- µασία συµπλήρωσης πρότασης, και ειδικά στη συνθήκη του χρόνου, αποκαλύπτεται αυθεντική επίδραση της µεταβλητής της συχνότητας στην επίδοσή του. Συγκεκριµένα, 344
στην εν λόγω συνθήκη ο ΓΘ είχε καλύτερη επίδοση στα πειραµατικά ζεύγη µε ρήµατα υψηλής συχνότητας παρά στα ζεύγη µε ρήµατα χαµηλής συχνότητας. Αντίθετα, δεν φαίνεται να υπάρχει (καθοριστική) εµπλοκή της µορφολογίας και του λεξικού στα πρότυπα επίδοσης των ΓΛ και ΑΒ, καθώς αυτά δεν δείχνουν να επηρεάζονται από παραµέτρους όπως η συχνότητα και η οµαλότητα των πειραµατικών ρηµάτων. 261 Μια επιπλέον ένδειξη ότι οι αγραµµατικοί της παρούσας έρευνας σε γενικές γραµµές δεν αντιµετωπίζουν (τουλάχιστον σηµαντική) λεξική διαταραχή παρέχεται από τη δοκιµασία επανάληψης πρότασης, στα αποτελέσµατα της οποίας δεν µαρτυρούνται λαθεµένες πραγµατώσεις (υποκαταστάσεις) των επίµαχων µορφηµάτων (του χρόνου, της συµφωνίας και της όψης) που απαντούσαν στην ΑΠ. Στα παραπάνω επιχειρήµατα υπέρ της ύπαρξης µιας πρωτογενούς συντακτικής διαταραχής προστίθεται και ένα ακόµη, που δεν αφήνει πολλά περιθώρια αµφισβήτησης της παραπάνω πρότασης. Αυτό αντλείται από τα ευρήµατα που αφορούν τις λειτουργικές κατηγορίες του Σ και της άρνησης, οι οποίες εµφανώς δεν εµπίπτουν στο χώρο του λεξικού, αλλά σε αυτόν της σύνταξης. Όπως είδαµε στο τρίτο και το τέταρτο κεφάλαιο αντίστοιχα, αυτές οι κατηγορίες είναι σοβαρά διαταραγµένες. Η µοναδική εµπλοκή του λεξικού για την επιτυχή επίδοση στις δοκιµασίες που εξέταζαν τις εν λόγω κατηγορίες αφορά τη διαθεσιµότητα και την ικανότητα ανάκλησης (και παραγωγής) των ερωτηµατικών στοιχείων και των αρνητικών µορίων. Για παράδειγµα, προκειµένου να παραγάγει κανείς κάποια wh-ερώτηση θα πρέπει σαν προϋπόθεση µεταξύ άλλων να έχει διαθέσιµα στη γραµµατική του τα ερωτηµατικά στοιχεία (αντωνυµίες ή επιρρή- µατα) µε τα οποία εισάγονται οι ερωτηµατικές προτάσεις και, επιπλέον, θα πρέπει να επιλέξει το κατάλληλο από αυτά. Κάτι αντίστοιχο ισχύει για την παραγωγή αρνητικών προτάσεων, καθώς και σε αυτή την περίπτωση είναι απαραίτητη η διαθεσιµότητα των πιθανών αρνητικών µορίων και η ορθή επιλογή µεταξύ αυτών. Αυτή η εµπλοκή του λεξικού επιχειρήθηκε να περιοριστεί κατά το µέτρο του δυνατού µέσω του πειραµατικού σχεδιασµού, καθώς στη δοκιµασία εκµαίευσης ερωτήσεων τα ερωτηµατικά στοιχεία που αποτελούσαν τους υποψήφιους τελεστές των ΠΣ παρουσιάζονταν γραπτά στους συµµετέχοντες και, συνεπώς, ήταν διαθέσιµα χωρίς χρονικό περιορισµό, 262 ενώ και σε ό,τι αφορά την κατηγορία της άρνησης επίσης τα αρνητικά µόρια ήταν διαθέσιµα (οµοί- 261 Βάσει του αυθόρµητου λόγου, ωστόσο, ο ΑΒ δείχνει να έχει και κάποια προβλήµατα λεξικής φύσης, καθώς σε κάποιες περιπτώσεις αντιµετωπίζει δυσκολίες στην εύρεση λέξεων (π.χ. Κι εδώ είναι όχι σακολάτα είναι ζάχαρη cookie κάτι άλλο είναι και το δίνει στο παιδάκι). 262 Όπως αναφέρεται και στην ενότητα 3.2.2.2, εξαίρεση σ αυτό αποτελεί ο ΓΛ, καθώς αυτός έπασχε και από δυσλεξία, οπότε κρίθηκε σκόπιµο να µην εµπλακεί καθόλου η γραπτή τροπικότητα κατά την εξέτασή του. 345
ως χωρίς χρονικό περιορισµό), καθώς αυτή η κατηγορία εξεταζόταν µέσω δοκιµασιών διάταξης συστατικών, οι οποίες αφορούν αποκλειστικά τη γραπτή τροπικότητα. 263 Λεξικής φύσης πρόβληµα θα µπορούσε να θεωρηθεί η λαθεµένη επιλογή λεξικού στοιχείου (ερωτηµατικού στοιχείου ή στοιχείου άρνησης) κατά το σχηµατισµό ερωτηµατικών και αρνητικών προτάσεων. Τέτοιου τύπου λάθη, ωστόσο, αποτελούν ένα ελάχιστο ποσοστό επί του συνόλου των λαθών (βλ. ενότητες 3.3 και 4.5.2 για το Σ και την άρνηση αντίστοιχα), στοιχείο που καταδεικνύει ότι, ακόµη και αν υπάρχει σε κάποιο µικρό βαθ- µό λεξική διαταραχή, αυτή σε καµιά περίπτωση δεν µπορεί να ερµηνεύσει τη συνολική επίδοση των αγραµµατικών που συµµετείχαν σε αυτή την έρευνα. Θα πρέπει να αποκλειστεί, τέλος, η πιθανότητα κάποιας φωνολογικής διαταραχής, καθώς οι ΓΘ και ΓΛ δεν κάνουν φωνολογικές παραφασίες ούτε στη δοκιµασία επανάληψης πρότασης ούτε στη δοκιµασία συµπλήρωσης πρότασης (κάνουν σπανίως µόνο στον αυθόρµητο λόγο), ενώ ούτε η παράµετρος της φωνολογικής πολυπλοκότητας, όπως αυτή εκφράζεται από τον αριθµό των συλλαβών των ρηµάτων που καλούνται να πραγµατώσουν στη δοκιµασία συµπλήρωσης πρότασης, επηρεάζει τα πρότυπα της επίδοσής τους (βλ. ενότητες 5.3.1.1 και 5.4.1). Έτσι, δεδοµένων των παραπάνω, η επίδοση των αγραµµατικών στις λειτουργικές κατηγορίες του Σ και της άρνησης αποκαλύπτει, χωρίς καµιά αµφιβολία, ότι αυτοί έχουν µια διαταραχή συντακτικής φύσης. Εφόσον επιχειρηµατολογήσαµε υπέρ της συντακτικής διαταραχής των αγραµµατικών αυτής της έρευνας, η οποία αποτελεί και τον πυρήνα του προβλήµατος σχετικά µε το λόγο τους, ας δούµε τώρα πώς θα µπορούσαν να ερµηνευτούν τα συγκεκριµένα πρότυπα επίδοσης, τα οποία δείχνουν πως αυτή η διαταραχή είναι επιλεκτική, καθώς πλήττει διαφοροποιηµένα τις λειτουργικές κατηγορίες. Όπως επισηµαίνεται σχετικά και στην ενότητα 5.4.1, εφόσον στη συντακτική ιεραρχία της Ελληνικής ο κόµβος της όψης βρίσκεται χαµηλότερα από τους κόµβους της συµφωνίας και του χρόνου (βλ., µεταξύ άλλων, Philippaki-Warburton, 1998 Tsimpli, 1990), τα ευρήµατα της παρούσας έρευνας βρίσκονται σε αντίθεση µε τις προβλέψεις 263 Σε ό,τι αφορά τις δοκιµασίες διάταξης συστατικών αξίζει να σηµειωθεί πως γενικότερα αυτές, κάνοντας γραπτά διαθέσιµο και χωρίς χρονικό περιορισµό όλο το γλωσσικό υλικό, πέραν του ότι περιορίζουν τις λεξικού/µορφολογικού τύπου απαιτήσεις, επιπλέον εγείρουν σαφώς λιγότερες απαιτήσεις επεξεργασίας συγκριτικά µε άλλες δοκιµασίες, όπως για παράδειγµα η δοκιµασία συµπλήρωσης πρότασης (και ιδίως το τµήµα της που εξέταζε την κατηγορία της όψης), η οποία περιορίζεται στην προφορική τροπικότητα. Συνεπώς, η χαµηλή επίδοση σε αυτές τις δοκιµασίες δεν θα µπορούσε να αποδοθεί τόσο σε άλλα αίτια (π.χ. σε λεξική διαταραχή ή σε µειωµένους υπολογιστικούς πόρους) όσο στη συντακτική διαταραχή των συγκεκριµένων αγραµµατικών. Όπως προαναφέρεται, οι πόροι επεξεργασίας αυτών των αγραµµατικών είναι πράγµατι µειωµένοι, κάτι που φαίνεται και στα ευρήµατα της δοκιµασίας διάταξης συστατικών χωρίς εικόνες (βλ. ενότητες 4.3.3 και 4.4.3). Η ύπαρξη ωστόσο αυτού του περιορισµού δεν µπορεί να ερµηνεύσει από µόνη της το ύψος και το πρότυπο της επίδοσης αυτών των αγραµµατικών, παρά µόνο κάποιες συγκεκριµένες όψεις της (βλ. ενότητα 4.4.3). 346
της ΥΑ των Friedmann και Grodzinsky (1997), ενώ χωρίς να την επαληθεύουν πλήρως δεν παρέχουν αντίθετη µαρτυρία στην υπόθεση του υποπροσδιορισµού του χρόνου (Wenzlaff & Clashen, 2004, 2005). Επίσης, τα ευρήµατά µας βρίσκονται σε αντίθεση και µε τις προβλέψεις της Hagiwara (1995), σύµφωνα µε τις οποίες οι χαµηλότερες προβολές σε αντίθεση µε τις υψηλότερες θα έπρεπε να είναι καλά διατηρηµένες. Η ΦρΌψης, η οποία βρίσκεται χαµηλά στο συντακτικό δέντρο της Ελληνικής (πάνω από τη ΡΦ), εµφανίζεται ιδιαίτερα διαταραγµένη. Αντίθετα, το σύνολο των ευρηµάτων αυτής της µελέτης δείχνει να ενισχύει την πρόταση των Varlokosta et al. (2006) και των Nanousi et al. (2006) πως στον αγραµµατισµό πλήττονται µε όρους µινιµαλισµού τα ερ- µηνεύσιµα χαρακτηριστικά (όπως ο χρόνος και η όψη), ενώ διατηρούνται σχετικά ικανοποιητικά τα µη ερµηνεύσιµα χαρακτηριστικά (όπως η συµφωνία). Τα συνολικά αποτελέσµατα αυτής της έρευνας, που αφορούν και τις πέντε εξεταζόµενες λειτουργικές κατηγορίες, θα µπορούσαν ίσως να ερµηνευτούν και στη βάση της πιο εξειδικευµένης πρότασης των Nanousi et al. (2006), κατά την οποία το πρωτογενές πρόβληµα δεν αφορά τα ερµηνεύσιµα χαρακτηριστικά, αλλά εκείνη τη διαδικασία/λειτουργία που είναι υπεύθυνη για την απόδοση φωνολογικών τιµών στα αφηρηµένα ερµηνεύσιµα χαρακτηριστικά (βλ. ενότητα 5.4.1). Συγκεκριµένα, οι Nanousi et al. (2006) διατύπωσαν την υπόθεση πως αυτή η υπεύθυνη διαδικασία είναι µια επιµέρους λειτουργία της εκφοράς. 264 Αν ωστόσο µελετήσουµε προσεκτικά τα πρότυπα επίδοσης των αγραµ- µατικών και τα ποιοτικά στοιχεία της ανάλυσης των αποτελεσµάτων τους στο σύνολο των δοκιµασιών που διενεργήσαµε, τότε θα διαπιστώσουµε πως ενισχύεται η πρώτη, γενικότερη υπόθεση των Varlokosta et al. (2006), αυτή δηλαδή που θεωρεί ότι το πρόβλη- µα, τουλάχιστον των συγκεκριµένων αγραµµατικών, εντοπίζεται στα ερµηνεύσιµα χαρακτηριστικά, χωρίς να εµπλέκεται και κάποια διαταραχή σε κάποια συντακτικοφωνολογική λειτουργία. Ας εξετάσουµε αναλυτικότερα τα σχετικά δεδοµένα που οδηγούν στη στοιχειοθέτηση της παραπάνω θέσης. Είδαµε καταρχάς πως τόσο η κατηγορία του Σ όσο και αυτή της άρνησης τουλάχιστον στο επίπεδο της παραγωγής βρέθηκαν σοβαρά διαταραγµένες. Γνωρίζουµε πως σε θεωρητικό επίπεδο τόσο η (προτασιακή) άρνηση όσο και ο Σ, τουλάχιστον όταν αυτός εµπλέκεται σε wh-ερωτήσεις, φέρουν ερµηνεύσιµα χαρακτηριστικά (Tsimpli & Stravrakaki, 1999: 51 Stavrakaki, 2001: 47). Πράγµατι, λοιπόν, οι κατηγορίες που εµφανίζονται ως οι σοβαρότερα διαταραγµένες για τους αγραµ- µατικούς της παρούσας έρευνας είναι αυτές που συνδέονται µε ερµηνεύσιµα χαρακτη- 264 Συνεπώς, σύµφωνα µε τους Nanousi et al. η διαταραχή των ερµηνεύσιµων χαρακτηριστικών είναι α- πλώς επακόλουθο της προβληµατικής εφαρµογής της παραπάνω λειτουργίας. 347
ριστικά. Θα αποτελούσε ασφαλώς την οικονοµικότερη λύση και παράλληλα την πιο ε- ξειδικευµένη ερµηνεία η υιοθέτηση της πρότασης των Nanousi et al. πως η διαταραχή των αγραµµατικών στις κατηγορίες που συνδέονται µε ερµηνεύσιµα χαρακτηριστικά α- νάγεται στην προβληµατική λειτουργία της συντακτικο-φωνολογικής διαδικασίας που είναι υπεύθυνη για τη συσχέτιση των ερµηνεύσιµων χαρακτηριστικών µε τις φωνολογικές τιµές τους. Σε αυτή την περίπτωση, δηλαδή, θα εντοπίζαµε την έδρα της διαταραχής των αγραµµατικων συµµετεχόντων σε ένα µόνο συστατικό και η ερµηνεία µας θα ήταν η «στενότερη» και η οικονοµικότερη δυνατή. Θα µπορούσε, ωστόσο, να αντιτάξει κανείς ως αντίλογο πως σε περιπτώσεις διαταραχής λόγου όπως αυτές του αγραµµατισµού η υποκείµενη βλάβη µπορεί να εντοπίζεται σε περισσότερα του ενός λειτουργικά συστατικά (Caramazza, 1984, 1986) και πως, συνεπώς, η αναζήτηση της οικονοµικότερης ερµηνείας δεν είναι απαραιτήτως το ζητούµενο, καθώς µια τέτοια ερµηνεία πιθανότατα δεν θα αντιστοιχίζεται µε την ψυχολογική πραγµατικότητα των αγραµµατικών. Πράγ- µατι, στην περίπτωση των αγραµµατικών που συµµετείχαν στην παρούσα µελέτη αποκαλύπτεται πως αυτοί έχουν δύο διακριτές, συνυπάρχουσες διαταραχές: µια (πρωτογενή) συντακτική διαταραχή για την ύπαρξη της οποίας επιχειρηµατολογήσαµε παραπάνω και µια (επίσης πρωτογενή) διαταραχή «ψυχολογικής» φύσεως, που αφορά τους µειωµένους πόρους επεξεργασίας που διαθέτουν. Η ύπαρξη αυτής της δεύτερης, ανεξάρτητης από την πρώτη, διαταραχής αποκαλύπτεται αρχικά σε επίπεδο ενδείξεων στη δοκιµασία εκµαίευσης wh-ερωτήσεων και στη δοκιµασία διάταξης συστατικών χωρίς εικόνες, µέσω των οποίων ελεγχόταν η επίδοσή τους ως προς τις κατηγορίες του Σ και της άρνησης αντίστοιχα (για τη σχετική επιχειρηµατολογία, βλ. τις ενότητες 3.4 και 4.4.3 αντίστοιχα), και κατόπιν σε επίπεδο αποδείξεων, στη δοκιµασία επανάληψης πρότασης που παρουσιάζεται στο πέµπτο κεφάλαιο. Χαρακτηριστικό υπέρ µιας τέτοιας διαταραχής είναι το εύρηµα από αυτή τη δοκιµασία πως όσο µεγαλύτερες είναι οι πειρα- µατικές προτάσεις (το µήκος των οποίων διαφοροποιείται ανά συνθήκη) τόσο χαµηλότερες επιδόσεις σηµειώνονται από τους αγραµµατικούς (για τη συνολική επιχειρηµατολογία, βλ. την ενότητα 5.4.3). Έτσι, εάν θα προτείναµε µια ερµηνεία όπως η παραπάνω (στα «χνάρια» δηλαδή των Nanousi et al.), θα παραβλέπαµε το ανεξάρτητο εύρηµα για τους περιορισµένους πόρους επεξεργασίας των αγραµµατικών αυτής της έρευνας, καθώς και την πολύ πιθανή επίδραση αυτής της παράλληλης διαταραχής στα συνολικά πρότυπα επίδοσής τους. Επιπλέον, θα ήµασταν υποχρεωµένοι να αποδεχτούµε την µάλλον αµφιλεγόµενη θεωρητική ανάλυση των Nanousi et al., σύµφωνα µε την οποία είναι διαφορετικοί οι µηχανισµοί απόδοσης φωνολογικών τιµών στα ερµηνεύσιµα και στα µη 348
ερµηνεύσιµα χαρακτηριστικά (βλ. σχετικά την ενότητα 2.1.1.3). Για τους παραπάνω λόγους δεν ακολουθούµε την «ερµηνευτική γραµµή» της Nanousi και των συνεργατών της, αλλά υποστηρίζουµε πως για τα πρότυπα επίδοσης των αγραµµατικών που συµµετείχαν στην έρευνά µας είναι δυνατή η διατύπωση µιας ερµηνείας που να αξιοποιεί µε τρόπο πειστικό και επαρκώς αιτιολογηµένο το εύρηµα για τη µειωµένη υπολογιστική ικανότητα αυτών των αγραµµατικών. Θεωρούµε λοιπόν όπως προαναφέρεται πως το σύνολο των παρόντων ευρηµάτων (που αφορούν και τις πέντε λειτουργικές κατηγορίες που εξετάστηκαν στην παρούσα διατριβή) µπορεί καλύτερα να ερµηνευτεί βάσει της υπόθεσης πως στον αγραµµατισµό ναι µεν πλήττονται τα ερµηνεύσιµα χαρακτηριστικά, αυτό ωστόσο δεν οφείλεται σε κάποια διαταραχή των υπεύθυνων µηχανισµών για την απόδοση φωνολογικών τιµών στα ερµηνεύσιµα χαρακτηριστικά, αλλά στη συνδυασµένη δράση δύο άλλων παραµέτρων: η πρώτη σχετίζεται µε την (πρωτογενή) συντακτική διαταραχή που έχουν οι αγραµµατικοί αυτής της έρευνας, η οποία πλήττει σε µικρότερο ή µεγαλύτερο βαθµό το σύνολο των λειτουργικών κατηγοριών που εξετάσαµε, ενώ η δεύτερη αφορά τους µειωµένους πόρους επεξεργασίας που διαθέτουν, η οποία αποτελεί µια συνυπάρχουσα, ψυχολογικής φύσης, διαταραχή. εδοµένων λοιπόν των δύο παραπάνω παραµέτρων/συνυπαρχουσών διαταραχών, σε συνδυασµό µε το ότι η επεξεργασία των ερµηνεύσιµων χαρακτηριστικών είναι πιο απαιτητική από την επεξεργασία των µη ερµηνεύσιµων χαρακτηριστικών (βλ. παρακάτω), οι αγραµµατικοί της παρούσας έρευνας εκδηλώνουν τη συντακτική τους διαταραχή µέσω της ιδιαίτερα προβληµατικής τους επίδοσης στις λειτουργικές κατηγορίες που φέρουν ερµηνεύσιµα χαρακτηριστικά. Αντίθετα, η επίδοσή τους είναι αρκετά ικανοποιητική στη συµφωνία, η οποία καθώς αποτελεί µη ερµηνεύσιµο χαρακτηριστικό εγείρει µικρότερες υπολογιστικές απαιτήσεις. Υπέρ της υπόθεσης ότι τα ερµηνεύσιµα χαρακτηριστικά είναι πιο απαιτητικά (µε όρους επεξεργασίας) από τα µη ερµηνεύσιµα χαρακτηριστικά έχουν επιχειρηµατολογήσει και άλλοι ερευνητές, ρητά ή έµµεσα (π.χ. Tsimpli, 2001 Tsimpli & Stavrakaki, 1999 Hartsuiker, Kolk & Huinck, 1999 Avrutin, 2000 Kok, van Doorn & Kolk, 2007 Yarbay Duman & Bastiaanse, 2008). Ανάµεσα στους ερευνητές που εργάζονται µεταξύ άλλων στο χώρο της αφασίας και που, χωρίς να κάνουν ρητή αναφορά στη διάκριση ερµηνεύσιµων και µη ερµηνεύσιµων χαρακτηριστικών, προσφέρουν ωστόσο επιχειρήµατα υπέρ της παραπάνω πρότασης, συγκαταλέγονται οι Avrutin (2000), Kok, van Doorn και Kolk (2007), Yarbay Duman και Bastiaanse (2008) και Hartsuiker, Kolk και Huinck (1999). Οι παραπάνω ερευνητές στη βάση των πειραµατικών τους µελετών υποστηρίζουν πως αυτό που προκαλεί ιδιαίτερη δυσκολία στους αγραµµατικούς είναι η 349
ενσωµάτωση πληροφοριών από διαφορετικά επίπεδα αναπαράστασης. 265 Συγκεκριµένα, διατυπώνουν την πρόταση πως οι αγραµµατικοί δεδοµένων α) των περιορισµένων πόρων επεξεργασίας που διαθέτουν και β) της υπολογιστικής «υπερφόρτωσης» που συνεπάγονται οι κατηγορίες που απαιτούν την ενσωµάτωση των εννοιακών (σηµασιολογικής ή πραγµατολογικής φύσης) και των γραµµατικών πληροφοριών επεξεργάζονται ε- πιτυχώς µόνο τις κατηγορίες που εµπλέκουν ένα µόνο επίπεδο αναπαράστασης (το γραµµατικό). Στη βάση λοιπόν όσων γνωρίζουµε από τη συντακτική θεωρία και παίρνοντας αφορµή από τα παραπάνω θα µπορούσαµε να υποστηρίξουµε πως, εφόσον τα ερµηνεύσιµα χαρακτηριστικά ελέγχονται, πέρα από το γραµµατικό, και στο σηµασιολογικό/πραγµατολογικό επίπεδο, η επεξεργασία τους απαιτεί ενσωµάτωση τόσο εννοιακής όσο και γραµµατικής γνώσης. Κάτι ανάλογο υιοθετώντας ελαφρώς παραλλαγµένη ορολογία υποστηρίζουν ερευνητές όπως η Tσιµπλή και οι συνεργάτριές της (π.χ. Tsimpli, 2001 Mastropavlou & Tsimpli (υπό έκδοση) Τσιµπλή, 2003 Tsimpli & Dimitrakopoulou, 2007), οι οποίες ωστόσο, αν και κάνουν ρητή αναφορά στη διάκριση µεταξύ ερµηνεύσιµων και µη ερ- µηνεύσιµων χαρακτηριστικών, δεν την επικαλούνται για να ερµηνεύσουν αγραµµατικά πρότυπα, αλλά πρότυπα επίδοσης ατόµων µε ειδική γλωσσική διαταραχή (specific language impairment) ή ευρήµατα που προέρχονται από το χώρο της απόκτησης δεύτερης γλώσσας (second language acquisition). Ειδικότερα, σύµφωνα µε τις παραπάνω ερευνήτριες τα ερµηνεύσιµα χαρακτηριστικά πριµοδοτούνται έναντι των µη ερµηνεύσιµων χαρακτηριστικών κατά την απόκτηση (από τα παιδιά µε ειδική γλωσσική διαταραχή) ή την εκµάθηση δεύτερης γλώσσας, καθώς ενισχύονται από τη διεπαφή µεταξύ του γλωσσικού συστατικού (module of language) (συγκεκριµένα, της Λ ) και του ευρύτερου εννοιακού/διατασικού συστήµατος (conceptual-intentional system), το οποίο δεν είναι υποσυστηµικό (modular), αλλά θεωρείται τµήµα του κεντρικού γνωστικού συστήµατος (central cognition). Αντίθετα, µια τέτοια διεπαφή (interface) δεν είναι συναφής µε τα µη ερ- µηνεύσιµα χαρακτηριστικά, καθώς η επεξεργασία τους είναι καθαρά µορφοσυντακτικής φύσης και πραγµατοποιείται αποκλειστικά εντός του γλωσσικού συστατικού. Η σύνδεση λοιπόν των ερµηνεύσιµων χαρακτηριστικών µε τα σηµασιολογικά/εννοιακά χαρακτηριστικά του ευρύτερου γνωστικού συστήµατος συνεπάγεται την παροχή πλουσιότερων ενδείξων (cues) γι αυτά και την πλεονεκτική τους θέση κατά τη διαδικασία της απόκτησης/εκµάθησης γλώσσας. Εύλογα λοιπόν δεχόµαστε πως µια τέτοια διεπαφή 265 Για πληροφορίες σχετικά µε τη µελέτη του Avrutin (2000), βλ. την ενότητα 3.1.3.1, ενώ για πληροφορίες σχετικά µε την έρευνα των Kok et al. (2007) και Yarbay Duman και Bastiaanse (2008), βλ. την ενότητα 5.1.3 (αλλά και την ενότητα 1.2.2.2 για την έρευνα των Kok et al.). 350
δεν είναι ενεργή µόνο κατά τη γλωσσική απόκτηση/εκµάθηση των ερµηνεύσιµων χαρακτηριστικών της (πρώτης ή δεύτερης) γλώσσας, αλλά και κατά την επεξεργασία τους α- πό τους ενήλικες οµιλητές. Αυτή η διεπαφή θεωρούµε πως είναι υπολογιστικά δαπανηρή, καθώς συνεπάγεται την επεξεργασία και την ενσωµάτωση πληροφορίας από δύο ε- πίπεδα αναπαράστασης. Αντίθετα, για την επεξεργασία των µη ερµηνεύσιµων χαρακτηριστικών αρκεί η ενεργοποίηση και η λειτουργία του γλωσσικού µόνο συστατικού. Υπέρ των παραπάνω, θα συµπληρώναµε ενισχυτικά πως, για παράδειγµα, κατά την επεξεργασία της κατηγορίας του χρόνου είναι αυτονόητη µια τέτοια διεπαφή µεταξύ γλωσσικού και εννοιακού/διατασικού συστήµατος ή, πιο απλά, η ενσωµάτωση γραµ- µατικών και εννοιακών πληροφοριών, από τη στιγµή που, όπως έχει υποστηριχτεί και από τους Wenzlaff και Clashen (2005: 42), για τη γραµµατική του κωδικοποίηση απαιτείται µεταξύ άλλων αναφορά σε µια σειρά από σηµασιολογικές έννοιες, που οι ερευνητές τις αποκαλούν χρονικές οντότητες, όπως είναι ο χρόνος αναφοράς, o χρόνος του γεγονότος/συµβάντος και ο χρόνος της γλωσσικής εκφοράς, καθώς και αναφορά στη σχέση µεταξύ αυτών των οντοτήτων (για περισσότερες πληροφορίες, πέρα από τη µελέτη των Wenzlaff και Clashen, βλ. και την ενότητα 5.1.3). Σε ό,τι αφορά τις υπόλοιπες λειτουργικές κατηγορίες που φέρουν ερµηνεύσιµα χαρακτηριστικά και οι οποίες εξετάζονται στην παρούσα µελέτη, η άρνηση µεταβάλλει την πολικότητα της πρότασης, που αποτελεί µια καθαρά σηµασιολογική µεταβλητή, η όψη οµοίως συνδέεται µε καθαρά σηµασιολογικές έννοιες που επιθυµεί να εκφράσει ο οµιλητής, όπως η επαναληπτικότητα, η θαµιστικότητα, η διάρκεια, η στιγµικότητα κ.ά., ενώ ο Σ, όταν τουλάχιστον φιλοξενεί wh-τελεστές, επίσης ελέγχεται εξωγλωσσικά (και χαρακτηρίζεται από αναφορικότητα), υπό την έννοια ότι αναφέρεται είτε σε οντότητα (έµψυχη ή άψυχη) είτε σε τοπο, χρόνο και τρόπο. 266 Η υπόθεση ότι στον αγραµµατισµό είναι πιο προβληµατικές οι κατηγορίες που φέρουν ερµηνεύσιµα χαρακτηριστικά από αυτές που φέρουν µη ερµηνεύσιµα χαρακτηριστικά φαίνεται να ενισχύεται τόσο από τα άφθονα διαγλωσσικά δεδοµένα που αποκαλύπτουν σηµαντική υπεροχή του χρόνου έναντι της συµφωνίας (π.χ. Friedmann & Grodzinsky, 1997 Wenzlaff & Clashen, 2004 Kok et al., 2007 Varlokosta et al., 2006) όσο και από τα ευρήµατα άλλων ερευνών που αφορούν την επίδοση αγραµµατικών σε κατηγορίες µε µη ερµηνεύσιµα χαρακτηριστικά, όπως είναι η δοµική πτώση. Για παρά- 266 Όλα αυτά που αφορούν τα ερµηνεύσιµα χαρακτηριστικά φαίνεται να είναι σχετικά και µε τα προβλή- µατα των αγραµµατικών ως προς την αντωνυµική αναφορά. Και αυτή, για την επιτυχή επεξεργασία της οποίας επίσης απαιτείται εννοιακός/εξωγλωσσικός έλεγχος, εµφανίζεται διαταραγµένη στους αγραµµατικούς (π.χ. Grodzinsky, Wexler, Chien, Marakovitz & Soloman, 1993 Ruigendijk & Avrutin, 2003 Love, Nicol, Swinney, Hickok & Zurif, 1998 Pinango & Burkhardt, 2001 Varlokosta & Edwards, 2003). 351
δειγµα, η Ruigendijk (2002: 209) στη βάση των σχετικών πειραµατικών δεδοµένων της διαγλωσσικής µελέτης της υποστηρίζει πως στην αγραµµατική αφασία δεν είναι διαταραγµένη η απόδοση της δοµικής πτώσης. Θα πρέπει να επισηµανθεί ασφαλώς πως, αν και το σύνολο των ευρηµάτων της παρούσας διατριβής µαζί µε τα διαγλωσσικά ευρήµατα στα οποία γίνεται αναφορά παραπάνω ενισχύουν την καταλληλότητα της διάκρισης ερµηνεύσιµων και µη ερµηνεύσι- µων χαρακτηριστικών ως περιγραφικού και ερµηνευτικού εργαλείου για τα πρότυπα επίδοσης των αγραµµατικών, ωστόσο µια τέτοια διάκριση δεν θα µπορούσε να έχει όπωσδήποτε ούτε καθολική ούτε διαγλωσσική ισχύ, δεδοµένης της σηµαντικής ποικιλότητας που παρατηρείται στους τρόπους εκδήλωσης του αγραµµατισµού (π.χ. Kolk, 2007 Drai & Grodzinsky, 2006 Caramazza, Capitani, Rey & Berndt, 2000 Berndt, Mitchum & Haedinges, 1996). Για παράδειγµα, η αγραµµατική οµιλήτρια που συµµετείχε στην έρευνα της Πλακούδα (2001) χειριζόταν ικανοποιητικά το χρόνο, ενώ έχει βρεθεί πως αγραµ- µατικοί κάποιων γλωσσών (π.χ. της Ολλανδικής) εµφανίζουν καλές επιδόσεις στην άρνηση (Rispens, Bastiaanse & van Zonneveld, 2001). Επίσης, αν και οι Stavrakaki και Kouvava (2003) βρήκαν διαταραγµένη την έγκλιση στην παραγωγή, εύρηµα σύµφωνο µε τις προβλέψεις της υπόθεσής µας, εφόσον η έγκλιση φέρει ερµηνεύσιµο χαρακτηριστικό, οι Wenzlaff και Clashen (2005) ωστόσο δεν την βρήκαν διαταραγµένη στο γερ- µανικό αγραµµατισµό. Επίσης, τα προβλήµατα που επισηµαίνονται σχετικά µε τις λειτουργικές κατηγορίες που φέρουν ερµηνεύσιµα χαρακτηριστικά δεν διαχέονται απαραιτήτως σε ολόκληρη την επικράτεια των αντίστοιχων προβολών. Για παράδειγµα, στις περιπτώσεις των ελληνόφωνων αγραµµατικών που έχουν πρόβληµα µε την άρνηση, το χρόνο και την όψη, ενδεχοµένως αυτό το πρόβληµα που σίγουρα αφορά άµεσα τις θέσεις Άρν, Χρν και Ό- ψη δεν γενικεύεται στο σύνολο των ΦρΆρν, ΦρΧρν και ΦρΌψης, δεν «µεταδίδεται» δηλαδή και στις θέσεις [Χαρ, ΦρΆρν], [Χαρ, ΦρΧρν] και [Χαρ, ΦρΌψης], καθώς οι µορφικοί εκπρόσωποι αυτών των θέσεων µπορεί να εγείρουν λιγότερες υπολογιστικές α- παιτήσεις σε σχέση µε τους µορφικούς εκπροσώπους των αντίστοιχων κεφαλών. Στην περίπτωση της ΦρΌψης, για παράδειγµα, ενδεχοµένως το πρόβληµα να εντοπίζεται ειδικά στα ερµηνεύσιµα χαρακτηριστικά που συνδέονται µε την όψη και κωδικοποιούνται στο ρήµα, χωρίς να επηρεάζει δηλαδή τον [Χαρ, ΦρΌψης]. Ένδειξη υπέρ κάτι τέτοιου προσφέρει η έρευνα των Alexiadou και Stavrakaki (2006), καθώς η δίγλωσση (στην Ελληνική και την Αγγλική) αγραµµατική που συµµετείχε σε αυτήν διατηρούσε στην Ελληνική σε ικανοποιητική κατάσταση τις θέσεις [Χαρ, ΦρΆρν] και [Χαρ, ΦρΌψης]. Στα 352
πειράµατα όπου πήρε µέρος οι µορφικοί εκπρόσωποι αυτών των θέσεων ήταν επιρρήµατα. Στην έρευνα αυτή και σε ό,τι αφορά τουλάχιστον την Όψη, δεν διενεργήθηκαν πειράµατα που να ελέγχουν την κατάστασή της, όπως άλλωστε και στη δική µας µελέτη δεν ελέγξαµε πειραµατικά σε τι κατάσταση βρίσκονταν οι θέσεις [Χαρ, ΦρΌψης], [Χαρ, ΦρΆρν]. Σε κάθε περίπτωση, ωστόσο, η έρευνα των Alexiadou και Stavrakaki δεδοµένων των ευρηµάτων του συνόλου σχεδόν της σχετικής βιβλιογραφίας σύµφωνα µε τα ο- ποία (τουλάχιστον) η Όψη στον ελληνόφωνο αγραµµατισµό είναι σοβαρά διαταραγµένη (π.χ. Πλακούδα, 2001 Nanousi et al., 2006 Varlokosta et al., 2006) προσφέρει ενδείξεις πως οι ΦρΌψης και ΦρΆρν µπορεί και να µην είναι συλλήβδην διαταραγµένες στoν ελληνόφωνο αγραµµατισµό. Αυτό είναι ένα ζήτηµα που θα πρέπει να διερευνηθεί πειραµατικά για τον κάθε ελληνόφωνο αγραµµατικό ξεχωριστά, µέσω του παράλληλου ελέγχου τόσο του χαρακτηριστή όσο και της κεφαλής των επίµαχων µέγιστων προβολών. Η ερµηνεία που προτείνουµε συµφωνεί και µε άλλες µελέτες, όπως για παράδειγµα µε αυτήν της Peristeri (2004), ως προς το ότι, εφόσον διαπιστώνεται ότι δεν είναι πάντα δυνατός ο εντοπισµός της (αγραµµατικής) διαταραχής σε ένα µόνο συστατικό ή σε µία µόνο όψη του γλωσσικού/υπολογιστικού συστήµατος, προτείνεται η ταυτόχρονη πρωτογενής διαταραχή σε περισσότερα από ένα συστατικά/παραµέτρους του γλωσσικού/υπολογιστικού συστήµατος (βλ. δηλ. ταυτόχρονες διαταραχές σε σύνταξη και σε πόρους επεξεργασίας που προτείνονται στην παρούσα ερµηνεία). Θα παρατηρούσαµε σχετικά πως ίσως είναι περιοριστική και αυθαίρετη η τάση στη βιβλιογραφία της αφασίας να επιλέγεται οπωσδήποτε µία µόνο από τις δύο πιθανές διαταραχές: δηλαδή είτε πρόβληµα στις αναπαραστάσεις/δοµικό πρόβληµα είτε πρόβληµα στην επεξεργασία. Σύµφωνα µε τα ευρήµατά µας, όπως προαναφέρεται εκτενέστερα, συνυπάρχουν και οι δύο διαταραχές και η δεύτερη καθορίζει τη µορφή που παίρνει η πρώτη (υπεροχή των µη ερµηνεύσιµων έναντι των ερµηνεύσιµων χαρακτηριστικών). Κάτι τέτοιο είναι συµβατό και µε όσα υποστηρίζουν οι R. Martin και Freedman (2001: 241), ότι δηλαδή τα προβλήµατα µε τη µνήµη εργασίας δεν ευθύνονται για τα γενικότερα προβλήµατα επεξεργασίας της πρότασης, αλλά µπορεί να τα επηρεάζουν (π.χ. οξύνοντάς τα). Τέλος, θα πρέπει να παρατηρήσουµε πως η ερµηνεία που προτείνουµε µοιάζει µε αυτήν της Hagiwara (1995) ως προς το ότι και στις δύο περιπτώσεις προτείνεται µια ερµηνεία επεξεργασίας (παρά το ότι στη µελέτη µας γίνεται λόγος και για µια παράλληλη συντακτική διαταραχή) που περιγράφεται µε αναφορά σε έννοιες που αντλούνται α- πό το µινιµαλιστικό πρόγραµµα. Η Hagiwara, ωστόσο, ως µοναδικό παράγοντα που 353
συµβάλλει στην αύξηση του υπολογιστικού φόρτου θεωρεί τη συντακτική λειτουργία της συγχώνευσης (και, δεδοµένης αυτής της παραδοχής, προβλέπει πως τα ανώτερα στρώµατα της συντακτικής ιεραρχίας θα παρουσιάζουν περισσότερα προβλήµατα, καθώς όσο πιο ψηλά προβάλλεται το συντακτικό δέντρο τόσο πιο πολλές φορές τίθεται σε εφαρµογή αυτή η «δαπανηρή» λειτουργία). Αντίθετα, δεν λαµβάνει υπόψη της τη συµβολή που έχουν στην αύξηση των υπολογιστικών απαιτήσεων τα ιδιαίτερα σηµασιολογικά χαρακτηριστικά κάποιων κατηγοριών, όπως είναι ο χρόνος, η άρνηση και η όψη. Κατά την άποψή µου, οι πρόσθετες υπολογιστικές απαιτήσεις που συνεπάγονται τα ερ- µηνεύσιµα χαρακτηριστικά είναι αυτές που διασπούν τη γραµµικότητα των αυστηρά δοµικών προβλέψεων, όπως αυτών της Hagiwara και των Friedmann και Grodzinsky (1997). Βάσει αυτών των απαιτήσεων, δηλαδή, εξηγείται το εύρηµα ότι η όψη, αν και βρίσκεται χαµηλότερα από τη συµφωνία στη συντακτική ιεραρχία της Ελληνικής, εµφανίζεται πιο διαταραγµένη από την τελευταία. Τέλος, δεν φαίνεται να υπάρχει λόγος αποκλεισµού της πιθανότητας να ισχύει η υπόθεση της Hagiwara πως η συντακτική λειτουργία της συγχώνευσης συνεπάγεται κάποιο Χ υπολογιστικό κόστος, οπότε προτείνουµε πως πιθανότατα αυτή η επιβαρυντική συντακτική παράµετρος δρα σε συνέργεια µε τη σηµασιολογική παράµετρο που εκφράζουν τα ερµηνεύσιµα χαρακτηριστικά. Προτάσεις για µελλοντική έρευνα Είναι προφανές πως απαιτείται περαιτέρω έρευνα, σε διαγλωσσικό επίπεδο, για τον έ- λεγχο της περιγραφικής και της ερµηνευτικής επάρκειας της υπόθεσής µας. Θα πρέπει να διερευνηθούν εκτενέστερα οι κατηγορίες που φέρουν µη ερµηνεύσιµα χαρακτηριστικά όπως η δοµική πτώση και το γένος (για τις γλώσσες που αυτό είναι γραµµατικό και όχι φυσικό, π.χ. Ελληνική (Mastropavlou, 2006: 122)), καθώς και η κατηγορία της ό- ψης, η οποία έχει εξεταστεί ελάχιστα στη διεθνή βιβλιογραφία. Επίσης, θα πρέπει να α- ξιοποιηθούν καλά επεξεργασµένες σηµασιολογικές αναλύσεις µε στόχο την ερµηνεία των διαφοροποιήσεων που παρατηρούνται στο εσωτερικό των κατηγοριών που φέρουν ερµηνεύσιµα χαρακτηριστικά. Για παράδειγµα, µέσω θεωριών που διαφοροποιούν την όψη από το χρόνο στη βάση της αυξηµένης σηµασιολογικής της πολυπλοκότητας (τουλάχιστον στην Ελληνική) θα µπορούσε να δοθεί κάποια επαρκής ερµηνεία για τη µεταξύ τους διαφοροποίηση που καταγράφεται σε αρκετές νευρογλωσσολογικές µελέτες (όπως στη δική µας). 354
Επίσης, συνολικότερα για την ερµηνεία της ποικιλότητας που παρατηρείται στον αγραµµατισµό, πέρα από τον έλεγχο για την πιθανή διαφοροποίηση των περιστατικών ως προς τη σοβαρότητά τους ή ως προς τις ακριβείς εγκεφαλικές περιοχές που έχουν πληγεί και πέρα από τις ανεξάρτητες µετρήσεις που πρέπει να γίνονται για τους διαθέσι- µους πόρους επεξεργασίας του κάθε αγραµµατικού, κατά την άποψή µας θα πρέπει να α- ποτελέσει στόχο και αντικείµενο µελλοντικής έρευνας η ανάπτυξη ενός µοντέλου που θα προβλέπει τη διαστρωµάτωση ως προς τη δυσκολία των διάφορων κατηγοριών (ακόµη και στο εσωτερικό των κατηγοριών που φέρουν ερµηνεύσιµα χαρακτηριστικά) στη βάση µιας σειράς από παραµέτρους σηµασιολογικής ή δοµικής φύσης. Για παράδειγµα, σηµασιολογικές µεταβλητές που θα πρέπει να ληφθούν υπόψη είναι η σύνδεση (ή µη) των διάφορων κατηγοριών µε ερµηνεύσιµα χαρακτηριστικά (µε ό,τι αυτό συνεπάγεται από ά- ποψη υπολογιστικών απαιτήσεων), ο βαθµός σηµασιολογικής πολυπλοκότητας που χαρακτηρίζει την κάθε κατηγορία (παράµετρος που ενδεχοµένως, όπως προαναφέρεται, θα ερµηνεύσει την σε γενικές γραµµές υπεροχή του χρόνου έναντι της όψης στον ελληνόφωνο αγραµµατισµό), η «ιεραρχική σπουδαιότητα» των διάφορων κατηγοριών όπως αυτή προσδιορίζεται από την πορεία κατάκτησής τους κατά τη γλωσσική ανάπτυξη (για παράδειγµα, βλ. την ανάλυση των Wenzlaff και Clashen (2005) για τη διαφοροποίηση έ- γκλισης και χρόνου) κ.ά. Συντακτικές µεταβλητές µπορεί να είναι η θέση της κάθε κατηγορίας στη συντακτική ιεραρχία της εκάστοτε γλώσσας (βλ. Friedmann & Grodzinsky, 1997), o υπολογισµός του αριθµού των φορών που απαιτείται να τεθεί σε εφαρµογή η λειτουργία της συγχώνευσης προκειµένου να προβληθεί η κάθε κατηγορία στη φραστική δοµή µεταβλητή άρρηκτα συνδεδεµένη µε την παράµετρο της θέσης της κάθε κατηγορίας στη συντακτική ιεραρχία (βλ. Hagiwara, 1995), η ακριβής θέση που κατέχει η κάθε κατηγορία στο εσωτερικό της µέγιστης προβολής της (θέση κεφαλής ή θέση χαρακτηριστή) (βλ. τη σχετική ερµηνεία των Rispens et al. (2001) για τα διαγλωσσικά αποτελέσµατα της άρνησης) κ.ά. Ασφαλώς, οι περισσότερες από τις παραπάνω µεταβλητές υ- πόκεινται σε διαγλωσσική παραµετροποίηση, ενώ σε κάποιες περιπτώσεις ορισµένες µεταβλητές ασκούν αντίρροπες πιέσεις σε κάποιες κατηγορίες, κάτι που οπωσδήποτε δυσχεραίνει τη διατύπωση ασφαλών προβλέψεων για την κατάστασή τους στον αγραµµατισµό. Για παράδειγµα, αν πράγµατι υπάρχει επίδραση όλων των παραπάνω παραµέτρων στην αγραµµατική επίδοση, η όψη στην Ελληνική φαίνεται να έχει ως «ελαφρυντικές» παραµέτρους το γεγονός ότι βρίσκεται χαµηλά στο σχετικό συντακτικό δέντρο, ότι για την προβολή της δεν απαιτείται να τεθεί πολλές φορές σε εφαρµογή η λειτουργία της συγχώνευσης και ότι κατακτάται νωρίς (πιθανότατα πριν από το χρόνο) κατά τη γλωσσι- 355
κή απόκτηση (π.χ. Stephany, 1981 Shirai & Andersen, 1995 Antinucci & Miller, 1976 Bloom, Lifter & Hafitz, 1980), ενώ σαν επιβαρυντικές παραµέτρους έχει το γεγονός ότι φέρει µη ερµηνεύσιµο χαρακτηριστικό, καθώς και ότι εµφανίζει υψηλό βαθµό σηµασιολογικής πολυπλοκότητας, υψηλότερο για παράδειγµα από το χρόνο, που επίσης φέρει ερµηνεύσιµο χαρακτηριστικό. Προφανώς, η επικράτηση στον ελληνόφωνο αγραµµατισµό των επιβαρυντικών έναντι των ελαφρυντικών παραµέτρων που χαρακτηρίζουν την όψη (δεδοµένης της χαµηλής επίδοσης των ελληνόφωνων αγραµµατικών σε αυτήν) δείχνει πως οι σηµασιολογικές παράµετροι είναι πιο βαρύνουσες από τις δοµικές. Έτσι, οι πρώτες φαίνεται πως θα πρέπει να έχουν σηµαντικότερη συνεισφορά από τις δεύτερες κατά τη διατύπωση των προβλέψεων σχετικά µε την ιεραρχία ως προς τη δυσκολία των διάφορων κατηγοριών ανά γλώσσα. 356
Βιβλιογραφικές αναφορές Agbayani, B. 2006. Pied-piping, feature movement, and wh-subjects. Στο L. L.-S. Cheng & N. Corver (επιµ.), Wh-movement: Moving on (σελ. 71-93). Cambridge, MA: MIT Press. Aguraki, Y. 1991. A Modern Greek complementizer and its significance for Universal Grammar. UCL Working Papers in Linguistics, 3, 1-24. Αlexiadou, A. & Anagnostopoulou, E. 1998. Parametrizing AGR: Word order, V-movement and EPP-checking. atural Language and Linguistic Theory, 16, 491-539. Alexiadou, A. & Stavrakaki, S. 2006. Clause structure and verb movement in a Greek- English speaking bilingual patient with Broca's aphasia: Evidence from adverb placement. Brain and Language, 96, 207-220. Altmann, G., Garnham, A. & Dennis, Y. 1992. Avoiding the garden path: Eye movements in context. Journal of Memory and Language, 31, 685-712. Altmann, G. & Steedman, M. 1988. Interaction with context during human sentence processing. Cognition, 30, 191-238. American Psychological Association 2001. Publication manual of the American Psychological Association (5 η έκδοση). Ουάσιγκτον, DC: APA Books. Αναστασιάδη-Συµεωνίδη, Ά. 1986. Η φύση και η παραγωγικότητα του σχηµατιστικού στοιχείου ποιώ. Μελέτες για την Ελληνική Γλώσσα, 7, 49-70. Αναστασιάδη-Συµεωνίδη, Ά. & Χειλά-Μαρκοπούλου,. 2003. Συγχρονικές και διαχρονικές τάσεις στο γένος της ελληνικής: Μια θεωρητική προσέγγιση. Στο Α. Αναστασιάδη-Συµεωνίδη, Α., Ράλλη &. Χειλά-Μαρκοπούλου (επιµ.), Το γένος (σελ. 13-56). Αθήνα: Εκδόσεις Πατάκη. Anderson, S. 1982. Where s morphology? Linguistic Inquiry, 13, 571-612. Antinucci, F. & Miller, R. 1976. How children talk about what happened. Journal of Child Language, 3, 167-189. Aronoff, S. 1976. Word formation in generative grammar. Cambridge, MA: MIT Press. Atkinson, M. 2001. Defective intervention effect, die! Essex Research Reports in Linguistics, 34, 91-122. Atkinson, R. C. & Shiffrin, R. M. 1968. Human memory: A proposed system and its control processes. Στο Κ. W. Spence (επιµ.), The psychology of learning and motivation: Advances in research and theory (σελ. 89-195). Academic Press. Avrutin, S. 1994. Psycholinguistic investigations in the theory of reference. Αδηµοσίευ- 357
τη διδακτορική διατριβή. MIT. Avrutin, S. 2000. Comprehension of discourse-linked and non-discourse-linked questions by children and Broca s aphasics. Στο Y. Grodzinsky, L. Shapiro & D. Swinney (επιµ.), Language and the brain: Representation and processing (σελ. 295-313). San Diego: Academic Press. Baddeley, A. 1976. The psychology of memory. Νέα Υόρκη: Basic Books. Baddeley, A. 1986. Working memory. Οξφόρδη: Oxford University Press. Baddeley, A. 1990. Human memory: Theory and practice. Hove/Λονδίνο: Lawrence Erlbaum Associates, Publishers. Baddeley, A. 1995. Working memory. Στο M. S. Gazzaniga (επιµ.), The cognitive neurosciences (σελ. 755-764). Cambridge, ΜΑ/Λονδίνο: ΜΙΤ Press. Baddeley, A. 2000. The episodic buffer: A new component of working memory? Trends in Cognitive sciences, 4, 417-423. Baddeley, A. 2003. Working memory and language: An overview. Journal of Communication Disorders, 36, 189-208. Baddeley, A. D. & Hitch, G. 1974. Working memory. Στο G. A. Bower (επιµ.), The Psychology of Learning and Motivation (σελ. 47-89). Νέα Υόρκη: Academic Press. Badecker, W. 1997. Levels of morphological deficit: Indications from inflectional regularity. Brain and Language, 60, 360-380. Badecker, W. & Caramazza, A. 1985. On considerations of method and theory governing the use of clinical categories in neurolinguistics and cognitive neuropsychology: The case against agrammatism. Cognition, 20, 97-125. Badecker, W. & Caramazza, A. 1986. A final brief in the case against agrammatism: The role of theory in the selection of data. Cognition, 24, 277-282. Baker, M. C. 1988. Incorporation: A theory of grammatical function changing. Σικάγο: University of Chicago Press. Βαρλοκώστα, Σ. & Κουτσουµπάρη, N. 2006. Τεστ εκµαίευσης αόριστου χρόνου στην Ελληνική. Ρόδος, Πανεπιστήµιο Αιγαίου. Bastiaanse, R. 1995. Broca s aphasia: A syntactic and/or a morphological disorder? A case study. Brain and Language, 48, 1-32. Bastiaanse, R. 2001. The role of the verb in Broca s aphasia. Παρουσίαση στο συνέδριο eurobiological Basis of Language, Groningen, Ολλανδία. Bastiaanse, R., Hugen, J., Kos, M. & van Zonneveld, R. 2002. Lexical, morphological, 358
and syntactic aspects of verb production in agrammatic aphasics. Brain and Language, 80, 142-159. Bastiaanse, R., Koekkoek, J. & van Zonneveld, R. 2003. Object scrambling in Dutch Broca s aphasia. Brain and Language, 86, 287-299. Bastiaanse, R., Rispens, J., Ruigendijk, E., Rabadàn, O. J. & Thompson, C. K. 2002. Verbs: Some properties and their consequences for agrammatic Broca s aphasia. Journal of eurolinguistics, 15, 239-264. Bastiaanse, R., Rispens, J. & van Zonneveld, R. 2000. Verb retrieval, verb inflection and negation in agrammatic aphasia. Στο R. Bastiaanse & Y. Grodzinsky (επιµ.), Grammatical disorders in aphasia: A neurolinguistic perspective (σελ. 171-190). Λονδίνο/Φιλαδέλφεια: Whurr. Bastiaanse, R. & van Zonneveld, R. 1998. On the relation between verb inflection and verb position in Dutch agrammatic aphasics. Brain and Language, 64, 165-181. Bates, Ε., Devescovi, Α. & Wulfeck, Β. 2001. Psycholinguistics: A cross-language perspective. Annual Review of Psychology, 52, 369-396. Bates, E. & MacWhinney, B. 1987. Competition, variation and language learning. Στο B. MacWhinney (επιµ.), Mechanisms of language acquisition (σελ. 157-193). Hillsdale, NJ: Lawrence Erlbaum Associates, Publishers. Bates, E. & Wulfeck, B. 1989. Comparative aphasiology: A cross-linguistic approach to language breakdown. Aphasiology, 3, 111-142. Bates, E., Wulfeck, B. & MacWhinney, B. 1991. Cross-linguistic research in aphasia: An overview. Brain and Language, 41, 123-148. Bebout, L. 1993. Processing of negative morphemes in aphasia: An example of the complexities of the closed class/open class concept. Clinical Linguistics & Phonetics, 7, 161-172. Belletti, A. 1990. Generalized verb movement. Τορίνο: Rosemberg & Sellier. Βελούδης, Γ. 2005. Η Άρνηση. Αθήνα: Εκδόσεις Πατάκη. Bejar, S. 2003. Phi-syntax: A theory of agreement. Αδηµοσίευτη διδακτορική διατριβή. University of Toronto, Τορόντο. Benson, D. F. & Ardila, A. 1996. Aphasia: A clinical perspective. Νέα Υόρκη: Oxford University Press. Berndt, R. S. & Caramazza, A. 1980. A redefinition of Broca s aphasia: Implications for a neuropsychological model of language. Applied Psycholinguistics, 1, 225-278. Berndt, R. S., Mitchum, C. C. & Haedinges, A. N. 1996. Comprehension of reversible 359
sentences in agrammatism : A meta-analysis. Cognition, 58, 289-308. Bloom, L., Lifter, K. & Hafitz, J. 1980. Semantics of verbs and the development of verb inflection in child language. Language, 56, 386-412. Blumstein, S. E. 1973. A phonological investigation of aphasic speech. Χάγη: Mouton. Blumstein, S. E. 1990. Phonological deficits in aphasia: Theoretical perspectives. Στο A. Caramazza (επιµ.), Cognitive europsychology and eurolinguistics: Advances in models of cognitive function and impairment (σελ. 33-54). Hillsdale, NJ: Lawrence Erlbaum Associates, Publishers. Blumstein, S. E. 2001. Deficits of speech production and speech perception in aphasia. Στο R. S. Berndt (επιµ.), Handbook of europsychology (2 η έκδοση, 3 ος τόµος, σελ. 95-113). Amsterdam: Elsevier Science B.V. Blumstein, S. E., Baker, E. & Goodglass, H. 1977. Phonological factors in auditory comprehension in aphasia. europsychologia, 15, 19-30. Blumstein, S. E., Cooper, W. E., Goodglass, H., Statlender, S. & Gottlieb, J. 1980. Production deficits in aphasia: A voice-onset time analysis. Brain and Language, 9, 153-170. Blumstein, S. E., Cooper, W. E., Zurif, E. B. & Caramazza, A. 1977. The perception and production of voice-onset time in aphasia. europsychologia, 15, 371-383. Blumstein, S. E., Tartter, V. C., Nigro, G. & Statlender, S. 1984. Acoustic cues for the perception of place of articulation in aphasia. Brain and Language, 22, 128-149. Bradley, D. C. 1978. Computational distinctions of vocabulary type. Αδηµοσίευτη διδακτορική διατριβή. ΜΙΤ, Cambridge, MΑ. Bradley, D. C., Garrett, M. E. & Zurif, E. B. 1980. Syntactic deficits in Broca s aphasia. Στο D. Caplan (επιµ.), Biological studies of mental processes. Cambridge, MΑ: MIT Press. Broadbent, D. E. 1958. Perception and Communication. Λονδίνο: Pergamon Press. Brown-Sequard, C.E. 1877. Aphasia as an effect of brain-disease. Journal of Medical Science, 63, 209-225. Burchert, F., Swoboda-Moll, M. & de Bleser, R. 2005. Tense and agreement dissociations in German agrammatic speakers: Underspecification vs. hierarchy. Brain and Language, 94, 188-199. Campos, Η. 1989. Modern Greek and CP transparency. Linguistic Inquiry, 22, 741-750. Caplan, D. 1986. In defense of agrammatism. Cognition, 24, 263-276. Caplan, D. 1991. Agrammatism is a theoretically coherent aphasic category. Brain and 360
Language, 40, 274-281. Caplan, D. & Futter, C. 1986. Assignment of thematic roles by an agrammatic aphasic patient. Brain and Language, 27, 117-135. Caplan, D. & Hildebrandt, N. 1988. Disorders of syntactic comprehension. Cambridge, MA: MIT Press. Caplan, D. & Waters, G. 1999. Verbal working memory and sentence comprehension. Behavioral and Brain Sciences, 22, 77-126. Caramazza, A. 1984. The logic of neuropsychological research and the problem of patient classification in aphasia. Brain and Language, 21, 9-20. Caramazza, A. 1986. On drawing inferences about the structure of normal cognitive systems from the analysis of patterns of impaired performance: The case for singlepatient studies. Brain and Cognition, 5, 41-66. Caramazza, A., Capasso, R., Capitani, E. & Miceli, G. 2005. Patterns of comprehension performance in agrammatic Broca s aphasia: A test of the Trace Deletion Hypothesis. Brain and Language, 94, 43-53. Caramazza, A., Capitani, E., Rey, A. & Berndt, R. 2000. Agrammatic Broca s aphasia is not associated with a single pattern of comprehension performance. Brain and Language, 76, 158-184. Caramazza, A. & Hillis, A. E. 1990. Where do semantic errors come from? Cortex, 26, 95-122. Caramazza, A. & McCloskey, M. 1988. The case of single-patient studies. Cognitive europsychology, 5, 517-528. Caramazza, A. & Zurif, E. B. 1976. Dissociation of algorithmic and heuristic processes in language comprehension: Evidence from aphasia. Brain and Language, 3, 572-582. Chinellato, P. 2003. Agreement disorders in Broca s aphasia sentence production: A bilingual case study. Στο E. Fava & A. Mioni (επιµ.), Issues in clinical linguistics (σελ. 71-89). Πάδοβα: Unipress. Chinellato, P. 2004. Negative markers and bilingual aphasia: Evidence from Italian and Northern Italian Dialects. Περίληψη από το διεθνές συνέδριο «Science of Aphasia V» (16-21 Σεπτεµβρίου 2004, Potsdam, Γερµανία). ιαθέσιµη on-line στη διαδικτυακή διεύθυνση http://www.soa5.de/pdf/soa5_abstracts.pdf Chomsky, N. 1957. Syntactic structures. Χάγη: Mouton. Chomsky, N. 1973. Conditions on transformations. Στο S. Anderson & P. Kiparsky (ε- 361
πιµ.), A Festschrift for Morris Halle. Νέα Υόρκη: Holt, Rinehart and Winston. Chomsky, N. 1981. Lectures on government and binding. Dordrecht: Foris. Chomsky, N. 1986α. Barriers. Cambridge, MA: MIT Press. Chomsky, N. 1986β. Knowledge of Language: Its nature, origin and use. Νέα Υόρκη: Praeger. Chomsky, N. 1991. Some notes on the economy of derivation and representation. Στο R. Friedin (επιµ.), Principles and parameters in comparative grammar (σελ. 417-454). Cambridge, MA: MIT Press. Chomsky, N. 1993. A minimalist program for linguistic theory. Στο K. Hale & S. J. Keyser (επιµ.), The view from building 20 (σελ. 1-52). Cambridge, MA: MIT Press. Chomsky, N. 1994. Bare phrase structure. MIT Occasional Papers in Linguistics. Number 5. MIT. Chomsky, N. 1995α The minimalist program. Cambridge, MA: MIT Press. Chomsky, N. 1995β. Bare phrase structure. Στο G. Webelhuth (επιµ.), Government and Binding and the Minimalist Program (σελ. 383-420). Οξφόρδη: Blackwell. Chomsky, N. 2000. Minimalist inquiries: The framework. Στο R. Martin, D. Michaels & J, Uriagereka (επιµ.), Step by Step (σελ. 89-155). Cambridge, MA: MIT Press. Chomsky, N. 2001. Derivation by phase. Στο M. Kenstowicz (επιµ.), Ken Hale: A life in language (σελ. 1-52). Cambridge, MΑ: MIT Press. Cinque, G. 1990. Types of A -dependencies. Cambridge, MA: MIT Press. Cinque, G. 1999. Adverbs and functional heads: A cross-linguistic perspective. Νέα Υόρκη/Οξφόρδη: Oxford University Press. Clashen, H. 1999. Lexical entries and rules of language: A multidisciplinary study of German inflection. Behavioral and Brain Sciences, 22, 991-1060. Clements, G. N., McCloskey, J., Maling, J. & Zaenen, A. 1983. String-vacuous rule application. Linguistic Inquiry, 14, 1-17. Coltheart, M. 1984. Theoretical analysis and practical assessment of reading disorders. Στο C. Cornoldi (επιµ.), Aspects of reading and dyslexia. Πάδοβα: Cleup. Coltheart, M. 2000. Assumptions and methods in cognitive neuropsychology. Στο B. Rapp (επιµ.), The handbook of cognitive neuropsychology (σελ. 3-21). Φιλαδέλφεια/ Hove/E. Sussex: Psychology Press. Cornell, T. L. 1995. On the relation between representational and processing models of asyntactic comprehension. Brain and Language, 50, 304-324. Crain, S., Ni, W. & Shankweiler, D. 2001. Grammatism. Brain and Language, 77, 294-362
304. Crain, S. & Steedman, M. 1985. On not being led up the garden path: The use of context by the psychological syntax processor. Στο D. R. Dowty, L. Karttunen & A. M. Zwicky (επιµ.), atural language parsing: Psychological, computational and theoretical perspectives (σελ. 320-358). Νέα Υόρκη: Cambridge University Press. De Bleser, R., Burchert, F. & Rausch, P. 2005. Breakdown at the morphological level in agrammatism. Stem-, Spraak- en Taalpathologie, 13, 35-46. De Bleser, R. & Luzzatti, C. 1994. Morphological processing in Italian agrammatic speakers: Syntactic implementation of inflectional morphology. Brain and Language, 46, 21-40. De Diego Balaguer, R., Costa, A., Sebastián-Galles, N., Juncadella, M. & Caramazza, A. 2004. Regular and irregular morphology and its relationship with agrammatism: Evidence from two Spanish-Catalan bilinguals. Brain and Language, 91, 212-222. De Roo, E. 1999. Agrammatic grammar: Functional categories in agrammatic speech. Χάγη: Thesus. De Vincenzi, M. 1991. Syntactic parsing strategies in Italian. Βοστόνη, MA: Kluwer Academic Publisher. Dell, G. S. & O Seaghdha, P. G. 1992. Stages of lexical access in language production. Cognition, 42, 287-314. Drachman, G. 1989. On raising in a language without infinives. Working Papers in Greek Grammar. University of Salzburg, 1-30. Drachman, G. 1991. Greek phrase-structure and the order of inflectional morphemes. Ανακοίνωση στη Συνάντηση SLE (Ιούλιος, 1991, Kiel). Drachman, G. & Klidi, S. 1992. The Extended Minimal Structure Hypothesis. Μελέτες για την Ελληνική Γλώσσα, 13, 371-389. Dronkers, N. F. & Larsen, J. 2001. Neuroanatomy of the classical syndromes of aphasia. Στο R. S. Berndt (επιµ.), Handbook of europsychology (2 η έκδοση, 3 ος τόµος, σελ. 19-30). Amsterdam: Elsevier Science B.V. Druks, J. 2006. Morpho-syntactic and morpho-phonological deficits in the production of regularly and irregularly inflected verbs. Aphasiology, 20, 993-1017. Edwards, S., Varlokosta, S. & Payne, E. 2003. Pronominal reference and agrammatic comprehension. Ανακοίνωση στο συνέδριο «Confronting Linguistic Theory with Atypical Language». University College London, εκέµβριος 2003. Emmanouel, A., Tsapkini, K. & Rudolph, J. 2005. Deep dyslexia in Greek: A case stu- 363
dy. Brain and Language, 95, 233-234. Εµµανουήλ, Ά., Τσαπκίνη, Κ. & Jobst, R. 2006. Βαθειά δυσλεξία στα Ελληνικά: Μελέτη περίπτωσης. Hellenic Journal of Psychology, 3, 259-290. Faroqi-Shah, Y. & Thompson, C. K. 2003. Regular and irregular verb inflections in agrammatism: Dissociation or association? Brain and Language, 87, 9-10. Field, A. 2000. Discovering Statistics using SPSS for Windows. Λονδίνο: Sage. Φιλιππάκη-Warburton, Ει. 1982. Η σηµασία της σειράς Ρήµα Υποκείµενο Αντικείµενο στα Νέα Ελληνικά. Μελέτες για την Ελληνική Γλώσσα, 3, 135-158. Φιλιππάκη-Warburton, Ει. 1985. Η θεωρία των κενών κατηγοριών, το ελλείπον υποκεί- µενο και οι κλιτικές αντωνυµίες στη Νέα Ελληνική. Μελέτες για την Ελληνική Γλώσσα, 6, 131-153. Φιλιππάκη-Warburton, Ει. 1990. Η ανάλυση του ρηµατικού συνόλου στη Νέα Ελληνική. Μελέτες για την Ελληνική Γλώσσα, 11, 119-138. Φιλιππάκη-Warburton, Ει. 1992. Εισαγωγή στη θεωρητική γλωσσολογία. Αθήνα: Εκδόσεις Νεφέλη. Φιλιππάκη-Warburton, Ει. & Βελούδης, Ι. 1984. Η υποτακτική στις συµπληρωµατικές προτάσεις. Μελέτες για την Ελληνική Γλώσσα, 5, 149-168. Φιλιππάκη-Warburton, Ει. & Παπαφίλη, Α. 1989. Το πρόβληµα της κατηγοριοποίησης των συµπληρωµατικών προτάσεων και η θεωρία των δεσµεύσεων στα Νέα Ελληνικά. Μελέτες για την Ελληνική Γλώσσα, 9, 293-313. Friederici, A. D. 1982. Syntactic and semantic prosesses in aphasic deficits: The availability of prepositions. Brain and Language, 15, 249-258. Friederici, A. D. 1985. Levels of processing and vocabulary types: Evidence from online comprehension in normals and agrammatics. Cognition, 19, 133-166. Friederici, A. D. 1988. Agrammatic comprehension: Picture of a computational mismatch. Aphasiology, 2, 279-282. Friederici, A. D. & Frazier, L. 1992. Thematic analysis in agrammatic comprehension: Syntactic structures and task demands. Brain and Language, 42, 1-29. Friederici, A. D. & Kilborn, K. 1989. Temporal constraints on language processing: Syntactic priming in Broca s aphasia. Journal of Cognitive euroscience, 1, 262-272. Friederici, A., Schoenle, P. W. & Garrett, M. F. 1982. Syntactically and semantically based computations: Processing of prepositions in agrammatism. Cortex, 18, 525-53 Friedmann, N. 2002. Question production in agrammatism: The Tree Pruning Hypothe- 364
sis. Brain and Language, 80, 160-187. Friedmann, N. & Grodzinsky, Y. 1997. Tense and Agreement in agrammatic production: Pruning the syntactic tree. Brain and Language, 56, 397-425. Φυνδάνης, Β. 2003. Το επίθηµα ών(ας) στη Νέα Ελληνική: Μορφολογική ψυχογλωσσολογική προσέγγιση. Αδηµοσίευτη µεταπτυχιακή διατριβή. Φιλοσοφική Σχολή, Τµήµα Φιλολογίας, Α.Π.Θ., Θεσσαλονίκη. Garrett, M. F. 1975. The analysis of sentence production. Στο G. H. Bower (επιµ.), The psychology of learning and motivation (9oς τόµος, σελ. 133-177). Νέα Υόρκη: Academic Press. Garrett, M. F. 1976. Syntactic processes of sentence production. Στο R. Wales & E. Walker (επιµ.), ew approaches to language mechanisms (σελ. 231-255). Amsterdam: North Holland. Garrett, M. F. 1980. Levels of processing in sentence production. Στο B. Butterworth (επιµ.), Language production, I. Νέα Υόρκη: Academic Press. Gavarrò, A. & Martínez-Ferreiro, S. 2007. Tense and agreement impairment in Ibero- Romance. Journal of Psycholinguistic Research, 36, 25-46. George, L. 1980. Analogical generalization in atutal Language Syntax. Αδηµοσίευτη διδακτορική διατριβή. MIT. Gernsbacher, M. A. 1984. Resolving 20 years of inconsistent interactions between lexical familiarity and orthography, concreteness, and polysemy. Journal of Experimental Phychology: General, 113, 256-281. Giannakidou, A. 1997. The landscape of polarity items. Groningen Dissertations in Linguistics 18. Rijksuniversiteit Groningen. Gigley, H. 1983. HOPE-AI and the dynamic process of language behavior. Cognition and Brain Theory, 6, 39-88. Giorgi, A. & Pianesi, F. 1997. Tense and Aspect. Οξφόρδη: Oxford University Press. Goodglass, H. 1993. Understanding aphasia. San Diego, CA: Academic Press. Goodglass, H. & Hunt, S. 1958. Grammatical complexity and aphasic speech. Word, 14, 197-207. Goodglass, Η., Kaplan, E. & Barresi, B. 2001. Boston aming Test: Record booklet (2 η έκδ). Βοστόνη, ΜΑ: Lippincott, Williams & Wilkins. Griffin, Z. M. & Bock, K. 1998. Constraint, word frequency, and the relationship between lexical processing levels in spoken word production. Journal of Memory and Language, 38, 313-338. 365
Grodzinsky, Y. 1984. The syntactic characterisation of agrammatism. Cognition, 16, 99-120. Grodzinsky, Y. 1986. Language deficits and the theory of syntax. Brain and Language, 27, 135-159. Grodzinsky, Y. 1989. Agrammatic comprehension of relative clauses. Brain and Language, 37, 480-499. Grodzinsky, Y. 1990. Theoretical perspectives on language deficits. Cambridge, MA: MIT Press. Grodzinsky, Y. 1991. There is an entity called agrammatic aphasia. Brain and Language, 41, 555-564. Grodzinsky, Υ. 1995. A restrictive theory of agrammatic comprehension. Brain and Language, 50, 27-51. Grodzinsky, Υ. 2000. The neurology of syntax: Language use without Broca s area. Behavioral and Brain Sciences, 23, 1-71. Grodzinsky, Y., Wexler, K., Chien, Y.-C., Marakovitz, S. & Solomon, J. 1993. The breakdown of binding relations. Brain and Language, 45, 396-422. Haarman, H. J. & Kolk, H. H. J. 1991α. Α computer model of the temporal course of agrammatic sentence understanding: The effects of variation in severity and sentence complexity. Cognitive Science, 15, 49-87. Haarman, H. J. & Kolk, H. H. J. 1991β. Syntactic priming in Broca s aphasics: Evidence for slow activation. Aphasiology, 5, 247-263. Haarman, H. J. & Kolk, H. H. J. 1994. On-line sensitivity to subject-verb agreement violations in Broca s aphasics: The role of syntactic complexity and time. Brain and Language, 46, 493-516. Haegeman, L. 1991. Introduction to government and binding theory. Cambridge: Cambridge University Press. Haegeman, L. 1994. Introduction to government and binding theory (2 η έκδοση). Οξφόρδη/Cambridge: Blackwale. Hagiwara, H. 1995. The breakdown of functional categories and the economy of derivation. Brain and Language, 50, 92-116. Hagoort, P. 1997. Semantic priming in Broca s aphasics at a short SOA: No support for an automatic access deficit.. Brain and Language, 56, 287-300. Harley, T. A. 1995. The Psychology of Language: From Data to Theory. Hove/Νέα Υόρκη: Psychology Press. 366
Harley, T. 2001. The Psychology of Language: From Data to Theory (2 η έκδοση). Hove/Νέα Υόρκη: Psychology Press. Hartsuiker, R. J., Kolk, H. H. J. & Huinck, P. 1999. Agrammatic production of subjectverb agreement: The effect of conceptual number. Brain and Language, 69, 119-160. Hatzigeorgiou, N., Gavriilidou, M., Piperidis, S., Carayannis, G., Papakostopoulou, A., Spiliotopoulou, A., Vacalopoulou, A., Labropolou, P., Mantzari, E., Papageorgiou, H. & Demiros, I. 2000. Design and implementation of the online ILSP corpus. Στο Proceedings of the Second International Conference of Language Resources and Evaluation (LREC), 3 ος Τόµος. Αθήνα, Ελλάδα. 1737-1740. Heilman, K. & Scholes, R. 1976. The nature of comprehension errors in Broca s, conduction, and Wernicke s aphasics. Cortex, 12, 258-265. Hickok, G. 1992. Agrammatic comprehension and the trace deletion hypothesis. Occasional Paper No. 45, MIT Center for Cognitive Science. Hickok, G. & Avrutin, S. 1995. Representation, referentiality, and processing in agrammatic comprehension: Two case studies. Brain and Language, 50, 10-26. Hickok, G. & Avrutin, S. 1996. Comprehension of wh-questions in two Broca s aphasics. Brain and Language, 52, 314-327. Hickok, G, Zurif, E. & Canseco-Gonzalez, E. 1993. Structural description of agrammatic comprehension. Brain and Language, 45, 371-395. Holton, D., Mackridge, P. & Philippaki-Warburton, I. 1997. Greek: A comprehensive grammar of the modern language. Λονδίνο/Νέα Υόρκη: Routledge. Horrocks, G. 1994. Subjects and configurationality. Journal of Linguistics, 30, 81-109. Horrocks, G. & Stavrou, M. 1987. Bounding Theory and Greek Syntax: Evidence for wh-movement in NP. Journal of Linguistics, 23, 79-108. Howard, D. & Franklin, S. 1987. Three ways for understanding written words and their use in two contrasting cases of surface dyslexia. Στο D. A. Allport, D. MacKay, W. Prinz & E. Scheerer (επιµ.), Language perception and production: Relationships between listening, speaking, reading and writing (σελ. 340-366). Λονδίνο: Academic Press. Howard, D. & Franklin, S. 1988. Missing the meaning? A cognitive neuropsychological study of processing words by an aphasic patient. Cambridge, MA: MIT Press. Howes, D. 1964. Application of the word frequency concept to aphasia. Στο A. V. S. DeReuch & M. O Connor (επιµ.), Disorders of language. Λονδίνο: Churchill. 367
Huang, J. 1982. Logical relations in Chinese and the theory of grammar. Αδηµοσίευτη διδακτορική διατριβή. MIT. Hyams, N. 2001. Now you hear it, now you don t: The nature of optionality in child grammars. Στο A. H.-J. Do et al. (επιµ.), BUCLD 25 Proceedings (σελ. 34-58). Somerville: Cascadilla. Jaeger, J. J., Lockwood, A. H., Kemmerer, D. L., Van Valin, J., Murphy, B. W. & Khalak, H. G. 1996. A positron emission tomographic study of regular and irregular verb morphology in English. Language, 72, 451-493. Jakobson, R. 1941/1971. Kindersprache, Aphasie und allgemeine Lautgesetze. Στο R. Jakobson, Selected Writings (1 ος τόµος, σελ. 328-401). Χάγη: Mouton. Jarema, G. 1988. The breakdown of morphology in aphasia: A cross-language perspective. Στο B. Stemmer & H. A. Whitaker (επιµ.), Handbook of eurolinguistics (σελ. 221-234). San Diego/Λονδίνο/Νέα Υόρκη: Academic Press. Jescheniak, J. D. & Levelt, W. 1994. Word frequency effects in speech production: Retrieval of syntactic information and phonological form. Journal of Experimental Psychology: Learning, Memory and Cognition, 20, 824-843. Juncos, O. 1985. Un estudio sobre la negación en el nino. Infancia y Aprendizaje, 29, 105-119. Juncos-Rabadàn, O. 1992. The processing of negative sentences in fluent aphasics: Semantic and pragmatic aspects. Brain and Language, 43, 96-106. Just, M. & Carpenter, P. 1992. A capacity theory of comprehension: Individual differences in working memory. Psychological Review, 99, 122-149. Θεοφανοπούλου-Κοντού, 1989α. Μετασχηµατιστική Σύνταξη: Από την θεωρία στην πράξη. Αθήνα: Εκδόσεις Καρδαµίτσα. Θεοφανοπούλου-Κοντού, 1989β. οµές της σύνθετης ΟΦ και µετακίνηση. Μελέτες για την Ελληνική Γλώσσα, 9, 337-354. Θεοφανοπούλου-Κοντού,. 2002. Γενετική Σύνταξη: Το Πρότυπο της Κυβέρνησης και Αναφορικής έσµευσης. Αθήνα: Εκδόσεις Καρδαµίτσα. Kean, Μ.-L. 1977. The linguistic interpretation of aphasic syndromes: Agrammatism in Broca s aphasia, an example. Cognition, 5, 9-46. Kehayia, E. 1990. Morphological deficits in agrammatic aphasia: A comparative study. Αδηµοσίευτη διδακτορική διατριβή. McGill University, Montreal, Καναδάς. Kehayia, E. & Jarema, G. 1991. On agrammatism in Greek. euro und Patholinguistik, 35, 47-61. 368
Kertesz, A. 1982α. Western Ontario Aphasia Battery: Test manual. London, Καναδάς: The Psychological Corporation. Kertesz, A. 1982β. Western Ontario Aphasia Battery: Test booklet. London, Καναδάς: The Psychological Corporation. Kim, Μ. & Thompson, C. K. 2000. Patterns of comprehension and production of nouns and verbs in agrammatism: Implications for lexical organization. Brain and Language, 74, 1-25. Klidi, S. 2001. The position of the negative phrase in the phrase structure of Modern Greek. Ελληνική Γλωσσολογία 99. Πρακτικά 4 ου ιεθνούς Συνεδρίου Ελληνικής Γλωσσολογίας. Λευκωσία, 17-19 Σεπτεµβρίου 1999. σσ. 186-192. Θεσσαλονίκη: University Studio Press. Kok, P., van Doorn, A. & Kolk, H. 2007. Inflection and computational load in agrammatic speech. Brain and Language, 102, 273-283. Kolk, H. 1995. A time-based approach to agrammatic production. Brain and Language, 50, 282-303. Kolk, H. 1998. Disorders of syntax in aphasia: Linguistic-descriptive and processing approaches. Στο B. Stemmer & H. A. Whitaker (επιµ.), Handbook of eurolinguistics (σελ. 249-260). San Diego/Λονδίνο/Νέα Υόρκη: Academic Press. Kolk, H. 2007. Variability is the hallmark of aphasic behaviour: Grammatical behaviour is no exception. Brain and Language, 101, 99-102. Kolk, H. H. J. & van Grunsven, M. J. F. 1985. Agrammatism as a variable phenomenon. Cognitive europsychology, 2, 347-384. Kolk, H. & van Grunsven, M. 1985. On parallelism in agrammatism. Στο M.-I. Kean (επιµ.), Agrammatism (σελ. 165-206). Νέα Υόρκη: Academic Press. Kosmidis, M. H., Vlahou, C. H., Panagiotaki, P. & Kiosseoglou, G. 2004. The verbal fluency task in the Greek population: Normative data, and clustering and switching strategies. Journal of the International europsychological Society, 10, 164-172. Κρύσταλ, Ντ. 2003. Λεξικό Γλωσσολογίας και Φωνητικής (µετάφραση: Γιώργος Ξυδόπουλος). Αθήνα: Εκδόσεις Πατάκη. Laiacona, Μ. & Caramazza, Α. 2004. The noun/verb dissociation in language production: Varieties of causes. Cognitive europsychology, 21, 103-123. Lapointe, S. 1979. A theory of grammatical agreement. Αδηµοσίευτη διδακτορική διατριβή. University of Massachusetts, Amherst, MA. Lapointe, S. 1985. A theory of verb form use in the speech of agrammatic aphasics. 369
Brain and Language, 24, 100-155. Lasnik, H & Saito, M. 1984. On the nature of proper government. Linguistic Inquiry, 15, 235-289. Lee, J. 2003. Dissociation among functional categories in Korean agrammatism. Brain and Language, 84, 170-188. Lee, J. & Thompson, C. K. 2008. Real-time production of adjuncts and arguments in agrammatism: An eyetracking study. Παρουσίαση poster στην 46 η Ετήσια Συνάντηση της Ακαδηµίας της Αφασίας (Academy of Aphasia), 19-20/10/2008, Turku, Φινλανδία. Love, T., Nicol, J., Swinney, D., Hickok, G. & Zurif, E. 1998. The nature of aberrant understanding and processing of pro-forms by brain-damaged populations. Brain and Language, 65, 59-62. Luzzatti, C. & de Bleser, R. 1996. Morphological processing in Italian agrammatic speakers: Eight experiments in Lexical Morphology. Brain and Language, 54, 26-74. Lyons, J. 1997. Semantics. Cambridge: Cambridge University Press. MacWhinney, B. 1987. The competition model. Στο B. MacWhinney (επιµ.), Mechanisms of language acquisition (σελ. 249-308). Hillsdale, NJ: Lawrence Erlbaum Associates, Publishers. MacWhinney, B. 1989. Competition and teachability. Στο M. Rice & R. Schiefelbusch (επιµ.), The teachability of language. Βαλτιµόρη: Brooks. Marshall, J. C. & Newcombe, F. 1973. Patterns of paralexia: A psycholinguistic approoach. Journal of Psycholinguistic Research, 2, 175-199. Martin, N. 2001. Repetition disorders in aphasia: Theoretical and clinical implications. Στο R. S. Berndt (επιµ.), Handbook of europsychology (2 η έκδοση, 3 ος τόµος, σελ. 137-155). Amsterdam: Elsevier Science B.V. Martin, Ν. & Dell, G. S. 2007. Common mechanisms underlying perseverative and nonperseverative sound and word substitutions. Aphasiology, 21, 1002-1017. Martin, R. C. & Freedman, M. L. 2001. Relations between language and memory deficits. Στο R. S. Berndt (επιµ.), Handbook of europsychology (2 η έκδοση, 3 ος τόµος, σελ. 239-256). Amsterdam: Elsevier Science B.V. Martin, R. C. & Lesch, M. F. 1996. Associations and dissociations between language impairment and list recall: Implications for models of STM. Στο S. E. Gathercole (επιµ.), Models of short-term memory (σελ. 149-178). East Sussex, UK: Psychology Press. 370
Martin, R. C., Lesch, M. F. & Bartha, M. C. 1999. Independence of input and output phonology in word processing and short-term memory. Journal of Memory and Language, 41, 3-29. Martin, R. C. & Romani, C. 1994. Verbal working memory and sentence comprehension: A multiple-components view. europsychology, 8, 506-523. Martin, N. & Saffran, E. M. 1992. A computational account of deep dysphasia: Evidence from a single case study. Brain and Language, 43, 243-274. Martin, N. & Saffran, E. M. 1997. Language and auditoty-verbal short-term memory impairments: Evidence for common underlying processes. Cognitive europsychology, 14, 641-682. Mastropavlou, M. 2006. The role of phonological salience and feature interpretability in the grammar of the typically developing and language impaired children. Αδηµοσίευτη διδακτορική διατριβή. Τµήµα Αγγλικής Γλώσσας και Φιλολογίας, Α.Π.Θ., Θεσσαλονίκη. Mastropavlou, Μ. & Tsimpli, Ι. Μ. (υπό έκδοση). Complementisers and subordination in Typical Language Acquisition and SLI. Lingua. Mauner, G., Fromkin, V. A. & Cornell, T. L. 1993. Comprehension and acceptability judgments in agrammatism: Disruptions in the syntax of referential dependency. Brain and Language, 45, 340-370. McCloskey, M. & Caramazza, A. 1988. Theory and methodology in cognitive neuropsychology. Cognitive europsychology, 5, 583-623. Menn, L. 2001. Comparative aphasiology: Cross-language studies of aphasia. Στο R. S. Berndt (επιµ.), Handbook of europsychology (2 η έκδοση, 3 ος τόµος, σελ. 51-68). Amsterdam: Elseview Science B. V. Menn, L. & Obler, L. K. 1990α. Agrammatic aphasia: A cross-linguistic narrative sourcebook (τόµοι 1-3). Amsterdam/Φιλαδέλφεια: John Benjamins. Menn, L. & Obler, L. K. 1990β. Cross-language data and theories of agrammatism. Στο L. Menn & L. K. Obler (επιµ.), Agrammatic aphasia: A cross-linguistic narrative sourcebook (2 ος τόµος, σελ. 1368-1389). Amsterdam/Φιλαδέλφεια: John Benjamins Mesulam, M. M. 2000. Principles of behavioral and cognitive neurology (2 η έκδοση). Οξφόρδη/Νέα Υόρκη: Oxford University Press. Miceli, G. & Caramazza, A. 1988. Dissociation of inflectional and derivational morphology. Brain and Language, 35, 24-65. Miceli, G., Silveri, C. M., Romani, C. & Caramazza, A. 1989. Variation in the pattern 371
of omissions and substitutions of grammatical morphemes in the spontaneous speech of so-called agrammatic patients. Brain and Language, 36, 447-492. Miera, G. & Cuetos, F. 1998. Understanding disorders in agrammatic patients: Capacity or structural deficits? Brain and Language, 64, 328-338. Miller, G. A. 1956. The magical number seven, plus or minus two: Some limits on our capacity for processing information. Psychological Review, 63, 81-97. Miyake, A., Carpenter, P. A. & Just, M. 1994. A capacity approach to syntactic comprehension disorders: Making normal adults perform like aphasic patients. Cognitive europsychology, 11, 671-717. Mohr, J. P. 1976. Broca s area and Broca s aphasia. Στο H. Whitaker & H. Whitaker (επιµ.), Studies in eurolinguistics (1 ος τόµος, σελ. 201-233). Νέα Υόρκη: Academic Press. Moutier, F. 1908. L aphasie de Broca. Παρίσι: Steinheil. Μόζερ, Α. 1994: Ποιόν και Aπόψεις του Pήµατος. Σειρά Aυτοτελών ηµοσιευµάτων, 30. Aθήνα: Παρουσία. Moser, A. 1994. The interaction of lexical and grammatical aspect in Modern Greek. Στο I. Philippaki-Warburton, K. Nicolaidis & M. Sifianou (επιµ.), Themes in Greek Linguistics: Papers from the First International Conference on Greek Linguistics (σελ. 137-144). Reading, Σεπτέµβριος 1993. Amsterdam/Philadelphia: John Benjamin. Moser, A. 2003. Tense, aspect and the Greek perfect. Στο Α. Alexiadou, Α. von Stechow & M. Rathert (επιµ.), Perfect Explorations (σελ. 235-253). Berlin: De Gruyter. Myerson, R. & Goodglass. H. 1972. Transformational grammars of three agrammatic patients. Language and Speech, 15, 40-50. Nanousi, V., Masterson, J, Druks, J, Atkinson, M. 2006. Interpretable vs. uninterpretable features: Evidence from six Greek-speaking agrammatic patients. Journal of eurolinguistics, 19, 209-238. Nickels, L. 1994. Getting it right. Using aphasic naming errors to evaluate theoretical models of spoken word production. Language and Cognitive Processes, 10, 13-45. Novaes, C. & Braga, M. 2005. Agrammatic aphasia and aspect. Brain and Language, 95, 121-122. O Connor, Β. Α., Obler, L. K. & Goral, M. 2007. The importance of verb form-regularity in agrammatism. Brain and Language, 103, 29-30. 372
Ouhalla, J. 1990. Sentential negation, relativised minimality and the aspectual status of auxiliaries. The Linguistic Review, 7, 183-231. Ouhalla, J. 1993. Functional categories, agrammatism and language acquisition. Linguistische Berichte, 143, 3-36. Papathanasiou, I., Feidatsi, M., Katsantoni, M., Panagiotopoulou, E. & Malefaki, S. 2004. The validation of Boston Diagnostic Aphasia Examination (BDAE-3) in Greek. Παρουσίαση στο 26th World Congress of the International Association of Logopaedics and Phonetics, 29 August-2 September 2004, Brisbane, Australia. Paradis, M. 1989α. Bilingual Aphasia Test: Stimulus book. Montreal/New Jersey: Lawrence Erlbaum Associates, Publishers. Paradis, M. 1989β. Bilingual Aphasia Test: Test booklet. Montreal/New Jersey: Lawrence Erlbaum Associates, Publishers. Paradis, M. 2001. The need for awareness of aphasia symptoms in different languages. Journal of eurolinguistics, 14, 85-91. Partee, B. 1973. Some structural analogies between the tenses and pronouns in English. Journal of Philosophy, 70, 601-609. Patterson, K. E. 1986. Lexical but non-semantic spelling? Cognitive europsychology, 3, 341-367. Pea, R. D. 1980. The development of negation in early child language. Στο D. R. Olson (επιµ.), The social foundations of language and thought: Essays in honor of Jerome Bruner (σελ. 156-186). Νέα Υόρκη: Norton. Penke, M. 2001. Controversies about CP: A comparison of language acquisition and language impairments in Broca s aphasia. Brain and Language, 77, 351-363. Penke, M. 2003. On the morphological basis of syntactic deficits. Brain and Language, 87, 50-51. Penke, M., Janssen, U. & Krause, M. 1999. The representation of inflectional morphology: Evidence from Broca s aphasia. Brain and Language, 68, 225-232. Peristeri, E. 2004. Agrammatism in Greek: Aspects of production and comprehension. Αδηµοσίευτη µεταπτυχιακή διατριβή. Φιλοσοφική Σχολή, Τµήµα Αγγλικής Γλώσσας και Φιλολογίας, Α.Π.Θ., Θεσσαλονίκη. Pesetsky, D. 1987. Wh-in-situ: Movement and unselective binding. Στο Ε. J. Reuland & A. G. B. ter Meulen (επιµ.), The representation of (in)definiteness (σελ. 98-129). Cambridge, MA: MIT Press. Pesetsky, D. & Torrego, E. 2004. The syntax of valuation and the interpretability of fea- 373
tures. ιαθέσιµο ηλεκτρονικά από την 1/5/2006 στη διεύθυνση http://web.mit.edu/ linguistics/people/faculty/pesetsky/publications.html Philippaki-Warburton, I. 1989. Subject in English and Greek. Στο Proceedings of the 3 rd Symposium on the Description and Comparison of English and Greek (σελ. 11-32). Τµήµα Αγγλικής Γλώσσας και Φιλολογίας, Α.Π.Θ, Θεσσαλονίκη. Philippaki-Warburton, I. 1994. Verb movement and clitics in Modern Greek. Στο I. Philippaki-Warburton, K. Nicolaidis & M. Sifianou (επιµ.), Themes in Greek Linguistics [Current Issues in Linguistic Theory, 117] (σελ. 53-60). Amsterdam: John Benjamins. Philippaki-Warburton, I. 1998. Functional categories and Modern Greek Syntax. The Linguistic Review, 15, 159-186. Pinango, M. & Burkhardt, P. 2001. Pronominals in Broca s aphasia comprehension: The consequences of syntactic delay. Brain and Language, 79, 167-168. Pinker, S. 1991. Rules of language. Science, 253, 530-535. Pinker, S. 1999. Words and rules: The ingredients of language. Λονδίνο: Weidenfeld & Nicolson. Πλακούδα, Α. 2001. Το ρήµα στον ελληνόφωνο αγραµµατικό λόγο: Χρόνος, άποψη και συµφωνία υποκειµένου-ρήµατος στην περίπτωση µιας ελληνόφωνης αγραµµατικής α- σθενούς. Αδηµοσίευτη µεταπτυχιακή διατριβή. Πανεπιστήµιο Αθηνών, Ελλάδα. Pollock, J. Y. 1989. Verb movement, UG, and the structure of IP. Linguistic Inquiry, 20, 365-424. Pulman, S. G. 1983. Word Meaning and Belief. Λονδίνο/Canberra: Groom Helm. Quirk, R., Greenbaum, S., Leech, G. & Svartvik, J. 1985. A Comprehensive Grammar of English. Λονδίνο: Longman. Radford, A. 1988. Transformational grammar: A first course. Νέα Υόρκη: Cambridge University Press. Radford, A. 1997. Syntax: A minimalist introduction. Cambridge: Cambridge University Press. Radford, A. 2004. Minimalist Syntax: Exploring the Structure of English. Cambridge: Cambridge University Press. Ralli, A. 1988. Eléments de la morphologie du Grec Moderne: La structure du verbe. Α- δηµοσίευτη διδακτορική διατριβή. Université de Montréal, Montreal, Καναδάς. Rezac, M. 2003. The fine structure of cyclic agree. Syntax, 6, 156-182. Richards, N. 2004. Against bans on lowering. Linguistic Inquiry, 35, 453-463. 374
Rispens, J., Bastiaanse, R., van Zonneveld, R., Jarema, G. & Edwards, S. 1997. Negation in agrammatism: A cross-linguistic comparison. Brain and Language, 60, 75-78. Rispens, J., Bastiaanse, R. & van Zonneveld, R. 2001. Negation in agrammatism: A cross-linguistic comparison. Journal of eurolinguistics, 14, 59-83. Rizzi, L. 1990. Relativized minimality. Cambridge, MA: MIT Press Rizzi, L. 1996. Residual verb-second and the Wh-criterion. Στο A. Belleti & L. Rizzi (επιµ.), Parameters and functional heads: Essays in comparative syntax (σελ. 63-90). Οξφόρδη/Νέα Υόρκη: Oxford University Press. Rizzi, L. 1997. The fine structure of the left periphery. Στο L. Haegeman (επιµ.), Elements of Grammar: Handbook of Generative Syntax (σελ. 281-337). Dordrecht: Kluwer. Roberts, I. 1988. Predicative APs. Linguistic Inquiry, 19, 702-710. Roussou, A. 2000. On the left periphery: Modal particles and complementisers. Journal of Greek Linguistics, 1, 65-94. Ρούσσου, Ά. 2006. Συµπληρωµατικοί είκτες. Αθήνα: Πατάκης Rudanko, J. 1980. Towards a description of negatively conditioned subject operator inversion in English. English Studies, 58, 348-359. Ruigendijk, Ε. 2002. Case assignment in agrammatism: Α cross-linguistic study. Groningen Dissertations in Linguistics. Ruigendijk, Ε. & Avrutin, S. 2003. The comprehension of pronouns and reflexives in agrammatic and Wernicke s aphasia. Brain and Language, 87, 17-18. Ruigendijk, E., Kouwenberg, M. & Friedmann, N. 2004. Question production in Dutch agrammatism. Brain and Language, 91, 116-117. Saffran, E. M. & Marin, O. S. M. 1975. Immediate memory for word lists and sentences in a patient with deficient auditory short-term memory. Brain and Language, 2, 420-433. Scalise, S. 1984. Generative morphology. Dordrecht, Netherlands: Foris Publications. Schwartz, Μ. F. 1984. What the classical aphasia categories can t do for us, and why. Brain and Language, 21, 3-8. Semenza, C. & Zettin, M. 1989. Evidence from aphasia for the role of proper names as pure referring expressions. ature, 342, 678-679. Shapiro, L. P. 2000. An introduction to syntax. Στο R. Bastiaanse & Y. Grodzinsky (επιµ.), Grammatical disorders in aphasia: A neurolinguistic perspective (σελ. 1-34). Λονδίνο/Φιλαδέλφεια: Whurr Publishers. 375
Shapiro, Κ. & Caramazza, Α. 2003. Grammatical processing of nouns and verbs in left frontal cortex? europsychologia, 41, 1189-1198. Sherman, J. C. & Schweickert, J. 1989. Syntactic and semantic contributions to sentence comprehension in agrammatism. Brain and Language, 37, 419-439. Shirai, Y. & Andersen, R. 1995. The acquisition of tense-aspect morphology: A prototype account. Language, 71, 743-762. Stavrakaki, S. 2001. Specific Language Impairment in Greek: Aspects of syntactic production and comprehension. Αδηµοσίευτη διδακτορική διατριβή. Τµήµα Αγγλικής Φιλολογίας, Α.Π.Θ., Θεσσαλονίκη. Stavrakaki, S. & Clashen, H. 2009. The perfective past tense in Greek child language. Journal of Child Language, 36, 113-142. Stavrakaki, S. & Kouvava, S. 2003. Functional categories in agrammatism: Evidence from Greek. Brain and Language, 86, 129-141. Stemberger, J. P. 1984. Structural errors in normal and agrammatic speech. Cognitive europsychology, 1, 281-313. Stemberger, J. P. 1985. Bound morpheme loss errors in normal and agrammatic speech: One mechanism or two? Brain and Language, 25, 246-256. Stemberger, J. P. & MacWhinney, B. 1986. Frequency and the lexical storage of regularly inflected forms. Memory and Cognition, 14, 17-26. Stephany, U. 1981. Verbal grammar in early Modern Greek child language. Στο P. S. Dale & D. Ingram (επιµ.), Child language: An international perspective (σελ. 45-57). Βαλτιµόρη: University Park Press. Swaab, T., Brown, C. & Hagoort, P. 1997. Spoken sentence comprehension in aphasia: Event-related potential evidence for a lexical integration deficit. Journal of Cognitive euroscience, 9, 39-66. Taft, M. & Forster, K. I. 1975. Lexical storage and retrieval of prefixed words. Journal of Verbal Memory and Verbal Behavior, 14, 630-647. Task, R. L. 1993. A dictionary of grammatical terms in Linguistics. Λονδίνο: Routledge. Taylor, C. M. 1996. Negative morphemes in aphasia: Comments on Bebout (1993). Clinical Linguistics & Phonetics, 10, 1-13. Thompson, C. K., Lange, K. L., Schneider, S. L. & Shapiro, L. P. 1997. Agrammatic and non-brain-damaged subjects verb and verb argument structure production. Aphasiology, 11, 473-490. 376
Thompson, C. K. & Shapiro, L. P. 1994. A linguistic specific approach to treatment of sentence production deficits in aphasia. Clinical Aphasiology, 22, 307-323. Thompson, C. K. & Shapiro, L. P. 1995. Training sentence production in agrammatism: Implications for normal and disordered language. Brain and Language, 50, 201-224. Thompson, C. K., Shapiro, L. P., Li, L. & Schendel, L. 1995. Analysis of verbs and verb argument structure: A method for quantification of aphasic language production. Στο P. Lemme (επιµ.), Clinical aphasiology (23 ος τόµος, σελ. 121-140). Austin, TX: pro-ed. Thompson, C. K., Shapiro, L. P. & Roberts, M. 1993. Treatment of sentence production deficits in aphasia: A linguistic-specific approach to wh-interrogative training and generalization. Aphasiology, 7, 111-133. Thompson, C. K., Shapiro, L. P., Tait, M. E., Jacobs, B. J. & Schneider, S. L. 1996. Training Wh-question production in agrammatic aphasia: Analysis of argument and adjunct movement. Brain and Language, 52, 175-228. Thompson, C. K., Tait, M. E., Ballard, K. J. & Fix, S. C. 1999. Agrammatic aphasic subjects comprehension of subject and object extracted wh-questions. Brain and Language, 67, 169-187. Tissot, R., Mounin, F. & Lhermitte, F. 1973. L agrammatisme. Étude neuropsycholinguistique. Βρυξέλλες: Dessart. Tsapkini, Κ., Emmanuel, Α., Passalidou, C. & Nassiopoulou, G. 2007. Boston Diagnostic Aphasia Examination-Short Form: Greek Normative Data (3 η έκδ.). Παρουσίαση poster στο 9th European Conference on Psychological Assessment (ECPA9) της European Association of Psychological Assessment, 3-6 Μαΐου 2007, Θεσσαλονίκη, Ελλάδα. Tsapkini, K., Jarema, G. & Kehayia, E. 2001. Manifestations of morphological impairments in Greek aphasia: A case stuty. Journal of eurolinguistics, 14, 281-296. Tsapkini, K., Jarema, G. & Kehayia, E. 2002α. A morphological processing deficit in verbs but not in nouns: A case study in a highly inflected language. Journal of eurolinguistics, 15, 265-288. Tsapkini, K., Jarema, G. & Kehayia, E. 2002β. The role of verbal morphology in aphasia during lexical access: Evidence from Greek. Στο E. Fava (επιµ.), Clinical Linguistics and Phonetics: Theory and applications in speech pathology and therapy (σελ. 299-314). Amsterdam/Φιλαδέλφεια: John Benjamins. Tsapkini, K., Jarema, G. & Kehayia, E. 2002γ. Regularity revisited: Evidence from lexi- 377
cal access of verbs and nouns in Greek. Brain and Language, 81, 103-119. Tsapkini, K., Jarema, G. & Kehayia, E. 2004. Regularity re-revisited: Modality matters. Brain and Language, 89, 611-616. Tsimpli, I. M. 1990. The clause structure and word order of Modern Greek. UCL Working Papers in Linguistics, 2, 226-255. Tsimpli, I. M. 1995. Focusing in Modern Greek. Στο K. Kiss, (επιµ.), Discourse Configurational Languages (σελ. 176-206), Οξφόρδη: Oxford University Press. Tsimpli, I. M. 2001. LF-interpretability and language development: A study of verbal and nominal features in Greek normally developing and SLI children. Brain and Language, 77, 432-448. Τσιµπλή, Ι. Μ. 2003. Η κατάκτηση του γένους στην Ελληνική ως δεύτερη γλώσσα. Στο Α. Αναστασιάδη-Συµεωνίδη, Α., Ράλλη &. Χειλά-Μαρκοπούλου (επιµ.), Το γένος (σελ. 168-189). Αθήνα: Εκδόσεις Πατάκη. Tsimpli, I. M. & Dimitrakopoulou, M. 2007. The interpretability hypothesis: Evidence from wh-interrogatives in second language acquisition. Second Language Research, 23, 215-242. Tsimpli, I. M. & Ouhalla, J. 1990. Functional categories, UG and modularity. Αδηµοσίευτη εργασία. University College, and Queen Mary and Westfield College, London University. Τσιµπλή, Ι. Μ. & Ρούσσου, Ά. 1993. Η άρνηση στα νέα ελληνικά: είκτες πολικότητας. Μελέτες για την Ελληνική Γλώσσα, 14, 145-160. Tsimpli, I. M. & Roussou, A. 1996. Negation and Polarity Items in Modern Greek. The Linguistic Review, 13, 49-81. Tsimpli, I. M. & Stavrakaki, S. 1999. The effects of a morphosyntactic deficit in the determiner system: The case of a Greek SLI child. Lingua, 108, 31-85. Ullman, M. 2001. A neurocognitive perspective on language: The declarative/procedural model. ature Reviews, 2, 717-726. Ullman, M. T., Corkin, S., Coppola, M., Hickok, G., Growdon, J. H., Koroshetz, W. J. & Pinker, S. 1997. A neural dissociation within language: Evidence that the mental dictionary is part of declarative memory, and that grammatical rules are processed by the procedural system. Journal of Cognitive euroscience, 9, 289-299. Varlokosta, S., Archonti, A., Thomaidis, L. & Joffe, V. 2008. Past tense formation in 378
Williams syndrome: Evidence from Greek. Στο A. Gavarró & M. J. Freitas (επιµ.), Language Acquisition and Language Development (σελ. 481-491). Newcastle: Cambridge Scholars Press. Varlokosta, S. & Edwards, S. 2003. A preliminary investigation into binding and coreference in aphasia. Μελέτες για την Ελληνική Γλώσσα, 23, 555-565. Varlokosta, S., Koutsoubari, N. & Archonti, A. 2008. The acquisition of past tense in Greek TD and SLI children: Testing the dual mechanism account. Παρουσίαση στη 12η Συνάντηση της International Clinical Phonetics and Linguistics Association. Κων/πολη, Τουρκία, Ιούνιος 2008. Varlokosta, S., Valeonti, N., Kakavoulia, M., Lazaridou, M., Economou, A. & Protopapas, A. 2006. The breakdown of functional categories in Greek aphasia: Evidence from agreement, tense, and aspect. Aphasiology, 20, 723-743. Veloudis, I. 1982. egation in Modern Greek. Αδηµοσίευτη διδακτορική διατριβή. University of Reading. UK. Wambaum, J. L. & Thompson, C. K. 1989. Training and generalization of agrammatic aphasic adults wh-interrogative production. Journal of Speech and Hearing Disorders, 54, 509-525. Warburton, I. P. 1973. Modern Greek verb conjugation: Inflectional morphology in a transformational grammar. Lingua, 32, 193-226. Waters, G. & Caplan, D. 1996. The capacity theory of sentence comprehension: A reply to Just and Carpenter. Psychological Review, 103, 761-772. Wenzlaff, M. & Clahsen, H. 2004. Tense and agreement in German agrammatism. Brain and Language, 89, 57-68. Wenzlaff, M. & Clahsen, H. 2005. Finiteness and verb-second in German agrammatism. Brain and Language, 92, 33-44. Yarbay Duman, Τ. & Bastiaanse, R. 2008. Time reference through verb inflection in Turkish agrammatic aphasia. Παρουσίαση poster στο 9 ο διεθνές συνέδριο της Επιστήµης της Αφασίας (The Science of Aphasia IX), 20-25 Σεπτεµβρίου 2008, Χαλκιδική, Ελλάδα. Zanuttini, R. 1997. egation and clausal structure: A comparative study of Romance languages. Νέα Υόρκη/Οξφόρδη: Oxford University Press. 379
380
ΠΙΝΑΚΑΣ ΟΡΩΝ Α A-θέση A'-θέση αγραµµατισµός αδελφός κόµβος ακεραιότητα ενεργοποίησης ακολουθία επιφανείας ακουστική βραχυπρόθεσµη µνήµη ακουστικό λεξικό εισερχόµενων πληροφοριών ακουστικός συνειρµικός φλοιός ακουστικός φλοιός αλυσίδα αλυσίδα «αναφορικής δέσµευσης» αλυσίδα «κυβέρνησης»/συναναφοράς άµεση σειριακή ανάκληση αναγνώριση λέξης αναζητητής ανάκληση αναπαράσταση αναφορική αλυσίδα αναφορική άρνηση αναφορική δέσµευση αναφορική «περιοριστική» πρόταση αναφορική ΠροθΦ αναφορική πρόταση µε κενό αντικειµένου/αναφορική πρόταση αντικειµένου αναφορική πρόταση µε κενό υποκειµένου/αναφορική πρόταση υποκειµένου A-position A'-position Agrammatism sister node integrity of activation surface string auditory short-term memory auditory input lexicon auditory association cortex auditory cortex chain binding chain (antecedent) government chain immediate serial recall word recognition probe retrieval representation referential chain anaphoric negation/negator binding relative restrictive clause referential PP object-gap relative subject-gap relative 381
αναφορικότητα ανθεκτικότητα ενεργοποίησης ανοµική αφασία αντιγραφή αντικείµενο αναφοράς αντιπαραθετική άρνηση αντιστοίχιση αντιστροφή υποκειµένου και βοηθητικού ρήµατος αντωνυµική αναφορά αξιοπιστία αξονική τοµογραφία απαλοιφή προσφύµατος απεικονισιµότητα απόδοση απόδοση φωνολογικών τιµών αποθηκευτική µονάδα αποθήκη επεισοδίων απόκτηση δεύτερης γλώσσας απολεξικοποιηµένο ρήµα αποµάκρυνση +αποµακρυσµένη δοµή αποµακρυσµένη δοµή αποσυγχρονισµός αρθρωτική δοκιµή αριστερή περιφέρεια αριστερός εµπρόσθιος µετωπιαίος φλοιός αριστερός κατώτερος µετωπιαίος φλοιός άρνηση άρνηση µικρών προτασιακών δοµών άρνηση συστατικού αρνητικό παρεµβαλλόµενο στοιχείο αρνητικό συστατικό αρχή σχετικοποίησης του ελαχίστου referentiality endurance of activation anomic aphasia copying referent contrastive negation mapping/matching subject/auxiliary inversion pronominal reference reliability CT scan affix stripping imageability assignment phonological valuation storage unit episodic buffer second language acquisition light verb remoteness remote structure non-remote structure desynchronization articulatory rehearsal left periphery left anterior frontal cortex left inferior frontal cortex negation small clause negation constituent negation negative intevener negative constituent Relativised Minimality 382
αρχή της διευρυµένης προβολής αρχή της κενής κατηγορίας αρχή της οικονοµίας αρχή της προβολής ασθενής νησίδα αφανής µετακίνηση αφασία τύπου Broca αφασία τύπου Wernicke αφασία αφετηριακή πρόταση Extended Projection Principle Empty Category Principle economy principle Projection Principle weak island vacuous movement Broca s aphasia Wernicke s aphasia aphasia source sentence Β βαθιά δυσλεξία βαθµολόγηση «βάρος» σύνδεσης βλάβη βραχυπρόθεσµη µνήµη βραχυπρόθεσµη συγκράτηση (στη µνήµη) βρεγµατικός λοβός deep dyslexia scoring connection weight lesion/damage short-term memory short-term retention parietal lobe Γ γ-σηµάδεµα γεγονοτικότητα γενετική γραµµατική γλωσσική απόκτηση γλωσσικό συστατικό γνωσιακή αναπαράσταση γνωσιακή δοµή γνωστική νευροβιολογία γνωστικό σύστηµα γραµµατική αναπαράσταση γραµµατική του λόγου γ-marking factivity Generative Grammar language acquisition module of language knowledge representation knowledge structure cognitive neurobiology cognitive system grammatical representation discourse grammar 383
γραµµατικό λεξικό γραµµατικός δείκτης grammatical lexicon grammatical marker δείκτης άρνησης δεσµευµένο µόρφηµα δηλωτική πρόταση ιαγνωστική Εξέταση της Βοστόνης για την Αφασία διαγραµµατική γειτνίαση διαγραµµατικός διαγραφή διαδικασία διαθεσιµότητα διακριτικό χαρακτηριστικό διάσπαση της κλίσης διαφλοιική αισθητηριακή αφασία διαφλοιική κινητική αφασία διαχωρισµός διεπαφή διευκολυντική προχωρητική επίδραση διευρυµένη προβολή διµετάβατο ρήµα διπλός διαχωρισµός δίπτυχη πρόταση δοκιµασία δοκιµασία αντιπαραθετικής κρίσης γραµµατικότητας δοκιµασία αντιστοίχισης πρότασης µε εικόνα δοκιµασία διάταξης (προτασιακών) συστατικών δοκιµασία εκµαίευσης ερωτήσεων negative marker bound morpheme declarative sentence Boston Diagnostic Aphasia Examination configurational adjacency configurational deletion process/operation availability feature split inflection tsanscortical sensoric aphasia tsanscortical motoric aphasia dissociation interface priming extended projection ditransitive verb double dissociation cleft sentence task contrastive grammaticality judgment task sentence-picture matching task constituent ordering task question elicitation task 384
δοκιµασία επανάληψης λέξης single-word repetition δοκιµασία επανάληψης πρότασης sentence repetition task δοκιµασία κατονοµασίας confrontation naming task δοκιµασία κατονοµασίας εικόνας picture naming task δοκιµασία κρίσης αληθειακής τιµής truth value judgment task δοκιµασία κρίσης γραµµατικότητας πρότασης sentence grammaticality judgment task δοκιµασία λεξικής απόφασης lexical decision task δοκιµασία παραγωγής µε εκµαίευση elicited production task δοκιµασία συµπλήρωσης πρότασης sentence completion task δοκιµασία συµπλήρωσης (πρότασης) µε περιορισµούς στην επιλογή forced choice completion task δοκιµασία σχηµατισµού προτάσεων constructional task δοµή επιφανείας surface structure δοµηµένη δοκιµασία structured task/test δοµική εγγύτητα structural proximity δοµική επιβολή c-command δοµική πτώση structural case δράστης agent δυσλεξία dyslexia Ε ειδική γλωσσική διαταραχή εισερχόµενη πληροφορία εκτελεστικός έλεγχος εκφορά έκφραση ελάχιστη προτασιακή δοµή έλεγχος εµβέλεια εµµονική/επίµονη επανάληψη εµπρόσθιος βρεγµατικός λοβός εµφανής µαρτυρία specific language impairment input executive control spell-out expression minimal clause structure checking scope perseveration anterior parietal lobe overt evidence 385
εµφανής σύνταξη ενδείκτης ένδειξη ενεργοποίηση ενεργός εννοιακό/διατασικό σύστηµα εξαρτηµένη πρόταση εξελικτική/διαρκής όψη εξερχόµενη πληροφορία εξουσιοδότηση επαγωγική αφασία επανακτησιµότητα επεξεργασία επεξεργασία γλώσσας επίδραση αρχικής θέσης επίδραση σειριακής θέσης επίδραση τελικής θέσης επί-θεση επίθηµα επικράτεια δοµικής επιβολής επίπεδο ορθογραφικών εισερχόµενων πληροφοριών επίπεδο φωνολογικών εξερχόµενων πληροφοριών επίρρηµα τύπου συµπληρώµατος επίρρηµα τύπου χαρακτηριστή Επιρρηµατική Φράση επιφανειακή δοµή ερήµην ερµηνεία αναπαράστασης ερµηνεία επεξεργασίας ερµηνεύσιµο στη Λ χαρακτηριστικό ερµηνεύσιµο χαρακτηριστικό ερµηνευτική επεξεργασία overt syntax index cue activation active conceptual-intentional system subordinate clause progressive aspect output licensing conduction aphasia recoverability processing language processing primacy effect serial position effect recency effect postposition suffix c-command domain orthographic input level phonological output level complement-type adverb specifier-type adverb Adverb Phrase surface structure default representational account processing account LF-interpretable feature interpretable feature interpretive processing 386
ερώτηση µερικής αγνοίας ερώτηση ολικής αγνοίας ερώτηση ορίσµατος ερώτηση προσαρτήµατος ερώτηση-στόχος ερωτηµατικός τελεστής ερωτηµατικό χαρακτηριστικό κεφαλής ερωτηµατικό χαρακτηριστικό χαρακτηριστή εστίαση wh-question yes/no question argument question adjunct question target question wh-operator interrogative head-feature interrogative specifier-feature focus/focalization Θ θέµα θεµατική εσχάρα θεµατική κυβέρνηση θεµατικός ρόλος θεµατοποίηση θέση εµβέλειας θέση προσγείωσης theme thematic grid thematic government thematic/θ-role topicalization scope position landing site Ι ιεραρχία χαρακτηριστικών ισχυρός λεξικαλισµός ισχύς ισχύς ενεργοποίησης ίχνος feature hierarchy strong lexicalism strength strength of activation trace Κ καθολική αφασία Καθολική Γραµµατική κανονική κυβέρνηση global aphasia Universal Grammar proper government 387
κανονική σειρά/διάταξη των όρων καταρρέει κατηγόρηµα κατονοµασία λέξης «κατώφλι» ενεργοποίησης κεκαλυµµένη µετακίνηση κενή κατηγορία κενό κενό αντικειµένου κενό υποκειµένου κενός τελεστής κεντρικό γνωστικό σύστηµα κεντρικό εκτελεστικό σύστηµα κεφαλή κεφαλή-κυβερνήτης κλίση κλιτικό (στοιχείο) κλιτικό επίθηµα κλιτικό µόρφηµα κλιτικό σε θέση αντικειµένου κλιτικό συστατικό κλιτικός αναδιπλασιασµός κοινοί ενδείκτες κριτήριο της Άρνησης κροταφικός λοβός κυβερνηµένη πρόθεση κυβέρνηση κυβέρνηση κεφαλής κυβέρνηση συναναφοράς κύρια ερώτηση κύρια ερώτηση υποκειµένου κωδικοποίηση canonical word order crashes predicate naming activation threshold covert movement empty category gap object gap subject gap empty operator central cognition central executive system head head-governor Inflection clitic inflectional suffix inflectional morpheme object clitic inflectional component clitic doubling coindexation NEG-criterion temporal lobe governed preposition government head government antecedent government matrix sentence matrix subject question encoding 388
Λ λάθος «πλήρωσης κενού» λάθος συναναφοράς λειτουργία λειτουργία µορφοφωνολογικής αξιολόγησης λειτουργική εστία λειτουργική κατηγορία λειτουργική κεφαλή λειτουργικό στοιχείο λειτουργικό στρώµα λεκτική βραχυπρόθεσµη µνήµη λέξη-στόχος λεξικαλισµός λεξική άρνηση λεξική κατηγορία λεξική οδός λεξικό λεξικό δίκτυο εισερχόµενων πληροφοριών λεξικό Καθολικής Γραµµατικής λεξικοσηµασιολογική αποθήκη λήµµα λογική άρνηση λογική δοµή λόγος «filled gap» error co-referencing error operation morphophonological evaluation operation functional locus functional category functional head functor functional layer verbal short-term memory target word lexicalism lexical negation lexical category lexical route lexicon input lexical network Universal Grammar lexicon lexical-semantic buffer entry logical/truth-functional negation Logical Form discourse Μ µακρινή wh-µετακίνηση µακροπρόθεσµη γνωσιακή δοµή µέγιστη προβολή µελέτη οµάδας long wh-movement long-term knowledge structure maximal projection group study 389
µελέτη περίπτωσης case study µεταερµηνευτική επεξεργασία post-interpretive processing µετακίνηση movement µεταπήδηση percolation µετωπιαία έλικα frontal gyrus µετωπιαίος λοβός frontal lobe µη αναφορική αλυσίδα non-referential chain µη εµφανής/φανερή µετακίνηση covert movement µη ερµηνεύσιµo στη Λ χαρακτηριστικό LF-uninterpretable feature µη ερµηνεύσιµo χαρακτηριστικό uninterpretable feature µη οριστική πρόταση non-indicative clause µη πραγµατικό irrealis µη προτασιακή άρνηση nonsentential negation µη ρέουσα αφασία non-fluent aphasia µήκος λέξης word length µηχανισµός επεξεργασίας processing mechanism µηχανισµός λεξικής ανάκλησης lexical retrieval mechanism µινιµαλιστικό πρόγραµµα minimalist program µνήµη εργασίας working memory µοντέλο διαδραστικής ενεργοποίησης interactive activation model µοντέλο του ανταγωνισµού competition model µορφήµατα κλειστής τάξης closed class morphemes µορφικός εκπρόσωπος exponent µορφολογική κλίση morphological inflection µορφολογικός τεµαχισµός morphological decomposition Ν νευρωνική πλαστικότητα νήσος του Rail νοητικό λεξικό νοµιµοποίηση neural plasticity insula/isle of Rail mental lexicon licensing 390
Ο οµαλότητα ονοµατική επικράτεια ονοµατικό στοιχείο οπτικοχωρική δοκιµασία οπτικοχωρικό «σηµειωµατάριο»/αποτύπωµα ορθογραφική ποικιλία ορθογραφικό λεξικό εισερχόµενων πληροφοριών όρισµα όψη regularity nominal domain nominal visuospatial task visuo-spatial sketchpad orthographic variant οrthographic input lexicon argument aspect Π παράδειγµα παραγωγή παρακολούθηση της κόρης του οφθαλµού παράµετρος της Άρν παραπλανητής παραφασία παρεµφατικότητα πάσχων πείραµα κρίσης αποδεκτότητας περιοριστής περιοριστική ΟΦ περισύλβιος χώρος πλαγιοπίσθια µετωπιαία περιοχή πλαίσιο υποκατηγοριοποίησης πλαστικότητα πόροι επεξεργασίας ποσοδείκτης ποσοδεικτική ΠροθΦ paradigm derivation eyetracking the NEG parameter distractor paraphasia finiteness patient acceptability judgment experiment restrictor restrictor NP perisylvian area dorsolateral frontal region subcategorization frame plasticity processing resources quantifier quantificational PP 391
πραγµατικό πρόθεση Προθετική Φράση πρόθηµα προϊόν εξόδου προµετωπιαίες περιοχές προσάρτηµα προσάρτηση προσάρτηση κεφαλής πρόσβαση προσδιοριστής πρόσφυµα προσφυµατικός πρόταση πρόταση µε κανονική διάταξη όρων πρόταση µε µη κανονική διάταξη όρων πρόταση-στόχος προτασιακή άρνηση προτασιακή γραµµατική πρότυπο πρότυπο γενίκευσης πρότυπο της κυβέρνησης και αναφορικής δέσµευσης πτώση πτωτική κυβέρνηση realis preposition Prepositional Phrase prefix output prefrontal areas adjunct adjunction head adjunction access determiner affix affixal clause/sentence canonical sentence non-canonical sentence target sentence sentential negation sentence grammar pattern generalization pattern government and binding theory case case government Ρ ρέουσα αφασία ρηµατική επικράτεια ρηµατική κλίση ρηµατικό σύνολο ρίζα ρυθµός φθοράς fluent aphasia verbal domain verbal inflection verbal complex root decay rate 392
Σ σηµασιολογικό δίκτυο σηµείο αναφοράς σηµείο αναφοράς-κυβερνήτης σηµείο εκφώνησης σηµείο προσγείωσης σθένος ενεργοποίησης στοιχείο στόχος στρατηγική ερήµην/default στρατηγική στρατηγική της ύστατης καταφυγής συγκλίνει συγκράτηση συγχρονισµός συγχώνευση σύµβαση του Χ-τονούµενου σύµπαν της συνοµιλίας συµπεριφορική πλαστικότητα συµπλήρωµα συµπληρωµατική κατανοµή συµπληρωµατικός δείκτης συµπληρωµατικός δείκτης τελεστή συµπληρωµατικός δείκτης τροπικότητας συµφωνία συµφωνία αντικειµένου συµφωνία υποκειµένου συµφωνία υποκειµένου και ρήµατος συµφωνία χαρακτηριστή-κεφαλής συναναφορά σύνδροµο συνθήκη χαρακτηριστή-κεφαλής συνοµιλία συνοµιλιακά ανεξάρτητη ερώτηση semantic network antecedent antecedent-governor spell-out landing site strength of activation item goal default strategy last resort strategy merges retention synchronization merge(r) X-bar theory discourse universe behavioral plasticity complement complementary distribution complementizer complementizer operator modal complementizer agreement object agreement subject agreement verb-subject agreement Spec(ifier)-head agreement coreference syndrome Spec(ifier)-head condition discourse non D(iscourse)-linked question 393
συνοµιλιακά εξαρτηµένο στοιχείο συνοµιλιακά εξαρτηµένη ερώτηση συνοµιλιακή/συµφραστική αναπαράσταση συνοµιλιακή εξάρτηση συντακτική αλυσίδα συντακτική ανάλυση συντακτική αποθήκη συντακτική θέση συντακτικό δέντρο συστατικό κλιτικών διαδικασιών συστατικό µορφηµάτων ρίζας συστατικό παραγωγικών διαδικασιών σύστηµα εξερχόµενων πληροφοριών Συστοιχία της Αφασίας του (Πανεπιστηµίου του) υτικού Οντάριο συχνότητα εµφάνισης συχνότητες σχέση εξάρτησης σχέση συναναφοράς σχέση χαρακτηριστή-κεφαλής D-element D(iscourse)-linked question discourse representation D(iscourse)-linking syntactic chain parsing syntactic buffer syntactic slot syntactic tree inflectional processes component root morpheme component derivational processes component output system Western Ontario Aphasia Battery frequency of occurence raw data dependency coreference relation Spec(ifier)-head relation Τ τελεστής τελικό ρήµα τελική ανάγνωση/ερµηνεία τεµαχιστικό µοντέλο τερµατικό στοιχείο Τεστ της Αφασίας για ίγλωσσους Τεστ Κατονοµασίας της Βοστόνης Τεστ της Λεκτικής Ευχέρειας τιµή τοπική άρνηση τοπικότητα operator telic verb telic reading decompositional model terminal Bilingual Aphasia Test Boston Naming Test Verbal Fluency Test value local negation locality 394
τροπικότητα τυπικά ονοµατικά χαρακτηριστικά τυποποιηµένη ερώτηση τυχαία επίδοση modality formal nominal features formulaic question chance performance Υ υποβοηθούµενη εκµαίευση υποβοηθούµενη παραγωγή υπόθεση δοµικής διαταραχής υπόθεση της αποκοπής του (συντακτικού) δέντρου υπόθεση της αφανούς µετακίνησης υπόθεση της διαγραφής της κενής κατηγορίας υπόθεση της διαγραφής των ιχνών υπόθεση της διαταραχής της µετακίνησης υπόθεση της διαταραχής της µετακίνησης του ρήµατος υπόθεση της µετακίνησης του τελεστή υπόθεση του υποπροσδιορισµού του χρόνου και της συµφωνίας υπόθεση του «χώρου εργασίας της συντακτικής ανάλυσης» υπολεξική οδός υπολογιστικός φόρτος υποσυστηµικό µοντέλο υψηλότερη από τυχαία επίδοση cued elicitation cued production structural deficit hypothesis Tree Pruning Hypothesis vacuous movement hypothesis empty category deletion hypothesis trace deletion hypothesis movement deficit hypothesis verb movement deficit hypothesis operator-movement-hypothesis Tense-Agreement Underspecification Hypothesis the parsing work space hypothesis sublexical route computational load modular model above chance performance Φ φ-χαρακτηριστικά φθορά Φράση Άρνησης phi-features decay Negation Phrase 395
Φράση Έγκλισης Φράση Μέλλοντα Φράση (µη) Οριστικότητας Φράση Όψης φράση προσαρτήµατος Φράση Προσδιοριστή Φράση Συµπληρωµατικού είκτη Φράση Συµφωνίας Φράση Τροπικότητας Φράση Χρόνου φραστική δοµή φωνή φωνητήρια οδός φωνητικά εξέχουσα ένδειξη φωνολογικά τεµάχια εισερχόµενων πληροφοριών φωνολογικά τεµάχια εξερχόµενων πληροφοριών φωνολογική αποθήκη φωνολογική αποθήκη εισερχόµενων πληροφοριών φωνολογική αποθήκη εξερχόµενων πληροφοριών φωνολογική δυσλεξία φωνολογική λέξη φωνολογική πολυπλοκότητα φωνολογικό δίκτυο φωνολογικό κύκλωµα φωνολογικό λεξικό εξερχόµενων πληροφοριών Mood Phrase Future Phrase (In)definitness Phrase Αspect Phrase adjunct phrase Determiner Phrase Complementizer Phrase Agreement Phrase Modal Phrase Tense Phrase phrase structure voice vocal tract phonetically salient cue input phonological segments output phonological segments phonological store input phonological buffer output phonological buffer phonological dyslexia phonological word phonological complexity phonological network phonological loop phonological output lexicon Χ Χ-τονούµενο X-bar 396
χαµηλότερη από τυχαία επίδοση χαρακτηριστής χαρακτηριστικό χρονική οντότητα χρονικό σηµείο εκφώνησης χρόνος αναφοράς χρόνος αντίδρασης χρόνος γεγονότος/συµβάντος χρόνος γλωσσικής εκφοράς χρόνος (γραµµατικός) χρόνος (σηµασιολογικός) Χρόνος/Κλίση below chance performance specifier feature temporal entity utterance time reference time reaction time event time speech time tense time Tense/Inflection W wh-ερώτηση wh-κριτήριο wh-νησίδα wh-οφ ερώτηση wh-τελεστής wh-question wh-criterion wh-island wh- P question wh-operator 397
398
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑΤΑ 399
400
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 1- ΟΚΙΜΑΣΙΕΣ Σ οκιµασία δείξης οντότητας σε εικόνα (1 ο σκίτσο - βλ. σχήµα 3.4, σελ. 122) 1) Ποιον κυνηγά ο πίθηκος; 2) Ποιον κυνηγά ο σκύλος; 3) Ποιος κυνηγά τον πίθηκο; 4) Ποιον κυνηγά ο ελέφαντας; 5) Ποιος κυνηγά τη γάτα; (2 ο σκίτσο) 6) Ποιος κρατάει την κυρία; 7) Ποιον κρατάει το κορίτσι; 8) Ποιον κρατάει η κυρία; 9) Ποιος κρατάει το αγόρι; 10) Ποιος κρατάει το κορίτσι; (3 σκίτσο) 11) Ποιον χτυπάει το αγόρι; 12) Ποιος χτυπάει την κυρία; 13) Ποιος χτυπάει το κορίτσι; 14) Ποιον χτυπάει ο κύριος; 15) Ποιον χτυπάει η κυρία; (4 ο σκίτσο) 16) Ποιος τραβάει τη γιαγιά; 17) Ποιος τραβάει τον νεαρό; 18) Ποιον τραβάει η γιαγιά; 19) Ποιον τραβάει ο παππούς; 20) Ποιον τραβάει η νεαρή γυναίκα; οκιµασία εκµαίευσης ερωτήσεων Ερωτήσεις υποκειµένου wh-ερωτήσεις ορίσµατος 1) Κάποιος λύνει σταυρόλεξα. Θέλουµε να µάθουµε το άτοµο που λύνει σταυρόλεξα. Έτσι ρωτάµε; (Ποιος λύνει σταυρόλεξα;) 2) Κάποιος χτίζει ένα σπίτι. Θέλουµε να µάθουµε το άτοµο που χτίζει σπίτι. Έτσι ρωτά- µε; (Ποιος χτίζει ένα σπίτι;) 3) Κάποιος σηκώνει τη σηµαία. Θέλουµε να µάθουµε το άτοµο που σηκώνει τη σηµαία. Έτσι ρωτάµε; (Ποιος σηκώνει τη σηµαία;) 401
4) Κάποιος διασχίζει το δρόµο. Θέλουµε να µάθουµε το άτοµο που διασχίζει το δρόµο. Έτσι ρωτάµε; (Ποιος διασχίζει το δρόµο;) 5) Κάποιος χύνει το γάλα. Θέλουµε να µάθουµε το άτοµο που χύνει το γάλα. Έτσι ρωτάµε; (Ποιος χύνει το γάλα;) 6) Κάποιος φτύνει το µαθητή. Θέλουµε να µάθουµε το άτοµο που φτύνει το µαθητή. Έ- τσι ρωτάµε; (Ποιος φτύνει το παιδί;) 7) Κάποιος αυξάνει τα κέρδη του. Θέλουµε να µάθουµε το άτοµο που αυξάνει τα κέρδη του. Έτσι ρωτάµε; (Ποιος αυξάνει τα κέρδη του;) 8) Κάποιος στέλνει µια κάρτα. Θέλουµε να µάθουµε το άτοµο που στέλνει την κάρτα. Έτσι ρωτάµε; (Ποιος στέλνει την κάρτα;) 9) Κάποιος δέρνει το παιδί. Θέλουµε να µάθουµε το άτοµο που δέρνει το παιδί. Έτσι ρωτάµε; (Ποιος δέρνει το παιδί;) 10) Κάποιος διανέµει τα κέρδη. Θέλουµε να µάθουµε το άτοµο που διανέµει τα κέρδη. Έτσι ρωτάµε; (Ποιος διανέµει τα κέρδη;) Ερωτήσεις αντικειµένου 11) Ο µαθητής ακούει κάτι. Θέλουµε να µάθουµε αυτό που ακούει ο µαθητής. Έτσι ρωτάµε; (Τι ακούει ο µαθητής;) 12) Ο λοχαγός συγκεντρώνει κάποιους. Θέλουµε να µάθουµε αυτούς που συγκεντρώνει ο λοχαγός. Έτσι ρωτάµε; (Ποιους συγκεντρώνει ο λοχαγός;) 13) Ο ηλεκτρολόγος συνδέει κάτι. Θέλουµε να µάθουµε αυτό που συνδέει ο ηλεκτρολόγος. Έτσι ρωτάµε; (Τι συνδέει ο ηλεκτρολόγος;) 14) Ο δικαστής δικάζει κάποιους. Θέλουµε να µάθουµε αυτούς που δικάζει ο δικαστής. Έτσι ρωτάµε; (Ποιους δικάζει ο δικαστής;) 15) Η κυρία σκότωσε κάτι. Θέλουµε να µάθουµε αυτό που σκότωσε η κυρία. Έτσι ρωτάµε; (Τι σκότωσε η κυρία;) 16) Η κοπέλα στρώνει κάτι. Θέλουµε να µάθουµε αυτό που στρώνει η κοπέλα. Έτσι ρωτάµε; (Τι στρώνει η κοπέλα;) 17) Η µητέρα ταΐζει κάποιον. Θέλουµε να µάθουµε αυτόν που ταΐζει η µητέρα. Έτσι ρωτάµε; (Ποιον ταΐζει η µητέρα;) 18) Ο ζαχαροπλάστης πλάθει κάτι. Θέλουµε να µάθουµε αυτό που πλάθει ο ζαχαροπλάστης. Έτσι ρωτάµε; (Τι πλάθει ο ζαχαροπλάστης;) 19) Ο κύριος λαµβάνει κάτι. Θέλουµε να µάθουµε αυτό που λαµβάνει ο κύριος. Έτσι ρωτάµε; (Τι λαµβάνει ο κύριος;) 20) Η κοπέλα βγάζει κάτι. Θέλουµε να µάθουµε αυτό που βγάζει η κοπέλα. Έτσι ρωτά- µε; (Τι βγάζει η κοπέλα;) 21) Ο δάσκαλος µαλώνει κάποιους. Θέλουµε να µάθουµε αυτούς που µαλώνει ο δάσκαλος. Έτσι ρωτάµε; (Ποιους µαλώνει ο δάσκαλος;) wh-ερωτήσεις προσαρτήµατος 22) Ο κύριος έδεσε κάπου το σκύλο. Θέλουµε να µάθουµε το µέρος όπου έδεσε ο κύριος το σκύλο. Έτσι ρωτάµε; (Πού έδεσε το σκύλο ο κύριος;) 23) Η κοπέλα άφησε κάπου το βιβλίο. Θέλουµε να µάθουµε το µέρος όπου άφησε η κοπέλα το βιβλίο. Έτσι ρωτάµε; (Πού άφησε το βιβλίο η κοπέλα;) 24) Ο γιατρός ψηλάφισε το παιδί σε κάποιο σηµείο. Θέλουµε να µάθουµε το σηµείο 402
στο οποίο ψηλάφισε ο γιατρός το παιδί. Έτσι ρωτάµε; (Πού ψηλάφισε ο γιατρός το παιδί;) 25) Ο πατέρας πίνει καφέ κάπου. Θέλουµε να µάθουµε το µέρος όπου πίνει καφέ ο πατέρας. Έτσι ρωτάµε; (Πού πίνει καφέ ο πατέρας;) 26) Ο υπουργός ιδρύει ένα πανεπιστήµιο κάπου. Θέλουµε να µάθουµε το µέρος όπου ι- δρύει ένα πανεπιστήµιο ο υπουργός. Έτσι ρωτάµε; (Πού ιδρύει ο υπουργός ένα πανεπιστήµιο;) 27) Ο γιατρός ναρκώνει τον ασθενή για κάποιο λόγο. Θέλουµε να µάθουµε το λόγο για τον οποίο ο γιατρός ναρκώνει τον ασθενή. Έτσι ρωτάµε; (Γιατί ναρκώνει τον ασθενή ο γιατρός;) 28) Ο µάγειρας γδέρνει την κότα για κάποιο λόγο. Θέλουµε να µάθουµε το λόγο για τον οποίο ο µάγειρας γδέρνει την κότα. Έτσι ρωτάµε; (Γιατί γδέρνει την κότα ο µάγειρας;) 29) Ο µαθητής τυπώνει την εργασία του για να τη διαβάσει. Θέλουµε να µάθουµε το λόγο για τον οποίο ο µαθητής τυπώνει την εργασία του. Έτσι ρωτάµε; (Γιατί τυπώνει την εργασία του ο µαθητής;) 30) Το παιδί τεντώνει τα χέρια του για κάποιο λόγο. Θέλουµε να µάθουµε το λόγο για τον οποίο το παιδί τεντώνει τα χέρια του. Έτσι ρωτάµε; (Γιατί τεντώνει τα χέρια του το παιδί;) 31) Το κορίτσι σβήνει το φως για κάποιο λόγο. Θέλουµε να µάθουµε το λόγο για τον ο- ποίο το κορίτσι σβήνει το φως. Έτσι ρωτάµε; (Γιατί σβήνει το φως το κορίτσι;) 32) Ο αθλητής έσπασε το χέρι του µε κάποιο τρόπο. Θέλουµε να µάθουµε τον τρόπο µε τον οποίο έσπασε το χέρι του ο αθλητής. Έτσι ρωτάµε; (Πώς έσπασε το χέρι του ο αθλητής;) 33) Η αστυνοµία διέλυσε το πλήθος µε κάποιο τρόπο. Θέλουµε να µάθουµε τον τρόπο µε τον οποίο η αστυνοµία διέλυσε το πλήθος. Έτσι ρωτάµε; (Πώς διέλυσε η αστυνο- µία το πλήθος;) 34) Ο µάγειρας ψήνει το αρνί µε κάποιον ιδιαίτερο τρόπο. Θέλουµε να µάθουµε τον τρόπο, µε τον οποίο ο µάγειρας ψήνει το αρνί. Έτσι ρωτάµε; (Πώς ψήνει ο µάγειρας το αρνί;) 35) Ο κηπουρός σκαλίζει τον κήπο µε έναν νέο τρόπο. Θέλουµε να µάθουµε τον τρόπο µε τον οποίο ο κηπουρός σκαλίζει τον κήπο. Έτσι ρωτάµε; (Πώς σκαλίζει τον κήπο ο κηπουρός;) 36) Ο αγρότης ποτίζει το χωράφι µε ένα νέο τρόπο. Θέλουµε να µάθουµε τον τρόπο µε τον οποίο ποτίζει το χωράφι ο αγρότης. Έτσι ρωτάµε; (Πώς ποτίζει το χωράφι ο αγρότης;) 403
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 2- ΟΚΙΜΑΣΙΕΣ ΑΡΝΗΣΗΣ συχνά οκιµασία κρίσης αληθειακής τιµής 1) Ο κύριος δεν ψήνει λουκάνικα. (Λ) 2) Το παιδί λύνει τα κορδόνια του. (Λ) 3) Ο οικοδόµος χτίζει ένα σπίτι. (Σ) 4) Η κυρία σπάζει τα πιάτα. (Λ) 5) Ο πυροσβέστης σβήνει τη φωτιά. (Σ) 6) Ο µαθητής δεν σηκώνει το χέρι του. (Σ) 7) Ο Άγιος Βασίλης δεν µοιράζει τα δώρα. (Λ) 8) Το παιδί δεν δένει τα κορδόνια του. (Λ) 9) Η αστυνοµία δεν διαλύει τη συγκέντρωση. (Σ) 10) Το παιδί σκοτώνει τη µύγα. (Σ) 11) Ο κύριος δεν στέλνει γράµµα. (Λ) 12) Το κορίτσι βγάζει τα ρούχα του. (Λ) 13) Το παιδί δεν πίνει νερό. (Σ) 14) Η νύφη σέρνει το νυφικό της. (Σ) µη συχνά 15) Η µητέρα δεν λούζει το παιδί. (Λ) (βλ. σχήµα 4.9, σελ. 174) 16) Ο κύριος δεν σκαλίζει τον κήπο. (Σ) (βλ. σχήµα 4.9, σελ. 175) 17) Το παιδί δεν χύνει το γάλα του. (Σ) 18) Το παιδί στολίζει το δέντρο. (Σ) 19) Οι κυρίες τεντώνουν το σεντόνι. (Σ) 20) Η κοπέλα στρώνει το κρεβάτι. (Λ) 21) Ο γιατρός δεν ναρκώνει τον ασθενή. (Σ) 22) Η κυρία συγυρίζει το δωµάτιο. (Λ) 23) Η κυρία πλάθει κουλουράκια. (Λ) 24) Ο κύριος δεν διασχίζει το δρόµο. (Λ) 25) Ο σκύλος δεν δαγκώνει την κυρία. (Σ) 26) Η κυρία γέρνει το φλιτζάνι της. (Σ) 27) Ο αγρότης δεν σπέρνει σιτάρι. (Σ) 28) Η κυρία δεν δέρνει το παιδί. (Λ) 29) Η µαγείρισσα γδέρνει την κότα. (Λ) συχνά οκιµασία διάταξης (προτασιακών) συστατικών µε εικόνες 1) Το παιδί δεν λύνει τα κορδόνια του. 2) Το παιδί δένει τα κορδόνια του. 3) Ο οικοδόµος χτίζει ένα σπίτι. 4) Η κυρία δεν σπάζει τα πιάτα. 404
5) Ο πυροσβέστης σβήνει τη φωτιά. 6) Ο µαθητής δεν σηκώνει το χέρι του. 7) Ο Άγιος Βασίλης µοιράζει τα δώρα. 8) Η αστυνοµία δεν διαλύει τη συγκέντρωση. 9) Το παιδί σκοτώνει µια µύγα. 10) Ο κύριος στέλνει ένα γράµµα. 11) Το κορίτσι δεν βγάζει τα ρούχα του. 12) Το παιδί δεν πίνει νερό. 13) Η νύφη σέρνει το νυφικό της. µη συχνά 14) Ο κύριος διασχίζει το δρόµο. 15) Η κοπέλα δεν στρώνει το κρεβάτι. 16) Το παιδί δεν χύνει το γάλα. 17) Το παιδί στολίζει το δέντρο. 18) Ο κύριος δεν ψήνει µπριζόλες. 19) Οι κυρίες τεντώνουν το σεντόνι. 20) Ο κύριος δεν σκαλίζει τον κήπο. 21) Ο γιατρός δεν ναρκώνει τον ασθενή. 22) Η κυρία δεν συγυρίζει το δωµάτιο. 23) Η κυρία δεν πλάθει κουλουράκια. 24) Η µητέρα λούζει το παιδί. 25) Ο σκύλος δεν δαγκώνει την κυρία. 26) Η κυρία γέρνει το φλιτζάνι της. 27) Ο αγρότης δεν σπέρνει σιτάρι. 28) Η κυρία δέρνει το παιδί. 29) Η κυρία δεν γδέρνει την κότα. οκιµασία διάταξης (προτασιακών) συστατικών χωρίς εικόνες συχνά 1) Τα δώρα µοιράζονται από τον Άγιο Βασίλη. 2) Η κυρία γεµίζει τη γαλοπούλα. 3) Ο αθλητής δεν σηκώνει τα βάρη. 4) Η συγκέντρωση δεν διαλύεται από την αστυνοµία. 5) Το παιδί δεν έχει σκοτώσει τη µύγα. 6) Ο πυροσβέστης έχει σβήσει τη φωτιά. 7) Η κυρία δεν έχει σπάσει τα πιάτα. 8) Ο οικοδόµος έχει χτίσει το σπίτι. 9) Η κοπέλα δεν δένει τα κορδόνια της. 10) Οι τροµοκράτες δικάζονται από το δικαστή. 11) Τα καλώδια δεν συνδέονται από τον ηλεκτρολόγο. 12) Το παιδί λύνει τα κορδόνια του. 13) Η κοπέλα δεν έχει λάβει γράµµα. 405
14) Τα χρήµατα δεν στέλνονται από τον κύριο. 15) Η γάτα δεν πίνει νερό. 16) Το αυτοκίνητο σέρνεται από το φορτηγό. 17) Ο νεαρός έχει βγάλει την µπλούζα του. 18) Η µαθήτρια µαθαίνει αγγλικά. µη συχνά 19) Ο κύριος δεν έχει ψήσει τις µπριζόλες 20) Ο ασθενής ναρκώνεται από το γιατρό. 21) Ο κύριος διασχίζει το δρόµο. 22) Η κυρία δεν δαγκώνεται από το σκύλο. 23) Ο κύριος έχει φιµώσει το σκύλο. 24) Η κυρία δεν λούζει το παιδί. 25) Η κυρία δεν έχει συγυρίσει το δωµάτιο. 26) Ο κύριος τεντώνει το σκοινί. 27) Το δέντρο τσακίζεται από τον άνεµο. 28) Το παιδί έχει χύσει το γάλα. 29) Η κοπέλα δεν στρώνει το κρεβάτι. 30) Το δέντρο δεν στολίζεται από το παιδί. 31) Η µητέρα δεν δέρνει το µωρό. 32) Τα κέρδη δεν διανέµονται από τον πρόεδρο. 33) Η κυρία γέρνει το φλιτζάνι της. 34) Ο γεωργός έχει σπείρει σιτάρι. 35) Το µυστικό προδίδεται από το µαθητή. 36) Η µαγείρισσα δεν έχει γδάρει την κότα. 406
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 3- ΟΚΙΜΑΣΙΕΣ ΧΡΟΝΟΥ, ΣΥΜΦΩΝΙΑΣ, ΟΨΗΣ Συνθήκη συµφωνίας οκιµασία συµπλήρωσης πρότασης (οµαλά, συχνά) 1) Εγώ ακούω µουσική. Εσύ (ακούς µουσική) 2) Εµείς θα λύσουµε σταυρόλεξα. Εγώ (θα λύσω σταυρόλεξα) 3) Εσείς αφήνετε χρέη. Αυτοί (αφήνουν χρέη) 4) Ο λοχαγός συγκεντρώνει τους στρατιώτες. Οι λοχαγοί (συγκεντρώνουν τους στρατιώτες) 5) Εσείς συνδέετε τα καλώδια. Εσύ (συνδέεις τα καλώδια) 6) Οι αγρότες ανεβάζουν τις τιµές. Ο αγρότης (ανεβάζει τις τιµές) 7) Εµείς δένουµε τα κορδόνια µας. Αυτοί (δένουν τα κορδόνια τους) 8) Οι δικαστές δικάζουν τους τροµοκράτες. Ο δικαστής (δικάζει τους τροµοκράτες) 9) Εγώ έσωσα το παιδί. Εµείς (σώσαµε το παιδί) 10) Εσύ έχτιζες ένα σπίτι. Εσείς (χτίζατε ένα σπίτι) 11) Εµείς θα σπάσουµε τα πιάτα. Εσείς (θα σπάσετε τα πιάτα) 12) Εγώ έσβηνα τη φωτιά. Αυτός (έσβηνε τη φωτιά) 13) Εγώ σκότωσα µια µύγα. Εσύ (σκότωσες µια µύγα) 14) Οι αθλητές σήκωσαν τα βάρη. Ο αθλητής (σήκωσε τα βάρη) 15) Εσύ µοίρασες τα δώρα. Εγώ (µοίρασα τα δώρα) 16) Εγώ θα γεµίσω τη γαλοπούλα. Εσύ (θα γεµίσεις τη γαλοπούλα) 17) Ο υπουργός θα ιδρύσει νέες σχολές. Οι υπουργοί (θα ιδρύσουν νέες σχολές) 18) Αυτός θα συνθέσει τραγούδια. Εγώ (θα συνθέσω τραγούδια) 19) Εγώ θα διαλύσω τη συγκέντρωση. Η αστυνοµία (θα διαλύσει τη συγκέντρωση) 20) Εσύ θα στήσεις τη σκηνή. Εσείς (θα στήσετε τη σκηνή) (οµαλά, µη συχνά) 21) Εγώ τυπώνω µια εργασία. Εσύ (τυπώνεις µια εργασία) 22) Εγώ διασχίζω το δρόµο. Εµείς (διασχίζουµε το δρόµο) 23) Εσύ έστρωσες το κρεβάτι. Αυτός (έστρωσε το κρεβάτι) 24) Εσύ χύνεις το γάλα. Αυτός (χύνει το γάλα) 25) Εσύ στολίζεις το δέντρο. Εσείς (στολίζετε το δέντρο) 26) Εσύ τσακίζεις µια κόλλα χαρτί. Εγώ (τσακίζω µια κόλλα χαρτί) 27) Εσείς θα ψήσετε µπριζόλες. Εσύ (θα ψήσεις µπριζόλες) 28) Εµείς τεντώναµε το σκοινί. Αυτοί (τέντωναν το σκοινί) 29) Εσύ δάµασες το λιοντάρι. Εγώ (δάµασα το λιοντάρι) 30) Η γάτα σκάλισε το χώµα. Οι γάτες (σκάλισαν το χώµα) 31) Εµείς θα ταΐζουµε τα παιδιά. Εσείς (θα ταΐζετε τα παιδιά) 32) Ο γιατρός θα ναρκώσει τους ασθενείς. Οι γιατροί (θα ναρκώσουν 407
τους ασθενείς) 33) Οι γιατροί ψηλαφίζουν τους ασθενείς. Ο γιατρός (ψηλαφίζει τους ασθενείς) 34) Εγώ θα συγυρίσω το σπίτι. Εσύ (θα συγυρίσεις το σπίτι) 35) Εµείς θα πλάσουµε κουλουράκια. Εγώ (θα πλάσω κουλουράκια) 36) Εσείς θα λούσετε τα µαλλιά σας. Εµείς (θα λούσουµε τα µαλλιά µας) 37) Εµείς δαγκώναµε τη γλώσσα µας. Εγώ (δάγκωνα τη γλώσσα µου) 38) Εσύ πότιζες τον κήπο. Εσείς (ποτίζατε τον κήπο) 39) Εγώ κούρδισα το ρολόι. Εµείς (κουρδίσαµε το ρολόι) 40) Εµείς φιµώνουµε τα σκυλιά. Αυτοί (φιµώνουν τα σκυλιά) (µη οµαλά, συχνά) 41) Εγώ αυξάνω τα κέρδη µου. Εσύ (αυξάνεις τα κέρδη σου) 42) Αυτοί λαµβάνουν γράµµατα. Αυτός (λαµβάνει γράµµατα) 43) Εγώ έστειλα µια κάρτα. Εµείς (στείλαµε µια κάρτα) 44) Εσύ έβγαζες τα ρούχα σου. Εγώ (έβγαζα τα ρούχα µου) 45) Εσύ θα µάθεις Αγγλικά. Εσείς (θα µάθετε Αγγλικά) 46) Εµείς θα ανεβούµε στο βουνό. Αυτοί (θα ανεβούν(ε) στο βουνό) 47) Εγώ έπινα µπύρα. Εσύ (έπινες µπύρα) 48) Αυτή σέρνει το φόρεµά της. Αυτές (σέρνουν(ε) το φόρεµά τους) (µη οµαλά, µη συχνά) 49) Ο δικαστής απονέµει δικαιοσύνη. Οι δικαστές (απονέµουν δικαιοσύνη) 50) Εσύ πρόδωσες το µυστικό. Εγώ (πρόδωσα το µυστικό) 51) Εσείς διανέµετε τα κέρδη. Εσύ (διανέµεις τα κέρδη) 52) Εµείς γέρνουµε το κεφάλι. Εσείς (γέρνετε το κεφάλι) 53) Ο αγρότης θα σπείρει σιτάρι. Οι αγρότες (θα σπείρουν σιτάρι) 54) Εσύ έδερνες το παιδί. Αυτή (έδερνε το παιδί) 55) Εγώ θα υποµείνω τον πόνο. Εσύ (θα υποµείνεις τον πόνο) 56) Εγώ έγδαρα τα ζώα. Εµείς (γδάραµε τα ζώα) Συνθήκη χρόνου (οµαλά, συχνά) 1) Τώρα τα παιδιά ακούν µουσική. Πριν τα παιδιά (άκουγαν/ άκουσαν/είχαν ακούσει µουσική) 2) Τώρα εµείς λύνουµε σταυρόλεξα. Μετά εµείς (θα λύνουµε/ θα λύσουµε σταυρόλεξα) 3) Στο µέλλον εσύ θα αφήνεις χρέη. Τώρα εσύ (αφήνεις χρέη) 4) Τώρα ο λοχαγός συγκεντρώνει τους στρατιώτες. Πριν ο λοχαγός (συγκέντρωνε/συγκέντρωσε/είχε συγκεντρώσει τους στρατιώτες) 5) Μετά ο ηλεκτρολόγος θα συνδέσει τα καλώδια. Αυτή τη στιγµή ο ηλεκτρολόγος 408
(συνδέει τα καλώδια) 6) Πριν οι αγρότες ανέβασαν τις τιµές. Αυτή τη στιγµή οι αγρότες (ανεβάζουν τις τιµές) 7) Τώρα εγώ δένω τα κορδόνια µου. Πριν εγώ (έδεσα/έδενα/είχα δέσει τα κορδόνια µου) 8) Σε λίγο εσείς θα δικάσετε τους τροµοκράτες. Αυτή τη στιγµή εσείς (δικάζετε τους τροµοκράτες) 9) Πριν εσύ έσωσες το σκύλο. Μετά εσύ (θα σώσεις το σκύλο) 10) Πέρυσι εµείς χτίσαµε ένα σπίτι. Του χρόνου εµείς (θα χτίσουµε/ θα χτίζουµε ένα σπίτι) 11) Πριν εµείς σπάσαµε πιάτα. Αυτή τη στιγµή εµείς (σπάµε/σπάζουµε πιάτα) 12) Πριν οι πυροσβέστες έσβησαν τη φωτιά. Μετά οι πυροσβέστες (θα σβήσουν/θα σβήνουν τη φωτιά) 13) Πριν εγώ σκότωσα τη µέλισσα. Μετά εγώ (θα σκοτώσω/θα σκοτώνω τη µέλισσα) 14) Πριν ο αθλητής σήκωσε τα βάρη. Αυτή τη στιγµή ο αθλητής (σηκώνει τα βάρη) 15) Χθες εσύ µοίρασες τα δώρα. Αύριο εσύ (θα µοιράσεις/θα µοιράζεις τα δώρα) 16) Αύριο εγώ θα γεµίσω τη γαλοπούλα. Χθες εγώ (γέµισα/γέµιζα τη γαλοπούλα) 17) Του χρόνου εσείς θα ιδρύσετε νέες σχολές. Πέρυσι εσείς (ιδρύσατε/ίδρύατε/είχατε ιδρύσει νέες σχολές) 18) Του χρόνου εσείς θα συνθέσετε τραγούδια. Πέρυσι εσείς (συνθέσατε τραγούδια) 19) Αύριο η αστυνοµία θα διαλύσει τη συγκέντρωση. Χθες η αστυνοµία (διέλυσε/διάλυσε τη συγκέντρωση) 20) Τώρα εσείς στήνετε τη σκηνή. Πριν εσείς (στήσατε/στήνατε τη σκηνή) (οµαλά, µη συχνά) 21) Σήµερα εµείς τυπώνουµε την εργασία µας. Αύριο εµείς (θα τυπώσουµε/θα τυπώνουµε την εργασία µας) 22) Τώρα εγώ διασχίζω το δρόµο. Μετά εγώ. (θα διασχίσω/θα διασχίζω το δρόµο) 23) Πριν εσύ έστρωσες το κρεβάτι σου. Αυτή τη στιγµή εσύ (στρώνεις το κρεβάτι σου) 24) Τώρα εσύ χύνεις το γάλα. Πριν εσύ (έχυσες/έχυνες το γάλα) 25) Τώρα εσείς στολίζετε το δέντρο. Μετά εσείς (θα στολίσετε/θα στολίζετε το δέντρο) 26) Τώρα εγώ τσακίζω κόλλες χαρτί. Πριν εγώ (τσάκιζα/τσάκισα κόλλες χαρτί) 27) Χθες εγώ έψησα µπριζόλες. Αύριο εγώ (θα ψήσω/θα ψήνω µπριζόλες) 28) Χθες εµείς τεντώσαµε το σκοινί. Τώρα εµείς (τεντώνουµε το σκοινί) 29) Πριν εσύ δάµασες το λιοντάρι. Αυτή τη στιγµή εσύ (δαµάζεις το λιοντάρι) 30) Χθες η γάτα σκάλισε το χώµα. Αύριο η γάτα (θα σκαλίσει/θα σκαλίζει το χώµα) 409
31) Πριν εµείς ταΐσαµε τα παιδιά. Μετά εµείς (θα ταΐσουµε/θα ταΐζουµε τα παιδιά) 32) Τώρα ο γιατρός ναρκώνει τους ασθενείς. Πριν ο γιατρός (νάρκωσε/νάρκωνε τους ασθενείς) 33) Τώρα οι γιατροί ψηλαφίζουν τους ασθενείς. Πριν οι γιατροί (ψηλάφισαν/ψηλάφιζαν τους ασθενείς) 34) Αύριο εγώ θα συγυρίσω το σπίτι. Χθες εγώ (συγύρισα/συγύριζα το σπίτι) 35) Αύριο εσύ θα πλάσεις κουλουράκια. Χθες εσύ (έπλασες/έπλαθες κουλουράκια) 36) Αύριο εσείς θα λούσετε τα µαλλιά σας. Χθες εσείς (λούσατε τα µαλλιά σας) 37) Πριν εσείς δαγκώνατε τη γλώσσα σας. Αυτή τη στιγµή εσείς (δαγκώνετε τη γλώσσα σας) 38) Τώρα αυτοί ποτίζουν τον κήπο. Μετά αυτοί (θα ποτίσουν/θα ποτίζουν τον κήπο) 39) Μετά αυτοί θα κουρδίσουν τα ρολόγια. Τώρα αυτοί (κουρδίζουν τα ρολόγια) 40) Πριν οι άντρες φίµωσαν τα σκυλιά. Αυτή τη στιγµή οι άντρες (φιµώνουν τα σκυλιά) (µη οµαλά, συχνά) 41) Πέρυσι οι αγρότες αύξησαν τα κέρδη τους. Του χρόνου οι αγρότες (θα αυξήσουν(ε) τα κέρδη τους) 42) Πέρυσι εγώ λάµβανα πολλά γράµµατα. Φέτος εγώ (λαµβάνω πολλά γράµµατα) 43) Χθες εσείς στείλατε µια κάρτα. Αύριο εσείς (θα στείλετε µια κάρτα) 44) Πριν εσύ έβγαλες τα ρούχα σου. Αυτή τη στιγµή εσύ (βγάζεις τα ρούχα σου) 45) Του χρόνου εµείς θα µάθουµε Αγγλικά. Πέρυσι εµείς (µάθαµε/ µαθαίναµε Αγγλικά) 46) Αύριο εµείς θα ανεβούµε στο βουνό. Χθες εµείς (ανεβήκαµε στο βουνό) 47) Πέρυσι εγώ έπινα µπύρα. Του χρόνου εγώ (θα πίνω µπύρα) 48) Τώρα αυτή σέρνει το φόρεµά της. Πριν αυτή (έσυρε/έσερνε το φόρεµά της) (µη οµαλά, µη συχνά) 49) Χθες ο πρόεδρος απένειµε τα βραβεία. Αύριο ο πρόεδρος (θα απονείµει/ θα απονέµει τα βραβεία) 50) Πριν εσύ πρόδωσες το µυστικό. Αυτή τη στιγµή εσύ (προδίδεις/προδώνεις το µυστικό) 51) Τώρα αυτοί διανέµουν τα κέρδη. Μετά αυτοί (θα διανείµουν/θα διανέµουν τα κέρδη) 52) Τώρα εµείς γέρνουµε το κεφάλι µας. Πριν εµείς (γέρναµε/γείραµε το κεφάλι µας) 53) Αύριο ο αγρότης θα σπείρει σιτάρι. Χθες ο αγρότης (έσπειρε/έσπερνε 410
σιτάρι) 54) Χθες εσύ έδειρες το παιδί. Αύριο εσύ (θα δείρεις/θα δέρνεις το παιδί) 55) Αύριο εγώ θα υποµείνω τον πόνο. Χθες εγώ (υπόµεινα/υπέµεινα/ υπέµενα/υπόµενα τον πόνο) 56) Πριν εσείς γδάρατε τα ζώα. Αυτή τη στιγµή εσείς (γδέρνετε τα ζώα) Συνθήκη όψης (οµαλά, συχνά) 1) Χθες εσύ άκουσες αυτό το τραγούδι τρεις φορές. Προχθές εσύ διαρκώς (άκουγες αυτό το τραγούδι) 2) Πέρυσι ο Γιώργος άφησε δυο φορές το σκύλο του στο γείτονα. Παλιότερα ο Γιώργος πολύ συχνά (άφηνε το σκύλο του στο γείτονα) 3) Αύριο εµείς όλο το µεσηµέρι θα λύνουµε το σταυρόλεξο. Αύριο εµείς σε µια ώρα (θα λύσουµε το σταυρόλεξο) 4) Αύριο ο λοχαγός όλο το πρωί θα συγκεντρώνει τους στρατιώτες. Αύριο ο λοχαγός σε µια ώρα (θα συγκεντρώσει τους στρατιώτες) 5) Αύριο ο ηλεκτρολόγος σε µισή ώρα θα συνδέσει τα καλώδια. Αύριο ο ηλεκτρολόγος όλο το πρωί (θα συνδέει τα καλώδια) 6) Πέρυσι εγώ σε κάθε τρίµηνο ανέβαζα τους βαθµούς µου. Πέρυσι εγώ µόνο σε ένα τρίµηνο (ανέβασα τους βαθµούς µου) 7) Πριν το παιδί επί ένα λεπτό έδενε τα κορδόνια του. Πριν το παιδί σε ένα µόλις λεπτό (έδεσε τα κορδόνια του) 8) Οι δικαστές επί µία βδοµάδα θα δικάζουν τους τροµοκράτες. Οι δικαστές σε µία µόλις µέρα θα (δικάσουν τους τροµοκράτες) 9) Χθες οι πυροσβέστες σε δύο ώρες έσωσαν τη ζωή πολλών παιδιών. Χθες οι πυροσβέστες επί δύο ώρες (έσωζαν τη ζωή πολλών παιδιών) 10) Οι οικοδόµοι µέσα σε ένα χρόνο θα χτίσουν το σπίτι. Οι οικοδόµοι επί ένα χρόνο θα (θα χτίζουν το σπίτι) 11) Χθες εµείς όλη τη νύχτα σπάζαµε πιάτα. Χθες εµείς µόνο δύο φορές (σπάσαµε πιάτα) 12) Χθες εγώ µέσα σε δέκα λεπτά έσβησα τη φωτιά. Χθες εγώ επί δέκα λεπτά (έσβηνα τη φωτιά) 13) Μετά εγώ µέσα σε ένα τέταρτο θα σκοτώσω τις µύγες. Μετά εγώ επί ένα τέταρτο (θα σκοτώνω τις µύγες) 14) Πριν οι αθλητές επί µία ώρα σήκωναν τα βάρη. Πριν οι αθλητές µέσα σε µία ώρα (σήκωσαν τα βάρη) 15) Αύριο εσύ µέσα σε µία ώρα θα µοιράσεις τα δώρα. Αύριο εσύ επί µία ώρα (θα µοιράζεις τα δώρα) 16) Μετά εγώ επί µισή ώρα θα γεµίζω τη γαλοπούλα. Μετά εγώ µέσα σε µισή ώρα (θα γεµίσω τη γαλοπούλα) 17) Ο υπουργός κάθε χρόνο θα ιδρύει νέες σχολές. Ο υπουργός του χρόνου (θα ιδρύσει νέες σχολές) 18) Αυτός του χρόνου θα συνθέσει τραγούδια. Αυτός κάθε χρόνο θα (συνθέτει τραγούδια) 19) Πριν η αστυνοµία επί µία ώρα διέλυε τη συγκέντρωση. Πριν η αστυνοµία µέσα σε µία ώρα (διέλυσε/διάλυσε τη 411
συγκέντρωση) 20) Πριν εσείς µέσα σε δέκα λεπτά στήσατε τη σκηνή. Πριν εσείς επί δέκα λεπτά (στήνατε τη σκηνή) (οµαλά, µη συχνά) 21) Αύριο εγώ επί µία ώρα θα τυπώνω την εργασία µου. Αύριο εγώ µέσα σε µία ώρα (θα τυπώσω την εργασία µου) 22) Χθες εγώ επί µία ώρα διέσχιζα το δρόµο. Χθες εγώ µέσα σε µία ώρα (διέσχισα/διάσχισα το δρόµο) 23) Μετά εσύ µέσα σε δέκα λεπτά θα στρώσεις το κρεβάτι σου. Μετά εσύ επί δέκα λεπτά (θα στρώνεις το κρεβάτι σου) 24) Πριν εσύ µέσα σε δέκα δευτερόλεπτα έχυσες το γάλα. Πριν εσύ επί δέκα δευτερόλεπτα (έχυνες το γάλα) 25) Αύριο εµείς επί µία ώρα θα στολίζουµε το δέντρο. Αύριο εµείς µέσα σε µία ώρα (θα στολίσουµε το δέντρο) 26) Χθες ο δυνατός αέρας επί µία ώρα τσάκιζε τα δέντρα. Χθες ο δυνατός αέρας µέσα σε µία ώρα (τσάκισε τα δέντρα) 27) Μετά εγώ µέσα σε µία ώρα θα ψήσω τις µπριζόλες. Μετά εγώ επί µία ώρα (θα ψήνω τις µπριζόλες) 28) Πριν εµείς µέσα σε πέντε λεπτά τεντώσαµε το σχοινί. Πριν εµείς επί πέντε λεπτά διαρκώς (τεντώναµε το σχοινί) 29) Χθες εσύ επί µία ώρα δάµαζες το λιοντάρι. Χθες εσύ µέσα σε µία ώρα (δάµασες το λιοντάρι) 30) Πριν η γάτα για µια στιγµή σκάλισε το χώµα. Πριν η γάτα επί δέκα λεπτά (σκάλιζε το χώµα) 31) Μετά εµείς µέσα σε δέκα λεπτά θα ταΐσουµε τα παιδιά. Μετά εµείς επί δέκα λεπτά (θα ταΐζουµε τα παιδιά) 32) Μετά ο γιατρός επί δέκα λεπτά θα ναρκώνει τους ασθενείς. Μετά ο γιατρός µέσα σε δέκα λεπτά (θα ναρκώσει τους ασθενείς) 33) Πριν οι γιατροί επί δέκα λεπτά ψηλάφιζαν τους αρρώστους. Πριν οι γιατροί µέσα σε δέκα λεπτά (ψηλάφισαν τους αρρώστους) 34) Αύριο εγώ µέσα σε δύο ώρες θα συγυρίσω το σπίτι. Αύριο εγώ επί δύο ώρες (θα συγυρίζω το σπίτι) 35) Μετά εσύ επί µισή ώρα θα πλάθεις τα κουλουράκια. Μετά εσύ µέσα σε µισή ώρα (θα πλάσεις τα κουλουράκια) 36) Μετά εσείς µέσα σε πέντε λεπτά θα λούσετε τα µαλλιά σας. Μετά εσείς επί πέντε λεπτά (θα λούζετε τα µαλλιά σας) 37) Πριν ο σκύλος επί ένα λεπτό δάγκωνε το χέρι µου. Πριν ο σκύλος µόλις µία φορά (δάγκωσε το χέρι µου) 38) Αύριο αυτοί επί µία ώρα θα ποτίζουν τον κήπο. Αύριο αυτοί µέσα σε µία ώρα (θα ποτίσουν/θα έχουν ποτίσει τον κήπο) 39) Χθες αυτοί µέσα σε δύο λεπτά κούρδισαν τα ρολόγια. Χθες αυτοί επί δύο λεπτά (κούρδιζαν τα ρολόγια) 40) Χθες ο άντρας µέσα σε πέντε λεπτά φίµωσε τα σκυλιά. Χθες ο άντρας επί πέντε λεπτά (φίµωνε τα σκυλιά) 412
(µη οµαλά, συχνά) 41) Τον επόµενο µήνα εγώ θα αυξήσω τα κέρδη µου. Τον επόµενο µήνα εγώ κάθε µέρα (θα αυξάνω τα κέρδη µου) 42) Την τελευταία βδοµάδα εγώ δύο φορές έλαβα γράµµα. Παλιότερα εγώ διαρκώς (λάµβανα γράµµατα) 43) Χθες εσείς όλο το πρωί στέλνατε τις κάρτες. Χθες το πρωί εσείς µέσα σε µία ώρα (στείλατε τις κάρτες) 44) Μετά εσύ επί πέντε λεπτά θα βγάζεις τα ρούχα σου. Μετά εσύ µέσα σε πέντε λεπτά (θα βγάλεις τα ρούχα σου) 45) Αύριο εγώ επί µισή ώρα θα µαθαίνω το ποίηµα. Αύριο εγώ µέσα σε µισή ώρα (θα µάθω το ποίηµα) 46) Αύριο εµείς µέσα σε δύο ώρες θα ανεβούµε στο βουνό. Αύριο εµείς επί δύο ώρες (θα ανεβαίνουµε στο βουνό) 47) Παλιότερα εγώ διαρκώς έπινα µπύρα. Τον τελευταίο µήνα εγώ µόνο µία φορά (ήπια µπύρα) 48) Πριν η Μαρία για µια στιγµή έσυρε κάτω το φόρεµά της. Πριν η Μαρία επί δέκα λεπτά (έσερνε κάτω το φόρεµά της) (µη οµαλά, µη συχνά) 49) Αύριο ο πρόεδρος επί µισή ώρα θα απονέµει τα βραβεία. Αύριο ο πρόεδρος µέσα σε µισή ώρα (θα απονείµει τα βραβεία) 50) Πέρυσι εσύ τρεις φορές πρόδωσες κάποιο µυστικό. Παλιότερα εσύ διαρκώς (πρόδιδες/πρόδωνες κάποιο µυστικό) 51) Του χρόνου ο πρόεδρος κάθε µήνα θα διανέµει τα κέρδη. Του χρόνου ο πρόεδρος µόνο µία φορά (θα διανείµει τα κέρδη) 52) Πριν εµείς επί δέκα λεπτά γέρναµε το κεφάλι. Πριν εµείς για µια στιγµή (γείραµε το κεφάλι) 53) Αύριο ο αγρότης µέσα σε δύο ώρες θα σπείρει το σιτάρι. Αύριο ο αγρότης όλο το πρωί (θα σπέρνει το σιτάρι) 54) Πρόπερσι εσύ κάθε βδοµάδα έδερνες το παιδί. Πέρυσι εσύ µόνο δύο φορές (έδειρες το παιδί) 55) Πέρυσι εγώ µόνο δύο φορές υπέµεινα τις προσβολές. Παλιότερα εγώ διαρκώς (υπέµενα τις προσβολές) 56) Αύριο εσείς µέσα σε µία ώρα θα γδάρετε τα ζώα. Αύριο εσείς επί µία ώρα (θα γδέρνετε τα ζώα) Συνθήκη Χρόνου οκιµασία κρίσης γραµµατικότητας πρότασης 1) Χθες ο γιατρός θα ναρκώσει τον ασθενή. 2) Μετά οι πυροσβέστες θα σβήσουν τη φωτιά. 3) Αύριο εµείς ταΐσαµε τα παιδιά. 4) Αυτή τη στιγµή εµείς σπάζουµε πιάτα. 5) Αύριο εσύ έδειρες το παιδί. 6) Μετά εγώ θα σκοτώσω τη µέλισσα. 413
7) Πέρυσι εµείς θα µάθουµε Αγγλικά. 8) Αύριο εσύ µοίρασες τα δώρα. 9) Χθες οι γιατροί θα ψηλαφίσουν τους ασθενείς. 10) Αυτή τη στιγµή ο αθλητής σηκώνει τα βάρη. 11) Χθες εγώ θα συγυρίσω το σπίτι. 12) Χθες εσύ έπλασες κουλουράκια. 13) Χθες εµείς ανεβήκαµε στο βουνό. 14) Χθες ο αγρότης θα σπείρει σιτάρι. 15) Χθες η αστυνοµία θα διαλύσει τη συγκέντρωση. 16) Αυτή τη στιγµή εσείς δαγκώνετε τη γλώσσα σας. 17) Πέρυσι εσείς θα ιδρύσετε νέες σχολές. 18) Τώρα αυτοί κουρδίζουν τα ρολόγια. 19) Χθες εγώ θα γεµίσω τη γαλοπούλα. 20) Αυτή τη στιγµή εσείς γδέρνετε τα ζώα. 21) Αυτή τη στιγµή οι άντρες φιµώνουν τα σκυλιά. 22) Χθες εσείς λούσατε τα µαλλιά σας. 23) Του χρόνου εγώ θα πίνω µπύρα. 24) Χθες εσείς θα στήνετε τη σκηνή. 25) Χθες εγώ υπέµενα τον πόνο. 26) Αύριο αυτοί πότισαν τον κήπο. 27) Χθες αυτή θα σύρει το φόρεµά της. 28) Πέρυσι εσείς συνθέσατε τραγούδια. 29) Τώρα εσύ αφήνεις χρέη. 30) Αύριο ο πρόεδρος απένειµε τα βραβεία. 31) Μετά εµείς θα λύσουµε σταυρόλεξα. 32) Αύριο εµείς τυπώσαµε την εργασία µας. 33) Χθες εσύ θα χύσεις το γάλα. 34) Μετά εσείς θα στολίσετε το δέντρο. 35) Χθες τα παιδιά θα ακούν µουσική. 36) Χθες ο λοχαγός θα συγκεντρώσει τους στρατιώτες. 37) Αυτή τη στιγµή ο ηλεκτρολόγος συνδέει τα καλώδια. 38) Αυτή τη στιγµή εσύ στρώνεις το κρεβάτι σου. 39) Μετά εγώ θα διασχίσω το δρόµο. 40) Του χρόνου οι αγρότες αύξησαν τα κέρδη τους. 41) Φέτος εγώ λαµβάνω πολλά γράµµατα. 42) Αυτή τη στιγµή εσύ προδίδεις το µυστικό. 43) Χθες εγώ θα τσακίσω κόλλες χαρτί. 44) Αύριο εγώ έψησα µπριζόλες. 45) Αυτή τη στιγµή οι αγρότες ανεβάζουν τις τιµές. 46) Του χρόνου εµείς χτίσαµε ένα σπίτι. 47) Χθες εγώ θα δέσω τα κορδόνια µου. 48) Αύριο η γάτα σκάλισε το χώµα. 49) Μετά αυτοί θα διανείµουν τα κέρδη. 50) Χθες εµείς θα γέρνουµε το κεφάλι µας. 51) Αυτή τη στιγµή εσείς δικάζετε τους τροµοκράτες. 52) Τώρα εµείς τεντώνουµε το σκοινί. 53) Αύριο εσύ έσωσες το σκύλο. 54) Αυτή τη στιγµή εσύ δαµάζεις το λιοντάρι. 55) Αύριο εσείς στείλατε µια κάρτα. 56) Αυτή τη στιγµή εσύ βγάζεις τα ρούχα σου. 414
Συνθήκη συµφωνίας 1) Εσύ θα γεµίσω τη γαλοπούλα. 2) Οι υπουργοί θα ιδρύσουν νέες σχολές. 3) Εγώ θα συνθέσω τραγούδια. 4) Η αστυνοµία θα διαλύσει τη συγκέντρωση. 5) Εσείς θα στήσεις τη σκηνή. 6) Εµείς θα λούσουµε τα µαλλιά µας. 7) Εγώ δαγκώναµε τη γλώσσα µου. 8) Εσείς πότιζες τον κήπο. 9) Εµείς κουρδίσαµε το ρολόι. 10) Αυτοί φιµώνουν τα σκυλιά. 11) Εσύ έπινα µπύρα. 12) Αυτές σέρνουν το φόρεµά τους. 13) Εσύ θα υποµείνω τον πόνο. 14) Εµείς έγδαρα τα ζώα. 15) Εσείς θα σπάσουµε τα πιάτα. 16) Αυτός έσβηνε τη φωτιά. 17) Εσύ σκότωσα µια µύγα. 18) Ο αθλητής σήκωσαν τα βάρη. 19) Εγώ µοίρασες τα δώρα. 20) Εσείς θα ταΐζουµε τα παιδιά. 21) Οι γιατροί θα ναρκώσει τους ασθενείς. 22) Ο γιατρός ψηλαφίζει τους ασθενείς. 23) Εσύ θα συγυρίσεις το σπίτι. 24) Εγώ θα πλάσω κουλουράκια. 25) Εσείς θα µάθεις Αγγλικά. 26) Αυτοί θα ανεβούν στο βουνό. 27) Οι αγρότες θα σπείρουν σιτάρι. 28) Αυτή έδερνες το παιδί. 29) Ο αγρότης ανεβάζουν τις τιµές. 30) Αυτοί δένουν τα κορδόνια τους. 31) Ο δικαστής δικάζει τους τροµοκράτες. 32) Εµείς σώσαµε το παιδί. 33) Εσείς έχτιζες ένα σπίτι. 34) Εγώ τσακίζω µια κόλλα χαρτί. 35) Εσύ θα ψήσετε µπριζόλες. 36) Αυτοί τεντώναµε το σκοινί. 37) Εγώ δάµασα το λιοντάρι. 38) Οι γάτες σκάλισαν το χώµα. 39) Εµείς στείλαµε µια κάρτα. 40) Εγώ έβγαζες τα ρούχα µου. 41) Εσύ διανέµεις τα κέρδη. 42) Εσείς γέρνουµε το κεφάλι. 43) Εσύ ακούς µουσική. 44) Εγώ θα λύσουµε σταυρόλεξα. 45) Εσύ συνδέεις τα καλώδια. 46) Αυτοί αφήνετε χρέη. 47) Οι λοχαγοί συγκεντρώνουν τους στρατιώτες. 48) Εσύ τυπώνω µια εργασία. 49) Εµείς διασχίζω το δρόµο. 415
50) Αυτός έστρωσε το κρεβάτι. 51) Αυτός χύνεις το γάλα. 52) Εσείς στολίζετε το δέντρο. 53) Εσύ αυξάνεις τα κέρδη σου. 54) Αυτός λαµβάνουν γράµµατα. 55) Οι δικαστές απονέµει δικαιοσύνη. 56) Εγώ πρόδωσα το µυστικό. Συνθήκη όψης 1) Παλιότερα εσύ πρόδωσες κάποιο µυστικό συχνά. 2) Αύριο ο ηλεκτρολόγος θα συνδέει τα καλώδια όλο το πρωί. 3) Παλιότερα ο κύριος άφηνε το σκύλο του στο γείτονα συχνά. 4) Προχθές εσύ άκουσες αυτό το τραγούδι διαρκώς. 5) Χθες εγώ διέσχιζα το δρόµο µέσα σε µία ώρα. 6) Τον επόµενο µήνα εγώ θα αυξήσω τα κέρδη µου κάθε µέρα. 7) Παλιότερα εγώ λάµβανα γράµµατα συχνά. 8) Μετά εσύ θα στρώνεις το κρεβάτι σου επί δέκα λεπτά. 9) Αύριο εγώ θα τυπώνω την εργασία µου µέσα σε µισή ώρα. 10) Αύριο ο λοχαγός θα συγκεντρώνει τους στρατιώτες µέσα σε µισή ώρα. 11) Πριν εσύ έχυσες το γάλα επί µισό λεπτό. 12) Αύριο ο πρόεδρος θα απονέµει τα βραβεία µέσα σε µισή ώρα. 13) Αύριο εµείς θα στολίσουµε το δέντρο µέσα σε µία ώρα. 14) Αύριο εµείς θα λύνουµε το σταυρόλεξο µέσα σε µία ώρα. 15) Μετά εγώ θα ψήνω τις µπριζόλες επί µία ώρα. 16) Πριν το παιδί έδεσε τα κορδόνια του σε ένα µόλις λεπτό. 17) Μέσα σε µία µόλις µέρα οι δικαστές θα δικάσουν τους τροµοκράτες. 18) Χθες οι πυροσβέστες έσωσαν τη ζωή πολλών παιδιών επί δύο ώρες. 19) Χθες εσύ δάµασες το λιοντάρι µέσα σε µία ώρα. 20) Πριν εµείς γείραµε το κεφάλι µας για µια στιγµή. 21) Του χρόνου ο πρόεδρος θα διανείµει τα κέρδη µόνο µία φορά. 22) Επί ένα χρόνο οι οικοδόµοι θα χτίσουν το σπίτι. 23) Χθες εσείς στέλνατε τις κάρτες µέσα σε µία ώρα. 24) Πριν εµείς τεντώσαµε το σχοινί επί πέντε λεπτά. 25) Χθες ο δυνατός αέρας τσάκισε τα δέντρα µέσα σε µία ώρα. 26) Πριν η γάτα σκάλισε το χώµα επί δέκα λεπτά. 27) Μετά εσύ θα βγάλεις τα ρούχα σου µέσα σε πέντε λεπτά. 28) Πέρυσι εγώ ανέβασα τους βαθµούς µου µόνο σε ένα τρίµηνο. 29) Αύριο εµείς θα ανεβαίνουµε στο βουνό επί δύο ώρες. 30) Χθες εγώ έσβησα τη φωτιά επί δέκα λεπτά. 31) Αύριο εγώ θα συγυρίσω το σπίτι επί δύο ώρες. 32) Αύριο ο αγρότης θα σπέρνει σιτάρι όλο το πρωί. 33) Αύριο εσύ θα µοιράζεις τα δώρα επί µία ώρα. 34) Μετά εµείς θα ταΐζουµε τα παιδιά επί δέκα λεπτά. 35) Πέρυσι εσύ έδερνες το παιδί µόνο δύο φορές. 36) Αύριο εγώ θα µαθαίνω το ποίηµα µέσα σε µισή ώρα. 37) Μετά εσύ θα πλάσεις τα κουλουράκια µέσα σε µισή ώρα. 38) Πριν οι αθλητές σήκωναν τα βάρη µέσα σε µισή ώρα. 416
39) Χθες εµείς σπάσαµε πιάτα µόνο δύο φορές. 40) Χθες εγώ σκότωσα τις µύγες επί ένα τέταρτο. 41) Μετά ο γιατρός θα ναρκώνει τους ασθενείς µέσα σε δέκα λεπτά. 42) Πριν οι γιατροί ψηλάφισαν τους αρρώστους µέσα σε δέκα λεπτά. 43) Αύριο αυτοί θα ποτίζουν τον κήπο µέσα σε µία ώρα. 44) Αύριο εσείς θα γδάρετε τα ζώα επί µία ώρα. 45) Μετά εσείς θα λούσετε τα µαλλιά σας επί πέντε λεπτά. 46) Πριν ο σκύλος δάγκωσε το χέρι µου µόλις µία φορά. 47) Χθες αυτοί κούρδισαν τα ρολόγια επί δύο λεπτά. 48) Τον τελευταίο µήνα εγώ ήπια µπύρα µόνο µία φορά. 49) Μετά εγώ θα γεµίζω τη γαλοπούλα µέσα σε µισή ώρα. 50) Πριν η κοπέλα έσυρε κάτω το φόρεµά της επί δέκα λεπτά. 51) Παλιότερα εγώ υπέµενα τις προσβολές διαρκώς. 52) Κάθε χρόνο αυτός θα συνθέτει τραγούδια. 53) Πριν η αστυνοµία διέλυσε τη συγκέντρωση µέσα σε µισή ώρα. 54) Πριν εσείς στήσατε τη σκηνή επί δέκα λεπτά. 55) Χθες ο άντρας φίµωνε τα σκυλιά επί πέντε λεπτά. 56) Του χρόνου ο υπουργός θα ιδρύσει νέες σχολές. οκιµασία επανάληψης πρότασης Συνθήκη συµφωνίας 1) Εσύ ακούς µουσική. 2) Εγώ θα λύσω σταυρόλεξα. 3) Αυτοί αφήνουν χρέη. 4) Οι λοχαγοί συγκεντρώνουν τους στρατιώτες. 5) Εσύ συνδέεις τα καλώδια. 6) Εσύ τυπώνεις µια εργασία. 7) Εµείς διασχίζουµε το δρόµο. 8) Αυτός έστρωσε το κρεβάτι. 9) Αυτός χύνει το γάλα. 10) Εσείς στολίζετε το δέντρο. 11) Εσύ αυξάνεις τα κέρδη σου. 12) Αυτός λαµβάνει γράµµατα. 13) Οι δικαστές απονέµουν δικαιοσύνη. 14) Εγώ πρόδωσα το µυστικό. 15)Ο αγρότης ανεβάζει τις τιµές. 16) Αυτοί δένουν τα κορδόνια τους. 17) Ο δικαστής δικάζει τους τροµοκράτες. 18) Εµείς σώσαµε το παιδί. 19) Εσείς χτίζατε ένα σπίτι. 20) Εγώ τσακίζω µια κόλλα χαρτί. 21) Εσύ θα ψήσεις µπριζόλες. 22) Αυτοί τέντωναν το σκοινί. 23) Εγώ δάµασα το λιοντάρι. 24) Οι γάτες σκάλισαν το χώµα. 25) Εµείς στείλαµε µια κάρτα. 417
26) Εγώ έβγαζα τα ρούχα µου. 27) Εσύ διανέµεις τα κέρδη. 28) Εσείς γέρνετε το κεφάλι. 29) Εσείς θα σπάσετε τα πιάτα. 30) Αυτός έσβηνε τη φωτιά. 31) Εσύ σκότωσες µια µύγα. 32) Ο αθλητής σήκωσε τα βάρη. 33) Εγώ µοίρασα τα δώρα. 34) Εσείς θα ταΐζετε τα παιδιά. 35) Οι γιατροί θα ναρκώσουν τους ασθενείς. 36) Ο γιατρός ψηλαφίζει τους ασθενείς. 37) Εσύ θα συγυρίσεις ο σπίτι. 38) Εγώ θα πλάσω κουλουράκια. 39) Εσείς θα µάθετε Αγγλικά. 40) Οι αγρότες θα σπείρουν σιτάρι. 41) Αυτοί θα ανεβούν στο βουνό. 42) Αυτή έδερνε το παιδί. 43) Εσύ θα γεµίσεις τη γαλοπούλα. 44) Οι υπουργοί θα ιδρύσουν νέες σχολές. 45) Εγώ θα συνθέσω τραγούδια. 46) Η αστυνοµία θα διαλύσει τη συγκέντρωση. 47) Εσείς θα στήσετε τη σκηνή. 48) Εµείς θα λούσουµε τα µαλλιά µας. 49) Εγώ δάγκωνα τη γλώσσα µου. 50) Εσείς ποτίζατε τον κήπο. 51) Εµείς κουρδίσαµε το ρολόι. 52) Αυτοί φιµώνουν τα σκυλιά. 53) Εσύ έπινες µπύρα. 54) Αυτές σέρνουν το φόρεµά τους. 55) Εσύ θα υποµείνεις τον πόνο. 56) Εµείς γδάραµε τα ζώα. Συνθήκη χρόνου 1) Πριν εγώ έδενα τα κορδόνια µου. 2) Αυτή τη στιγµή εσείς δικάζετε τους τροµοκράτες. 3) Αυτή τη στιγµή οι αγρότες ανεβάζουν τις τιµές. 4) Χθες εµείς ανεβήκαµε στο βουνό. 5) Αύριο εσύ θα σώσεις το σκύλο. 6) Του χρόνου εµείς θα χτίσουµε ένα σπίτι. 7) Αύριο εγώ θα ψήσω µπριζόλες. 8) Πριν εγώ τσάκιζα κόλλες χαρτί. 9) Πριν εµείς γέρναµε το κεφάλι µας. 10) Μετά η γάτα θα σκαλίζει το χώµα. 11) Αύριο εσείς θα στείλετε µια κάρτα. 12) Τώρα εµείς τεντώνουµε το σκοινί. 13) Αυτή τη στιγµή εσύ βγάζεις τα ρούχα σου. 14) Αυτή τη στιγµή εσύ δαµάζεις το λιοντάρι. 15) Μετά αυτοί θα διανείµουν τα κέρδη. 16) Πριν ο λοχαγός συγκέντρωσε τους στρατιώτες. 418
17) Του χρόνου οι αγρότες θα αυξήσουν τα κέρδη τους. 18) Φέτος εγώ λαµβάνω πολλά γράµµατα. 19) Αύριο ο πρόεδρος θα απονείµει τα βραβεία. 20) Αυτή τη στιγµή ο ηλεκτρολόγος συνδέει τα καλώδια. 21) Πριν τα παιδιά άκουγαν µουσική. 22) Αυτή τη στιγµή εσύ προδίδεις το µυστικό. 23) Μετά εµείς θα τυπώνουµε την εργασία µας. 24) Πριν εσύ έχυσες το γάλα. 25) Αυτή τη στιγµή εσύ στρώνεις το κρεβάτι σου. 26) Τώρα εσύ αφήνεις χρέη. 27) Μετά εµείς θα λύσουµε σταυρόλεξα. 28) Μετά εγώ θα διασχίσω το δρόµο. 29) Μετά εσείς θα στολίσετε το δέντρο. 30) Χθες εσείς λούσατε τα µαλλιά σας. 31) Αυτή τη στιγµή εσείς δαγκώνετε τη γλώσσα σας. 32) Χθες εγώ γέµιζα τη γαλοπούλα. 33) Τώρα αυτοί κουρδίζουν τα ρολόγια. 34) Χθες η αστυνοµία διέλυσε τη συγκέντρωση. 35) Πέρυσι εσείς ιδρύσατε νέες σχολές. 36) Αυτή τη στιγµή εσείς γδέρνετε τα ζώα. 37) Πριν εσείς στήνατε τη σκηνή. 38) Μετά αυτοί θα ποτίσουν τον κήπο. 39) Πέρυσι εσείς συνθέσατε τραγούδια. 40) Αυτή τη στιγµή οι άντρες φιµώνουν τα σκυλιά. 41) Του χρόνου εγώ θα πίνω µπύρα. 42) Χθες εγώ υπέµενα τον πόνο. 43) Πριν αυτή έσερνε το φόρεµά της. 44) Μετά οι πυροσβέστες θα σβήσουν τη φωτιά. 45) Μετά εγώ θα σκοτώσω τη µέλισσα. 46) Πέρυσι εµείς µαθαίναµε Αγγλικά. 47) Μετά εµείς θα ταΐσουµε τα παιδιά. 48) Πριν οι γιατροί ψηλάφιζαν τους ασθενείς. 49) Αυτή τη στιγµή εµείς σπάζουµε πιάτα. 50) Αυτή τη στιγµή ο αθλητής σηκώνει τα βάρη. 51) Αύριο εσύ θα µοιράζεις τα δώρα. 52) Πριν ο γιατρός νάρκωσε τους ασθενείς. 53) Χθες ο αγρότης έσπειρε σιτάρι. 54) Αύριο εσύ θα δέρνεις το παιδί. 55). Χθες εγώ συγύρισα το σπίτι. 56) Χθες εσύ έπλαθες κουλουράκια. Συνθήκη όψης 1) Μετά µέσα σε µισή ώρα εγώ θα γεµίσω τη γαλοπούλα. 2) Κάθε χρόνο αυτός θα συνθέτει τραγούδια. 3) Πριν µέσα σε µισή ώρα η αστυνοµία διέλυσε τη συγκέντρωση. 4) Πριν επί δέκα λεπτά εσείς στήνατε τη σκηνή. 5) Μετά επί πέντε λεπτά εσείς θα λούζετε τα µαλλιά σας. 6) Τον τελευταίο µήνα µόνο µία φορά εγώ ήπια µπύρα. 7) Πριν επί δέκα λεπτά η Μαρία έσερνε κάτω το φόρεµά της. 419
8) Χθες επί πέντε λεπτά ο άντρας φίµωνε τα σκυλιά. 9) Πριν µόλις µία φορά ο σκύλος δάγκωσε το χέρι µου. 10) Αύριο µέσα σε µία ώρα αυτοί θα ποτίσουν τον κήπο. 11) Χθες επί δύο λεπτά αυτοί κούρδιζαν τα ρολόγια. 12) Παλιότερα διαρκώς εγώ υπέµενα τις προσβολές. 13) Αύριο επί µία ώρα εσείς θα γδέρνετε τα ζώα. 14) Πριν µέσα σε δέκα λεπτά οι γιατροί ψηλάφισαν τους αρρώστους. 15) Πριν µέσα σε µία ώρα οι αθλητές σήκωσαν τα βάρη. 16) Αύριο επί µία ώρα εσύ θα µοιράζεις τα δώρα. 17) Μετά επί ένα τέταρτο εγώ θα σκοτώνω τις µύγες. 18) Πέρυσι µόνο δύο φορές εσύ έδειρες το παιδί. 19) Αύριο όλο το πρωί ο αγρότης θα σπέρνει σιτάρι. 20) Μετά µέσα σε δέκα λεπτά ο γιατρός θα ναρκώσει τους ασθενείς. 21) Μετά µέσα σε µισή ώρα εσύ θα πλάσεις τα κουλουράκια. 22) Αύριο µέσα σε µισή ώρα εγώ θα µάθω το ποίηµα. 23) Αύριο επί δύο ώρες εγώ θα συγυρίζω το σπίτι. 24) Χθες επί δέκα λεπτά εγώ έσβηνα τη φωτιά. 25) Χθες µόνο δύο φορές εµείς σπάσαµε πιάτα. 26) Αύριο επί δύο ώρες εµείς θα ανεβαίνουµε στο βουνό. 27) Μετά επί δέκα λεπτά εµείς θα ταΐζουµε τα παιδιά. 28) Πριν µέσα σε ένα µόλις λεπτό το παιδί έδεσε τα κορδόνια του. 29) Οι δικαστές µέσα σε µία µόλις µέρα θα δικάσουν τους τροµοκράτες. 30) Του χρόνου µόνο µία φορά ο πρόεδρος θα διανείµει τα κέρδη. 31) Πριν για µια στιγµή εµείς γείραµε το κεφάλι. 32) Πέρυσι µόνο σε ένα τρίµηνο εγώ ανέβασα τους βαθµούς µου. 33) Χθες επί δύο ώρες οι πυροσβέστες έσωζαν τη ζωή παιδιών. 34) Χθες το πρωί µέσα σε µία ώρα εσείς στείλατε τις κάρτες. 35) Επί ένα χρόνο οι οικοδόµοι θα χτίζουν το σπίτι. 36) Χθες µέσα σε µία ώρα ο δυνατός αέρας τσάκισε τα δέντρα. 37) Πριν επί δέκα λεπτά η γάτα σκάλιζε το χώµα. 38) Μετά µέσα σε πέντε λεπτά εσύ θα βγάλεις τα ρούχα σου. 39) Πριν επί πέντε λεπτά διαρκώς εµείς τεντώναµε το σχοινί. 40) Χθες µέσα σε µία ώρα εσύ δάµασες το λιοντάρι. 41) Μετά επί µία ώρα εγώ θα ψήνω τις µπριζόλες. 42) Παλιότερα ο Γιώργος πολύ συχνά άφηνε το σκύλο του στο γείτονα. 43) Αύριο εµείς σε µία ώρα θα λύσουµε αυτό το σταυρόλεξο. 44) Τον επόµενο µήνα εγώ κάθε µέρα θα αυξάνω τα κέρδη µου. 45) Μετά εσύ επί δέκα λεπτά θα στρώνεις το κρεβάτι σου. 46) Προχθές εσύ διαρκώς άκουγες αυτό το τραγούδι. 47) Αύριο ο πρόεδρος µέσα σε µισή ώρα θα απονείµει τα βραβεία. 48) Πριν εσύ επί δέκα δευτερόλεπτα έχυνες το γάλα. 49) Αύριο εµείς µέσα σε µία ώρα θα στολίσουµε το δέντρο. 50) Αύριο ο λοχαγός σε µία ώρα θα συγκεντρώσει τους στρατιώτες. 51) Παλιότερα εσύ διαρκώς πρόδιδες κάποιο µυστικό. 52) Αύριο εγώ µέσα σε µία ώρα θα τυπώσω την εργασία µου. 53) Χθες εγώ µέσα σε µία ώρα διέσχισα το δρόµο. 54) Παλιότερα εγώ διαρκώς λάµβανα γράµµατα. 55) Αύριο ο ηλεκτρολόγος όλο το πρωί θα συνδέει τα καλώδια. 56) Του χρόνου ο υπουργός θα ιδρύσει νέες σχολές. 420
οκιµασία αντιστοίχισης πρότασης µε εικόνα (έλεγχος Χρόνου) 1) Η κυρία ποτίζει τη γλάστρα. (βλ. σχήµα 5.1, σελ. 265) 2) Το αγόρι έβρεξε το κορίτσι. (βλ. σχήµα 5.2, σελ. 265) 3) Ο σκύλος θα δαγκώσει τον κύριο. (βλ. σχήµα 5.3, σελ. 266) 4) Η κυρία έπλεξε µια µπλούζα. 5) Ο κύριος θα φτιάξει το αυτοκίνητο. 6) Η κοπέλα ταϊζει τις κότες. 7) Ο αθλητής έριξε το ακόντιο. 8) Το µωρό θα πιει γάλα. 9) Ο κύριος ανοίγει την τηλεόραση. 10) Το παιδί έφαγε το γλυκό. 11) Το αεροπλάνο προσγειώθηκε. 12) Η κοπέλα γράφει ένα γράµµα 13) Η κοπέλα ανεβαίνει τα σκαλιά. 14) Ο κύριος θα βάψει το σπίτι. 15) Η κοµµώτρια κούρεψε την κυρία. 16) Η κοπέλα θα στρώσει το κρεβάτι. 17) Ο κύριος ψήνει τον καφέ. 18) Το παιδί έχυσε το νερό. 421
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 4 - Εικόνα «Κλοπή µπισκότου» 422