Η ΑΝΑΓΚΗ ΓΙΑ ΣΥΜΒΟΥΛΕΥΤΙΚΗ: ΕΡΕΥΝΑ ΣΤΟ ΦΟΙΤΗΤΙΚΟ ΠΛΗΘΥΣΜΟ ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΕΥΘΥΜΙΟΥ & ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ ΚΑΛΑΝΤΖΗ-AZIZI Πανεπιστήμιο Αθηνών Ανακοίνωση στο Α Διεθνές συνέδριο «Εξελίξεις στη Συμβουλευτική και τον επαγγελματικό προσανατολισμό στην αυγή του 21 ου αιώνα» Εθνικό Κέντρο Επαγγελματικού Προσανατολισμού Αθήνα, 9-11 Μαΐου 2001 1
Περίληψη Οι ψυχοκοινωνικές ανάγκες των φοιτητών σχετικά με τη λειτουργία των Συμβουλευτικών Κέντρων Φοιτητών διερευνήθηκαν σε δείγμα φοιτητών (Ν=1184) του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου και του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης. Η επιλογή των φοιτητών έγινε με κατά στρώματα τυχαία δειγματοληψία ως προς το Εκπαιδευτικό Ίδρυμα και τη Σχολή Φοίτησης. Για τη συλλογή των δεδομένων χρησιμοποιήθηκε ερωτηματολόγιο που κατασκεύασε το 1992 η Α. Καλαντζή - Azizi, το οποίο βασίζεται σε ανοικτές κυρίως ερωτήσεις που αποσκοπούν στη μελέτη δέκα τομέων: Δημογραφικά χαρακτηριστικά, οικογενειακή υποδομή, επιλογή σχολής φοίτησης, κατοικία και οικονομική κατάσταση, ζητήματα που απασχολούν τους φοιτητές γενικώς, προβλήματα που αντιμετωπίζουν ή αντιμετώπισαν οι φοιτητές προσωπικά, πρόθεση συνεργασίας με ειδικό του Συμβουλευτικού Κέντρου Φοιτητών, δραστηριότητες που θα πρέπει να έχει ένα συμβουλευτικό κέντρο φοιτητών και παρατηρήσεις, σκέψεις και προτάσεις σχετικά με την οργάνωση και τη λειτουργία ενός Συμβουλευτικού Κέντρου Φοιτητών. Τα ευρήματα καταδεικνύουν τη σημασία των υπηρεσιών που προσφέρονται από τα Συμβουλευτικά Κέντρα Φοιτητών, αλλά και από τα Γραφεία Διασύνδεσης για την αντιμετώπιση των προβλημάτων της φοιτητικής ζωής. Λέξεις Κλειδιά: Ψυχολογική συμβουλευτική φοιτητών (Psychological Student Counselling), Ψυχοκοινωνικές ανάγκες φοιτητών (Students psychosocial needs), Τριτοβάθμια εκπαίδευση (Higher Education). 2
Η πλειοψηφία των φοιτητών διανύουν μία μεταβατική αναπτυξιακή φάση κατά την οποία δεν έχουν ολοκληρωθεί ακόμα οι αναπτυξιακές απαιτήσεις της εφηβείας και η οποία από πολλούς αναπτυξιακούς ψυχολόγους θεωρείται ξεχωριστό αναπτυξιακό στάδιο, αποκαλούμενο μετεφηβεία ή πρώτη νεότητα (Καλαντζή - Azizi, 1998). Κατά τη μετεφηβεία το άτομο βρίσκεται αντιμέτωπο με μία σειρά στόχων, οι οποίοι ανάλογα με το πλαίσιο στο οποίο διατυπώθηκαν αναφέρονται στην εφηβική ή στην ώριμη ηλικία (Μαλικιώση - Λοΐζου, 1989 Cooper, 1997 Valerio, 1997): α. Απόκτηση ταυτότητας, β. σύναψη και διατήρηση ώριμων διαπροσωπικών σχέσεων, γ. κατάρτιση επαγγελματικών στόχων και δ. επίτευξη αυτονομίας. Οι στόχοι είναι και σε αυτήν την περίπτωση στενά συνδεδεμένοι, καθώς οι επαγγελματικές επιλογές θα επιτρέψουν τη μετάβαση από μία εξαρτημένη θέση μέσα στην οικογένεια σε μία πιο αυτόνομη θέση μέσα στην κοινωνία (Clara, 1998). Η πορεία προς την αυτονομία είναι μία από τις μεταβολές που περιγράφονται στο μοντέλο της μεταβαλλόμενης συνείδησης που εισήγαγε ο Gould το 1978 (παρατίθεται στο Hayes, 1998). Σύμφωνα με τη θεωρία αυτή, από την ηλικία των 16 έως την ηλικία των 22 ετών πρωταρχικός στόχος του ατόμου είναι να αφήσει τη γονεϊκή οικογένεια και να προσαρμοστεί στις ευθύνες που αυτή η αλλαγή συνεπάγεται, ενώ από το 22 έως το 28 έτος το άτομο αναπτύσσει τις ικανότητές του ως ενήλικός και κατακτά την αυτονομία του. Σχηματικά, θα μπορούσαμε να πούμε ότι στο βαθμό που οι δύο πρώτοι στόχοι αναφέρονται στην προσωπική ταυτότητα του ατόμου, οι δύο τελευταίοι αφορούν στην κοινωνική του ταυτότητα. Η εισαγωγή στο πανεπιστήμιο θεωρείται ως κρίσιμο συμβάν στη ζωή, δηλαδή ως ένα σημαντικό μεταβατικό στάδιο κατά το οποίο το άτομο καλείται να αναπτύξει καινούργιες στρατηγικές προσαρμογής (Καλαντζή - Azizi, 1998). Το νέο άτομο πρέπει να προσαρμοστεί από το αυστηρά δομημένο εκπαιδευτικό σύστημα της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, στο σύστημα της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης που χαρακτηρίζεται από μεγάλο ποσοστό ελευθερίας επιλογών, αλλά επιβάλλει και τη λήψη πρωτοβουλιών. Ταυτόχρονα, στο επίπεδο της γενικής ψυχοκοινωνικής προσαρμογής, το άτομο από το συχνά υπερπροστατευτικό περιβάλλον της οικογένειας μεταβαίνει σε ένα λιγότερο δομημένο περιβάλλον (Clara, 1997), ενώ για ορισμένους φοιτητές προστίθενται και θέματα προσαρμογής που αφορούν στην φυσική απομάκρυνση από το πατρικό σπίτι, με όλες τις συναισθηματικές, ψυχολογικές, κοινωνικές και οικονομικές επιπτώσεις που συνοδεύουν μία τέτοια κίνηση (Μαλικιώση - Λοΐζου, 1989). Έχει υποστηριχθεί ότι ο φοιτητικός πληθυσμός αποτελεί ομάδα υψηλού κινδύνου για την εκδήλωση ψυχολογικών προβλημάτων (Ναυρίδης και συν., 1990 Lindsay, 1997 Rubio & Lubin, 1986) εξαιτίας των ιδιαίτερων αναπτυξιακών χαρακτηριστικών των φοιτητών και των ιδιαίτερων συνθηκών ζωής τους. Αντίθετα, άλλοι ερευνητές υποστηρίζουν ότι οι ψυχικές διαταραχές δεν εμφανίζουν μεγαλύτερη επικράτηση στο φοιτητικό πληθυσμό (Clara, 1998). Σε κάθε περίπτωση πάντως, ένα υψηλό ποσοστό των φοιτητών (κυμαίνεται από 10% έως 25% ανάλογα με την ερευνητική μεθοδολογία που ακολουθείται) παρουσιάζει κάποιου είδους ψυχολογική δυσκολία που απαιτεί ιδιαίτερους ψυχολογικούς χειρισμούς (Καλαντζή - Azizi, 1998), ενώ ένα μικρότερο ποσοστό (περίπου 4%) των φοιτητών εμφανίζει σοβαρή ψυχική διαταραχή (Καλαντζή - Azizi, 1996). Είναι δύσκολο να υποστηρίξει κανείς εμπειρικά την υπόθεση ότι η επικράτηση των ψυχολογικών προβλημάτων είναι μεγαλύτερη στο φοιτητικό πληθυσμό από ό,τι στο γενικό πληθυσμό. Οι Ναυρίδης και συν. (1990) στην έρευνά για το Συμβουλευτικό Κέντρο 3
Φοιτητών του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, αναφέρουν ότι το ποσοστό των φοιτητών με καταθλιπτική συμπτωματολογία είναι τριπλάσιο από αυτό του γενικού πληθυσμού ηλικίας 20-29 ετών (39,2% έναντι 12,2%, με σημείο διάκρισης 16 συμπτώματα στην κλίμακα C.E.S.-D.) και ότι το ποσοστό των φοιτητών που εμφανίζει σοβαρή ή βαρεία διαταραχή είναι τετραπλάσιο του γενικού πληθυσμού στην ίδια ηλικιακή ομάδα (19,2% έναντι 4,9% με κριτήριο 10 και πλέον συμπτώματα στην κλίμακα Langner). Ως μέτρο αναφοράς για τις συγκρίσεις αυτές χρησιμοποιήθηκαν τα ευρήματα των Μαδιανός και Ζάρναρη (1988). Ωστόσο, χρησιμοποιώντας το σύνηθες κριτήριο ύπαρξης 6 και πλέον ψυχοπαθολογικών συμπτωμάτων στην κλίμακα Langner (Μαδιανός, 1996), τα αποτελέσματα της σύγκρισης με το γενικό πληθυσμό δε δίνουν τόσο ξεκάθαρη εικόνα. Το ποσοστό των φοιτητών που διατρέχουν υψηλό κίνδυνο για την εκδήλωση κάποιας ψυχικής διαταραχής είναι 16,7% για τους άντρες και 18,9% για τις γυναίκες, έναντι 11,1% και 24,1% αντιστοίχως για το γενικό πληθυσμό (Μαδιανός, 1996). Πέραν της διαφωνίας σχετικά με το αν οι φοιτητές αποτελούν ομάδα υψηλού κινδύνου σε σχέση με τους συνομηλίκους τους ή το γενικό πληθυσμό, υπάρχει ομοφωνία ως προς το υψηλό ποσοστό των φοιτητών που αντιμετωπίζουν ψυχολογικά προβλήματα. Άλλωστε ο Νόμος Πλαίσιο του 1982, Κεφ. 7, Άρθρο 29 εξασφαλίζει στον φοιτητή πλήρη ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, χωρίς να υποστηρίζεται ότι οι φοιτητές αντιμετωπίζουν περισσότερα προβλήματα υγείας από τους συνομηλίκους τους. Ωστόσο, ο νόμος εφαρμόζεται με αναχρονιστικό τρόπο ταυτίζοντας την έννοια της «υγείας» με τη σωματική υγεία σε αντίθεση με τον ορισμό της Παγκόσμιας Οργάνωσης Υγείας (Καλαντζή - Azizi, 1998). Σε ασυμφωνία με μία τέτοια ερμηνεία του όρου «υγεία» έρχονται και τα στοιχεία για την έκταση των ψυχικών νόσων, η οποία είναι τέτοια που οι ψυχικές παθήσεις αποτελούν «μία από τις τέσσερις υγιεινολογικές προτεραιότητες μαζί με τις καρδιαγγειακές νόσους, τις κακοήθεις νεοπλασίες και τις παθολογικές βλάβες τις επακόλουθες ατυχημάτων» (Τσαχαγέας, 1994β). Η παρούσα έρευνα αποσκοπεί στη γενική διερεύνηση των αναγκών των φοιτητών από ένα Συμβουλευτικό Κέντρο Φοιτητών απαντώντας στα ακόλουθα ερευνητικά ερωτήματα: 1. Ποια είναι τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι φοιτητές; 2. Κατά πόσο οι φοιτητές προτίθενται να απευθυνθούν σε ένα ειδικό του Συμβουλευτικού Κέντρου Φοιτητών για τα προβλήματα που τους απασχολούν; 3. Ποιες είναι οι δραστηριότητες που θα πρέπει να έχει ένα Συμβουλευτικό Κέντρο Φοιτητών κατά τη γνώμη των φοιτητών; 4. Ποιες είναι οι σκέψεις και οι προτάσεις των φοιτητών σχετικά με τη λειτουργίας του Συμβουλευτικού Κέντρου Φοιτητών; Δευτερευόντως, γίνεται απόπειρα να εξεταστούν οι παράγοντες που πιθανώς επηρεάζουν τις σκέψη και τη συμπεριφορά των φοιτητών σχετικά με τα παραπάνω ερωτήματα. 4
Μέθοδος Στην έρευνα συμμετείχαν 1184 φοιτητές του Εθνικού και Καπιδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών (Ε.Κ.Π.Α.) του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνίου (Ε.Μ.Π.) και του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης (Δ.Π.Θ.). Η ηλικία των φοιτητών του δείγματος κυμάνθηκε μεταξύ των 17 και των 34 ετών (Μ=21,01, s=2,27). Η επιλογή των φοιτητών έγινε με κατά στρώματα τυχαία δειγματοληψία ως προς το Α.Ε.Ι. και τον κλάδο της Σχολής Φοίτησης. Οι συγκεκριμένοι άξονες διαστρωμάτωσης επιλέχθηκαν επειδή το Δ.Π.Θ. διαθέτει μικρότερο αριθμό σχολών από το Ε.Κ.Π.Α. Επιπλέον, επειδή στο Δ.Π.Θ. λειτουργούν και πολυτεχνικές σχολές, αποφασίστηκε στο δείγμα του Ε.Κ.Π.Α. να συμπεριληφθούν και φοιτητές του Ε.Μ.Π. Κατά τον στατιστικό έλεγχο η δειγματοληψία κρίθηκε ικανοποιητική. Για τη συλλογή των δεδομένων χρησιμοποιήθηκε ερωτηματολόγιο που κατασκεύασε η Α. Καλαντζή - Azizi (1992). Το ερωτηματολόγιο αυτό χρησιμοποιήθηκε στην πιλοτική έρευνα για τις «Προσδοκίες των φοιτητών για το Συμβουλευτικό Κέντρο για Φοιτητές του Πανεπιστημίου Αθηνών» που έλαβε χώρα κατά την πειραματική φάση λειτουργίας του Σ.Κ.Φ. (1990-1993). Το ερωτηματολόγιο αποτελείται από 17 ερωτήσεις και βασίζεται σε ανοικτές ερωτήσεις προκειμένου να μην προκαταλαμβάνονται κατά κανέναν τρόπο οι απαντήσεις των συμμετεχόντων. Μέσω του ερωτηματολογίου συλλέγονται πληροφορίες για τους ακόλουθους τομείς: α. Δημογραφικά χαρακτηριστικά: Ηλικία, φύλο, εκπαιδευτικό ίδρυμα και σχολή φοίτησης, έτος σπουδών. β. Οικογενειακή υποδομή: Μορφωτικό επίπεδο μητέρας, μορφωτικό επίπεδο πατέρα, επάγγελμα μητέρας και επάγγελμα πατέρα. γ. Επιλογή σχολής φοίτησης: Κατά πόσο οι φοιτητές ακολουθούν τον κλάδο σπουδών που επιθυμούν, τους λόγους που δεν ακολουθούν τον κλάδο σπουδών που επιθυμούν και τον κλάδο σπουδών ή την δραστηριότητα που θα επιθυμούσαν να είχαν ακολουθήσει. δ. Διαμονή και οικονομικοί πόροι: Κατοικία σε φοιτητική εστία, μόνοι, με τους γονείς τους ή με συγκάτοικο. Οικονομικοί πόροι από υποτροφία, αποκλειστικά από τους γονείς, εν μέρει από τους γονείς - εν μέρει από δική τους απασχόληση, αποκλειστικά από την προσωπική τους απασχόληση. ε. Ζητήματα που απασχολούν τους φοιτητές γενικώς: Καταγραφή έως 10 ζητημάτων που απασχολούν του φοιτητές γενικώς. στ. Προβλήματα που αντιμετωπίζουν ή αντιμετώπισαν οι φοιτητές προσωπικά: Αν οι φοιτητές αντιμετωπίζουν ή αντιμετώπισαν κάποια προβλήματα προσωπικά και αν ναι, ποια είναι είναι αυτά. ζ. Πρόθεση συνεργασίας με ειδικό του Συμβουλευτικού Κέντρου Φοιτητών: Κατά πόσο οι φοιτητές θα επιθυμούσαν να συζητήσουν ένα θέμα που τους απασχολεί με κάποιον ειδικό του Σ.Κ.Φ., αν όχι για ποιους λόγους, και αν ναι τι χαρακτηριστικά θα ήθελαν να έχει η συνεργασία αυτή, κατά πόσο θα επιθυμούσε κάποιος/α συμφοιτητής/ρια να συζητήσει ένα θέμα που τον/την απασχολεί με κάποιον ειδικό του Σ.Κ.Φ. Σε ποιο πρόσωπο στρέφονται συνήθως για τα προβλήματα που τους απασχολούν. η. Δραστηριότητες που θα έπρεπε να έχει το Συμβουλευτικό Κέντρο Φοιτητών: Καταγραφή έως 10 δραστηριοτήτων που θα επιθυμούσαν οι φοιτητές να έχει το Σ.Κ.Φ. ι. Παρατηρήσεις, προτάσεις, σκέψεις: Καταγραφή των σχολίων των φοιτητών σχετικά με την οργάνωση και τη λειτουργία ενός συμβουλευτικού κέντρου για φοιτητές. Οι απαντήσεις που έδωσαν οι φοιτητές του δείγματος στις ανοικτές ερωτήσεις υποβλήθηκαν σε ανάλυση περιεχομένου. 5
Οι ερωτήσεις που επιδέχονταν περισσότερων των μία απαντήσεων υποβλήθηκαν σε ανάλυση πολλαπλών απαντήσεων (multiple response analysis), τα αποτελέσματα της οποίας παρατέθηκαν σε κατανομές πολλαπλών απαντήσεων. Οι κατανομές πολλαπλών απαντήσεων δεν μπορούν να υποβληθούν σε επαγωγική ανάλυση με το κριτήριο χ 2 επειδή δεν ικανοποιείται η προϋπόθεση της ανεξαρτησίας των μετρήσεων και για το λόγο αυτό για τις περιπτώσεις που επιλέγηκαν για περαιτέρω επεξεργασία κατασκευάστηκαν ψευδομεταβλητές (dummies variables). Η επαγωγή ανάλυση των δεδομένων έγινε σε δύο βήματα. Στο πρώτο βήμα εξετάστηκε η σχέση μεταξύ των μεταβλητών του τομέα διερεύνησης α. Δημογραφικά χαρακτηριστικά και ενός δείκτη του μορφωτικού επιπέδου των γονέων από τον τομέα διερεύνησης β. Οικογενειακή υποδομή (οι οποίες εκλήφθηκαν ως ανεξάρτητες για το σύνολο των αναλύσεων) με μεταβλητές των τομέων διερεύνησης γ. Επιλογή σχολής φοίτησης, δ. διαμονή και οικονομικοί πόροι και ζ. Πρόθεση συνεργασίας με ειδικό του ΣΚΦ, οποίες εκλήφθηκαν ως εξαρτημένες. Στο δεύτερο βήμα, οι μεταβλητές των τομέων διερεύνησης α., β., γ., δ. και ζ. εκλήφθηκαν ως ανεξάρτητες και διερευνήθηκε η σχέση τους με τις μεταβλητές του τομέα διερεύνησης στ. Προβλήματα που αντιμετωπίζουν ή αντιμετώπισαν οι φοιτητές προσωπικά, οι οποίες εκλήφθηκαν ως εξαρτημένες. Κατά την επαγωγική ανάλυση τα δεδομένα υποβλήθηκαν σε λογαριθμική ανάλυση παλινδρόμησης (logistic regression analysis) με προς τα εμπρός κατά βήματα επιλογή (stepwise forward selection). Για να επιλεγούν οι ανεξάρτητες μεταβλητές, αλλά και για να ανεβρεθούν οι τυχόν αλληλεπιδράσεις μεταξύ τους, προηγήθηκε ιεραρχική ευθύγραμμη λογαριθμική ανάλυση (hierarchical loglinear analysis) με προς τα πίσω κατά βήματα απαλοιφή (stepwise backwards elimination). Ως τάξη δημιουργίας (generating class) επιτρέπονταν όλες οι πιθανές αλληλεπιδράσεις τρίτου βαθμού μεταξύ των μεταβλητών για λόγους ερμηνευσιμότητας των ευρημάτων, αλλά και επειδή όταν επιτρέπονταν αλληλεπιδράσεις υψηλότερου επιπέδου δεν τηρείτο η προϋπόθεση για προβλεπόμενες συχνότητες μεγαλύτερες του 5 στο 80 τοις εκατό των κελιών που περιλαμβάνονταν στη τάξη δημιουργίας (generation class) του βέλτιστου μοντέλου (best model). Στο μοντέλα των λογαριθμικών αναλύσεων παλινδρόμησης συμπεριλαμβάνονταν και οι μεταβλητές ηλικία και έτος σπουδών. Για κάθε μία από τις γενικές κατηγορίες των προβλημάτων που αντιμετώπιζαν ή αντιμετωπίζουν οι φοιτητές (οι οποίες κωδικοποιήθηκαν ως ψευδομεταβλητές) διενεργήθηκαν ξεχωριστές ιεραρχικές λογαριθμικές αναλύσεις, καθώς όταν συμπεριλήφθηκαν όλες οι γενικές κατηγορίες προβλημάτων ταυτόχρονα, το μοντέλο που προέκυψε είχε τόσο μεγάλο αριθμό κελιών που καταστάθηκε δυσχερής η περαιτέρω στατιστική ανάλυση με τη χρήση ηλεκτρονικού υπολογιστή. Ευρήματα - συμπεράσματα Τα στοιχεία που συλλέχθηκαν φαίνεται να απαντούν σε ικανοποιητικό βαθμό στα ερευνητικά ερωτήματα που τέθηκαν και προέκυψαν ενδιαφέροντα ευρήματα σχετικά με τις ιδιαιτερότητες του Ελληνικού φοιτητικού πληθυσμού. Ως προς την οικογενειακή υποδομή των φοιτητών, όπως αυτή αξιολογήθηκε από το μορφωτικό επίπεδο και το επάγγελμα των γονέων, ενδιαφέρον παρουσιάζει η διαπίστωση ότι η πλειοψηφία των φοιτητών (52,7%) έχει τουλάχιστον ένα γονέα που να έχει λάβει τριτοβάθμια εκπαίδευση, ενώ το ποσοστό των γονέων που δεν είχαν λάβει καθόλου συστηματική εκπαίδευση ήταν 0,7% και για τα δύο φύλα. Φαίνεται ότι παρότι δεν είναι αδύνατον να εισέλθουν στο πανεπιστήμιο νέοι που προέρχονται από οικογένειες με χαμηλή οικογενειακή υποδομή, είναι πολύ πιο πιθανό να επιτύχουν κάτι τέτοιο οι νέοι που προέρχονται από οικογένειες υψηλού μορφωτικού επιπέδου. Αντίστοιχα ευρήματα αναφέρονται και στην έρευνα της Χριστοπούλου (1997) σε δείγμα φοιτητών του Πανεπιστημίου Αθηνών, όπου το 49% των πατέρων των φοιτητών είχε εκπαίδευση ανώτερη της λυκειακής, ενώ σύμφωνα με στοιχεία που παραθέτουν οι Καλαντζή - Azizi, Μπεζεβέγκης και Γιαννίτσας (1989) το μορφωτικό 6
επίπεδο των γονέων των φοιτητών του Πανεπιστημίου Αθηνών είναι υψηλότερο από αυτό των γονέων των εργαζόμενων νέων της περιοχής Αθηνών, αλλά δεν ισχύει το ίδιο για το μηνιαίο εισόδημα. Τα ευρήματα αυτά επιβεβαιώνονται και από τα επίσημα στοιχεία της Ευρωπαϊκής Ένωσης που αναφέρουν ότι το 53% των νέων ηλικίας 19 έως 24 ετών που συμμετέχουν στην τριτοβάθμια εκπαίδευση προέρχονται από οικογένειες που και οι γονείς έχουν λάβει τίτλο τριτοβάθμιας εκπαίδευσης (Ευρωπαϊκή επιτροπή, 1997), ενώ παρόμοια είναι η εικόνα σε όλες τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αντίθετα, στα Τ.Ε.Ι. Αθήνας (Μαύρος, 1998) μόνο το 23,5% των πατέρων των σπουδαστών είχαν λάβει τριτοβάθμια εκπαίδευση. Διαφορές ως προς το μορφωτικό επίπεδο του γονέα που έλαβε εκπαίδευση υψηλότερης βαθμίδας παρατηρήθηκαν και μεταξύ του Α.Ε.Ι., αλλά και της σχολής φοίτησης. Ειδικότερα, βρέθηκε ότι οι φοιτητές του Δ.Π.Θ. προέρχονταν συχνότερα από οικογένειες που κανένας από τους δύο γονείς δεν έλαβε εκπαίδευση υψηλότερη της πρωτοβάθμιας, σε σύγκριση προς τα Α.Ε.Ι. της Αθήνας (21,4% έναντι 12,3%,). Στις καθηγητικές και τις παιδαγωγικές σχολές εμφανίστηκαν αυξημένα ποσοστά για την πρωτοβάθμια εκπαίδευση και αντιστοίχως μειωμένα για την τριτοβάθμια, ενώ για τις σχολές θετικών επιστημών βρέθηκαν μειωμένα ποσοστά για την πρωτοβάθμια και τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση και αυξημένα για την τριτοβάθμια. Σύμφωνα, λοιπόν, με τα ευρήματα της παρούσας έρευνας φαίνεται να επιβεβαιώνονται οι ενδείξεις ότι το μορφωτικό επίπεδο της οικογένειας είναι ένας αρκετά σημαντικός παράγοντας για την επιτυχία των μαθητών στις εισαγωγικές εξετάσεις στα πανεπιστήμια (Μαύρος, 1998). Αναμενόμενα ήταν τα ευρήματα σχετικά με τη σχέση μεταξύ σχολής φοίτησης και φύλου που επιβεβαιώνουν τα στερεότυπα για τα ενδιαφέροντα των δύο φύλων, αλλά και τα στοιχεία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Ευρωπαϊκή επιτροπή, 1997), με εξαίρεση τα επαγγέλματα υγείας όπου δεν παρατηρήθηκε αριθμητική υπεροχή των γυναικών, όπως συμβαίνει στις περισσότερες χώρες της Ευρώπης (εξαιρουμένης της Ιταλίας). Ο αριθμός των γυναικών είναι σημαντικά υψηλότερος στις Καθηγητικές και στις Παιδαγωγικές σχολές, ενώ αντίστροφη εικόνα παρατηρείται στις σχολές Θετικών επιστημών. Αντιθέτως δεν είναι δυνατή η ερμηνεία των διαφορών που παρατηρήθηκαν μεταξύ του Δ.Π.Θ και των Α.Ε.Ι. της Αθήνας βάσει των στοιχείων που συνελέγησαν. Συγκεκριμένα, στο Δ.Π.Θ. δεν παρατηρείται διαφορά μεταξύ των δύο φύλων στις Καθηγητικές σχολές και παράλληλα παρατηρείται υπεροχή των αντρών στις Άλλες σχολές. Οι περισσότεροι φοιτητές φαίνεται να ακολουθούν τον κλάδο σπουδών που επιθυμούν (83,8%). Από τους φοιτητές που δεν σπουδάζουν σε σχολή της επιλογής τους 66.9% ανέφεραν ότι αυτό οφείλεται στην ανεπαρκή βαθμολογία που συγκέντρωσαν στις Πανελλαδικές Εξετάσεις, 12,8% δήλωσαν ότι είχαν λάθος επαγγελματικό προσανατολισμό και μόνο 4,7% το απέδωσαν στην πίεση των γονέων τους. Σχετικά με τον κλάδο σπουδών που θα ήθελαν να είχαν ακολουθήσει οι φοιτητές που δεν σπουδάζουν σε σχολή της επιλογής τους, το μεγαλύτερο ποσοστό συγκεντρώνει η Ιατρική σχολή (21,2%), ακολουθούμενη από την Ψυχολογία (13,3%), τη Νομική (10,3%) και τις Τέχνες (10,3%). Μία σειρά από παράγοντες βρέθηκε ότι σχετίζονται με το κατά πόσο οι φοιτητές σπουδάζουν σε σχολή της επιλογής τους. Κατ αρχάς φαίνεται ότι οι μεγαλύτεροι σε ηλικία φοιτητές είναι περισσότερο πιθανό να φοιτούν σε σχολή της επιλογής τους αν και είναι δύσκολο να διασαφηνίσει κανείς αν αυτό οφείλεται σε συναισθηματική ρύθμιση μπροστά σε μία κατάσταση που δεν μπορεί να αλλάξει ή αν αποτελεί προϊόν ενεργητικών στρατηγικών αντιμετώπισης (μετεγγραφή, νέα συμμετοχή στις πανελλαδικές εξετάσεις κλπ.). Κατά δεύτερο λόγο, οι φοιτητές των παιδαγωγικών σχολών ήταν πολύ πιο πιθανό να μην ακολουθούν τον κλάδο σπουδών που επιθυμούν, εύρημα αναμενόμενο καθώς οι παιδαγωγικές σχολές είχαν την χαμηλότερη βάση εισαγωγής από όλες τις σχολές που συμπεριλήφθηκαν στο δείγμα. Ο τρίτος παράγοντας ήταν η αλληλεπίδραση μεταξύ της σχολής φοίτησης και του Α.Ε.Ι. φοίτησης, αλλά ως προς τις επιμέρους κατηγορίες η μόνη στατιστικώς σημαντική διαφορά αφορούσε στις σχολές υγείας. Το εύρημα αυτό ουσιαστικά καταδεικνύει μία αδυναμία της δειγματοληψίας, καθώς στην κατηγορία αυτή συμπεριλήφθηκε η Νοσηλευτική Σχολή από το Ε.Κ.Π.Α. και το Ιατρικό Τμήμα από το Δ.Π.Θ και όπως ήταν αναμενόμενο, πολύ υψηλότερο ποσοστό των φοιτητών της Ιατρικής 7
δήλωσαν ότι ακολουθούν τον κλάδο σπουδών που θέλουν. Σχετικά με τη διαμονή των φοιτητών τα ευρήματα για το σύνολο του δείγματος είναι φαινομενικά παράδοξα, καθώς μόνο το 36,6% των φοιτητών βρέθηκαν να κατοικούν με τους γονείς τους. Αυτό οφείλεται στη δειγματοληψία καθώς ένας από τους κύριους άξονες διαστρωμάτωσης ήταν το Α.Ε.Ι. φοίτησης και περίπου 95% των φοιτητών του Δ.Π.Θ. δεν διαμένουν με τους γονείς τους, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό για τα Α.Ε.Ι. της Αθήνας ήταν μόλις 35%. Φαίνεται λοιπόν ότι η κοινωνική νόρμα στην Ελλάδα είναι να διαμένουν οι φοιτητές με τους γονείς τους όταν αυτό είναι δυνατόν, καθώς οι Καλαντζή - Azizi και συν. (1987) και η Χριστοπούλου (1997) αναφέρουν ανάλογα ποσοστά για τους φοιτητές του Πανεπιστημίου Αθηνών (24% και 29% αντίστοιχα). και οι Ναυρίδης και συν. (1990) για τους φοιτητές του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων (μόνο το 14% των φοιτητών κατοικούν με τους γονείς τους). Οι παράγοντες που βρέθηκαν να έχουν σχέση με τη διαμονή των φοιτητών -πέραν του Α.Ε.Ι. φοίτησης που συζητήθηκε ήδη- είναι η σχολή φοίτησης, οι οικονομικοί πόροι και η αλληλεπίδραση του μορφωτικού επιπέδου με το ίδρυμα φοίτησης. Η ερμηνεία του ευρήματος ότι οι φοιτητές των Καθηγητικών και των Παιδαγωγικών σχολών είναι περισσότερο πιθανόν να κατοικούν με τους γονείς τους είναι δύσκολη βάσει των στοιχείων που συγκεντρώθηκαν. Μεγαλύτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η διαπίστωση ότι για τους Φοιτητές των Α.Ε.Ι. της Αθήνας υπάρχει σχέση μεταξύ της διαμονής και του μορφωτικού επιπέδου των γονέων. Οι φοιτητές που κανένας από τους δύο γονείς τους δεν έχει λάβει εκπαίδευση υψηλότερη της πρωτοβάθμιας είναι περισσότερο πιθανό να μην κατοικούν με τους γονείς τους, αν και δεν είναι ξεκάθαρο αν αυτό οφείλεται στο ότι οι φοιτητές αυτοί προέρχονται από την επαρχία ή αν αποτελεί έκφραση των αντιλήψεων της συγκεκριμένης κοινωνικοοικονομικής ομάδας. Ιδιαίτερα σημαντικό είναι το φαινομενικά παράδοξο εύρημα ότι οι φοιτητές που μένουν με τους γονείς τους είναι περισσότερο πιθανόν να εργάζονται (πλήρης ή μερική απασχόληση). Αντίστοιχες διαπιστώσεις αναφέρει και η Καλαντζή - Azizi (1987), η οποία προσφέρει ως πιθανή εξήγηση την τάση των φοιτητών για ανεξαρτησία από την οικογένεια με την οποία συμβιώνουν. Βέβαια, για την περίπτωση των φοιτητών που μένουν μόνοι επειδή φοιτούν μακριά από την μόνιμη κατοικία των γονέων τους, θα πρέπει να εξεταστεί και η επίδραση της έλλειψης της υποστήριξης της οικογένειας που πιθανώς δυσχεραίνει την εξεύρεση εργασίας. Η μεγάλη πλειοψηφία των φοιτητών συντηρούνται αποκλειστικά από τους γονείς τους (81,6%), ενώ ένα αρκετά υψηλό ποσοστό (14,3%) υποστηρίζονται μεν από τους γονείς τους, αλλά συμπληρώνουν το εισόδημά τους και με προσωπική εργασία. Το ποσοστό των φοιτητών που λαμβάνουν υποτροφία και των φοιτητών που έχουν αποκλειστικά προσωπικούς οικονομικούς πόρους είναι εξαιρετικά χαμηλό (2,3% και 1,8% αντιστοίχως). Αντιστοίχως υψηλό ποσοστό φοιτητών που δεν εργάζονται (77%) αναφέρουν οι Ναυρίδης και συν. (1990) και η Χριστοπούλου (1997). Ελαφρώς διαφορετική εικόνα δίνουν οι Καλαντζή - Azizi και συν. (1987), οι οποίοι αναφέρουν ότι το 30% των φοιτητών αφιερώνουν μέρος τους ελεύθερου χρόνου τους σε ευκαιριακού τύπου απασχολήσεις. Η μικρή διαφορά μάλλον αντανακλά το γεγονός ότι οι Καλαντζή - Azizi και συν. αναφέρονται σε οποιουδήποτε τύπου ευκαιριακή απασχόληση, ενώ στην παρούσα έρευνα γίνεται λόγος για προσωπική εργασία (μερικής ή πλήρους απασχόλησης). Οι παράγοντες που βρέθηκαν να σχετίζονται με τους οικονομικούς πόρους των φοιτητών ήταν η ηλικία, η σχολή φοίτησης, το μορφωτικό επίπεδο του γονέα που έλαβε εκπαίδευση υψηλότερης βαθμίδας, το φύλο και η διαμονή. Όπως ήταν αναμενόμενο οι φοιτητές μεγαλύτερης ηλικίας ήταν περισσότερο πιθανό να εργάζονται, εύρημα που υποστηρίζει την υπόθεση της αναζήτησης ανεξαρτησίας μέσω των προσωπικών οικονομικών πόρων. Το εύρημα ότι οι φοιτητές των σχολών Υγείας και Δικαίου είναι λιγότερο πιθανό να εργάζονται φαίνεται να σχετίζεται με το αντικείμενο των σχολών αυτών που δεν προσφέρει ευκαιρίες για ευκαιριακού τύπου εργασία πριν την ολοκλήρωση των σπουδών. Αντίθετα η διαπίστωση ότι όσο χαμηλότερο είναι το μορφωτικό επίπεδο της οικογένειας, τόσο πιθανότερο είναι να εργάζονται οι φοιτητές επιδέχεται πολλές ερμηνείες. Η πρώτη εξήγηση βασίζεται στη σχέση μεταξύ μορφωτικού και οικονομικού επιπέδου και σύμφωνα με αυτήν οι νέοι που 8
προέρχονται από οικογένειες χαμηλότερου μορφωτικού επιπέδου είναι υποχρεωμένοι να έχουν και κάποιους προσωπικούς πόρους λόγω των αντικειμενικών συνθηκών. Μία δεύτερη ερμηνεία θα μπορούσε να είναι ότι οι προσδοκίες από τον ρόλο των φοιτητών είναι διαφορετικές ανάλογα με το μορφωτικό επίπεδο της οικογένειας. Σχετική είναι η διαπίστωση των Dias και Fontaine (1997) ότι οι φοιτητές που προέρχονται από διαφορετικό κοινωνικο-οικονομικό επίπεδο αντιμετωπίζουν με διαφορετικό τρόπο τις αναπτυξιακές απαιτήσεις και προβάλλουν με διαφορετικό τρόπο τον εαυτό τους στο μέλλον. Το εύρημα ότι οι άντρες είναι περισσότερο πιθανό να εργάζονται ήταν αναμενόμενο, ενώ η σχέση της διαμονής με τους οικονομικούς πόρους έχει συζητηθεί ήδη. Η διερεύνηση των προβλημάτων των φοιτητών έγινε με δύο ερωτήσεις. Στην πρώτη ζητήθηκε από τους συμμετέχοντες να αναφέρουν τα προβλήματα που απασχολούν τους φοιτητές γενικώς, ενώ στη δεύτερη τους ζητήθηκε να αναφέρουν τα προβλήματα που αντιμετώπισαν ή αντιμετωπίζουν προσωπικά. Για όλες τις κατηγορίες προβλημάτων βρέθηκε υψηλότερη σχετική συχνότητα στην πρώτη ερώτηση, όπως ήταν αναμενόμενο λόγω της φύσης των ερωτήσεων. Παρά τις μικρές διαφορές που παρατηρήθηκαν μεταξύ των δύο κατανομών ως προς την κατάταξη των προβλημάτων βάσει της συχνότητάς τους, θα μπορούσαμε να πούμε ότι οι κοινή αντίληψη που επικρατεί μεταξύ των φοιτητών για τα προβλήματα της φοιτητικής ζωής ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Το ποσοστό των φοιτητών (73,7%) που δήλωσε ότι αντιμετώπισε ή αντιμετωπίζει κάποιο πρόβλημα προσωπικά κρίνεται υψηλό και επιβεβαιώνει τα ευρήματα προηγούμενης έρευνας σε δείγμα φοιτητών ηλικίας 19 έως 20 ετών, όπου αναφέρεται ότι μόλις το 1/3 των φοιτητών δηλώνουν ότι στους περισσότερους τομείς δεν υπάρχουν σοβαρά προβλήματα (Καλαντζή - Azizi, 1987). Πρόβλημα σχετικά με τις επαγγελματικές προοπτικές (έλλειψη πληροφόρησης για επαγγελματικές προοπτικές, έλλειψη επαγγελματικού προσανατολισμού, ανασφάλεια για την επαγγελματική αποκατάσταση, προβληματισμό από την απαξίωση του πτυχίου και των σπουδών) δήλωσε ότι αντιμετωπίζει το 27,8% των φοιτητών (39,5% των φοιτητών που δήλωσαν ότι αντιμετωπίζουν ή αντιμετώπισαν κάποιο πρόβλημα), καθιστώντας έτσι τον προβληματισμό σχετικά με την επαγγελματική σταδιοδρομία τη συχνότερα αναφερόμενη μεμονωμένη κατηγορία προβλημάτων. Η Μαλικιώση - Λοΐζου (1989), ανακεφαλαιώνοντας προηγούμενες έρευνες στον Ελληνικό χώρο που πραγματοποιήθηκαν από το Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών αναφέρει παρόμοια ευρήματα για το σύνολο των νέων ηλικίας 20 έως 24 ετών, παραθέτοντας μάλιστα στοιχεία που υποδεικνύουν ότι ο προβληματισμός αυτός δε χαρακτηρίζει μόνο τους νέους της χώρας μας, αλλά και αυτούς άλλων χωρών (Fullerton, & Potkay, 1973 Garney, Savitz, & Weiskott, 1979 Glotz, & Malanowski, 1982 Kramer, Berger, & Miller, 1974). Ωστόσο, σύμφωνα με την Καλαντζή - Azizi (1987) το πρόβλημα είναι πιο έντονο για τους Έλληνες νέους, το 31% εκ των οποίων πιστεύουν ότι είναι «πολύ πιθανό» να αναζητήσουν δουλειά τα επόμενα δύο χρόνια χωρίς να τα καταφέρουν, ενώ το 54% αναφέρουν ότι κάτι τέτοιο «μπορεί να συμβεί» (τα αντίστοιχα ποσοστά για το σύνολο των Ευρωπαίων νέων ήταν 20% και 31%). Ειδικά για τους φοιτητές, η διαπίστωση της Καλαντζή - Azizi (1987) ότι «οι φοιτητές βρίσκονται σε μία φάση που βάζουν τις βάσεις για το μελλοντικό τους επάγγελμα και την απώτερη εξέλιξη της ζωής τους, αλλά η πραγματικότητα τους φοβίζει», επιβεβαιώνεται και από τα επίσημα στοιχεία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Ευρωπαϊκή επιτροπή, 1997). Σύμφωνα με τα στοιχεία αυτά, η ανεργία των αποφοίτων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης ηλικίας 25 έως 34 ετών στην Ελλάδα είναι η τρίτη υψηλότερη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, μετά την Ισπανία και την Ιταλία και κυμαίνεται στο 11%. Επιπλέον, από τα ίδια στοιχεία προκύπτει ότι στις τρεις αυτές Μεσογειακές χώρες είναι ιδιαίτερα τονισμένη η κάμψη της ανεργίας των πτυχιούχων μετά την ηλικία των 35 ετών, αλλά και ότι στην αγορά εργασίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης συνολικά, η κατοχή ενός τίτλου σπουδών τριτοβάθμιας εκπαίδευσης δεν αρκεί για την εξασφάλιση θέσης εργασίας ανάλογης με το εκπαιδευτικό επίπεδο, ιδίως για τους νέους ηλικίας 25 έως 34 ετών. Οι παράγοντες που φαίνεται να σχετίζονται με την ύπαρξη προβλημάτων όσον αφορά στις επαγγελματικές προοπτικές είναι το Α.Ε.Ι. φοίτησης, το έτος σπουδών, η αλληλεπίδραση του μορφωτικού επιπέδου των γονέων με το φύλο, η αλληλεπίδραση των οικονομικών πόρων με τη σχολή φοίτησης και η αλληλεπίδραση του Α.Ε.Ι. φοίτησης με τη σχολή φοίτησης. Όπως ήταν αναμενόμενο, οι φοιτητές των 9
μεγαλύτερων ετών είναι πιο πιθανό να προβληματίζονται σχετικά με την επαγγελματική τους αποκατάσταση, ενώ αναμενόμενα θα μπορούσαν να χαρακτηρισθούν και τα ευρήματα για τη σχολή φοίτησης που ουσιαστικά απηχούν το βαθμό ανεργίας που πλήττει τους αντίστοιχους επαγγελματικούς κλάδους. Ωστόσο ενδιαφέρον παρουσιάζει η αλληλεπίδραση της σχολής φοίτησης με τους οικονομικούς πόρους, όπου οι φοιτητές που εργάζονται αναφέρουν σε υψηλότερα ποσοστά ύπαρξη προβλημάτων σχετικά με τις επαγγελματικές προοπτικές, πιθανώς επειδή έχουν Ψυχολογικά προβλήματα 15.3 21.6 Προβλήματα προσαρμογής 5.2 7.5 Προβλήματα φοίτησης 11.7 16.8 Προβλήματα σχέσεων Ελεύθερος χρόνος Παροχές 5.6 3.9 13.3 19.5 19.1 27.9 % των φοιτητών που αντιμετωπίζουν πρόβλημα % συνόλου του δείγματος Πληροφόρηση 11.6 16.3 Ποιότητα σπουδών 14.7 21 Οργανωτικά ζητήματα 16.1 23 Κοινωνικά ζητήματα 3 2.1 Επαγγελματικές προοπτικές 27.8 39.5 0 5 10 15 20 25 30 35 40 45 ήδη έρθει σε επαφή με την πραγματικότητα της αγοράς εργασίας. Εξαίρεση αποτελούν μόνο οι φοιτητές των καθηγητικών σχολών, ίσως επειδή ο κλάδος που ακολουθούν τους προσφέρει τη δυνατότητα για εργασία συναφή με το αντικείμενό τους (ιδιαίτερα μαθήματα, φροντιστήρια κλπ.), η οποία ίσως αποτελεί και μία οδό για την ομαλή τους μετάβαση στον επαγγελματικό κόσμο. Οι φοιτητές των Α.Ε.Ι. της Αθήνας εκφράζουν σε υψηλότερο βαθμό ανησυχία σχετικά με το επαγγελματικό τους μέλλον, με εξαίρεση τους φοιτητές των Καθηγητικών σχολών και των σχολών Δικαίου, γεγονός το οποίο κατά πάσα πιθανότητα αντανακλά το αυξημένο κύρος των αντίστοιχων τμημάτων της Αθήνας, το οποίο εξαργυρώνεται στην αγορά εργασίας. Ως προς το φύλο, οι γυναίκες ανέφεραν σε υψηλότερο ποσοστό προβλήματα σχετικά με τις επαγγελματικές προοπτικές, διαπίστωση που προέκυψε και στην πιλοτική φάση της παρούσας έρευνας (Καλαντζή - Azizi, 1992α) και φαίνεται να αντανακλά τις διαφορές που υπάρχουν μεταξύ αντρών και γυναικών σχετικά με την ανεργία. Πιο συγκεκριμένα, οι γυναίκες εμφανίζουν υψηλότερο επίπεδο ανεργίας σε όλα τα επίπεδα εκπαίδευσης και ειδικά στους Έλληνες αποφοίτους τριτοβάθμιας εκπαίδευσης ηλικίας 25 έως 59 ετών το ποσοστό των άνεργων γυναικών είναι διπλάσιο (8% έναντι 4%) από αυτό των αντρών (Ευρωπαϊκή επιτροπή, 1997). Ιδιαίτερο ενδιαφέρον, τέλος, παρουσιάζει η διαπίστωση ότι οι άντρες φοιτητές, των οποίων κανένας από τους δύο γονείς δεν έλαβε εκπαίδευση υψηλότερη της πρωτοβάθμιας αναφέρουν σε σημαντικά χαμηλότερο ποσοστό προβλήματα σχετικά με τις επαγγελματικές προοπτικές. Ίσως η άποψη του Aherne (1997) ότι οι γονείς ασκούν σημαντική επιρροή στα κίνητρα και τις ακαδημαϊκές προσδοκίες των φοιτητών να ισχύει και για τις επαγγελματικές προσδοκίες. Σχ. 1. Προβλήματα που αντιμετωπίζουν ή αντιμετώπισαν προσωπικώς οι φοιτητές. Πρόβλημα που να αναφέρεται σε κοινωνικά ζητήματα (Ναρκωτικά, βία, κομματικοποίηση, άνιση κατανομή φύλων στη σχολή φοίτησης, ανισότητα φύλων, έλλειψη ενημέρωσης για θέματα υγείας) ανέφερε μόνο 10
το 2,1% των φοιτητών (3,0% των φοιτητών που δήλωσαν ότι αντιμετωπίζουν ή αντιμετώπισαν κάποιο πρόβλημα), το οποίο ήταν και το χαμηλότερο ποσοστό μεταξύ όλων των κατηγοριών προβλημάτων. Το εύρημα αυτό είναι φαινομενικά παράδοξο, αλλά επιβεβαιώνεται και από προηγούμενες έρευνες τόσο στο Ελληνικό όσο και στο διεθνή χώρο, σύμφωνα με τη Μαλικικώση - Λοΐζου (1989), η οποία αναφέρει στη σχετική ανασκόπηση της βιβλιογραφίας: «Παρόλο που θα περίμενε κανείς την πρώτη θέση να κατέχουν οι προβληματισμοί σχετικά με τα ναρκωτικά και τον αλκοολισμό, εντούτοις τα θέματα αυτά φαίνεται να απασχολούν τους φοιτητές πολύ λιγότερο από ό,τι τα θέματα τα σχετικά με τη σταδιοδρομία τους». Ωστόσο, τα ευρήματα σχετικά με την έντονη εξωτερική πίεση για συνδικαλισμό που αναφέρονται στην ίδια ανασκόπηση των σχετικών ερευνών δεν επιβεβαιώθηκαν από την παρούσα έρευνα, καθώς μόλις 10 φοιτητές ανέφεραν προβλήματα σχετικά με την κομματικοποίηση. Πιθανότατα η διαφοροποίηση αυτή οφείλεται στο σημαντικό μετασχηματισμό της Ελληνικής κοινωνίας κατά τα 10 τελευταία χρόνια. Τέλος, σημαντικό κρίνεται το εύρημα ότι μόνο μία φοιτήτρια ανέφερε προβλήματα σχετικά με την ανισότητα των δύο φύλων. Οι μόνες μεταβλητές που βρέθηκαν να σχετίζονται με την ύπαρξη προβλημάτων σχετικά με κοινωνικά ζητήματα ήταν το Α.Ε.Ι. φοίτησης και το φύλο, με τους άντρες και τους φοιτητές των Α.Ε.Ι. της Αθήνας να συγκεντρώνουν υψηλότερα ποσοστά, αν και λόγω του πολύ μικρού αριθμού των φοιτητών (Ν=25) είναι δύσκολο να εξαχθούν συμπεράσματα. Πρόβλημα σχετικά με οργανωτικά ζητήματα του πανεπιστημίου (πρόβλημα στις σχέσεις με το διοικητικό προσωπικό, δυσκολίες στη φοίτηση λόγω καταλήψεων και αποχών, ανεπάρκεια υλικοτεχνικών υποδομών, οργανωτικά ζητήματα σχολής, δυσκολία μεταγραφής, πρόβλημα με κατακτήριες) βρέθηκε ότι αντιμετωπίζει το 16,1% των φοιτητών και το 23,0% των φοιτητών που δήλωσαν ότι αντιμετωπίζουν ή αντιμετώπισαν κάποιο πρόβλημα. Αντίστοιχα είναι τα ευρήματα που παραθέτει η Μαλικιώση - Λοΐζου (1989) από έρευνα του Εθνικού Κέντρου Κοινωνικών Ερευνών στις αρχές της δεκαετίας του `70, σύμφωνα με τα οποία οι φοιτητές τότε ήταν δυσαρεστημένοι κυρίως από τον προγραμματισμό των παραδόσεων και τον πολύ μεγάλο αριθμό ωρών διδασκαλίας. Οι παράγοντες που βρέθηκε να έχουν σχέση με την ύπαρξη προβλημάτων σχετικά με οργανωτικά ζητήματα του πανεπιστημίου ήταν η ηλικία και το έτος σπουδών, το Α.Ε.Ι. φοίτησης, η σχολή φοίτησης και η διαμονή. Όπως ήταν αναμενόμενο οι νεώτεροι σε ηλικία φοιτητές και οι φοιτητές των μικρότερων ετών ήταν πιο πιθανό να αντιμετωπίζουν τέτοιου είδους προβλήματα αν και οι παρατηρούμενες συνάφειες ήταν χαμηλές (r pb =- 0,08, p<0,05 και r pb =-0,134, p<0,01 αντίστοιχα). Οι συνάφειες αυτές αντανακλούν τη δυσκολία των φοιτητών κατά την πρώτη περίοδο της φοίτησής τους στο πανεπιστήμιο να προσαρμοστούν στα νέα δεδομένα (λιγότερο δομημένο πρόγραμμα, λιγότερη καθοδήγηση, περισσότερη ελευθερία επιλογών κλπ.), ενώ για το μικρό τους μέγεθος ερμηνεύεται από το γεγονός ότι στη συγκεκριμένη κατηγορία συμπεριλήφθηκαν και προβλήματα που δεν αφορούν μόνο τους πρωτόπειρους φοιτητές (π.χ. ανεπάρκεια υλικοτεχνικών υποδομών). Κατά τα άλλα, περισσότερα οργανωτικά ζητήματα φαίνεται να ανακύπτουν στα Α.Ε.Ι. της Αθήνας, όπου υπάρχουν παγιωμένες καταστάσεις και πρακτικές, σε αντίθεση με το Δ.Π.Θ. που είναι ένα σχετικά καινούργιο Α.Ε.Ι. Διαφορές παρατηρούνται και ως προς τις επιμέρους σχολές, η ερμηνεία των οποίων θα πρέπει μάλλον να αναζητηθεί στις συγκεκριμένες συνθήκες που επικρατούν σε κάθε σχολή. Ενδιαφέρον παρουσιάζει το εύρημα ότι σημαντικά υψηλότερο ποσοστό προβλημάτων σχετικά με οργανωτικά ζητήματα ανέφεραν οι φοιτητές που διαμένουν με τους γονείς τους (19,6% έναντι 10,9%). Είναι πιθανόν οι φοιτητές που διαμένουν με τους γονείς τους να έχουν συνηθίσει να ζουν σε ένα περιβάλλον με περισσότερες «έτοιμες λύσεις» και κατά συνέπεια να δυσκολεύονται να αντιμετωπίσουν καταστάσεις όπου υπάρχει έλλειψη οργάνωσης. Πρόβλημα σχετικά με τη χαμηλή ποιότητα σπουδών (χαμηλή ποιότητα σπουδών, πρόβλημα στις σχέσεις με τους καθηγητές) δήλωσε ότι αντιμετωπίζει το 14,7% των φοιτητών και το 21,0% των φοιτητών που δήλωσαν ότι αντιμετωπίζουν ή αντιμετώπισαν κάποιο πρόβλημα. Συναφής είναι η διαπίστωση που αναφέρει η Μαλικιώση - Λοΐζου (1989) από έρευνα του Εθνικού Κέντρου Κοινωνικών Ερευνών στις αρχές της δεκαετίας του 11
`70, ότι οι Έλληνες φοιτητές είναι γενικά ευχαριστημένοι από τις γνώσεις που αποκτούν στο πανεπιστήμιο. Οι μόνοι παράγοντες που βρέθηκαν να σχετίζονται με την ύπαρξη προβλημάτων σχετικά με την ποιότητα σπουδών είναι το Α.Ε.Ι. φοίτησης και οι αλληλεπιδράσεις της σχολής φοίτησης με τη διαμονή και το Α.Ε.Ι. φοίτησης. Σε γενικές γραμμές περισσότερα προβλήματα αναφέρθηκαν από τους φοιτητές των Α.Ε.Ι. της Αθήνας, με εξαίρεση τις Καθηγητικές σχολές όπου τα ευρήματα ήταν αντίστροφα. Μάλιστα, οι Καθηγητικές σχολές συγκέντρωσαν το υψηλότερο ποσοστό μεταξύ των σχολών του Δ.Π.Θ., ενώ για τα Α.Ε.Ι. της Αθήνας τα περισσότερα προβλήματα αναφέρθηκαν στις Άλλες σχολές (50,6%). Ενδιαφέρον παρουσιάζει και το γεγονός ότι οι φοιτητές που διαμένουν με τους γονείς τους ανέφεραν υψηλότερα ποσοστά ύπαρξης προβλημάτων σχετικά με την ποιότητα σπουδών για όλες τις σχολές, με εξαίρεση τις σχολές Θετικών επιστημών, όπου οι φοιτητές που διαμένουν με τους γονείς τους δεν αναφέρουν σχεδόν καθόλου προβλήματα, ενώ οι φοιτητές που διαμένουν μόνοι τους εμφανίζουν ποσοστά ύπαρξης προβλημάτων αντίστοιχα με αυτά των υπολοίπων σχολών. Ο συνδυασμός αυτών των δύο ευρημάτων φαίνεται να προσφέρει υποστήριξη στην άποψη του Aherne (1997) που υποστηρίζει ότι οι γονείς ασκούν σημαντική επιρροή στα κίνητρα και τις ακαδημαϊκές προσδοκίες των φοιτητών. Η χαλαρή ένταξη των Ελλήνων φοιτητών στις περισσότερες σχολές (προαιρετική παρακολούθηση, εντατική μελέτη μόνο πριν τις εξεταστικές κλπ.) φαίνεται να έρχεται σε αντίθεση με τις προσδοκίες των γονέων, με εξαίρεση τις σχολές Θετικών επιστημών όπου ιδιαιτερότητες όπως η υποχρεωτική παρακολούθηση των εργαστηρίων, οι πολλές πρακτικής φύσεως εργασίες που πρέπει να εκπονήσουν οι φοιτητές στο χώρο της σχολής αλλά και στο σπίτι κτλ. ικανοποιούν τα κριτήρια των γονέων σχετικά με το εκπαιδευτικό έργο που επιτελείται. Πρόβλημα σχετικά με την έλλειψη πληροφόρησης για ακαδημαϊκά ζητήματα (έλλειψη πληροφόρησης για τις μεταπτυχιακές σπουδές, τις υποτροφίες και τις προπτυχιακές σπουδές) ανέφερε το 11,6% των φοιτητών και το 16,3% των φοιτητών που δήλωσαν ότι αντιμετωπίζουν ή αντιμετώπισαν κάποιο πρόβλημα. Οι παράγοντες που βρέθηκαν να σχετίζονται με την ύπαρξη προβλημάτων σχετικά με την έλλειψη πληροφόρησης ήταν το έτος φοίτησης, η σχολή φοίτησης και η διαμονή. Αντίθετα με τη λογική υπόθεση ότι μεγαλύτερη ανάγκη για πληροφόρηση θα είχαν οι πρωτοετείς φοιτητές, σύμφωνα με την παρούσα έρευνα η ανάγκη των φοιτητών για πληροφόρηση είναι πιο επιτακτική στα μεγαλύτερα έτη. Αυτό οφείλεται κυρίως στο γεγονός στην κατηγορία συμπεριλήφθηκε και η ανάγκη για πληροφόρηση για μεταπτυχιακές σπουδές, που προφανώς αφορά κυρίως τους φοιτητές των μεγαλύτερων ετών. Διαφορές παρατηρήθηκαν και μεταξύ των διαφόρων σχολών που και πάλι θα πρέπει να αναζητηθούν στις συγκεκριμένες συνθήκες που επικρατούν, καθώς δεν είναι λογικό να υποθέσει κανείς ότι υπάρχουν όντως διαφορές στην ανάγκη για πληροφόρηση. Τέλος, ενδιαφέρον παρουσιάζει και το εύρημα ότι οι φοιτητές που διαμένουν με τους γονείς τους αναφέρουν συχνότερα προβλήματα σχετικά με την έλλειψη πληροφόρησης, που πιθανώς να σχετίζεται και πάλι με την δυσκολία που αντιμετωπίζουν οι φοιτητές που συνεχίζουν να διαβιούν στο «προστατευόμενο» οικογενειακό περιβάλλον σε αδόμητες καταστάσεις. Πρόβλημα σχετικά με τις παροχές από το πανεπιστήμιο (πρόβλημα στέγασης, σίτισης, ή μετακίνησης, οικονομικά προβλήματα) ανέφερε το 13,3% των φοιτητών και το 19,1% των φοιτητών που δήλωσαν ότι αντιμετωπίζουν ή αντιμετώπισαν κάποιο πρόβλημα.οι παράγοντες που βρέθηκαν να σχετίζονται με ύπαρξη προβλημάτων αυτού του είδους ήταν το Α.Ε.Ι. φοίτησης, η σχολή φοίτησης και η διαμονή. Οι φοιτητές των Α.Ε.Ι. της Αθήνας αναφέρουν περισσότερα προβλήματα σχετικά με τις παροχές, εύρημα που πιθανώς και σε αυτήν την περίπτωση ερμηνεύεται από το γεγονός ότι το Δ.Π.Θ. είναι ένα σχετικά νέο πανεπιστήμιο με πιο σύγχρονο πλαίσιο και αρχές λειτουργίας (προσφέρεται δωρεάν σίτιση σε όλους τους φοιτητές, υπάρχουν περισσότερες θέσεις στη φοιτητική εστία κλπ.). Τα ευρήματα σχετικά με τις κατηγορίες των σχολών θα μπορούσαν να συνοψιστούν στο ότι περισσότερα προβλήματα αναφέρουν οι φοιτητές των σχολών με πιο πρακτικό αντικείμενο (Θετικών επιστημών, Υγείας και Άλλες). Τέλος, περισσότερα προβλήματα αναφέρουν οι φοιτητές που δεν κατοικούν με τους γονείς τους, καθώς εκ των πραγμάτων αντιμετωπίζουν περισσότερες πρακτικές δυσκολίες κάτι που έχει αποδειχθεί και ερευνητικά (Καλαντζή - Azizi, 1987). Πρόβλημα όσον αφορά στον ελεύθερο χρόνο (έλλειψη ή δυσκολία στην οργάνωση του ελευθέρου 12
χρόνου, έλλειψη πολιτιστικών εκδηλώσεων) βρέθηκε ότι αντιμετωπίζει το 3,9% των φοιτητών και το 5,6% των φοιτητών που δήλωσαν ότι αντιμετωπίζουν ή αντιμετώπισαν κάποιο πρόβλημα. Αντίστοιχα ευρήματα αναφέρει και η Μαλικιώση - Λοΐζου (1989), σύμφωνα με την οποία το κύριο πρόβλημα ήταν η έλλειψη ελεύθερου χρόνου 25 20 15 10 5 0 Καθηγητικές Παιδαγωγικές Θετικών επιστ. Υγείας Δικαίου Άλλες εξαιτίας του μεγάλου αριθμού ωρών διδασκαλίας. Με την ύπαρξη προβλημάτων σχετικά με τον ελεύθερο χρόνο βρέθηκε να σχετίζεται μόνο η σχολή φοίτησης, με το υψηλότερο ποσοστό (8,8%) να παρατηρείται στις σχολές Θετικών επιστημών, όπου η φοίτηση είναι εντατικότερη (υποχρεωτική παρουσία στα εργαστήρια κλπ.). Πρόβλημα στις διαπροσωπικές σχέσεις (με το άλλο φύλο, του συμφοιτητές, τους φίλους) δήλωσε ότι αντιμετωπίζει το 19,5% των φοιτητών (27,9% των φοιτητών που δήλωσαν ότι αντιμετωπίζουν ή αντιμετώπισαν κάποιο πρόβλημα). Το εύρημα αυτό ήταν αναμενόμενο καθώς αφορά σε έναν από τους κύριους αναπτυξιακούς στόχους για τους περισσότερους φοιτητές, ενώ αντίστοιχα ποσοστά (21%) αναφέρονται στην έρευνα του Krainz (1984 παρατίθεται στο Καλαντζή - Azizi, 1992β) σε δείγμα 2000 Αυστριακών Σχ. 2. Προβλήματα διαπροσωπικών σχέσεων ως προς τη σχολή φοίτησης. φοιτητών για την κατηγορία «Διαταραχές επικοινωνίας ή κοινωνικοποίησης». Η μόνη μεταβλητή που βρέθηκε να σχετίζεται με την ύπαρξη προβλημάτων σχέσεων ήταν η σχολή φοίτησης με υψηλότερα ποσοστά να αναφέρονται στις Καθηγητικές σχολές, τις σχολές Θετικών επιστημών και τις σχολές Δικαίου. Μία πιθανή ερμηνεία θα μπορούσε να στηριχθεί στο γεγονός ότι οι φοιτητές των σχολών με θεωρητικό αντικείμενο αναφέρουν περισσότερα ψυχολογικά προβλήματα (Howell, Crown, & Howell, 1973 Okasha, Kamel, Sadek, Lotaif, & Bishry, 1977 Ryle, 1971 παρατίθενται στο O Mahony, & O Brien, 1980). Η εξήγηση αυτή δεν καλύπτει, βεβαίως, τις σχολές Θετικών Επιστημών, όπου μάλλον θα πρέπει να αναζητηθεί η επίδραση της εξαιρετικά άνισης κατανομής φύλων. Το γεγονός, τέλος, ότι κατά τη λογαριθμική ανάλυση προέκυψε μόνο ένας σχετικός παράγοντας ίσως οφείλεται στη εξαιρετική σημασία που έχει για όλους τους φοιτητές η σύναψη και η διατήρηση διαπροσωπικών σχέσεων (ceiling effect) στο πλαίσιο της αναπτυξιακής φάσης που διανύουν. Πρόβλημα φοίτησης (δυσκολία στις σπουδές, αναβλητικότητα σπουδών, άγχος εξετάσεων) ανέφερε το 11,7% των φοιτητών και το 16,8% των φοιτητών που δήλωσαν ότι αντιμετωπίζουν ή αντιμετώπισαν κάποιο πρόβλημα. Το ποσοστό αυτό είναι σημαντικά χαμηλότερο από αυτό που αναφέρει ο Krainz (1984 παρατίθεται 13
στο Καλαντζη - Azizi, 1992β) στην έρευνά του σε Αυστριακούς φοιτητές που είναι της τάξεως του 25% και πιθανώς να οφείλεται στις λιγότερο άκαμπτες απαιτήσεις του Ελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος. Οι μόνες μεταβλητές που βρέθηκαν να σχετίζονται με τα προβλήματα αυτού του είδους ήταν η σχολή φοίτησης και το φύλο. Οι γυναίκες ανέφεραν σε υψηλότερο ποσοστό προβλήματα φοίτησης, ενώ ως προς τις σχολές τα υψηλότερα ποσοστά παρατηρήθηκαν στις σχολές Θετικών επιστημών και τις σχολές Δικαίου -δύο κατηγορίες σχολών που θεωρούνται σχετικά απαιτητικές. Μία πιθανή ερμηνεία για το αυξημένο ποσοστό προβλημάτων φοίτησης στις φοιτήτριες βασίζεται στον άμεσο αντίκτυπο των ψυχολογικών και των συναισθηματικών δυσκολιών στη διαδικασία της μάθησης (Καλαντζή - Azizi, 1996) και στην αυξημένη αναφορά ψυχολογικών προβλημάτων από τις γυναίκες (βλ. παρακάτω). Μάλιστα, πολύ συχνά το αίτημα των φοιτητών όταν προσέρχονται στον ειδικό 30 25 Άντρες 24.1 20 Γυναίκες 17.3 16.3 15 12.4 11.3 10 7.9 8.1 5 2.6 4.2 5.1 2 3.2 0 Καθηγητικές Παιδαγωγικές Θετικών επιστ. Υγείας Δικαίου Άλλες αφορά σε προβλήματα φοίτησης, αλλά στην πραγματικότητα να πρόκειται για ψυχολογικά προβλήματα που αναδύονται κατά την πορεία της συνεργασίας (βλ. για παράδειγμα, Χαρίλα, 1996). Σχ. 3. Προβλήματα φοίτησης ως προς τη σχολή φοίτησης και το φύλο. Πρόβλημα προσαρμογής βρέθηκε ότι αντιμετωπίζει το 5,2% των φοιτητών και το 7,5% των φοιτητών που δήλωσαν ότι αντιμετωπίζουν ή αντιμετώπισαν κάποιο πρόβλημα. Οι παράγοντες που βρέθηκαν να σχετίζονται με την ύπαρξη προβλημάτων προσαρμογής ήταν η ηλικία, το Α.Ε.Ι. φοίτησης και η σχολή φοίτησης. Τα ευρήματα ότι οι νεώτεροι σε ηλικία φοιτητές αναφέρουν σε υψηλότερο ποσοστό προβλήματα προσαρμογής και ότι τα προβλήματα προσαρμογής είναι πιο συχνά στους φοιτητές του Δ.Π.Θ. (όπου για την πλειοψηφία των φοιτητών υπάρχει η επιπρόσθετη προσαρμοστική απαίτηση της διαμονής μακριά από την οικογένεια) ήταν αναμενόμενα. Αντίθετα η διαφοροποίηση μεταξύ των σχολών είναι δυσκολότερο να ερμηνευθεί. Μία πιθανή εξήγηση βασίζεται στην υπόθεση ότι οι φοιτητές κάποιων κατηγοριών σχολών χρησιμοποίησαν τις κατηγορίες προβλήματα σχετικά με τα οργανωτικά ζητήματα του Πανεπιστημίου και Προβλήματα σχετικά με την πληροφόρηση προκειμένου να εκφράσουν τις δυσκολίες που αντιμετώπισαν στον καινούργιο τους περιβάλλον. 14
Σε κάθε περίπτωση πάντως το ποσοστό των φοιτητών που δήλωσαν ότι αντιμετωπίζουν προβλήματα προσαρμογής είναι χαμηλό βάσει των αναμφισβήτητων αλλαγών στη ζωή του νέου ανθρώπου που εισέρχεται στο πανεπιστήμιο. Μία πιθανή ερμηνεία θα μπορούσε να στηριχθεί στις ιδιαιτερότητες του Ελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος, χάρη στις οποίες οι φοιτητές έχουν την ευχέρεια να προσαρμοστούν στο νέο περιβάλλον με το δικό τους ρυθμό (π.χ. δε χάνουν το έτος αν αποτύχουν σε συγκεκριμένο αριθμό μαθημάτων, δεν υπάρχει περιορισμός στο χρόνο φοίτησης κλπ.). Αυτό δε σημαίνει ότι η προσαρμογή στα Ελληνικά Α.Ε.Ι. είναι ευκολότερη, αλλά απλώς ότι δεν υπάρχουν χρονικοί περιορισμοί εντός των οποίων θα πρέπει να επιτευχθεί η προσαρμογή αυτή, ούτε κομβικά σημεία στα οποία η επιτυχία της προσαρμογής κρίνεται κατά αμετάκλητο τρόπο. Η σημασία του διαφορετικού εκπαιδευτικού πλαισίου τονίζεται και από τους Βell, McDevitt, Rott, & Valerio (1994). Ένας δεύτερος παράγοντας που σίγουρα παίζει ρόλο ήταν ότι η έρευνα διεξήχθη μετά το τέλος του πρώτου εξαμήνου, όπου τα προβλήματα προσαρμογής των φοιτητών είναι πιο έντονα (Henry, 1991). Σχ. 4. Προβλήματα προσαρμογής ως προς τη σχολή φοίτησης και το Α.Ε.Ι. φοίτησης για τις ενδεικτικές ηλικίες των 18 και των 21 ετών. Ψυχολογικά προβλήματα (ψυχολογικές δυσκολίες, κακή οικογενειακή κατάσταση, άγχος) ανέφερε το 30 25 20 Ε.Κ.Π.Α. - Ε.Μ.Π. 18 ετών Ε.Κ.Π.Α. - Ε.Μ.Π. 21 ετών Δ.Π.Θ. 18 ετών Δ.Π.Θ. 21 ετών 25.9 16.4 15 12.9 11 12.8 10 5 0 8.6 8.8 7.6 7.6 6.5 5 5.1 3.9 3.9 3.3 2.2 2.5 1.4 1.9 2.2 1.7 0.5 0.3 Καθηγητικές Παιδαγωγικές Θετικών επιστ. Υγείας Δικαίου Άλλες 1 15,3% των φοιτητών και το 21,6% των φοιτητών που δήλωσαν ότι αντιμετωπίζουν ή αντιμετώπισαν κάποιο πρόβλημα. Το ποσοστό βρίσκεται εντός των παραδεκτών ορίων μέσα στα οποία κυμαίνεται η επικράτηση των ψυχολογικών προβλημάτων στον φοιτητικό πληθυσμό. Οι παράγοντες που βρέθηκαν να σχετίζονται με την ύπαρξη ψυχολογικών προβλημάτων ήταν η σχολή φοίτησης, οι οικονομικοί πόροι και το φύλο. Τα ευρήματα σχετικά με τη σχολή φοίτησης και το φύλο κρίνονται αναμενόμενα. Οι γυναίκες ανέφεραν περισσότερα ψυχολογικά προβλήματα από τους άντρες, εύρημα που υποστηρίζεται από πολυάριθμες έρευνες σε φοιτητικό πληθυσμό στο εξωτερικό (Aherne, 1999 Foorman, & Lloyd, 1986 Lloyd, & Musser, 1989 Notman και συν., 1984 Vitaliano, Maiuro, Russo, & Mitchell, 1989) και στην Ελλάδα (Ναυρίδης και συν., 1990 Christopoulos και συν., 1997), αλλά και από έρευνες στο γενικό πληθυσμό (Μαδιανός, 1996 Weissman, & Myers, 1978). Η διαφορά μεταξύ των φύλων αποδίδεται κυρίως στους 15
αντικρουόμενους ρόλους που καλούνται να αναλάβουν οι γυναίκες στη σύγχρονη κοινωνία (επαγγελματική ανέλιξη, παραδοσιακός γυναικείος ρόλος κλπ.), άποψη που έχει επιβεβαιωθεί και ερευνητικά σε φοιτητές ιατρικής από τη Lloyd (1983). Επίσης, περισσότερα ψυχολογικά προβλήματα ανέφεραν οι φοιτητές των Καθηγητικών σχολών και των σχολών Δικαίου, εύρημα που επίσης υποστηρίζεται από άλλες έρευνες που διαπίστωσαν υψηλότερο ποσοστό αναφοράς ψυχολογικών προβλημάτων στις θεωρητικές σχολές (Howell και συν., 1971 Okasha και συν., 1977 Ryle, 1971 παρατίθενται στο O Mahony, & O Brien, 1980). Μάλιστα, διαφορές ως προς τη ψυχολογική σκέψη (psychological mindness) παρατηρούνται ακόμα και μεταξύ εξαιρετικά συναφών σχολών όπως η οδοντιατρική και η ιατρική, σύμφωνα με τους Lloyd, & Musser (1989), οι οποίοι αναφέρουν ότι κατά τις μαρτυρίες των θεραπευτών της συμβουλευτικής υπηρεσίας οι φοιτητές οδοντιατρικής προσέρχονται συχνότερα με αιτήματα που αφορούν συγκεκριμένες δυσκολίες (π.χ. ακαδημαϊκή επίδοση). Μεγάλο ενδιαφέρον παρουσιάζει η διαπίστωση ότι οι φοιτητές που υποστηρίζονται οικονομικά αποκλειστικά από τους γονείς τους αναφέρουν λιγότερα ψυχολογικά προβλήματα, ιδιαίτερα σε συνδυασμό με το γεγονός ότι σύμφωνα με τα ευρήματα της παρούσας έρευνας η διαμονή των φοιτητών δε σχετίζεται με την εκδήλωση ψυχολογικών προβλημάτων. Φαίνεται, δηλαδή, ότι ο πειραματισμός στη διαμονή μακριά από την γονεϊκή εστία δεν έχει τόσο σοβαρές ψυχικές επιπτώσεις αυτός καθαυτός, άποψη που υποστηρίζεται και από τα ευρήματα των O Mahony και O Brien (1980). Παρόμοια ευρήματα αναφέρουν και οι Καλαντζή - Azizi και συν. (1989) σε έρευνά τους σε δείγμα 439 μετεφήβων ηλικίας 19 έως 23 ετών, όπου καταδεικνύεται και η σχέση μεταξύ ανεξαρτητοποίησης και ψυχικής υγείας. Στην έρευνα αυτή διαπιστώθηκε ότι οι εργαζόμενοι νέοι έχουν περισσότερα προβλήματα ανεξαρτητοποίησης από τους φοιτητές (το εύρημα ίσχυε μόνο για τους άντρες), γεγονός που ερμηνεύθηκε ως αποτέλεσμα της απότομης ενηλικίωσης στην οποία εξαναγκάζονται οι εργαζόμενοι νέοι. Επιπλέον, βρέθηκε ότι το αν ο νέος (ανεξαρτήτως αν είναι φοιτητής ή εργαζόμενος) διαμένει μόνος ή με την οικογένειά του δεν επιδρά σημαντικά στην ανεξαρτητοποίησή του, εύρημα το οποίο αποδόθηκε στην πολύ μεγάλη δύναμη των οικογενειακών δεσμών στην Ελλάδα που επιτρέπει στην οικογένεια να ασκεί την επιρροή της ακόμα και όταν οι νέοι ζουν έξω από αυτήν. Τα αποτελέσματα της παρούσας έρευνας υποστηρίζουν τα ευρήματα αυτά - εξαιρουμένης της αλληλεπίδρασης του φύλου-, αν και εδώ η σύγκριση αφορά σε φοιτητές που εξαρτώνται αποκλειστικά από τους γονείς τους και φοιτητές που εργάζονται. Σχετική είναι η άποψη του Cooper (1996), ο οποίος παρατηρεί ότι η εγκατάλειψη της οικογενειακής εστίας είναι λιγότερο σημαντική από την εσωτερική ψυχολογική κατάσταση του ατόμου. Και συνεχίζει: «Ένας νέος ενήλικος που έχει φύγει από το σπίτι του και τηλεφωνεί δύο μόνο φορές την εβδομάδα στους γονείς του για συμβουλές και οικονομική βοήθεια, μπορεί να είναι πολύ λιγότερο αυτόνομος από ένα συνομήλικό του που κατοικεί με τους γονείς του, αλλά είναι οικονομικά ανεξάρτητος και δρα σύμφωνα με τις επιθυμίες του.» Την ίδια διαπίστωση κάνει και η Μαλικιώση - Λοΐζου (1989) η οποία αναφέρει ότι για όσο διάστημα ο φοιτητής εξαρτάται οικονομικά και συναισθηματικά από την οικογένειά του η περίοδος προς την ενηλικίωση παρατείνεται, καθώς, παρότι έχει επέλθει η βιολογική ωρίμαση, δεν θεωρείται ακόμα ενήλικας από κοινωνικής απόψεως. Τα παραπάνω ευρήματα θα μπορούσε να ερμηνευτεί στο πλαίσιο της Εστιακής θεωρίας που εισήγαγαν το 1974 οι Coleman και Hendry (παρατίθεται στο Hayes, 1998). Κατά τη θεωρία αυτή η εφηβεία σχετίζεται με ένα ευρύ φάσμα αναπτυξιακών καθηκόντων και καθώς το άτομο διανύει την αναπτυξιακή αυτή φάση, η προσοχή του εστιάζεται σε διαφορετικές πλευρές των αλλαγών που συντελούνται στις διάφορες χρονικές στιγμές. Αν το άτομο εστιάζεται σε ένα θέμα κάθε φορά και το αντιμετωπίζει μεμονωμένα, θα είναι σε θέση να χειριστεί τις αλλαγές της εφηβείας χωρίς να εξουθενωθεί από τις κρίσεις και τις ψυχικές εντάσεις που προκαλούνται από τις αλλαγές που συμβαίνουν συγχρόνως. Στο βαθμό, λοιπόν, που σύμφωνα με τις προσδοκίες του φοιτητικού ρόλου οι φοιτητές δεν απαιτείται να είναι οικονομικώς ανεξάρτητοι, είναι πιθανό όσοι δεν εργάζονται να επιλύουν σταδιακά και με μεγαλύτερη άνεση χρόνου τις δυσκολίες που σχετίζονται με την προετοιμασία για αυτονόμηση και τα θέματα ταυτότητας, χωρίς να 16