Οι πορφυρίες είναι συγγενείς ή τοξικές διαταραχές ή νόσοι της βιοσύνθεσης της αίμης. Όλες οι πορφυρίες χαρακτηρίζονται από ανεπάρκεια ενός εκ των ενζύμων που παίρνουν μέρος στη βιοσύνθεση της αίμης (Σχήμα 1). Η ανεπάρκεια του ένζυμου οδηγεί σε συσσώρευση και αυξημένη απέκκριση διαφόρων μεταβολιτών στα ούρα και τα κόπρανα. Η Διάγνωση στηρίζεται σε εργαστηριακή διερεύνηση προκειμένου να αποδειχθεί το πρότυπο (pattern) των μεταβολιτών που είναι ειδικό για κάθε τύπο πορφυρίας και απαιτεί την εξέταση κατάλληλων δειγμάτων για τους ουσιώδης μεταβολίτες χρησιμοποιώντας επαρκώς ευαίσθητες και ειδικές μεθόδους. Για πρακτικούς σκοπούς η πορφυρίες διακρίνονται σε ερυθροποιητικές και ηπατικές σύμφωνα με την πρωτοπαθή θέση της ανεπάρκειας του ενζύμου (πίνακας 2). Συνεπώς, η κύρια μεταβολική βλάβη στις ερυθροποιητικές πορφυρίες εντοπίζεται στον ερυθροποιητικό ιστό του μυελού των οστών, ενώ στις ηπατικές πορφυρίες επηρεάζονται κυρίως τα κύτταρα του ήπατος, αν και η συγγενής ανεπάρκεια του ενζύμου αφορά όλα τα κύτταρα του σώματος. Για τις κλινικές εκδηλώσεις των ηπατικών πορφυριών, συνήθως παίζουν σημαντικό ρόλο δευτεροπαθείς παράγοντες όπως, φάρμακα, ορμόνες, διατροφή, αλκοόλ, αλογονομένοι υδρογονάνθρακες, stress, λοιμώξεις και ηπατικές βλάβες. Οι πορφυρίες εκδηλώνονται κλινικά με βλάβες του δέρματος σε περιοχές εκτεθειμένες στον ήλιο και οξείες νευροσπλαχνικές προσβολές αποτελούμενες από κοιλιακό άλγος, εμετούς, περιφερική νευροπάθεια και διανοητικές διαταραχές. Οι βλάβες του δέρματος προκαλούνται λόγω φωτο-ευαισθησίας, στα αυξημένα επίπεδα πορφυρινών. Τα οξεία επεισόδια σχετίζονται με τα αυξημένα επίπεδα δ-αμινολεβουλινικού οξέος (ALΑ), λόγω επαγωγής της δραστηριότητας της συνθετάσης του δ- αμινολεβουλινικού οξέος (ALASI) και της μερικής ανεπάρκειας της ηπατικής αίμης, σε απάντηση της επαγωγής του ηπατικού κυτοχρώματος Ρ450s (CYPS) από φάρμακα και άλλους παράγοντες. Το δ-αμινολεβουλινικό οξύ μπορεί να δρα ως νευροτοξίνη. Η ανεπάρκεια της αίμης στο ήπαρ μπορεί να επηρεάζει την σύνθεση των νευρομεταβιβαστών ή και τη δράση των εξαρτώμενων από την αίμη ενζύμων. Ανωμαλίες του μεταβολισμού και της απέκκρισης πορφυρινών μπορούν να απαντούν απουσία πορφυρίας προκαλούμενες από διαφορετικές νόσους που είναι απαραίτητο να λαμβάνονται υπόψη κατά την ερμηνεία δεδομένων από ασθενείς με υποψία πορφυρίας. Δηλητηρίαση με μόλυβδο. Η έκθεση σε μόλυβδο αυξάνει την απέκκριση στα ούρα δ-αμινολεβουλινικού οξέος (ALA) και πρωτοπορφυρίνης ΙΙΙ και προκαλεί συσσώρευση πρωτοπορφυρίνης συνδεδεμένης με ψευδάργυρο στα ερυθροκύτταρα. Η καθοριστική δοκιμασία για δηλητηρίαση με μόλυβδο είναι ο προσδιορισμός του μολύβδου στο αίμα, ορισμένες φορές όμως η έκθεση στον μόλυβδο είναι υπεύθυνη για συμπτώματα παρόμοια με αυτά της πορφυρίας και μπορεί να αποτελεί απροσδόκητο εύρημα κατά την διερεύνηση ασθενών με υποψία πορφυρίας. Η αυξημένη απέκκριση δ-αμινολεβουλινικού οξέος (ALA) οφείλεται σε αναστολή της αφυδρατάσης του δ-αμινολεβουλινικού οξέος (ALAD) που προκαλείται από μόλυβδο που αντικαθιστά τον ψευδάργυρο στα καταλυτικά κέντρο του ενζύμου. Ο Μόλυβδος, προκαλεί επίσης αυξημένη απέκκριση κοπροπορφυρίνης ΙΙΙ στα ούρα λόγω της προκαλούμενης αναστολής της οξειδάσης του κοπροπορφυρινογόνου (CPO). Η έκθεση στον μόλυβδο δημιουργεί ενδοκυττάρια ανεπάρκεια σιδήρου (πιθανόν επηρεάζοντας τη μεταφορά σιδήρου εντός του κυττάρου ή αναστέλλοντας την αναγωγάση του σιδήρου) έτσι ώστε ο 1 / 15
ψευδάργυρος να αντικαθιστά το σίδηρο ως υπόστρωμα της σιδηροχηλατάσης (FECH), προκαλώντας αυξημένο σχηματισμό και συσσώρευση πρωτοπορφυρίνης συνδεδεμένης με ψευδάργυρο (ΖΡΡ) εντός των ερυθροκυττάρων. Από την στιγμή που σχηματιστεί η ΖΡΡ παραμένει αυξημένη για όλη τη ζωή του ερυθροκυττάρου. Επειδή ο χρόνος ημιζωής του ερυθροκυττάρου είναι μακρύτερος απ ότι ο χρόνος ημιζωής του μολύβδου του αίματος, η παρακολούθηση ατόμων που εκτίθενται σε μόλυβδο, απαιτεί τον προσδιορισμό τόσο του επιπέδου μολύβδου στο αίμα, όσο και της συγκέντρωσης ΖΡΡ στα ερυθροκύτταρα. Δηλητηρίαση με άλλες τοξικές ουρίες Δευτεροπαθής κοπροπορφυρινουρία έχει παρατηρηθεί επίσης λόγω τοξικών επιδράσεων αλκοόλης, αρσενικού και άλλων βαρέων μετάλλων. Κληρονομική τυροσιναιμία τύπος Ι Οι ασθενείς με κληρονομική τυροσιναιμία τύπου Ι εμφανίζουν νευρολογικές κρίσεις παρόμοιες με αυτές της οξείας πορφυρίας. Παρατηρείται αυξημένη απέκκριση δ-αμινολεβουλινικού οξέος στα ούρα, λόγω του ότι η σουξινοακετόνη, που συσσωρεύεται σ αυτή τη νόσο εμφανίζει δομική ομοιότητα προς το δ-αμινολεβουλινικό οξύ και αποτελεί συνεπώς ανταγωνιστικό αναστολέα της αφυδρατάσης του δ-αμινολεβουλινικού οξέος (ALAD). Νεφρικές Διαταραχές Η εξασθένηση της σπειραματικής λειτουργίας, ελαττώνει την κάθαρση των υδατοδιαλυτών πορφυρινών που φυσιολογικά απεκκρίνονται στα ούρα. Ακόμη και κατά την αιμοκάθαρση η απομάκρυνση των πορφυρινών είναι ατελής με αποτέλεσμα τα επίπεδα των πορφυρινών στο πλάσμα να αυξάνονται κατά τα τελικά στάδια της νεφρικής ανεπάρκειας. Ηπατοχολικές Διαταραχές Σε αποφρακτικό ίκτερο, ηπατίτιδα και κίρρωση παρατηρείται αυξημένη απέκκριση κυρίως κοπροπορφυρίνης- Ι, επειδή οι ηπατικοί νόσοι προκαλούν εκτροπή της έκκρισης κοπροπορφυρίνης Ι από την χολική στη νεφρική οδό. Στο σύνδρομο Dubin-Johnson παρατηρείται αυξημένη απέκκριση κοπροπορφυρίνης Ι στα ούρα, ενώ η απέκκριση κοπροπορφυρίνης ΙΙΙ είναι ελαττωμένη. Στο σύνδρομο Rotor παρατηρείται αυξημένη απέκκριση κοπροπορφυρίνης Ι στα ούρα, ενώ η απέκκριση κοπροπορφυρίνης ΙΙΙ είναι φυσιολογική. Στην νόσο του Gilbert παρατηρείται αυξημένη απέκκριση στα ούρα και των δύο ισομερών. Αιματολογικές Διαταραχές Στην σιδηροπενική αναιμία, ο ψευδάργυρος δρα ως εναλλακτικό υπόστρωμα της σιδηροχηλατάσης (FECH) με αποτέλεσμα τον αυξημένο σχηματισμό και συσσώρευση συνδεδεμένης με ψευδάργυρο πρωτοπορφυρίνης (ΖΡΡ) στα ερυθροκύτταρα. Αυξημένη πρωτοπορφυρίνη ερυθροκυττάρων (κυρίως ΖΡΡ) παρατηρείται επίσης σε σηδηροβλαστική, αιμολυτική και μεγαλοβλαστική αναιμία. Δίαιτα, βακτήρια και Γαστροεντερική αιμορραγία Τα κόπρανα περιέχουν πρωτοπορφυρίνη και άλλες δικαρβοξυλικές πορφυρίνες που προέρχονται από την δράση βακτηριδίων στην πρωτοπορφυρίνη. Επιπρόσθετα 2 / 15
πρωτοπορφυρίνη και άλλες δικαρβοξυλικές πορφυρίνες μπορεί να σχηματιστούν από την δράση της χλωρίδας του εντέρου σε πρωτείνες που περιέχουν αίμη και προέρχονται από τη δίαιτα ή γαστροεντερική αιμορραγία. Ακόμη και πολύ μικρή γαστροεντερική αιμορραγία μπορεί να προκαλέσει ιδιαίτερα σημαντική αύξηση της συγκέντρωσης δικαρβοξυλικών πορφυρινών στα κόπρανα. Σύγχηση μπορεί να προκληθεί με ερυθροποιητική (ερυθροηπατική) πρωτοπορφυρία (ΕΡΡ) όταν συνυπάρχει ανεπάρκεια σιδήρου η οποία αυξάνει την ολική πορφυρίνη των ερυθροκυττάρων και όταν συνυπάρχουν δερματικές αλλοιώσεις από κάποια άλλη αιτία. Σύγχυση μπορεί να προκληθεί επίσης με παραλάσουσα πορφυρία (VP) όταν συνυπάρχει ηπατική νόσος που προκαλεί κοπροπορφυνουρία. Ψευδοπορφυρία Ο όρος «ψευδοπορφυρία» αφορούσε αρχικά ασθενείς με βλάβες του δέρματος παρόμοιες με αυτές που εμφανίζονται σε ασθενείς με όψιμη δερματική πορφυρία (PCT) στους οποίους όμως δεν παρατηρούνται ανωμαλία της συσσώρευσης ή απέκκρισης πορφυρινών. Πολλά φάρμακα προκαλούν ισχυρή φωτοευαισθησία και μπορεί να οδηγήσουν σε δερματικές αλλοιώσεις παρόμοιες με αυτές των πορφυριών. Η συγκέντρωση των πορφυρινών του πλάσματος συχνά είναι αυξημένη σε ασθενείς σε αιμοκάθαρση χωρίς πορφυρία λόγω ελαττωμένης απέκκρισης και αναποτελεσματικής κάθαρσης. Παρά την απουσία βιοχημικών αποδείξεων πορφυρίας, οι ασθενείς με αιμοκάθαρση συχνά εμφανίζουν δερματολογικές αλλοιώσεις που μοιάζουν με τις δερματικές αλλοιώσεις ασθενών που πάσχουν από όψιμη δερματική πορφυρία (PCT). Τα επίπεδα των πορφυρινών του πλάσματος σε ασθενείς με αιμοκάθαρση είναι υψηλότερα των φυσιολογικών, αλλά πολύ μικρότερα των επιπέδων που παρατηρούνται σε ασθενείς με όψιμη δερματική πορφυρία. ΔΙΑΓΝΩΣΤΙΚΗ ΠΡΟΣΠΕΛΑΣΗ ΤΩΝ ΠΟΡΦΥΡΙΝΟΠΑΘΕΙΩΝ Τα κλινικά ευρήματα των πορφυριών δεν είναι αρκετά ειδικά για να επιτρέψουν από μόνα τους τη διάγνωση χωρίς εργαστηριακή διερεύνηση. Σε ασθενείς που εμφανίζουν κλινικά συμπτώματα προκαλούμενα από πορφυρία, είναι εύκολα να αποδειχθεί εργαστηριακά η υπερπαραγωγή προδρόμων ουσιών της αιμης. Η διάγνωση στηρίζεται στην απόδειξη ειδικών προτύπων υπερπαραγωγής προδρόμων ουσιών της αίμης (πίνακας ) εφ όσον εξετάζονται κατάλληλα δείγματα και χρησιμοποιούνται επαρκώς ευαίσθητες τεχνικές. Χρησιμοποιούνται 3 στρατηγικές κατά τον έλεγχο ασθενών με οξέα νευροσπλαχνικά συμπτώματα που εξαρτώνται από την κλινική εικόνα. 1)Διερεύνηση κατά τη διάρκεια οξείας προσβολής 2) Διάγνωση της αιτίας 3) Διερεύνηση πιθανής οξείας πορφυρίας όταν η νόσος βρίσκεται σε ύφεση. Διερεύνηση κατά τη διάρκεια οξείας προσβολής. Η διερεύνηση κατά τη διάρκεια οξέος επεισοδίου στηρίζεται στον ποιοτικό ή ημιποσοτικό προσδιοριμό προφοχολινογόνου (PBG) και δ-αμινολοβελινικού οξέος στα ούρα. Εάν ανευρεθούν αυξημένα επίπεδα τότε τα ευρήματα αυτά θα πρέπει να επιβεβαιωθούν στο ίδιο δείγμα με ειδική ποσοτική μέθοδο προκειμένου να αποκλειστεί η πιθανότητα ψευδώς-θετικών αποτελεσμάτων. Κατά τη διάρκεια οξέος επεισοδίου παρατηρείται 3 / 15
δραματική αύξηση των επιπέδων πορφοχολινογόνου στα ούρα (> 10 φορές τα ανώτερα φυσιολογικά όρια). Τα φυσιολογικά επίπεδα πορφοχολινογόνου, παρουσία συμπτωμάτων, αποκλείουν όλες τις οξείες πορφυρίες, εκτός από την πολύ σπάνια πορφυρία λόγω ανεπάρκειας της αφυδρατάσης του δ-αμινολεβουλινικού οξέος, η διάγνωση της οποίας στηρίζεται σε αυξημένα επίπεδα δ-αμινολεβουλινικού οξέος. Αυξημένα επίπεδα δ-αμινολεβουλινικού οξέος παρατηρούνται επίσης σε όλες τις οξείες πορφυρίες καθώς επίσης και στην οξεία δηλητηρίαση με μόλυβδο όπου τα επίπεδα πορφοχολινογόνου των ούρων συνήθως είναι φυσιολογικά. Στην οξεία διαλείπουσα πορφυρία (ΑΙΡ), τα επίπεδα του πορφοχολινογόνου στα ούρα συνήθως παραμένουν αυξημένα για εβδομάδες ή και μήνες μετά την οξεία προσβολή. Στην παραλάσουσα πορφυρία (VP) και στην κληρονομική πρωτοπορφυρία (HCP) τα επίπεδα πορφοχολινογόγου των ούρων επιστρέφουν στα φυσιολογικά όρια, ορισμένες φορές εντός ημερών, μετά την προσβολή. Συνεπώς, σε περίπτωση που τα συμπτώματα είναι σε ύφεση ή υπάρχει υποψία οξείας πορφυρίας θα πρέπει να ακολουθήσει προσδιορισμός των πορφυρινών πλάσματος και κοπράνων, ακόμη και σε φυσιολογική απέκκριση πορφοχολινογόνου. Η αδυναμία της σωστής διάγνωσης προσβολής οξείας πορφυρίας όχι μόνο μπορεί να καθυστερήσει την κατάλληλη θεραπεία αλλά μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα ο ασθενής να υποστεί τον κίνδυνο μη απαραίτητης χειρουργικής επέμβασης ή χορήγησης πορφυρινογόνων φαρμάκων, τα οποία μπορεί να επιτύνουν παραπέρα την προσβολή και να οδηγήσουν στο θάνατο του ασθενούς. Από την άλλη πλευρά η ψευδής διάγνωση πορφυρίας μπορεί να είναι το ίδιο σοβαρή με το να καθυστερήσει απαραίτητη χειρουργική επέμβαση ή θεραπευτική αγωγή. Διαφοροδιάγνωση των οξείων πορφυριων Η θεραπευτική αντιμετώπιση της οξείας προσβολής είναι η ίδια ανεξάρτητα του τύπου της οξείας πορφυρίας, συνεπώς η παρά πέρα διερεύνηση για την διάγνωση της αιτίας της οξείας πορφυρίας μπορεί να γίνει αργότερα. Η απουσία αλλοιώσεως του δέρματος δεν αποκλείει την παραλάσουσα πορφυρία (ΗΡ) ή τη κληρονομική κοπροπορφυρία (HCP). Εάν όμως η ολική πορφυρίνη των κοπράνων είναι φυσιολογική αποκλείονται η παραλάσουσα πορφυρία (VP) και η κληρονομική κοπροπορφυρία (HPC) και ο ασθενής πρέπει να πάσχει από οξεία διαλείπουσα πορφυρία (ΑΙΡ). Όταν οι ολικές πορφυρίνες των κοπράνων είναι αυξημένες προχωρούμε σε κλασματικό διαχωρισμό με HPLC προκειμένου να διαχωρίσουμε τα ισομερή της κοπροπορφυρίνης. Στην κληρονομική κοπροπορφυρία (HCP) παρατηρείται ιδιαίτερα σημαντική αύξηση της κοπροπορφυρίνης ΙΙΙ, ενώ η πρωτοπορφυρίνη- ΙΧ είναι φυσιολογική ή ελάχιστα αυξημένη. Στην παραλάσουσα πορφυρία, παρατηρείται αύξηση της πρωτοπορφυρίνης ΙΧ και των άλλων δικαρβοξυλικών πορφυρινών και μικρότερη αύξηση της κοπροπορφυρίνης, κυρίως του ισομερούς ΙΙΙ. Είναι σημαντικό να τονιστεί ότι η πρωτοπορφυρίνη ΙΧ και οι άλλες δικαρβοξυλικές πορφυρίνες μπορεί να αυξηθεί από τη δράση της εντερικής χλωρίδας στην αίμη (είτε αυτή προέρχεται από τη δίαιτα είτε είναι αποτέλεσμα γαστροεντερικής αιμορραγίας). Συνεπώς εάν το πρότυπο απέκκρισης πορφυρινών στα κόπρανα είναι παρόμοιο προς αυτό που παρατηρείται σε παραλάσουσα πορφυρία, θα πρέπει να εξεταστεί το πλάσμα με φασματομετρία εκπομπής φθορισμού προκειμένου να ανιχνευθεί το μέγιστο φθορισμού στα 624 με 628 nm που είναι χαρακτηριστικό για παραλάσουσα πορφυρία. Εάν ο προδιορισμός των πορφυρινών των κοπράνων και ο προσδιορισμός πλάσματος με φασματομετρία εκπομπής φθορισμού δεν 4 / 15
επιβεβαιώσει την ύπαρξη παραλάσουσας πορφυρίας (VP) ή κληρονομικής κοπροπορφυρίας (HCP) (π.χ. όταν οι αυξημένες πορφυρίνες των κοπράνων προέρχονται από τη δίαιτα) τότε ο ασθενής θα πρέπει να έχει οξεία διαλείπουσα πορφυρία (Α.Ι.Ρ.). Διερεύνηση κατά τη διάρκεια κλινικής ύφεσης Όταν η νόσος βρίσκεται σε ύφεση, η διερεύρυνση αρχίζει με ποσοτικό προσδιορισμό πορφοχολινογόνου (ΡΒG). Στην συνέχεια προσδιορίζονται οι πορφυρίνες στα κόπρανα (για τον αποκλεισμό της κληρονομικής κοπροπορφυρίας, HCP) και εξετάζεται το πλάσμα με φασματομετρία εκπομπής φθορισμού προκειμένου να αποκλειστεί η παραλάσουσα πορφυρία (VP). Εάν όλες οι αναλύσεις είναι αρνητικές, είναι απίθανο τα συμπτώματα που εμφάνιζε παλαιότερα ο ασθενής να οφείλονται σε πορφυρία. Πάντως, είναι ιδιαίτερα δύσκολος ο αποκλεισμός της πορφυρίας μετά από αρκετά χρόνια κλινικής ύφεσης. Εάν παρ όλα αυτά υφίσταται ισχυρή υποψία πορφυρίας θα πρέπει να προχωρήσουμε σε προσδιορισμό ενζύμων και μελέτες DNA. Ασθενείς με δερματικές κλινικές εκδηλώσεις Οι βλάβες του δέρματος που παρατηρούνται σε πορφυρίες πάντοτε συνοδεύονται από υπερπαραγωγή πορφυρινών. Η διαγνωστική στρατηγική που ακολουθείται στηρίζεται στις κλινικές εκδηλώσεις α) Ασθενείς που παραπονιούνται για οξείς φωτοευαισθησία Επί υποψίας ερυθροποιητικής (ερυθροηπατικής) πρωτοπορφυρίας (ΕΡΡ) η διερεύνηση αρχίζει με τον προσδιορισμό πορφυρινών στο αίμα ή τα ερυθροκύτταρα χρησιμοποιώντας ευαίσθητη φθοριομετρική μέθοδο. Εάν η συγκέντρωση των πορφυρινών βρίσκεται μέσα στα φυσιολογικά όρια, αποκλείεται η ύπαρξη ερυθροποιητικής (ερυθροηπατικής) πρωτοπορφυρίας (ΕΡΡ). Εάν η συγκέντρωση των πορφυρινών είναι αυξημένη προχωρούμε σε κλασματικό διαχωρισμό πορφυρινών του πλάσματος ή των ερυθροκυττάρων με HPLC προκειμένου να διαπιστωθεί εάν η αύξηση προκαλείται από ελεύθερη πρωτοπορφυρίνη, όπως στην ερυθροποιητική πρωτοπορφυρία (ΕΡΡ) ή από συνδεδεμένη με Zn πρωτοπορφυρίνη (ΖΡΡ) όπως σε ένδεια σιδήρου ή δηλητηρίαση με μόλυβδο. β) Ασθενείς με πορφολυγγες, ευθραυστότητα και ουλές του δέρματος Παρόμοιες δερματικές αλλοιώσεις παρατηρούνται σε 4 κύριες πορφυρίες. Η διερεύνηση αρχίζει με προσδιορισμό των ολικών πορφυρινών στα ούρα και τα κόπρανα χρησιμοποιώντας φασματοφωτομετρικές ή φθοριομετρικές μεθόδους και τον προσδιορισμό πορφυρινών στο πλάσμα χρησιμοποιώντας φασματοφωτομετρία εκπομπής φθορισμού. Η ανάλυση πορφυρινών στο πλάσμα κα τα ούρα βοηθά στην ανίχνευση των δύο πιο κοινών πορφυριών που εμφανίζουν δερματικές αλλοιώσεις, όπως η παραλάσουσα πορφυρία (VP) και η όψιμη δερματική πορφυρία (PCT). Εάν οι αναλύσεις αυτές είναι φυσιολογικές, τότε αποκλείεται η πορφυρία ως η αιτία των ενεργών δερματικών αλλοιώσεων. Κάθε αύξηση που παρατηρείται στην συγκέντρωση ολικών πορφυρινών των ούρων ή κοπράνων θα πρέπει να διερευνηθεί παρά πέρα με κλασματικό διαχωρισμό των πορφυρινών. Τα πρότυπα που παρατηρούνται σε κάθε μία απ αυτές τις τέσσερις πορφυρίες είναι ξεχωριστά (πίνακας 2). Στην όψιμη δερματική πορφυρία (PCT), η απέκκριση και οι συγκεντρώσεις πορφυρινών του πλάσματος επανέρχονται στα φυσιολογικά επίπεδα κατά την διάρκεια της ύφεσης της νόσου, με τις αναλογίες των ατομικών πορφυρινών στα ούρα και τα κόπρανα να 5 / 15
παραμένουν παθολογικές για μακρότερα χρονικά διαστήματα από ότι οι συγκεντρώσεις των ολικών πορφυρινών. Συνεπώς σε ασθενείς στους οποίους οι δερματικές αλλοιώσεις έχουν θεραπευτεί και των οποίων οι ολικές συγκεντρώσεις πορφυρινών στα ούρα και τα κόπρανα είναι φυσιολογικές, ο κλασματικός διαχωρισμός των πορφυρινών μπορεί να οδηγήσει στην διάγνωση. Τα επίπεδα πορφυρινών του πλάσματος στην παραλάσουσα πορφυρία και η απέκκριση κοπροπορφυρίνης ΙΙΙ στην όψιμη δερματική πορφυρία παραμένουν παθολογικά για πολλά χρόνια μετά την κλινική ύφεση. Πίνακας 2. Πρότυπα υπερπαραγωγής προδρόμων ουσιών της αίμης κατά τη διάρκεια οξείας φάσεως πορφυριών Πορφυρία Ούρων PBG/ALA Ούρων Πορφυρίνες Κοπράνων Πορφυρίνες Ερυθροκυτ-τάρων 6 / 15
Πορφυρίνες Πλάσματος Πορφυρίνες CEP (Συγγενής Ερυθροποιητική Πορφυρία) Φυσιολογικά Ουροπορφυρίνη Ι Κοπροπορφυρίνη Ι Κοπροπορφυρίνη Ι Πρωτοπορφυρίνη Zn-Πρωτοπορφυρίνη 7 / 15
Ουροπορφυρίνη Ι Κοπροπορφυρίνη Ι ΟυροπορφυρίνηΙ ΚοπροπορφυρίνηΙ Πρωτοπορφυρίνη±* EΡP (Ερυθροποιητική Πρωτοπορφυρία) Πρωτοπορφυρίνη Πρωτοπορφυρίνη Πρωτοπορφυρίνη 8 / 15
Ουροπορφυρίνη Κοπροπορφυρίνη ADP (Πορφυρία από ανεπάρκεια της αφυδρατάσης του ALA) ALA>PBG Κοπροπορφυρίνη ΙΙΙ Zn-Πρωτοπορφυρίνη Ελαττωμένη δραστι-κότητα της αφυδρα-τάσης του ALA. Zn-Πρωτοπορφυρίνη 9 / 15
AIP (Οξεία διαλείπουσα πορφυρία PBG>ALA Ουροπορφυρίνη Κοπροπορφυρίνη±* Πρωτοπορφυρίνη±* Ελαττωμένη δραστι-κότητα PBG της. απαμι-νάσης του PCT (Όψιμη δερματική πορφυρία) Ουροπορφυρίνη 10 / 15
Επτακαρβοξυπορφυρίνη ΙΙΙ Ισοκοπροπορφυρίνη Επτακαρβοξυ- πορφυρίνη Ουροπορφυρίνη Επτακαρβοξυπορφυρίνη Πεντακαρβοξυπορφυρίνη Κοπροπορφυρίνη HCP (Κληρονομική κοπροπορφυρία) PBG>ALA Κοπροπορφυρίνη ΙΙΙ 11 / 15
Ουροπορφυρίνη Κοπροπορφυρίνη ΙΙΙ VP (Παραλάσουσα πορφυρία) PBG>ALA Κοπροπορφυρίνη ΙΙΙ Ουροπορφυρίνη Πρωτοπορφυρίνη Κοπροπορφυρίνη ΙΙΙ 12 / 15
Χ-πορφυρίνη Δηλητηρίαση με μόλυβδο ALA>PBG Κοπροπορφυρίνη ΙΙΙ Zn-Πρωτοπορφυρίνη Μόλυβδος *± : φυσιολογικό ή ελαφρά αυξημένο. 13 / 15
14 / 15
ΟΔΗΓΟΣ ΚΛΙΝΙΚΗΣ ΕΠΕΞΗΓΗΣΗΣ ΙΟΓΕΝΩΝ ΗΠΑΤΙΤΙΔΩΝ 15 / 15