1 of 7 23/1/2014 4:38 μμ ΕΛΙΑΜΕΠ ΕΛ. ΕΤΑΙΡEΙΑ ΕΚΕΠΕΚ Επικοινωνία RSS Σας ενημερώνουμε ότι η επεξεργασία των 82 κατατεθειμένων προτάσεων βρίσκεται σε εξέλιξη. Αρχική Η Πρωτοβουλία Εταίροι Πλαίσιο Συζήτησης Χάρτα Δεοντολογίας Ενέργεια Γεωργία, Αλιεία και Εξορύξεις Επιχειρηματικότητα Οικιστική Πολιτική Πολιτική Μεταφορών Δασική Πολιτική, Ύδατα και Παράκτιες Περιοχές 2 Share Ελληνική Ένωση Τραπεζών
2 of 7 23/1/2014 4:38 μμ Δημόσια Επιχείρηση Αερίου Emission Trends (AP) 31 Ιανουαρίου, 2011 RSS Σχολίων Εκτυπώστε το Άρθρο 2.079 Προβολές Αθανάσιος Μαχιάς Βιολόγος Ιχθυολόγος, Διευθυντής Ερευνών, Ινστιτούτο Θαλάσσιων και Βιολογικών Πόρων 1 Είναι αναγκαίο να θέσουμε κατ αρχήν τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της Ευρωπαϊκής Μεσογειακής Αλιείας της οποίας η Ελληνική είναι μία από τις βασικότερες συνιστώσες της. Η Κοινοτική Μεσογειακή Αλιευτική παραγωγή αντιπροσωπεύει το 12% της συνολικής αλιευτικής παραγωγής της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Όμως, η σχετικά αυτή χαμηλή παραγωγή αντιστοιχεί στο 46% των σκαφών και πάνω από το 50% των αλιέων της Κοινότητας. Οι αριθμοί αυτοί αντικατοπτρίζουν το γεγονός ότι πάνω από το 80% των αλιευτικών σκαφών στα κράτη μέλη είναι σκάφη μικρότερα από 12 μέτρα. Σε αυτήν την εικόνα θα πρέπει να προσθέσουμε τα απειράριθμα ερασιτεχνικά (μικρά) αλιευτικά σκάφη. Το μικρό μέγεθος των σκαφών σε συνδυασμό με την στενή ηπειρωτική κρηπίδα της Μεσογείου περιορίζουν την αλιεία κοντά στις ακτές. Ταυτόχρονα τα απειράριθμα σημεία εκφορτώσεων κατά μήκος των εκτεταμένων ακτών, χωρίς οργανωμένα σημεία εμπορίας κάνουν τον έλεγχο και την επιβολή μέτρων δύσκολη. Παρόλο που η αλιευτική παραγωγή είναι πολύ χαμηλή συγκρινόμενη με τις εκτός Μεσογείου περιοχές, δύο άλλα χαρακτηριστικά αναβαθμίζουν σημαντικά την σημασία της Μεσογειακής αλιείας: α) η μεγάλη βιοποικιλότητα της περιοχής έχει ως αποτέλεσμα η μικρή αυτή παραγωγή να αποτελείται από πολλά είδη ψαριών, μικρού μεγέθους, με σχετικά μικρή διάρκεια ζωής, χαρακτηριστικά που οδηγούν σε σημαντικά υψηλότερες εμπορικές τιμές. β) Η στενότητα της ηπειρωτικής κρηπίδας όπου διεξάγεται η Μεσογειακή αλιευτική δραστηριότητα, η χαμηλή παραγωγή και η μεγάλη διαφοροποίηση των αλιευτικών σκαφών και δραστηριοτήτων (ή ενασχολήσεων métier) έχει ως αποτέλεσμα τον έντονο και πολλές φορές οξύ ανταγωνισμό μεταξύ των αλιέων και αλιευτικών δραστηριοτήτων (καθώς και με τις άλλες χρήσεις της παράκτιας ζώνης, π.χ. τις ιχθυοκαλλιέργειες), που συχνά έχει επικαθορίσει την χάραξη της αλιευτικής πολιτικής.
3 of 7 23/1/2014 4:38 μμ Δύο επιπλέον χαρακτηριστικά που θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη είναι ότι 1)Η αλιευτική έρευνα αναπτύχθηκε κυρίως στις χώρες που δραστηριοποιούνται αλιευτικά στους ωκεανούς (Ατλαντικό Ειρηνικό). Η έρευνα στις Μεσογειακές χώρες περιορίσθηκε κυρίως σε οικολογικές και βιολογικές έρευνες και στη εισαγωγή μεθόδων και αποτελεσμάτων της αλιευτικής έρευνας από άλλες περιοχές εκτός Μεσογείου. 2)Στα πλαίσια της Ευρωπαϊκής Ένωσης οι αμιγώς Μεσογειακές χώρες είναι μόνο η Ιταλία και η Ελλάδα. Τα τελευταία χρόνια πραγματοποιείται μια σημαντική στροφή στην Ευρωπαϊκή Πολιτική της αλιευτικής διαχείρισης η βάση της οποίας είναι ότι το σημείο αναφοράς θα πρέπει να είναι το οικοσύστημα (οικοσυστημική διαχείριση) και όχι κάθε μεμονωμένο είδος. Η στροφή αυτή έχει οδηγήσει σε μια σειρά από Ευρωπαϊκές πολιτικές (π.χ.. Environment, Maritime, Common Fisheries) που έχουν αποκρυσταλλωθεί με την εφαρμογή μιας σειράς Ευρωπαϊκών οδηγιών (Habitats Directive, Water Directive και τελευταία την Marine Strategies Framework Directive). Στη σύγχρονη επιστημονική προσέγγιση είναι πλέον καθαρό ότι αν δεν λαμβάνουμε υπόψη μας το σύνολο των σημαντικών δραστηριοτήτων που επηρεάζουν το οικοσύστημα, δεν είναι δυνατή ούτε η εκτίμηση της κατάστασης των αλιευμάτων, ούτε η διαχείρισή τους. Η μεγάλη αλιευτική παραγωγή του Ατλαντικού και της Βόρειας Θάλασσας οφείλεται στο γεγονός ότι τα νερά εκεί είναι μεσότροφα και η ηπειρωτική κρηπίδα εκτεταμένη σε αντίθεση με της Μεσογείου που τα νερά είναι ολιγότροφα και η κρηπίδα της στενή. Στον Ατλαντικό τα αλιεύματα είναι μεγάλου μεγέθους, ενώ στην Μεσόγειο καταναλώνονται όλα σχεδόν τα αλιεύματα και κυρίως μικρού μεγέθους ψάρια. Στις μη Μεσογειακές χώρες η αλιεία αποτελεί σημαντικό τμήμα της οικονομία τους, ενώ στα Μεσογειακά κράτη αποτελεί ένα σχετικά μικρό μέγεθος. Όμως η κοινωνική σημασία της αλιείας στην Μεσόγειο είναι πολλαπλάσια και αυτό συχνά επηρεάζει την διαχείρισή της. Ένα επιπλέον χαρακτηριστικό, που απορρέει από τα παραπάνω, είναι η διαφορετική δομή των στόλων εντός και εκτός της Μεσογείου. Η Ατλαντική αλιεία επιχειρεί με τεράστιους στόλους από μηχανότρατες, εργοστασιακού μεγέθους, οι οποίες είναι αλιευτικά εργοστάσια, ψαρεύουν νυχθημερόν και ξεφορτώνουν σε συγκεκριμένα και προκαθορισμένα σημεία. Η μικρή παράκτια αλιεία στις χώρες αυτές είναι κάτι το γραφικό, και οικολογικό. Στην Μεσογειακή αλιεία η μαζική αλιεία είναι ουσιαστικά η μικρή παράκτια αλιεία. Τα παραπάνω Μεσογειακά χαρακτηριστικά μεγεθύνονται ιδιαίτερα όσον αφορά την Ελληνική Αλιεία. Κάθε συζήτηση για την αλιευτική διαχείριση θα πρέπει να βασίζεται σε τρεις βασικές και αυτονόητες αρχές: α)κάθε τύπος αλιείας «βλάπτει» και αλλοιώνει το περιβάλλον, β)τα αλιεύματα αποτελούν έναν βασικό διατροφικό πόρο για τις ανθρώπινες κοινωνίες, γ)στην λήψη μέτρων θα πρέπει να ισχύει η αρχή της αναλογικότητας ως προς το κόστος και το όφελος που προκαλεί ο κάθε τύπος αλιείας. Είναι επίσης αυτονόητο ότι περισσότερο «βλάπτουν» οι παράνομες μορφές αλιείας. Επομένως κάθε συζήτηση για τις επιπτώσεις που έχει το κάθε αλιευτικό εργαλείο δεν μπορεί να περιλαμβάνει την παράνομη χρήση του. Το ζητούμενο είναι το πώς θα διαχειριστούμε την αλιεία ή τους τύπους αλιείας, έτσι ώστε να επιτύχουμε το μεγαλύτερο όφελος με τις μικρότερες δυνατές επιπτώσεις (μέγιστη αειφόρο
4 of 7 23/1/2014 4:38 μμ παραγωγή). Ένα βασικό πρόβλημα είναι ότι η Ελληνική πολιτική και γενικότερα η Μεσογειακή πολιτική επικαθορίζεται από τα συμπεράσματα και τις έρευνες που έχουν συντελεστεί αλλού και σε πολύ διαφορετικές συνθήκες. Ελληνική αλιευτική παραγωγή σύμφωνα με τα στοιχεία που δίνει η Εθνική Στατιστική Υπηρεσία κατά την τελευταία δεκαετία είναι σταθερή και κυμαίνεται περί τις 90.000 100.000 τόνους. Η κατανομή αυτής της παραγωγής μεταξύ των διαφόρων αλιευτικών εργαλείων είναι: Μηχανότρατες: 20.000-25.000 τόνους, Γρι-γρι περί τις 30.000 τόνους, Πεζότρατες 4.000 5000 τόνους και Παράκτια σκάφη περί 35.000 τόνους. Ένα βασικό πρόβλημα των παραπάνω στοιχείων, είναι ότι η στατιστική υπηρεσία παρακολουθεί και καταγράφει μόνο τα σκάφη που έχουν δηλωμένη μηχανή πάνω από 12HP, το οποίο πρακτικά σημαίνει ότι παρακολουθεί περίπου μόνο το 40% του στόλου, ενώ είναι άγνωστη η επίδραση της ερασιτεχνικής αλιείας. Το μεγαλύτερο μέρος αυτής της έλλειψης αφορά τα παράκτια σκάφη. Μία άλλη μη κυβερνητική συλλογή στοιχείων για την Ελληνική παραγωγή είναι τα στοιχεία που έχουν συλλεχθεί στα πλαίσια Ευρωπαϊκών προγραμμάτων και από το 2003 τα στοιχεία που έχουν συλλεχθεί στα πλαίσια των Ευρωπαϊκών Κανονισμών 1543/2000 199/2008 ( 2,3 ). Με βάση αυτά, μια «διόρθωση» των κενών της στατιστικής υπηρεσίας δείχνει ότι τα αλιεύματα της μηχανότρατας είναι 10-15% υψηλότερα, των γρι-γρι περίπου 20-30% υψηλότερα, τα αλιεύματα της πεζότρατας σωστά, ενώ τα αλιεύματα της παράκτιας αλιείας φαίνεται ότι είναι υπερ- διπλάσια από αυτά που καταγράφει η Στατιστική Υπηρεσία. Με βάση τα παραπάνω (με μια συντηρητική προσέγγιση) η συνολική ετήσια παραγωγή μας ανέρχεται πάνω από 130.000-140.000 τόνους ετησίως (χωρίς να συνυπολογίσουμε την ερασιτεχνική αλιεία). Επίσης, προκύπτει αβίαστα ότι τουλάχιστον το 50% των αλιευμάτων προέρχεται από την παράκτια αλιεία και ερασιτεχνικής αλιείας στην χώρα μας. Το κυριότερο πρόβλημα για την χάραξη αλιευτικής πολιτικής στην Ελλάδα είναι η απουσία γνώσης της υφιστάμενης κατάστασης των αποθεμάτων, ώστε να μπορούν να αποφασιστούν ακριβή διαχειριστικά μέτρα. Η απουσία στοιχείων έχει ως αποτέλεσμα την διερεύνηση της κατάστασης με βάση αποσπασματικά και μη λεπτομερή στοιχεία, με αποτέλεσμα την απουσία εμπεριστατωμένων και ασφαλών αναλύσεων που θα επέτρεπαν την χάραξη στοχευμένων πολιτικών. Συγκεκριμένα, κανείς στην Ελλάδα δεν διαθέτει δημογραφικά στοιχεία της σύνθεσης των αποθεμάτων, ούτε την κατανομή της επίδρασης που έχουν τα διάφορα αλιευτικά εργαλεία στα αποθέματα και τους πληθυσμούς του είδους, έτσι ώστε να είναι δυνατή η ολοκληρωμένη εικόνα των αποθεμάτων σε κάποια από τις 3 βασικές Γεωγραφικές υπο-περιοχές διαχείρισης της Ελλάδας (Αιγαίο, Ιόνιο και Κρητικό). Πολύ περισσότερο δεν διαθέτουμε ασφαλή σημεία αναφοράς (reference point) με βάση τα οποία θα κρίνουμε την πορεία του κάθε αποθέματος. Εξαίρεση στο γενικό αυτόν κανόνα είναι 4 είδη ο γαύρος, η σαρδέλα, ο τόννος και ο ξιφίας για τα οποία κυρίως στα πλαίσια Ευρωπαϊκών προγραμμάτων μπορούμε να έχουμε σχετικά ασφαλή συμπεράσματα ( 4,5,6,7 ). Επιπλέον στην χάραξη πολιτικών 1)Συνήθως δεν λαμβάνεται η γνώμη ειδικών επιστημόνων, και όταν αυτή ζητείται βασίζεται αναγκαστικά στα διαθέσιμα στοιχεία και στη αρχή της προληπτικής διαχείρισης 2)Συχνά βαρύνοντα ρόλο παίζουν τα αλληλοσυγκρουόμενα συμφέροντα και διάφορες οργανώσεις με επιρροή στα ΜΜΕ, που λόγω απουσίας στοιχείων αξιοποιούν συχνά ψευδείς «βιωματικές» εικόνες για την αλιεία.
5 of 7 23/1/2014 4:38 μμ Η χάραξη αλιευτικής πολιτικής στην Ελλάδα βασίζεται στα λεγόμενα τεχνικά μέτρα (κλειστές περιόδους και περιοχές αλιείας, μέγεθος διχτυών, ελάχιστο επιτρεπόμενο μέγεθος αλιείας κ.λ.π). Τα επιμέρους μέτρα που λαμβάνονται είναι συνήθως σε αντιστοιχία με την γνώση που προέρχεται από τον Ατλαντικό και συνήθως κατευθύνονται προς την μέση αλιεία (μηχανότρατες, γρι-γρι), ενώ αποφεύγονται διαχειριστικά μέτρα για την παράκτια αλιεία, αν και αποτελεί την μισή Ελληνική παραγωγή. Οι διαχειριστικές αποφάσεις στην αλιεία θα πρέπει να προκύπτουν από επιστημονική μελέτη και τεκμηρίωση. Η χάραξη πολιτικών για την αλιεία πρέπει να βασίζεται στην αρχή ότι τα μέτρα πρέπει να αφορούν όλες τις κατηγορίες των αλιευτικών εργαλείων αναλογικά με την παραγωγή τους και την επίδραση που έχουν στα ευαίσθητα τμήματα του πληθυσμού των ειδών, τα οποία θα πρέπει να αντιμετωπίζονται ως τμήματα του συνολικού οικοσυστήματος. Τα βασικότερα βήματα προς αυτήν την κατεύθυνση είναι τρία: 1)Να υπάρξει μητρώο των αποκλειστικά και κατ επάγγελμα επαγγελματιών αλιέων οι οποίοι θα μπορούν να συνεχίσουν να ψαρεύουν επαγγελματικά και να εξαιρεθούν οι υπόλοιποι. Αυτό θα μειώσει κατά πολύ την αλιευτική προσπάθεια πίεση προς τα αποθέματα και θα επιτρέψει στους πραγματικούς επαγγελματίες να αναβαθμίσουν τα σκάφη, εργαλεία και την ασφάλειά τους στην θάλασσα. 2)Να αλλάξει η πολιτική για την ερασιτεχνική αλιεία με βάση μια συγκροτημένη πολιτική ανάπτυξής της ως κλάδου της τουριστικής βιομηχανίας (π.χ. η διενέργειά της από οργανωμένους συνεταιρισμούς ή εταιρίες). 3)Η διαχειριστική πολιτική πρέπει να προχωρήσει σε μια λογική προληπτικής διαχείρισης μέσω Θαλάσσιων Προστατευόμενων Περιοχών, που θα κατανέμονται σε όλη την Ελλάδα και τους κόλπους όπου θα υπάρχουν ζώνες όπου κανείς δεν θα αλιεύει ούτε οι παράκτιοι αλιείς, ούτε οι ερασιτέχνες. Η Ευρωπαϊκή Ένωση με στόχο την χάραξη κοινών αλιευτικών πολιτικών έχει προκρίνει την συλλογή αλιευτικών στοιχείων με βάση ένα κοινό πρωτόκολλο για όλα τα κράτη μέλη (Ε.Κ.199/2008). Ταυτόχρονα προωθεί την ενιαία ανάλυση τους ώστε να υπάρξει μία κοινή αντίληψη για τα αλιευτικά προβλήματα και τα μέτρα τα οποία θα πρέπει να λαμβάνονται. Η εφαρμογή αυτού του κανονισμού συγχρηματοδοτείται κατά 50% από την Ε.Ε. Η Ελλάδα, παρά την υποχρέωση που έχει αναλάβει στα πλαίσια της Ευρωπαϊκής Ένωσης, την συγ-χρηματοδότηση και τις ποινές που επιφέρει η μη υλοποίηση του κανονισμού, δεν υλοποιεί την ανωτέρω συλλογή στοιχείων με εξαίρεση την περίοδο 2003-2006. Η υλοποίηση του κανονισμού θα εφοδιάσει τους διαχειριστές με τα απαραίτητα στοιχεία για την χάραξη αλιευτικής πολιτικής Τέλος η γενίκευση της εφαρμογής του συστημάτων VMS, που επιτρέπουν την παρακολούθηση της θέσης και της κίνησης των αλιευτικών σκαφών σε 24ώρη βάση. Η αναβάθμιση του συστήματος καθώς και η βελτίωση του νομικού πλαισίου αξιοποίησής του, καθώς επίσης και συστηματική παρακολούθηση και ανάλυση των στοιχείων, θα διευκολύνουν την επίβλεψη και αποτροπή της παράνομης αλιείας. ( 1 ) Ανακοίνωση της Επιτροπής προς το Συμβούλιο και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, 2002,. Για τη θέσπιση Κοινοτικού Σχεδίου Δράσης για τη διατήρηση και τη βιώσιμη εκμετάλλευση των αλιευτικών πόρων στη
6 of 7 23/1/2014 4:38 μμ Μεσόγειο Θάλασσα στο πλαίσιο της Κοινής Αλιευτικής Πολιτικής, COM(2002) 535 τελικό, Βρυξέλλες, 09.10.2002, 41 σελ. ( 2 ) National Fisheries Data Collection Program 2009-2010. In Application of EC Regulation 1543/2000 ( 3 ) National Fisheries Data Collection Program 2009-2010. In Application of EC Regulation 199/2008 ( 4 ) SGMED. 2009. Stock assessment of sardine in GSA 22. In Cardinale, M., A. Cheilari and H.-J. Ratz (eds), Report of the SGMED-09-02 Working Group on the Mediterranean Part I. Scientific, Technical and Economic Committee for Fisheries (STECF), 8-10 June 2009, Villasimius, Sardinia, Italy. ( 5 ) SGMED. 2009. Stock assessment of anchovy in GSA 22. In Cardinale, M., A. Cheilari and H.-J. Ratz (eds), Report of the SGMED-09-02 Working Group on the Mediterranean Part I. Scientific, Technical and Economic Committee for Fisheries (STECF), 8-10 June 2009, Villasimius, Sardinia, Italy. ( 6 ) ICCAT, 2010. Report of the 2010 Mediterranean swordfish stock assessment meeting (Madrid, Spain, June 28 to July 2, 2010). ICCAT/SCRS/2010/015. ( 7 ) ICCAT, 2010. Report of the 2010 Bluefin tuna stock assessment meeting (Madrid, Spain, September 6-14, 2010). ICCAT/SCRS/2010/018. Ένα Σχόλιο Ένα Σχόλιο 22 Μαΐου 2011, 16:28 Σοφία Γαληνού-Μητσούδη Η ιχθυοκαλλιέργεια αποτέλεσε τον κύριο άξονα ανάπτυξης της υδατοκαλλιέργειας. Τα τελευταία χρόνια, ο τομέας της οστρακοκαλλιέργειας κέρδισε επίσης, το ενδιαφέρον μερίδας παραγωγών ειδικά για την εκτροφή μυδιών. Η υδατοκαλλιέργεια μπορεί να διευρυνθεί στην εκτροφή πολύ περισσότερων ειδών που ανήκουν σε φυτά, ασπόνδυλα και σπονδυλωτά με σκοπό την ανθρωποκατανάλωση, την παραγωγή δολωμάτων, παραγωγή ύλης για χρήση είτε ως έχει είτε μετά από επεξεργασία για άλλους σκοπούς (π.χ. φαρμακευτικούς). Ακόμα, η υδατοκαλλιέργεια μπορεί να λειτουργήσει υποστηρικτικά, ενισχύοντας φυσικούς πληθυσμούς για την ανάκαμψή τους. Μελέτες προς αυτή την κατεύθυνση στην ανοιχτή θάλασσα ή σε λιμνοθάλασσες κλπ. συστήματα σε συνθήκες ήπιας επέμβασης εναρμονισμένες με την πράσινη ανάπτυξη καθώς και παρακολούθησή τους, θα μπορούσαν να αποτελέσουν σημαντική και ανταγωνιστική δράση με σεβασμό στο υδάτινο περιβάλλον. Σχολιάστε Όνομα (Υποχρεωτικό) email (Υποχρεωτικό) (Δεν Δημοσιεύεται) Προσωπικός Ιστοχώρος/Ιστοσελίδα/Blog
7 of 7 23/1/2014 4:38 μμ Μετάβαση σε μια πράσινη Ελλάδα 2010-2020 ELIAMEP OpenWorks