1ο Κεφάλαιο: Συντακτικές Κατηγορίες



Σχετικά έγγραφα
1ο Κεφάλαιο: Συντακτικές Κατηγορίες

Συγκριτική Σύνταξη. Γλωσσικές Διαταραχές. Αρχόντω Τερζή

Μοντέλα γλωσσικής επεξεργασίας: σύνταξη

Κεφάλαιο 3: οµή Φράσης

Ψυχογλωσσολογικά ευρήματα για τους κλινικούς δείκτες πρώιμης διάγνωσης στην Ειδική Γλωσσική Διαταραχή

(2) (Quantifier Raising). (3)

3ο Κεφάλαιο: Η Δομή των Φράσεων και η Πρόταση

8 η Ενότητα. Κατάκτηση του σημασιολογικού τομέα

1 η Ενότητα. Θεωρητική προσέγγιση στην κατάκτηση της µητρικής γλώσσας (1)

Στάδια Ανάπτυξης Λόγου και Οµιλίας

ΕΙΔΙΚΗ ΓΛΩΣΣΙΚΗ ΔΙΑΤΑΡΑΧΗ. Πολυδύναµο Καλλιθέας Φεβρουάριος 2008 Αναστασία Λαµπρινού

ΕΝΟΤΗΤΑ Γ. Κατηγορίες (Μέρη του Λόγου)

Κεφάλαιο 3. Από τη λέξη στη φράση: φραστική δομή

5. Λόγος, γλώσσα και ομιλία


Σηµειώσεις στις σειρές

Εισαγωγή στη Γλωσσολογία Ι

Η εκμάθηση μιας δεύτερης/ξένης γλώσσας. Ασπασία Χατζηδάκη, Επ. Καθηγήτρια Π.Τ.Δ.Ε

Πώς Διηγούμαστε ή Αφηγούμαστε ένα γεγονός που ζήσαμε

ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΗΡΙΑ «ΝΕΑ ΠΑΙΔΕΙΑ» Τομέας Νέων Ελληνικών

Η επιστήµη της γλωσσολογίας και η µετασχηµατιστική γραµµατική

Η ΘΕΩΡΙΑ ΤΟΥ Χ --Η ΔΟΜΗ ΤΗΣ ΡΦ, ΠΡΦ, ΕΦ, ΟΦ

ΤΕΧΝΟΓΛΩΣΣΙΑ VIII ΛΟΓΙΚΟΣ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΙΣΜΟΣ ΔΙΔΑΣΚΟΝΤΕΣ: ΜΑΪΣΤΡΟΣ ΓΙΑΝΗΣ, ΠΑΠΑΚΙΤΣΟΣ ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΑΣΚΗΣΗ: ΔΙΟΡΘΩΣΗ ΕΚΦΡΑΣΕΩΝ (Β )

ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΗ ΣΥΝΤΑΞΗ ΕΙΣΑΓΩΓΗ

ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΤΟΥ ΓΛΩΣΣΙΚΟΥ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ

ΦΩΝΗΤΙΚΗ-ΦΩΝΟΛΟΓΙΑ (Ι)

Κεφάλαιο 9 ο Κ 5, 4 4, 5 0, 0 0,0 5, 4 4, 5. Όπως βλέπουµε το παίγνιο δεν έχει καµιά ισορροπία κατά Nash σε αµιγείς στρατηγικές διότι: (ΙΙ) Α Κ

4o Κεφάλαιο: Η Δομή της Ονοματικής Φράσης

Όταν χαλά η γλώσσα, χαλάει η σκέψη

ΥΛΗ ΕΞΕΤΑΣΕΩΝ 2007 ΥΠΟΨΗΦΙΩΝ ΥΠΟΤΡΟΦΩΝ ΚΑΘΙΔΡΥΜΑΤΟΣ ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ ΜΑΤΑΛΑ Α ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ

Εκπαιδευτική παρέμβαση στον αφηγηματικό λόγο νηπίου με γλωσσική διαταραχή

2. Δυναμικό και χωρητικότητα αγωγού.

ΑΝΣΩΝΤΜΙΕ Είναι κλιτές λέξεις που αντικαθιστούν ονοματικές φράσεις και κάνουν την ίδια «δουλειά» με αυτές.

Θέµατα Μορφολογίας της Νέας Ελληνικής Ι. Κώστας Δ. Ντίνας Πανεπιστήµιο Δυτικής Μακεδονίας

Σταυρούλα Τσιπλάκου Μεταπτυχιακό Πρόγραμμα Ελληνική Γλώσσα και Λογοτεχνία Ανοικτό Πανεπιστήμιο Κύπρου

Ενότητες Α και Β (Α' Μέρος). Από τη γραμμικότητα στη συστατικότητα. Δομή και συστατικότητα. Δομικοί κανόνες.

Ακρότατα υπό συνθήκη και οι πολλαπλασιαστές του Lagrange

ΦΟΡΜΑ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗΣ. 1) Στάση του μαθητή/τριας κατά τη διάρκεια του μαθήματος: Δεν την κατέχει. Την κατέχει μερικώς. επαρκώς

Εισαγωγή στη Γλωσσολογία Ι

ΔΙΑΦΟΡΟΠΟΙΗΣΗ ΚΑΙ ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΩΝ

Αναπτυξιακές Γλωσσικές ιαταραχές. Ένας σηµαντικός αριθµός παιδιών παρουσιάζουν προβλήµατα

Πότε πρέπει να αρχίζει η λογοθεραπεία στα παιδιά - λόγος και μαθησιακές δυσκολίες

Οι σύνθετες προτάσεις αποτελούνται από δύο ή περισσότερες απλές προτάσεις που συνδέονται μεταξύ τους με συνδετικά στοιχεία.

Εισαγωγή στη Γλωσσολογία Ι

Ανάλυση των δραστηριοτήτων κατά γνωστική απαίτηση

Ορισµένοι ερευνητές υποστηρίζουν ότι χρειαζόµαστε µίνιµουµ 30 περιπτώσεις για να προβούµε σε κάποιας µορφής ανάλυσης των δεδοµένων.

ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΟΣ ΕΤΗΣΙΟΣ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΙΣΜΟΣ Α ΤΑΞΗ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ

Ορισµοί και εξισώσεις κίνησης

Ατομικές διαφορές στην κατάκτηση της Γ2. Ασπασία Χατζηδάκη, Επ. Καθηγήτρια Π.Τ.Δ.Ε

ΕΙΔΗ ΔΕΥΤΕΡΕΥOΥΣΩΝ ΠΡOΤΑΣΕΩΝ Τη θεωρία της ύλης θα τη βρείτε: Βιβλίο μαθητή σελ και Βιβλίο Γραμματικής σελ

Γραµµατικοί κανόνες Κανόνες µεταγραφής συµβόλων

Γενικές Παρατηρήσεις. Μη Κανονικές Γλώσσες - Χωρίς Συµφραζόµενα (1) Το Λήµµα της Αντλησης. Χρήση του Λήµµατος Αντλησης.

ΑΓΓΛΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ Χρόνος: 1 ώρα. Οδηγίες

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗΣ ΚΑΙ ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΙΑΣ ΤΟΥ ΛΟΓΟΥ ΜΟΝΑ Α ΑΥΤΟΜΑΤΗΣ ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΙΑΣ ΦΥΣΙΚΩΝ ΓΛΩΣΣΩΝ

2. ΣΥΝΟΠΤΙΚΗ ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟΥ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ ΕΝΓ

Γραµµατικοί κανόνες Κανόνες µεταγραφής συµβόλων

Διαβάζοντας το βιβλίο του Θρασύβουλου εγώ εστιάζω στο εξής:

Κεφάλαιο 2. Συντακτικές κατηγορίες

Πανεπιστήμιο Αθηνών Τμήμα Φυσικής Κβαντομηχανική ΙΙ

Παρουσίαση 1 ΙΑΝΥΣΜΑΤΑ

ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ ΑΘ. ΚΡΟΝΤΣΟΥ ΘΕΜΑ: ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΗ-ΣΥΝΤΑΚΤΙΚΗ ΑΝΑΛΥΣΗ ΤΗΣ ΝΕΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ ΕΙΣΗΓΗΤΗΣ: ΙΩΑΝΝΗΣ ΡΕΦΑΝΙΔΗΣ

ιδασκαλία της Χηµικής Ισορροπίας µε χρήση µηχανικών αναλόγων

Κεφάλαιο 9. Έλεγχοι υποθέσεων

5o Κεφάλαιο: Μετακινήσεις Α

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2: ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΓΝΩΣΗ

Έλεγχος υποθέσεων και διαστήματα εμπιστοσύνης

Αναπτυξιακά ορόσημα λόγου

Επιµέλεια Θοδωρής Πιερράτος

Μια από τις σημαντικότερες δυσκολίες που συναντά ο φυσικός στη διάρκεια ενός πειράματος, είναι τα σφάλματα.

Όταν µπροστά από τα κύρια ονόµατα υπάρχει τίτλος, τότε το οριστικό άρθρο προηγείται του τίτλου: ο κύριος Μικέογλου ο πρίγκιπας Κάρολος

Πώς γράφω µία σωστή περίληψη; Για όλες τις τάξεις Γυµνασίου και Λυκείου

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1 ο Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΝΩΣΗ ΣΗΜΕΡΑ. 1.1 Εισαγωγή

ΓΛΩΣΣΙΚΗ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ. Μαρίτσα Καμπούρογλου, Λογοπεδικός. Ίδρυμα για το Παιδί «Η Παμμακάριστος»

Λογισμικό για την εκμάθηση της Ελληνικής ως δεύτερης γλώσσας στα μειονοτικά σχολεία της Θράκης

11, 12, 13, 14, 21, 22, 23, 24, 31, 32, 33, 34, 41, 42, 43, 44.

Γραµµική Αλγεβρα Ι. Ενότητα: Εισαγωγικές Εννοιες. Ευάγγελος Ράπτης. Τµήµα Μαθηµατικών

ΣΥΓΚΡΙΤΙΚΗ ΠΕΙΡΑΜΑΤΙΚΗ ΜΕΛΕΤΗ ΣΤΑΣΗΣ ΜΑΘΗΤΩΝ ΕΝΑΝΤΙ ΤΗΣ Ι ΑΣΚΑΛΙΑΣ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΜΕ Η ΧΩΡΙΣ ΕΚΠΑΙ ΕΥΤΙΚΟ ΛΟΓΙΣΜΙΚΟ

Δοκίμιο Τελικής Αξιολόγησης

«Η τροπικότητα στην Νέα Ελληνική» Ανάλυση βάσει του Επικοινωνιακού Δοµολειτουργικού Προτύπου

Βαγγέλης Κουντούρης Φυσικός 1 ο Γυµνάσιο Ιλίου. Μια διδακτική προσέγγιση της έννοιας «δύναµη»

1. Ορισµός της ΕΓΔ Χαρακτηριστικά της ΕΓΔ

5 Ψυχολόγοι Προτείνουν Τις 5 Πιο Αποτελεσματικές Τεχνικές Μάθησης

2. Missing Data mechanisms

14 Δυσκολίες μάθησης για την ανάπτυξη των παιδιών, αλλά και της εκπαιδευτικής πραγματικότητας. Έχουν προταθεί διάφορες θεωρίες και αιτιολογίες για τις

3 ΙΣΟΡΡΟΠΙΕΣ 3 ΙΣΟΡΡΟΠΙΕΣ

Ιδιαιτερότητες και δυσκολίες στη διδακτική της ελληνικής: η άρνηση

Εισαγωγή στη Γλωσσολογία Ι

Η γλωσσική ανάπτυξη των παιδιών.

Στατιστική για Πολιτικούς Μηχανικούς Λυμένες ασκήσεις μέρους Β

Ο 19ος αιώνας Είδαμε ότι πρώτοι ιστορικο-συγκριτικοί επιστήμονες είχαν στόχο να εξηγήσουν τις ομοιότητες που παρατηρούσαν ανάμεσα στις γλώσσες. Είδαμε

Οδηγός διαφοροποίησης για την πρωτοβάθµια

Αιτία παραποµπής Ε Ω ΣΥΜΠΛΗΡΩΝΕΤΕ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΤΟΥ ΙΣΤΟΡΙΚΟΥ ΤΟΥ ΠΑΙ ΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟ ΛΟΓΟ ΤΗΣ ΠΑΡΑΠΟΜΠΗΣ.

ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ. Γραμματική της Νέας Ελληνικής

ΣΥΝΤΑΚΤΙΚΟΙ ΟΡΟΙ. Η σύνταξη μιας πρότασης

ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ - ΔΗΜΟΤΙΚΗ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ - ΔΕΙΚΤΕΣ ΕΠΙΤΥΧΙΑΣ ΚΑΙ ΕΠΑΡΚΕΙΑΣ -

Αντικείµενο της Μορφολογίας σηµαίνον (έκφραση στη γλώσσα) διακριτικές µονάδες Μορφολογία: ελάχιστα σηµαίνοντα (µορφήµατα)

τι είναι αυτό που κάνει κάτι αληθές; τι κριτήρια έχουμε, για να κρίνουμε πότε κάτι είναι αληθές;

ΘΕΜΑ: ΟΙ ΣΥΝΘΕΤΕΣ ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΩΝ ΠΑΙΔΙΩΝ ΠΡΟΣΧΟΛΙΚΗΣ ΗΛΙΚΙΑΣ:ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗΣ ΤΟΥ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΟΥ ΓΕΝΟΥΣ

Είναι το ηλεκτρικό ρεύµα διανυσµατικό µέγεθος;

Α. Ερωτήσεις Σωστού - Λάθους

Transcript:

1ο Κεφάλαιο: Συντακτικές Κατηγορίες 1 Εισαγωγή Πριν προχωρήσουµε στις έννοιες που θα µας απασχολήσουν σε αυτό το κεφάλαιο, θα αφιερώσουµε λίγο χρόνο σε κάποιους γενικούς όρους και γνώσεις που αποτελούν απαραίτητη υποδοµή για την καλύτερη κατανόησή αυτών που θα ακολουθήσουν. Η πρώτη από αυτές τις έννοιες είναι η έννοια Γραµµατική. Η σύγχρονη γλωσσολογία χρησιµοποιεί τον όρο Γραµµατική τουλάχιστον µε τρεις τρόπους: κατ αρχάς, για να αναφερθεί στις σιωπηρές γνώσεις που έχει ο φυσικός οµιλητής για τη γλώσσα του. Με άλλα λόγια, µε τον όρο Γραµµατική η γλωσσολογική θεωρία αναφέρεται σε όλα αυτά που ξέρει ο φυσικός οµιλητής για τη γλώσσα του, χωρίς να του τα έχουν διδάξει ποτέ µε σαφήνεια. Αυτά µπορεί να είναι γνώσεις του φωνολογικού συστήµατος, του µορφολογικού, του συντακτικού, κλπ. Ο όρος Γραµµατική αναφέρεται επίσης στη σαφή και συγκεκριµένη περιγραφή (ή θεωρία) που διατυπώνει ο γλωσσολόγος για τις γνώσεις του φυσικού οµιλητή. Το δηµιούργηµα του γλωσσολόγου, λοιπόν, το οποίο περιγράφει τις γνώσεις του φυσικού οµιλητή ονοµάζεται επίσης Γραµµατική, ανεξάρτητα από ποιον από τους τοµείς της Γλώσσας περιγράφει, δηλ., το φωνολογικό σύστηµα, τη µορφολογία, τη σύνταξη, κλπ. Τέλος, µε τον όρο Γραµµατική αναφερόµαστε στους τοµείς της Σύνταξης και της Μορφολογίας µαζί. Να θυµηθούµε ότι η Μορφολογία µελετά πώς σχηµατίζονται οι λέξεις από µικρότερες µονάδες µε νόηµα (τα µορφήµατα) και η Σύνταξη πώς συνδυάζονται οι λέξεις για να σχηµατιστούν οι φράσεις και οι προτάσεις. Συχνά αυτοί οι δύο τοµείς αναφέρονται και ως Μορφοσύνταξη. Όπως θα διαπιστώσουµε συχνά σε επόµενα κεφάλαια, αυτοί οι δύο τοµείς της γλώσσας σε πολλές περιπτώσεις συνδέονται στενά. Για να πάρουµε µία ιδέα από τώρα ως το προς το πότε και πώς συµβαίνει αυτό, ας δούµε ως παράδειγµα µια παθητική πρόταση, η οποία ουσιαστικά είναι µία πρόταση που έχει προέλθει από µία ενεργητική, (1α), της οποίας το αντικείµενο έγινε υποκείµενο και το υποκείµενο βρέθηκε σε µία προθετική φράση, το γνωστό από την παραδοσιακή γραµµατική ποιητικό αίτιο, (1β). (1) α. Το ακροατήριο χειροκροτεί τη Μαρία β. Η Μαρία χειροκροτείται <τη Μαρία> [από το ακροατήριο] Αυτές οι διαδικασίες περιγράφονται µε τα βελάκια στην πρόταση (1β) και προφανώς αφορούν τη Σύνταξη. Προσέξτε όµως ότι εκτός από τις διαδικασίες που περιγράφουν τα βελάκια, ταυτόχρονα αλλάζει και το ρήµα της πρότασης και από χειροκροτεί, (1α), γίνεται χειροκροτείται, (1β). Αυτή η αλλαγή αφορά τη Μορφολογία. Μάλιστα έχει υποστηριχθεί, όπως θα δούµε στο Κεφάλαιο 6, ότι το αντικείµενο της ενεργητικής πρότασης γίνεται υποκείµενο της παθητικής, ακριβώς επειδή το ρήµα άλλαξε µορφολογικά. Αυτό το βιβλίο εστιάζει κυρίως στη Σύνταξη, παρότι, όπως θα έγινε ήδη κατανοητό από το προηγούµενο παράδειγµα, η τοµέας της (κλιτικής) µορφολογίας είναι πολλές φορές άµεσα συνδεδεµένος µε τη σύνταξη. Η Συντακτική θεωρία που υιοθετούµε είναι αυτή της Γενετικής Σύνταξης (ή Γενετικής Γραµµατικής), της θεωρίας που οφείλει την ύπαρξή της στον Chomsky. Οι λόγοι που βασιζόµαστε σε αυτή τη θεωρία, αντί σε κάποια άλλη, θα εξηγηθούν αργότερα σε αυτό το κεφάλαιο. Σε κάθε περίπτωση, ήδη από τις αρχές του 60, ο Νoam Chomsky διέκρινε ανάµεσα στις έννοιες: α) γλωσσική ικανότητα (linguistic competence) και β) γλωσσική επιτέλεση (linguistic performance), (Chomsky 1965). Η γλωσσική ικανότητα αναφέρεται σε όλα αυτά που γνωρίζει ο φυσικός οµιλητής για τη µητρική του γλώσσα, χωρίς να του τα έχει διδάξει κανείς. Συνεπώς, ο όρος είναι συνώνυµος µε τον πρώτο ορισµό της έννοιας Γραµµατική που παραθέσαµε λίγο πιο πάνω. Ο φυσικός οµιλητής δεν έχει απαραίτητα συνειδητή γνώση των κανόνων της µητρικής του γλώσσας. Παρόλα αυτά, µπορεί να ξεχωρίσει µία ορθά σχηµατισµένη (δηλ., γραµµατική) από µία µη ορθά σχηµατισµένη (δηλ., αντιγραµµατική) πρόταση, ακόµη και χωρίς να µπορεί να εξηγήσει πάντα το λόγο. Η γλωσσική επιτέλεση, γνωστή και ως γλωσσική συµπεριφορά ή γλωσσική πλήρωση, είναι αυτό που τελικά παράγει ο φυσικός οµιλητής όταν µιλάει. Είναι δηλαδή κατά κάποιον τρόπο η εφαρµογή της 1

γλωσσικής του ικανότητας, η γλωσσική ικανότητα σε πραγµατική χρήση. Η γλωσσική επιτέλεση µπορεί να διαφέρει από τη γλωσσική ικανότητα λόγω διαφόρων εξωγλωσσικών παραγόντων που παρεµβάλλονται, όπως η κούραση, η συναισθηµατική φόρτιση, περιορισµοί µνήµης, κ.α. Η περιγραφή των γνώσεων του φυσικού οµιλητή, δηλ., η περιγραφή της γλωσσικής του ικανότητας, και η διατύπωσή τους µε σαφήνεια είναι ουσιαστικά αυτό που καλείται να κάνει ο γλωσσολόγος και που καλούµαστε να αναπτύξουµε σε ένα βιβλίο Σύνταξης. Γιατί όµως το κάνουµε; Το κάνουµε γιατί θέλουµε να ξέρουµε τι ξέρει ο τυπικός φυσικός οµιλητής επειδή µε αυτό τον τρόπο 1 : α) θα είµαστε σε θέση να διαπιστώσουµε αν υπάρχει απόκλιση από αυτά που ξέρει ο τυπικός φυσικός οµιλητής, στις περιπτώσεις που µας ενδιαφέρουν, δηλ., στις περιπτώσεις γλωσσικών διαταραχών, και β) θα µπορούµε να διατυπώσουµε σε τι συνίσταται αυτή η απόκλιση. Στη διαδικασία εύρεσης, περιγραφής και διατύπωσης των κανόνων που διέπουν την ανθρώπινη γλώσσα, θα πρέπει να έχουµε υπόψη δύο αξιοθαύµαστα χαρακτηριστικά που αφορούν την κατάκτησή της από τα παιδιά: την ταχύτητα και την οµοιοµορφία της. Ας πάρουµε αυτά τα χαρακτηριστικά µε τη σειρά. Θεωρείται ότι η γλώσσα κατακτάται µε εξαιρετική ταχύτητα επειδή µεγάλο µέρος της έχει κατακτηθεί πριν ακόµη το παιδί κατακτήσει πλήρως άλλες γνωστικές διαδικασίες, ακόµη και διαδικασίες που έχουν άµεση σχέση µε την γραµµατική πρόταση που παράγει: [Παράδειγµα] Θεωρούµε ότι η γλώσσα κατακτάται µε αξιοθαύµαστη οµοιοµορφία επειδή, ανεξάρτητα από τη συγκεκριµένη γλώσσα και το µέρος του κόσµου στο οποίο µεγαλώνει ένα παιδί, τα βασικά χαρακτηριστικά της γλώσσας του κατακτώνται στην ίδια ηλικία. Για παράδειγµα, και αναφερόµενοι πάντα σε τυπική γλωσσική ανάπτυξη, στην ηλικία του ενός έτους τα παιδιά παράγουν προτάσεις µιας λέξης, στα δύο έτη προτάσεις δύο λέξεων, κλπ., ανεξάρτητα από τη γλώσσα που µαθαίνουν ως µητρική. Η ταχύτητα και η οµοιοµορφία µε την οποία κατακτάται η γλώσσα θεωρούνται σε µεγάλο βαθµό αποτέλεσµα συγκεκριµένων βιολογικών εφοδίων του ανθρώπου, τα οποία συνιστούν την Καθολική Γραµµατική (Universal Grammar). Αποτέλεσµα της Καθολικής Γραµµατικής είναι οι κοινές δοµές καθώς και πολλές κοινές γλωσσικές διαδικασίες που παρατηρούνται, ανεξάρτητα από τη γλώσσα των φυσικών οµιλητών. Θα αναφερθούµε σε µερικές από αυτές τις κοινές δοµές, καθώς και στον τρόπο µε το οποίο διαφέρουν, τόσο σε αυτό όσο και σε επόµενα κεφάλαια 2. 1.1 Καθολική Γραµµατική: Αρχές και Παράµετροι Οι κανόνες της Καθολικής Γραµµατικής είναι γνωστοί ως Αρχές της Καθολικής Γραµµατικής, δηλαδή, αρχές ή κανόνες που είναι κοινοί για όλες τις γλώσσες. Επειδή προφανώς δεν είναι όλες οι γλώσσες ίδιες, συµπεραίνουµε ότι η κάθε γλώσσα δεν περιγράφεται µόνο από τις Αρχές της Καθολικής Γραµµατικής, αλλά περιλαµβάνει και στοιχεία που χαρακτηρίζουν τη συγκεκριµένη γλώσσα. Καταλήγουµε λοιπόν στο ότι κάθε γλώσσα περιλαµβάνει και τη εκµάθηση των παρακάτω τοµέων, οι οποίοι διαφέρουν από γλώσσα σε γλώσσα: α) λεξιλόγιο β) δοµή (η οποία περιλαµβάνει τη ρύθµιση των Παραµέτρων). Παράµετροι είναι οι τρόποι µε τους οποίους διαφέρουν οι Αρχές, και είναι µόνο δύο για κάθε Αρχή, όπως θα δούµε αµέσως παρακάτω. Για να έχουµε µία ιδέα για το πώς µπορεί να είναι η Καθολική Γραµµατική και οι Παράµετροί της, ας πάρουµε τη διαφοροποίηση µεταξύ των γλωσσών ως προς το αν έχουν ή όχι τη δυνατότητα να µην εκφράζουν το υποκείµενό τους. Η Ελληνική ανήκει στην πρώτη κατηγορία, και η Αγγλική στη δεύτερη. (2) Πήγε στο γυµναστήριο. (3) *(She) went to the gym. 3 Υποθέτουµε λοιπόν ότι υπάρχει η εξής Αρχή της Καθολικής Γραµµατικής: Κάθε πρόταση έχει υποκείµενο, η οποία έχει δύο Παραµέτρους: Παράµετρος 1: Το Υποκείµενο της Πρότασης πρέπει να έχει φωνολογικό περιεχόµενο (δηλ., να είναι ορατό). Παράµετρος 2: Το Υποκείµενο της Πρότασης δεν χρειάζεται να έχει φωνολογικό περιεχόµενο. 2

Τα παιδιά που µεγαλώνουν σε περιβάλλον που οµιλείται η Ελληνική, αρκετά νωρίς, επιλέγουν (= ρυθµίζουν) τη συγκεκριµένη Αρχή ως προς την Παράµετρο 2. Τα παιδιά που µεγαλώνουν σε περιβάλλον που οµιλείται η Αγγλική, αρκετά νωρίς, επιλέγουν την Παράµετρο 1. 1.2 Ιδιότητες της Γραµµατικής Είπαµε ότι στόχος της Γενετικής Σύνταξης είναι να ανακαλύψει και να διατυπώσει τους κανόνες που διέπουν το συντακτικό τοµέα της ανθρώπινης γλώσσας. Στη διαδικασία αυτή, όπως και στη διαδικασία διατύπωσης οποιωνδήποτε κανόνων της γλώσσας, θα πρέπει, σύµφωνα µε τη Γενετική Γλωσσολογία, να φροντίζουµε οι κανόνες να πληρούν κάποιες «προδιαγραφές», συγκεκριµένα, να πληρούν τις παρακάτω τρεις ιδιότητες: α) την ιδιότητα της παρατηρητικής επάρκειας, β) την ιδιότητα της περιγραφικής επάρκειας, γ) την ιδιότητα της ερµηνευτικής επάρκειας Σύµφωνα µε την παρατηρητική επάρκεια (observational adequacy), οι κανόνες θα πρέπει να είναι σε θέση να διαχωρίζουν τις γραµµατικές από τις αντιγραµµατικές προτάσεις. Σύµφωνα µε την περιγραφική επάρκεια (descriptive adequacy), οι κανόνες πρέπει να είναι σε θέση να εξηγούν γιατί οι γραµµατικές προτάσεις είναι γραµµατικές και οι αντιγραµµατικές είναι αντιγραµµατικές. Τέλος, σύµφωνα µε την ερµηνευτική επάρκεια (explanatory adequacy) οι κανόνες θα πρέπει να είναι εύλογοι προς την εκµάθησή τους από το παιδί. Με άλλα λόγια, µε βάση αυτή την ιδιότητα οι κανόνες θα πρέπει να είναι σε θέση να απαντούν γιατί το παιδί δηµιουργεί τη γραµµατική που δηµιουργεί, αντί για κάποια άλλη, µέσα από τα γλωσσικά δεδοµένα που δέχεται από το περιβάλλον του. Γιατί δηλαδή επιλέγει ένα συγκεκριµένο κανόνα, αντί για κάποιον άλλο. [Παραδείγµατα] Η τελευταία ιδιότητα αποτελεί θεµελιώδη συµβολή της Γενετικής Γλωσσολογίας στη µελέτη της Γλώσσας, και έναν από τους πιο σηµαντικούς λόγους για τον οποίο χρησιµοποιούµε αυτό το γλωσσολογικό µοντέλο: επειδή το συγκεκριµένο γλωσσολογικό µοντέλο δεν το ενδιαφέρει µόνο να περιγράψει και να διατυπώσει τους κανόνες της γλώσσας, αλλά και να λάβει υπόψη του τον τρόπο µε τον οποίο ενσωµατώνει τους κανόνες ο φυσικός οµιλητής, καθώς και πώς επιλέγει από εναλλακτικούς πιθανούς κανόνες. Λίγο-πολύ οι ίδιες ανησυχίες απασχολούν, ή θεωρούµε ότι πρέπει να απασχολούν, και τη µελέτη των γλωσσικών διαταραχών, τόσο ως προς την κατανόηση, όσο και ως προς την αντιµετώπισή τους. Συχνά στην προσπάθειά αντιµετώπισης των γλωσσικών διαταραχών η έµφαση δίνεται στο δεύτερο παράγοντα και στον οµιλητή, αλλά είναι µάλλον αυτονόητο ότι θα πρέπει να µας απασχολεί εξίσου και το ποιους κανόνες θα πρέπει να περιµένουµε να ξέρει ο φυσικός οµιλητής, κάτι που κατά τη γνώµη µου συχνά παραµελείται. Αντίστοιχα, στη Γενετική Σύνταξη, παρότι συχνά διατυπώνονται οι πλέον λεπτοµερείς και άρτιοι κανόνες για την περιγραφή και κατανόηση µιας σειράς φαινοµένων, η ανθρώπινη διάσταση, µε άλλα λόγια η αρχή της ερµηνευτικής επάρκειας παραµελείται. Σε κάθε περίπτωση όµως, το γεγονός και µόνο ότι η αρχή της ερµηνευτικής επάρκειας περιλαµβάνεται στις βασικές διακηρύξεις της γενετικής γλωσσολογικής θεωρίας, κάνει την επιλογή της συγκεκριµένης θεωρίας ως την πιο αρµόζουσα για έναν από τους κύριους σκοπούς αυτού του βιβλίου, δηλ., τη µελέτη και την κατανόηση της σύνταξης των γλωσσικών διαταραχών. 2 Συντακτικές Κατηγορίες Οι λέξεις, ή οι οµάδες λέξεων που φτιάχνουν µια πρόταση δεν είναι όλες του ίδιου τύπου. Χωρίζονται σε διάφορες συντακτικές, ή αλλιώς, γραµµατικές, κατηγορίες, τα παλιά, γνωστά µέρη του λόγου. Η παραδοσιακή γραµµατική κατατάσσει τις λέξεις σε γραµµατικές κατηγορίες όπως: ρήµα, ουσιαστικό, επίθετο, άρθρο, πρόθεση, επίρρηµα, κλπ. [κάτι να προσθέσω για τη διαφορά µε τη σύγχρονη θεωρία ίσως] Η ύπαρξη αυτών των κατηγοριών χαρακτηρίζει όλες τις γλώσσες του κόσµου, αποτελεί δηλαδή στοιχείο της Καθολικής Γραµµατικής. Πώς θα µπορούσαµε να ορίσουµε όµως την έννοια της γραµµατικής κατηγορίας; Ένας αρκετά ακριβής τρόπος ορισµού της είναι: «ένα σύνολο γλωσσικών εκφράσεων που έχουν κοινά γραµµατικά χαρακτηριστικά.» Τα Ρήµατα, για παράδειγµα, εµφανίζουν τα (κοινά) γραµµατικά χαρακτηριστικά του Προσώπου, του Αριθµού, του Χρόνου και της Έγκλισης. Τα Ουσιαστικά, τα οποία εδώ αποκαλούµε Ονόµατα, εµφανίζουν τα 3

χαρακτηριστικά του Γένους, του Αριθµού και της Πτώσης και εισάγονται από άρθρο. Να επισηµάνουµε ότι αυτά στα οποία αναφερθήκαµε ως γραµµατικά χαρακτηριστικά στα δύο παραδείγµατα πραγµατώνονται ως µορφολογικά χαρακτηριστικά, υποδεικνύοντας άλλη µία περίπτωση άµεσης σχέσης ανάµεσα στη σύνταξη και τη µορφολογία. Με βάση λοιπόν τα παραπάνω χαρακτηριστικά, σε µια πρόταση όπως η (4), οι λέξεις Γιάννης και Μαρία είναι Ονόµατα, η λέξη φύγει είναι (κύριο) Ρήµα, η λέξη είχε είναι (βοηθητικό) Ρήµα και η λέξη µετά είναι Πρόθεση. (4) Ο Γιάννης είχε φύγει µετά τη Μαρία. Παρόλα αυτά, τα µορφολογικά κριτήρια από µόνα τους δεν είναι πάντα αρκετά για να αποφανθούµε σε ποιες γραµµατικές κατηγορίες ανήκουν οι λέξεις. Αυτό γίνεται περισσότερο εµφανές: α) στις γλώσσες που δεν έχουν πλούσια µορφολογία, αλλά και β) στις λέξεις που τυχαίνει να µην έχουν κλιτική µορφολογία, ακόµη και αν η γλώσσα από την οποία προέρχονται έχει πλούσια µορφολογία. Αρχίζοντας µε τη δεύτερη περίπτωση, δείτε τις παρακάτω δύο προτάσεις της Ελληνικής, µιας γλώσσας που είναι πλούσια µορφολογικά. Είναι δύσκολο να ισχυριστούµε ότι η έκφραση επάνω ανήκει στην ίδια κατηγορία και στις δύο προτάσεις, και η αδιαφανής έως ανύπαρκτη µορφολογία της δεν µας βοηθάει να αποφασίσουµε: (5) Ο Γιάννης έτρεξε επάνω. (6) Ο Γιάννης ακούµπησε το βιβλίο επάνω της. Έτσι, ενώ στην πρόταση (5) το επάνω είναι αναµφισβήτητα (τοπικό) επίρρηµα, στην πρόταση (6), επειδή το επάνω έχει αντικείµενο, δεν µπορεί να θεωρηθεί Επίρρηµα (αφού τα επιρρήµατα δεν έχουν αντικείµενα). Καταλήγουµε λοιπόν ότι στην πρόταση (6), το επάνω θα πρέπει να θεωρηθεί Πρόθεση, παρότι µάλλον πολλοί θα το δεχτούν µε δυσκολία, αν και χωρίς ιδιαίτερα επιχειρήµατα, επηρεασµένοι από τη σχολική γραµµατική. Προκειµένου λοιπόν να αποφασίσουµε σε ποια συντακτική κατηγορία ανήκει µία γλωσσική έκφραση σε τέτοιες περιπτώσεις, επιστρατεύουµε τα συντακτικά κριτήρια, δηλ. τη θέση που καταλαµβάνει η έκφραση µέσα στην πρόταση. Αυτό ακριβώς κάναµε µε τις προτάσεις (5) και (6): παρότι η Ελληνική είναι µία γλώσσα µε πλούσια µορφολογία, στη συγκεκριµένη περίπτωση δεν µας βοήθησε να καταλήξουµε σε ποια συντακτική κατηγορία ανήκει η λέξη επάνω επειδή αποτελείται από ένα και µόνο µόρφηµα, το οποίο δεν µας δίνει κάποια ένδειξη. Άλλες εµφανείς περιπτώσεις της χρησιµότητας των συντακτικών, αντί µορφολογικών, κριτηρίων προκειµένου να αποφασίσουµε για τη συντακτική κατηγορία µίας γλωσσικής έκφρασης (ή, απλά, λέξης, σε αυτή την περίπτωση) προέρχονται από την Αγγλική. Αυτό συµβαίνει επειδή η Αγγλική δεν έχει πλούσια µορφολογία, δηλ., η κλιτική µορφολογία των ρηµάτων, ουσιαστικών και επιθέτων συχνά είναι η ίδια (δηλαδή µηδενική): (7) α. Take a guess! β. I don t think I can guess. (8) α. I had a bad cough last week. β. I think these patients cough a lot. (9) α. He looked very worried. β. He worried a lot about the exams. Και στα τρία παραπάνω ζεύγη προτάσεων, η ίδια λέξη ανήκει σε διαφορετική κατηγορία: στην (7α) η λέξη guess είναι Όνοµα, αλλά στην (7β) είναι Ρήµα, στις (8α) και (8β) η λέξη cough είναι Όνοµα και Ρήµα αντίστοιχα, και στις (9α) και (9β) η λέξη worried είναι Επίθετο και Ρήµα αντίστοιχα. Θα περίµενε κανείς ότι οι αφασικοί Broca, οι οποίοι, εκτός από το ότι έχουν προβλήµατα µε τις λειτουργικές κατηγορίες γενικά, έχουν και προβλήµατα µε τα ρήµατα ειδικότερα, θα δυσκολεύονται στις (β) προτάσεις των παραπάνω ζευγαριών, αλλά όχι στις (α) παρά το γεγονός ότι έχουν ακριβώς το ίδιο φωνολογικό περιεχόµενο. Είναι ενδιαφέρον ότι πράγµατι υπάρχουν τέτοια ευρήµατα (από άλλες συντακτικές κατηγορίες). H Froud (2001) µελέτησε έναν αφασικό ασθενή, µε µητρική γλώσσα την Αγγλική, ο οποίος είχε 4

πρόβληµα ως προς την ανάγνωση λειτουργικών κατηγοριών. Θα συζητήσουµε µε λεπτοµέρεια τις διαφορές µεταξύ λεξικών και λειτουργικών κατηγοριών αργότερα σε αυτό το κεφάλαιο, αλλά θεωρούµε προς το παρόν ότι η βασική τους διαφορά είναι γνωστή. Ο ασθενής που µελέτησε η Froud λοιπόν, αν και κατανοούσε τη σηµασία των λειτουργικών κατηγοριών, δεν µπορούσε να τις διαβάσει και όταν έπρεπε να το κάνει, για τις ανάγκες του πειράµατος, τις αντικαθιστούσε µε άλλες λέξεις. Αντίθετα, δεν είχε πρόβληµα ως προς την ανάγνωση των λεξικών κατηγοριών. Η Froud βρήκε ότι µεταχειριζόταν διαφορετικά κάποιες λέξεις που ήταν οµόηχες, αλλά ανήκαν σε διαφορετική κατηγορία, και συγκεκριµένα κάποιες τοπικές προθέσεις. Για παράδειγµα, ενώ διάβαζε τα (10α-β) διαφορετικά από αυτό που έβλεπε, διάβαζε εκφράσεις όπως η (10γ) όπως ήταν, προφανώς γιατί σε αυτή την περίπτωση το behind δεν είναι Πρόθεση αλλά Όνοµα. 4 (10) α. behind forward, β. behind the elephant the elephant, before, after, before the elephant, γ. the behind of the elephant the behind of the elephant. Τέτοια επιλεκτική συµπεριφορά ως προς γλωσσικές εκφράσεις/συντακτικές κατηγορίες που είναι ίδιες φωνολογικά µας δείχνει πρώτα απ όλα ότι αυτό που φαίνεται δεν είναι πάντα (µόνο) αυτό που είναι στη γλώσσα. Μας δείχνει επίσης ότι αφού το φωνολογικό περιεχόµενο από µόνο του, προφανώς, δεν µπορεί να εξηγήσει τη διαφορετική συµπεριφορά των οµόηχων εκφράσεων δεδοµένου ότι παραµένει αµετάβλητο κάτι άλλο θα πρέπει να είναι υπεύθυνο για τη διαφορετική συµπεριφορά. Αυτό το «κάτι άλλο» δεν µπορεί παρά να είναι οι συντακτικές ιδιότητες των γλωσσικών εκφράσεων, εύρηµα που προβάλλει τη συµβολή της σύνταξης στην κατανόηση των γλωσσικών διαταραχών. 2.1 Είδη συντακτικών κατηγοριών Οι συντακτικές κατηγορίες χωρίζονται ως προς δύο διαστάσεις: κατ αρχάς, ως προς το αν είναι µόνες τους ή ακολουθούνται από κάποια άλλη λέξη (ή σύνολο λέξεων) µε την οποία σχηµατίζουν ένα αυτοτελές σύνολο. Ως προς αυτή τη διάσταση οι συντακτικές κατηγορίες χωρίζονται σε λεξικές και φραστικές κατηγορίες, ή Φράσεις. Οι συντακτικές κατηγορίες χωρίζονται επίσης ανάλογα µε το ποια λειτουργία επιτελούν στην πρόταση. Ως προς αυτή τη διάσταση χωρίζονται σε λεξικές κατηγορίες και λειτουργικές κατηγορίες. 2.1.1 Φραστικές κατηγορίες (Φράσεις) Ας εξετάσουµε τον πρώτο διαχωρισµό των συντακτικών κατηγοριών λαµβάνοντας υπόψη µας την παρακάτω πρόταση: (11) Ο Γιάννης συνάντησε το κορίτσι µε το καπέλο. Οι Φράσεις ο Γιάννης και το κορίτσι είναι Ονοµατικές Φράσεις (ΟΦ). Η Φράση µε το καπέλο είναι Προθετική Φράση (ΠροθΦ), η Φράση συνάντησε το κορίτσι είναι Ρηµατική Φράση, κοκ. Όλες τους είναι φραστικές κατηγορίες ή Φράσεις. Η κάθε Φράση παίρνει το όνοµά της από την κατηγορία της λέξης που την εισάγει, και η οποία λέγεται Κεφαλή της αντίστοιχης Φράσης. Για παράδειγµα, η Πρόθεση µε είναι η Κεφαλή της Προθετικής Φράσης µε το καπέλο στην πρόταση (11), το Ρήµα συνάντησε είναι η Κεφαλή της Ρηµατικής Φράσης συνάντησε το κορίτσι, κλπ. Μπορούµε να ξεχωρίσουµε ποια λέξη αποτελεί την Κεφαλή κάθε Φράσης συµβουλευόµενοι τα παρακάτω κριτήρια: (12) α. Η Κεφαλή καθορίζει την κατανοµή της φράσης της οποίας είναι µέρος. β. Η Κεφαλή είναι το πιο σηµαντικό στοιχείο της φράσης σηµασιολογικά. Είναι προφανές ότι στην περίπτωση µίας Ρηµατικής Φράσης δεν χρειάζεται απαραίτητα να επικαλεστούµε τα παραπάνω κριτήρια, επειδή βλέποντας µία Φράση που περιέχει Ρήµα είναι εύκολο να πούµε ποια είναι η Κεφαλή της. Τα κριτήρια (12) είναι πολύ πιο χρήσιµα για τον εντοπισµό της Κεφαλής µίας Φράσης όταν η Φράση αποτελείται από ίδιες συντακτικές κατηγορίες, (13). είτε για παράδειγµα τις παρακάτω Φράσεις που είναι και οι δύο Ονοµατικές Φράσεις. Πώς βρίσκουµε ποιο από τα δύο Ονόµατα (=ουσιαστικά) που τις αποτελούν είναι η Κεφαλή της κάθε Φράσης; 5

(13) α. Ο δαµαστής των λιονταριών β. Οι πλατείες της Πάτρας Σε αυτή την περίπτωση το κριτήριο της κατανοµής (12α) είναι πιο χρήσιµο, απ ότι στην περίπτωση µίας Ρηµατικής Φράσης. Βλέπουµε λοιπόν πως όταν η κάθε µία από αυτές τις Ονοµατικές Φράσεις είναι σε θέση υποκειµένου, το ρήµα της πρότασης συµφωνεί ως προς τον αριθµό µε το πρώτο Όνοµα, όχι µε το δεύτερο, (14). (14) α. Ο δαµαστής των λιονταριών κατάγεται/*κατάγονται από την Καλαµάτα. β. Οι πλατείες της Πάτρας σκουπίζονται/*σκουπίζεται συχνά Όταν πάλι οι παραπάνω Φράσεις είναι σε θέση αντικειµένου, θέση η οποία συνήθως δέχεται αιτιατική πτώση, µόνο το πρώτο Όνοµα φέρει αιτιατική πτώση (ενώ η πτώση του δεύτερου δεν αλλάζει). (15) α. Γνώρισα το δαµαστή των λιονταριών. β. Επισκέφτηκα τις πλατείες της Πάτρας Βλέπουµε λοιπόν ότι και στις δύο προηγούµενες περιπτώσεις Ονοµατικών Φράσεων, το Όνοµα που αλλάζει χαρακτηριστικά ανάλογα µε την κατανοµή του, είναι το πρώτο. Συνεπώς, το πρώτο Όνοµα είναι η Κεφαλή της Ονοµατικής Φράσης (η οποία αποτελείται από δύο Ονόµατα). Θα µπορούσαµε να φανταστούµε µια Φράση που έχει Κεφαλή αλλά όχι συµπλήρωµα. Η Ρηµατική Φράση στην πρόταση (16), για παράδειγµα, αποτελείται µόνο από την Κεφαλή, δηλαδή το Ρήµα κολυµπάει. (16) Η Μαρία κολυµπάει. Παρότι µπορεί να υπάρξει Φράση µε Κεφαλή, αλλά χωρίς Συµπλήρωµα, όπως η παραπάνω Ρηµατική Φράση, δεν µπορεί να υπάρξει Συµπλήρωµα χωρίς Κεφαλή. Το αν η Κεφαλή προηγείται ή ακολουθεί τη Φράση Συµπλήρωµα διαφέρει από γλώσσα σε γλώσσα, αλλά σε γενικές γραµµές, δεν υπάρχουν διαφοροποιήσεις µέσα στην ίδια γλώσσα. Στην Ελληνική, για παράδειγµα, το Ρήµα είναι στην αρχή, δηλαδή, στα αριστερά, της Ρηµατικής Φράσης, (18) και (20α), και η Πρόθεση είναι στην αρχή της Προθετικής Φράσης, (20β). (17) Ο Γιώργος διαβάζει ένα βιβλίο. (18) ΡΦ: διαβάζει ένα βιβλίο [Ρ ΟΦ] (19) Η Μαρία δουλεύει στην Αθήνα. (20) α. ΡΦ: δουλεύει στην Αθήνα. [Ρ ΠροθΦ] β. ΠροθΦ: στην Αθήνα [Προθ ΟΦ] Στα Τούρκικα συµβαίνει το αντίθετο, το ίδιο και στα Βασκικά (όπως και σε πολλές άλλες γλώσσες, αλλά αυτές είναι οι πιο κοντινές µας γεωγραφικά). Τα παρακάτω παραδείγµατα είναι από τα Τούρκικα και βλέπουµε ότι το Ρήµα είναι στα δεξιά της Ρηµατικής Φράσης, (22) και (24α) και η Πρόθεση είναι στα δεξιά της Προθετικής Φράσης, (24β). (21) Elif kitabi okuyo Ελήφ βιβλίο διαβάζει Η Ελήφ διαβάζει το βιβλίο. (22) ΡΦ: βιβλίο διαβάζει [ΟΦ Ρ] (23) Ahmet Antalya da çalişiyor Αχµέτ Ατάλεια-σε δουλεύει Ο Αχµέτ δουλεύει στην Ατάλεια. (24) α. ΡΦ: Αττάλεια-σε δουλεύει [ΠροθΦ Ρ] 6

β. ΠροθΦ: Αττάλεια-σε [ΟΦ Προθ] Η θέση της Κεφαλής µέσα στη Φράση, αν δηλαδή η Κεφαλή είναι αριστερά ή δεξιά από το συµπλήρωµά της, αποτελεί µια από τις Παραµέτρους της Γενετικής Σύνταξης, την Παράµετρο της Κεφαλής (Head Parameter). Θεωρούµε λοιπόν ότι υπάρχει η εξής µία Καθολική Αρχή: κάθε φράση έχει µία µόνο κεφαλή και έχει δύο Παραµέτρους. (25) α. Παράµετρος 1: Η Κεφαλή της Φράσης βρίσκεται πριν από το Συµπλήρωµά της. β. Παράµετρος 2: Η Κεφαλή της Φράσης βρίσκεται µετά από το Συµπλήρωµά της. Αυτή η γνώση είναι µέρος της Καθολικής Γραµµατικής, άρα µέρος των βιολογικών καταβολών του ανθρώπου σε σχέση µε τη γλώσσα. Αυτό που κάνει ο φυσικός οµιλητής στη διαδικασία κατάκτησης της γλώσσας είναι να ρυθµίσει την αντίστοιχη παράµετρο για τη γλώσσα του, δηλ., να ανακαλύψει αν στη γλώσσα µέσα στην οποία µεγαλώνει η Κεφαλή είναι πριν ή µετά από το συµπλήρωµά της. Το πώς γίνεται κάτι τέτοιο, δηλ., ποια στοιχεία της γλώσσας βοηθούν τον φυσικό οµιλητή στη διαδικασία ρύθµισης των παραµέτρων δεν είναι απλό θέµα, και έχει αποτελέσει αντικείµενο εκτεταµένων ερευνών. Ας επανέλθουµε στο θέµα µας όµως, δηλαδή, το διαχωρισµό των γλωσσικών εκφράσεων σε λεξικές και φραστικές κατηγορίες, θέτοντας την ερώτηση: γιατί χρειάζεται να ξέρουµε να χωρίζουµε τις προτάσεις, ή τις γλωσσικές εκφράσεις γενικότερα, σε Φράσεις; Πρώτα απ όλα, επειδή οι λέξεις που απαρτίζουν µια πρόταση δεν τοποθετούνται τυχαία, αλλά συµµετέχουν µε συγκεκριµένη δοµή φτιάχνοντας τις Φράσεις. Ο συνδυασµός των Φράσεων µας δίνει την πρόταση, που είναι κι αυτή µια Φράση. Ο τοµέας της Σύνταξης µελετά ακριβώς τη δοµή της πρότασης και των επιµέρους Φράσεων που την αποτελούν. Γιατί όµως µας αφορά αυτή η µελέτη και αυτή η γνώση; Επειδή θα πρέπει να είµαστε σε θέση να καταλαβαίνουµε αν η γλώσσα των ατόµων µε γλωσσικά ελλείµµατα έχει δοµή ή αποτελείται απλά από λέξεις τη µία µετά την άλλη. Θα πρέπει να ξέρουµε δηλαδή ποια σύνολα λέξεων αποτελούν Φράσεις και ποια όχι, ώστε να µπορούµε να αναλύσουµε τη γλώσσα τους. Εναλλακτικά, θα πρέπει να ξέρουµε κατά πόσον σχηµατίζει ο οµιλητής µε γλωσσική διαταραχή µια Ρηµατική Φράση, µια Ονοµατική Φράση, κλπ., γιατί αυτή η γνώση µας επιτρέπει να καταλάβουµε σε τι συνίσταται η διαταραχή του και σε ποιο βαθµό διαφέρει η γλώσσα του από την τυπική. 2.2 Λεξικές και Λειτουργικές κατηγορίες Ένας ακόµη τρόπος διαχωρισµού των συντακτικών κατηγοριών είναι σε λεξικές κατηγορίες (lexical categories) και λειτουργικές κατηγορίες (functional categories). Οι λεξικές διαχωρίζονται από τις λειτουργικές κατηγορίες µε βάση µια σειρά από κριτήρια, τα οποία αναλύονται στη συνέχεια. 2.2.1 Σηµασιολογικό φορτίο Το σηµασιολογικό κριτήριο αποτελεί το πιο γνωστό κριτήριο διαχωρισµού των δύο κατηγοριών. Σύµφωνα µε αυτό οι λεξικές κατηγορίες έχουν σηµασιολογικό περιεχόµενο (ή, αλλιώς, σηµασιολογικό φορτίο), γι αυτό είναι γνωστές και ως λέξεις περιεχοµένου (content words). Με βάση αυτό το κριτήριο λοιπόν, τα Ρήµατα και τα Ονόµατα ανήκουν σίγουρα στις λεξικές κατηγορίες. Για µία εµπεριστατωµένη συζήτηση σχετικά µε τα θεµελιώδη χαρακτηριστικά των λεξικών κατηγοριών βλέπε Baker (2003), και Panagiotidis (2005) για το σχολιασµό του. Βλέπε επίσης Kayne (2009) για µία πιο ριζοσπαστική θεώρηση. [doublecheck] Αντίθετα, οι λειτουργικές κατηγορίες περιέχουν κυρίως πληροφορίες σχετικά µε τη γραµµατική λειτουργία των γλωσσικών εκφράσεων µέσα στην πρόταση. Προσέξτε ότι δεν είναι ακριβές να πούµε ότι οι λειτουργικές κατηγορίες στερούνται τελείως σηµασιολογικού φορτίου, αφού το πρόθεµα ε-, για παράδειγµα, το οποίο πραγµατώνει τη λειτουργική κατηγορία του (αορίστου) Χρόνου, µας δίνει την πληροφορία ότι το ρήµα είναι στον αόριστο, άρα, έχει κάποια σηµασία. Με την ίδια λογική τα οριστικά και αόριστα άρθρα, τα οποία επίσης αποτελούν λειτουργικές κατηγορίες, δεν µπορούµε να πούµε ότι δεν έχουν σηµασιολογικό φορτίο, αφού σαφώς σηµαίνουν διαφορετικά πράγµατα. Αντί λοιπόν να πούµε ότι οι λειτουργικές κατηγορίες δεν φέρουν σηµασιολογικό φορτίο, είναι πιο ακριβές να πούµε ότι δεν προσδίδουν θεµατικούς ρόλους (κάτι για το οποίο θα µιλήσουµε στο επόµενο κεφάλαιο). 5 Εκτός όµως από αυτή τη θεµελιώδη διαφορά µεταξύ λεξικών και λειτουργικών κατηγοριών, υπάρχει και µία σειρά από επιπλέον χαρακτηριστικά ως προς τα οποία διαφέρουν οι λεξικές από τις λειτουργικές κατηγορίες (Corver & van Riemsdijk 2001) 7

2.2.2 Μορφοφωνολογικό βάρος Οι λειτουργικές κατηγορίες συχνά είναι µορφολογικά και φωνολογικά εξαρτώµενες από κάποια άλλη (λεξική) κατηγορία, κάτι που δεν συµβαίνει µε τις λεξικές κατηγορίες. Με άλλα λόγια, οι λειτουργικές κατηγορίες είναι συνήθως κλιτικά, άτονες λέξεις ή παραθήµατα, δηλ. στοιχεία µε µικρότερο φωνολογικό βάρος απ ότι οι λεξικές κατηγορίες και συχνά προσαρτώνται σε αυτές. Σε όλες τις παρακάτω φράσεις, για παράδειγµα, οι λειτουργικές κατηγορίες, σε πλαγιαστά γράµµατα, είναι σαφώς µικρότερες σε µέγεθος από τις λεξικές που εισάγουν. (26) α. το ποτήρι β. ότι έφυγες γ. της έδωσα κ.ο.κ. Αυτό το κριτήριο δεν υπονοεί ότι δεν υπάρχουν λεξικές κατηγορίες που έχουν µικρό µέγεθος, δηλ. µικρό µορφοφωνολογικό βάρος, π.χ., πριν, µπω, βγω, κλπ. Όµως είναι δύσκολο να βρούµε πολλές τέτοιες λεξικές κατηγορίες και από την άλλη πλευρά δεν µπορούµε να βρούµε λειτουργικές κατηγορίες που να είναι µεγάλες σε µέγεθος. Συµπερασµατικά, η αντιστοιχία µικρού-µεγάλους µεγέθους µε λειτουργικές-λεξικές κατηγορίες είναι αρκετά ακριβής, καθώς και η µορφοφωνολογική εξάρτηση που έχουν οι πρώτες από τις δεύτερες. 2.2.3 Είδος συµπληρώµατος Οι λειτουργικές κατηγορίες διαφέρουν από τις λεξικές ως προς το ότι οι πρώτες έχουν ως συµπλήρωµα τους συγκεκριµένη γραµµατική κατηγορία, κάτι που δεν συµβαίνει µε τις δεύτερες (οι οποίες µπορούν να έχουν συµπληρώµατα από διαφορετικές συντακτικές κατηγορίες). 6 Τα Άρθρα, για παράδειγµα, τα οποία είναι λειτουργικές κατηγορίες, µπορεί να έχουν ως συµπλήρωµά τους µόνο Όνοµα. Στα παρακάτω παραδείγµατα, παρότι το µαγείρεµα και το µαγειρεύω είναι πολύ κοντά σηµασιολογικά, µόνο το πρώτο, το οποίο είναι Όνοµα, µπορεί να αποτελέσει συµπλήρωµα ενός άρθρου, και όχι το δεύτερο, το οποίο είναι Ρήµα. 7 (27) α. το µαγείρεµα β. *το µαγειρεύω Αντίθετα από τα Άρθρα, ένα Όνοµα, το οποίο είναι λεξική κατηγορία, µπορεί να έχει ως συµπλήρωµά του είτε ένα άλλο Όνοµα, είτε ακόµη και µια πρόταση: (28) α. η καταστροφή της πόλης β. το γεγονός ότι µας εξαπάτησε Η Κλίση, η οποία είναι λειτουργική κατηγορία και στη συγκεκριµένη περίπτωση πραγµατώνεται από το µόριο να, µπορεί να έχει ως συµπλήρωµα µόνο Ρηµατική Φράση, (29α), και όχι Ονοµατική Φράση (29β): (29) α. να διαβάσει το βιβλίο β. *να διάβασµα του βιβλίου Αντίθετα, το Ρήµα, το οποίο είναι λεξική κατηγορία µπορεί να έχει διαφόρων ειδών συµπληρώµατα, (30), ή και να µην έχει καθόλου συµπλήρωµα. (30) α. αισθάνοµαι ευχαριστηµένος β. αισθάνοµαι καλά γ. αισθάνοµαι ότι κάνει κρύο Ανακεφαλαιώνοντας λοιπόν, βλέπουµε ότι ο διαχωρισµός µεταξύ λεξικών και λειτουργικών κατηγοριών δεν βασίζεται µόνο στο διαφορετικό σηµασιολογικό φορτίο µε το οποίο συνδέεται η κάθε κατηγορία, που µάλλον είναι και το πιο γνωστό κριτήριο διαφοροποίησής τους, αλλά και σε µία σειρά από επιπλέον παράγοντες/κριτήρια, τα οποία θεµελιώνουν ακόµη περισσότερο τη διάσταση µεταξύ των δύο κατηγοριών. 8

Κάποιοι από αυτούς τους παράγοντες µάλιστα έχουν χρησιµοποιηθεί για να εξηγήσουν τα προβλήµατα που έχουν πληθυσµοί µε διαταραχές ως προς τις λειτουργικές κατηγορίες, όπως θα δούµε παρακάτω. Ως εκ τούτου, αν ετίθετο το ερώτηµα, γιατί χρειάζεται να ξέρουµε να διαχωρίζουµε τις λέξεις, ή συντακτικές κατηγορίες, σε λεξικές και λειτουργικές κατηγορίες (καθώς και αυτές σε διάφορες υποκατηγορίες, όπως θα δούµε αργότερα), η απάντηση είναι: α) επειδή δεν έχει τόση σηµασία ποιες λέξεις παράγουν τα άτοµα µε γλωσσικές διαταραχές, όσο σε ποιες κατηγορίες ανήκουν αυτές οι λέξεις, και β) για να ξέρουµε αν ο οµιλητής παράγει περισσότερες λέξεις από τη µια ή την άλλη κατηγορία, επειδή αυτή η γνώση µας βοηθάει στη διάγνωση του γλωσσικού προβλήµατος. 3 Λεξικές, λειτουργικές κατηγορίες και γλωσσικές διαταραχές Οι λειτουργικές κατηγορίες είναι οι γλωσσικές εκφράσεις που εµφανίζονται ιδιαίτερα προβληµατικές σε µία σειρά από γλωσσικές διαταραχές. Η αφασία Broca (αγραµµατισµός/agrammatism) και η Ειδική Γλωσσική ιαταραχή (Specific Language Impairment) αποτελούν τις κατ εξοχήν διαταραχές µε ελλείµµατα στις λειτουργικές κατηγορίες. Παρόλα αυτά, και στις υπόλοιπες διαταραχές οι λειτουργικές κατηγορίες δεν παραµένουν µένουν τελείως άθικτες. [αναφορές] Μία πρώτη εξήγηση που δόθηκε για τα ελλείµµατα των παιδιών µε Ειδική Γλωσσική ιαταραχή ως προς τις λειτουργικές κατηγορίες ήταν αυτή του Leonard (1990), ο οποίος απέδωσε τα ελλείµµατα ως προς τις συγκεκριµένες κατηγορίες στο µικρό µορφοφωνολογικό τους βάρος. Μελέτες που ακολούθησαν όµως απέδειξαν ότι το µορφοφωνολογικό βάρος των λειτουργικών κατηγοριών από µόνο του δεν είναι αρκετό για να εξηγήσει τα ελλείµµατα. 8 Σε µια σειρά από µελέτες σε παιδιά µε Ειδική Γλωσσική ιαταραχή και µητρική γλώσσα την Αγγλική, οι Rice and Wexler (1996) διερεύνησαν έναν αριθµό από (δεσµευµένες) λειτουργικές κατηγορίες της Αγγλικής, µεταξύ των οποίων κάποιες ήταν ακριβώς οι ίδιες φωνολογικά και έχουν το ίδιο (µικρό) µορφοφωνολογικό βάρος, πλην όµως διαφορετική γραµµατική λειτουργία. Πρόκειται για το µόρφηµα s της Αγγλικής, το οποίο µελέτησαν στις τρεις παρακάτω περιπτώσεις: (31) α. book-s, β. write-s γ. John-s Στη λέξη (31α) το s πραγµατώνει τον πληθυντικό αριθµό, στην (31β) το 3 ο πρόσωπο ενικού αριθµού του Ρήµατος στον ενεστώτα, και στην (31γ) την γενική κτητική. Θα περίµενε λοιπόν κανείς, αν ο παράγοντας που είναι υπεύθυνος για τα προβλήµατα που έχουν οι πληθυσµοί µε Ειδική Γλωσσική ιαταραχή ως προς τις λειτουργικές κατηγορίες ήταν το µικρό µορφοφωνολογικό τους βάρος και µόνο, να υπάρχουν παρόµοια ελλείµµατα στις τρεις περιπτώσεις του s. Τα αποτελέσµατα των ερευνών τους δεν έδειξαν κάτι τέτοιο όµως. Αντίθετα, τα παιδιά µε Ειδική Γλωσσική ιαταραχή και µητρική γλώσσα την Αγγλική έδειξαν να έχουν πολύ µεγαλύτερα προβλήµατα ως προς το s στην περίπτωση (31β), δηλ., ως προς το µόρφηµα του τρίτου ενικού του Ρήµατος. 9 εν θα απαντήσουµε σε αυτό το σηµείο ποιος µπορεί να είναι ο λόγος για το µεγαλύτερο έλλειµµα ως προς αυτή την λειτουργική κατηγορία, αλλά ελπίζουµε να έχει γίνει κατανοητό ότι: α) το πρόβληµα των παιδιών µε Ειδική Γλωσσική ιαταραχή ως προς το s δεν είναι δυνατόν να πηγάζει από το µικρό µορφοφωνολογικό του βάρος και µόνο, αλλά και από τη λειτουργία που επιτελεί, διαφορετικά και τα τρία s στις λέξεις στο (31) θα ήταν ελλειµµατικά στον ίδιο βαθµό, και β) δεν µπορεί να είναι το µικρό µορφοφωνολογικό βάρος από µόνο του υπεύθυνο για τα προβλήµατα που έχουν ως προς τις λειτουργικές κατηγορίες τα παιδιά µε SLI γενικότερα. Υπάρχουν πολλές λειτουργικές κατηγορίες που έχουν την ίδια φωνολογική µορφή, αλλά διαφορετική λειτουργία στις διάφορες γλώσσες. Στην Ελληνική ειδικότερα, η κλιτική αντωνυµία, της στην πρόταση (32α) και το οριστικό άρθρο, της στην πρόταση (32β), για παράδειγµα, είναι λειτουργικές κατηγορίες µε το ίδιο µικρό µορφοφωνολογικό βάρος, αλλά σαφώς διαφορετική λειτουργία: (32) α. Έδωσε της Μαρίας ένα φιλί στο µάγουλο. β. Το µάγουλο της Μαρίας κοκκίνισε από το φιλί. 9

εν αποτελεί έκπληξη λοιπόν που αρκετές µελέτες έχουν βρει διαφορετική συµπεριφορά των πληθυσµών µε Ειδική Γλωσσική διαταραχή σε αυτές τις δύο κατηγορίες, µε τις κλιτικές αντωνυµίες να είναι περισσότερο προβληµατικές απ ότι τα οµόηχα οριστικά άρθρα ως προς την παραγωγή τους (Tsimpli 2001, Smith 2008). Η δοκιµασία σε πραγµατικό χρόνο των Chondrogianni και συνεργατών (2010), βρήκε πως τα παιδιά µε Ειδική Γλωσσική ιαταραχή που µελέτησαν, ενώ µπορούσαν να αντιληφθούν τις παραλείψεις των οριστικών άρθρων σε αντιγραµµατικές προτάσεις που κλήθηκαν να ακούσουν µε µεγαλύτερη ευαισθησία όταν ήταν σε θέση υποκειµένου παρά σε θέση αντικειµένου, δεν µπόρεσαν να αντιληφθούν τις παραλείψεις των κλιτικών αντωνυµιών, παρότι οι δύο τύποι έχουν το ίδιο φωνολογικό βάρος. Ενδεικτικές (αντιγραµµατικές) προτάσεις που τους δόθηκαν ήταν οι παρακάτω, µε τα άρθρα, (33α-β) και τα κλιτικά, (33γ), σε παρένθεση να είναι αυτό που είχαν παραληφθεί: (33) α. Χτες ένα δελφίνι έπαιζε στη θάλασσα µε τα άλλα ζώα. Αργά το απόγευµα (το) δελφίνι κυνήγησε τα ψάρια. β. Χτες ένα καγκουρώ έπαιζε µε µία πράσινη µπάλα. Το καγκουρώ κλώτσησε (τη) µπάλα στο γήπεδο. γ. Το λιοντάρι ήθελε να φάει το ελάφι. Το ελάφι τρόµαξε πολύ όταν το λιοντάρι (το) δάγκωσε στη ζούγκλα. Όπως θα δούµε στο Κεφάλαιο 3, σε µία από τις πρώτες έρευνες Ελληνόφωνων αγραµµατικών, οι Stavrakaki & Kouvava µελέτησαν µία σειρά από λειτουργικές κατηγορίες, τόσο της Ρηµατικής όσο και της Ονοµατικής περιοχής. Οι περισσότερες όµως είχαν διαφορετική φωνολογική µορφή κι έτσι, αυτό το γεγονός και µόνο, δεν θα πρέπει να µας προκαλεί έκπληξη για το ότι οι αγραµµατικοί έδειξαν διαφορετική συµπεριφορά σε κάθε µία από αυτές τις κατηγορίες που µελέτησαν (αν και η φωνολογική µορφή από µόνη δεν είναι καθοριστικής σηµασίας, απ ότι είδαµε). Έχουµε καταλήξει λοιπόν σε δύο σηµαντικά συµπεράσµατα έως τώρα σε σχέση µε τις λειτουργικές και λεξικές κατηγορίες, καθώς και τα ελλείµµατα που έχουν ως προς τις πρώτες οι πληθυσµοί µε γλωσσικές διαταραχές. Κατ αρχάς, το φωνολογικό σχήµα των κατηγοριών και µόνο δεν είναι δυνατό να εξηγήσει τα ελλείµµατα µε τα οποία µπορεί να συνδέονται κάποιες λειτουργικές κατηγορίες, ακόµη και αν και το µικρό µορφοφωνολογικό τους βάρος συµβάλλει καθοριστικά. Στην Αγγλική, έρευνες σε λειτουργικές και λεξικές κατηγορίες που είχαν ακριβώς το ίδιο φωνολογικό σχήµα έδειξαν ότι υπάρχει διαφορετική συµπεριφορά, ανάλογα σε ποια από τις δύο κατηγορίες ανήκουν (δείτε πάλι τα παραδείγµατα (10)). Στην Αγγλική, στην Ελληνική, αλλά και σε άλλες γλώσσες, όταν υπάρχουν λειτουργικές κατηγορίες µε το ίδιο φωνολογικό σχήµα δεν είναι όλες το ίδιο ελλειµµατικές. Αυτή η διαπίστωση µας επιβεβαιώνει αυτό που είπαµε ήδη, ότι δηλαδή το φωνολογικό σχήµα και µόνο δεν είναι αρκετό να εξηγήσει τη συµπεριφορά τη συµπεριφορά των ατόµων µε γλωσσικές διαταραχές. Επίσης, αποτελεί σοβαρό επιχείρηµα για το ότι οι λειτουργικές κατηγορίες, παρότι µικρές σε µέγεθος και µε µικρό σηµασιολογικό φορτίο, διαφέρουν αρκετά, ώστε να προκαλούν διαφορετική συµπεριφορά σε πληθυσµούς µε γλωσσικές διαταραχές στις περιπτώσεις που έχουν γραµµατική λειτουργία. Ένα άλλο σηµείο, διαφορετικό από τα όσα έχουµε θίξει ως εδώ, το οποίο όµως είναι χρήσιµο να έχουµε υπόψη µας, είναι ότι ακόµη κι αν σε κάποιες περιπτώσεις δύο πληθυσµοί µε διαφορετικές γλωσσικές, ή γενικά αναπτυξιακές, διαταραχές, έχουν παρόµοια ελλείµµατα ως προς τις ίδιες λειτουργικές κατηγορίες, δεν θα πρέπει να θεωρηθεί ότι τα προβλήµατα έχουν την ίδια αιτιολογία. Τα παράδειγµα που ακολουθεί εξηγεί αυτό το σηµείο. Έχει βρεθεί πρόσφατα ότι παιδιά µε αυτισµό υψηλής λειτουργικότητας έχουν ελλείµµατα ως προς την παραγωγή κλιτικών αντωνυµιών (Terzi et al. 2012, 2014; Terzi et al. σε υποβολή), αν και µάλλον σε µικρότερο βαθµό απ ότι τα παιδιά µε Ειδική Γλωσσική ιαταραχή. Τα προβλήµατα των παιδιών µε Ειδική Γλωσσική ιαταραχή ως προς τις κλιτικές αντωνυµίες, τα οποία υπάρχουν όχι µόνο στην Ελληνική, αλλά και διαγλωσσικά, αν και σε διαφορετικό βαθµό ανά γλώσσα, έχουν αποδοθεί σε διάφορους λόγους. Ένας από αυτούς είναι ότι οι κλιτικές αντωνυµίες, ή αλλιώς, κλιτικά, είναι σε διαφορετική θέση απ ότι τα αντίστοιχα αντικείµενα. Με άλλα λόγια, ενώ τα αντικείµενα Ονοµατικές Φράσεις ακολουθούν το Ρήµα στη συγκεκριµένη γλώσσα, (34β), οι κλιτικές αντωνυµίες που τα αντικαθιστούν είναι πριν από το Ρήµα, (34α). Αυτό συνεπάγεται µετακίνηση του αντικειµένου σε µία θέση πριν από το Ρήµα, γεγονός που συνιστά συντακτική δυσκολία για τα παιδιά µε Ειδική Γλωσσική ιαταραχή. (34) α. Τον είδα. β. Είδα τον Γιάννη. 10

Στα παιδιά µε αυτισµό, από την άλλη πλευρά, δεν υπάρχουν λόγοι που µας κάνουν να πιστεύουµε ότι το πρόβληµά τους µε τις κλιτικές αντωνυµίες µπορεί να οφείλεται σε παρόµοια αιτία. Αντίθετα, αυτά τα παιδιά είναι πιθανό να µην παράγουν κλιτικά, επειδή δεν ξέρουν πότε πρέπει να τα παράγουν. Κι αυτό επειδή τα κλιτικά χρησιµοποιούνται όταν, για παράδειγµα, χρειάζεται να αναφερθεί κανείς σε µία οντότητα που µόλις έχει αναφερθεί στη συνοµιλία και έχει εξέχοντα ρόλο (Anagnostopoulou 1999, Mavrogiorgos 2010, µεταξύ άλλων). Τα παιδιά µε αυτισµό όµως πιθανώς να µην µπορούν να αξιολογήσουν ποια οντότητα έχει εξέχοντα ρόλο στη συνοµιλία, δεδοµένων των πραγµατολογικών προβληµάτων που συνήθως έχουν. Υπάρχουν µάλιστα ενδείξεις ότι αυτή η λογική είναι προς τη σωστή κατεύθυνση, και προέρχεται από τα διαφορετικά λάθη που κάνουν οι δύο πληθυσµοί όταν κάνουν λάθος και δεν παράγουν κλιτικά. Σε πειράµατα παραγωγής κλιτικών, τα οποία συνήθως χρησιµοποιούν εικόνες, ο τύπος ερώτησης και η σωστή απάντηση που αναµένεται είναι ως εξής: (35) α. Εδώ έχουµε µία αλεπού κι έναν ελέφαντα. Τι κάνει η αλεπού στον ελέφαντα; β. Τον κλωτσάει. Αντί της σωστής απάντησης (35β), τα παιδιά µε Ειδική Γλωσσική ιαταραχή συνήθως απαντάνε όπως στην (36α), ενώ τα παιδιά µε αυτισµό όπως στην (36β): (36) α. Κλωτσάει β. Κλωτσάει τον ελέφαντα. Βλέπουµε δηλαδή ότι αν και κανένας από τους δύο πληθυσµούς δεν δίνει τη σωστή απάντηση, η οποία πρέπει να περιέχει κλιτική αντωνυµία, το πιο συνηθισµένο είδος λάθους που κάνουν είναι διαφορετικό στον κάθε πληθυσµό, µε τρόπο που αντικατοπτρίζει τα γενικότερα γλωσσικά τους ελλείµµατα. Μια µελέτη, πολύ γνωστή στον χώρο τον νευροεπιστηµών, που έχει επίσης βρει παρόµοια (ελλειµµατική) συµπεριφορά διαφορετικών πληθυσµών ως προς ένα συγκεκριµένο µορφοσυντακτικό χαρακτηριστικό είναι αυτή των Ullman και συνεργατών (1997). Οι µελετητές διερεύνησαν τη µετατροπή ρηµάτων της Αγγλικής από τον ενεστώτα στον αόριστο, µε προτάσεις στις οποίες έλειπε το ρήµα στον αόριστο και έπρεπε να το συµπληρώσουν οι συµµετέχοντες στο πείραµα. Μερικά από τα ρήµατα ήταν οµαλά, (37α), στα οποία ο συµµετέχων έπρεπε να προσθέσει το µόρφηµα ed στο ρήµα που του έδιναν για να φτιάξει τον αόριστο, ενώ άλλα ήταν ανώµαλα, (37β), για τα οποία ο συµµετέχων έπρεπε να ψάξει στο λεξικό για να βρει τον αντίστοιχο τύπο. (37) α. work work-ed β. think thought Οι πληθυσµοί που συµµετείχαν ήταν αφασικοί Broca, αφασικοί Wernicke, ασθενείς µε νόσο Parkinson και ασθενείς µε νόσο Alzheimer. Βρέθηκε ότι οι αφασικοί Broca και οι ασθενείς µε Parkinson έχουν παρόµοια συµπεριφορά, παρουσιάζοντας προβλήµατα ως προς τον σχηµατισµό των οµαλών αορίστων, ενώ οι αφασικοί Wernicke είχαν παρόµοια συµπεριφορά µε τους ασθενείς µε Alzheimer, µε προβλήµατα ως προς τον σχηµατισµό του αορίστου των ανώµαλων ρηµάτων. Οι ερευνητές δίνουν την εξήγησή τους, και προτρέπουµε τον αναγνώστη στο ίδιο το άρθρο για περισσότερες λεπτοµέρειες. είτε επίσης και το άρθρο των Embick & Marantz για µία κριτική των Ullman και συνεργατών (1997). Αυτό που θέλουµε να επισηµάνουµε σε αυτό το σηµείο είναι ότι οι µελέτες διαφορετικών πληθυσµών µε ελλείµµατα ως προς παρόµοιες, ή ακόµη και ίδιες, γραµµατικές κατηγορίες, έχει γνωρίσει αρκετή πρόοδο τα τελευταία χρόνια, κατά τη γνώµη µας για τους σωστούς λόγους: µε αυτόν τον τρόπο µπορούµε να καταλάβουµε καλύτερα τα γενικότερα χαρακτηριστικά των πληθυσµών, αλλά και τους λόγους για τους οποίους η γλωσσική τους συµπεριφορά συγκλίνει (ή αποκλίνει). Επίσης, τα ευρήµατα µπορούν να µας δώσουν πληροφορίες και για τις ιδιότητες των γλωσσικών εκφράσεων καθ εαυτών µε τρόπο που η τυπική γλώσσα δεν µπορεί, δεδοµένου ότι οι τυπικοί πληθυσµοί κατά κανόνα δεν κάνουν λάθη. Σηµειώσεις 11

1 Φυσικός οµιλητής µιας γλώσσας, είναι αυτός που τη µιλάει ως µητρική. Τυπικός οµιλητής, ή τυπικός πληθυσµός γενικότερα, είναι ο οµιλητής, ή ο πληθυσµός, χωρίς (γλωσσικά) προβλήµατα. 2 Για να πάρουµε µία ιδέα από τώρα όµως, ας θυµηθούµε κάποια ζεύγη προτάσεων όπως οι παρακάτω. Οι καταφατικές προτάσεις της Ελληνικής και της Αγγλικής, στο (i), καθώς και οι αντίστοιχες ερωτηµατικές τους, είναι γραµµατικές προτάσεις. Από την άλλη πλευρά, αν και οι καταφατικές προτάσεις, τόσο της Ελληνικής όσο και της Αγγλικής, στο (ii), είναι επίσης γραµµατικές, οι αντίστοιχες ερωτηµατικές τους δεν είναι. εν είναι εύκολα να εξηγήσει κανείς την αντιγραµµατικότητα των προτάσεων στο (ii), και µάλιστα αν δει την αναλογία που υπάρχει µε αυτές στο (i). Έχει όµως ενδιαφέρον ότι αυτή η εκ πρώτης όψεως, ανεξήγητη αντιγραµµατικότητα ισχύει τόσο στην Ελληνική όσο και στην Αγγλική. Αφού οι προτάσεις δεν φαίνεται να παραβιάζουν κάποιες σηµασιολογικές ή πραγµατολογικές συνθήκες, δεν µπορεί παρά να οφείλουν την αντιγραµµατικότητά τους σε λόγους καθαρά συντακτικούς, οι οποίοι µάλιστα φαίνεται να ισχύουν όχι µόνο για µία γλώσσα. Ακριβώς τέτοιοι τύπου κανόνες µπορούµε να ισχυριστούµε ότι πηγάζουν από την Καθολική Γραµµατική. (i) α. John thinks that Paul behaved badly. β. How does John think that Paul behaved? γ. Ο Γιάννης νοµίζει ότι ο Κώστας συµπεριφέρθηκε άσχηµα δ. Πώς νοµίζει ο Γιάννης ότι συµπεριφέρθηκε ο Κώστας; (ii) α. John regrets that Paul behaved badly. β. *How does John regret that Paul behaved? γ. Ο Γιάννης λυπάται που ο Κώστας συµπεριφέρθηκε άσχηµα. δ. *Πώς λυπάται ο Γιάννης που συµπεριφέρθηκε ο Κώστας. Να επισηµάνουµε ότι σηµειώνουµε µε * τις προτάσεις, ή τις δοµές γενικότερα που δεν είναι ορθά σχηµατισµένες, δηλαδή, αυτές που είναι αντιγραµµατικές. 3 Όταν βάζουµε κάτι σε παρένθεση σηµαίνει α) ότι είναι προαιρετικό, ή, όπως στο (2), ότι απουσιάζει. Ο τρόπος που διαβάζουµε τον συµβολισµό στο (2) δηλαδή είναι: όταν η λέξη she απουσιάζει, η πρόταση είναι αντιγραµµατική. 4 Έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον να διαβάσετε ολόκληρο το άρθρο, ώστε να δείτε τη συνολική συµπεριφορά του ασθενή. 5 Μια ενδιαφέρουσα ερώτηση που προέκυψε στην τάξη σε αυτό το σηµείο [Όνοµα φοιτήτριας] ήταν πώς µπορούµε να ισχυριστούµε κάτι τέτοιο για τις Προθέσεις, τη στιγµή που θεωρούνται λειτουργικές κατηγορίες, αλλά δεν µπορεί να αρνηθεί κανείς ότι προσδίδουν θεµατικούς ρόλους. Η απάντηση σε αυτή την ερώτηση δεν µπορεί να εξαντληθεί στα όρια αυτού του Κεφαλαίου, αλλά θα το προσπαθήσουµε εδώ στο βαθµό που είναι δυνατό. Να πούµε κατ αρχάς, ότι δεν είναι όλες οι προθέσεις οι ίδιες, ακόµη και όταν φαίνονται ίδιες µορφοφωνολογικά. Συγκρίνετε για παράδειγµα τη σηµασία και το ρόλο του σε και του από στις παρακάτω δύο προτάσεις. Στις προτάσεις (i) οι προθέσεις δεν φαίνεται να έχουν κάποια σηµασία, ενώ στις προτάσεις (ii) οι ίδιες ακριβώς προθέσεις δηλώνουν τόπο (συγκεκριµένα, στόχο και πηγή αντίστοιχα). (i) (ii) α. Βασίζεται σε πολλούς συνεργάτες. β. Εξαρτάται από τους υπαλλήλους του. α. Έβαλε το βιβλίο σε ένα από τα συρτάρια. β. Έρχεται από το γραφείο. Αξίζει να σηµειωθεί όµως ότι, ακόµη και για τις τοπικές προθέσεις, όπως αυτές στο (ii), αλλά και πολλές άλλες, δεν υπήρχε µέχρι πρόσφατα συµφωνία κατά πόσον είναι λεξικές ή λειτουργικές κατηγορίες, βλέπε Terzi (2010) για απόψεις σχετικά µε την κατηγορία που ανήκουν οι τοπικές προθέσεις και Nchare & Terzi (2014) σχετικά µε τη δοµή τους. Βλέπε επίσης και Botwinik (2013) σχετικά µε τις προθέσεις στο (i), οι οποίες φαίνονται µε πρώτη µατιά ότι συνδυάζονται αυθαίρετα µε το ένα ή το άλλο Ρήµα. 6 Στο Κεφάλαιο 3, θα αναλύσουµε τον όρο συµπλήρωµα. Μέχρι τότε ας τον έχουµε υπόψη µας ως συνώνυµο του όρου αντικείµενο. 7 Εξαίρεση αποτελούν περιπτώσεις όπως «Το ότι η Μαρία είναι αδιάβαστη, µε στενοχωρεί», ή «το πήγαινε-έλα σου µε ενοχλεί», στις οποίες το άρθρο έχει ως συµπλήρωµα ολόκληρη πρόταση ή ρηµατική φράση (τις οποίες και ονοµατοποιεί, γι αυτό εξάλλου τις βρίσκουµε σε θέση υποκειµένου). 8 είτε επίσης Montgomery & Leonard (1998, 2006) για πιο πρόσφατα ευρήµατα από την Αγγλική µε τα οποία στηρίζουν την Υπόθεση της Επιφάνειας (Surface Hypothesis). 12

9 Το s του 3 ου προσώπου του Ρήµατος στη συνέχεια θεωρήθηκε ως το κατ εξοχήν µόρφηµα που µπορεί να διαγνώσει µε αρκετή αξιοπιστία αν ένα παιδί έχει Ειδική Γλωσσική ιαταραχή. Μορφήµατα, ή συντακτικές δοµές γενικότερα, που µπορούν να κάνουν τέτοιες προγνώσεις λέγονται Κλινικοί είκτες (clinical markers). Όσον αφορά τον συγκεκριµένο κλινικό δείκτη της Αγγλικής, ο Wexler (1998) έδωσε µία εξήγηση σχετικά µε τις δυσκολίες των παιδιών µε Ειδική Γλωσσική ιαταραχή. Εναλλακτικά, θα µπορούσαµε να την εξηγήσουµε τα προβλήµατα µε αυτόν τον τύπο στο Κεφάλαιο 3, όταν θα µιλήσουµε για ερµηνεύσιµα και µη ερµηνεύσιµα συντακτικά χαρακτηριστικά. 13