ΣΧΟΛΙΟ ΣΤΗΝ ΟΜΙΛΙΑ ΤΟΥ R ROUSSILLON Théories et cliniques des «configurations» transférentielles limites Θεωρίες και κλινική των οριακών μεταβιβαστικών σχηματισμών Δεκέμβριος 2004-Αθήνα Αριστέα Σκούλικα, παιδοψυχίατρος Ένα από τα ερωτήματα που προκύπτουν από το κείμενο αφορά τις μεταβιβαστικές ιδιότητες του αναλυτή, που οφείλει κατά την αναλυτική συνάντηση όχι μόνο να μη μιλά αλλά και να καταπαύει κάθε εκδήλωση που θυμίζει την ύπαρξη του. Θυμίζουμε ότι αυτό συμβαίνει κατά την αναμνημόνευση μιας αιμομικτικής σκηνής μητέρας-κόρης που εκτυλίσσεται στο κρεβάτι της μητέρας, με την μητέρα να κοιμάται και την κόρη, σε ηλικία λανθάνουσας, να εξερευνά τα γεννητικά όργανα της μητέρας, έως την άφιξη στο σπίτι του πατέρα, οπότε όλα διακόπτονται δια μιας, με έναυσμα τον ήχο του κλειδιού του πατέρα στην κλειδαριά του σπιτιού. Το ερώτημα αφορά την μεταβιβαστική και αντιμεταβιβαστική ταυτότητα της στιγμής και τον αναλυτικό χειρισμό της. Καθώς η αναλυόμενη ξετυλίγει την αναμνημόνευση της πράξης ο αναλυτής που ακούει από ουδέτερη θέση, μοιάζει υποχρεωμένος σε ακινησία, όπως ακριβώς η μητέρα, που «κοιμόταν», καθώς επίσης και σε αθόρυβη συμπεριφορά, όπως ακριβώς η κόρη που δεν έπρεπε να ξυπνήσει την μητέρα. Όταν τύχαινε να παραχθεί από τον αναλυτή κάποιος θόρυβος, η αναλυόμενη εγκατέλειπε το θέμα και συμπεριφερόταν σαν τίποτα να μην είχε ειπωθεί, όπως ακριβώς όταν ακουγόταν στην πόρτα το κλειδί του πατέρα που είχε φθάσει στο σπίτι. Ο Roussillon παρατηρεί επομένως ότι οποιοδήποτε αντιληπτικό παράγωγο τη στιγμή της αφήγησης της σκηνής, διακινεί ένα αίσθημα στην αναλυόμενη, το οποίο σαρώνει την αναλυτική εργασία που επιχειρούσε να πραγματοποιηθεί με την ανάκληση. Γιατί; Τα αντιληπτικά παράγωγα μοιάζουν να έχουν εδώ ισχύ ερεθισμάτων που διακόπτουν τη σκέψη, όπως ας πούμε ένας πολύ δυνατός θόρυβος ή ένα εκτυφλωτικό φως. Οι ήχοι ενισχύονται από τη σημασία τους. Όλα δείχνουν ότι στη συνείδηση της αναλυόμενης δεν είναι σαφής η διαφορά μεταξύ των ήχων του αναλυτή και των ήχων του πατέρα, τότε, την εποχή της σκηνής. Στην ανακαλούμενη σκηνή η αναλυόμενη τρέχει στο κρεβάτι της και η μητέρα ξυπνά. Στην αναλυτική σκηνή η αναλυόμενη δραπετεύει σε άλλα ζητήματα σαν να γυρίζει σελίδα. Προτείνουμε την υπόθεση ότι στη διάρκεια της ανάκλησης λειτουργεί μια διεργασία Ταυτότητας Αντιλήψεων Σκέψεων ( Laplanche, Pontalis,1981), που σημαίνει ότι οι ήχοι του αναλυτή ταυτίζονται με τους ήχους του πατέρα, η σιωπή του αναλυτή με την σιωπή της μητέρας, η διέγερση της στιγμής στην ανάλυση με την διέγερση της ανακαλούμενης σκηνής. Μοιάζει σαν να διακινείται με τον τρόπο αυτό 1
ένα μπλοκ τραυματικής εμπειρίας στο σύνολο του και σαν ένα στιγμιότυπο της ψυχικής πραγματικότητας να επανέρχεται ακριβώς όπως είχε βιωθεί. Χωρίς τις επεξεργασίες που υφίσταται κάθε εμπειρία για να ενσωματωθεί στα μνημονικά συστήματα. Τίθεται το ερώτημα αν νομιμοποιούμεθα να χρησιμοποιούμε την έννοια «αναμνημόνευση» για την συγκεκριμένη ανάκληση. Η αναμνημόνευση ως ψυχαναλυτική έννοια, συνιστά παράθεση μνημονικών ιχνών, δηλαδή στοιχείων ψυχικής πραγματικότητας, τα οποία έχουν υποστεί ειδική επεξεργασία, ούτως ώστε να μην αποτυπώνουν τόσο ένα συγκεκριμένο γεγονός που έλαβε χώρα στο παρελθόν, όσο μια έκφραση του ψυχισμού στο παρόν. Η έκφραση αυτή αφορά γενικά τις σχέσεις αντικειμένου του αναλυομένου (α) στο παρόν, δηλαδή την μεταβίβαση, (β) στο συγκεκριμένο παρελθόν που ανακαλείται, εδώ είναι η σχέση με την μητρική και πατρική μορφή, (γ) το σύνολο των σχέσεων του, όπως απεικονίζονται καθώς εμβαπτίζονται στα ποικίλα αναπαραστατικά του συστήματα. Με τον τρόπο αυτό τα μνημονικά ίχνη αποκτούν την πολυσημία που τα διακρίνει και που χρησιμοποιείται κατά την αναλυτική συνάντηση, πολυσημία η οποία προκύπτει από το γεγονός ότι ανήκουν, κάθε ένα, σε πλειάδα συνειρμικών αλυσίδων και ενορμητικών διακινήσεων. Χρειάζεται λοιπόν να διευκρινίσουμε αν κατά την ανάκληση η αναλυόμενη «θυμάται», με την έννοια αναμνημονεύει, την διέγερση της στιγμής, την αισθησιακή αλληλο-χρησιμοποίηση μητέρας/ κόρης ή αν την «αναπαράγει». Η έννοια «αισθησιακή» χρήζει επεξήγησης. Εννοούμε μια μερική χρήση του αντικειμένου, ως φορέα δηλαδή της δυνατότητας να διεγείρει τα αισθητήρια, η οποία προσπορίζει απόλαυση, δίχως να λαμβάνονται υπόψη οι λοιπές ιδιότητες του, δηλαδή η ετερότητα του. Με την αφήγηση της η αναλυόμενη τοποθετεί τον αναλυτή σε θέση κάποιου που παρατηρεί τη σεξουαλική σκηνή και υποδέχεται το φορτίο της διέγερσης. Ο αναλυτής εξαναγκάζεται να συμπεριφέρεται όπως η μητέρα, για να μπορέσει να συνεχισθεί η αφήγηση. Τηρεί νεκρική σιγή. Και ενώ αυτή η στάση εξυπηρετεί την διεργασία που προσπαθεί να διατηρήσει ενεργή η αναλυόμενη και η οποία αποσκοπεί στην ανάκληση της τραυματικής εμπειρίας και του μέρους του εαυτού της αναλυόμενης, πιθανώς αποκομμένου, που εμπλέκεται σ αυτήν, ανάκληση όμως, μέσω της οποίας προσπαθεί τώρα η αναλυόμενη να διεργασθεί, να μεταβάλλει δηλαδή τον άξονα οργάνωσης των γεγονότων, κάτι αντιφατικό μοιάζει να εμφιλοχωρεί στην κατάσταση. Η στάση του αναλυτή συνιστά εξ αντικειμένου και κατά κάποιο τρόπο υποχρεωτικά, ένα είδος σύμπλευσης με την παράλληλη και αντιτιθέμενη προς τον στόχο, που είναι η ψυχική επεξεργασία, επιδίωξη της αναλυόμενης, επιδίωξη το όλο βίωμα μέσα στην αναλυτική συνάντηση να μην είναι 2
αναμνημόνευση αλλά αναπαραγωγή του πανομοιότυπου της αιμομικτικής εμπειρίας, καθώς και αναπαραγωγή του τρόπου με τον οποίο αυτή διεκόπτετο με την φυγή. Στο σβήσιμο της συνειρμικής έκπτυξης και την φυγή του αναλύοντος υποκειμένου αντιστοιχεί το ανίσχυρο του αναλυτή, η πλήρης αδυναμία του να συμβάλει κατά την φάση αυτή στην αναλυτική επεξεργασία του υλικού. Η αναλυτική διεργασία αποδιαρθρώνεται κατ αναλογίαν προς την ψυχική διεργασία, όπως υποθέτει κανείς, του υποκειμένου και στο παρελθόν και στο παρόν. Το ερώτημα αν πρόκειται για αναμνημόνευση έχει ήδη απαντηθεί. Η διεργασία της αναμνημόνευσης καταρρέει και μένει να βιωθεί το «πανομοιότυπο». Η αφήγηση της σκηνής δεν είναι πλέον αναλυτικό διάβημα αλλά πράξη μέσα στην ανάλυση, που δεν μπορεί να διοχετευθεί σε κανενός τύπου συνειρμική επεξεργασία και νοηματοδότηση. Είναι η παγωμένη και ακινητοποιημένη επανάληψη μιας αισθησιακής χρήσης του άλλου -της μητέρας, του αναλυτή/μητέρας- και του εαυτού και της διακοπής της. Είναι μέσω αυτής που ο αναλυτής βιώνει αχρηστία, κενό, κατάργηση, ακύρωση των βασικών ιδιοτήτων του, ανθρώπινων και επαγγελματικών. Ταυτοχρόνως όμως, και αυτό είναι πολύ σημαντικό, το acting αυτό σκηνοθετείται με τέτοιο τρόπο, ώστε να υπάρχει εκεί ένας θεατής και μετέχων, ο αναλυτής, που έχει υποσχεθεί άλλου είδους ακρόαση, και ο οποίος ενσαρκώνει τον φορέα μιας διαφορετικής σκηνής, ενός κενού πλαισίου, όπου ενδεχομένως τα πράγματα μπορεί να βρουν μια διαφορετική εικαστική μορφοποίηση και νοηματοδότηση. Θα μπορούσε, ας σημειωθεί, να είχε υλοποιηθεί η αναπαραγωγή της σκηνής στην ζωή της αναλυομένης με άλλους τρόπους, πολύ πιο καταστροφικούς και κλειστούς σε οποιοδήποτε ενδεχόμενο επεξεργασίας. Αυτή η συγκεκριμένη απόχρωση στις σκοπιμότητες και στοχεύσεις της επανάληψης συνιστά κατά την γνώμη μας σημαντική ειδοποιό διαφορά με τις στοχεύσεις της επανάληψης γενικότερα, διαφορά την οποία καθιστά εφικτή η αναλυτική διεργασία. Μόνο που ο αναλυτής θα πρέπει να δεχθεί ένα παιγνίδι που μοιάζει με κρυφτό. Εκείνο που είναι σημαντικό λέει ο Roussillon είναι να ψάξει να βρει και να ξαναβρει την αναλυόμενη στην κρυψώνα της. Η ανάγκη αναπαραγωγής του συγκεκριμένου τραυματικού βιώματος προκύπτει στην αναλυόμενη μετά από την επεξεργασία στην ανάλυση μιας ιδιοτυπίας της σχέσης της με τον πατέρα, που θα προσδιορίζαμε ως αισθησιακή φυγή. Η ιδιότητα αυτή στοιχειοθετεί την αποτυχία να εγγραφεί η πατρική λειτουργία ως λειτουργία τρίτου όρου, ο οποίος μεσολαβεί και απομακρύνει από το βασικό αντικείμενο. Αντιθέτως, η πατρική λειτουργία ενίσχυε εδώ την αισθησιακή σχέση, υπό μορφή ανάλωσης του αντικειμένου, και την κυριαρχία ενός παθολογικού αυτοερωτισμού που, όντας αισθησιακός, δεν αναγνωρίζει στο αντικείμενο τις ρυθμιστικές του λειτουργίες, που υπαγορεύουν η απόλαυση να μην είναι το μοναδικό 3
κριτήριο ρύθμισης, εις βάρος της ακεραιότητας και της επιβίωσης του Εγώ. Ας αναφέρουμε ενδεικτικά ότι η αναλυόμενη θυμάται ότι ως παιδί «έφευγε», υπό τις παραινέσεις του πατέρα της, σε μια υπερδιέγερση που της προκαλούσε ανάταση και τρόμο, μέσω της χρήσης, λόγου χάρη, της δύναμης των κυμάτων και της απόλαυσης που μπορούσε να αποκομίζει από μια περιδίνηση στα νερά με τόσο βίαιο τρόπο, ώστε στο τέλος να βγαίνει από αυτήν γρατζουνισμένη και πονεμένη. Σε άλλες περιστάσεις επιδιδόταν σε μια θριαμβική, ενθουσιώδη, ανοριοθέτητη και παρακινδυνευμένη χρήση της ταχύτητας. Στις αναλυτικές συναντήσεις βιώνει ένα είδος τρόμου και μια αίσθηση «εκτός εαυτού», συναισθήματα και βιώματα ανάλογα της έξαρσης και της εκστατικής χρήσης των αισθήσεων στη σχέση με τον πατέρα. Η αναλυόμενη χρησιμοποιεί επομένως τον αναλυτή ως αντικείμενο, η παρουσία του οποίου αναβιώνει μια αισθησιακού τύπου σχέση και με τις δύο γονεϊκές μορφές, και τον καταργεί ως έτερο. Τίθεται ερώτημα για την σκοπιμότητας μιας τέτοιας ανάγκης. Για ποιο λόγο η ασθενής επαναλαμβάνει με τόση σταθερότητα σχέσεις αυτής της υφής, ούτως ώστε το αντικείμενο να καθίσταται κατά κύριο λόγο και στην κυριολεξία ισοδύναμο «σκεύους ηδονής» και του αντίποδα της, της οδύνης. Η υπόθεση είναι ότι συμβαίνει αυτό επειδή αλλιώς το αντικείμενο θα ήταν «έτερο» και αυτό δεν θα ήταν ανεκτό. Η σκηνή με τη μητέρα θα πρέπει μάλλον να αποτελεί μεταφορική έκφραση του συνόλου του τραυματικού φορτίου της αναλυόμενης. Είναι ψυχικό υλικό που είχε επίσης διχοτομηθεί και παραμερισθεί ως ανυπόφορο, το οποίο επέστρεψε, όπως φαίνεται, υπό την αναλυτική επιρροή, για να συγκαλύψει κατά πάσα πιθανότητα ένα άλλο ακόμη πιο παλιό, και αυτό με τη σειρά του ένα άλλο. Είναι για τον λόγο αυτό που στο εσωτερικό της αναλυτικής σχέσης η τραυματική σκηνή που εμφανίζεται ως στιγμιότυπο που προσπαθεί να εκπτυχθεί δεν διαθέτει ούτε την στοιχειώδη προς τούτο ευκαμψία και προσαρμοστικότητα. Εξαφανίζεται πάντοτε υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις, όπως εξαφανίζεται και το αναλύον υποκείμενο. Το αντικείμενο στο σύμπαν αυτού του υλικού μειώνεται επίσης δραστικά, όπως είδαμε, καθόσον ο αναλυτής αδυνατώντας να σχολιάσει δεν μπορεί να επέμβει κατά οιονδήποτε τρόπο με τη σκέψη και το συναίσθημα του. Προβάλλεται πάνω του κάτι, που του υπαγορεύει τι είδους στάση θα τηρήσει. Σχεδόν εξαναγκάζεται σε μια στάση παθητικότητας και καταδικάζεται σε αχρηστία και επιβεβλημένη διέγερση. Τίθεται το ερώτημα του αναλυτικού χειρισμού αυτής της αντίφασης. Η όλη κατανόηση δεν θα μπορούσε να οδηγήσει σε μια κλασική ερμηνεία του τύπου «σαν να ήμουν η μητέρα σας» ή «σαν να ήμουν ο πατέρας σας», διότι ερμηνείες αυτού του τύπου, μολονότι ορθές, δεν θα μπορούσαν να παραληφθούν από την αναλυόμενη και να ενταχθούν στον ψυχισμό της με κάποιο τρόπο. Και 4
τούτο, επειδή η λειτουργία του «όλα ή τίποτα», λέει ο Roussillon, καταστρέφει συστηματικά τη λειτουργία του ψυχικού οργάνου και την δυνατότητα του να εντάσσει στον ψυχισμό και την συμβολική λειτουργία τα ποικίλα γεγονότα του τραυματισμού. Γι αυτό ο ομιλητής επιλέγει να προωθήσει την ανάπλαση του ιστορικού γεγονότος του τραυματισμού, που θεωρεί ως πρώτο βήμα για την επεξεργασία της λειτουργίας του «όλα ή τίποτα» και του τραυματισμού. Η ανάπλαση περνά μέσα από την αναπαραγωγή στο εσωτερικό του αντικειμένου-αναλυτή του αισθήματος απουσίας του πυρήνα ύπαρξης και ταυτότητας, αισθήματος τραγικού και ολοκληρωτικού στο βίωμα της αναλυόμενης, το οποίο είχε διχοτομηθεί και αποκλεισθεί από τον ψυχισμό της. Ο αναλυτής δεν μπορεί να σκεφθεί. Μπορεί μόνο να ψάξει να ξαναβρεί το αναλύον υποκείμενο που χάνεται στην κρυψώνα του και αυτό ακριβώς κάνει. Η Grubrich Simitis (1984) μελέτησε ασθενείς, οι γονείς των οποίων είχαν επιζήσει του ολοκαυτώματος και κατέληξε στην ιδέα ότι ένας σοβαρός τραυματισμός οδηγεί σε παραγνώριση του πραγματικού γεγονότος μέσω διχοτόμησης του και ότι αυτή η διάψευση της πραγματικότητας οδηγεί σε μια διαταραχή της μεταφορικής λειτουργίας, η οποία καθιστά ανενεργείς τις αναλυτικές παρεμβάσεις. Η συγγραφέας αυτή καταλήγει στο ίδιο συμπέρασμα με τον ομιλητή σχετικά με την ανάγκη αναγνώρισης της πραγματικότητας πριν εκκινήσει η καθαυτό αναλυτική εργασία. Η διαφορά στην περίπτωση της ανάλυσης που περιγράφει ο ομιλητής έγκειται στο ότι το τραύμα δεν απαίτησε μόνο εργασία αναγνώρισης, αλλά ανάπλασης, καθότι σβησμένο από τα ψυχικά περιεχόμενα. Grubrich-Simitis I,1984, From Concretism to Metaphor, Thoughts on Some Theoretical and Technical Aspects of the Psychoanalytic Work with Children of Holocaust Survivors, Psychoanalytic Study of the Child,39. Laplanche J, Pontalis B, 1981, Vocabulaire de la Psychanalyse, PUF, Ελλ Μετ. Β Καψαμπέλης, Γ Χαλκούση, Α Σκούλικα, Π Αλούπης, Λεξιλόγιο της Ψυχανάλυσης, Εκδ Κέδρος, 1997. Αύγουστος, 2006 5