Η ΕΚΤΙΜΗΣΗ ΤΗΣ ΘΡΕΠΤΙΚΗΣ ΑΞΙΑΣ ΤΟΥ ΚΤΗΝΟΤΡΟΦΙΚΟΥ ΡΕΒΥΘΙΟΥ ΚΑΙ Η ΧΡΗΣΗ ΤΟΥ ΣΤΑ ΣΙΤΗΡΕΣΙΑ ΟΡΝΙΘΙΩΝ ΚΡΕΟΠΑΡΑΓΩΓΗΣ & ΟΡΝΙΘΩΝ ΑΥΓΟΠΑΡΑΓΩΓΗΣ



Σχετικά έγγραφα
ΟΠΟΙΩΝ ΠΡΑΓΜΑΤΟΠΟΙΗΘΗΚΕ ΠΡΟΣΘΗΚΗ ΚΤΗΝΟΤΡΟΦΙΚΟ ΡΕΒΥΘΙ

Με αφορμή το διατροφικό σκάνδαλο της νόσου των

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΓΕΩΠΟΝΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΖΩΙΚΗΣ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ

Μέχρι πριν λίγα χρόνια καλλιεργούνταν σε αρκετή έκταση βίκος για σποροπαραγωγή, που σήμερα όμως περιορίστηκε πάρα πολύ.

Χατζηγεωργίου Ι., Φορτάτος Ε., Ζέρβας Γ. Εργαστήριο Φυσιολογίας Θρέψεως και Διατροφής, Τμήμα Επιστήμης Ζωικής Παραγωγής και Υδατοκαλλιεργειών, Γ.Π.Α.

ΕΝΑΛΛΑΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ ΠΡΩΤΕΙΝΗΣ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΧΟΙΡΟΥΣ. Ιωάννης Μαυρομιχάλης, PhD

Βιολογικό Κτηνοτροφικό Ρεβίθι

Εφαρμοσμένη διατροφή των κουνελιών. Πασχάλης Δ. Φορτομάρης Κτηνιατρική Σχολή, Α.Π.Θ.

Μελέτη της συγκαλλιέργειας βίκου-κριθής. κριθής και µπιζελιού- και ποιοτικά χαρακτηριστικά της παραγόµενης χλωροµάζας

ΦΑΚΕΛΟΣ ΨΥΧΑΝΘΗ ΚΤΗΝΟΤΡΟΦΙΚΑ ΨΥΧΑΝΘΗ

τηςσυγκαλλιέργειαςβίκου κριθήςως χαρακτηριστικάτης τηςχλωροµάζας.

ΕΝΕΡΓΕΙΑΚΕΣ ΚΑΛΛΙΕΡΓΕΙΕΣ

Ιωάννης Χατζηγεωργίου, Επικ.. Καθηγητής Εργαστήριο Φυσιολογίας Θρέψεως & Διατροφής Γεωπονικό Παν/μιο

Αβάντα, Σε εγχωριεσ ζωοτροφεσ απο ΚΑΠ και εθνικη στρατηγική ΜΕΓΑΛΕΣ

ΔΙΑΤΡΟΦΗ ΑΓΡΟΤΙΚΩΝ ΖΩΩΝ ΚΑΙ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ Ι. ΜΠΑΛΙΟΣ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ Α.Π.Θ.

προϊόντων ένα τρίπτυχο: Ποιότητα Ασφάλεια καταναλωτή Περιβαλλοντική μέριμνα.

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. ΜΕΡΟΣ Α ΣΙΤΗΡΑ (Χειμερινά, Εαρινά)

Κ. Δήμας. Αναπληρωτής Καθηγητής. Τμήμα Τεχνολόγων Γεωπόνων Α.Τ.Ε.Ι. Θεσσαλονίκης

Ποια η χρησιμότητα των πρωτεϊνών;

ΧΡΗΣΙΜΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΕΝΖΥΜΟΥ. Ο μεταβολισμός είναι μία πολύ σημαντική λειτουργία των μονογαστρικών ζώων και επιτυγχάνεται με τη δράση φυσικών

Αλληλεπιδράσεις θρεπτικών συστατικών των τροφίμων

Αικ. Καρυώτη 1.2. & Ν. Γ. Δαναλάτος 1

Εδαφοκλιματικό Σύστημα και Άμπελος

Περιεχόμενα. 1.1 Εισαγωγή Νερό Ξηρή Ουσία Ανάλυση του Σώματος των Ζώων και των Ζωοτροφών...32

ΠΤΥΧΙΑΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΤΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΕΡΕΓΛΙΔΗ Επιβλέπων καθηγητής: Δημήτριος Χατζηπλής Θεσσαλονίκη, Ιούνιος 2014

econteplusproject Organic.Edunet Χρηματοδοτείται από την Ευρωπαϊκή Ένωση econtentplus programme ΒΙΟΛΟΓΙΚΗ ΚΑΛΛΙΕΡΓΕΙΑ ΞΕΡΟΥ ΚΡΕΜΜΥΔΙΟΥ 1

Ενεργειακές καλλιέργειες και προστασία εδάφους από διάβρωση.

Ενότητα 4: Βιολογική Κτηνοτροφία

ΠΟΙΟΤΗΤΑ ΣΦΑΓΙΟΥ ΚΑΙ ΚΡΕΑΤΟΣ ΟΡΝΙΘIΩΝ ΣΤΑ ΣΙΤΗΡΕΣΙΑ ΤΩΝ ΟΠΟΙΩΝ ΠΡΟΣΤΕΘΗΚΕ ΟΞΙΚΗ α- ΤΟΚΟΦΕΡΟΛΗ, ΓΛΥΚΑΝΙΣΟΣ Ή ΜΕΛΙΣΣΟΧΟΡΤΟ

Protecure και Endosan. Protecure. Endosan

Για τον άνθρωπο π.χ. το 85% περίπου των στερεών συστατικών του σώματός του αποτελείται από πρωτεΐνες. Έτσι οι πρωτεΐνες της τροφής χρησιμοποιούνται :

Ε Θ Ν Ι Κ Ο Ι Ρ Υ Μ Α Α Γ Ρ Ο Τ Ι Κ Η Σ Ε Ρ Ε Υ Ν Α Σ

Βιολογική µηδική. Τζουραµάνη Ε., Σιντόρη Αλ., Λιοντάκης Αγ., Ναβρούζογλου Π., Παπαευθυµίου Μ. Καρανικόλας Π. και Αλεξόπουλος Γ.

Κέρδη από... σίδηρο υπόσχεται η ξεχασμένη στη χώρα μας καλλιέργεια των οσπρίων.

Ο ρόλος της διατροφής των ζώων στην παραγωγή αμμωνίας και αερίων του θερμοκηπίου

ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΟ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟ ΙΔΡΥΜΑ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΣΧΟΛΗ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑΣ ΓΕΩΠΟΝΙΑΣ ΤΜΗΜΑ ΦΥΤΙΚΗΣ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ

ΑΖΩΤΟΥΧΟΣ ΛΙΠΑΝΣΗ ΚΑΙ ΟΡΘΗ ΓΕΩΡΓΙΚΗ ΠΡΑΚΤΙΚΗ. Δρ. Γιάννης Ασημακόπουλος Πρώην Καθηγητής Γεωπονικού Παν/μίου Αθηνών

Διατροφή γαλακτοπαραγωγών προβάτων

(dietary fiber, nonnutritive fiber)

ΚΑΛΛΙΕΡΓΕΙΑ ΣΟΡΓΟΥ ΚΑΙ ΚΕΝΑΦ ΓΙΑ ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΕΝΕΡΓΕΙΑΣ, ΒΙΟ-ΥΛΙΚΩΝ ΚΑΙ ΖΩΟΤΡΟΦΩΝ. Ευθυμία ΑΛΕΞΟΠΟΥΛΟΥ Τμήμα Βιομάζας ΚΑΠΕ

Τεχνικές διεργασίες. Βιομάζα Βιομόρια Οργ. μόρια Ανοργ. μόρια

ΣΧΟΛΕΙΟ: 2 ο Λύκειο Κομοτηνής ΜΑΘΗΜΑ: Ερευνητική Εργασία ΤΑΞΗ: Α2 ΣΧΟΛΙΚΟ ΕΤΟΣ:

«Η ΚΑΙΝΟΤΟΜΙΑ ΣΤΗΝ ΑΞΙΟΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ ΠΡΩΤΟΓΕΝΟΥΣ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ» Τ.Ε.Ι. ΣΕΡΡΩΝ ΜΑΪΟΣ 2012

ΒΙΟΛΟΓΙΚΑ ΤΡΟΦΙΜΑ βιολογικά τρόφιμα Ως προς τη θρεπτική αξία των τροφίμων

Κτηνοτροφία Ορεινών Περιοχών & Κοινωνική Επιχειρηματικότητα ΚΑΝΤΑΣ ΔΗΜΗΤΡΗΣ, ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ ΣΕΡΑΦΕΙΜ, ΑΝΑΠΛ. ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ

Η λίπανση της ελιάς μπορεί να εφαρμοστεί είτε με ανόργανα λιπάσματα, είτε με οργανικά υλικά (ζωική κοπριά, κομπόστα ή χλωρή λίπανση).

ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΕΣ ΚΑΛΛΙΕΡΓΕΙΑΣ ΙΝΩΔΩΝ ΦΥΤΩΝ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ. Ευθυμία ΑΛΕΞΟΠΟΥΛΟΥ Τμήμα Βιομάζας ΚΑΠΕ

ΔΙΑΙΤΗΤΙΚΗ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΣΠΕΡΜΑΤΩΝ ΕΓΧΩΡΙΑΣ ΣΟΓΙΑΣ ΣΕ ΚΡΕΟΠΑΡΑΓΩΓΑ ΟΡΝΙΘΙΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΗ ΔΙΑΤΡΙΒΗ ΦΛΩΡΑ ΣΤΟΓΙΑΝΝΟΥ ΤΕΧΝΟΛΟΓΟΣ ΓΕΩΠΟΝΟΣ ΖΩΙΚΗΣ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ

Α1.Να χαρακτηρίσετε τις προτάσεις που ακολουθούν με τη λέξη Σωστό, αν η πρόταση είναι σωστή ή τη λέξη Λάθος, αν η πρόταση είναι λανθασμένη(23 ΜΟΝΑΔΕΣ)


econteplusproject Organic.Edunet Χρηματοδοτείται από την Ευρωπαϊκή Ένωση econtentplus programme ΒΙΟΛΟΓΙΚΗ ΚΑΛΛΙΕΡΓΕΙΑ ΤΟΜΑΤΑΣ 1

Η αύξηση της γαλακτοπαραγωγής Η μείωση του κόστους παραγωγής Η αύξηση της κερδοφορίας. Κατάλληλο ζωϊκό κεφάλαιο

Διατροφή Μηρυκαστικών Ζώων

ΝΕΑ ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΧΡΗΣΗ ΜΗ ΓΕΝΕΤΙΚΑ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΜΕΝΩΝ ΖΩΟΤΡΟΦΩΝ

econteplusproject Organic.Edunet Χρηματοδοτείται από την Ευρωπαϊκή Ένωση econtentplus programme ΒΙΟΛΟΓΙΚΗ ΚΑΛΛΙΕΡΓΕΙΑ ΡΑΠΑΝΙΟΥ 1

Όσπρια στην Ελλάδα Ποικιλίες, Σποροπαραγωγή.

Κοστολόγηση στους πιλοτικούς αγρούς και ανταγωνιστικότητα των ενεργειακών καλλιεργειών

ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΗ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ

Δρ. Δημήτριος Βλαχοστέργιος Ινστιτούτο Κτηνοτροφικών Φυτών & Βοσκών Λάρισας

Αριθ. L 55/22 EL Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκων Κοινοτήτων

Υγιεινή. Πρωτεΐνες. Λεοτσινίδης Μιχάλης Καθηγητής Υγιεινής Ιατρική Σχολή Πανεπιστήμιο Πατρών

econteplusproject Organic.Edunet Χρηματοδοτείται από την Ευρωπαϊκή Ένωση econtentplus programme ΒΙΟΛΟΓΙΚΗ ΚΑΛΛΙΕΡΓΕΙΑ ΧΛΩΡΟΥ ΣΚΟΡΔΟΥ 1

Με τον σύγχρονο (παραδοσιακό) τρόπο

«Η επιτραπέζια ελιά ως λειτουργικό προϊόν- Μια νέα προσέγγιση»

2 ΕΕΚΥΖ Λυκόβρυσης Σοφοκλή Βενιζέλου 1

ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΣΤΑ ΘΕΜΑΤΑ ΠΑΝΕΛΛΑΔΙΚΩΝ ΕΞΕΤΑΣΕΩΝ 2018 ΕΞΕΤΑΖΟΜΕΝΟ ΜΑΘΗΜΑ ΑΡΧΕΣ ΒΙΟΛΟΓΙΚΗΣ ΓΕΩΡΓΙΑΣ

Μείωση του κόστους διατροφής με τη χρήση υποπροϊόντων. Διατροφολόγος χοίρων, Τεχνικός διευθυντής της Vitfoss Jacob Dall, M.Sc.,

1. ΓΕΝΙΚΗ ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΤΩΝ ΨΥΧΑΝΘΩΝ

«ΘΑΛΗΣ» Λάρισα, TEI/Θ, Π. ΒΥΡΛΑΣ. Π. Βύρλας

Σιτηρά (Χειμερινά, Εαρινά)

econteplusproject Organic.Edunet Χρηματοδοτείται από την Ευρωπαϊκή Ένωση econtentplus programme ΒΙΟΛΟΓΙΚΗ ΚΑΛΛΙΕΡΓΕΙΑ ΜΕΛΙΤΖΑΝΑΣ 1

Παγκόσμια Επισιτιστική Κρίση

Η ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΤΡΟΦΗΣ ΩΣ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ. Η παραγωγή τροφής

ΤΟΠΙΚΕΣ ΠΟΙΚΙΛΙΕΣ: ΤΟ ΟΡΟΠΕΔΙΟ ΤΟΥ ΔΟΜΟΚΟΥ. Στίγκας Γρηγόρης

(αποστειρωση, παστεριωση, ψησιμο)

ΠΟΣΟΤΙΚΗ ΓΕΝΕΤΙΚΗ 03. ΜΕΣΗ ΤΙΜΗ & ΔΙΑΚΥΜΑΝΣΗ

Μεσογειακή Διατροφή Τι γνωρίζουμε για αυτή;

Θρεπτικές ύλες Τρόφιµα - Τροφή

Βιολογική Γεωργία. Χλωρά Λίπανση Φυτά. Θεωρία Βιολογική Γεωργία. Γεώργιος Δημόκας. * Καθηγητής Εφαρμογών - Τ.Ε.Ι. Πελοποννήσου 12 / 10 / 2015

ΠΕΠΤΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ


Προστασία Φυτο- γενετικών Πόρων. Επισιτιστική Αυτάρκεια. Βάσω Κανελλοπούλου ΠΕΛΙΤΙ

Θύμης Ευθυμιάδης Διευθύνων Σύμβουλος. Νοέμβριος 2015

Διατροφή της μέλισσας

Διατροφή Μηρυκαστικών Ζώων

Ανάπτυξη μεθοδολογίας για τη μέτρηση in vitro πεπτικότητας σιτηρεσίων μεσογειακών ειδών ψαριών Εκτίμηση της διατροφικής αξίας και του ρυθμού αύξησης

Φιλική προς το περιβάλλον παραγωγή βιομάζας Θ.Α. ΓΕΜΤΟΣ ΕΥ ΤΟΥ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΟΣ

Πεπτικός σωλήνας Κύρια λειτουργία του είναι η εξασφάλιση του διαρκούς ανεφοδιασμού του οργανισμού με νερό, ηλεκτρολύτες και θρεπτικά συστατικά.

Θέλετε να «κόψετε» το κρέας;

Αρωματικά Φυτά στην Κουζίνα

Επίσηµη Εφηµερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

Περιεχόμενα. Bιολογία και Οικολογία Ζιζανίων. 1.1 Εισαγωγή Χαρακτηριστικά ζιζανίων Μορφολογικά χαρακτηριστικά που

econteplusproject Organic.Edunet Χρηματοδοτείται από την Ευρωπαϊκή Ένωση econtentplus programme ΒΙΟΛΟΓΙΚΗ ΚΑΛΛΙΕΡΓΕΙΑ ΛΑΧΑΝΟΥ ΒΡΥΞΕΛΛΩΝ 1

ΒΙΟΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ ΣΤ ΕΞΑΜΗΝΟΥ Τμήμα Ιατρικών Εργαστηρίων Τ.Ε.Ι. Αθήνας

Η θρέψη και η λίπανση της βιομηχανικής τομάτας

Γνωρίστε τα νηστίσιμα - Ο Δρόμος για την Θεραπεία Τρίτη, 14 Φεβρουάριος :44

Forage 4 Climate 4 ετών

Ανάλυση Διασποράς Προβλήματα και Ασκήσεις

Συγκεκριμένα οι αλυσίδες σούπερ μάρκετ πωλούν κατά μέσο όρο το γάλα 1,20 ευρώ, όταν η μέση τιμή παραγωγού στην Ελλάδα είναι 0,43 ευρώ το λίτρο.

Είδη Γιαουρτιού. Ανάλογα με την παρασκευή του διακρίνεται σε: Κανονικό : Παράγεται με όλα του τα συστατικά

Transcript:

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΓΕΩΠΟΝΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΖΩΙΚΗΣ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ Η ΕΚΤΙΜΗΣΗ ΤΗΣ ΘΡΕΠΤΙΚΗΣ ΑΞΙΑΣ ΤΟΥ ΚΤΗΝΟΤΡΟΦΙΚΟΥ ΡΕΒΥΘΙΟΥ ΚΑΙ Η ΧΡΗΣΗ ΤΟΥ ΣΤΑ ΣΙΤΗΡΕΣΙΑ ΟΡΝΙΘΙΩΝ ΚΡΕΟΠΑΡΑΓΩΓΗΣ & ΟΡΝΙΘΩΝ ΑΥΓΟΠΑΡΑΓΩΓΗΣ ΔΙΔΑΚΤΟΡΙΚΗ ΔΙΑΤΡΙΒΗ ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΓΚΑΡΣΕΝ ΓΕΩΠΟΝΟΣ ΜΔΕ ΖΩΙΚΗΣ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ ΕΠΙΒΛΕΠΩΝ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΝΤΟΤΑΣ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ Α.Π.Θ. ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 2011

ΕΞΕΤΑΣΤΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ 1. Δημήτριος Ντότας Καθηγητής Γεωπονικής Σχολής Α.Π.Θ. 2. Αστέριος Χατζηπαναγιώτου Καθηγητής Γεωπονικής Σχολής Α.Π.Θ. 3. Παναγιώτα Φλώρου-Πανέρη Καθηγήτρια Κτηνιατρικής Σχολής Α.Π.Θ. 4. Αγγελική Τσερβένη-Γούση Καθηγήτρια Κτηνιατρικής Σχολής Α.Π.Θ. 5. Ευτέρπη Χρηστάκη-Σαρικάκη Αν. Καθηγήτρια Κτηνιατρικής Σχολής Α.Π.Θ. 6. Κωνσταντίνος Παπανικολάου Αν. Καθηγητής Γεωπονικής Σχολής Α.Π.Θ. 7. Ευαγγελία Σωσσίδου Αν. Ερευνήτρια ΕΘ.Ι.ΑΓ.Ε. ΔΙΔΑΚΤΟΡΙΚΗ ΔΙΑΤΡΙΒΗ «Η έγκριση της παρούσης Διδακτορικής Διατριβής από τη Γεωπονική Σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης δεν υποδηλώνει αποδοχή των γνωμών του συγγραφέως». (Ν. 5343/1932, άρθρο 202, παρ. 2)

ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ ΑΟ: ΖΒ: ΙΟ: ΚΡ: ΜΕ: ΜΣ: ΞΟ: ΠΜΕ: ΠΠΠ: ΣΠΠ: ΣΦΠ: ΦΜΕ: ΦΠΠ: Αζωτούχες Ουσίες Ζων Βάρος Ινώδεις Ουσίες Κτηνοτροφικό Ρεβύθι Μεταβολίσιμη Ενέργεια Μη Σημαντικό Ξηρή Ουσία Πραγματική Μεταβολίσιμη Ενέργεια Πραγματική Πεπτικότητα Πρωτεΐνης Συντελεστής Πραγματικής Πεπτικότητας Συντελεστής Φαινομένης Πεπτικότητας Φαινομένη Μεταβολίσιμη Ενέργεια Φαινομένη Πεπτικότητα Πρωτεΐνης ADF: AME: ANFs: BW: CpS: MUFAs: NDF: PUFAs: RCB: SE: SFAs: TDN: TIU: TME: UFAs: Acid Detergent Fibre Apparent Metabolizable Energy Anti-Nutritional Factors Body Weight Chickpea Seeds Mono-Unsaturated Fatty Acids Neutral Detergent Fibre Poly-Unsaturated Fatty Acids Randomized Completely Blocks Standard Error Saturated Fatty Acids Total Digestible Nutrients Trypsin Inhibitor Units True Metabolizable Energy Unsaturated Fatty Acids

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΕΣ 1 ΕΙΣΑΓΩΓΗ 2 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1 ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΗ ΑΝΑΣΚΟΠΗΣΗ 5 1.1. Γενικά 5 1.2. Παράγοντες που επηρεάζουν τη χρησιμοποίηση των κτηνοτροφικών ψυχανθών στη διατροφή των πτηνών 9 1.2.1. Διαθεσιμότητα θρεπτικών συστατικών 9 1.2.2. Αντιδιατροφικοί παράγοντες 9 1.2.3. Βελτίωση της θρεπτικής αξίας 13 1.3. Χρησιμοποίηση των σπερμάτων κτηνοτροφικών ψυχανθών στη διατροφή των πτηνών 16 1.3.1. Όρνιθες αυγοπαραγωγής 16 1.3.2. Κρεοπαραγωγά ορνίθια 17 1.3.3. Αναπτυσσόμενες όρνιθες αναπαραγωγής 20 1.3.4. Άλλα πτηνά 20 1.4. Σύνθεση του σωματικού λίπους των ορνιθίων σε λιπαρά οξέα και παράγοντες που την επηρεάζουν 21 1.5. Χρησιμοποίηση των σπερμάτων κτηνοτροφικών ψυχανθών στη διατροφή των μη μηρυκαστικών ζώων 23 1.6. Χρησιμοποίηση των σπερμάτων κτηνοτροφικών ψυχανθών στη διατροφή των μηρυκαστικών ζώων 24 1.7. Το κτηνοτροφικό ρεβύθι 24 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2 ΥΛΙΚΑ ΚΑΙ ΜΕΘΟΔΟΙ 26 2.1. Πείραμα πεπτικότητας 26 2.1.1. Ζωικό υλικό 26 2.1.2. Εγκαταστάσεις ζωοτεχνική διαχείριση 26 2.1.3. Σιτηρέσια 27 2.1.4. Χημικές αναλύσεις 28 2.1.5. Μετρήσεις & προσδιορισμοί 30 2.1.6. Στατιστική επεξεργασία 30 2.2. Πείραμα αυγοπαραγωγής με μερική αντικατάσταση σογιαλεύρου από κτηνοτροφικό ρεβύθι 30 2.2.1. Ζωικό υλικό 30 2.2.2. Εγκαταστάσεις ζωοτεχνική διαχείριση 31 2.2.3. Σιτηρέσια 31

2.2.4. Φωτισμός 33 2.2.5. Θερμοκρασία & σχετική υγρασία 33 2.2.6. Μετρήσεις 33 2.2.7. Χημικές αναλύσεις 38 2.2.8. Στατιστική επεξεργασία 39 2.3. Πείραμα αυγοπαραγωγής με πλήρη αντικατάσταση σογιαλεύρου από σπέρματα κτηνοτροφικού ρεβυθιού 39 2.3.1. Ζωικό υλικό 39 2.3.2. Εγκαταστάσεις 39 2.3.3. Σιτηρέσια 40 2.3.4. Μετρήσεις 41 2.3.5. Στατιστική επεξεργασία 42 2.4. Πείραμα συγκριτικής διατροφής με κρεοπαραγωγά ορνίθια και αντικατάσταση σογιαλεύρου με σπέρματα κτηνοτροφικού ρεβυθιού 42 2.4.1. Ζωικό υλικό 42 2.4.2. Εγκαταστάσεις 43 2.4.3. Εργασίες που προηγήθηκαν της υποδοχής των νεοσσών και κατά τη διάρκεια της εκτροφής 44 2.4.4. Σιτηρέσια 47 2.4.5. Μετρήσεις 53 2.4.6. Σύνθεση στήθους & μηρού σφάγιου σε λιπαρά οξέα 54 2.4.7. Στατιστική επεξεργασία 55 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3 ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ 56 3.1. Πείραμα πεπτικότητας 56 3.1.1. Πεπτικότητα αζωτούχων ουσιών 56 3.1.2. Προσδιορισμός της πεπτικότητας των αμινοξέων 58 3.1.3. Προσδιορισμός φαινομένης & πραγματικής μεταβολίσιμης ενέργειας σπερμάτων κτηνοτροφικού ρεβυθιού «Αμοργός» 63 3.2. Πείραμα αυγοπαραγωγής με μερική αντικατάσταση σογιαλεύρου από σπέρματα κτηνοτροφικού ρεβυθιού 64 3.3. Πείραμα αυγοπαραγωγής με πλήρη αντικατάσταση σογιαλεύρου από σπέρματα κτηνοτροφικού ρεβυθιού 68 3.4. Πείραμα συγκριτικής διατροφής με κρεοπαραγωγά ορνίθια και αντικατάσταση σογιαλεύρου από σπέρματα κτηνοτροφικού ρεβυθιού 72 3.4.1. Αποδόσεις ορνιθίων κρεοπαραγωγής (α, β & γ περίοδος) 72 3.4.2. Ποιοτικά χαρακτηριστικά σφάγιου 75 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4 ΣΧΟΛΙΑΣΜΟΣ 83 4.1. Πείραμα πεπτικότητας 83 4.1.1. Πεπτικότητα αζωτούχων ουσιών 83 4.1.2. Πεπτικότητα αμινοξέων 84

4.1.3. Φαινομένη & πραγματική μεταβολίσιμη ενέργεια σπερμάτων κτηνοτροφικού ρεβυθιού 85 4.2. Πείραμα αυγοπαραγωγής με μερική αντικατάσταση σογιαλεύρου από σπέρματα κτηνοτροφικού ρεβυθιού 85 4.3. Πείραμα αυγοπαραγωγής με πλήρη αντικατάσταση σογιαλεύρου από σπέρματα κτηνοτροφικού ρεβυθιού 88 4.4. Πείραμα συγκριτικής διατροφής με κρεοπαραγωγά ορνίθια και αντικατάσταση σογιαλεύρου από κτηνοτροφικό ρεβύθι 90 4.4.1. Αποδόσεις ορνιθίων κρεοπαραγωγής (α, β & γ περίοδος) 90 4.4.2. Ποιοτικά χαρακτηριστικά σφάγιου 93 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5 ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ 96 ΠΕΡΙΛΗΨΗ 98 SUMMARY 103 ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ 107

1 ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΕΣ Στον Επιβλέποντα Καθηγητή, κ. Δημήτριο Ντότα, αισθάνομαι την ανάγκη να εκφράσω τις ιδιαίτερες ευχαριστίες για την ανάθεση του θέματος, το αμέριστο ενδιαφέρον του, την πολύτιμη καθοδήγηση και συμπαράστασή του, καθώς και για τις εποικοδομητικές παρατηρήσεις του τόσο για την ολοκλήρωση, όσο και για την παρουσίαση αυτής της διατριβής. Πολλές ευχαριστίες επιθυμώ να εκφράσω προς τα μέλη της Συμβουλευτικής Επιτροπής, Αστέριο Χατζηπαναγιώτου, Καθηγητή και Παναγιώτα Φλώρου-Πανέρη, Καθηγήτρια, για την αμέριστη συμπαράστασή τους. Τον Αναπληρωτή Καθηγητή του Τ.Ε.Ι. Δ. Μακεδονίας, κ. Ιωάννη Νικολακάκη, ευχαριστώ θερμά για την πολύτιμη επιστημονική του βοήθεια. Στον κ. Βασίλη Ντότα εκφράζω τις εγκάρδιες ευχαριστίες μου για την πολύτιμη βοήθειά του κατά τη διάρκεια των πειραμάτων, τη διεξαγωγή των χημικών αναλύσεων και την επιμέλεια του κειμένου. Τέλος, θα ήταν παράλειψη να μην εκφράσω τις βαθιές μου ευχαριστίες στον Προϊστάμενο του Ζωοτεχνικού Τμήματος του Αγροκτήματος του Α.Π.Θ., κ. Αντώνη Γκαϊδατζή, καθώς και στο ζωοκόμο κ. Αθανάσιο Λιούφα, για την πολύτιμη βοήθειά τους καθ όλη τη διάρκεια των πειραμάτων. Αφιερωμένο στα παιδιά μου, Άγγελο & Γαβριέλα

2 ΕΙΣΑΓΩΓΗ Οι συνεχώς αυξανόμενες τιμές των εισαγόμενων, αλλά και των εγχώριων πρωτεϊνικών ζωοτροφών, καθιστούν επιτακτική την ανάγκη της αναζήτησης, αξιολόγησης και προώθησης παραδοσιακών πηγών πρωτεΐνης στη διατροφή των αγροτικών ζώων, με στόχο τη μείωση της εισαγωγής των παραπάνω αναφερόμενων ζωοτροφών και κυρίως του σογιαλεύρου. Αυτή τη στιγμή στην Ευρωπαϊκή Ένωση καταναλώνονται ετησίως περίπου 22 εκατομμύρια τόνοι πρωτεϊνικών τροφών, από τις οποίες μόλις οι 6 παράγονται στην Ευρώπη, ενώ οι υπόλοιπες απαιτήσεις της κτηνοτροφικής παραγωγής καλύπτονται από εισαγόμενη σόγια σε διάφορες μορφές. Αυτή η εξάρτηση της ευρωπαϊκής κτηνοτροφίας από εισαγόμενες τροφές υψηλής πρωτεϊνικής αξίας, σε συνδυασμό με την αστάθεια της αγοράς των πρωτεϊνικών τροφών, την καθιστούν ευάλωτη σε τυχόν αλλαγές των νομισματικών ισοτιμιών. Ένα, επιπλέον, γεγονός που επέδρασε στην αύξηση της ζήτησης των εν λόγω τροφών είναι και η απαγόρευση που επιβλήθηκε και αφορούσε τη χρήση των οστεαλεύρων και των κρεαταλεύρων, καθώς και η απαίτηση για αυστηρή ανιχνευσιμότητα των γενετικά τροποποιημένων πρωτεϊνικών πηγών, με αιτιολογία τις ενδεχόμενες επιπτώσεις στη δημόσια υγεία. Για την αντιμετώπιση της κατάστασης που περιγράφεται παραπάνω, αλλά και προκειμένου να προστατευθεί το περιβάλλον, οδηγούμαστε σε μία αύξηση της παραγωγής πρωτεϊνικών τροφών εντός των εθνικών συνόρων σε όλα τα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αναφερόμενοι, ειδικότερα, στη χώρα μας, η έλλειψή της σε πρωτεϊνικές ζωοτροφές αντιμετωπίζεται με εισαγωγές σόγιας, κυρίως από τις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής, με άμεση συνέπεια την απώλεια συναλλάγματος δεκάδων εκατομμυρίων ευρώ ετησίως. Καταφαίνεται λοιπόν η ανάγκη ύπαρξης εθνικής στρατηγικής για την ανάπτυξη της καλλιέργειας κτηνοτροφικών φυτών στη χώρα μας τόσο σε έκταση, όσο και σε ποικιλία. Ως πιθανότερη επιλογή για την παραγωγή τροφών πλούσιων σε πρωτεΐνη είναι αυτή των οσπρίων, διότι αφενός είναι πηγές πλούσιες σε πρωτεΐνη υψηλής βιολογικής αξίας, αφετέρου έχουν υψηλό ενεργειακό περιεχόμενο. Σημαντικό πλεονέκτημα των ψυχανθών, που συνδέεται και με την προστασία του περιβάλλοντος, είναι και η ικανότητα δέσμευσης αζώτου από την ατμόσφαιρα, γεγονός που τα καθιστά κατάλληλα για τη χρήση τους σε συστήματα αμειψισποράς. Τέτοια φυτά είναι ο βίκος, το κτηνοτροφικό μπιζέλι, το κτηνοτροφικό ρεβύθι, το κτηνοτροφικό κουκί και άλλα. Τα σπέρματα πολλών ψυχανθών θεωρούνται πολύ καλά συστατικά για την κατάρτιση σιτηρεσίων διαφόρων εκτρεφόμενων ζώων αλλά και πουλερικών. Στο άμεσο μέλλον η ανάγκη περιορισμού του κόστους παραγωγής και παραγωγής προϊόντων απαλλαγμένων από πρώτες ύλες ζωοτροφών με προέλευση γενετικά τροποποιημένους οργανισμούς (π.χ. σόγια, αραβόσιτος), πιθανόν θα αποτελέσει το κίνητρο για την αξιοποίηση και παραγωγή τέτοιων προϊόντων τοπικής προέλευσης.

Η θρεπτική αξία των σπερμάτων κτηνοτροφικών ψυχανθών κατά τη συμμετοχή τους στα σιτηρέσια είναι παρόμοια με αυτή της σόγιας, όσον αφορά το ενεργειακό τους περιεχόμενο και το προφίλ των αμινοξέων τους. Τα συνολικά αμινοξέα και το ενεργειακό περιεχόμενό τους προσομοιάζουν αρκετά και μεταξύ των διαφόρων ειδών και ποικιλιών. Στην παρούσα συγκυρία που το αυξημένο κόστος παραγωγής και οι ακόμη υψηλότερες τιμές των ζωοτροφών επιβαρύνουν την ελληνική κτηνοτροφία, η χρησιμοποίηση του κτηνοτροφικού ρεβυθιού αποτελεί μία ενδιαφέρουσα επιλογή. Η καλλιέργεια του κτηνοτροφικού ρεβυθιού στην Ελλάδα ξεκίνησε πριν περίπου 10 χρόνια σε πιλοτικό σχέδιο του Ινστιτούτου Κτηνοτροφικών Φυτών της Λάρισας και σήμερα είναι πλέον αρκετά γνωστό ως συστατικό των σιτηρεσίων των ζώων, που έχει τη δυνατότητα να αντικαταστήσει τη σόγια. Το κτηνοτροφικό ρεβύθι, με τη λατινική ονομασία Cicer arietinum L., είναι ένα ψυχανθές που έχει την ιδιότητα να είναι ανθεκτικό στην ασκοχύτωση, μία ασθένεια που δημιουργεί σοβαρό πρόβλημα στην παραγωγή, δεδομένου ότι δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί αποτελεσματικά με τα υπάρχοντα μυκητοκτόνα. Επιπλέον, το κτηνοτροφικό ρεβύθι διαθέτει καλλιεργητικά χαρακτηριστικά που του επιτρέπουν να ξεχωρίζει από τα καρποδοτικά ψυχανθή (σόγια, κτηνοτροφικό μπιζέλι και κτηνοτροφικό κουκί), αλλά και από τα όσπρια (φασόλια και φακή), επειδή αντέχει περισσότερο στην ξηρασία από όλα τα ξηρικά κτηνοτροφικά φυτά και όσπρια και για αυτό μπορεί να καλλιεργηθεί και σε ξηρικά χωράφια. Έχει ελάχιστες εδαφικές απαιτήσεις, με αποτέλεσμα να μπορεί να καλλιεργηθεί σε μεγάλη ποικιλία εδαφών από τα ελαφρά αμμώδη μέχρι και τα βαριά αργιλώδη εδάφη. Επίσης, συμβάλλει στη βελτίωση της γονιμότητας των εδαφών, αφού ως ψυχανθές δεσμεύει το άζωτο από την ατμόσφαιρα με τη βοήθεια των μικροοργανισμών του εδάφους. Αποτέλεσμα των παραπάνω ιδιοτήτων που διαθέτει είναι να μη χρειάζεται καθόλου αζωτούχο λίπανση. Επιπλέον, αυξάνει τη γονιμότητα του εδάφους για την καλλιέργεια που ακολουθεί, εντασσόμενο έτσι σε οποιοδήποτε σύστημα αμειψισποράς με σιτηρά. Η στρεμματική απαίτηση του κτηνοτροφικού ρεβυθιού σε σπόρο ανέρχεται σε 17 kg, με την απόδοση να φθάνει τα 170, ενώ με 2-3 ποτίσματα μπορεί η παραγωγή να εκτιναχθεί στα 350 kg. Στα παραπάνω πλεονεκτήματα πρέπει να προστεθεί και το μειωμένο κόστος καλλιέργειάς του και αυτό επειδή σπέρνεται και συγκομίζεται με τις ίδιες σπαρτικές και θεριζοαλωνιστικές μηχανές που χρησιμοποιούνται για το σίτο, ενώ απαιτεί μόνο μία ή δύο εφαρμογές ζιζανιοκτονίας. Στην παρούσα ερευνητική εργασία έγινε προσπάθεια να διερευνηθεί η δυνατότητα αξιοποίησης, στη διατροφή των ορνίθων αυγοπαραγωγής και των ορνιθίων κρεοπαραγωγής, σπερμάτων της ελληνικής ποικιλίας κτηνοτροφικού ρεβυθιού «Αμοργός». Το κριτήριο με το οποίο επιλέχθηκε η εγχώρια αυτή ποικιλία κτηνοτροφικού ρεβυθιού ήταν οι πολλοί ευνοϊκοί παράγοντες που συνδυάζει η χώρα μας για την ανάπτυξη σποροπαραγωγικών δραστηριοτήτων με στόχο την παραγωγή εγχώριων ποικιλιών κτηνοτροφικού ρεβυθιού. Για παράδειγμα τα χιλιάδες απομονωμένα νησιά, οι μικροαγροί με παρέμβαση φυσικών εμποδίων, η ποικιλία των μικροκλιμάτων, αποτελούν ουσιώδεις παράγοντες για την ανάπτυξη πολλαπλασιαστικού φυτικού υλικού. Υπολογίζεται ότι εάν συστηματοποιηθεί η 3

παραγωγή πολλαπλασιαστικού υλικού, τότε οι παραγωγοί μπορούν να απολαμβάνουν εισόδημα πολλαπλάσιο του σημερινού και με παράλληλα επιπλέον οφέλη για τους ίδιους και την εθνική οικονομία. Η έλλειψη έρευνας σχετικά με τις δυνατότητες των ελληνικών ποικιλιών, έχει ως συνέπεια την αύξηση στις εισαγωγές σπόρων με γεωμετρική πρόοδο, παρά το γεγονός ότι σε πολλές περιπτώσεις οι υπάρχουσες αντίστοιχες ελληνικές ποικιλίες είναι ποιοτικά πολύ καλύτερες. Η ικανοποιητική συμμετοχή του εγχώριου σπόρου ελληνικών ποικιλιών ψυχανθών στην ελληνική καλλιέργεια σε ποσοστό 40-50%, έναντι 30% των ελληνικών ποικιλιών σιτηρών, 10-15% του αραβοσίτου και μόλις 2% των κηπευτικών, δημιουργεί ευνοϊκές προϋποθέσεις για την ευρύτερη αξιοποίηση των αποτελεσμάτων της παρούσας εργασίας. Ακόμη, η καλλιέργεια κτηνοτροφικού ρεβυθιού σε μεγάλες εκτάσεις θα συμβάλει στη μείωση της τιμής του ως ζωοτροφή, δεδομένου ότι σήμερα δεν είναι συμφέρουσα. Άμεση συνέπεια της χρήσης του κτηνοτροφικού ρεβυθιού ως ζωοτροφή θα είναι και η καλύτερη αξιοποίηση μειονεκτικών περιοχών της χώρας μας, όπου η καλλιέργεια του παραπάνω αναφερόμενου κτηνοτροφικού ψυχανθούς θα μπορούσε να αντικαταστήσει καλλιέργειες λιγότερο αποδοτικές, όπως για παράδειγμα μέρος από τα χειμερινά δημητριακά. Λαμβάνοντας υπόψη, από την ανασκόπηση της βιβλιογραφίας, τον περιορισμένο αριθμό πειραματικών εργασιών με κτηνοτροφικό ρεβύθι στις όρνιθες αυγοπαραγωγής και στα ορνίθια κρεοπαραγωγής και ιδιαίτερα τη σχεδόν ανυπαρξία πειραμάτων πεπτικότητας, κρίθηκε σκόπιμη η διερεύνηση των δυνατοτήτων χρησιμοποίησης σπερμάτων κτηνοτροφικού ρεβυθιού στη διατροφή των ορνίθων αυγοπαραγωγής και των ορνιθίων κρεοπαραγωγής. Εκτιμήθηκαν η πεπτικότητα αζωτούχων ουσιών & αμινοξέων και η ενεργειακή αξία της παραπάνω αναφερόμενης ποικιλίας κτηνοτροφικού ρεβυθιού, καθώς επίσης και η επίδραση της συμμετοχής διαφόρων ποσοστών κτηνοτροφικού ρεβυθιού στις αποδόσεις ορνίθων αυγοπαραγωγής και ορνιθίων κρεοπαραγωγής. Ακόμη, διερευνήθηκε η επίδραση της συμμετοχής σπερμάτων κτηνοτροφικού ρεβυθιού στα ποιοτικά χαρακτηριστικά του αυγού και του σφάγιου, με ιδιαίτερη έμφαση στη σύσταση του λίπους του εδώδιμου ιστού των τεμάχιων με την υψηλότερη αξία, όπως ο μηρός και το στήθος. 4

5 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1 ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΗ ΑΝΑΣΚΟΠΗΣΗ 1.1. Γενικά. Τα σπέρματα κτηνοτροφικών ψυχανθών, όπως το κτηνοτροφικό ρεβύθι, το κτηνοτροφικό μπιζέλι, το κτηνοτροφικό κουκί, ο βίκος, η φακή, το λούπινο, το ρόβι, το λαθούρι κ.ά., παρουσιάζουν αξιόλογο ενδιαφέρον ως παραδοσιακές πρωτεϊνικές πηγές για τη χώρα μας. Μεταξύ αυτών σημαντικό ρόλο στη διατροφή των πουλερικών αναμένεται να διαδραματίσει το κτηνοτροφικό ρεβύθι. Το κτηνοτροφικό ρεβύθι (Cicer arietinum L.) είναι ένα από τα σπουδαιότερα παγκοσμίως καρποδοτικά ψυχανθή (FAO, 1993). Στις μεσογειακές χώρες αποτελεί μία από τις κύριες καλλιέργειες ψυχανθών και έχει καλή προσαρμογή σε ημιξηρικές συνθήκες (Iliadis, 2001). Αν και το μεγαλύτερο ποσοστό της παραγωγής ρεβυθιού προορίζεται για ανθρώπινη κατανάλωση, ένα μέρος του τροφοδοτεί και τη βιομηχανία ζωοτροφών ως μία εναλλακτική πηγή πρωτεΐνης και ενέργειας (Shimada and Brambila, 1967). Η ποικιλία ρεβυθιού «Αμοργός», η οποία χρησιμοποιήθηκε για τη διεξαγωγή των πειραμάτων της παρούσας εργασίας, έχει μέτριους σε μέγεθος σπόρους, είναι πολύ παραγωγική σε καρπό και ανθεκτική στην ασθένεια της ασκοχύτωσης. Δημιουργήθηκε στη χώρα μας από την ελληνική γεωργική έρευνα με τις παραδοσιακές φυσικές μεθόδους βελτίωσης, από τα βελτιωτικά προγράμματα δημιουργίας νέων ποικιλιών ρεβυθιών του Ινστιτούτου Κτηνοτροφικών Φυτών & Βοσκών, στη Λάρισα. Είναι γραμμένη στον «Εθνικό Κατάλογο Ποικιλιών» και σποροπαράγεται από τη σποροπαραγωγική επιχείρηση ΚΕΣΠΥ (Κεντρική Κλαδική Συνεταιριστική Οργάνωση Σπόρων & Πολλαπλασιαστικού Υλικού), απ όπου κανείς μπορεί να προμηθευτεί σπόρο για την καλλιέργειά της. Είναι προϊόν γενεαλογικής επιλογής από διασταύρωση μεταξύ δύο ποικιλιών ρεβυθιών η μία με αντοχή στη σημαντικότερη ασθένεια του ρεβυθιού, την ασκοχύτωση (Ascochyta rabiei) και η δεύτερη με υψηλή απόδοση καρπού. Όταν η άνοιξη είναι βροχερή η ασκοχύτωση προσβάλλει έντονα τα φυτά ρεβυθιού στον αγρό, προκαλώντας πολύ μεγάλες ζημιές στους βλαστούς, στα φύλλα, αλλά και στους λοβούς και σημαντική μείωση της απόδοσης καρπού. Έτσι, η δημιουργία και χρήση της ποικιλίας «Αμοργός» με αντοχή στην ασθένεια αυτή διασφαλίζει υψηλές και σταθερές αποδόσεις καρπού κατ έτος, μείωση του κόστους της καλλιέργειας, επειδή δε γίνονται ψεκασμοί στο χωράφι με φάρμακα, ενώ παράλληλα παράγεται ρεβύθι χωρίς χημική επιβάρυνση, διευκολύνοντας έτσι στο να πιστοποιηθεί η καλλιέργεια (βιολογικά, agro 1 κλπ.).

Όσον αφορά τις κλιματικές συνθήκες, αυτό μπορεί να καλλιεργηθεί σε ξηρικά χωράφια τόσο σε φθινοπωρινή σπορά, όσο και νωρίς την άνοιξη. Η μέση απόδοση καρπού σε φθινοπωρινή σπορά κυμαίνεται από 170-200 kg το στρέμμα, μπορεί όμως να καλλιεργηθεί και σε ποτιστικά χωράφια με σπορά την άνοιξη (αρχές Μαρτίου). Στην περίπτωση αυτή γίνονται ένα έως δύο ποτίσματα τους μήνες Απρίλιο & Μάιο και οι αποδόσεις που λαμβάνονται φθάνουν και τα 350 kg το στρέμμα. Τα φυτά της ποικιλίας «Αμοργός» φθάνουν σε ύψος τα 45 με 70 cm και έχουν μέτριους σε μέγεθος σπόρους με χρώμα ανοιχτό λευκοκίτρινο, ενώ το βάρος των 1000 σπόρων κυμαίνεται, ανάλογα με το έτος ή την περιοχή καλλιέργειας, από 320 έως 360 g. Ως ψυχανθές έχει το πλεονέκτημα να μη χρειάζεται αζωτούχο λίπανση κατά την καλλιέργειά του, αλλά ταυτόχρονα να βελτιώνει και να επαναφέρει τη γονιμότητα των εδαφών όπου καλλιεργείται. Συμμετέχει στα συστήματα αμειψισποράς που εφαρμόζονται στα σιτοχώραφα. Η μόνη λίπανση που συνιστάται είναι η φωσφορική, με έξι μονάδες φωσφόρου στο στρέμμα. Στα πλεονεκτήματα της ποικιλίας ρεβυθιού «Αμοργός» μπορεί να προστεθεί και η αντοχή της στο ψύχος, γεγονός που την καθιστά κατάλληλη για φθινοπωρινή σπορά, καθώς και η προσαρμοστικότητα που παρουσιάζει, με αποτέλεσμα να μπορεί να καλλιεργηθεί σε όλες τις περιοχές της Ελλάδας, συμμετέχοντας σε συστήματα αμειψισποράς με σιτηρά. Όσον αφορά τη θρεπτική της αξία οι σπόροι της είναι πλούσιοι σε θρεπτικά συστατικά, όπως πρωτεΐνες (21-22%), υδατάνθρακες-κυρίως άμυλο (60%), λιπαρές ουσίες (4%), ινώδεις ουσίες (3,5%), βιταμίνες, ασβέστιο, μαγνήσιο, κάλιο κ.ά. (Hλιάδης, 2007). Η ενεργειακή αξία των σπερμάτων του κτηνοτροφικού ρεβυθιού στη διατροφή των πουλερικών υπολείπεται του αραβοσίτου και άλλων δημητριακών καρπών για διάφορες αιτίες και κυρίως λόγω της αδυναμίας των πουλερικών να αξιοποιήσουν πλήρως την ενέργειά τους. Από σχετικές βιβλιογραφικές πηγές (Castell et al., 1996; Fleury, 1998) προκύπτει ότι η χρησιμοποίηση των σπερμάτων κτηνοτροφικών, γενικά ψυχανθών, από τα πουλερικά, υστερεί σε σύγκριση με τις άλλες κατηγορίες αγροτικών ζώων, εξαιτίας του περιορισμένου μήκους του πεπτικού τους σωλήνα και του σύντομου, γενικά, χρόνου που οι ζωοτροφές εκτίθενται στη δράση των πεπτικών ενζύμων. Οι Pérez et al. (1993) αναφέρουν ότι το ph του εντερικού περιεχομένου των ορνιθίων που κατανάλωναν σιτηρέσια τα οποία περιείχαν 25% κτηνοτροφικό μπιζέλι, ήταν υψηλότερο σε σύγκριση με εκείνο ορνιθίων που κατανάλωναν 25% κτηνοτροφικό κουκί ή κτηνοτροφικό ρεβύθι, αλλά χαμηλότερο των ορνιθίων που κατανάλωναν σιτηρέσια, τα οποία περιείχαν 25% λούπινο. Η φαινομένη μεταβολίσιμη ενέργεια τριών ποικιλιών ρεβυθιού που προσδιορίστηκε τόσο σε νεαρούς πετεινούς, όσο και σε όρνιθες αυγοπαραγωγής, κυμάνθηκε από 10,5 έως 12,67 MJ/kg (Robinson and Singh, 2001). Από ερευνητική εργασία (Bennett, 2002) προέκυψε ότι τα νεαρά πτηνά μπορούν να καταναλώσουν σιτηρέσια με περιεκτικότητα σε σπέρματα κτηνοτροφικών ψυχανθών έως 20%, χωρίς κανένα πρόβλημα στα παραγωγικά τους χαρακτηριστικά. Το επίπεδο αυτό είναι δυνατό να αυξηθεί μέχρι και 40%, εάν ληφθούν υπόψη η περιεκτικότητα σε αζωτούχες ουσίες, το χρώμα του καρπού και η χρησιμοποιούμενη ποικιλία. Ο Harrold (2002) αναφέρει ότι τα σιτηρέσια για όρνιθες αυγοπαραγωγής περιέχουν στην πράξη έως 10% κτηνοτροφικό ρεβύθι, διότι όταν το 6

επίπεδο συμμετοχής αυξάνει, παρατηρείται μία ελαφρά μείωση στο ρυθμό αυγοπαραγωγής, η οποία υπολογίζεται περίπου μεταξύ 2,5-3%. Σύμφωνα με την άποψη αυτή, επίπεδο σπερμάτων κτηνοτροφικού ρεβυθιού μεγαλύτερο του 10% μπορεί να χρησιμοποιηθεί στις περιπτώσεις κατά τις οποίες οι οικονομικές συνθήκες (τιμή αγοράς ζωοτροφών, τιμή πώλησης προϊόντων) ευνοούν τη χρησιμοποίησή τους, αντισταθμίζοντας τις ελαφρές απώλειες στο μέγεθος της αυγοπαραγωγής. Σύμφωνα με τα αποτελέσματα άλλων ερευνητών (Castell et al., 1996), οι όρνιθες αυγοπαραγωγής μπορούν να καταναλώσουν μέχρι 30% σπέρματα κτηνοτροφικού ρεβυθιού, χωρίς καμία δυσμενή επίδραση στις αποδόσεις τους. Οι Robinson and Singh (2001) αναφέρουν ότι η χρησιμοποίηση ρεβυθιού σε όρνιθες αυγοπαραγωγής, σε ποσοστό μέχρι 20% του σιτηρεσίου, δεν επέφερε διαφορές στις αποδόσεις σε σχέση με εκείνες των μαρτύρων των οποίων το σιτηρέσιο περιείχε σογιάλευρο. Εφόσον τα οικονομικά δεδομένα ευνοούν την αύξηση της συμμετοχής σπερμάτων ψυχανθών, οι όρνιθες αυγοπαραγωγής μπορούν να καταναλώσουν μέχρι 30% (Castell et al., 1996) ή και 40% ακόμα (Γκαρσέν κ.ά., 2007) σπέρματα κτηνοτροφικού ρεβυθιού, χωρίς καμιά δυσμενή επίδραση στις αποδόσεις τους. Οι Ντότας κ.ά. (2007), σε ερευνητική εργασία, αναφέρουν μερική ή πλήρη υποκατάσταση του σογιαλεύρου σε σιτηρέσια ορνίθων αυγοπαραγωγής από κτηνοτροφικό μπιζέλι. Το υψηλό ποσοστό ινωδών ουσιών των σπερμάτων κτηνοτροφικού ρεβυθιού (9,9% της ξηρής ουσίας) περιορίζει σημαντικά το επίπεδο της μεταβολίσιμης ενέργειας για τις αυγοπαραγωγές όρνιθες και ακόμη περισσότερο για τα ορνίθια κρεοπαραγωγής (Jorgensen et al., 1996). Από τα αποτελέσματα των εργασιών του Bennett (2002) διαπιστώθηκε ότι οι διάφορες ποικιλίες κτηνοτροφικών ψυχανθών εμφανίζουν μεταξύ τους μία σημαντική παραλλακτικότητα, όσον αφορά τη θρεπτική τους αξία και επιπλέον ότι οι καλλιεργητικές συνθήκες ασκούν μία πολύ σημαντική επίδραση στο επίπεδο της περιεχόμενης πρωτεΐνης στα σπέρματα. Έτσι, στις ΗΠΑ (Bennett, 2002), διαπιστώθηκε ότι τα σπέρματα ίδιων ποικιλιών κτηνοτροφικών ψυχανθών, όταν παράγονται από υπό διαφορετικές συνθήκες αζωτούχου λίπανσης, είναι δυνατό να περιέχουν διαφορετικά επίπεδα πρωτεΐνης, τα οποία κυμαίνονται μεταξύ 22-26%. Στην Ευρώπη παρατηρείται μία ευρεία χρησιμοποίηση των σπερμάτων κτηνοτροφικών ψυχανθών στη διατροφή των πτηνών (Wiseman et al., 2003). Ο Gatel (1994), διαπίστωσε αποτελεσματικότερη χρησιμοποίηση σπερμάτων ορισμένων ποικιλιών από τα πτηνά σε σύγκριση με άλλες. Μερικές ποικιλίες έχουν υψηλότερο επίπεδο αζωτούχων ουσιών σε σύγκριση με άλλες, αλλά σε αρκετές περιπτώσεις οι ποικιλίες οι οποίες υστερούν σε αζωτούχες ουσίες έχουν μεγαλύτερες στρεμματικές αποδόσεις, έτσι ώστε τελικά η συνολική απόδοση μεταξύ των ποικιλιών σε ολικές αζωτούχες ουσίες να διατηρείται σε παρόμοιο επίπεδο (Monti, 1983). Σε σύγκριση με τις εαρινές ποικιλίες, οι χειμερινές περιέχουν υψηλότερα επίπεδα αναστολέων τρυψίνης (Conan and Carré, 1989), αλλά γενικά χαμηλότερη φαινομένη μεταβολίσιμη ενέργεια και φαινομένη πεπτή πρωτεΐνη (Carré et al., 1991). Σε πείραμα που πραγματοποιήθηκε στο πανεπιστήμιο της Manitoba των ΗΠΑ (Bennett, 2002), διαπιστώθηκε ότι με την αύξηση της αζωτούχου λίπανσης στον αγρό 7

8 η περιεκτικότητα των σπερμάτων κτηνοτροφικού ρεβυθιού σε αργινίνη και άλλα μη απαραίτητα αμινοξέα αυξάνεται σταδιακά. Η περιεκτικότητα των σπερμάτων για τα περισσότερα από τα απαραίτητα αμινοξέα, όπως η λυσίνη, στις καλλιεργητικές αυτές συνθήκες αυξάνεται ελάχιστα. Η μεθειονίνη, η οποία θεωρείται ως το πιο οριακό (ελλειμματικό) αμινοξύ στα σπέρματα κτηνοτροφικού ρεβυθιού, δεν επηρεάζεται από τις καλλιεργητικές συνθήκες. Ως εκ τούτου θεωρείται απαραίτητο στην περίπτωση προσθήκης στο σιτηρέσιο των πουλερικών σπερμάτων κτηνοτροφικού ρεβυθιού, να υπάρχει ειδική μέριμνα για την εξισορρόπηση του επίπεδου της μεθειονίνης. Σύμφωνα με άλλη ερευνητική εργασία (Igbasan et al., 1997), τα σπέρματα των κτηνοτροφικών ψυχανθών περιέχουν ένα αρκετά υψηλό και ελάχιστα κυμαινόμενο επίπεδο ολικών αζωτούχων ουσιών (20,8-26,4%). Τα επίπεδα, όμως, της λυσίνης, της μεθειονίνης και της θρεονίνης, δεν αυξάνονται αναλογικά με την αύξηση του επιπέδου των ολικών αζωτούχων ουσιών στα εν λόγω σπέρματα. Έτσι, σύμφωνα με τα αποτελέσματα του Gatel (1994) οι προσπάθειες γενετικής επιλογής, με σκοπό την αύξηση του επιπέδου των σπερμάτων των κτηνοτροφικών ψυχανθών σε πρωτεΐνη, δε θα είχαν ανάλογα αποτελέσματα στην ποιότητα της πρωτεΐνης. Στον Πίνακα 1.1.1 δίνεται αναλυτικά η σύνθεση του κτηνοτροφικού ρεβυθιού σε σύγκριση με άλλες ζωοτροφές (πίνακες AEC, 1987). Πίνακας 1.1.1. Αναλυτική σύνθεση σπερμάτων κτηνοτροφικού ρεβυθιού και άλλων ζωοτροφών. Κτην. ρεβύθι Κτην. μπιζέλι Βρώμη Σογιάλευρο Ξηρή ουσία (%) 90 89 89 89 % της ξηρής ουσίας Αζωτούχες ουσίες 20,2 24,5 13,1 47,0 Ινώδεις ουσίες 9,7 5,5 10,5 3,4 NDF 23,7 8,0 29,3 8,9 ADF 13,0 15,1 14,0 5,4 TDN <79 90 83 79 Λιπαρές ουσίες 3,60 1,55 5,05 1,90 Ασβέστιο 0,12 0,05 0,10 0,28 Φωσφόρος 0,35 0,48 1,73 0,61 O Gatel (1994) έδειξε ότι υπάρχει μία γραμμική σχέση μεταξύ αζωτούχων ουσιών και επιπέδου αμινοξέων, με τα αμινοξέα μεθειονίνη, κυστίνη και τρυπτοφάνη να προσαρμόζονται δυσκολότερα στη σχέση αυτή, σε σύγκριση με άλλα αμινοξέα, όπως το ασπαρτικό και το γλουταμινικό οξύ.

9 1.2. Παράγοντες που επηρεάζουν τη χρησιμοποίηση των κτηνοτροφικών ψυχανθών στη διατροφή των πτηνών. 1.2.1. Διαθεσιμότητα θρεπτικών συστατικών. Από σχετική έρευνα (Yuste et al., 1989) διαπιστώθηκε ότι η πεπτικότητα του αμύλου των κτηνοτροφικών ψυχανθών, σε αναπτυσσόμενα ορνίθια ηλικίας 3 εβδομάδων, ήταν μικρότερη σε σύγκριση με εκείνη του αμύλου σίτου (90,3 έναντι 97,3%, αντίστοιχα) στην αρχή του ειλεού, αλλά σχεδόν παρόμοια με εκείνη του σίτου (94,4 έναντι 97,6%, αντίστοιχα) στο τέλος του λεπτού εντέρου. Σε ορισμένα είδη ψυχανθών η περίσσεια της πρωτεΐνης αποθηκεύεται στα σπέρματα σε μορφή η οποία αξιοποιείται δύσκολα από τον οργανισμό των πτηνών. Μία τέτοια πρωτεΐνη είναι και η βικίνη (vicine). Αν και η πεπτικότητα της πρωτεΐνης αυτής είναι σχετικά χαμηλή, θεωρείται γενικά υψηλότερη της αντίστοιχης πρωτεΐνης των αποξηραμένων σπερμάτων σόγιας ή και του σογιαλεύρου (Nielsen et al., 1988; Deshpande and Damodaran, 1989). Ωστόσο, η πρωτεΐνη αυτή αποτελεί ένα μικρό μόνο κλάσμα της συνολικής πρωτεΐνης και το πρόβλημα που δημιουργεί στη συνολική πεπτικότητα των πρωτεϊνών στην τελική μοίρα του ειλεού είναι στην πραγματικότητα πολύ μικρό (Crevieu et al., 1997). Πρακτικά οφέλη διαπιστώθηκαν μετά την επεξεργασία των σπερμάτων κτηνοτροφικών ψυχανθών, η οποία περιελάμβανε αρχικά την αλευροποίηση (κόσκινο 2 mm) και στη συνέχεια την πελετοποίηση και επαναλευροποίηση, επί της πεπτικότητας των θρεπτικών συστατικών σε νεαρά πτηνά ηλικίας 3 εβδομάδων ή και σε ενήλικα πτηνά. Η επεξεργασία αυτή, γενικά, βελτίωσε τη φαινομένη μεταβολίσιμη ενέργεια και την πεπτικότητα του αμύλου για όλες τις ηλικίες των πτηνών, αλλά και την πεπτικότητα της πρωτεΐνης για τα πτηνά νεαρής ηλικίας (Carré et al., 1991). Σε άλλες εργασίες είχε διαπιστωθεί μία συσχέτιση μεταξύ του περιεχομένου αμύλου και της πεπτικότητας της πρωτεΐνης (Conan and Carré, 1989). Αργότερα (Carré et al., 1991) διαπιστώθηκε ότι η σχέση αυτή οφείλεται στη δημιουργία, μέσα στον πεπτικό σωλήνα, ενός ισχυρού συμπλόκου μεταξύ της πρωτεΐνης και του αμύλου, το οποίο επηρεάζει τη συνολική πεπτικότητα των θρεπτικών αυτών στοιχείων. Η επίδραση της πελετοποίησης στην προκειμένη περίπτωση θεωρείται ευεργετική, πιθανόν λόγω περιορισμού δημιουργίας του ανωτέρω συμπλόκου. 1.2.2. Αντιδιατροφικοί παράγοντες. Είναι γνωστό ότι όλα τα ψυχανθή περιέχουν αντιδιατροφικούς παράγοντες (anti-nutritional factors, ANFs), οι οποίοι εμπλέκονται στη διαδικασία της πέψης επηρεάζοντας, τις περισσότερες φορές αρνητικά, τη θρεπτική αξία των ζωοτροφών, κυρίως στη διατροφή των μονογαστρικών ζώων. Μεταξύ των παραγόντων αυτών συμπεριλαμβάνονται αναστολείς της αμυλάσης, της τρυψίνης και χυμοτρυψίνης, οι ταννίνες, το φυτικό οξύ, οι σαπωνίνες, οι λεκτίνες, ορισμένοι ολιγοσακχαρίτες κ.ά.

10 Αναστολείς τρυψίνης & χυμοτρυψίνης. Από παλαιότερη ερευνητική εργασία (Valdebouze et al., 1980), διαπιστώθηκε ότι η ενεργότητα των αναστολέων της τρυψίνης στα σπέρματα των κτηνοτροφικών ψυχανθών ήταν σχεδόν διπλάσια στις χειμερινές ποικιλίες σε σύγκριση με τις εαρινές και επιπλέον ότι οι ξηρικές ποικιλίες είχαν υψηλότερη συγκέντρωση στους αναστολείς αυτούς σε σύγκριση με τις ποτιστικές. Από άλλη εργασία (Griffiths, 1984), διαπιστώθηκε ότι το επίπεδο των αναστολέων της τρυψίνης δε συνδέεται τόσο με τα χαρακτηριστικά των σπερμάτων ή το επίπεδο πρωτεΐνης που περιέχουν, αλλά με την ποικιλία και το περιβάλλον που αναπτύσσεται το φυτό (Bacon et al., 1991). Οι ευρωπαϊκές ποικιλίες εμφανίζουν σημαντική διακύμανση όσον αφορά την περιεκτικότητά τους σε αναστολείς τρυψίνης και χυμοτρυψίνης, με μέσες τιμές όμοιες και διπλάσιες σε σύγκριση με το κουκί, αντίστοιχα (Griffiths, 1984). Οι αναστολείς τρυψίνης και χυμοτρυψίνης θεωρούνται υπεύθυνοι για τη μείωση της πεπτικότητας της πρωτεΐνης στο μπιζέλι (Pisulewski et al., 1983), γιατί σχηματίζουν ισχυρά σύμπλοκα με αυτή. Σε μία ανασκόπηση της βιβλιογραφίας (Huisman and van der Poel, 1989) αναφέρθηκε ότι η παραγωγή κυστίνης, μεγάλης περιεκτικότητας σε τρυψίνη και χυμοτρυψίνη, μπορεί να αυξηθεί, οδηγώντας ακόμη και στην εκδήλωση διατροφικού υποσιτισμού σε πτηνά τα οποία καταναλώνουν μπιζέλι, αλλά και σε εμφανή έλλειψη θειούχων αμινοξέων. Ωστόσο, σε άλλες μελέτες αποδείχθηκε ότι οι αναστολείς τρυψίνης έχουν ελάχιστη πρακτική σημασία στις αποδόσεις των πτηνών. Επιπλέον, όταν οι πληροφορίες συνδυάστηκαν μεταξύ ποικιλιών με υψηλή (χειμερινές) και χαμηλή (εαρινές) περιεκτικότητα σε αναστολείς τρυψίνης, η βελτίωση της πεπτικότητας της πρωτεΐνης δεν εμφάνιζε καμία συσχέτιση με τη μείωση της περιεκτικότητας στους αναστολείς αυτούς (Carré and Conan, 1989; Conan and Carré, 1989). Αυξημένο μέγεθος παγκρέατος (0,21 έναντι 0,18% του σωματικού βάρους), διαπιστώθηκε σε κρεοπαραγωγά ορνίθια ηλικίας 28 ημερών, στα οποία χορηγήθηκαν σιτηρέσια που περιείχαν σπέρματα κτηνοτροφικών ψυχανθών (200 g/kg). Ωστόσο, τα ορνίθια εμφάνιζαν μεγαλύτερο ρυθμό ανάπτυξης, μεγαλύτερη κατανάλωση και καλύτερη εκμετάλλευση της τροφής (Huisman et al., 1990). Ταννίνες. Οι ταννίνες είναι πολυφαινολικές ενώσεις που περιορίζουν την ενεργότητα ορισμένων σημαντικών πεπτικών ενζύμων, μεταξύ των οποίων συμπεριλαμβάνονται η τρυψίνη, η αμυλάση και η λιπάση (Longstaff and McNab, 1991). Σχηματίζονται στο περίβλημα των σπερμάτων κτηνοτροφικών ψυχανθών με έγχρωμα άνθη (Griffiths, 1981) και η απομόνωσή τους για άλλη χρήση θεωρείται εξαιρετικά δύσκολη (Μarquardt and Blackburn, 1991). Σε εργασία (Brenes et al., 1993) όπου χρησιμοποιήθηκαν αποφλοιωμένα και μη αποφλοιωμένα σπέρματα κτηνοτροφικών ψυχανθών με λευκό άνθος της ίδιας εαρινής ποικιλίας, παρατηρήθηκε ότι η θρεπτική αξία τους στη διατροφή των ορνιθίων κρεοπαραγωγής δε διέφερε σημαντικά. Σε άλλη ερευνητική εργασία (Igbasan et al., 1997), απεδείχθη ότι οι ποικιλίες κτηνοτροφικών ψυχανθών με κίτρινο και πράσινο χρώμα σπερμάτων δεν περιέχουν σημαντικές

11 ποσότητες ταννινών, αλλά οι ποικιλίες με σκουρόχρωμα σπέρματα είναι δυνατό να περιέχουν σημαντικές ποσότητες. Στον Πίνακα 1.2.1 φαίνεται η περιεκτικότητα καρπών ψυχανθών σε ελεύθερες ταννίνες (Farrell et al., 1999). Πίνακας 1.2.1. Περιεκτικότητα καρπών ψυχανθών σε ταννίνες και άλλους αντιδιατροφικούς παράγοντες (g/kg ΞΟ). Ρεβύθι Μπιζέλι Φασόλι Ελεύθερες ταννίνες 5,08 ± 1,170 16,85 ± 2,570 11,67 ± 0,352 Αναστολείς τρυψίνης-χυμοτρυψίνης 2,86 ± 0,755 2,49 ± 0,286 3,67 ± 1,050 Ινώδη συστατικά 0,70 ± 0,114 0,82 ± 0,118 0,67 ± 0,066 Σύνολο 8,64 ± 0,964 20,16 ± 2,902 16,01 ± 0,998 Οι Χριστοδούλου κ.ά. (2001) αναφέρουν ότι η περιεκτικότητα των ψυχανθών σε διάφορες ταννίνες και άλλους αντιπρωτεϊνολυτικούς παράγοντες αποτελούν ανασταλτικό παράγοντα για την ελεύθερη χρήση των παραδοσιακών ψυχανθών στη διατροφή των αγροτικών ζώων. Οι παραπάνω αντιδιατροφικοί παράγοντες παρεμποδίζουν τη δράση των ενζύμων τρυψίνη και χυμοτρυψίνη, ιδιαίτερα στα μονογαστρικά ζώα (χοίροι, πτηνά, κουνέλια) και λιγότερο στα νεαρά αναπτυσσόμενα μικρά μηρυκαστικά, μειώνοντας το βαθμό πεπτικότητας και μεταβολικής χρησιμοποίησης των πρωτεϊνών και ειδικότερα των θειούχων αμινοξέων. Σε πειράματα με ποικιλίες κτηνοτροφικών ψυχανθών (Igbasan et al., 1997), μία ποικιλία με σκουρόχρωμα σπέρματα και μία ποικιλία με πράσινο χρώμα σπερμάτων εμφάνιζαν το χαμηλότερο επίπεδο μεταβολίσιμης ενέργειας, αλλά το γεγονός αυτό δεν αποδόθηκε αποκλειστικά στην παρουσία ταννινών, με δεδομένο ότι οι ταννίνες απουσίαζαν τελείως από την ποικιλία με το πράσινο χρώμα σπερμάτων. Διαφορές στο ρυθμό ανάπτυξης δεν παρατηρήθηκαν μεταξύ ορνιθίων κρεοπαραγωγής που κατανάλωναν σιτηρέσια με συμμετοχή σπερμάτων κίτρινου ή πράσινου χρώματος (Jansman et al., 1993). Ολιγοσακχαρίτες. Οι ολιγοσακχαρίτες αποτελούνται από ένα μόριο σακχαρόζης ενωμένο, με 1,4 γλυκοσιδικό δεσμό, με ένα ή περισσότερα μόρια γαλακτόζης. Ο πεπτικός σωλήνας των μονογαστρικών ζώων δεν παράγει ή παράγει σε ανεπαρκείς ποσότητες το ένζυμο γαλακτοσιδάση, το οποίο θεωρείται απαραίτητο για την πέψη των ολιγοσακχαριτών, με αποτέλεσμα να προκύπτει κίνδυνος από την ευρεία μικροβιακή διάσπαση των υδατανθράκων αυτών στο παχύ έντερο των πουλερικών (Saini et al., 1989). Ωστόσο, σε σχετικές ερευνητικές εργασίες, διαπιστώθηκαν υψηλοί συντελεστές πεπτικότητας των ολιγοσακχαριτών σε νάνες όρνιθες (>90%) και κοτόπουλα (>70%), γεγονός που φανερώνει ότι τα πουλερικά είναι ικανά να απορροφήσουν τα οργανικά οξέα, τα οποία παράγονται κατά τη διάρκεια των μικροβιακών αυτών ζυμώσεων διάσπασης των ολιγοσακχαριτών (Carré et al., 1995). Σε άλλες ερευνητικές εργασίες, η

12 προσθήκη ολιγοσακχαριτών (56 και 28 g/kg) στο σιτηρέσιο ορνιθίων κρεοπαραγωγής ηλικίας 7-28 ημερών, δεν επηρέασε τις αποδόσεις ή τους συντελεστές πεπτικότητας των θρεπτικών συστατικών του σιτηρεσίου (Treviño et al., 1990). Σε εργασίες με διάφορα επίπεδα πρωτεΐνης που προέρχονταν από σπέρματα κτηνοτροφικών ψυχανθών στο σιτηρέσιο ορνιθίων κρεοπαραγωγής, απεδείχθη μία αξιόλογη παραγωγή ενδογενούς γαλακτοσιδάσης (Brown, 1991; Weins, 1992), η οποία μπορεί να εξηγήσει το ελάχιστο επίπεδο των αντιδιατροφικών επιδράσεων των ολιγοσακχαριτών αυτών στο σιτηρέσιο. Λεκτίνες, σαπωνίνες, φυτικό οξύ. Αποτελούν αντιδιατροφικούς παράγοντες και απαντούν στα σπέρματα των κτηνοτροφικών ψυχανθών, αλλά πρακτικά εμφανίζουν ελάχιστη σημασία εξαιτίας της περιορισμένης δράσης τους. Οι κοτυληδόνες των κτηνοτροφικών ψυχανθών περιέχουν λεκτίνες, οι οποίες είναι δυνατό να προκαλέσουν ατροφία των εντερικών λαχνών στο ύψος του λεπτού εντέρου. Ωστόσο, σε ερευνητική εργασία (Grant et al., 1983) απεδείχθη ότι οι λεκτίνες αυτές εμφανίζουν περιορισμένη ενεργότητα και δεν έχουν καμία τοξική δράση. Σε πειράματα με αυγοπαραγωγές όρνιθες διαπιστώθηκαν διαφορετικές αποδόσεις όταν στο σιτηρέσιο περιέχονταν σπέρματα κτηνοτροφικών ψυχανθών τα οποία είχαν υποστεί ή όχι θερμική επεξεργασία (εξουδετέρωση λεκτινών). Ωστόσο, στα πειράματα αυτά (Davidson, 1980) χρησιμοποιήθηκε ποικιλία κτηνοτροφικού ψυχανθούς με υψηλή περιεκτικότητα σε αναστολέα τρυψίνης και η βελτίωση στις αποδόσεις αποδόθηκε στην εξουδετέρωση, με τη θερμική επεξεργασία, του παράγοντα αυτού. Οι σαπωνίνες, οι οποίες θεωρούνται επίσης αντιδιατροφικοί παράγοντες, αποτελούνται από σάκχαρα και στεροειδή. Μελέτες (Khalil and El-Adawy, 1994) έδειξαν ότι οι σαπωνίνες στα σπέρματα των κτηνοτροφικών ψυχανθών εμφανίζουν περιορισμένη αιμολυτική δράση, σε σύγκριση με εκείνη της σόγιας και ενδιάμεσης τοξικότητας επίδραση στη διατροφή των ψαριών. Μέχρι στιγμής δε φαίνεται να υπάρχει στη βιβλιογραφία κάποια αρνητική επίδραση των σαπωνινών των κτηνοτροφικών ψυχανθών στη διατροφή των πτηνών. Ακόμη, έχει αναφερθεί ότι ορισμένα κτηνοτροφικά ψυχανθή περιέχουν φυτικό οξύ, το οποίο είναι μία ένωση κυκλοεξανίου με έξι φωσφορικές ομάδες (Blatny et al., 1995). Οι αντιδιατροφικές επιδράσεις, οι οποίες αποδίδονται στην ένωση αυτή, περιλαμβάνουν σχηματισμό συμπλόκων και εξουδετέρωση της δράσης των ενζύμων του πεπτικού σωλήνα. Ωστόσο, οι επιδράσεις αυτές δεν έχουν αποδειχθεί μέχρι στιγμής στη διατροφή των πτηνών. Ινώδη συστατικά. Αναφορικά με την πεπτικότητα των ινωδών ουσιών (ΙΟ), προέκυψε ότι οι ΙΟ στο περίβλημα των σπερμάτων των κτηνοτροφικών ψυχανθών πέπτονται σε υψηλό βαθμό από τις νάνες όρνιθες (Longstaff and McNab, 1987). Αντίθετα, σε άλλη παρεμφερή εργασία, διαπιστώθηκε ότι οι ΙΟ αυτές πέπτονται σε πολύ χαμηλότερα επίπεδα (περίπου 61%) και ως εκ τούτου παρεμποδίζουν την απελευθέρωση των εύπεπτων έγκλειστων υδατανθράκων στο περίβλημα, οι οποίοι υπολογίζονται ότι

13 φθάνουν περίπου τα 30,95 g/kg περιβλήματος (Longstaff and McNab, 1989). Ο χαμηλός συντελεστής πεπτικότητας του περιβλήματος είναι πιθανό ότι συντελεί στον περιορισμό της περιεχόμενης μεταβολίσιμης ενέργειας (ΜΕ) (Jorgensen et al., 1996), αλλά και στον περιορισμό των συντελεστών πεπτικότητας όλων των θρεπτικών συστατικών των σπερμάτων των κτηνοτροφικών ψυχανθών. 1.2.3. Βελτίωση της θρεπτικής αξίας. Θερμική επεξεργασία. Δοκιμάσθηκαν διάφορες τεχνικές με σκοπό τον περιορισμό των αντιδιατροφικών παραγόντων στα σπέρματα των κτηνοτροφικών ψυχανθών. Η επεξεργασία στους 100 o C καταστρέφει την αντιτρυψινογόνο επίδραση (Savage and Deo, 1991), ενώ η επεξεργασία στους 130 ο C σε πίεση 170 kpa για χρονικό διάστημα 3 λεπτών εξουδετερώνει σημαντικά και τον αναστολέα τρυψίνης (Conan and Carré, 1989). Οι ταννίνες, οι λεκτίνες και οι αναστολείς της τρυψίνης στους καρπούς εαρινών ποικιλιών περιορίζονται στο ελάχιστο κατά τη διαδικασία της εκχύλισης σε συνθήκες θερμοκρασίας 105 ο C και υγρασίας 20,3% (Poel et al., 1992). Η θερμοκρασία 100 o C για 24h, ήταν αναποτελεσματική ως μέθοδος επεξεργασίας των σπερμάτων για την εξουδετέρωση των αναστολέων της τρυψίνης και χυμοτρυψίνης (Griffiths, 1984). Τα σπέρματα των κτηνοτροφικών ψυχανθών, μετά από θερμική επεξεργασία, εμφανίζουν διαφορετική πρακτική σημασία για τα πτηνά. Η ΜΕ των σπερμάτων που επεξεργάστηκαν στους 121 ο C, σε συνθήκες πίεσης 15 psi για 30 min, ήταν χαμηλότερη σε σύγκριση με την αντίστοιχη των σπερμάτων που υπέστησαν θερμική επεξεργασία, σε παρόμοιες συνθήκες θερμοκρασίας και για παρόμοια χρονική περίοδο, αλλά όχι κάτω από συνθήκες πίεσης. Αντίθετα, ο τρόπος επεξεργασίας δε φαίνεται ότι επηρέασε σημαντικά την πεπτικότητα του αμύλου (Longstaff and McNab, 1987). Η βικίνη, η κύρια αποθηκευτική πρωτεΐνη των σπερμάτων των κτηνοτροφικών ψυχανθών, καθίσταται λιγότερο πεπτή μετά τη διαδικασία της θερμικής κατεργασίας, πιθανόν λόγω σημαντικών μεταβολών στη δομή των μορίων της (Deshpande and Damodaran, 1989). Σε πειράματα στα οποία έγινε προσπάθεια μείωσης ή και εξουδετέρωσης της δράσης των ταννινών σε σπέρματα κτηνοτροφικών ψυχανθών με θερμική κατεργασία, απεδείχθη ότι ούτε η ΜΕ, ούτε η πεπτικότητα της πρωτεΐνης βελτιώθηκε σημαντικά (Brenes et al., 1993). Ωστόσο, διαπιστώθηκε ότι θα μπορούσε να προκύψει κάποια σημαντική βελτίωση όταν παρόμοια θερμική επεξεργασία εφαρμοζόταν σε ποικιλίες κτηνοτροφικών ψυχανθών με υψηλή περιεκτικότητα σε ταννίνες (Brenes et al., 1993). Η επεξεργασία σε θερμοκρασία 110-115 ο C για 55 sec, βελτίωσε τη ΜΕ, την πεπτικότητα της πρωτεΐνης και την πεπτικότητα του αμύλου σε σπέρματα κτηνοτροφικών ψυχανθών, που χρησιμοποιήθηκαν στη διατροφή αναπτυσσόμενων ορνιθίων ηλικίας 3-12 ημερών (Igbasan and Guenter, 1996). Σημειώνεται όμως ότι τα σπέρματα αυτά προ της χρησιμοποίησής τους είχαν υποβληθεί σε θερμική κατεργασία και στη συνέχεια

14 νιφαδοποιήθηκαν, γεγονός το οποίο, πιθανόν, συνέβαλε στη βελτίωση της διαθεσιμότητας των θρεπτικών τους συστατικών. Αλευροποίηση. Η αλευροποίηση θεωρείται ως η επεξεργασία εκείνη η οποία ασκεί τη μεγαλύτερη επίδραση στη θρεπτική αξία των σπερμάτων των κτηνοτροφικών ψυχανθών. Για πλήρη σπέρματα, η αλευροποίηση με ψιλό κόσκινο (διάμετρος <1 mm) αυξάνει σημαντικά την πεπτικότητα του αμύλου (88,1 έναντι 75,6%) και την περιεχόμενη ΜΕ (11,38 έναντι 9,91 KJ/g) για τις ενήλικες όρνιθες, αλλά η βελτίωση αυτή δεν είναι εμφανής όταν τα σπέρματα υφίστανται οποιαδήποτε θερμική κατεργασία ή και αποφλοίωση πριν την αλευροποίηση (Longstaff and McNab, 1987). Πελετοποίηση. Υπάρχουν αποδείξεις ότι η πελετοποίηση των σπερμάτων των κτηνοτροφικών ψυχανθών, στη διατροφή των πτηνών, βελτιώνει τη συνολική χρησιμοποίηση των θρεπτικών τους συστατικών, γεγονός το οποίο αποδίδεται περισσότερο στην αύξηση της διαθεσιμότητάς τους, παρά στην αποδόμηση, κατά τη διαδικασία πελετοποίησης, των ινωδών κυτταρικών τοιχωμάτων. Η ΜΕ των κτηνοτροφικών ψυχανθών κατά την πελετοποίηση βελτιώνεται, κυρίως, λόγω της αντίστοιχης βελτίωσης της πεπτικότητας της πρωτεΐνης και του αμύλου (βελτίωση κατά 1,8-4,6% και 3,5-5,4%, αντίστοιχα). Σε πειράματα (Fasina et al., 1997) με ορνίθια κρεοπαραγωγής προέκυψε ότι η πελετοποίηση των σπερμάτων των κτηνοτροφικών ψυχανθών βελτίωσε σημαντικά το ρυθμό ανάπτυξης και την εκμετάλλευση της τροφής και οδήγησε στη σημαντική αύξηση της περιεχόμενης ΜΕ των σιτηρεσίων (3087, 3028 και 2877 kcal/kg ΜΕ για πελετοποιημένο, εξωθημένο και μη επεξεργασμένο σιτηρέσιο, αντίστοιχα). Η πελετοποίηση βελτιώνει την πεπτικότητα του αμύλου τόσο στα νεαρής ηλικίας πτηνά, όσο και στις ενήλικες όρνιθες και παράλληλα περιορίζει την παραλλακτικότητα της ΜΕ, έτσι ώστε η μέση τιμή της να κυμαίνεται γύρω στα 3000 kcal/kg ΞΟ, για τις διάφορες ηλικίες των πτηνών. Αποφλοίωση. Η απομάκρυνση του φλοιού των σπερμάτων των κτηνοτροφικών ψυχανθών, ο οποίος χαρακτηρίζεται από υψηλό περιεχόμενο σε ΙΟ αλλά και σε αντιδιατροφικούς παράγοντες, βελτιώνει σημαντικά το θρεπτικό περιεχόμενο του προκύπτοντος προϊόντος. Σε ερευνητικές εργασίες, ωστόσο, με ορνίθια κρεοπαραγωγής ηλικίας 10-17 ημερών, απεδείχθη ότι η αποφλοίωση σπερμάτων κτηνοτροφικών ψυχανθών δεν επηρέασε τη ΜΕ ή την πεπτικότητα των πρωτεϊνών τους (Brenes et al., 1993; Igbasan and Guenter, 1996a). Αντίθετα, σε άλλα πειράματα με ενήλικες νάνες όρνιθες, η αποφλοίωση των σπερμάτων οδήγησε στη βελτίωση της πεπτικότητας του αμύλου, αλλά και του επιπέδου της περιεχόμενης ΜΕ (Longstaff and McNab, 1987). Η ευνοϊκή αυτή επίδραση ενδεχομένως οφείλεται στο γεγονός ότι στα πειράματα αυτά

15 χρησιμοποιήθηκαν ποικιλίες κτηνοτροφικών ψυχανθών με υψηλή περιεκτικότητα σε ταννίνες. Γενετική επιλογή. Οι διάφορες ποικιλίες κτηνοτροφικών ψυχανθών, γενικά, θεωρείται ότι περιέχουν χαμηλά επίπεδα αντιδιατροφικών παραγόντων και ως εκ τούτου η προσπάθεια που απαιτείται για την αντιμετώπιση των χαρακτηριστικών αυτών δια μέσου της γενετικής επιλογής δε θεωρείται ιδιαίτερα επίπονη (Monti, 1983). Μεγάλη προσοχή απαιτείται, προς την κατεύθυνση αυτή, για ποικιλίες που περιέχουν υψηλή περιεκτικότητα σε αντιδιατροφικούς παραγόντες, όπως οι ευρωπαϊκές ποικιλίες Maro και Progreta, οι οποίες περιέχουν υψηλές συγκεντρώσεις αναστολέων της τρυψίνης, γεγονός που τις καθιστά προβληματικές, ιδιαίτερα στη διατροφή των μονογαστρικών ζώων (Bond and Smith, 1989). Οι Χριστοδούλου κ.ά. (2001), σε χημικές αναλύσεις που έκαναν σε έξι ελληνικές και δύο τσέχικες ποικιλίες κτηνοτροφικού ρεβυθιού, διαπίστωσαν ότι οι αντιδιατροφικοί παράγοντες που περιέχονται σε όλες τις ποικιλίες του κτηνοτροφικού ρεβυθιού, βρίσκονται, σε σύγκριση με τα υπόλοιπα ψυχανθή, σε πολύ χαμηλότερα επίπεδα. Ένζυμα. Οι προσπάθειες βελτίωσης της θρεπτικής αξίας των κτηνοτροφικών ψυχανθών με την προσθήκη ενζύμων δεν ήταν πάντα επιτυχής. Σε σχετικές πειραματικές εργασίες με ορνίθια κρεοπαραγωγής, αλλά και όρνιθες Leghorn, διαπιστώθηκε ότι η προσθήκη ενζύμων σε σιτηρέσια τα οποία περιείχαν σπέρματα κτηνοτροφικών ψυχανθών, ήταν επιτυχής όταν η περιεκτικότητα των σπερμάτων σε ταννίνες ήταν υψηλή, ενώ αντίθετα δεν ήταν επιτυχής όταν η περιεκτικότητα των σπερμάτων σε ταννίνες ήταν χαμηλή (Brenes et al., 1993). Σε άλλη πειραματική εργασία (Longstaff and McNab, 1987) με ορνίθια κρεοπαραγωγής, η χρησιμοποίηση ενός εμπορικού μίγματος κυτταρινασών βελτίωσε σημαντικά την πεπτικότητα των κυτταρινών των κτηνοτροφικών ψυχανθών, αλλά δεν επηρέασε την περιεχόμενη ΜΕ. Αντίθετα, σε άλλες ερευνητικές εργασίες (Charlton and Pugh, 1995; Jeroch et al., 1995; Keller and Jeroch, 1997) με την ίδια κατηγορία πτηνών, προέκυψε ότι είναι δυνατό η προσθήκη ενζύμων να οδηγήσει στη βελτίωση της περιεχόμενης ΜΕ του σιτηρεσίου, στο οποίο περιέχονται σπέρματα κτηνοτροφικών ψυχανθών. Τα σπέρματα κτηνοτροφικών ψυχανθών εμφανίζουν κατά 0,55 MJ/kg μεγαλύτερη τιμή ΜΕ όταν χρησιμοποιούνται σε σιτηρέσια πτηνών τα οποία περιέχουν αραβόσιτο αντί για σίτο (Carré et al., 1987). Το γεγονός αυτό αποδίδεται στην ενδεχόμενη παρουσία κολλωδών μη αμυλούχων πολυσακχαριτών (αραβινοξυλάνες) στο σίτο, οι οποίοι παρεμποδίζουν τη διαθεσιμότητα των θρεπτικών συστατικών των σπερμάτων των κτηνοτροφικών ψυχανθών. Ως εκ τούτου, η προσθήκη σε σιτηρέσια με βάση το σίτο, ειδικών ενζύμων που εξουδετερώνουν τους πολυσακχαρίτες που προαναφέρθηκαν, ενδεχόμενα θα έχει θετική επίδραση, ενώ αντίθετα η επίδραση αυτή δε θα είναι θετική όταν τα ένζυμα αυτά προστεθούν σε σιτηρέσια με βάση τον αραβόσιτο.

16 Φαίνεται, λοιπόν, ότι τα σπέρματα των κτηνοτροφικών ψυχανθών δε χρειάζονται από μόνα τους καμία προσθήκη ενζύμων, αλλά όταν συμμετέχουν σε σιτηρέσια με υψηλή περιεκτικότητα σε τροφές που περιέχουν κολλώδεις πολυσακχαρίτες, όπως ο σίτος ή το κριθάρι, η προσθήκη των κατάλληλων ενζύμων ενδεχόμενα θα αποδώσει κάποιο σημαντικό όφελος. 1.3. Χρησιμοποίηση των σπερμάτων κτηνοτροφικών ψυχανθών στη διατροφή των πτηνών. 1.3.1. Όρνιθες αυγοπαραγωγής. Ο πεπτικός σωλήνας των ενήλικων πτηνών προσαρμόζεται πολύ καλά στην αξιοποίηση των σπερμάτων κτηνοτροφικών ψυχανθών. Σε διάφορες ερευνητικές εργασίες διαπιστώθηκε ότι περιορισμένες ποσότητες σπερμάτων κτηνοτροφικών ψυχανθών μπορούν να χρησιμοποιηθούν αποτελεσματικά και στη διατροφή μικρότερης ηλικίας πτηνών. Οι Ivusic et al. (1994), χρησιμοποιώντας 148, 296, 445 ή 590 g σπερμάτων κτηνοτροφικών ψυχανθών ανά kg σιτηρεσίου στη διατροφή αυγοπαραγωγών ορνίθων ηλικίας 22-58 εβδομάδων, διαπίστωσαν ότι οι αποδόσεις των ορνίθων όλων των επεμβάσεων ήταν παρόμοιες με εκείνες του μάρτυρα, το σιτηρέσιο του οποίου καταρτίστηκε με βάση τον αραβόσιτο και το σογιάλευρο, με μοναδική εξαίρεση την επέμβαση που κατανάλωσε 590 g, στην οποία διαπιστώθηκε χειροτέρευση της ποιότητας του κελύφους των αυγών. Επιπλέον, στο σύνολο των επεμβάσεων όπου συμμετείχαν τα σπέρματα κτηνοτροφικών ψυχανθών, διαπιστώθηκε χειροτέρευση στο χρωματισμό της λεκίθου του αυγού. Αντίθετα, το ποσοστό των μεγάλων αυγών αυξήθηκε σημαντικά για τις όρνιθες στις οποίες χορηγήθηκε το επίπεδο των 445 g. Οι Robinson and Singh (2001) εξέτασαν τρεις ποικιλίες κτηνοτροφικού ρεβυθιού ( Amethyst, Barwon και Dooen ) σε τρία πειράματα με όρνιθες αυγοπαραγωγής. Κάθε πείραμα περιελάμβανε τέσσερις επεμβάσεις, σε καθεμία από τις οποίες χορηγήθηκε διαφορετικό σιτηρέσιο. Το πείραμα διήρκησε πέντε μήνες. Το σιτηρέσιο μάρτυρας καταρτίστηκε με βάση το σόργο και το σογιάλευρο, ενώ στα άλλα σιτηρέσια προστέθηκαν σπέρματα κτηνοτροφικού ρεβυθιού σε αντικατάσταση σογιαλεύρου σε ποσοστά 10, 20 και 30%, αντίστοιχα. Διαπιστώθηκε ότι η σύνθεση του σιτηρεσίου στις δύο επεμβάσεις με τα χαμηλότερα ποσοστά συμμετοχής του κτηνοτροφικού ρεβυθιού, δεν επέδρασε σημαντικά στη θνησιμότητα των ορνίθων και στο μέσο βάρος των αυγών. Αντίθετα, στην επέμβαση με την ποικιλία Barwon, στην οποία το κτηνοτροφικό ρεβύθι συμμετείχε σε ποσοστό 30%, παρατηρήθηκε μείωση στη συνολική αυγοπαραγωγή, τη συνολική μάζα των αυγών και τη μετατρεψιμότητα της τροφής, σε σχέση με το μάρτυρα. Το σωματικό βάρος των ορνίθων μειώθηκε κατά 90-150 g σε όλες τις επεμβάσεις. Οι Ντότας κ.ά. (2007), σε πείραμα συγκριτικής διατροφής διάρκειας 75 ημερών, χορήγησαν σε όρνιθες αυγοπαραγωγής πέντε διαφορετικά σιτηρέσια. Οι όρνιθες της επέμβασης μάρτυρας κατανάλωσαν ένα τυπικό σιτηρέσιο αυγοπαραγωγής με βάση τον αραβόσιτο και το σογιάλευρο, ενώ οι όρνιθες των

17 άλλων τεσσάρων επεμβάσεων κατανάλωναν το ίδιο σιτηρέσιο με το μάρτυρα, στο οποίο πραγματοποιήθηκε προοδευτική αντικατάσταση, σε ισοπρωτεϊνική βάση, μέρους του σογιαλεύρου και του αραβοσίτου με κτηνοτροφικό μπιζέλι ποικιλίας «Όλυμπος», κατά ποσοστά 25, 50, 75 και 100%, αντίστοιχα. Διαπιστώθηκε ότι δεν επηρεάστηκαν σημαντικά τα παραγωγικά χαρακτηριστικά των ορνίθων και τα ποιοτικά χαρακτηριστικά των αυγών, εκτός από το χρώμα της λεκίθου, που διέφερε σημαντικά, σε σύγκριση με το μάρτυρα, στις δύο επεμβάσεις με τη μεγαλύτερη συμμετοχή του κτηνοτροφικού μπιζελιού στη σύνθεση του σιτηρεσίου. Ακόμη, η αντοχή του κελύφους του αυγού στη θραύση ήταν σημαντικά μειωμένη στην επέμβαση με το μεγαλύτερο ποσοστό συμμετοχής του κτηνοτροφικού μπιζελιού σε σύγκριση με το μάρτυρα. Οι Ivusic et al. (1994) χορήγησαν δύο σιτηρέσια σε αυγοπαραγωγές όρνιθες από την 38 η έως την 70 η εβδομάδα της ηλικίας τους. Το σιτηρέσιο μάρτυρας καταρτίστηκε με βάση τον αραβόσιτο και το σογιάλευρο, ενώ στο άλλο σιτηρέσιο προστέθηκαν σπέρματα κτηνοτροφικών ψυχανθών σε επίπεδο 590 g/kg, σογιέλαιο, χολίνη και βιοτίνη. Διαπιστώθηκε ότι στην επέμβαση με τα σπέρματα, αυξήθηκε σημαντικά η αναλογία των μεγάλων αυγών, αλλά παράλληλα επιδεινώθηκε σημαντικά η ποιότητα του κελύφους. Από διάφορες ερευνητικές εργασίες (Ivusic, 1989; Castanon and Perez- Lanzac, 1990; Ivusic et al., 1994), διαπιστώθηκε ότι το μέσο βάρος των αυγών αυξανόταν με την αύξηση της συμμετοχής των σπερμάτων κτηνοτροφικών ψυχανθών στη διατροφή των ορνίθων, αλλά η αύξηση αυτή πολύ πιθανά οφείλεται στην προσθήκη, στα πειραματικά σιτηρέσια, μεθειονίνης, για την οποία όπως είναι γνωστό είναι ελλειμματικά τα σπέρματα των κτηνοτροφικών ψυχανθών. Αντίθετα, σε άλλη πειραματική εργασία (Davidson, 1980), η προσθήκη κτηνοτροφικών ψυχανθών στη διατροφή αυγοπαραγωγών ορνίθων, φαίνεται ότι περιόρισε το μέγεθος των αυγών. Ωστόσο, στην εργασία αυτή το σιτηρέσιο έγινε με βάση τη βρώμη και περιείχε μόνο 2400 kcal/kg. Το υψηλό επίπεδο σε ΙΟ των σπερμάτων κτηνοτροφικών ψυχανθών (μέχρι 9,9% της ξηρής ουσίας), περιορίζει σημαντικά το συνιστώμενο επίπεδο ΜΕ για τις αυγοπαραγωγές όρνιθες (2806 kcal/kg ΞΟ). Ωστόσο, οι αντιδιατροφικές επιδράσεις ορισμένων μη αμυλούχων πολυσακχαριτών της κριθής, της βρώμης (320 g/kg σε καθεμία) και του σίτου (100 g/kg) στο σιτηρέσιο, είναι δυνατό να εξουδετερωθούν λόγω του χαμηλού επιπέδου ΜΕ των σπερμάτων κτηνοτροφικών ψυχανθών (Askbrant and Hakansson, 1984). Σε άλλη εργασία (Carré et al., 1987), διαπιστώθηκε ότι η τιμή της φαινομένης μεταβολίσιμης ενέργειας (ΦΜΕ) των σπερμάτων κτηνοτροφικού μπιζελιού ήταν υψηλότερη (κατά 4,61%) στα πειραματικά σιτηρέσια με βάση τον αραβόσιτο, αλλά η επίδραση αυτή περιοριζόταν όταν στα σιτηρέσια προσθέτονταν υψηλά επίπεδα λίπους. 1.3.2. Κρεοπαραγωγά ορνίθια. Λίγες, σχετικά, ερευνητικές εργασίες αναφέρονται στη χρησιμοποίηση των κτηνοτροφικών ψυχανθών στη διατροφή των κρεοπαραγωγών ορνιθίων. Οι Castell et