Πτυχιακή εργασία: Προσφορά χρήματος και νομισματική πολιτική στην Ελλάδα για χρονικό διάστημα Του φοιτητή:

Σχετικά έγγραφα
ΣΧΟΛΗ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΤΜΗΜΑ ΟΡΓΑΝΩΣΗΣ ΚΑΙ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΜΑΚΡΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΔΑΣΚΩΝ: ΘΑΝΑΣΗΣ ΚΑΖΑΝΑΣ

ΣΧΟΛΗ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΤΜΗΜΑ ΟΡΓΑΝΩΣΗΣ ΚΑΙ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΜΑΚΡΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΔΑΣΚΩΝ: ΘΑΝΑΣΗΣ ΚΑΖΑΝΑΣ

ΣΧΟΛΗ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΤΜΗΜΑ ΟΡΓΑΝΩΣΗΣ ΚΑΙ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΜΑΚΡΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΔΑΣΚΩΝ: ΘΑΝΑΣΗΣ ΚΑΖΑΝΑΣ

(Πολιτική. Οικονομία ΙΙ) Τμήμα ΜΙΘΕ. Καθηγητής Σπύρος Βλιάμος. Αρχές Οικονομικής ΙΙ. 14/6/2011Εαρινό Εξάμηνο (Πολιτική Οικονομία ΙΙ) 1

Δρ. Β. Μπαμπαλός ΤΜΗΜΑ ΛΟΓΙΣΤΙΚΗΣ & ΧΡΗΜΑΤΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΤΕΙ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΥ

Κεφάλαιο 27. Ορισμός χρήματος

ΤΟ ΤΡΑΠΕΖΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ

ΑΓΟΡΕΣ ΧΡΗΜΑΤΟΣ ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4. Chapter 4: Financial Markets. 1 of 32

ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΜΑΚΡΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ

Διεθνής Οικονομική. Paul Krugman Maurice Obsfeld

Η λειτουργία των τραπεζών 1. Περιεχόμενα. Ιούλιος 2012

4 ο ΛΥΚΕΙΟ ΛΑΜΙΑΣ. ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΕΡΓΑΣΙΑΣ: ΤΜΗΜΑ Α2 νος ΠΕ9 ΣΧΟΛΙΚΟ ΕΤΟΣ: :

Οι λειτουργίες του. ιδακτικοί στόχοι. χρήµατος. Αναφορά των ιδιοτήτων του. Αναφορά στα είδη του χρήµατος. Κατανόηση της λειτουργίας του

ΣΧΟΛΗ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΤΜΗΜΑ ΟΡΓΑΝΩΣΗΣ ΚΑΙ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΜΑΚΡΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΔΑΣΚΩΝ: ΘΑΝΑΣΗΣ ΚΑΖΑΝΑΣ

Μακροοικονομική. Η ζήτηση χρήματος

1. Χρήμα είναι οτιδήποτε γίνεται γενικά αποδεκτό ως μέσο συναλλαγής από τα άτομα μιας κοινωνίας.

ΠΑΓΚΌΣΜΙΟΣ ΣΤΌΧΟΣ. Γλωσσάριο χρηματοπιστωτικών όρων. Η γλώσσα του χρήματος. ± ω

Ο Αντιπραγματισμός προϋποθέτει διπλή σύμπτωση επιθυμιών Σπατάλη Πόρων (Χρόνος, προσπάθεια)

Μακροοικονομική Θεωρία Ι

«Από την έρευνα στη διδασκαλία» Δημόσια Κεντρική Βιβλιοθήκη Λάρισας «Κωνσταντίνος Κούμας» Σάββατο 4 Μαρτίου 2017

Με άλλα λόγια, η τράπεζα θέτει τα χρήματά σας σε λειτουργία για να κάνει τους τροχούς της βιομηχανίας και της γεωργίας να γυρίσουν.

Πολιτική Οικονομία Ενότητα

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. Εισαγωγή... 15

ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΜΑΚΡΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ

Βασικές Χρηματοοικονομικές έννοιες

ΚΑΤΕΥΘΥΝΤΗΡΙΕΣ ΓΡΑΜΜΕΣ

Eπεξηγηµατικές Σηµειώσεις στους Νοµισµατικούς, Χρηµατοπιστωτικούς και άλλους χρηµατοοικονοµικούς δείκτες.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΟΓΔΟΟ ΤΟ ΤΡΑΠΕΖΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ

Τράπεζες- Χρηματοδοτήσεις. Συντάκτης : Σιώπη, Γκρος

Μακροοικονομική Θεωρία Ι


ΜΑΚΡΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ. Διάλεξη 2 Χρήμα και Πληθωρισμός

ΣΧΟΛΗ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΤΜΗΜΑ ΟΡΓΑΝΩΣΗΣ ΚΑΙ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΜΑΚΡΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΔΑΣΚΩΝ: ΘΑΝΑΣΗΣ ΚΑΖΑΝΑΣ

Mακροοικονομική Κεφάλαιο 7 Αγορά περιουσιακών στοιχείων, χρήμα και τιμές

ΑΡΧΕΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΘΕΩΡΙΑΣ ΙΙ (ΕΠΑ.Λ.) ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ ΚΛΕΙΣΤΟΥ ΤΥΠΟΥ ΠΑΝΕΛΛΑΔΙΚΩΝ ΕΞΕΤΑΣΕΩΝ ΚΕΦΑΛΑΙΑ 7,8,9,10

Ερωτήσεις-Απαντήσεις για το Ευρώ

ΜΟΡΦΕΣ ΧΡΗΜΑΤΟΣ. Ορισμός Χρήματος. Με τον όρο χρήμα, εννοούμε καθετί που έχει τη γενική αποδοχή ως μέσο συναλλαγών και διακανονισμού χρεών.

Αποταμίευση, Επένδυση και το Χρηματοπιστωτικό σύστημα

Ο Μ Ι Λ Ο Σ A T E b a n k - ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ Α ΕΞΑΜΗΝΟΥ 2009

Ο όρος «Χρηματοδότηση» περιλαμβάνει δύο οικονομικές δραστηριότητες.

ΣΧΟΛΗ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΤΜΗΜΑ ΟΡΓΑΝΩΣΗΣ ΚΑΙ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΜΑΚΡΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΔΑΣΚΩΝ: ΘΑΝΑΣΗΣ ΚΑΖΑΝΑΣ

ΝΟΜΙΣΜΑΤΙΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ

Αποτελέσματα Α Τριμήνου 2009

Εργαστήριο Εκπαίδευσης και Εφαρμογών Λογιστικής. Εισαγωγή στην Χρηματοοικονομική Ανάλυση

λειτουργίες της Δρ. Β. Μπαμπαλός ΤΜΗΜΑ ΛΟΓΙΣΤΙΚΗΣ & ΧΡΗΜΑΤΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΤΕΙ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΥ

ΜΑΘΗΜΑ ΕΜΒΑΘΥΝΣΗΣ ΝΟΜΙΣΜΑΤΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ ΚΑΙ ΠΛΗΘΩΡΙΣΜΟΣ

Αποταμιεύσεις και Επενδύσεις

ΣΥΝΟΠΤΙΚΕΣ ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΓΙΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΑ ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΑ Β ΕΞΑΜΗΝΟΥ ΤΜΗΜΑ ΛΟΓΙΣΤΙΚΗΣ ΑΤΕΙ ΠΑΤΡΩΝ

ΧΡΗΜΑ ΟΙ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΕΣ ΤΟΥ ΧΡΗΜΑΤΟΣ

3. Χρήμα, επιτόκια και συναλλαγματικές ισοτιμίες

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6 ΓΕΝΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟΥ ΚΑΙ ΠΑΘΗΤΙΚΟΥ

Στατιστικές Έννοιες (Υπολογισμός Χρηματοοικονομικού κινδύνου και απόδοσης, διαχρονική αξία του Χρήματος)

Δ ι α φ ά ν ε ι ε ς β ι β λ ί ο υ

ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ. ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΧΡΗΣΕΩΣ ΓΙΑ ΤΟ ΕΤΟΣ ΠΟΥ ΕΛΗΞΕ ΤΗΝ 31η ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ, 2006

Νομισματική Πολιτική. Δρ. Β. Μπαμπαλός ΤΜΗΜΑ ΛΟΓΙΣΤΙΚΗΣ & ΧΡΗΜΑΤΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΤΕΙ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΥ

Μεθοδολογία κατάρτισης της νέας σειράς επιτοκίων τραπεζικών καταθέσεων και δανείων

Α) ΒΑΣΙΚΕΣ ΤΑΣΕΙΣ ΠΟΥ ΕΠΗΡΕΑΖΟΥΝ ΤΙΣ ΕΠΕΝΔΥΣΕΙΣ

Μακροοικονομική. Χρήμα και Τράπεζες

Λογιστική ΙΙ. Τι θα δούμε σε αυτή την ενότητα

Εισαγωγή στην. χρηματοοικονομική ανάλυση

ΤΟ ΣΥΓΧΡΟΝΟ ΤΡΑΠΕΖΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ ΑΣΦΑΛΕΙΑ ΚΑΙ ΚΙΝΔΥΝΟΙ

ΖΗΤΗΣΗ ΧΡΗΜΑΤΟΣ ΤΜΗΜΑ ΛΟΓΙΣΤΙΚΗΣ & ΤΕΙ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΥ

ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΕΝΟΤΗΤΑΣ ΙΙI

Όμιλος ATEbank - Αποτελέσματα Έτους 2009

ΠΕΡΙΛΗΨΗ. Ο Πληθωρισμός και οι κεντρικές τράπεζες. Ισμήνη Πάττα Περίληψη, 2 ου μισού του κεφ. 12 ΑΜ 1207/Μ:070

Οικονομικά Μαθηματικά

Στατιστικές Έννοιες (Υπολογισμός Χρηματοοικονομικού κινδύνου και απόδοσης, διαχρονική αξία του Χρήματος)

A V I R T I T C O T R S O R EL

«ΑΠΟΘΕΜΑΤΙΚΑ ΝΟΜΙΣΜΑΤΑ ΣΤΟ ΔΙΕΘΝΕΣ. ΝΟΜΙΣΜΑΤΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ» (σελ )

ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΜΙΚΡΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ

1. Στο τέλος του άρθρου 1 προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος: (*) ΕΕ L 275 της , σ. 39.» 2. Στο άρθρο 2 προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος 4:

ΚΑΤΕΥΘΥΝΤΗΡΙΕΣ ΓΡΑΜΜΕΣ

Ο Μ Ι Λ Ο Σ A T E b a n k - ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ 9ΜΗΝΟΥ 2009


ΙΑΓΩΝΙΣΜΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΛΗΡΩΣΗ ΘΕΣΕΩΝ ΗΜΟΣΙΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΚΑΙ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΡΟΣΩΠΩΝ ΤΟΥ ΗΜΟΣΙΟΥ TOMEΑ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ ΠΕ ΕΞΕΤΑΣΗ ΣΤΟ ΜΑΘΗΜΑ: «OIKONOMIKH»

Απόθεµα περιουσιακών στοιχείων. Χρήσιµο για τις συναλλαγές. Μία µορφή πλούτου. Επάρκεια. Χωρίς Χρήµα. Ανταλλακτική Οικονοµία (Barter economy)

ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ

Αποτελέσματα Εννεαμήνου 2009

Εισαγωγή στην Χρηματοοικονομική ανάλυση

ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ

Χρηματοοικονομική Λογιστική. Χρηματοοικονομική Λογιστική Ελευθέριος Αγγελόπουλος 1-1

ΚΕΦ. 10 ΤΑΜΕΙΟ Βιβλίου Ταμείου. Βιβλίο Μικρού Ταμείου. ΤΡΑΠΕΖΕΣ


2) Στην συνέχεια υπολογίζουμε την ονομαστική αξία του πιστοποιητικού με το συγκεκριμένο αυξημένο επιτόκιο όπως και προηγουμένως, δηλαδή θα έχουμε:

Συναλλαγματικές ισοτιμίες και αγορά συναλλάγματος

Δ ι α φ ά ν ε ι ε ς β ι β λ ί ο υ

Μάρκετινγκ Χρηματοοικονομικών Υπηρεσιών

Αρχές Οικονομίας. Ύλη:

ΣΟΛΩΜΟΥ 29 ΑΘΗΝΑ ( info@arnos.gr ΜΑΘΗΜΑΤΑ ΦΟΙΤΗΤΩΝ Α.Ε.Ι. Α.Τ.Ε.Ι. Ε.Α.Π. Ε.Μ.Π.

Η Θεωρία των Διεθνών Νομισματικών Σχέσεων

TEI ΑΜΘ Τμήμα Λογιστικής & Χρηματοοικονομικής

ΔΕΙΓΜΑ ΠΡΙΝ ΤΙΣ ΔΙΟΡΘΩΣΕΙΣ

ΕΘΝΙΚΟ ΜΕΤΣΟΒΙΟ ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ ΤΜΗΜΑ ΟΡΓΑΝΩΣΗΣ ΚΑΙ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΧΡΗΜΑΤΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΙΙΙ

ΕΡΕΥΝΑ ΤΡΑΠΕΖΙΚΩΝ ΧΟΡΗΓΗΣΕΩΝ

Πολιτική Οικονομία Ι: Μακροθεωρία και Πολιτική Νίκος Κουτσιαράς. Κυριάκος Φιλίνης

Αποτελέσματα B Τριμήνου 2009

Σύγχρονες Μορφές Χρηματοδότησης

Σύγκριση του ελληνικού τραπεζικού συστήματος με τα αντίστοιχα άλλων ευρωπαϊκών χωρών. Περιεχόμενα. Μάρτιος 1999

ΤΟ ΙΣΟΖΥΓΙΟ ΠΛΗΡΩΜΩΝ

Transcript:

ΑΤΕΙ ΚΑΛΑΜΑΤΑΣ ΣΧΟΛΗ: ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ & ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΤΜΗΜΑ: ΧΡΗΜΑΤΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ & ΕΛΕΓΚΤΙΚΗΣ Πτυχιακή εργασία: Προσφορά χρήματος και νομισματική πολιτική στην Ελλάδα για χρονικό διάστημα 2008-2010 Του φοιτητή: Κολοκοτρώνη Μάριου με Α.Μ. 2007014 Επιβλέπων καθηγητής: Δρακόπουλος Στυλιανός Καλαμάτα, Νοέμβριος 2011

Ευχαριστίες Θα ήθελα να ευχαριστήσω τον επιβλέποντα καθηγητή μου κ. Δρακόπουλο Στυλιανό, καθώς τους καθηγητές και συμφοιτητές του ΑΤΕΙ Καλαμάτας όπου η συμβολή τους υπήρξε καθοριστική για την ολοκλήρωση της παρούσας πτυχιακής εργασίας. 2

Σύνοψη Ο σκοπός και το αντικείμενο διερεύνησης της παρακάτω εργασίας, είναι να εντοπιστούν και να αναλυθούν τα αντίστοιχα στοιχεία και πληροφορίες που αφορούν τη προσφορά χρήματος και τη νομισματική πολιτική στην Ελλάδα για το διάστημα 2008-2010. Η αναζήτηση αξιόπιστων πηγών και πληροφοριών έγινε με τη χρήση βιβλίων, άρθρων και Διαδικτυακών σελίδων όπου με τη βοήθεια τους αναλύθηκαν τα απαραίτητα στοιχεία τόσο για την ανάλυση του θέματος της πτυχιακής όσο και για τη δημιουργία πινάκων. 3

Περιεχόμενα Εισαγωγή...7 Κεφάλαιο Πρώτο Η έννοια του χρήματος και βασικά χαρακτηριστικά του 1.1 Ορισμός Χρήματος...8 1.2 Οι επιθυμητές ιδιότητες του χρήματος...10 1.3 Οι διάφορες μορφές του χρήματος διαχρονικά...11 1.4 Το «στενό» και το «ευρύ» περιεχόμενο του χρήματος...15 1.5 Είδη χρήματος στη σύγχρονη οικονομία... 15 Κεφάλαιο Δεύτερο Η δημιουργία χρήματος μέσα από το τραπεζικό σύστημα 2.1 Πρωτογενές και Δευτερογενές χρήμα...17 2.2 Η Κεντρική Τράπεζα και ο Ρόλος της...17 2.3 Οι εμπορικές τράπεζες...18 2.3.1 Πως οι εμπορικές τράπεζες δημιουργούν «πρόσθετο ή δευτερογενές χρήμα» στην οικονομία... 19 2.4 Ο Λόγος των υποχρεωτικών ελάχιστων ρευστών διαθεσίμων... 19 2.5 Τραπεζικός Πολλαπλασιαστής ως μέτρο υπολογισμού του πρόσθετου χρήματος που δημιουργείται από το τραπεζικό σύστημα...23 2.6 Νομισματική βάση...24 2.7 Ο βαθμός Ρευστότητας των διάφορων μορφών χρήματος και η προσφορά χρήματος... 27 2.8 Η Προσφορά χρήματος στην Ελλάδα για το διάστημα 2008-2010... 29 Κεφάλαιο 3 Το χρηματοπιστωτικό Σύστημα και οι Χρηματοπιστωτικές Αγορές 3.1 Το χρηματοπιστωτικό σύστημα... 34 4

3.1.1 Οι λειτουργίες των Χρηματοπιστωτικών μεσολαβητών... 34 3.2 Η συμπεριφορά και οι επιδιώξεις των Δανειστών και των Δανειζόμενων..35 3.3 Τα χρηματοπιστωτικά μέσα και οι χρηματοπιστωτικές αγορές... 37 3.4 Η διάκριση πρωτογενών και δευτερογενών χρηματοπιστωτικών αγορών.39 3.5 Το χρηματοπιστωτικό σύστημα της Ελλάδας...39 3.6 Οι Χρηματοπιστωτικοί Μεσολαβητές στην Ελλάδα... 40 Κεφάλαιο 4 Νομισματική πολιτική & Μέτρα Μεταβολής της προσφοράς χρήματος 4.1. Ορισμός Νομισματικής πολιτικής...44 4.1.1 Το Ευρωπαϊκό Σύστημα Κεντρικών Τραπεζών... 46 4.1.2. Σκοποί του Ευρωσυστήματος...46 4.2. Τα μέσα άσκησης νομισματικής πολιτικής του Ευρωσυστήματος... 47 4.3 Τροποποιήσεις του πλαισίου άσκησης της νομισματικής πολιτικής... 51 Συμπεράσματα... 52 Βιβλιογραφία... 54 5

Λίστα πινάκων Πίνακας 1: ετήσιες εκατοστιαίες μεταβολές για το τρέχον έτος 2008... 31 Πίνακας 2: ετήσιες εκατοστιαίες μεταβολές για το τρέχον έτος 2009... 32 Πίνακας 3: ετήσιες εκατοστιαίες μεταβολές για το τρέχον έτος 2010... 33 6

Εισαγωγή Διαχρονικά το χρήμα έχει πάρει διάφορες μορφές. Ο βαθμός εξέλιξης κάθε κοινωνίας συνοδεύτηκε και με τη χρήση διαφορετικών μέσων που λειτουργούσαν σαν μέσα συναλλαγών και πληρωμών. Η πρώτη εμφάνιση του χρήματος είχε τη μορφή κάποιου φυσικού αγαθού ή εμπορεύματος. Πρόκειται για το εμπορευματικό χρήμα ή χρήμα αγαθό. Αν και χρησιμοποιήθηκε σαν χρήμα ένα σημαντικό πλήθος αγαθών (π.χ. δέρματα, ζώα, γεωργικά προϊόντα κτλ.) τα μέταλλα και ιδιαίτερα όσα ήταν πολύτιμα, κυριάρχησαν σαν νομίσματα στη διάρκεια της ιστορίας. Από το αγαθό-εμπόρευμα που διαδραματίζει το ρόλο του χρήματος, οι κοινωνίες αποδέχθηκαν χρηματικά μέσα, που είχαν τη μορφή πολύτιμων μετάλλων. Τα πολύτιμα αυτά μέταλλα παρόλο πουαποτελούσαν σημαντική καινοτομία η εμφάνισή τους στη διαδρομή του χρόνου, καθώς οι ανάγκες των συναλλαγών συνεχώς διευρύνονταν και γινόντουσαν περισσότερο ποικιλόμορφες, είχε ως αποτέλεσμα, η μορφή αυτή του χρήματος να μην μπορεί να χρησιμοποιηθεί και να μην είναι σε θέση να ανταπεξέλθει στις αυξανόμενες ανάγκες πληρωμών. Στη συνέχεια, με την συλλογή όλων των απαραίτητων στοιχείων και πληροφοριών γίνεται η αναφορά της δημιουργίας χρήματος από το τραπεζικό σύστημα, όπου εξηγείται ο ορισμός του πρωτογενούς και δευτερογενούς χρήματος, η έννοια της Κεντρικής Τράπεζας, η συμβολή και ο ρόλος της. Ακόμη, εξηγείται ο τρόπος με τον οποίο οι εμπορικές τράπεζες δημιουργούν πρόσθετο ή δευτερογενές χρήμα σε μια οικονομία, όπως επίσης αναλύεται και επεξηγείται η προσφορά χρήματος με τη βοήθεια και την ανάλυση στατιστικών στοιχείων. Επιπροσθέτως, αναφέρεται το χρηματοπιστωτικό σύστημα και οι χρηματοπιστωτικές αγορές και πιο συγκεκριμένα το χρηματοπιστωτικό σύστημα της Ελλάδας. Με την αναφορά των στοιχείων αυτών αναλύονται τα χρηματοπιστωτικά μέσα και οι αγορές χρήματος. Τέλος, αναλύεται η νομισματική πολιτική, τα μέσα άσκησης της, τα μέτρα μεταβολής της προσφοράς χρήματος, το Ευρωπαϊκό σύστημα κεντρικών τραπεζών και ο σκοπός του Ευρωσυστήματος. 7

Κεφάλαιο Πρώτο Η έννοια του χρήματος και βασικά χαρακτηριστικά του 1.1 Ορισμός Χρήματος Στην προσπάθεια να δώσουμε έναν ορισμό για το τι είναι χρήμα θα μπορούσαμε να δώσουμε ένα παράδειγμα για το πώς έφτασε το χρήμα να είναι απαραίτητο στις καθημερινές μας συναλλαγές. Ας φανταστούμε μια πρωτόγονη κοινωνία όπου οι άνθρωποι παράγουν μόνοι τους τα αγαθά που έχουν ανάγκη με σκοπό την αυτοκατανάλωση είτε ανταλλάσσουν αυτά τα αγαθά προκειμένου να ικανοποιήσουν τις διάφορες ανάγκες τους. Σε αυτή την περίπτωση ο κάθε παραγωγός και καταναλωτής θα πρέπει να βρει τον κάθε πρόθυμο συμβαλλόμενο για να ανταλλάξουν ότι προσφέρει ο ένας και ότι ζητάει ο άλλος. Εδώ η προσφορά και ζήτηση των αγαθών γίνεται άμεσα δηλαδή με την απευθείας ανταλλαγή αγαθού με αγαθό υπολογίζοντας κάθε φορά τους «όρους ανταλλαγής»1(π.χ. πόσα κιλά σιτάρι για ένα ζευγάρι παπούτσια, πόσα κιλά πορτοκάλια για ένα τραπέζι, πόσα μέτρα βαμβακερό ύφασμα για την απόκτηση ενός ζώου κ.ο.κ.). Αυτό το είδος οικονομίας ονομάζεται «εμπράγματη ή ανταλλακτική οικονομία» αφού οι καθημερινές οικονομικές συναλλαγές των ατόμων στηρίζονται στην άμεση ανταλλαγή αγαθών και υπηρεσιών. Αν κοιτάξουμε βαθύτερα σε αυτό το είδος της οικονομίας θα παρατηρήσουμε κάποιους περιορισμούς και κάποιες δυσκολίες που αντιμετώπιζαν τα άτομα στις καθημερινές συναλλαγές τους. Πεοιορισίΐοί και δυσκολίες τπο «ειιπράνιιατικ οικονοιιίαο» Προκειμένου να επιτευχθεί μια οικονομική συναλλαγή μεταξύ δύο συμβαλλομένων μερών απαιτούνταν να υπάρχει διπλή σύμπτωση επιθυμιών, δηλαδή δεν αρκούσε να θέλει κάποιος ένα συγκεκριμένο αγαθό προσφέροντας κάποιο δικό του, αλλά συγχρόνως θα έπρεπε *Όροι ανταλλαγής: η αξία ενός αγαθού προς πώληση εκφρασμένη σε μονάδες του αντίστοιχου αγαθού προς αγορά. 8

να υπάρχει και κάποιος άλλος που επιθυμεί την απόκτηση αυτού του αγαθού προσφέροντας το αντίστοιχο αγαθό. Ένα σημαντικό τμήμα του διαθέσιμου χρόνου καθώς και των παραγωγικών δυνατοτήτων ξοδευόταν στην αναζήτηση κάθε φορά του αντισυμβαλλόμενου μέρους και στη σύμπτωση των επιθυμιών και όρων ανταλλαγής. Έτσι, προκειμένου να απλοποιηθεί η διαδικασία των συναλλαγών και να ελαχιστοποιηθεί το κόστος και ο χρόνος έπρεπε να βρεθεί ένα μέσο το οποίο να ξεπερνά αυτές τις δυσκολίες, να γίνεται άμεσα αποδεκτό από όλους και να συμβάλλει θετικά στην οικονομική δραστηριότητα και ευημερία της κοινωνίας. Το μέσο αυτό ονομάστηκε «χρήμα». Ορισιιότ Χοήαατοτ : με τον όρο «χρήμα» εννοούμε ένα «αγαθό» που μεσολαβεί στις συναλλαγές μεταξύ οικονομικών μονάδων και το οποίο, ως γενικά αποδεκτό μέσο συναλλαγών, λειτουργεί ταυτόχρονα και ως μέτρο υπολογισμού των οικονομικών αξιών, αλλά και ως «αποθεματικό αξίας»2. Το χρήμα ως γενικά αποδεκτό μέσο συναλλαγών σημαίνει ότι «για να εκτελέσει τη λειτουργία του ως μέσο συναλλαγής πρέπει να είναι γενικώς αποδεκτό στις συναλλαγές, δηλαδή, κατ' ουσία, όλοι σε μια κοινωνία πρέπει να είναι πρόθυμοι να το αποδεχθούν ως πληρωμή κατά την αγοραπωλησία των αγαθών και υπηρεσιών»3. Το χρήμα ως μέτρο υπολογισμού των οικονομικών αξιών σημαίνει ότι η αξία των αγαθών και υπηρεσιών που ανταλλάσσονται εκφράζεται με μια κοινή μονάδα μέτρησης, τις χρηματικές μονάδες, και όχι σε μονάδες άλλων αγαθών και υπηρεσιών όπως ίσχυε στην εμπράγματη οικονομία. Οι αξίες των αγαθών μπορούν έτσι εύκολα να συγκριθούν. Το χρήμα ως αποθεματικό αξίας σημαίνει ότι το χρήμα που μπορεί να χρησιμοποιηθεί τώρα για την απόκτηση αγαθών και υπηρεσιών μπορεί να κρατηθεί υπό μορφή αποταμίευσης προκειμένου να χρησιμοποιηθεί στο 2 Παναγιώτης Γ. Κορλίρας, Νομισματική Θεωρία & Πολιτική, Εκδόσεις Ε. Μπένου Αθήνα 2006, σελ. 11 3 Πέτρος Α. Κιόχος, Γεώργιος Δ. Παπανικολάου, Χρήμα Πίστη Τράπεζες, Εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα Αθήνα 2000, σελ. 34 9

μέλλον οποιαδήποτε στιγμή για την αγορά άλλων αγαθών χωρίς να συνεπάγεται κάποιο κόστος (φύλαξης, αποθήκευσης, συντήρησης κ.α.). Συνοψίζοντας οι βασικές λειτουργίες που προσφέρει το χρήμα σε μια οικονομία είναι: γενικά αποδεκτό μέσο συναλλαγών μέτρο υπολογισμού των οικονομικών αξιών χρησιμεύει ως απόθεμα αξίας (ως μέσο αποταμίευσης) 1.2 Οι επιθυμητές ιδιότητες του χρήματος Για να πραγματοποιεί το χρήμα τις παραπάνω λειτουργίες χρειάζεται να ισχύουν κάποιες προϋποθέσεις που εξασφαλίζουν την ομαλή κυκλοφορία του στην αγορά. Οι επιθυμητές ιδιότητες του χρήματος είναι οι εξής πέντε: η φορητότητα η ανθεκτικότητα η διαιρετότητα η τυποποίηση ηαναγνωσιμότητα φορητότητα: Το χρήμα πρέπει να είναι εύχρηστο και να μεταφέρεται εύκολα, έτσι ώστε να είναι σε θέση κάποιος να πραγματοποιεί αγορές από τόπο σε τόπο. Εάν το χρήμα δεν είναι εύκολα φορητό δε μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε ευρείακλίμακα. Ανθεκτικότητα: Επειδή το χρήμα χρησιμοποιείται για τη διενέργεια συναλλαγών και επομένως μεταβιβάζεται από άτομο σε άτομο, θα πρέπει να κατασκευάζεταιαπό τέτοια ανθεκτική ύλη ώστε το περιεχόμενο του και κατά συνέπεια ηανταλλακτική (αγοραστική) του αξία να μην επηρεάζεται από τη διάρκεια τουχρόνου και τη συχνότητα της χρήσης του. Διαιρετότητα: Το χρήμα πρέπει να διαιρείται εύκολα σε μικρότερες μονάδες, χωρίς να χάνει καθόλου από την αξία του σαν σύνολο. Έτσι επιτρέπει την πραγματοποίηση συναλλαγών μικρής αξίας, αλλά δίνει και τη δυνατότητα να πραγματοποιηθούν πολύπλοκες συναλλαγές με ακρίβεια. 10

Τυποποίηση: Το χρήμα για να είναι χρήσιμο θα πρέπει να τυποποιηθεί, οι ίδιες μονάδες του θα πρέπει να είναι ίσης αξίας σε ποιότητα και φυσικά μη διακρίσιμες, δηλαδή πρέπει να είναι ομοιογενείς. Η ομοιογένεια εξασφαλίζει τη βεβαιότητα στους συναλλασσόμενους για το τι ακριβώς λαμβάνουν όταν πραγματοποιούν τις συναλλαγές τους. Αναγνωσιμότητα: Το χρήμα πρέπει να αναγνωρίζεται εύκολα. Εάν αυτό δε συμβαίνει τα άτομα θα αντιμετωπίζουν δυσκολίες για να διαπιστώνουν σε κάθε συναλλαγήεάν αυτό που παίρνουν είναι γνήσιο χρήμα ή όχι. 1.3 Οι διάφορες μορφές του χρήματος διαχρονικά Το περιεκτικό χρήμα Κατά την εξέλιξη των ανθρώπινων κοινωνιών οι άνθρωποι χρησιμοποίησαν διάφορα αγαθά που αποτελούσαν χρήμα με την έννοια του μέσου ανταλλαγής, του μέτρου αξίας ή ακόμα και της αποθεματοποίησης αξίας όπως για παράδειγμα, πολύτιμα μέταλλα, ζώα, λάδι, σιτάρι, σπόρους, δέρμα κ.ά.. Με την πάροδο και την εξάπλωση όμως των οικονομικών τους συναλλαγών διαπίστωσαν ότι οι καθημερινές αλλά και οι πιο μακροχρόνιες συναλλαγές τους θα διευκολύνονταν πιο πολύ αν χρησιμοποιούσαν ως χρήμα πράγματα που: α) δεν αλλοιώνονταν στο χρόνο β) είναι εύκολη η αποθήκευση και μεταφορά τους γ) είναι εύκολα διαιρετά. Επομένως, είναι εύκολο να αιτιολογηθεί πως πέρασαν στην χρησιμοποίηση αρχικά του σιδήρου και αργότερα του χρυσού και του αργυρού, ως βασικών χρηματικών μέσων. Ακόμα μπορούμε να κατανοήσουμε γιατί τα -αρχικά ανεπεξέργαστα- κομμάτια χρυσού και αργυρού που χρησιμοποιήθηκαν ως χρήμα, αντικαταστάθηκαν από μικρά ομοιόμορφα κομμάτια, τα «κέρματα», με λειτουργίες ίδιες με αυτές του χρήματος. Την εποχή αυτή θα παρατηρήσουμε ότι οτιδήποτε χρησιμοποιείται ως χρήμα έχει νομισματική (χρηματική) αξία ακριβώς ίση με την αξία του ως αγαθό, δηλαδή περιέχει ακριβώς την αξία χρήσης του σε σχέση ανταλλαγής του ως αγαθό με άλλο αγαθό4. 4Δημ. Ζαχαριάδης-Σούρας, Χρήμα Πίστη Τράπεζες, Εκδόσεις Αθ. Σταμούλη, Αθήνα 2002, σελ 27 11

Στο βαθμό που οτιδήποτε χρησιμοποιείται ως χρήμα είναι 100% περιεκτικό, όλοι οι άνθρωποι μπορούν, θεωρητικά να το παράγουν και μάλιστα σε όσες ποσότητες επιθυμούν. Το παραστατικό χρήμα Παραστατικό χρήμα είναι το χρήμα εκείνο το οποίο ενσωματώνει αξία χρήσης, ως αγαθό, μικρότερη της νομισματικής του αξίας και η εμφάνιση του οφείλεται στην τάση του ανθρώπου να βρίσκει πρακτικότερους και ευκολότερους τρόπους ζωής και συνεργασίας με τους συνανθρώπους του. Το έναυσμα για την χρήση του παραστατικού χρήματος δόθηκε από: τους χρυσοχόους (και όσοι έκοβαν χρυσά ή αργυρά νομίσματα ή επεξεργάζονταν τον χρυσό και τον αργυρό ή απλώς διαφύλατταν τον χρυσό και τον αργυρό για λογαριασμό πελατών τους), οι οποίοι για πρακτικούς λόγους άρχισαν να εκδίδουν αποδεικτικά χαρτιά κατάθεσης των πολύτιμων μετάλλων. Οι άνθρωποι προκειμένου να πραγματοποιήσουν μια ανταλλαγή χρησιμοποιώντας την ποσότητα μετάλλου που είχαν καταθέσει στον χρυσοχόο έδιναν απλά το «αποδεικτικό χαρτί κατάθεσης» του χρυσοχόου στο αντισυμβαλλόμενο μέρος το οποίο αντιπροσώπευε την αξία της ανταλλαγής σε φυσική ποσότητα μετάλλου. Το αποδεικτικό του χρυσοχόου αποτελεί κλασική περίπτωση παραστατικού χρήματος, αφού η αξία χρήσης του (χαρτί και μελάνι) ήταν σαφώς μικρότερη από τη χρηματική ή νομισματική ή ανταλλακτική του αξία στην αγορά. άτομα με σκοπό την απάτη ή τον πολλαπλασιασμό των χρηματικών τους πόρων αρκετές φορές έλειωναν χρυσά νομίσματα και κατασκεύαζαν άλλα, μικρότερα αλλά και περισσότερα, τα οποία όμως εμφάνιζαν την ίδια χρηματική αξία πάνω στην επιφάνειά τους. Ακόμα συνέβαινε και το γεγονός να γίνεται ανάμειξη πολλές φορές χρυσού με κατώτερης ποιότητας μέταλλα. Το αποτέλεσμα ήταν το ίδιο, δηλαδή χρησιμοποιούνταν χρήμα του οποίου η χρηματική ή 12

ανταλλακτική του αξία ήταν μεγαλύτερη της αξίας χρήσης του ως αγαθό. Χρυσοχόοι, οι «πρωτόγονοι» τραπεζίτες Οι χρυσοχόοι γρήγορα διαπίστωσαν ότι οι ανταλλαγές θα διεξάγονταν εύκολα και γρήγορα με μόνη τη χρήση των γενικά αποδεκτών χάρτινων αποδεικτικών τους και ότι οι αποθήκες τους ήταν σε μόνιμη βάση αρκετά γεμάτες με χρυσό. Αν και κάποιοι πελάτες έκαναν, όχι αρκετά συχνά, αναλήψεις ποσοτήτων χρυσού, κάποιοι άλλοι, παράλληλα έκαναν καταθέσεις νέων ποσοτήτων χρυσού. Το συμπέρασμα είναι ότι τα «χαρτιά» των χρυσοχόων απέκτησαν τέτοια κοινωνική φερεγγυότητα και αποδοχή, ώστε η πλειοψηφία των ανταλλαγών γινόταν με αυτά τα χαρτιά και όχι με τα φυσικά αποθέματα χρυσού που τα «κάλυπτε». Ο μη διακινούμενος χρυσός των χρυσοχόων ήταν το έναυσμα μιας πρωτόγονης μεν, αλλά αφετηριακής τραπεζικής σύλληψής τους' της έκδοσης νέων, πρόσθετων αποδεικτικών τα οποία δεν είχαν την αντίστοιχη κάλυψη σε χρυσό, επειδή δεν προέκυπταν από νέες καταθέσεις χρυσού. Ιδιαίτερα σημαντική είναι η τάση των οικονομικών μονάδων (νοικοκυριά, επιχειρήσεις) που έχουν ανάγκη πρόσθετων πραγματικών οικονομικών πόρων και είναι διατεθειμένοι να καταβάλλουν κάποια πρόσθετη αμοιβή για τη δυνατότητά τους να δανειστούν τέτοιους πόρους. Δανείζονται από τον χρυσοχόο, όχι όμως πραγματικούς οικονομικούς πόρους, αλλά χρηματικά μέσα (τα πρόσθετα, μη καλυμμένα 100% σε χρυσό, αποδεικτικά του χρυσοχόου) και με αυτά αποκτούν τους πρόσθετους (πραγματικούς) πόρους που έχουν ανάγκη π.χ. ρούχα, εργαλεία, ζώα κ.α.. Οι καινοτόμοι χρυσοχόοι που αρχίζουν και λειτουργούν κατ' αυτό τον τρόπο αποτελούν πραγματικά τους πρώτους τραπεζίτες: δέχονται καταθέσεις (χρυσού), εκδίδουν έναντι αυτών χάρτινα αποδεικτικά και παράλληλα εκδίδουν πρόσθετα χαρτιά υπό μορφή δανείων (χορηγήσεων), που όλα μαζί έχουν κάλυψη σε χρυσό μικρότερη του 100%5. 5Δημ. Ζαχαριάδης-Σοόρας, Χρήμα Πίστη Τράπεζες, Εκδόσεις Αθ. Σταμούλη, Αθήνα 2002, σελ. 30 13

Από αυτή την πρωτόγονη ακόμα τραπεζική πρακτική του χρυσοχόου, γίνεται φανερό πως το χρήμα αρχίζει να επηρεάζει την δυνατότητα ανάπτυξης της πραγματικής οικονομικής δραστηριότητας μέσα από τη δημιουργία της «Πίστης»6. Το τραπεζικό χρήμα Η απαρχή της επόμενης φάσης σηματοδοτείται από την τάση μερικών οικονομικών μονάδων να εκποιούν τους οικονομικούς τους πόρους έναντι χάρτινων αποδεικτικών και να τα τοποθετούν «καταθέτουν» στους χρυσοχόους έναντι κάποιας αμοιβής τους «τόκος». Οι πρώτες τράπεζες (δηλαδή τα φυσικά ή νομικά πρόσωπα που δέχονται καταθέσεις έναντι ενός «τόκου καταθέσεων» και χορηγούν δάνεια έναντι ενός «τόκου χορηγήσεων») και μαζί τους οι τεράστιες συνέπειες από τις δράστηρίότητές τους στον τομέα της παραγωγής, ανταλλαγής, διανομής και ανάλωσης πραγματικών αγαθών και υπηρεσιών είναι πια γεγονός. Το πέρασμα από την εποχή του χάρτινου χρήματος στην εποχή του τραπεζικού χρήματος (του οποίου μέρος, όχι μεγάλο, αποτελεί το χάρτινο χρήμα) συντελείται αρκετά γρήγορα. Η «επιταγή» η οποία αντιπροσωπεύει ένα μέρος των κατατιθεμένων σε μια τράπεζα χρηματικών πόρων κάποιου, είναι μια από τις κυριότερες μορφές τραπεζικού χρήματος που κυκλοφορεί. Και φυσικά, οποιοσδήποτε δέχεται τη συναλλαγή με επιταγή, ενδιαφέρεται για το αν η επιταγή είναι καλυμμένη με κατάθεση χρηματικών πόρων και όχι αν η κάλυψη αυτή αντιπροσωπεύει πραγματική δυνατότητα μετατροπής της σε χρυσό. Επίσης, η εποχή του τραπεζικού χρήματος συνοδεύεται και από την κρατική και κοινωνική πρόνοια να μην μπορεί ο καθένας να παράγει και να κυκλοφορεί «πρωτογενές χρήμα» (τραπεζογραμμάτια και κέρματα)αφού το εκδοτικό προνόμιο συνεπάγεται πολλαπλάσιο προνόμιο επηρεασμού του πραγματικού τομέα της οικονομίας. Στα σύγχρονα κράτη η Κεντρική Τράπεζα από κοινού με αρμόδια κυβερνητικά όργανα είναι επιφορτισμένη με τον 60 όρος πίστη στην οικονομία είναι μία μορφή συναλλαγής, κατά την οποία μεταβιβάζονται οικονομικοί πόροι από ορισμένα φυσικά ή νομικά πρόσωπα σε άλλα, με την εμπιστοσύνη της απόδοσής τους κατά τους συμφωνημένους όρους. 14

σχεδίασμά και την εκτέλεση της γενικότερης νομισματοπιστωτικής και συναλλαγματικής πολιτικής. 1.4 Το «στενό» και το «ευρύ» περιεχόμενο του χρήματος Οι ορισμοί σχετικά με το τι είναι και τι δεν είναι χρήμα εξαρτώνται από την οπτική γωνία και από την οικονομική πολιτική που χρησιμοποιείται για το χειρισμό της ποσότητας του χρήματος. Επίσης είναι συνάρτηση της ευρύτητας ή της στενότητας που δίνει η κοινωνία στην έννοια του χρήματος. Αρχικά μπορούμε να θωρήσουμε ότι κάθε περιουσιακό στοιχείο με το οποίο μπορεί να πραγματοποιηθεί αμέσως μια συναλλαγή θα ανήκει στη στενή έννοια, στο «στενό περιεχόμενο» του χρήματος. Αντίθετα, αν το οποιαδήποτε περιουσιακό στοιχείο δεν μπορεί να δαπανηθεί αμέσως για την αγορά αγαθού ή υπηρεσίας, θα ανήκει στο «ευρύ περιεχόμενο» του χρήματος7. 1.5 Είδη χρήματος στη σύγχρονη οικονομία Τα είδη χρήματος που παρατηρούνται στη σύγχρονη οικονομία είναι τα εξής: Μεταλλικό χρήμα (κέρματα) Πρόκειται για περιεκτικό χρήμα, που σε αντίθεση με άλλες ιστορικές περιόδους δεν κατασκευάζεται από πολύτιμα μέταλλα αλλά διευκολύνει τις μικρές καθημερινές συναλλαγές των ανθρώπων. Χαρτονομίσματα Είναι παραστατικό χρήμα, εκδίδεται από την Κεντρική Τράπεζα η οποία έχει κάνει υποχρεωτική την κυκλοφορία του ως μέσο συναλλαγών. Πιστωτικό χρήμα Το πιστωτικό χρήμα μπορεί να πάρει δύο μορφές: > Επιταγή : είναι μια μορφή χρήματος που δίνει εντολή προς την τράπεζα να πληρώσει το αναφερόμενο ποσό στον κομιστή 7Δημ. Ζαχαριάδης-Σούρας, Χρήμα Πίστη Τράπεζες, Εκδόσεις Αθ. Σταμούλη, Αθήνα 2002, σελ. 33 15

(δικαιούχο) της επιταγής. Το ποσό αυτό οφείλει να είναι ήδη κατατεθειμένο στο λογαριασμό όφεως που τηρεί ο εκδότης. > Συναλλαγματική : είναι μια ιδιωτική ρύθμιση πληρωμής μεταξύ δύο συναλλασσόμενων. Αποτελεί υπόσχεση του οφειλέτη να πληρώσει στον δικαιούχο το ποσό που αναγράφεται στη συναλλαγματική σε συγκεκριμένη ημερομηνία. Πιστωτικές κάρτες Είναι το λεγόμενο «πλαστικό χρήμα» και εκδίδονται από τις εμπορικές τράπεζες. Η χρήση της πιστωτικής κάρτας για αγορές επιτρέπει στον κάτοχό της να μην πληρώσει αμέσως μετρητά, αλλά να πληρώσει αργότερα στην τράπεζα το σύνολο της αξίας των αγορών του. Αν επιθυμεί μπορεί να πληρώσει τμήμα των οφειλών του αλλά σε αυτή την περίπτωση επιβαρύνεται με πληρωμή τόκων για το υπόλοιπο της οφειλής του. 16

Κεφάλαιο Δεύτερο Η δημιουργία χρήματος μέσα από το τραπεζικό σύστημα 2.1 Πρωτογενές και Δευτερογενές χρήμα Το προνόμιο της έκδοσης πρωτογενούς χρήματος (χαρτονομίσματα και κέρματα) το έχει η Κεντρική Τράπεζα ενώ τη δυνατότητα δημιουργίας δευτερογενούς (πρόσθετου) χρήματος μέσα στην οικονομία την έχει το Τραπεζικό σύστημα στο σύνολό του. Το «πρόσθετο» χρήμα είναι γνωστό και ως Παραγωγό ή Λογιστικό ή Τραπεζικό χρήμα και δημιουργείταικυρίως από τις Εμπορικές Τράπεζες. Η βασική λειτουργία μιας τράπεζας είναι η συγκέντρωση καταθέσεων και η χορήγηση δανείων. Όμως, ακόμα και στην περίπτωση των πρωτόγονων τραπεζιτών, των χρυσοχόων, η δυνατότητα των εμπορικών τραπεζών για χορήγηση δανείων δεν εξαντλείται στην αρχική κατάθεση (χρυσού ή «αποδεικτικού» τότε, χαρτονομισμάτων σήμερα), αλλά είναι σε θέση να δημιουργούν, ως σύνολο, πρόσθετο χρήμα μέσα στην οικονομία8. 2.2 Η Κεντρική Τράπεζα και ο Ρόλος της Στην κορυφή της ιεραρχικής πυραμίδαςτου τραπεζικού συστήματος κάθε χώρας, βρίσκεται η Κεντρική Τράπεζα. Η Κεντρική Τράπεζα έχει το εκδοτικό προνόμιο, δηλαδή έχει εξουσιοδοτηθεί από το κράτος να εκδίδει χρήμα (να τυπώνει τα χαρτονομίσματα και να προβαίνει στην κοπή των νομισμάτων)9. Ακόμα παίζει το ρόλο του τραπεζίτη του κράτους και είναι η τράπεζα των εμπορικών τραπεζών. Ορόλος των Κεντρικών Τραπεζών είναι εντελώς διαφορετικός από το ρόλο τωνυπόλοιπων μελών του τραπεζικού συστήματος, δεδομένου ότι οι Κεντρικές Τράπεζες δεν ασκούν συνήθεις τραπεζικές εργασίες τις οποίες ασκεί οποιαδήποτεεμπορική τράπεζα. Οι κυριότερες αρμοδιότητες της Κεντρικής Τράπεζας είναι: 1. Η Κεντρική Τράπεζα έχει το αποκλειστικό προνόμιο της έκδοσης Χαρτονομισμάτων και κερμάτων του εθνικού νομίσματος. Είναι η 8Δημ. Ζαχαριάδης-Σουρας, Χρήμα Πίστη Τράπεζες, Εκδόσεις Αθ. Σταμοόλη, Αθήνα 2002, σελ. 47 9 Στα πλαίσια της ΟΝΕ οι αποφάσεις για την έκδοση χρήματος έχουν εκχωρηθεί στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα. 17

αποκλειστική εκδοτική αρχή του νομίσματος κάθε χώρας, δηλαδή ο τροφοδότης ρευστού χρήματος της οικονομίας. 2. Ασκεί τη νομισματική και πιστωτική πολιτική, με σκοπό τον έλεγχο της συνολικής προσφοράς χρήματος και της ρευστότητας της οικονομίας, καθώς και τον έλεγχο του συνολικού όγκου και της κατανομής των πιστώσεων 3. Ασκεί χρέη «θησαυροφύλακα» για το κράτος, τηρώντας συγκεντρωτικούς λογαριασμούς για τα έσοδα και τις εκταμιεύσεις του Δημοσίου, ώστε να παρακολουθούνται οι ταμιακές ροές και να εντοπίζονται τα τυχόν ελλείμματα ή πλεονάσματα από τη δημοσιονομική διαχείριση του κράτους. 4. Ασκεί τη συναλλαγματική πολιτική, παρεμβαίνοντας στην αγορά συναλλάγματος και διατηρεί τα συναλλαγματικά αποθέματα της χώρας. 5. Έχει ουσιαστικές αποκλειστικές αρμοδιότητες αναφορικά με την εποπτεία του τραπεζικού συστήματος της χώρας, θεσπίζοντας κανόνες και κριτήρια ως προς την φερεγγυότητα και την εύρυθμη λειτουργία όλων των τραπεζών 6. Λειτουργεί ως «τελικός χρηματοδότης» των τραπεζών, καθορίζοντας το ύψος και το κόστος της χρηματοδότησης που παρέχει στις τράπεζες σε περιπτώσεις εκτάκτων αναγκών. 2.3 Οι εμπορικές τράπεζες Οι εμπορικές τράπεζες είναι κερδοσκοπικές επιχειρήσεις οι οποίες δέχονται με τη μορφή καταθέσεων τις αποταμιεύσεις των διαφόρων ατόμων και καταβάλλουν σ' αυτά τόκο, ενώ ταυτόχρονα διοχετεύουν τις αποταμιεύσεις υπό την μορφή δανείου (χορηγήσεων) σε δανειζόμενους, έναντι μεγαλύτερου τόκου. Το κέρδος τους κυρίως προέρχεται από την διαφορά των επιτοκίων καταθέσεων και χορηγήσεων αλλά και από διάφορες τραπεζικές εργασίες που προσφέρουν στο ευρύ κοινό έναντι προμήθειας. Οι εμπορικές τράπεζες, εκτός από αυτές τις λειτουργίες αυτές έχουν την ικανότητα να δημιουργούν πρόσθετο χρήμα στην οικονομία εν αντιθέσει με την Κεντρική Τράπεζα που παράγει πρωτογενές χρήμα (χαρτονομίσματα και κέρματα). 18

2.3.1 Πως οι εμπορικές τράπεζες δημιουργούν «πρόσθετο ή δευτερογενές χρήμα» στην οικονομία Τις καταθέσεις που δέχονται οι εμπορικές τράπεζες δεν τις αφήνουν αχρησιμοποίητες γιατί αυτό θα ήταν παράλογο, αφού πρέπει να πληρώνουν τόκο στους καταθέτες. Από το άλλο μέρος, δεν μπορούν να δανείζουν ολόκληρα τα ποσά των καταθέσεων, γιατί παρ' ότι με κανονικές συνθήκες οι καθημερινές καταθέσεις μπορούν να καλύπτουν τις αναλήψεις, πρέπει να υπάρχει κάποιο απόθεμα για ασφάλεια. Έτσι λοιπόν προκειμένου να έχουν ικανοποιητική ρευστότητα, δηλαδή δυνατότητα να ανταποκρίνονται στις υποχρεώσεις τους προς τους καταθέτες θα πρέπει να διαθέτουν ένα χρηματικό απόθεμα ίσο με ένα σχετικά μικρό ποσοστό του συνόλου των καταθέσεων. Η κεντρική τράπεζα ορίζει για τις εμπορικές τράπεζες ένα ελάχιστο ποσοστό υποχρεωτικών διαθεσίμων με τη μορφή μετρητών ή καταθέσεων στην κεντρική τράπεζα (γνωστό και ως «Λόγος των υποχρεωτικών ελάχιστων ρευστών διαθεσίμων»). Αν αυτές το επιθυμούν, μπορούν να τηρούν ένα υψηλότερο ποσοστό, αλλά αυτό δεν τις συμφέρει καθώς συνεπάγεται απώλεια εσόδων από τόκους. 2.4 Ο Λόγος των υποχρεωτικών ελάχιστων ρευστών διαθεσίμων Εφόσον η Κεντρική Τράπεζα έχει το αποκλειστικό προνόμιο της έκδοσης χαρτονομισμάτων και κερμάτων και εφόσον οι υποχρεώσεις των εμπορικών τραπεζών προς τους καταθέτες τους πρέπει να πληρωθούν σε χαρτονομίσματα και κέρματα, όποτε το θελήσουν εκείνοι, οι τράπεζες οφείλουν να διατηρούν κάποιο ελάχιστο επίπεδο ρευστών διαθεσίμων (χαρτονομισμάτων, κερμάτων ή πιστωτικών μέσων που να ρευστοποιούνται ταχύτατα), ώστε να είναι σε θέση να εκπληρώσουν τις υποχρεώσεις τους προς τους καταθέτες τους. Θα ονομάσουμε αυτό το ποσοστό (δηλαδή αυτό το κλάσμα), «Λόγο Υποχρεωτικών Ελάχιστων Ρευστών Διαθεσίμων» και θα το συμβολίζουμε με θ. Είναι προφανές ότι 0<Ρ<1. Το απαιτούμενο ελάχιστο ποσοστό ρευστών διαθεσίμων οριοθετεί την ικανότητα των τραπεζών να επεκτείνουν τις πιστώσεις και να δημιουργούν χρήμα. Αν η επέκταση αυτή ξεπεράσει τα όρια, οι τράπεζες κινδυνεύουν να βρεθούν σε αδυναμία να εκπληρώσουν τις υποχρεώσεις τους, όταν τους ζητηθεί από τους καταθέτες. Ο 19

κίνδυνος είναι τόσο μεγαλύτερος όσο μικρότερη είναι η δυνατότητα άμεσης προσφυγής των τραπεζών σε κάποια πηγή ρευστού. Σκοπός των υποχρεωτικών διαθεσίμων ή ανακαταθέσεων, (που οι τράπεζες διακρατούν είτε σαν μετρητά στα ταμεία τους, είτε σαν καταθέσεις στην (κεντρική τράπεζα), είναι αφενός να διασφαλίζεται κάποιος ελάχιστος βαθμός ρευστότητας των τραπεζών προς όφελος των καταθετών τους, αλλά κυρίως να ελέγχεται η πιστοδοτική τους ικανότητα και η ποσότητα του τραπεζικού χρήματος που δημιουργούν. Για να κατανοήσουμε καλύτερα το πώς δημιουργείται το πρόσθετο χρήμα σε μία οικονομία θα μας βοηθήσει το ακόλουθο παράδειγμα: Παράδεινιια Προϋποθέσεις προκειμένου να απλοποιηθεί το παράδειγμα: Η Κεντρική Τράπεζα έχει ορίσει για τις εμπορικές τράπεζες το ποσοστό των υποχρεωτικών τους δεσμεύσεων επί των καταθέσεων να είναι 10%. Τα άτομα συναλλάσσονται μόνο με καταθέσεις όψεως και δεν παρακρατούν καθόλου ρευστά διαθέσιμα για ιδία χρήση. Τα άτομα πραγματοποιούν τις συναλλαγές τους μέσω των εμπορικών τραπεζών και το σύνολο της ποσότητας του χρήματος είναι κατατιθέμενο είναι εντός αυτών. Υποθέτουμε λοιπόν, ότι η Τράπεζα Α δέχεται μια κατάθεση ύψους 10.000. Η συναλλαγή αυτή επιφέρει αλλαγές στον ισολογισμό της Τράπεζας Α, που για λόγους απλοποιήσεως απεικονίζεται στο λογαριασμό Τ ως εξής: ΤΡΑΠΕΖΑ Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ ΠΑΘΗΤΙΚΟ Διαθέσιμα + 10.000 Καταθέσεις Πελατών + 10.000 ΣΥΝΟΛΟ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟΥ 10.000 ΣΥΝΟΛΟ ΠΑΘΗΤΙΚΟΥ 10.000 20

Το παθητικό της τράπεζας αυξήθηκε κατά 10.000 λόγω της υποχρεώσεως που έχει προς τους κατάθετες-πιστωτές (αύξηση υποχρεώσεων της τράπεζας) και αντιστοίχως κατά το ίδιο ποσό αυξήθηκε το ενεργητικό της (διαθέσιμα). Ας υποθέσουμε λοιπόν τώρα ότι η Τράπεζα Α, δανείζει το επιτρεπόμενο ποσό συμφώνα με το νόμο σε κάποιο πελάτη της, για την πληρωμή των υποχρεώσεων του σε κάποια επιχείρηση, η οποία με τη σειρά της καταθέτει το πόσο αυτό σε άλλη τράπεζα Β. Εφόσον το ποσοστό των υποχρεωτικών δεσμεύσεων είναι 10%, το ποσό με τη σειρά που μπορεί να δανείσει η Τράπεζα Α είναι 10.000 (1-10%)= 9.000. Τα υπόλοιπα 10.000-9.000 = 1.000 αποτελούν το ποσό των δεσμεύσεων που είναι υποχρεωμένη η Τράπεζα Α να παρακρατήσει. Απεικονίζοντας τις αλλαγές αυτές στο Τ έχουμε: ΤΡΑΠΕΖΑ Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ Διαθέσιμα + 1.000 Δάνεια + 9.000 ΠΑΘΗΤΙΚΟ ΚατσθέπείΓ Πελατών + 10.000 ΣΥΝΟΛΟ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟΥ 10.000 ΣΥΝΟΛΟ ΠΑΘΗΤΙΚΟΥ 10.000 Από τη πλευρά της Τράπεζας Β γίνονται οι εξής αλλαγές: Αυξάνεται το παθητικό της κατά 9.000 λόγω αύξησης των καταθέσεων της επιχείρησης. Παράλληλα, αυξάνεται ισόποσα και το ενεργητικό της και συγκεκριμένα τα διαθέσιμό της. ΤΡΑΠΕΖΑ Β ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ ΠΑΘΗΤΙΚΟ Διαθέσιμα + 9.000 Καταθέσεις Πελατών + 9.000 ΣΥΝΟΛΟ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟΥ 9.000 ΣΥΝΟΛΟ ΠΑΘΗΤΙΚΟΥ 9.000 21

Η Τράπεζα Β τώρα δανείζει με τη σειρά της σε ένα πελάτη της το επιτρεπόμενο ποσό 8.100 10 προκειμένου ο ίδιος να αποπληρώσει τις υποχρεώσεις του σε μία επιχείρηση. Το υπόλοιπο ποσό των 900 παραμένει στην Τράπεζα Β ως διαθέσιμα και απεικονίζεται ως εξής: ΤΡΑΠΕΖΑ Β ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ Διαθέσιμα + 900 Δάνεια + 8.100 ΣΥΝΟΛΟ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟΥ 9.000 ΠΑΘΗΤΙΚΟ Καταθέσειτ Πελατών + 9.000 ΣΥΝΟΛΟ 9.000 ΠΑΘΗΤΙΚΟΥ Η επιχείρηση με τη σειρά της καταθέτει το ποσό αυτό στην Τράπεζα Γ. Η Τράπεζα Γ τώρα βρίσκεται να έχει καταθέσεις ύφους 8.100. ΤΡΑΠΕΖΑ Γ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ ΠΑΘΗΤΙΚΟ Διαθέσιμα + 8.100 Καταθέσεις Πελατών + 8.100 ΣΥΝΟΛΟ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟΥ 8.100 ΣΥΝΟΛΟ ΠΑΘΗΤΙΚΟΥ 8.100 Αν αποφασίσει η ίδια να δώσει χορηγήσει ένα νέο δάνειο το επιτρεπόμενο ποσό που μπορεί να διαθέσει είναι 8.100 (1-10%)= 7.290. Το ποσό που πρέπει να παρακρατήσει είναι 8.100-7.290 = 810. Συνεπώς ο ισολογισμός της θα έχει τώρα την εξής εικόνα: 10 αφαιρώντας δηλαδή τις υποχρεωτικές δεσμεύσεις: 9.000-9000(1-10%)= 8.100 22

ΤΡΑΠΕΖΑ Γ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ Διαθέσιμα + 810 Δάνεια + 7.290 ΣΥΝΟΛΟ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟΥ 8.100 ΠΑΘΗΤΙΚΟ Καταθέσεκ: Πελατών + 8.100 ΣΥΝΟΛΟ 8.100 ΠΑΘΗΤΙΚΟΥ Θα παρατηρήσουμε σε αυτό το σημείο, ότι το σύνολο των καταθέσεων που έχουν δημιουργηθεί και στις τρεις τράπεζες Α, Β και Γ κατά τη διάρκεια της παραπάνω διαδικασίας ανέρχεται σε: 10.000 + 9.000 + 8.100 = 27.100. Έτσι ενώ είχαμε μια αρχική κατάθεση 10.000, τώρα έχουν δημιουργηθεί καταθέσεις συνολικού ύφους 27.100, από τις συναλλαγές του τραπεζικού συστήματος. Το ερώτημα εδώ είναι πως μπορούμε να προσδιορίζουμε την ποσότητα του πρόσθετου ή δευτερογενούς χρήματος που παράγουν οι εμπορικές τράπεζες. Η απάντηση θα δοθεί μέσω του «τραπεζικού πολλαπλασιαστή». 2.5 Τραπεζικός Πολλαπλασιαστής ως μέτρο υπολογισμού του πρόσθετου χρήματος που δημιουργείται από το τραπεζικό σύστημα Ο τραπεζικός πολλαπλασιαστής είναι το ποσό των χρημάτων που δημιουργεί το τραπεζικό σύστημα για κάθε μονάδα χρήματος της αρχικής κατάθεσης και ισούται με το λόγο της μονάδας προς το ποσοστό των ρευστών διαθεσίμων. Δηλαδή ο πολλαπλασιαστής τραπεζικού χρήματος ισούται με τον αντίστροφο του υποχρεωτικού ρευστών διαθεσίμων και δείχνει την πολλαπλασιαστική επίδραση που ασκείται, από τη μεταβολή του πρωτογενούς χρήματος που αποκτά η τράπεζα, πάνω στο δευτερογενές χρήμα που δημιουργεί. Για παράδειγμα, εάν έχουμε μια αρχική κατάθεση (Κ0) τότε οι πρόσθετες καταθέσεις όφεως (δηλαδή το πρόσθετο ή δευτερογενές ή τραπεζικό ή λογιστικό χρήμα) που θα μπορούν να παράγουν οι εμπορικές τράπεζες θα είναι: Πρόσθετες καταθέσεις(πκ)= Κ0( 1) /? (1). Το κλάσμα 1 ονομάζεται «Τραπεζικός Πολλαπλασιαστής» και το θείναι ο λόγος ή το ποσοστό των υποχρεωτικών ρευστών 23

διαθεσίμων. Είναι προφανές πως όσο πιο μικρό είναι το ίτυόσο πιο μεγάλος είναι ο τραπεζικός πολλαπλασιαστής. Είναι φανερό, ότι η σχέση μεταξύ του τραπεζικού πολλαπλασιαστή και των υποχρεωτικών ρευστών διαθεσίμων είναι αντίρροπη. Δηλαδή, η συνάρτηση που προκύπτει είναι: ά(πκ)/άβ<0 (2) και αν η σχέση (1) επαναδιατυπωθεί ως ΠΚ= -Κ0 +Κ0* ίμ, η παραγώγισή της μας δίνει ό(πκ)/άβ= -Κ0 *1/Ρί2 (3). Επειδή και το Κ0 και το ίίείναι θετικοί αριθμοί η σχέση (3) δηλαδή η (2) είναι πράγματι, αρνητική. 2.6 Νομισματική βάση Ως νομισματική βάση ορίζουμε το σύνολο των ρευστών διαθεσίμων, δηλαδή τα τραπεζογραμμάτια και τα κέρματα τα οποία βρίσκονται στην κατοχή του ιδιωτικού τομέα της οικονομίας. Στον ιδιωτικό τομέα περιλαμβάνουμετα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις και κατά συνέπεια όλες τις εμπορικές τράπεζες. Η νομισματική βάση μπορεί να εκφραστεί από τη σχέση : Β= Ορ + (Ιό (1)όπου: -ϋι: Τα ρευστά διαθέσιμα (ιδιωτικού τομέα) στα θησαυροφυλάκια των εμπορικών τραπεζών. - Ορ: Όσα βρίσκονται στη κατοχή των νοικοκυριών και των λοιπών επιχειρήσεων του ιδιωτικού τομέα. Η συνολική αυτή ποσότητα των ρευστών διαθεσίμωνωρ και (Ιό εκφράζουν τις χρηματικές υποχρεώσεις της Κεντρικής Τράπεζας. Βέβαια αυτός ο τύπος θα μπορούσε να γίνει ευρύτερος με την πρόσθεση των καταθέσεων των εμπορικών τραπεζών. Ίσως να είναι εθελοντικές εκ μέρους των εμπορικών τραπεζών ή υποχρεωτικές στα πλαίσια της εφαρμοσμένης νομισματικής πολιτικής εκ μέρους της Κεντρικής Τράπεζας. Β=ερ + (Ζό + (Ί (2) Ας χρησιμοποιήσουμε τώρα τον παραδοσιακό ορισμό της προσφοράς χρήματος που συμβολίζουμε με Μ Ι και εκφράζει ότι η προσφορά χρήματος ορίζεται ως το σύνολο των ρευστών διαθεσίμωνωρ που βρίσκονται στα χέρια του κοινού και το σύνολο των καταθέσεων όφεως Ω, που έχουν τη δυνατότητα να δημιουργούν οι εμπορικές τράπεζες με βάση τα ρευστά διαθέσιμα Οό, τα οποία διατηρούν στα θησαυροφυλάκια τους. Επομένωςέχουμε: Μ1= ρ + Ω (3). Να σημειωθεί ότι οι καταθέσεις όφεως Ωπου δημιουργούν οι εμπορικές 24

τράπεζες με βάση τα ρευστά τους διαθέσιμα (Ιό αποτελούν λογιστικό χρήμα το οποίο διακινείται με τα μπλοκ που δίνουν οι τράπεζες στους πελάτες τους. Υπάρχει βέβαια, μια δεδομένη πολλαπλάσια σχέση μεταξύ των καταθέσεων όψεως ϋ που έχουν τη δυνατότητα να δημιουργούν οι τράπεζες και των ρευστών διαθεσίμων (Ιό που κατέχουν. Η σχέση αυτή καθορίζεται από τη Κεντρική Τράπεζα και εκφράζεται με τη σ χ έ σ η ν θό / = (Ζό (4), όπου θο λόγος ρευστών διαθεσίμων προς καταθέσεις όψεως. Αν πάλι υποθέσουμε ότι στη σχέση υπάρχει μια σταθερή αναλογία μεταξύ των θρ και 0 την οποία τα νοικοκυριά και οι επιχειρήσεις επιθυμούν να έχουν δηλαδή: α= Cp / ϋ (5) τότε μπορούμε να αναπτύξουμε και μια μεθοδολογία, η οποία θα εκφράζει τη συνολική προσφορά χρήματος Μ Ι ως συνάρτηση της νομισματικής βάσης Β. Αν ωστόσο διαιρέσουμε : Μ Ι Ορ+ρ^ Μ Ι α* Ρ + Ρ θ(σ + ΐ) α + 1 β ~ ερ + εό Β ~α*0 + /?*0~ θ(σ + /?) _ α + /? Αν συμβολίσουμε με γπ - + * τον πολλαπλασιαστή της νομισματικής βάσης τότε σ + β έχουμε τη σχέση: Μ1= γπ * Β (6) Η σχέση (6) δηλώνει ότι η προσφορά χρήματος Μ Ι είναι ένα πολλαπλάσιο γπ της νομισματικής βάσης Β. Αυτή η σχέση, σύμφωνα με πολλούς οικονομολόγους παρέχει τη δυνατότητα ελέγχου της προσφοράς χρήματος Μ Ι από τις νομισματικές αρχές με τον έλεγχο και τη χρησιμοποίηση της νομισματικής βάσης Β. Ουσιαστικά η σχέση δηλώνει μια μέθοδο προσδιορισμού της συνολικής προσφοράς χρήματος, η οποία εξαρτάται από τους εξής παράγοντες: Από το σταθερό ποσοστό β το οποίο είναι υποχρεωμένες οι τράπεζες να διατηρούν σε μορφή ρευστών διαθεσίμων σε σχέση με την πιστωτική επέκταση των καταθέσεων όφεως ϋ, που έχουν τη δυνατότητα να αναπτύξουν. Από τη σταθερή αναλογία α την οποία ο ιδιωτικός τομέας θέλει να διατηρεί μεταξύ ρευστών διαθεσίμων ερ και καταθέσεων όψεως 0. Από τη νομισματική βάση Β. Αυτή η μέθοδος προσδιορισμού της συνολικής προσφοράς χρήματος, ως συνάρτηση της νομισματικής βάσης, στηρίζεται 25

στην υπόθεση ότι το θ και το α εκφράζουν σταθερούς λόγους μεταξύ ρευστών διαθεσίμων (Ιό και Ορ αντίστοιχα και του ύψους των τραπεζικών καταθέσεων ϋ. Αν μεταβάλλεται η οικονομική συμπεριφορά που αντανακλούν το θ και το α τότε μεταβάλλονται και οι αναλογίες, άρα θα μειώνεται και η ικανότητα ελέγχου συνολικής προσφοράς χρήματος από τις νομισματικές αρχές μέσω της Κεντρικής Τράπεζας. Σημαντική έννοια επίσης, αποτελεί και η έννοια της νομισματικής θεωρίας, με το οποίο δηλώνουμε όλα τα ρευστά διαθέσιμα, τραπεζογραμμάτια και κέρματα, τα οποία βρίσκονται στην κατοχή των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων εξαιρούμενων των εμπορικών τραπεζών. Δηλαδή είναι η ποσότητα χρήματος Cp που αναλύσαμε παραπάνω. Παοάνοντες που επηρεάζουν τις σταθερές αναλογίες R και α: Επίπεδο πραγματικού εθνικού εισοδήματος : Όσο αυξάνεται το πραγματικό εθνικό εισόδημα (οικονομική ανάπτυξη), τόσο μεγαλύτερη ανάγκη υπάρχει για τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις να διατηρούν μεγαλύτερη ποσότητα ρευστών διαθεσίμων. Από τη πλευρά τους και οι τράπεζες παρέχουν περισσότερα δάνεια στους επιχειρηματίες μεταβάλλοντας τις καταθέσεις όψεως. Το ύψος του επιτοκίου : Όσο υψηλότερο το επιτόκιο που προσφέρουν οι τράπεζες στις καταθέσεις πελατών τους τόσο μεγαλύτερο είναι και το κίνητρο των ατόμων να παρακρατούν λιγότερα ρευστά διαθέσιμα. Οι αποδόσεις των στοιχείων ενεργητικού των τραπεζών: Κάθε τράπεζα μεγιστοποιεί τα κέρδη της (ceteris paribus), όταν τα στοιχεία του ενεργητικού της έχουν κατανεμηθεί με τρόπο που να αποφέρουν την ίδια οριακή αποδοτικότητα η οποία έχει προσαρμοστεί ανάλογα με τον κίνδυνο που συνεπάγεται η τοποθέτηση κάθε περιουσιακού στοιχείου της τράπεζας. Άλλοι παράγοντες: Εκτός από τις οικονομικές μεταβλητές όπως το επιτόκιο και το εισόδημα υπάρχουν και η επέκταση πιστωτικών καρτών από το τραπεζικό σύστημα, η πληρωμή μισθών και ημερομισθίων με το σύστημα 26

των επιταγών και η αβεβαιότητα για οικονομική και πολιτική σταθερότητα, τα οποία επηρεάζουν την αναλογία α που εκφράζει την επιθυμητή σχέση που επιθυμούν να διατηρούν μεταξύ των ρευστών διαθεσίμων Cp και των καταθέσεων όφεως D. 2.7 Ο βαθμός Ρευστότητας των διάφορων μορφών χρήματος και η προσφορά χρήματος Σχετικά με την έννοια του χρήματος συνοπτικά μπορούμε να πούμε ότι οι κατηγορίες μέτρησης και προσφοράς του ταξινομούνται βάσει της ρευστότητας των στοιχείων που περιλαμβάνονται στην κάθε κατηγορία. Η ρευστότητα είναι συνάρτηση του βαθμού ανάπτυξης των ίδιων των αγορών. Κατά συνέπεια σε διαφορετικές οικονομίες οι κατηγορίες ταξινόμησης περιλαμβάνουν διαφορετικά στοιχεία. Γενικά οι κατηγορίες του χρήματος συμβολίζονται με τους εξής δείκτες: MO, ΜΙ, Μ2, Μ3, Μ5, κ.ο.κ.. Στην Ελλάδα η προσφορά του χρήματος ορίζεται με τους εξής δείκτες: Μ0= κέρματα + χαρτονομίσματα (νομισματική κυκλοφορία) Ml= MO + καταθέσεις όφεως ιδιωτών -Οι καταθέσεις όφεως αφορούν τις καταθέσεις ιδιωτών και φυσικών προσώπων που απολαμβάνουν ένα χαμηλό επιτόκιο, έναντι των οποίων εκδίδονται επιταγές. Οι καταθέσεις ιδιωτών της ίδιας μορφής και με την ίδια λειτουργία ονομάζονται τρεχούμενοι11. Μ3= Μ Ι + καταθέσεις ταμιευτηρίου σε ευρώ, repos + τραπεζικά ομόλογα -Οι καταθέσεις ταμιευτηρίου σε ευρώ, αφορούν τις τοκοφόρες καταθέσεις με δυνατότητα άμεσης ανάληψης μέσω ΑΤΜή βιβλιαρίου ταμιευτηρίου. -Οι συμφωνίες επαναφοράς τίτλων (repos), αφορούν μια έμμεση χορήγηση ρευστότητας σε κάποιο τραπεζικό σύστημα. Η τράπεζα πωλεί χρεόγραφα (έντοκα γραμμάτια, ομόλογα), που έχει στο χαρτοφυλάκιο της σε ιδιώτες με την υποχρέωση της επαναγοράς εντός του συμφωνηθέντος χρονικού διαστήματος. Το επιτόκιο των χρεογράφων είναι υψηλότερο από τα αντίστοιχα επιτόκια της αγοράς και έτσι ο ιδιώτης απολαμβάνει υψηλότερο 11 Κων/νος I Καρφάκης, Κώστας I Μελάς, Θεοφάνης Ε Μπένος Αρχές Νομισματικής Θεωρίας και Πολιτικής Εκδόσεις Μπένου 2000, σελ. 39-40 27

επιτόκιο ενώ παράλληλα η τράπεζα αποκτά ρευστότητα για την κάλυψη των αναγκών της, συγκριτικά με μικρότερο κόστος από αυτό που θα κατέβαλε αν απευθυνόταν στην αγορά. -Τα τραπεζικά ομόλογα αφορούν ομόλογα τα οποία εκδίδουν τα τραπεζικά ιδρύματα. Μπορεί να γίνει ανάληψη στη λήξη της συμφωνημένης περιόδου12. Μ3Ν= Μ3 + καταθέσεις κατοίκων σε συνάλλαγμα + μερίδια αμοιβαίων κεφαλαίων διαχείρισης διαθέσιμων -Τα μερίδια αμοιβαίων κεφαλαίων διαχείρισης διαθεσίμων εκδίδονται για μεγάλα ποσά και έχουν περίοδο λήξης που κυμαίνεται από έναν έως έξι μήνες. Μπορούν να εξαργυρωθούν πριν από τη λήξη τους σχετικά εύκολα στη δευτερογενή αγορά. Μ4= Μ3 + τίτλοι του ελληνικού δημοσίου διάρκειας έως ένα έτος Μ4Ν= Μ3Ν + τίτλοι του ελληνικού δημοσίου διάρκειας έως ένα έτος. Παλιότερα υπήρχε και ο δείκτης Μ2 που περιελάμβανε και τις καταθέσεις ταμιευτηρίου (καταργήθηκε κατά τη δεκαετία του '80). Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα χρησιμοποιεί ως κύριο εργαλείο της νομισματικής πολιτικής το δείκτη Μ3, δηλαδή το δείκτη της ποσότητας χρήματος με ευρεία έννοια η οποία έχει υιοθετηθεί ως το νομισματικό μέγεθος αναφοράς. Παράλληλα έχει διαμορφώσει και δυο άλλα μεγέθη, ένα στενό μέγεθος, το Μ Ι και ένα μεσαίο, το Μ2. Η ποσότητα χρήματος με τη στενή έννοια (ΜΙ) περιλαμβάνει τα χαρτονομίσματα και τα κέρματα πλέον των υπολοίπων των λογαριασμών που μπορούν είτε άμεσα να μετατραπούν σε νόμισμα είτε να χρησιμοποιηθούν σε πληρωμές χωρίς τη χρήση μετρητών όπως οι καταθέσεις της μιας ημέρας. Το μεσαίο νομισματικό μέγεθος (Μ2) περιλαμβάνει το Μ Ι και τις καταθέσεις προθεσμίας μέχρι δυο ετών καθώς και τις καταθέσεις υπό προειδοποίηση μέχρι τριών μηνών. Η ποσότητα χρήματος με την ευρεία έννοια (Μ3) αποτελείται από το Μ2 και τα 12 Κων/νος I Καρφάκης, Κώστας I Μελάς Θεοφάνης Ε Μπένος Αρχές Νομισματικής Θεωρίας και Πολίτικης Εκδόσεις Μπένου 2000, σελ. 39-41 28

εμπορεύσιμα χρηματοπιστωτικά όπως τα μερίδια αμοιβαίων κεφαλαίων και τα μέσα χρηματαγοράς, όπως τα repos. Συνοπτικά οι κύριοι δείκτες της προσφοράς χρήματος που χρησιμοποιούνται στην Ευρωπαϊκή Ένωση είναι: Μ Ι = νομισματική κυκλοφορία + καταθέσεις μιας μέρας M2 = Μ Ι + καταθέσεις προθεσμίας έως 2 ετών + καταθέσεις υπό προειδοποίηση διάρκειας έως 3 μηνών M3 = M2 + συμφωνίες repos + μερίδια αμοιβαίων κεφαλαίων χρηματαγοράς και τίτλοι χρηματαγοράς + χρεόγραφα διάρκειας έως 2 ετών. Για την παρακολούθηση των μεγεθών αυτών η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα χρησιμοποιεί τον κινητό μέσο τριών μηνών και την ταχύτητα κυκλοφορίας του χρήματος (velocity), δηλαδή του M3. 2.8 Η Προσφορά χρήματος στην Ελλάδα για το διάστημα 2008-2010 Σύμφωνα με τους πίνακες που ακολουθούν, παρατηρούμε ότι ο ετήσιος ρυθμός μεταβολής του νομισματικού μεγέθους M3 σημείωσε άνοδο τα δύο πρώτα τρίμηνα του 2008 (α' τρίμηνο 2008:15,2%, β' τρίμηνο 2008:16,2%), ενώ σημείωσε πτώση τα επόμενα δύο τρίμηνα (γ' & δ' τρίμηνο 2008: 15% & 14,4% αντίστοιχα). Αυτό οφείλεται στην αύξηση των βραχυπρόθεσμων επιτοκίων καταθέσεων και στις αρνητικές αποδόσεις του συνόλου των αμοιβαίων κεφαλαίων. Αυτό ενίσχυσε τις προτιμήσεις των επενδυτών για τοποθετήσεις που παρέχουν μεγαλύτερο βαθμό ασφάλειας και ρευστότητας με την προσδοκία υψηλότερων αποδόσεων. Ταυτόχρονα συνέβαλε στη μετατόπιση κεφαλαίων από στοιχεία εκτός M3 προς τοποθετήσεις που περιλαμβάνονται στο M3 (ιδίως καταθέσεις προθεσμίας με διάρκεια έως δύο έτη). Η πτωτική πορεία του ρυθμού μεταβολής του M3 που είχε αρχίσει από το δ' τρίμηνο του 2008 (14,4%) συνεχίστηκε και το επόμενο έτος και έφτασε σε χαμηλότερο επίπεδο της τάξης του 4,8% το δ' τρίμηνο 2009. Η υποχώρηση του ρυθμού ανόδου του M3 στην Ελλάδα συνδέεται κυρίως με την εξασθένηση της οικονομικής δραστηριότητας και την έντονη επιβράδυνση της συνολικής πιστωτικής επέκτασης. Σε μικρότερο βαθμό σχετίζεται με τη μείωση των επιτοκίων των 29

βραχυπρόθεσμων καταθέσεων, η οποία κατέστησε τις τοποθετήσεις σε στοιχεία εντός του Μ3 λιγότερο ελκυστικές και συνέβαλε στη μετατόπιση αποταμιευτικών διαθεσίμων από στοιχεία του Μ3 (ιδίως από τις καταθέσεις προθεσμίας με διάρκεια έως δύο έτη) προς στοιχεία εκτός του Μ3. Παράδειγμα αυτής η μείωση των καταθέσεων προθεσμίας έως 2ετών από το 39,1% το δ' τρίμηνο του 2008 σε 2,7% το αντίστοιχο τρίμηνο του 2009. Η υποχώρηση του ρυθμού κατά τους τελευταίους μήνες του έτους ενδεχομένως συνδέεται επίσης με τη μετατόπιση αποταμιευτικών κεφαλαίων προς το εξωτερικό. Από τις υπόλοιπες συνιστώσες του Μ3, τόσο οι τοποθετήσεις σε repos όσο και οι τοποθετήσεις σε μερίδια αμοιβαίων κεφαλαίων διαθεσίμων συνέχισαν να μειώνονται μέχρι και το τέλος του έτους 2009. Το έτος 2010 δεν έδειξε σημάδια βελτίωσης στην οικονομία και συγκεκριμένα στο δείκτη Μ3 καθώς παρατηρείται συνεχόμενη μείωση του ρυθμού μεταβολής του με σταδιακά επιταχυνόμενο ρυθμό φτάνοντας τελικά στη μείωση του κατά 12,5% το Δεκέμβριο του 2010. Η όλη καθοδική πορεία του δείκτη αποτυπώνει την κατάσταση που επικρατεί στη χώρα με τους αποταμιευτές να είναι αβέβαιοι για επενδύσεις αποσύροντας αποταμιευτικούς πόρους από καταθέσεις προθεσμίας, καταθέσεις διάρκειας μιας μέρας καθώς και από άλλα στοιχεία που συνθέτουν το Μ3. 30

Πίνακας 1: ετήσιες εκατοστιαίες μεταβολές για το τρέχον έτος 2008 31.12.07 (εκατ. ευρώ) Ετήσιες εκατοστιαίες μεταβολές Υπόλοιπα 2008 31.12.08 (εκατ. ευρώ) α' τρίμ.2 β' τρίμ.2 V' τρίμ.2 δ' τρίμ.2 1. Καταθέσεις μίας ημέρας 98.836,50 90.798,90-2,80-4,40-6,30-7,00-8,40 1.1'Οψεως και τρεχούμενοι λογαριασμοί 28.210,00 25.916,30 6,20 2,60-1,30-3,60-8,30 1.2 Απλού ταμιευτηρίου 70.626,50 64.882,60-5,80-6,80-8,10-7,90-8,40 2. Καταθέσεις προθεσμίας έως 2 ετών 97.547,20 137.639,10 42,10 43,00 38,30 39,10 37,10 3. Καταθέσεις υπό προειδοποίηση έως 3 μηνών4 2.261,60 1.883,00-20,00-18,00-22,90-24,10-23,20 Δεκ.3 4. Σύνολο καταθέσεων (1+2+3) 198.645,30 230.321,00 16,00 16,20 14,30 15,30 13,80 5. Συμφωνίες επαναγοράς (repos) 704,30 377,40-55,70-50,90-39,30-11,40-46,20 6. Μερίδια αμοιβαίων κεφαλαίων διαθεσίμων 7.917,90 2.263,60 28,10 9,30-11,20-58,80-71,40 7. Χρεόγραφα διάρκειας έως 2 ετών5-1.587,30 2.126,10 - - - - - 8. Μ3 χωρίς το νόμισμα σε κυκλοφορία (4+5+6+7) 205.680,20 235.088,10 15,20 16,20 15,00 14,40 12,30 Πηγές: Τράπεζα της Ελλάδος και ΕΚΤ. 1 Ετήσιοι ρυθμοί μεταβολής του αντίστοιχου δείκτη. Κάθε δείκτης καταρτίζεται με βάση το υπόλοιπο του σχετικού νομισματικού μεγέθους το Δεκέμβριο του 2001 και τις σωρευμένες μηνιαίες ροές, διορθωμένες για διακυμάνσεις συναλλαγματικών ισοτιμιών, σφάλματα ταξινόμησης κ.ά. 2 Μέσοι όροι τριμήνου, οι οποίοι προκύπτουν από τους αριθμητικούς μέσους ετήσιους ρυθμούς για κάθε μήνα και όχι από τους ρυθμούς στο τέλος του μήνος. Ο μέσος ετήσιος ρυθμός για κάθε μήνα υπολογίζεται ως ο μέσος όρος του ρυθμού στο τέλος του μηνός αναφοράς και στο τέλος του μηνός που προηγείται του μηνός αναφοράς ( βλ. τις Τεχνικές σημειώσεις στο τμήμα Στατιστικά στοιχεία για τη ζώνη του ευρώ του Μηνιαίου Δελτίου της ΕΚΤ). 3 Ετήσιοι ρυθμοί μεταβολής με βάση το σχετικό δείκτη στο τέλος του μηνός. 4 Περιλαμβάνονται και καταθέσεις ταμιευτηρίου σε λοιπά νομίσματα (εκτός ευρώ). 5 Το μέγεθος αυτό υπολογίζεται σε ενοποιημένη βάση με τις άλλες χώρες της ζώνης του ευρώ. Επομένως από τα χρεόγραφα διάρκειας έως δύο ετών που έχουν εκδοθεί από τα εγχώρια ΝΧΙ στην Ελλάδα, αφαιρούνται οι τοποθετήσεις τους σε χρεόγραφα έως δύο ετών που εκδίδονται από τα ΝΧΙ της ζώνης του ευρώ. 31

Πίνακας 2: ετήσιες εκατοστιαίες μεταβολές για το τρέχον έτος 2009 31.12.09 (εκατ. ευρώ) 1. Καταθέσεις μίας ημέρας 100.503,00 1.1'Οψεως και τρεχούμενοι λογαριασμοί 28.653,00 Υπόλοιπα 2009 31.12.10 (εκατ. ευρώ) α' τρίμ.2 Ετήσιες εκατοστιαίες μεταβολές β' τρίμ.2 V' τρίμ.2 δ' τρίμ.2 Δεκ.3 90.831,00-5,90 0,50 7,00 11,40 13,90 26.977,00-3,90 3,20 12,50 15,70 19,80 1.2 Απλού ταμιευτηρίου 71.850,00 63.854,00-6,30-0,30 5,10 9,50 11,50 2. Καταθέσεις προθεσμίας έως 2 ετών 130.888,00 117.624,00 31,50 21,50 11,50 2,70-2,40 3. Καταθέσεις υπό προειδοποίηση έως 3 μηνών4 3.214,00 3.015,00-15,30 7,60 39,40 64,20 69,90 4. Σύνολο καταθέσεων (1+2+3) 234.605,00 211.470,00 13,40 12,00 9,80 6,60 4,60 5. Συμφωνίες επαναγοράς (repos) 174,00 87,00-55,30-53,20-55,10-67,10-50,00 6. Μερίδια αμοιβαίων κεφαλαίων διαθεσίμων 1.500,00 935,00-75,30-79,70-75,20-44,80-32,10 7. Χρεόγραφα διάρκειας έως 2 ετών5-75,00 6,00 - - - - - 8. Μ3 χωρίς το νόμισμα σε κυκλοφορία (4+5+Θ+7) 236.204,00 212.498,00 11,20 9,20 6,70 4,80 3,20 Πηγές: Τράπεζα της Ελλάδος καιεκτ. 1 Ετήσιοι ρυθμοί μεταβολής του αντίστοιχου δείκτη. Κάθε δείκτης καταρτίζεται με βάση το υπόλοιπο του σχετικού νομισματικού μεγέθους το Δεκέμβριο του 2001 και τις σωρευμένες μηνιαίες ροές, διορθωμένες για διακυμάνσεις συναλλαγματικών ισοτιμιών, σφάλματα ταξινόμησης κ.ά. 2 Μέσοι όροι τριμήνου, οι οποίοι προκύπτουν από τους αριθμητικούς μέσους ετήσιους ρυθμούς για κάθε μήνα και όχι από τους ρυθμούς στο τέλος του μήνος. Ο μέσος ετήσιος ρυθμός για κάθε μήνα υπολογίζεται ως ο μέσος όρος του ρυθμού στο τέλος του μηνός αναφοράς και στο τέλος του μηνός που προηγείται του μηνάς αναφοράς ( βλ. τις "Τεχνικές σημειώσεις" στο τμήμα "Στατιστικά στοιχεία για τη ζώνη του ευρώ" του Μηνιαίου Δελτίου της ΕΚΤ). 3 Ετήσιοι ρυθμοί μεταβολής με βάση το σχετικό δείκτη στο τέλος του μηνός. 4 Περιλαμβάνονται και καταθέσεις ταμιευτηρίου σε λοιπά νομίσματα (εκτός ευρώ). 5 Το μέγεθος αυτό υπολογίζεται σε ενοποιημένη βάση με τις άλλες χώρες της ζώνης του ευρώ. Επομένως από τα χρεόγραφα διάρκειας έως δύο ετών που έχουν εκδοθεί από τα εγχώρια ΝΧΙ στην Ελλάδα, αφαιρούνται οι τοποθετήσεις τους σε χρεόγραφα έως δύο ετών που εκδίδονται από τα ΝΧΙ της ζώνης του ευρώ. 32

Πίνακας 3: ετήσιες εκατοστιαίες μεταβολές για το τρέχον έτος 2010 31.12.09 (εκατ. ευρώ) Υπόλοιπα 2010 31.12.10 (εκατ. ευρώ) α' τρίμ.2 β' τρίμ.2 V' τρίμ.2 δ' τρίμ.2 Καταθέσεις μίαςημέρας 100.503,00 90.831,00 13,40 4,20-4,10-8,00-11,90 1.1'Οψεως και 26.977,00 14,40 3,70-4,70-7,60-13,10 εχούμενοιλογαριασμοί 28.653,00 1.2 Απλού ταμιευτηρίου 71.850,00 63.854,00 12,80 4,50-3,70-8,10-11,40 Καταθέσεις προθεσμίας έως ετών 130.888,00 117.624,00-7,30-13,60-15,00-13,80-12,80 Καταθέσεις υπό )οειδοποίηση έως 3 μηνών4 3.214,00 3.015,00 56,90 14,90 5,30-7,00-9,60 Σύνολο καταθέσεων (1+2+3) 234.605,00 211.470,00 1,20-6,30-10,30-11,30-12,40 Συμφωνίες επαναγοράς epos) 174,00 87,00-39,60-51,40-50,10-48,90-54,30 Μερίδια αμοιβαίων φαλαίων διαθεσίμων 1.500,00 935,00-27,70-33,80-46,30-45,80-39,20 Χρεόγραφα διάρκειας έως 2 :ών5-75,00 6,00 - - - - - M3 χωρίς το νόμισμα σε κλοφορία (4+5+6+7) 236.204,00 212.498,00 0,10-7,30-11,10-11,80-12,50 ηγές: Τράπεζα της Ελλάδος u ΕΚΤ. Ετήσιοι ρυθμοί μεταβολής του αντίστοιχου δείκτη. Κάθε δείκτης καταρτίζεται με βάση το υπόλοιπο του σχετικού )μισματικού μεγέθους το Δεκέμβριο του 2001 και τις σωρευμένες μηνιαίες ροές, διορθωμένες για διακυμάνσεις.ιναλλαγματικών ισοτιμιών, σφάλματα ταξινόμησης κ.ά. Δεκ.3 Μέσοι όροι τριμήνου, οι οποίοι προκύπτουν από τους αριθμητικούς μέσους ετήσιους ρυθμούς για κάθε μήνα και <ι από τους ρυθμούς στο τέλος του μήνος. Ο μέσος ετήσιος ρυθμός για κάθε μήνα υπολογίζεται ως ο μέσος όρος >υ ρυθμού στο τέλος του μηνάς αναφοράς και στο τέλος του μηνάς που προηγείται του μηνός αναφοράς ( βλ. τις Τεχνικές σημειώσεις" στο τμήμα "Στατιστικά στοιχεία για τη ζώνη του ευρώ" του Μηνιαίου Δελτίου της ΕΚΤ). Ετήσιοι ρυθμοί μεταβολής με βάση το σχετικό δείκτη στο τέλος του μηνός. Περιλαμβάνονται και καταθέσεις ταμιευτηρίου σε λοιπά νομίσματα (εκτός ευρώ). Το μέγεθος αυτό υπολογίζεται σε ενοποιημένη βάση με τις άλλες χώρες της ζώνης του ευρώ. Επομένως από τα ιιεόγραφα διάρκειας έως δύο ετών που έχουν εκδοθεί από τα εγχώρια ΝΧΙ στην Ελλάδα, αφαιρούνται οι πιοθετήσεις τους σε χρεόγραφα έως δύο ετών που εκδίδονται από τα ΝΧΙ της ζώνης του ευρώ. 33

Κεφάλαιο 3 Το χρηματοπιστωτικό Σύστημα και οι Χρηματοπιστωτικές Αγορές 3.1. Το χρηματοπιστωτικό σύστημα Το χρηματοπιστωτικό σύστημα μιας οικονομίας αποτελείται από το σύνολο των θεσμών, οργανισμών και αγορών που λειτουργούν ως διαμεσολαβητές μεταξύ των πλεονασματικών και ελλειμματικών οικονομικών μονάδων. Η διαμεσολάβηση συνίσταται αφ' ενός μεν στη συγκέντρωση των αποταμιεύσεων από τις πλεονασματικές μονάδες και αφ' ετέρου στην εξυπηρέτηση των χρηματοδοτικών αναγκών των ελλειμματικών. Οι υπηρεσίες που προσφέρουν αυτοί οι ενδιάμεσοι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί μαζί με τις αντίστοιχες αγορές στο οικονομικό σύστημα, αφορούν τόσο στη δυνατότητα προσέλκυσης των αποταμιευτικών κεφαλαίων, ώστε να επιτυγχάνεται η συγκέντρωση επαρκών αποταμιευτικών πόρων, όσο και στην ικανότητα μετασχηματισμού των συγκεντρωθέντων κεφαλαίων, έτσι ώστε να εξυπηρετούνται οι χρηματοδοτικές ανάγκες του ιδιωτικού και του δημόσιου τομέα. 3.1.1. Οι λειτουργίες των Χρηματοπιστωτικών μεσολαβητών13 Ως σύνολο οι «Χρηματοπιστωτικοί μεσολαβητές» εκτελούν μια σειρά από λειτουργίες που μπορούν να συνοφισθούν στις εξής δραστηριότητες: 1) Στην προσέλκυση και διοχέτευση χρηματικών κεφαλαίων: Οι χρηματοπιστωτικοί μεσολαβητές παρέχουν ειδικευμένες υπηρεσίες για: Τον αποδοτικότερο τρόπο τοποθέτησης διαθέσιμων χρηματοδοτικών κεφαλαίων από τους προσφέροντες χρηματικών κεφαλαίων και Τον αποδοτικότερο (οικονομικότερο) τρόπο εξεύρεσης χρηματικών κεφαλαίων από τους ζητούντες χρηματικά κεφάλαια. 13Δημ. Ζαχαρώδης Σούρας, Χρήμα Πίστη Τράπεζες, Εκδόσεις Αθ. Σταμούλη, Αθήνα 2002, σελ. 66-67 34

2) Στο μετασχηματισμό βραχυχρόνιων τοποθετήσεων σε μακροχρόνιες χορηγήσεις: Μολονότι πολλά άτομα ή επιχειρήσεις είναι έτοιμα να δανεισθούν χρηματικούς πόρους για πολύ μεγάλες χρονικές περιόδους (π.χ. για 10 ή 20 χρόνια), τέτοια προθυμία από πλευράς «δανειστών», δηλαδή ατόμων ή επιχειρήσεων που θέλουν να «τοποθετήσουν» (δανείσουν) κεφάλαια, δεν απαντάται συχνά. Αυτοί που τοποθετούν κεφάλαια επιθυμούν συνήθως να μπορούν να τα αποσύρουν σε πολύ μικρότερα χρονικά διαστήματα (π.χ. 1 ή 2 χρόνια ή και νωρίτερα). Έτσι λοιπόν, μέσω των χρηματοπιστωτικών μεσολαβητών παρέχεται η δυνατότητα να μετασχηματίζονται οι βραχυχρόνιες τοποθετήσεις (των προσφερόντων χρηματικά κεφάλαια) σε μακροχρόνιες χορηγήσεις (προς τους ζητούντες χρηματικά κεφάλαια). Η δυνατότητά τους αυτή οφείλεται κυρίως στο γεγονός ότι ο μεγάλος αριθμός των ατόμων που έχουν τοποθετήσει τα κεφάλαιά τους σε αυτούς τους οργανισμούς δεν ζητάει να τα αποσύρει όλα την ίδια μέρα. 3) Στο μετασχηματισμό και στη μείωση των κινδύνων: Σε ατομικό ή επιχειρηματικό επίπεδο το να δανείσει κανείς σήμερα με την προοπτική να επανακτήσειτο κεφάλαιό του σε μελλοντικό χρόνο εμπεριέχει πάντοτε κάποια είδη κινδύνων. Οι χρηματοπιστωτικοί μεσολαβητές είναι σε θέση, λόγω του μεγάλου αριθμού όχι μόνο των τοποθετούν των αλλά και των δανειζομένων χρηματικά κεφάλαια, να εξισορροπήσει αυτούς τους κινδύνους ανάλογα με την φερεγγυότητα και άλλα στοιχεία του κάθε εξατομικευμένου δανειζόμενου. Είναι επίσης σε θέση, όταν η αποπληρωμή ενός δανείου δεν πραγματοποιείται (λόγω αδυναμίας ή απάτης κλπ. του δανειζομένου), να αντιμετωπίζουν τέτοια ζημιογόνα αλλά σπάνια φαινόμενα. Τέλος, είναι σε θέση να «αποτιμούν» (π.χ. να επιβάλλουν υψηλότερα επιτόκια δανεισμού) τους κάθε μορφής πιστωτικούς κινδύνους που εμφανίζουν διάφορες κατηγορίες δανειζομένων. 35

3.2 Η συμπεριφορά και οι επιδιώξεις των Δανειστών και των Δανειζόμενων Η κάθε οικονομική μονάδα (άτομο, επιχείρηση, κράτος, χρηματοπιστωτικός οργανισμός κ.λ.π.) αποταμιεύει το τμήμα του εισοδήματος της, που δεν δαπανά. Άρα, αποταμίευση είναι η διαφορά ανάμεσα στο εισόδημα και στις δαπάνες της οικονομικής μονάδας. Η αποταμίευση μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την αγορά πραγματικών περιουσιακών στοιχείων (ή στοιχείων του ενεργητικού) και μια τέτοια τοποθέτηση ολόκληρης της αποταμίευσης ή τμήματός της σε υλικά περιουσιακά στοιχεία ονομάζεται επένδυση. Πολλές φορές όμως ένα τμήμα της αποταμίευσης (π.χ. στις επιχειρήσεις) ή και ολόκληρη (π.χ. στα άτομα) δεν επενδύεται σε διάφορα «υλικά» στοιχεία του ενεργητικού. Το χρηματοπιστωτικό πλεόνασμα που διαθέτει η οικονομική μονάδα είναι διαθέσιμο να μετατραπεί σε δανεισμό προς άλλες οικονομικές μονάδες οι οποίες βρίσκονται σε αντίθετη θέση, δηλαδή παρουσιάζουν χρηματοπιστωτικό έλλειμμα. > Η συμπεριφορά των δανειστών: προσπαθούν να δανείσουν το χρηματικό τους πλεόνασμα σχηματίζοντας συγχρόνως ένα ικανοποιητικό χαρτοφυλάκιο το οποίο επιδιώκει τρεις στόχους: Ελαχιστοποίηση του κινδύνου Μεγιστοποίηση της ρευστότητας Μεγιστοποίηση της απόδοσης των όποιων τίτλων αποκτήσουν > Η συμπεριφορά των δανειζόμενων: σε αντίθεση με τους αποταμιευτέςδανεκπές, οι δανειζόμενοι προφανώς πραγματοποιούν ή επιθυμούν να πραγματοποιήσουν δαπάνες μεγαλύτερες από το εισόδημά τους μιας ορισμένης χρονικής περιόδου. Έχουν χρηματοοικονομικό έλλειμμα και επιθυμούν να το καλύψουν. Οι δανειζόμενοι επιδιώκουν κυρίως την ελαχιστοποίηση του δανεισμού τους και σε ορισμένες περιπτώσεις την μεγιστοποίηση του χρονικού διαστήματος στη διάρκεια του οποίου θα κάνουν χρήση των ποσών που δανείστηκαν14. 14 Η επιδίωξη όμως του δεύτερου στόχου συνεπάγεται συνήθως την υπονόμευση του πρώτου, αφού όσο μακρυτερος γίνεται ο χρόνος χρήσης του δανείου, τόσο μεγαλώνει το κόστος αποπληρωμής. 36

> Η μικτή συμπεριφορά των οικονομικών μονάδων ως δανειστών και δανειζόμενων : μια οικονομική μονάδα μπορεί να είναι ταυτόχρονα και δανειστής-αποταμιευτής και δανειζόμενος. Ο λόγος για τον οποίο όλες οι οικονομικές μονάδες είναι συνήθως δανειστές και ταυτόχρονα δανειζόμενοι πρέπει να αναζητηθεί στο γεγονός ότι όλες τους προσπαθούν να έχουν πάντοτε μια «άριστη σύνθεση του χαρτοφυλακίου τους» με τίτλους ποικίλης απόδοσης, λήξης, ρευστότητας και διακινδύνευσης. Η σύνθεση του χαρτοφυλακίου είναι πολύ ψηλά στην ιεράρχηση των στόχων όλων των οικονομικών μονάδων και των πλεονασματικών και των ελλειμματικών και των μικτών αλλά και των χρηματοπιστωτικών οργανισμών που μεσολαβούν για να τις φέρουν σε επαφή15. 3.3 Τα χρηματοπιστωτικά μέσα και οι χρηματοπιστωτικές αγορές Όπως ακριβώς στην αγορά ενός αγαθού οι ζητούντες και οι προσφέροντας το αγαθό συναντιόνται και διαπραγματεύονται τιμές μέχρι να ξεκαθαρίσει (ισορροπήσει) η αγορά, έτσι και για τα κάθε μορφής χρηματοπιστωτικά μέσα οι χρηματοπιστωτικές αγορές αποτελούν τους χώρους που οι ελλειμματικές και οι πλεονασματικές οικονομικές μονάδες, με καταλύτη την «Πίστη» και με εργαλείο τους χρηματοπιστωτικούς μεσολαβητές η Οργανισμούς, έρχονται σε επαφή για να αγοράσουν (οι ελλειμματικές) και για να πουλήσουν (οι πλεονασματικές) χρήμα. Θα ονομάσουμε χρηματοπιστωτικό μέσο κάθε «απαίτηση» που περιλαμβάνεται στον στενό ή ευρύ ορισμό του χρήματος και χρηματοπιστωτικές αγορές θα ονομάσουμε τους οικονομικούς (όχι απαραίτητα και γεωγραφικά καθορισμένους) χώρους στους οποίους: εκδηλώνεται ζήτηση και προσφορά για κάθε μορφής χρηματοπιστωτικά μέσα, γίνεται η διαπραγμάτευσή τους μέσω της ζήτησης και της προσφοράς τους, σχηματίζεται η τιμή τους και πραγματοποιείται η αγοραπωλησία τους. Είναι προφανής η διαφορά των χρηματοπιστωτικών αγορών από τις συνήθεις αγορές αγαθών και υπηρεσιών. Στις δεύτερες το αγαθό ή η υπηρεσία ανταλλάσσεται με χρήμα, στις πρώτες μια μορφή χρήματος ανταλλάσσεται με μια άλλη μορφή χρήματος. 15Δημ. Ζαχαριάδης-Σοόρας, Χρήμα Πίστη Τράπεζες, Εκδόσεις Αθ. Σταμούλη, σελ. 63 37

Με την σωρευτική χρήση των πιο κάτω κριτηρίων: α) την χρονική διάρκεια των χρηματοπιστωτικών μέσων β) την ευκολία ρευστοποίησής τους και γ) τον βαθμό κινδύνου τον οποίο φέρει ο κάτοχός τους, οι χρηματοπιστωτικές αγορές διακρίνονται -από παράδοση και όχι επειδή είναι σαφώς διακεκριμένες-σε δυο μεγάλες κατηγορίες : α) στις αγορές χρήματος ή χρηματαγορές και β) στις αγορές κεφαλαίου ή κεφαλαιαγορές. Οι αγορές χρήματος Στις αγορές χρήματος οι πλεονασματικές και οι ελλειμματικές οικονομικές μονάδες ικανοποιούν τις θετικές ή αρνητικές ανάγκες ρευστότητάς τους για ένα ορισμένο χρονικό διάστημα με το να δανείζουν ή να δανείζονται ρευστά διαθέσιμα. Η χρονική διάρκεια των χρηματοπιστωτικών μέσων που χρησιμοποιούνται στις αγορές χρήματος συνήθως κυμαίνεται από τις 24 ώρες έως και ένα χρόνο. Η ρευστοποίησή τους είναι πολύ ευχερής και ο βαθμός κινδύνου τους είναι ιδιαίτερα χαμηλός έως ανύπαρκτος επειδή και η ιδιότητα του εκδότη αλλά και η μικρή χρονική τους διάρκεια εγγυώνται τη βέβαιη αποπληρωμή τους. Μερικά από τα χρηματοπιστωτικά μέσα των αγορών χρήματος είναι: Τα ομόλογα του Δημοσίου διάρκειας μέχρι ενός χρόνου Τα έντοκα γραμμάτια Δημοσίου Τα πιστοποιητικά καταθέσεων που εκδίδονται από τις Εμπορικές τράπεζες συνήθως για μεγάλα ποσά και με διαπραγματεύσιμο επιτόκιο Τα εμπορικά χρεόγραφα που εκδίδονται από ιδιωτικές επιχειρήσεις συνήθως και με μόνη εγγύηση την καλή οικονομική πορεία του εκδότη Τα γραμμάτια τραπεζικής αποδοχής που εκδίδονται από επιχειρήσεις αλλά φέρουν την οπισθογραφημένη εγγύηση κάποιας τράπεζας Οι αγορές κεφαλαίου Οι αγορές κεφαλαίου εξυπηρετούν τις ανάγκες σε επενδυτικά κεφάλαια των οικονομικών μονάδων που μετέχουν σε αυτές. Τα χρηματοπιστωτικά μέσα που αγοράζονται και πωλούνται στις αγορές κεφαλαίου αφορούν θετικές ή αρνητικές ανάγκες πιο μακροχρόνιας (άρα και πιο υψηλού ρίσκου) τοποθέτησης χρηματικών 38

πόρων που έχουν προορισμό τη δημιουργία ή την επέκταση κεφαλαιουχικού εξοπλισμού υπό ευρεία έννοια. Το κυριότερο χαρακτηριστικό των χρηματοπιστωτικών τίτλων που χρησιμοποιούνται στις αγορές κεφαλαίου είναι ότι τα αξιόγραφα που αγοράζονται και πωλούνται σε αυτές τις αγορές είτε έχουν χρονική διάρκεια αρκετά μεγάλη (δυο, τρία ή πολύ περισσότερα χρόνια) είτε δεν έχουν καν χρονική διάρκεια. Τα κυριότερα χρηματοπιστωτικά μέσα των αγορών κεφαλαίου είναι: οι μετοχές και τα ομόλογα του ιδιωτικού, του δημόσιου και του τραπεζικού τομέα. 3.4 Η διάκριση πρωτογενών και δευτερογενών χρηματοπιστωτικών αγορών Μια αναλυτικά χρήσιμη διάκριση των χρηματοπιστωτικών αγορών - χρήματος ή κεφαλαίου - είναι η διάκριση ανάμεσα στην πρωτογενή και δευτερογενή αγορά. Στην πρωτογενή αγορά, το αξιόγραφο ή ο τίτλος που μόλις έχει εκδοθεί από τον έκδοτη του (την ελλειμματική οικονομική μονάδα) διοχετεύεται στον αγοραστή του (την πλεονασματική οικονομική μονάδα) είτε απευθείας από τον έκδοτη είτε μέσω ενός χρηματοπιστωτικού οργανισμού (μιας τράπεζας). Επομένως η πρωτογενής αγορά είναι η αγορά στην οποία γίνονται αγοραπωλησίες πρωτοεκδιδόμενων αξιόγραφων. Στην δευτερογενή αγορά, αξιόγραφα ή τίτλοι που έχουν ήδη εκδοθεί και βρίσκονται ήδη στα χέρια των πρώτων (ή δεύτερων ή τρίτων κ.λ.π.) αγοραστών τους, προσκομίζονται από τους κατόχους τους προκειμένου να ρευστοποιηθούν. Οι κάτοχοί τους είναι οι πωλητές τους και επιδιώκουν την επαφή με υποψήφιους αγοραστές αξιογράφων, οι οποίοι είτε δεν πρόλαβαν να αγοράσουν στην πρωτογενή αγορά είτε προτιμούν να επενδύουν σε μη πρωτοεκδιδόμενα αξιόγραφα. 3.5 Το χρηματοπιστωτικό σύστημα της Ελλάδας Όλα τα χρηματοπιστωτικά συστήματα του σύγχρονου κόσμου έχουν την ιστορική τους αφετηρία στη δημιουργία και τη δραστηριοποίηση των τραπεζών. Τα νέα 39

χρηματοπιστωτικά μέσα και οι αντίστοιχες χρηματοπιστωτικές αγορές διακινούνται και λειτουργούν μέσα από μια ποικιλία χρηματοπιστωτικών μεσολαβητών στους οποίους οι τράπεζες αποτελούν μια μόνο-αν και πάντοτε πολύ σημαντικήκατηγορία. Η ανάπτυξη των νέων χρηματοπιστωτικών μέσων παραμερίζει, σταδιακά αλλά σταθερά, το ποσοστό των κλασικών και παραδοσιακών τραπεζικών λειτουργιών στο σύνολο των χρηματοπιστωτικών δραστηριοτήτων. Μια άλλη τάση των τραπεζών είναι η προσπάθειά τους να δραστηριοποιούνται στους χώρους μη τραπεζικών, χρηματοπιστωτικών προϊόντων με την ίδρυση θυγατρικών εταιρειών ή με τη συμμετοχή τους στο κεφάλαιο και στη διοίκηση μη τραπεζικών χρηματοπιστωτικών μεσολαβητικών εταιρειών όπως οι Εταιρείες Αμοιβαίων Κεφαλαίων, Leasing, Χρηματιστηριακές κ,λ.π.. Στην εξέλιξη του χρηματοπιστωτικού συστήματος σημαντικό ρόλο έπαιξε και παίζει η ύπαρξη οργανωμένων και ανεπτυγμένων κεφαλαιαγορών με κύρια -αλλά όχι μοναδική- έκφρασή τους τα Χρηματιστήρια, τα οποία, συνετέλεσαν και συντελούν στην εξάπλωση εναλλακτικών τρόπων αποταμιεύσεων των πλεονασματικών μονάδων αλλά και στην άντληση δανειακών κεφαλαίων από τις ελλειμματικές μονάδες. Οι πιο πάνω τάσεις παρατηρούνται και στην εξέλιξη του ελληνικού χρηματοπιστωτικού συστήματος. Μολονότι έχει σημειωθεί απόπειρα μεταλλαγής του σε ένα πραγματικά διευρυμένο χρηματοπιστωτικό σύστημα, το ελληνικό χρηματοπιστωτικό σύστημα παραμένει κατά βάση ένα τραπεζικό σύστημα. Οι μη τραπεζικοί χρηματοπιστωτικοί μεσολαβητές, αν και τα τελευταία χρόνια αυξάνονται και σε αριθμό και σε κύκλο και όγκο δραστηριοτήτων, παραμένουν ακόμα μικροί αλλά ουσιαστικοί εταίροι των τραπεζών στην προσέλκυση αποταμιεύσεων και στην διοχέτευση χορηγήσεων. Επίσης η κεφαλαιαγορά, παρά τις σημαντικές εξελίξεις των τελευταίων χρόνων - διατηρεί το ένα και μοναδικό ελληνικό χρηματιστήριο, το Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών. Ο όγκος των αποταμιεύσεων και των δανείων, ο όγκος της υπό ευρεία έννοια «πίστης», εξακολουθεί και διακινείται μέσα από τις εμπορικές τράπεζες. 40

3.6 Οι Χρηματοπιστωτικοί Μεσολαβητές στην Ελλάδα Εμπορικές Τράπεζες: Στην Ελλάδα αποτελούν την πιο σημαντική κατηγορία χρηματοπιστωτικών μεσολαβητών, αφού συγκεντρώνουν τον μεγαλύτερο όγκο των προς τοποθέτηση κεφαλαίων και παρέχουν τον μεγαλύτερο όγκο των προς δανεισμό κεφαλαίων. Οι μεγάλες όπως Εθνική, Εμπορική, Alpha Bank, Eurobank, οι μικρότερες όπως Γενική, Αττικής, Πειραιώς κ.α. και τα υποκαταστήματα ξένων τραπεζών όπως Citibank, HSBC, Bank of America, κ.α, αποτελούν το πλέγμα του συστήματος των εμπορικών τραπεζών. Οι εργασίες των Εμπορικών Τραπεζών διακρίνονται σε : Ενεργητικές (χορηγήσεις), Παθητικές (καταθέσεις) και Μεσολαβητικές (αγορά / πώληση συναλλάγματος, μεταφορές κεφαλαίων, εγγυητικές επιστολές κ.λ.π.) Αγροτικές Τράπεζες: Βασικός στόχος των αγροτικών τραπεζών είναι η χρηματοδότηση και η ανάπτυξη του γεωργικού τομέα. Σχετική τράπεζα στην χώρα μας είναι η Αγροτική και με πρόσφατες αποφάσεις αρμοδίων οργάνων δραστηριοποιείται στη χρηματοδότηση και άλλων κλάδων της οικονομίας Τράπεζες επενδύσεων: Δραστηριοποιούνται στη χρηματοδότηση μεγάλων επιχειρήσεων μέσω μακροπρόθεσμων χρηματοδοτήσεων, στη συμμετοχή σε αρχικές δημόσιες εγγραφές με την ιδιότητα του αναδόχου και στη χρηματοδότηση μεγάλων έργων. Τράπεζες επενδύσεων που λειτούργησαν στη χώρα μας είναι: η Ε.Τ.Β.Α. (Ελληνική Τράπεζα Βιομηχανικής Ανάπτυξης) που εξαγοράστηκε από την Τράπεζα Πειραιώς, η Ε.Τ.Ε.Β.Α. (Εθνική Τράπεζα Επενδύσεων Βιομηχανικής Ανάπτυξης) και η Τράπεζα Επενδύσεων οι οποίες απορροφήθηκαν από την Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος. Κτηματικές Τράπεζες: Κύρια δραστηριότητα των κτηματικών τραπεζών αποτελεί η χορήγηση στεγαστικών δανείων. Σήμερα στεγαστικά δάνεια χορηγούνται από όλα τα πιστωτικά ιδρύματα. Στεγαστικές τράπεζες που λειτούργησαν στη χώρα μας είναι: η Εθνική Κτηματική Τράπεζα της Ελλάδος και η Εθνική Στεγαστική Τράπεζα. Και οι δυο έχουν συγχωνευτεί με άλλες τράπεζες. Ναυτιλιακές τράπεζες: Οι ναυτιλιακές τράπεζες εξειδικεύονται στη χρηματοδότηση της ναυτιλίας,αυτό οφείλεται στο ότι η χρηματοδότηση των 41

ναυτιλιακών εταιρειών απαιτεί μεγάλη εξειδίκευση αφού η νομική τους μορφή διαφέρει σε πολλά σημεία από αυτή των λοιπών εταιρειών. Ειδικά πιστωτικά ιδρύματα: Στη χώρα μας λειτουργούν δυο ειδικοί χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί, το Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων και το Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο, που καλύπτουν συγκεκριμένες ανάγκες της οικονομίας. Λόγω των μεταβολών στο χρηματοοικονομικό χώρο, γίνεται προσπάθεια μείωσης της συμμετοχής του δημοσίου και μετατροπής των δυο ειδικών χρηματοπιστωτικών οργανισμών σε σύγχρονα πιστωτικά ιδρύματα με δυνατότητα προσφοράς του συνόλου των υπηρεσιών και προϊόντων του χρηματοπιστωτικού ιδρύματος Συνεταιριστικές τράπεζες: Η ίδρυση, οργάνωση και λειτουργία των τραπεζών αυτών στηρίζονται στις αρχές της συνεταιριστικής επιχείρησης. Προσφέρουν δηλαδή υπηρεσίες στα μέλη τους ανάλογα με τις συνεταιριστικές μερίδες που κατέχουν. Στη χώρα μας οι Συνεταιριστικές Τράπεζες άρχισαν να αναπτύσσονται από την δεκαετία του 1990 και έχουν τη νομική μορφή του Πιστωτικού Συνεταιρισμού Περιορισμένης Ευθύνης. Ενδεικτικά στον Ελληνικό χώρο θα αναφέρουμε την Συνεταιριστική Τράπεζα Χανιών (1995), τη Παγκρήτια Συνεταιριστική Τράπεζα (1994) και τη Συνεταιριστική Τράπεζα Δράμας (1994). Εταιρείες Διαχείρισης Αμοιβαίων Κεφαλαίων: Πρόκειται συνήθως για θυγατρικές εταιρείες Εμπορικών Τραπεζών ή Ασφαλιστικών ή άλλων Χρηματοπιστωτικών Επιχειρήσεων, που «παράγουν» και διακινούν στην αγορά μια ποικιλία «Αμοιβαίων Κεφαλαίων». Μόνο οι εγκεκριμένες από την επιτροπή κεφαλαιαγοράς εταιρείες μπορούν να συγκροτούν και να διαχειρίζονται αμοιβαία κεφάλαια. Εταιρείες Κεφαλαίου Επιχειρηματικών Συμμετοχών (Ε.Κ.Ε.Σ.): είναι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί που ιδρύονται με κύριο αντικείμενο εργασιών τη χορήγηση κεφαλαίου σε επιχειρήσεις, μέσω της συμμετοχής στο μετοχικό κεφάλαιο των επιχειρήσεων με τη δέσμευση για αποχώρηση, μετά από κάποιο χρονικό διάστημα, μέσω της πώλησης των μετοχών. 42

Επιχειρήσεις Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών, Ανώνυμες Χρηματιστηριακές Εταιρείες και Ανώνυμες Χρηματιστηριακές Εταιρείες Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών: Επιχείρηση Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών (Ε.Π.Ε.Υ.): είναι οποιαδήποτε φυσικό ή νομικό πρόσωπο το οποίο παρέχει κατ' επάγγελμα προς τρίτους μια ή περισσότερες κύριες επενδυτικές υπηρεσίες. Οι Ανώνυμες Χρηματιστηριακές Εταιρείες (Α.Χ.Ε.) : δραστηριοποιούνται στην εκτέλεση χρηματιστηριακών εντολών και συναλλαγών για λογαριασμό πελατών τους στο Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών και παράλληλα στην παροχή συμβουλών στους πελάτες τους. Οι Ανώνυμες Χρηματιστηριακές Εταιρείες Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών (Α.Χ.Ε.Π.Ε.Υ.) : δραστηριοποιούνται στην εκτέλεση χρηματιστηριακών εντολών, και συναλλαγών για λογαριασμό πελατών τους στο Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών, στην παροχή συμβουλών, στη διαχείριση χαρτοφυλακίων καθώς και στην παροχή οποιαδήποτε κύριας ή παρεπόμενης επενδυτικής υπηρεσίας. Επίσης προσφέρουν υπηρεσίες τόσο στις ΕΠΕΥ όσο και της ΑΧΕ. Οι επιχειρήσεις παροχής επενδυτικών (Ε.Π.Ε.Υ.), οι Ανώνυμες Χρηματιστηριακές Εταιρείες (Α.Χ.Ε.) και οι Ανώνυμες Χρηματιστηριακές Εταιρείες Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών (Α.Χ.Ε.Π.Ε.Υ.) εποπτεύονται από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς. Ασφαλιστικές Εταιρίες: Στο βαθμό που, με μέρος των εισπράξεών τους από ορισμένα «προϊόντα» τους (όπως ασφάλειες ζωής, σπουδών, υγείας κ.α.), συγκεντρώνουν αποταμιευτικούς πόρους του κοινού και τους διοχετεύουν σε άλλες χρήσεις, και οι Ασφαλιστικές Εταιρείες λειτουργούν ως χρηματοπιστωτικοί μεσολαβητές. Δεδομένης της δυνατότητας μεγάλων τοποθετήσεων σε χρηματοοικονομικά προϊόντα οι ασφαλιστικές εταιρείες περιλαμβάνονται στους θεσμικούς επενδυτές. Ταμεία Συντάξεως: Συμπεριλαμβάνονται στους χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς, αφού με τις τοποθετήσεις των κεφαλαίων τους σε τίτλους που εκδίδουν οι ελλειμματικές οικονομικές μονάδες, προσφέρουν στην οικονομία σημαντικού ύφους χρηματοδότηση. Αντλούν τα κεφάλαιά τους 43

από τις εισφορές των εργαζομένων και εργοδοτών και καταβάλουν συντάξεις στους ασφαλισμένους όταν αυτοί σταματήσουν να εργάζονται. Εταιρείες χρηματοδοτικής μίσθωσης: Κύριο χαρακτηριστικό και παράλληλα βασική διάφορα της από τον τραπεζικό δανεισμό αποτελεί το γεγονός ότι η εταιρεία χρηματοδοτικής μίσθωσης διατηρεί την κυριότητα του εξοπλισμού ή του παγίου, παραχωρώντας στην επιχείρηση ή στον επαγγελματία μόνο τη χρήση του. Η παραχώρηση γίνεται για συγκεκριμένη χρονική περίοδο με καταβολή από τον μισθωτή σε προκαθορισμένα χρονικά διαστήματα αντί για δόσεις δανείου, μισθώματος. Εταιρείες Πρακτορείας Επιχειρηματικών Απαιτήσεων: Είναι η επιχείρηση του χρηματοοικονομικού χώρου που προσφέρει υπηρεσίες όπως: η χρηματοδότηση με προεξόφληση εκχωρημένων απαιτήσεων, η είσπραξη των εκχωρημένων απαιτήσεων, η διαχείριση και λογιστική παρακολούθηση των απαιτήσεων των πελατών, η αξιολόγηση της φερεγγυότητας των αγοραστών των εμπορευμάτων, η κάλυψη του πιστωτικού κινδύνου και η παροχή συμβουλών Marketing για νέες αγορές και νέους πελάτες Εταιρείες forfaiting: Είναι η επιχείρηση του χρηματοοικονομικού χώρου που έχει σαν κύριο σκοπό την παροχή υπηρεσιών προεξόφλησης μακροπρόθεσμων απαιτήσεων, διάρκειας από έξι μήνες έως και δέκα ή και περισσότερα έτη, που δημιουργούνται στο εξωτερικό εμπόριο και ιδιαίτερα στις εισαγωγές μηχανολογικού εξοπλισμού που εξοφλείται με προθεσμιακό διακανονισμό. 44

Κεφάλαιο 4 Νομισματική πολιτική & Μέτρα Μεταβολής της προσφοράς χρήματος 4.1. Ορισμός Νομισματικής πολιτικής Με τον όρο Νομισματική πολιτική εννοούμε το σύνολο των μέτρων που λαμβάνουντα κράτη για να επηρεάζουν τη ποσότητα του χρήματος που κυκλοφορεί στην αγοράπροκειμένου να επηρεαστεί η οικονομική δραστηριότητα και να επιτευχθούν συγκεκριμένοι οικονομικοί στόχοι (π.χ. σταθεροποίηση των τιμών). Κύριος φορέας άσκησης της Νομισματικής πολιτικής σε κάθε χώρα είναι η Κεντρική Τράπεζα (Εκδοτική Τράπεζα). Στην περίπτωση της Ελλάδας, η ίδια έπαψε να έχει το αποκλειστικό προνόμιο της νομισματικής πολιτικής από τη στιγμή που η χώρα μπήκε στη ζώνη του ευρώ στις αρχές του 2001. Η Τράπεζα της Ελλάδος εντάσσεται στις αρχές του 2001 στο Ευρωπαϊκό Σύστημα Κεντρικών Τραπεζών και λειτουργεί βάσει των οδηγιών της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας ενώ παράλληλα συμμετέχει στην άσκηση της ευρωπαϊκής νομισματικής πολιτικής, ως μέλος του Ευρωσυστήματος. Το καταστατικό, ορίζει ως πρωταρχικό σκοπό της Τράπεζας της Ελλάδος τη διασφάλιση της σταθερότητας των τιμών, καθορίζει τις βασικές της αρμοδιότητες, κατοχυρώνει την ανεξαρτησία της και προσδιορίζει τις σχέσεις της με τη Βουλή και την Κυβέρνηση. Σύμφωνα με το καταστατικό της στις κύριες αρμοδιότητες της Τράπεζας εντάσσονται: I. η εφαρμογή των οδηγιών της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας II. III. IV. η άσκηση νομισματικής και πιστωτικής πολιτικής στο πεδίο του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών και ως αναπόσπαστο μέρος του Συστήματος αυτού η διατήρηση της σταθερότητας των τιμών η υλοποίηση των κοινών κανόνων και η άσκηση της συναλλαγματικής πολιτικής 45

V. π κατοχή και διαχείριση των συναλλαγματικών διαθεσίμων της χώρας, στα οποία περιλαμβάνονται τα σε χρυσό και συνάλλαγμα διαθέσιμα VI. η εποπτεία πιστωτικών ιδρυμάτων και χρηματοπιστωτικών οργανισμών VII. η προώθηση και επίβλεψη της ομαλής λειτουργίας των συστημάτων πληρωμών διαπραγμάτευσης, διακανονισμού και εκκαθάρισης τίτλων και λοιπών χρηματοπιστωτικών μέσων από εξωχρηματιστηριακές συναλλαγές VIII. ο ρόλος του κεντρικού ταμία και εντολοδόχου του δημοσίου και εκδότη νόμιμου χρήματος Όσον αφορά στην άσκηση της νομισματικής πολιτικής, αυτή επιτυγχάνεται με τον έλεγχο της ρευστότητας και την πολιτική της ανοικτής αγοράς, με τη μεταβολή του επίσημου επιτοκίου και του ποσοστού τήρησης ελάχιστων αποθεματικών από τις τράπεζες τα οποία οδηγούν στη μεταβολή της προσφοράς χρήματος, και στον έλεγχο της νομισματικής κυκλοφορίας. Όσον αφορά στον έλεγχο των πιστωτικών ιδρυμάτων, αυτός γίνεται με παρακολούθηση των δεικτών φερεγγυότητας και κεφαλαιακής επάρκειας. Θα αναφερθούμε πιο αναλυτικά στη συνέχεια. 4.1.1. Το Ευρωπαϊκό Σύστημα Κεντρικών Τραπεζών Το Ευρωπαϊκό Σύστημα Κεντρικών Τραπεζών (ΕΣΚΤ) αποτελείται από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) και τις εθνικές κεντρικές τράπεζες των κρατώνμελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ). Οι δραστηριότητες του ΕΣΚΤ ασκούνται σύμφωνα με τη Συνθήκη ίδρυσης της Ευρωπαϊκής Κοινότητας (00 Συνθήκη") και το Καταστατικό του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας ("Καταστατικό του ΕΣΚΤ"). Το ΕΣΚΤ διοικείται από τα όργανα λήψεως αποφάσεων της ΕΚΤ. Ειδικότερα, το Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΚΤ είναι αρμόδιο για τη χάραξη της νομισματικής πολιτικής, ενώ η Εκτελεστική Επιτροπή είναι εξουσιοδοτημένη να εφαρμόζει τη νομισματική πολιτική σύμφωνα με τις αποφάσεις και τις κατευθυντήριες γραμμές του Διοικητικού Συμβουλίου. Στο βαθμό που κρίνεται εφικτό και σκόπιμο και προκειμένου να διασφαλιστεί η αποτελεσματική λειτουργία, η ΕΚΤ προσφεύγει στις εθνικές κεντρικές τράπεζες για την εκτέλεση των πράξεων που εντάσσονται στα καθήκοντα του Ευρωσυστήματος. Οι εθνικές κεντρικές τράπεζες μπορούν, εφόσον 46

είναι αναγκαίο για την εφαρμογή της νομισματικής πολιτικής, να κοινοποιήσουν στα μέλη του Ευρωσυστήματος μεμονωμένες πληροφορίες όπως λειτουργικά στοιχεία σχετικά με αντισυμβαλλομένους που συμμετέχουν στις πράξεις του Ευρωσυστήματος. Οι πράξεις νομισματικής πολιτικής του Ευρωσυστήματος εκτελούνται υπό ομοιόμορφους όρους σε όλα τα κράτη-μέλη. 4.1.2. Σκοποί του Ευρωσυστήματος Ο πρωταρχικός σκοπός του Ευρωσυστήματος είναι η διατήρηση της σταθερότητας των τιμών, όπως ορίζεται στο άρθρο 105 της Συνθήκης. Με την επιφύλαξη αυτού του πρωταρχικού σκοπού, το Ευρωσύστημα οφείλει να στηρίζει τις γενικές οικονομικές πολιτικές της Ευρωπαϊκής Κοινότητας. Κατά την επιδίωξη των σκοπών του, το Ευρωσύστημα οφείλει να ενεργεί σύμφωνα με την αρχή της ανοικτής οικονομίας της αγοράς με ελεύθερο ανταγωνισμό, που ευνοεί την αποτελεσματική κατανομή των πόρων. 4.2. Τα μέσα άσκησης νομισματικής πολιτικής του Ευρωσυστήματος Για να επιτυγχάνει τους σκοπούς του, το Ευρωσύστημα διαθέτει μια σειρά από μέσα νομισματικής πολιτικής. Διενεργεί πράξεις ανοικτής αγοράς, παρέχει πάγιες διευκολύνσεις και απαιτεί από τα πιστωτικά ιδρύματα να τηρούν υποχρεωτικά ελάχιστα αποθεματικά σε λογαριασμούς στο Ευρωσύστημα. Αναλυτικότερα: Πράξεις Ανοιχτής Αγοράς Οι πράξεις ανοικτής αγοράς παίζουν σημαντικό ρόλο στη νομισματική πολιτική του Ευρωσυστήματος και αποσκοπούν στον επηρεασμό των επιτοκίων, τη διαχείριση των συνθηκών ρευστότητας στην αγορά και τη σηματοδότηση της κατεύθυνσης της νομισματικής πολιτικής. Το Ευρωσύστημα διαθέτει πέντε είδη μέσων για τη διενέργεια πράξεων ανοικτής αγοράς. Το σπουδαιότερο μέσο είναι οι αντιστρεπτέες συναλλαγές (πράξεις βάσει συμφωνιών επαναγοράς ή δάνεια έναντι ενεχύρου). Το Ευρωσύστημα δύναται ακόμη να χρησιμοποιεί οριστικές συναλλαγές, την έκδοση πιστοποιητικών χρέους, 47

πράξεις ανταλλαγής νομισμάτων και την αποδοχή καταθέσεων καθορισμένης διάρκειας. Οι πράξεις ανοικτής αγοράς διενεργούνται με πρωτοβουλία της ΕΚΤ, η οποία αποφασίζει επίσης με ποιο μέσο και υπό ποιους όρους και προϋποθέσεις θα εκτελεστούν. Εκτελούνται με τακτικές δημοπρασίες, με έκτακτες δημοπρασίες ή με διμερείς διαδικασίες. Με βάση το σκοπό τους, το αν διενεργούνται σε τακτά χρονικά διαστήματα ή εκτάκτως και τις διαδικασίες τους, οι πράξεις ανοικτής αγοράς του Ευρωσυστήματος διακρίνονται σε τέσσερις κατηγορίες: Οι πράξεις κύριας αναχρηματοδότησης είναι τακτικές αντιστρεπτέες συναλλαγές για την παροχή ρευστότητας, με συχνότητα μία φορά την εβδομάδα και διάρκειασυνήθως μίας εβδομάδας. Οι πράξεις αυτέςδιενεργούνται από τις εθνικές κεντρικέςτράπεζες μέσω τακτικών δημοπρασιών. Οιπράξεις κύριας αναχρηματοδότησης αποτελούν βασικό άξονα για την επιδίωξη τωνσκοπών των πράξεων ανοικτής αγοράς του Ευρωσυστήματος. Οι πράξεις πιο μακροπρόθεσμης αναχρηματοδότησης είναι αντιστρεπτέες συναλλαγές για την παροχή ρευστότητας, με συχνότητα μία φορά το μήνα και διάρκεια συνήθως τριών μηνών. Σκοπός των πράξεων αυτών, που διενεργούνται από τις εθνικές κεντρικές τράπεζες μέσω τακτικών δημοπρασιών, είναι να παρέχουν στους αντισυμβαλλομένους πρόσθετη πιο μακροπρόθεσμη αναχρηματοδότηση. Με τις πράξεις αυτές το Ευρωσύστημα δεν αποσκοπεί, κατά κανόνα, να αποστείλει μηνύματα στην αγορά και ως εκ τούτου συνήθως δέχεται προσφορές τιμών ή επιτοκίων. Οι πράξεις εξομάλυνσης των βραχυχρόνιων διακυμάνσεων της ρευστότητας διενεργούνται εκτάκτως με σκοπό τη διαχείριση των συνθηκών ρευστότητας στην αγορά και τον επηρεασμό των επιτοκίων, ιδίως για να εξομαλυνθούν οι επιπτώσεις στα επιτόκια που οφείλονται σε αιφνίδιες διακυμάνσεις της ρευστότητας στην αγορά. Οι πράξεις εξομάλυνσης των βραχυχρόνιων διακυμάνσεων της ρευστότητας μπορούν να διενεργηθούν την τελευταία ημέρα της περιόδου τήρησης ελάχιστων αποθεματικών προ κειμένου να αντιμετωπιστούν ανισορροπίες ρευστότητας που είχαν 48

ενδεχομένως συσσωρευθεί μετά την κατανομή του ποσού της τελευταίας πράξης κύριας αναχρηματοδότησης. Διενεργούνται κυρίως ως αντιστρεπτέες συναλλαγές, αλλά μπορούν επίσης να λάβουντη μορφή πράξεων ανταλλαγής νομισμάτωνή αποδοχής καταθέσεων καθορισμένης διάρκειας. Τα μέσα και οι διαδικασίες που χρησιμοποιούνται για τη διενέργεια των πράξεωνεξομάλυνσης των βραχυχρόνιων διακυμάνσεων της ρευστότητας προσαρμόζονταιανάλογα με το είδος της συναλλαγής και τονεκάστοτε επιδιωκόμενο στόχο. Οι πράξειςαυτές διενεργούνται συνήθως από τις εθνικέςκεντρικές τράπεζες με έκτακτες δημοπρασίεςή με διμερείς διαδικασίες. Το ΔιοικητικόΣυμβούλιο της ΕΚΤ μπορεί να αποφασίζειαν, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, οι διμερείςπράξεις εξομάλυνσης των βραχυχρόνιωνδιακυμάνσεων της ρευστότητας μπορούν ναδιενεργούνται από την ίδια την ΕΚΤ. Επιπλέον, το Ευρωσύστημα μπορεί ναδιενεργεί διαρθρωτικές πράξεις μέσω της έκδοσης πιστοποιητικών χρέους, αντιστρεπτέων συναλλαγών και οριστικών συναλλαγών. Οι πράξεις αυτές διενεργούνταιόποτε η ΕΚΤ επιθυμεί να προσαρμόσει τη διαρθρωτική θέση του Ευρωσυστήματος έναντι του χρηματοπιστωτικού τομέα (είτεσε τακτά χρονικά διαστήματα είτε εκτάκτως). Οι διαρθρωτικές πράξεις με τη μορφή αντιστρεπτέων συναλλαγών ή έκδοσης χρεογράφων διενεργούνται από τις εθνικέςκεντρικές τράπεζες μέσω τακτικών δημοπρασιών. Οι διαρθρωτικές πράξεις με τη μορφήοριστικών συναλλαγών διενεργούνται μέσωδιμερών διαδικασιών. Πάγιες Διευκολύνσεις Σκοπός των πάγιων διευκολύνσεων είναι η παροχή και απορρόφηση ρευστότητας με διάρκεια μίας ημέρας (μέχρι την επόμενη εργάσιμη ημέρα), η σηματοδότηση της γενικής κατεύθυνσης της νομισματικής πολιτικής και ο επηρεασμός των επιτοκίων της αγοράς για τοποθετήσεις διάρκειας μίας ημέρας. Προβλέπονται δύο πάγιες διευκολύνσεις, τις οποίες οι αποδεκτοί αντισυμβαλλόμενοι χρησιμοποιούν με δική τους πρωτοβουλία, εφόσον πληρούν ορισμένες λειτουργικές προϋποθέσεις πρόσβασης (Πίνακας 1): 49

Οι αντισυμβαλλόμενοι έχουν τη δυνατότητα να χρησιμοποιούν τη διευκόλυνση οριακής χρηματοδότησης για να αποκτούν ρευστότητα διάρκειας μίας ημέρας από τις εθνικές κεντρικές τράπεζες έναντι ασφάλειας με τη μορφή αποδεκτών περιουσιακών στοιχείων. Υπό κανονικές συνθήκες, η πρόσβαση των αντισυμβαλλομένων στη διευκόλυνση δεν υπόκειται σε ποσοτικούς ή άλλους περιορισμούς, εκτός από την υποχρέωση να παρέχουν ως ασφάλεια επαρκή περιουσιακά στοιχεία. Το επιτόκιο της πάγιας διευκόλυνσης οριακής χρηματοδότησης συνήθως οριοθετεί προς τα άνω το επιτόκιο της αγοράς για τοποθετήσεις διάρκειας μίας ημέρας. Οι αντισυμβαλλόμενοι έχουν τη δυνατότητα να χρησιμοποιούν τη διευκόλυνση αποδοχής καταθέσεων για να πραγματοποιούν καταθέσεις διάρκειας μίας ημέρας στις εθνικές κεντρικές τράπεζες. Υπό κανονικές συνθήκες, η πρόσβαση των αντισυμβαλλομένων στη διευκόλυνση δεν υπόκειται σε ποσοτικούς ή άλλους περιορισμούς. Το επιτόκιο της διευκόλυνσης αποδοχής καταθέσεων συνήθως οριοθετεί προς τα κάτω το επιτόκιο της αγοράς για τοποθετήσεις διάρκειας μίας ημέρας. Οι πάγιες διευκολύνσεις παρέχονται σε αποκεντρωμένη βάση από τις εθνικές κεντρικές τράπεζες. Υποχρεωτικά Ελάχιστα Αποθεματικά Το σύστημα υποχρεωτικών ελάχιστων αποθεματικών του Ευρωσυστήματος ισχύει για τα πιστωτικά ιδρύματα της ζώνης του ευρώ και αποσκοπεί κυρίως στη σταθεροποίηση των επιτοκίων της αγοράς χρήματος και στη δημιουργία (ή τη διεύρυνση) διαρθρωτικού ελλείμματος ρευστότητας. Τα υποχρεωτικά ελάχιστα αποθεματικά κάθε ιδρύματος καθορίζονται με βάση ορισμένα στοιχεία του ισολογισμού του. Επιδιώκοντας τη σταθεροποίηση των επιτοκίων, το σύστημα υποχρεωτικών ελάχιστων αποθεματικών του Ευρωσυστήματος παρέχει στα ιδρύματα τη δυνατότητα να τηρούν τα υποχρεωτικά ελάχιστα αποθεματικά τους σε μέσα επίπεδα. Η συμμόρφωση με την υποχρέωση τήρησης ελάχιστων αποθεματικών διαπιστώνεται με βάση τα μέσα ημερήσια υπόλοιπα κατά τη διάρκεια της περιόδου τήρησης. Επί των υποχρεωτικών αποθεματικών τα οποία τηρούν τα ιδρύματα 50

καταβάλλεται τόκος, με το επιτόκιο των πράξεων κύριας αναχρηματοδότησης του Ευρωσυστήματος. Α ντισυ μβαλλό με νο ι Το πλαίσιο άσκησης της νομισματικής πολιτικής του Ευρωσυστήματος διαμορφώνεται κατά τρόπο ώστε να μπορεί να συμμετέχει ευρύ φάσμα αντισυμβαλλομένων. Τα ιδρύματα που υπόκεινται στην υποχρέωση τήρησης ελάχιστων αποθεματικών σύμφωνα με το Άρθρο 19.1 του Καταστατικού του ΕΣΚΤ μπορούν να προσφεύγουν στις πάγιες διευκολύνσεις και να συμμετέχουν στις πράξεις ανοικτής αγοράς που εκτελούνται μέσω τακτικών δημοπρασιών καθώς και οριστικών συναλλαγών. Το Ευρωσύστημα δύναται να επιλέξει έναν περιορισμένο αριθμό αντισυμβαλλομένων που θα συμμετέχει στις πράξεις εξομάλυνσης των βραχυχρόνιων διακυμάνσεων της ρευστότητας. Προκειμένου για πράξεις ανταλλαγής νομισμάτων για τους σκοπούς της νομισματικής πολιτικής, χρησιμοποιούνται φορείς που δραστηριοποιούνται στην αγορά συναλλάγματος. Η ομάδα των αντισυμβαλλομένων για τις πράξεις αυτές περιορίζεται στα ιδρύματα εκείνα της ζώνης του ευρώ που επιλέγονται από το Ευρωσύστημα για τις παρεμβάσεις του στην αγορά συναλλάγματος. Υποκείμενα Περιουσιακά Στοιχεία Σύμφωνα με το Άρθρο 18.1 του Καταστατικού του ΕΣΚΤ, όλες οι πιστοδοτικές πράξεις του Ευρωσυστήματος (δηλ. οι πράξεις νομισματικής πολιτικής που αποβλέπουν στην παροχή ρευστότητας και η χορήγηση ενδοημερήσιας πίστωσης) πρέπει να βασίζονται σε επαρκή ασφάλεια. Το Ευρωσύστημα δέχεται ευρύ φάσμα υποκείμενων περιουσιακών στοιχείων ως ασφάλεια στις πράξεις που διενεργεί. Το Ευρωσύστημα έχει αναπτύξει ένα ενιαίο πλαίσιο για τα αποδεκτά περιουσιακά στοιχεία, το οποίο εφαρμόζεται σε όλες τις πιστοδοτικές πράξεις του Ευρωσυστήματος (γνωστό και ως «ενιαίος κατάλογος»). Την 1η Ιανουάριου 2007 το ενιαίο πλαίσιο αντικατέστησε το σύστημα των δύο βαθμιδών που ίσχυε από την έναρξη του Τρίτου Σταδίου της Οικονομικής και 51

Νομισματικής Ένωσης. Το ενιαίο πλαίσιο καλύπτει τα εμπορεύσιμα και μη εμπορεύσιμα περιουσιακά στοιχεία τα οποία πληρούν κριτήρια καταλληλότητας κοινά για ολόκληρη τη ζώνη του ευρώ, όπως καθορίζονται από το Ευρωσύστημα. Δεν γίνεται διάκριση μεταξύ εμπορεύσιμων και μη εμπορεύσιμων περιουσιακών στοιχείων όσον αφορά την ποιότητα και την καταλληλότητά τους για τα διάφορα είδη πράξεων νομισματικής πολιτικής του Ευρωσυστήματος (με τη μόνη διαφορά ότι τα μη εμπορεύσιμα περιουσιακά στοιχεία δεν χρησιμοποιούνται από το Ευρωσύστημα σε οριστικές συναλλαγές). Όλα τα αποδεκτά περιουσιακά στοιχεία μπορούν να χρησιμοποιούνται και σε διασυνοριακή βάση μέσω του συστήματος ανταποκριτριών κεντρικών τραπεζών (ΣΑΚΤ) και, στην περίπτωση των εμπορεύσιμων περιουσιακών στοιχείων, μέσω αποδεκτών ζεύξεων μεταξύ των συστημάτων διακανονισμού τίτλων (ΣΔΤ) της ΕΕ. 4.3 Τροποποιήσεις του πλαισίου άσκησης της νομισματικής πολιτικής Το Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΚΤ διατηρεί το δικαίωμα να τροποποιεί τα μέσα, τις προϋποθέσεις, τα κριτήρια και τις διαδικασίες για τη διενέργεια των πράξεων νομισματικής πολιτικής του Ευρωσυστήματος. 52

Συμπεράσματα Μετά από την περιγραφή της έννοιας του χρήματος είδαμε, πως το χρήμα βοήθησε να ξεπεραστούν οι περιορισμοί και δυσκολίες της εμπράγματης οικονομίας καθώς και τα διάφορα είδη αγαθών που χρησιμοποιήθηκαν διαχρονικά ως χρήμα μέχρι να φθάσει στην σημερινή του μορφή (τραπεζικό ή λογιστικό χρήμα). Το χρήμα ωστόσο, παίζει σημαντικό ρόλο σε μια οικονομία εφόσον μέσω των λειτουργιών του, γίνεται αποδεκτό μέσο συναλλαγών, χρησιμοποιείται ως μέτρο υπολογισμού οικονομικών αξιών καθώς επίσης και ως αποθεματικό αξίας. Επίσης, για την εξασφάλιση της ομαλής κυκλοφορίας του χρήματος σε μια αγορά, τηρούνται οι ιδιότητες του, οι οποίες είναι η φορητότητα, η ανθεκτικότητα, η διαιρετότητα, η τυποποίηση και η αναγνωσιμότητα. Όσον αφορά τη Τράπεζα της Ελλάδος, είναι η κεντρική τράπεζα της χώρας μας. Ασκεί νομισματική πολιτική με σκοπό να επιτυγχάνει τον έλεγχο της συνολικής προσφοράς χρήματος και της ρευστότητας της οικονομίας μας.εποπτεύει το τραπεζικό σύστημα της Ελλάδας, θεσπίζοντας κανόνες και κριτήρια ωςπρος την φερεγγυότητα και την εύρυθμη λειτουργία όλων των τραπεζών. Επίσης, η Τράπεζα της Ελλάδοςλειτουργεί ως τελικός χρηματοδότης των τραπεζών, καθορίζοντας η ίδια το κόστος και το ύφος της χρηματοδότησης που παρέχει σας τράπεζες όταν θεωρηθεί μια περίπτωση άμεσης ανταπόκρισης. Σχετικά με τις Εμπορικές Τράπεζες, αποτελούν κερδοσκοπικές επιχειρήσεις οι οποίες δέχονται αποταμιεύσεις διαφόρων ατόμων καταβάλλοντας τους έναν αντίστοιχο τόκο. Ακόμη, δημιουργούν πρόσθετο χρήμα σε μια οικονομία σε αντίθετη περίπτωση με αυτή της Τράπεζας της Ελλάδος. Η προσφορά χρήματος, στη συνέχεια είναι ίσως η πιο σημαντική μεταβλητή για την άσκησητης νομισματικής πολιτικής.η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα χρησιμοποιεί ως κύριο εργαλείο τη νομισματική πολιτικήγια τη καλύτερη και αποδοτικότερη λειτουργία της. Η λειτουργία της οικονομίας μιας χώρας βασίζεται στο χρηματοπιστωτικό της σύστημα, ως τον κύριο άξονα στον οποίο κινούνται όλοι οι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί. Θεμελιώδη ρόλο διαδραματίζουν τα τραπεζικά ιδρύματα, ως ο βασικός φορέας διαχείρισης των αποταμιεύσεων της κοινωνίας και κάλυψης των αναγκών 53

χρηματοδότησης. Αναφορικά με τα ελληνικά τραπεζικά ιδρύματα, αποτελούν τον καθρέπτη του ελληνικού χρηματοπιστωτικού συστήματος και κατ' επέκταση της ελληνικής οικονομίας. Τέλος, τις τελευταίες δεκαετίες τα ελληνικά τραπεζικά συστήματα έχουν εξελιχθεί σε γιγάντιους φορείς παροχής ποικίλων και πρωτοποριακών προϊόντων και υπηρεσιών, με αποτέλεσμα να οδηγούν σε αύξηση του μεταξύ τους, ανταγωνισμού και σε συνεχόμενες βελτιώσεις προς όφελος των πελατών τους. 54

Βιβλιογραφία Βιβλία - άρθρα Γεωργακόπουλος Θ., Λιανός Θ., Μπένος Θ., Τσεκούρας Γ., Χατζηπροκοπίου Μ.,Χρήστου Γ.. Εισαγωγή στην πολιτική οικονομία. Εκδόσεις Γ. Μπένου, Αθήνα 2007. Έκθεση Τράπεζας της Ελλάδος, Νομισματική Πολίτική 2007-2008, Φεβρουάριος 2008. Έκθεση Τράπεζας της Ελλάδος, Νομισματική Πολιτική 2007-2008, Φεβρουάριος 2009. Έκθεση Τράπεζας της Ελλάδος, Νομισματική Πολίτική 2007-2008, Φεβρουάριος 2010. Ζαχαριάδης-Σοόρας Δημ.. Χρήμα Πίστη Τράπεζες, Εκδόσεις Αθ. Σταμοόλη, Αθήνα 2002. Θωμαδάκης Σταύρος Β., Ξανθάκης Μανώλης Δ.. Αγορές χρήματος & κεφαλαίου. Εκδόσεις Σταμούλη, Αθήνα 2006. Κιόχος Πέτρος Α. και Παπανικολάου Γεώργιος Δ.. Χρήμα Πίστη Τράπεζες. Εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 2000. Κορλίρας Παναγιώτης Γ.. Νομισματική Θεωρία & Πολιτική. Εκδόσεις Ε. Μπένου, Αθήνα 2006. Καρφάκης Κωνσταντίνος I., Μελάς Κώστας I., Μπένος Θεοφάνης Ε.. Αρχές Νομισματικής Θεωρίας και Πολιτικής. Εκδόσεις Μπένου, Αθήνα 2000. Κωττή Αθηνά Π., Κωττή Χριστίνα Γ.. Σύγχρονη Μακροοικονομική. Εκδόσεις Ευγ. Μπένου, Αθήνα 2000. Ηλεκτρονικές πηγές www.bankofgreece.gr el.wikipedia.org 55