ΠΑΝΤΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας Πρόγραμμα Μεταπτυχιακών Σπουδών Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας Κωνσταντίνος Μπέλσης Μία καταγγελία εναντίον του επάρχου Κυριάκου Μόραλη στη Σάμο του 1822. Ο εσωτερικός αγώνας της νήσου και η επανάσταση. ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ Σύμβουλος Σπουδών: Διονύσης Τζάκης Αθήνα, Ιούνιος 2008 1
2
Περιεχόμενα Πρόλογος 6 Εισαγωγή...7 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1 Ο Από την οθωμανική νομιμότητα στην εθνική επανάσταση 1. Η οθωμανική κυριαρχία.. 18 2. Οθωμανική διοίκηση και κοινοτική οργάνωση της Σάμου.20 3. Η περίοδος των εσωτερικών τριβών (1805-1812) 25 4. Η επανάσταση του 1821 και η οργάνωση του «Στρατοπολιτικού διοργανισμού της νήσου Σάμου».....32 5. Ο νόμος Ν.12/30.4.1822 και οι πρώτες αντιδράσεις των τοπικών ελίτ..37 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2 ο Η παρέμβαση της διοίκησης και οι τοπικοί ανταγωνισμοί 1. Η αποστολή του Αναστασίου Χριστοφόρου Παπουτζάλωφ στη Σάμο...48 2. Η άφιξη του επάρχου και οι πρώτες ενέργειες..54 3. Η πρώτη περιοδεία των αρμοστών και το «σχέδιο σύλληψης» του Λυκούργου Λογοθέτη.62 4. Η στερέωση της νέας επαρχιακής διοίκησης της νήσου 70 5. Διώξεις και εμφυλιακό κλίμα 72 6. Ο Λυκούργος Λογοθέτης στην έδρα της Διοίκησης. Διάσταση μεταξύ Βουλευτικού και Εκτελεστικού και εσωτερικές εξελίξεις στη Σάμο..75 7. Η σύγκρουση στον Πλάτανο...80 8. Η σύλληψη του Λυκούργου Λογοθέτη..84 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3 ο Η κλιμάκωση των συγκρούσεων 1. Η δεύτερη περιοδεία των αρμοστών.89 2. Προς μία νέα ένοπλη αναμέτρηση.95 3
3. Η σύγκρουση στη Χώρα.104 4. Το «σχέδιο παγίδευσης» των Καρμανιόλων και η ήττα των Καλικαντζάρων..107 5. Οι εκκλήσεις των αρμοστών «να βασιλεύσωσιν οι νόμοι και το λογικόν»...112 6. Η συνέλευση στη μονή της Μεγάλης Παναγιάς...116 7. Η απελευθέρωση του Λυκούργου Λογοθέτη 119 8. Ο Λυκούργος Λογοθέτης «κυριάρχης της Πατρίδος» και «Γενικός Διοικητής της νήσου»..121 9.Τα αποτελέσματα της αποστολής των αρμοστών στη Σάμο...126 10. Η επανίδρυση του Στρατοπολιτικού διοργανισμού και το ψήφισμα ΛΗ / 16.4.1823. Επίλογος.130 Πηγές-Βιβλιογραφία...135 4
Everything in the world is potential evidence for any subject whatever Collingwood 5
ΠΡΟΛΟΓΟΣ Το κείμενο που ακολουθεί αποτελεί κύριο σώμα διπλωματικής εργασίας που κατατέθηκε στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας του Παντείου Πανεπιστημίου Αθηνών, υποστηρίχθηκε δημοσίως και αξιολογήθηκε σύμφωνα με τον εσωτερικό κανονισμό του Προγράμματος Μεταπτυχιακών Σπουδών που θεραπεύει το εν λόγω Τμήμα. Συνιστά καρπό έρευνας και «αναμέτρησης» του υπογράφοντος με το αρχειακό υλικό και τα ιστορικά κατάλοιπα της «εμφυλιακής» περιόδου της σαμιακής ιστορίας κατά το δεύτερο έτος της Επανάστασης του 1821 καθώς και τις ιστοριογραφικές απόπειρες που έκτοτε επιχείρησαν να αφηγηθούν και να ερμηνεύσουν τα γεγονότα. Θα ήθελα να ευχαριστήσω τον διευθυντή των ΓΑΚ Σάμου Χρίστο Λάνδρο για την ανιδιοτελή αρωγή του και το έμπρακτο ενδιαφέρον του σε όλη τη διάρκεια τούτης της έρευνας. Επίσης, χρωστώ ευγνωμοσύνη στον καθηγητή Διονύση Τζάκη, ο οποίος με επαγγελματισμό και επιστημονικό ήθος συνέβαλε αποφασιστικά στην τελική μορφή του κειμένου παρακολουθώντας ενεργητικά την πορεία τούτης της έρευνας ως Σύμβουλος Σπουδών και θέτοντας με τις καίριες υποδείξεις του γόνιμα ερωτήματα. Τέλος, θα ήθελα να ευχαριστήσω τους καθηγητές και μέλη της επιτροπής αξιολόγησης τούτης της έρευνας Νίκο Θεοτοκά και Νίκο Κοταρίδη για όσα έμαθα και συνεχίζω να μαθαίνω δίπλα τους. 6
Εισαγωγή Η παρούσα εργασία αναφέρεται στις πολιτικές συγκρούσεις που έλαβαν χώρα στη Σάμο κατά τον δεύτερο χρόνο της Επανάστασης του 1821. Όπως θα δούμε, ο ανταγωνισμός των φατριών της Σάμου, των Καρμανιόλων και των Καλικαντζάρων, κορυφώνεται και αποκτά χαρακτηριστικά εμφύλιας σύγκρουσης σε μια εποχή που η Διοίκηση, αμέσως μετά την Α Εθνοσυνέλευση, επιχειρεί να συγκροτήσει ενιαίους και συγκεντρωτικά οργανωμένους θεσμούς επαρχιακής διοίκησης στις επαναστημένες περιοχές. Στο πλαίσιο αυτό, προβαίνει σε διορισμό επάρχου στο νησί. Η εξέλιξη αυτή βρήκε αντιστάσεις στις τοπικές ελίτ, ενώ η παρουσία των απεσταλμένων της Διοίκησης ανατροφοδότησε τον ανταγωνισμό και τη σύγκρουση ανάμεσά τους. Στην εργασία θα ανασυστήσουμε το ιστορικό πλαίσιο στο οποίο εκδηλώθηκε η διαμάχη ανάμεσα στις δύο φατρίες το 1822. Θα υποστηρίξουμε ότι η σύγκρουση αυτή έλκει ασφαλώς την καταγωγή της σε προγενέστερες αντιπαραθέσεις και ανταγωνισμούς που ανάγονται στις αρχές του 19 ου αιώνα, προσδιορίζεται ωστόσο από τη νέα ιστορική συγκυρία, η οποία διαμορφώνεται στο πλαίσιο της Επανάστασης. Στο πρώτο κεφάλαιο παρακολουθούμε τη μετάβαση από την οθωμανική νομιμότητα στα ενοποιητικά προτάγματα που θέτει η εθνική επανάσταση στο νησί. Αρχικά παρουσιάζεται συνοπτικά η κοινοτική οργάνωση της Σάμου κατά την περίοδο της οθωμανικής κυριαρχίας και, εν συνεχεία, αναζητούνται οι ρίζες της εσωτερικής διένεξης ανάμεσα στις φατρίες των Καρμανιόλων και των Καλικαντζάρων, που εκδηλώθηκε την πρώτη δεκαετία του 19 ου αιώνα. Πρόκειται για ανταγωνισμό που παράγεται στο πλαίσιο της λειτουργίας του κοινοτικού συστήματος (συνεπώς δεν αμφισβητεί τη νομιμότητα της οθωμανικής εξουσίας) και αφορά στον επιμερισμό της δύναμης, του κύρους και της επιρροής σε τοπικό επίπεδο (κοινοτικό σύστημα) ανάμεσα στις εξουσιαστικές ελίτ της Σάμου. Με το ξέσπασμα του Αγώνα της Ανεξαρτησίας ο ανταγωνισμός αυτός ανατροφοδοτείται και αποκτά νέα χαρακτηριστικά. Η φατρία των Καρμανιόλων μέσα σε νέα ιστορικά συμφραζόμενα κηρύσσει την επανάσταση, ανατρέπει τους Καλικαντζάρους από την κοινοτική εξουσία, εκδιώκει τις οθωμανικές αρχές και οργανώνει τοπικό σύστημα διοικητικής οργάνωσης. Στα επόμενα κεφάλαια επιχειρείται η ανασύνθεση της εξεταζόμενης ιστορικής περιόδου, η οποία σημαδεύτηκε από έναν ανυποχώρητο και εξοντωτικό ανταγωνισμό ανάμεσα στις τοπικές ελίτ του νησιού με κατάληξη την ένοπλη αναμέτρηση και την προσωρινή υπερίσχυση των 7
Καρμανιόλων. Ταυτόχρονα, εξετάζεται ο ρόλος των νέων θεσμών, που στο ίδιο ιστορικό πλαίσιο συστήνονται από τη Διοίκηση, η οποία επιδιώκει να επιβάλλει «επαναστατικώ δικαίω» στις επαναστατημένες περιοχές ενοποιητικά προτάγματα στο όνομα του έθνους. Πιο συγκεκριμένα, στο δεύτερο κεφάλαιο προσπαθούμε να κατανοήσουμε τους τρόπους με τους οποίους τα όργανα της Διοίκησης εμπλέκονται στον ανταγωνισμό των τοπικών φατριών. Στο τρίτο κεφάλαιο επικεντρωνόμαστε στην κλιμάκωση του εσωτερικού αγώνα, που εκφράστηκε με την κατάληψη της εξουσίας από τους Καρμανιόλους. Εφαλτήριο για την ανασύνθεση της εμφυλιακής περιόδου στη Σάμο αποτελεί μία επώνυμη καταγγελία εναντίον του διορισμένου από τη Διοίκηση επάρχου Σάμου χρονολογημένη στα μέσα φθινοπώρου του 1822. Η παράλληλη χρησιμοποίηση αρχειακού υλικού συμπληρώνει εν πολλοίς τις εξιστορήσεις των παραδοσιακών τοπικών ιστοριογράφων και «φωτίζει» άγνωστες πτυχές της τοπικής ιστορίας του νησιού. Έτσι, η παρούσα εργασία παρέχει τη δυνατότητα μίας άλλης ανάγνωσης και ερμηνείας των πηγών φιλοδοξώντας να συμβάλει στη σαμιακή ιστοριογραφία της εξεταζόμενης περιόδου, όπως για παράδειγμα αυτό επιχειρείται αναφορικά με τη δεξίωση των ενοποιητικών προταγμάτων της Επανάστασης από τις τοπικές φατρίες, τις συνθήκες φυγής από τη Σάμο και σύλληψης του Λυκούργου Λογοθέτη το καλοκαίρι του 1822 στην Πελοπόννησο, την ένοπλη σύγκρουση στον Πλάτανο και τα ιστορικά της συμφραζόμενα, την κινητοποίηση των χωριών της Σάμου στα τέλη Νοεμβρίου 1822 ενόψει της συγκέντρωσης στρατιωτικών δυνάμεων με πρωτοβουλία των Καρμανιόλων, ή ακόμη τις συγκρούσεις στη Χώρα και τον Πύργο που σηματοδότησαν την προσωρινή υπερίσχυση της φατρίας των Καρμανιόλων. Η παρούσα εργασία, λοιπόν, σε ένα πρώτο επίπεδο προσπαθεί να παρακολουθήσει τις διεργασίες εθνικοποίησης της τοπικότητας επικεντρώνοντας στο παράδειγμα της Σάμου και στον ανταγωνισμό ανάμεσα στις φατρίες των Καρμανιόλων και των Καλικαντζάρων. Οι, ως άνω, πτυχές αποτελούν όψεις συμπληρωματικές και αλληλένδετες στον βαθμό που οι τοπικές αρχηγεσίες της νήσου προσπαθούν να συντονίσουν τις εξουσιαστικές βλέψεις τους με τα νέα δεδομένα που παράγει η Επανάσταση. Σε ένα δεύτερο επίπεδο επιχειρείται η ανάδειξη των αντιφάσεων, των συγκρουσιακών στοιχείων και η προβολή των κινήτρων των προσώπων και των συλλογικών υποκειμένων, που με τη δράση τους διαμόρφωναν τους όρους παραγωγής των ιστορούμενων γεγονότων. Μέσα από αυτή τη διαπραγμάτευση μπορούμε να παρακολουθήσουμε τις προσπάθειες της Διοίκησης δια των εντεταλμένων οργάνων της να διαχειριστεί την εσωτερική κατάσταση του νησιού, τις αντιδράσεις των 8
τοπικών εξουσιαστικών ελίτ, τις επιλογές ή ενέργειες των ηγετικών τοπικών παραγόντων και τις φάσεις εκδήλωσης της εμφύλιας σύγκρουσης μεταξύ των φατριών που εντείνεται με την ανάμειξη της Διοίκησης. Εκτός όμως από την παραπάνω προβληματική τίθενται και περιφερειακά ερωτήματα, που συναρτώνται με τα ιστορικά συμφραζόμενα της περιόδου, η οποία εξετάζεται. Έτσι, ενόψει της παρουσίασης της εμφυλιακής περιόδου του νησιού στα 1822 κρίνεται σκόπιμη η απόσπαση των γεγονότων της προεπαναστατικής Σάμου από οποιαδήποτε αναδρομική ανάγνωση που αντιλαμβάνεται τον ιστορικό χρόνο ως εθνικό με γραμμική και εξελικτική τροχιά. Οι συγκρούσεις και οι ανταγωνισμοί των αντιπάλων φατριών που προηγήθηκαν της Επανάστασης δεν αντιμετωπίζονται ως προανάκρουσμα όσων θα σημαδέψουν το νησί στη συνέχεια, κάτι που υποστήριξαν οι ιστοριογράφοι της Σάμου από το δεύτερο μισό του 19 ου αιώνα ως τις μέρες μας. Συνεπώς, ο εσωτερικός αγώνας εξουσίας και οι εμφυλιακές συγκρούσεις σε τοπικό επίπεδο επιχειρείται να ιδωθούν μέσα από μία ευρύτερη διαδικασία μετασχηματισμού των παραδοσιακών δομών. Η διαμάχη ανάμεσα στις τοπικές φατρίες κατά την προεπαναστατική περίοδο όχι μόνο επικαιροποιείται, αλλά αποκτά και νέα ποιοτικά χαρακτηριστικά. Κατά τη διάρκεια του Αγώνα της Ανεξαρτησίας η ανάδυση μίας νέας συλλογικής συνείδησης-ταυτότητας επρόκειτο να αναμετρηθεί με παραδοσιακές αυθεντίες, νοοτροπίες και σημαινόμενα που αποκτούσαν βαθμιαία ένα νέο ιδεολογικό φορτίο. Οι τοπικές ελίτ της Σάμου, το αγροτοποιμενικό στοιχείο, ο εμποροναυτικός κόσμος, οι ανώνυμοι ένοπλοι, εισέρχονται στο δυναμικό πεδίο της Επανάστασης, ακόμη κι αν περιθωριοποιούνται ή αποδυναμώνονται. Συμμετέχουν στα ιστορικά γεγονότα, «διαπραγματεύονται» τους όρους της μελλοντικής τους ύπαρξης και βιώνουν με δραματικό τρόπο τις εξελίξεις σε τοπικό και υπερτοπικό επίπεδο. Άλλωστε, η κεφαλαιοποίηση της προσφοράς στον εθνικό αγώνα προϊούσης της Επανάστασης συνιστούσε για τα ιστορικά υποκείμενα ισχυρό κίνητρο εμπλοκής και προσωπικής επένδυσης. Επιπλέον, η σύσταση και η λειτουργία υπερτοπικών φορέων εξουσίας, από τη μια, και η επιδιωκόμενη ένταξη των τοπικών κοινωνικοπολιτικών ελίτ σε μία εθνοποιητική διαδικασία, από την άλλη, αποτελούσαν ισχυρά διακυβεύματα και συναρτώνταν άμεσα από τις στρατιωτικές εξελίξεις και τη γενικότερη πορεία της Επανάστασης. Στην προοπτική αυτή εξετάζονται οι αντιδράσεις των φατριών, που άρθρωναν την κοινωνικοπολιτική τους επιρροή σε τοπικό επίπεδο στη βάση εμπεδομένων δικτύων συγγένειας και μίας ισχυρής αίσθησης της τοπικότητας. Σε αυτό το πλαίσιο εξετάζεται ο τρόπος με τον οποίο 9
βιώνεται η επέμβαση της Διοίκησης και, εν συνεχεία, γίνεται προσπάθεια κατανόησης της «λογικής» και των «επιχειρημάτων» της κάθε πλευράς. Όπως θα δούμε, η Διοίκηση επιχειρεί, ενίοτε με δυναμικό τρόπο, να ελέγξει δια των διορισμένων οργάνων της τις φυγόκεντρες τάσεις παρακάμπτοντας το βιωμένο κοινοτικό κεκτημένο της οθωμανικής περιόδου και τις νοοτροπίες που αυτό συνεπαγόταν. Η επέμβαση αυτή, ωστόσο, απελευθερώνει εσωτερικές κοινωνικές δυνάμεις και ενεργοποιεί τις τοπικές φατρίες, οι οποίες καλούνται να ιεραρχήσουν προτεραιότητες, να προσαρμόσουν στρατηγικές δράσης και να σχεδιάσουν μελλοντικούς στόχους χωρίς να απορρίπτουν το εθνοποιητικό πρόταγμα της Επανάστασης. Ο τρόπος με τον οποίο η Διοίκηση επιχειρεί να εθνικοποιήσει την τοπικότητα και να διαρρήξει το «στρατοπολιτικό σύστημα διοίκησης», που οργανώθηκε από τον Λυκούργο Λογοθέτη με την έκρηξη της επανάστασης, έθετε εξ αρχής ένα ζήτημα για τις τοπικές εξουσιαστικές σχέσεις και τον κοινωνικό σχηματισμό της Σάμου. Από την άλλη, η εμμονή των Καρμανιόλων στο κεκτημένο του «Στρατοπολιτικού διοργανισμού» δεν πρέπει να ερμηνευτεί αναδρομικά ως ένδειξη μειωμένου «πατριωτισμού» στην προοπτική της εθνικής ολοκλήρωσης, αλλά περισσότερο ως ευθεία προβολή της ιδεολογίας των Καρμανιόλων σε υπαρκτά και αναγνωρίσιμα πρότυπα άσκησης της εξουσίας, όπως το παράδειγμα της «πεφωτισμένης δεσποτείας». Επιπροσθέτως, η έρευνα της εμφυλιακής περιόδου του νησιού και η αντιμετώπισή της από τις επαναστατικές διοικήσεις, που προέκυψαν τόσο από την πρώτη όσο και από τη δεύτερη Εθνοσυνέλευση, αναδεικνύει τις εσωτερικές συγκρούσεις μέσα από τις εναλλαγές των συσχετισμών των πολιτικών δυνάμεων, τις αλλαγές των προσώπων και των τάσεων στα ίδια τα κεντρικά όργανα της διοίκησης του επαναστατημένου έθνους. Ο εμφύλιος της Σάμου συνδυάζεται με τις γενικότερες επαναστατικές συνθήκες, την έκβαση του Αγώνα στο πεδίο των μαχών και τον εσωτερικό αγώνα εξουσίας σε επίπεδο κεντρικής διαχείρισης της εξουσίας με κατάληξη στα γεγονότα, τα οποία εκδηλώθηκαν με επίκεντρο τον Μοριά στα 1824. Ο εμφύλιος πόλεμος στη Σάμο, που εκδηλώθηκε μετά την άφιξη στο νησί του διορισμένου από τη Διοίκηση επάρχου την άνοιξη του 1822, πέρα από τις προσωπικές βλέψεις και τα συμφέροντα των πρωταγωνιστών, τους τακτικισμούς, τους τυχοδιωκτισμούς, τα «προδοτικά σχέδια» και τις ρητές ή άρρητες προθέσεις, επικαιροποίησε το βασικό διακύβευμα της επανάστασης για την κατίσχυση ενός ενιαίου και συγκεντρωτικά οργανωμένου εθνικού τύπου κράτους, ένα χρόνο περίπου πριν την ένοπλη μορφή που θα λάβει ο ανταγωνισμός για τον έλεγχο των οργάνων της Διοίκησης. Οι διενέξεις, τα ιστορικά «επεισόδια» στη σαμιακή ύπαιθρο, οι συγκρούσεις, οι διώξεις, οι φυλακίσεις, η εκμετάλλευση της έκρυθμης κατάστασης από προσωπικά κίνητρα, οι 10
διαφορετικές και συγκρουόμενες εκτιμήσεις για τον ρόλο της Διοίκησης και τη σχέση των ατόμων ή των συλλογικών υποκειμένων με αυτήν, σημάδεψαν τις τοπικές κοινωνίες της Σάμου στο χρονικό πλαίσιο που εξετάζουμε. Στην παρούσα εργασία επιχειρείται μία προσέγγιση στη βάση της διασταυρωμένης τεκμηρίωσης αλλά και της ανατροφοδότησης των ιστορικών πηγών με νέες προβληματικές. Μέσα από τη διαπραγμάτευση της περιόδου αυτής επιχειρείται ταυτόχρονα μία κριτική ανάγνωση των ιστορικών πληροφοριών που αντλούμε από τα σχετικά ιστοριογραφικά έργα του 19 ου και 20 ου αιώνα. Επίσης, λαμβάνονται υπόψη νεότερες έρευνες που ανατροφοδότησαν τις σαμιακές μελέτες και γονιμοποίησαν την έρευνα της τοπικής ιστορίας. Σχετικά με την επανάσταση της Σάμου (1821-1828) αντλήθηκε πρωτογενές υλικό από τα ΓΑΚ (Γενικά Αρχεία του Κράτους), τα ΓΑΚ Σάμου, τα Αρχεία της Ελληνικής Παλιγγενεσίας, το Αρχείο Ιωάννη Κωλέττη, το Αρχείον Ιστορικόν Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου, το Αρχείον της κοινότητος Ύδρας 1778 1832 και τα Αρχεία Λάζαρου και Γεώργιου Κουντουριώτου. Ειδικότερα, σχετικά με το αρχειακό υλικό των Γενικών Αρχείων του Κράτους νομού Σάμου που χρησιμοποιήθηκε σε αυτή την έρευνα, πρέπει να σημειωθεί ότι το μεγαλύτερο μέρος του προέρχεται από τις συλλογές των εγγράφων του 17 ου, 18 ου και 19 ου αιώνα. Πρόκειται για αρχεία και συλλογές εγγράφων που αφορούν στο χρονικό ανάπτυγμα μέσα στο οποίο εκδηλώνονται τα γεγονότα του εμφυλίου πολέμου της Σάμου (1822-1823). Τα σαμιακά έγγραφα που επί το πλείστον χρησιμοποιήθηκαν περιλαμβάνονται στον φάκελο Α1 (1822-1828) και αποτελούν αρχειακό υλικό της συλλογής Γ. Βλαχογιάννη που περιήλθε στο Ιστορικό Αρχείο Σάμου τον Ιανουάριο του 1939. Τα έγγραφα δε αυτά, όπως και άλλα, έχουν μικροφωτογραφηθεί από τον Α. Τσελίκα για λογαριασμό του Ιστορικού και Παλαιογραφικού Αρχείου του Μορφωτικού Ιδρύματος Εθνικής Τράπεζας (1984-1987) και επιπλέον καταλογογραφηθεί από τον Χρίστο Λάνδρο, διευθυντή των ΓΑΚ Σάμου. Από τα 128 έγγραφα του φακέλου τα 109 αναφέρονται στο 1822 (17 είναι χωρίς ακριβή χρονολογία), 18 ανήκουν στο 1823, 1 στο 1825 και 1 στο 1828. Όσον αφορά το είδος τους είναι κυρίως αναφορές, επιστολές, εγκύκλιοι, διακηρύξεις και σημειώματα. Τα περισσότερα δε αναφέρονται στην περίοδο που εξετάζουμε και αφορούν τη διοίκηση του νησιού από τον έπαρχο Κυριάκο Μόραλη και την παρουσία των αρμοστών στη Σάμο από τα τέλη του 1822 ως τις αρχές του 1823, με σκοπό να συγκεντρώσουν τις ορισμένες από το εθνικό κέντρο συνεισφορές της Σάμου για τον στόλο αλλά και να διευθετήσουν τις διαφορές των δύο τοπικών φατριών, των Καλικαντζάρων και των Καρμανιόλων. 11
Παράλληλα, αν εξαιρέσουμε αυτές τις δεξαμενές γνώσης και άντλησης πληροφοριών των επίσημων αρχείων, η παρούσα εργασία άντλησε ιστορικό υλικό από δευτερογενείς πηγές της τοπικής ιστορίας του νησιού και ιστοριογραφικά έργα που θεωρούνται ως «σημεία αναφοράς». Έτσι, αναζητήθηκε η διαπραγμάτευση της εξεταζόμενης εμφυλιακής περιόδου της Σάμου μέσα από έργα σαμίων ιστορικών της εποχής της Ηγεμονίας της Σάμου (1834-1912). Τα ιστοριογραφικά αυτά έργα παράγονται υπό το κράτος των κοινών περί ιστορίας αντιλήψεων του δεύτερου μισού του 19 ου αιώνα και αναπνέουν στη συγχρονία των εθνικών διεκδικήσεων και των εθνικών πόθων. Οι παραπάνω πηγές ιστορικού-πληροφοριακού υλικού για τη Σάμο συνδυάζονται επίσης με τις μεγάλες εθνικές αφηγήσεις του 19 ου αιώνα στο πλαίσιο των προσπαθειών για μία ενιαία εθνική ιστορία. Στις απόπειρες αυτές το ενιαίο εθνικό αφήγημα αντιλαμβανόταν ανεξαιρέτως τον ιστορικό χρόνο ως εθνικό, εντάσσοντας το τοπικό στο εθνικό ως αναπόσπαστο τμήμα της συνεχούς, αδιάλειπτης και ενιαίας πορείας του έθνους στην Ιστορία 1. Η ιστορία της Σάμου και εν γένει η θέση της στο πλαίσιο των σαμιακών σπουδών και τη σχετική βιβλιογραφία είναι δομημένη σχεδόν εξ ολοκλήρου στην εικόνα που ο Επαμεινώνδας Σταματιάδης παρουσίασε στο έργο του, το οποίο αποτέλεσε και βασική πηγή της ιστορίας της νήσου στα μεταγενέστερα χρόνια σε σημείο, ώστε η ιδεολογική διερεύνηση αυτού ακριβώς του έργου να μπορεί να εξηγήσει και να υπομνηματίσει τις επιλογές και τις κατευθύνσεις της αντίστοιχης νεότερης έρευνας. Η βασική προγραμματική και ιδεολογική ως άνω αρχή προσδιορίζει όχι μόνο τις μεθόδους επεξεργασίας και χρήσης των πηγών του συγγραφέα των Σαμιακών, αλλά θέτει και εξαρχής το αίτημα της απόσπασης των ιστορουμένων από τα ιστορικά συμφραζόμενα και την αναδρομική τους ανάγνωση. Ο Αλέξης Σεβαστάκης (1925-1998) επισημαίνει, ενδεικτικά, ότι ο Επ. Σταματιάδης δεν αναζήτησε τις αιτίες των κοινωνικών συγκρούσεων της εποχής, αλλά αρκέστηκε να επισημάνει «τον τουρκικόν δεσποτισμόν, όστις παρήγαγε πάθη δυσκάθεκτα μεταξύ των συμπολιτών ων αποτέλεσμα εγένετο χρονία και πατριδοφθόρος πάλη των Σαμίων προς αλλήλους». Η, ως άνω, επισήμανση αποκτά ιδιαίτερη βαρύτητα αν αναλογιστεί κανείς την επιρροή που άσκησαν τα Σαμιακά 2 του Επ. Σταματιάδη (1830-1901) σε όσους επιχείρησαν στη συνέχεια να προσεγγίσουν ζητήματα της σαμιακής ιστορίας. Το πεντάτομο έργο του Επ. Σταματιάδη στηρίζεται εν πολλοίς σε έργα προγενεστέρων 1 Π. Λέκκας, Εθνικιστική ιδεολογία και εθνική ταυτότητα, Τα Ιστορικά, τχ. 11 (Δεκέμβριος 1989), σσ. 313-337. Επίσης, Ν. Ροτζώκος, Εθναφύπνιση και εθνογένεση, Βιβλιόραμα, Αθήνα 2007, σσ. 39-84. 2 Επ. Σταματιάδης, Σαμιακά, ήτοι ιστορία της νήσου Σάμου από των παναρχαίων χρόνων μέχρι των καθ ημάς. Εν Σάμω 1881-1887, τ.1-5 α έκδοση 1862 και β έκδοση Αθήνα 1965-1971(επιμ. Γιάννη Ζαφείρη και Ν. Μύτικα). 12
ιστοριογράφων, όπως ο Γεώργιος Δημητριάδης 3, ο Εμμανουήλ, Κρητικίδης 4 και ο μηλιακής καταγωγής αρχιεπίσκοπος Σάμου και Ικαρίας Ιωσήφ Γεωργειρήνης 5. Σχετικά δε με τα ιστορικά γεγονότα που σημάδεψαν το νησί κατά την εξεταζόμενη περίοδο ο Επ. Σταματιάδης αναφέρεται στο ενδέκατο και δωδέκατο κεφάλαιο του δεύτερου τόμου των Σαμιακών του. Αναφορικά με την εξεταζόμενη στην παρούσα εργασία περίοδο του εμφυλίου στη Σάμο χρησιμοποιήθηκε ιστορικό υλικό από το έργο του επίσης σάμιου ιστορικού της Ηγεμονίας, Νικολάου Σταματιάδη (1849-1908). Το έργο του εντάσσεται στο ίδιο ιστοριογραφικό περιβάλλον με το έργο του Επ. Σταματιάδη. Περιέχει πλήθος ιστορικών πηγών, που διακόπτονται ενίοτε από λογοτεχνικές, λαογραφικές ή άλλες κειμενικές παρεμβολές. Οι πηγές του παρατίθενται με αυστηρότητα συλλεκτική ωστόσο, απουσιάζει ο κριτικός σχολιασμός τους. Προσπαθεί να αποστασιοποιηθεί από τα γεγονότα αφήνοντας τον μελετητή να εξαγάγει τα συμπεράσματά του, αν και διαφαίνεται συχνά η προβολή της προσωπικότητας του Λυκούργου Λογοθέτη και του πρωταγωνιστικού ρόλου του. Ωστόσο, το έργο του, μολονότι στερείται αφηγηματικής συνοχής, αποτελεί χρήσιμο συμπληρωματικό εργαλείο έρευνας τόσο με τις αποκλίσεις που παρουσιάζει σε σχέση με την εξιστόρηση Επ. Σταματιάδη, όσο και με τη δημοσίευση πλήθους, άγνωστου ως τότε, ιστορικού υλικού. Το δίτομο έργο του: Σαμιακά ήτοι ανέλιξις της νεωτέρας ιστορίας της Σάμου δι επισήμων εγγράφων, που συμπεριλαμβάνει τις βιογραφίες του Λυκούργου Λογοθέτη και του Κωνσταντίνου Λαχανά και αποτελείται συνολικά από 1.200 σελίδες, κυκλοφόρησε σταδιακά, αφού δημοσιευόταν τμηματικά σε φυλλάδια. Ο πρώτος τόμος εκδόθηκε στα 1899 με αρκετές αναφορές στην εμφυλιακή περίοδο του νησιού, ενώ ο δεύτερος τόμος στα 1900. Σε ιδιαίτερο δε τεύχος κυκλοφόρησε και η βιογραφία του Κ. Λαχανά, η οποία αποτελείται από 76 σελίδες, εκδόθηκε στα 1906 και είναι χρήσιμη πηγή άντλησης πληροφοριών δεδομένης της δράσης που ανέπτυξε ο καρμανιόλος βιογραφούμενος κατά την εξεταζόμενη εμφυλιακή περίοδο. Επίσης, αξίζει να σημειωθεί ότι στον 3 Ιστορία της Σάμου, συνταχθείσα και εκδοθείσα υπό αυτόπτου των κατά την επανάστασι γεγονότων, Εν Χαλκίδι 1866. Σχετικά δε με την υποδοχή του έργου του από τον Επαμεινώνδα Σταματιάδη, βλ. σχετικά, Ο Γεώργιος Δημητριάδης απορραπιζόμενος ως διαστροφεύς και παραχαράκτης της κατά την Ελλην. Επανάστασιν Ιστορίας της Σάμου, Αθήνησι, Τύποις Π. Α. Σακελλαρίου (1867) και, Δεύτερον απορράπισμα του διαστροφέως και παραχαράκτου της κατά την Ελληνικήν Επανάστασιν Ιστορίας της Σάμου Γεωργίου Δημητριάδου, Αθήνησι, Τύποις Λ. Μηλιάδου και Σ. Οικονόμου (1868) 4 Πραγματεία περί της ερημώσεως και του συνοικισμού της Σάμου, Εν Ερμουπόλει Σύρου, τυπ. Ρ. Πρίντεζη, 1871 (επανέκδ. Καραβίας) 5 A description of the present state of Samoa, Nicaria, Patmos and mount Athos. London 1678 (και σε φωτοχημική επανέκδοση, Βιβλιοπωλείον Νότη Καραβία [Αθήναι]. Βιβλιοθήκη Ιστορικών Μελετών 23 13
δεύτερο τόμο του έργου του ο Ν. Σταματιάδης διασώζει μία εκτενή ρίμα 6, της οποίας το χειρόγραφο σήμερα δεν είναι γνωστό και το οποίο αποτελεί τη μοναδική σχεδόν πηγή άντλησης πληροφοριών για τη σύγκρουση Καλικαντζάρων και Καρμανιόλων κατά την πρώτη δεκαετία του 19 ου αιώνα. Έτσι, για τα, ως άνω, γεγονότα της προεπαναστατικής περιόδου στη Σάμο, ο Ν. Σταματιάδης αναπληρώνει το «κενό» που άφησε ο προγενέστερός του, Επ. Σταματιάδης. Αναφορικά με την επανάσταση στη Σάμο και την εξεταζόμενη περίοδο 1821-1823 στο νησί, όπως επισημάνθηκε, οι ιστοριογραφικές προσεγγίσεις κατά τον 20 ο αιώνα στηρίχθηκαν εν πολλοίς στα έργα των προαναφερθέντων και, ιδιαιτέρως, στο έργο του Επ. Σταματιάδη. Ο Κώστας Πτίνης (1912-1996) στη νεανική μονογραφία του Η Σάμος και το 21 7 αφιερώνει στα γεγονότα της περιόδου που εξετάζουμε ένα κεφάλαιο με τίτλο: «Ο Εμφύλιος». Ο Κ. Πτίνης επιχειρεί μία σύντομη και όχι λεπτομερή έκθεση των γεγονότων αποφεύγοντας τις περισσότερες φορές να μνημονεύσει τις πηγές του. Στην αφήγησή του γίνεται επιλεκτική χρήση ενός αρκετά περιορισμένου ιστορικού υλικού και ο εμφύλιος πόλεμος στο νησί παρουσιάζεται ως το αποτέλεσμα των άστοχων και «επιπόλαιων» ενεργειών της Διοίκησης διά των απεσταλμένων της, του επάρχου Κυριάκου Μόραλη και των αρμοστών των νησιών του Αρχιπελάγους, οι οποίοι κατέφθασαν στη Σάμο αποβλέποντας «στην συγκέντρωση χρηματικών ποσών για να καλυφθούν οι ανάγκες του στόλου». Η αφήγησή του παρουσιάζει χρονικές ανακολουθίες, υστερεί σε ιστορική τεκμηρίωση και αρκείται σε μία επιφανειακή και επιλεκτική χρήση του ιστορικού υλικού. Η όλη διαπραγμάτευση αναδεικνύει τον ηγετικό ρόλο του Λυκούργου Λογοθέτη στην επανάσταση της Σάμου, ενώ παρουσιάζει τον λαό της Σάμου να τάσσεται ως συμπαγές σύνολο με την φατρία των Καρμανιόλων. Από την άλλη, η φατρία των Καλικαντζάρων αποτελεί έναν αντίθετο πόλο χωρίς ισχυρό λαϊκό έρεισμα κατά τη διάρκεια της εξεταζόμενης περιόδου. Παραμένοντας στον χώρο της τοπικής δημοσιογραφίας αναφέρουμε επίσης την περίπτωση του Ιωάννη Δ. Βακιρτζή (1878-1950), ο οποίος 6 «Ιστορική διήγησις των κατά την νήσον Σάμον συμβεβηκότων από αωη άχρι του αωια διά στίχων πολιτικών, συγγραφείσα αυτόπτη τινι και αυτηκόω πάντων, ού το όνομα εν τέλει ένεστι» στο: Ν. Σταματιάδης, Σαμιακά, ήτοι ανέλιξις της νεωτέρας ιστορίας της Σάμου δι επισήμων εγγράφων, ων προτάσσονται αι βιογραφίαι των Λογοθέτου Λυκούργου και Κωνσταντίνου Λαχανά (εν Σάμω, 1908), τ. 2, σσ. 431-492. Βλ. επίσης, Μ. Σίμος, Μία προεπαναστατική σαμιακή ομάδα. Γεωργίου-Αναγνώστη Σαλαμαλέκη «Ιστορική διήγησις», Σαμιακή Επιθεώρηση, τχ. 39-40, Αθήνα 1990, σσ. 130-135 Κ. Καραθανάσης, Από ένα λαϊκό στιχούργημα του 1812 (αποσπάσματα), Σαμιακή Επιθεώρηση, τχ. 37-38, σσ. 3-4. 7 Κ. Πτίνης, Η Σάμος και το 21, Σάμος 1990. 14
εξέδωσε στα 1912 την Επίτομη Ιστορία της Σάμου 8. Σχετικά με το εν λόγω έργο γνωρίζουμε ότι συγγράφεται στο διάστημα 1908-1912 και στηρίζεται στην υπάρχουσα βιβλιογραφία και, κυρίως, στα Σαμιακά του Επ. Σταματιάδη, τα οποία αποτελούσαν μια ιστορία δύσχρηστη λόγω του όγκου της. Αντιθέτως, η εξιστόρηση του Ι. Βακιρτζή φτάνει μέχρι το 1834, είναι επίτομη, πιο προσιτή και πιο εύχρηστη. Το εγχείρημά του είχε επιτυχία και τον καθιέρωσε ως ιστορικό, συνεχιστή του Επ. Σταματιάδη. Δεν γνωρίζουμε σε πόσα αντίτυπα κυκλοφόρησε η επίτομη ιστορία του γεγονός πάντως είναι ότι εξαντλήθηκε σύντομα και σήμερα είναι δυσεύρετη. Ο Ι. Βακιρτζής αναφέρεται στα γεγονότα της περιόδου 1822-1823 και τον εμφύλιο της Σάμου στο τέταρτο και πέμπτο κεφάλαιο του έργου του. Στο έργο του Γιάννη Α. Ζαφείρη Λυκούργος Λογοθέτης, ο μεγάλος του 1821 9 και το οποίο εκδίδεται σε μία φορτισμένη πολιτικά ατμόσφαιρα σχεδόν αμέσως μετά την μεταπολίτευση επιχειρείται μία ιστορική βιογραφία του σαμιώτη αρχηγού και οργανωτή της σαμιακής επανάστασης με έμφαση στη «χαρισματική» του προσωπικότητα. Ταυτόχρονα, αναδεικνύεται ο ρόλος και η προσφορά στην εθνική επανάσταση της φατρίας των Καρμανιόλων που ως ένα πιστό στον αρχηγό του, συμπαγές και πρωτοποριακό επαναστατικό συλλογικό υποκείμενο αντιπαλεύει με τις εγχώριες δυνάμεις ανάσχεσης της «προόδου» και μετά από αγώνες και θυσίες δικαιώνεται. Αντιθέτως, στηλιτεύεται η στάση της φατρίας των Καλικαντζάρων, η οποία αντιμετωπίζεται γενικά ως «αντιδραστική δύναμη», που απεργαζόταν το εθνικό όραμα, με απώτερο στόχο τη διατήρηση του ελέγχου της τοπικής εξουσίας. Αναφορικά δε με την εξεταζόμενη περίοδο, ο Γ. Ζαφείρης αφιερώνει το ένατο κεφάλαιο με τίτλο: «Η Προσωρινή Διοίκηση μεταφέρει στη Σάμο τον εμφύλιο πόλεμο. Ο έπαρχος Μώραλης. Ο έπαρχος Χ Ανδρέας Αργύρης». Η επανάσταση στη Σάμο και η διαμάχη ανάμεσα στις αντίπαλες φατρίες των Καρμανιόλων και των Καλικαντζάρων αποτέλεσαν επίσης πεδίο έρευνας του Αλ. Σεβαστάκη, που προαναφέρθηκε. Ο σάμιος ιστορικός εμπλουτίζοντας την έρευνα και τις σαμιακές μελέτες κατά το δεύτερο μισό του 20 ου αιώνα χρησιμοποιεί αρχειακό υλικό και το υποβάλει σε επιστημονικό έλεγχο παράλληλα με τις «παραδοσιακές» πηγές της σαμιακής ιστορίας. Στο έργο του Το κίνημα των Καρμανιόλων στη Σάμο, 1805-1812 10 φωτίζει με ανέκδοτα έγγραφα τη σαμιακή προεπαναστατική ιστορία και διεισδύει στην εξεταζόμενη περίοδο προσθέτοντας νέα 8 Ι. Βακιρτζής, Ιστορία της Σάμου. Από των αρχαιοτάτων χρόνων μέχρι του 1834, Σάμος 1912. 9 Γ. Ζαφείρης, Λογοθέτης Λυκούργος, ο μεγάλος του 21, Αθήνα 1977. 10 Αλ. Σεβαστάκης, Το κίνημα των «Καρμανιόλων» στη Σάμο 1805-1812, ΠΙΣΝΔ, Αθήνα 1996. 15
στοιχεία στην κατανόηση των διεργασιών και του πλαισίου μέσα από τα οποία η Σάμος δεξιώθηκε την εθνική επανάσταση του 1821. Επιπλέον, επιχειρεί να αναδείξει πληρέστερα το έμμετρο χρονικό του λαϊκού στιχοπλόκου από τη Λέκα, το οποίο, όπως ήδη προαναφέρθηκε, διέσωσε δημοσιεύοντάς το ο Ν. Σταματιάδης και στο οποίο παρέχεται η «δυνατότητα μίας πιστής σχεδόν αναπαράστασης της κρίσιμης εκείνης περιόδου». Επίσης, στο έργο του Οι Καρμανιόλοι στην Επανάσταση της Σάμου. Ιωάννης Λεκάτης 11 εξετάζει τη δράση του καρμανιόλου γραμματέα του «Στρατοπολιτικού διοργανισμού» Σάμου στο ιστορικό πλαίσιο της εθνικής επανάστασης και των επιδιώξεων της φατρίας των Καρμανιόλων. Ειδικότερα δε για τα γεγονότα της εμφυλιακής περιόδου της Σάμου 1822-1823, ο Αλ. Σεβαστάκης επιχειρεί μία σύντομη αναψηλάφηση στηριγμένη εν πολλοίς σε αρχειακό υλικό στο δημοσίευμά του: Το Στρατοπολιτικό Σύστημα Σάμου και η Κεντρική Ελληνική Διοίκηση 12 καθώς και σε άλλα δημοσιευμένα ή αδημοσίευτα κείμενά του, τα οποία εκδόθηκαν με πρωτοβουλία του Πνευματικού Ιδρύματος Σάμου «Νικόλαος Δημητρίου» υπό τον γενικό τίτλο: Ιστορικά Ανάλεκτα 13. Τέλος, αξίζει να αναφερθεί η δημοσίευση από τον Μανόλη Βουρλιώτη ενός ιστορικού κειμένου, το οποίο από το 1867 φαίνεται ότι «αγνοείται», υπό τον τίτλο: «Σύντομον ιστορικόν υπόμνημα των εν Σάμω συμβάντων κατά τον υπέρ ελευθερίας ελληνικόν αγώνα, συνταχθέν υπό του Γενικού αυτής αρχηγού Λογοθέτου Λυκούργου, Γερουσιαστού και υποστρατήγου. Το υπόμνημα τούτο εύρηται εν αυτοσχεδίω χειρογράφω του μακαρίτου πατρός ημών Λυκούργου σωζόμενον, και εξ αυτού ποιούμεν την παρούσαν αντιγραφήν» (Σχόλια από τον Αλέξανδρο Λυκούργο) 14. Το κείμενο, που ανήκει στο ιστορικό αρχείο δωρεάς Γιάννη Βλαχογιάννη είναι χειρόγραφο και βρίσκεται ανάμεσα σε ποικίλο ιστορικό υλικό στα ΓΑΚ (κυτίο Δ84). Το εν λόγω χειρόγραφο παρουσιάζεται ως αντίγραφο από το πρωτότυπο, το οποίο έχει χαθεί η δε αντιγραφή, οι όποιες υποσημειώσεις και τα σχόλια του κειμένου ανήκουν στον γιο του Λυκούργου, Αλέξανδρο Λογοθέτη (1827-1875). Το χειρόγραφο αποτελείται από πέντε κεφάλαια, τα οποία καταλαμβάνουν τις 24 σελίδες του. Από αυτά τα δύο πρώτα κεφάλαια (σελίδες 1-12), αναφέρονται στα δύο πρώτα 11 Αλ. Σεβαστάκης, Οι Καρμανιόλοι στην Επανάσταση της Σάμου. Ιωάννης Λεκάτης, Διογένης, Αθήνα 1980. 12 Αλ. Σεβαστάκης, Το Στρατοπολιτικό Σύστημα Σάμου και η Κεντρική Ελληνική Διοίκηση, Σαμιακές Μελέτες, τ. 1 ος, Πνευματικό Ίδρυμα Σάμου «Νικόλαος Δημητρίου» (ΠΙΣΝΔ), Αθήνα 1994, σσ. 97-120 13 Αλ. Σεβαστάκης, Ιστορικά Ανάλεκτα, Πνευματικό Ίδρυμα Σάμου «Νικόλαος Δημητρίου», Αθήνα 2005, σσ. 17-79. 14 Μ. Βουρλιώτης, Λογοθέτη Λυκούργου «Τα εν Σάμω συμβάντα κατά τον υπέρ ελευθερίας ελληνικό αγώνα. Τα κατά την Σάμον συμβάντα επί του α έτους της ελευθερίας» (Σχόλια από τον Αλέξανδρο Λυκούργο), Σαμιακή Επιθεώρηση, τ. Θ, Σάμος 1987, σσ. 118-131. 16
χρόνια της επανάστασης στη νήσο από τα τέλη Μαρτίου 1821 ως τις 19 Δεκεμβρίου 1822 κυρίως, με μία ελάχιστη αναφορά στο πρώτο εξάμηνο του 1823. Δυστυχώς όμως για το 1822, έτος διορισμού του επάρχου Κυριάκου Μόραλη και εμφύλιων συγκρούσεων στο νησί, το Β κεφάλαιο (1822-1823) είναι ελλιπές, γιατί εκτεινόταν στα δύο φύλλα τα οποία ελλείπουν. Από το κεφάλαιο αυτό σώζεται μόνο η σελίδα 13, η οποία αναφέρεται ελάχιστα στα γεγονότα του 1823 (δεν γίνεται αναφορά στα στρατιωτικά γεγονότα) και στη νέα προσπάθεια της Διοίκησης επιβολής επάρχου στη Σάμο. Συνεπώς δεν έχουμε επαρκείς πληροφορίες για την εξεταζόμενη από την παρούσα έρευνα περίοδο. Οι απόπειρες νέων προσεγγίσεων σχετικά με το 21 και τα ιστορικά του συμφραζόμενα, είτε αυτές αφορούν το εθνικό αφήγημα της Επανάστασης, είτε επί μέρους θεωρήσεις του Αγώνα σε τοπικό επίπεδο, εδράζονται σε ένα γενικότερο ενδιαφέρον της ιστορικής έρευνας να κατανοήσει τις συνθήκες και τις συνέπειες της εισόδου του ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού στη νεοτερικότητα. Από την άλλη, ο Σπύρος Ασδραχάς επισημαίνει την ύπαρξη των ανοικτών πεδίων της ιστορικής έρευνας σχετικά με την Επανάσταση του 21 για την κατανόηση και την ολικότερη απεικόνισή της, πέρα από τα πολεμικά ή πολιτικά γεγονότα 15. Οι ιστοριογραφικές προσεγγίσεις της σχετικής εμφυλιακής περιόδου φαίνεται ότι υπάκουαν ανέκαθεν (με εξαίρεση τις προσεγγίσεις του Αλ. Σεβαστάκη) στη «λογική» της ενσωμάτωσης της τοπικής ιστορίας στο εθνικό αφήγημα και, συνακόλουθα, μίας ερμηνείας των καταλοίπων του παρελθόντος με έμφαση στις σύγχρονες κάθε φορά εθνικές μέριμνες. Επιπλέον, όπως επιχειρείται και στην παρούσα εργασία για την εξεταζόμενη περίοδο, η τοπική ιστοριογραφική παραγωγή δύναται να εμπλουτιστεί και να εκμεταλλευτεί το ανοιχτό πεδίο έρευνας σχετικά με τον εσωτερικό αγώνα της νήσου ως την εγκαθίδρυση της Σαμιακής Πολιτείας (1830-1834). Η σύγχρονη εποχή αναστοχάζεται πάνω στο παρελθόν και θέτει νέα ερωτήματα χρησιμοποιώντας εν πολλοίς τις ίδιες ιστορικές πηγές, στις οποίες βασίστηκε η παλαιότερη έρευνα. Επιπλέον, διαθέτει νέα εργαλεία και διαθεσιμότητες, ώστε η κατανόηση του πλαισίου διαμόρφωσης και παραγωγής της Επανάστασης, αλλά και του ίδιου του εθνικού αφηγήματος γι αυτή, να οδηγήσει ενδεχομένως σε μία άλλη «ερμηνεία» των ιστορικών γεγονότων. Με αυτή την προοπτική, η εμφυλιακή περίοδος της Σάμου κατά τον δεύτερο χρόνο της Επανάστασης του 21 θεματοποιείται στην παρούσα εργασία, προκειμένου να εξεταστεί συγχρονικά μέσα από τα ιστορικά της συμφραζόμενα. 15 Σπ. Ασδραχάς, Κυριακάτικη Αυγή, 24/3/2001, σ. 22. 17
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1 ο Από την οθωμανική νομιμότητα στην εθνική επανάσταση 1. Η οθωμανική κυριαρχία Η κατάκτηση της Σάμου εντάσσεται σε μία προσπάθεια των Οθωμανών από τα τέλη του 15 ου αιώνα να ελέγξουν τη θάλασσα του Αιγαίου σε βάρος των Ενετών, οι οποίοι ως τότε κυριαρχούσαν στους θαλάσσιους εμπορικούς δρόμους της Ανατολικής Μεσογείου 16. Το χρονικό διάστημα που εκτείνεται περίπου από τα 1475 ως τα 1575 αντιμετωπίζεται γενικά ως «αιώνας σιωπής» για το νησί 17. Ωστόσο, ένα χρονικό στίγμα αναφορικά με 16 Για την επέκταση της Οθωμανικής αυτοκρατορίας αυτή την εποχή, βλ. ενδεικτικά, Χαλίλ Ιναλτζίκ, Η οθωμανική αυτοκρατορία. Η κλασική εποχή 1300-1600, Aλεξάνδρεια, Αθήνα 1995, σσ. 49-98 Bernard Lewis, Η ανάδυση της σύγχρονης Τουρκίας, τ. 1 ος, «Τα στάδια της ανάδυσης», Παπαζήση, Αθήνα 2001 Peter Sugar, Southeasterneurope under Ottoman Rule, 1354-1804, Seattle-London 1977 (ελληνική μετάφραση: Η Νοτιοανατολική Ευρώπη κάτω από οθωμανική κυριαρχία, 1354-1804, εκδ. Σμίλη) Wayne S. Vucinich, The nature of Balkan society under Ottoman rule, Slavic Revew, vol.21, No4 (Dec.1962), σσ. 597-616 και, Stanford Shaw, The aims and Achivements of Ottoman Rule in Balkans, Slavic Review, vol.21,no4 (Dec. 1962), σσ. 617-622. 17 Σχετικά με το ζήτημα της ερήμωσης της νήσου, βλ. Εμμ. Κρητικίδης, Πραγματεία περί της ερημώσεως και του συνοικισμού της Σάμου, Ερμούπολη 1871 (επανέκδ. Καραβίας), σ. 43 αρχιεπίσκοπος Σάμου Ιωσήφ Γεωργειρίνης, Περιγραφή της παρούσης καταστάσεως της Σάμου, Ικαρίας, Πάτμου και Άθωνος, Αγγλία 1678 (πρωτότυπο: Joseph Georgirenes, A discription of the present state of Samos, Nicaria, Patmos and Mount Athos, London 1678) στο: Επ. Σταματιάδη, Σαμιακά, ήτοι ιστορία της νήσου Σάμου από των παναρχαίων χρόνων μέχρι των καθ ημάς, Σάμος 1881-1887, τ. Β, Αθήνα 1965-1971 2, σ. 34 Σοφία Λαΐου, Η Σάμος κατά την οθωμανική περίοδο, Univercity Studio Press, Θεσσαλονίκη 2002, σσ. 23-47 Κώστας Κόμης, Πληθυσμός και οικισμοί της Σάμου, Συμβολή πρώτη: Οθωμανική περίοδος, Αντιπελάργηση, ΠΙΣΝΔ, Αθήνα 1992, σσ. 171-174 Μανόλης, Βουρλιώτης, Γεωγράφοι και περιηγητές για τη Σάμο του 15 ου και 16 ου αιώνα, Σαμιακή Επιθεώρηση, τ. 33-34, σσ. 37-45. Την ερήμωση της Σάμου έχουν αμφισβητήσει οι Απ. Βακαλόπουλος, Ιστορία του νέου ελληνισμού, τ. Β, Θεσσαλονίκη 1974-1976 2, σ. 107 και, Β. Παναγιωτόπουλος, Πληθυσμός και οικισμοί της Πελοποννήσου, 13 ος -18 ος αιώνας, Αθήνα 1985, σ. 114. 18
την επιβολή της οθωμανικής κυριαρχίας θα μπορούσε να θεωρηθεί το διάστημα 1479-1480 18. Η ενσωμάτωση της Σάμου στον οθωμανικό διοικητικό μηχανισμό αντιμετωπίστηκε κατά κανόνα από τη σαμιακή ιστοριογραφία υπό το πρίσμα μίας προνομιακής μεταχείρισης και, ακριβέστερα, μίας διακριτής φορολογικής αντιμετώπισης του νησιού σε σχέση με άλλες οθωμανοκρατούμενες περιοχές 19. Πρόσφατη, ωστόσο, έρευνα αμφισβητεί την ως άνω άποψη, υποστηρίζοντας ότι η Σάμος ήταν βακουφική κτήση του καπουδάν πασά και είχε τη διοικητική δομή της τυπικής οθωμανικής επαρχίας-καζά, όπως θα δούμε πιο αναλυτικά παρακάτω 20. Οι βασικοί 18 Μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης οι Γενουάτες έμποροι κατόρθωσαν και πέτυχαν στις αρχές του 15 ου αιώνα την αναγνώρισή τους από τον Σουλτάνο με καθεστώς ετήσιου φόρου υποτέλειας, προκειμένου να διασφαλίσουν τις κτήσεις τους. Από το 1475, όμως, και κυρίως μετά από τον ενετοτουρκικό πόλεμο (1463-1479) αναγκάσθηκαν απειλούμενοι από τους πειρατές να αποσυρθούν στη Χίο εγκαταλείποντας τη Σάμο. Για τη σταδιακή ενσωμάτωση της Σάμου στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, βλ. Απ. Βακαλόπουλος, Ιστορία του νέου ελληνισμού, ό.π., σσ. 412-414 Ν. Ζαφειρίου, Αρχείον Σάμου, τ. Α, σσ. 144-145. 19 «Ο θεσμός των προνομίων εντάσσεται στη λογική της οθωμανικής πολιτικής, όπως αυτή διαμορφώθηκε συντωχρόνω, τόσο από τις ανάγκες της κατάκτησης και της εδραίωσης της κυριαρχίας του σουλτάνου στα νέα εδάφη, όσο και από την ισλαμική πολιτική ιδεολογία που υπαγόρευε τις αρχές οργάνωσης των ραγιάδων [ ] με την σταθεροποίηση της κατάκτησης το ζήτημα των προνομίων εντοπίζεται κυρίως στην υπαγωγή της κοινότητας υπό ένα ευνοϊκότερο γεωκτητικό και δημοσιονομικό καθεστώς (λ.χ. στο βακουφικό ή το χασικό) το οποίο από τη φύση του παρέχει εγγυήσεις ενισχυμένης προστασίας από τις αυθαιρεσίες των τοπικών κέντρων εξουσίας», Γ. Δ. Κοντογιώργης, Κοινωνική δυναμική και πολιτική αυτοδιοίκηση. Οι ελληνικές κοινότητες της τουρκοκρατίας, Νέα Σύνορα-Αντώνης Λιβάνης, Αθήνα 1982, σσ. 52-53. Γενικά για τα προνόμια, βλ. Ελένη Κούκκου, Διαμόρφωσις της ελληνικής κοινωνίας κατά την τουρκοκρατίαν, ΕΚΚΕ, Αθήναι 1971, σσ. 36-54 και, Λυκούρης, Β. Ι., Η διοίκησις και δικαιοσύνη των τουρκοκρατουμένων νήσων, Αθήνα 1954. Επίσης, Σπ. Ασδραχάς, «Όψεις από το προνομιακό καθεστώς της Πάργας, Πρέβεζας και Βόνιτσας», στο: Ελληνική κοινωνία και οικονομία ιη και ιθ αι. Ερμής, Αθήνα 1988, σσ. 199-210. 20 Τόσο ο Εμμ. Κρητικίδης όσο και ο Επ. Σταματιάδης απέδιδαν τον εποικισμό της νήσου στην εκχώρηση εκτεταμένων προνομίων στη Σάμο, μολονότι κανείς από τους δύο δεν είχε δει το σχετικό διάταγμα της παραχώρησης. Επιπλέον, ο Ιωσήφ Γεωργειρήνης, στην αφήγηση του οποίου στηρίχθηκαν οι δύο, δεν κάνει αναφορά σε προνόμια. Ωστόσο, η Σοφία Λαΐου με τη δημοσίευση του εγγράφου παραχώρησης του νησιού ως προσωπική ιδιοκτησία (mülkname) στον καπουδάν πασά Kiliç Ali με χρονολογία 8-17 Αυγούστου 1584 υποστηρίζει αναφορικά με το ειδικό καθεστώς της νήσου ότι «η Σάμος παραχωρήθηκε στον αρχιναύαρχο Kiliç Ali από τον Selim II ως has (γη που παραχωρείτο σε εν ενεργεία ανώτατους αξιωματούχους της Υψηλής Πύλης) και στη συνέχεια, στην πρώτη δεκαετία της βασιλείας του Murad III (1574-1595), ως arpalik (δημόσια γη που παραχωρείτο σε αξιωματούχους μετά την αποχώρησή τους από την υπηρεσία ή για όσο διάστημα δεν κατείχαν κάποιο αξίωμα), καθεστώς το οποίο ίσχυσε έως το 1584, οπότε παραχωρήθηκε στον ίδιο η κυριότητα του νησιού (mulk), προκειμένου να μπορέσει να μετατρέψει την κτήση του σε βακούφι», Σοφία Λαΐου, Η Σάμος κατά την οθωμανική 19
άξονες που προσδιόρισαν την οθωμανική διοίκηση της Σάμου ήταν το βακουφικό καθεστώς σε συνδυασμό με την εφαρμογή του συστήματος της εκμίσθωσης των προσόδων. Το βακουφικό καθεστώς δημιουργούσε μία σχεδόν αδιαμεσολάβητη σχέση με την Πύλη, με ισχυρούς αξιωματούχους, με γυναίκες του χαρεμιού ή με ιερά τεμένη. Γενικά, η εδραίωση της οθωμανικής κυριαρχίας είχε ως συνέπεια τη διαμόρφωση ενός μηχανισμού ελέγχου της οικονομικής και κοινωνικής δραστηριότητας μέσω του βακουφικού καθεστώτος καθώς και της επίβλεψης της διαδικασίας είσπραξης των φορολογικών υποχρεώσεων από οθωμανούς αξιωματούχους. Ειδικότερα, οι χριστιανικές κοινότητες της νήσου αναγκάσθηκαν να καταβάλουν φόρο αρχικά υπέρ του τεμένους του Kiliç Ali πασά στην περιοχή Τοπχανέ της Κωνσταντινούπολης και αργότερα προς την Υψηλή Πύλη. Όμως, οι συνεχείς πολεμικές αναμετρήσεις της οθωμανικής αυτοκρατορίας και η εξέλιξη του οθωμανικού διοικητικού συστήματος στο ανάπτυγμα του 17 ου και 18 ου αιώνα είχαν ως αποτέλεσμα την αύξηση του δημοσιονομικού ελλείμματος και τον πολλαπλασιασμό των έκτακτων φορολογικών επιβαρύνσεων για τους ραγιάδες 21. Εξαιτίας δε των διαρκώς αυξανόμενων αναγκών του κράτους ακόμη και τα βακούφια, που απήλαυαν ενός ειδικού φορολογικού καθεστώτος, δύσκολα το διατήρησαν. 2. Οθωμανική διοίκηση και κοινοτική οργάνωση της Σάμου Στη Σάμο κατά την περίοδο της οθωμανικής κατάκτησης η οθωμανική διοίκηση ασκείται από τον βοεβόδα και τον καδή ή τον ναΐπη, περίοδο, Univercity Studio Press, Θεσσαλονίκη 2002, σσ. 11-12 και 42-43. Ειδικότερα, για τη μετατροπή του νησιού σε βακούφι, βλ., αυτόθι, σσ. 81-93 και σσ. 102-107. Το δε έγγραφο του mülkname, αυτόθι, σσ.183-185. 21 Ενδεικτικά για την περίοδο αυτή, βλ. Χαλίλ Ιναλτζίκ, Η οθωμανική αυτοκρατορία. Η κλασική εποχή 1300-1600, ό.π., σσ. 79-98 T.Naff and R.Owen (ed.), Studies in Eihteenth Century Islamic History, Illinois, Univercity Press 1977 Gibb H.A.R. - Bowen H., Η ισλαμική κοινωνία κατά τον 18 ο αι. Η διοικητική ιεραρχία της οθωμανικής αυτοκρατορίας, Παπαζήση, Αθήνα 2005 R. Davison, Essays in Ottoman and Turkish history 1774-1923. The impact of the West, Univescity of Texas Press Traian Stoianovich, Factors in the decline of Ottoman society in the Balkans, Slavic Review, vol.21, No 4 (Dec.1962), σσ. 617-622. Επίσης, βλ. Ι. Χασιώτης, Η κάμψη της οθωμανικής δυνάμεως, στο: Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Εκδοτική Αθηνών, τ. ΙΑ, Αθήνα 1980, σσ. 8-51 Απ. Βακαλόπουλος, Η άνοδος της ρωσικής δυνάμεως, ό.π., σσ. 51-58 του ιδίου: Ο ρωσοτουρκικός πόλεμος του 1787-1792 και οι Έλληνες, ό.π., σσ. 85-97 Ι. Γιαννόπουλος, Η κρίση της οθωμανικής αυτοκρατορίας, ό.π., σσ. 98-109. 20
αναπληρωτή του καδή σε περίπτωση απουσίας του. Έδρα τους είναι η Χώρα. Οι αρμοδιότητες του βοεβόδα επικεντρώνονταν στην επίβλεψη της διαδικασίας της είσπραξης των φόρων και στον έλεγχο των οικονομικών συναλλαγών που αφορούσαν τη βακουφική ακίνητη περιουσία. Επιπλέον, στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων του ήταν η διατήρηση της τάξης, η προσαγωγή ατόμων στο ιεροδικείο και η εκτέλεση των δικαστικών αποφάσεων. Ο βοεβόδας ήταν ο τελικός εκμισθωτής των προσόδων του νησιού. Ωστόσο, από τα μέσα του 18 ου αιώνα η εμπλοκή του καπουδάνπασά διευρύνει τις φορολογικές επιβαρύνσεις με έκτακτες εισφορές 22. Παράλληλα, υπάρχει ένας αριθμός διερχόμενων οθωμανών αξιωματούχων, οι οποίοι αναλάμβαναν τον ρόλο της είσπραξης των φόρων σε περίπτωση απουσίας του βοεβόδα λειτουργώντας στο πλαίσιο του συστήματος υπεκμίσθωσης των προσόδων. Όσον αφορά τη μουσουλμανική παρουσία στο νησί, πλην των ως άνω αξιωματούχων, υπήρχε επίσης ένας μικρός αριθμός στην υπηρεσία του βοεβόδα με αρμοδιότητες κυρίως γραφειοκρατικές (γραμματείς ή διερμηνείς) και λιγοστοί μουσουλμάνοι κάτοικοι, οι οποίοι ασχολούνταν κυρίως με τον δανεισμό και το εμπόριο. Η πλειονότητα του χριστιανικού πληθυσμού είχε στην αρχή της οθωμανικής κατάκτησης χαρακτηριστικά αγροτοποιμενικής κοινωνίας μιας οικονομίας ζωάρκειας. Οι πληθυσμιακοί θύλακες δημιουργούσαν στην έκτασή της δεκαοχτώ χωριά αλλά και κάποιους διάσπαρτους συνοικισμούς, οι οποίοι στηρίζονταν στην οικογενειακή παραγωγή 23. Από 22 Την άποψη ότι το νησί βρισκόταν στη δικαιοδοσία του καπουδάν πασά υποστηρίζει ο Αλ. Σεβαστάκης, ενώ, αντιθέτως, ο Β. Σφυρόερας υποστηρίζει ότι η Σάμος δεν υπαγόταν πάντοτε στη δικαιοδοσία του καπουδάν πασά. Βλ. σχετικά, αντιστοίχως με τις ως άνω απόψεις, Αλ. Σεβαστάκης, Το κίνημα των «Καρμανιόλων» στη Σάμο 1805-1812, ΠΙΣΝΔ, Αθήνα 1996, σσ. 118-120 του ιδίου: Το Δημόσιον Δίκαιον εν Σάμω κατά την τουρκοκρατίαν, την Επανάστασιν και το ηγεμονικό καθεστώς (διδακτ. διατριβή), Θεσσαλονίκη, 1959, σσ. 1-2 και, Β. Σφυρόερας, Οι Δραγομάνοι του Στόλου: ο θεσμός και οι φορείς (διδακτ. διατριβή), Αθήνα 1965, σσ. 25-27. Για την εμπλοκή δε του καπουδάν πασά και τις επιπτώσεις που αυτή είχε στις φορολογικές υποχρεώσεις του νησιού, βλ. και: Σοφία Λαΐου, Η Σάμος κατά την οθωμανική περίοδο, ό.π., σσ. 123-128. 23 Αναφορικά με τον πληθυσμό και τους οικισμούς της Σάμου κατά την οθωμανική περίοδο, ο Κώστας Κόμης χρησιμοποιώντας δύο αντίγραφα (Αρχ. Μουσούρου, φακ.χvιιι, έγγρ. 229 α, Στατιστικόν του τμήματος των Ανατολικών Σποράδων του έτους 1836 [αντί 1828] και Ι.Ε.Ε.Ε., κώδ.18, φ.15, Στατιστικόν της Σάμου τω 1828) δημοσιεύει τη στατιστική του 1828 με τα αποτελέσματα της πρώτης απογραφής του νησιού, η οποία διενεργήθηκε ενόψει της απάντησης του Ι. Καποδίστρια στα είκοσι οκτώ ερωτήματα των αντιπροσώπων των Μεγάλων Δυνάμεων στον Πόρο. Σύμφωνα με τα στοιχεία που προκύπτουν, ο συνολικός πληθυσμός της Σάμου ανέρχεται σε 29.356 και το μέσο μέγεθος των νοικοκυριών όλου του νησιού ανέρχεται σε 4,3 άτομα. Επίσης, παρατηρείται σε σχέση με το παρελθόν μικρή στροφή του πληθυσμού προς τα παράλια. Ειδικότερα, από τους οκτώ μεγαλύτερους οικισμούς του 1828 ο ένας ήταν λιμάνι (λιμάνι Βαθέος), οι δύο ήταν σε θέση γειτονικά στη θάλασσα (Βαθύ, Νέο Καρλόβασι) κι οι υπόλοιποι πέντε 21
το δεύτερο μισό του 18 ου αιώνα και στις αρχές του 19 ου αιώνα οι καλλιέργειες επεκτάθηκαν και μετατράπηκαν σε εμπορευματικές. Η εξέλιξη αυτή οφείλεται στη γειτνίαση της Σάμου με τα εμπορικάδιαμετακομιστικά κέντρα της Χίου και της Σμύρνης, αλλά και με την ευρύτερη δυναμική της αγοράς σε διεθνές επίπεδο. Δευτερεύουσες ασχολίες των κατοίκων ήταν η κτηνοτροφία και τις τελευταίες δεκαετίες πριν από την επανάσταση, η ναυτιλία, που συνδυαζόταν με την αύξουσα εμπορευματοποίηση της αγροτικής παραγωγής και αντικατόπτριζε τη δυναμική της αγοράς. Στο πλαίσιο της οθωμανικής διοίκησης συγκεκριμένους και περιορισμένους ρόλους έχουν και οι τοπικές χριστιανικές ελίτ, οι οποίες εκφράζονταν από το δίπολο: εκκλησία δημογεροντία. Το κοινοτικό σύστημα στη Σάμο είχε την εξής οργάνωση: σε πρώτο βαθμό, «των κατά χωρία ενός ή δύο προεστών» και σε δεύτερο βαθμό, των τεσσάρων «μεγάλων προεστών» 24. Σε καθένα από τα τέσσερα τμήματα της Σάμου (Βαθύ, Χώρα, Καρλόβασι, Μαραθόκαμπος) οι «μικροί προεστοί» ή δημογέροντες εξέλεγαν έναν προεστό για το «μεγάλο συμβούλιο», το οποίο έδρευε στην πρωτεύουσα του νησιού, τη Χώρα, όπου και η έδρα της οθωμανικής διοίκησης. Οι «μεγάλοι προεστοί» ή «κατά καιρόν επίτροποι του κοινού» συγκροτούσαν ετήσια σύνοδο για τον επιμερισμό των φόρων, ενώ ασκούσαν ενίοτε αστική και ποινική δικαιοσύνη, με βάση το βυζαντινορωμαϊκό εθιμοτυπικό δίκαιο 25. Η επιλογή τους επικυρωνόταν από τον βοεβόδα, ενώ τόσο γι αυτούς όσο και για τους «μικρούς προεστούς» ίσχυε η πρακτική της ανάκλησης η δε ενιαύσια θητεία τους αναφέρεται ως «επιτροπεία». Έχουν δε στην υπηρεσία τους τους «πρωτόγερους» καθώς και έναν γραμματικό, ο οποίος έχει την ευθύνη της τήρησης των «τεφτεριών» εσόδων-εξόδων. ήσαν απόλυτα μεσόγαιοι (Μυτιληνοί, Χώρα, Βουρλιώτες, Παγώνδας, Μαραθόκαμπος). Βλ. σχετικά, Κ. Κόμης, Πληθυσμός και οικισμοί της Σάμου, Συμβολή πρώτη: Οθωμανική περίοδος, ό.π., σσ. 179-192. Επίσης, βλ. ΓΑΚ, Αρχείο Γιάννη Βλαχογιάννη, κυτίο Δ84, Ι. Λεκάτη Συνοπτική περιγραφή της νήσου Σάμου Μ. Βουρλιώτη, Ιωάννη Λεκάτη. Συνοπτική περιγραφή της νήσου Σάμου, Σαμιακή Επιθεώρηση, τ. Ι, Σάμος 1989, σσ. 27-38 Κ. Σιμόπουλος, Ξένοι ταξιδιώτες στην Ελλάδα, τ. 2, Αθήνα 1984 5, σ. 485. Επίσης, αναφορικά με τις απαντήσεις στα είκοσι οκτώ ερωτήματα, βλ. Αρχεία της Ελληνικής Παλιγγενεσίας, τ. 4 ος, σσ. 236-296. 24 Όπως δέχεται ο Επ. Σταματιάδης, από την εποχή του «αγά Γιαννάκη Ανδρεαδάκη» [τέλη 18 ου αιώνα] φαίνεται ότι αποκρυσταλώθηκε και το σχήμα των «Μεγάλων Προεστών» σε όργανο τριμελές αντί για τετραμελές. Βλ. σχετικά, Αλ. Σεβαστάκης, Το κίνημα των «Καρμανιόλων» στη Σάμο 1805-1812, ό.π., σ. 17 25 Αλ. Σεβαστάκης, Δίκαιο και δικαστική εξουσία στη Σάμο (1550-1912), Ιστορικό Αρχείο Εμπορικής Τραπέζης της Ελλάδος, Αθήνα, σ. 15. 22
Οι «μικροί προεστοί» ονομάζονται «κατά καιρόν επίτροποι» ή «κατά καιρόν επιστάτες» ο δε αριθμός τους σχετίζεται με τον πληθυσμό κάθε κοινότητας (στο Καρλόβασι, στον Μαραθόκαμπο, στον Παγώνδα, στη Χώρα, στους Μυτιληνούς, στους Βουρλιώτες και στο Βαθύ είναι τρεις και στα μικρότερα χωριά ένας). Το «κοινό» εκάστου χωριού συντηρεί «πρωτόγερο». Οι τοπικές «επιτροπείες» χρησιμοποιούν σφραγίδες και υπάρχουν γραμματικοί. Επίτροποι, γραμματικοί και πρωτόγεροι λαμβάνουν επίσης ετήσιο μισθό 26. Η κληρονομική μεταβίβαση της εξουσιαστικής τους δύναμης σε όλη τη διάρκεια του 18 ου αιώνα και ως την Επανάσταση του 1821 είναι ενδεικτική της δύναμης που είχαν αποκτήσει μεταξύ των χριστιανών του νησιού. Τα δίκτυα συγγένειας, που αναπτύσσονται γύρω από τις οικογένειες των προεστών, παρέχουν δυνατότητες ελέγχου, πληροφόρησης, διαμεσολάβησης και επιρροής σε τοπική κλίμακα. Η κυριότερη ευθύνη των προεστών (μικρών και μεγάλων) ήταν η κατανομή, η είσπραξη και η παράδοση των επιβληθέντων φόρων στους εντεταλμένους οθωμανούς αξιωματούχους. Αυτό σημαίνει ότι η χριστιανική κοινότητα ήταν η κυριότερη και, συχνά, η αποκλειστική περιοχή από την οποία αντλούσαν οικονομικό όφελος και κοινωνικό γόητρο. Η οικονομική επιφάνεια αυτών των κληρονομικών, όπως εξελίχθηκαν, τοπικών ελίτ μεταφραζόταν πρωτίστως σε κατοχή γης. Εξαιτίας δε της αυξημένης δυνατότητας που είχαν να διεισδύσουν στο σύστημα της εκμίσθωσης των φόρων, όπως γνωρίζουμε ότι συνέβη σε όλες τις οθωμανικές περιοχές κατά τον 18 ο αιώνα, κατόρθωσαν να ισχυροποιηθούν αποκτώντας ιδιαίτερο κύρος, ώστε να «διαπραγματεύονται» τους όρους αναπαραγωγής της εξουσίας τους στα πλαίσια της οθωμανικής νομιμότητας, δηλαδή στα πλαίσια λειτουργίας του κοινοτικού συστήματος 27. Στο σημείο αυτό, πρέπει να τονίσουμε ότι οι 26 Αλ. Σεβαστάκης, Το κίνημα των «Καρμανιόλων» στη Σάμο 1805-1812, ό.π. (Παράρτημα) σσ. 141-276 Σοφία Λαΐου, Η Σάμος κατά τη οθωμανική περίοδο. Πτυχές του κοινωνικού και οικονομικού βίου 16ος - 18ος αιώνας, ό.π., σσ. 54-59. 27 «Σύμφωνα με τους Γκιμπ και Μπόουεν, η εξάπλωση της εκμίσθωσης των φόρων ήταν το αίτιο που περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο ευθυνόταν για τη διασάλευση της τάξης η οποία βασίλευε παλαιότερα στις επαρχίες. Η άνοδος της νέας τάξης των κατόχων ατομικής ιδιοκτησίας και των τοπικών μεγιστάνων έκανε τελικά την εικόνα ακόμη πιο περίπλοκη για τον αγρότη. Βασισμένοι στην ανώτερη κοινωνική τους θέση και στην ολοένα μεγαλύτερη απουσία κεντρικού ελέγχου, οι προύχοντες αυτοί της υπαίθρου κατάφεραν να εξασφαλίσουν για τους εαυτούς τους τη διαχείριση των τοπικών υποθέσεων, ιδίως ως προς τη φορολογία και να γίνουν μία επιπλέον πηγή καταχρήσεων και αρπαγής για τον αγρότη, που είχε έτσι μείνει ανυπεράσπιστος», Νικ. Διαμαντούρος, Οι απαρχές της συγκρότησης του σύγχρονου κράτους στην Ελλάδα 1821-1828, ΜΙΕΤ, Αθήνα 2002, σ. 67. Επίσης, βλ. Traian Stoianovich, Land Tenure and related sectors of Ottoman economy, 1600-1800, The journal of economic history, vol.13, Issue 4 (Autumn, 1953), σσ. 398-411. 23