ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΣΤΟ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΑ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ ΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ Γ ΛΥΚΕΙΟΥ Κυριακή 9 Μαρτίου 2014 Α. Πολλά ποιήματα του Καβάφη έχουν ιστορικό υπόβαθρο. Με τη μελέτη της ιστορίας ο ποιητής κάνει συσχετισμούς και συγκρίσεις ανάμεσα στο παρελθόν και στο παρόν. Κυρίως οι περίοδοι τις οποίες μελετά ο ποιητής είναι οι ελληνιστικοί και οι ρωμαϊκοί χρόνοι. Στο ποίημα «Ο Δαρείος» είναι εμφανείς οι ιστορικές αναφορές. Πέντε χαρακτηριστικά παραδείγματα αποτελούν τα εξής: 1) Στίχοι 3 4: ο ποιητής κάνει αναφορά στο Δαρείο Υστάσπου που ήταν, μετά τον Κύρο, ο μεγαλύτερος Αχαιμενίδης βασιλιάς της Περσίας. Ο Δαρείος ανέβηκε στο θρόνο με σκοτεινές και υπόπτες συνθήκες. 2) Στίχοι 4 6: το ποίημα είναι γραμμένο για τον ημιελληνισμένο βασιλιά του Πόντου (ή βόρειας Καππαδικίας) Μιθριδάτη που υπήρξε ο πιο επίφοβος ανταγωνιστής της Ρώμης στην Ανατολή. Όπως ο Δαρείος, έτσι και ο Μιθριδάτης κατέλαβε την εξουσία με δόλιο τρόπο, αφού σκότωσε το συμβασιλέα αδερφό του. 3) Στίχος 14: αναγγέλλεται η έναρξη του πολέμου με τους Ρωμαίους. 4) Στίχοι 18 19: η αναφορά στα «ελληνικά ποιήματα» δείχνει ότι ο Μιθριδάτης, που ήταν ημιελληνισμένος, επεδείκνυε ενδιαφέρον για τα ελληνικά γράμματα, έστω κι αν αυτό το ενδιαφέρον υπήρξε επιφανειακό.
5) Στίχοι 27 33: η Αμισός ήταν πόλη κλειδί του Πόντου. Οι ανησυχίες των κατοίκων για την τύχη τη δική τους και το μέλλον τους ήταν βάσιμες, διότι η πόλη έπεσε στα χέρια των Ρωμαίων το 71 π.χ. Β1. Η ειρωνεία είναι ένα χαρακτηριστικό της καβαφικής ποίησης. Γενικότερα, στο «Δαρείο» ο ειρωνικός τόνος είναι διάχυτος σε όλο το ποίημα. Αισθητοποιείται με επίθετα, επιρρήματα, σημεία στίξης, επαναλήψεις κ.α. τόσο προς το πρόσωπο του Μιθριδάτη όσο και του Δαρείου. Συγκεκριμένα, πέντε χαρακτηριστικά στοιχεία «καβαφικής ειρωνείας» είναι: 1) «Ο ποιητής Φερνάζης τό σπουδαῖον μέρος/ τοῦ ἐπικοῦ ποιήματός του κάμνει». Είναι χαρακτηριστική η ειρωνική χρήση των επιθέτων. Αφενός με την αρχαία κατάληξη «ον» ο αφηγητής προφανώς και ειρωνεύεται τα «κατορθώματα» του Δαρείου, ο οποίος κατέλαβε την εξουσία με δολοπλοκίες. Επίσης, δεν μπορεί να είναι το ποίημα του Φερνάζη «επικό», αφού το έπος υμνεί ηρωικές πράξεις, ενώ το δικό του ποίημα αποκρύπτει την αλήθεια για το ήθος του βασιλιά. 2) «ὁ ἔνδοξός μας βασιλεύς,/ ὁ Μιθριδάτης, Διόνυσος κʹ Εὐπάτωρ». Η αναφορά του του επιθέτου «ένδοξος» μαζί με την πλήρη ονομασία του βασιλιά αποτελούν ειρωνικό σχόλιο προς το πρόσωπο του Μιθριδάτη, ο οποίος δεν αξίζει όλες αυτές τις τιμητικές προσφωνήσεις. 3) «Βαθέως σκέπτεται τό πρᾶγμα ὁ ποιητής». Το επίρρημα «βαθέως» επικρίνει το ψευτοδίλημμα του Φερνάζη, αφού μόνο βαθυστόχαστος δεν είναι ο προβληματισμός του. Έχει ήδη αποφασίσει να μην αναφέρει κάτω από ποιες συνθήκες πήρε την εξουσία ο βασιλιάς αποσιωπώντας τα ιστορικά γεγονότα. 4) «Ὁ ποιητής μένει ἐνεός. Τί συμφορά!». Το αρχαίο επίθετο «ἐνεός», αλλά και η επιφωνηματική φράση δείχνουν το ήθος του ποιητή Φερνάζη. Αντί να ανησυχεί για το μέλλον της πόλης του, απογοητεύεται διότι ο Μιθριδάτης δεν θα διαβάσει το αφιερωμένο σ αυτόν εγκωμιαστικό ποίημα. Φέρεται με γνώμονα το ατομικό του συμφέρον.
5) «Τί ἀναβολή, τί ἀναβολή στά σχέδιά του». Με την αναδίπλωση της φράσης «τι αναβολή» φαίνεται ο καιροσκοπισμός του Φερνάζει που βλέπει ότι χάνει την ευκαιρία όχι να αναδειχθεί καλλιτεχνικά, αλλά να αποστομώσει τους ομότεχνούς του κερδίζοντας την εύνοια του βασιλιά. Β2. Η αφήγηση του ποιήματος γίνεται από έναν υποθετικό αφηγητή που έχει πλήρη εποπτεία των γεγονότων. Ο αφηγητής, δηλαδή, είναι παντογνώστης και η αφήγηση σε γ πρόσωπο του δίνει τη δυνατότητα να περιγράφει και να αξιολογεί τις πράξεις, τις σκέψεις και τα συναισθήματα των ηρώων του ποιήματος. Μάλιστα, αυτός ο υποθετικός παντογνώστης αφηγητής είναι και ο ίδιος ποιητής, όπως ο Φερνάζης (πρόκεται για τον ίδιο τον Καβάφη που πλάθει τον ποιητή Φερνάζη, για να λειτουργήσει ως προσωπείο), έχοντας έτσι τη δυνατότητα να κρίνει το ποιητικό του έργο από μια απόσταση. Δεν συμφωνεί με τις επιλογές του Φερνάζη να αποκρύψει την ιστορική αλήθεια και να γράψει ένα εγκωμιαστικό ποίημα για έναν βασιλιά δολοπλόκο, γι αυτό και σε αρκετά σημεία του ποιήματος τον ειρωνεύεται. Προοδευτικά υποβαθμίζει τον ποιητή Φερνάζη, αφού αρχικά τον αποκαλεί «ο ποιητής Φερνάζης», στη συνέχεια τον προσφωνεί «ποιητή» και στο τέλος «Φερνάζη», χωρίς την ποιητική του ιδιότητα. Στην τελευταία ενότητα του ποιήματος ο Φέρνάζης δεν αναφέρεται καθόλου. Αυτή που μένει και υπερισχύει είναι η «ποιητική ιδέα», η οποία είναι πάνω απ όλους κι από όλα και εκφράζει την αλήθεια. Να σημειωθεί ότι σε αρκετά σημεία του ποιήματος η αφήγηση γίνεται σε α πληθυντικό πρόσωπο. Και πάλι, όμως, δεν είναι ο Φερνάζης αυτός που αφηγείται, αλλά ο παντογνώστης αφηγητής. Προτιμά το α πρόσωπο και τον ελεύθερο πλάγιο λόγο, ώστε να αποδώσει με ρεαλιστικό και άμεσο τρόπο το πώς αισθανόταν ο ποιητής, ο υπηρέτης του και οι συμπολίτες του όταν ξέσπασε ο πόλεμος με τους Ρωμαίους. Γ. Σε αυτούς τους στίχους τίθεται ένα από τα βασικά θέματα του ποιήματος: ποια είναι η σχέση της τέχνης, εδώ της ποίησης, με την ιστορική και πολιτική πραγματικότητα. Σε καιρό πολέμου δεν υπάρχει
ενδιαφέρον εκ μέρους της εξουσίας για την τέχνη και ειδικά για τα «ελληνικά ποιήματα». Παράλληλα φαίνεται και κάτι άλλο ότι το ενδιαφέρον του Μιθριδάτη για τα ελληνικά ποιήματα ήταν επιφανειακό, αφού έπαψε να τον ενδιαφέρει η ελληνική ποίηση από τη στιγμή που ξέσπασε ο πόλεμος. Σε μια εποχή που η ελληνική γλώσσα έχει αναγνωριστεί παγκοσμίως και ο Μιθριδάτης καυχιέται για την ελληνική παιδεία του, αποδεικνύεται τελικά ότι η αγάπη του για τα ελληνικά ποιήματα ήταν επιφανειακή. Δεν ασχολείται με αυτά τώρα που ξεκίνησε ο πόλεμος. Γι αυτό και η ειρωνεία προς το πρόσωπο του Μιθριδάτη με την επανάληψη των τιμητικών του τίτλων «Διόνυσος κι Ευπάτωρ». Δ. Και τα δύο καβαφικά ποιήματα κινούνται σε έναν ιστορικό άξονα, χωρίς να λείπουν τα ψευδοϊστορικά στοιχεία. Πέρα απ αυτό διαβάζοντας παράλληλα τη «Σατραπεία» και το «Δαρείο» παρατηρούνται θεματικές αναλογίες αλλά και διαφορές. Σ ένα πρώτο επίπεδο και τα δύο ποιήματα αναφέρονται στη διαφθορά που χαρακτήριζε τους Πέρσες βασιλείς. Αφενός στο «Δαρείο» τονίζεται «η υπεροψία και η μέθη» του Δαρείου στον τρόπο κατάκτησης της εξουσίας, αφετέρου στη «Σατραπεία» καταγράφεται η τακτική των Περσών βασιλέων να προσεταιρίζονται σημαίνοντες Έλληνες για να τους αποσπάσουν πληροφορίες και υπηρεσίες κατά των Ελλήνων «και πηαίνεις σατραπείες και τέτοια». Μία δεύτερη θεματική αναλογία εντοπίζεται στον τρόπο με τον οποίο ο αφηγητής ο ίδιος ο Καβάφης αποδοκιμάζει αυτούς που καταφεύγουν στις βασιλικές αυλές ζητώντας προστασία, αναγνώριση και πλουσιοπάροχα δώρα. Στο «Δαρείο» οι ενέργειες του Φερνάζη σχολιάζονται με ειρωνικό τρόπο, διότι το μόνο που τον απασχολεί, τουλάχιστον στο μεγαλύτερο μέρος του ποιήματος, είναι η αναγνώρισή του από το βασιλιά και κατ επέκταση ο εξοβελισμός των άλλων ποιητών από τους κύκλους των «ευνοουμένων» και όχι η τύχη της πόλης και των συμπολιτών του. Αντίστοιχα, στη «Σατραπεία» ο αφηγητής είναι ειρωνικός απέναντι στους Έλληνες που καταφεύγουν στην Περσία «Τι συμφορά, η άδικη αυτή σου η τύχη (η μέρα που αφέθηκες κ ενδίδεις) και τέτοια».
Άλλη μία θεματική αναλογία αποτελεί το γεγονός της παγκοσμιότητας της ελληνικής κουλτούρας. Ο Μιθριδάτης διαβάζει τα «ελληνικά ποιήματα» που γράφει ο Φερνάζης και ο Αρταξέρξης υποδέχεται με πλούτη στην αυλή του τους σημαίνοντες Έλληνες που του ζητούν καταφύγιο. Εντούτοις ανάμεσα στα δύο ποιήματα υπάρχουν και διαφορές. Στο «Δαρείο» γίνεται λόγος για τη στάση που πρέπει να κρατήσει ο ποιητής απέναντι στην εξουσία και την ιστορική πραγματικότητα, ενώ η «Σατραπεία» θίγει το ήθος των πολιτικών ανδρών που είναι οι διαμορφωτές της εξουσίας και της ιστορικής πραγματικότητας, αλλά δεν στέκονται στο ύψος των περιστάσεων και της θέσης τους. Στις διαφορές μπορούμε επίσης να προσθέσουμε και το γεγονός ότι στη «Σατραπεία» οι Έλληνες που καταφεύγουν στον Αρταξέρξη κατά βάθος δεν ικανοποιούνται με τον υλικό πλούτο που τους προσφέρει ο Πέρσης βασιλιάς. Τα υλικά αγαθά των Περσών δεν ισοσταθμίζονται με τον πνευματικό και ηθικό πλούτο του ελληνικού πολιτισμού. Από την άλλη, ο Φερνάζης που είναι από την Περσία, γρήγορα ξεχνά την ελληνική γλώσσα και τα ελληνικά ποιήματα που γράφει, όταν οι εχθροί πλησιάζουν την Αμισό («Θεοί μεγάλοι, της Ασίας προστάται, βοηθήστε μας»). Φαίνεται, δηλαδή, ότι τόσο αυτός όσο και ο βασιλιάς του επιφανειακά μόνο ασχολούνταν με την ελληνική ποίηση κι ότι οι ίδιοι σε καμία περίπτωση δεν είχαν μυηθεί στις αξίες του ελληνικού πνεύματος.