ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ Βρυξέλλες, 26 Νοεμβρίου 2010 (29.11) (ΟR. en) 16868/10 Διοργανικός φάκελος: 2010/0817 (COD) COPEN 266 EJN 68 EUROJUST 135 CODEC 1369 ΣΗΜΕΙΩΜΑ της: Προεδρίας προς: ΕΜΑ/Συμβούλιο αριθ. προηγ. εγγρ. 16643/10 COPEN 260 EUROJUST 133 EJN 67 CODEC 1325 Θέμα: Πρωτοβουλία του Βασιλείου του Βελγίου, της Δημοκρατίας της Βουλγαρίας, της Δημοκρατίας της Εσθονίας, του Βασιλείου της Ισπανίας, της Δημοκρατίας της Αυστρίας, της Δημοκρατίας της Σλοβενίας και του Βασιλείου της Σουηδίας για μια οδηγία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με την Ευρωπαϊκή Εντολή Έρευνας σε ποινικές υποθέσεις - έκθεση προόδου I. ΕΙΣΑΓΩΓΗ Το Πρόγραμμα της Στοκχόλμης 1, που εκδόθηκε στις 11 Δεκεμβρίου 2009, αναφέρει ότι «θα πρέπει να επιδιωχθεί περαιτέρω η δημιουργία ενός πλήρους συστήματος συγκέντρωσης αποδεικτικών στοιχείων στις υποθέσεις με διασυνοριακή διάσταση, βάσει της αρχής της αμοιβαίας αναγνώρισης.» Επίσης αναφέρει ότι «οι ισχύουσες πράξεις στον τομέα αυτό συνιστούν ένα αποσπασματικό καθεστώς. Απαιτείται μια νέα προσέγγιση που θα βασίζεται στην αρχή της αμοιβαίας αναγνώρισης, λαμβάνοντας ταυτοχρόνως υπόψη την ευελιξία του παραδοσιακού συστήματος αμοιβαίας δικαστικής συνδρομής. Το νέο αυτό πρότυπο θα μπορούσε να έχει ευρύτερο πεδίο εφαρμογής και θα πρέπει να καλύπτει όσο το δυνατόν περισσότερα είδη αποδεικτικών στοιχείων, λαμβανομένων υπόψη των οικείων μέτρων». 1 ΕΕ C 115, 04.05.2010, σ. 1 16868/10 ΕΚΜ/σα 1
Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο ζήτησε να υποβληθεί πρόταση για «ένα συνολικό σύστημα, έπειτα από αξιολόγηση του αντικτύπου, προς αντικατάσταση των πράξεων που ισχύουν στο συγκεκριμένο τομέα, περιλαμβανομένης της απόφασης-πλαισίου σχετικά με το ευρωπαϊκό ένταλμα συγκέντρωσης αποδεικτικών στοιχείων, που θα καλύπτει κατά το δυνατόν όλα τα είδη αποδεικτικών στοιχείων και θα περιέχει προθεσμίες όσον αφορά την εκτέλεση, θα περιορίζει δε κατά το δυνατόν τους λόγους άρνησης,». Τον Απρίλιο του 2010, μία ομάδα επτά κρατών μελών 2 υπέβαλε πρόταση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με την Ευρωπαϊκή Εντολή Έρευνας σε ποινικές υποθέσεις 3 (στο εξής «ΕΕΕ»). Στόχος της πρότασης είναι να τεθεί τέλος στο αποσπασματικό καθεστώς της συγκέντρωσης αποδεικτικών στοιχείων μεταξύ των κρατών μελών και να αντικατασταθεί το ισχύον νομικό πλαίσιο, περιλαμβανομένης της απόφασης πλαισίου σχετικά με το ευρωπαϊκό ένταλμα συγκέντρωσης αποδεικτικών στοιχείων 2008/978/ΔΕΥ, από ενιαία νομοθετική πράξη. Κατά την αρχή της αμοιβαίας αναγνώρισης την οποία υποστηρίζει η πρωτοβουλία, οι δικαστικές αποφάσεις που λαμβάνει ένα κράτος μέλος για την εκτέλεση των ερευνητικών μέτρων προς συγκέντρωση αποδεικτικών στοιχείων αναγνωρίζονται και εκτελούνται σε άλλο κράτος μέλος. Επιδιώκεται ισορροπία ώστε να συνδυαστεί η ευελιξία με την ασφάλεια δικαίου καθώς και η προστασία των δικαιωμάτων υπεράσπισης με την αποτελεσματικότητα της διαδικασίας. Το Συμβούλιο εξέτασε την πρόταση από τον Ιούλιο του 2010 και μετά. Η Ομάδα συνεργασίας σε ποινικά θέματα εξέτασε την πρόταση σε διάφορες συνεδριάσεις. Ορισμένα εκκρεμή ζητήματα συζητήθηκαν στην CATS, ενώ η ΕΜΑ και το Συμβούλιο κλήθηκαν ως σύμβουλοι σε ορισμένα θέματα. Οι προσπάθειες επικεντρώθηκαν κυρίως στα άρθρα 1 έως 10 της πρότασης που αναφέρονται σε διάφορα βασικά ζητήματα, όπως το πεδίο εφαρμογής, οι αρμόδιες αρχές και οι λόγοι άρνησης. Πολλές αντιπροσωπίες διετύπωσαν επιφυλάξεις εξέτασης για γενικά ή ειδικά θέματα. 2 3 Αυστρία, Βουλγαρία, Βέλγιο, Εσθονία, Σλοβενία, Ισπανία και Σουηδία. Έγγρ. 9288/10. 16868/10 ΕΚΜ/σα 2
Το τελευταίο κείμενο των άρθρων 1 έως 10 της πρότασης οδηγίας περιέχεται στο έγγρ. 16643/10 COPEN 260 EUROJUST 133 EJN 67 CODEC 1325. Σε συνέχεια των μέχρι τούδε συζητήσεων, η Προεδρία επιθυμεί να υποβάλει στις αντιπροσωπίες έκθεση προόδου για τα κυριότερα ζητήματα που έχουν συζητηθεί μέχρι σήμερα. Η Προεδρία θα υποβάλει την πρόταση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο στις 30 Νοεμβρίου 2010. 16868/10 ΕΚΜ/σα 3
II. ΚΥΡΙΟΤΕΡΑ ΖΗΤΗΜΑΤΑ 1. Πεδίο εφαρμογής της πρότασης Οι αντιπροσωπίες, ήδη από τις προκαταρκτικές συζητήσεις, υποστήριξαν την ιδέα να θεσπιστεί ενιαίο νομικό καθεστώς για τη συγκέντρωση αποδεικτικών στοιχείων εντός της ΕΕ. Οι περισσότερες αντιπροσωπίες συμφωνούν ότι αυτό το γενικό πεδίο εφαρμογής δεν πρέπει βέβαια να επεκταθεί στις μορφές αμοιβαίας δικαστικής συνδρομής που δεν συνδέονται άμεσα με τη συγκέντρωση αποδεικτικών στοιχείων και ότι η αστυνομική συνεργασία θα πρέπει επίσης να μείνει έξω από το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας. Επί πλέον, οι εξαιρέσεις από το γενικό πεδίο εφαρμογής πρέπει να περιοριστούν κατά το δυνατόν. Ενώ συμφωνήθηκε γενικά από την αρχή να αποκλειστούν οι κοινές ομάδες έρευνας - που απολαύουν ειδικού καθεστώτος στην ΕΕ - απαιτήθηκε περαιτέρω εξέταση για να περιληφθούν στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας οι ειδικές μορφές παρακολούθησης των επικοινωνιών. Η αρχική πρόταση περιλαμβάνει ΕΕΕ για την παρακολούθηση των τηλεπικοινωνιών με ειδικό καθεστώς που λαμβάνει υπόψιν τον ευαίσθητο χαρακτήρα του μέτρου αυτού. Οι περισσότερες αντιπροσωπίες συμφωνούν ότι τα μέτρα αυτά πρέπει να καλύπτονται από νέα πράξη. Η αρχική πρόταση αποκλείει ωστόσο μορφές παρακολούθησης των τηλεπικοινωνιών που θεωρούνται εξαιρετικές. Μετά τις συζητήσεις της Ομάδας για το κατά πόσον θα πρέπει να διατηρηθεί ο αποκλεισμός αυτός, η Προεδρία κατάρτισε ερωτηματολόγιο για τα θέματα που σχετίζονται με τη χρήση τεσσάρων τύπων παρακολούθησης των τηλεπικοινωνιών 4. Από τα αποτελέσματα του ερωτηματολογίου 5 διαμορφώθηκε σαφής εικόνα των πρακτικών που εφαρμόζονται στα κράτη μέλη για τη χρήση του μέτρου αυτού. 4 5 Έγγρ. 12863/10. Έγγρ. 14591/10. 16868/10 ΕΚΜ/σα 4
Βάσει των ανωτέρω, οι αντιπροσωπίες υποστήριξαν γενικά την άποψη να περιληφθούν στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας όλες οι μορφές παρακολούθησης των τηλεπικοινωνιών. Συμφωνήθηκε ωστόσο ότι οι σχετικές διατάξεις της οδηγίας δεν θα πρέπει να ακολουθούν τη δομή της Σύμβασης του 2000 της ΕΕ για την αμοιβαία δικαστική συνδρομή, αλλά μάλλον η εμπειρία από την εφαρμογή της Σύμβασης του 2000 θα πρέπει να χρησιμεύσει για να απλουστευθεί, όπου είναι δυνατόν, το ισχύον νομικό πλαίσιο. Μία αντιπροσωπία διατηρεί επιφύλαξη εξέτασης για τη λύση αυτή. Οι συζητήσεις θα συνεχιστούν σε μεταγενέστερη φάση, ως μέρος των διαπραγματεύσεων για το Κεφάλαιο IV το οποίο αφορά τα ειδικά ερευνητικά μέτρα. Επίσης θα πρέπει να συνεχιστούν οι συζητήσεις για τις διαδικασίες σε σχέση με τις οποίες εκδίδεται μία ΕΕΕ. Η πρόταση της Προεδρίας είναι να επικεντρωθούν οι συζητήσεις στις ποινικές διαδικασίες σε πρώτη φάση και να αξιολογηθεί σε δεύτερη φάση κατά πόσον οι συμφωνηθείσες λύσεις μπορούν να επεκταθούν και σε ορισμένες ειδικές μη ποινικές διαδικασίες. Η κατεύθυνση που προκύπτει από τη συζήτηση είναι η εξής: - η νέα πράξη καλύπτει όλα τα ερευνητικά μέτρα που έχουν στόχο τη συγκέντρωση αποδεικτικών στοιχείων, με μόνη εξαίρεση τις κοινές ομάδες έρευνας που απολαύουν ειδικού καθεστώτος εντός της ΕΕ, - οι συζητήσεις επικεντρώνονται στις ποινικές διαδικασίες σε πρώτη φάση και αξιολογείται μόνον σε δεύτερη φάση κατά πόσον οι συμφωνηθείσες λύσεις μπορούν να επεκταθούν και σε ορισμένες ειδικές μη ποινικές διαδικασίες. 2. Αρμόδιες αρχές α) Αρχές έκδοσης Το θέμα των αρχών έκδοσης συζητήθηκε επανειλημμένως από τα προπαρασκευαστικά όργανα του Συμβουλίου. Εξ αρχής, ορισμένες αντιπροσωπίες αντιτάχθηκαν στη διάταξη κατά την οποία είναι υποχρεωτική η αναγνώριση ΕΕΕ που εκδίδονται από αρχή εκτός δικαστή, εισαγγελέα ή ανακριτή. Άλλες, αντιθέτως, επιμένουν ότι τα μέτρα που καλύπτονται από την οδηγία μπορούν να εκδίδονται από μη δικαστικές αρχές, όπως π.χ. αστυνομικοί ανακριτές, κατά το εθνικό τους δίκαιο και ότι οι αρχές αυτές επομένως πρέπει να μπορούν να εκδίδουν ΕΕΕ. Επί του θέματος, οι απαντήσεις στο ερωτηματολόγιο της Προεδρίας επέτρεψαν την επισκόπηση της κατάστασης που ισχύει στα κράτη μέλη 6. 6 Έγγρ. 13049/1/10. 16868/10 ΕΚΜ/σα 5
Προς επίλυση του θέματος και προκειμένου να ληφθεί υπόψιν η επιλεγείσα νομική βάση της πρότασης, η Προεδρία διετύπωσε συμβιβαστική πρόταση με την οποία προβλέπεται υποχρεωτική επικύρωση της συμβατότητας της ΕΕΕ με τους όρους έκδοσης ΕΕΕ, όταν η ΕΕΕ εκδίδεται από αρμόδια αρχή εκτός δικαστή, εισαγγελέα ή ανακριτή. Οι περισσότερες αντιπροσωπίες συμφώνησαν με την προσέγγιση αυτή. β) Αρχές εκτέλεσης Ο ορισμός της αρχής εκτέλεσης συζητήθηκε επίσης σε πολλές συνεδριάσεις της Ομάδας. Οι αντιπροσωπίες συμφώνησαν ότι το κράτος εκτέλεσης πρέπει να είναι αρμόδιο να αποφασίσει την αρχή εκτέλεσης της ΕΕΕ. Η κατεύθυνση που προκύπτει από τη συζήτηση είναι η εξής: - η νέα πράξη εφαρμόζεται μόνον στις ΕΕΕ που έχουν εκδοθεί ή επικυρωθεί από δικαστή, εισαγγελέα ή ανακριτή, - ο καθορισμός των αρχών εκτέλεσης της ΕΕΕ επαφίεται στα κράτη μέλη. 3. Λόγοι μη αναγνώρισης ή μη εκτέλεσης βάσει κατηγοριών των μέτρων Το θέμα των λόγων μη αναγνώρισης ή μη εκτέλεσης εξετάστηκε διεξοδικά από τα προπαρασκευαστικά όργανα του Συμβουλίου και ήταν το κύριο θέμα συζήτησης του φακέλου στο Συμβούλιο ΔΕΥ της 9ης Νοεμβρίου. Οι περισσότερες αντιπροσωπίες συμφωνούν ότι, μολονότι η εξέλιξη από την αμοιβαία δικαστική συνδρομή προς την αμοιβαία αναγνώριση δεν συνεπάγεται την αυτόματη εκτέλεση των αποφάσεων, οι λόγοι μη αναγνώρισης πρέπει να είναι πολύ συγκεκριμένοι και ότι πρέπει να αποφεύγεται ευρύ φάσμα αρνήσεων, το οποίο σε γενικές γραμμές ακολουθεί το καθεστώς που ισχύει για την αμοιβαία δικαστική συνδρομή. Οι αντιπροσωπίες τόνισαν ότι, εκτός άλλων στοιχείων, η αποτελεσματικότητα της οδηγίας θα εξαρτηθεί από την προσέγγιση αυτή και ότι επομένως θα πρέπει να εξασφαλιστεί ότι δεν θα υπάρξει οπισθοδρόμηση σε σύγκριση με τις ισχύουσες πράξεις. Οι λεπτομέρειες εφαρμογής της εκτέλεσης διέπονται από το εθνικό δίκαιο του εκτελούντος κράτους. 16868/10 ΕΚΜ/σα 6
Ορισμένοι λόγοι άρνησης, όπως π.χ. η ύπαρξη ασυλίας και προνομίου ή τα ουσιώδη συμφέροντα εθνικής ασφάλειας, εφαρμόζονται ανεξαρτήτως του σκοπουμένου μέτρου. Οι συζητήσεις για το ακριβές περιεχόμενο του καταλόγου θα συνεχιστούν. Οι περισσότερες αντιπροσωπίες υποστήριξαν την προσέγγιση της Προεδρίας, δηλ. να διαφοροποιηθούν οι κατηγορίες των ερευνητικών μέτρων, βάσει του καταναγκαστικού ή οχληρού χαρακτήρα τους, προκειμένου να προσδιοριστούν συμπληρωματικοί λόγοι άρνησης εφαρμογής τους. Περαιτέρω διασάφηση έδωσαν οι ακόλουθες αρχές που τονίστηκαν κατά τη συζήτηση του Συμβουλίου: - δεν θα υπάρξει οπισθοδρόμηση σε σύγκριση με το κεκτημένο (και Σύμβαση αμοιβαίας δικαστικής συνδρομής και μέσα αμοιβαίας αναγνώρισης), όσον αφορά τη διαθεσιμότητα του μέτρου και τη δυνατότητα ελέγχου για διττό αξιόποινο, - η παρούσα συνεργασία πρέπει να βελτιωθεί, - η νέα προσέγγιση δεν πρέπει να περιπλέξει το έργο των χρηστών. Εν συνεχεία, η Προεδρία υπέβαλε πρόταση για τους λόγους άρνησης βασιζόμενη στη γενική και ειδική διαφοροποίηση μεταξύ μέτρων και λόγων άρνησης που συνδέονται με αυτά. Η πρόταση βασίζεται στην εξής διάκριση: - η πρώτη κατηγορία καλύπτει τα μη καταναγκαστικά μέτρα και τις ακροάσεις για τις οποίες δεν παρέχονται συμπληρωματικοί λόγοι άρνησης, - η δεύτερη κατηγορία καλύπτει όλα τα άλλα καταναγκαστικά μέτρα, χωρίς απαρίθμηση των καλυπτόμενων ειδικών μέτρων, και παρέχει συμπληρωματικούς λόγους άρνησης, π.χ. διττό αξιόποινο, έγκριση σε αντίστοιχη εθνική απόφαση, το μέτρο δεν υφίσταται δυνάμει του δικαίου του εκτελούντος κράτους ή η χρησιμοποίησή τους περιορίζεται σε κατάλογο ή κατηγορία αδικημάτων που δεν περιλαμβάνουν το αδίκημα το οποίο καλύπτει η ΕΕΕ, - ωστόσο, το διττό αξιόποινο και η έγκριση σε αντίστοιχη εθνική υπόθεση δεν συνιστούν λόγο άρνησης εφόσον η εκτέλεση καταναγκαστικών μέτρων αφορά τις σοβαρές αξιόποινες πράξεις (βλ. άρθ. 2, παρ. 2 της απόφασης πλαισίου 2002/584/ΔΕΥ για το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης). Η Προεδρία τόνισε ότι η προσέγγιση θεωρείται ως δέσμη μέτρων και ότι η ισορροπία του προτεινόμενου κειμένου να επιτευχθεί σε συσχέτιση με τις λύσεις για τις τρεις αυτές κατηγορίες. 16868/10 ΕΚΜ/σα 7
Η κατεύθυνση που προκύπτει από τη συζήτηση είναι η εξής: - οι λόγοι άρνησης πρέπει να είναι πολύ συγκεκριμένοι, - κατά τη διαφοροποίηση μεταξύ κατηγοριών ερευνητικών μέτρων, η ζητούμενη λύση θα πρέπει να βασιστεί στην τριπλή προσέγγιση που προτείνει η Προεδρία. 4. Αναλογικότητα Σε πρώτη φάση των συζητήσεων, ανέκυψε το θέμα της αναλογικότητας. Μετά τη συζήτηση προσανατολισμού στο Συμβούλιο του Νοεμβρίου, πολλές αντιπροσωπίες υποστήριξαν τις ακόλουθες αρχές: - η αναλογικότητα πρέπει να ελέγχεται συστηματικά από την αρχή έκδοσης, - η αρχή εκτέλεσης πρέπει να έχει τη δυνατότητα να επιλέξει λιγότερο καταναγκαστικό μέτρο από αυτό που αναφέρεται στην ΕΕΕ εάν είναι εφικτό να επιτευχθεί ανάλογο αποτέλεσμα, - η αναλογικότητα δεν πρέπει να συνιστά γενικό λόγο άρνησης της αρχής εκτέλεσης που εφαρμόζεται σε κάθε είδους μέτρο, - η άμεση επικοινωνία μεταξύ αρχής έκδοσης και αρχής εκτέλεσης είναι πολύ σημαντική. Η Προεδρία πρότεινε στις αντιπροσωπίες προσέγγιση κατά την οποία, εκτός από τον έλεγχο της αναλογικότητας στον οποίο προβαίνει η αρχή έκδοσης κατά την έκδοση της ΕΕΕ, η αρχή εκτέλεσης έχει τη δυνατότητα να διαβουλευθεί την αρχή έκδοσης για τη σκοπιμότητα της εκτέλεσης μιας ΕΕΕ εφόσον έχει λόγους να πιστεύει ότι, στη συγκεκριμένη περίπτωση, το ερευνητικό μέτρο αφορά ήσσονος σημασίας αξιόποινη πράξη. Η διάταξη που προτείνει η Προεδρία τονίζει τη σπουδαιότητα της επικοινωνίας μεταξύ των αρμόδιων αρχών των κρατών έκδοσης και εκτέλεσης, ώστε να εκτιμηθεί εάν πρέπει, σε παρόμοια περίπτωση, να αποσυρθεί η ΕΕΕ. Η νέα διάταξη υποστηρίχτηκε γενικά από τις αντιπροσωπίες. Ορισμένες δε υποστήριξαν ότι η διάταξη μπορεί να παρέχει εξ αποτελέσματος συγκεκαλυμμένο λόγο άρνησης. Μία αντιπροσωπία πρότεινε να εισαχθεί η διάταξη, ώστε να υποχρεούται η αρχή έκδοσης να παρέχει τη σχετική αιτιολόγηση της εκδιδόμενης ΕΕΕ εξ αρχής. 16868/10 ΕΚΜ/σα 8
Η κατεύθυνση που συνάγεται από τη συζήτησης είναι ότι οι περαιτέρω συζητήσεις επί του θέματος πρέπει να βασίζονται στις αρχές της πρότασης της Προεδρίας. 5. Δαπάνες Τέθηκε το θέμα της κατανομής των δαπανών τις οποίες συνεπάγεται η εκτέλεση ΕΕΕ, το οποίο φαίνεται να απασχολεί ιδιαιτέρως τις αντιπροσωπίες. Κατά τη συνεδρίαση προσανατολισμού στο Συμβούλιο ΔΕΥ της 9ης Νοεμβρίου, το Συμβούλιο συμφώνησε ότι οι δυσανάλογες δαπάνες ή η έλλειψη πόρων στο κράτος εκτέλεσης δεν πρέπει να αποτελούν λόγο άρνησης εκ μέρους της αρχής εκτέλεσης. Με την προοπτική της περαιτέρω αναζήτησης εναλλακτικών λύσεων, η Προεδρία πρότεινε λύση κατά την οποία θα υπάρχει η δυνατότητα, σε εξαιρετικές περιστάσεις, να εκτελείται το ερευνητικό μέτρο υπό τον όρον ότι τις δαπάνες θα αναλαμβάνει (ή θα μοιράζεται) το κράτος έκδοσης. Στην περίπτωση αυτή, η αρχή έκδοσης έχει τη δυνατότητα να αποσύρει την ΕΕΕ. Οι αντιπροσωπίες συμφώνησαν γενικά με την προσέγγιση αυτή. Ωστόσο, ορισμένες εξέφρασαν ανησυχίες για τις συνέπειες που θα έχει η προτεινόμενη λύση, στην περίπτωση που οι διαβουλεύσεις μεταξύ αρχών έκδοσης και εκτέλεσης δεν οδηγήσουν σε συμφωνία για τις δαπάνες ή την απόσυρση της ΕΕΕ. Διαπιστώθηκε ότι χρειάζονται περαιτέρω διευκρινίσεις, οπότε οι συζητήσεις επί του συγκεκριμένου θέματος θα πρέπει να συνεχιστούν. Η κατεύθυνση που προκύπτει από τη συζήτηση είναι ότι οι περαιτέρω συζητήσεις επί του θέματος πρέπει να βασίζονται στις αρχές της πρότασης της Προεδρίας. III. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ Η ΕΜΑ / το Συμβούλιο καλούνται: - να σημειώσουν την έκθεση προόδου και τις κατευθύνσεις που περιγράφονται ανωτέρω για τα βασικά ζητήματα που συζητήθηκαν μέχρι σήμερα, - να αναθέσουν στην Ομάδα να συνεχίσει τις συζητήσεις με βάση τα ανωτέρω, ώστε να διαμορφωθεί γενική προσέγγιση εντός του Συμβουλίου. 16868/10 ΕΚΜ/σα 9