Μελέτη αλληλεπίδρασης εξωαστικού χώρου με άμεση περιαστική ζώνη πόλεως Άρτας. Αικατερίνη Μιχαήλογλου. Χριστίνα Νικολακοπούλου



Σχετικά έγγραφα
Εργαστήριο Χωροταξικού Σχεδιασμού. 6 η Διάλεξη Β. Διάγνωση της υπάρχουσας κατάστασης Οικιστική ανάπτυξη και Κατοικία Εισήγηση: Ελένη Ανδρικοπούλου

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ ΤΜΗΜΑ ΜΗΧΑΝΙΚΩΝ ΧΩΡΟΤΑΞΙΑΣ, ΠΟΛΕΟΔΟΜΙΑΣ ΚΑΙ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ

ΕΝΑΛΛΑΚΤΙΚΕΣ ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΕΣ

1η Ελληνο - Γαλλική & Διεθνής Συνάντηση, SD-MED:

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. Οι συγγραφείς... xiii Πρόλογος και ευχαριστίες...xv

ΕΘΝΙΚΟ ΜΕΤΣΟΒΙΟ ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ ΣΧΟΛΗ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΩΝ ΜΗΧΑΝΙΚΩΝ ΤΟΜΕΑΣ ΠΟΛΕΟΔΟΜΙΑΣ ΚΑΙ ΧΩΡΟΤΑΞΙΑΣ ΥΠΟΧΡΕΩΤΙΚΟ ΜΑΘΗΜΑ ΧΩΡΟΤΑΞΙΑΣ

Εργαλεία του Πολεοδοµικού Σχεδιασµού ΓΠΣ - ΣΧΟΟΑΠ

Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο Μεταπτυχιακό Πρόγραµµα Πολεοδοµίας και Χωροταξίας Ακαδ. Έτος

ΕΘΝΙΚΟ ΜΕΤΣΟΒΙΟ ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ ΣΧΟΛΗ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΩΝ ΜΗΧΑΝΙΚΩΝ ΤΟΜΕΑΣ ΠΟΛΕΟΔΟΜΙΑΣ ΚΑΙ ΧΩΡΟΤΑΞΙΑΣ ΥΠΟΧΡΕΩΤΙΚΟ ΜΑΘΗΜΑ ΧΩΡΟΤΑΞΙΑΣ

Πανεπιστήμιο Στερεάς Ελλάδας Τμήμα Περιφερειακής Οικονομικής Ανάπτυξης Διαλέξεις Μαθήματος Οικονομική Γεωγραφία Ε Εξαμήνου

ΤΟ ΜΕΓΕΘΟΣ ΚΑΙ Η ΙΕΡΑΡΧΙΑ ΤΩΝ ΠΟΛΕΩΝ

Α τική δ τική ιάχυση ιάχ

Εργαστήριο Χωροταξικού Σχεδιασμού. 10 η Διάλεξη Όραμα βιώσιμης χωρικής ανάπτυξης Εισήγηση: Ελένη Ανδρικοπούλου

Διαμόρφωση ολοκληρωμένου πλαισίου δεικτών για την παρακολούθηση (monitoring) της εξέλιξης των οικιστικών δικτύων

ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ ΧΩΡΟΤΑΞΙΚΟΥ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΥ Μάθημα 2Σ6 01. ΔΙΔΑΣΚΟΝΤΕΣ: Ελένη ΑΝΔΡΙΚΟΠΟΥΛΟΥ, Γρηγόρης ΚΑΥΚΑΛΑΣ Χ Ε Ι Μ Ε Ρ Ι Ν Ο Ε Ξ Α Μ Η Ν Ο

Η Έννοια της Εταιρικής Σχέσης & τα νέα Χρηματοδοτικά Εργαλεία της Τοπικής Αυτοδιοίκησης

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΑΓΡΟΤΙΚΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ (ΠΑΑ )

Εργαλεία του Πολεοδοµικού Σχεδιασµού ΓΠΣ - ΣΧΟΟΑΠ

ΕΜΠ / ΣΧΟΛΗ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΩΝ / ΤΟΜΕΑΣ ΠΟΛΕΟΔΟΜΙΑΣ ΚΑΙ ΧΩΡΟΤΑΞΙΑΣ / ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ 2008

Θεωρίες Πολεοδομικού Σχεδιασμού. 4 ο Μάθημα Πολεοδομικός Σχεδιασμός και Χρήσεις Γης

Περιφερειακή ανάπτυξη- Περιφερειακές ανισότητες. Εισαγωγικές έννοιες

Η εμπειρία του Παρατηρητηρίου της Εγνατίας Οδού

Ε Θ Ν Ι Κ Ο Μ Ε Τ Σ Ο Β Ι Ο Π Ο Λ Υ Τ Ε Χ Ν Ε Ι Ο

Η Περιφερειακή Επιστήμη.

ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΕΝΗ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΠΑΡΑΚΤΙΑΣ ΠΕΡΙΟΧΗΣ ΔΥΤΙΚΟΥ ΣΑΡΩΝΙΚΟΥ

ΧΩΡΟΤΑΞΙΑ H ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ TOY ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΥ. Αναστασία Στρατηγέα. Υπεύθυνη Μαθήματος

ΓΕΩΓΡΑΦΙΚΕΣ ΔΥΝΑΜΙΚΕΣ ΚΑΙ ΣΥΓΧΡΟΝΟΙ ΜΕΤΑΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΙ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΧΩΡΟΥ

ΔΗΜΟΚΡΙΤΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΡΑΚΗΣ ΠΟΛΥΤΕΧΝΙΚΗ ΣΧΟΛΗ- ΤΜΗΜΑ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΩΝ ΜΗΧΑΝΙΚΩΝ ΤΟΜΕΑΣ ΠΟΛΕΟΔΟΜΙΚΟΥ ΚΑΙ ΧΩΡΟΤΑΞΙΚΟΥ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΥ

ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ Χ. ΑΠ. ΛΑΔΙΑΣ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ

3ο ΔΙΕΘΝΕΣ ΣΥΝΕΔΡΙΟ REAL ESTATE REAL ESTATE - ΠΡΟΟΠΤΙΚΕΣ ΧΩΡΙΣ ΟΡΙΑ. B. Φούρκας, Προϊστ. Παρατηρητηρίου Εγνατίας Οδού, ΕΓΝΑΤΙΑ ΟΔΟΣ Α.Ε.

ΠΑΡΑΤΗΡΗΤΗΡΙΟ, ΕΓΝΑΤΙΑ ΟΔΟΣ Α.Ε.

ΔΗΜΟΣ ΧΑΛΑΣΤΡΑΣ. Ζητήματα ανάπτυξης: παραγωγικές προοπτικές και προστασία των φυσικών πόρων

Ο ΔΗΜΟΣ ΝΟΤΙΑΣ ΚΥΝΟΥΡΙΑΣ ΣΤΟ ΔΡΟΜΟ ΓΙΑ ΤΟ ΔΗΜΟ ΤΟΥ ΜΕΛΛΟΝΤΟΣ

Κατάταξη των Περιφερειών της Ζώνης Επιρροής IV της Εγνατίας Οδού 1,

Περιεχόμενα. Αστικά και περιφερειακά οικονομικά υποδείγματα και μέθοδοι... 37

ΣΧΕΔΙΟ. Δήμος Σοφάδων ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΚΑΘΟΡΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗΣ ΤΟΥ ΔΗΜΟΥ

Ο ΤΟΠΟΣ ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ ΤΩΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ

Πλαίσια Χωρικού Σχεδιασµού στον Ευρωπαϊκό και Ελληνικό χώρο : πολιτικές και θεσµοί Αθηνά Γιαννακού ρ. Χωροτάκτης-Πολεοδόµος (M.Sc.&Ph.D.

ΤΑ ΒΑΣΙΚΑ ΜΕΓΕΘΗ ΤΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ Η ελληνική τριτοβάθμια εκπαίδευση Μέρος Α : το ευρωπαϊκό & διεθνές πλαίσιο αναφοράς ( )

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΗΣ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ ERSA

ΠΕΠ ΑΝ. ΜΑΚΕ ΟΝΙΑΣ ΘΡΑΚΗΣ ΠΡΟΩΘΗΣΗ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΤΙΚΟΤΗΤΑΣ ΑΓΡΟΤΙΚΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ

στον αστικό ιστό Το παράδειγμα του Δήμου Αρτέμιδος Αττικής» ΔΙΔΑΣΚΟΝΤΕΣ: Ι. ΠΟΛΥΖΟΣ, Τζ. ΚΟΣΜΑΚΗ, Σ. ΜΑΥΡΟΜΜΑΤΗ Αθήνα, Μάρτιος 2009

ΘΕΜΑ ΕΞΑΜΗΝΟΥ «Το φαινόμενο της αστικοποίησης στο Δήμο Ζωγράφου»

ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΟΙ ΚΑΙ ΠΟΛΕΟΔΟΜΙΚΟΙ ΜΕΤΑΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΙ ΣΤΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ ΛΟΓΩ ΤΟΥ ΦΑΙΝΟΜΕΝΟΥ ΤΗΣ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ

ΠΕΡΙΟΧΗ ΜΕΛΕΤΗΣ: ΟΙΚΟΣΜΟΣ ΕΡΓΑΤΙΚΩΝ ΚΑΤΟΙΚΙΩΝ «ΠΥΛΗΣ ΑΞΙΟΥ»

ΝΑΥΠΛΙΟ Η ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ ΠΟΛΕΟΔΟΜΙΚΟΣ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ ΜΕΛΕΤΕΣ ΚΑΙ ΕΡΓΑ ΑΝΑΠΛΑΣΗΣ ΗΠΑΛΙΑΠΟΛΗ ΒΥΖΑΝΤΙΟ ΚΑΙ ΠΡΟΝΟΙΑ

Εισήγηση με θέμα: "Στρατηγικές ολοκληρωμένης χωρικής ανάπτυξης στην Περιφέρεια ΑΜ Θ Δυνατότητες αξιοποίησης των νέων εργαλείων του ΕΣΠΑ"

Αγροτική Κοινωνιολογία

Κώστας Γκόρτσος. Ειδικότητα Αρχιτέκτονας - Πολεοδόµος ΕΛΕ / Γ. Επικοινωνία Γραφείο 7.3, τηλ ,

ΘΕΩΡΗΤΙΚΟΙ ΚΑΙ ΘΕΩΡΙΕΣ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ Χ. ΑΠ. ΛΑΔΙΑΣ

Παρατηρητήριο ΤΟΜΕΑΣ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΠΑΡΑΚΟΛΟΥΘΗΣΗΣ ΕΡΓΩΝ & ΧΡΗΜΑΤΟΔΟΤΗΣΕΩΝ ΕΓΝΑΤΙΑ ΟΔΟΣ Α.Ε ΕΝΗΜΕΡΩΤΙΚΟ ΔΕΛΤΙΟ

ΔΕΛΤΙΟ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΩΝ ΔΕΙΚΤΗ SET09: ΜΕΤΑΒΟΛΗ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ

ΔΕΙΓΜΑ ΠΡΙΝ ΤΙΣ ΔΙΟΡΘΩΣΕΙΣ

Η περιοχή του ήµου Μενεµένης βρίσκεται στη δυτική πλευρά του Πολεοδοµικού Συγκροτήµατος

Πλαίσια Χωρικού Σχεδιασµού στον Ευρωπαϊκό και Ελληνικό χώρο: πολιτικές και θεσµοί Αθηνά Γιαννακού ρ. Χωροτάκτης-Πολεοδόµος (M.Sc.&Ph.D.

Εργαστήριο Χωροταξικού Σχεδιασμού

Η χωρική διασπορά και η θέση των οικισμών

NEO ΡΥΘΜΙΣΤΙΚΟ ΣΧΕ ΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ:

Εργαστήριο Χωροταξικού Σχεδιασμού

Τ.Ε.Ε. τμήμα Κερκύρας / Ν.Α. Νομού Κερκύρας. Ημερίδα με θέμα: Χωροταξικός και Πολεοδομικός Σχεδιασμός Όρος Ζωής για την Κέρκυρα

ΕΘΝΙΚΟ ΜΕΤΣΟΒΙΟ ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ ΣΧΟΛΗ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΩΝ ΜΗΧΑΝΙΚΩΝ ΤΟΜΕΑΣ ΠΟΛΕΟΔΟΜΙΑΣ ΚΑΙ ΧΩΡΟΤΑΞΙΑΣ ΥΠΟΧΡΕΩΤΙΚΟ ΜΑΘΗΜΑ ΧΩΡΟΤΑΞΙΑΣ

Το δίκτυο των οικισμών της Ελλάδας.

ΠΟΛΕΟΔΟΜΙΚΗ ΜΕΛΕΤΗ ΚΑΙ ΡΥΜΟΤΟΜΙΚΟ ΣΧΕΔΙΟ

Κτηνοτροφία Ορεινών Περιοχών & Κοινωνική Επιχειρηματικότητα ΚΑΝΤΑΣ ΔΗΜΗΤΡΗΣ, ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ ΣΕΡΑΦΕΙΜ, ΑΝΑΠΛ. ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ

ΧΩΡΟΤΑΞΙΑ ΜΕΛΕΤΗ ΥΠΑΡΧΟΥΣΑΣ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ. Αναστασία Στρατηγέα. Υπεύθυνη Μαθήματος

Συνεργασίες με τον Λευτέρη Παπαγιαννάκη. Ερευνητικά προγράμματα Ε.Μ.Π. για την. Ερευνητικό πρόγραμμα Ε.Μ.Π. για ένα. Αθήνας Αττικής (δεκαετία 2000)

ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΔΗΜΟΥ ΒΟΡΕΙΑΣ ΚΥΝΟΥΡΙΑΣ , Β ΦΑΣΗ ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ 2008 ΕΙΣΑΓΩΓΗ

ΗΜΑΡΧΕΙΟ ΜΠΟΣ Α ΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΣΤΡΑΤΟΠΕ Ο ΠΑΠΑΣΤΑΘΗ ΦΙΛΑ ΕΛΦΕΙΑΣ

ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΧΩΡΟΤΑΞΙΚΟΥ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΥ ΚΑΙ ΑΕΙΦΟΡΟΥ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΑΝΑΤΟΛΙΚΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ - ΘΡΑΚΗΣ

ΔΕΛΤΙΟ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΩΝ ΔΕΙΚΤΗ SET19: ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ

Οικονομία. Η οικονομία του νομού Ιωαννίνων βασίζεται στην κτηνοτροφία, κυρίως μικρών ζώων, στη γεωργία και στα δάση. Η συμβολή της βιομηχανίας και

ένα αειφόρο πρότυπο Ήβη Νανοπούλου Αρχιτέκτων - Διευθύνων σύμβουλος ΘΥΜΙΟΣ ΠΑΠΑΓΙΑΝΝΗΣ ΚΑΙ ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ ΑΕΜ

Μαρία Ν. Σκιαδά & Γιώργος Ν. Φώτης

ΤΟΥΡΙΣΜΟΣ, ΤΟΥΡΙΣΤΙΚΗ ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΚΑΙ ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ ΤΗΣ ΤΟΥΡΙΣΤΙΚΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ

ΑΣΤΙΚΕΣ ΧΡΗΣΕΙΣ ΓΗΣ. ενοικίου μια επιχείρησης η οποία βρίσκεται εγκατεστημένη σε μια αστική περιοχή. ΑΣΤΙΚΕΣ ΧΡΗΣΕΙΣ ΓΗΣ. Σελ. 1

Περιεχόμενα. 1: Ιστορική προσέγγιση της οικονομικής θεωρίας και της έννοιας της προσόδου. Το υπόβαθρο των εκτιμήσεων στο σκηνικό του χθες

Εισαγωγή στη διεθνή και ελληνική εμπειρία από την εφαρμογή προγραμμάτων αστικής αναγέννησης. Προτάσεις για το μέλλον

ΔΕΛΤΙΟ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΩΝ ΔΕΙΚΤΗ SET19: ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ

Αγροτική Κοινωνιολογία

Για μια αειφόρο προσέγγιση της οικιστικής ανάπτυξης. Θάνος Παγώνης, αρχιτέκτων - πολεοδόμος

οκ _ τόπους παρεμβάσεις τοπίου για την ανάδειξη του παραλιακού μετώπου του Ναυπλίου

ΤΟ ΡΕΜΑ ΤΟΥ ΚΗΦΙΣΟΥ. Περίληψη. Ε.Θ.ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ ΤΟΜΕΑΣ ΠΟΛΕΟ ΟΜΙΑΣ 7 ο ΕΞΑΜΗΝΟ ΥΠ.ΚΑΘ. :Τ. ΚΟΣΜΑΚΗ. ΠΟΛΥΧΡΟΝΟΠΟΥΛΟΣ ΣΠΟΥ.

Σχολή Ανθρωπιστικών Σπουδών Σπουδές στον Ευρωπαϊκό Πολιτισμό ΓΕΝΙΚΗ ΓΕΩΓΡΑΦΙΑ, ΑΝΘΡΩΠΟΓΕΩΓΡΑΦΙΑ. 4η Γραπτή Εργασία Ακαδημαϊκού Έτους

Γεωργικές Εφαρμογές και Εκπαίδευση για την Αειφόρο Αγροτική Ανάπτυξη

ενεργειακό περιβάλλον

Συνολικός Χάρτης Πόλης

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΑΝΑΡΤΗΤΕΑ ΣΤΟ ΔΙΑΔΙΚΤΥΟ. Μυτιλήνη, 16/06/2014 Α.Π. : οικ Προς: ΔΗΜΟΣ ΛΕΣΒΟΥ ΕΛ. ΒΕΝΙΖΕΛΟΥ T.

Δημογραφία. Ενότητα 11.1: Παράδειγμα - Περιφερειακές διαφοροποιήσεις και ανισότητες του προσδόκιμου ζωής στη γέννηση

Κώστας Γκόρτσος. Ειδικότητα Αρχιτέκτονας - Πολεοδόμος ΕΛΕ / Δ. Επικοινωνία Γραφείο 7.3, τηλ , kgortsos@ekke.gr,

Η Μελέτη Περίπτωσης για τη Σύρο: Υλοποιημένες δράσεις και η επιθυμητή συμβολή φορέων του νησιού

ΟΨΕΙΣ ΤΟΥ ΑΣΤΙΚΟΥ ΤΟΠΙΟΥ ΣΤΟ ΔΗΜΟΣΙΟ ΧΩΡΟ ΠΟΛΗ, ΦΥΣΗ ΚΑΙ ΝΕΕΣ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΕΣ

Πρόταση Περιφέρειας Ανατολικής Μακεδονίας Θράκης για τη διαμόρφωση των κατευθύνσεων Αναπτυξιακής Στρατηγικής Προγραμματικής Περιόδου

ΗΜΕΡΙΔΑ Σ.Ε.Γ ΕΥΡΩΠΑΪΚΑ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΑ ΚΑΙ ΓΕΩΕΠΙΣΤΗΜΕΣ

«Επιχειρηματικότητα και περιφερειακή ανάπτυξη μέσω έργων»

ΣΧΕΔΙΑΖΟΝΤΑΣ ΜΕ ΤΗ ΦΥΣΗ ΣΤΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΟΥ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΥ ΣΤΟΝ ΑΣΤΙΚΟ ΧΩΡΟ

Στόχος του Τμήματος: Οικονομικής & Περιφερειακής Ανάπτυξης (152)

Περιεχόμενα. Πρόλογος 14

ΕΝΗΜΕΡΩΤΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ: ΕΓΝΑΤΙΑ Ο ΟΣ ΚΑΙ Ν. ΗΜΑΘΙΑΣ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 9 ΑΝΑΜΕΝΟΜΕΝΕΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ

ΝΕΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΣΠΟΥΔΩΝ ΤΜΧΠΠΑ

Transcript:

Μελέτη αλληλεπίδρασης εξωαστικού χώρου με άμεση περιαστική ζώνη πόλεως Άρτας Αικατερίνη Μιχαήλογλου Μηχανικός Χωροταξίας, Πολεοδομίας και Περιφερειακής Ανάπτυξης, MSc Προστασία Περιβάλλοντος και Βιώσιμη Ανάπτυξη Χριστίνα Νικολακοπούλου Μηχανικός Χωροταξίας, Πολεοδομίας και Περιφερειακής Ανάπτυξης, MSc Urban Regeneration Περίληψη Ο εξωαστικός χώρος ή ύπαιθρος δε συνδέεται μόνο με την αγροτική δραστηριότητα αλλά αποτελεί ένα δυναμικό τμήμα γης με πολλαπλές δυνατότητες. Συχνά, η ανάπτυξη ποικίλων δραστηριοτήτων και η εμφανιζόμενη διαφοροποίησή τους ανά την επικράτεια επηρεάζεται τόσο από διάφορα γεωγραφικά χαρακτηριστικά όσο και από την οικονομία της ευρύτερης περιοχής. Τα κύρια αστικά κέντρα τείνουν να δημιουργούν σχέσεις εξάρτησης προς τους οικισμούς της υπαίθρου, ενώ η διαμόρφωση αυτής καθορίζει σε ένα βαθμό την περιαστική ζώνη και τη μορφή των εκάστοτε επεκτάσεων του αστικού ιστού. Στην παρούσα εισήγηση μελετάται η σχέση της υπαίθρου της Άρτας τόσο με τον κύριο αστικό πόλο της περιοχής όσο και την περιαστική ζώνη. Οι σχέσεις που δύνανται να αναπτυχθούν είναι αμφίδρομες και είναι δυνατόν να επηρεάσουν μια σειρά παραγόντων όπως οι αντικειμενικές αξίες, η μορφή επέκτασης, η οικονομία και να διαμορφώσουν τελικά τις χρήσεις γης. Η αυξημένη παραγωγικότητα του αγροτικού χώρου έχει επιτρέψει την ανάπτυξη αγροτικών δραστηριοτήτων στην ευρύτερη περιοχή της υπαίθρου της Άρτας, επηρεάζοντας σημαντικά, με τη σειρά της, την οικιστική ανάπτυξη. Παράλληλα, η οικιστική ανάπτυξη της υπαίθρου επηρεάζεται από τις επεκτάσεις του αστικού ιστού και τον προσανατολισμό αυτών, την ύπαρξη του υδάτινου στοιχείου και τις απαιτούμενες διανυόμενες χρονοαποστάσεις από υποδομές βασικών αναγκών. Οριοθετείται ο εξωστικός χώρος της ευρύτερης περιοχής μέσω κριτηρίων που αφορούν τόσο σε γεωγραφικούς παράγοντες, όσο οικονομικούς και κοινωνικούς, εξετάζονται οι μετασχηματισμοί των χρήσεων γης στη διάρκεια του χρόνου καθώς και οι μεταβολές των δραστηριοτήτων, μελετάται η μορφή της περιαστικής ζώνης και

επιδιώκεται η σύνδεση της υπαίθρου με τον αστικό και περιαστικό χώρο μέσω κατάλληλα οργανωμένων σχέσεων αλληλεξάρτησης. Λέξεις - κλειδιά: ύπαιθρος, περιαστική ζώνη, Άρτα, χρήσεις γης 1. Εισαγωγή Γεγονός της σημερινής εποχής είναι πλέον ότι σχεδόν ο μισός πληθυσμός του πλανήτη διαμένει σε αστικές περιοχές (United Nations, 2001). Η αστικοποίηση συνιστά ένα φαινόμενο, του οποίου η εντατικοποίηση κατά τα τελευταία χρόνια, έχει δημιουργήσει νέες συνθήκες στη διαμόρφωση των πόλεων. Στο σχεδιασμό του αστικού περιβάλλοντος παύουν να εμπλέκονται αποκλειστικά, οι αυστηρά καθορισμένες ως αστικές περιοχές, αλλά συνυπολογίζονται και τμήματα που έως πρόσφατα, περιγράφονταν ως ύπαιθρος. Η έννοια της υπαίθρου επαναπροσδιορίζεται ενώ η μορφή της σταματά να καθορίζεται με μοναδικό γνώμονα, τη γεωργία. Η «αστική έξοδος» αποτελεί την απαρχή χωροθετήσεων νέων λειτουργιών και δραστηριοτήτων στον εξωαστικό χώρο των πόλεων, καθιστώντας αυτόν μια χωρική ζώνη αξιόλογης σημασίας για μελέτη. Στο σημείο αυτό, εμφανίζεται η έννοια της περιαστικοποίησης, αφού ο δακτύλιος που περιβάλλει και γειτνιάζει με την πόλη αποδέχεται έντονες χωρικές και οικονομικές αλλαγές. Η επένδυση σε μεταφορικές υποδομές έχει συμβάλει με τη σειρά της, στην ενίσχυση των προηγούμενων φαινομένων. Η μετακίνηση και η προσβασιμότητα βελτιώνονται ενώ οι χρονοαποστάσεις ελαχιστοποιούνται. Από τη μια πλευρά, οι παραγωγικές δραστηριότητες αναζητούν μεγαλύτερες εκτάσεις προς τα έξω, ενώ από την άλλη, οι τιμές γης έλκουν τους ιδιώτες για οικιστική χρήση. Εξάλλου, η «μικρή ιδιοκτησία» στην Ελλάδα προάγει την ατομικότητα στις αποφάσεις χωροθέτησης και μόνο σε λίγες περιπτώσεις, παρατηρούνται επενδυτικές συγκεντρώσεις. Σε οικονομικούς όρους, η αντικατάσταση της γεωργικής γης από αστικές χρήσεις αναδιαμορφώνει και την τοπική οικονομία σε ένα ευρύτερο πλαίσιο. Νέες χωρικές δυναμικές που εντοπίζονται εντός μιας πόλης βασίζονται στις αλληλεπιδράσεις που δέχονται αυτές από τον εξωαστικό χώρο. Οι αξίες της γης ανάλογα με τη ζήτηση επαναπροσδιορίζονται ενώ το κέντρο βάρους της πόλης μπορεί να μεταφερθεί προς τα όρια αυτής.

Σε αυτή την εργασία, πραγματοποιείται μια προσπάθεια για την καλύτερη κατανόηση του περιαστικού χώρου. Αρχικά, μέσα από αναδρομή ακαδημαϊκών όρων που περιγράφουν τις δυναμικές αποκέντρωσης, διερευνώνται τα χωρικά φαινόμενα που αναπτύσσονται στον εξωαστικό χώρο καθώς και οι βασικές θεωρίες ανάδυσης του φαινομένου. Επίσης, η χωρική οργάνωση μελετάται μέσω μιας οικονομικής προσέγγισης όπως αυτή του Jacobs (1969), ο οποίος αντιλαμβάνεται την πόλη ως χρηματοπιστωτικό οργανισμό καθώς με τον τρόπο αυτό, διαφαίνεται η έντονη αλληλεπίδραση μεταξύ αστικών και οικονομικών ζητημάτων. Συγκεκριμένα, επιλέγοντας ως μελέτη περίπτωσης, τον εξωαστικό χώρο της Άρτας, επιχειρείται η ανάδειξη της οργάνωσης του ευρύτερου χώρου μεταξύ της πόλης και της υπαίθρου. Ποσοτικοποιημένα δεδομένα παρουσιάζονται σε χαρτογραφικό υπόβαθρο και εμφανίζονται σχηματικά η μορφή και η έκταση των αλλαγών που έχουν πραγματοποιηθεί στον εξωαστικό χώρο της πόλης. Τέλος, όσο αφορά τους λόγους που οδήγησαν στην εμφάνιση της περιαστικοποίησης και της διάχυσης της «αστικότητας», το θεωρητικό υπόβαθρο γίνεται η βάση για το σχολιασμό και την αιτιολόγηση όσων χωρικών αλλαγών καταγράφηκαν, ενώ αξιολογείται και η πιθανότητα δημιουργία μελλοντικών ευκαιριών και απειλών για την πόλη. 1.1 Αστική ιάχυση και Ύπαιθρος Στη υτική Ευρώπη, κατά τη μεταπολεμική περίοδο, η ανάπτυξη και η δόμηση πέραν από τις υπάρχουσες κτισμένες περιοχές ήταν αξιοσημείωτη (Πετράκος και Οικονόμου, 1999). Τις σύγχρονες ημέρες, αυτή η εξάπλωση των πόλεων κάνει έναν νέο τύπο χώρου να εμφανιστεί, ο οποίος ορίζει νέες χωρικές δυναμικές. Νέες περιοχές εκτός της πόλης γίνονται ελκυστικές και διαδικασίες περιαστικοποίησης αρχίζουν να εμφανίζονται. Με το πέρασμα του 1980, η αστικοποίηση κυριαρχεί στον περιαστικό χώρο και οδηγεί στην απαρχή της παράνομης δόμησης και των αυθαίρετων κατατμήσεων (Οικονόμου και Πετράκος, 1999). Από το 1981 έως το 2001 η αύξηση του πληθυσμού προκάλεσε μια ποικιλία από χωρικές και κοινωνικοοικονομικές αλληλεπιδράσεις, με αποτέλεσμα να προκαλούνται σταδιακές αλλαγές στην οργάνωση των παραγωγικών δραστηριοτήτων και της οικιστικής οργάνωσης. Η ζήτηση για στέγη και εργασία αυξήθηκαν ακολούθως, και η πόλη προσπάθησε να καλύψει τις ανάγκες των νέων κατοίκων. Ο Mumford (1989) δηλώνει ότι οι κοινωνικές σχέσεις συνιστούν βασικό συστατικό για τη διαμόρφωση των

πόλεων. Την ίδια στιγμή, η πληθυσμιακή αύξηση μπορεί να προκαλέσει και αρνητικά αποτελέσματα (Χαστάογλου, 1982). Η μετατροπή αγροτικών εκτάσεων σε αστικές περιοχές διαταράσσει τις οικολογικές ισορροπίες ενώ το φαινόμενο της περιαστικοποίησης γίνεται συχνά η αιτία μεταβολών της αστικής δομής. 1.2 Η έννοια του εξωαστικού χώρου Τόσο η ύπαιθρος όσο και οι αστικές περιοχές δεν είναι αυτόνομες και αυτάρκεις οντότητες, καθώς αποτελούν έναν ενιαίο χώρο αλληλεπίδρασης και αλληλεξάρτησης (Seraceno, 1994). Μέχρι πρόσφατα, η έννοια της υπαίθρου καθορίζονταν αυστηρά από εκτάσεις οι οποίες δεν ορίζονταν ως αστική περιοχή, με τη γεωργία να κυριαρχεί σε αυτές. Πλέον, η ύπαιθρος αποτελεί ένα χώρο όπου μια ποικιλία λειτουργιών και δραστηριοτήτων αναπτύσσονται, παύοντας να είναι μια ομοιογενής ζώνη και μορφοποιείται ποικιλοτρόπως. Οι σχέσεις πόλης-υπαίθρου αναδιατυπώνονται, η τοπική οικονομία διαφοροποιείται και η παλίνδρομη μετακίνηση ενισχύεται σε καθημερινή βάση (Λαμπριανίδης, 2006). Ο εξωαστικός χώρος είναι, λοιπόν, το τμήμα γης πέραν της αστικής ανάπτυξης στο οποίο εμφανίζονται ποικίλα χαρακτηριστικά,. Αποτελεί ένα διαρκώς μεταβαλλόμενο περιβάλλον το οποίο παρουσιάζει σημαντικές διαφορές μεταξύ διαφορετικών περιοχών και η διαμόρφωσή του επηρεάζεται από διάφορα κριτήρια - γεωγραφικά, κοινωνικά, οικονομικά. Χαρακτηριστικό γνώρισμα της υπαίθρου είναι το φυσικό περιβάλλον, το οποίο αφενός μπορεί να λειτουργήσει περιοριστικά και αφετέρου υποβοηθητικά στην ανάπτυξη δραστηριοτήτων που δεν μπορούν να αναπτυχθούν στις αστικές περιοχές (Λαμπριανίδης, 2004). Η σημασία της ανάπτυξης της υπαίθρου διαπιστώνεται και αναλύεται στη ιακήρυξη του Cork (1996), όπου διαπιστώνεται και αναλύεται η ανάγκη για ιεράρχηση της αειφόρου αγροτικής ανάπτυξης. Στο σημείο αυτό χρήζει προσοχής, το γεγονός ότι η αγροτική ανάπτυξη, δεν πρέπει να ταυτίζεται με εκείνη της γεωργίας, καθώς η πρώτη στοχεύει σε μια ολοκληρωμένη γεωγραφική ανάπτυξη η οποία εξαρτάται από τη συνεργασία διαφόρων φορέων, την κεντρική και τοπική διοίκηση και τη συμμετοχή του κοινωνικού κεφαλαίου (Παπαδόπουλος και Πατρώνης, 2003). Επιπρόσθετα, ο Fischler (1996) αναφέρει ότι η ύπαιθρος δεν είναι απλά ένας γεωγραφικός τόπος, αλλά ένα οικονομικό και κοινωνικό μοντέλο που ανήκει σε μια ευρύτερη κοινωνική δομή. Το μοντέλο αυτό μεταμορφώνεται διαρκώς εξαιτίας της

συνεχούς αστικής διάχυσης και της δημιουργίας νέων συγκεντρώσεων που εμφανίζονται στον περιαστικό και αγροτικό χώρο (Ανθοπούλου, 2009). Τέλος, σε μια προσπάθεια να ορίσουμε, τον περιαστικό χώρο, αξίζει να ανατρέξουμε στο ν.δ. της 17.7/16.8.1923 σύμφωνα με το οποίο, οι περιοχές της χώρας διακρίνονται σε εντός και εκτός σχεδίου. Ως περιαστικός χώρος ορίζεται το ενδιάμεσο τμήμα γης μεταξύ του αστικού ιστού και της εξωαστικής περιοχής ή της υπαίθρου, με αποτέλεσμα να σχηματίζεται μια τυπολογία χώρου που φέρει χαρακτηριστικά αστικού περιβάλλοντος αλλά και αγροτικών δραστηριοτήτων. Ο ορισμός, η διάσταση και τα χαρακτηριστικά του χώρου ποικίλουν και εξαρτώνται από την κατά τόπους οικονομική, κοινωνική και πολιτιστική ανάπτυξη. Πρόκειται για ένα απόθεμα γης του αστικού κέντρου το οποίο κατέχει καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση της φυσιογνωμίας της περιαστικής ζώνης (Καρανικόλας, 2004). Κύριο χαρακτηριστικό γνώρισμα του χώρου αυτού είναι οι αστικές συγκεντρώσεις χαμηλής πυκνότητας (Ευτυχιάδου και Λαλένης, 2012), ενώ τα τελευταία έτη συναντώνται, πλην της κατοικίας, χρήσεις που σχετίζονται με τις μεταφορές, το εμπόριο, την αναψυχή, ακόμα και τις υπηρεσίες. Ωστόσο, ο περιαστικός χώρος δεν είναι απλώς μια μορφή εξάπλωσης του αστικού ιστού, καθώς αφορά ένα δυναμικό τμήμα γης που δύναται να καθορίσει την ανάπτυξη της εξωαστικής ζώνης και των γειτνιαζόντων οικισμών. 2.2 Η συμβολή των μεταφορικών υποδομών Η μορφή των αστικών κέντρων έχει μεταβληθεί εξίσου, από την κατασκευή μεταφορικών υποδομών (Λαγόπουλος, 1977) και την κυριαρχία του αυτοκινήτου στο χτισμένο περιβάλλον. Χαρακτηριστικά, η παρόδια δόμηση γίνεται κοινό χαρακτηριστικό των ελληνικών πόλεων (Οικονόμου, 2007) και επηρεάζει άμεσα το μοτίβο χρήσεων γης, χάρη στη βελτιωμένη προσβασιμότητα. Οι μεταφορικές υποδομές εμφανίζονται ως ένας επιπλέον παράγοντας που έχει συμβάλει στην ενδυνάμωση των αποκεντρωτικών δυναμικών, καθώς τα οδικά δίκτυα βελτιώνουν την κινητικότητα και την προσβασιμότητα τόσο για τους ανθρώπους όσο και τα αγαθά (Λαγόπουλος, 1977; Lynch, 1998). Ειδικά εάν λάβει κανείς υπόψη τις μακροπρόθεσμες συνέπειες στη διαχείριση των ροών στο χώρο (Ogden, 1992), μπορεί να καταλάβει τη σημασία που πρέπει να αποκτήσει τόσο ο οικονομικός όσο και ο αστικός σχεδιασμός (Small, 1992).

Η προσβασιμότητα φαίνεται να αποτελεί καθοριστικό παράγοντα στη χωροθέτηση δραστηριοτήτων, ενώ η ανάπτυξη προς τα όρια της πόλης και εκτός αυτών πλέον ενισχύεται σημαντικά. Οι επιχειρήσεις εκφράζουν την επιθυμία τους να διασπαρθούν στον εξωαστικό χώρο για να επιτύχουν μεγαλύτερες εκτάσεις και χαμηλότερες τιμές (Schiller, 2001). Ακολούθως, αυτές οι υποδομές μπορούν να προκαλέσουν επιδράσεις και στις οικονομικές δομές. εν μπορούμε σε καμιά περίπτωση, να αγνοήσουμε την επίδραση που δέχονται οι αποφάσεις χωροθέτησης από τις αξίες γης και την αγορά ακινήτων (Banister and Berechman, 2000). Παρ όλα αυτά, βασικό σημείο το οποίο αξίζει προσοχής αναφορικά με το σχεδιασμό μεταφορών, είναι το γεγονός ότι η κατασκευή αυτοκινητόδρομων μπορεί να αποτελέσει τόσο ευκαιρία όσο και απειλή για την πόλη. Από τη μια πλευρά, καθώς η πόλη εξαπλώνεται, οι οδικές υποδομές τείνουν να διευκολύνουν, πρακτικά, τον αστικό κατακερματισμό και ενισχύουν τον οριζόντιο διαχωρισμό των χρήσεων γης και τη χωρική πόλωση χάρη στη διάχυση οικονομικών δραστηριοτήτων (Graham and Marvin, 2001), ενώ από την άλλη πλευρά, τα οδικά δίκτυα βελτιώνουν τη χωρική συνοχή, όπως υποστηρίζει το ΥΠΕΘΟ (1993). 2.3 Οικονομική προσέγγιση στη χωρική οργάνωση Σύμφωνα με τον Weber, η λειτουργία της αγοράς είναι ο βασικός παράγοντας για το διαχωρισμό της πόλης από τις αγροτικές περιοχές (Φραγκόπουλος, 2005). Σύμφωνα με τη θεωρία της οικονομικής βάσης, ο αριθμός των κατοίκων και των υπαλλήλων σε μια περιοχή εξαρτάται από τα προϊόντα και τις υπηρεσίες που αυτή παράγει και εξάγει. Η θεωρία αυτή οργανώνεται σε δύο τμήματα: τη θεωρία οικονομικής ισορροπίας (spatial economic equilibrium), η οποία εξισώνει το χώρο και τη θεωρία των πόλων ανάπτυξης (growth poles), ή τη θεωρία της σωρευτικής αιτιότητας (circular cumulative causation), η οποία πολώνει το χώρο. Η πρώτη θεωρία υποθέτει ότι τέλειος ανταγωνισμός και κινητικότητα, ίσες τιμές και παραγωγικότητα παρέχονται σε όλες τις περιοχές (Μπέσσα, 2010). Οι θεωρίες πόλων ανάπτυξης (η θεωρία του Perroux) ή η θεωρία της σωρευτικής αιτιότητας (η θεωρία του Myrdal) παρ όλα αυτά, παρέχουν πόλωση μεταξύ των κεντρικών και των απομακρυσμένων περιοχών, εξαιτίας των οικονομιών κλίμακας (Λαμπριανίδης, 2006). Οι οικονομίες συγκέντρωσης συχνά, γίνονται ο λόγος της επιτυχίας πόλεων και περιοχών αυτών ή αποτελούν το αποτέλεσμα της ανάπτυξη της πόλης (Pumain,

2000). Η έννοια της χωρικής συγκέντρωσης συνδέεται στενά με την προηγούμενη οικονομική θεωρία, καθώς αυτή μπορεί να διαμορφώσει συγκεντρώσεις δραστηριοτήτων και επιχειρήσεων, δημιουργώντας, παράλληλα, ένα συγκεκριμένο αστικό τοπίο μέσα στον αστικό ιστό (Γοσποδίνη, 2005). Η επίδραση της εγγύτητας και των οικονομικών αλληλεπιδράσεων, όπως τονίζουν γεωγράφοι και οικονομολόγοι, συνεπάγεται μια ποικιλία κοινών πλεονεκτημάτων στις εν λόγω δραστηριότητες, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγονται η εξειδίκευση της αγοράς εργασίας και των δικτύων που αναπτύσσονται για ανταλλαγή τεχνογνωσίας και ιδεών (Liefooghe, 2009). Γίνεται προφανές, λοιπόν, γιατί η χωρική συγκέντρωση συχνά, υιοθετείται από τις τοπικές αυτοδιοικήσεις ως στρατηγική ανάπλασης. Αντιθέτως, ο Jacobs (1969) εισάγει την αξιοσημείωτη συμβολή της ποικιλομορφίας και όχι της ειδίκευσης. Εξάλλου, όσον αφορά στην αποτελεσματικότητα χωροθετούμενων μονάδων, η μεγιστοποίηση αυτής δεν επιτυγχάνεται μόνο μέσα από την αγορά της γης (Οικονόμου, 2007). Το πρόβλημα της χωροθέτησης δραστηριοτήτων και λειτουργιών είναι ιδιαίτερα πολύπλοκο στη σύγχρονη εποχή. Παράγοντες όπως, η καινοτομία, η δικτύωση και η παγκοσμιοποίηση των αγορών δημιουργούν νέες σχέσεις και λαμβάνονται πλέον υπόψη. 3. Μελέτη Περίπτωσης 3.1 Ορισμός Περιοχής Μελέτης Η πόλη της Άρτας εντοπίζεται στο νοτιοανατολικό κομμάτι της Ηπείρου και αποτελεί ένα αξιόλογο εμπορικό και διοικητικό κέντρο. Το ανάγλυφό της παρουσιάζει ποικιλομορφία ενώ οι γεωπολιτικοί παράγοντες συνέβαλαν στη τελική διαμόρφωση του ιστού και τη μορφή της πόλης (ΓΠΣ, 1990). Σε μια προσπάθεια μελέτης του εξωαστικού χώρου, η συγκεκριμένη εργασία επικεντρώνεται στους οικισμούς που χωροθετούνται στον άμεσα εξαρτώμενο περιαστικό δακτύλιο της πόλης. Ο προσδιορισμός της εν λόγω ζώνης καθίσταται ένα δύσκολο εγχείρημα, καθώς, εκτός των άλλων, τα όρια αυτής δεν παραμένουν στατικά αλλά μεταβάλλονται. Ο εξωαστικός χώρος των ελληνικών πόλεων μεταβάλλεται με ταχύτατους ρυθμούς, με κοινωνικοοικονομικές συνιστώσες να εμπλέκονται στη δημιουργία σχέσεων αλληλεξάρτησης και συγκρούσεων (Παπακωνσταντίνου, Φαρασλής και Σταθάκης, 2010).

Η άμεση περιαστική ζώνη της Άρτας διαμορφώνεται από ποικίλες χρήσεις, ενώ χαρακτηριστικά της είναι τόσο η σχέση της με το υδάτινο στοιχείο όσο και τον κύριο οδικό άξονα που διέρχεται περιμετρικά του αστικού ιστού. Στις χρήσεις της ζώνης αυτής ανήκουν βασικές υποδομές, διοικητικές υπηρεσίες, δευτερεύουσες χρήσεις όπως αναψυχή και εμπόριο, ενώ οι προαναφερθέντες δραστηριότητες λειτουργούν ως πηγή προσέλκυσης οικιστικής χρήσης που έρχεται να προστεθεί στην προϋφιστάμενη, με αποτέλεσμα να μεταβάλλεται το τοπίο της περιοχής. Η ευρύτερη περιοχή του αστικού και περιαστικού χώρου καταλαμβάνεται από πλήθος μεγάλων και μικρών οικισμών οι οποίοι είναι διάσπαρτοι τόσο στην περιοχή του κάμπου στα δυτικά και νότια όσο και στις ημιορεινές εκτάσεις. Οι δραστηριότητες που αναπτύσσονται σε αυτούς είναι δυνατόν να διαμορφώσουν την οικιστική ανάπτυξη επιδρώντας σημαντικά στο μέγεθος τους. Για τη μελέτη της οποιασδήποτε αλληλεπίδρασης αναπτύσσεται μεταξύ της άμεσης περιαστικής ζώνης με τον εγγύς εξωαστικό χώρο είναι απαραίτητο να οριστούν μέσω διαφόρων κριτηρίων οι οικισμοί που κατέχουν καθοριστικό ρόλο. Βασικό και υψηλής προτεραιότητας είναι το κριτήριο του εδάφους, το ανάγλυφο, η κάλυψη αυτού και η κλίση του. Οι οικισμοί που βρίσκονται σε καθημερινή αλληλεπίδραση με την εξεταζόμενη περιοχή και δημιουργούν ισχυρούς δεσμούς είναι αυτοί που βρίσκονται κυρίως στα πεδινά και εμφανίζουν ομοιότητες ως προς τα φυσικά τους χαρακτηριστικά. Παράλληλα, σημαντικός είναι ο παράγοντας του χρόνου, καθώς επηρεάζει τόσο τις μετακινήσεις όσο και τις αποφάσεις χωροθέτησης διαφόρων λειτουργιών. Αφού λοιπόν, έχουν επιλεγεί οι οικισμοί της ευρύτερης περιοχής βάσει της γεωμορφολογίας, εξετάζεται η απαιτούμενη χρονοαπόσταση που πρέπει να διανυθεί από τον καθένα προς το αστικό κέντρο της Άρτας. Μελετώντας αυτές τις αποστάσεις διαπιστώνεται ότι η μέση διανυόμενη απόσταση είναι τα 10 χλμ, ωστόσο ως κριτήριο επιλογής ορίζονται τα 11 χλμ καθώς πέντε οικισμοί βρίσκονται για λίγα μέτρα άνω της μέσης απόστασης και είναι αδύνατον να εξαιρεθούν. Αποκλείοντας από την περιοχή μελέτης τους οικισμούς με αποστάσεις άνω των 11 χλμ προκύπτει η εξωαστική ζώνη που θεωρείται ότι μπορεί να αναπτύξει σχέσεις άμεσης αλληλεπίδρασης με τον περιαστικό και αστικό χώρο. Η οριζόμενη περιοχή περιλαμβάνει 37 οικισμούς, με πληθυσμιακή διακύμανση, σύμφωνα με την απογραφή του 2011 της Ελ.Στατ., από 10 κατοίκους για τον οικισμό Πουρνάρι έως 2.078 κατοίκους για τους Κωστακιούς. Οι οικισμοί που ανήκουν στην οριζόμενη περιοχή μελέτης σημειώνονται στο χάρτη των χρονοαποστάσεων που ακολουθεί. Για την περιοχή αυτή εξετάζονται τα

χαρακτηριστικά των βασικών υποδομών, η παραγωγική δομή, οι μεταβολές των χρήσεων γης και οι αντικειμενικές αξίες. 3.2 Χρονοαποστάσεις Για την καλύτερη απεικόνιση των ποσοτικών δεδομένων και τη δυνατότητα εξαγωγής συμπερασμάτων, επιλέχθηκε η χρήση των Γεωγραφικών Πληροφοριακών Συστημάτων (GIS), ώστε οι συλλεχθείσες πληροφορίες να παρουσιαστούν σε χαρτογραφικό υπόβαθρο. Στον παρακάτω χάρτη σημειώνεται με χρωματική διαβάθμιση η απαιτούμενη διανυόμενη χρονοαπόσταση από τον οικισμό στο κέντρο της πόλης, με την σκούρα απόχρωση να αντιστοιχεί στη μεγαλύτερη απόσταση. Οι οικισμοί του κάμπου στα δυτικά εμφανίζουν μικρές αποκλίσεις μεταξύ των απαιτούμενων αποστάσεων, ενώ εκείνοι στα βόρεια και βορειοανατολικά απέχουν περισσότερο συγκριτικά με εκείνους των οποίων η απόλυτη απόσταση είναι ισότιμη. Το γεγονός αυτό επηρεάζεται και από την ποιότητα του οδικού δικτύου. Οι οικισμοί αναπαριστώνται με στρωματική διαβάθμιση στο μέγεθος τους η οποία αφορά στον πληθυσμό, ενώ η διαφορά στο χρώμα συμβολίζει την πορεία της πληθυσμιακής εξέλιξης τους στις τελευταίες δεκαετίες βάσει των στοιχείων των εθνικών απογραφών.

Χάρτης 1: Κριτήρια και χαρακτηριστικά οικισμών περιοχής μελέτης Πηγή: Ελ.Στατ. (Εθνικές απογραφές), Ιδία Επεξεργασία Η κατασκευή του εθνικού οδικού άξονα Αθηνών Ιωαννίνων το 1965, λειτούργησε για την Άρτα ως παρακαμπτήριος δρόμος για να αποδυναμώσει τα προβλήματα κυκλοφορίας που εντοπίζονταν στο εσωτερικά απαρχαιωμένο οδικό δίκτυο της πόλης. Η προσβασιμότητα αμέσως, έλκυσε το βιοτεχνικό κλάδο και σταδιακά και τον τομέα των υπηρεσιών, όπως αποθήκες και πρατήρια βενζίνης, ενώ το εμπόριο άρχιζε να χωροθετείται κατά μήκος του δρόμου. Τα τελευταία 15 χρόνια, η εμπορική δραστηριότητα και οι δημόσιες υπηρεσίες εγκαθίστανται στον περιαστικό δακτύλιο. 3.3 Βασικά χαρακτηριστικά της περιαστικής ζώνης της πόλης Η παρουσία των φυσικών ορίων, όπως ο ποταμός Άραχθος και ο λόφος της Περάνθης, είχαν καθοριστικό ρόλο στη χωρική εξάπλωση της πόλης. Μέχρι πρόσφατα, η αστική ανάπτυξη παρεμποδίζονταν όμως και από την εθνική οδό Αθήνας - Ιωαννίνων, καθώς αυτός ο τεχνητός φραγμός δρούσε ως το βόρειο εμπόδιο ανάπτυξης της πόλης, εάν και κατά τις τελευταίες δεκαετίες μετατράπηκε σε ελκυστική τοποθεσία χωροθέτησης μιας ποικιλία δραστηριοτήτων. Με το πέρασμα των χρόνων (όπως παρουσιάζουν και οι επεξεργασμένοι χάρτες στη συνέχεια), η αστικοποίηση προκάλεσε τη διάχυση των δραστηριοτήτων στην ύπαιθρο. Ειδικά μετά το 1990, οι αλλαγές των αστικών μοτίβων εντατικοποιήθηκαν. Με το Γενικό

Πολεοδομικό Σχέδιο, την περίοδο εκείνη οι οχλούσες χρήσεις μεταφέρθηκαν προς τα έξω ενώ οι κάτοικοι αναζητούσαν μια αυξημένη ποιότητα ζωής στην ύπαιθρο, για να αποφύγουν τα κυκλοφοριακά προβλήματα και τον άναρχο αστικό ιστό (ΓΠΣ, 1990). Κατά την τελευταία δεκαετία, η κίνηση προς την ύπαιθρο συνδυάστηκε με τον κορεσμό του αστικού ιστού της Άρτας και τις χαμηλότερες αξίες γης - παράγοντας που ισχυροποιείται στα πλαίσια της οικονομικής κρίσης. Η περιαστική ζώνη είναι μια αναπτυσσόμενη περιοχή όπου έργα αναπλάσεων και αστικής αναζωογόνησης πραγματοποιήθηκαν τα τελευταία χρόνια γεγονός που αντιτίθεται με τις αναπλάσεις μικρής κλίμακας που έγιναν στον πυρήνα της πόλης. Τα φυσικά στοιχεία και ειδικά, οι πράσινοι χώροι είναι περιορισμένοι στις εσωτερικές περιοχές της πόλης και έτσι, οι δημοτικές αρχές πιέστηκαν να επενδύσουν σε περιαστικά πράσινα πάρκα, καλύπτοντας τις ανάγκες των κατοίκων. Πραγματοποιήθηκε ένα έργο ανάπλασης στην ευρύτερη παραποτάμια περιοχή, η οποία φέρει ως όρια τον ποταμό Άραχθο από τη μία και τα όρια του σχεδίου πόλεως από την άλλη, όπου η αναβάθμιση του όρου της ποιότητας ζωής των κατοίκων ήταν θεμελιώδης άξονας δράσης - στα πλαίσια της δράσης αυτής κατασκευάστηκαν αρχαιολογικό μουσείο, αθλητικές υποδομές και πάρκο αναψυχής. Χάρτης 3: Αστική εξάπλωση ανά δεκαετία Χάρτης 2: Αναπλάσεις στην περιαστική ζώνη Πηγή: ιεύθυνση Πολεοδομίας, 2013, Ιδία Επεξεργασία

Συνεπώς, οι τάσεις αποκέντρωσης γίνονται προφανείς καθώς οι κεντρικές διοικητικές λειτουργίες χωροθετούνται προς τα όρια της πόλης, κυρίως ακολουθώντας γραμμική ανάπτυξη και σχηματίζοντας ένα είδος χωρικής συγκέντρωσης στο πιο εμπορικό τμήμα του εθνικού δρόμου Αθηνών Ιωαννίνων. Εστιάζοντας στην περιοχή μελέτης, μπορούν να εντοπιστούν συγκεκριμένες περιοχές του περιαστικού δακτυλίου, οι οποίες είναι άμεσα συνδεόμενες με το κέντρο. Η κινητικότητα των κατοίκων διαφοροποιείται κατά τη διάρκεια της ημέρας, επιδεικνύοντας ότι οι αποφάσεις χωροθέτησης τόσο του δημόσιου όσο και του ιδιωτικού τομέα μπορούν να δημιουργήσουν χωρικές αλληλεπιδράσεις. 3.3.1. Βασικές υποδομές Από το θεωρητικό πλαίσιο είναι γνωστό ότι η κατανομή και το είδος των βασικών υποδομών στο χώρο κατέχουν σημαντικό ρόλο στην εξέλιξη ενός αστικού κέντρου ή οποιασδήποτε οικιστικής ανάπτυξης. ε θα μπορούσε λοιπόν, να απουσιάζει από μια μελέτη σχέση πόλης υπαίθρου, όπως η παρούσα, η αναφορά στις υποδομές και τη χωρική κατανομή τους. Για την οπτική αναπαράσταση των θέσεων των κυριότερων λειτουργιών που επηρεάζουν τόσο τις μετακινήσεις όσο και τις αποφάσεις εγκατάστασης παρήχθησαν οι παραπάνω χάρτες και αυτός που ακολουθεί. Ως υποδομές και λειτουργίες που επηρεάζουν τα παραπάνω, στην περίπτωση της Άρτας, αναφέρονται το οδικό δίκτυο, η εκπαίδευση και οι διοικητικές υπηρεσίες. Το οδικό δίκτυο είναι επαρκώς ανεπτυγμένο, με εκείνο του κάμπου να είναι πυκνότερο λόγω της επιπεδότητας του εδάφους, ενώ σημαντικό σημείο παρατήρησης είναι ότι το επίπεδο του οδικού δικτύου υποβαθμίζεται όσο αποκρίνεται κανείς από τα κύρια αστικά κέντρα της περιοχής. Η συνδεσιμότητα και η προσβασιμότητα είναι αρκετά σημαντικές καθώς μπορούν να διατηρήσουν, να δημιουργήσουν ή και να αφανίσουν οικισμούς. Ο ρόλος του νέου εθνικού άξονα που διέρχεται ανατολικά έξω από την πόλη της Άρτας και είναι τμήμα της Ιονίας Οδού αναμένεται να επιφέρει σημαντικές μεταβολές στο οικιστικό τοπίο μετά την ολοκλήρωση του. Ήδη διαπιστώνεται, όπως προαναφέρθηκε, αύξηση της οικοδομικής δραστηριότητας στη γειτνιάζουσα περιοχή της διανοιγόμενης οδού. Αναφορικά με τις δομές της εκπαίδευσης, εξετάζονται αυστηρά εκείνες που υπάρχουν ή εκλείπουν από τους 38 οικισμούς που καλύπτουν την οριζόμενη περιαστική και εξωαστική ζώνη μελέτης, καθώς στοχεύεται η εύρεση της σχέσης

αυτών με το αστικό κέντρο ως προς την εκπαίδευση. Βάσει των διαθέσιμων στοιχείων από τις διευθύνσεις Πρωτοβάθμιας και ευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης (2013) διαπιστώνεται ότι σχολεία μεγαλύτερης βαθμίδας λειτουργούν σε μεγαλύτερες πληθυσμιακά περιοχές, ενώ δημοτικά και νηπιαγωγεία συναντώνται και σε μικρότερες. Αρκετοί μαθητές, σύμφωνα με στοιχεία της Περιφέρειας Ηπείρου, αναγκάζονται να μετακινηθούν σε άλλο οικισμό που σε αρκετές περιπτώσεις δεν είναι ο άμεσα γειτνιάζων, ακόμα και για την κάλυψη των αναγκών πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης. Οι μετακινήσεις αυτές πραγματοποιούνται σε μεγαλύτερο βαθμό σε οικισμούς της άμεσης περιαστικής ζώνης του αστικού κέντρου της Άρτας, όπως Κωστακιοί, Ελεούσα, Γραμμενίτσα και Άρτα. Η ύπαρξη υποδομών εκπαίδευσης είναι ένας σημαντικός παράγοντας εγκατάστασης των οικογενειών, το επίπεδο του οδικού δικτύου μπορεί να συμβάλλει καθοριστικά στις τελικές αποφάσεις, καθώς η εξασφάλιση μικρών χρονοαποστάσεων μπορεί να λειτουργήσει ανασταλτικά στην απουσία βασικών υποδομών. Χάρτης 4: Χωρική κατανομή βασικών υποδομών Πηγή: Α Βάθμια, Β Βάθμια /νση Άρτας, 2013, Ιδία Επεξεργασία

Οι περισσότερες διοικητικές υπηρεσίες είναι συγκεντρωμένες στην περιαστική ζώνη της πόλης με αποτέλεσμα, αφενός να καθιστούν ελκυστική την περιοχή για περαιτέρω εγκατάσταση δραστηριοτήτων και αφετέρου να είναι προσβάσιμες από σε ισότιμο περίπου επίπεδο από τους οικισμούς τόσο της ευρύτερης περιαστικής περιοχής όσο του εξωαστικού χώρου και ολόκληρου του νομού. 3.3.2. Παραγωγική δομή Όσον αφορά στις οικονομικές δομές που παρατηρούνται στους προς μελέτη οικισμούς, παρουσιάζονται στη συνέχεια, σχετικά στοιχεία για τη διάρθρωση των απασχολούμενων ανά δημοτικό διαμέρισμα, όπως αυτά καταγράφηκαν το 2001. υστυχώς, η μη δημοσίευση των αντίστοιχων στοιχείων για το 2011 αποτελεί περιοριστικό παράγοντα για τη εξαγωγή έγκυρων συμπερασμάτων και τονίζεται η αυξημένη πιθανότητα απόκλισης από τα τωρινά δεδομένα, εφόσον αυτά θα παρουσιάζουν σημαντική απόκλιση λόγω της οικονομικής κρίσης που λαμβάνει χώρα. Επισημαίνεται ότι στο.. Λιμίνης το μεγαλύτερο ποσοστό για το 2001 κατείχαν οι νέοι με 18,64%, ωστόσο παρακάτω αναφέρεται εκείνο που αφορά σε κλάδο δραστηριοτήτων ώστε να δοθεί η εικόνα της παραγωγικής βάσης. Πίνακας 1: Απασχολούμενοι ανά ημοτικό ιαμέρισμα, απογραφή 2001 Εξεταζόμενο.. Ποσοστό ισχυρού τομέα..αρταίων 67,99%..Κεραματών 60,00%..Κωστακιών 46,61%..Λιμίνης 58,43%..Γαβριάς 64,10%..Ράχης 52,82%..Αγίας Παρασκευής 60,74%..Γραμμενίτσης 38,45%..Βλαχέρνας 48,31%..Γριμπόβου 40,87%..Κορφοβουνίου 38,04% Ποσοστό Επικρατέστερος κλάδος επικρατέστερου κλάδου Χονδρικό και λιανικό εμπόριο, επισκευή αυτοκινήτων, οχημάτων, μοτοσυκλετών 15,36% και ειδών ατομικής και οικιακής χρήσης. 55,51% 28,57% 13,56% 60,00% 49,08% 56,49% 34,52% 43,18% 30,10% 28,71% (συνέχεια πίνακα στην επόμενη σελίδα)

Εξεταζόμενο.. Ποσοστό ισχυρού τομέα Επικρατέστερος κλάδος..σελλάδων 49,55%..Πέτα 51,26%..Χαλκιάδων 48,86%..Καλαμιάς 40,74%..Καλοβάτου 61,76%..Ρόκκας 56,52%..Κιρκιζατών 54,38% Πρωτογενής τομέας ευτερογενής τομέας Τριτογενής τομέας Πηγή: Ελ.Στατ., 2001, Ιδία Επεξεργασία Ποσοστό επικρατέστερου κλάδου 32,53% 21,54% 44,12% 37,55% 57,48% 32,21% 50,56% Συγκεκριμένα, συμπεραίνεται ότι ο πρωτογενής και ο τριτογενής τομέας είναι οι τομείς, όπου απασχολείται το μεγαλύτερο ποσοστό των κατοίκων στην υπό μελέτη περιοχή. Κυριαρχία του δευτερογενούς τομέα καταγράφεται μόνο στο δημοτικό διαμέρισμα Κορφοβουνίου, όπου και στην περίπτωση αυτή, ο βασικός κλάδος απασχόλησης των κατοίκων είναι η γεωργία και η κτηνοτροφία. Αναλυτικότερα, διαφαίνεται ότι εκτός από το δημοτικό διαμέρισμα Αρταίων, όπου ο τριτογενής τομέας συνάδει με τον επικρατέστερο κλάδο, στα δημοτικά διαμερίσματα όπου ο τριτογενής τομέας κυριαρχεί, ο επικρατέστερος κλάδος είναι η γεωργία, η κτηνοτροφία, η θήρα και η Σε μια προσπάθεια να μελετηθεί η σχέση της υπαίθρου με τον αγροτικό τομέα, καθώς και από τα στοιχεία της Ελ.Στατ. για την απογραφή του 2001 διαπιστώνεται ότι η ευρύτερη περιοχή των πεδινών εκτάσεων της Άρτας έχει στενή σχέση με τον πρωτογενή τομέα, ζητήθηκαν από τον ΟΠΕΚΕΠΕ (οργανισμό υπεύθυνο για τον έλεγχο των πιστώσεων του Γεωργικού Ταμείου) στοιχεία σχετικά με την παραγωγική δραστηριότητα των εγγύτερων οικισμών στην πόλη της Άρτας. Τα στοιχεία που στάλθηκαν αφορούν σε εκτατικές καλλιέργειες ανά είδος. Στον πίνακα που ακολουθεί παρουσιάζονται συνοπτικά τα σημαντικότερα σημεία προς μελέτη, ενώ οι οικισμοί, όπως Άγιοι Ανάργυροι και Άγιος ημήτριος, των οποίων η καλλιεργήσιμη έκταση είναι αρκετά μικρή σε σχέση με την έκταση και τη συνολική δραστηριότητα τους, δεν λαμβάνονται υπόψη. ιαπιστώνεται, λοιπόν, ότι η ευρύτερη περιοχή της υπαίθρου

της Άρτας και μάλιστα σε μικρές χρονοαποστάσεις από το αστικό κέντρο καλύπτεται κυρίως από ελαιώνες, βοσκοτόπους, εσπεριδοειδή και ζωοτροφές οι οποίες καλύπτουν τις ανάγκες της κτηνοτροφίας. Ειδικότερα, οι ελαιώνες και οι βοσκότοποι εντοπίζονται στα βορειοανατολικά του αστικού κέντρου όπου το ανάγλυφο του εδάφους είναι λιγότερο επίπεδο, ενώ τα εσπεριδοειδή και οι ζωοτροφές συναντώνται στις κυρίως πεδινές εκτάσεις του κάμπου. Η ύπαρξη του άφθονου υδάτινου στοιχείου ενισχύει την παραγωγική δραστηριότητα, ενώ η μικρή απόσταση από το αστικό κέντρο διατηρεί υψηλή την ανταγωνιστικότητα. Παράλληλα, παρατηρείται ότι μία από τις σημαντικότερες περιοχές της παραγωγικής δραστηριότητας βρίσκεται στο Πέτα, με μια μεγάλη έκταση φυτικής παραγωγής γεγονός που πιθανώς οφείλεται στη θέση και τη σχέση του οικισμού με την περιαστική και αστική ζώνη. Πίνακας 2: Φυτικό κεφάλαιο μεγαλύτερων εξεταζόμενων οικισμών Φυτική Οικισμός παραγωγή Επικρατέστερα είδη Ποσοστό (εκτάρια) Γραμμενίτσα 519,9 Βοσκότοποι 31,85% Ελαιώνες πιστοποιημένης ελαιοκαλλιέργειας 39,14% Πέτα 1.216,11 Βοσκότοποι 45,59% Ελαιώνες πιστοποιημένης ελαιοκαλλιέργειας 51,77% Βλαχέρνα 518,44 Βοσκότοποι 45,67% Ελαιώνες πιστοποιημένης ελαιοκαλλιέργειας 47,69% Κωστακιοί 519,93 Λοιπά εσπεριδοειδή 37,15% Ζωοτροφές 20,68% Καλόβατος 432,06 Αραβόσιτος ποτιστικός 21,27% Λοιπά εσπεριδοειδή 29,29% Ράχη 431,1 Ζωοτροφές 47,04% Χανόπουλο 212,53 Ζωοτροφές 42,39% Αγία Παρασκευή 324,98 Ζωοτροφές 19,48% Λοιπά εσπεριδοειδή 26,32% Πηγή: ΟΠΕΚΕΠΕ, 2013, Ιδία Επεξεργασία Παράλληλα, από τα στοιχεία για το ζωικό κεφάλαιο των ίδιων οικισμών διαπιστώνεται αρχικά ότι στην περιοχή εκτρέφεται πλήθος ζώων και αφορούν σε ορνιθοειδή, αιγοπρόβατα, βοοειδή, χοιρινά και μελίσσια. Από αυτά τα είδη. επικρατέστερο είναι εκείνο των ορνιθοειδών με την εκτροφή να ξεπερνά τα 3.000.000 τεμάχια για την περίπτωση των Κωστακιών. Η εκτροφή τους λαμβάνει χώρα σε όλους σχεδόν τους οικισμούς τόσο του κάμπου όσο και τους ημιορεινούς και αποτελεί σημαντική

παραγωγική βάση και του δευτερογενούς τομέα, καθώς η περιοχή είναι γνωστή για τη συσκευασία και διανομή κατεψυγμένων ειδών σε όλη τη χώρα. Η περιοχή της Ανέζας έχει ταυτιστεί με τη συγκεκριμένη δραστηριότητα. Οι ποσότητες των υπόλοιπων ειδών σε σχέση με εκείνες των ορνιθοειδών είναι μη συγκρίσιμες, γεγονός που ενισχύει την ταύτιση της περιοχής με τη δραστηριότητα αυτή. Αντιπαραβάλλοντας λοιπόν, τα στοιχεία του ΟΠΕΚΕΠΕ με εκείνα που παρουσιάστηκαν παραπάνω για τους παραγωγικούς κλάδους των οικισμών σύμφωνα με την Ελ.Στατ. διαπιστώνεται ότι οι οικισμοί της ευρύτερης περιοχής της Άρτας και ειδικά του κάμπου είναι άμεσα συνδεδεμένοι με τον πρωτογενή τομέα. Πρόκειται για μια παράδοση ετών η οποία αξίζει να διαφυλαχτεί, να ενισχυθεί και να αναδειχθεί. 3.3 Μεταβολές χρήσεων γης στον εξωαστικό χώρο της Άρτας Σε μια προσπάθεια να παρουσιαστούν οι εντονότερες αλλαγές χωρικών μεταβολών, όπως αυτές έλαβαν χώρο στην ύπαιθρο του δήμου Αρταίων, χρησιμοποιήθηκαν ως υπόβαθρο δορυφορικές εικόνες που παρέχει το Google Earth για τα έτη 2005 και 2010. Ακολούθως παρατίθενται οι εν λόγω χάρτες και εντοπίζονται τα ακριβή σημεία, όπου παρατηρήθηκαν οι εντονότερες αλλαγές τόσο στο φυσικό όσο και το δομημένο περιβάλλον. Ο χάρτης που επικεντρώνει το ενδιαφέρον, είναι αυτός του 2010, με τις αλλαγές που παρουσιάζονται σε αυτόν να προκύπτουν με γνώμονα το έτος 2005. Αναλυτικότερα, με κόκκινο χρώμα διαφαίνεται η εξέλιξη των αστικών αναπτυγμάτων στην πενταετία αναφοράς και με κίτρινο το σημείο τη θέση όπου εντατικοποιήθηκε η ενασχόληση με τη γεωργική γη. Μέσα από αυτή τη μεθοδολογική προσέγγιση, ο ακριβής εντοπισμός της θέσης των βασικών μεταβολών χρήσεων γης στοχεύει στην εξακρίβωση των αιτιών που πιθανώς τις προκάλεσαν και τις προκαλούν.

Χάρτης 5: Μεταβολή χρήσεων γης μεταξύ των ετών 2005 και 2010 2005 2010 Πηγή: Google Earth, 2013, Ιδία Επεξεργασία Όπως παρουσιάζεται, σημαντική διαφορά ανάμεσα στα δύο έτη αναφοράς συνιστά η επέκταση τμήματος της Ιονίας Οδού. Η δορυφορική εικόνα που εκπροσωπεί το 2010 δηλώνει έντονη οικιστική δραστηριότητα κατά μήκος του αυτοκινητόδρομου ή σε περιοχές σμε εγγύτητα με αυτόν. Παρόμοιες εικόνες παρόδιας δόμησης παρατηρούνται και στην εθνική οδό Άρτας - Ιωαννίνων, με έντονες αλλαγές στο δυτικό άκρο της πόλης στην περιοχή Τρίγωνο. Αξίζει να αναφερθεί ότι η περιοχή του

Τριγώνου έχει ελκύσει ένα μεγάλο αριθμό δημόσιων υπηρεσιών κατά την τελευταία πενταετία, γεγονός που συνδυάστηκε με τη χωροθέτηση ιδιωτικών επιχειρήσεων. Το δομημένο περιβάλλον ενισχύθηκε σημαντικά και στον οικισμό της Γραμμενίτσας, αλλά και στον οικισμό Αγίου ημητρίου, χάρη στην εύκολη προσβασιμότητά τους από την πόλη της Άρτας. Τέλος, χωροθέτηση δραστηριοτήτων πραγματοποιήθηκε και στην επαρχιακή οδό Άρτας-Σαλαώρας, η οποία καταλήγει στον Αμβρακικό Κόλπο. Πέρα από τις μεταβολές που αναφέρθηκαν παραπάνω, γίνεται μια προσπάθεια να εντοπιστούν οι μεταβολές σε επίπεδο καλύψεων γης στην ευρύτερη περιοχή του αστικού κέντρου. Οι εξεταζόμενες μεταβολές αφορούν τις καλύψεις που δίνονται από το πρόγραμμα Corine μεταξύ των ετών 1990 και 2000, καθώς αυτό είναι το τελευταίο έτος για το οποίο υπάρχουν διαθέσιμα στοιχεία για την Ελλάδα. Η παρουσίαση τους, παρά το γεγονός ότι οι μεταβολές αφορούν περίπου σε μια δεκαετία νωρίτερα, είναι σκόπιμη, ώστε να δοθεί η ιστορική πορεία των καλύψεων και των μεταβολών της περιοχής. Χάρτης 6: Μεταβολή καλύψεων γης μεταξύ των ετών 1990 και 2000

Πηγή: Corine, 1990, 2000, Ιδία Επεξεργασία Εμφανής από τους χάρτες είναι η μεταβολή και υποχώρηση του δευτερογενούς τομέα, γεγονός που επιβεβαιώνουν και τα στοιχεία της Ελ.Στατ. Οι εκτάσεις της γεωργικής γης έχουν μεταβληθεί στα σημεία που υποχωρεί η βιομηχανία, Β και ΒΑ της πόλης της Άρτας. Οι οικιστικές χρήσεις δεν φαίνεται να εμφανίζουν σημαντικές μεταβολές σε αυτή την κλίμακα, ωστόσο οι μεταβολές είναι δυνατόν να αφορούν σε πύκνωση του πολεοδομικού ιστού και όχι σε επέκταση. Παρόλα αυτά, η παρατήρηση για την υποχώρηση του δευτερογενούς τομέα είναι ιδιαίτερα σημαντική τόσο για την μετέπειτα παραγωγική πορεία της περιοχής όσο και για την χωροθέτηση των διάφορων λειτουργιών. 3.4 Σχέση οικονομίας γης και αποφάσεων χωροθέτησης Σήμερα, σημαντικό ποσοστό εμπορικών δραστηριοτήτων καθώς και δημόσιων υπηρεσιών εκτείνονται κατά μήκος του εθνικού δρόμου Αθήνας- Ιωαννίνων, ενισχύοντας τον περιαστικό δακτύλιο, καθώς μια συνεχής σχέση αλληλεξάρτησης των τριγύρω οικισμών με την πόλη αναπτύσσεται πολώνοντας το χώρο. Χωρίς να επιβεβαιώνεται ως αιτία ή αποτέλεσμα της ανάπτυξης της πόλης, επιχειρήσεις και

δραστηριότητες ίδιου τύπου έχουν την τάση να συγκεντρώνονται (μορφή clustering) και μοιράζονται κοινά οφέλη. Με τη σειρά τους, οι συγκεντρώσεις αυτές ενισχύουν τις μετακινήσεις των οικισμών που μελετώνται προς την πόλη, ειδικά όσο αφορά τον τομέα της εκπαίδευσης και των δημόσιων υπηρεσιών. Χάρτης 7: Αξίες γης στην περιαστική ζώνη της πόλης Πηγή: ΟΥ Άρτας, 2013, Ιδία Επεξεργασία Ωστόσο, δεν μπορεί να αγνοηθεί και η ύπαρξη των εξωτερικοτήτων, οι οποίες συνοδεύουν τη σταδιακή διαδικασία της αποκέντρωσης. Η απόφαση χωροθέτησης του ενός επηρεάζει τις αποφάσεις και άλλων, θετικά ή αρνητικά. Για παράδειγμα, όπως παρουσιάζει η περίπτωση της Άρτας, η χωροθέτηση δημόσιων υπηρεσιών στα δυτικά όρια της πόλης, προκάλεσε τη συγκέντρωση καφετεριών και επηρέασε την «εμπορικότητα» της περιοχής. Το γεγονός αυτό συνδέεται, όμως, και με τις αξίες και το μοτίβο γης. Σύμφωνα με τον Οικονόμου (2007), αυτό το χαρακτηριστικό μπορεί να εμφανιστεί ως αποτέλεσμα της διαδικασίας αστικοποίησης σε οικονομικούς όρους. Πίνακας 3: Αξίες γης για το έτος 2012 0-15 /m2 16-30 /m2 31-70 /m2 71-100 /m2 Μύτικας Νεοχώρι Κωστακιοί Άνω Αγ. Ανάργυροι Καλόβατος Φιλοθέη Αγ. ημήτριος Αγ. Ανάργυροι Αγ. Παρασκευή Σελλάδες Πέτα Χανόπουλο Ανέζα Ακροποταμιά Γραμμενίτσα Πολύδροσο Βλαχέρνα Αμφιθέα Κομπότι Ράχη

Πηγή: ΟΥ Άρτας, 2013, Ιδία Επεξεργασία Η αυξανόμενη κινητικότητα προς τους οικισμούς που μελετώνται, προκλήθηκε από την ανάγκη για εξεύρεση στέγης κοντά στο χώρο εργασίας, όσων απασχολούνται με δραστηριότητες που χωροθετούνται στην ύπαιθρο. Οι χαμηλότερες αξίες των οικισμών στην ύπαιθρο (όπως συμπεραίνεται και από τους προηγούμενους χάρτες) αποτέλεσαν πρωταρχικό λόγο για την «αστική έξοδο» και τις επενδύσεις στην αυτή. Εξάλλου, αυτού του είδους η ζήτηση αντικατοπτρίζεται και στην αύξηση των αξιών γης των εν λόγω οικισμών καθώς καταγράφεται μια αύξηση της τάξεως του 10% ανά έτος.

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ Η αστική διάχυση των σύγχρονων πόλεων είναι ένα φαινόμενο που επιβεβαιώθηκε και στον εξωαστικό χώρο της πόλης της Άρτας. Μια έκταση περιμετρικά της πόλης - κυρίως στα βόρεια και τα δυτικά αυτής, λόγω φυσικών φραγμών - γίνεται ο χώρος όπου γεωργική γη υψηλής παραγωγικότητας καλλιεργείται, κτηνοτροφικές μονάδες εγκαθίστανται και το δομημένο περιβάλλον ενισχύεται, παράλληλα κυρίως, με οδικούς άξονες. Η πόλη της Άρτας αποτελεί ένα σημαντικό διοικητικό κέντρο, με αποτέλεσμα οι ημόσιες Υπηρεσίες να επηρεάζουν καθημερινά τις ροές των κατοίκων από και προς τον αστικό ιστό. Το γεγονός της εγκατάστασης τους κατά την τελευταία δεκαετία, προς τα όρια της πόλης, συνέβαλε στην ενίσχυση της περιαστικής ζώνης της πόλης και αυτή με τη σειρά της, στην αύξηση της χωροθέτηση νέων δραστηριοτήτων και χρήσεων γης. Εστιάζοντας στις χωρικές μεταβολές που παρατηρούνται τα τελευταία χρόνια, διαφαίνεται η κινητικότητα των κατοίκων προς οικισμούς σε εγγύτητα με την πόλη. Οι λόγοι που συμβαίνει αυτό, ποικίλουν, με τους βασικότερους να εμπεριέχουν τον κορεσμό του αστικού ιστού και των αστικών προβλημάτων που υποβαθμίζουν την ποιότητα ζωής, τη βελτίωση της προσβασιμότητας μέσω αναβαθμισμένων οδικών αξόνων, καθώς και τις χαμηλότερες αξίες γης που τείνουν να επικρατούν όσο απομακρύνεται κανείς από την πόλη της Άρτας.

Χάρτης 8: Οπτική αναπαράσταση συμπερασμάτων Πηγή: Ελ.Στατ. (εθνικές απογραφές), Ιδία Επεξεργασία Στο σημείο αυτό, αξίζει να επισημανθεί, όπως παρατηρείται και στον παραπάνω χάρτη, ότι η πλειοψηφία των οικισμών στην περιοχή μελέτης παρουσιάζουν πληθυσμιακή μείωση ανά τις δεκαετίες, ενώ αυξητική τάση παρατηρείται στους εγγύτερους στον αστικό και περιαστικό χώρο. Αυτού του είδους η πληθυσμιακή κατανομή και η εξέλιξή της υποδηλώνει τη δημιουργία οικισμών δορυφόρων και την αποδυνάμωση των πιο απομακρυσμένων, οι οποίοι, όπως είναι γνωστό από τα στοιχεία της ανάλυσης, είναι συνδεμένοι με τον πρωτογενή τομέα. Παράλληλα, οι οικισμοί με τις υψηλότερες αντικειμενικές αξίες - χαρακτηριστικό που δικαιολογείται από την αυξημένη ζήτηση για κατοικία και επενδύσεις στις εν λόγω περιοχές -

λαμβάνουν χώρα σε μεγάλους πληθυσμιακά οικισμούς που διασχίζονται από το βασικό οδικό άξονα της περιοχής. Έντονες σχέσεις αλληλεξάρτησης και αλληλεπίδρασης αναπτύσσονται μεταξύ της άμεσης περιαστικής ζώνης και των οικισμών δορυφόρων του αστικού κέντρου, γεγονός που επιβεβαιώνεται από την αύξηση και επικράτηση σε αυτούς δραστηριοτήτων που σχετίζονται με τον τριτογενή τομέα. Η κλασική παραγωγική δομή μεταβάλλεται με τις αγροτικές δραστηριότητες να δίνουν τη θέση τους στις υπηρεσίες και παράλληλα να μετατοπίζονται προς τα έξω, στους μικρότερους οικισμούς του κάμπου. Ωστόσο, ο αυξανόμενος ρόλος των δυναμικότερων αυτών οικισμών τείνει να δημιουργήσει μικρά αστικά κέντρα, τα οποία μπορούν να λειτουργήσουν πολωτικά και να αποσυμφορήσουν το αστικό κέντρο και την περιαστική ζώνη. ιαφαίνεται, λοιπόν, η επέκταση της περιαστικής ζώνης και η μετατροπή τμήματος του εξωαστικού χώρου σε θέσεις οικιστικής και εμπορικής ανάπτυξης. Η διατήρηση του χαρακτήρα του εξωαστικού χώρου είναι ιδιαίτερα σημαντική, τόσο για την προστασία του περιβάλλοντος όσο και για τη διασφάλιση του υψηλού βιοτικού επιπέδου που παρέχει. Η ανάγκη για υιοθέτηση πολιτικών που θα προστατεύουν των εξωαστικό χώρο, επιτρέποντας τη δημιουργία μιας μεταβατικής ζώνης μεταξύ του αστικού και περιαστικού χώρου και κατ επέκταση την ενίσχυση των μικρών οικισμών, είναι επιτακτική. Είναι προφανής επομένως, η ανάγκη που δημιουργείται για σχεδιασμό με στρατηγικό χαρακτήρα. Οι δυναμικές σχέσεις που αναπτύσσονται μεταξύ των οικισμών και της πόλης της Άρτας πρέπει να ληφθούν υπόψη, ώστε να διαμορφωθεί κατάλληλη νομοθεσία, η οποία θα αποτελέσει κατάλληλο υπόβαθρο για την εφαρμογή της σε μια ορθή Πολιτική Χρήσεων Γης ή ακόμα και ένα φορολογικό σύστημα, τα οποία θα λαμβάνουν υπόψη τις ιδιαιτερότητες της περιοχής. Αυτά εξάλλου, δύναται να αποτελέσουν μερικά αξιόλογα εργαλεία για την οργάνωση του αστικού και του περιαστικού χώρου ευρύτερα σε ελληνικές πόλεις.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ Ανθοπούλου, Θ. (2009), Ο περιαστικός αγροτικός χώρος κα το διακύβευμα της πολυλειτουργικότητας της γεωργίας, πρακτικά 2ου Πανελληνίου Συνεδρίου Πολεοδομίας, Χωροταξίας και Περιφερειακής Ανάπτυξης, Βόλος, 24-27/9/2009 Γοσποδίνη, Α. (2005) 'Η Σύνταξη του Χώρου ως Μηχανισμός ιάρθρωσης των Κεντρικών Λειτουργιών της Πόλης: η Περίπτωση του Βόλου' στο. Οικονόμου και Γ. Πετράκος (επ.) [2005] Η Ανάπτυξη των Ελληνικών Πόλεων: διεπιστημονικές προσεγγίσεις αστικής ανάλυσης και πολιτικής, Βόλος: Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Θεσσαλία - Gutenberg Γενικό Πολεοδομικό Σχέδιο Άρτας, (1990) Αθήνα: Υπουργείο Χωροταξίας, Οικισμού και Περιβάλλοντος Ευτυχιάδου, Ο. και Λαλένης, Κ. (2012), Αστική διάχυση και περιαστικός χώρος:μετασχηματισμοί στην αστική περιφέρεια της Θεσσαλονίκης, πρακτικά 3ου Πανελληνίου Συνεδρίου Πολεοδομίας, Χωροταξίας και Περιφερειακής Ανάπτυξης, Βόλος, 27-30/9/2012 Καρανικόλας, Ν. (2004), Η Ανάπτυξη της Περιαστικοποίησης στην Θεσσαλονίκη την τελευταία 20ετία: Μία Γεωγραφική Προσέγγιση Χαρτογραφική Τεκμηρίωση, πρακτικά Εθνικού Συνέδριου Γεωγραφίας, τόμος ΙΙ, Μυτιλήνη Λαγόπουλος, Α. Φ. (1977) Εγχειρίδιο Πολεοδομίας. Μέρος Α : Θεωρία Πολεοδομίας (Πολεολογία), Θεσσαλονίκη: Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Λαμπριανίδης, Λ. (2004), Χωρική Ανάπτυξη και Αναδιάρθρωση της Υπαίθρου στην Ευρώπη: Ο ρόλος της επιχειρηματικότητας, άρθρο στο συλλογικό τόμο Ζητήματα Χωρικής Ανάπτυξης, Θεωρητικές προσεγγίσεις και πολιτικές, (επ. Καυκαλάς), Αθήνα, Εκδόσεις Κριτική Λαμπριανίδης, Λ. (2006), Οικονομική Γεωγραφία - Στοιχεία Θεωρίας και Εμπειρικά Παραδείγματα, Αθήνα, Εκδόσεις Πατάκη Μπέσσα, Κ. (2010) Εξέλιξη αστικών περιοχών και περιαστικού χώρου: Σύστημα παρακολούθησης και αξιολόγησης των αλλαγών των χρήσεων γης με έμφαση στα ειδικά αναπτυξιακά έργα. ιδακτορική διατριβή. ΤΜΧΠΠΑ, Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας.

Οικονόμου,. (2007) Πολεοδομική Πολιτική, Σημειώσεις για το μάθημα της Πολεοδομικής Πολιτικής, Βόλος: Τμήμα Μηχανικών Χωροταξίας, Πολεοδομίας και Περιφερειακής Ανάπτυξης Οικονόμου. και Πετράκος Γ. (1999), Πολιτικές αστικής ανάπτυξης και πολεοδομικής οργάνωσης στην Ελλάδα, στο. Οικονόμου και Γ. Πετράκος (επ.) Η Ανάπτυξη των Ελληνικών Πόλεων: διεπιστημονικές προσεγγίσεις αστικής ανάλυσης και πολιτικής, Βόλος: Gutenberg Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Θεσσαλία Παπαδόπουλος, Γ. και Πατρώνης, Β. (2003), Αειφόρος Αγροτική Ανάπτυξη: Πολυλειτουργίκοτητα της γεωργίας και κοινωνική οικονομία στο Η. Μπεριάτος και. Ψαλτόπουλος (επ.), Περιβάλλον και Ανάπτυξη της Υπαίθρου, Αθήνα, Εκδόσεις Θεμέλιο Παπακωνσταντίνου, Σ., Φαρασλής, Ι. και Σταθάκης,. (2010), 523-524, ιαχρονική Εξέλιξη των Περιαστικών Χρήσεων Γης στην πόλη της Λάρισας στο Η. Μπεριάτος και Μ. Παπαγεωργίου (2010), Χωροταξία Πολεοδομια Περιβάλλον στον 210 αιώνα, Ελλάδα Μεσόγειος, Βόλος, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Θεσσαλίας Πετράκος, Γ. και Οικονόμου,. (1999) ιεθνοποίηση και διαρθρωτικές αλλαγές στο Ευρωπαικό σύστημα αστικών κέντρων στο. Οικονόμου και Γ. Πετράκος (επιμ.) Η ανάπτυξη των Ελληνικών πόλεων: ιεπιστημονικές προσεγγίσεις αστικής ανάλυσης και πολιτικής, Αθήνα Gutenbreg ΥΠΕΘΟ, (1993) Ελλάδα 2010: Στρατηγικό Σχέδιο ανάπτυξης της συγκοινωνιακής υποδομής, Τόμος 3: Υποσυστήματα οδικών μεταφορών, Αθήνα: Υπουργείο Εθνικής Οικονομίας Φραγκόπουλος, Ι. (2005) Κλασικές προσεγγίσεις του αστικού φαινομένου: Marx, Weber, Durkheim, Σειρά Ερευνητικών Εργασιών, 11(10): 163-188 ιαθέσιμο στο http://www.prd.uth.gr/uploads/discussion_papers/2005/uth-prddp-2005-10_gr.pdf Χαστάογλου, Β. (1982) Κοινωνικές Θεωρίες για τον Αστικό Χώρο, Θεσσαλονίκη: Παρατηρητής Banister, D. and Berechman, J. (2000) Transport Investment and Economic Development, London: UCL Press

Fischler, F. (1996), Europe and its Rural Areas in the Year 2000: Integrated Rural Development as a Challenge for Policy Making, European Conference on Rural Development, Cork, 7-8/11/1996 Graham, S. and Marvin, S. (2001) Splintering Urbanism: Networked Infrastructures, Technological Mobilities and the Urban Condition, London: Routledge Jacobs, J. (1969) The Economy of Cities, New York: Vintage Liefooghe, C. (2009) La créativité: une Ressource pour le Développement Economique d une Région de Tradition Industrielle? Clermont-Ferrand: XLVIe Colloque de l Association de Science Régionale de Langue Française (ASRDLF) 'Entre projets locaux de développement et globalisation de l'économie : quels équilibres pour les espaces régionaux?' Lynch, K. (1998) Good City Form, Cambridge Massachusetts: MIT Press Mumford, L. (1989) The City in History: its origins, its transformations and its prospects, San Diego, New York, London: Harcourt Ogden, K. W. (1992) Urban Goods Movement: A Guide to Policy and Planning, Hants, UK: Ashgate Publishing Pumain, D. (2000) Settlement Systems in the Evolution, Geografiska Annaler. Series B, Human Agglomeration Economies, Handbook of Regional and Urban Economics, Volume 4, Amsterdam: Elsevier, pp 2119-2172 Schiller, R. (2001) The dynamics of Property Location, London: Spon Press Seraceno, E. (1994), Recent Trends in Rural Development and their Conceptualisation, Journal of Rural Studies, τόμος 10, τεύχος 4 Small, K. A. (1992) Urban Transportation Economics, Luxembourg: hardwood Academic Publishers United Nations, Population Division, (2001) World Urbanization Prospects, The 1999 Revision. ιαθέσιμο στο <URL: http://www.un.org/esa/population/publications/wup2003/2003wuphighlights>