Πράξη «Εκπόνηση Σχεδίων Ερευνητικών και Τεχνολογικών Αναπτυξιακών Έργων Καινοτομίας (ΑγροΕΤΑΚ)» Τίτλος Έργου «Ολοκληρωμένη διαχείριση και αξιοποίηση εγκαταλελειμμένων οπωρώνων και αυτοφυών καρποφόρων φυτών» Regeneratio Μονάδα υλοποίησης: Ινστιτούτο Δασικών Ερευνών Θεσσαλονίκης Παραδοτέο 1.β Μελέτη: Συγκέντρωση και καταγραφή παραδοσιακής γνώσης γύρω από τους οπωρώνες, τα οπωροφόρα και τα προϊόντα τους Νίκος Νικήσιανης Δεκέμβριος 2014
Περιεχόμενα 1. Εισαγωγή...5 2. Παραδοσιακοί, ορεινοί, εγκαταλελειμμένοι οπωρώνες: ορισμοί και γενική περιγραφή...6 3. Οικολογικός ρόλος και περιβαλλοντική σημασία...12 4. Διατροφική, οικονομική, κοινωνική σημασία των οπωρώνων...15 5. Κατάσταση διατήρησης και προστασία...25 6. Βασικά είδη και παραδοσιακή γνώση...29 1. Αχλαδιές (Γένος Pyrus)...29 2. Δαμασκηνιές, κερασιές, βυσσινιές (Γένος Prunus)...31 3. Μηλιά (Γένος Malus)...35 4. Άλλα είδη δέντρων...37 Βιβλιογραφία...40
1. Εισαγωγή Το παρόν κείμενο αποτελεί το Παραδοτέο 1.β. με τίτλο «Μελέτη: Συγκέντρωση και καταγραφή παραδοσιακής γνώσης γύρω από τους οπωρώνες, τα οπωροφόρα και τα προϊόντα τους». Σύμφωνα με το ΤΔΕ του παρόντος έργου, στους πρώτους δύο μήνες του έργου (Νοέμβριος και Δεκέμβριος του 2014), έγινε η συγκέντρωση και καταγραφή παραδοσιακής και επιστημονικής γνώσης γύρω από τους οπωρώνες, τα οπωροφόρα και τα προϊόντα τους. Στο Τεχνικό Δελτίο προβλεπόταν μόνο η συγκέντρωση και καταγραφή μόνο της παραδοσιακής γνώσης, ωστόσο κρίθηκε σκόπιμο σε αυτή την αρχική φάση η εργασία αυτή να επεκταθεί και να περιλάβει και την επιστημονική γνώση. Η συγκέντρωση της γνώσης έγινε μέσα από διερεύνηση των παρακάτω πηγών: - Επιστημονική βιβλιογραφία (άρθρα, ανακοινώσεις και βιβλία) γύρω από τη βιολογική, οικολογική, οικονομική, διατροφική και λαογραφική σημασία των οπωρώνων, των δέντρων και των προϊόντων τους. - Επικοινωνία με ερευνητές, επιστήμονες και στελέχη των κατά τόπους φορέων διαχείρισης. - Συγκέντρωση και καταγραφή λιγοστών μαρτυριών από κατοίκους της περιοχής, κατά τη διάρκεια της επιτόπιας έρευνας. Σημειώνεται ότι εξαιτίας του στενού χρονοδιαγράμματος του έργου, δεν έγινε εφικτή η προβλεπόμενη συγκέντρωση μαρτυριών από κατοίκους των περιοχών σε σχέση με τη χρήση, την αξία, τις αντιλήψεις κοκ γύρω από τους οπωρώνες. Το πρόβλημα αυτό αντιμετωπίστηκε με αξιοποίηση της υφιστάμενης βιβλιογραφίας, για την προετοιμασία του Παραδοτέου 2. Προτείνεται ωστόσο ξανά κατά τη διάρκεια των επόμενων μηνών του έργου να συνεχιστεί η επιτόπια συγκέντρωση μαρτυριών όχι μόνο στην περιοχή που θα επιλεχθεί στο τέλος της Α Φάσης για την πιλοτική εφαρμογή του έργου, αλλά και στις 7 αρχικά προτεινόμενες περιοχές. Τα αποτελέσματά της μπορούν να προστεθούν ως Παράρτημα-Τροποποίηση του Β Παραδοτέου.
2. Παραδοσιακοί, ορεινοί, εγκαταλελειμμένοι οπωρώνες: ορισμοί και γενική περιγραφή Με τον όρο οπωρώνας περιγράφεται κάθε φυτεία δέντρων ή θάμνων που προορίζονται για παραγωγή τροφίμων. Ο οπωρώνας μπορεί να περιλαμβάνει ένα ή περισσότερα είδη δέντρων που παράγουν φρούτα ή άλλους εδώδιμους καρπούς. Η καλλιέργεια τέτοιων, συνήθως μικτών, συστάδων οπωροφόρων δέντρων αποτελεί εδώ και πολλούς αιώνες μία διαδεδομένη γεωργική πρακτική στις ορεινές και ημιορεινές περιοχές της Ελλάδας. Οι ορεινοί οπωρώνες αυτοί δημιουργούνταν κυρίως γύρω από μόνιμους ή περιστασιακούς οικισμούς, καθώς και κοντά σε ορεινά χωράφια, βοσκολίβαδα και άλλους χώρους δραστηριότητας. Φιλοξενούν κυρίως δέντρα των γενών Prunus (κορομηλιά, δαμασκηνιά, κερασιά, βυσσινιά) και Pyrus (αχλαδιά, γκορτσιά), καθώς και μηλιές (Malus sp), κυδωνιές ( Cydonia oblonga), καρυδιές (Juglans sp.), αμπέλια (Vitis vinifera) και άλλα. Το τοπίο συμπληρωνόταν από καρποφόρους θάμνους, όπως Κρανιές, ( Cornus sp.), αγριοτριανταφυλλιές ( Rosa sp.), βατομουριές ( Rubus sp) κα. Σε αυτή την κατηγορία μπορούμε επίσης να εντάξουμε και τις συστάδες καστανιών (Castanea sativa). Η συγκέντρωση του πληθυσμού, η εγκατάλειψη των περισσότερων ορεινών οικισμών, η αλλαγή των παραγωγικών προτύπων και η εντατικοποίηση-εμπορευματοποίηση της αγροτικής παραγωγής οδήγησε σε σταδιακή εγκατάλειψη πολλών τέτοιων εκτάσεων, αφήνοντας κατάσπαρτους σε όλο το ορεινό τοπίο θέσεις εγκαταλελειμμένων οπωρώνων. Οι θέσεις αυτές συγκεντρώνονται κυρίως εντός και γύρω από εγκαταλελειμμένους οικισμούς ή οικισμούς που κατοικούνται αλλά οι κάτοικοί τους δεν συνεχίζουν τις παραδοσιακές καλλιέργειες, γύρω από μονές, ναούς και παρεκκλήσια, ανάμεσα στα ορεινά χωράφια, εγκαταλελειμμένα και μη, σε λιβάδια, σε θέσεις δίπλα στο επαρχιακό και δασικό οδικό δίκτυο, σε ανοίγματα στο δάσος, στην κοίτη των ορεινών ρεμάτων και περιοχών. Πολλές από τις θέσεις αυτές συνοδεύονται με άλλα ενδιαφέροντα ανθρωπογενή στοιχεία, όπως ξερολιθικές κατασκευές, αναβαθμίδες (πεζούλες) για τη συγκράτηση του εδάφους, καλντερίμια, πέτρινες γέφυρες κα. Ιδιαίτερα στην περίπτωση των παλιών εγκαταλελειμμένων οικισμών, ο οπωρώνας συνοδεύεται από ερείπια σε διαφορετική φάση, ενώ κάποιες φορές αποτελεί το μόνο ορατό πια απομεινάρι του παλιού οικισμού. Οι ορεινοί, εγκαταλελειμμένοι οπωρώνες στην Ελλάδα βρίσκονται συχνά στη διαδικασίας της
σταδιακής διαδοχής τους από τα αντίστοιχα δασικά είδη της περιοχής και, όσο προχωρά αυτή η διαδικασία, δεν διακρίνονται ουσιαστικά και τυπικά από τις περιβάλλουσες δασικές εκτάσεις. Παρόμοιους παραδοσιακούς οπωρώνες συναντάμε βέβαια και στις υπόλοιπες, πέρα από τις ορεινές, περιοχές της χώρας. Στα χαμηλότερα υψόμετρα κυριαρχούν οι ελαιώνες και απαντώνται επίσης πολλά είδη εσπεριδοειδών, συκιές κα. Αντίστοιχοι παραδοσιακοί οπωρώνες απαντώνται και στις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες. Σε κάποιες μάλιστα έχουν λάβει ιδιαίτερη προσοχή, εξαιτίας της οικολογικής και ιστορικής τους σημασίας (βλ. παρακάτω). Στη Μ. Βρετανία για παράδειγμα έχουν ενταχθεί στους οικότοπους προτεραιότητας ( Maddock 2008). Σύμφωνα με τα σχέδια για την καταγραφή και διατήρηση που αναπτύσσονται εκεί, ένας παραδοσιακός οπωρώνας θεωρείται κάθε φυτεία με έναν ελάχιστο αριθμό συγκεντρωμένων δέντρων (αναφέρεται 5 δέντρα κατ ελάχιστο σε 20 μέτρα μέγιστη απόσταση) που παράγουν φρούτα ή ξηρούς καρπούς, η διαχείρισή τους γίνεται με τρόπους χαμηλής έντασης ή εκτατικής καλλιέργειας, χωρίς τη χρήση χημικών, παρασιτοκτόνων, εντομοκτόνων και ανόργανων λιπασμάτων, τα πολυετή δέντρα αφήνονται να φτάσουν στο στάδιο ωρίμανσης. Σε αντίθεση, οι εντατικές καλλιέργειες είναι αυτές που διαχειρίζονται με στόχο την μεγιστοποίηση της παραγωγής καρπών (Maddock 2008, βλ. και για παράδειγμα http://ptes.org/getinvolved/surveys/countryside-2/traditional-orchard-survey/orchard-maps/). Τα διάφορα ευρωπαϊκά δίκτυα και προγράμματα για τη μελέτη των παραδοσιακών οπωρώνων έχουν δώσει έμφαση όχι μόνο στην οικολογικής τους σημασία και την καταγραφή τους, αλλά και στη συγκέντρωση της παραδοσιακής γνώσης που υπάρχει γύρω από αυτούς. Σύμφωνα με το Ευρωπαϊκό πρόγραμμα ESTO (European Specialist in Traditional Orchards, βλ. http://www.estoproject.eu/), κατά τη διάρκεια των αιώνων, οι αγρότες στη Δυτική Ευρώπη και την περιοχή της Μεσογείου έχουν αναπτύξει διαφορετικά συστήματα γεωργοδασοπονίας, συνδυάζοντας λιβάδια, βοσκοτόπους, χωράφια, δασικές εκτάσεις, φυτοφράχτες και οπωρώνες. Σε αυτό το πλαίσιο, τα οπωροφόρα μπορεί να είναι ο πυρήνας του γεωργικού συστήματος (π.χ. ελιές, μηλιές, καστανιές) ή να συμβάλλουν στη βελτιστοποίηση του συστήματος παραγωγής. Μέχρι το 1930-1950 στην Ευρώπη, περίπου 2 εκατομμύρια εκτάρια, κυρίως στη Γαλλία και τη Γερμανία, αλλά και στην Ελβετία, την Αυστρία, τη Σλοβενία, την Πολωνία, την Αγγλία, το Βέλγιο και την Ισπανία, καλυπτόταν από τους παραδοσιακές οπωρώνες ("pré-verger» στα γαλλικά και «Streuobswiesen» στα γερμανικά). Στην περίοδο 1960-2000 στην Ευρώπη, αυτό το σύστημα γεωργοδασοπονίας έχει μειωθεί δραστικά και έχασε περίπου το 50% της αρχικής του έκτασης. Σήμερα η καλλιέργεια
οπωροφόρων αφορά κυρίως λιβαδικές εκτάσεις. Τα παραγόμενα φρούτα (μήλο, αχλάδι, κεράσι) μεταποιούνται σε διαφορετικούς τύπους προϊόντων, όπως μηλίτης, χυμός μήλου, απίτης, ξύδι, Calvados και χυμός κεράσι. Ένα μέρος της παραγωγής πωλείται επίσης στην άμεση αγορά, συχνά κάτω από διαφορετικές ετικέτες (βιολογική παραγωγή, Προστατευόμενης Ονομασίας Προέλευσης, ή ιδιωτικές ετικέτες προώθηση παραδοσιακό περιβόλι). Σύμφωνα με το ίδιο πρόγραμμα, οι παραδοσιακοί οπωρώνες είναι το αρχέτυπο της αειφόρου γεωργίας. Ένας παραδοσιακός οπωρώνας καθορίζεται από χαμηλές εισροές, χαμηλή ένταση εργασίας και είναι υψηλής βιολογικής ποικιλομορφίας και αισθητικής. Η χαμηλή παραγωγή φρούτων (10 τόνοι / εκτάριο) σε σύγκριση με τους εντατικούς οπωρώνες (30-50t / εκτάριο) αντισταθμίζεται από το μεγαλύτερο κύκλο ζωής και τη συμπληρωματικότητα με τα υπόλοιπα προϊόντα που προσφέρει η ίδια έκταση. Εικόνα 1. Λογότυπο από ένα από τα πολλά προγράμματα διατήρησης των παραδοσιακών οπωρώνων στη Μ. Βρετανία Βασικά είδη και προϊόντα Συγκεντρώνοντας τις διάφορες αναφορές που υπάρχουν στις λίγες μελέτες που έχουν γίνει στη χώρα μας (Βυτανιώτης 2012α, Λαζαρίδου 2001), δεδομένα από προηγούμενες έρευνες, επιτόπιες παρατηρήσεις του ερευνητή που έγιναν στο πλαίσιο της παρούσας έρευνας καθώς και σε προηγούμενες, αλλά και δεδομένα από διάφορες εργασίες καταγραφής της χλωρίδας, τα είδη
δέντρων και θάμνων που απαντώνται συχνότερα και σε μεγαλύτερους πληθυσμούς στους ορεινούς οπωρώνες της Βόρειας Ελλάδας είναι τα παρακάτω: Δέντρα: Γένος Pyrus Αχλαδιά Pyrus communis Αγριαχλαδιά Pyrus pyraster Γκορτσιά Pyrus amigdaloformis Γένος Prunus Αγριοκερασιά Prunus avium Βυσσινιά Prunus cerasus Κορομηλιά Prunus divaricata Δαμασκηνιά Prunus domestica Αγριοκορομηλιά Prunus cerasifera Αμυγδαλιά Prunus dulcis Prunus spinosa Prunus fruticosa Γένος Malus Μηλιά Malus domestica Malus dasyphylla Malus sylvestris Άλλα σημαντικά είδη Καστανιά Castanea sativa Κυδωνιά Cydonia oblonga Καρυδιά Juglans regia Συκιά Ficus carica Ροδιά Punica granatum
Θάμνοι Αμπέλι Vitis vinifera Φουντουκιά (λεπτοκαρυά) Corylus avellana Άγρια λεπτοκαρυά Corylus colurna Κρανιά Cornus Sanguine Κράταιγος Crataegus monogyma Kουφοξυλιά Γένος Sambucus Sambucus nigra, Sambucus racemosa, Sambucus ebulus Βάτος Γένος Rubus: Rubus idaeus, Rubus canescens, Rubus ulmifolius, Rubus hirtus, Rubus caesius, Rubus Sanctus Μουριά Γένους Malus Malus sylvestris, Malus dasyphylla Σορβιά Γένους Sorbus Sorbus aucuparia, Sorbus domestica, Sorbus torminalis Τριανταφυλλιά Γένους Rosa Rosa camina, Rosa arvensis, Rosa gallica, Rosa pimpinellifoli, Rosa agrestis, Rosa pulverulenta, Rosa heckeliana
Αναλυτικότερες πληροφορίες για τα σημαντικότερα από αυτά δίνονται σε επόμενο κεφάλαιο. Στα προϊόντα των παραπάνω δέντρων περιλαμβάνονται οι καρποί τους, οι οποίοι είναι εδώδιμοι ή χρησιμοποιούνται για την παρασκευή άλλων τροφών (μαρμελάδε ς, γλυκά, αφεψήματα κα). Οι ίδιοι καρποί και μέρη των φυτών χρησιμοποιούνται επίσης περιστασιακά ως ζωοτροφή στην εκτατική κτηνοτροφία, ιδιαίτερα όσο αφορά τη μικρή, οικογενειακή κλίμακα. Μπορεί επίσης να χρησιμοποιούνται σε άλλες δευτερεύουσες χρήσεις, πολλές φορές σημαντικής συμβολικής αξίας, όπως παραδοσιακή ιατρική, τελετουργία κοκ. Αξιοποιήσιμη είναι και η ξυλεία των παραπάνω δέντρων και θάμνων, πολλά από τα οποία θεωρούνται ιδανικά για την κατασκευή επίπλων και άλλων ξύλινων αντικειμένων (καρυδιά, καστανιά, κερασιά, κρανιά κα), ενώ χρησιμοποιούνται και ως καυσόξυλα, κάτι που σημαίνει βέβαια την καταστροφή τους. Τα περισσότερα από τα παραπάνω είδη αναπαράγονται επίσης από μόνα τους και μπορούν να αναπτυχθούν και έξω από τους αρχικούς οπωρώνες, ως άγρια και αυτοφυή φυτά. Η αναπαραγωγή αυτή διευκολύνεται από τα ζώα, θηλαστικά και πουλιά, που καταναλώνουν τους καρπούς και βοηθάνε στη διασπορά των σπόρων. Οι καστανιές επίσης, μπορούν να σχηματίσουν εκτενή δάση, ενώ τα βάτα και οι άλλοι θάμνοι αναπτύσσονται σε μεγάλους αριθμούς κατά μήκος των δρόμων, σε ανοίγματα στο δάσος κα. Στα παραπάνω φυτά πρέπει να προστεθούν και άλλα άγρια καρποφόρα φυτά, όπως οι άγριοφραουλιές ή χαμοκέρασα Fragaria vesca. Ουσιαστικά, και καθώς όπως αναφέρθηκε, οι ορεινοί, εγκαταλελειμμένοι οπωρώνες στην Ελλάδα, δεν διακρίνονται εύκολα από τις περιβάλλουσες δασικές εκτάσεις, δεν μπορεί και δεν έχει νόημα να γίνει σαφής διάκριση μεταξύ προϊόντων από σκόπιμα φυτεμένα δέντρα και θάμνους ή από αντίστοιχα αυτοφυή. Έτσι, τα προϊόντα όλων των παραπάνω ειδών που βρίσκονται σε εγκαταλελειμμένους ορεινούς οπωρώνες και γύρω από αυτούς, μπορούν να ενταχθούν στη γενικότερη κατηγορία των δασικών προϊόντων εκτός ξυλείας (non timber forest products), όπως αυτή περιγράφεται από τη διεθνή βιβλιογραφία (ενδ. Tiwari και Rani 2004, Delang 2005). Στην ίδια κατηγορία εντάσσονται και πολλά ακόμα εκμεταλλεύσιμα άγρια είδη, όπως βρώσιμα άγρια χόρτα, βότανα που χρησιμοποιούνται στη μαγειρική (ρίγανη, θυμάρι κα), στην παραδοσιακή ιατρική ή για αφεψήματα (τσάι του βουνού) κα. Όπως προβλέπεται από το ΤΔΕ, το παρόν έργο θα ασχοληθεί και με αυτά τα είδη στις επόμενες φάσεις.
3. Οικολογικός ρόλος και περιβαλλοντική σημασία Χωρίς να αποτελεί το βασικό αντικείμενο του συγκεκριμένου παραδοτέου, οφείλουμε να σημειώσουμε εισαγωγικά κάποιους από τους βασικούς λόγους που τεκμηριώνουν, σύμφωνα με την υφιστάμενη βιβλιογραφία, τον πολύπλευρο οικολογικό ρόλο και την περιβαλλοντική σημασία των ορεινών, παραδοσιακών οπωρώνων, εγκαταλελειμμένων και μη. Οι παραδοσιακοί οπωρώνες θεωρούνται διεθνώς hotspot βιοποικιλότητας, καθώς φιλοξενούν πλήθος από άλλα φυτά, ασπόνδυλα, έντομα και σπονδυλωτά, πολύ περισσότερα συνήθως όχι μόνο από τις συμβατικές, εντατικές καλλιέργειες, αλλά και από τα τυπικά δασικά οικοσυστήματα (Burrough et al 2010). Καθώς η παρουσία τους σηματοδοτεί κρίσιμα για τη βιοποικιλότητα ανοίγματα στη δασική βλάστηση και τα ίδια τα δέντρα έχουν κατά κανόνα πολύ μεγαλύτερες αποστάσεις μεταξύ τους από τα συμβατικά αγροτικά ή δασικά οικοσυστήματα, και εννοείται ότι δεν δέχονται επεμβάσεις με ζιζανιοκτόνα, ο υποόροφος είναι πολύ πλουσιότερος, φιλοξενώντας πλήθος από πόες, αγριολούλουδα, μικρούς θάμνους κα. Σημειώνεται ακόμα ότι φιλοξενούν είδη μανιταριών, βρυών και λειχήνων. Το ενδιαίτημα που δημιουργείται, εξαιτίας και της παραγωγής καρπών, βοηθά στην ανάπτυξη ποικιλόμορφων κοινοτήτων εντόμων και αρθρόποδων. Ενδεικτικά, οι Lush et al (2009) κατέγραψαν αναλυτικά τη βιοποικιλότητα σε έξι παραδοσιακούς οπωρώνες και οι Smart και Winnall (2006) σε άλλους τρεις. Τα αποτελέσματα έδειξαν πολύ μεγάλους αριθμούς ειδών φυτών, βρυών, μυκήτων και πουλιών. Γενικότερα, έχει αναφερθεί ότι τόσο η εγκατάλειψη, όσο και η εντατικοποίηση μίας παραδοσιακής καλλιέργειας οδηγεί σε μείωση της ποικιλότητας των φυτών και των φυτοφάγων εντόμων (Uchida and Us himaru 2014). Αλλού ωστόσο υποστηρίζεται ότι η εγκατάλειψη της αγροτικής γης έχει θετικές συνέπειες, καθώς βοηθά στην αναγέννηση των φυτικών οικοτόπων πρόσφατα οι Cibele et al (2014) παρουσίασαν μία ευρεία ανασκόπηση 276 δημοσιευμένων μελετών για τις επιπτώσεις της εγκατάλειψης της αγροτικής γης. Η γενική τάση θέλει τις μελέτες στην Ευρασία να βρίσκουν περισσότερο αρνητικές και στο Νέο Κόσμο περισσότερο θετικές επιπτώσεις, αλλά, όπως παρατηρούν οι συγγραφείς, το αποτέλεσμα εξαρτάται από τις παραμέτρους στις οποίες εστιάζουν κάθε φορά οι ερευνητές. Η οικολογία των εγκαταλελειμμένων αγροτικών εκτάσεων είναι ένα ευρύ και αναπτυσσόμενο πεδίο έρευνας και η επισκόπησή του ξεφεύγει από τους στόχους του παρόντος κειμένου.
Ανάλογη σημασία έχουν ακόμα και τα λίγα, σχετικά απομονωμένα ή σκόρπια οπωροφόρα δέντρα. Σύμφωνα με την ανασκόπηση που κάνουν οι Manning et al (2006), τα διασκορπισμένα δέντρα αποτελούν θεμελιώδεις δομές σε μία μεγάλη γκάμα τοπίων. Σε τοπική κλίμακα, οι λειτουργίες τους περιλαμβάνουν μεταξύ άλλων, τη βελτίωση του τοπικού μικροκλίματος, τον εμπλουτισμού του εδάφους με θρεπτικές ουσίες, την αύξηση του πλούτου των φυτικών ειδών, την αύξηση της δομικής περιπλοκότητας και την παροχή οικοτόπων για τα ζώα. Σε επίπεδο τοπίου, οι οικολογικοί τους ρόλοι περιλαμβάνουν την αύξηση της αύξηση της συνδεσιμότητας για τα ζώα, της γενετικής συνδεσιμότητας για τους πληθυσμούς των δέντρων, την εξασφάλιση του γενετικού υλικού και την διατήρηση των αναγκαίων σημείων για τη μελλοντική ανάκαμψη. Οι λειτουργίες αυτές είναι μάλιστα τόσο πιο σημαντικές, όσο πιο αραιοί είναι οι πληθυσμοί που απομένουν. Μία κρίσιμη συνεισφορά των οπωρώνων ή ακόμα των μεμονωμένων δέντρων είναι η παροχή τροφής σε πολλά είδη σπονδυλωτών και κυρίως σε πουλιά και θηλαστικά. Ανάμεσά τους περιλαμβάνονται μάλιστα και κάποια εμβληματικά είδη όπως η Καφέ Αρκούδα ( Ursus arctos). Σύμφωνα με τις διάφορες σχετικές έρευνες που έχουν γίνει στην Ελλάδα, η δίαιτα της αρκούδας βασίζεται κατά τα 9/10 περίπου (87% σύμφωνα με τον Mertzanis 1994, 93% σύμφωνα με τους Vlachos et al. 2000) σε φυτικούς πόρους, από τους οποίος ο μεγαλύτερος όγκος αφορά φρέσκους και ξηρούς καρπούς από καρποφόρα δέντρα. Οι Paralikidis et al. (2009), οι οποίοι μελέτησαν τις διατροφικές συνήθειες της αρκούδας στην Πίνδο, έδεικαν ότι τα καρποφόρα είδη των γενών Pyrus sp., Morus sp., Prunus sp. και Rubus sp. είναι σημαντικές τροφικές πηγές. Για αυτό, η Κααφέ Αρκούδα δείχνει να προτιμά κατά προτεραιότητα το ενδιαίτημα και η παρουσία της σχετίζεται ισχυρά θετικά με τους οπωρώνες (Mertzanis 1994, Kanellopoulos et al 2006Mertzanis et al 2008, Kalyan 2009). Εκτός βέβαια από τις αρκούδες, οι οπωρώνες προσφέρουν σημαντικό μέρος της διατροφής σε πολλά ακόμα θηλαστικά, όπως ο Λαγός (Lepus europaeus), ο Σκίουρος (Sciurus vulgaris), η Αλεπού (Vulpes vulpes), η Νυφίτσα (Mustela nivalis), το Κουνάβι (Martes foina), ο Ασβός (Meles meles), το Αγριογούρουνο ( Sus scrofa), το Ζαρκάδι ( Capreolus capreolus), ο Σκαντζόχοιρος ( Erinaceus concolor). Επίσης, σε πολλά ακόμα τρωκτικά, που απαντώνται στις διάφορες περιοχές μελέτης, όπως ο Ρωμαϊκός ασπάλακας ( Talpa romana), η Χωραφομυγαλίδα ( Crocidura leucodon), η Κηπομυγαλίδα ( Crocidura suaveolens), η Νανομυγαλίδα ( Sorex minutus), η Ετρουσκομυγαλίδα (Suncus etruscus), ο Δενδρομυωξός ( Dryomys nitedula), ο Βουνομυωξός ( Myscardinus avellanarius), ο Δασοσκαπτοποντικός ( Clethrionomys glareolus), ο Αρουραίος της Μεσογείου
(Microtus guentheri), ο Βραχοποντικός ( Apodemus mystacinus), ο Δασοποντικός ( Apodemus sylvaticus), ο Κρικοποντικός ( Apodemus flavicollis), σε πολλά είδη φρουτοφάγων νυχτεριδών κα. Μεγάλος είναι επίσης ο αριθμός των ειδών των πουλιών που τρέφονται με φρούτα, ενώ είναι αυτονόητο ότι η παρουσία των παραπάνω ειδών μπορεί να λειτουργήσει θετικά για την παρουσία πολλών ακόμα ειδών που δεν τρέφονται άμεσα με τα φρούτα (θηρευτές κα). Τέλος, πρέπει να σταθούμε σε έμμεσες αλλά πολύ σημαντικές οικολογικές και περιβαλλοντικές αξίες των οπωρώνων και των συνοδών στοιχείων τους. Η παρουσία τους, ειδικά όταν δεν είναι εγκαταλελειμμένοι και συντηρούνται έστω και λίγο, μπορεί να βοηθήσει στην άμυνα του ευρύτερου δασικού συστήματος στο οποίο ανήκουν από τις μεγάλες, καταστροφικές δασικές πυρκαγιές, αφού προσφέρουν ανοίγματα στο δάσος και μάλιστα σχετικά καθαρά. Η καλλιέργειά τους επίσης σημαίνει και την παρουσία εντός τους δάσους ανθρώπων που μπορούν να συμβάλλουν στην πρόληψη και την αντιμετώπιση των πυρκαγιών. Από την άλλη, τα δέντρα των οπωρώνων, αλλά και οι κατασκευές που συνήθως τους συνοδεύουν (αναβαθμίδες, ξερολιθιές) συμβάλλουν άμεσα στη συγκράτηση του εδάφους και την αποφυγή της διάβρωσης. Έτσι, η εγκατάλειψή τους έχει συνδεθεί με την αύξηση τόσο των πυρκαγιών όσο και της διάβρωσης (Cerdà 2013).
4. Διατροφική, οικονομική, κοινωνική σημασία των οπωρώνων Ιστορικό πλαίσιο Όπως συγκλίνουν οι περισσότερες μαρτυρίες και πληροφορίες (π χ. Μάργαρης 1991), άλλα και όπως γίνεται φανερό από την καταγραφή του μεγέθους, του περιεχομένου και της καλλιεργητικής πρακτικής, η καλλιέργεια των παραδοσιακών, ορεινών οπωρώνων δεν αποτελούσε κατά κανόνα την αποκλειστική απασχόληση κάποιου παραγωγού. Αντίθετα, λειτουργούσαν συμπληρωματικά, δίπλα στις υπόλοιπες αγροτικές και κτηνοτροφικές παραγωγικές δραστηριότητες. Με αυτό τον τρόπο οι παραδοσιακοί οπωρώνες αποτελούσαν μία συμπληρωματική αλλά σημαντική πηγή διατροφής και άλλων πόρων για τις ορεινές κοινότητες. Αυτό ίσχυε ιδιαίτερα μέχρι τα μέσα του 20 ου αιώνα, όταν και η αγροτική οικονομία στις περισσότερες ορεινές κοινότητες στηριζόταν σε μεγάλο βαθμό στην τροφική αυτάρκεια και όχι στο εμπόριο των τροφίμων, στο συνδυασμό διαφορετικών δραστηριοτήτων μικρής κατά κανόνα κλίμακας (καλλιέργεια μικρών ορεινών χωραφιών, οπωρώνων, εκτατική κτηνοτροφία, συλλογή άγριων καρπών και φυτών κα). Εξαίρεση αποτελούσαν οι κοινότητες των τυπικών κτηνοτροφικών φυλών, όπως οι Βλάχοι ή οι Σαρακατσάνοι, που βασιζόταν στην κτηνοτροφία μεγάλης κλίμακας και κάποια λίγα εμπορικά ή βιοτεχνικά κέντρα. Ωστόσο, και σε αυτές τις περιπτώσεις, η παραγωγή συμπληρωνόταν από αγροτικές δραστηριότητες μικρής κλίμακας. Σε αυτό το πλαίσιο, κρίσιμος παράγοντας ήταν ο συνδυασμός διαφορετικών δέντρων και ποικιλιών, ώστε η κοινότητα να βρίσκει διαθέσιμους καρπούς σε διαφορετικές περιόδους του έτους. Επίσης, οι ποικιλίες αυτές ήταν σαφώς προσαρμοσμένες στις ιδιαίτερες κλιματολογικές και εδαφολογικές συνθήκες της κάθε περιοχής. Σε γενικές γραμμές, ο τρόπος καλλιέργειας, νομής, συγκομιδής και χρήσεις των δευτερευόντων, αλλά σημαντικών αυτών καρποφόρων, δεν έχει μελετηθεί αρκετά από την ιστορική και λαογραφική βιβλιογραφία της χώρας, σε σχέση για παράδειγμα με τις βασικές καλλιέργειες των σιτηρών. Εξαιρέσεις αποτελούν οι καλλιέργειες της ελιάς και του αμπελιού, φυτά πολύ σημαντικά στην αγροτική οικονομία και στη λαϊκή ζωή των κοινοτήτων. Στη συνέχεια της παρούσας έρευνας, θα επιδιώξουμε να συλλέξουμε περισσότερα στοιχεία και παραδοσιακές γνώσεις γύρω από αυτά
τα ζητήματα, τόσο από την υφιστάμενη βιβλιογραφία, κυρίως από τοπικές λαογραφικές πηγές, όσο και από τις μαρτυρίες που θα συνεχίσουν να συλλέγονται. Εξάλλου, το ιδιοκτησιακό καθεστώς των παραδοσιακών οπωρώνων παραμένει μάλλον ασαφές. Από ό,τι υποδεικνύουν οι μαρτυρίες που συλλέχθησαν μέχρι τώρα στο πλαίσιο της παρούσας έρευνας, πολλοί οπωρώνες και δέντρα ανήκαν σαφώς στην εκάστοτε ατομική, η ορθότερα οικογενειακή, περιουσία, των κατοίκων της κοινότητας. Αυτό ισχύει για τους οπωρώνες που βρισκόταν εντός των χωραφιών ή των οικημάτων της κάθε οικογένειας. Μεγάλο μέρος όμως βρισκόταν έξω από αυτά τα πλαίσια, περιβάλλοντας τις ιδιοκτησίες εντός του χωριού ή πέριξ των χωραφιών της, κοντά σε κοινόχρηστες υποδομές και πόρους, όπως οι ρεματιές, οι μύλοι, οι νεροτριβές κοκ, στις κοινόχρηστες εκτάσεις του χωριού κα. Σε αυτή την περίπτωση, μπορούν να θεωρηθούν ως κοινοτική ιδιοκτησία, όπως ίσχυε επίσης πολλές φορές για το κοινοτικό δάσος ή τους κοινοτικούς βοσκοτόπους. Ένα τέτοιο καθεστώς φαίνεται ότι ισχύει πολλές φορές στους πλέον παραγωγικούς, εκτεταμένους οπωρώνες, όπως είναι κατεξοχήν οι καστανώνες, ή οι εκτάσεις με καρυδιές. Μαρτυρίες από την περιοχή του Γράμου, μέσα από προφορικές συνεντεύξεις ηλικιωμένων κατοίκων, υποδεικνύουν ότι η ιδιοκτησία και η χρήση των οπωροφόρων γύρω από τους οικισμούς και τα χωράφια ήταν κοινή για τους κατοίκους της κοινότητας (Γελαστοπούλου, προσωπική επικοινωνία). Από τη μέχρι τώρα βιβλιογραφική έρευνα, δεν έχουν βρεθεί άλλες σχετικές μελέτες ή αναφορές για το ιδιοκτησιακό καθεστώς και τις σχέσεις παραγωγής που περιβάλλανε αυτό το μέσο παραγωγής, ωστόσο η σχετική έρευνα πρέπει να συνεχισθεί, τόσο βιβλιογραφικά, όσο και μέσω μαρτυριών, καθώς παρουσιάζει σχετικό ενδιαφέρον για πολλούς λόγους. Πρώτο, στην περίπτωση που αποτελούσαν κοινοτική ιδιοκτησία, οι οπωρώνες μπορούν να χαρακτηριστούν ως ένα συνεκτικό στοιχείο της κοινότητας και ως ένα κρίσιμο στοιχείο στη συγκρότηση του πλαισίου των παραγωγικών κοινωνικών σχέσεων. Σημειώνεται εδώ ότι οι ορεινές αγροτικές κοινότητες, μέχρι τουλάχιστον τις αρχές του 20 ου αιώνα, αποτελούν για την Ελλάδα την τελευταία γνωστή περίπτωση ενός πλαισίου κοινωνικών σχέσεων διαφορετικών από τις κυρίαρχες αστικές, καπιταλιστικές σχέσεις. Δεύτερο, όπως σημειώθηκε και στο ΤΔΕ, στη συνέχεια αυτού του έργου θα διερευνηθεί η δυνατότητα αξιοποίησης και επανένταξης των οπωρώνων στην παραγωγή σήμερα, όπως θα γίνει. Η αξιοποίηση αυτή θα προταθεί να γίνει και μέσα από ένα εναλλακτικό δίκτυο σχέσεων παραγωγής, διανομής και κατανάλωσης, έξω από τις τυπικές εμπορευματικές διαδικασίας της αγοράς, καθώς κάτι τέτοιο φαίνεται να αντιστοιχεί περισσότερο στο ειδικό
χαρακτήρα αυτών των προϊόντων. Οι προτάσεις αυτές συνεπώς μπορούν να αξιοποιήσουν την προηγούμενη ιστορική εμπειρία. Βρώσιμα δασικά προϊόντα και παραδοσιακή γνώση Στη σύγχρονη επιστημονική βιβλιογραφία τώρα, έχει αναδειχθεί επισταμένα η πιθανή οικονομική και διατροφική αξία γενικά των τροφικών δασικών προϊόντων εκτός ξυλείας. Η βιβλιογραφία αυτή στηρίζεται σε μεγάλο βαθμό στη συγκέντρωση και την αξιοποίηση της παραδοσιακής γνώσης που υπάρχει σε αγροτικές κοινότητες, στον αναπτυσσόμενο κυρίως κόσμο (Αφρική, Ινδία) γύρω από αντίστοιχες πρακτικές. Η Marla (2008) για παράδειγμα, εξετάζοντας τη σημασία της εμπειρικής γνώσης των μακροχρόνιων συλλεκτών δασικών προϊόντων, τόσο για τη χρήση τους όσο και για την προστασία του περιβάλλοντος, καταλήγει πως η εμπειρικές γνώσεις των ανθρώπων που για χρόνια συλλέγουν δασικά προϊόντα μπορεί να φανεί πολύ χρήσιμη στην επίσημη επιστημονική μελέτη καθώς αν οι γνώσεις αυτές εξεταστούν συλλογικά περιέχουν πολύ σημαντικές πληροφορίες τόσο για την εκμετάλλευση των προϊόντων αυτών, όσο και για τους τρόπους και χρόνους συγκομιδής τους ώστε να γίνεται βιώσιμη εκμετάλλευση των πόρων αυτών. Οι Tiwari και Rani (2004) επισημαίνουν ότι τα δάση αποτελούν μια από τις σημαντικότερες μορφές φυσικού τοπίου στον πλανήτη και σημαντική πηγή φυσικών πόρων ταυτόχρονα. Οι καρποί δασικών δέντρων και θάμνων αποτελούν κομμάτι των βρώσιμων δασικών προϊόντων (που κατατάσσονται σε διαφορετική κατηγορία από την ξυλεία), δηλαδή προϊόντων που παράγονται σε δασικές εκτάσεις και μπορούν να καταναλωθούν με ασφάλεια από τον άνθρωπο. Έτσι τα δάση, πέρα από την οικονομική τους χρησιμότητα, επηρεάζουν και την κοινωνική και οικονομική ζωή του ανθρώπινου είδους. Πολλά βρώσιμα δασικά φυτά είναι πιο πολύτιμα διατροφικά από τα αντίστοιχα καλλιεργήσιμα. Η κατανάλωση άγριων τροφών έχει πολλά διατροφικά οφέλη και μπορεί να προσδώσει μια άλλη διάσταση στην ανθρώπινη διατροφή καθώς και στη σχέση του ανθρώπου με το φυσικό κόσμο. Τα άγρια φυτά αποτελούν δώρα της φύσης στον άνθρωπο και περιέχουν υψηλές συγκεντρώσεις βιταμινών, θρεπτικών συστατικών και θερμίδων για να μας κάνουν δυνατούς και υγιείς. Εκατομμύρια μικροκαλλιεργητών αλλά και ακτημόνων νοικοκυριών που ζουν κοντά σε δάση (της αφρικανικής σαβάνας) εξαρτώνται από τα δάση για ένα σημαντικό ποσοστό της τροφής τους. Τα δασικά τρόφιμα μπορούν να προσφέρουν ζωτική ασφάλεια ενάντια στην πείνα σε περιόδους
εποχιακής διατροφικής ανεπάρκειας ή σε περιπτώσεις έκτακτων αναγκών όπως πλημμύρες, ξηρασία και πόλεμοι. Πιο συγκεκριμένα, ξηροί καρποί (όπως καρύδια και αμύγδαλα) αποτελούν σημαντικές πηγές πρωτεϊνών, φυτικών ινών, μετάλλων (σιδήρου, ψευδαργύρου, χαλκού, μαγνησίου, καλίου και ασβεστίου), βιταμινών (βιταμίνη Ε), φυτοστερολών και ποικίλω ν φυτοχημικών ουσιών. Επίσης, ένας μεγάλος αριθμός δασικών προϊόντων (φυτικής και ζωικής προέλευσης), θεωρείται ότι είναι ευεργετικός στη διατήρηση της καλής υγείας και στην αύξηση της αντίστασης στο στρες. Από κοινωνικονομικής πλευράς, τα δάση προσφέρουν μια μεγάλη ποικιλία προϊόντων με πιθανή αγοραστική αξία. Τα βρώσιμα άγρια φυτικά προϊόντα συλλέγονται κυρίως για οικιακή χρήση και για πώληση στις τοπικές αγορές. Ένας λόγος που μπορεί να οδηγήσει εξωτερικούς παρατηρητές στην άποψη πως δεν υπάρχει σημαντική εμπορική δραστηριότητα για αυτά τα προϊόντα, είναι διότι δεν πωλούνται συνήθως σε κεντρικές αγορές αλλά στην περιφέρεια και μάλιστα σημαντικές ποσότητες αυτών στον τομέα του ανταλλακτικού εμπορίου στα χωριά. Είναι σημαντικό ότι τα βρώσιμα δασικά προϊόντα συλλέγονται συνήθως από τον γυναικείο πληθυσμό. Μάλιστα όταν πρόκειται για τη συγκομιδή σε απομακρυσμένες από τον τόπο κατοικίας περιοχές, οι γυναίκες οργανώνουν όλες μαζί εκδρομές. Αυτά τα μικρά ταξίδια, μπορούν να χαρακτηριστούν και ως ένα είδος κοινωνικής εκδήλωσης για τις γυναίκες αυτές, ειδικά για εκείνες που κατοικούν στις πιο απομονωμένες περιοχές και έχουν ελάχιστο χρόνο για επισκέψεις σε συγγενείς και φίλους. Η άγρια δασική παραγωγή απαιτεί εργασία μόνο κατά τη συγκομιδή των καρπών και έτσι μπορεί να συνδυαστεί καλά με άλλες (παραγωγικές) δραστηριότητες. Επίσης, καθώς τα παιδιά σε ανάπτυξη έχουν ανάγκη τακτικών γευμάτων κατά τη διάρκεια της ημέρας, τα άγρια τρόφιμα, μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως σνακ μεταξύ των κυρίως γευμάτων. Σύμφωνα πάλι με την Croitoru (2007) στο μεσογειακό χώρο, τα δασικά προϊόντα εκτός ξυλείας προσφέρουν περίπου 39 ευρώ/ εκτάριο δάσους, το οποίο αποτελεί σχεδόν το ένα τέταρτο της συνολικής οικονομικής αξίας των δασών. Για τις περιοχές της Βόρειας Μεσογείου (όπου ανήκει και η Ελλάδα, βάσει του διαχωρισμού που κάνει η συγγραφέας) το ποσό ανέρχεται στα 41 ευρώ/εκτάριο δασικής έκτασης. Γενικά, τα δασικά προϊόντα εκτός ξυλείας αποτελούν σημαντική πηγή κερδών για τους κατοίκους των γύρω περιοχών. Παρόλα αυτά, λόγω σχετικά περιορισμένης γνώσης, η σημασία και η αξία τους τυγχάνει αρκετά περιορισμένης αναγνωσιμότητας. Η μη αναγνωσιμότητα της σημασίας των δασικών περιοχών που οφείλεται και εν μέρει στην έλλειψη
στοιχείων για την περιοχή της Μεσογείου μπορεί να οδηγήσει σε οικονομικές και περιβαλλοντικές προκλήσεις καθώς καθιστά πιο ελκυστική την αποψίλωση των δασών για εναλλακτικές χρήσεις ή μπορεί να οδηγήσει στη μη βιώσιμη υπεράντληση συγκεκριμένων πόρων που έχουν ως αποτέλεσμα την εξάντλησή τους καθώς και συνεπαγόμενες περιβαλλοντικές καταστροφές. Ειδικά για τους δασικούς καρπούς, ο υπολογισμός των οικονομικών τους οφελών είναι ιδιαίτερα δύσκολος καθώς πολλά από αυτά τα προϊόντα εμπορεύονται σε τοπικές αγορές και δεν είναι δυνατός ο υπολογισμός των τιμών τους και των εμπορεύσιμων ποσοτήτων αυτών. Στις περιοχές της νοτιοανατολικής μεσογείου τα περισσότερα δάση αποτελούν δημόσια περιουσία. Εκεί, οι δασικές κοινότητες έχουν κάποια δικαιώματα δωρεάν εκμετάλλευσης των δασικών προϊόντων, αλλά συχνά στερούνται ικανών κινήτρων για να προστατεύσουν τα δάση. Επιπροσθέτως, μεγάλο μέρος του αγροτικού πληθυσμού είναι φτωχό και εξαρτά το βασικό του εισόδημα στα δασικά οφέλη (συλλογή ξυλείας, βόσκηση κλπ). O Delang (2005) εξάρει τη συμβολή των μη-εμπορεύσιμων δασικών προϊόντων στην εκτίμηση του οικονομικού ρόλου που παίζουν τα δάση για τις τοπικές κοινωνίες. Τα δασικά προϊόντα που δεν εμπορεύονται αλλά καταναλώνονται άμεσα από τις τοπικές κοινωνίες παίζουν πολύ σημαντικότερο ρόλο στο βιοπορισμό των ντόπιων πληθυσμών απ ότι εάν πωλούνταν. Η βιώσιμη και ελεγχόμενη εκμετάλλευση των δασικών προϊόντων προς ιδία κατανάλωση έχει διπλή συμβολή: α) ενισχύει τη διατροφική αυτάρκεια των τοπικών κοινωνιών - που διαφορετικά θα χρειάζονταν μεγαλύτερο εισόδημα για να καλύψουν τις ανάγκες τους και β) την προστασία των δασών - καθώς για την εύρεση εισοδήματος οι τοπικές κοινωνίες πιθανόν να στρέφονταν στην μετατροπή μέρους των δασικών εκτάσεων σε καλλιεργήσιμη γη. Οι Kalh και Egharevba (2006) μελετούν τη συμβολή της εμπορικής εκμετάλλευσης και μεταποίησης δασικών διατροφικών προϊόντων στην περιοχή της Benin. Σημειώνουν επίσης ότι η συγκομιδή και μεταποίηση των προϊόντων αυτών αποτελεί κυρίως δουλειά των γυναικών, τόσο για κοινωνικούς λόγους (έτσι πληρούν το ρόλο τους ως γυναίκες, μητέρες, κόρες κλπ) αλλά κι επειδή δεν απαιτεί κάποιου είδους μόρφωση (η οποία απαιτείται για την εργασία στις τοπικές βιομηχανικές μονάδες). Η ενασχόληση των γυναικών με την πώληση μεταποιημένων και μη δασικών διατροφικών προϊόντων μπορεί να ανεβάσει το status τους καθώς αποκτούν κάποιο εισόδημα, προστατεύει την οικογένεια σε περιπτώσεις διατροφικής ανεπάρκειας. Μάλιστα πολλά
από τα τοπικά αυτά προϊόντα συνεχίζουν να έχουν κυρίαρχη θέση στην αγορά παρά την εισαγωγή διεθνών βιομηχανοποιημένων αντίστοιχων προϊόντων. Οι Negi et al (2011) μελετούν την κοινωνικοοικονομική σημασία των δασικών προϊόντων στην περιοχή των Ιμαλάιων, την εκμετάλλευση των άγριων καρπών και τη σύνδεση της συμμετοχικής διατήρησης της βιοποικιλότητας με την αγροτική ανάπτυξη. Σημειώνουν ότι οι άγριοι καρποί πρόσφατα έχουν αρχίσει να κερδίζουν αναγνώριση καθώς μπορούν αν διαδραματίσουν σημαντικό ρόλο στην αγροτική ανάπτυξη, τη μείωση της φτώχιας, το βιοπορισμό και τη διατροφική ασφάλεια των τοπικών κοινωνιών μέσω βιοκατόπτευσης με την εφαρμογή κατάλληλων επιστημονικών και τεχνολογικών επεμβάσεων. Τα άγρια βρώσιμα φρούτα είναι μια από τις πολύτιμες κατηγορίες μη-ξηλεύσιμων δασικών προϊόντων που έπαιξε σημαντικό ρόλο στην ανάταση της κοινωνικής οικονομίας των ανθρώπων για εκατοντάδες χρόνια, ιδιαίτερα σε αγροτικές και μειονοτικές περιοχές. Οι Woittiez et al (2013) υποστηρίζουν ότι οι μικροκαλλιεργητές στην Αφρική συνηθίζουν να συμπληρώνουν τη διατροφή τους μέσα από τη συλλογή βρώσιμων μη-ξυλεύσιμων δασικών προϊόντων. Η έρευνα υπολόγισε ότι σε χρονιές με μη επαρκείς βροχοπτώσεις, τα τοπικά (δασικά) φρούτα συνέβαλαν περίπου στο 20% της ενεργειακής πρόσληψης των πλουσιότερων και σχεδόν το 40% της ενεργειακής πρόσληψης των φτωχότερων αγροτών. Οι ίδιοι οι αγρότες σημείωσαν ότι υπάρχει ανάγκη για μελλοντικό σχεδιασμό σχετικά με την αξιοποίηση της γης ώστε να διατηρηθούν οι οπωρώνες με τα ντόπια φρούτα. Επίσης ήταν πρόθυμοι να καλλιεργήσουν δέντρα και να οργανώσουν κοινοτική συντήρηση των γηγενών οπωρών. Οι δημόσιες δασικές εκτάσεις χρησιμοποιούνται για τη συμπλήρωση της ανθρώπινης διατροφής μέσω της συλλογής άγριων τροφών. Καθαρά οικονομικές αποτιμήσεις υποδεικνύουν ότι η άμεση νομισματική αξία των αγαθών που προέρχονται από τα τροπικά δάση δεν δικαιολογεί τη διατήρηση των δασών από μέρους της τοπικής κοινωνίας, εκτός κι αν δοθούν κίνητρα στους ντόπιους. Οι αγροτικές κοινότητες όμως, αξιολογούν τη συμβολή των δασικών προϊόντων στη διατροφή του άνθρωπο και των ζώων πέρα από την αξία τους στην αγορά, δικαιολογώντας έτσι την επιλεκτική συντήρηση και διαχείριση των φυτικών δασικών ειδών.
Παραδείγματα σύγχρονης αξιοποίησης στην Ευρώπη Το μεγαλύτερο μέρος της παραπάνω βιβλιογραφίας αναφέρεται σε παραδείγματα από τον αναπτυσσόμενο κόσμο οι καλές πρακτικές όμως που επισημαίνονται μπορούν να αποτελέσουν πηγή έμπνευσης για αντίστοιχους σχεδιασμούς στη χώρα μας. Εξάλλου, αντίστοιχα παραδείγματα ήδη αναπτύσσονται στην Ευρώπη. Πολλά προγράμματα και δίκτυα που έχουν αναπτυχθεί για την προστασία των παραδοσιακών οπωρώνων, αναδεικνύουν τη διατροφική και οικονομική τους αξίας. Ενδεικτικά, τα μέλη του δίκτυου Orchard Origins (http://orchardorigins.org/) το οποίο εδρεύει κυρίως στην Αγγλία και, όπως αναφέρει, στοχεύει στη «βελτίωση της ευημερίας των ανθρώπων μέσα από τη διαχείριση των παραδοσιακών οπωρώνων», παράγουν διάφορα τροφικά προϊόντα (γλυκά, χυμούς, μαρμελάδες), αξιοποιώντας καρπούς παλιών και παραδοσιακών ποικιλιών που βρίσκονται στους οπωρώνες της χώρας. Τα προϊόντα προωθούνται μέσω δικτύων χωρίς μεσάζοντες προσφέροντας υψηλή αξία. Αντίστοιχα, Το ευρύτερο δίκτυο European Specialist in Traditional Orchards, το οποίο απλώνεται σε έξι ευρωπαϊκές χώρες (Γαλλία, Γερμανία, Δανία, Αυστρία, Πολωνία, Ουγγαρία) επιδιώκει, μέσα από την εκπαίδευση, την κατάρτιση και τη δικτύωση, να αναπτύξει ένα σταθερό σύστημα για τη χρήση των παραδοσιακών οπωρώνων και των προϊόντων τους. Με αυτό τον τρόπο, οι παραδοσιακοί οπωρώνες θα διατηρηθούν ως μία πηγή υγιεινών τοπικών τροφών (http://www.esto-project.eu/). Παράλληλα με τα οργανωμένα προγράμματα, σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες αναπτύσσεται μία διάχυτη τάση για επαναχρησιμοποίηση των παλιών οπωρώνων και συγκομιδή των προϊόντων τους, ως μία εναλλακτική πρακτική και μία εναλλακτική πηγή τροφών, έξω από το κυρίαρχο εμπορευματικό δίκτυο. Πολλά άρθρα και σχόλια επισημαίνουν μάλιστα την υψηλή διατροφική αξία των καρπών αυτών, τον ιδιαίτερο γευστικό και αρωματικό χαρακτήρας τους και τον αντιπαραθέτουν με αυτό των τυποποιημένων, συμβατικών προϊόντων. Είναι γνωστό άλλωστε από πιο μελετημένα είδη, όπως η ελιά, ότι τα προϊόντα από ξερικές ή/και εγκαταλελειμμένες καλλιέργειες μπορεί να έχουν πολύ μεγαλύτερη τροφική αξία. Δεν είναι γνωστή κάποια αντίστοιχη έρευνα που να εξετάζει συγκριτικά την τροφική αξία των καρπών από παραδοσιακούς οπωρώνες, αλλά θα είχε ενδιαφέρον. Προφανώς, τα παραδείγματα αυτά δεν στοχεύουν στη δημιουργία θέσεων εργασίας που να εξασφαλίζονται αποκλειστικά από την εκμετάλλευση των παραδοσιακών οπωρώνων. Κάτι τέτοιο είναι οικονομικά ανέφικτο και αντιβαίνει με τον μη-εντατικό χαρακτήρα αυτών των καλλιεργειών. Εξάλλου, όπως σημειώθηκε παραπάνω, και στο παρελθόν οι οπωρώνες λειτουργούσαν πάντα
μάλλον συμπληρωματικά. Η διαχείριση και η αξιοποίησή τους θα πρέπει να συνδυαστεί λοιπόν με άλλες παραγωγικές δραστηριότητες. Όσο αφορά τη σχέση της με τις άλλες παραγωγικές δραστηριότητες, η διατήρηση των παλιών οπωρώνων μπορεί να προσφέρει και έμμεσα, αλλά σημαντικά οφέλη. Τα δέντρα και οι εκτάσεις γύρω από αυτές μπορούν να παρέχουν τροφή σε μελίσσια, μία δυνατότητα που ήδη αξιοποιείται σε περιοχές σύμφωνα με τις επιτόπιες παρατηρήσεις που έγιναν και θα διερευνηθεί αναλυτικά στη συνέχεια του παρόντος προγράμματος (βλ. ΤΔΕ). Επίσης, στο βαθμό που καλύπτουν τις τροφικές ανάγκες ειδών της άγριας πανίδας, όπως η Καφέ Αρκούδα, μπορούν να περιορίσουν σημαντικά τις ζημιές που μπορεί αυτή να προκαλέσει στο υπόλοιπο φυτικό και ζωικό κεφάλαιο. Είναι άλλωστε σαφές από τη σχετική βιβλιογραφία ότι τα άγρια ζώα τείνουν να προτιμούν τις τροφές με τη μεγαλύτερη διαθεσιμότητα και τους μικρότερους κινδύνους η αφθονία των καρποφόρων δέντρων και θάμνων έτσι μπορεί να προστατέψει τις καλλιέργειες και τα κοπάδια. Ενδιαφέρουσες σχετικές μαρτυρίες από την περιοχή του Γράμου, μέσα από προφορικές συνεντεύξεις ηλικιωμένων κατοίκων, υποδεικνύουν ότι η ύπαρξη οπωροφόρων γύρω από τους οικισμούς και τις στάνες λειτουργούσε ως αποτελεσματική άμυνα απέναντι στις ζημιές από την αρκούδα (Γελαστοπούλου, προσωπική επικοινωνία). Ακόμα, η προστασία που παρέχουν οι οπωρώνες απέναντι στις πυρκαγιές και τη διάβρωση του εδάφους προστατεύει έμμεσα όλη την αγροτική παραγωγή. Τέλος, η παρουσία εντός των παλιών ορεινών οπωρώνων ποικιλιών που έχουν σταματήσει να καλλιεργούνται τους καθιστά μία αναντικατάστατη γενετική δεξαμενή για ολόκληρη την αγροτική παραγωγή. Ήδη, πολλές σχετικές πρωτοβουλίες στοχεύουν στη διατήρηση και την αξιοποίηση αυτών των πόρων, όπως για παράδειγμα η «Κοινότητα Πελίτι», που εδρεύει μάλιστα στο Μεσοχώρι Παρανεστίου (http://www.peliti.gr/). Το κεφάλαιο αυτό δεν έχει διερευνηθεί ακόμα διεξοδικά και αποτελεί ένα από τα πεδία του παρόντος προγράμματος.
Εικόνα 2. Λογότυπο του δικτύου http://orchardorigins.org/ Ιστορική και πολιτισμική σημασία Πολλοί από τους εγκαταλελειμμένους οπωρώνες έχουν και ιστορική σημασία καθώς αυτοί μαζί με τα συνοδά τους στοιχεία (ερείπια, μάντρες, ξερολιθιές, αναβαθμίδες κα) είναι το απομεινάρι από ορεινές κοινότητες που χάθηκαν, μικρότερες ή μεγαλύτερες. Οι κοινότητες, όπως και οι οπωρώνες, μπορεί να χρονολογούνται πολλούς αιώνες πριν και σε πολλές περιπτώσεις ο οπωρώνας είναι το μόνο ορατό σημείο που σηματοδοτεί τη θέση τους. Καθώς πολλά από τα δέντρα που συναποτελούν τους οπωρώνες (καστανιές, καρυδιές), αλλά και άλλα χαρακτηριστικά είδη που φυτεύονται εντός των οικισμών (πχ πλάτανος), είναι αιωνόβια, μπορούν να αξιοποιηθούν για τη χρονολόγηση των οικισμών που τα φιλοξενούσαν. Σε κάθε περίπτωση, η χρονολόγηση των πιο μεγάλων δέντρων κάθε οπωρώνα είναι μία ενδιαφέρουσα πρακτική, η οποία θα περιληφθεί στην επόμενη φάση του έργου, κατά την λεπτομερή καταγραφή των οπωρώνων στην επιλεγμένη περιοχή. Όπως επίσης σημειώθηκε παραπάνω, η μελέτη των πρακτικών διαχείρισης και αξιοποίησης των οπωρώνων, μπορεί να αποκαλύψει σημαντικά ιστορικά στοιχεία για τις κοινωνικές παραγωγικές σχέσεις των παλιών, ορεινών κοινοτήτων. Ιδιαίτερη σημασία δίνεται τελευταία σε ένα βασικό συνοδό στοιχείο των οπωρώνων, τις ξερολιθιές (βλ. ενδεικτικά Βερνίκος και Δασκαλοπούλου 2010). Στοιχεία όπως τα παραπάνω, τα οποία αποτελούν βασικά δομικά στοιχεία του τοπίου στην ελληνική επαρχία, βρίσκονται στη μέση ουσιαστικά μεταξύ αυτού που αντιλαμβανόμαστε ως «φυσικό» και αυτού που αντιλαμβανόμαστε ως «κοινωνικό» ή «ανθρωπογενές» περιβάλλον: εγκαταλελειμμένοι αγροί και βοσκότοποι που φιλοξενούν σημαντικά είδη χλωρίδας (μεταξύ των οποίων και πολλά βρώσιμα ή αξιοποιήσιμα), δρόμοι και άλλα ανοίγματα που δίνουν περιθώριο
σε άλλα χρήσιμα φυτά (βατομουριές, αγριοτριανταφυλλιές κα), αυτοφυή εδώδιμα ή αρωματικά χόρτα και βότανα που αποτελούν παραδοσιακά αντικείμενο συλλογής και συμπληρώνουν τη δίαιτα ανθρώπων και ζώων. Τα στοιχεία αυτά αποτελούν ταυτόχρονα μέρος τόσο των φυσικών, όσο και των κοινωνικών/παραγωγικών διαδικασιών, αναδεικνύοντας έτσι τη μεταξύ τους αλληλεπίδραση. Αποκτούν έτσι και μία επιπλέον συμβολική αξία, ανατρέποντας την πάγια αντίληψη που έχουμε για τη «φύση» και τον «άνθρωπο» ως δύο διακριτές ενότητες. Σημειώνουμε τέλος, με βάση όλα τα παραπάνω, την αισθητική αξία που έχουν οι παραδοσιακοί οπωρώνες, το ρόλο τους ως τόποι αναψυχής, περιβαλλοντικής εκπαίδευσης και ευαισθητοποίησης και κατ επέκταση το δυνητικό τους ρόλο για την ποσοτική και ποιοτική ενίσχυση του οικοτουρισμού (βλ. και Burrough 2010 για τις αντίστοιχες απόψεις στην Αγγλία).
5. Κατάσταση διατήρησης και προστασία Εξαιτίας των παραπάνω αξιών των παραδοσιακών οπωρώνων, έχουν αναπτυχθεί πρόσφατα πολλές πρωτοβουλίες στην Ευρώπη για την προστασία, τη διατήρηση, την ορθή διαχείριση και την αξιοποίησή τους. Πρωτοπόρο σε αυτή την κατεύθυνση είναι το Ηνωμένο Βασίλειο (Μ. Βρετανία), όπου εδώ και χρόνια έχει αναγνωριστεί η οικολογική αξία και η ανάγκη προστασίας των παραδοσιακών οπωρώνων (Burrough 2010). Έτσι, από το 2007, οι παραδοσιακοί οπωρώνες χαρακτηρίστηκαν ως Οικότοπος Προτεραιότητας από το UK Biodiversity Action Plan (BAP). Από τότε, το People s Trust for Endangered Species (PTES), σε συνεργασία με το ίδρυμα Natural England, έχουν εγκαθιδρύσει ένα σύστημα καταγραφής των παραδοσιακών οπωρώνων σε όλη την Αγγλία. Η καταγραφή αυτή έχει στόχο να υποστηρίξει το Habitat Action Plan (HAP) της χώ ρας και να παρέχει δεδομένα για το σχεδιασμό δράσεων προστασίας. Η μεθοδολογία καταγραφής βασίζεται στη συμμετοχή εθελοντών, για την επιτόπια έρευνα και τη συμπλήρωση ερωτηματολογίων, αλλά και στη φωτοερμηνεία αεροφωτογραφιών. Για την ταυτοποίηση των παραδοσιακών οπωρώνων ως τύπος οικοτόπου, έχουν οριστεί σαφή κριτήρια. Με αυτό τον τρόπο, έγινε εφικτή η ταυτοποίηση 16.990 ha παραδοσιακών οπωρώνων. Πιο συγκεκριμένα 35.378 παραδοσιακοί οπωρώνες ταυτοποιήθηκαν μέσα από αεροφωτογραφίες και αξιολογήθηκε η κατάστασή τους (ο.π. Επίσης, στη σελίδα του http://ptes.org/get-involved/surveys/countryside- 2/traditional-orchard-survey/orchard-maps/ αναρτώνται δημόσια τα αποτελέσματα της χαρτογράφησης).
Εικόνα 3. Αεροφωτογραφίες παραδοσιακών οπωρώνων στην Αγγλία (από Burrough 2010) Εικόνα 4. Καταγεγραμμένοι παραδοσιακοί οπωρώνες στην Αγγλία Με βάση τα παραπάνω δεδομένα, καταρτίστηκε το Habitat Action Plan (HAP) και τέθηκαν οι στόχοι διατήρησης για τους παραδοσιακούς οπωρώνες: να μην χαθούν άλλοι οπωρώνες υψηλής αξίας, να βελτιωθούν οι συνθήκες σε αυτούς και να αυξηθεί η έκτασή τους στην Αγγλία. Οι
παραπάνω δράσεις συνοδεύτηκαν από πολλές τοπικές πρωτοβουλίες για την καταγραφή και προστασία των οπωρώνων. Ενδεικτικά αναφέρεται το «The Three Counties Traditional Orchard Project» που λαμβάνει χώρα στις επαρχίες Whitbourne και Breinton στο Herefordshire, Alfrick, Tenbury Wells και Vale of Evesham στο Worcestershire, Gorsley, Ross on Wye και Longney στο Gloucestershire (βλ. http://www.malvernhillsaonb.org.uk/), το Suffolk Traditional Orchard Group στην επαρχία Suffolk (βλ. http://www.orchardnetwork.org.uk/), το Wiltshire Traditional Orchards Project στο Wiltshire ( https://sites.google.com/site/wiltsorchards/) κα. Δόθηκε έμφαση στην καταγραφή των παλιών οπωρώνων ακόμα και εντός του Λονδίνου http://rockinontheblog.blogspot.gr/2012/06/rethink-london-rethinking-abandoned.html). Αντίστοιχη πρωτοβουλία αναπτύχθηκε στη Σκωτία ( http://www.snh.gov.uk/about-scotlandsnature/habitats-and-ecosystems/farmland-and-croftland/orchards-and-wood-pas/). Τέλος, πέρα από το Ηνωμένο Βασίλειο, πρωτοβουλίες για την καταγραφή, προστασία και αξιοποίηση των παραδοσιακών οπωρώνων έχουν αναπτυχθεί σε πολλές ακόμα χώρες (πχ στη Μινεσότα των ΗΠΑ από το εκεί πανεπιστήμιο, http://minnesota.cbslocal.com/2011/04/25/revival-under-way-atforgotten-duluth-orchard/, στη Ρουμανία με τη βοήθεια ευρωπαϊκών χρηματοδοτικών προγραμμάτων http://eeagrants.org/project-portal/project/ro09-0135, στις έξι χώρες που αναφέρθηκαν παραπάνω όπου δραστηριοποιείται το δίκτυο ESTO http://www.esto-project.eu/). Στη χώρα μας αντίστοιχα, πολύ λίγα πράγματα έχουν γίνει για την καταγραφή και την προστασία των παραδοσιακών ορεινών και εγκαταλελειμμένων οπωρώνων. Στο παρελθόν, στο πλαίσιο του ευρωπαϊκού προγράμματος LIFE99/ΝΑΤ/GR/006498, έχει γίνει μία πρώτη καταγραφή οπωρώνων στην Οροσειρά Ροδόπης. Στο πλαίσιο του ίδιου προγράμματος, έχει εκπονηθεί και ειδική μελέτη για την «Αναβάθμιση Εγκαταλελειμμένων Οπωρώνων της Ροδόπης» (Λαζαρίδου 2001) και εκείνη την περίοδο έγιναν και κάποιες σχετικές δράσεις, όπως φυτεύσεις, οι οποίες ωστόσο δεν είχαν συνέχεια. Επίσης, στο Γράμο αυτή τη φορά, κατά την περίοδο 1999-2003, στο πλαίσιο του προγράμματος LIFE99/ΝΑΤ/GR/006498, οπότε και έλαβαν χώρα δράσεις εμπλουτισμού και φυτεύσεων. Πιο πρόσφατα, στο πλαίσιο του προγράμματος LIFE09 NAT/GR/333 «Βελτίωση όρων συνύπαρξης ανθρώπου-αρκούδας στην ΠΕ Καστοριάς, Ελλάδα» εκπονήθηκαν οι μελέτες «Μελέτη για τον εμπλουτισμό άγριων οπωρώνων και άλλων εστιών διατροφής για την αρκούδα στην Περιφερειακή Ενότητα Καστοριάς» (Βυτανιώτης 2012α) και «Μελέτη Βελτίωσης Οπωρώνων στον Γράμμο με Κλαδέματα» (Βυτανιώτης 2012β).
Με βάση τις επιτόπιες παρατηρήσεις και μαρτυρίες, εκτιμάται ότι η κατάσταση των παραπάνω οπωρώνων επιδεινώνεται. Τα βασικά προβλήματα είναι η μη συντήρησή τους, με αποτέλεσμα τη σταδιακή διαδοχή τους από τα κυρίαρχα δασικά είδη της περιοχής τους. Σε κάποια σημεία επίσης, η εντατική βόσκηση μπορεί να εμποδίζει την αναγέννηση των οπωροφόρων ειδών. Οι προσπάθειες εμπλουτισμού έχουν αποτύχει, εξαιτίας της αδυναμίας συντήρησης των δενδρυλλίων μετά τη φύτευσή τους, ή την ακαταλληλότητά τους για το περιβάλλον στο οποίο φυτεύονται. Βασικός στόχος λοιπόν του παρόντος σχεδίου είναι η διερεύνηση των κατάλληλων τρόπων για την προστασία, την ορθή διαχείριση και την αξιοποίηση των οπωρώνων αυτών. Στο πλαίσιο αυτό, θα πρέπει να εξεταστεί και η ενδεχόμενη κατάθεση τεκμηριωμένης πρότασης να περιληφθούν οι παραδοσιακοί οπωρώνες στους τύπους οικοτόπου προτεραιότητας και στην Ελλάδα, να περιλαμβάνονται στους οικότοπους που καταγράφονται κατά την εκπόνηση σχεδίων παρακολούθησης, αλλά και να σχεδιαστούν οι κατάλληλες δράσεις για την προστασία τους. Ωστόσο, ιδιαίτερα στην παρούσα οικονομική συγκυρία, θα ήταν πρακτικά δύσκολο και μάλλον αδόκιμο, η διατήρηση των οπωρώνων να επιδιωχθεί αποκλειστικά μέσα από προγράμματα αυτοτελούς χρηματοδότησης σχετικών δράσεων. Αντίθετα, λαμβάνοντας υπόψη και τη σχετική εμπειρία των λίγων προγραμμάτων διαχείρισης ή εμπλουτισμού των οπωρώνων έχουν ήδη λάβει χώρα σε περιοχές όπως ο Γράμος και η Ροδόπη, η παρούσα πρόταση εκτιμά ότι ο μόνος τρόπος να προστατευθούν και να διατηρηθούν μακροπρόθεσμα αυτά τα στοιχεία σε μεγάλη μάλιστα έκταση, είναι να επανενταχθούν σταδιακά και με ήπιο τρόπο στον κύκλο των τοπικών παραγωγικών δραστηριοτήτων, ως συμπληρωματική πηγή αγαθών ή/και εσόδων. Έτσι, στόχος της παρούσας πρότασης είναι η επεξεργασία, η προώθηση και η πιλοτική εφαρμογή προτάσεων για την αξιοποίηση των εγκαταλελειμμένων οπωρώνων και άλλων φυτικών ειδών, αυτοφυών ή εγκαταλελειμμένων, με σκοπό την παραγωγή νέων, καινοτόμων διατροφικών προϊόντων χαμηλού περιβαλλοντικού κόστους και υψηλής διατροφικής αξίας.
6. Βασικά είδη και παραδοσιακή γνώση 1. Αχλαδιές (Γένος Pyrus) Η αχλαδιά ή απιδιά (Pyrus communis) 1 είναι οπωροφόρο δέντρο και ανήκει στην οικογένεια Rosaceae και καλλιεργείται δε σε όλες τις εύκρατες χώρες. Κατάγεται από τις περιοχές γύρω από την Κασπία θάλασσα και βρέθηκε στην Ελλάδα από τα αρχαία χρόνια. Στην Ευρώπη καλλιεργείται από το 17ο αιώνα. Στην Ελλάδα η συστηματική καλλιέργεια της αχλαδιάς γίνεται κυρίως στη Μακεδονία (περίπου το 40% της εγχώριας παραγωγής),στην Πελοπόννησο (το 27% της παραγωγής) στη Δυτική Στερεά και στη Θεσσαλία, σε έκταση περίπου 45.000 στρεμμάτων και με μέση ετήσια παραγωγή τους 80.000 τόνους αχλάδια. Οι κυριότερες ποικιλίες είναι: Κρυστάλλι, που καλλιεργείται κυρίως στη Μακεδονία και στη Βόρεια Πελοπόννησο. Κοντούλα, η αχλαδιά με τα πιο νόστιμα και ακριβά αχλάδια,εξαιρετικής ποιότητας αλλά και αρκετά ευαίσθητη. Καλλιεργείται στη δυτική Πελοπόννησο. Βουτυράτη, καλλιεργείται κυρίως στη Μακεδονία και Θεσσαλία. Δουκέσσα, με τους μικρούς νόστιμους καρπούς καλλιεργείται στη Μακεδονία. Ακόμα υπάρχουν οι Κάιζερ, Πάς Κρασάν, και άλλες. Με το κλάδεμα η αχλαδιά περιορίζεται εύκολα στα 5-6μ. ύψος και στα 3-4μ. διάμετρο. Ζει αρκετά, τουλάχιστον για 30 χρόνια. Καρποφορεί στο 4ο- 5ο έτος, αναλόγως τη ζωηρότητα του δέντρου και την ποικιλία της αχλαδιάς. Ανθίζει Απρίλιο με Μάιο, πριν βγουν τα λαμπερά, πριονωτά, σε σχήμα καρδιάς φύλλα ή ταυτόχρονα με αυτά. Η ανθοφορία διαρκεί πάνω από 20 ημέρες. Τα λευκορόδινα λουλούδια της χρωματίζουν έντονα το γκρίζο και άχρωμο ακόμα για την εποχή τοπίο του κήπου μας. Οι πολλές ποικιλίες της διαφέρουν σημαντικά στο χρόνο ωρίμανσης των αχλαδιών, από Ιούνιο οι πρώιμες και ως τέλη Σεπτέμβρη-Οκτώβριο οι όψιμες/ φθινοπωρινές. Η παραλλακτικότητα στο χρόνο ωρίμανσης και η δυνατότητα συντήρησης των αχλαδιών για μερικούς μήνες, έχουν ως αποτέλεσμα να βρίσκουμε αχλάδια στην αγορά σχεδόν όλο το έτος. 1 Πηγές http://el.wikipedia.org/wiki/%ce%91%cf%87%ce%bb%ce%b1%ce%b4%ce%b9%ce%ac, http://realfarm.gr/thamnoi-dendra/i-kalliergeia-tis-axladias.html
Η αχλαδιά καλλιεργείται από τα πεδινά ως το υψόμετρο των 1.000 μ. Χρειάζεται, αναλόγως την ποικιλία, από 800 ως 1.200 ώρες θερμοκρασίας κάτω από 7οC για να ξυπνήσει από το χειμερινό λήθαργο. Δεν τη φυτεύουμε σε περιοχές με ζεστό-υγρό καλοκαίρι και με συχνές θερινές βροχοπτώσεις, γιατί υποφέρει από την ασθένεια βακτηριακό κάψιμο (Erwinia amylovora), που ευνοείται σε τέτοιες συνθήκες. Επίσης, αποφεύγουμε την καλλιέργειά της όπου είναι συχνοί οι όψιμοι παγετοί, λόγω της πρώιμης, ανοιξιάτικης ανθοφορίας της. Ο βαρύς χειμώνας δεν την ενοχλεί, το ξύλο της αντέχει ως τους -20οC. Τα αχλάδια καταναλώνονται νωπά, ως κομπόστες, μαρμελάδες, χυμοί, χρησιμοποιούνται ευρέως στη ζαχαροπλαστική ενώ φτιάχνεται και λικέρ από αυτά. Παλαιότερα, το ξύλο της αχλαδιάς χρησιμοποιήθηκε για την κατασκευή επίπλων και μουσικών οργάνων. Τα αχλάδια έχουν την ιδιαιτερότητα να έχουν καλύτερη γεύση όταν κοπούν πριν την πλήρη ωρίμανση. Εκτός από την κοινή, εμπορική Αχλαδιά (Pyrus communis), στους ορεινούς οπωρώνες συναντάμε συχνότερα την Αγριαχλαδιά (Pyrus pyraster) και την Γκορτσιά (Pyrus amigdaloformis), οι οποίες ωστόσο συγχέονται μεταξύ τους και οι ονομασίες χρησιμοποιούνται και αντιστρόφως. Σύμφωνα με τον Σαραντάκο (2013), η Αχλαδιά βρίσκεται από την αρχαιότητα στον ελληνικό χώρο στον Όμηρο είναι όχνη (και το δέντρο και ο καρπός), ενώ τα επόμενα χρόνια το αχλάδι το έλεγαν άπιον, ή με το υποκοριστικό του απίδιον. Η λέξη απίδι χρησιμοποιείται και σήμερα ως συνώνυμο του αχλαδιού, ενώ σε κάποια μέρη, όπως στην Κρήτη, απίδια λέγονται τα ντόπια φρούτα και αχλάδια τα εισαγώμενα. Το αχλάδι προέρχεται από το αρχαίο αχράς, λέξη που φαίνεται ότι σήμαινε την άγρια παραλλαγή, το αγριάπιδο. Τα αγριάπιδα αναφέρει ο ίδιος ταυτίζονται με τα γκόρτσα, λέξη σλαβικής αρχής. Οι λέξεις αυτές εμφανίζονται σε αρκετά τοπωνύμια, ενώ επίσης το αχλάδι πρωταγωνιστεί σε πολλές φράσεις και παροιμίες. Παράδειγμα το «θα σου δείξω πόσα απίδια βάζει ο σάκος», άγνωστης προέλευσης, «πίσω έχει η αχλάδα την ουρά», η οποία, σύμφωνα πάντα με τον Σαραντάκο (2013) πρέπει να αποδοθεί στην κακή γεύση του τελευταίου τμήματος του καρπού, «την κουνάει την αχλιαδιά» για τη σύναψη ερωτικών σχέσεων», «τα φόρτωσε στην αχλαδιά» για την παράλειψη υποχρεώσεων κα. Ο Σακελαρίου (2009) αναφέρει ακόμα τις παροιμίες «αχλάδια θέλει ο κορωνιός και όχι πεταλούδες» και «το καλύτερο τ αχλάδι τ αγριογούρουνο το τρώει». Η τελευταία υποδεικνύει μία χρήσιμη παρατήρηση, ότι τα άγρια ζώα μίας περιοχής που τρώνε από τους οπωρώνες, γνωρίζουν και ξεχωρίζουν τα δέντρα με τους καλύτερους καρπούς. Το ίδιο έχει παρατηρηθεί από πολλούς κατοίκους και για τις αρκούδες.