ΧΑΡΟΚΟΠΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ

Μέγεθος: px
Εμφάνιση ξεκινά από τη σελίδα:

Download "ΧΑΡΟΚΟΠΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ"

Transcript

1 1 ΧΑΡΟΚΟΠΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΤΜΗΜΑ ΓΕΩΓΡΑΦΙΑΣ ΠΜΣ: ΕΦΑΡΜΟΣΜΕΝΗ ΓΕΩΓΡΑΦΙΑ ΚΑΙ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΤΟΥ ΧΩΡΟΥ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗ: ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΦΥΣΙΚΩΝ ΚΑΙ ΑΝΘΡΩΠΟΓΕΝΩΝ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΩΝ ΟΙ ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ ΤΩΝ ΔΑΣΙΚΩΝ ΠΥΡΚΑΓΙΩΝ ΣΤΟ ΥΔΑΤΙΚΟ ΙΣΟΖΥΓΙΟ ΜΙΑΣ ΛΕΚΑΝΗΣ ΑΠΟΡΡΟΗΣ ΠΕΡΙΟΧΗΣ. Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΟΥ ΧΕΙΜΑΡΡΟΥ ΚΛΑΔΕΟΥ, ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΟΛΥΜΠΙΑ ΜΕΤΑ ΤΙΣ ΠΥΡΚΑΓΙΕΣ ΤΟΥ Διπλωματική εργασία της Καλλιόπης Δ. Νικούση Αθήνα, Ιούνιος 2013

2 2 ΧΑΡΟΚΟΠΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΤΜΗΜΑ ΓΕΩΓΡΑΦΙΑΣ ΠΜΣ: ΕΦΑΡΜΟΣΜΕΝΗ ΓΕΩΓΡΑΦΙΑ ΚΑΙ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΤΟΥ ΧΩΡΟΥ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗ: ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΦΥΣΙΚΩΝ ΚΑΙ ΑΝΘΡΩΠΟΓΕΝΩΝ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΩΝ ΟΙ ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ ΤΩΝ ΔΑΣΙΚΩΝ ΠΥΡΚΑΓΙΩΝ ΣΤΟ ΥΔΑΤΙΚΟ ΙΣΟΖΥΓΙΟ ΜΙΑΣ ΛΕΚΑΝΗΣ ΑΠΟΡΡΟΗΣ ΠΕΡΙΟΧΗΣ. Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΟΥ ΧΕΙΜΑΡΡΟΥ ΚΛΑΔΕΟΥ, ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΟΛΥΜΠΙΑ ΜΕΤΑ ΤΙΣ ΠΥΡΚΑΓΙΕΣ ΤΟΥ Διπλωματική εργασία της Καλλιόπης Δ. Νικούση Επιβλέπων: Καρύμπαλης Ευθύμιος, Επίκουρος Καθηγητής Αθήνα, Ιούνιος 2013

3 1 Ευχαριστίες Η παρούσα μεταπτυχιακή διατριβή εκπονήθηκε στο πλαίσιο της ολοκλήρωσης των μεταπτυχιακών μου σπουδών στο Πρόγραμμα Μεταπτυχιακών Σπουδών με τίτλο «Εφαρμοσμένη Γεωγραφία και διαχείριση του χώρου» του Τμήματος Γεωγραφίας του Χαροκόπειου Πανεπιστημίου. Η βασική ιδέα της διατριβής προέκυψε σε συνεργασία με τον Επίκουρο καθηγητή του τμήματος κ. Ευθύμιο Καρύμπαλη και στη συνέχεια υπό την επίβλεψη και καθοδήγησή του οριστικοποιήθηκαν οι βασικοί άξονες της έρευνας και το γενικό πλάνο εργασίας. Το θέμα της διατριβής είναι «Οι επιπτώσεις των δασικών πυρκαγιών στο υδατικό ισοζύγιο μιας λεκάνης απορροής περιοχής. Η περίπτωση του χειμάρρου Κλαδέου, στην αρχαία Ολυμπία μετά τις πυρκαγιές του 2007.» και αποτελεί μια προσπάθεια ανάδειξης του προστατευτικού ρόλου της δασικής βλάστησης σε μια εποχή που τα ζητήματα του νερού, έλλειψης ή καταστροφών από την διατάραξη της ισορροπίας στο υδατικό ισοζύγιο προβάλλουν επικίνδυνα επίκαιρα. Με την περάτωση της εργασίας, θεωρώ υποχρέωσή μου να ευχαριστήσω θερμά τον καθηγητή μου κ. Ευθύμιο Καρύμπαλη, τόσο για την εισήγησή του στην επιτροπή για την ανάθεση του θέματος, όσο και για το αμείωτο ενδιαφέρον που έδειξε και την υποστήριξη καθ όλη τη διάρκεια εποπτείας της διατριβής μου αλλά και σε όλο το διάστημα των μεταπτυχιακών μου σπουδών. Θερμές ευχαριστίες εκφράζονται στην Δασολόγο του Τμήματος Δασοτεχνικής Διευθέτησης Χειμάρρων της Διεύθυνσης Αναδασώσεων και Ορεινής Υδρονομίας της Ειδικής Γραμματείας Δασών του ΥΠΕΚΑ, κα Λούκα Βερενίκη για την παραχώρηση υλικού και για την κοινή μας πρώτη επίσκεψη στην περιοχή με σκοπό την εκτίμηση της κατάστασης. Ευχαριστώ ιδιαίτερα τον Δασολόγο της Διεύθυνσης Δασών Ν. Ηλείας κ. Λάττα Παναγιώτη για την παραχώρηση υλικού αλλά κυρίως διότι με την προσωπική συνέντευξη που μου παραχώρησε με κατέστησε κοινωνό των προβλημάτων που προέκυψαν στην περιοχή μετά τις πυρκαγιές του 2007, όπως καμία βιβλιογραφική έρευνα δεν μπορεί να το κάνει. Επίσης τον ευχαριστώ για τις οδηγίες και τις προτάσεις του σχετικά με τα μέρη που στην πορεία διαβηματίστηκαν, τόσο για να εκτιμηθεί η βλάστηση όσο και η επιτυχία των αντιδιαβρωτικών έργων, κατά τη δεύτερη επίσκεψή μου στην περιοχή. Τέλος ευχαριστώ τους κατοίκους της περιοχής που συνάντησα κατά την παραμονή μου στην Αρχαία Ολυμπία και με βοήθησαν να βρίσκω τη διαδρομή αλλά και μοιράστηκαν μαζί μου ιστορίες για τα καμένα.

4 2 Τελευταία αφήνω τις ευχαριστίες προς την οικογένειά μου που χωρίς την ηθική και υλική συμπαράσταση των μελών της θα ήταν αδύνατον να ολοκληρώσω τις σπουδές μου. Ιούνιος 2013 Καλλιόπη Δ. Νικούση

5 3 Περιεχόμενα Ευχαριστίες 1 Περίληψη 6 Abstract 7 1. Εισαγωγή 9 2. Υλικά και μέθοδοι Περιοχή έρευνας Μέθοδος έρευνας Βιβλιογραφική ανασκόπηση Κατάταξη και διάκριση των σπουδαιότερων δασικών φυτοκοινωνιών της χώρας μας Διάρθρωση του δάσους, δασοκομικοί χειρισμοί Οριζόντια διάρθρωση του δάσους Κατακόρυφη διάρθρωση του δάσους Ορόφωση Βαθμός συγκόμωσης Σύνθεση συστάδων Αμιγείς συστάδες Μεικτές συστάδες Διαχειριστικές μορφές Πρεμνοφυής μορφή Σπερμοφυής μορφή Διφυής μορφή Δασοπονικές ή λειτουργικές μορφές Ομήλικη Κηπευτή Υποκηπευτή Έννοιες και όροι της δασικής Υδρολογίας Υδατοσυγκράτηση Ο χαρακτήρας της βροχής και η σχετική υγρασία της ατμόσφαιρας Το δασοπονικό είδος και η ηλικία των δέντρων Μορφή των δασοπονικών ειδών και habitus της κόμης Σχέσεις δάσους και νερού Δασοπονικά είδη, δάσος και νερό Πρόσληψη και κατανάλωση νερού από τα δασικά δένδρα Διαπνοή 39

6 Διαπνοή δασοσυστάδων Δάσος και ατμοσφαιρικά κατακρημνίσματα Δάσος και βροχές Επίδραση του δάσους στις βροχές Δασική βλάστηση και χιόνι Δάσος, άνεμοι και η συμβολή τους στην εξάτμιση Υγρασία του εδάφους και δάσος Δασικός χούμος και νερό Δασικά εδάφη και υδρολογικός κύκλος Επίδραση επιφανειακών ιδιοτήτων στον υδρολογικό κύκλο Επιφανειακή απορροή, διάβρωση Δάσος και υπόγειο νερό Δάσος και πηγές Έκθεση στον ορίζοντα και νερό Η επίδραση του δάσους στην απορροή Ποσοστό δάσωσης και απορροή Αναδασώσεις και απορροή Παράγοντες που επηρεάζουν την απορροή Καθαρή και απορροική βροχή Εξατμισοδιαπνοή E Συγκράτηση από τη φυτοκάλυψη Μέτρηση των απωλειών συγκράτησης Υδατοσυγκράτηση Δασικές πυρκαγιές Το τρίγωνο της φωτιάς Συμπεριφορά Δασικών Πυρκαγιών Αποτελέσματα Ιστορικό καταστροφής Πυρκαγιά Νομού Ηλείας Θύματα Ζημιές Συνέπειες Υπάρχουσες συνθήκες στην περιοχή έρευνας Νομός Ηλείας Φυσικά- Δημογραφικά Χαρακτηριστικά Κοινωνικοοικονομικά Χαρακτηριστικά Ο Κλαδέος Τοπογραφική διαμόρφωση, ανάγλυφο 90

7 Γεωλογία Έδαφος Κλίμα Βλάστηση Υδρολογικά χαρακτηριστικά Το φαινόμενο της απορροής Λεκάνη απορροής Μορφομετρικά και υδρογραφικά χαρακτηριστικά Υδατικό ισοζύγιο Σχέση κομοδιαβροχής και υδατοσυγκράτησης σε σχέση με τα χαρακτηριστικά του φυλλώματος Τάξη κεντρικής κοίτης και συμβαλλόντων Χειμαρρικά μικροπεριβάλλοντα και χειμαρρικοί μικρότυποι Προσδιορισμός υδατικού ισοζυγίου Υδατοσυγκράτηση Εξατμισοδιαπνοή Επιφανειακή απορροή και διήθηση Προσδιορισμός CN Δασοκομικοί χειρισμοί και ο υδρονομικός τους ρόλος Η διαχείριση των λεκανών απορροής και η παραγωγή νερού Υδρολογική επίδραση της βλάστησης Πλημμυρικός κίνδυνος και κίνδυνος διάβρωσης Πλημμυρικός κίνδυνος Κίνδυνος διάβρωσης Αντιπλημμυρικά και αντιδιαβρωτικά έργα Φυτοτεχνικά έργα εντός του αρχαιολογικού χώρου της Ολυμπίας Αποτελεσματικότητα των έργων Συζήτηση Βιβλιογραφία Παράρτημα φωτογραφιών

8 6 Περίληψη Από τους τέσσερεις παράγοντες που συνδιαμορφώνουν την χειμαρρικότητα μιας περιοχής (κλίμα, έδαφος, γεωλογικό υπόβαθρο και βλάστηση), ο άνθρωπος μπορεί να επιδράσει άμεσα μόνο στη βλάστηση. Οι διάφοροι χειρισμοί στη βλάστηση και ιδιαίτερα όταν πρόκειται για δασικά οικοσυστήματα μιας λεκάνης απορροής έχουν άμεσο αντίκτυπο στα ήπιας μορφολογίας τμήματα. Σε πολλές περιπτώσεις αποτελεί τον ρυθμιστικό εκείνο παράγοντα αύξησης της επιφανειακής απορροής ή της κατείσδυσης του νερού, ανάλογα με το σκοπό της διαχείρισης. Μια φυσική καταστροφή όμως όπως οι δασικές πυρκαγιές, που μπορεί να καταστρέψει μέρος ή το σύνολο της βλάστησης μιας περιοχής έχει και ουσιαστικές συνέπειες στο υδατικό ισοζύγιο των λεκανών απορροής. Συνήθως η αύξηση του όγκου της επιφανειακής απορροής, όπως και του χρόνου συρροής, μπορεί να αυξήσει τόσο την επιδεκτικότητα της λεκάνης στη διάβρωση του εδάφους όσο και την έκθεση των κατάντη περιοχών στον πλημμυρικό κίνδυνο. Στο πρώτο μέρος της Μεταπτυχιακής Διατριβής Ειδίκευσης θα επιχειρηθεί η βιβλιογραφική προσέγγιση των παραπάνω ζητημάτων η οποία συμπληρώνεται με παραδείγματα λεκανών απορροής τόσο από την Ελλάδα όσο και από το διεθνή χώρο. Το δεύτερο μέρος, θα περιλαμβάνει την μελέτη περίπτωσης του χειμάρρου Κλαδέου, στην Αρχαία Ολυμπία. Πρόκειται για ένα χείμαρρο η λεκάνη απορροής του οποίου αποτελεί τμήμα του εξαιρετικής σημασίας για τη χώρα μας αλλά και διεθνώς αρχαιολογικού χώρου της Αρχαίας Ολυμπίας, Στo πλαίσιο της εργασίας επιχειρείται να διερευνηθεί αν οι πυρκαγιές του 2007 στην περιοχή διατάραξαν τις σχέσεις στο υδατικό ισοζύγιο αυξάνοντας τον κίνδυνο πλημμμυρογένησης και διάβρωσης του εδάφους. Αρχικά περιγράφεται το γεγονός της καταστροφής και οι επιπτώσεις του σε κάθε τομέα της κοινωνικής και οικονομικής ζωής. Εξετάζεται η περιοχή μελέτης ως προς το κλίμα, το ανάγλυφο, το γεωλογικό υπόβαθρο και τη βλάστηση και γίνεται κατάταξη σε χειμαρρικούς μικροτύπους από όπου προκύπτουν στοιχεία για τις διαβρώσεις, τις γεωλισθήσεις και τις γεωκατακρημνίσεις σε γυμνό έδαφος αλλά και την αποτροπή και το βαθμό αυτής με την παρουσία της βλάστησης. Τα βιβλιογραφικά δεδομένα συμπληρώνονται με επιτόπιες παρατηρήσεις. Στην συνέχεια, επιχειρείται εκτίμηση του υδατικού ισοζυγίου της περιοχής πριν την καταστροφή, δίνοντας ιδιαίτερη σημασία στο ρόλο της βλάστησης. Προσδιορίζεται το υδατικό ισοζύγιο της λεκάνης απορροής, υπολογίζοντας την εξατμισιδιαπνοή κατά Turc, ενώ για την επιφανειακή απορροή και κατείσδυση γίνεται χρήση της μεθόδου

9 7 Thorthwaite και Mather. Παρουσιάζονται δασοκομικοί χειρισμοί μεταξύ των οποίων και η πυρκαγιά και ο υδρονομικός τους ρόλος. Παρουσιάζεται, μέσω χαρτών, η πιθανότητα διάβρωσης και πλημμυρικού κινδύνου στις διάφορες θέσεις της λεκάνης απορροής, ενώ γίνεται αναφορά και στις ιστορικές και προϊστορικές πλημμύρες του Κλαδέου. Συμπληρωματικά του εγχειρήματος γίνεται και περιγραφή των αντιδιαβρωτικών και αντιπλημμυρικών έργων, τεχνικών και φυτοτεχνικών, που εκτελέστηκαν στην περιοχή καθώς και προσπάθεια αξιολόγησής τους. Λέξεις κλειδιά: Κλαδέος, λεκάνη απορροής, υδατικό ισοζύγιο, δασική βλάστηση Abstract From the four factors in a watershed, (climate, soil, bedrock and vegetation), man can only influence vegetation. The various processes in plants, especially when it comes to forest ecosystems of a watershed have a direct impact on soft morphology sections. In many cases, the buffer is one factor that increases surface runoff or infiltration of water, depending on the purpose of management. A natural disaster, however, such as forest fires, which can destroy part or all of the vegetation of an area has a substantial effect on the water balance of the basin. Usually the increase in volume of runoff, as time influx can increase both the susceptibility of the basin to soil erosion and downstream of the exposure areas in the flood risk In the first part of the Master Thesis will attempt bibliographic approach the above issues complemented with examples watershed both in Greece and from abroad. The second part will include a case study of the river Kladeos in Ancient Olympia. This is a torrent of the river basin which is part of extreme importance to our country and internationally archaeological site of Ancient Olympia, In the context of the work undertaken to investigate whether the 2007 fire in disturbed relations in water balance by increasing the risk of flood and soil erosion. We described the event of a disaster and its impact in every area of social and economic life. Considering the study area to climate, topography, geological background and vegetation and is ranked in stream types where it generates data on erosion, landslides and geokatakrimniseis in bare soil and prevent and degree of that with presence of vegetation. The bibliographic data supplemented by field observations. Then, estimate the water balance of the area before the disaster, giving special

10 8 importance to the role of vegetation. Determine the water balance of the basin, calculating the exatmisidiapnoi by Turc, while for surface runoff and infiltration using the reduction method Thorthwaite and Mather. Featured forestry operations including fire and hydronomical roles. Presented through maps, the probability of erosion and flood risk in various positions basin, while reference is made to historical and prehistoric floods Kladeos. Additionally the project is and describe anti-corrosion and anti-flood projects, techniques and plant-techniques projects, carried out in the area and attempt to evaluate them. Key words: Kladeos, water basin, water balance, forest vegetation

11 9 1. Εισαγωγή Το καλοκαίρι του 2007 συντελέστηκε στην Ελλάδα μια φυσική καταστροφή με τρομακτικές διαστάσεις, που μεταξύ των άλλων είχε και απώλειες σε ανθρώπινες ζωές. Οι πυρκαγιές σε όλη την επικράτεια και η πληθώρα των κάθε λογής απωλειών ανάγκασαν την πολιτική ηγεσία να κηρύξει το σύνολο της χώρας σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης. Η συναισθηματική εμπλοκή όσων παρακολουθούσαν τα γεγονότα υπήρξε μεγάλη και η εναλλαγή των συναισθημάτων θλίψης με αυτά της οργής για το τι και αν θα μπορούσε να γίνει διαφορετικά υπήρξε έντονη. Ιδιαίτερα για το Νομό Ηλείας, που είχε τόσες απώλειες να θρηνήσει, χρειάστηκε να αντιμετωπιστεί και ένα επιπλέον σοβαρό ζήτημα. Η πυρκαγιά στον αρχαιολογικό χώρο του παγκόσμιου μνημείο της Αρχαίας Ολυμπίας. Η δευτερογενής καταστροφική δράση της πυρκαγιάς, η αύξηση των πλημμυρικών φαινομένων, έχει επίσης έντονες και εξαιρετικά δυσάρεστες συνέπειες για τα οικοσυστήματα αλλά και τις ανθρώπινες κοινωνίες. Η πλημμύρα αλλά και η αυξημένη διάβρωση του εδάφους, η απόπλυση από το επιφανειακό στρώμα χώματος και η μεταφορά του στα κατάντη αποτελούν πιθανότητα που πρέπει να ληφθεί σοβαρά υπόψη. Ο χείμαρρος Κλαδέος, με έντονη εμφάνιση πλημμυρών κατά τα ιστορικά και προιστορικά χρόνια, ακριβώς πάνω από τον αρχαιολογικό χώρο της Ολυμπίας και έχοντας πληγεί από την πυρκαγιά, παρουσιάζει έντονο επιστημονικό ενδιαφέρον, προκειμένου να μελετηθεί προς την κατεύθυνση της αύξησης του πλημμυρικού κινδύνου και της διάβρωσης. Αυτό επιχειρείται στην παρούσα, πλαισιωμένο από βιβλιογραφικές αναφορές και αποτελέσματα επιτόπιων παρατηρησεων. Παρουσιάζονται επίσης τα αντιδιαβρωτικά και αντιπλημμυρικά έργα που έγιναν και γίνεται προσπάθεια αξιολόγησής τους. 2. Υλικά και μέθοδοι 2.1. Περιοχή έρευνας Η περιοχή έρευνας επιλέχθηκε εξαιτίας μιας σειράς γεγονότων και συνθηκών.

12 10 Οι καταστροφικές πυρκαγιές που προηγήθηκαν, δημιούργησαν έντονα συναισθήματα θλίψης που όμως όταν καταλάγιασαν τα γεγονότα και άρχισε η καταμέτρηση των πάσης φύσεως απωλειών τα διαδέχθηκε οργή. Οργή για όλα αυτά που θα μπορούσαν να γίνουν και πιθανών δεν έγιναν για αυτά που ίσως θα μπορούσαν να προβλεφθούν και δεν προβλέφθηκαν, για την άγνοια ή την αγνόηση των κανόνων της φύσης. Αν προσθέσει κανείς και το γεγονός ότι τόπος αποτελεί παγκόσμια κληρονομιά με τη σημασία και το συμβολισμό του να χάνεται στα βάθη της ιστορίας και να αναδεικνύει υψηλά ιδανικά άκρως απαραίτητα στη σημερινή εποχή, μπορεί εύκολα να αντιληφθεί τους λόγους που η περιοχή τράβηξε το ενδιαφέρον. Επιπρόσθετα, συνετέλεσε η αρχή ότι μια δασική πυρκαγιά, ως δευτερεύουσα ζημιά, μπορεί να προκαλέσει, υπό προϋποθέσεις φαινόμενα διάβρωσης και πλημμύρες στα κατάντη. Η διερεύνηση αυτής της πιθανότητας για μια περιοχή υψηλής σημασίας παρουσιάζει ιδιαίτερο επιστημονικό ενδιαφέρον. Πρακτικά, η περιοχή επιλέχθηκε λόγω της σχετικής γεωγραφικής της εγγύτητας από την έδρα του Πανεπιστημίου, η οποία εξασφαλίζει την άνετη μετάβασή μας σε αυτήν προκειμένου να συμπληρωθεί και με επιτόπιες παρατηρήσεις η βιβλιογραφική έρευνα. Τέλος υπάρχει η απαραίτητη εξοικείωση με την περιοχή λόγω εργασίας. Η περιοχή έρευνας βρίσκεται στη δυτική Πελοπόννησο, στο νομό Ηλείας. Η συνολική έκταση της περιοχής έρευνας είναι 3.600Ηα. Στις εικόνες 1, 2 που ακολουθούν δίνεται η θέση της περιοχής έρευνας στον Ελλαδικό χώρο καθώς και η ακριβή θέση της στο νομό Ηλείας, ενώ στην εικόνα 3 δορυφορική εικόνα για την περιοχή έρευνας.

13 11 Εικόνα 1: Χάρτης προσανατολισμού Εικόνα 2: Χάρτης περιοχής έρευνας

14 12 Εικόνα 3: Δορυφορική εικόνα της περιοχής έρευνας (Google earth) 2.2. Μέθοδος έρευνας Μετά τη συγκέντρωση βιβλογραφικών πηγών, θεματικών χαρτών, δορυφορικών εικόνων που σχετίζονται με το θέμα που πραγματεύεται η παρούσα έρευνα, επιχειρήθηκε αρχικά βιβλιογραφική προσέγγιση του ζητήματος. Έγινε ανασκόπηση βιβλιογραφίας, για τις σχέσεις δάσους και νερού και κυρίως πως αυτές διαταράσονται μετά από μια πυρκαγιά, αυξάνοντας την επιφανειακή απορροή, ανάλογα πάντοτε με την βλάστηση της περιοχής, τον μόνο από τους τέσσερεις παράγοντες χειμαρρικότητας τον οποίο μπορεί να επηρεάσει ο άνθρωπος. Συμπληρωματικά έγινε και σύντομη βιβλιογραφική αναφορά στις δασικές πυρκαγιές και τις επιπτώσεις τους και παρουσιάστηκε το συμβάν της καταστροφής με τις απώλειές του. Ακολούθησε η μελέτη περίπτωσης, όπου για τον χείμαρρο Κλαδέο και την περιοχή στην οποία βρίσκεται περιγράφησαν οι συνθήκες, σε κάθε επίπεδο. Έτσι, ο Κλαδέος μελετήθηκε από άποψη γεωλογίας, βλάστησης, υδρολογίας, κλίματος με μετεωρολογικά δεδομένα από τον μετεωρολογικό σταθμό του Πύργου. Έγινε κατάταξη κατά Κωτούλα (1969) σε χειμαρρικούς μικρότυπους αξιοποιώντας στοιχεία για τον καθένα από τους τέσσερις παράγοντες χειμαρρικότητας, κλίμα, έδαφος, βλάστηση, γεωλογικό υπόθεμα και περιγράφηκαν τα περιβάλλοντα, η

15 13 μορφολογία του τοπίου, τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα οικοτύπου, η περιοχή εμφάνισης καθώς και οι αρχές και τα μέτρα διευθέτησης των χειμαρρικών φαινομένων και ελέγχου του απορρέοντος ύδατος. Περιγράφηκαν και κατατάχθηκαν οι δασικές φυτοκοινωνίες που απαντώνται στην Ελλάδα κατά Ντάφη (1976), Αθανασιάδη (1986), Βέργο (2000). Αναλύθηκε η δομή του δάσους, οριζόντια και κατακόρυφη, και περιγράφηκαν οι διαχειριστικές και δασοπονικές μορφές. Παρουσιάστηκαν τα είδη των συστάδων με τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματά τους και οι δασοκομικοί χειρισμοί για καθένα από αυτά. Στη συνέχεια αναφέρθηκαν ορισμοί και στοιχεία της δασικής υδρολογίας που συνέβαλλαν στο να απαντηθούν τα ερωτήματα στόχοι της παρούσας. Έγινε επίσης εκτενή αναφορά μέσω της βιβλιογραφίας στις σχέσεις που διέπουν το δάσος και το νερό και περιγράφηκαν φαινόμενα και μηχανισμοί όπως της υδατοσυγκράτησης και της εξατμισοδιαπνοής, πλαισιωμένα από πληθώρα βιβλιογραφικών αναφορών και στοιχείων. Ο προσδιορισμός της εξατμισιδιαπνοής έγινε με την μέθοδο Turc. Ο υπολογισμός της διήθησης έγινε με τη χρήση του δείκτη CN (Curve Number) της SCS της κάθε λεκάνης και υπολογίστηκε η μέγιστη ποσότητα που μπορεί να αποθηκευτεί μέσα στην ακόρεστη ζώνη του εδάφους. Ακολούθως με τη μέθοδο Thorthwaite και Mather (1995), προσδιορίστηκε το υδατικό ισοζύγιο της περιοχής έρευνας. Παρουσιάστηκαν μέσω ελληνικής και ξένης βιβλιογραφίας τα αποτελέσματα της διαχείρισης με σκοπό την παραγωγή νερού ή την προστασία του υποκείμενου εδάφους και δασοκομικοί μέθοδοι για την αύξηση της διήθησης ή της επιφανειακής απορροής ανάλογα με το επιθυμητό αποτέλεσμα. Περιγράφηκαν τα έργα αποκατάστασης στην περιοχή, αντιπλημμυρικά και αντιδιαβρωτικά, τεχνικά και φυτοτεχνικά και επιχειρήθηκε αξιολόγησή της αποτελεσματικότητάς τους. Τις βιβλιογραφικές πληροφορίες, σε κάθε περίπτωση, συμπλήρωσαν οι επιτόπιες παρατηρήσεις Βιβλιογραφική ανασκόπηση Κατάταξη και διάκριση των σπουδαιότερων δασικών φυτοκοινωνιών της χώρας μας Κατά Ντάφη (1976), Αθανασιάδη (1986), Βέργο (2000)

16 14 Στον Ελλαδικό χώρο, κάτω από τη συνεπίδραση των παραγόντων - χλωρίδα, κλίμα, έδαφος, ορογραφική διαμόρφωση, ανάγλυφο και ανθρώπινη επίδρασηδιαμορφώνονται πέντε κύριες ζώνες βλάστησης, οι οποίες και διακρίνονται μεταξύ τους χλωριδικά, οικολογικά, φυσιογνωμικά και ιστορικά. Οι ζώνες αυτές βλάστησης, είναι: α. Η ευμεσονειακή ζώνη βλάστησης ή ζώνη αριάς (Quercetalia illicis). Εμφανίζεται στις παραλιακές, λοφώδεις και υποορεινές περιοχές, κατά μήκος των ακτών της Δ., ΝΑ. και Α. Ελλάδας, στη χερσόνησο της Χαλκιδικής και διάσπαρτα στις ακτές της Μακεδονίας και Θράκης. Η ζώνη αυτή βλάστησης υποδιαιρείται σε δύο υποζώνες, που διακρίνονται μεταξύ τους οικολογικά, χλωριδικά και φυσιογνωμικά: στην υποζώνη της ελιάς και της χαρουπιάς (Oleo ceratonion), που καταλαμβάνει τις ξηρότέρες νότιες, νοτιοανατολικές περιοχές της Ελλάδας, τα νησιά του Αιγαίου, καθώς και τις χαμηλότερες θέσεις στη Χαλκιδική και στα νησιά του Ιονίου. Στο χώρο αυτής της υποζώνης διακρίνονται δύο διαφορετικοί αυξητικοί χώροι: ο θερμότερος αυξητικός χώρος του oleo ceratonium (Κρήτη, ΝΑ Πελοπόννησο, Αττική και νησιά του Αιγαίου), με χαρακτηριστικά είδη την αγριελιά, τη χαρουπιά και τους ακανθώδεις ημίθαμνους Poterium spinosum, Genista acanthoclada, Euphoria acanthothamnus κ.ά., εξαιτίας της έντονης υποβάθμισης των εδαφών σ αυτή τη ζώνη και των υψηλών θερμοκρασιών. ο σχετικά ψυχρότερος και υγρότερος αυξητικός χώρος του oleo lentiscetum που βρίσκεται ψηλότερα ή βορειότερα από τον προηγούμενο (ΝΑ Πελοπόννησος, Αττική, Α. Ελλάδα μέχρι Πήλιο και στις χαμηλότερες θέσεις της Χαλκιδικής) και χαρακτηρίζεται από τα είδη Oleo oleaster, Pistacia lentiscus, Erica verticillata, Myrtus communis, Quercus coccifera, Lonicera etrusca, Rosa semperevirens, κ.ά. Στον αυξητικό αυτό χώρο αναπτύσσονται και θαυμάσιες συστάδες χαλεπίου Πεύκης (Pinus halepensis) οι οποίες βέβαια επεκτείνονται και στην υποζώνη Quercion illicis. στην υποζώνη της αριάς (Quercion illicis), που αναπτύσσεται στις υψηλότερες περιοχές της Δυτ. Ελλάδας και βορειότερα του Πηλίου (Όσσα, Όλυμπος, Χαλκιδική) μέχρι τη Θράκη και τα νησιά του Β Αιγαίου. Και στην υποζώνη του Quercion illicis διακρίνονται δύο αυξητικοί χώροι: ο αυξητικός χώρος Adrachno Quercetum illicis, στις χαμηλότερες περιοχές της Δυτικής Ελλάδας και πάνω από τον Oleo lentiscetum Πήλιο στην Ανατολική Ελλάδα και

17 15 ο Orno Quercetum illicis στις υψηλότερες περιοχές στη Δυτική Ελλάδα και πάνω από τον Oleo lentiscetum στο Πήλιο, στην Όσσα, τον Όλυμπο, τη Χαλκιδική, μέχρι και την Ανατολική Μακεδονία και Θράκη. Χαρακτηριστικά για την υποζώνη είδη είναι στις καλύτερες σχετικά θέσεις Arbutus adrachne και unedo, Quercus ilex, Fraxinus ornus, Phillyrea media, Quercus pubescens κ.ά., ενώ στις πιο υποβαθμισμένες θέσεις κυριαρχούν η Erica verticilata και Erica arborea. Στην υποζώνη αυτή βρίσκουν εξάλλου και το άριστο της εξάπλωσης και ευδοκίμησής τους η χαλέπιος πεύκη ( Pinetum halepensis στην Εύβοια και Χαλκιδική) καθώς και η τραχεία πεύκη ( Pinetum brutae στη Θάσο, Θράκη, Λέσβο, κ.ά.) β. Η παραμεσογειακή ζώνη βλάστησης ή ζώνη της χνοώδους δρυός (Quercetalia pubescentis). Είναι συνέχεια της προηγούμενης ζώνης τόσο καθ ύψος, όσο και προς το εσωτερικό της χώρας και αναπτύσσεται σε λοφώδεις και ημιορεινές περιοχές. Διαιρείται σε δύο υποζώνες: στην υποζώνη της οστρυάς και του γαύρου (Ostryo-Carpinion), που συναντά κανείς τρεις αυξητικούς χώρους: τον Quercetum coccifera ή Coccciferetum που εμφανίζεται κυρίως στη Ν. Ελλάδα και την Κρήτη, φθάνοντας σε μεγάλα υψόμετρα (μέχρι και 1000 m). Χαρακτηριστικό αυτού του αυξητικού χώρου είναι ότι λείπει ο γαύρος (Caprinus orientalis). Coccifero - Carpinetum που καταλαμβάνει μεγάλη έκταση στην πεδινή, λοφώδη και ημιορεινή περιοχή της Κεντρικής, Βόρειας και Ανατολικής Ελλάδας. Οι εκτεταμένοι βέβαια αυτοί πρινώνες (πουρναρότοποι) της χώρας μας έχουν σε σημαντικό βαθμό ανθρωπογενή προέλευση, μια και είναι το αρνητικό αποτέλεσμα πολλαπλών ανθρωπίνων υποβαθμιστικών και συχνά καταστροφικών επεμβάσεων και δραστηριοτήτων, όπως κτηνοτροφία, λαθροϋλοτομίες, εκχερσώσεις, έντονη καυσοξύλευση και φυσικά συχνές πυρκαγιές. Θεωρείται ευτύχημα που ο πρίνος είναι τόσο ανθεκτικός σε υπερβόσκηση, συχνές φωτιές και κάθε είδος πιέσεις, για να προστατεύει τα λεηλατούμενα αυτά οικοσυστήματα. τον Caprinetum orientalis, που εμφανίζεται στη Βόρεια Ελλάδα σε κοιλάδες ποταμών, σε βόρειες εκθέσεις, λοφωδών και υποορεινών περιοχών και εισέρχεται συχνά ως δευτερεύουσα συστάδα (υπόροφος) σε συστάδες δρυός, αλλά και ελάτης (Πολύμυλο Κοζάνης). Στον αυξητική αυτό χώρο εμφανίζονται εκτός από τον ανατολικό γαύρο, τα είδη: Fraxinus ornus, Rhus coriaria, Sorbus torminalis, Quercus pubescens και conferta, κ.ά. και στην υποζώνη της πλατυφύλλου δρυός ή των ξηροφίλων, φυλλοβόλων δασών (Quercion frainetto), που εκτείνεται στη λοφώδη, υποορεινή και ορεινή περιοχή της

18 16 Κεντρικής και Βόρειας Ελλάδας, καθώς και στη Στερεά Ελλάδα και Πελοπόννησο. Καταλαμβάνει δε μια σημαντική έκταση στον Ελλαδικό χώρο και αναπτύσσονται σ αυτή την υποζώνη περισσότερα από τι 1/3 των δασών της χώρας μας. Και στην περίπτωση αυτής της υποζώνης διακρίνονται τρεις αυξητικοί χώροι: ο αυξητικός χώρος Quercetum frainetto, που καταλαμβάνει τη μεγαλύτερη έκταση και είναι ο σχετικά ξηρότερος. Κυριαρχεί σ αυτό το χώρο η πλατύφυλλη δρυς (Q. frainetto) την οποία όμως συνοδεύουν και άλλα είδη δρυός, όπως χνοώδης, απόδισκος, ποδισκοφόρος και ευθύφλοιος. ο χώρος Tilio castanetum, στον οποίο εμφανίζονται κατά κύριο λόγο μικτά δάση φυλλοβόλων πλατύφυλλων, από καστανιά, φλαμουριά, πλατύφυλλη και απόδισκη δρυ, είδη σφενδάμου, οστρυά, γαύρο και βετουλοειδή, φράξο, κ.ά. και τέλος ο αυξητικός χώρος Quercetum montanum, που βρίσκεται στις υψηλότερες θέσεις της ζώνης της δρυός με χαρακτηριστικά είδη την Quercus cerris και Quercus delechampii (petraea). γ. Η ζώνη δασών οξιάς, οξιάς - ελάτης και ορεινών παραμεσογειακών κωνοφόρων (Fagetalia). Αναπτύσσεται στις ορεινές και υποαλπικές περιοχές της χώρας, σχηματίζοντας στις περισσότερες περιπτώσεις τα δασοόρια των ψηλότερων βουνών μας, μέχρι 1900m υψόμετρο. Η βλάστηση της ζώνης αυτής έχει πλέον τα γνωρίσματα της ψυχρόβιας, υγρόφιλης μεσευρωπαϊκής βλάστησης και εύκολα διακρίνεται σε δύο χαρακτηριστικές υποζώνες: στην υποζώνη της κεφαλληνιακής ελάτης (Abietion cehalonicae), που καταλαμβάνει τις ορεινές περιοχές της Στερεάς Ελλάδας και της Πελοποννήσου. Στην υποζώνη αυτή κυριαρχεί η κεφαλληνιακή ελάτη, σχηματίζοντας ωραιότατες συστάδες, στα σχετικά θερμά και ξηρά περιβάλλοντα της Νότιας Ελλάδας. Στα βουνά της Πελοποννήσου (Ταύγετο, Πάρνωνα), στο χώρο αυτής της υποζώνης συναντά κανείς και τον αυξητικό χώρο της μαύρης πεύκης (Pinetum nigrae), η οποία δημιουργεί επίσης πολύ καλές και παραγωγικές συστάδες. Οι οικότυποι βέβαια της μαύρης πεύκης Ταϋγέτου και Πάρνωνα διαφέρουν σημαντικά από τους βορειότερους των Γρεβενών και Δαδιάς και Σουφλίου, σαν να πρόκειται για διαφορετικά είδη..και στην υποζώνη της οξυάς (Fagion moesiacae), που καταλαμβάνει τις ορεινές και υποαλπικές περιοχές της Κεντρικής και Βόρειας Ελλάδας. Η υποζώνη αυτή υποδιαιρείται σε τρεις σαφώς διακρινόμενους αυξητικούς χώρους: στον αυξητικό χώρο της υβριδογενούς ελάτης Abietum borisii Regis, που αναπτύσσεται κυρίως στην περιοχή της Κεντρικής Πίνδου, έχει όμως εύρος μεγαλύτερο από το αντίστοιχο της ζώνης Fagetalia γι αυτό και συχνά βλέπουμε την

19 17 υβριδογενή ελάτη να εισέρχεται ακόμη και μέσα στον αυξητικό χώρο της πλατύφυλλης δρυός (Quercetum frainetto) και σε βόρειες εκθέσεις ακόμη χαμηλότερα στο χώρο του Carpinetum orientalis. στον αυξητικό χώρο της οξιάς Fagetum moesiaca που καταλαμβάνει συνήθως τις Β., ΒΑ. έως ΒΔ. πλαγιές των ψηλότερων βουνών της Κεντρικής και Βόρειας Ελλάδας, με αποκλίσεις ανάλογα με την περιοχή προς την ανατολική (Θράκη) ή προς τη δασική οξιά (Βόρεια Ελλάδα). και τέλος στον αυξητικό χώρο ελάτης-οξιάς ή οξιάς-ελάτης Abieti-fagetum moesiaca, που αναπτύσσεται σε μέσους σταθμούς, όπου η ανταγωνιστική ικανότητα της οξιάς μειώνεται, ώστε να είναι δυνατή η μίξη με την ανταγωνιστική επίσης ελάτη. Στον γεωγραφικό όμως χώρο της οξιάς, όπως και σ αυτή της κεφαλληνιακής ελάτης αναφέρθηκε, εμφανίζονται και οι διάφοροι αυξητικοί χώροι της μαύρης πεύκης με μεγαλύτερο μάλιστα οικολογικό εύρος, ώστε να καλύπτουν περιοχές με ιδιαίτερες σταθμικές συνθήκες, από τη ζώνη της δρυός μέχρι τη ζώνη της οξιάς, σχηματίζοντας σε πάρα πολλές περιπτώσεις ακόμη και τα δασσόρια ( m) Pinetum nigrae. δ. Η ζώνη των ψυχρόβιων κωνοφόρων (Vaccinio- Picetalia) - που εμφανίζεται στις ορεινές και υποαλπικές περιοχές των υψηλών βουνών της Βόρειας Ελλάδας (Όλυμπος, Πιέρια, Βόρεια Πίνδος, Λαϊλιάς, Ροδόπη) και αποτελείται από δύο υποζώνες: την υποζωνη της λευκόδερμης πευκης (Pinion heldeichii), που αναπτύσσεται κυρίως στις κορυφές του Ολύμπου και της Β. Πίνδου και σχηματίζει τα δασοόρια. και στην υποζώνη της δασικής πεύκης και ερυθρελάτης (Vacinio Piceion), που διακρίνεται σε δύο αυξητικούς χώρους: στον αυξητικό χώρο της δασικής πεύκης Pinetum silvestris, που εμφανίζεται στα Πιέρια, στο ορεινό τόξο της Αριδαίας, στο Λαϊλιά και στη Ροδόπη και με μία απομονωμένη νησίδα στον Εθνικό Δρυμό Κάλντα της Β. Πίνδου. και στον αυξητικό χώρο της ερυθρελάτης Picetum abies, που περιλαμβάνει τα δάση ερυθρελάτης και εμφανίζεται μόνο στην περιοχή της Ροδόπης (Καρά-Ντερέ Δράμας). Και οι δύο αυτοί αυξητικοί χώροι αποτελούν τα νοτιότερα άκρα εξάπλωσης των ειδών (δασικής πεύκης και ερυθρελάτης), γι αυτό και έχουν ιδιαίτερο οικολογικό ενδιαφέρον. Επίσης στην υποζώνη αυτή της ερυθρελάτης συναντά κανείς κατά μήκος των βορείων συνόρων μας διασπαρτα ή και σε μικροσυστάδες το πρόδρομο είδος σημύδα (Betula verucosa). ε. Η εξωδασική ζώνη των υψηλών βουνών (Astragalo-Acantholimonetalia), που η αποτελείται από ποώδη και θαμνώδη βλάστηση και απλώνεται από τα όρια του δάσους μέχρι τις ψηλότερες κορυφές των Ελληνικών βουνών. Η ζώνη αυτή αποτελεί τα

20 18 ορεινά θερινά βοσκοτόπια και χρησιμοποιείται από τα παλιά χρόνια κατά την θερινή περίοδο από τη νομαδική κτηνοτροφία. Και η ζώνη αυτή χωρίζεται σε δύο υποζώνες: στην υποζώνη του αστράγαλου και της δάφνης (Astragalo-Daphnion), που εκτείνεται στην Κεντρική και Νότια Ελλάδα, πάνω σε ασβεστόλιθους και συγκροτείται κυρίως από τα είδη : Astragalus, Berberis cretica, Daphne oleoides, Festuca sp., κ.ά. και στην υποζώνη της αρκεύθου και της δάφνης (Juniperus - Daphnion) που καταλαμβάνει τις ψηλές κορυφές των βουνών της Βόρειας Ελλάδας και αποτελείται από τα είδη: Juniperus nana, Daphne oleoides, Festuca sp., κ.ά. Στην Εικ. 6 φαίνεται ο χάρτης ζωνών δασικής βλάστησης στην Ελλάδα ενώ στην εικ. 7 οι ζώνες δασικής βλάστησης στην Ελλάδα. Εικόνα 4: Χάρτης ζωνών δασικής βλάστησης στην Ελλάδα (Ντάφης, 1976)

21 19 Εικόνα 5: Οι ζώνες δασικής βλάστησης στην Ελλάδα (Ντάφης, 1976) Διάρθρωση του δάσους, δασοκομικοί χειρισμοί Οριζόντια διάρθρωση του δάσους Το δάσος δεν είναι σ όλη την έκταση που καταλαμβάνει ενιαίο και ομοιόμορφο, αλλά ένα μωσαϊκό από μικρότερες ή μεγαλύτερες επιφάνειες, που διαφέρουν μεταξύ τους στη δομή στη σύνθεση, στην ηλικία. Εκτός από τη φυσιογνωμική διαφορά εμφανίζονται διαφορές και στις οικολογικές-σταθμολογικές συνθήκες των μικροεπιφανειών, ώστε να είναι δυνατή η διάκρισή τους. Ανάλογα με το μέγεθος και την οικολογική τους ιδιομορφία, διακρίνονται αυτές oι επιφάνειες σε συστάδες, λόχμες, ομάδες, συδενδρίες και διάσπορα δένδρα.

22 20 Συστάδα: είναι επιφάνεια δάσους, η οποία εμφανίζει συνθήκες αύξησης, σύνθεση, δομή και ηλικία, τέτοια που να τη διαφοροποιούν από το δάσος που την περιβάλλει. Καταλαμβάνει δε τόση έκταση, ώστε μπορεί να αποτελεί από μόνη της αντικείμενο ιδιαίτερου δασοκομικού χειρισμού. (Ντάφης, 1999). Ανάλογα με το μέγεθος διακρίνονται οι συστάδες σε μικρές - έκταση από 0,5 έως 1,0 ha - και μεγάλες - έκταση >1,0 1 Με βάση τη δομή και σύνθεσή τους διακρίνονται οι συστάδες δάσους σε ομοιόμορφες, ίδια δομή και σύνθεση σ ολόκληρη την επιφάνεια και σε ανομοιόμορφες, όταν τόσο η δομή, όσο και η σύνθεση δεν εμφανίζονται ίδιες ή σχεδόν ίδιες σ ολόκληρη την επιφάνεια. Με διαφοροποιό στοιχείο την ηλικία διακρίνονται οι συστάδες σε: ομήλικες. όταν η διαφορά ηλικίας των δένδρων δεν είναι μεγαλύτερες από 10 έως 15 χρόνια (το πολύ 20 χρόνια) και ανομήλικες. όταν η διαφορά ηλικίας των μεμονωμένων ατόμων της συστάδας είναι μεγαλύτερη από 20 χρόνια. Οι ανομήλικες συστάδες στη συνέχεια διακρίνονται σε: υποκηπευτές, όταν η διαφορά ηλικίας των δένδρων ισούται με κλάσμα του περιτρόπου χρόνου, διαφέρουν δηλαδή από 30 έως 60 χρόνια και σε κηπευτές, όταν σε μικρή επιφάνεια συνυπάρχουν άτομα όλων των ηλικιών και όλων των κλάσεων διαμέτρου (διαφορά ηλικιών ίση με τον περίτροπο χρόνο). Βέβαια στο σημείο αυτό θα πρέπει να διευκρινισθεί πως η διάκριση κηπευτών και υποκηπευτών συστάδων θα πρέπει να βασίζεται και στη δομή τους, δεδομένου ότι ένα κηπευτό δάσος θα πρέπει να έχει κατακόρυφη, ενώ ένα υποκηπευτό κλιμακωτή δομή. Τέλος, ανάλογα με τη σύνθεση τους, διακρίνονται οι συστάδες σε αμιγείς, όταν συγκροτούνται από ένα μόνο δασοπονικό είδος και σε μεικτές, όταν στη σύνθεση τους συμμετέχουν περισσότερα του ενός δασοπονικά είδη. Λόχμη: έχει τα ίδια διαφοροποιά στοιχεία όπως και η συστάδα, καταλαβαίνει όμως μικρότερη επιφάνεια, ώστε να μην αποτελεί αντικείμενο ιδιαίτερου δασοκομικού χειρισμού, παρ ότι εμφανίζει ιδιαίτερο οικολογικό χαρακτήρα. Η έκταση της λόχμης αντιστοιχεί περίπου σε επιφάνεια με διάμετρο ίση με 1-2 ύψη δένδρων. Ομάδα: διακρίνεται φυσιογνωμικά όπως η συστάδα και η λόχμη. Καταλαμβάνει όμως συγκριτικά μικρότερη έκταση, ώστε να μη διατηρεί ιδιαίτερο οικολογικό χαρακτήρα. Η

23 21 έκταση της ομάδας αντιστοιχεί σε επιφάνεια με διάμετρο ίση με το ανώτερο μέσο ύψος της συστάδας. Συδενδρία : είναι λίγα γειτονικά δένδρα, που διαφοροποιούνται από τα περιβάλλοντα εξαιτίας της ηλικίας ή της σύνθεσής τους. Διάσπορα δένδρα μεμονωμένα δένδρα, που διαφέρουν από τα υπόλοιπα της συστάδας Κατακόρυφη διάρθρωση του δάσους - Ορόφωση Ορόφωση : Τα δένδρα μέσα στη συστάδα δεν έχουν όλα το ίδιο ύψος, ακόμη και στις ομήλικες συστάδες με αποτέλεσμα σε μια κατατομή της συστάδας (προφίλ) να διακρίνονται συνήθως περισσότεροι του ενός όροφοι. Ανάλογα με το πόσοι όροφοι σχηματίζονται διακρίνουμε τις συστάδες σε μονόροφες, διόροφες, τριόροφες και πολυόροφες (Ντάφης, 1999). Στις μονόροφες συστάδες οι κόμες των δένδρων βρίσκονται σχεδόν στο ίδιο επίπεδο. Στις διόροφες συστάδες οι κόμες των δένδρων βρίσκονται σε δύο διαφορετικά επίπεδα. Αυτό συμβαίνει είτε γιατί έχουν διαφορετική ηλικία, οπότε αυτή η δομή είναι παροδική, είτε γιατί η συστάδα είναι μεικτή με είδη διαφορετικής κατηγορίας ύψους (δρυς - γαύρος, οξιά - ίταμος κ.λπ.), οπότε η ορόφωση είναι μόνιμη. Στις τριόροφες και πολυόροφες συστάδες διαμορφώνονται περισσότεροι όροφοι αντίστοιχα. Συνήθως διακρίνονται έξι όροφοι. Τρεις όροφοι δένδρων (ανώροφος, μεσόροφος, υπόροφος), ένας όροφος θάμνων, ένας ποών και γράστεων και ένας βρύων. Στον ανώροφο ανήκουν τα ψηλότερα δένδρα με ύψος μεγαλύτερο από 2/3 του μέσου ανώτερου ύψους της συστάδας. Στον μεσόροφο ανήκουν τα δένδρα με ύψος που φθάνει από 2/3-1/3 του μέσου ανώτερου ύψους και όλα τα υπόλοιπα με μικρότερο ύψος δένδρα ανήκουν στον υπόροφο. Εφ όσον έχουν ξεφύγει από τον όροφο των θάμνων (3-4 μέτρα). Στην εικ. 5 φαίνεται η ορόφωση συστάδας.

24 22 Εικόνα 5: Ορόφωση συστάδας (από Ντάφη, 1999) Βαθμός συγκόμωσης Με τον όρο «βαθμός συγκόμωσης» ή «πυκνότητα κόμης» εννοούμε το λόγο του αθροίσματος των προβολών από τις κόμες των δένδρων μιας συστάδας προς τη συνολική επιφάνειά της. Ο λόγος αυτός μπορεί να είναι μεγαλύτερος, ίσος ή μικρότερος από τη μονάδα (Βέργος, 2000). Στη δασοκομική πράξη διακρίνουμε τους παρακάτω βαθμούς συγκόμωσης: 1) Σύμπυκνη συγκόμωση, όταν τα κλαδιά της κόμης από ένα δένδρο μπαίνουν στην κόμη του άλλου με αποτέλεσμα να παραμορφώνονται οι κόμες των δένδρων και να αποκτούν μια ασύμμετρη μορφή. 2) Κανονική συγκόμωση, όταν οι κόμες των δένδρων έρχονται σε επαφή μεταξύ τους χωρίς να παραμορφώνονται αμοιβαία. 3) Φωτεινή συγκόμωση, όταν οι κόμες των δένδρων δεν έρχονται σε επαφή μεταξύ τους και δεν ασκούν μηχανική επίδραση η μία κόμη πάνω στην άλλη, υπάρχει όμως μια αλληλεπίδραση ανάμεσα στις κόμες (σκίαση). 4) Χαλαρή συγκόμωση, όταν τα δένδρα βρίσκονται σε τόση απόσταση ώστε, πρακτικά, να μην υπάρχει καμία αλληλοεπίδραση. Οι ενδιάμεσοι όμως χώροι είναι τόσο μικροί ώστε να μη μπορεί να παρεμβληθεί ένα δένδρο με κανονική κόμη. 5) Αραιή συγκόμωση, όταν τα δένδρο βρίσκονται τόση απόσταση μεταξύ τους ώστε ανάμεσα από τους διάκενους χώρους μπορεί να παρεμβληθεί ένα δένδρο με κανονική κόμη. 6) Διάκενη συγκόμωση, όταν ανάμεσα στους διάκενους χώρους μπορεί να παρεμβληθεί ολόκληρη συνδενδρία και

25 23 7) Διάσπαρτη συγκόμωση, όταν για την αποκατάσταση κανονικής συγκόμωσης απαιτείται η παρεμβολή ολόκληρων ομάδων ή και λοχμών Σύνθεση συστάδων Στη φύση συναντά κανείς τόσο μεικτές, όσο και αμιγείς συστάδες. Ωστόσο οι περισσότερες από τις αμιγείς συστάδες που σήμερα εμφανίζονται, έχουν ανθρωπογενή κυρίως προέλευση Αμιγείς συστάδες Αμιγείς θεωρούνται οι συστάδες που αποτελούνται από ένα μόνο δασοπονικό είδος. Στην πράξη όμως η έννοια αυτή είναι ευρύτερη και δέχεται τη συμμετοχή και άλλων ειδών μέχρι το ποσοστό 10% επιφανειακά, φτάνει βέβαια τα δευτερεύοντα αυτά είδη να μη μεταβάλλουν τις οικολογικές συνθήκες, τις συνθήκες του ενδοδασικού κλίματος και του εδάφους Μεικτές συστάδες Μεικτές θεωρούνται εκείνες oι συστάδες, στη σύνθεση των οποίων συμμετέχουν, εκτός από το κυρίαρχο δασοπονικό είδος, ένα ή περισσότερα άλλα είδη σε αναλογία μεγαλύτερη από 10% (γερμανικές προδιαγραφές) (Βέργος, 2000). Διαχειριζόμενα Δάση: Διαχειριστικές μορφές Δασοπονικές μορφές Φυσική αναγέννηση συστάδων Η ανάγκη ορθολογισμού και τάξης στο χρόνο των καρπώσεων αναγνωρίσθηκε έγκαιρα στη Μεσευρώπη (από τα μέσα του 18ου αιώνα), δεν συνειδητοποιήθηκε όμως από όλους και στον απαραίτητο σε κάθε περίπτωση βαθμό, εξαιτίας της πιεστικής ανάγκης για κάλυψη των συνεχώς αυξανόμενων αναγκών σε ξύλο (τεχνικό και καυσόξυλο), σε απόκτηση γεωργικής γης (εκχερσώσεις, καταπατήσεις), σε βοσκήσιμη ύλη, σε οργανική ουσία (φυσικό λίπασμα ) κ.ά. Κάτω απ αυτή την πληθώρα αναγκών και μέσα στο συγκεκριμένο κάθε φορά και σε κάθε χώρα κοινωνικοοικονομικό περιβάλλον, αναπτύχθηκαν και εφαρμόσθηκαν μέχρι : διάφορα συστήματα και μέθοδοι εκμετάλλευσης, στις περισσότερες περιπτώσεις, παρά διαχείρισης των δασών και των φυσικών πόρων, που δρουν μέσα σ αυτά. Αποτέλεσμα τέτοιας πορείας είναι και τα ελληνικά δάση με όποια μορφή, σύνθεση και παραγωγική ικανότητα κι αν εμφανίζονται σήμερα.

26 24 Εύκολα μπορεί να διαγνώσει κανείς σ αυτά την ιστορική μας πορεία και να περιγράψει με αρκετή ακρίβεια τις κοινωνικοοικονομικές συνθήκες που επεκράτησαν στα 180 χρόνια ελεύθερης ζωής της χώρας μας. Η σημερινή διαχείριση των δασών παρ ότι απέκτησε ένα πολλαπλό περιεχόμενο, για τα πολύτιμα αγαθά και υπηρεσίες που προσφέρουν στον άνθρωπο, δεν μπόρεσε δυστυχώς να απαλλαγεί από πιέσεις και επιδράσεις (εξαιτίας βόσκησης, καταπατήσεων, πυρκαγιών κ.ά.), που συχνά δυσκολεύουν τον σωστό σχεδιασμό, αλλά κυρίως την σωστή εφαρμογή και ανάπτυξή της. Η προσπάθεια όμως για σωστή διαχείριση των δασών μας θα πρέπει να συνεχιστεί και τι ενταθεί ακόμη περισσότερο, γιατί μόνο με σωστές και συνεχείς επεμβάσεις μπορεί κανείς να ελπίζει πως θα συνεχίσουν να υπάρχουν, να βελτιώνονται και να αυξάνονται τα δάση της χώρας Διαχειριστικές μορφές Ανάλογα με το είδος της αναγέννησης προκύπτουν τρεις βασικές διαχειριστικές μορφές δάσους: η πρεμνοφυής ή παραβλαστογενής μορφή, όταν η αναγέννηση γίνεται με παραβλαστήματα. η σπερμοφυής μορφή, όταν η αναγέννηση γίνεται με σπόρους φυσικά ή τεχνητά, ή με φυτάρια που έχουν παραχθεί από σπόρους. η διφυής μορφή, όταν η αναγέννηση γίνεται και με τους δύο παραπάνω τρόπους (σπόρους και πρεμνοβλαστήματα) Πρεμνοφυής μορφή Η μορφή αυτή της πλειονότητας των δασών μας είναι καθαρά ανθρωπογενής διαχειριστική μορφή. Το ξυλαπόθεμα σ αυτά δάση είναι χαμηλό και κυμαίνεται από κ.μ. στο εκτάριο. Τα παραγόμενα προϊόντα είναι κυρίως καυσόξυλα με ένα ελάχιστο ποσοστό ξυλείας κατασκευών. Εξαίρεση αποτελούν τα πολύ λίγα καστανωτά που παράγουν σε μεγάλη σχετικά αναλογία τεχνικό ξύλο. Τα παραγόμενα καυσόξυλα, κυρίως της δρυός. ευνοούνται από τη σημερινή ενεργειακή κρίση με αποτέλεσμα να διατίθενται με ευκολία στην αγορά και σε αρκετά υψηλές τιμές. Επίσης, η ανάπτυξη και εξέλιξη των βιομηχανιών ανακατασκευασμένου ξύλου δημιουργεί ευνοϊκή ζήτηση γι αυτά τα προϊόντα, τα οποία όμως παρ όλα αυτά αποτελούν υλικό ευτελούς αξίας, που

27 25 η συνέχιση της παραγωγής τους δεν μπορεί να δώσει περιεχόμενο σε μια ορθολογικά οργανωμένη δασοπονική δραστηριότητα. Βέβαια το κύριο πρόβλημα από τη διατήρηση αυτής της διαχειριστικής μορφής, δεν είναι αυτό καθεαυτό το προϊόν (καυσόξυλα), αλλά η σταδιακή υποβάθμιση του εδάφους και η έκθεση του στα νερά της βροχής. Το έδαφος σ αυτά τα δάση αποκαλυπτόμενο περιοδικά μέσα σε μικρά σχετικά διαστήματα (20-35 χρόνια) υπόκειται σε διάβρωση αφού η απουσία της βλάστησης επιτρέπει την πρόσθεση του ποσού της υδατοσυγκράτησης σε αυτό της απορροής και επιπρόσθετα η κινητική του ενέργεια παραμένει υψηλή, αυξάνοντας παράλληλα και την παρασυρτική του δύναμη. Επίσης ζημιώνεται με την απομάκρυνση σημαντικών ποσοτήτων ορυκτών συστατικών, που φεύγουν ανεπίστροφα, με την απόληψη όλου του υλικού λεπτών διαστάσεων. Στην εικ. 6 διακρίνεται πρεμνοφυής συστάδα δρυός. Εικόνα 6: Πρεμνοφυής συστάδα δρυός (από Ντάφη, 1999) Σπερμοφυής μορφή Αυτή είναι η συνηθέστερη μορφή του φυσικού δάσους. Χαρακτηριστικά γνωρίσματα σπερμοφυών δασών είναι οι μεγάλοι χρόνοι παραγωγής (περίτροποι χρόνοι), τα ψηλά ξυλαποθέματα, που κυμαίνονται ανάλογα με το είδος, την ποιότητα τόπου και τη δομή της συστάδας από κ.μ. στο εκτάριο, καθώς και η μεγάλη αναλογία σε παραγωγή τεχνικού ξύλου.

28 26 Από δασοκομική - οικολογική άποψη τα σπερμοφυή δάση προστατεύουν αποτελεσματικότερα το έδαφος, που δεν υποβαθμίζεται με την απόληψη προϊόντων ξύλου λεπτών διαστάσεων και που αντίθετα βελτιώνεται με κατάλληλους χειρισμούς. Στην εικ. 7 διακρίνεται σπερμοφυής συστάδα οξιάς. Εικόνα 7: Σπερμοφυής συστάδα οξιάς (από Ντάφη, 1999) Διφυής μορφή Αυτή είναι μια ενδιάμεση, σύνθετη διαχειριστική μορφή, που προκύπτει από την μερική αναγέννηση με σπερμοβλαστήματα και μερική με πρεμνοβλαστήματα. Η μορφή αυτή προκύπτει συχνά από την παρακράτηση πολυπεριτρόπων ατόμων σε ομάδες και λόχμες. στην πορεία έμμεσης αναγωγής πρεμνοφυών συστάδων. Χαρακτηριστικά της μορφής είναι η πολυόροφη δομή, η ποικιλία ηλικιών και περιτρόπων χρόνων, τα μέτρια ξυλαποθέματα και η μέτρια αναλογία παραγωγής τεχνικού ξύλου. Δυσκολία στο σχεδιασμό και στη διαχείριση αυτών των δασών, κυρίως όταν έχουμε σπερμοφυή ανώροφο από φωτόφυτα είδη και πρεμνοφυή υπόφορο από σκιόφυτα. Στην εικ. 8 φαίνεται διφυής συστάδα δρυός.

29 27 Εικόνα 8: Διφυής συστάδα δρυός (από Ντάφη, 1999) Δασοπονικές ή λειτουργικές μορφές Οι δασοπονικές μορφές είναι το αποτέλεσμα της μεθόδου αναγέννησης και του δασοκομικού χειρισμού που εφαρμόστηκε σε κάθε συστάδα. Διακρίνονται τρεις βασικές δασοπονικές μορφές: Ομήλικη Η ομήλικη, όταν αναγεννιέται συγχρόνως σε μεγάλη έκταση, ώστε η ηλικία των ατόμων που συνθέτουν τη νέα συστάδα να είναι περίπου η ίδια ή να διαφέρει έως 10 ή και 20 χρόνια. Είναι η απλούστερη δασοπονική μορφή και δημιουργείται μετά από αποψιλωτική υλοτομία σε μεγάλη έκταση. Η αναγέννηση στην περίπτωση αυτή θα πρέπει να εγκατασταθεί πάνω σε γυμνή επιφάνεια, χωρίς καμία προστασία από τη μητρική συστάδα. Αυτό θεωρητικά μπορεί να γίνει μόνο από ελαφρόσπορα φωτόφυτα είδη, χωρίς ιδιαίτερη δασοπονική σημασία. Στην πράξη η ανανέωση αυτών των συστάδων γίνεται τεχνητά με φυτεύσεις και σπάνια με σπορές (Σκανδιναβικές χώρες, Ρωσία, Βόρεια Γερμανία, Καναδάς, Η.Π.Α. κ.λπ.) (Ντάφης, 1999). Πλεονεκτήματα της μορφής αυτής είναι: δεν παρουσιάζει δυσκολίες στη διαχείριση, δεν απαιτεί ιδιαίτερες δασοκομικές γνώσεις. Η προσήμανση είναι εντελώς απλή και οι εργασίες συγκομιδής μπορούν να μηχανοποιηθούν πλήρως. παράγονται ομοιόμορφα προϊόντα σε μεγάλες ποσότητες

30 28 σε μικρή επιφάνεια υλοτομείται πολύς ξυλώδης όγκος, με αποτέλεσμα τη μείωση του κόστους συγκομιδής. Μειονεκτήματα της μορφής αυτής είναι: σημαντική διατάραξη της βιοκοινότητας ευπάθεια έναντι εξωτερικών κινδύνων (ανέμων, χιονιού, εντόμων. ασθενειών, πυρκαγιών κ.ά.) η συστάδα θεωρείται σαν κάτι ενιαίο, ώστε να μη μπορεί να αξιοποιηθεί η παραγωγική ικανότητα του κάθε δένδρου ξεχωριστά. Θεωρούνται όλα τα δένδρα να έχουν την ίδια ηλικία ωριμότητας, με αποτέλεσμα άλλα δένδρα να υλοτομούνται αργά και άλλα πολύ νωρίς. Στη χώρα μας τέτοιου είδους αποψιλωτικές υλοτομίες γίνονται μόνο στα πρεμνοφυή δάση. Σκέψεις εφαρμογής τους σε σπερμοφυή δάση, ακόμη και σε πευκοσυστάδες, θεωρούνται λανθασμένες και δεν θα πρέπει να γίνονται. Καλό θα ήτανε βέβαια μια τέτοια πιθανότητα να απαγορευτεί ακόμη και με νόμο. Για το ανάγλυφο, τα εδάφη και τις κλιματικές συνθήκες της χώρας μας κάθε αποψιλωτική υλοτομική επέμβαση είναι ζημιογόνα και μακροπρόθεσμα καταστροφική Κηπευτή Η κηπευτή, στην οποία η διαφορά ηλικίας των δένδρων είναι ίση με τον περίτροπο χρόνο. Σε μικρή σχετικά επιφάνεια συναντά κανείς όλες τις ηλικίες και όλες τις διαστάσεις (Ντάφης, 1999). Aποτελεί την ιδεώδη προστατευτική μορφή δάσους Στην εικ. 9 που ακολουθεί, φαίνεται δάσος ελάτης στην περιοχή του Περτουλίου. Εικόνα 9: Κηπευτό δάσος ελάτης, Δάσος Περτουλίου (από Ντάφη, 1999)

31 Υποκηπευτή Η υποκηπευτή, η οποία αποτελεί μια ενδιάμεση μορφή ανάμεσα στην ομήλικη και την κηπευτή. Συνδυάζει την κατά χώρο τάξη των ομήλικων με την δυνατότητα εκμετάλλευσης της παραγωγικής ικανότητας του κάθε ατόμου των κηπευτών συστάδων. Στην υποκηπευτή μορφή η διαφορά ηλικίας των επιμέρους ατόμων είναι ίση με κλάσμα του περιτρόπου χρόνου (30-60 χρόνια). Τα ανομήλικα αθροίσματα ομάδες, λόχμες διέπονται από κατά χώρο τάξη (Ντάφης, 1999). Tο έδαφος καλύπτεται συνεχώς από δάσος, ώστε να προστατεύεται αποτελεσματικά. Στις εικόνες 10 και 11 φαίνονται σε σκίτσο του Σ. Βέργου ομήλικη και κηπευτή συστάδα. Εικόνα 10: Ομήλικη συστάδα (Σκίτσο Σ. Βέργου) Εικόνα 11: Κηπευτή συστάδα (Σκίτσο Σ. Βέργου) Έννοιες και όροι της δασικής Υδρολογίας Υδατοσυγκράτηση Το φαινόμενο της συγκράτησης ενός μέρους των νερών της βροχής από την κόμη των δέντρων και θάμνων της δασικής βλάστησης αλλά και της απορροής ύδατος από τους κορμούς και τα κλαδιά αυτών έχει μεγάλη σημασία, αφού η δασική βλάστηση μπορεί να επηρεάζει τόσο την ποσότητα όσο και την δίαιτα των απορρεόντων νερών. Για τη μελέτη του παραπάνω φαινομένου χρησιμοποιούνται οι ακόλουθοι όροι (Κωτούλας, 1995) και (Κωτούλας, 2001) υδατοσυγκράτηση μεμονωμένου δέντρου, συστάδας, θάμνων ή ποών: είναι το ποσό της βροχόπτωσης το οποίο συγκρατείται κατά τη διάρκεια μιας χρονικής περιόδου από την κόμη των δέντρων, θάμνων ή ποών ή της κομοστέγης των συστάδων και εξατμιζόμενο επιστρέφει στην ατμόσφαιρα. Αποτελεί τη διαφορά ύψους βροχής κατά την συγκεκριμένη χρονική περίοδο μεταξύ γυμνής επιφάνειας και επιφάνειας καλυμμένης με δασική βλάστηση μετά την αφαίρεση της ποσότητας του νερού που απορρέει από τα

32 30 κλαδιά και τους κορμούς της δασικής βλάστησης. Αποτελεί ποσοστό του συνολικού ύψους βροχής. κομοδιαβροχή μεμονωμένου δέντρου, συστάδας, θάμνων ή ποών: είναι το ποσό της βροχόπτωσης το οποίο απαιτείται για να διαβραχούν οι επιφάνειες των φύλλων των κλαδιών και των βλαστών έτσι ώστε να αρχίσει η σταγονόπτωση προς το δασικό έδαφος. Αποτελεί τη μέγιστη ποσότητα νερού την οποία μπορεί να συγκρατηθεί από την κόμη της δασικής βλάστησης. κορμοαπορροή μεμονωμένου δέντρου, συστάδας, θάμνων: είναι το ποσό της βροχόπτωσης το οποίο απορρέει επί του κορμού της δασικής βλάστησης προς το δασικό έδαφος σε μία ορισμένη χρονική περίοδο. Αποτελεί ποσοστό του συνολικού ύψους βροχής. κορμοδιαβροχή μεμονωμένου δέντρου, συστάδας, θάμνων: είναι το ποσό της βροχόπτωσης το οποίο είναι αναγκαίο για την διαβροχή της επιφάνειας των κορμών και των κλαδιών της δασικής βλάστησης και να καταστεί έτσι δυνατή η έναρξη της κορμοαπορροής. Μετριέται συνήθως σε mm βροχής. διαπερώσα βροχή: είναι το ποσό της βροχόπτωσης το οποίο διαπερνά την κόμη των δασικών δέντρων και θάμνων ή την κομοστέγη των συστάδων κατά τη διάρκεια μιας συγκεκριμένης χρονικής περιόδου και φθάνει στο δασικό έδαφος. Δίνεται σε mm βροχόπτωσης ή και επί τοις % της βροχόπτωσης που καταγράφεται σε γυμνό έδαφος. Οι σταγόνες της βροχής κινούνται με μία ταχύτητα 8 m/sec και προσκρούουν πάνω στα φύλλα και τις βελόνες τις δασικής βλάστησης. Έτσι θραύεται η κινητική τους ενέργεια και επέρχεται διάσπαση σε σταγονίδια. Ένα μέρος από αυτά εκσφενδονίζεται και το υπόλοιπο συγκρατείται από τα φύλλα ή τις βελόνες με τη μορφή λεπτού υδάτινου στρώματος ή σταγόνων. Η μορφή και η ποσότητα του συγκρατούμενου νερού εξαρτάται κυρίως από το κηρώδες επίστρωμα των βελονών ή των φύλλων. Όταν είναι λεπτό αρκεί μικρή ποσότητα νερού για να διαβρέχει ολόκληρη η επιφάνεια του φύλλου. Αντίθετα όπου το στρώμα είναι παχύ, εκεί συσσωρεύονται μεγαλύτερες ποσότητες νερού με τη μορφή χονδρών σταγόνων οι οποίες εξατμίζονται ταχέως. Στα κωνοφόρα είδη η συγκρατούμενη ποσότητα του νερού συγκεντρώνεται ως επί τω πλείστων στις άκρες των βελονών. Στα είδη που οι βελόνες φύονται πυκνά όπως η ερυθρελάτη συγκρατούν περισσότερο νερό λόγω της ανωμαλίας και της ανομοιογένειας της διαμόρφωσης της κόμης τους. Γενικά όσο μακρύτερες είναι οι βελόνες, τόσο ταχύτερα διοχετεύεται το νερό προς τα άκρα των βελονών.

33 31 Στα πλατύφυλλα είδη και ιδιαίτερα σε κείνα που αναπτύσσουν πλατιά φύλλα, το συγκρατούμενο νερό συγκεντρώνεται εντός των κοιλωμάτων των φύλλων και στις ακμές αυτών, με τη μορφή χονδρών σταγόνων. Για το λόγο αυτό η υφή των φύλλων έχει ιδιαίτερη σημασία για την υδατοαποθηκευτική ικανότητα των ειδών. Φύλλα με τραχεία επιφάνεια ή πίλημα μπορούν να συγκρατήσουν περισσότερο νερό από φύλλα με λεία επιφάνεια. Επίσης η θέση των φύλλων παίζει σημαντικό ρόλο. Κεκλιμένα ή κρεμάμενα φύλλα απάγουν ταχέως το νερό. Η σταγονόπτωση από ένα φύλλο ή μία βελόνα της κόμης προς το δασικό έδαφος αρχίζει, όταν η συνολική επιφάνεια του έχει κορεσθεί με νερό δηλαδή όταν το βάρος του υπό μορφή σταγόνων συγκεντρωμένο νερό υπερβεί τις υφιστάμενες δυνάμεις συνάφειας. Κατά συνέπεια η σταγονόπτωση εξαρτάται από την ένταση της βροχής, το μέγεθος των σταγόνων αλλά και από την ένταση του ανέμου. Η δράση του ανέμου μειώνει την κομοδιαβροχή της δασικής βλάστησης. Προκαλεί κίνηση των δέντρων και έτσι ένα μέρος του συγκρατούμενου νερού αποκολλάται και πέφτει στο έδαφος ή εξατμίζεται προς την ατμόσφαιρα. Για το λόγο αυτό η συνολική κομοδιαβροχή μπορεί να διακριθεί: - παραμένουσα κομοδιαβροχή: είναι η μέγιστη δυνατή ποσότητα του νερού που μπορεί να συγκρατηθεί από την κομοστέγη της δασικής βλάστησης με παράλληλη δράση ισχυρού ανέμου. - περιορισμένη κομοδιαβροχή: είναι η ποσότητα του νερού που μπορεί να συγκρατηθεί από την κομοστέγη της δασικής βλάστησης επιπλέον της παραμένουσας κατά τη διάρκεια πλήρους νηνεμίας, δηλαδή χωρίς τη μηχανική επίδραση του ανέμου και μετά την παύση της βροχής. - προσωρινή κομοδιαβροχή: είναι η ποσότητα του νερού η οποία συγκρατείται από την κομοστέγη της δασικής βλάστησης επιπλέον της περιορισμένης και της παραμένουσας κατά τη διάρκεια της πτώσης της βροχής και υπό πλήρη νηνεμία. Η ποσότητα αυτή στραγγίζεται μετά το πέρας της βροχόπτωσης και παραμένει έτσι η περιορισμένη κομοδιαβροχή. Επομένως η παραμένουσα και η περιορισμένη κομοδιαβροχή εκφράζουν την υδατοσυγκρατητική ικανότητα της κομοστέγης της δασικής βλάστησης ενώ και οι τρεις μαζί εκφράζουν την υδατοσυγκρατητική χωρητικότητα. Επίσης το άθροισμα της προσωρινής και της περιορισμένης κομοδιαβροχής εκφράζουν τη μέγιστη δυνατή απώλεια σε κομoδιαβροχή.

34 32 Θα πρέπει να γνωρίζουμε ότι η υδατοσυγκράτηση της δασικής βλάστησης είναι πολύ μεγαλύτερη της κομοδιαβροχής της γεγονός το οποίο οφείλεται στην επανειλημμένη λειτουργία της διαδικασίας της κομοδιαβροχής κατά το χρονικό διάστημα που διαρκεί μία βροχόπτωση. Οι πρώτες μετρήσεις της υδατοσυγκράτησης των δασοσυστάδων διαφόρων δασοπονικών ειδών ξεκίνησαν το 1860 κυρίως στις ευρωπαϊκές χώρες (από Κωτούλα (1995)). Έτσι ο γερμανός Krutsch (1863) διαπίστωσε ότι η υδατοσυγκράτηση των συστάδων ερυθρελάτης ανέρχεται σε 53% της βροχόπτωσης. Ο αυστριακός Hoppe 1900, κατέγραψε υδατοσυγκράτηση, για την ερυθρελάτη 41,2%, για την πεύκη 23,8 %, την οξυά 19,5% Ο Γάλλος Mathieu (1879)για την οξυά 8,6%. Νεώτερες έρευνες κυρίως αμερικανικές, ευρωπαϊκές και ρωσικές δίνουν τις τιμές του παρακάτω πίνακα: Πίνακας 1: Τιμές υδατοσυγκράτησης για διάφορα δασοπονικά είδη (Κωτούλας, 1995): Ερυθρελάτη: 35 % Οξυά: 17,5 % Ελάτη: 42 % Δασική Πεύκη: 30 % Δρύς: 21 % Ιδιαίτερη σημασία για τη χώρα μας έχουν οι διεξαχθείσες μετρήσεις στην Τουρκία από τον Cepel το 1967 (Κωτούλας, 1995). Οι έρευνες διεξήχθησαν σε 3 συστάδες του εκπαιδευτικού δάσους της Δασολογικής Σχολής της Κωνσταντινούπολης I Συστάδα Οξιάς προερχόμενη από φυσική αναγέννηση, μέσης ηλικίας 50 ετών, μέσου ύψους 15 m και βαθμό συγκόμωσης 0,8 II Συστάδα Δρυός προερχόμενη από φυσική αναγέννηση, μέσης ηλικίας 54 ετών, μέσου ύψους 12m και βαθμό συγκόμωσης 0,7 ΙΙΙ Συστάδα Πεύκης προερχόμενη από αναδάσωση, μέσης ηλικίας 42 ετών, μέσου ύψους 13m και βαθμό συγκόμωσης 0,6

35 33 Πίνακας 2: Διαπερώσα βροχή, κορμοαπορροή και υδατοσυγκράτηση για διαφορετικά δασοπονικά είδη το χειμώνα και το καλοκαίρι (Κωτούλας, 1995) συμπερασματικά ισχύουν τα εξής: Διαπερώσα Δασοπονικό είδος και εποχή του έτους Βροχή επί γυμνού εδάφους mm Βροχή % mm Κορμοαπορροή % Υδατοσυγκράτηση % ΟΞΥΑ: ΧΕΙΜΩΝΑΣ 704,4 68,1 479,7 18,1 13,8 ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ 341,0 66,0 225,0 13,0 21,0 ΕΤΟΣ 1045,4 67,1 704,6 15,5 17,4 ΔΡΥΣ : ΧΕΙΜΩΝΑΣ 689,0 73,0 502,9 13,4 13,6 ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ 331,0 65,2 215,8 8,3 26,5 ΕΤΟΣ 1020,0 69,1 718,7 10,9 20,0 ΠΕΥΚΗ: ΧΕΙΜΩΝΑΣ 717,0 63,3 453,8 4,2 32,5 ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ 344,0 66,5 228,7 3,8 29,7 ΕΤΟΣ 1061,0 64,9 682,5 4,0 31,1 Η υδατοσυγκράτηση στα κωνοφόρα είδη ανέρχεται σε 30-40% (ελάτη 40%, ερυθρελάτη 35%, πεύκη 30%) Η υδατοσυγκράτηση στα πλατύφυλλα είδη ανέρχεται σε 18-20% (οξιά 18%, δρυς 20%) Η κομοδιαβροχή ανέρχεται στα κωνοφόρα είδη σε 1,5-4,0 mm λόγο του πυκνότερου φυλλώματος ενώ στα πλατύφυλλα είδη κυμαίνεται μεταξύ 0,5-2 mm.

36 34 Η παραμένουσα καθώς και η περιορισμένη κομοδιαβροχή ανέρχεται στο 1/3 της συνολικής κομοδιαβροχής Η εποχή του έτους ασκεί σοβαρή επίδραση στην υδατοσυγκράτηση: Η μεταβολή της υδατοσυγκράτησης στα πλατύφυλλα είδη ανέρχεται από 10 έως και 15% (οξυά 7,2%, δρυς 12,9%) Η μεταβολή της υδατοσυγκράτησης στα κωνοφόρα είδη είναι πολύ μικρότερη (πεύκη 2,8%) Η σοβαρή αυτή μείωση της υδατοσυγκράτησης στα φυλλοβόλα πλατύφυλλα είδη κατά το χειμώνα συνεπάγεται την ταυτόχρονη αύξηση της κορμοαπορροής. Η μείωση της υδατοσυγκράτησης κατά τη χειμερινή περίοδο στα κωνοφόρα οφείλεται στην υψηλή σχετική υγρασία του αέρα η οποία περιορίζει την εξάτμιση από τα φυτά γεγονός που μειώνει την υδατοσυγκράτηση Ο χαρακτήρας της βροχής και η σχετική υγρασία της ατμόσφαιρας Όσο ισχυρότερη και διαρκέστερη είναι η βροχή τόσο αυξάνεται η διερχόμενη ποσότητά της και τόσο μειώνεται η υδατοσυγκράτηση. Σε περιπτώσεις με μεγάλο ύψος βροχής, στις οποίες κυριαρχούν οι καταιγίδες και οι ισχυρές διαρκείς βροχές, η υδατοσυγκράτηση είναι μικρή και αντίστροφα. Σε υγρές περιόδους μειώνεται η υδατοσυγκράτηση ενώ σε ξηρές παρουσιάζεται σημαντικά μεγαλύτερη Το δασοπονικό είδος και η ηλικία των δέντρων Τα κωνοφόρα εμφανίζουν γενικά μεγαλύτερη υδατοσυγκράτηση από τα πλατύφυλλα η δε παρουσία δευτερεύουσας συστάδας και υπορόφου αυξάνουν τη συνολική υδατοσυγκράτηση του δάσους. Οι νεαρές συστάδες συγκρατούν λιγότερο νερό από τις ηλικιωμένες αν και σε πολύ μεγάλη ηλικία η υδατοσυγράτηση περιορίζεται. Ερυθρελάτη: πυκνοφυτεία 6%, νεοφυτεία 23%, κορμίδια 23% και κορμοί 42% (Κωτούλας, 1995). Τέλος η καλλιέργεια (αραιώσεις) μειώνει γενικά τη συνολική υδατοσυγκράτηση των δασοσυστάδων. Ο βαθμός μείωσης είναι ανάλογος της έντασης των επεμβάσεων

37 35 Μείωση του βαθμού συγκόμωσης από 0,9 σε 0,7 αυξάνει τη διαπερώσα βροχόπτωση κατά 4-8% ενώ ή παραπέρα μείωση σε 0,4 επιφέρει αύξηση της διαπεράσωσας βροχόπτωσης κατά 25%. Ιδιαίτερα πυκνοί θαμνώνες συγκρατούν σημαντικές ποσότητες βροχής, ιδίως κατά τη διάρκεια ασθενών μικρού ύψους βροχοπτώσεων. Ενίοτε η υδατοσυγκράτηση μερικών θαμνώνων υπερβαίνει την αντίστοιχη των δασοσυστάδων. (25%- 50% του ύψους βροχής) Η ποώδης βλάστηση έχει υδατοσυγκράτηση έως 6% ενώ η δασική φυλλαδα: πολύ μικρή υδατοσυγκρατητική ικανότητα Μορφή των δασοπονικών ειδών και habitus της κόμης Είδη με ευρεία, πυκνή και πολύστρωμη κόμη έχουν μεγαλύτερη υδατοσυγκράτηση (το πυραμιδοειδές κυπαρίσσι και η πυραμιδοειδής λεύκη έχουν μικρότερη υδατοσυγκράτηση σε σχέση με της υπόλοιπες μορφές των ειδών αυτών) Η κορμοαπορροή είναι μεγαλύτερη στα πλατύφυλλα από ό,τι στα κωνοφόρα. Οφείλεται στο γεγονός ότι η κορμοδιαβροχή είναι πολύ μεγαλύτερη στα κωνοφόρα καθώς και στη φυλλοβολία. Επίσης σε μερικά είδη η έκπτυξη των κλαδιών γίνεται με πολύ οξεία γωνία. Γενικά η κορμοαπορροή στα γυμνά άτομα είναι μεγαλύτερη απ ότι σ αυτά που φέρουν φύλλωμα. Φυλλοβόλα πλατύφυλλα:8-12% (οξυά 12, %, δρυς 8-10%, λεύκη 12%) Αείφυλλα πλατύφυλλα: 8-15% Κωνοφόρα 1-3% (ερυθρελάτη 1,4%, πεύκη 2-3%) H τήξη του χιονιού στις κόμες των δέντρων λόγω της πτώσης θερμής βροχής προκαλεί σημαντική αύξηση της κορμοαπορροής. Η κορμοαπορροή όπως και η υδατοσυγκράτηση επηρεάζεται σημαντικά από τη μορφή της κόμης των δέντρων. Επίσης εξαρτάται σημαντικά και από τη διαμόρφωση του φλοιού του δέντρου. Τραχύφλοια είδη (δρυς, πεύκη) εμφανίζουν μικρότερη κορμοαπορροή σε σχέση με τα λειόφλια (οξιά). Το ύψος της βροχόπτωσης που απαιτείται για την εμφάνιση του φαινομένου της κορμοαπορροής για τα κωνοφόρα ανέρχεται σε 15 mm ενώ στα λειόφλοια πλατύφυλλα αρκεί ύψος βροχής 2-5mm. Οφείλεται στο γεγονός ότι η κορμοδιαβροχή είναι πολύ μεγαλύτερη στα κωνοφόρα.

38 36 Υπάρχει η άποψη ότι το δάσος ευνοεί το σχηματισμό βροχών και η καταστροφή του μπορεί να οδηγήσει στην αποξήρανση ή την ερημοποίηση μιας περιοχής όμως η βροχή είναι φαινόμενο του οποίου τα αίτια δημιουργίας βρίσκονται ψηλά στην ατμόσφαιρα και είναι απίθανο έτσι να επιδρά σ αυτά το δάσος. Παρ όλα αυτά είναι δυνατό το δάσος σε συνδυασμό με το γήινο ανάγλυφο να προκαλέσει μικρή αύξηση της βροχής φαινόμενο όμως το οποίο έχει τοπικό χαρακτήρα. H προκαλούμενη αύξηση δεν ξεπερνά 2-3 σπάνια 5% του συνολικού ύψους βροχής Το δάσος δεν είναι το αίτιο αλλά το αποτέλεσμα της βροχής. Για το λόγο αυτό οι καλώς δασωμένες περιοχές είναι κατά κανόνα πολυομβρότερες των γυμνών περιοχών Κατά τον Perrin μικρή ψύξη του αέρα πάνω από μία δασώδη περιοχή λόγω της φωτοσύνθεσης των δέντρων μπορεί να οδηγήσει στη συμπύκνωση των υδρατμών και επομένως στο σχηματισμό βροχής Σχέσεις δάσους και νερού Δασοπονικά είδη, δάσος και νερό Η ζωή ξεκίνησε από το νερό και κάθε μορφή ζωής είναι άμεσα εξαρτημένη απ' αυτό. Αποτελεί το περισσότερο αναγκαίο ανόργανο συστατικό και το βασικό στοιχείο για όλες τις βιοχημικές διεργασίες των φυτών. Ακόμη και μικρές διακυμάνσεις στην τροφοδότηση των φυτών με νερό μπορούν να επιφέρουν σοβαρές διαταραχές και να αλλάξουν την μορφή της βλάστησης. Τα φυτά αποτελούνται κατά μεγάλο μέρος από νερό. Το πρωτόπλασμα περιέχει 85-90% νερό, το φύλλωμα 80-90%, οι ρίζες 70-95% και το φρεσκοκομμένο ξύλο μέχρι 50%. Τα φυτά μπορούν να παίρνουν νερό με όλη την εξωτερική υπέργεια επιφάνειά τους, κατά κύριο λόγο όμως ικανοποιούν τις ανάγκες τους σε νερό με την πρόσληψή του από το έδαφος, δια μέσου του ριζικού συστήματος. Επειδή τα φυτά, σε αντίθεση με τα ζώα, είναι στενά συνδεδεμένα με το σταθμό και πρέπει να τα βγάλουν πέρα με τα αποθέματα σε νερό του σταθμού, η κίνηση του νερού αποτελεί ένα από τα βασικότερα προ βλήματα της οικολογίας των φυτών και ο παράγοντας νερό είναι σημαντικότερος από τη θερμότητα γιατί επιδρά κατά πολύ δραστικότερα και άμεσα πάνω στα φυτά. Μικρές διακυμάνσεις στην τροφοδότηση των φυτών με νερό μπορούν να προκαλέσουν σοβαρές συνέπειες και να αλλάξουν τη μορφή της βλάστησης ακόμα και σε μικρό χώρο. Η βασική πηγή πρόσληψης νερού για τα δασικά δένδρα είναι φυσικά το έδαφος. Η τροφοδοσία του εδάφους σε νερό επιτυγχάνεται με τα κάθε είδους και μορφής

39 37 κατακρημνίσματα (βροχή, χιόνι κ.λ.π), που φθάνουν σ' αυτό σε διάφορες χρονικές περιόδους (Ντάφης, 1986). Το νερό όμως της ατμόσφαιρας είναι κι αυτό σημαντικό γιατί είναι η πηγή τροφοδοσίας του εδάφους με νερό και επηρεάζει επίσης τις απώλειες νερού από τα φύλλα με τη διαπνοή. Η υγρασία του αέρα μπορεί επίσης να εφοδιάσει άμεσα τα υπέργεια τμήματα των δένδρων με τη βοήθεια της δρόσου, ομίχλης ή με άλλους τρόπους Πρόσληψη και κατανάλωση νερού από τα δασικά δένδρα Τα δασικά δένδρα προσλαμβάνουν το απαραίτητο για τα βλαστητικά τους όργανα νερό κυρίως από το έδαφος. Σ' αυτό βοηθάει ένα καλά διαμορφωμένο ριζικό σύστημα που λειτουργεί εξισορροπητικά ανάμεσα στις ανάγκες των δένδρων για νερό (κατανάλωση) και στη δυνατότητα προσρόφησης και μεταφοράς. Εικάζεται πως το μέγεθος του ριζικού συστήματος, το διαθέσιμο στο έδαφος νερό για τα φυτά και η ένταση της διαπνοής των φύλλων βρίσκονται σε κάποια ποσοτική σχέση μεταξύ τους. Δεν μπόρεσε βέβαια να προσδιοριστεί κάπως αυτή η σχέση μια και συχνά συνεπιδρούν και άλλοι παράγοντες, όπως δασοπονικό είδος, σταθμός κ.λ.π. Η προσρόφηση του νερού από το έδαφος γίνεται κυρίως από τα νεώτερα τμήματα των ριζών, τα εφοδιασμένα με ριζικά τριχίδια και μυκόρριζες, που είναι ακόμη διαπερατά από το νερό. Η όλη διεργασία πρόσληψης του εδαφικού νερού και η εξισορρόπηση της υδάτινης οικονομίας μέσα στα δένδρα είναι μια διαδικασία αρκετά σύνθετη, για την οποία έχουν αναπτυχθεί διάφορες συλλογιστικές και θεωρίες. Η άποψη που γενικά επικρατεί είναι πως, η διαπνοή της κόμης των δένδρων δημιουργεί την κινητήρια προσροφητική δύναμη του νερού από τις ρίζες. Με την διαπνοή δημιουργείται έλλειψη νερού στα φύλλα και κατά συνέπεια άνοδος της οσμωτικής πίεσης στα παρεγχυματικά κύτταρα των φύλλων και υποπίεση στις υδαταγωγούς σωλήνες. Η υποπίεση αυτή μεταφερόμενη ως τα ζωντανά επιδερμικά κύτταρα της ρίζας, δημιουργεί μια διαφορά οσμωτικής πίεσης ανάμεσα στα κύτταρα και το εδαφικό νερό, η οποία και τελικά αναγκάζει το νερό να εισέλθει στα κύτταρα και απ' εκεί να κινηθεί προς τα φύλλα. Βέβαια η διαδικασία αυτή ρυθμίζεται και επηρεάζεται και από πολυάριθμους άλλους παράγοντες, όπως ανατομική ιδιορρυθμία των ειδών, ανάπτυξη και προσροφητική ικανότητα της ρίζας, θερμοκρασία και αερισμός του εδάφους, σύνθεση και πυκνότητα των εδαφικών διαλυμάτων κ.λ.π., ώστε να μη θεωρείται στη σύγχρονη οικολογική σκέψη σαν μια απλή φυσικοχημική διεργασία.

40 38 Από τις ρίζες, μετά την προσρόφηση του το νερό, θα πρέπει να μεταφερθεί σε αρκετά μέτρα ύψος για να φθάσει στα ακραία κλαδιά και φύλλα της κόμης των δένδρων, πράγμα που απαιτεί ένα καλό διαμορφωμένο υδαταγωγό σύστημα. Δομικά στοιχεία αυτού του συστήματος αποτελούν οι τραχεΐδες και οι τραχείες, που είναι σωληνοειδή υδαταγωγά στοιχεία συνδεόμενα μεταξύ τους με βοθρία ή και με απλές κυκλικές διατομές. Η διάταξη των σωληνώσεων αυτών συνήθως δεν είναι παράλληλη προς τον άξονα των δένδρων αλλά σπειροειδής με πολυάριθμες διακλαδώσεις, ώστε να μη δημιουργούνται προβλήματα από τυχόν αποφράξεις και να τροφοδοτείται η κόμη συνεχώς και ομοιόμορφα με νερό και θρεπτικά συστατικά (Ντάφης, 1986). Η κόμη είναι ο κύριος καταναλωτής νερού μέσα στο δάσος, είτε αυτό εξατμίζεται απ' ευθείας από την εξωτερική της επιφάνεια - Εξάτμιση, είτε αυτό διαπνέεται από τα φύλλα δια μέσου των στομάτων Διαπνοή (Βέργος, 2000). Η διαπνοή είναι μια απαραίτητη φυσιολογική λειτουργία των φυτών, γιατί μόνο με αυτή εξασφαλίζεται η κίνηση του νερού από του έδαφος προς τα φύλλα και μαζί με το νερό η κίνηση των θρεπτικών συστατικών, για να ολοκληρωθεί στα φύλλα η διαδικασία της αφομοίωσης. Με την διαπνοή αποδίδεται από τα φυτά νερό στην ατμόσφαιρα, όχι βέβαια ανεμπόδιστα όπως στα νεκρά σώματα, αλλά μέσα από τη ρυθμιστική λειτουργία ανοιγοκλεισίματος των στοματίων. Η λειτουργία αυτή, πέρα από την εξυπηρέτηση της αφομοίωσης, επηρεάζεται κυρίως από τη διαφορά θερμοκρασίας ανάμεσα στα φύλλα και τον αέρα, καθώς και από την υγρασία του αέρα, τον φωτισμό, την ικανότητα πρόσληψης νερού, την δομή και διάταξη των φύλλων (φωτόφυλλα, σκιόφυλλα), το δασοπονικό είδος κ.λ.π. Ειδικά ως προς τα διάφορα δασοπονικά είδη έχει διαπιστωθεί η μεγαλύτερη διαπνοή των πλατυφύλλων, σε σχέση προς τα σκιόφυτα. Βέβαια παρόμοιες παρατηρήσεις σε μεμονωμένα είδη και άτομα έχουν περιορισμένη μόνο αξία για τη δασοπονική πράξη, δεδομένου ότι διαφορετικά εμφανίζονται τα πράγματα όταν πρόκειται για δασοσυστάδες. Η διαφορά στη συνολική διαπνοή (κατανάλωση νερού), συστάδων πλατυφύλλων και κωνοφόρων δεν εμφανίζεται πλέον τόσο μεγάλη, όσο στα μεμονωμένα άτομα και πολλές φορές, ανάλογα με το σταθμό, την ηλικία και τη δομή των συστάδων, αυτή μπορεί να γίνει ακόμη και μεγαλύτερη στα κωνοφόρα, σε σχέση με τα πλατύφυλλα. Αυτό οφείλεται στη μεγαλύτερη πληρότητα του φυλλώματος των κωνοφόρων.

41 39 Η διαπνοή όμως των συστάδων, όπως προαναφέρθηκε επηρεάζεται σημαντικά από την ηλικία και την ποιότητα του σταθμού. Συστάδες μέσης ηλικίας διαπνέουν περισσότερο από αντίστοιχες μεγάλης ηλικίας καθώς και συστάδες που αναπτύσσονται σε καλές ποιότητες τόπου από εκείνες των χειρότερων ποιοτήτων τόπου. Η παραγωγικότητα της διαπνοής τέλος, δηλαδή η ξηρή ουσία, παράγεται για κάθε μονάδα βάρους νερού που καταναλώνεται (Αφομοίωση / Διαπνοή ), εξαρτάται από τις κλιματικές και εδαφικές συνθήκες, από την ηλικία της συστάδας καθώς και από το δασοπονικό είδος Διαπνοή Η περιεκτικότητα των φυτών σε νερό είναι πολύ υψηλή (στα φύλλα ανέρχεται σε 60-80% του χλωρού βάρους, στο ξύλο σε 50-60%), ενώ η ατμόσφαιρα που τα περιβάλλει σπάνια είναι κορεσμένη με υδρατμούς. Έτσι η διαπνοή, σαν απόδοση νερού από τα ζωντανά φυτά στην ατμόσφαιρα, αποτελεί μια αναγκαία φυσική αναγκαιότητα. Το γεγονός ότι η απόδοση νερού από τα φυτά δεν είναι ανεμπόδιστη αλλά ρυθμίζεται από αυτά και αποτελεί μια φυσιολογική διαδικασία, διακρίνει τη διαπνοή των ζωντανών φυτών από την εξάτμιση νεκρών σωμάτων (Ντάφης, 1986). Ρυθμιστικά όργανα της διαπνοής είναι τα στομάτια, τα οποία διαθέτουν ένα λεπτότατο μηχανισμό ανοιγοκλεισίματος. Μόνο στην κάτω επιφάνεια των φύλλων εμφανίζονται 100 μέχρι στομάτια ανά τετραγωνικό χιλιοστό. Παρόλο όμως τον μεγάλο αριθμό στοματίων η συνολική επιφάνεια που καταλαμβάνεται από αυτά ανέρχεται μόλις στο 1-3% της ολικής επιφάνειας των φύλλων. Η ένταση της διαπνοής που γίνεται από τα στομάτια εξαρτάται από τις διαφορές θερμοκρασίας ανάμεσα στα φύλλα και τον αέρα που τα περι βάλλει, από το κοροπλήρωμα, τις συνθήκες φωτισμού, την ικανότητα ανεμπόδιστου εφοδιασμού με νερό και από τη δομή των φύλλων (φωτόφυλλα, σκιόφυλλα). Μόνο με εντελώς ανοικτά στομάτια είναι δυνατή η μέγιστη διαπνοή και μόνο με εντελώς κλειστά στομάτια μειώνεται η διαπνοή μέχρι μηδενισμού. Μέσα στα όρια που προσδιορίζονται από τις δύο αυτές ακραίες περιπτώσεις καθορίζεται η ένταση της διαπνοής από τον αριθμό των στοματίων και από το εύρος του ανοίγματός τους που με τη σειρά του εξαρτάται από τις συνθήκες φωτισμού και από τον βαθμό κορεσμού των φύλλων με νερό. Ηλικία, δομή, θέση των φύλλων και σταθμικές συνθήκες (κλίμα, περιεκτικότητα του εδάφους σε νερό και θρεπτικές ουσίες) μεταβάλλουν την ένταση της διαπνοής κατά τρόπο πολυσχιδή.

42 40 Στο πρόβλημα της διαπνοής που εξαρτάται από το δασοπονικό είδος μπορεί να δοθεί απάντηση μόνο με επιφύλαξη. Κάτω από συνθήκες υπαίθριου περιβάλλοντος επηρεάζεται η ένταση της διαπνοής από όλους τους κλιματικούς και εδαφικούς παράγοντες του περιβάλλοντος. Σαν εσωτερικός (ενδογενής) παράγων υπεισέρχεται η ικανότητα ρύθμισης του ανοίγματος των στοματίων, η οποία εξαρτάται επίσης από την επίδραση των εξωγενών παραγόντων και κυρίως από το ύψος της ελεύθερης εξάτμισης. Μια οικολογική σύγκριση της διαπνοής των διάφορων δασοπονικών ειδών έχει τότε μόνο αξία, όταν τα φυτά που εξετάζονται βρίσκονται κάτω από τις ίδιες συνθήκες περιβάλλοντος. Μετρήσεις που γίνονται σε διαφορετικούς σταθμούς ή σε διαφορετικές ημέρες είναι συγκρίσιμες μόνο αν αναχθούν κάτω από ενιαίες εξωτερικές συνθήκες. Ο καλύτερος τρόπος είναι η αναγωγή τους στο ίδιο ύψος εξάτμισης (σχετική διαπνοή), οπότε εξουδετερώνεται εν μέρει η επίδραση του κλίματος. Αλλά και πάλι δεν αίρονται οι δυσκολίες, για κάθε είδος. Για αυτό οι συγκριτικές αυτές μετρήσεις χρησιμεύουν περισσότερο στο διαχωρισμό και κατάταξη των ειδών σε ορισμένους τύπους και λιγότερο στην εξακρίβωσή της διαπνοής που εξαρτάται από το είδος. Στον παρακάτω πίνακα δίνεται μια κατάταξη για μερικά δασοπονικά είδη με βάση την ημερήσια διαπνοή τους ανά γραμμάριο χλωρού βάρους των φύλλων και για σύγκριση δίνεται η αντίστοιχη διαπνοή ορισμένων φυτών της υποβλάστησης. Πίνακας 3: Ημερήσια διαπνοή δασικών δένδρων και θάμνων και μερικών φυτών της υποβλάστησης σε γραμμάρια νερού ανά γραμμάριο χλωρού βάρους (Ντάφης, 1986) Φυτικό είδος Ημερήσια διαπνοή Populus alba Eleagnus angustifolia Υβρίδια λεύκης 9-15 Betula pendula 8.1 Quercus robus 6.0 Corylus avellana 4.2 Fagus sylvatica 3.9 Larix decidua 3.8 Pinus cebra 2.2

43 41 Pinus strobus 2.1 Pinus silvestris 2.0 Picea abies 1.4 Pseudotsuga menziesii 1.3 Stachys recta 18.0 Leontodon incanus 15.0 Oxalis acetocelia Από τον παραπάνω πίνακα φαίνεται ότι τα πλατύφυλλα διαπνέουν περισσότερο από ό,τι τα κωνοφόρα και ότι τα φωτόφυτα είδη τόσο στα πλατύφυλλα όσο και στα κωνοφόρα διαπνέουν περισσότερο από τα αντίστοιχα σκιόφυτα. Αξιοσημείωτη είναι επίσης η μεγάλη διαπνοή των φυτών της παρεδαφιαίας βλάστησης, τα οποία ξεπερνούν πολύ ακόμα και τα απαιτητικότερα πλατύφυλλα. Η τελευταία αυτή παρατήρηση μας δείχνει πόσα σημαντική είναι η απομάκρυνση της υποβλάστησης για την επιτυχία των αναδασώσεων και την εξέλιξη των νεοφυτειών. Η σειρά στον παραπάνω πίνακα που μας δίνει το μέγεθος της ειδικής διαπνοής ανά μονάδα χλωρού βάρους φύλλων ή βελονών, δεν ανταποκρίνεται στην πραγματική κατανάλωση νερού από τα φυτά γιατί η οξυά για παράδειγμα μολονότι παρουσιάζει μικρή ειδική διαπνοή σε σύγκριση με τη σημύδα, επειδή έχει πολύ μεγαλύτερο βάρος φυλλώματος διαπνέει τελικά σχεδόν όσο και αυτή. Το ίδιο ισχύει για την ερυθρελάτη σε σχέση με τη δασική πεύκη η οποία διαπνέει ολικά περισσότερο από αυτήν Διαπνοή δασοσυστάδων Το πρόβλημα του προσδιορισμού του ύψους της διαπνοής των δασοσυστάδων και συνεπώς της ποσότητας του νερού που καταναλίσκεται από το δάσος έχει μεγάλη σημασία για την υδατική οικονομία γενικά. Τα αποτελέσματα από τις έρευνες που έχουν γίνει μέχρι σήμερα απέχουν σημαντικά μεταξύ τους και μερικές φορές εμφανίζονται αντιφατικά. Αυτό το γεγονός οφείλεται από το ένα μέρος στη διαφορά των σταθμολογικών συνθηκών και από το άλλο μέρος στη μέθοδο έρευνας που ακολουθήθηκε. Για αυτό και τα αποτελέσματα αυτά έχουν μια συγκριτική μόνο σημασία.

44 42 Οι μεγάλες διαφορές της ειδικής διαπνοής ανάμεσα στα πλατύφυλλα και τα κωνοφόρα μειώνονται σημαντικά στη συνολική διαπνοή των δασοσυστάδων. Αυτό οφείλεται στη μεγαλύτερη πληρότητα του φυλλώματος των κωνοφόρων. Πέρα από το δασοπονικό είδος η διαπνοή των δασοσυστάδων επηρεάζεται και από την υφή και περιεκτικότητα σε νερό του εδάφους, τις κλιματικές συνθήκες, τον ανταγωνισμό των ριζών, την παρεδαφιαία βλάστηση και από τη δομή των συστάδων η οποία εκδηλώνεται με το δημιουργούμενο ενδοσυσταδικό κλίμα. Για το ίδιο το είδος επηρεάζεται η διαπνοή των δασοσυστάδων από την ηλικία και την ποιότητα τόπου. Συστάδες μέσης ηλικίας διαπνέουν περισσότερο από της συστάδες μεγαλύτερης ηλικίας (γέρικες) και σε καλούς σταθμούς περισσότερο από ότι σε άγονους. Ο Polster το 1950 αλλά και το 1954 δίνει τις παρακάτω τιμές διαπνοής δασοσυστάδων μερικών δασοπονικών ειδών όπως αυτές παρουσιάζονται από τον Κωτούλα (1995) Πινακας 4: Διαπνοή συστάδων από πλατύφυλλα και κωνοφόρα είδη (40-50 ετών, ποιότητα τόπου ΙΙ, βλαστητικής περιόδου 120 ημέρες) Κωτούλας (1995) Δασοπονικό είδος Φυλλομάζα Μέση ημερ. Διαπνοή Ημερήσια Ετήσια t/ha σε gr Η 2 Ο ανά gr χλ. διαπνοή σε διαπνοή σε Βάρ. mm/ha mm/ha Betula verrucosa Fagus silvatica Larix decidua Pinus silvestris Picea abies Pseudotsuga menziesii Πίνακας 5: ποσότητα νερού σε χιλιοστά βροχής ανά εκτάριο που διαπνέεται σε ένα έτος και για βλαστητική περίοδο 153 ημερών (Oelker s 1930), (Από Ντάφη, 1986) Δασοπονικό είδος Διαπνοή mm/ha Λάρικα 251 Ερυθρελάτη 178 Ελάτη 143

45 43 Δασική πεύκη 93 Οξιά 248 Φράξος 171 Δρυς 164 Κατά τον Faber (Kostler, 1950), τα ξηροφυτικά κωνοφόρα καταναλίσκουν 77 mm βροχής το έτος και εκτάριο, τα ξηροφυτικά πλατύφυλλα (δρύες) 120 mm, τα μεσόφυτα κωνοφόρα (ερυθρελάτη) 215mm και μεσόφυτα πλατύφυλλα (οξιά) 260 mm. Πίνακας 6: Ετήσια διαπνοή δασοσυστάδων (Pisek και Carterichi, 1941) (Από Ντάφη, 1986) Δασοσυστάδα Ετήσια διαπνοή (mm) Picea abies 259 Pinus silvestris 309 Larix decidua Betula verrucosa 349 Quercus robur 360 Corylus avelana 414 Από τα παραπάνω στοιχεία των Pisek και Carterichi φαίνεται ότι η δασική πεύκη καταναλίσκει περισσότερο από την ερυθρελάτη, γεγονός που δεν συμφωνεί με την πείρα από την δασική πράξη, ενώ ο Schubert δίνει εντελώς διαφορετικά αποτελέσματα: Συστάδα λάρικας (60 ετών) 680 mm. Συστάδα ερυθρελάτης (100 ετών ΙΙ ποιότητας τόπου) 320 mm. Συστάδα δασικής πεύκης (100 ετών 11 ποιότητας τόπου) 160 mm Δάσος και ατμοσφαιρικά κατακρημνίσματα Δάσος και βροχές Το δάσος καταναλίσκει με την διαπνοή σημαντική ποσότητα νερού που ανέρχεται, ανάλογα με το δασοπονικό είδος και το σταθμό, σε χιλιοστά βροχής το χρόνο. Η ποσότητα αυτή αντλείται από το έδαφος που με τη σειρά του εφοδιάζεται με νερό από τα ατμοσφαιρικά κατακρημνίσματα (βροχές και χιόνια) και σπανιότερα σε

46 44 πεδιάδες ή κοιλώματα από τα υπόγεια νερά. Ο ρόλος συνεπώς των βροχών για την ευδοκίμηση του δάσους είναι σημαντικός και αποφασιστικός. Στη χώρα μας το συνολικό ύψος βροχής κυμαίνεται από 400 (ΝΑ-Ελλάδα) έως σε περιοχές μέχρι και χιλιοστά βροχής, αυξανόμενης από το Νότο προς το Βορρά και από τα ανατολικά προς τα δυτικά. Η κατανομή τους στο χρόνο δεν είναι αρμονική εμφανίζοντας συνήθως δύο μέγιστα (Φθινόπωρο - Άνοιξη) και ένα, κρίσιμο σε πολλές περιοχές, ελάχιστο κατά την καλοκαιρινή περίοδο. Σημαντικός επίσης παράγοντας σ' όλο αυτό το πλέγμα δάσος - κατακρημνίσματα είναι και ο τρόπος με τον οποίο πέφτουν οι βροχές. Τόσο η ένταση, όσο και η διάρκεια των βροχών παίζουν σημαντικό ρόλο στην ωφέλεια ή και στη ζημία που μπορεί να προκαλέσει μια βροχή. Στη χώρα μας οι ελάχιστες καλοκαιρινές βροχές πέφτουν με σφοδρότητα και μέσα σε ελάχιστο χρόνο (καταιγίδες), ώστε το μόνο αποτέλεσμα να είναι η δημιουργία χειμάρρων και η διάβρωση του παραγωγικού εδάφους. Μοναδική δυνατότητα ρύθμισης αυτού του καταστροφικού φαινομένου είναι η συνεχής δασοκάλυψη του εδάφους και η αποφυγή κάθε είδους αποψιλωτικών υλοτομιών Επίδραση του δάσους στις βροχές Τα δάση βρίσκονται συνήθως σε περιοχές με άφθονες σχετικά βροχοπτώσεις. Το γεγονός αυτό οδήγησε συχνά στη διατύπωση υποθέσεων ότι το δάσος προκαλεί αύξηση του ύψους βροχής. Οι έρευνες όμως που έγιναν πάνω σ αυτό απέδειξαν ότι οι υποθέσεις αυτές δεν ευσταθούν. Το δάσος επηρεάζει πολύ λίγο ή και καθόλου το ύψος της βροχής που πέφτει στην επιφάνεια που καταλαμβάνεται από αυτό. Μια μικρή αύξηση που ανέρχεται μέχρι 3% παρατηρείται σε περιοχές που δέχονται βροχές αναγλύφου. Η μικρή αυτή αύξηση οφείλεται πιθανόν στην παρεμπόδιση της κίνησης των ανέμων από το δάσος, οι οποίοι αναγκάζονται να ανέβουν υψηλότερα με αποτέλεσμα την υγροποίηση των υδρατμών λόγω ψύξης και τη δημιουργία βροχών. Συνεπώς το δάσος δεν είναι αίτιο αλλά το αποτέλεσμα των βροχοπτώσεων. Υπάρχει δάσος γιατί υπάρχουν βροχοπτώσεις. Σημαντική εν τούτοις είναι η αύξηση της βροχοομίχλης, ιδιαίτερα σε δάση κωνοφόρων. Όταν η υγρασία του αέρα είναι πολύ μεγάλη ή έχει σχηματισθεί ομίχλη επειδή η θερμοκρασία των βελονών και των φύλλων είναι συνήθως μικρότερη από εκείνη της ατμόσφαιρας, οι υδρατμοί που έρχονται σε επαφή μαζί τους υγροποιούνται και επικάθονται πάνω στα φύλλα και τις βελόνες. Όταν

47 45 κορεσθεί η ικανότητα συγκράτησης των βελονών ή των φύλλων αρχίζει η απόσπαση σταγόνων από αυτά και η πτώση τους στο έδαφος σαν βροχή. Το φαινόμενο αυτό καλείται βροχοομίχλη ή βρέχουσα ομίχλη. Το νερό που σχηματίζεται μ αυτόν τον τρόπο μπορεί μερικές φορές -τροπικές χώρες- να φθάσει και να ξεπεράσει το ετήσιο ύψος βροχής. Κατά τον Baumgartner (1959, 1967) (από Ντάφη, 1986) στα δάση της Βαυαρίας το ποσοστό της βροχοομίχλης σε σχέση με τα συνολικά κατακρημνίσματα φθάνει μέχρι τα 70% ενώ στις Περουανικές Άνδεις κατά τον Mayer (1975) (από Ντάφη, 1986) η ομίχλη εφοδιάζει τη βλάστηση με mm βροχής χωρίς να πέσει βροχή. Κατά τον Brechel (1970) (από Ντάφη 1996) η συμπύκνωση υδρατμών της ομίχλης στην περιοχή της Mala Raztoka ανέρχεται, σε ποσοστό επί των βροχοπτώσεων, στα 650 μ. υπερθαλάσσιο ύψος στο 1% στα 800 μέτρα, στα 21% και στα μ. στα 46%. Οι βροχοομίχλες ή καλύτερα οι ομιχλοβροχές έχουν μεγάλη σημασία για το υδατικό ισοζύγιο του δάσους γιατί ένα μεγάλο μέρος των κατακρημνισμάτων που πέφτουν σαν βροχές ή χιόνια διακρατούνται από την κομοστέγη και χάνονται Δασική βλάστηση και χιόνι Η δασική βλάστηση επηρεάζει εκτός από τη βροχή και το χιόνι. Η επίδραση αυτή οφείλεται στα εξής: Η κομοστέγη των δασικών δέντρων και θάμνων συγκρατεί σημαντική ποσότητα χιονιού, η οποία εξατμιζόμενη επιστρέφει στην ατμόσφαιρα. Η σκίαση του εδάφους που προκαλείται από την παρουσία της δασικής βλάστησης επιβραδύνει την τήξη του χιονοστρώματος. Η εκπομπή θερμικής ακτινοβολίας από την δασική βλάστηση είναι δυνατό να μειώσει το πάχος του χιονοστρώματος. Η χιονοσυγκράτηση και η προκαλούμενη επιβράδυνση της τήξης του χιονιού αποτελούν τις σημαντικότερες δραστηριότητες, γιατί από αυτές ρυθμίζεται η ποσότητα του χιονιού που θα διηθηθεί και θα απορρεύσει επιφανειακά. Για τη σπουδή των φαινομένων αυτών χρησιμοποιούνται οι παρακάτω όροι: χιονοσυγκράτηση μεμονωμένου δέντρων και θάμνων ή συστάδων είναι το ποσό του χιονιού το οποίο συγκρατείται στην κόμη των φυτών αυτών ή της κομοστέγης των δασοσυστάδων σε ένα συγκεκριμένο χρονικό διάστημα. Εκφράζεται ως ποσοστό % του συνολικού χιονιού και σπανιότερα σε mm βροχής (χιονιού).

48 46 χιονοσυγκρατητική ικανότητα μεμονωμένου δέντρων και θάμνων ή συστάδων είναι η μέγιστη δυνατή ποσότητα χιονιού την οποία μπορεί να συγκρατήσει η κόμη των φυτών αυτών ή η κομοστέγη των δασοσυστάδων. Εκφράζεται σε mm βροχής (χιονιού). διαπερνών χιόνι είναι η ποσότητα του χιονιού η οποία φθάνει στο δασικό έδαφος κάτω από την επιφάνεια που καλύπτει η κόμη των μονωμένου δέντρων και θάμνων ή η κομοστέγη των δασοσυστάδων. Εκφράζεται ως ποσοστό % του συνολικού χιονιού και σε mm βροχής (χιονιού). Χιονοσυγκρατητική ικανότητα και χιονοσυγκράτηση Η χιονοσυγκρατητική ικανότητα της δασικής βλάστησης είναι μεγαλύτερη της κομοδιαβροχής, αφού είναι δυνατό να χρησιμοποιείται ολόκληρη σχεδόν η επιφάνεια των φύλλων ενώ στην κομοδιαβροχή οι σταγόνες της βροχής συγκρατούνται σε ορισμένες θέσεις του φύλλου. Στο γεγονός αυτό υποβοηθά και η διαμόρφωση των χιονονιφάδων οι οποίες είναι μεγαλύτερες των σταγόνων και συγκρατούνται καλύτερα λόγω της στέρεας μορφής τους και της τραχύτερης επιφάνειας τους. Παρόλα αυτά η συνολική χιονοσυγκράτηση των διαφόρων δασικών φυτών εμφανίζεται μικρότερη της υδατοσυγκράτησης. Αυτό οφείλεται ότι το χιόνι παραμένει στην κόμη για μικρό χρονικό διάστημα και στη συνέχεια πέφτει στο έδαφος λόγω της επίδρασης του βάρους του ή της δράσης του ανέμου. Η χιονοσυγκρατητική ικανότητα των κωνοφόρων είναι μεγαλύτερη απ ότι των πλατυφύλλων και μπορεί να υπερβαίνει και το 25% αυτής. Η περίοδος τήξης του χιονιού επιμηκύνεται στα δάση κωνοφόρων κατά 20% περίπου ενώ στα δάση πλατυφύλλων είναι πολύ μικρότερη. χιονοσυγκρατητική ικανότητα δασοπονικών ειδών: Ελάτη, ερυθρελάτη, πεύκη, λάρυκα, φυλλοβόλα, πλατύφυλλα. Διαπερών χιόνι- παράγοντες που επηρεάζουν την ποσότητα και το χρόνο τήξης του Η ποσότητα του διαπερνόντος χιονιού εξαρτάται κυρίως από το βαθμό συγκόμωσης των δέντρων και η σχέσης τους είναι αντιστρόφως ανάλογη. Πίνακας 7: Σχέση μεταξύ βαθμού συγκόμωσης και ύψος διαπερνόντος χιονιού (Κωτούλας, 1995):

49 Βαθμός συγκόμωσης 47 ύψος διαπερνόντος χιονιού (ίντσες) 0,2 0,5 57,3 0,5 0,8 50,3 0,8 1,0 48,1 Γενικά έντονη αραίωση προκαλεί μεγαλύτερη συσσώρευση χιονιού στο δασικό έδαφος και μειώνει το χρόνο τήξης του ενώ ασθενής αραίωση επιτρέπει τη συγκέντρωση μικρότερης ποσότητας χιονιού αυξάνει όμως το χρόνο τήξης του. Η ταχύτητα τήξης του χιονιού εξαρτάται από το βαθμό συγκόμωσης των δέντρων και το δασοπονικό είδος. Σύμφωνα με τον Ρώσο Molchanov (Κωτούλας, 1995) η τήξη του χιονιού επιτυγχάνεται, σε γυμνό έδαφος σε 6-12 ημέρες, σε διάκενα δάσους σε ημέρες, σε αμιγείς συστάδες πεύκης σε ημέρες και σε μικτά δάση σε έως και 40 ημέρες. Η διατήρηση του χιονιού σε βόρειες εκθέσεις διαρκεί 5-8 ημέρες περισσότερο απ ότι σε νότιες εκθέσεις. Σε ότι αφορά την επίδραση της τήξης του χιονιού στην απορροή των υδατορευμάτων είναι παραδεκτό ότι σε μικρά χειμαρρικά ρεύματα μπορεί να επηρεάσει την απορροή κατά 2-3 ημέρες ενώ σε μεγάλα υδάτινα ρεύματα και ποταμούς η επίδραση αυτή μπορεί να παραταθεί έως και 10 ημέρες. Ο χειρισμός ενός δάσους με κατάλληλες καλλιεργητικές επεμβάσεις (υλοτομίες) είναι δυνατό να επηρεάσει σημαντικά την ποσότητα που συγκεντρώνεται στο δασικό έδαφος καθώς και την ταχύτητα τήξης αυτού. Επομένως με τον κατάλληλο χειρισμό των δασοσυστάδων μπορεί να επηρεαστεί και η δίαιτα αλλά και η ποσότητα των απορρεόντων υδάτων. Από τη χρησιμοποίηση διαφόρων μεθόδων υλοτομίας σε δάσος κωνοφόρων στη Sierra Nevada της Καλιφόρνιας διαπιστώθηκε ότι η ποσότητα του χιονιού αυξάνει και η τήξη επιβραδύνεται εάν κατά τις υλοτομίες προνοήσουμε ώστε οι νότιες εκθέσεις να σκιάζονται και οι βόρειες να προστατεύονται γενικώς από το δάσος. Για την αύξηση της υδαταποδόσεως και την επιβράδυνση της τήξης του χιονιού προτείνεται η εφαρμογή υλοτομίας κατά λωρίδες (κρασπεδικές υλοτομίες) από τα δυτικά προς τα ανατολικά και πλάτος ίσο με το ύψος της συστάδας. Εξάλλου η αραιώσεις της κομοστέγης της δασοσυστάδας αυξάνουν τη διαπερώσα ποσότητα χιονιού που φθάνει στο έδαφος επομένως και η απόδοση παραγωγή νερού

50 48 από αυτή. Επίσης με τον τρόπο αυτό αυξάνει και η ταχύτητα τήξης του χιονιού και επομένως το μέγιστο της τήξεως (αιχμή) επιτυγχάνεται νωρίτερα. Υλοτομίες κατά λωρίδες που εφαρμόσθηκαν στις δασικές εκτάσεις της Sierra Nevada είχαν ως αποτέλεσμα να αυξηθεί κατά τα 4 επόμενα έτη η απορροή κατά 80 mm (μήνες Μάιο και Ιούνιο). Με την εφαρμογή αποψιλωτικών υλοτομιών κατά λωρίδες ή με την εφαρμογή υλοτομιών σχήματος L, πλάτους ενός δέντρου επιτυγχάνεται η συγκράτηση περισσότερου χιονιού και παρατείνεται ο χρόνος τήξης. Η εφαρμογή της μεθόδου και με την απομάκρυνση του 50% του ξυλαποθέματος παρήχθηκε σημαντικά περισσότερη ποσότητα νερού απ ότι με τις συνήθεις αραιώσεις. Με τον κατάλληλο χειρισμό των συστάδων επιτυγχάνονται τα εξής: - Συγκράτηση του χιονιού στις ορεινές περιοχές και έτσι η αποτροπή της συνάθροισής του με τα απορρέοντα ύδατα και επομένως αποτροπή της συνεισφοράς του στα πλημμυρικά φαινόμενα καθώς επίσης και την αποτροπή της δημιουργίας χιονολισθήσεων. - Αποτροπή των προκαλούμενων ζημιών από την αιφνίδια τήξη του χιονιού - Καλύτερη αξιοποίηση των απορρεόντων υδάτων, προερχόμενων από την τήξη του χιονιού και παράλληλη αύξηση του πόσιμου ύδατος. Η επιμήκυνση του χρόνου τήξεως είναι δυνατό να αποτελέσει και σημαντικό μειονέκτημα, ιδιαίτερα κατά τους μήνες της άνοιξης, όταν κατά την περίοδο αυτή εμφανίζονται ραγδαίες και θερμές βροχοπτώσεις οι οποίες μπορούν να προκαλέσουν απότομη τήξη και να δημιουργήσουν έντονα πλημμυρικά φαινόμενα. Επίσης σε εδάφη που αναπτύσσονται έντονα τα φαινόμενα των ολισθήσεων η βραδεία τήξη του χιονιού επιφέρει αύξηση της διηθούμενης ποσότητας στο έδαφος και επομένως αύξηση του κινδύνου εμφάνισης των φαινομένων. Από έρευνα για την υδρολογία της Βόρειας Πίνδου (Τζάνου κ.α.) προέκυψαν τα παρακάτω συμπεράσματα: Οι περιοχές με δάση οξιάς διατηρούν για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα τη χιονοκάλυψη, εμφανίζουν ετησίως χαμηλότερα επίπεδα εξατμισοδιαπνοής σε σχέση με άλλα είδη, εκτός βέβαια από τους μήνες του καλοκαιριού. Είναι ιδανικές μορφές δασών για την προστασία των εδαφών από τη διάβρωση. Οι εκτάσεις που καλύπτονται από μαύρη και λευκόδερμη πεύκη παρουσιάζουν συγκριτικά με τη οξιά μεγαλύτερη συνολική κατανάλωση νερού, ειδικότερα από το

51 49 φθινόπωρο μέχρι την άνοιξη. Προστατεύουν όμως αποτελεσματικά τα εδάφη από τη διάβρωση Δάσος, άνεμοι και η συμβολή τους στην εξάτμιση Οι άνεμοι και γενικά κάθε κίνηση του ατμοσφαιρικού αέρα, ασκούν τόσο μια φυσιολογική όσο και μια μηχανική επίδραση πάνω στα δασοπονικά είδη και το δάσος. Η φυσιολογική επίδραση εμφανίζεται κυρίως με τον επηρεασμό της αφομοίωσης, της διαπνοής, της θερμοκρασίας των φύλλων, του ανοιγοκλεισίματος των στομάτων κ.λ.π. Κίνηση του αέρα και τροφοδότηση της επιφάνειας των φύλλων με CO 2 επιτείνει μέχρι μια ορισμένη ταχύτητα του αέρα την αφομοίωση των δασικών δένδρων. Αν επικρατούσε απόλυτη νηνεμία το στρώμα του αέρα που θα περιέκλειε τα φύλλα θα είχε μικρότερη περιεκτικότητα σε CO 2, πράγμα που θα σήμαινε και την μικρότερη αφομοιωτική δραστηριότητα και παραγωγή των δασικών δένδρων. Η μεγαλύτερη δυνατή αφομοίωση επιτυγχάνεται όμως σε κατάσταση επάρκειας σε CO 2 του ατμοσφαιρικού αέρα γύρω από τα φύλλα. Αυτό με τη σειρά του επιτυγχάνεται με τη συνεχή ανανέωση και κυκλοφορία του αέρα, δηλαδή με την κίνηση του. Δεν υπάρχουν εμφανείς μετρήσεις που να αναφέρονται στην ευνόηση της αφομοίωσης σε σχέση με την ταχύτητα του αέρα. Είναι πάντως γεγονός πως έχουμε αύξηση της αφομοίωσης, όταν αυξάνει η ταχύτητα του ανέμου και αυτό συμβαίνει μέχρι το σημείο που ο άνεμος αρχίζει να επιτείνει έντονα τη διαπνοή, προκαλώντας ισχυρή αφαίρεση νερού και τελικά κλείσιμο των στοματίων. Όλες αυτές οι φυσιολογικές των φυτών λειτουργίες βρίσκονται βέβαια σε στενή σχέση με το είδος, γι αυτό και είναι διαφορετική η θετική ή αρνητική επίδραση των ανέμων πάνω στα διάφορα δασοπονικά είδη. Τα σκιόφυτα είδη (οξυά, ελάτη κ.λ.π.) προτιμούν περισσότερο θέσεις προστατευμένες από τους ισχυρούς ανέμους απ' ότι τα φωτόφυτα είδη (πεύκες), τα οποία θα μπορούσαν να ευδοκιμήσουν ακόμα και σε ανεμόπληκτες θέσεις (ράχεις). Σημαντικά όμως ενισχύεται η αντοχή των συστάδων μετά από κατάλληλη καλλιέργεια, ώστε να επιτυγχάνεται η αναγκαία σύνθεση και δομή των συστάδων. Μικτές πολυώροφες συστάδες είναι πολύ ανθεκτικές στους ανέμους, φθάνει βέβαια να καλλιεργηθούν και διαμορφωθούν κατάλληλα. Και το δάσος με τη σειρά του ασκεί σημαντική επίδραση πάνω στην κίνηση και στην ταχύτητα του ανέμου.

52 50 Το δάσος προβάλλοντας αντίσταση με τις κόμες και τους κορμούς των δένδρων μεταβάλει την ταχύτητα και την κατεύθυνση των ανέμων, τόσο στο εσωτερικό του, όσο και στις πίσω απ' αυτό γυμνές (γεωργικές) επιφάνειες. Η ταχύτητα του ανέμου μειώνεται δραστικά από τα κράσπεδα προς το εσωτερικό των συστάδων, για να φθάσει σε ελάχιστες τιμές σε κάποιο βάθος μέσα στο δάσος, το οποίο όμως ποικίλει με την δομή των συστάδων, την διαμόρφωση των κρασπέδων, το δασοπονικό είδος κ.λ.π. Πολυώροφες συστάδες με σχετικά χαλαρά κράσπεδα ασκούν την ευνοϊκότερη επίδραση πάνω στην ταχύτητα του ανέμου, γιατί επιτρέπουν το πέρασμα του ανέμου μέσα στη συστάδα όπου και προοδευτικά μειώνουν την κινητική του ενέργεια. Αντίθετα συστάδες με κλειστά κράσπεδα εκτρέπουν τους ανέμους προς τα πάνω χωρίς να μειώνουν την κινητική τους ενέργεια Υγρασία του εδάφους και δάσος Η υγρασία του εδάφους αποτελεί έναν από τους σημαντικότερους και εμφανέστερους οικολογικούς παράγοντες στην ανάπτυξη των δασικών δένδρων. Η έλλειψη υγρασίας στο έδαφος περιορίζει την ανάπτυξη των δασικών δένδρων περισσότερο από κάθε άλλο οικολογικό παράγοντα. Όλες οι βασικές ανάγκες και λειτουργίες των φυτών ικανοποιούνται και κινητοποιούνται από την επάρκεια νερού στο έδαφος και κατά συνέπεια στους φυτικούς ιστούς (φωτοσύνθεση, διαπνοή κ.λ.π.). Δεν είναι όμως μόνο οι φυσιολογικές λειτουργίες των φυτών που επηρεάζονται από τη διαθέσιμη στο έδαφος υγρασία, αλλά και μια σειρά από άλλους σημαντικούς επίσης περιβαλλοντικούς παράγοντες, όπως η θερμοκρασία εδάφους, αερισμός, μικροβιολογική δραστηριότητα, διάλυση και μεταφορά θρεπτικών συστατικών. Τα δασικά δένδρα καταναλώνουν με την διαπνοή τους τεράστιες ποσότητες νερού για την παραγωγή οργανικής ουσίας. Η ποσότητα αυτή κυμαίνεται για τα σπουδαιότερα δασοπονικά είδη από 170 kg μέχρι 500 kg για την παραγωγή 1kg ξηρής οργανικής ουσίας. Τα σκιόφυτα καταναλώνουν λιγότερο νερό σε σύγκριση με τα φωτόφυτα : οξυά 170 kg, ψευδοτσούγκα 173 kg, ερυθρελάτη 231 kg, δασική πεύκη 300 kg, και δρυς 344 kg (Παπαμίχος, 1985). Βέβαια ο συντελεστής αυτός διαπνοής δεν εξαρτάται μόνο από το δασοπονικό είδος, αλλά και από τις κλιματοεδαφικές συνθήκες. Γίνεται δε μεγαλύτερος για τα διάφορα δασοπονικά είδη όσο το κλίμα είναι ξηρότερο και το έδαφος φτωχότερο.

53 51 Βέβαια και σ' αυτό το σημείο θα πρέπει ίσως για άλλη μια φορά να τονισθεί πως όσο σπουδαίος και εάν είναι ο παράγοντας νερό, η κανονική ανάπτυξη των δασικών δένδρων εξαρτάται από την συνεπίδραση όλων των περιβαλλοντικών παραγόντων. Αυτονόητο είναι φυσικά πως σε κλιματοεδαφικές συνθήκες σαν αυτές της χώρας μας (ξηροθερμικές), ο παράγοντας "εδαφικό νερό" παίζει αποφασιστικό ρόλο στο είδος, τη μορφή, ακόμη και σ' αυτή την ίδια την ύπαρξη της δασικής βλάστησης. Έτσι δεν είναι τυχαίο που η δασοκομική μας πράξη αναφερόμενη στην ποιότητα του δασικού τόπου, έχει σαν κύριο σημείο αναφοράς τις συνθήκες υγρασίας του εδάφους, απ' όπου κι αν αυτή η κατάσταση επηρεάζεται (κλίση, έκθεση στον ορίζοντα, φυσικοχημικές ιδιότητες του εδάφους κ.λ.π.). Τα δασοπονικά είδη κατατάσσονται σε σχέση με τις απαιτήσεις τους σε υγρασ, στις ακόλουθες κατηγορίες (Ντάφης, 1986). Υγρόφυτα είδη: Αυτά που απαιτούν υγρά μέχρι κάθυγρα εδάφη, όπως μαύρη κλήθρα, ιτιές, χνοώδης σημύδα. Μεσοϋγρόφυτα είδη: Αυτά που απαιτούν υγρό μέχρι νωπό έδαφος, όπως υψηλή φράξος, ποδισκοφόρος δρυς, λεύκες, πεδινή και ορεινή φτελιά, ίταμος. Μεσόφυτα είδη: Αυτά που απαιτούν νωπό μέχρι μέτρια νωπό έδαφος, όπως η ερυθρελάτη, λεύκη ελάτη, οξυά, ορεινή σφένδαμος, βετουλοειδής γαύρος, καρυδιά, καστανιά, αγριοκερασιά, υβριδογενής ελάτη, πλατανοειδής σφένδαμος, απόδισκος δρυς, φιλύρα, τρέμουσα λεύκη, βαλκανική πεύκη. Μεσοξηρόφυτα είδη: Αυτά που απαιτούν μέτρια νωπό έδαφος, αντέχουν όμως και σε μέτρια ξηρό έδαφος, όπως πλατύφυλλη δρυς, φράξος η όρνος, αριά, κεφαλληνιακή ελάτη, πεδινή σφένδαμός, σορβιά η οικιακή κ.ά. Ξηρόφυτα είδη: Αυτά που αντέχουν σε ξηρά εδάφη (ξηράντοχα), όπως μαύρη πεύκη, δασική πεύκη, χαλέπιος, τραχεία, κουκουναριά, κυπαρίσσι, χνοώδης δρυς, πρίνος, λευκή σημύδα, σορβιά η αριά κ.ά. Κύριο στοιχείο αυτής της διάκρισης αποτελεί η εξάπλωση των ειδών, χωρίς φυσικά να λαμβάνονται υπόψη ο ανταγωνισμός μεταξύ των ειδών, που σε πολλές περιπτώσεις παίζει καθοριστικό ρόλο σ' αυτή την εξάπλωση. Φωτόφυτα είδη ξηρών περιοχών ευδοκιμούν άριστα με την μέγιστη απόδοσή τους σε συνθήκες μεσόφυτων σταθμών. Απλά απ' αυτούς τους σταθμούς "εκδιώκονται" αργά ή γρήγορα εξαιτίας έντονου ανταγωνισμού και "υποχρεώνονται" να αντέξουν τις ξηροφυτικές συνθήκες (πεύκες).

54 52 Τα δασικά εδάφη, σε σχέση με τις επικρατούσες συνθήκες υγρασίας μπορούν να διακριθούν σε δύο μεγάλες κατηγορίες : σε εδάφη των υψηλότερων θέσεων, των οποίων η βλάστηση δεν επηρεάζεται από το υπόγειο νερό και σε εδάφη των χαμηλότερων θέσεων, στα οποία οι ρίζες των δένδρων μπορούν να φθάσουν μέχρι τη στάθμη του υπόγειου νερού και να τροφοδοτηθούν απ' αυτό. Τα δασικά εδάφη της χώρας μας ανήκουν κυρίως στην πρώτη κατηγορία, με περιορισμένη την εμφάνιση της δεύτερης σε μικροκοιλώματα ορεινών περιοχών και φυσικά στα περισσότερα γεωργικά εδάφη που χρησιμοποιούνται για τις φυτείες λεύκης (παραποτάμιες συνήθως εκτάσεις). Το δάσος, όπως έχουμε ήδη αναφέρει, επηρεάζει σημαντικά την υδατική οικονομία του εδάφους. Από τη μια μεριά με τις κόμες, τους κορμούς και τις ρίζες, υποχρεώνει το νερό των κατακρημνισμάτων να φθάσει ομαλά στην επιφάνεια του εδάφους και να εισχωρήσει μέσα σ' αυτό και από την άλλη αποτελεί τον σπουδαιότερο καταναλωτή του εδαφικού νερού. Κατά την διάρκεια της βλαστητικής περιόδου έχουμε έντονη κατανάλωση νερού με αποτέλεσμα να μειώνεται η υγρασία του εδάφους σ' όσο βάθος φθάνει το ριζικό σύστημα των δένδρων Δασικός χούμος και νερό Το επιφανειακό οργανικό στρώμα των δασικών εδαφών, το οποίο αποτελείται από τα νεκρά μέρη των φυτών (φύλλα, κλαδιά, φλοιός κ.α.) σε διάφορο βαθμό αποσύνθεσης χαρακτηρίζεται ως δασικός τάπητας. (Τάντος 1997). Ο δασικός τάπητας μειώνει την επιφανειακή απορροή και την εξάτμιση του εδαφικού νερού και προστατεύει το έδαφος από τη διάβρωση (Proe 1986, Παπαμίχος 1980, Pase- Dumroese και συν. 1991). O χούμος έχει πολύ μεγάλη σημασία για την παραγωγικότητα των δασικών εδαφών. Η ποσότητα και το είδος του χούμου επηρεάζει σημαντικά τη γονιμότητα των δασικών εδαφών. Oι φυσικές, χημικές και βιολογικές ιδιότητες των εδαφών γενικά βελτιώνονται με το χούμο, με αποτέλεσμα oι συνθήκες αύξησης των φυτών και των μικροοργανισμών να γίνονται καλύτερες. Η οργανική ουσία του εδάφους αυξάνει σημαντικά την ικανότητα συγκράτησης νερού από το έδαφος. Ο δασικός τάπητας τροποποιεί και μεταβάλλει το μικροκλίμα και ιδίως τη θερμοκρασία και υγρασία του εδάφους. Περιορίζει την εξάτμιση του εδαφικού νερού και τις ακραίες θερμοκρασίες του εδάφους και εξασφαλίζει καλύτερες συνθήκες για τη

55 53 δράση των μικροοργανισμών και της μεσοπανίδας. Προστατεύει κατά τον καλύτερο τρόπο το έδαφος από τη διάβρωση, γιατί δραστικά περιορίζει την επιφανειακή απορροή του νερού και βοηθάει την απορρόφηση και αποθήκευσή του στο έδαφος. Με τον τρόπο αυτόν αυξάνεται το διαθέσιμο νερό για την αύξηση της βλάστησης και την τροφοδοσία των πηγών και των ρευμάτων. Το πρόβλημα της διάβρωσης των ορεινών δασικών εδαφών θα λυθεί αποτελεσματικά μόνο με την εγκατάσταση ικανοποιητικής προστατευτικής βλάστησης και τη δημιουργία ικανοποιητικού πάχους δασικού τάπητα και χούμου στην επιφάνεια του εδάφους (Παπαμίχος, 1985). Τεράστια είναι επίσης η ευεργετική επίδραση της οργανικής ουσίας στη δομή των εδαφών, που έχει σαν άμεσο αποτέλεσμα τη βελτίωση του πορώδους, του αερισμού και της διείσδυσης του νερού και των ριζών (Παπαμίχος, 1985) Δασικά εδάφη και υδρολογικός κύκλος Ο υδρολογικός κύκλος, σε τοπική τουλάχιστον κλίμακα, επηρεάζεται άμεσα από το έδαφος και τη δασική βλάστηση. Το δασικό έδαφος επηρεάζει άμεσα τον υδρολογικό κύκλο με την επίδρασή του στη διείσδυση και διήθηση του νερού, την επιφανειακή απορροή και την ικανότητά του να συγκρατεί διάφορες ποσότητες νερού και έμμεσα με την επίδρασή του στη βλάστηση. Ο άνθρωπος με τους διάφορους χειρισμούς και τη χρήση του εδάφους και της βλάστησης μπορεί να επηρεάζει σημαντικά το ρυθμό της επιφανειακής απορροής και της διήθησης, καθώς και την αποθήκευση του νερού στο έδαφος Επίδραση επιφανειακών ιδιοτήτων στον υδρολογικό κύκλο Η μηχανική σύσταση, η δομή και το βάθος του εδάφους, μαζί με τη φύση και την ποσότητα του εδαφικού τάπητα, επηρεάζουν τη διείσδυση και συγκράτηση του νερού στο δασικό έδαφος. Για την κίνηση του νερού τόσο μέσα στο έδαφος, όσο και πάνω στην επιφάνειά του, εκτός από τους παραπάνω εδαφικούς παράγοντες, μεγάλη σημασία έχει και η τοπογραφία της επιφάνειας του εδάφους και κυρίως ο βαθμός κλίσης, το μήκος και η μορφή που έχουν οι πλαγιές. Είναι σχεδόν βέβαιο ότι ένα δασικό έδαφος με κανονικό δάσος και δασικό τάπητα μπορεί να απορροφήσει ακόμη και τις πιο δυνατές και παρατεταμένες βροχές, ώστε να μην παρατηρείται επιφανειακή απορροή ακόμη και σε τόπους με μεγάλες κλίσεις (Παπαμίχος, 1985).

56 54 Ο δασικός τάπητας συγκρατεί σημαντικές ποσότητες νερού, οι οποίες μπορεί να φτάσουν κατά τον Helvey (1971) το % του βάρους του. Ο Armson (1977) αναφέρει μέσες τιμές συγκράτησης νερού από το δασικό τάπητα, σε μέσες κανονικές καταστάσεις δασών, 10 έως 30mm. Από τους Golding και Stanton (1972) βρέθηκε ο δασικός τάπητας, σε δάση Pinus contorta, ερυθρελάτης και ελάτης, να συγκρατεί περίπου 2mm νερού ανά 1cm πάχους του δασικού τάπητα. Οι απώλειες λόγω εξάτμισης του νερού που συγκρατείται στο δασικό τάπητα φαίνεται να είναι σχετικά μικρές κάτω από πυκνές συστάδες. Κατά τους Helvey και Ρatric (1965), οι απώλειες αυτές σε δάση πλατύφυλλων αντιπροσωπεύουν το 2 έως 5% των ετήσιων βροχοπτώσεων. Παρόμοιες τιμές αναφέρει και ο Rowe (1955) για 5cm δασικού τάπητα σε δάση Pinus ponderosa και Pinus radiata στην Καλιφόρνια (ΗΠΑ). Μια γενική ιδέα της επίδρασης του δασικού τάπητα στην επιφανειακή απορροή, διήθηση και εξάτμιση του νερού δίνεται στον πίνακα. Πίνακας 8: Επιφανειακή απορροή, διήθηση και εξάτμιση του νερού σε γυμνό έδαφος και σε παρακείμενο που καλύπτεται από δασικό τάπητα σε δάσος Ρinus ponderosa (προσαρμογή του Παπαμίχου (1985) από Rowe (1955)). Κατάσταση εδάφους Ετήσιες Bροχοπτώσεις (mm) Επιφανειακή Aπορροή (mm) Διήθηση (mm) Εξάτμιση (mm) Γυμνό έδαφος Δασικός τάπητας Επιφανειακή απορροή, διάβρωση Επιφανειακή απορροή παρατηρείται όταν η ένταση της βροχής υπερβαίνει την ταχύτητα απορρόφησης και διείσδυσης του νερού στο έδαφος, μετά την πλήρωση των μικροκοιλωμάτων της επιφάνειας του εδάφους. Σχεδόν χωρίς εξαίρεση η απορρόφηση του νερού των βροχών από το έδαφος των δασικών εδαφών είναι πάντοτε επιθυμητή. Αντίθετα, η επιφανειακή απομακρύνει το νερό, το οποίο είναι απαραίτητο για την καλή ανάπτυξη της δασικής βλάστησης, την ομαλή τροφοδοσία των πηγών, των ρευμάτων και των υπόγειων αποθεμάτων. Παράλληλα, η επιφανειακή απορροή προκαλεί διάβρωση του εδάφους και καταστροφικές πλημμύρες στις πολύτιμες πεδινές εκτάσεις.

57 55 Η βλάστηση τόσο με τα ζώντα φυτά, όσο και με τα νεκρά υπολείμματα (ρίζες, φύλλα κλπ.) με τα οποία συνεχώς εφοδιάζει το έδαφος, ασκεί μια πολύ ευεργετική επίδραση στην απορρόφηση και διήθηση του νερού στο έδαφος και στον περιορισμό της επιφανειακής απορροής. Η ταχύτητα διείσδυσης του νερού στο έδαφος στην αρχή είναι σχετικά μεγάλη. Μετά όμως αρχίζει να περιορίζεται και τελικά, στις παρατεταμένες βροχές και όταν το έδαφος βραχεί σε μεγάλο βάθος, η ταχύτητα διείσδυσης του νερού ισούται με την ταχύτητα διήθησης και εξαρτάται κυρίως από τη διηθητικότητα των οριζόντων Β και C. Συνήθως η διηθητικότητα των επιφανειακών στρωμάτων στα δασικά εδάφη είναι πολύ μεγάλη, ώστε να μην παρατηρείται επιφανειακή απορροή ακόμη και στις βροχές μεγάλης έντασης. Σε καλά δασωμένες λεκάνες, οι απορροές των ρευμάτων είναι κανονικές, σχετικά σταθερές, με όχι μεγάλη μείωση, κατά τη διάρκεια του θέρους και με μικρές πλημμυρικές παροχές. Αυτά τα επιθυμητά χαρακτηριστικά αυξάνουν με την ύπαρξη μεγάλου πορώδους και μεγάλου βάθους. Το πορώδες αυξάνει με την αποσύνθεση των υπολειμμάτων και την ανάμειξη του χούμου, καθώς και με το πλούσιο και ισχυρό ριζικό σύστημα. Η επίδραση όμως του πορώδους αρχίζει και λειτουργεί μετά τη διείσδυση του νερού στα επιφανειακά στρώματα. Κατά συνέπεια πολύ μεγάλη είναι και η σημασία της διείσδυσης του νερού η οποία εξασφαλίζεται με το δασικό τάπητα. Επιφανειακή και χαραδρωτική διάβρωση δεν παρατηρείται σε αισθητό βαθμό στα δασικά εδάφη, όταν ο δασικός τάπητας παραμένει αδιατάρακτος. Όταν όμως ο δασικός τάπητας διαταραχτεί έντονα ή καταστραφεί είτε από τυχαία γεγονότα, όπως πυρκαγιές, είτε από κακό χειρισμό, όπως εκχέρσωση και γεωργική καλλιέργεια, αποψιλωτικές υλοτομίες, υπερβόσκηση, με αποτέλεσμα το έδαφος να παραμένει γυμνό, τότε ο κίνδυνος διάβρωσης είναι μεγάλος. Ο κίνδυνος αυτός είναι μεγαλύτερος για τα λεπτά αργιλώδη εδάφη και για εκτάσεις με μεγάλες κλίσεις. Η διάβρωση επίσης επηρεάζεται πάρα πολύ από τα χαρακτηριστικά των βροχών. Επειδή η ενέργεια για τη διάσπαση των συσσωματωμάτων και τη διασπορά του εδάφους οφείλεται στην κινητική ενέργεια των σταγόνων της βροχής, σταγόνες με διάμετρο 4,5 mm έχουν 500 φορές μεγαλύτερη ενέργεια από σταγόνες με διάμετρο 1,0 mm. Επίσης, βροχή με ένταση 75 mm/hr έχει 100 φορές μεγαλύτερη ενέργεια από βροχή με ένταση 50 mm/hr. Επομένως, η διάβρωση αυξάνεται τρομακτικά με την ένταση της βροχής.

58 56 Ο Pereira (1973) αναφέρει ότι οι υδρολογικές συνθήκες σε μια λεκάνη απορροής στην Αυστραλία, άλλαξαν απότομα μετά από μια καταστροφική πυρκαγιά. Βροχές που κανονικά αναμένονταν να δώσουν υδατοπαροχές 60 έως 80 mm έφτασαν να δίνουν 270 mm και η διάβρωση και μεταφορά φερτών υλικών 100πλασιάστηκε. Όπως αναφέρεται από τον Penman (1963), οι Swith και Grabb μέτρησαν στο Μίchigan (ΗΠΑ) διάβρωση 500 έως 1000 φορές και απορροή 8 φορές μεγαλύτερη σε εκτάσεις που καλλιεργούνται γεωργικά, από ότι σε όμοια παρακείμενα δάση. Σε άλλη περίπτωση, βρέθηκε η ετήσια ποσότητα του διαβρωμένου εδάφους, σε συνεχώς καλλιεργούμενες γεωργικά εκτάσεις, να είναι περίπου 80 ton/ha ενώ όταν το έδαφος ήταν συνεχώς καλυμμένο με βλάστηση η αντίστοιχη ποσότητα ήταν 0,8 ton/ha. Κατά τον Frournier (1960) (από Παπαμίχο, 1985) οι περισσότερο εντυπωσιακές μορφές διάβρωσης παρατηρούνται στις ημίξηρες περιοχές, όπου η μικρή βροχόπτωση δεν ευνοεί την ανάπτυξη πυκνής προστατευτικής βλάστησης και κυρίως, όπως στις περιπτώσεις του μεσογειακού τύπου κλίματος, η βροχόπτωση αυτή παρατηρείται σε λίγες αλλά ραγδαίες βροχές. Σε περισσότερο υγρές περιοχές, βροχές με την ίδια ένταση προκαλούν αισθητή διάβρωση μόνο όταν η φυσική βλάστηση καταστραφεί. Συχνά, μεγάλος είναι ο κίνδυνος διάβρωσης στην προπαρασκευή των εδαφών για τεχνητή αναγέννηση και μάλιστα όταν οι κλίσεις είναι μεγάλες και χρησιμοποιούνται βαριά μηχανήματα και έντονη διατάραξη του εδάφους. Στις περιπτώσεις αυτές θα πρέπει να λαμβάνονται όλα τα απαραίτητα μέτρα για τον περιορισμό της διάβρωσης στο ελάχιστο. Βαθιά καλλιέργεια του εδάφους σε λωρίδες, σύμφωνα με τις χωροσταθμικές καμπύλες και, κατά το δυνατό, χωρίς αισθητή μετακίνηση των επιφανειακών στρωμάτων του εδάφους, θεωρείται ικανοποιητική μέθοδος, γιατί αυξάνει την απορρόφηση, τη διήθηση και τη συγκράτηση του νερού και περιορίζει την απορροή και διάβρωση. Ο Megahan (1972) εξετάζοντας τα προβλήματα των διαβρώσεων, τα οποία προκύπτουν σαν συνέπεια δασοκομικών και διαχειριστικών χειρισμών στα δασικά εδάφη των ΗΠΑ, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι κατά το μεγαλύτερο μέρος οι διαβρώσεις οφείλονται στους δασικούς δρόμους. Ο αναφέρει ότι στις βόρειες περιοχές των ΗΠΑ μελέτες και παρατηρήσεις της Δασικής Υπηρεσίας έδειξαν ότι το 90% περίπου των φερτών υλικών που προέρχονται από εκμεταλλευόμενα δάση, οφείλονται στους δρόμους. Σοβαρά φαινόμενα διάβρωσης παρατηρούνται συχνά και σε δασικούς δρόμους που κατασκευάζονται πρόχειρα στη χώρα μας Οι δασικοί δρόμοι θα πρέπει να σχεδιάζονται με πολλή προσοχή, να καταβάλλεται προσπάθεια να αποφεύγονται οι ασταθείς θέσεις

59 57 και η κατασκευή τους να γίνεται επιμελημένα και κατά τρόπο που να μην παρατηρείται σημαντική διάβρωση (Παπαμίχος, 1985). Από την άποψη της γενικής σταθερότητας των χερσαίων οικοσυστημάτων, η διάβρωση του εδάφους είναι η δύναμη που έχει τη μεγαλύτερη δυνατότητα να αποσταθεροποιεί τα οικοσυστήματα. Η διάβρωση όχι μόνο ελαττώνει τα θρεπτικά στοιχεία, και την ικανότητα του συστήματος να αποθηκεύει νερό, αλλά λόγω απώλειας κολλοειδών μειώνει σημαντικά και την ικανότητα επαναφοράς του συστήματος στην προηγούμενη παραγωγική κατάσταση. Επειδή ο εμπλουτισμός του εδάφους σε κολλοειδή είναι μια βραδεία διαδικασία, σε περίπτωση σοβαρής διάβρωσης το οικοσύστημα θα χρειαστεί μεγάλο χρόνο να επανέλθει στην αρχική παραγωγικότητα. Συχνά σε περιοχές με απότομες κλίσεις, παρατηρούνται φαινόμενα ολίσθησης, δηλαδή μετακίνηση μεγάλων μαζών εδάφους. Ολισθήσεις συνήθως συμβαίνουν όταν υπάρχει σε μικρό ή μεγαλύτερο βάθος στο έδαφος αδιαπέραστο στρώμα, όπου συγκεντρώνεται νερό και σχηματίζεται ολισθηρό επίπεδο. Καθώς η υγρασία του εδάφους αυξάνει, οι δυνάμεις συνοχής μεταξύ των κόκκων του εδάφους ελαττώνονται, ενώ το βάρος του εδάφους αυξάνεται και εξαρτάται πλέον από την κλίση, αν το έδαφος θα έχει τη δυνατότητα να παραμείνει στη θέση του. Το ριζικό σύστημα των δέντρων αυξάνει σημαντικά τη δυνατότητα του εδάφους να ανθίσταται στις ολισθήσεις, εκτός από τις περιπτώσεις όπου έχουμε βαθιές ολισθήσεις και σι ρίζες των δέντρων δε φτάνουν μέχρι το επίπεδο ολίσθησης. Στη χώρα μας, ολισθήσεις παρατηρούνται συχνά στην περιοχή του φλύσχη. Η ταχεία απομάκρυνση του νερού από ραγδαίες βροχές έχει σαν συνέπεια, εκτός από τη διάβρωση και τις καταστροφικές πλημμύρες, και την απομάκρυνση και απώλεια στη θάλασσα μεγάλης ποσότητας γλυκού νερού. Στο μεσογειακό τύπο κλίματος οι μεγάλες βροχοπτώσεις παρατηρούνται συνήθως στη χειμερινή περίοδο που το νερό πολύ λίγο χρησιμοποιείται, αλλά ούτε και είναι εύκολη η κανονική χρησιμοποίηση τεράστιων ποσοτήτων νερού, συχνά πλούσιου σε στερεά υλικά που προσφέρεται για μικρό σχετικά διάστημα αμέσως μετά από μεγάλες βροχοπτώσεις. Η ποσότητα του νερού, καθώς και η κανονική και ομαλή παροχή των πηγών και ρευμάτων, έχει πολύ μεγάλη σημασία για την οικονομία της χώρας μας. Το δασικό έδαφος, πλούσια διασωληνωμένο με ρίζες μέχρι μεγάλο βάθος και με το δασικό τάπητα στην επιφάνειά του, αποτελεί άριστο φίλτρο για παραγωγή καθαρού νερού και το καλύτερο μέσο για την ομαλό τερη κίνηση του νερού των βροχών στις απότομες ορεινές εκτάσεις της χώρας μας.

60 Δάσος και υπόγειο νερό Η στάθμη ή η επιφάνεια του υπεδάφιου νερού ή το ανώτερο τμήμα της κορεσμένης με νερό υπόγειας εδαφικής ζώνης, παρουσιάζει κάτω από την επίδραση των βροχών διακυμάνσεις, αντικατοπτρίζοντας τις διακυμάνσεις της ποσότητας του υπόγειου νερού. Οι διακυμάνσεις αυτές μπορούν να φθάσουν και τα 1,50 2,00 m και εξαρτώνται ισχυρά από την τοπική διαμόρφωση της περιοχής. Το 1868 έγιναν οι πρώτες αναδασώσεις με ευκάλυπτο σε ελώδη περιοχή της Ρώμης με αποτέλεσμα την πτώση του υπόγειου νερού και την εξαφάνιση της ελονοσίας. Μετρήσεις του υπόγειου νερού στις στέπες και σε δασικές εκτάσεις της Ρωσίας έδειξαν ότι το υπόγειο νερό βρίσκεται βαθύτερα στο έδαφος των δασών. (3-10 m και m) To βάθος της στάθμης του υπόγειου ύδατος εξαρτάται εκτός των άλλων (ποσότητα, κατανομή βροχής, υπόγεια συλλεκτήρια λεκάνη, υγρασία εδάφους, πάχος διαπερατών εδαφικών στρωμάτων, κλίση υδροφόρων στρωμάτων) και από την κατανάλωση του νερού από τα διάφορα δασικά είδη. Η παρουσία του χούμου εμποδίζει τη δασοσυστάδα να επηρεάσει σημαντικά το υπόγειο νερό. Εάν δε το νερό βρίσκεται βαθύτερα από τα 3,30 m τότε η δράση του μηδενίζεται. Αισθητή γίνεται η επίδραση του δάσους όταν το υπόγειο νερό αναπτύσσεται σε βάθος 2,0 m ενώ η μέγιστη επίδρασή του ασκείται όταν αυτό βρίσκεται περίπου στο 1,0 έως 1,5 m. Η διαφορά του βάθους του υπόγειου νερού μεταξύ του γυμνού και του δασικού εδάφους αποδίδεται σχεδόν αποκλειστικά στο φαινόμενο της διαπνοής. Έτσι η διαφορά είναι μεγαλύτερη σε περιβάλλοντα που ευνοούν την εξατμισιδιαπνοή, με δασοπονικά είδη με μεγάλες απαιτήσεις σε νερό και σε ανεπτυγμένες συστάδες Δάσος και πηγές Στην αρχαία Ελλάδα επικρατούσε η άποψη ότι τα δάση αυξάνουν γενικά τόσο την παροχή όσο και τον αριθμό των πηγών. Συνδύαζαν δε τη λειψυδρία με την αποδάσωση μιας περιοχής. Μια άποψη που ακόμη και σήμερα επικρατεί στο λαό: τα δάση τα λεγόμενα κεφαλάρια θεωρείται ότι πέρα από την προστατευτική τους επίδραση επενεργούν ευνοϊκά και στις πηγές. Γενικά οι πηγές εξαπλώνονται εκτός των ορίων των δασών.

61 59 Υλοτομίες συστάδων είχαν ως αποτέλεσμα την αύξηση των παροχών των πηγαίων υδάτων. Στις περιπτώσεις κατά τις οποίες το υπόγειο νερό βρίσκεται σε μικρό βάθος έτσι ώστε να μπορεί να επηρεαστεί από το ριζικό σύστημα των δέντρων το δάσος μπορεί να προκαλέσει πτώση της στάθμης του και επομένως επιδρά δυσμενώς στην δίαιτα και την αυτή ύπαρξη των πηγών. Στις περιπτώσεις που το βάθος αυτών είναι μεγάλο είναι δυνατό το δάσος να επιδρά ευμενώς καθόσον εξαναγκάζει τα ύδατα να ρέουν αργά και μέσω του δασικού εδάφους αυξάνοντας έτσι το ποσό του νερού που διηθείται και εμπλουτίζει τους υπόγειους υδροφορείς Έκθεση στον ορίζοντα και νερό Σε νότιες εκθέσεις η θερμοκρασία του εδάφους και των φυτών είναι μεγαλύτερη σε σχέση με το οριζόντιο έδαφος, η εξάτμιση είναι εντονότερη, ενώ το εύρος της θερμοκρασίας γίνεται μεγαλύτερο. Τα φυτά διαπνέουν εντονότερα, ενώ το έδαφος, λόγω της ισχυρότερης εξάτμισης, είναι ξηρότερο και η όλη ανάπτυξη των φυτών εμφανίζεται καχεκτικότερη, η δε αναγέννηση του δάσους γίνεται δυσκολότερη. Στις βόρειες εκθέσεις η πορεία της θερμοκρασίας είναι ομοιομορφότερη, το εύρος της θερμοκρασίας μικρότερο, η εξάτμιση του εδάφους είναι μικρότερη και η διαπνοή των φυτών χαλαρότερη. Η έκθεση του εδάφους μπορεί να επηρεάσει επίσης την επίδραση των ανέμων. Ανάλογα με τη θέση τους σε σχέση με την κατεύθυνση των ανέμων διακρίνουμε προσήνεμες και υπήνεμες πλαγιές. Η επίδραση των ανέμων εξαρτάται και από τη φύση τους. Ξηροί άνεμοι εντείνουν τη διαπνοή των δένδρων και την εξάτμιση του εδαφικού νερού και έτσι δημιουργούνται στις προσήνεμες πλαγιές δυσμενείς συνθήκες για την ανάπτυξη της δασικής βλάστησης. Ομβροφόροι άνεμοι δημιουργούν ευνοϊκές συνθήκες στις προσήνεμες πλαγιές ενώ οι υπήνεμες βρίσκονται στη σκιά της βροχής. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελούν οι ανατολικές και δυτικές πλαγιές του Χολομώντα, των Πιερίων, του Ολύμπου,της Οσσας και του Πηλίου. Έτσι π.χ. στην Όσσα η απαιτητικότερη σε υγρασία οξιά εμφανίζεται μόνο στις ανατολικές πλαγιές, οι οποίες βλέπουν προς τη θάλασσα, ενώ λείπει από τις υπήνεμες, προς τους ομβροφόρους, ανέμους δυτικές πλαγιές Η επίδραση του δάσους στην απορροή

62 60 (Τα στοιχεία που παρατίθενται στη συνέχεια είναι από το βιβλίο του Κωτούλα, (1995) Μαθήματα δασικής υδρολογίας και δεν έχει παραπομπές σε βιβλιογραφικές αναφορές στις οποίες θα μπορούσαμε να ανατρέξουμε, ένεκα του διδακτικού σκοπού του). Οι πρώτες συστηματικές έρευνες για τη σπουδή του φαινομένου της επιφανειακής απορροής έγιναν από τον Ελβετό Engler κατά τα έτη σε δύο χειμάρρους της περιοχής του Emmental, στη Βέρνη. Τα πειράματα συνεχίστηκαν μέχρι το 1959 οπότε ο Casparis ανακεφαλαίωσε τα αποτελέσματα. Ο χείμαρρος Sperbelgraben ήταν καλυμμένος από κηπευτό δάσος ερυθρελάτης κατά 97% ενώ ο χείμαρρος Rappengraben είχε ποσοστό δάσωσης 35,1%. Η λεκάνη απορροής του πρώτου έχει έκταση 55,8 ha και το μέσο ετήσιο ύψος βροχής ανέρχεται σε 1589 mm. Η λεκάνη απορροής του δεύτερου έχει έκταση 59,2 ha και μέσο ετήσιο ύψος βροχής 1536 mm. H απορρέουσα ποσότητα από τη δασωμένη λεκάνη είναι σαφώς μικρότερη εκείνης από την μερικώς δασωμένη λεκάνη και επομένως το δάσος προκαλεί μία γενική μείωση της απορροής. Πίνακας 9: Aπορροή σε δασωμένη και μερικώς δασωμένη λεκάνη απορροής (Κωτούλας 1995) Χείμαρρος Sperbelgraben Rappengraben Ύψος βροχής (mm) Απορροή (mm) (%) Επίσης η επίδραση του δάσους επί της ελάχιστης και της μέγιστης απορροής συνίσταται αφενός μεν στην απάλυνση- μείωση των πλημμυρικών αιχμών αφετέρου στην αύξηση των απορρεόντων χαμηλών υδάτων. Στο δασικό έδαφος η απορροή λαμβάνει χώρα βραδέως και κατά το μεγαλύτερο ποσοστό της εντός της δασικής φυλλάδας και του δασικού εδάφους (υποδερμικά), σε αντίθεση με το γυμνό έδαφος όπου λαμβάνει χώρα κυρίως επιφανειακά. Έτσι κατά τον Burger στο δασικό έδαφος μετά από βροχή 50 mm και διάρκειας 50 δεν παρατηρείται καμία μεταβολή στην απορροή ενώ επί των γυμνών βοσκομένων εδαφών μετά από βροχή ύψους 10 mm απορρέει επιφανειακά το 20 έως και 40 % της συνολικής βροχόπτωσης.

63 61 Στο γεγονός αυτό συντελεί και το μεγαλύτερο πορώδες και η μεγαλύτερη υδατοδιαπερατότητα των δασικών εδαφών, γεγονός που οφείλεται πάλι στην ευνοϊκή επίδραση του δάσους. Επίσης ο κίνδυνος της εκ της απορροής διάβρωσης περιορίζεται στο ελάχιστο. Ο Burger κατέγραψε μετά από βροχόπτωση 37 mm απορροή 840 l/sec.km2 στη δασωμένη λεκάνη ενώ στη γυμνή λεκάνη, 3150 l/sec.km2 την τριπλάσια περίπου ποσότητα. Επίσης η επίδραση του δάσους επί της ελάχιστης και της μέγιστης απορροής συνίσταται αφενός μεν στην απάλυνση- μείωση των πλημμυρικών αιχμών αφετέρου στην αύξηση των απορρεόντων χαμηλών υδάτων. Αμφιβολίες υπήρξαν κυρίως για την άποψη ότι το δάσος αυξάνει την ποσότητα των χαμηλών νερών, καθώς τα αποτελέσματα διαφόρων ερευνητικών εργασιών υπήρξαν αντιφατικά. Έτσι ο αμερικανός Jonson ισχυρίζεται ότι η υλοτομία δάσους πλατυφύλλων επιφέρει αύξηση των χαμηλών νερών ο δε Nakano απέδειξε ότι η απομάκρυνση του δάσους αυξάνει τα χαμηλά νερά έως και 84%. Οι Banks και Kromhout απέδειξαν ότι η αναδάσωση μιας λεκάνης απορροής μετά από την πάροδο 10 ετών μειώνει την ελάχιστη θερινή παροχή κατά 26%. Σήμερα λοιπόν επικρατεί η άποψη ότι το δάσος προκαλεί μείωση των χαμηλών νερών γεγονός που έχει μεγάλη σημασία για τη χώρα μας. Παρόμοιες έρευνες έχουν γίνει από τους αμερικανούς Bates και Henry στο Κολοράντο με τη μόνη διαφορά ότι και οι δύο περιοχές ήταν δασωμένες από την αρχή. Γινόταν καταγραφή των βροχοπτώσεων απορροών υδατοσυγκράτησης και εξατμισιδιαπνοής για μία δεκαετία με σκοπό τη διαπίστωση του βαθμού ομοιότητας των λεκανών. Η μία λεκάνη παρέμεινε ως έχει ενώ η άλλη υλοτομήθηκε αποψιλωτικά. Οι αυτές μετρήσεις συνεχίσθηκαν για μία ακόμη δεκαετία. Πίνακας 10: Διαφορά απορροής μετά από υλοτομία (Κωτούλας, 1995) Χείμαρρος Ύψος βροχής (mm) Απορροή (mm) Προ υλοτομίας: Α Β Μετά την υλοτομία: Α Β

64 62 Ενδιαφέροντα επίσης είναι τα πειράματα των αμερικανών Jonson και Conver οι οποίοι διαπίστωσαν ότι μετά την απομάκρυνση του θαμνώδες υπόροφου και χωρίς να θιγεί ο κύριος δενδρώδης όροφος της συστάδας αυξήθηκε η απορροή κατά 15 mm. Κατά τα πειράματα στο Harz της Γερμανίας από το Keller διαπιστώθηκε ότι μετά την απομάκρυνση της δασικής βλάστησης και την χημική καταπολέμηση των παραβλαστημάτων αυξήθηκε η υδαταπορροή κατά 29%. Ο Xirata διαπίστωσε ότι επήλθε αύξηση του απορρέοντος νερού κατά 15% μετά την υλοτομία δάσους, ποσότητα ίση με την υδατοσυγκράτηση. Ο Takeda συνέκρινε δύο λεκάνες με ποσοστό δασοκάλυψης 69 και 100% αντίστοιχα (3000 mm). Από τη δασωμένη λεκάνη απέρρευσε το 70% ενώ από τη δεύτερη το 85%. Ο Νakano επίσης παρατήρησε ότι μετά την υλοτομία του δάσους η μέση ετήσια απορροή αυξήθηκε κατά 8 24% ενώ το μέγιστο των απορροών κατά %. Από τα αναφερθέντα συμπεραίνουμε ότι το δάσος προκαλεί μείωση της ετήσιας απορροής σε ποσοστό κυμαινόμενο % μείωση των πλημμυρικών αιχμών σε ποσοστό 30 60% και μείωση των ελαχίστων υδάτων σε ποσοστό μέχρι 20%. Πέραν αυτών όμως το δάσος εξαναγκάζει το νερό να ρέει βραδέως και διαμέσου του δασικού εδάφους Ποσοστό δάσωσης και απορροή Γίνεται δεκτό ότι όσο μικρότερο είναι το ποσοστό δάσωσης μιας λεκάνης απορροής τόσο μεγαλύτερη είναι η απορρέουσα ποσότητα νερού. Έτσι ο Molchanov, (Κωτούλας, 1995) δίνει την εξής σχέση μεταξύ ποσοστού δασώσεως και συντελεστή απορροής: Ποσοστό δάσωσης : Συντελεστής απορροής: 0,7 0,3 0,13 0,10 0,04 Η σχέση ποσοστού δάσωσης και απορροής φαίνεται σχηματικά στην εικ. 15.

65 63 0,8 συντελεστής απορροής 0,7 0,6 0,5 0,4 0,3 0,2 0, ποσοστό δασοκάλυψης Εικόνα 12 : Ποσοστό δάσωσης και απορροή (Κωτούλας, 1995) Αύξηση της δάσωσης της λεκάνης απορροής κατά % επιφέρει στα γυμνά εδάφη σημαντική μείωση του συντελεστή απορροής. Κατά αναλογία δεχόμαστε ότι επιφέρει και σημαντική αύξηση του ποσοστού που διηθείται στο έδαφος Αναδασώσεις και απορροή Μεγάλο ενδιαφέρον παρουσιάζει η μελέτη της επίδρασης των αναδασώσεων επί του φαινομένου της υδαταπορροής από την ίδρυση των φυτειών μέχρι και την πλήρη ωρίμανση αυτών. Έτσι ο Hibbert (από Κωτούλα, 1995) δίνει τα παρακάτω αποτελέσματα για την επίδραση της υδαταπορροής κατόπιν αποψιλωτικής υλοτομίας επαναδημιουργούμενου δάσους κατά τα πρώτα δέκα έτη μετά την υλοτομία: Έτος (μετά την υλοτομία): Απορροή (mm βροχής) : Η πορεία της απορροής φαίνεται στην εικ. 16.

66 64 Εικόνα 13: Πορεία της απορροής μετά από αποψιλωτική υλοτομία (Κωτούλας, 1995) Έτσι σε λεκάνη απορροής 800ha της οποίας το δάσος καταλαμβάνει το 58% της έκτασής της (από 35%) η υδαταπορροή μειώθηκε σε μία 15ετία, ετησίως κατά 9 mm βροχής. Συμπερασματικά μπορούμε να πούμε ότι οι αναδασώσεις επιφέρουν γενικά σημαντική μείωση της απορροής και ιδιαίτερα των πλημμυρικών αιχμών, η επίδραση της δασικής βλάστησης είναι κατά πολύ ισχυρότερη κατά τα πρώτα έτη της εγκατάστασής της Παράγοντες που επηρεάζουν την απορροή Οι βασικοί παράγοντες που επηρεάζουν την απορροή είναι: το κλίμα, το ανάγλυφο, η βλάστηση και το γεωλογικό υπόθεμα. 1. Γεωλογικό υπόθεμα και δασικό έδαφος: είναι γνωστό ότι η κοκκομετρική σύσταση επηρεάζει την απορροή. Έτσι εάν η απορροή σε δασικό πηλώδες έδαφος θεωρηθεί ίση με 100% τότε σε αμμοπηλώδες ανέρχεται σε 25-30% και σε αμμώδες έδαφος σε 10-15%. Επίσης τα ασβεστολιθικά πετρώματα έχουν πολύ μεγάλο βαθμό υδατοπερατότητας ιδιαίτερα σε σχέση με τα σταθερά πετρώματα (κρυσταλλοπυριγενή) όπως ο γρανίτης. Αντίστοιχα μειώνεται η διηθούμενη ποσότητα του νερού στο έδαφος. 2. Το ανάγλυφο και ιδιαίτερα η κλίση του εδάφους: διαδραματίζει σημαντικό ρόλο καθώς όσο αυξάνει η κλίση αυξάνει και η ταχύτητα του νερού καθώς και η παρασυρτική του δύναμη. Στην περίπτωση των χειμάρρων που προαναφέρθηκαν μετά από την εφαρμογή τεχνητής βροχής διαπιστώθηκε ότι σε κλιτείες της δασωμένης λεκάνης και με κλίση 75

67 65 85% η απορροή λαμβάνει χώρα διαμέσου του εδάφους ενώ στη γυμνή λεκάνη απορροής ήδη υπό κλίση 50% το νερό ρέει επιφανειακά. Κατά τον Molchanov η εντός του δάσους απορρέουσα ποσότητα είναι πολύ μικρή μέχρι κλίση 22ο εάν δε διαταράσσεται η δασική φυλλάδα. Εάν διαταραχθεί από την παρουσία βοσκώντων ζώων επέρχεται αύξηση της επιφανειακής απορροής και προκαλεί διαβρώσεις. Επίσης η υγρασία του εδάφους μπορεί να επηρεάσει σημαντικά την απορροή. Έτσι μετά από μία καταιγίδα ύψους 18mm με υγρό καιρό το ποσοστό της απορροής ανήλθε σε 45% ενώ καταιγίδα 58mm με ξηρό καιρό απέδωσε απορροή διάρκειας 12 ωρών και μόνο το 13% του νερού της βροχής Καθαρή και απορροική βροχή Μια σημαντική διαδικασία στην υδρολογική ανάλυση είναι ο υπολογισμός της ποσότητας και της κατανομής του μέρους της βροχής που μετατρέπεται σε επιφανειακή και άμεση απορροή. Το νερό της βροχής (P), που προκαλεί απορροή, τυπικά ικανοποιεί τις ακόλουθες διαδικασίες. Ένα μέρος γυρίζει πίσω στην ατμόσφαιρα με τις διαδικασίες της εξάτμισης και διαπνοής (ΕΤ). Επειδή οι συνθήκες που επικρατούν κατά τη διάρκεια της βροχής δεν είναι ευνοϊκές για έντονο ρυθμό εξάτμισης και διαπνοής, το νερό που πάει στη διαδικασία αυτή είναι πολύ λίγο. Ένα άλλο μέρος της βροχής συγκρατείται από τη φυτοκόμη (I c ). Το μέγεθός του, που εξαρτάται από την πυκνότητα και το είδος της φυτοκάλυψης, είναι πάντοτε σημαντικό και θεωρείται ότι χάνεται όλο πίσω στην ατμόσφαιρα με εξάτμιση. Από την υπόλοιπη βροχή, ένα μέρος συγκρατείται από τις κοιλότητες ου εδάφους (D s ), διηθείται στο έδαφος (I f ), αποθηκεύεται στην επιφάνεια (S d ) και απορρέει επιφανειακά (SRO). Το μέρος της βροχής που δίνει την επιφανειακή απορροή λέγεται καθαρή βροχή (NP) (Παπαμιχαήλ, 2004). Από το νερό που διηθήθηκε, ένα μέρος του κινούμενου πλευρικά μπορεί να εμφανιστεί πάλι στην επιφάνεια του εδάφους ή στην κοίτη του ρεύματος με τη μορφή ενδορροής. Το άθροισμα της ενδορροής και της επιφανειακής απορροής ονομάζεται άμεση απορροή. Το μέρος της βροχής που δίνει την άμεση απορροή λέγεται απορροική βροχή (Παπαμιχαήλ, 2004). Με βάση τα παραπάνω, μπορούν να γραφούν σχέσεις της μορφής: P= ET+ I c + I f + S d + SRO ή SRO = P - I c - I f - S d - ΕΤ

68 66 Οι σχέσεις αυτές, που είναι γνωστές σαν σχέσεις του υδρολογικού ισοζυγίου, δείχνουν ότι η επιφανειακή απορροή είναι το υπόλοιπο που μένει από τη βροχή μετά την αφαίρεση των κάθε φύσης απωλειών. Η εκτίμηση της καθαρής και της απορροικής βροχής παρουσιάζει πολύ ενδιαφέρον στην υδρολογική ανάλυση, προϋποθέτει δε την εκτίμηση των ποσοτήτων του νερού της βροχής που ικανοποιούν τις διάφορες διαδικασίες όπως είναι η εξατμισοδιαπνοή, η διήθηση που διαμορφώνει αφενός την ενδορροή και αφετέρου τη βασική απορροή και η συγκράτηση από τη φυτοκάλυψη (Παπαμιχαήλ, 2004) Εξατμισοδιαπνοή E Πολλές δημοσιεύσεις που έχουν γίνει κατά καιρούς δείχνουν ότι η εξατμισοδιαπνοή αποτελεί ένα από τα πιο δημοφιλή αντικείμενα, που έχουν μελετηθεί, τόσο στην υδρολογία, όσο και στις αρδεύσεις. Οι διάφοροι υπολογισμοί και μετρήσεις της εξατμισοδιαπνοής που έχουν γίνει χρησιμοποιούν διάφορους τρόπους και μεθοδολογίες. Αξιοποίηση των ιστορικών δεδομένων ή συγκρίσεις δεν είναι δυνατές, αν προηγουμένως δεν ξεκαθαριστεί τι ακριβώς αντιπροσωπεύουν. Για το λόγο αυτό και για την εξεύρεση ενός κοινού παρονομαστή, είναι χρήσιμο να παρατεθούν οι ορισμοί που είναι σε κοινή χρήση και αναφέρονται στις διαδικασίες μέτρησης και υπολογισμού της εξατμισοδιαπνοής. Ομαδοποίηση των ορισμών αυτών έχει δοθεί από τον Παπαζαφειρίου (1999). Εξάτμιση, Ε, είναι η φυσική διαδικασία με την οποία ένα στερεό ή υγρό σώμα μεταπίπτει στην αέρια φάση. Στην υδρολογία, η εξάτμιση περιορίζεται στη μεταβολή του νερού από την υγρή στην αέρια φάση. Δυναμική εξάτμιση, Ε είναι η εξάτμιση από μια επιφάνεια όπου όλες σι επαφές της με την ατμόσφαιρα είναι υγρές, έτσι που δεν υπάρχει κανένας περιορισμός της έντασης της εξάτμισης που να οφείλεται στην επιφάνεια. Το μέγεθος της Ε εξαρτάται κατά κύριο λόγο από τις συνθήκες που επικρατούν στην ατμόσφαιρα και την ανακλαστικότητα της επιφάνειας, αλλά παραλλάσσει ανάλογα με τα γεωμετρικά χαρακτηριστικά της επιφάνειας, όπως είναι η αεροδυναμική τραχύτητα. Εξατμισοδιαπνοή ΕΤ, είναι η συνδυασμένη διαδικασία με την οποία νερό μεταφέρεται προς την ατμόσφαιρα με τη διαπνοή από τα φυτά και την εξάτμιση από την επιφάνεια του εδάφους και την επιφάνεια των φύλλων, όταν αυτά είναι υγρά. Δυναμική εξατμισιδιαπνοή ΕΤ είναι η ένταση (ρυθμός) με την οποία το νερό, κάτω από συνθήκες πλήρους διαθεσιμότητας, απομακρύνεται από το υγρό έδαφος και τις φυτικές

69 67 επιφάνειες. Η δυναμική εξατμισοδιαπνοή εκφράζεται είτε σαν ροή λανθάνουσας θερμότητας ανά μονάδα επιφάνειας, λετ p είτε σαν ισοδύναμο πάχος εξατμιζόμενου νερού ανά μονάδα χρόνου, ΕΤ p. Εξατμισοδιαπνοή καλλιέργειας αναφοράς (ή βάσης), ΕΤ r είναι η ένταση με την οποία νερό, εφόσον είναι άμεσα διαθέσιμο, απομακρύνεται από τις εδαφικές και φυτικές επιφάνειες μιας καλλιέργειας αναφοράς. Καλλιέργειες αναφοράς είναι ο χορτοτάπητας με ομοιόμορφο ύψος 8-15mm ή η μηδική με μέσο ύψος 50 mm. Οι επιφάνειες των φύλλών της καλλιέργειας αναφοράς, τυπικά, δεν είναι υγρές. Η εξατμισοδιαπνοή καλλιέργειας αναφοράς ή απλώς εξατμισοδιαπνοή αναφοράς, εκφράζεται είτε σαν ροή λανθάνουσας θερμότητας ανά μονάδα επιφάνειας, λετ r είτε σαν ισοδύναμο τάχος εξατμιζόμενου νερού ανά μονάδα χρόνου, ΕΤ r. Εξατμισοδιαπνοή καλλιέργειας, ΕΤ είναι η ένταση με την οποία νερό, εφόσον είναι άμεσα διαθέσιμο, απομακρύνεται από τις εδαφικές και φυτικές επιφάνειες μιας καλλιέργειας που αναπτύσσεται δυναμικά (είναι δηλαδή ελεύθερη από ασθένειες και οποιουσδήποτε άλλους παράγοντες ανασχετικούς της ανάπτυξης και έχει στη διάθεσή της όλα τα απαιτούμενα θρεπτικά συστατικά) και επιτυγχάνει το μέγιστο της ανάπτυξης και απόδοσης, κάτω από τις επικρατούσες συνθήκες του περιβάλλοντος, στο οποίο αναπτύσσεται. Η συνήθης έκφρασή της είναι σε ισοδύναμο πάχος εξατμιζόμενου νερού ανά μονάδα χρόνου. Πραγματική εξατμισοδιαπνοή καλλιέργειας, ΕΤ a είναι η ένταση με την οποία νερό, εφόσον είναι άμεσα διαθέσιμο, απομακρύνεται από τις εδαφικές και φυτικές επιφάνειες μιας καλλιέργειας που αναπτύσσεται κάτω από συγκεκριμένες συνθήκες. Η συνήθης έκφρασή της είναι σε ισοδύναμο πάχος εξατμιζόμενου νερού ανά μονάδα χρόνου Συγκράτηση από τη φυτοκάλυψη Τον υδρολόγο ενδιαφέρει κυρίως η ποσότητα και η ένταση με την οποία φθάνει στην επιφάνεια του εδάφους το νερό της βροχής. Ένα μέρος από τη βροχή που πέφτει μπορεί να πιαστεί από τα υπέργεια τμήματα των φυτών που καλύπτουν το έδαφος και στη συνέχεια να εξατμισθεί. Η ποσότητα αυτή του νερού που πιάνεται από τα φυτά αναφέρεται σαν συγκράτηση και το νερό που χάνεται απώλεια συγκράτησης. Το πόσο νερό μπορεί να συγκρατηθεί εξαρτάται από το είδος και την πυκνότητα της φυτοκάλυψης όπως και από τα χαρακτηριστικά της βροχής και του αέρα. Η σοβαρότητα του παράγοντα αυτού φαίνεται από το γεγονός ότι σε υγρές δασωμένες περιοχές οι απώλειες συγκράτησης κυμαίνονται από 10 μέχρι 25% του ετήσιου ύψους

70 68 βροχής, ενώ σε σχετικά ξερές περιοχές το ποσοστό αυτό είναι μεγαλύτερο (Παπαμιχαήλ, 2004). Αν μια έκταση είναι φυτοκαλυμμένη, το νερό της βροχής πιάνεται και αναδιανέμεται από τη βλάστηση με τη μορφή ενδοβροχής, κορμορροής και εξάτμισης (απώλειες συγκράτησης). Ενδοβροχή είναι το μέρος της βροχής που περνώντας μέσα από το φύλλωμα των φυτών πέφτει στο έδαφος. Κορμορροή είναι το μέρος της βροχής που πιάνεται αρχικά από τα υπέργεια μέρη των φυτών και στη συνέχεια κυλάει προς το έδαφος ακολουθώντας τα κλαδιά και τον κορμό. Όταν αρχίσει η βροχή, το νερό της συγκρατείται από το φύλλωμα σχηματίζοντας ένα λεπτό στρώμα πάνω στην επιφάνεια κάθε φύλλου. Το πάχος του στρώματος αυτού εξαρτάται από το είδος των φύλλων, τη θέση τους και την επιφανειακή τάση που αναπτύσσεται ανάμεσα στο νερό και την επιφάνεια των φύλλων. Αν βροχή εξακολουθήσει να πέφτει και δεν φυσά καθόλου αέρας, μετά από κάποια ποσότητα τα φύλλα δε μπορούν να κρατήσουν περισσότερο νερό. Το επιπλέον νερό είτε πέφτει στο έδαφος σαν ενδοβροχή ή κυλάει προς το έδαφος σαν κορμορροή, γεμίζοντας ενδιάμεσα τις κοιλότητες που συναντά στους κλάδους και τον κορμό. Η μέγιστη ποσότητα νερού που μπορεί να συγκρατηθεί από μια φυτοκόμη λέγεται αποθηκευτική ικανότητα συγκράτησης. Κατά τη διάρκεια μιας βροχής, κάτω από συνθήκες νηνεμίας, μετά την ικανοποίηση της αποθηκευτικής ικανότητας συγκράτησης, νερό φθάνει στο έδαφος σαν ενδοβροχή και κορμορροή, ενώ ένα μέρος εξατμίζεται από τα φύλλα και συνεχώς αναπληρώνεται. Μετά την παύση της βροχής, στο φύλλωμα παραμένει ακόμη το αποθηκευμένο νερό που στη συνέχεια εξατμίζεται. Έτσι, όταν δεν φυσάει, η απώλεια συγκράτησης θα είναι ίση με τη μέγιστη αποθηκευτική ικανότητα συγκράτησης και το νερό που εξατμίσθηκε από το φύλλωμα κατά τη διάρκεια της βροχής. Αν η βροχή ακολουθείται από αέρα η κατάσταση γίνεται διαφορετική. Ο αέρας κουνάει τα φύλλα και περιορίζει κατά πολύ την αποθηκευτική τους ικανότητα. Ο περιορισμός αυτός είναι τόσο μεγαλύτερος όσο πιο δυνατός είναι ο αέρας. Ακόμη και μετά το σταμάτημα της βροχής, ο αέρας ρίχνει στο έδαφος ένα μεγάλο μέρος του νερού που έχει συγκρατηθεί στο φύλλωμα. Από την άλλη μεριά, η εξάτμιση κατά τη διάρκεια της βροχής είναι σημαντικά μεγαλύτερη λόγω του αέρα. Σε γενικές γραμμές ο αέρας έχει σχεδόν σαν αποτέλεσμα τον περιορισμό των απωλειών συγκράτησης (Παπαμιχαήλ, 2004).

71 Μέτρηση των απωλειών συγκράτησης Η μέτρηση των απωλειών συγκράτησης γίνεται κατά έμμεσο τρόπο με τη βοήθεια σχέσεων της μορφής: I c =P-T f -S f όπου: I c είναι οι απώλειες συγκράτησης. Ρ είναι το ύψος βροχής που μετριέται πάνω από το φύλλωμα, T f είναι η ενδοβροχή και S f είναι η κορμορροή. Για να βρεθούν δηλαδή οι απώλειες συγκράτησης πρέπει σε κάποια θέση ταυτόχρονα να γίνουν μετρήσεις βροχής, ενδοβροχής και κορμορροής. Ιδιαίτερη προσοχή πρέπει να δοθεί κατά την επιλογή των θέσεων που θα εγκατασταθούν τα βροχόμετρα, όπως και στον απαιτούμενο αριθμό τους. Η εγκατάσταση γίνεται κατά κανόνα σε μεγάλα ανοίγματα του δάσους που βρίσκονται κοντά στις θέσεις που γίνεται η μέτρηση της συγκράτησης. Τα ανοίγματα αυτά πρέπει να έχουν την ίδια κλίση και προσανατολισμό με τις θέσεις του προσδιορισμού της συγκράτησης, τα δε βροχόμετρα πρέπει κατά κανόνα να προστατεύονται από ασπίδες. Όσον αφορά τον αριθμό των βροχομέτρων, οι Helvey και Patrich (1965) συμπέραναν ότι για τις περισσότερες περιπτώσεις 2 με 4 από αυτά δίνουν συνήθως ικανοποιητικά αποτελέσματα. Αν στο δάσος δεν υπάρχουν μεγάλα ανοίγματα, τα βροχόμετρα τοποθετούνται σε μικρότερα, με την προϋπόθεση ότι σε γωνία 450 από το χείλος των βροχομέτρων δεν υπάρχουν εμπόδια οποιασδήποτε μορφής. Ο τρόπος με τον οποίο γίνεται η μέτρηση της ενδοβροχής εξαρτάται από το είδος της φυτοκάλυψης. Αν η φυτοκάλυψη αποτελείται από θάμνους, τα χείλη των βροχομέτρων πρέπει να τοποθετούνται πολύ χαμηλά. Επειδή για τα συνηθισμένα βροχόμετρα αυτό παρουσιάζει δυσκολίες, σε τέτοιες περιπτώσεις χρησιμοποιούνται απλές ορθογωνικές σκάφες, παίρνοντας την πρόνοια οι πλευρές τους να έχουν αρκετή κλίση προς τα μέσα ώστε το νερό που πέφτει σε αυτές να μην πιτσιλιέται προς τα έξω. Δεδομένου ότι κάτω από τέτοιες συνθήκες φυτοκάλυψης η ενδοβροχή είναι πολύ ανομοιόμορφη, ο αριθμός των συσκευών μέτρησης που θα χρησιμοποιηθούν πρέπει να είναι αρκετά μεγάλος και ανάλογος με το βαθμό ανομοιομορφίας της ενδοβροχής. Στην περίπτωση δασών, η ενδοβροχή μετράται με τα συνηθισμένα βροχόμετρα, η πυκνότητα τους όμως είναι πολύ μεγαλύτερη από αυτή που χρησιμοποιείται για τη μέτρηση της βροχής. Οι Helvey και Patrich (1965) συνιστούν ο αριθμός των βροχομέτρων που χρησιμοποιούνται για τη μέτρηση της ενδοβροχής να είναι 8 με 10 φορές μεγαλύτερος από τον αριθμό αυτών που μετρούν τη βροχή. Επειδή στα δάση κατά κανόνα υπάρχει και χαμηλή βλάστηση που και αυτή συγκρατεί το νερό, τα βροχόμετρα μπορεί να μην το δείξουν. Έτσι, καλό

72 70 είναι μαζί με τα βροχόμετρα να χρησιμοποιούνται και σκάφες για την εκτίμηση τόσο της συγκράτησης του κύριου ορόφου του δάσους, όσο και του υπορρόφου που σχηματίζει η χαμηλή βλάστηση. Η κορμορροή είναι πρακτικά αδύνατο να μετρηθεί όταν η φυτοκάλυψη αποτελείται από χαμηλά φυτά με πολλούς και λεπτούς βλαστούς. Ευτυχώς, όπως έδειξαν μελέτες, στις περιπτώσεις αυτές η κορμορροή είναι ασήμαντη και δεν υπάρχει ουσιαστικός λόγος να επιχειρείται η μέτρησή της. Στις περιπτώσεις δασών, η μέτρηση της κορμορροής των δένδρων γίνεται με τη βοήθεια δακτυλίων που τοποθετούνται γύρω από τον κορμό. Οι δακτύλιοι αυτοί είναι κοίλοι, το εσωτερικό χείλος τους προσαρμόζεται υδατοστεγώς πάνω στον κορμό του δένδρου, στο χαμηλότερο δε σημείο της κοιλότητας υπάρχει μια οπή στην οποία προσαρμόζεται ένας σωληνίσκος που μεταφέρει το νερό σε κάποιο δοχείο. Το μέγεθος της κορμορροής εξαρτάται από τις ανωμαλίες του φλοιού των δένδρων. Είδη δένδρων που έχουν λείους κορμούς παρουσιάζουν κορμορροή που κυμαίνεται, ανάλογα με τα χαρακτηριστικά της βροχής. από 1 μέχρι 15% της βροχής, ενώ για δένδρα με ανώμαλη επιφάνεια κορμού από 2 μέχρι 3% της βροχής, πράγμα που δείχνει ότι σε γενικές γραμμές η κορμορροή είναι πολύ μικρή και μεταβλητή. Για το λόγο αυτό αρκετοί δακτύλιοι πρέπει να τοποθετηθούν σε κορμούς για να δώσουν πιο αντιπροσωπευτικούς υπολογισμούς για μέσες συνθήκες. Πίνακας 11:Τιμές του συντελεστή απορροής, για διάφορες φυσικές και τεχνητές επιφάνειες U.S. ARMY CORPS OF ENGINEERS, 1948 (από Παπαμιχαήλ, 2004) Είδος Επιφάνειας C Ασφαλτόστρωτες και τσιμεντόστρωτες επιφάνειες 0,90-0,95 Αμμοχαλικόστρωτες επιφάνειες (ανάλογα με το βαθμό συμπίεσης και την κλίση τους) Σκυρόστρωτες επιφάνειες (ανάλογα με το βαθμό συμπίεσης και την κλίση τους) Φυσικά διαπερατά εδάφη με μικρή κλίση και πυκνή φυτοκάλυψη από χαμηλά φυτά (χόρτα κλπ) Φυσικά διαπερατά εδάφη με μεγάλη κλίση και αραιή φυτοκάλυψη από χαμηλά φυτά 0,40-0,80 0,30-0,70 0,10-0,30 0,30-0,70 Δασωμένες εκτάσεις (ανάλογα με το έδαφος, την κλίση κασι 0,05-0,30

73 την πυκνότητα της υποβλάστησης) 71 Επιφάνειες με βράχους(ανάλογα με το έδαφος, την κλίση και την πυκνότητα της υποβλάστησης) 0,30-0,80 Πίνακας 12:Τιμές του συντελεστή απορροής C, για καλλιεργημένες εκτάσεις U.S. ARMY CORPS OF ENGINEERS, 1948 (από Παπαμιχαήλ, 2004) Είδος και κατάσταση εδάφους C, ανάλογα με την κλίση Συνεκτικά εδάφη χωρίς καλλιέργεια 0,40 0,65 Συνεκτικά εδάφη με καλλιέργεια 0,30 0,55 Μέσα εδάφη χωρίς καλλιέργεια 0,15 0,40 Μέσα εδάφη με καλλιέργεια 0,10 0,30 Ελαφρά εδάφη χωρίς καλλιέργεια 0,05 0,20 Ελαφρά εδάφη με καλλιέργεια 0,00 0,10 Πίνακας 13: Τιμές του συντελεστή απορροής C, για κατοικημένες περιοχές U.S. ARMY CORPS OF ENGINEERS, 1948 Είδος επιφάνειας C Σχετικά επίπεδες επιφάνειες, αδιαπέρατες από το νερό, σε ποσοστό 30% λόγω κατασκευής δρόμων, σπιτιών κλπ 0.40 Κατοικημένες περιοχές σχετικά επικλινείς, αδιαπέρατες στο νερό σε ποσοστό 50% 0.65 Κατοικημένες περιοχές σχετικά επικλινείς, αδιαπέρατες στο νερό σε ποσοστό 70% 0.80

74 Υδατοσυγκράτηση Ανάλογα λοιπόν με το πρίσμα κάτω από το οποίο εξετάζεται η υδατοσυγκράτηση μπορεί να θεωρηθεί ως ευεργετική σε σχέση με τις πλημμύρες και τις διαβρώσεις και σαν επιζήμια σε σχέση με τις ανάγκες τις βλάστησης σε νερό και τον εμπλουτισμό των υδροφόρων οριζόντων (Νικολαίδης, 1980). Τα κωνοφόρα είδη συγκρατούν στο φύλλωμά τους περισσότερο νερό από ότι τα φυλλοβόλα πλατύφυλλα. Επειδή δεν έχουν φύλλωμα και το χειμώνα προστατεύουνκαλύπτουν το έδαφος συνεχώς από τα άμεσα χτυπήματα των σταγόνων της βροχής. Είναι λοιπόν από υδρονομική άποψη περισσότερο προστατευτικά και υδατοκαταναλωτικά είδη (Νικολαίδης, 1980). Δάσος από κωνοφόρα είδη, καταναλώνει συνολικά περισσότερο νερό από ότι το δάσος πλατυφύλλων. Ενδείκνυται για υδρονομική διευθέτηση λεκανών απορροής, όχι όμως όπου επιδιώκεται αύξηση του απορρέοντος νερού. Εκεί το δάσος πλατυφύλλων είναι προτιμότερο (Νικολαίδης, 1980). Το γεγονός ότι η ποσότητα του νερού η οποία συγκρατείται από τη βλάστηση εξατμιζόμενη επιστρέφει και πάλι στην ατμόσφαιρα έκανε πολλούς μελετητές να σκεφτούν ότι αποτελεί μια πραγματική απώλεια από το υδατικό ισοζύγιο μιας υδρολογικής λεκάνης (Παπούλιας, 1975). Ο Hirata (1929) από (Παπούλιας, 1975) παρατηρεί ότι αύξηση της απορροής μετά την υλοτομία του δάσους ισούται με την υδατοσυγκράτηση που θα λάμβανε χώρα εάν υπήρχε το δάσος. Ο Kittredge (1948) από (Παπούλιας, 1975) θεωρεί την υδατοσυγκράτηση μια πραγματική απώλεια η οποία θα έφτανε στο έδαφος για να απορρεύσει επιφανειακά ή να διηθηθεί. Ο Law (1956) από (Παπούλιας, 1975) στηριζόμενος στην ίδια παραδοχή, συνιστά την μετατροπή των αειφύλλων κωνοφόρων ειδών δασών σε φυλλοβόλα πλατύφυλλα, όταν ενδιαφέρει η αύξηση της απορροής. Ο Delfs (1967) από (Παπούλιας, 1975) υποστηρίζει ότι οι διαφορές στο υδατικό ισοζύγιο μεταξύ ερυθρελάτης και οξιάς, οφείλονται στη διαφορά υδατοσυγκράτησης μεταξύ των δύο ειδών. Σε δάσος οξιάς η απορροή ήταν 200mm μεγαλύτερη από ότι σε δάσος ερυθρελάτης,ποσότητα που κατά τον Delfs αντιστοιχεί στην διαφορά υδατοσυγκράτησης. Υπάρχει όμως και η αντίθετη άποψη, ότι δηλαδή η υδατοσυγκράτηση δεν αποτελεί πραγματική υδατική απώλεια αλλά μια μορφή μεταφοράς της υγρασίας προς την

75 73 ατμόσφαιρα, η οποία να δε λάβει χώρα στην επιφάνεια της βλάστησης θα λάβει μέσω αυτής ως διαπνοή. Σε κάθε περίπτωση απαιτείται η ίδια ενέργεια (590 cal/γρ νερού) Παπούλιας (1974). Όταν η βροχή πέφτει πάνω σε ένα δασικό οικοσύστημα, ένα μέρος του νερού συγκρατείται από την κομοστέγη και εξατμίζεται. Το υπόλοιπο περνώντας μέσα από την κομοστέγη εκπλύνει διάφορα θρεπτικά στοιχεία τα οποία φτάνουν στο έδαφος (Reynold και Henderson 1967, Νικολαίδης και Παπούλιας 1981, Miller 1984, Attiwill και Leeper 1987, Αλιφραγκής 1995). Η υδατοσυγκράτηση της κομοστέγης ενός οικοσυστήματος εξαρτάται κυρίως από τα χαρακτηριστικά της δασοσυστάδας (είδος, μορφή, πυκνότητα) και τα χαρακτηριστικά της βροχής. Στα κωνοφόρα η υδατοσυγκράτηση ως ποσοστό επί του συνόλου της βροχής είναι μεγαλύτερη από αυτή των πλατυφύλλων στα οποία η υδατοσυγκράτηση, λόγω απώλειας των φύλλων, κατά τους χειμερινούς μήνες είναι μικρή (Forgeard και συν. 1980, Cape και συν. 1991). Διάφοροι ερευνητές δίνουν διαφορετικές τιμές υδατοσυγκράτησης για τα διάφορα δασοπονικά είδη όπως φαίνεται στον παρακάτω πίνακα: Πίνακας 14: Ποσοστό υδατοσυγκράτησης για διάφορα οικοσυστήματα Δασοπονικό είδος Ποσοστό % Πηγή Quercus conferta 8 Παπούλιας και Νικολαίδης (1979) Quercus cerris 7 Mugnossa και συν. (1988) Quercus petraea 29 Nizinski και Saugier (1989) Quercus suber 4 Almeida και συν. (1990) Pinus brutia 30 Παπούλιας (1976) Pinus radiata 13 Huber και Oyarzum (1990) Pinus rigitaeda 18 Kim και Woo (1988) Pinus walliciana 21 Singh και Gupta (1987) Picea sitchensis 28 Johnson (1990) Picea mariana 19 Mahendrappa και Ogden (1973) Fagus sylvatica 18 Pontailler και συν. (1988) Eucalyptus [Mysore] 11 George (1978)

76 74 Cedrus deodora 25 Singh και συν. (1983) Salix aquatica 31 Ettala (1988) Κωνοφόρα 34 Freedman και Prager (1986) Πλατύφυλλα 22 Freedman και Prager (1986) Πλατύφυλλα 16 Kim και Woo (1988) Πίνακας 15 : Ποσοστό διαπερώσας βροχής σε διάφορα οικοσυστήματα Δασικό είδος Ηλικία συστάδας (έτη) Ποσοστό % Πηγή Pinus sylvestris Cape και συν. (1991) Pinus sylvestris Santa-Regina και συν. (1989) Pinus taeda Switzer και συν (1988) Pinus radiata - 73 Huber και Oyarzum (1990) Pinus walliciana Singh και Gupta (1987) Pinus nigra Τσιόντης (1991) Quercus petraea Nizinski και Saugier (1989) Picea mariana Verry και Timmons (1977) Picea abies Cape και συν. (1991) Picea sitchensis Johnson (1990) Picea mariana Mahendrappa και συν. (1973) Fagus sylvatica Pontailler και συν. (1988) Eucalyptus [Mysore] 6 81 George (1978) Salix aquatica - 67 Ettala (1988) Cedrus deodara Singh και συν. (1983) Juniperus sp - 73 Botman (1974) Κωνοφόρα - 66 Freedman και Prager (1986) Πλατύφυλλα - 75 Freedman και Prager (1986) Πλατύφυλλα Cape και συν. (1991) Εάν όμως το δάσος δεν επηρεάζει το ύψος της βροχής, επειδή παρεμβάλλεται μεταξύ της ατμόσφαιρας και του εδάφους ασκεί σημαντική επίδραση στα νερά που πέφτουν

77 75 πάνω σε αυτό και στην απορροή τους. Έτσι ένα σημαντικό μέρος από τα νερά των βροχών που φθάνει στην κομοστέγη του δάσους συγκρατείται πάνω σ αυτή και εξατμίζεται χωρίς να φθάσει ποτέ στο έδαφος. Το ποσοστό του νερού που συγκρατείται από την κομοστέγη εξαρτάται από το δασοπονικό είδος, την ηλικία, την πυκνότητα και τη δομή της συστάδας και από την ένταση και διάρκεια της βροχής. Πίνακας 16: Η μέγιστη δυνατότητα υδατοσυγκράτησης (κορεσμού) της κομοστέγης στα διάφορα δασοπονικά είδη είναι (από Ντάφη, 1986) : Είδος Υδατοσυγκράτηση σε mm Πηγή Abies grandis 3,1 mm Aussenac, (1968) Picea abies 3,1 mm Aussenac, (1968) Pinus silvestris 3,0 mm Aussenac, (1968) Fagus silvatica 1,9 mm (θέρος) Aussenac, (1968) Quercus petraea 1,6 mm (θέρος) Schnock, (1970) Quercus petraea 0,8 mm (χειμώνας) Schnock, (1970) Με την ένταση και τη διάρκεια της βροχής το ποσοστό του νερού που συγκρατείται από την κομοστέγη μειώνεται σημαντικά. Επίσης εξαρτάται και από την ταχύτητα του ανέμου. Ισχυροί άνεμοι ανακινούν τα κλαδιά της κόμης των δένδρων με αποτέλεσμα να «αποτινάζεται» το νερό που κρατήθηκε στην κόμη και να φθάνει στο έδαφος. Σε ετήσια βάση και κατά μέσο το ποσοστό του νερού των βροχών που διακρατείται από την κομοστέγη του δάσους κυμαίνεται από 10-50% και φθάνει τα 10-15% στα πλατύφυλλα και (20) (50)% στα κωνοφόρα. Το ποσοστό αυτό εξαρτάται επίσης από την πυκνότητα και δομή των συστάδων και συνεπώς μέσα σε ορισμένα όρια μπορεί να ρυθμιστεί με καθαρά δασοκομικά μέτρα. Αυτή είναι μια αρνητική επίδραση του δάσους στην υδατική του οικονομία. Ορισμένοι ισχυρίζονται ότι η αρνητική αυτή επίδραση αίρεται εν μέρει από τη μείωση της διαπνοής. Ο ισχυρισμός αυτός δεν ευσταθεί γιατί η εξάτμιση του νερού που διακρατείται στην κομοστέγη γίνεται πολύ γρήγορα και ακόμα κατά τη διάρκεια της η διαπνοή δεν μειώνεται περισσότερο από 20%. Από το νερό της βροχής, που φθάνει μέχρι το έδαφος, ένα μέρος (5-20%) εξατμίζεται από αυτό, ένα μικρό μέρος απορρέει επιφανειακά και το μεγαλύτερο μέρος διηθείται μέσα στο έδαφος. Από το νερό που διηθείται μέσα στο έδαφος ένα σημαντικό μέρος

78 76 καταναλίσκεται από τα δασικά δένδρα (15-30%), ένα μέρος συγκρατείται από το έδαφος και το υπόλοιπο απορρέει μέσα από το έδαφος και εμπλουτίζει τα φρεάτια ύδατα. Το ποσό του νερού που καταναλίσκεται με τη διαπνοή από τα δασικά δένδρα φθάνει, όπως ειπώθηκε ήδη, τα mm βροχής. Αν σε αυτό προσθέσουμε και το νερό που διακρατείται από την κομοστέγη καθώς και το νερό που διαπνέεται από την υποβλάστηση ή εξατμίζεται από το έδαφος, έχουμε τη συνολική εξατμισιδιαπνοή του δάσους. Το ύψος της εξατμισιδιαπνοής του δάσους όταν συγκρίνεται με το αντίστοιχο από άλλες φυτοκοινωνίες ή με το γυμνό εδάφους είναι σχετικά μεγαλύτερο, όπως φαίνεται και από τον παρακάτω πίνακα. Κορμοαπορροή Το μέγεθος της κορμοαπορροής εξαρτάται από τα χαρακτηριστικά της βροχής (τύπο και ένταση), το δασοπονικό είδος (κωνοφόρα ή πλατύφυλλα), την εποχή του έτους, το σχήμα και το μέγεθος της κομοστέγης και το είδος του φλοιού, καθώς και την αρχιτεκτονική της κόμης των δέντρων ( Leyton και συν. 1968, Αλιφραγκής 1984, Attiwill και Leeper 1987, Τσιόντης 1991). Η κορμοαπορροή είναι μικρότερη στα κωνοφόρα από ότι στα πλατύφυλλα. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι τα κωνοφόρα έχουν μεγαλύτερη βιομάζα φύλλων από ότι τα πλατύφυλλα, ενώ παράλληλα τη διατηρούν όλο το χρόνο καθώς και στη διάταξη των κλαδιών και στο είδος του φλοιού. Στα φυλλοβόλα είδη η κορμοαπορροή είναι μεγαλύτερη το χειμώνα (Τάντος 1997). Στον παρακάτω πίνακα δίνεται το ποσοστό της κορμοαπορροής επί του συνόλου της βροχής που πέφτει σε διάφορα οικοσυστήματα όπως δίνεται στη βιβλιογραφία. Πίνακας 17: Ποσοστό κορμοαπορροής σε διάφορα οικοσυστήματα Δασοπονικό είδος Ποσοστό % Πηγή Pinus sylvestris 6-15 Cape και συν. (1991) Pinus walliciana 3 Singh και Gupta (1987) Pinus nigra 3 Τσιόντης 1991 Quercus prinus 8 Potter (1991) Quercus serris 7 Mugnossa και συν. (1988)

79 77 Quercus petraea 1 Nizinski και Saugier (1989) Quercus suber 1 Almeida και συν. (1990) Picea sitchensis 3 Johnson (1990) Picea mariana 1 Mahendrappa και Ogden (1973) Fagus sylvatica 4 Pontailler και συν. (1988) Eucalyptus globulus 2 Almeida και συν. (1990) Eucalyptus [Mysore] 8 George (1978) Cedrus deodara 3 Singh και Gupta (1987) Salix aquatica 2 Ettala (1988) Juniperus sp 1 Botman (1974) Κωνοφόρα 1 Freedman και Prager (1986) Πλατύφυλλα 3 Freedman και Prager (1986) 2.4. Δασικές πυρκαγιές Οι δασικές πυρκαγιές είναι η σημαντικότερη διαταραχή που επηρεάζει τα μεσογειακά οικοσυστήματα. Οι υψηλές θερμοκρασίες, η ξηρή ατμόσφαιρα και οι δυνατοί άνεμοι του θέρους είναι οι βασικές γενεσιουργές αιτίες για την εκδήλωση και τη μετάδοση των δασικών πυρκαγιών. Προϋπόθεση για την εκδήλωση μιας πυρκαγιάς είναι η ύπαρξη ικανής (σε ποσότητα, ποιότητα και διάταξη στο χώρο) δασικής καύσιμης ύλης. Το υλικό αυτό είναι κυρίως τα φύλλα, οι βελόνες και τα λεπτά μέρη κλάδων των θάμνων και των δένδρων, καθώς και τα χόρτα και φρύγανα που υπάρχουν στον υπόροφο ή στα διάκενα των δασών (Καϊλίδης 1990, Αβτζής 2004). Για να έχουμε μια δασική πυρκαγιά πρέπει πρώτα να υπάρχει μια πηγή φωτιάς και να υπάρχουν ευνοϊκές μετεωρολογικές συνθήκες. Αμέσως μετά έχουμε το αρχικό στάδιο της φωτιάς, που είναι η περίοδος αρχικού δυναμώματος της, διαρκεί λίγα λεπτά ή και πολύ περισσότερο και εξαρτάται από την ύπαρξη δασικής καύσιμης δασικής ύλης, όπως και από τις λοιπές συνθήκες του περιβάλλοντος. Το επόμενο στάδιο είναι το στάδιο του δυναμώματος ή μεγαλώματος της φωτιάς, οπού τα ποσά θερμότητας που εκπέμπονται από την φωτιά επηρεάζουν σημαντικά την συμπεριφορά της (Καϊλίδης 1990).

80 Το τρίγωνο της φωτιάς 78 Το φαινόμενο της καύσης εκδηλώνεται αν συντρέχουν τρεις παράγοντες: -Καύσιμη ύλη -Οξυγόνο -Υψηλή θερμοκρασία Οι τρεις αυτοί παράγοντες αποτελούν το λεγόμενο τρίγωνο της φωτιάς (βλ. σχήμα 14 και 15). Εάν ένας από αυτούς λείπει τότε δεν εκδηλώνεται και πυρκαγιά κατά συνέπεια με τον κατάλληλο έλεγχο ενός από τους τρεις παράγοντες επιτυγχάνεται η πρόληψη και η κατάσβεση μιας πυρκαγιάς. Η φωτιά μπορεί να μεταδοθεί κυρίως μέσω επαφής ή με διοχέτευση θερμότητας μέσω του αέρα. Η ακτινοβολία και η εκτίναξη φλεγόμενων σωματιδίων είναι επίσης τρόποι μετάδοσης της φωτιάς. Τέλος υπάρχουν ουσίες που αυταναφλέγονται λόγω οξειδωτικών φαινομένων. Για να ανάψει μια πυρκαγιά πρέπει η θερμοκρασία να ανεβεί ως ένα ορισμένο σημείο σε ένα μέρος της καύσιμης ύλης, πράγμα όμως που εξαρτάται από την προϋπάρχουσα θερμοκρασία και την περιεχόμενη υγρασία της καύσιμης ύλης. Στην πράξη για να πάρει φωτιά ένα ξύλο χρειάζεται περίπου 350 ο C (Pyne 1984,). Ενώ για το δυνάμωμα και για την επέκτασή της, χρειάζεται να υπάρχει αρκετή σε ποσότητα και συνέχεια δασική καύσιμη ύλη. Οι δασικές πυρκαγιές, ανάλογα με τον τρόπο της εξάπλωσής τους και ανάλογα με τη θέση τους στην επιφάνεια του εδάφους, διακρίνονται όπως παρακάτω (Pyne 1984 από Αβτζής 2004): 1. Πυρκαγιές εδάφους ή υπόγειες. Οι πυρκαγιές του είδους αυτού καίνε την οργανική ύλη που συσσωρεύεται σε δάση Βορείων χωρών. Ειδικότερα σε πολλούς δασικούς τόπους συγκεντρώνονται στην επιφάνεια του εδάφους διάφορες ποσότητες οργανικής ύλης, που βρίσκεται σε διάφορα στάδια αποσυνθέσεως. Το στρώμα αυτό της οργανικής ύλης μπορεί να είναι καλά συμπιεσμένο, να έχει λεπτή υφή, να είναι αποκλεισμένο από τον ατμοσφαιρικό αέρα και έτσι να μη τροφοδοτείται από οξυγόνο. Καμιά φορά η οργανική ύλη φτάνει σε μεγάλο βάθος. 2. Πυρκαγιές επιφάνειας ή έρπουσες. Είναι οι πυρκαγιές που καίνε τους χορτοβοσκότοπους, τον βελονοτάπητα ή φυλλοτάπητα, τους κατακείμενους ξερούς κλάδους, την αναγέννηση, τα υπολείμματα των υλοτομιών ή και συνδυασμό των

81 79 προηγουμένων. Ακόμη εδώ υπάγονται και οι πυρκαγιές των θαμνώνων της χώρας μας που είναι οι πιο συνηθισμένες και οι πιο επικίνδυνες. 3. Πυρκαγιές κόμης ή επικόρυφες. Σ αυτές καίγεται η κόμη των δέντρων. Τα δέντρα νεκρώνονται. Οι πυρκαγιές του είδους αυτού γίνονται σε φυτικά είδη που η κόμη είναι εύφλεκτη π.χ. στα κωνοφόρα, και κυρίως στη χαλέπιο και τραχεία πεύκη. Τα φύλλα των φυλλοβόλων πλατύφυλλων δεν καίγονται ή καίγονται δύσκολα. Σε μερικά πλατύφυλλα φυλλοβόλα είδη (δρυς, κ.λπ.), τα νεκρά ξερά φύλλα, ιδίως σε νεαρές πυκνές συστάδες, παραμένουν κρεμασμένα στα δέντρα για μακρύ χρονικό διάστημα και μπορεί να αποτελέσουν υλικό για τροφοδότηση πυρκαγιάς, κυρίως τον χειμώνα. Στις πυρκαγιές του είδους αυτού ο άνεμος παρασύρει σε αρκετή απόσταση καιγόμενα φύλλα, κλαδάκια, οπότε δημιουργούνται νέες εστίες πυρκαγιών. Η ταχύτητα της πυρκαγιάς στη κατηγορία αυτή είναι μεγαλύτερη από την ταχύτητα της έρπουσας πυρκαγιάς. Ο καπνός υψώνεται πάνω από το δάσος σε σχήμα μανιταριού, ενώ το χρώμα του είναι σκοτεινότερο από τον καπνό της έρπουσας πυρκαγιάς Συμπεριφορά Δασικών Πυρκαγιών Για να γίνει περισσότερο αντιληπτό το πρόβλημα των δασικών πυρκαγιών, στις οποίες καίγεται η δασική ύλη, πρέπει να γνωρίζουμε από πού προέρχεται η καύσιμη ύλη, όπως και τις ιδιότητες και τη συμπεριφορά της στις δασικές πυρκαγιές. Προέλευση της καύσιμης δασικής ύλης. Σε νέα δάση φυσικά ή τεχνητά η δασική καύσιμη ύλη αποτελείται από τα ίδια τα δασικά δέντρα, καθώς και από τον υπόροφο από χόρτα ή θάμνους που τυχόν υπάρχουν. Όσο τα δέντρα μεγαλώνουν ή κόμη κλείνει στα σκιόφυτα είδη, τα χόρτα κάτω από την κόμη των δέντρων εξαφανίζονται, όπως και οι περισσότεροι θάμνοι. Εν το μεταξύ όμως, έχει δημιουργηθεί στο έδαφος φυλλόστρωμα, εξάλλου από τον συναγωνισμό υπάρχουν ήδη στο έδαφος νεκρά δέντρα ή νεκρά ξερά κλαδιά, που προέρχονται από τη φυσική αποκλάδωση. Στα διάκενα του δάσους μπορεί να υπάρχουν εύφλεκτοι θάμνοι ή και χόρτα. Κάτω επίσης από τα φωτόφυτα δασικά είδη υπάρχουν θάμνοι και χόρτα. Έτσι στη χώρα μας, κάτω από δάση τραχείας ή χαλεπίου πεύκης υπάρχει ο υπόροφος από πουρνάρι, φυλίκι, σχίνο, οι υπόλοιποι αείφυλλοι και φυλλοβόλοι θάμνοι όπως και πολλά χόρτα. Όσον αφορά τα υπολείμματα υλοτομιών και αραιώσεων, στα δάση όταν γίνονται υλοτομίες, αφήνονται λίγα ή περισσότερα υπολείμματα. Τα υπολείμματα αυτά είναι

82 80 κορυφοτεμάχια, χοντρά και λεπτά κλαδιά, βελόνες ή φύλλα. Όλα αυτά όταν ξεραίνονται, αποτελούν άριστη καύσιμη ύλη. Κατά τη καύση της δασικής ύλης στο ύπαιθρο έχουμε: πρώτα το στάδιο της προθέρμανσης του υλικού, που προθερμαίνεται από τη φωτιά της πυρκαγιάς. Κατά την προθέρμανση, η καύσιμη δασική ύλη χάνει σιγά σιγά την υγρασία της. Μετά την απομάκρυνση του νερού, η προθέρμανση συνεχίζεται και έχουμε την λεγόμενη πυρόλυση δηλ. την έκλυση πτητικών ουσιών που συμβαίνει (περίπου στους 190 C). Στο δεύτερο στάδιο συνεχίζεται το χάσιμο των πτητικών ουσιών και αρχίζει (στους 280 C περίπου) η πυράκτωση της καύσιμης ύλης, ενώ οι πτητικές ουσίες καίγονται μεταξύ C (Pyne 1984). Η φλόγα που βλέπουμε πάνω από το ύψος των δέντρων ή μιας στοιβάδας ξύλων είναι ακριβώς αυτή η καύση των πτητικών ουσιών, που δίνουν αόρατους υδρατμούς και διοξείδιο του άνθρακα. Εάν η καύση δεν είναι πλήρης, τότε μέρος των πτητικών ουσιών συμπυκνώνεται σε μορφή υγρών ή στερεών σταγόνων πάνω από τη φωτιά, ενώ οι σταγόνες αυτές μας δίνουν τον γνωστό μας καπνό. Μέρος επίσης των υδρατμών συμπυκνώνεται και μας δίνει καπνό λευκωπού χρώματος. Στο τρίτο στάδιο, το ξύλο που έγινε άνθρακας κατά την δεύτερη φάση, καίγεται και αφήνει ως υπόλειμμα στάχτη. Η θερμική ένταση της πυρκαγιάς υπολογίζεται ως συνάρτηση της ταχύτητας διάδοσης, του βάρους των διαστάσεων και της θερμιδική; αξίας της καύσιμης ύλης. Θερμική ένταση πυρκαγιάς (fireline intensity),το ποσό θερμότητας που εκλύεται ανά μέτρο φλεγομένου μετώπου της πυρκαγιάς, I Β (Byram 1959). I B =W*R*Q Όπου: Ι B = Θερμική Ένταση Δασικής Πυρκαγιάς (kw/m) W=φορτίο καύσιμης ύλης (kg/m 2 ) Q=θερμιδική αξία καύσιμης ύλης (kj/gr) R= Ταχύτητα διάδοσης δασικής πυρκαγιάς (m/min). Το μήκος φλόγας στο μέτωπο της πυρκαγιάς θερμική ένταση με τον τύπο (Byram 1959): (flame length) συνδέεται με τη Όπου: I B = 258(F L ) 2,17

83 81 Ι B = Θερμική Ένταση δασικής πυρκαγιάς (κw/m) F L = Μήκος Φλόγας μετώπου δασικής πυρκαγιάς (m). Πίνακας 18: Ενδεικνυόμενες μέθοδοι καταστολής ανάλογα με το μήκος φλόγας και τη θερμική ένταση (από Καϊλίδη, 1990) Μήκος Θερμική Ενδεικνυόμενες μέθοδοι καταστολής φλογών M ένταση kw /m < 1,5 < Επίγειες δυνάμεις με φορητά εργαλεία αρκούν για την καταστολή της φωτιάς. - Η δημιουργία αντιπυρικής ζώνης σταματά την διάδοση της πυρκαγιάς. 1,5 2, Επιβάλλεται η χρήση πυροσβεστικών οχημάτων και προωθητηρίων, αφού οι επίγειες δυνάμεις δεν αρκούν. - Άριστη η αποτελεσματικότητα Α/Φ για τη μείωση της θερμικής έντασης της πυρκαγιάς. 2,5 3, Κίνδυνος δημιουργίας νέων εστιών και πυρκαγιών κόμης. Η κατά μέτωπο επίθεση με επίγειες δυνάμεις αδύνατη. - Αναγκαία η χρήση Α/Φ για τη μείωση της θερμικής έντασης της πυρκαγιάς. > 3,5 > Χρήση Α/Φ για την δημιουργία αντιπυρικής ζώνης μπροστά από το μέτωπο της πυρκαγιάς. Ρίψεις και στη πυρκαγιά για την μείωση της εντάσεώς της. Συνοψίζοντας παραθέτουμε τους τρεις παράγοντες που επηρεάζουν την συμπεριφορά των δασικών πυρκαγιών: α) Τα χαρακτηριστικά της καύσιμης δασικής ύλης μπορούν να επηρεάσουν την συμπεριφορά της πυρκαγιάς ανάλογα με την υφή και το μέγεθός της (π.χ. ελαφριές καύσιμες ύλες καίγονται ευκολότερα και ταχύτερα και προκαλούν γρήγορη εξάπλωση) (σχετικά με το μέγεθος όσο πιο λεπτή είναι η καύσιμη ύλη, τουλάχιστον το άναμμα

84 82 γίνεται πιο εύκολα.), τη συσσώρευση και την κατανομή της (π.χ. όσο πιο ομοιόμορφη και συνεχόμενη κατανομή καύσιμης ύλης έχουμε, τόσο μεγαλύτερη και γρηγορότερη ανάφλεξη και πλήρη καύση έχουμε, ενώ όσο πιο πολλές διακοπές της βλάστησης υπάρχουν τόσο περισσότερες είναι οι αλλαγές στην ταχύτητα εξάπλωσης και την ένταση της πυρκαγιάς. Από την άλλη πλευρά όσο μεγαλύτερες ποσότητες είναι συσσωρευμένες σε μια έκταση τόσο η ένταση και η ταχύτητα της πυρκαγιάς αυξάνει, καθώς και την υγρασία την οποία περιέχει (διαφορετικές συγκεντρώσεις υγρασίας στην ίδια καύσιμη ύλη έχουν σαν αποτέλεσμα την διαφοροποίηση της συμπεριφοράς της πυρκαγιάς). β) Τοπογραφικές συνθήκες που μπορούν να επηρεάσουν τη συμπεριφορά της πυρκαγιάς ανάλογα με την έκθεση ως προς τον ορίζοντα (διαφορετική συγκέντρωση καύσιμης ύλης), την κλίση (εξαπλώνεται γρηγορότερα προς τα ανάντη παρά προς την διαμόρφωση του εδάφους (βαθιές ρεματιές, στενά φαράγγια, πλατιά φαράγγια, ράχες, διάσελα κ.λπ.), το υψόμετρο σύνθεση της βλάστησης κ.λπ.), τα διάκενα φυσικά ή τεχνητά (λίμνες, ποτάμια, φράγματα, κλπ.), η κλίση κλπ. γ) Μετεωρολογικές συνθήκες που αποτελούν ένα από τους μεγαλύτερους και σπουδαιότερους παράγοντες στην ένταση και την ταχύτητα εξάπλωσης της φωτιάς. Σπουδαίος μετεωρολογικός παράγων είναι ο άνεμος ο οποίος κατευθύνει ή αλλάζει την διεύθυνση της πυρκαγιάς και ο οποίος δεν είναι στατικός παράγων αλλά μεταβάλλεται συνεχώς. Καθορίζει την έκταση της φωτιάς και αποτελεί την αιτία για απότομες αλλαγές, δίνες, στροβιλισμούς.

85 83 Εικόνα 14 και 15: Από εικόνες google, Το «ενισχυμένο» τρίγωνο της φωτιάς, με τους παράγοντες που επηρεάζουν τις δασικές πυρκαγιές ενισχυμένο τρίγωνο κατά Ζούντα 2005 Οι πυρκαγιές αποτελούν τον πιο σοβαρό κίνδυνο που απειλεί την ύπαρξη των μεσογειακών δασών. Η αύξηση του πληθυσμού σε παγκόσμιο επίπεδο, οι ολοένα αυξανόμενες ανάγκες του και οι τεράστιες καταστροφές των δασών έχουν οδηγήσει στο συμπέρασμα πως οι πυρκαγιές συμβάλλουν στην υποβάθμιση των δασικών οικοσυστημάτων. (Παπάζογλου Χ. και Κ. Καλαμποκίδης, 2011) Οι κυριότερες μεταβολές και διεργασίες που λαμβάνουν χώρα σε μια λεκάνη απορροής μετά από πυρκαγιά και συμβάλλουν στην εκδήλωση πλημμύρας αναφέρονται περιληπτικά παρακάτω: Καταστροφή της βλάστησης και δημιουργία υδρόφοβου στρώματος εντός του εδάφους από καύση οργανικής ουσίας και διείσδυση χημικών ενώσεων σε αυτό. Αύξηση ύψους βροχής στην επιφάνεια της λεκάνης μετά από πυρκαγιά, λόγω έλλειψης βλάστησης και υδατοσυγκράτησης. Συγκράτηση λιγότερης βροχής στην επιφάνεια του εδάφους λόγω καύσης των επιφανειακών φυτικών υπολειμμάτων (φυλλάδας, χούμου κ.λπ.) Κατακερματισμός των εδαφικών συσσωμάτων από τη βροχή, απόφραξη των πόρων του εδάφους και μείωση της ταχύτητας διήθησης της βροχής σ αυτό. Μείωση της ταχύτητας διήθησης της βροχής στο έδαφος και λόγω απόφραξης των πόρων του από τα υπολείμματα της καύσης. Εκτεταμένη δημιουργία επιφανειακής απορροής στις πλαγιές της λεκάνης. Μείωση της αντίστασης του εδάφους στην παράσυρση από επιφανειακή απορροή, λόγω έλλειψης βλάστησης. Διάβρωση και παράσυρση του εδάφους από τις πλαγίες της λεκάνης προς τα κατάντη και τις κοίτες των υδατορευμάτων. Σημαντική και απότομη αύξηση της υδατοστερεοπαροχής στην κοίτη των υδατορευμάτων σε περίπτωση βροχής. Διάβρωση του πυθμένα και των πρανών της κοίτης των υδατορευμάτων και μεταφορά της απορροής και των υλικών διάβρωσης προς τα κατάντη.

86 84 Δημιουργία πλημμυρικών φαινομένων στην πεδινή και κατοικημένη περιοχή της λεκάνης με πληθώρα δυσμενών επιπτώσεων. Υπερχείλιση της πεδινής κοίτης του υδατορεύματος και επιδείνωση της κατάστασης σε περίπτωση ύπαρξης ανθρώπινων επεμβάσεων. 3. Αποτελέσματα 3.1 Ιστορικό καταστροφής Το καλοκαίρι του 2007, συνέβη μία από τις μεγαλύτερες φυσικές καταστροφές στην ιστορία της σύγχρονης Ελλάδας. Εκτεταμένες πυρκαγιές σε πολλά μέρη της χώρας, κυρίως τον μήνα Αύγουστο, έκαψαν περισσότερα από εκτάρια ( 2.700km 2 ) γης, με αποτέλεσμα το θάνατο τουλάχιστον 63 ανθρώπων. Μέχρι τις 30 Αυγούστου κάηκαν σπίτια και έμειναν άστεγοι. Το ύψος των καταστροφών φθάνει τα πέντε δισεκατομμύρια Ευρώ. Η φωτιά έκαψε 4,5 εκατομμύρια ελαιόδεντρα καθώς και ζωντανά (πρόβατα και κατσίκες). Οι περιοχές οι οποίες επλήγησαν, αφορούσαν τους νομούς Μεσσηνίας, Αρκαδίας, Ηλείας, Αχαΐας, Λακωνίας, Αργολίδος, Κορινθίας, Αττικής και Ευβοίας, Φθιώτιδος με το νομό Ηλείας να δέχεται το πιο εκτεταμένο και φονικό πλήγμα Πυρκαγιά Νομού Ηλείας Το φονικότερο χτύπημα από τη μεγάλη καταστροφή του Αυγούστου του 2007, συντελέστηκε στο Νομό Ηλείας. Η φωτιά εκδηλώθηκε τις πρωινές ώρες της 24ης Αυγούστου, στη Ζαχάρω. Τα χωριά Γεράκι Αμαλιάδας, Κρέστενα, Γρύλλος, Ολυμπία, Καϊάφας, Νεοχώρι, Βρεστό, Καλλιθέα, Σάμικο, Πλατιάνα, ο Δήμος Ζαχάρως, η Ανδρίτσαινα, η Κλινδία, το Μουζάκι, το Φανάρι και πλειάδα μικρότερων οικισμών επλήγησαν, καταστρέφοντας δασικές και οικιστικές εκτάσεις. Η καταστροφή όμως αφορούσε και κόστος σε ανθρώπινες ζωές. Μέχρι την 26η Αυγούστου είχαν καταγραφεί 37 θάνατοι εκ των οποίων 25 στο ίδιο χωριό στην Αρτέμιδα, ενώ εκφράζονταν και ανησυχίες για περισσότερους αγνοούμενους. Επιπλέον, η φωτιά έφτασε μέχρι τον χώρο της αρχαίας Ολυμπίας, θέτοντας σε άμεσο κίνδυνο τον αρχαιολογικό θησαυρό της περιοχής. Μετά την καταστροφή των παροχών ηλεκτρισμού προς τις αντλίες νερού του πυροσβεστικού συστήματος του χώρου, η φωτιά κατέκαψε το περιβάλλον δάσος και απετράπη μόνο όταν συγκεντρώθηκε στον χώρο μεγάλη πυροσβεστική δύναμη. Στην επιχείρηση αυτή στην αρχαία Ολυμπία, έλαβαν μέρος 6 πυροσβεστικά αεροσκάφη και 4 ελικόπτερα, όπως επίσης και ειδικό

87 85 ερπυστριοφόρο όχημα. Η επέμβαση της πυροσβεστικής δεν πρόλαβε να αποτρέψει όμως καταστροφές στον Κρόνιο Λόφο. Εικόνα 16: Η πορεία των πύρινων μετώπων.(εφημερίδα: «ΤΑ ΝΕΑ»)

88 86 Εικόνα 17: Δορυφορική φωτογραφία από τον terra της Nasa Οι κλιματολογικές συνθήκες στην περιοχή ήταν ιδανικές (ισχυρός άνεμος σε συνδυασμό με την πολύ χαμηλή υγρασία) για την έναρξη και εξάπλωση πυρκαγιάς. Επίσης, την ίδια μέρα ξέσπασαν στην Ηλεία άλλες τέσσερεις πυρκαγιές ενώ βρισκόταν σε εξέλιξη δεκάδες μέτωπα δασικών πυρκαγιών στους γειτονικούς νομούς, με αποτέλεσμα την διασπορά τόσο των επιγείων όσο και εναέριων μέσων πυρόσβεσης. Έτσι οι πυρκαγιές συνέχισαν την καταστροφική τους πορεία επί πέντε ημέρες. Καιρικές συνθήκες που επικρατούσαν σύμφωνα με τις καταγραφές του Αυτόματου Μετεωρολογικού Σταθμού Πύργου ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ 22/ C 23/ C 24/ C ΥΓΡΑΣΙΑ 12-30% ΚΑΙ ΤΑΧΥΤΗΤΑ ΑΝΕΜΟΥ 5 ΜΠΟΦΟΡ 25/ C ΥΓΡΑΣΙΑ 13-30% ΚΑΙ ΤΑΧΥΤΗΤΑ ΑΝΕΜΟΥ 5 ΜΠΟΦΟΡ 26/ C ΥΓΡΑΣΙΑ 18-85% ΚΑΙ ΤΑΧΥΤΗΤΑ ΑΝΕΜΟΥ 5 ΜΠΟΦΟΡ 27/ C ΥΓΡΑΣΙΑ 30-60% ΚΑΙ ΤΑΧΥΤΗΤΑ ΑΝΕΜΟΥ 4 ΜΠΟΦΟΡ Θύματα Ζημιές - Συνέπειες 44 άνθρωποι νεκροί, δεκάδες τραυματίες, είναι ο πυρόπληκτος πληθυσμός και πάνω από είναι οι άστεγες οικογένειες στρέμματα γης κάηκαν από τα οποία τα στρ. δασικές εκτάσεις (αποτελεί το 38,9% των δασικών εκτάσεων του νομού ( στρ.) 524 κατοικίες υπέστησαν ολοσχερής καταστροφή και 238 με μερική καταστροφή, 30 δημόσια κτίρια-εκκλησίες-επαγγελματικές στέγες με ολοσχερής καταστροφή και 12 με μερική καταστροφή. 498 στάβλοι κλπ. είχαν ολοσχερής καταστροφή και 233 μερική καταστροφή. 600 αποθήκες καμένα ελαιόδενδρα, καμένα λοιπά δένδρα, καμένα στρ. αμπελιού, καμένα στρ. σταφίδας, αιγοπρόβατα, 69 βοοειδή, μελισσοσμήνη, πουλερικά, κουνέλια, 710 χοίροι, αγροτικά μηχανήματα

89 δημοτικά διαμερίσματα σε 16 δήμους χαρακτηρίστηκαν πυρόπληκτα στις 31 Αυγούστου 2007, με απόφαση του υπουργού Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων. - Ο συνδυασμός ενός θερμού και ξηρού έτους, αλλά και ισχυροί άνεμοι, όπως αυτό καταγράφηκε από τους μετεωρολογικούς σταθμούς, αποτέλεσαν τους σημαντικότερους παράγοντες της έξαρσης των πυρκαγιών. - Δάση γεμάτα με ξερή καύσιμη ύλη μεγάλης διαμέτρου (κορμοί, κλαδιά κλπ.) λόγω μη διαχείρισης τους (ξυλοπονία) και αύξησης του βιοτικού επιπέδου και γήρανσης του παραδασόβιου πληθυσμού (εγκατάλειψη της «παραδοσιακής» συλλογής καύσιμης ύλης-καυσόξυλα για οικιακή χρήση). - Πολλές δασικές πυρκαγιές την ίδια χρονική περίοδο σε γειτονικές περιοχές είχε ως αποτέλεσμα τον διασκορπισμό των πυροσβεστικών δυνάμεων και επίλθε «κούραση» του μηχανισμού καταστολής. - Η Ηλειακή γη ένα μωσαϊκό αποτελούμενο από διάσπαρτα χωράφια, δασικές εκτάσεις και οικισμούς -> πολλές αιτίες έναρξης δασικής πυρκαγιάς και δυσκολίες στην κατάσβεση. - Γεωργία της επιδότησης κι όχι της παραγωγής: Οι ελαιώνες ακλάδευτοι και χορταριασμένοι, χωράφια ακαλλιέργητα (δηλωμένα ως αγρανάπαυση). - Μικρή συμμετοχή του ντόπιου πληθυσμού στις προσπάθειες κατάσβεσης. - Έλλειψη ολοκληρωμένου σχεδιασμού πρόληψης-καταστολής δασικών πυρκαγιών σε επίπεδο Νομού. Οι σοβαρότατες περιβαλλοντικές και οικολογικές επιπτώσεις στο φυσικό περιβάλλον από την εκδήλωση πυρκαγιάς σε μια περιοχή σε συνδυασμό με τις επιπτώσεις σε οικονομικό, κοινωνικό, αισθητικό και πολιτιστικό επίπεδο στη ζωή των κατοίκων της πληγείσας περιοχής την καθιστούν πολυεπίπεδο ζήτημα. Ειδικότερα, από την πυρκαγιά επηρεάζονται η χλωρίδα και η πανίδα της περιοχής, η κομοσυγκράτηση και κατά συνέπεια η ποσότητα της βροχής που φτάνει στην επιφάνεια του εδάφους, η πλημμυρική απορροή και οι παροχές των υδατορευμάτων της, οι φυσικές και χημικές ιδιότητες του εδάφους της καθώς επίσης η ποιότητα του νερού και του αέρα (Μπαλούτσος, 2008) Η πυρκαγιά, έχει ιδιαίτερα δυσμενείς επιπτώσεις στο έδαφος, οι οποίες αφορούν στην αλλαγή του μοντέλου μετατροπής της βροχής σε απορροή σε μια λεκάνη απορροής, δημιουργώντας ευνοϊκές συνθήκες για την εκδήλωση πλημμυρών ακόμη και από μικρά

90 88 ύψη βροχής. Η εκδήλωση πλημμυρών όχι μόνον επιδεινώνει τις επιπτώσεις στην ίδια τη λεκάνη απορροής αλλά τις μεταφέρει και στις κατάντη γεωργικές και κατοικημένες περιοχές (Μπαλατσούκα, 2011). Εδώ, αξίζει να σημειωθεί ότι η πληρότητα των στοιχείων για τις πυρκαγιές είναι ιδιαίτερα σημαντική για την ασφαλή εξαγωγή συμπερασμάτων. Είναι λοιπόν απολύτως αναγκαία η γρήγορη αλλά και σωστή καταγραφή στοιχείων από τους εμπλεκόμενους φορείς. Θ πρέπει λοιπόν να δημιουργηθεί μια ενιαία ηλεκτρονική φόρμα καταγραφής των περιστατικών πυρκαγιάς, ώστε να είναι εφικτή η άμεση εξαγωγή συγκεντρωτικών στοιχείων που θα βοηθήσουν στον καλύτερο σχεδιασμό της πρόληψης και της διαχείρισης των δασικών πυρκαγιών. (Τσαγκάρη, Κ., Καρέτσος, Γ., Προύτσος, Ν., 2011) 3.2 Υπάρχουσες συνθήκες στην περιοχή έρευνας Νομός Ηλείας Με βάση τα στοιχεία που παρατίθενται από την Αναπτυξιακή Ολυμπίας κατά την παρουσίαση του νομού, ο νομός Ηλείας παρουσιάζει τα παρακάτω χαρακτηριστικά Φυσικά- Δημογραφικά Χαρακτηριστικά Ο Νομός Ηλείας υπάγεται στην Περιφέρεια Δυτικής Ελλάδας, καταλαμβάνοντας το Β.Δ. τμήμα της Πελοποννήσου, δυτικά δε βρέχεται από το Ιόνιο Πέλαγος. Η έκτασή του είναι τετρ. χλμ. Και ο πληθυσμός του κάτοικοι. Πρωτεύουσα είναι ο Πύργος, ενώ ανατολικά του Πύργου, σε μία κοιλάδα ανάμεσα στον Κρόνιο λόφο, τον ποταμό Αλφειό και τον παραπόταμό του Κλαδέο, απλώνεται ένας από τους σημαντικότερους αρχαιολογικούς χώρους της Ελλάδας, η Αρχαία Ολυμπία. Ο Νομός αποτελείται από 22 Δήμους. Ο Νομός Ηλείας είναι κατεξοχήν πεδινός Νομός η πεδιάδα της Ηλείας είναι η μεγαλύτερη της Πελοποννήσου με κλίμα μεσογειακό και θερμό, με σχετικά υψηλά ποσοστά βροχοπτώσεων. Έχει πλήθος ιαματικών πηγών θαυμάσιες φυσικές ακτές πλούσια ποικιλία πανίδας και χλωρίδας καθώς και αξιόλογα οικοσυστήματα Κοινωνικοοικονομικά Χαρακτηριστικά

91 89 Ο Νομός έχει πολυδιάστατη οικονομική ζωή, γεγονός που αντανακλάται σε όλες τις δραστηριότητες που αναπτύσσονται κυρίως στον πρωτογενή τομέα και τις υπηρεσίες και κατά δεύτερο λόγο στο δευτερογενή τομέα. Tο 39% του οικονομικά ενεργού πληθυσμού του νομού απασχολείται στον πρωτογενή τομέα, το 44% στο τριτογενή και το 17% στο δευτερογενή. Οι νόμιμοι μετανάστες αποτελούν το 6,3% του πληθυσμού και η μεγάλη τους πλειοψηφία απασχολείται στη γεωργία (58%). Ο Νομός είναι ο πρώτος παραγωγός τομάτας και πατάτας στην χώρα, ο 5ος όσον αφορά στα εσπεριδοειδή και 6ος στο ελαιόλαδο. Γενικά χαρακτηρίζεται από το ειδικό βάρος των δραστηριοτήτων του πρωτογενή τομέα και ως ένα βαθμό από την παροχή υπηρεσιών, κυρίως τουριστικών (ΑΝΟΛ, 2012). Στη μελέτη του για την γεωγραφία αγροδασικών πυρκαγιών ο Γκουρμάτσης αναφέρει για τον νομό Ηλείας: Ο Νομός Ηλείας, είναι τυπικά και με αριθμητικά και μόνον κριτήρια, ο δεύτερος Νομός με τις περισσότερες αγροτοδασικές πυρκαγιές και ο πρώτος με τις περισσότερες καταστροφές. Ουσιαστικά όμως είναι ο πρώτος ουσιαστικά πυρόπληκτος Νομός της Χώρας και από τις συνολικά καμένες εκτάσεις, το (56,7%) αφορά δάση και δασικές εκτάσεις, ενώ ποσοστό (43,3%), αφορά αγροτικές και γεωργικές εκτάσεις Βέβαια τον ανωτέρω χαρακτηρισμό τον αποκτά κυρίως από τις τεράστιες καταστροφές, που υπέστη περισσότερο από κάθε άλλον Νομό το 2007, από τις θανατηφόρες δασικές πυρκαγιές (Γκουρμπάτσης, 2010). Στα κατάντη της υπό μελέτης λεκάνης απορροής βρίσκεται ο αρχαιολογικός χώρος της Ολυμπίας, ο οποίος και πρέπει σε κάθε περίπτωση να προστατευτεί. Για την Ολυμπία, την κοιλάδα των θεών, όπως την χαρακτηρίζει το η ιστοσελίδα του δήμου αρχαίας Ολυμπίας αναφέρει ότι «στον κάλλιστο τόπο της Ολυμπίας, εκεί που με ηρεμία σμίγουν ο Αλφειός και ο Κλαδέος ποταμός, η μήτρα της ιστορίας γέννησε τα πανανθρώπινα ιδανικά της ειρήνης, της ευγενούς άμιλλας. Εδώ που οι αθλητές αγωνίζονταν για έπαθλο ένα στεφάνι αγριελιάς και οι πόλεις κράτη πραγματοποιούσαν εκεχειρία πολέμου, από το 776 π.χ. αναδύθηκε ο κόσμος «του ωραίου, του μεγάλου, του αληθινού». Η Ολυμπία αποτελεί σταθμό και αφετηρία για όλη την ανθρωπότητα στο διάβα των αιώνων. Σήμερα δε που η πείνα των λαών θεριεύει και οι εξοπλισμοί των κρατών μεγαλώνουν, το πνεύμα του Ολυμπισμού μπορεί και πάλι να αποτελέσει τον θεμέλιο λίθο για μια κοινωνία ανθρώπινη.»

92 Ο Κλαδέος Ο Κλαδέος είναι παραπόταμος του Αλφειού, πηγάζει δε από τους πρόποδες της Φολόης δυτικά του οικισμού Λάλα. Στη συμβολή του Κλαδέου με τον Αλφειό ποταμό - Ο Αλφειός είναι ο μεγαλύτερος σε μήκος (112 km) και παροχή (ετήσιο δυναμικό 2100x1600 m3 ύδατος) ποταμός της Πελοποννήσου, καταλαμβάνοντας έκταση 3600 km2 (Poulos et al., 2002). Πηγάζει από το οροπέδιο της Τρίπολης και αποτελεί σημαντικό υδατικό πόρο και οικοσύστημα της Δυτικής Ελλάδας. Χωρίζεται σε τρία διακριτά τμήματα και καταλήγει στη θάλασσα στο βέριο τμήμα του Κυπαρισσιακού Κόλπου. Στον άνω Αλφειό, μέχρι και το υψίπεδο της μεγαλόπολης, στο Μέσο Αλφειό, στα φαράγγια, στα σύνορα Ηλείας Αρκαδίας και στον Κάτω Αλφειό, στο πεδινό του τμήμα στην Ηλεία. (Αλεβίζος, 2010)- στους πρόποδες του λόφου του Κρονίου, αναπτύχθηκε κατά την αρχαιότητα ένα από τα σημαντικότερα ιερά του αρχαίου κόσμου, το ιερό της Αρχαίας Ολυμπίας, που ήταν αφιερωμένο στον πατέρα των Θεών, Ολύμπιο Δία. (Φουντούλης κ.α., 2008) Τοπογραφική διαμόρφωση, ανάγλυφο Η λεκάνη απορροής του Κλαδέου εκτείνεται από υψόμετρα 27 έως πάνω από 600m. Η συνολική έκταση της λεκάνης είναι εκτάρια (USFS, 2007).

93 91 Εικόνα 18: Το ανάγλυφο του ευρύτερου χώρου της Αρχαίας Ολυµπίας (Από Μαριολάκος Η., Φουντούλης Ι.,2007) Εικόνα 19: Χάρτης μορφολογικών κλίσεων στην περιοχή του αρχαιολογικού χώρου της Ολυμπίας (από Μαριολάκος Η., Φουντούλης Ι., 2007) Γεωλογία Έδαφος (Κατά Φουντούλης, Ι και Μαυρουλης, Σ., 2008) Οι σχηματισμοί που συμμετέχουν στη γεωλογική δομή της, από τους νεότερους στους παλαιότερους, έχουν ως εξής : Αλλουβιακές αποθέσεις: Πρόκειται για σύγχρονες ποτάμιες αποθέσεις που παρατηρούνται κατά μήκος της κοίτης του Κλαδέου ποταμού. Συνίστανται από χαλαρές άμμους, αργίλους και ασύνδετες κροκάλες ποικίλης λιθολογικής σύνθεσης που προέρχονται από όλες τις αλπικές γεωτεκτονικές ενότητες της ευρύτερης περιοχής. Το πάχος τους είναι μικρό και δεν ξεπερνά τα λίγα μέτρα. Αναβαθμίδα Ολυμπίας: Η αναβαθμίδα αυτή βρίσκεται σήμερα 7m περίπου πάνω από τη σύγχρονη κοίτη του ποταμού Κλαδέου. Τα ιζήματα αυτά πρέπει να αποτέθηκαν σε

94 92 κάποια σύντομη χρονική περίοδο κατά τη Ρωμαϊκή εποχή εξαιτίας πλημμυρικών παροχών του ποταμού Κλαδέου και έχουν καλύψει τα ερείπια της Αρχαίας Ολυμπίας. Κροκαλοπαγή Λάλα: Πλειστοκαινικής ηλικίας ποτάμια ιζήματα συστήματος διακλαδιζόμενων ποταμών. Οι κροκάλες αποτελούνται από ασβεστόλιθο, ψαμμίτη, κερατόλιθο, χαλαζίτη και τοπικές αμμούχες ενστρώσεις. Στο ανώτερο τμήμα είναι έντονα αποσαθρωμένα σε ερυθρό πηλό με κροκάλες. Σχηματισμός Χελιδονιού: Πρόκειται για ακολουθία από άμμους με αμμοχάλικα, ιλύ και άργιλο τοπικά με λεπτές εμφανίσεις λιγνίτη χρώματος ερυθρωπού κίτρινου. Σχηματισμός Βούναργου: Χαρακτηρίζεται από άρρυθμες εναλλαγές αργίλων, μαργών, ιλυολίθων, ψαμμιτών, άμμων με κάποιες ενδιαστρώσεις κροκαλοπαγών. Η ποικιλία των λιθολογικών τύπων και οι κατά θέσεις διαφοροποιήσεις τόσο ως προς την κατακόρυφη όσο και ως προς την οριζόντια έννοια, οι αποσφηνώσεις, οι πλευρικές εξελίξεις και οι μικροασυμφωνίες αποτελούν τη συνήθη εικόνα εμφάνισης του σχηματισμού. Οι φάσεις του σχηματισμού είναι ρηχής θάλασσας, λιμνοθάλασσας, ανοικτού κόλπου και ηπειρωτικές λιμναίες ποταμοχειμαρρώδεις, ενώ είναι Ανωπλειοκαινικής Πλειστοκαινικής ηλικίας. Οι γεωλογικοί σχηματισμοί μπορούν να διακριθούν από υδρολιθολογικής απόψεως σε μικροπερατούς, όπου το νερό της βροχής που κατεισδύει και προστίθεται στον υδροφόρο ορίζοντα κινείται μέσα από πόρους και υδατοστεγείς Μικροπερατοί θεωρούνται οι αλλουβιακές αποθέσεις κατά μήκος της κοίτης του Κλαδέου, η αναβαθμίδα της Ολυμπίας πάνω από τη σύγχρονη κοίτη του και τα κροκαλοπαγή του Λάλα. Υδατοστεγείς θεωρούνται οι σχηματισμοί Βούναργου και Χελιδονιού.

95 Εικόνα 20: Γεωλογικός χάρτης (Φουντούλης, Ι., Μαυρουλης, Σ., 2008) 93

96 94 Εικόνα 21: Γεωλογικός χάρτης της Αρχαίας Ολυµπίας (Από Μαριολάκος Η., Φουντούλης Ι.,2007)

97 95 Εικόνα 22: Εδαφολογικός χάρτης (από Δασαρχείο Πύργου) Κλίμα Για τον προσδιορισμό των κλιματικών συνθηκών που επικρατούν σήμερα στη περιοχή έρευνας λάβαμε υπόψη μας τα στοιχεία του Μετεωρολογικού Σταθμού Πύργου, εξαιτίας της εγγύτητας του στην περιοχή έρευνας.

98 96 Μετεωρολογικός σταθμός Πύργου, Ν. Ηλείας. Υψόμετρο: 22μ. Ιδιοκτησία Θεόδωρος Κονδύλης σε συνεργασία με το Εθνικό Αστεροσκοπείο Αθηνών. ANNUAL CLIMATOLOGICAL SUMMARY NAME: pirgos CITY: Pirgos STATE: Hleias ELEV: 22 m LAT: 37 40' 10" N LONG: 21 26' 17" E TEMPERATURE ( C), HEAT BASE 18.3, COOL BASE 18.3 DEP. HEAT COOL MEAN MEAN FROM DEG DEG MAX MAX MIN MIN YR MO MAX MIN MEAN NORM DAYS DAYS HI DATE LOW DATE >=32 <=0 <=0 <= JUL 0.8 MAR PRECIPITATION (mm) DEP. MAX DAYS OF RAIN FROM OBS. OVER YR MO TOTAL NORM DAY DATE

99 FEB WIND SPEED (km/hr) DOM YR MO AVG. HI DATE DIR E E E E E W W W E E E E JAN E

100 98 Το βροχομετρικό πηλίκο του Εmberger (Μαυρομάτης 1980) προκύπτει από τον τύπο: Q 1000P, όπου: ( M m)( M m) 2 P= ετήσια βροχόπτωση σε mm M= μέσος όρος των μέγιστων θερμοκρασιών του θερμότερου μήνα σε απόλυτους βαθμούς m=μέσος όρος των ελάχιστων θερμοκρασιών του ψυχρότερου μήνα σε απόλυτους βαθμούς Για την περιοχή έρευνας χαρακτηρίζεται σαν μεσογειακό, το οποίο ανήκει στον υγρό βιοκλιματικό όροφο με δριμύ χειμώνα. Η ξηροθερμική περίοδος διαρκεί πέντε περίπου μήνες (αρχίζει περί τις αρχές Μαΐου και διαρκεί μέχρι το τρίτο δεκαήμερο Σεπτεμβρίου). (Οικονόμου κ.α., από

101 Εικόνα 23: Χάρτης βιοκλιματικών ορόφων (από Δασαρχείο Πύργου) 99

102 100 Εικόνα 24: Βιοκλιματικός χάρτης (από Δασαρχείο Πύργου)

103 Βλάστηση Χάρτης βλάστησης 101 Εικόνα 25: Από Δυστυχώς, για την κατά τα άλλα πολυμελετημένη περιοχή, ιδιαίτερα μετά τις πυρκαγιές του 2007, δεν υπάρχουν στοιχεία για την σύνθεση, την δομή, τις δασοπονικές και διαχειριστικές μορφές που επικρατούν. Ο ανδρομερής χάρτης του οικοσκοπίου του wwf, καθώς και οι δορυφορικές εικόνες από την περιοχή οδηγούν στο συμπέρασμα ενός πολυσυλλεκτικού μωσαϊκού βλάστησης, χωρίς ιδιαίτερες λεπτομέρειες. Στα δασαρχείο Πύργου, δεν υπήρχε χάρτης βλάστησης ούτε κάποια λεπτομερή καταγραφή των ειδών, ώστε να μπορέσει να υπάρξει η δυνατότητα υπολογισμού της υδατοσυγκράτησης, της κομοαπορροής, της κορμοαπορροής, της εξατμισιδιαπνοής ανάλογα με το είδος Η μορφή, το είδος και τα χαρακτηριστικά του φυλλώματος

104 102 επηρεάζουν την κομοδιαβροχή και την υδατοσυγκράτηση κυρίως με τις δυνάμεις συνοχής και συνάφειας που αναπτύσσονται μεταξύ της επιφάνειας του φυλλώματος και του νερού (Παυλίδης, 2005). Επομένως, όσα από τα παραπάνω χαρακτηριστικά αυξάνουν τις δυνάμεις συνάφειας μεταξύ φύλλου και νερού ή αυξάνουν την ανά m3 φυλλώματος διαβρεχόμενη επιφάνεια, αυξάνουν την κομοδιαβροχή και την υδατοσυγκράτηση. Αντίθετα όσα χαρακτηριστικά δημιουργούν συνθήκες μειωμένων δυνάμεων συνάφειας μεταξύ επιφάνειας νερού και φύλλου ή αναπτύσσουν μικρότερη ανά m3 φυλλώματος διαβρεχόμενη επιφάνεια, μειώνουν την κομοδιαβροχή και την υδατοσυγκράτηση (Παυλίδης, 2005). Από τις επιτόπιες παρατηρήσεις, επιβεβαιώθηκε το μωσαϊκό της περιοχής, η ύπαρξη θαμνώδους βλάστησης αειφύλλων πλατυφύλλων (πουρνάρι, φυλίκι, κουμαριά, ρείκι), χαλέπιος και τραχεία πεύκη, διάκενα, δρυς, κυπαρρίσια, γεωργικές εκτάσεις (ελιές, αμπέλια, οπωροφόρα), λιβάδια και φρύγανα καθώς και χαρακτηριστική παρόχθια βλάστηση (βλέπε παράρτημα φωτογραφιών). Με βάση τον χάρτη των ζωών βλάστησης της Ελλάδος, που αναφέρθηκε λεπτομερώς σε προηγούμενο σημείο της παρούσας, η περιοχή έρευνας ανήκει στην ευμεσονειακή ζώνη βλάστησης ή ζώνη αριάς (Quercetalia illicis), ή οποία εμφανίζεται επίσης στις παραλιακές, λοφώδεις και υποορεινές περιοχές, κατά μήκος των ακτών της Δ., ΝΑ. και Α. Ελλάδας, στη χερσόνησο της Χαλκιδικής και διάσπαρτα στις ακτές της Μακεδονίας και Θράκης. Συγκεκριμένα, στην υποζώνη της αριάς (Quercion illicis), που αναπτύσσεται στις υψηλότερες περιοχές της Δυτ. Ελλάδας και βορειότερα του Πηλίου (Όσσα, Όλυμπος, Χαλκιδική) μέχρι τη Θράκη και τα νησιά του Β Αιγαίου. Στην υποζώνη του Quercion illicis διακρίνονται δύο αυξητικοί χώροι: ο αυξητικός χώρος Adrachno Quercetum illicis, στις χαμηλότερες περιοχές της Δυτικής Ελλάδας και πάνω από τον Oleo lentiscetum Πήλιο στην Ανατολική Ελλάδα και ο Orno Quercetum illicis στις υψηλότερες περιοχές στη Δυτική Ελλάδα και πάνω από τον Oleo lentiscetum στο Πήλιο, στην Όσσα, τον Όλυμπο, τη Χαλκιδική, μέχρι και την Ανατολική Μακεδονία και Θράκη. Με βάση τον χάρτη δασών της Ελλάδας, η περιοχή έχει χαλέπιο και τραχείο πεύκη, κυπαρίσσια καθώς και αείφυλλα πλατύφυλλα.

105 103 Εικόνα 26: Χάρτης δασών της Ελλάδας

106 Υδρολογικά χαρακτηριστικά Το φαινόμενο της απορροής Από το νερό που φθάνει στην επιφάνεια της γης σαν κατακρήμνισμα, ένα μέρος του συγκρατείται από το φύλλωμα των φυτών που καλύπτει το έδαφος. Η ποσότητα του νερού που συγκρατείται με τον τρόπο αυτό, δεν είναι σταθερή αλλά εξαρτάται από το είδος και το ποσοστό της φυτοκάλυψης και τα χαρακτηριστικά του κατακρημνίσματος. Ένα άλλο μέρος του νερού συγκρατείται από τις εδαφικές κοιλότητες και ένα τρίτο γυρίζει πάλι πίσω στην ατμόσφαιρα με τη διαδικασία της εξάτμισης και της διαπνοής. Το υπόλοιπο κινείται στην επιφάνεια του εδάφους ή διηθείται στο έδαφος. Από το διηθούμενο νερό ένα μέρος κινείται πλευρικά, αμέσως κάτω από την επιφάνεια του εδάφους και ξαναεμφανίζεται στην επιφάνεια του εδάφους ή τις κοίτες των ρευμάτων, ενώ το υπόλοιπο πηγαίνει σε βαθύτερα στρώματα και εμπλουτίζει την κορεσμένη ζώνη από την οποία, πάλι κινούμενο πλευρικά, μπορεί να φθάσει στην κοίτη κάποιου ρεύματος ή να φύγει έξω από τα όρια της υδρολογικής λεκάνης (Παπαμιχαήλ, 2004). Το νερό που φθάνει σε ένα υδάτινο ρεύμα με κάποιο από τους παραπάνω τρόπους αποτελεί την απορροή. Ειδικότερα το μέρος εκείνο του νερού που φθάνει στο ρεύμα κινούμενο πάνω στην επιφάνεια του εδάφους αποτελεί την επιφανειακή απορροή, το μέγεθος της οποίας είναι συνάρτηση των χαρακτηριστικών του κατακρημνίσματος και της τοπογραφικής και εδαφολογικής διαμόρφωσης της περιοχής, που συνεισφέρει νερό στο ρεύμα Λεκάνη απορροής Η έκταση που τροφοδοτεί με νερό απορροής ένα ρεύμα αποτελεί τη λεκάνη απορροής του ρεύματος αυτού. Στη φύση, τα όρια της περιοχής που συνεισφέρει υπόγειο νερό σε ένα ρεύμα μπορεί να μη ταυτίζονται με αυτά της περιοχής που συνεισφέρει επιφανειακή απορροή. Γενικά, όταν η λεκάνη απορροής είναι μεγάλη, τα όρια των δύο αυτών περιοχών θεωρούνται ότι πρακτικά ταυτίζονται. Στην περίπτωση μικρών λεκανών είναι δυνατό υπόγειο νερό να μετακινηθεί από μια λεκάνη στη γειτονική της ή και πολύ μακρύτερα. Αυτό προκαλεί ορισμένες ασάφειες κατά τον καθορισμό των ορίων των λεκανών. Για να ξεπεραστούν οι ασάφειες αυτές έχει επικρατήσει να θεωρείται σαν υδρολογική λεκάνη η έκταση που συνεισφέρει νερό άμεσης απορροής σε ένα ρεύμα (Παπαμιχαήλ, 2004).

107 105 Το όριο που χωρίζει μια υδρολογική λεκάνη από τις γειτονικές της λέγεται υδροκρίτης. Ο υδροκρίτης ακολουθεί την κορυφογραμμή γύρω από τη λεκάνη και διασταυρώνει το ρεύμα μόνο στο σημείο εξόδου του. Συχνά, είναι αναγκαίο για πρακτικούς λόγους να χωριστεί μια μεγάλη λεκάνη σε μικρότερες. Οι μικρότερες αυτές λεκάνες λέγονται υπολεκάνες ή συμβάλλουσες και ορίζονται από εσωτερικούς υδροκρίτες. Οι υδρολογικές λεκάνες έχουν ορισμένα χαρακτηριστικά, που διαμορφώνουν σε μεγάλο βαθμό την υδρολογική συμπεριφορά τους. Η σχέση μεταξύ βροχόπτωσης και απορροής είναι από τα περισσότερο πολύπλοκα υδρολογικά φαινόμενα και η πρόβλεψη της απορροής εξαρτάται από ένα μεγάλο αριθμό παραμέτρων. Η δημιουργία της μέγιστης απορροής εξαρτάται πρωταρχικά από τη βροχόπτωση και ιδιαίτερα από τη ραγδαιότητά της. Ωστόσο η τελική απορροή που προκύπτει σε μια λεκάνη, εκτός από τη βροχόπτωση, είναι συνάρτηση των γεωμετρικών χαρακτηριστικών της, της δασοκάλυψης, των χρήσεων γης, της εδαφικής υγρασίας και του γεωλογικού υπόβαθρου. (Λατινόπουλος 2007). Το υδατικό ισοζύγιο είναι ακόμη περισσότερο πολύπλοκο στις ορεινές δασωμένες λεκάνες απορροής (Μπότσης Δ., Λατινόπουλος Π., Διαμανταράς Κ., 2011) Μορφομετρικά και υδρογραφικά χαρακτηριστικά Υδατικό ισοζύγιο Κυρίαρχο ρόλο στο υδατικό ισοζύγιο μιας περιοχής παίζει η συμπεριφορά και το είδος της δασικής βλάστησης Σχέση κομοδιαβροχής και υδατοσυγκράτησης σε σχέση με τα χαρακτηριστικά του φυλλώματος Η μορφή, το είδος και τα χαρακτηριστικά του φυλλώματος επηρεάζουν την κομοδιαβροχή και την υδατοσυγκράτηση κυρίως με τις δυνάμεις συνοχής και συνάφειας που αναπτύσσονται μεταξύ της επιφάνειας του φυλλώματος και του νερού (Παυλίδης, 2005). Επομένως, όσα από τα παραπάνω χαρακτηριστικά αυξάνουν τις δυνάμεις συνάφειας μεταξύ φύλλου και νερού ή αυξάνουν την ανά m 3 φυλλώματος διαβρεχόμενη επιφάνεια, αυξάνουν την κομοδιαβροχή και την υδατοσυγκράτηση. Αντίθετα όσα χαρακτηριστικά δημιουργούν συνθήκες μειωμένων δυνάμεων συνάφειας μεταξύ επιφάνειας νερού και φύλλου ή αναπτύσσουν μικρότερη ανά m 3 φυλλώματος διαβρεχόμενη επιφάνεια, μειώνουν την κομοδιαβροχή και την υδατοσυγκράτηση (Παυλίδης, 2005).

108 106 Με βάση τα παραπάνω προκύπτει ότι την κομοδιαβροχή και την υδατοσυγκράτηση αυξάνουν ή μειώνουν τα ακόλουθα χαρακτηριστικά του φυλλώματος. Πίνακας 19: Σχέση κομοδιαβροχής και υδατοσυγκράτησης σε σχέση με τα χαρακτηριστικά του φυλλώματος ( κατά Παυλίδη, 1995) Χαρακτηριστικά που αυξάνουν την κομοδιαβροχή και την υδατοσυγκράτηση Φύλλα βελόνες ή βελονοειδή φύλλα (όλα τα φύλλα των κωνοφόρων ειδών) Φύλλα δερματώδη (ilex, διάφορα είδη δρυός κλπ) Φύλλα οξύληκτα πολυσχιδή (Πρίνος, Αριά κλπ) Φύλλα χνοώδη ή με τριχίδια (Χνοώδης δρυς, Πλάτανος) Κλαδιά οριζόντια με φύλλωμα οριζόντιο ή φύλλα με οριζόντια τοποθέτηση Χαρακτηριστικά που μειώνουν την κομοδιαβροχή και την υδατοσυγκράτηση Φύλλα ευρεία και ομαλά πεπλατυσμένα (υβρίδια λεύκης, φλαμουριά, φουντούκια κλπ) Φύλλα λεία (σκλήθρο κλπ) Φύλλα με ομαλό τελικό περίγραμμα (κερασιά, οξιά κλπ) Φύλλα χωρίς κήρωμα και χνοώδης ή τριχωτές απολήξεις Κλαδιά κεκλυμένα ή έχοντα φύλλωμα κεκλιμένο κρεμάμενο προς τα κατάντη ή φύλλα με κεκλιμένη ή κατακόρυφη τοποθέτηση (κρεμάμενα φύλλα) Για τα είδη της περιοχής έρευνας, αν και όπως αναλύθηκε παραπάνω δεν υπήρξε λεπτομερής καταγραφή, βγαίνει ένα αρχικό συμπέρασμα ότι αυξάνουν την κομοδιαβροχή και την υδατοσυγκράτηση, μειώνοντας την επιφανειακή απορροή, οπότε η απομάκρυνσή τους εξαιτίας της πυρκαγιάς μπορεί να αυξήσει την επιφανειακή απορροή αυξάνοντας τις πιθανότητες εκδήλωσης πλημμυρικών φαινομένων Τάξη κεντρικής κοίτης και συμβαλλόντων Κατά Φουντούλη Ι., Μαρουλη Σ., 2008 Ο Κλαδέος αποτελεί έναν 4ης τάξης κλάδο. Δημιουργείται από τη συμβολή δύο 3 ης τάξης κλάδων, που είναι τα ρέματα Γανί (έκταση 1,6 km2) και Λιακοτό (έκταση 3,7 km2) και πηγάζουν δυτικά του Λάλα. Στον Κλαδέο συμβάλλουν, επίσης, τέσσερις 3ης τάξης κλάδοι, που είναι τα ρέματα Σουφάλα (έκταση 5,2 km2), Λαγκαδινού (έκταση

109 107 6,6 km2) και Πλατανέικο (έκταση 2,9 km2) βόρεια και Μακρυπόδι (έκταση 2,2 m2) νότια του κύριου κλάδου. Εικόνα 27: Χάρτης με τις υδρολογικές λεκάνες κλάδων 3ης τάξης (από Φουντούλη Ι., Μαρουλη Σ., 2008) Η λεκάνη απορροής του Κλαδέου περιλαμβάνει 109 κλάδους 1ης και 24 κλάδους 2ης τάξης. Κατά τη διαδρομή του από την περιοχή νοτιοδυτικά του Πόθου μέχρι και την περιοχή βόρεια του Κοσκινά έχει ΒΑ-ΝΔ διεύθυνση, ενώ αποκτά Β-Ν διεύθυνση από τον Κοσκινά μέχρι και τη συμβολή του με τον Αλφειό νότια της Αρχαίας Ολυμπίας

110 108 Εικόνα 28: Τοπογραφικός χάρτης της λεκάνης Κλαδέου (από Φουντούλη Ι., Μαρουλη Σ., 2008). Η υδρολογική λεκάνη του Κλαδέου αναπτύσσεται στο ανατολικό τμήμα του τεκτονικά και σεισμικά ενεργού τεκτονικού βυθίσματος Πύργου Ολυμπίας, που αποτελεί την κύρια νεοτεκτονική μακροδομή της περιοχής μελέτης. Στα υδρογραφικά δίκτυα, που αναπτύσσονται σε τεκτονικά ενεργές περιοχές, η ενεργότητα αντανακλάται στα χαρακτηριστικά του υδρογραφικού δικτύου. Χαρακτηριστική είναι η εντονότατη και εντυπωσιακή ασυμμετρία της λεκάνης ως προς τον κύριο κλάδο του, που ρέει σε πολύ μικρή απόσταση από τον ανατολικό υδροκρίτη δίνοντας στη λεκάνη χαρακτηριστικό σχήμα και μεγαλύτερη έκταση στα δυτικά της κοίτης του. Τα υψηλότερα σημεία του υδροκρίτη (620 μ.) βρίσκονται βόρεια του Πόθου και νότια του Λάλα. Ο αριθμός των υδρολογικών λεκανών 3ης τάξης δυτικά και ανατολικά της κύριας κοίτης τονίζει την ασυμμετρία. Δυτικά του κύριου κλάδου αναπτύσσονται τέσσερις κλάδοι 3ης τάξης, ενώ στα ανατολικά δύο λιγότεροι. Η έκταση των λεκανών αποροοής των κλάδων 3ης τάξης δυτικά του κύριου κλάδου του Κλαδέου είναι μεγαλύτερη από την αντίστοιχη έκταση στα ανατολικά. Ανάλογη είναι η εικόνα για τους μικρότερης (1ης και 2ης) τάξης κλάδους, η πλειοψηφία των οποίων αναπτύσσεται στα δυτικά του κύριου κλάδου.

111 109 Εικόνα 29: Yδρολιθολογικός χάρτης της λεκάνης Κλαδέου (από Φουντούλη Ι., Μαρουλη Σ., 2008).

112 110

113 111 Εικόνα 30: Υδρολογικός χάρτης, φύλλο Καλαμών-Πύργου, από Τμήμα Δασοτεχνικής Διευθέτησης Χειμμάρων, Ειδικής Γραμματείας Δασών, ΥΠΕΚΑ

114 Χειμαρρικά μικροπεριβάλλοντα και χειμαρρικοί μικρότυποι Η ορογραφία, το κλίμα, το πέτρωμα και η βλάστηση αποτελούν τους τέσσερις βασικούς παράγοντες χειμαρρικότητας. Ο μεταξύ τους συνδυασμός συνθέτει ένα τοπικό χειμαρρικό μικροπεριβάλλον, το οποίο πάλι δημιουργεί ένα συγκεκριμένο χειμαρρικό μικρότυπο σε κάθε περιοχή. Δεχόμαστε ως δείκτη του αναγλύφου (ορογραφίας) της επιφάνειας της υπό μελέτης περιοχής το υπερθαλάσσιο ύψος θεωρώντας, όπως έχει αποδειχθεί τη κλίση της επιφάνειας του εδάφους ως συνάρτηση αυτού (σε μεγάλα υψόμετρα ισχυρές κλίσεις, σε μικρά ήπιες) και ως δείκτη του κλίματος το ετήσιο ύψος βροχής με το οποίο θεωρούμε ότι συναρτώνται επίσης η ραγδαιότητά του, ο αριθμός ημερών χιονοκάλυψης, και το θερμοστατικό εύρος της κάθε περιοχής. Η κατάταξη που ακολουθεί γίνεται σύμφωνα με τη μεθοδολογία του Κωτούλα Πίνακας 20: Ταξινόμηση σε χειμαρρικούς μικροτύπους Υψόμετρο Πέτρωμα Βροχόπτωση Βλάστηση Χειμαρρικός μικρότυπος Δείκτης Δείκτης Δείκτης Δείκτης Ιζηματογενή * 2 Αείφυλλα πλατύφυλλα 2632 * Για την βροχόπτωση χρησιμοποιήθηκε ο ετήσιος μέσος όρος των ετών , που δίνει η ΕΜΥ για το σταθμό του Πύργου, αλλά εξαιτίας του ότι η μεθοδολογία αφορά στη Βόρειο Ελλάδα και ο μικροτύπος 2642 που προέκυπτε δεν έχει αναλυθεί, έγινε η παραδοχή της χρήσης ύψους βροχής του μέγιστου της μικρότερης κατηγορίας, 120mm μικρότερο από το πραγματικό ύψος, προκύπτει για τη βροχόπτωση ο συντελεστής 30 και καταλήγουμε στον χειμαρρικό μικρότυπο 2632 που περιγράφεται παρακάτω. Δεδομένης όμως της παραδοχής, οι διαβρώσεις αναμένονται ισχυρότερες και η διευθέτηση εντονότερες παρεμβάσεις. Μικρότυπος 2632 Α. Περιγραφή μικροπεριβάλλοντος

115 113 Υπερθαλάσσιο ύψος m. Κλίση εδάφους μικρή. Πετρώματα νεογενή (ιζηματογενή). Ετήσιο ύψος βροχής mm, μέσης ραγδαιότητας. Ετήσιο θερμοκρασιακό εύρος μικρό. Αριθμός ημερών χιονιού μικρός. Ομβροθερμικό διάγραμμα τύπου Β. Βλάστηση από αείφυλλα πλατύφυλλα διασπώμενη συχνά από γεωργικές καλλιέργειες. Ενίοτε τεχνητά δάση τραχείας πεύκης ιδίως στις λεκάνες απορροής των χειμάρρων. Ο μικρότυπος εμφανίζεται σε λοφώδεις και ημιορεινές περιοχές ως και στα χαμηλότερα τμήματα ορεινών και πολύ ορεινών. Β. Χαρακτηριστικά γνωρίσματα μικρότυπου α. Σε γυμνό (ακάλυπτο) έδαφος Διαβρώσεις: Κυριαρχεί η χαραδρωτική, η φαραγγωτή και η πρανική διάβρωση αλλά και η επιφανειακή και η αυλακωεδής διάβρωση. Διαβρωσιγενείς επιφάνειες σαφείς. Αποσαθρώσεις Μακράς εντάσεως. Γεωκατακρημνήσεις: συχνές, κυρίως εξαιτίας υποσκαφής του πρανούς. Ριξηγενείς επιφάνεις σαφείς. Γεωλισθήσεις: Λίγες, κυρίως, οφειλόμενες κυρίως στην υποσκαφή των πρανών. Ολισθησιγενείς επιφάνειες σαφείς. Διαπερατότητα πετρώματος: Μικρή. Πυκνότητα υδρογραφικού δικτύου: Μεγάλη. β. Σε έδαφος καλυμμένο από προστατευτική βλάστηση Όπου η επικρατούσα φυσική βλάστηση δεν είναι υποβαθμισμένη, προσφέρει καλή προστασία στο υποκείμενο έδαφος, αποτρέποντας πλήρως την επιφανειακή και την αυλακωτή διάβρωση και την αποσάθρωση, όχι όμως την χαραδρωτική, φαραγγωτή και πρανική τέτοια, τις γεωκατακρημνίσεις και τις βαθιές ολισθήσεις. γ. Μορφολογία του τοπίου Τοπίο έντονα κατακερματισμένο από πολλών μεγάλου μεγέθους απότομες χαραδρώσεις. Ράχες και κορυφές γωνιώδεις, κλιτύες με απότομες εναλλαγές κλίσεων, κοίτες χαραδρών με μέση κλίση. Διατομή βαθιών χαραδρώσεων, υοειδής. Μεγάλου πλάτους με σχεδόν κατακόρυφα υψηλά πρανή, οι μικρότερς χαραδρώσεις έχουν μεγαλύτερη κλίση κοίτης και σύνθετη διατομή, τριγωνική, οξείας γωνίας πάνω, με υοειδή μορφή στο κάτω μέρος. Στερεά υλικά ποικίλων διαστάσεων, από λίγα ογκώδη ως λεπτών διαστάσεων. Κυριαρχούν τα μέσης διαμέτρου και λεπτά υλικά. Στερεομεταφορά πολύ μεγάλη.

116 114 Γ. Περιοχή εμφάνισης Σε όλη τη Β.Ελλάδα Δ. Αρχές και μέτρα διευθέτησης των χειμαρρικών φαινομένων και ελέγχου του απορρέοντος ύδατος α. Διευθέτηση των χειμαρρικών φαινομένων - Αποτροπή επιφανειακής και αυλακωειδούς διαβρώσεως: πολλές φορές, η απαγόρευση της βοσκής αρκεί για την επαναδημιουργία συνηφερούς θαμνώνων αειφύλλων πλατυφύλλων σε σύντομο χρονικό διάστημα για την πλήρη αποτροπή της επιφανειακής και αυλακωτής διάβρωσης. Σε πολύ υποβαθμισμένους θαμνώνες ή και γυμνές θέσεις, εφόσον το έδαφος δεν διαβρώθηκε έντονα, αναδάσωση με κωνοφόρα είδη για τη δημιουργία υδρογεωνομικού δάσους, ενώ σε υποβαθμισμένες θέσεις αναθάμνωση. Σε ζώνες καλλιεργειών, άρωση κατά τις χωροσταθμικές καμπύλες. Καλλιέργεια σε εναλλασσόμενες λωρίδες φυτών πυκνώς αναπτυσσόμενα. Σε μεγάλες κλίσεις κατασκευή αναβαθμίδων. Τα παραπάνω, σε συνδυασμό με αλλαγή κατευθύνσεως απορροής υδάτων από τις υψηλότερες περιοχές. - αποτροπή χαραδρωτής, φαραγγωτής, πρανικής διαβρώσης, γεωλισθήσεων και γεωκατακριμνήσεων εξαιτίας υποσκαφής του πρανούς: βαθμίδωση της κοίτης με βαριά τεχνικά έργα, π.χ. με υψηλά, επιμελώς κατασκευασμένα διαδοχικών και ενίοτε αλλεπάλληλων φραγμάτων για τη στερέωση της κοίτης με πρόβολους και παράλληλων τοίχων σε συνδυασμό με την απόξεση των πρανών και την με μικρά τεχνικά έργα, όπως παράλληλοι τοίχοι και φυτοκομικά έργα όπως αναθαμνώσεις σταθεροποίησή τους. β. Έλεγχος του απορρέοντος νερού Δυνατή η κατασκευή φυτοκομικών, αγροτεχνικών αλλά και τεχνικών έργων, όπως πχ φράγματα ταμίευση νερού, εντός των προσχώσεων για αρδευτικούς και υδρευτικούς σκοπούς. Σχολιασμός αποτελέσματος Οι επιτόπιες παρατηρήσεις από την περοχή έρευνας επιβεβαιώνουν την μέθοδο, αν και αμε πρώτη ματιά, αυτή φαίνεται να έχει κάπως υπερβολικά αποτελέσματα σε ότι αφορά

117 115 τις διαβρώσεις και τα μέτρα που πρέπει να ληφθούν. Αν όμως σε αυτά προστεθούν και τα ιστορικά στοιχεία από τις πλυμμήρες του Κλαδέου που παρατίθενται στην παρούσα, τα αρχικά αποτελέσματα εξισοροπούνται Προσδιορισμός υδατικού ισοζυγίου Για τον προσδιορισμό του υδατικού ισοζυγίου της περιοχής έρευνας είναι απαραίτητο να υπολογιστούν για την κάθε μία από τις λεκάνες απορροής τα παρακάτω μεγέθη: Εξατμισοδιαπνοή Υδατοσυγκράτηση Διήθηση Απορροή Υδατοσυγκράτηση Η υδατοσυγκράτηση αποτελεί μια βασική πρωτογενή υδατική απώλεια που για την τιμή, στην βιβλιογραφία, συχνά παρατηρούνται σχεδόν αντιφατικά συμπεράσματα (Παυλίδης, 2005). Η δυσκολία στον προσδιορισμό της υδατοσυγκράτησης μιας περιοχής έγκειται στο γεγονός ότι στον υπολογισμό της υπεισέρχονται αστάθμητοι παράγοντες (χαρακτηριστικά των βροχών, κλιματικές συνθήκες, προσανατολισμός, συνθήκες βλάστησης, ενδοδασικό περιβάλλον κλπ) Εξατμισοδιαπνοή Η εξατμισοδιαπνοή για την περιοχή έρευνας υπολογίστηκε με τη μέθοδο του Turc (Turc, 1951) Η μέθοδος αυτή εφαρμόζεται τόσο με την πραγματική μέση ετήσια θερμοκρασία αέρα (Τ) όσο και με τη διορθωμένη τιμή (ΤΔ), η οποία παίρνει υπόψη της την ετήσια πορεία της θερμοκρασίας με την κατανομή των κατακρημνισμάτων. Στη συγκεκριμένη εργασία χρησιμοποιήθηκε η τιμή της ΤΔ και αφορά τις θερμοκρασίες και τα κατακρημνίσματα για το 2011.

118 116 Σύμφωνα με τον Turk E= P/( (0,9P 2 /L 2 ) όπου Ε= η πραγματική Εξατμισοδιαπνοή σε mm P= το ύψος των ετησίων κατακρημνισμάτων σε mm L= T +0,05T3 και T= η μέση ετήσια θερμοκρασία του αέρα σε 0C. Με εφαρμογή για Τ Δ έχουμε: E=580,30mm Στη μέθοδο αυτή δεν λαμβάνεται κκαθόλου υπόψη το είδος της βλάστησης της περιοχής και προκείπτει τμή πραγματικής εξατμισιοδιαπνοής 580,30mm από 957,50mm που έπεσαν Επιφανειακή απορροής και διήθηση Κατά τους Thornthwaite και Mather (1955) η μέγιστη ποσότητα ύδατος που μπορεί να αποθηκευτεί μέσα στην ακόρεστη ζώνη του εδάφους δεν μπορεί να υπερβεί το μέγιστο όριο που καθορίζεται από την ικανότητα κατακράτησης νερού S max. Η τιμή S max εκτιμάται από την παρακάτω σχέση της Soil Conservation Service (1972): S max ,4 10 CN όπου CN είναι ο αριθμός καμπύλης (Curve Number), που προσδιορίζεται από πίνακες με βάση τις συνθήκες εδάφους, γεωλογίας, φυτοκάλυψης και χρήσης γης της λεκάνης απορροής (0<CN<100) Προσδιορισμός CN H SCS έχει αναπτύξει ένα σύστημα κατάταξης εδαφών που αποτελείται από τέσσερις εδαφικούς τύπους, που ορίζονται με τα γράμματα A, B, C και D. Τα εδαφικά χαρακτηριστικά που συνδυάζονται με κάθε τύπο εδάφους είναι:

119 117 - Τύπος Α: Εδάφη με μεγάλη τελική διηθητικότητα και διαπερατότητα. Βαθιά αμμώδη, βαθιά πηλλώδη, συσσωματούμενα ιλυώδη. - Τύπος B: Εδάφη με μέτρια τελική διηθητικότητα και διαπερατότητα. Ρηχά πηλλώδη, πηλλοαμμώδη. - Τύπος C: Εδάφη με μικρή τελική διηθητικότητα και διαπερατότητα. Αργιλοπηλώδη, ρηχά αμμοπηλώδη, εδάφη με χαμηλή περιεκτικότητα σε οργανική ουσία, εδάφη πλούσια σε άργιλο. - Τύπος D: Εδάφη με πολύ μικρή τελική διηθητικότητα και διαπερατότητα. Εδάφη τα οποία διογκώνονται όταν υγραίνονται, έχουν δηλαδή υψηλή περιεκτικότητα σε μοντμοριλονιτική άργιλο και ορισμένα αλατούχα εδάφη. Ο πίνακας που ακολουθεί δίνει τις τιμές του CN για δασώδεις εκτάσεις όπως η περιοχή έρευνας: Πίνακας 21: Απορροικοί συντελεστές ή αριθμοί καμπύλης (CN) για περιπτώσεις διαφορετικής χρήσης γης, διαχείρισης, υδρολογικών συνθηκών και εδαφικών τύπων για εδάφη προηγούμενης υγρασιακής κατάστασης τύπου ΙΙ από Παπαμιχαήλ (2004) Χρήση γης Υδρολογικές συνθήκες Υδρολογικός τύπος εδάφους A B C D Δάση και δασικές εκτάσεις Δυσμενείς Μέτριες Καλές Χέρσες εκτάσεις Οπωρώνες Και για τα δεδομένα της περιοχής έρευνας ανάλογα με την έκταση και την κατάσταση της κάθε χρήσης γης έχουμε:

120 118 CN=94,95, η οποία είναι πολύ κοντά στην τιμή 100, την μέγιστη δηλαδή που μπορεί να λάβει, και αυτό σημαίνει ιδιαίτερα υψηλό απορροικό συντελεστή. Το νερό προστίθεται ή αφαιρείται από το έδαφος ανάλογα με το αν η τιμή της βροχόπτωσης Pn κάθε μήνα είναι μεγαλύτερη ή μικρότερη από την αντίστοιχη δυνητική εξατμισοδιαπνοή ΕΤn. E τp : Ο υπολογισµός της µηνιαίας δυναµικής εξατµισοδιαπνοής του εδάφους EΤ p γίνεται µε τη µέθοδο του Thornthwaite στην οποία απαιτούνται µόνο οι µέσες µηνιαίες θερµοκρασίες. Ο Thornthwaite (Thornthwaite C. W., Matter J. R. 1955) βρήκε ότι υπάρχει µια σαφής σχέση ανάµεσα στη δυναµική εξατµισοδιαπνοή, τη θερµοκρασία της ατµόσφαιρας, τη γεωγραφική θέση και την εποχή. Η εµπειρική σχέση που διατύπωσε και χρησιµοποιείται για τον υπολογισµό της ολικής δυναµικής εξατµισοδιαπνοής µιας περιοχής χωρίς ιδιαίτερη αναφορά σε συγκεκριµένες καλλιέργειες ή συστήµατα εκµετάλλευσης έχει τη µορφή: EΤ p = 16L d [10Τ/Ι] a όπου EΤ p είναι η δυναµική εξατµισοδιαπνοή σε mm/µήνα, L d είναι ο λόγος της µέσης διάρκειας ηµέρας κάθε µήνα προς ηµέρα διάρκειας 12 ωρών, Τ είναι η µέση µηνιαία θερµοκρασία του αέρα σε ο C και I είναι ένας ετήσιος δείκτης θερµότητας που υπολογίζεται µε τη σχέση : Ι= Σ (1 έως 12) j j = (Τ j /5) 1,514 = 91,02 όπου T j είναι η µέση θερµοκρασία του αέρα κάθε µήνα και i j είναι οι αντίστοιχοι µηνιαίοι δείκτες θερµότητας. Ο εκθέτης a υπολογίζεται µε τη σχέση: a= 0, (Ι) 3-0,000077Ι(Ι) 2 + 0,0Ι792(Ι) + 0,49239 = 1,93 Τιµές του παράγοντα L d για γεωγραφικό πλάτος 37 σε συνάρτηση µε το µήνα δίνονται παρακάτω: Ι Φ Μ Α Μ Ι Ι Α Σ Ο Ν 0,81 0,83 1,03 1,125 1,27 1,28 1,285 1,195 1,04 0,945 0,815 0,78

121 119 Για κάθε εξεταζόμενη χρονική περίοδο μήνα ισχύουν οι εξής περιπτώσεις: i) Pn >ETn τότε S n = min ((P n -ΕΤ n ) +S n-1,s max ) Σύμφωνα με την παραπάνω σχέση προκύπτει α) S n = S max =13,51 β) S n < S max Στην α) περίπτωση όπου S n = S max το πλεόνασμα νερού ΔQ το οποίο θα αποτελέσει τη μελλοντική απορροή τους επόμενους μήνες θα δίνεται από τη σχέση ΔQ = P n -ΕΤ n και η οποία χωρίζεται σε επιφανειακή και σε υπόγεια απορροή λόγω βαθιάς διήθησης. Η επιφανειακή απορροή Q n δίνεται από τη σχέση Q n = (1-κ).(Q n-1 + ΔQ) ενώ η υπόγεια απορροή Rn δίνεται από τη σχέση R n = κ.(q n-1 + ΔQ) όπου κ= συντελεστής διήθησης ο οποίος δείχνει πόσο νερό φορτίζει τον υπόγειο υδροφόρο ορίζοντα και διαφοροποιείται ανάλογα με το γεωλογικό υπόθεμα. Ο συντελεστής κ που χρησιμοποιήθηκε για τις λεκάνες απορροής της περιοχής έρευνας προκύπτει από τη γεωλογία της περιοχής σε σχέση με το ποσοστό συμμετοχής του κάθε πετρώματος στη λεκάνη απορροής (Περλέρος κ.α., 2004) Στην β) περίπτωση όπου S n < S max το πλεόνασμα νερού ΔQ θα δίνεται από τη σχέση ΔQ = P n - ΕΤ n +( S n - S max ) ii) Pn < ETn τότε S n = S n-1. e ETn Pn S max σε αυτή την περίπτωση δεν θα υφίσταται πλεόνασμα νερού και κατά συνέπεια ΔQ =0 Σε αυτή την περίπτωση η υγρασία του εδάφους μειώνεται στο τέλος του μήνα κατά Dμήνα=Smax-Sμήνα Θα πρέπει να σημειωθεί ότι για τον πρώτο μήνα (Ιανουάριο) κάνουμε την παραδοχή ότι S Ιαν =S max και Q ΔΕΚ = (1-κ)*Ρ ΔΕΚ -Υδατοσυγκράτηση ΔΕΚ Τα τελικά αποτελέσματα τόσο για την επιφανειακή απορροή όσο και για την διήθηση παρουσιάζονται στους πίνακες που ακολουθούν. Δεδομένου όμως της αδυναμίας υπολογισμού της υδατοσυγκράτησης λόγω έλλειψης συγκεκριμένων στοιχείων για τη βλάστηση, μπορούμε να φτάσουμε μόνο έως το σημείο προσδιορισμού της Ε ΤΝ για κάθε μήνα όπως φαίνεται παρακάτω: ΙΑΝ ΦΕΒ ΜΑΡ ΑΠΡ ΜΑΪ ΙΟΥΝ ΙΟΥΛ ΑΥΓ ΣΕΠ ΟΚΤ ΝΟΕ ΔΕΚ

122 120 19,05 22,97 34,94 54,18 89,41 138,24 173,53 163,48 123,14 52,92 30,00 23,84 Δεδομένης της ελλειψης στοιχείων από την υδατοσυγκράτηση λόγω βλάστησης, δεν είναι δυνατόν να διακριθεί το νερό που απέρρευσε από αυτό που διηήθηκε, οπότε τα ποσοστά διαμορφώνονται ως εξής: Πίνακας 24: Υδατικό ισοζύγιο περιοχής έρευνας Βροχή που έπεσε mm Νερό που γύρισε στην ατμόσφαιρα mm Νερό που απέρρευσε και διηθήθηκε mm Νερό που δεσμεύτηκε από την εξατμισιδιαπνοή % Νερό που απέρρευσε και διηθήθηκε % 957,5 580,30 377,2 60,60 39, Δασοκομικοί χειρισμοί και ο υδρονομικός τους ρόλος Οι Lull και Reinhart (1967) υπολόγισαν ότι η τέλεια απομάκρυνση της βλάστησης από καλά δασωμένες λεκάνες απορροής στη ΒΑ περιοχή των ΗΠΑ αυξάνει την παραγωγή νερού κατά 10 έως 30 cm (1.000 έως τόνους ανά εκτάριο) ετησίως. Κατά το Rotchacher (1970), η αφαίρεση δάσους κωνοφόρων στις ΒΔ περιοχές των ΗΠΑ είχε σαν αποτέλεσμα την αύξηση του νερού κατά 45 cm. Tο μεγαλύτερο μέρος της αύξησης αυτής παρατηρήθηκε κατά την περίοδο Οκτωβρίου Μαρτίου. Ο Ηibbert (1967), ύστερα από εξέταση 39 σχετικών περιπτώσεων, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι τον πρώτο χρόνο μετά από ολική αφαίρεση της βλάστησης, η παροχή των ρευμάτων είναι δυνατό να αυξηθεί από 4 έως 45 cm ετησίως. Βρήκε μάλιστα ότι στις υγρές περιοχές, για κάθε περιορισμό της βλάστησης μιας λεκάνης απορροής κατά ένα εκατοστό, αντιστοιχούσε μια ετήσια αύξηση νερού κατά 4,5 mm, τον πρώτο μετά την αφαίρεση της βλάστησης χρόνο. Παρόμοια καλή συσχέτιση μεταξύ της ελάττωσης της βλάστησης (Χ) και της αύξησης της παροχής των ρευμάτων (Υ) έδωσαν και οι Douglass και Swank (1972). Για τις ΒΑ περιοχές των ΗΠΑ η συσχέτιση αυτή για τον πρώτο χρόνο μετά την αραίωση είναι Υ = -1,39 + 0,13 Χ.

123 121 Η αύξηση της ποσότητας του νερού λόγω ελάττωσης της βλάστησης εξαρτάται κυρίως από τη βλάστηση και τις κλιματικές και εδαφικές συνθήκες. Κατά Flolliot και Thorud (1974), είναι μεγαλύτερη για δάση ελάτης και πολύ μικρότερη για δάση σκληρόφυλλων πλατυφύλλων. Επίσης, είναι πολύ μεγαλύτερη για τις υγρές περιοχές παρά για τις ξηρές και ημίξηρες. Καθώς η βλάστηση μετά την αποψιλωτική υλοτομία, επανεγκαθίσταται και το δάσος αναγεννιέται, η ποσότητα της παροχής των ρευμάτων ελαττώνεται. Οι Swank και Douglass (1974), αναφέρουν ότι 15 χρόνια μετά από την αλλαγή ενός ώριμου δάσους φυλλοβόλων πλατύφυλλων με φυτεία Pinus strobus η ετήσια υδατοπαροχή των ρευμάτων ελαττώθηκε κατά 20% περίπου. Η ελάττωση αυτή ήταν μεγαλύτερη κατά τη χειμερινή περίοδο, λόγω περιορισμού της εξατμισοδιαπνοής από την πτώση των φύλλων στο δάσος των φυλλοβόλων. Επίσης, σημαντική αύξηση της υδατοπαροχής των ρευμάτων παρατηρείται κατά τη μετατροπή της δασικής βλάστησης σε ποώδη βλάστηση. Για υγρές περιοχές οι Hewlett και Hibbert αναφέρουν ότι παρατήρησαν αύξηση της ετήσιας υδατοπαροχής των ρευμάτων ισοδύναμη με 125 ως 400 mm βροχής, μετά από μετατροπή δάσους κωνοφόρων σε ποώδη βλάστηση. Οι αυξήσεις αυτές ήταν πάντοτε μεγαλύτερες στις βόρειες και υγρότερες παρά στις ξηρότερες και νότιες θέσεις. Η υποβλάστηση καταναλώνει επίσης σημαντικές ποσότητες νερού όταν είναι πυκνή και αυξάνεται καλά. Κάτω από ορισμένες μάλιστα συνθήκες είναι δυνατόν η αφαίρεση της υποβλάστησης, όχι μόνο να αυξήσει το διαθέσιμο νερό για τα δέντρα του ανωρόφου, αλλά να αυξήσει και την παροχή των ρευμάτων. Κατά το Rutter (1968) (από Παπαμίχο (1985), στη λεκάνη απορροής της Conweeta (Καλιοφόρνια, Η.Π.Α.) η εξατμισοδιαπνοή από τα αείφυλλα πλατύφυλλα του υπορόφου βρέθηκε να αντιπροσωπεύει το 13% της συνολικής εξατμισοδιαπνοής. Πιστεύεται ότι η κατανάλωση νερού από την υποβλάστηση των αείφυλλων πλατύφυλλων στα δάση της χαλεπίου και τραχείας πεύκης στη χώρα μας θα πρέπει να είναι πολύ μεγάλη. Ενδιαφέρουσα είναι η παρατήρηση του Penman (1963) (από Παπαμίχο, 1985), κατά την οποία ο V.V. Rakhmanov εξετάζοντας τη σχετική βιβλιογραφία των περασμένων 100 ετών κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η δασική βλάστηση δεν αυξάνει βασικά την απώλεια του νερού και ότι δεν υπάρχουν ουσιώδεις διαφορές μεταξύ δασωμένων,

124 122 λιβαδικών και γεωργικών καλλιεργούμενων εκτάσεων κάτω από παρόμοιες οικολογικές συνθήκες. Πίνακας 25: Αλλαγή της υδατοπαροχής ρευμάτων σε σχέση με την κυκλική επιφάνεια και ποσότητα κόμης (προσαρμογή του Παπαμίχου (1985) από Meginnis 1959) Χρονική περίοδος Κυκλική επιφάνεια Ετήσια ποσότητα Αύξηση συστάδας m 2 κόμης (τόνοι) υδατοπαροχής cm Πριν την υλοτομία 10,3 3,26 0 1ος χρόνος μετά από αποψιλωτική υλοτομία 0,0 0, χρόνια μετά 4,8 3, χρόνια μετά 9,3 3,26 0 Οι Βουζαράς και Καραμήτρος (1981) παρατήρησαν ότι ακόμη και το Σεπτέμβριο του ξηρού έτους 1977, το νερό έτρεχε στα ρέματα της καλά δασωμένης ανατολικής πλευράς της Όσσας. Κατά τη διάρκεια 55 λεπτών καταιγίδας ( ) έπεσαν σε λεκάνη 16,2 Ηα στην ανατολική πλευρά της Όσσας m 3 από τα οποία έφτασαν κατευθείαν στη θάλασσα μόνο 8,78 m 3. Αυτό σημαίνει ότι, αν αφαιρεθεί ένα ποσοστό περίπου 10% υδατοσυγκράτησης από την κομοστέγη, ολόκληρο σχεδόν το υπόλοιπο νερό (7.864 m 3 ) συγκρατήθηκε επιτόπου. Ασφαλώς ένα μεγάλο μέρος από το νερό αυτό τροφοδοτεί τις πηγές και τα ρέματα σε όλη τη διάρκεια του έτους. Οι Σαπουντζής και Στάθης (2002) επισημαίνουν ότι μετά από απομάκρυνση του 10% της δασικής βλάστησης και ένα έντονο πλημμυρικό γεγονός επήλθε αύξηση της μέγιστης υδατοπαροχής κατά 3%, του απορρέοντος νερού κατά 7% και της στερεομεταφοράς κατά 75%. Πίνακας 26 : Επιφανειακή απορροή και διάβρωση σε σχέση με την χρήση του εδάφους (Ursic και Dendy, 1969)

125 123 Χρήση εδάφους Αγρός Βοσκότοπος Χέρσο Δάσος φυλλοβόλων Αναδάσωση πεύκης Επιφανειακή απορροή % των ετησίων κατακρημνισμάτων (1320 mm) Ετήσια διάβρωση (μεταφορά εδάφους) t/ha 10,00 0,80 0,07 0,05 0,01 Αυτός ο ρόλος του δάσους, παρ' ότι είναι προφανής, δεν συνειδητοποιήθηκε ίσως σ' όλο του το μέγεθος, με αποτέλεσμα στη σημερινή εποχή να είναι ακόμη νοητό να καταστρέφονται δάση από τον "πολιτισμένο και σκεπτόμενο σύγχρονο" άνθρωπο. Στη Νότια Αμερική υπολογίζεται ότι καταστρέφεται κάθε χρόνο από διάβρωση, αφού πρώτα γίνει εκδάσωση, μια έκταση 10 εκατ. εκταρίων (περίπου η έκταση της χώρας μας.) Στη χώρα μας η κατάσταση δεν εμφανίζεται καλύτερη και υπολογίζεται ότι η καταστροφή φθάνει στα στρέμματα το χρόνο (έκταση μικρού νησιού) (Βέργος, 2000). Τη μέγιστη υδρογεωνομική ικανότητα έχει το κανονικό, μικτό, κηπευτό σπερμοφυές δάσος, από βαθύριζα, αείφυλλα βελονοφόρα και εδαφοβελτιωτικά πλατύφυλλα. (Μουλόπουλος, 1929). Όταν δεν γίνονται καλλιεργητικές εργασίες και τα δέντρα εξακολουθούν να διατηρούν τις αποστάσεις που είχαν κατά τη φύτευσή τους, Εμφανίζουν συχνά ζημίες από τα χιόνια (χιονορριψίες, χιονοθλασίες), γεγονός που μειώνει την υδρογεωνομική τους αξία (Κωτούλας, 1965). Η μεγαλύτερη υδρονομική σημασία του δάσους είναι η αποτροπή των πλημμυρών και η σημαντική μείωση των πλημμυρικών αιχμών, καθώς και ο εμπλουτισμός των υπόγειων υδροφορέων (Στεφανίδης, 2005) Η διαχείριση των λεκανών απορροής και η παραγωγή νερού Στους πίνακες που ακολουθούν παρουσιάζονται τα αποτελέσματα πυρκαγιάς και αναδασώσεων στην απορροή.

126 124 Η ακριβής επίδραση τους σε μια λεκάνη απορροής παρουσιάζει δυσκολίες αφού η επέκταση των αποτελεσμάτων από πειραματικές λεκάνες δεν μπορεί να επιτευχθεί απόλυτα, αφού ο βαθμός επίδρασης του δάσους είναι διαφορετικός σε λεκάνες με άλλες γεωλογικές, τοπογραφικές, εδαφικές και κλιματολογικές συνθήκες. Γενικά όμως ισχύει ότι μείωση της δασικής βλάστησης προκαλεί αύξηση της παραγωγής νερού καθώς και ότι φυσική ή τεχνητή επανεγκατάσταση δάσους προκαλεί βαθμιαία μείωση της παραγωγής νερού στο σύνολό της (Βουζαράς, 1978).

127 125 Πίνακας 27: Επίδραση των δασικών πυρκαγιών στην παραγωγή νερού σε λεκάνες απορροής (Βουζαράς, 1978) Παρατήρηση: Καλοκαίρι 1 Ιουνίου -30 Σεπτεμβρίου α/α Θέση πειραματικής λεκάνης απορροής Γεωγραφικό πλάτος Επιφάνεια σε στρέμματα Έκθεση Μέσο υψόμετρο M 1 Λεκάνη D 35 ο 325 Β Λεκάνη C 35 ο 386 Β Λεκάνη B 35 ο 188 Β Υπάρχουσα βλάστηση στην πειραματική λεκάνη και έδαφος Πυκνά αείφυλλα πλατύφυλλα Πυκνά αείφυλλα πλατύφυλλα Πυκνά αείφυλλα πλατύφυλλα Χειρισμός που έγινε Τα έτη 1957, 1958, 1959, κανένας χειρισμός. Το συνέβη η πυρκαγιά. Το 1961, 1962, 1963, κανένας χειρισμός. Τα έτη 1957, 1958, 1959, κανένας χειρισμός. Το συνέβη η πυρκαγιά. Το 1961, 1962, 1963, έλεγχος των παραβλαστημάτων. Τα έτη 1957, 1958, 1959, κανένας χειρισμός. Το συνέβη η πυρκαγιά. Το 1961, 1962, 1963, κανένας χειρισμός. Μέσο ύψος κατακρημνισμάτων σε mm 610 (μ.ο. των 3 ετών) 965 (έτους) 590 (μ.ο. των 3 ετών) 547 (μ.ο. των 3 ετών) 861 (έτους) 492(μ.ο. των 3 ετών) 461(μ.ο. των 3 ετών) 727(έτους) 422 (μ.ο. των 3 ετών) Διανομή των κατακρημνισμάτων εντός του έτους Το 24% εντός του θέρους Το 28% εντός του θέρους Το 20% εντός του θέρους Το 24% εντός του θέρους Το 28% εντός του θέρους Το 20% εντός του θέρους Το 24% εντός του θέρους Το 28% εντός του θέρους Το 20% εντός του θέρους Απορροή mm , Παρατηρήσεις σχετικά με το χρόνο απορροής. Διαλείπουσα (Ιούλιο- Σεπτέμβριο καμία απορροή) Συνεχής (Ιούλιο- Σεπτέμβριο 94mm απορροή) Συνεχής (Ιούλιο- Σεπτέμβριο 4,8mm απορροή) Διαλείπουσα (Ιούλιο- Σεπτέμβριο καμία απορροή) Συνεχής (απορροή ολόκληρο το έτος) Συνεχής (απορροή ολόκληρο το έτος) 0 Καθόλου απορροή 124 Διαλείπουσα (Ιούλιο- Σεπτέμβριο καμία απορροή) 10 Διαλείπουσα

128 126 Πίνακας 28: Επίδραση των αναδασώσεων στην παραγωγή νερού σε λεκάνες απορροής των Η.Π.Α. (Βουζαράς, 1978) α/α Θέση πειραματικής λεκάνης απορροής Γεωγραφικό πλάτος Επιφά-νεια σε στρέμ-ματα Έκθεση Μέσο υψόμετρο M Υπάρχουσα βλάστηση στην πειραματική λεκάνη και έδαφος Χειρισμός που έγινε Μέσο ύψος κατακρημνισμάτων σε mm Απορροή mm Μορφή των κατακρημνισμάτων Μείωση mm Ποσοστό % Χρόνος κατά τον οποίο επήλθε η αύξηση 1 Coshocton ohio 2 3 Western Tennessee Eastern Tennessee 40 ο 176 Ν.Δ ο 357 Α ο Ν.Α % Πλατύφυλλα το 1938, πετρώματα ιζηματογενή, έδαφος πηλοαμμώδες. 23% πλατύφυλλα σε μίξη το 1941, έδαφος πηλοαμμώδες. 65% πλατύφυλλα σε μίξη με πεύκη το 1934, ασβεστόλιθος. Αναδάσωση του 70% της επιφάνειας με πεύκη το Αναδάσωση του 75% της επιφάνειας με πεύκη το Αναδάσωση του 34% της επιφάνειας με πεύκη Λίγο χιόνι (μετά 19 χρόνια) 114 (μετά 19 χρόνια) % την εποχή πτώσης των φύλλων Καμία αλλαγή στις θερινές απορροές 457 Καμία αλλαγή μετά από 18 χρόνια. 4 5 Sage Brook, New York Sacandaga, New York 42 ο Ν.Α ο Πλατύφυλλα σε μίξη με κωνοφόρα (εγκαταλελειμμένοι αγροί). Πλατύφυλλα με κωνοφόρα, σε παραγετονικές αποθέσεις βαθύτητας <1μ. Αναδάσωση του 47% της επιφάνειας με πεύκη το Η κυκλική στηθιαία επιφάνεια αυξήθηκε από 16Μ2/ Ha σε 27Μ2/ Ha από το 1912 έως το Αρκετό χιόνι (μετά 26 χρόνια) 203 (Μέσα σε 38 χρόνια) 19 - Το πλείστον την εποχή πτώσης των φύλλων

129 Υδρολογική επίδραση της βλάστησης Η συγκράτηση των ορεινών υδάτων στον χώρο των λεκανών απορροής και η σταθεροποίηση της παροχής (μείωση της Qmax αύξηση των Qmin) των χειμαρρικών ρευμάτων επιτυγχάνεται με την ύπαρξη βλάστησης η οποία είτε φύεται φυσικά είτε ιδρύεται τεχνητά. Μια δασωμένη λεκάνη απορροής έχει τη δυνατότητα να συγκρατεί σημαντικό ύψος βροχής ενός επεισοδίου, ικανού να δημιουργήσει πλημμυρικά φαινόμενα. Στη θετική αυτή συνεισφορά του δάσους πρέπει να προστεθεί και η μικρή σχετικά ποσότητα των φερτών υλών στην απορροή του υδατορεύματος λόγω προστασίας του εδάφους από τη βλάστηση. Οι δύο αυτές θετικές επιδράσεις του δάσους συμβάλλουν στη μείωση της πλημμυρικής αιχμής και της απορροής του υδατορεύματος και στη συνέχεια στον περιορισμό των πλημμυρικών επιπτώσεων στην πεδινή κυρίως περιοχή. Η ευεργετική του επίδραση, το υδρολογικό βάθος, διαφέρει από λεκάνη σε λεκάνη αφού εξαρτάται από την πυκνότητα της βλάστησης και τα χαρακτηριστικά του εδάφους. Όσον αφορά στο έδαφος, μεγάλη σημασία για τη συγκράτηση της βροχής έχει ο τύπος και το βάθος του. Το υδρολογικό βάθος όμως διαφέρει και στην ίδια λεκάνη με το χρόνο, αφού εξαρτάται άμεσα από τις υγρασιακές τις συνθήκες πριν την έναρξη της βροχής. Από τα παραπάνω γίνεται αντιληπτό ότι οι δασωμένες λεκάνες έχουν τη δυνατότητα να αποτρέπουν τις πλημμύρες από περιστατικά βροχής συνηθισμένου έως μέσου ύψους. Το γεγονός όμως αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό αφού οι πλημμύρες αυτές έχουν μικρή περίοδο επαναφοράς. Επιπλέον πρέπει να ληφθεί υπόψη πως σήμερα, λόγω αλλαγής των χρήσεων γης και επεμβάσεων στις παραρεμάτιες ζώνες και την κοίτη των υδατορευματών, οι ζημιές είναι πολύ σημαντικές και από πλημμύρες με μικρή περίοδο επαναφοράς. Ενδεικτικό της κατάστασης είναι η εκτίμηση ότι σήμερα μια πλημμύρα με περίοδο επαναφοράς 20 χρόνων προξενεί, για τους παραπάνω λόγους, ζημιές ίσες με εκείνες μιας πλημμύρας με περίοδο επαναφοράς 100 χρόνων στο παρελθόν. Με εργαλείο την δασική βλάστηση επιδιώκουμε γενικώς να αποτρέψουμε τις εξής δύο βασικές ιδιότητες των χειμάρρων: 1) Την ανώμαλη δίαιτα των ρεόντων υδάτων, από τις πλημμύρες κατά τη διάρκεια του φθινοπώρου, του χειμώνα και της άνοιξης έως την έλλειψη ύδατος συνέπεια της θερινής ανομβρίας.

130 128 2) Τη στερεομεταφορά, δηλαδή την απόσπαση, μεταφορά και απόθεση σημαντικών ποσοτήτων στερεών υλικών. Αναλογικά μπορούμε να διακρίνουμε την αποστολή του δάσους στις διευθετήσεις των χειμάρρων σε ρυθμιστική και προστατευτική. Στο σύνολό τους συνιστούν τον υδρονομικό ή καλύτερα των υδρογεωνομικό ρόλο του δάσους (από το ύδωρ + γαίας νέμειν) Πλημμυρικός κίνδυνος και κίνδυνος διάβρωσης Πλημμυρικός κίνδυνος Οι Φουντούλης κ.α, 2008 στην δημοσίευσή τους «Πλημμυρικές περίοδοι κατά τους προϊστορικούς και ιστορικούς χρόνους στον ποταμό Κλαδέο- Αρχαία Ολυμπία» επιβεβαιώνουν τις πλημμύρες του Κλαδέου και από την ύπαρξη αντιπλημμυρικών έργων. Η κατασκευή από τους προϊστορικούς χρόνους και οι εν συνεχεία επιδιορθώσεις των αντιπλημμυρικών έργων, μέχρι και τον τελικό ενταφιασμό τους από τις πλημμύρες του Κλαδέου δείχνουν ότι ο Κλαδέος έχει ένα επιβαρυμένο πλημμυρικό παρελθόν. Τα αντιπλημμυρικά έργα (τείχος) είχαν από ότι φαίνεται γίνει προκειμένου να αντιμετωπίσουν τη φυσική τάση του Κλαδέου να μετατοπίζει την κοίτη του προς τα ανατολικά όπως δείχνει και η ασύμμετρη ανάπτυξη του υδρογραφικού δικτύου. Τα αντιπλημμυρικά έργα απέτυχαν κατά τη γνώμη μας για δύο κυρίως λόγους: (i) διότι δεν κατενόησαν την φυσική τάση του ποταμού να μετατοπίζει την κοίτη του προς τα ανατολικά λόγω της ασύμμετρης ανάπτυξής του και (ii) διότι έκαναν τα αντιπλημμυρικά έργα μόνο στο κατάντη τμήμα του ποταμού δίπλα στο ιερό και δεν είχαν κάνει τίποτα στα ανάντη που θα μπορούσε να μετριάσει τις επιπτώσεις στα κατάντη. Από τη σύνθεση των γεωλογικών και αρχαιολογικών ερευνών στην περιοχή της Αρχαίας Ολυμπίας αλλά και του ευρύτερου χώρου μπορούν να διακριθούν τρεις πλημμυρικές περίοδοι. Η πρώτη πλημμυρική περίοδος είχε διάρκεια από τον 1300 έως το 400 π.χ. και χαρακτηρίζεται από την κατασκευή του αντιπλημμυρικού τείχους του Κλαδέου από τους Μινύες κατά τη Μυκηναϊκή περίοδο για την προστασία του αρχαιολογικού χώρου

131 129 και την κατασκευή του καναλιού στα δυτικά του τείχους κατά την Αρχαϊκή εποχή και ειδικότερα τον 4ο αιώνα π.χ. λόγω των επαναλαμβανόμενων πλημμυρών που προκαλούσαν συνεχείς καταστροφές τμημάτων του τείχους. Η δεύτερη πλημμυρική περίοδος είχε διάρκεια από τον 2ο έως τον 4ο αιώνα μ.χ. και χαρακτηρίζεται από εκτεταμένα γεγονότα προσχωματικής απόθεσης στον Κλαδέο και τον Αλφειό που συνδέονται με μεγάλες παροχές και πλημμύρες. Αυτά τα γεγονότα προκαλούν νέες καταστροφές του τείχους με αποτέλεσμα την επιδιόρθωση και την ανύψωσή του με επιπλέον τοιχοποιία που σώζεται μέχρι σήμερα. Η τρίτη πλημμυρική περίοδος αρχίζει τον 7ο και τελειώνει το 14ο αιώνα μ.χ. Είναι η πιο σημαντική γιατί κατά τη διάρκειά της ο χώρος του Ιερού της Ολυμπίας καλύπτεται εξ ολοκλήρου από πλημμυρικές αποθέσεις και χάνεται για μεγάλο χρονικό διάστημα μέχρι τις πρώτες έρευνες και ανασκαφές του 19ου αιώνα. Οφείλεται κυρίως στις εναλλαγές θερμών και ψυχρών συνθηκών κατά το μεσαιωνικό κλιματικό optimum και τη μικρή παγετώδη περίοδο. Οι Φουντούλης Ι. και Μαυρούλης Σ., 2008, στη δημοσίευσή τους με τίτλο «Εκτίμηση πλημμυρικού κινδύνου στην υδρολογική λεκάνη του ποταμού Κλαδέου (Ολυμπία Δυτική Πελοπόννησος), με συνδιασμό διαφορετικών μεθοδολογιών, κατέληξαν στις θέσεις της λεκάνης όπου ο πλημμυρικός κίνδυνος είναι ιδιαίτερα αυξημένος, σε περίπτωση ακραίων βροχοπτώσεων. Οι περιοχές αυτές είναι οι μικρής μορφολογικής κλίσης και ήπιου αναγλύφου σχεδόν οριζόντιες περιοχές κατάντη των ευαίσθητων σημείων που προσδιορίστηκαν από τις μεθοδολογίες που εφαρμόστηκαν. Η αντιπλημμυρική προστασία πρέπει να ξεκινήσει από τις υψηλότερες ανάντη περιοχές, έτσι ώστε να μετριάζεται το φαινόμενο εν τη γενέσει του. Στις υψηλές περιοχές, που καθορίζονται στο εσωτερικό των λεκανών ανάντη των σημείων των κοιτών που σημειώνεται η απότομη αύξηση της ενέργειας χειμάρρου, το φαινόμενο της πλημμύρας δεν έχει ακόμη ξεκινήσει. Αυτές οι περιοχές όμως αποτελούν το χώρο συλλογής του κύριου όγκου του νερού που θα καταλήξει στα στόμια των χαμηλών περιοχών. Εκεί, μπορούν να γίνουν ουσιαστικότερες και ευκολότερες παρεμβάσεις για την ανάσχεση του φαινομένου των πλημμυρών. Στις χαμηλές περιοχές που ο χάρτης πλημμυρικού κινδύνου υποδεικνύει ως πλέον επικίνδυνες, πολύ λίγα πράγματα μπορούν να γίνουν προς την κατεύθυνση της ανάσχεσης του ίδιου του φαινομένου. Στις περιοχές αυτές ενδείκνυνται κυρίως θεσμικές και κανονιστικές παρεμβάσεις, με πρωτεύοντα στόχο την

132 130 εξασφάλιση της φυσικής λειτουργίας του πλημμυρικού πεδίου σε συνδυασμό με την προστασία των ευαίσθητων περιοχών από ανθρώπινες δραστηριότητες που αυξάνουν την τρωτότητα των περιοχών αυτών. Αντίθετα, αν η αντιπλημμυρική προστασία εστιαστεί μόνο στις πεδινές περιοχές πρέπει να γίνουν παρεμβάσεις μεγάλης κλίμακας με αμφίβολα αποτελέσματα και δυσανάλογο κόστος. Χάρτης πλημμυρικού κινδύνου και ιεράρχηση των περιοχών (από Φουντούλης Ι., Μαυρούλης Σ., 2008)

133 Κίνδυνος διάβρωσης Η αποψίλωση των δασών επηρεάζει την υδρολογική συμπεριφορά μιας δασωμένης λεκάνης απορροής, αλλάζοντας τον όγκο και τη ροή της επιφανειακής απορροής (Koivusalo et al, 2006). Εικόνα 31: Υδρολογική συμπεριφορά δασωμένης λεκάνης απορροής Οι αρνητικές επιπτώσεις που ακολουθούν πάντοτε τις δασικές πυρκαγιές είναι ήδη γνωστές. Αλλαγή μικροκλίματος, εκτοπισμός ή περιορισμός εμφάνισης ειδών χλωρίδας και πανίδας, περιορισμός της εδαφικής τράπεζας σπερμάτων, διάβρωση εδάφους, ισχυρή απορροή μα ακολουθία πλημμυρικών γεγονότων, καθώς και υποβάθμιση της αισθητικής του τοπίου με παράλληλες τάσεις στην αλλαγή χρήσης της γης ( Naveh 1967, 1975, 1991, Arianoutsou 2001, Ντούρος 2007, Arianoutsou and Papanastasis 2004, Ispikoudis et al. 1999, Papanastasis et al. 2004). Η αντιδιαβρωτική προστασία που παρέχουν το δάσος και οι δασικές εκτάσεις στο έδαφος και το γεωλογικό υπόθεμα των λεκανών απορροής είναι μία από τις σημαντικότερες υπηρεσίες των δασών (Στεφανίδης, 2005).

134 132 Η αυξανόμενη διάβρωση του εδάφους αποτελεί τη σοβαρότερη επίπτωση των δασικών πυρκαγιών στα μεσογειακά οικοσυστήματα και συνιστά ένα σημαντικό πρόβλημα για όλες τις χώρες της Μεσογείου, όπου καταστροφικές πυρκαγιές προκαλούν μη αναστρέψιμη υποβάθμιση του φυσικού περιβάλλοντος. (Coello et al, 1990). Ο βαθμός με τον οποίο η διάβρωση του εδάφους εμφανίζεται, σε μια πρόσφατα καμένη λεκάνη, γενικά επηρεάζεται από (Παπαμίχος, 1990): - Την ένταση και την έκταση της πυρκαγιάς - Τη συχνότητα της πυρκαγιάς -Την τοπογραφική και γεωλογική διαμόρφωση της λεκάνης, καθώς και τα χαρακτηριστικά των εδαφών της - Την κατάσταση της λεκάνης πριν την πυρκαγιά - Τις καιρικές συνθήκες μετά την πυρκαγιά, ειδικά τον πρώτο χρόνο - Τις χρήσης γης και γενικά τις μεταπυρικές ανθρωπογενείς δραστηριότητες. Οι διαβρωτικές δυνάμεις στην επιφάνεια του εδάφους εντείνονται όταν η φωτιά απογυμνώνει τη γη, καταναλώνοντας τις αποθέσεις φύλλων και άλλων αποσυντεθειμένων οργανικών υλικών, αφήνοντας εκτεθειμένο το ορυκτό χώμα. Οι πυρκαγιές μεγάλης έντασης τείνουν να επιταχύνουν την διάβρωση του εδάφους περισσότερο από την ελεγχόμενη, συνήθως έρπουσα, μικρής έντασης πυρκαγιά. Αυτές οι πυρκαγιές μπορούν να μετακινήσουν το εδαφικό στρώμα προστασίας, μερικώς ή ολοκληρωτικά, αφήνοντας την επιφάνεια του εδάφους εκτεθειμένη στη διαβρωτική δράση της πρόσκρουσης των σταγόνων της βροχής και της επίγειας ροής (DeBano et al., 1998). Οι πυρκαγιές μεγάλης έντασης τείνουν να αυξάνουν την μεταφορά φερτών υλικών. Μεγάλες εισροές φερτών υλικών σε ένα ρεύμα μπορούν να μειώσουν τη χωρητικότητα του ρεύματος και σε μερικές περιπτώσεις μπορούν να οδηγήσουν στην πλήρωσή του (Μπαλατσούκα, 2011). Η παραγωγή φερτών υλικών, είναι συχνά μεγαλύτερη τον πρώτο χρόνο μετά την πυρκαγιά, η οποία άφησε εκτεθειμένη την επιφάνεια του εδάφους. Η παραγωγή ιζήματος μετά τη φωτιά είναι κατά ένα μεγάλο μέρος ενδεικτική της μερικής ή ολικής κατανάλωσης των αποσυντεθειμένων φύλλων και άλλων οργανικών υλικών στην επιφάνεια του εδάφους και της μείωσης της διήθησης, με επακόλουθο την αύξηση της επίγειας ροής (Brooks et al, 1997). Η παραγωγή φερτών

135 133 υλικών συνήθως υποχωρεί τα επόμενα χρόνια ως αποτέλεσμα της αποκατάστασης της προστατευτικής βλάστησης (DeBano et al, 1998). Η μεγαλύτερη αύξηση της απορροής και απώλειας εδάφους, συμβαίνει ένα με δύο χρόνια μετά την πυρκαγιά, σημαντικό ρόλο όμως διαδραματίζουν η ένταση και η σοβαρότητα της πυρκαγιάς καθώς και τα χαρακτηριστικά, η κατανομή και η στιγμή που λαμβάνουν χώρα τα γεγονότα βροχής, ενώ για την περιοχή της Μεσογείου, η περίοδος της υψηλότερης εδαφικής ευαισθησίας στη διάβρωση λόγω του νερού, είναι τέσσερεις με έξι μήνες μετά την πυρκαγιά (DeBano et al, 1998). Πίνακας 29: Αποτίμηση της εδαφικής διάβρωσης μετά από πυρκαγιά Περιοχή Είδος βλάστησης Διάβρωση Αναφορά Θάσος Papamixos et al (1995) 38 κυβικά μέτρα/ από Μπαλατσούκα στρέμμα (2011) Πορτογαλία 1050 κιλά/ στρέμμα Παραθαλάσσια έναντι 40 κιλά/ πεύκη στρέμμα στο άκαυτο Walsh et al. (1994) Κασσάνδρα και Stefanidis and Kotoulas Πεύκη 7,7 εκατοστά Θάσος (1992) Ισπανία Πεύκη 2154 κιλά/ στρέμμα Markes and Mora έναντι 22 κιλά/ (1992) στρέμμα στο άκαυτο Μεσογειακά κωνοφόρα 1320 κιλά/ στρέμμα Diaz-Ferros et al. (1990) Σιθωνία Θαμνώνας αειφύλλων πλατυφύλλων κ.εκ./km2 (5πλάσια από μεγάλης χειμαρρικότητας χείμαρρο) Καΐκης κ.α. (1986) Η εδαφική διάβρωση είναι μια φυσική διαδικασία στην οποία τα εδαφικά υλικά αποκολλώνται και μεταφέρονται με τη βοήθεια του υδρογραφικού δικτύου είτε σε άλλο σημείο της λεκάνης απορροής είτε στη θάλασσα. Θεωρείται η πιο κοινή

136 134 διαδικασία που οδηγεί στην εδαφική υποβάθμιση και ως τέτοια επηρεάζει σημαντικά την βιώσιμη χρήση της γεωργίας και της δασοπονίας. Το έδαφος διαβρώνεται κυρίως με τη βοήθεια του νερού και του αέρα. Σφοδροί άνεμοι μεταφέρουν χαλαρά εδάφη από επίπεδες ή λοφώδεις περιοχές και το νερό με τη μορφή της απορροής εδαφικό υλικό κατά τη ροή του στο γήινο ανάγλυφο (Ξανθάκης κ.α, 2011). Διαχρονικές αλλαγές σε καμένη λεκάνη απορροής και εκδήλωση πλημμύρας (κατά Μπαλούτσος, 2008) Η Greek - U.S., Post-Fire Technical Cooperation Team, τον Οκτώβρη του 2007, στην μελέτη τους για τον Κλαδέο και τις πιθανότητες διάβρωσής του παρήγαγαν χάρτες διάβρωσης. Στον χάρτη που ακολουθεί φαίνεται η λεκάνη απορροής του Κλαδέου και οι υπολεκάνες του, συνδυαστικά με την περίμετρο της φωτιάς, ενώ οι υπολεκάνες φαίνονται και στον χάρτη που τον ακολουθεί, με τις ονομασίες τους. Να σημειωθεί, ότι υπάρχει μια μικρή διαφοροποίηση στον τρόπο διαχωρισμού των λεκανών από αυτόν που έως αυτό το σημείο έχει υιοθετηθεί στην παρούσα, ωστόσο η διαφορά αυτή δεν δημιουργεί κάποιο πρόβλημα. Εικόνα 32: Λεκάνη απορροής του Κλαδέου και οι υπολεκάνες του, και η περίμετρος της φωτιάς (UFSF, 2007)

137 135 Εικόνα 33: Λεκάνη απορροής του κλαδέου και οι υπολεκάνες της (UFSF, 2007)

138 136 Εικόαν 34 και 35: Χάρτες διάβρωσης, πριν και μετά την πυρκαγιά, με τη χρήση μοντέλου πρόβλεψης (UFSF, 2007) Παρατηρώντας τους χάρτες, αντιλαμβάνεται κανείς πως μπορεί να εξελιχθεί η διάβρωση, με ιδιαίτερη επιβάρυνση κατά θέσεις αλλά και στο σύνολο της έκτασης. Εικόνες 36 και 37: Χάρτες για την ευστάθεια των πρανών με τη χρήση μοντέλου πρόβλεψης (UFSF, 2007) Και στην περίπτωση αυτή, η επιβάρυνση από την πυρκαγιά είναι εμφανή Αντιπλημμυρικά και αντιδιαβρωτικά έργα

139 137 Οι δασικές πυρκαγιές αποτελούν ισχυρές αρνητικές επεμβάσεις στο δάσος. Ειδικότερα η έλλειψη κατάλληλου φυτοκαλύμματος και ιδίως προστατευτικού δάσους αφήνει το ευαίσθητο γεωλογικό υπόθεμα το οποίο εδράζεται σε ευνοϊκό ανάγλυφο, έρμαιο των κατακρημνισμάτων και της απορροής. Συνεπεία αυτού είναι η παρουσία πολλών, μικρών ή μεγάλων χειμάρρων, που αυλακώνουν το έδαφος. Το νερό συναθροίζεται στις μισγγάγγειες στη συνέχεια στις μικρές και μεγάλες χαραδρώσεις και τέλος στις κεντρικές κοίτες των ρεμάτων από όπου και παροχετεύεται στους μεγαλύτερους αποδέκτες. Η κατασκευή αντιδιαβρωτικών έργων περιορίζει ουσιαστικά τις αρνητικές επιπτώσεις στο περιβάλλον και ειδικότερα αποτρέπει μεγάλα πλημμυρικά επιφανειακά φαινόμενα που ενδέχεται να προκληθούν απ' τη δράση των χειμάρρων και των κλάδων τους που διέρχονται εντός των καμένων εκτάσεων. Έγιναν απλές παρεμβάσεις με υλικά που βρίσκονται εντός των δασών και δασικών εκτάσεων όπως κορμοδέματα, κλαδοδέματα και ξυλοφράγματα, εντός των λεκανών απορροής του Κλαδέου ποταμού, με σκοπό πρώτα να ενισχύσουν την αντιπλημμυρική και αντιδιαβρωτική θωράκιση των Δημοτικών Διαμερισμάτων που γειτνιάζουν και στη συνέχεια τη θωράκιση έργων υποδομής (οδικών δικτύων, αγωγών ύδρευσης, κατασκευών κ.α.) και καλλιεργειών. Στόχος των έργων είναι: Η προστασία της καμένης έκτασης από παραπέρα υποβάθμιση του οικοσυστήματος, Η αποφυγή ή και ο περιορισμός της παράσυρσης του αποτεφρωμένου οργανικού υλικού, Ο περιορισμός και η μη μεταφορά και εναπόθεση στερεών υλικών στα κατάντη κοντά στους οικισμούς, Η μείωση ή και η αποτροπή των χειμαρρικών φαινομένων, Η μείωση ή και η αποτροπή του φαινομένου των καταπτώσεων και των κατολισθήσεων, Ο περιορισμός και η μείωση της πιθανότητας σχηματισμού πλημμυρών που θα προκαλέσουν ανυπολόγιστες και ίσως μη αναστρέψιμες ζημιές, Η ευνόησει της φυσική αναγέννηση του δάσους με την συγκράτηση και του εδάφους και των σπορέων,

140 138 Η δημιουργία αίσθησης σχετικής ασφάλειας των κατοίκων των πληγεισών περιοχών Η αύξηση της διαπερατότητας του εδάφους, δηλαδή του διηθήμενου νερού και η μείωση της επιφανειακής απορροής και της ταχύτητας ροής προς τα κατάντη και Την μελλοντική αντιπυρική προστασία της περιοχής. Έμμεσα λοιπόν ο συνδυασμός όλων των ανωτέρω συντελεί στη μείωση της επιφανειακής διάβρωσης με τη συγκράτηση όσο το δυνατόν περισσότερου όγκου νερού που θα προέλθει από τις φθινοπωρινές και χειμωνιάτικες βροχές στον ορεινό όγκο των λεκανών απορροής των δασικών εκτάσεων με κύριο στόχο τον περιορισμό ή ακόμα και τον μηδενισμό των πλημμυρικών αιχμών που ούτως ή άλλως θα είναι αυξημένος μετά από την καταστροφή της βλάστησης. Τα αντιπλημμυρικά και αντιδιαβρωτικά έργα τα οποία όπως ήδη έχουμε αναφέρει είναι τα κορμοδέματα, τα κλαδοδέματα και τα ξυλοφράγματα τα οποία ουσιαστικά κύριο σκοπό έχουν τον έλεγχο τη ροής των όμβριων υδάτων στις λεκάνες απορροής και στις κοίτες των δευτερευόντων ρεμάτων και χαραδρών με στόχο τη μείωση τόσο της παρασυρτικής δύναμης του νερού για την αποφυγή διαβρωτικών φαινομένων όσο και τον έλεγχο παροχής υδάτων τους κεντρικούς αποδέκτες (που είναι τα ποτάμια) για την αποφυγή ή ελαχιστοποίηση έντονων χειμαρρικών φαινομένων. Ειδικότερα με την κατασκευή κορμοδεμάτων και κλαδοδεμάτων κατά τις ισοϋψείς επιτυγχάνεται η εξομάλυνση των κλίσεων των λεκανών απορροής με αποτέλεσμα την μείωση της ταχύτητας ροής των υδάτων και κατά συνέπεια της παρασυρτικής δύναμης του νερού με αποτέλεσμα τη συγκράτηση και τη μη διάβρωση του εδάφους. Επίσης λόγω της μείωσης της ταχύτητας επιβραδύνεται η παροχή υδάτων στα ρέματα και στο τελικό αποδέκτη που είναι το ποτάμι έτσι ώστε να μπορεί να ανταποκρίνεται στην ομαλή ροή των υδάτων αποφεύγοντας την αύξηση των τιμών υδατοπαροχής στο μικρό αυτό χρονικό διάστημα που είναι και η αιτία εκδήλωσης πλημμυρικών φαινομένων. Τα προβλεπόμενα μικρά ξυλοφράγματα εγκάρσια στα μικρά ρέματα και στις υπάρχουσες μικρές χαράδρες μειώνουν το βάθος ροής του νερού και έτσι περιορίζουν τη μεταφορά φερτών υλικών, διακρατούν κάποια ποσότητα φερτών υλικών στα ανάντη τους και συγχρόνως ασκούν έλεγχο και επιβράδυνση της άμεσης παροχής μεγάλων ποσοτήτων

141 139 υδάτων στους τελικούς αποδεκτές που είναι τα ποτάμια. Ταυτόχρονα όμως με τα παραπάνω προτεινόμενα έργα επιτυγχάνεται και ο εμπλουτισμός των υδροφόρων οριζόντων. Ο τρόπος κατασκευής των επεμβάσεων σε γενικές γραμμές ακολουθεί την παρακάτω σειρά : ΚΟΡΜΟΔΕΜΑΤΑ : Επιλέγεται ο ακριβής χώρος που θα τοποθετηθούν τα κορμοδέματα ( μονά - σύνθετα) και χαράσσεται η γραμμή τους επί του εδάφους. Υλοτομούνται τα πλησιέστερα νεκρά δένδρα των οποίων η διάμετρος καλύπτει το ύψος του κορμοδέματος (20 30 εκ.). Στην περίπτωση των σύνθετων κορμοδεμάτων υλοτομείται ο κατάλληλος αριθμός των δένδρων που θα αποτελέσουν το κορμόδεμα και μετά δένονται με σύρμα ή καρφώνονται ανά μέτρο. Αποκλαδώνονται οι κορμοί και διαμορφώνονται στο επιθυμητό μήκος που θα είναι τουλάχιστον 2,0 μ. Καθαρίζονται τα υπολείμματα από τη γραμμή τοποθέτησης. Διαμορφώνεται αβαθής αυλάκωση στο έδαφος και τοποθετείται ο κορμός (ή οι κορμοί) κατά τρόπο που εφάπτεται πλήρως του εδάφους, στερεωμένος στα πρέμνα ή στους πασσάλους. Προσδένεται με σύρμα ή καρφώνονται στα πρέμνα ή στους πασσάλους στερέωσης. Η στερέωση γίνεται ανά 3,0 μ. με πασσάλους τουλάχιστον διαμέτρου 8-15 εκ. και βάθους τουλάχιστον 30 εκ. και δεν θα προεξέχουν μετά την στερέωση (ή των κορμών στα σύνθετα κορμοδέματα), σε ύψος μεγαλύτερο από 5 εκατοστά Διαμορφώνεται με τσάπα το έδαφος στην ανάντη πλευρά σε στυλ αύλακος ώστε η μια πλευρά του να καλύπτει το κορμόδεμα μέχρι ύψους 20 εκ. ή μέχρι την μέση του ανώτερου κορμού σε περίπτωση σύνθετου κορμοδέματος. Σε περίπτωση μη πλήρους επαφής με το έδαφος (λόγω στρεβλότητας των κορμών) τα κενά συμπληρώνονται με πέτρες ή κλάδους και καλύπτονται με το έδαφος της διαμόρφωσης του αύλακα. Επίσης στην περίπτωση κατασκευή σύνθετου κορμοδέματος πρέπει οι κορμοί να επιλέγονται και να τοποθετούνται αντίθετα, έτσι ώστε να μην υπάρχουν κενά. Σε περίπτωση όμως που υπάρχουν κενά πρέπει αυτά να καλύπτονται με κορμίδια υπολείμματα υλοτομιών ή άλλα κατάλληλα υλικά τα οποία και θα προσδένονται με σύρμα ή θα καρφώνονται με

142 140 καρφοβελόνες. Σε περίπτωση που η γραμμή των κορμοδεμάτων (μονών ή σύνθετων) έχει μήκος μεγάλο, διακόπτεται ανά 5,0 μ. με κάθετα τοποθετούμενο κορμό μήκους 1,0 μ., ο οποίος στο σημείο επαφής καλύπτεται αμφίπλευρα με έδαφος κ.α. υλικά διακοπής της ροής. Έτσι το κάθε τμήμα κορμοδέματος θα έχει αυλάκι 5,0 μ. Το κλείσιμο των περάτων των γραμμών θα γίνεται με πέτρες, ξύλα, έδαφος και με επιμέλεια έτσι ώστε να μην έχουμε διαρροής εδαφοϋλικών και αν υπάρξει διαρροή σε ένα χώρισμα να μην διαρρεύσουν και τα υλικά των άλλων χωρισμάτων. Διακοπή μιας γραμμής λόγω εμποδίων ή μεγάλου μήκους ή άλλης αιτίας θα πρέπει να επικαλύπτεται από την αμέσως επόμενη γραμμή. Στις μικροχαραδρώσεις όπου διακόπτεται η συνέχεια των γραμμών πέραν του κλεισίματος των άκρων των, θα συνεχίζεται η κατασκευή με ξυλοφράγματα μικρού ύψους, μέσα στην χαράδρωση μέχρι το επόμενο άκρο των κορμοδεμάτων. Η έναρξη κατασκευής των σειρών των κορμοδεμάτων γίνεται από το επάνω μέρος της επιφάνειας προς τα κάτω. ΚΛΑΔΟΔΕΜΑΤΑ : Το έργο κατασκευάζεται με τα υπολείμματα των υλοτομιών σε σειρές κατά τις ισοϋψίες ύψους μέχρι 40 εκατοστά και πλάτους μέχρι τα 50 εκ. και διατομή κυκλικής, στερεωμένα κατάλληλα επί του εδάφους. Η στερέωση των υπολειμμάτων θα γίνεται στα πρέμνα, με πρόσδεση με σύρμα όπως των κορμοδεμάτων. Για το λόγο αυτό τα κατάλληλα πρέμνα θα είναι λίγο ψηλότερα (μέχρι 50 εκ). Σε περίπτωση που δε υπάρχουν πρέμνα θα χρησιμοποιούνται πάσσαλοι διατομής 8-15 εκ. που θα στερεώνονται σε βάθος τουλάχιστον 30 εκ. Οι πάσσαλοι θα απέχουν 2 μ. μεταξύ τους ή με τα ενδιάμεσα ή ακραία πρέμνα. Τα κλαδοδέματα θα αποτελούν το 15% το αριθμού των κορμοδεμάτων. Αυτό σημαίνει ότι σε μια περιοχή όπου θα υπάρχει περιθώριο για κατασκευής 30 σειρών κορμοδεμάτων οι δύο σειρές εξ αυτών θα είναι κλαδοδέματα και θα τοποθετούνται σε ενδιάμεσες θέσεις και εναλλάξ μεταξύ των κορμοδεμάτων. Η κατασκευή κλαδοδεμάτων συνίσταται και για λόγους συγκέντρωσης του ξυλώδους λήμματος των κλαδιών για αποφυγή διασκόρπισης αυτού ανεξέλεγκτα σε όλη τη καμένη επιφάνεια. Ειδικότερα

143 141 θα υλοτομούνται όλα τα νεκρά δένδρα της επιφάνειας, διαμορφώνεται το ξύλο το οποίο θα χρησιμοποιηθεί για τη κατασκευή των κορμοδεμάτων. Τα υπολείμματα και το κλαδόξυλο διαμορφώνονται ώστε τοποθετούμενα κατάλληλα να αποτελούν συνεχόμενη γραμμή (ρόγγιασμα). Η έναρξη κατασκευής των σειρών υπολειμμάτων υλοτομιών γίνεται από το πάνω μέρος της επιφάνειας προς τα κάτω όπως και στα κορμοδέματα. Επιλέγεται ο ακριβής χώρος που τοποθετηθούν τα υπολείμματα υλοτομιών και χαράσσεται η γραμμή τους επί του εδάφους. Στη συνέχεια γίνεται η διαμόρφωση βαθμίδας πλάτους τουλάχιστον 5 μ. Τα χώματα από την κατασκευή της βαθμίδας δημιουργούν ανάχωμα στα κατάντη. Τα υπολείμματα τοποθετούνται επί της βαθμίδας και δένονται σφιχτά με σύρμα τόσο μεταξύ τους ανά 1 μέτρο όσο και σε πρέμνα ή πασσάλους ανά 2 μ. Με το δέσιμο γίνεται και η δυνατότερη συμπίεση του κλαδοδέματος ώστε να έχουμε ύψος τουλάχιστον 0,4 μ. μετά συμπίεση. Αφού ολοκληρωθεί η τοποθέτηση και η πρόσδεση του κλαδοδέματος ακολουθεί η διαμόρφωση του εδάφους στα ανάντη με τη δημιουργία αύλακος, ώστε η μία πλευρά να καλύπτει τα κλαδόδεμα μέχρι ύψους 20 εκ. Χρησιμοποιούνται όλοι οι κλάδοι μέχρι και οι λεπτότεροι που μπορούν να συγκεντρωθούν. Στο πάνω μέρος τοποθετούνται οι χονδρότεροι και μακρύτεροι κλάδοι λόγω βάρους. Τονίζεται σε αυτό το σημείο, ότι θα γίνεται υλοτομία και χρήση όλου του ξυλώδους όγκου που υπάρχει, συμπεριλαμβανομένων και των στρεβλών κορμών που δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν για άλλες κατασκευές. Η κάθε γραμμή υπολειμμάτων διακόπτεται ανά 15 μέτρα για 1,0-2,0 μέτρα για τη διέλευση της άγριας πανίδας. Τυχούσα διακοπή μιας κλαδοσειράς λόγω εμποδίων ή άλλης αιτίας θα πρέπει θα καλύπτεται από την αμέσως επόμενη κλαδοσειρά. Στις μικροχαραδρώσεις συνεχίζεται η κατασκευή των κλαδοδεμάτων με τη διαφορά ότι αυτά μπορούν να είναι ψηλότερα μέχρι 100 εκ. όπου μπορούν να τοποθετούνται και υπολείμματα διαμόρφωσης των κορμών άχρηστα για οποιαδήποτε άλλη χρήση για ευνόητους λόγους. ΞΥΛΟΦΡΑΓΜΑΤΑ : Τα φράγματα αυτά κατασκευάζονται όπως αναφέραμε σε μικρές χαραδρώσεις για την αποτροπή της αξονικής διάβρωσης και τη συγκράτηση των φερτών υλών. Οι απαιτούμενοι κορμοί

144 142 θα προέρχονται από νεκρά δένδρα και από επιφάνειες με κίνδυνο διάβρωσης που θα εγκρίνει η Υπηρεσία. Θα καταβάλλεται προσπάθεια να χρησιμοποιούνται οι πλέον ευθυτενείς και μεγάλης διαμέτρου κορμοί. Το κατακόρυφο υπέργειο ύψος του έργου θα είναι μεγαλύτερο από 50 εκ. μέχρι 100 εκ. και μικρότερο από το ύψος των πρανών της χαράδρωσης για να σχηματίζεται διάρους και να αποφεύγεται η παράκαμψη του ξυλοφράγματος και η υποσκαφή των πρανών. Το μήκος των ξυλοφραγμάτων θα κυμαίνεται ανάλογα με την εκάστοτε διαμόρφωση του ρέματος. Στην παρούσα μελέτη υπολογίστηκε μέση διατομή (μέγιστο πλάτος 4 μ. και ελάχιστο πυθμένα ρέματος 3 μ.) (3,5 μ. χ 1,0μ.) = 3,5 μ 2. (το Δασαρχείο και ο επιβλέπον Δασολόγος διατηρεί το δικαίωμα κατασκευής και υψηλότερων ξυλοφραγμάτων). Σε ρέματα και θέσεις με μεγαλύτερη διατομή δεν κατασκευάζονται ξυλοφράγματα. Για την κατασκευή του θα χρησιμοποιούνται κορμοί διαμέτρου τουλάχιστον 12 εκ. Το μήκος τους πρέπει να είναι ανάλογο με την διαμόρφωση του εδάφους και καλό θα ήταν να χρησιμοποιούνται ολόκληροι κορμοί. Σε περίπτωση όμως που αυτό δεν είναι δυνατό, τα τμήματα των κορμών πρέπει να τοποθετούνται σε σειρές που θα αλληλοεπικαλύπτονται και θα δένονται ή και θα καρφώνονται μεταξύ τους. Για την καλύτερη ευστάθεια του φράγματος οι οριζόντιοι κορμοί θα καρφώνονται με μεγάλα καρφιά σε κορμίδια διαμέτρου 10 εκ. περίπου. Τα κορμίδια θα τοποθετούνται σε απόσταση 1μ. περίπου μεταξύ τους και θα θεμελιώνονται ανάλογα. Στο πάνω μέρος του ξυλοφράγματος θα γίνεται κατά το δυνατόν διαμόρφωση διάρους με την διακοπή της συνέχειας του επάνω κορμού, όπως φαίνεται στο σχεδιάγραμμα. Οι κορμοί θα στερεώνονται ασφαλώς στα πρανή και σε βάθος τουλάχιστον 50 εκ. και θα εφάπτονται καλά μεταξύ τους ώστε να μην υπάρχουν μεγάλα κενά από τα οποία θα μπορούσε να γίνει διαρροή εδαφοϋλικών. Για την καλύτερη στερέωση του φράγματος μπορούν να τοποθετούνται ξύλινες αντηρίδες στα κατάντη, όταν το μήκος του φράγματος είναι μεγαλύτερο του 1,5 μ. (1 αντηρίδα ανά 0,5 μ). Για την αποτροπή της υποσκαφής του ξυλοφράγματος και της διαρροής των εδαφοϋλικών θα γίνεται και θεμελίωση στον πυθμένα σε βάθος τουλάχιστον 20 εκ. Η αποτροπή της υποσκαφής μπορεί να

145 143 επιτευχθεί και με την κατασκευή στον πυθμένα της κοίτης κλαδοστρώματος. Το κλαδόστρωμα αποτελείται από παραλλήλους στη ροή κλάδους και καλύπτει όλο τα πλάτος της σε μήκος 1 μέτρου περίπου. Αντί των κλάδων μπορεί να χρησιμοποιηθούν και λεπτά κορμίδια στηριζόμενα κατάλληλα. Το ξυλόφραγμα θα κατασκευάζεται στο μέσο περίπου του κλαδοστρώματος αφενός μεν για να συγκρατεί και αφ ετέρου για να πέφτουν τα νερά από την στέψη του επάνω στο κλαδόστρωμα ώστε να μην υποσκάπτεται το έδαφος. Γενικά η θεμελίωση του έργου στην κοίτη και στα πρανή και η στερέωση του θα γίνεται με μεγάλη επιμέλεια, ώστε να εξασφαλίζεται από την υποσκαφή, την παράκαμψη και την παράσυρση από το νερό από τα οποία κινδυνεύει ιδιαίτερα. Για την υπόψη περιοχή θα ισχύσουν τα εξής : Κήρυξη της έκτασης ως αναδασωτέας μέσα στο χρονικό περιθώριο του Νόμου και θα απαγορευτεί ρητά η βοσκή σε αυτήν για μια δεκαετία, αεροφωτογράφηση της περιοχής για την πλήρη εικόνα της καείσας έκτασης και την αποφυγή καταπατήσεων κ.λ.π., αναδάσωση των διπλοκαμένων περιοχών όπου δεν υπάρχουν σπορείς για φυσική αναγέννηση και τέλος αντιδιαβρωτικά αντιπλημμυρικά έργα. Η αξία των αντιδιαβρωτικών αντιπλημμυρικών έργων είναι μεγάλη γιατί έχει αποδειχτεί σε όλες τις περιοχές που εκτελέστηκαν, ο ρόλος για τον οποίο κατασκευάστηκαν ήταν καθοριστικός κατά την διάρκεια των πρώτων φθινοπωρινών βροχοπτώσεων και μέχρι να αρχίσει η εγκατάσταση της βλάστησης και να επενδυθεί το έδαφος με προστατευτικό μανδύα. Στο παράρτημα υπάρχουν φωτογραφίες της συγγραφέως όπου δείχνουν τα έργα και πως αυτά λειτούργησαν το 2008 και το Φυτοτεχνικά έργα εντός του αρχαιολογικού χώρου της Ολυμπίας Εξαιτίας του ειδικού χαρακτήρα της περιοχής της Ολυμπίας και της εκδήλωσης της αφής της Ολυμπιακής Φλόγας, έπρεπε να γίνουν άμεσες παρεμβάσεις για εγκατάσταση πράσινου, προκειμένου να βελτιωθεί η εικόνα που παρουσίαζε ο χώρος αμέσως μετά την πυρκαγιά. Η βλάστηση είχε πολλαπλούς σκοπούς να εκπληρώσει. Η

146 144 σταθεροποίηση εδαφών, η προστασία τους από τη διάβρωση, η βελτίωση του εδάφους και των οπτικών χαρακτηριστικών του τοπίου, συνθέτουν τους κυριότερους από αυτούς. Για την άμεση εγκατάσταση βλάστησης επιλέχθηκε η υδροσπορά, με πρωταρχικό στόχο τη σταθεροποίηση των εδαφών επικουρικά με τα υπόλοιπα αντιδιαβρωτικά έργα, συμβάλλοντας παράλληλα και στο άμεσο αισθητικό αποτέλεσμα. Η υδροσπορά περιορίσθηκε στις έντονα κεκλιμένες επιφάνειες, στις οποίες δεν υπήρχαν καθόλου σπόροι ή επαρκής ποσότητα σπόρων, λόγω της απότομης κλίσης και ήταν ορατές από την περιοχή των εκδηλώσεων της αφής της Ολυμπιακής Φλόγας. Επιπρόσθετα, σε ορισμένες μεγάλης κλίσης επιφάνειες, τοποθετήθηκε πριν την εφαρμογή της τεχνικής της υδροσποράς, βιοαποδομούμενο γεωύφασμα από γιούτα. Το γεωύφασμα συγκρατεί το επιφανειακό έδαφος, απορροφώντας μεγάλο μέρος της κινητικής ενέργειας του νερού της βροχής, με παράλληλη μείωση της φυσικής απορροής και αφετέρου παρέχει ευνοϊκό μικροπεριβάλλον για την εγκατάσταση της βλάστησης, με την ιδιότητα και ικανότητα συγκράτησης των σπόρων, της υγρασίας και της σκίασης που προσφέρει. Η συνολική έκταση στην οποία εφαρμόσθηκε η τεχνική της υδροσποράς ανήλθε σε 273 στρέμματα, από τα οποία 35 στρέμματα είχαν προηγούμενα καλυφθεί με γεωύφασμα Αποτελεσματικότητα των έργων Η φυσική αναγέννηση ενός δάσους εξαρτάται από το είδος της υφιστάμενης βλάστησης, την ωριμότητα, το μέγεθος, τη φυσιολογική κατάσταση των δένδρων και την εποχή που εκδηλώνεται η πυρκαγιά (Kalabokidis and Wakimoto 1992, Thanos et al. 1996, Trabaud and Lepart 1980, Trabaud 2000, Faraco et al. 1993, Σκούρου και Αριανούτσου 2000, Κωνσταντινίδης και Γκατζογιάννης 2001), ενώ σημαντικό ρόλο για τη φυσική αποκατάσταση της βλάστησης παίζει η ζωτικότητα των σπόρων που βρίσκονται στο υπέδαφος (Axelrod 1975), αλλά και η ικανότητα του φυτικού είδους να αναβλαστάνει εφόσον αφαιρεθεί το υπέργειο τμήμα ή όταν δεν έχει καταστραφεί ο επικόρυφος βλαστός (Van Lear 1991). Επιπλέον, εξαρτάται από τις διαχειριστικές πρακτικές και τη δυνατότητα αποτελεσματικής προστασίας της καμένης περιοχής, κυρίως απέναντι στη βοσκή και την αποτροπή νέων πυρκαγιών σε μικρά χρονικά διαστήματα.

147 145 Η επέμβαση του ανθρώπου, σε πολλές περιπτώσεις, καθίσταται αναγκαία και επιβεβλημένη, τόσο για την αποκατάσταση της βλάστησης στις καμένες περιοχές, όσο και στην ενίσχυσή της κατά θέσεις, ώστε να επιταχυνθούν οι φυσικοί ρυθμοί (Τσαγκάρη κ.α, 2011). Από επιτόπιες παρατηρήσεις εξάγεται το συμπέρασμα ότι πίσω από τα τεχνικά έργα, συγκρατήθηκε ικανοποιητική ποσότητα χώματος και μαζί με αυτήν και σπόρων, ώστε βοηθήθηκε σημαντικά η φυσική αναγέννηση, η οποία μελλοντικά είναι αυτή που θα εξασφαλίσει αντιπλημμυρική και αντιδιαβρωτική προστασία. Το χώμα δεν παρασύρθηκε με το αποτέλεσμα να είναι από μέτριο, καλό και σε θέσεις πολύ καλό. Οι Αντύπας Γ. και Μαρτζακλής Β., στη δημοσίευσή τους με τίτλο «Αντιδιαβρωτικά έργα και στατιστικά στοιχεία πυρκαγιών Ν. Ηλείας. Πρόταση υλοποίησης περιβαλλοντικού προγράμματος με έρευνα πεδίου» αναφέρουν ότι ο βαθμός αποδοτικότητας των αντιδιαβρωτικών έργων δηλαδή το κλάσμα όγκου του εδάφους που συγκρατήθηκε, απ όπου συνάγεται το συμπέρασμα, πως κανένα έργο δεν έχει μπορέσει μέχρι σήμερα να αποδώσει πολύ καλά έναντι στη διάβρωση του εδάφους. Τα αντιδιαβρωτικά έργα στην Αρχαία Ολυμπία έχουν «αποδώσει αρκετά». Τα έργα στην περιοχή της Σμέρνας έχουν «αποδώσει λίγο» οριακά όμως ελάχιστα κάτω από το όριο «απέδωσε αρκετά» και τέλος δεν έχουν αποδώσει καθόλου τα έργα με κλαδοδέματα που έχουν γίνει στο Χειμαδιό, ένδειξη της αποτυχίας αυτού του τύπου κατασκευής αντιδιαβρωτικών έργων για την αντιμετώπιση της εδαφικής διάβρωσης μετά από μία καταστροφική πυρκαγιά. Σε ότι αφορά τα φυτοτεχνικά έργα, και με βάση τα στοιχεία που δίνει το ΕΘΙΑΓΕ στην έκδοση «Τα Έργα Αποκατάστασηςτου Αρχαιολογικού και Ευρύτερου Τοπίου της Ολυμπίας», που ανέλβε και το έργο, οι παρεμβάσεις για την προστασία του εδάφους από τη διάβρωση και τη μείωση των πλημμυρικών φαινομένων, σε συνδυασμό με την εγκατάσταση της βλάστησης και την υδροσπορά, προστάτευσαν αποτελεσματικά το σύνολο της καμένης περιοχής και βελτίωσαν αισθητικά το ευρύτερο τοπίο του χώρου. Η αποτελεσματικότητα των παρεμβάσεων αξιολογήθηκε με τη χρησιμοποίηση ποιοτικών κριτηρίων τεσσάρων διαβαθμίσεων με κλίμακα άριστη, καλή, μέτρια και πενιχρή. Η αξιολόγηση των κορμοδεμάτων ήταν άριστη ή καλή σε ποσοστό 70% κυρίως στον Κρόνιο λόφο, όπου δόθηκε και η μεγαλύτερη προσοχή αισθητικά

148 146 αλλά και κατασκευαστικά. Βέβαια διαπιστώθηκαν και κάποιες εντοπισμένες αποτυχίες εξαιτίας της υπερβολής που υπήρξε προκειμένου να επιτευχθεί το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα, αλλά και λόγω του πιεστικού χρονοδιαγράμματος που επέφερε μεγαλύτερη πίεση στους επιβλέποντες. Παρόλα αυτά ο βαθμός πληρότητας των κορμοδεμάτων και κορμοφραγμάτων ήταν ιδιαίτερα ικανοποιητικός και το εδαφικό υλικό που συγκρατήθηκε υπολογίστηκε σε m3 περίπου, υλικό που αντιστοιχεί σε 7,5 mm γόνιμου εδάφους. Η αξιολόγηση της υδροσποράς ήταν άριστη σε ποσοστό 60%. Για την τεχνική του γεωϋφάσματος η αξιολόγηση ήταν 60% καλή ή μέτρια, λόγω της εφαρμογής της σε ιδιαίτερα απότομες πλαγιές. Οι τεχνικές αυτές λειτούργησαν συμπληρωματικά στην προστασία του εδάφους, βελτίωσαν σημαντικά τη συγκράτηση των σπερμάτων, τις υδραυλικές ιδιότητες του εδάφους και κατά συνέπεια τις φυτρωτικές συνθήκες της φυσικής αναγέννησης. Τέλος, όσον αφορά στις φυτοκομικές εργασίες, η επιβίωση σήμερα τρία και πλέον χρόνια μετά τις παρεμβάσεις, εκτιμάται σε ποσοστό 70% ( καλή έως άριστη ). 4. Συζήτηση Οι δασικές πυρκαγιές, στις ορεινές και ημιορεινές λεκάνες απορροής, αυξάνουν τον κίνδυνο πλυμμήρας και διάβρωσης του εδάφους. Τα κατατάλληλα φυτοκομικά και δασοτεχνικά έργα είναι ιδιαίτερα χρήσιμα για αυτό το σκοπό. Σε πολλές περιπτώσεις, η απαγόρευση της βοσκής μετά την πυρκαγιά και η γενικότερη προστασία της περιοχής, αρκεί για να ενεργοποιηθούν οι φυσικοί μηχανισμοί αποκατάστασης της βλάστησης. Η βλάστηση μπορεί να έχει σπουδαίο ρόλο στη διευθέτηση ενός χειμάρρου και στην αποτροπή πλημμυρικών φαινομένων, αφού αποτελεί τον μοναδικό από τους τέσσερεις παράγοντες χειμαρρικότητας τον οποίο ο άνθρωπος μπορεί να επηρεάσει. Μια καμένη δασική λεκάνη απορροής, μπορεί να προσομοιαστεί με μια αποψιλωτικά υλοτομημένη λεκάνη, ως προς τα υδρολογικά της δεδομένα. Επίσης, ο βαθμός καταστροφής από την πυρκαγιά είναι ανάλογος με αυτόν της αποψιλωτικής υλτομίας.

149 147 Στοχευμένοι δασοκομικοί χειρισμοί και η επιλογή της κατάλληλης σύνθεσης και δομής σε ένα δάσος μπορεί να έχουν υδατορυθμιστικά αποτελέσματα, αυξάνοντας την επιφανειακή απορροή η την κατείσδυση, ανάλογα με τον επιδιωκόμενο σκοπό. Η υδατοσυγκράτηση από την δασική κόμη είναι ποσοστό το οποίο αφαιρείται από την επιφανειακή απορροή και μέρως αυτού επιστρέφει στην εξατμιζόμενο στην ατμόσφαιρα, ενώ άλλο ποσοστό του προστίθεται στα νερά που οδηγούνται στον υπόγειο υδροφορέα. Ο Κλαδέος είναι ένας χείμαρρος που κατά το παρελθόν έχει παρουσιάσει πλημμύρες. Αυτό το ενδεχόμενο και με βάση τις μελέτες δεν μπορεί να αποκλεισει την περίπτωση των συβάντων στο μέλλον για αυτό θα πρέπει να υπάρξει μέριμνα, δεδομένης και της εξαιρετικά μεγάλης σημασίας της περιοχής στα κατάντη. Σύμφωνα τη μέθοδο Turc υπολογίστηκε η τιμή της πραγματικής εξατμισιοδιαπνοής για τη λεκάνη απορροής του Κλαδέου. Σε αυτή δεν λαμβάνεται καθόλου υπόψη το είδος της βλάστησης της περιοχής και προκείπτει τιμή πραγματικής εξατμισιοδιαπνοής 580,30mm από 957,50mm που έπεσαν. Για τον υπολογισμό της υδατοσυγκράτησης από τη βλάστηση, απαραίτητη προυπόθεση ήταν να υπάρχει καταγεγραμένη η βλάστηση σε ότι αφορά τη δομή και την σύνθεση αυτής. Κάτι τέτοιο δεν υπήρχε διαθέσιμο για την περιοχή μελέτης, οι επιτόπιες παρατηρήσεις κάλυψαν σε κάποιο βαθμό το κενό αλλά υπήρχε αντικειμενική δυσκολία στην πλήρη εφαρμογή της μεθόδου Thornthwaite και Mather, η οποία αξιοποιήθηκε ως ένα βαθμό. Τα φυτοτεχνικά και δασοτεχνικά έργα αποκατάστασης στην λεκάνη απορροής είχαν αποτελέσματα αλλά και κάποιες κατά τόπους αστοχίες. Για την πιθανότητα πλημμύρας, εκτός από τύπους που αφορούν τη βροχόπτωση και τη θερμοκρασία, πρέπει να λαμβάνονται ή και να εξελιχθούν μεθοδολογίες που λαμβάνουν υπόψη τη βλάστηση, και οποσδήποτε η τελευταία να καταγραφεί αναλυτικά, ώστε να αποτελέσει εργαλείο σε ανάλογες περιπτώσεις.

150 Βιβλιογραφία Αθανασιάδης, Ν. 1986: Δασική Φυτοκοινωνιολογία, Εκδόσεις Γιαχούδη Γιαπούλη, Θεσσαλονίκη Αλεβίζος Γ., Επιπτώσεις και αποτελέσματα από την ανθρώπινη παρέμβαση στις μορφογενετικές διεργασίες στον κάτω ρου του Αλφειού ποταμού., Πτυχιακή εργασία, Τμήμα Γεωλογίας Πανεπιστημίου Πατρών, 2010 Αλιφραγκής, Δ. Α., 1984: Δυναμική των θρεπτικών στοιχείων και παραγωγή οργανικής ουσίας σε οικοσύστημα δρυός (Quercus conferta Kit). Διδακτορική διατριβή, Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας. Θεσσαλονίκη σελ 162. Axelrod D.I., Evolution of biogeography of Madrean Tethyan sclerophyll vegetation. Ann Missouri Bot Garden 62: Almeida, A. P., H. Riekerk and A. P. De-Almeida, 1990: Water balance of Eucalyptus globules and Quercus suber forest stans in south Portugal. Forest Ecology and Management. 38:1-2, Anderson, H.W., Hoover, M.G., Reinhart, K.G., 1976: Forest and water: effects of forest management on floods, sendimentation and water supply, USDA Forest Service General Technical Report PSW-18 Αραμπατζής, Θ., 1998: Θάμνοι και δέντρα στην Ελλάδα, Τόμος Ι, Οικολογική κίνηση Δράμας και ΤΕΙ Καβάλας, Δράμα Arianoutsou, M., The role of fire in the Mediterranean forests: past, present and future perspectives. In: SCBD, Assessment, Conservation and Sustainable use of forest Biodiversity, pp , CBD Technical series3, Montreal, 130p. Arianoutsou, M. and Papanastasis, V.P Ecology, Conservation and management of Mediterranean Climate Ecosystems. Millpress. Rotterdam, 194p +cd-rom. Armson, K.A., 1977: Forest Soils: Properties and processes. University of Toronto Press. Toronto and Buffalo. Attiwill, P. M. and G.W. Leeper., 1987: Cycles of nutriciens in forests. In Forest soils and nutrient cycles. Pp Melbourne University Press. Αβτζής Ν. Προστασία των Φυσικών Χερσαίων Οικοσυστημάτων από Αβιοτικούς παράγοντες. Τ.Ε.Ι. Καβάλας, Τμήμα Δασολογίας. Δράμα Βέργος, Σ. 2000: Σημειώσεις μαθημάτων Δασικής Οικολογίας, ΤΕΙ Λάρισας, Καρδίτσα

151 149 Βέργος, Σ. 2000: Σημειώσεις μαθημάτων Εφαρμορμένης Δασοκομίας, ΤΕΙ Λάρισας, Καρδίτσα Bosch, J.M., Hewlett, J.D., 1982: A rewire of catchment experiments to determine the effect of vegetation changes on water yield and evapotranspiration. J. Hydrol. 55, 3-23 Botmam, T. S., 1974: Penetration of precipitation below the canopy of Juniper forest. Lesnoe khozyaistvo. 7: Βουζαράς, Α. 1978: Διαχείριση των λεκανών απορροής και η παραγωγή νερού, Περιοδικό «Ανακοινώσεις ΙΔΕΑ» τόμος VII, τεύχος 2 Βουζαράς, Α. 1980: Επίδραση της ραγδαιότητας στην παροχή αιχμής και στην επιφανειακή απορροή σε μικρές δασωμένες λεκάνες απορροής, Πρακτικά ΙΙ Πανελληνίου συνεδρίου Υδρολογίας, Τόμος Ι Βουζαράς Α. και Καραμήτρος, Ε. 1981: Μεταβολή υδρολογικών χαρακτηριστικών μετά από πυρκαγιά, στην περιοχή λεκανών απορροής αειφύλλων πλατυφύλλων Όσσας. Δασική Έρευνα, Τόμος ΙΙ (2): Brooks, K.N., Folliott, P.F., Gregerson, H.M., Debano, L.F., 1997: Hydrology and the management of watersheds, 2 nd edition. Iowa State UniversityPress, p. 502 Byram G.M.. Combustion of forest fuels. In: Davis K.P. (ed.), Forest Fire: control and use. New York, McGraw Hill Book Co, Cape, J. N., A. H. F. Brown, S.M.C. Robertson, G. Howson and I. S. Paterson., 1991: Interspecies comparisons of throughfall and stemflow at three sites in northen Britain. Forest Ecology and Management. 46, 3-4, Cheng, J.D., Lin, L.L., Lu, H.S., 2002: Influences of forests on water flows from headwater watersheds in Taiwan, Forest Ecology and Management ( Claude Cosandey, Vazken Andréassian, Claude Martin, J.F. Didon-Lescot, Jacques Lavabre, Nathalie Folton,, Nicolle Mathys and Didier Richard, 2003: The hydrological impact of the mediterranean forest: a review of French research, Γαλλία Coello, A.C., Shakesby, R.A., Walsh R.D., Terry J.P., and Ferreira A.D., Responses of surface and sub-surface soil water movement and soil erosion to forest fires in Eucalyptus globules and Pinus pinaster forest, Aguenda Basin, Portugal, Proceedings of the International Conference on Forest Fire Research, Coimbra, 1990.

152 150 Coppin, N. J. and Richards, 1990: Use of vegetation in Civil Engineering C.I.R.J.A. Burrerworths, London DeBano, L.F., Water repellent soils: a state-of-the art. USDA Forest Service, General Technical Report PSW-46, Berkeley, CA. Diaz-Ferros F., Benito R., Vega J. A., Castelao A., Soto B., PerezJ., and Taboada T., 1990, Solute loss and soil erosion in burned soil in Galicia (NW Spain), Fire Ecosystem Dynamics: Mediterranean and Northern Perpective, SPB Academic Publishing, pp Dickerson, B. P. 1976: Soil compaction after tree-length skidding in northern Mississippi. Soil Sci.Soc. Amer. J. 40:965-6 Douglass, J. E., and Swank W.T. 1972: Steamflow modification throught management of easternforest. USDA. Forest Serv. Res. Paper SE-94. Southeastern Forest Expt. Stn. Asheville. Ettala, M. 1988: Evapotranspiration from a salix aquatica plantation at a sanitary landfill. Aqua-Fennica. 18:1, Faraco, A.M., F. Ferdinandez and J.M. Moreno., Post-fire vegetation dynamics of pine woodland sand shrublands in the Sierra De Gredos.. Spain. In: Fire in Mediterranean Ecosystems (edited by L. Trabaud and R. Prodon), Ecosystem Research Report no 5, Commission of the European Communities, Brussels-Luxembourg, pages: Flolliot, P. E. and Thorud D. B. 1974: Vegetation management for increased water control in Arizona. Ariz. Agric. Expt. Stn. Tech. Bull Fournier, F. 1960: Climat et erosion. Univ. Press. Paris Forgeard, F., J.C. Gloaguen and J. Touffet., 1980: Interception de precipitations et apport au sol d elements mineraux par les eaux de pluie et les pluviolessivats dans une hertaie atlantique et dans quelques pleuplements resineux en Bretagne. Annales des Sciences Forestiers. 37:1, Freedman, B. and U. Prager., 1986: Ambient bulk deposition, throughfall, and stemflow in a variety of forest stands in Nova Scotia. Can. J. For. Res.16: George, M., 1978: Interception, stemflow, and throughfall in a Eucalyptus hydric plantation. Indian Forest. 104: 11, Greek - U.S.,Post-Fire Technical Cooperation Team, October 14 27, 2007

153 151 Athens and Olympia, Final report, Έντυπο από την Ειδική Γραμματεία Δασών, ΥΠΕΚΑ Golding, D. L. and Stanton, C. R. 1972: Water storage in the forest floor of subalpine forests of Alberta. Can. J. For. Res. 2:1-6 Hewlett, J. D. and Hibbert, A. R. 1961: Increases in wateryield after several types of forest cuttings. Int. Assoc.Sci. Hydrol. 6:5-17 Hibbert, A. R. 1967: Forest treatment effects on water yield p In. W. E. Sopper and H. W. Luff (ed) Int. Symp. For. Hydrology. Pergamon Press, New York. Helvey, J. D. and J. H. Patric, 1965: Design criteria for interception studies. Paper presented at LASH and WHO Symposium on Design of Hydrometeorological Networks, Laval Univ., Quebec City, Cnada, 11 p. Huber, A. W. and C. E. Oyarzum., 1990: Annual variations in perecipitation, stemflow and interception in a mature Pinus radiata stand. Turrialba. 40:4, Ispikoudis, I., Kakouros, P. A Arianoutsou, M. and Papanastasis, V.P., Effects of pastoral acrivities on woody plant distribution and landscape diversity in Western Crete. In: V.P. Papanastasis, J. Frame and A.S. Nastis (Eds), Grasslands and Woody Plants in Europe, pp , EGF, Grassland Science in Europe, Thessaloniki and Reading, 437p. Joint Greek US Forest Service, Burned Area Emergency Response Case Study, October 17-26, 2007, Greece, από το αρχείο του Τμήματος Δασοτεχνικής διευθέτησης χειμάρρων της Ειδικής Γραμματείας Δασών του ΥΠΕΚΑ Jonson, R. C., 1990: The interception throughfall and stemflow in a forest in Highland Scotland and the comparison with other upland forest in Highland Scotland and the comparison with other upland forest in the U. K. Journal of Hydrology Amsterdam. 118:1-4, Καΐκης Μ., Παυλίδης Θ., Στεφανίδης Π., Η διάβρωση σαν συνέπεια της μη ορθής χρήσης γης., Πρακτικά 3οθ Πανελληνίου συνεδρίου Ελληνικής Δασολογικής Εταιρείας, Αθήνα 1986 Καϊλίδης Δ., Δασικές Πυρκαγιές (Γ έκδοση). Θεσσαλονίκη Kalabokidis K.D. and R.H. Wakimoto, Prescribed burning in uneven-aged stand management of Ponderosa Pine/Douglas Fir forest. J Environ Manag 34:

154 152 Κατσαρός, Λ., 1997: Δασική Βοτανική ΙΙ, Διδακτικές σημειώσεις Τμήμα Δασοπονίας, ΤΕΙ Λάρισας Καρδίτσα Κατσαρός, Λ., 2003: Δασική Βοτανική ΙΙΙ, Διδακτικές σημειώσεις, Τμήμα Δασοπονίας, ΤΕΙ Λάρισας Καρδίτσα Kim, K. H. and B. M. Woo., 1988: Study on rainfall interception loss from canopy in forest. Journal of Korean Forestry Society. 77:3, Κωνσταντινίδης Π. και Σ. Γκατζογιάννης, 2001: Επιλογή δασικών ειδών για αναδασώσεις σε πυρόπληκτες περιοχές. Εκδ.: Ινστιτούτο Δασικών Ερευνών Θεσσαλονίκης και Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο. Αυτοτελής έκδοση, σελ Κωτούλας, Δ., 1965: Αι φυτείαι τραχείας πεύκης εις τας λεκάνας απορροής χειμάρρων εν Ελλάδι, Διατριβή επί Διδακτορία, Θεσσαλονίκη Κωτούλας, Δ., 1969: Οι χείμαρροι της βορείου Ελλάδος, Ταξινόμησις αυτών εις τύπους αρχαί διευθέτησής των. Διατριβή επί υφηγεσία. Ανάτυπον εκ του Παραρτήματος της Επιστημονικής επετηρίδας της Γεωπονικής και Δασολογικής Σχολής. Α.Π.Θ. Θεσσαλονίκη σελ Κωτούλας, Δ., 1995: Μαθήματα Δασικής Υδρολογίας, Υπηρεσία Δημοσιευμάτων ΑΠΘ, Θεσσαλονίκη Κωτούλας Δ., 1997: Διευθετήσεις χειμαρρικών ρευμάτων. Μέρος ΙI, Θεσσαλονίκη Κωτούλας, Δ., 2001α: Ορεινή υδρονομική, Υπηρεσία Δημοσιευμάτων ΑΠΘ, Θεσσαλονίκη, Τόμος Ι, Τα ρέοντα ύδατα, κεφ 10 Lambert. J. L., Gardner, W. R., and Boyle, T.R Hydrologic response of a young pine plantation to weed removal. Water Resource 7: Lee, R., 1980: Forest Hydrology. Columbia University Press, New York. Leyton, L., E. R. C. Reynolds, and F. B. Thompson., 1968: Interception of Rainfall by Trees and Moorland Vegetation. In R. M. Wadsworth (ed). The Measurments of Enviromental Factors in Terrestrial Ecology. Blackwell scientific publications. Oxford and Endinburgh. Lull, H. W., and Reinhart, K. G. 1967: Increasing water yield in the northeast by management of forest watersheds. USDA. Forest Serv. Res. Paper NE-66. Northeast Forest Epxt. Stn., Upper darby

155 153 Mahendrappa, M. K. and E. D. Ogden., 1973: Effects of fertilization of a Black Spruce stand on nitrogen contents of stemflow, throughfall, and litterfall. Can. J. Of For. Res. 3:1, Marques, M. A., and Mora, E., The influence of aspect on runoff and soil loss in a Mediterranean burnt forest Spain, 1992, Catena 19, 333p Stefanidis. P., Kotoulas. K., Erosion beschleunung nach den Waldbranden in Griecheland, Interpravent, 1992 Μαυρομάτης, Γ. Ν., 1980: Το βιοκλίμα της Ελλάδος. Σχέσεις κλίματος και φυσικής βλάστησης. Βιοκλιματικοί χάρτες. Δασική έρευνα 1 (Παράρτημα) σελ. 63. Ίδρυμα δασικών Ερευνών Αθηνών, Υπουργείο Γεωργίας, Γενική Διεύθυνση δασών και δασικού περιβάλλοντος, Αθήνα Megahan, W. F. 1972: Logging, erosion, sedimentation- are they dirty words? J. for. 70: Miller, H. G., 1984: Dynamics of nutrient cycling in plantation ecocystems. In Nutrition of prantation forest. Boven, G. D. and E. K. S. Nambiar, eds. Pp Academic Press. London. Mitscherlich, 1981: Wald Wachstum und Uniwelt, Τόμος ΙΙ Μουλόπουλος Χρ., 1929: Οι χείμαρροι της παλαιάς Ελλάδος, Θεσσαλονίκη Μπαλατσούκα Α., Αντιδιαβρωτικά έργα μετά από δασική πυρκαγιά (η περίπτωση της πυρκαγιάς στο νησί της Ρόδου τον Ιούλιο του 2008), Πρακτικά Ημερίδας Έργα αποκατάστασης σε πυρόπληκτες προστατευόμενες περιοχές, Ελληνική Εταιρεία, 2011 Μπαλούτσος, Γ., 2008, Προτεινόμενα αντιδιαβρωτικά και αντιπλημμυρικά έργα στην καμένη περιοχή της Πάρνηθας, σελ , Πρακτικά επιτροπής ΓΕΩ.Τ.Ε.Ε. για την αποκατάσταση της Πάρνηθας, Θεσσαλονίκη, ΓΕΩ.Τ.Ε.Ε. σελ.64 Μπαλούτσος, Γ., Μιχόπουλος Π., Μπουρλέτσικας, Α., Καούκης, Α. 2005: Διερεύνηση των σχέσεων δάσους και νερού με βάση το υδρολογικό ισοζύγιο μιας δασωμένης λεκάνης απορροής. Πρακτικά 12 ο Πανελλήνιου Δασολογικού Συνεδρίου, Δράμα Μπαλούτσος, Γ., 1996: Υδρολογική απόκριση μιας δασωμένης λεκάνης απορροής της Ανατολικής Όσσας σε επεισόδια βροχής μεγάλου ύψους, Πρακτικά Διεθνούς Συνεδρίου Διαχείριση Υδατικών Πόρων,ΤΕΕ, Λάρισα Μπαλούτσος Γ., Οικονόμου Α., Καούκης Κ., 2001, Ο κίνδυνος πλημμύρας σε λεκάνες απορροής μετά από πυρκαγιά. Ανάλυση του προβλήματος και άμεσα μέτρα μείωσης

156 154 των επιπτώσεων, Πρακτικά Επιστημονικού συνεδρίου Αποκατάσταση καμένων εκτάσεων, ΥΠΑΑΤ και ΕΘΑΓΕ, Αθήνα Μπότσης Δ., Λατινόπουλος Π., Διαμανταράς Κ., 2011, Προσομοίωση βροχόπτωσης απορροής με τη χρήση των μηχανών διανυσμάτων υποστήριξης Mugnossa, G. S., R. Valentini, P. Giordano, Carascia and G. Mugnossa., 1988: Water cycle in a Turkey oak (Quercus cerris) coppice stnd. Annali Academia Italiana di Scienze Ferestali. 37, Naveh, Z Mediterranean ecosystems and vegetation types in Caligornia and Israel. Ecology 48: Naveh, Z., The evolutionary significance of fire in the Mediterranean region. Vegetatio 29: Naveh, Z., The role of fire in Mediterranean vegetation. Βοτανικά Χρονικά, 10: Nizinski, J. and B. Saugier., 1989: Soil water balance in a oak (Quercus petraea) stand in Fontainbleau forest, Franc, Annales des sciences Forestrieres. 46:2, Νικολαίδης, Μ., 1980: Διακράτηση κομοστέγης δάσους, Υδατοκατανάλωση δασοσυστάδων και ποώδους βλάστησης στον ελληνικό χώρο. εκδοση Υπουργείο συντονισμού, 1980 Νικολαίδης, Μ. και Ι. Παπούλιας., 1981: Υδατοσυγκράτηση κόμης σε τραχεία πεύκη και πρίνο. Δασική Έρευνα. ΙΙ (3) σελ Ντάφης, Σ., 1970: Η καλλιέργεια του δάσους, Μετάφραση-Διασκευή του Die waldpflege του Hans Leibndgut, Υπηρεσία Δημοσιευμάτων ΑΠΘ Θεσσαλονίκη Ντάφης, Σ., 1976: Ταξινόμησις της δασικής βλαστήσεως της Ελλάδος, Αυτοτελείς έκδοση της Υπηρεσίας Δασικών Εφαρμογών και Εκπαιδεύσεως, Αθήναι, Ανάτυπον εκ της Επιστημονικής Επετηρίδος της Γεωπονικής και Δασολογικής Σχολής του ΑΠΘ Ντάφης, Σ., 1986: Δασική Οικολογία, Εκδόσεις Γιαχούδη Γιαπούλη, Θεσσαλονίκη, σελ 443 Ντάφης, Σ., 1999: Εφηρμοσμένη Δασοκομία, Εκδόσεις Γιαχούδη Γιαπούλη, Θεσσαλονίκη, σελ 258 Ξανθάκης Μ., Γκορέγια Α., Παυλόπουλος Κ., Καψιμάλης Β., Αποστολόπουλος Γ. Στεφανίδης Π., 2011, Εκτίμηση της εδαφικής απώλειας σε λεκάνη απορροής τεχνητού ταμιευτήρα με τη χρής GIS. Πιλοτική εφαρμογή στη λίμνη του Μαραθώνα Αττικής,

157 155 Πρακτικά 15ου Πανελληνίου Δασολογικού Συνέδριου, σε ηλεκτρονική μορφή για τους συνέδρους, Καρδίτσα Παπαζαφειρίου, Ζ.Γ., 1999: Οι ανάγκες σε νερό των καλλιεργειών, Εκδόσεις Ζήτη, 347 σελ. Παπάζογλου Χ. και Κ. Καλαμποκίδης, Δασική Διαχείριση της Χερσονήσου Αμαλής Λέσβου για Μείωση του Κινδύνου Πυρκαγιάς, Πρακτικά 15ου Πανελληνίου Δασολογικού Συνέδριου, σε ηλεκτρονική μορφή για τους συνέδρους, Καρδίτσα Παπαμιχαήλ, Δ., 2004: Τεχνική υδρολογία επιφανειακών υδάτων, Εκδόσεις Γιαχούδη, Θεσσαλονίκη, σελ 391 Παπαμίχος, Ν., 1985:Δασικά εδάφη, Υπηρεσία Εκδόσεων ΑΠΘ, Θεσσαλονίκη Παπαμίχος Ν., επίδραση δασικών πυρκαγιών στη διάβρωση των δασικών εδαφών της Ελλάδας, Πρακτικά 3 ου Πανελλήνιου εδαφολογικού Συνεδρίου: Προστασία εδαφών- Ποιότητα ζωής, Αθήνα, 1990 Papanastasis, V.P. Arianoutsou, M., and Lyritzis, G, Managements of biotic resources in ancient Greece. In: Arianoutsou M. and V.P. Papanastasia (Eds). Ecology, Conservation and management of Mediterranean Climate Ecosystems. Millpress. Rotterdam, 194p +cd-rom. Παπούλιας, Ι., 1974: Συμβολή εις την εκτίμησιν και αξιολόγησιν των υδάτινων πόρων της Ορεινής Ελλάδος. Ελληνική Γεωλογική Εταιρεία, Τόμος ΧΙ, Τεύχος Ι, σελ , Αθήναι Παπούλιας, Ι., 1975: Η υδατοσυγκράτησις δάσους τραχείας πεύκης και η υδρολογική σημασία αυτής. Υπουργείο Γεωργίας, Γενική διεύθυνση δασών, Θεσσαλονίκη Παπούλιας, Ι., Η δασουδρολογική επίδραση της Τραχείας πεύκης επί της βροχής. Διατριβή επί υφηγεσία. Δασολογική σχολή Α. Π. Θ. Παπούλιας, Ι. και Μ. Νικολαίδης Η υδατοσυγκράτηση και υδατοκατανάλωση στην πλατύφυλλο δρυ. Δάσος 86, Σελ Pase-Dumroese, D., A. Harvey, M. Jurgensen and R. Grajam., 1991: Organic matter function in the Western-Montane forest soil system. In Proceedings-Management and productivity of Western- Montane Forest soils. Pp U.S.D.A. Forest Service. Intermountain Res. Stn.

158 156 Παυλίδης, Θ., Στεφανίδης, Π. και Κωτούλας Κ., 1992: Το υδατικό δυναμικό και το πρόβλήμα της λειψυδρίας στις ημιορεινές και ορεινές περιοχές της Θεσσαλονίκης και του Κιλκίς, Πρακτικά Συμποσίου Λειψυδρία και πλημμύρες, ΓΕΩΤΕΕ, Θεσσαλονίκη, σελ Παυλίδης, Θ. 2005: Δασική υδρολογία-υδάτινοι πόροι, Πανεπιστημιακές σημειώσεις, Τμήμα εκδόσεων ΑΠΘ, Θεσσαλονίκη Penman, H. l. 1969: Vegetation and Hydrology. Techn. Comm. No 53. Commonwealth. Agric. Bureau, Farnham Royal, Bucks, England, p.124 Περλέρος Β., Παπαμαστοράκης Δ., Κριτσιωτάκης Μ., Δρακοπούλου Ε. και Παναγόπουλος Α. 2004: Υπόγειο υδατικό δυναμικό Κρήτης. Προβλήματα και προοπτικές, Δελτίο της Ελληνικής Γεωλογικής εταιρίας τομ. XXXVI, Πρακτικά 10 ου Διεθνούς Συνεδρίου, Θεσσαλονίκη Potailler, J. Y., Nizinski and B. Saurier., 1988: Water budget and evapotranspiration in deciduoud forests. Studies on water transport in the soil plant atmosphere system (edited by R. Calvet) Paris, France, Institut National De la Recherche Agronomique (INRA). Potter, G. S., 1991: Nutrient leaching from Acer rubrum leaves by experimental acid rainfall. Can. J. of For. Res. 21(2): Proe, M. F., 1986: Predicting the Effects of Whole-tree Harvesting on Longterm Site Productivity for stands of Corsican Pine. In Agren, G.I. (ed). Predicting consequences of intensive forest Harvesting on long-term productivity. Swed. Univ. Agric. Sci. Dept. Ecology and Environmental Recearch. Report nr 26 pp Remezov, N. P., and Pogrebyank, p. S. 1965: Forest Soil Science. Translated fro Russian, Israel Program For Scient. Tranlation, Jerusalem, 1969 Reynolds, E. R. C. and C. S. Henderson., 1967: Rainfall interception by beech, Larch and Norway spruce. Forestry 40(2) Rothacher, J. 1970: Increases in water yield following clear-cut logging in the pacific Northwest. Water Resources Res. 6: Rowe, P. B. 1955: Effects of the forest floor of disposition of rainfall in pine stands. J. For. 53: Rutter, A. J. 1968: Water consumption by forests. In T.T. Kozlowski (ed) Water Deficits and Plant Groth. Academic Press, Inc., New York.

159 157 Santa-Regina, L., J.F. Gallardo, C. San-Miguel and A. Moyano., 1989: Interception, throughfall and stemflow in a Pinus sylvestris plantation in the Canelario basin (westcentral Spain). Bosque. 10: 1-2, Singh, R. P., K. C. Sharma, H. N. Mathur, M. K. Cupta and A. K. Cupta., 1983: Interception studies in Cendrus deodara London plantation in Himachal Pradesh Indian Forest. 109: 5, Singh, R. P., and M. K. Gupta., 1987: Rainfall interception by Pinus walliciana plantation in temperate region of Himachal Pradech, India, Indian Forest 113: Second author added as corrigendum. Σαπουντζής, Μ. 2003: Παραδόσεις Δασικής Υδρολογίας, Τμήμα Δασοπονίας,, Τ.Ε.Ι. Λάρισας, Καρδίτσα Σαπουντζής Μ. και Δ. Στάθης, 2002: Η επίδραση του βαθμού δασοκάλυψης υδρολογικών λεκανών στην πλημμυρική απορροή και στερεομεταφορά. Πρακτικά 9 ου Συνεδρίου Ε.Υ.Ε. σελ Σαπουντζής Μ., Παπαθανασίου Θ. και Δ. Μυρωνίδης, 2006: Προσδιορισμός της διάβρωσης της λεκάνης απορροής του ρεύματος Γεραμπίνη Ζαγοράς. Πρακτικά 10 ου Πανελληνίου Συνεδρίου Ε.Υ.Ε., σελ Σκούρου Π. και Μ. Αριανούτσου, Διασπορά σπερμάτων σε είδη του γένους Cistus: σχηματισμός εδαφικής τράπεζας σπερμάτων. Πρακτικά 8ου Συνεδρίου της Ελληνικής Βοτανικής Εταιρείας, Στεφανίδης, Π., 1991: Φυσικό περιβάλλον, δασικές πυρκαγιές, υδρολογικές συνέπειες., Ανακοίνωση Αριθ. 21 του Εργαστηρίου Διευθέτησης Ορεινών Υδάτων του Α.Π.Θ. Θεσσαλονίκη Στεφανίδης, Π., 2005: Η επίδραση της δασικής βλάστησης και των ορεινών υδρονομικών έργων στην απορροή, στη διάβρωση του εδάφους και στις πλημμύρες, Πρακτικά 12 ο Πανελλήνιου Δασολογικού Συνεδρίου, Δράμα, σελ Swank, W. T., and Douglas, J. E. 1974: Streamflow greatly reduced by converting deciduous hardwood stands to pine. Science 85: Switzer, G. L., L. E. Nelson and M. G. Shelton., 1988: Influence of canopy loblolly pine plantations on the disposition and chemistry of precipitation. Technical Bulletin Mississipi Agricultural And Forestry Expeiment Station. No 154, 30pp.

160 158 Τάντος Β. Α., 1997: Ανακύκλωση θρεπτικών στοιχείων σε οικοσύστημα υβριδιγενούς ελάτης ( Abies borisii Regis, Matf.) Διδακτορική διατριβή. Α.Π.Θ. Θεσσαλονίκη. Τζάνου, Ε., Βέργος, Γ., Hetsch W., Βέργος Σ., 2005: Υδρολογία της Βόρειας Πίνδου. Έμφαση σε προβλήματα διάβρωσης από τη διαχείριση της γης. Πρακτικά 12 ο Πανελλήνιου Δασολογικού Συνεδρίου, Δράμα Τζιουμάκης, Γ., 1973: Μέθοδος υπολογισμού της υδρολογικής καταστάσεως των δασών, Περιοδικό «Το δάσος» Νο Thanos C.A., E.N. Daskalakoy and S. Nikolaidou, Early post fire regeneration of a Pinus halepensis forest on Mount Parnis, Greece. Journal of Vegetation Science 7: Thornthwaite C. W. and Mather J. R., 1995: The water balance. Publication in Climatology, Laboratory of Climatology, Dresel Institute of Technology 8 (8), pp Trabaud L. and J. Lepart, Diversity and stability in garrigue ecosystems after fire. Vegetatio 43: Trabaud L., Post-fire regeneration of Pinus halepensis forests in the West Mediterranean Basin. In: Ne'eman G, and Trabaud L. (eds), Ecology Biogeography and Management of Pinus halepensis and Pinus brutia Forest Ecosystems in the Mediterranean Basin. Backhuys publishers, Leiden, The Netherlands. pp Τσαγκάρη Κ., Γ. Καρέτσος και Ν. Προύτσος, Δασικές πυρκαγιές Ελλάδας, Έκδ. WWF Ελλάς και ΕΘΙΑΓΕ-ΙΜΔΟ & ΤΔΠ, σελ Τσακίρης, Γ., 1995: Υδατικοί πόροι: Ι. Τεχνική υδρολογία, Εκδόσεις συμμετρία, Αθήνα Τσιόντης, Α. Ι., 1991: Παραγωγή και κατανομή της οργανικής ουσίας και δυναμική των θρεπτικών στοιχείων σε οικοσυστήματα μαύρης Πεύκης (Pinus nigra). Διδακτορική διατριβή. Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Θεσσαλονίκη. Τσιούμης, Γ.Θ., 1972: Συστηματική Δασική Βοτανική (Δέντρα και θάμνοι της Ελλάδος), Πανεπιστημιακά μαθήματα του Καθηγητού Γ.Θ. Τσιούμη, Ελληνικό Ίδρυμα Εξυπηρέτησης Πανεπιστημίων, Θεσσαλονίκη Υπουργείο Γεωργίας, 2003: Δάση και νερό, αυτοτελής έκδοση, Αθήνα Φουντούλης, Ι., Μαυρουλης, Σ., 2008, Εκτίμηση πλημμυρικού κινδύνου στην υδρολογική λεκάνη απορροής του ποταμού Κλαδέου (Ολυμπία-Δυτική Πελλοπόνησος), 8th International Hydrogeological Congress of Greece, 8th International

161 159 Hydrogeological Congress of Greece, 3rd MEM Workshop on Fissured Rocks Hydrology Van LearD.H., Fire and oak regeneration in the southern Appalachians. In: Nodvin SC, Waldrop TA (eds) Fire and the environment: ecological and cultural perspectives. Southeastern Forest Experiment Station, Asheville, USA pp Verry, E. S. and D. R. Timmons., 1977: Precipitation nutrients in the open and under two forests in Minnesota. Can. J. Fer. Res. 7: Wilde, S. A. 1958: Forest Soils, their properties and relations to siviculture, The Ronald Press, Co., New York. Διαδίκτυο: Στοιχεία για τον νομό Ηλείας., Αναπτυξιακή Ολυμπίας. Εύρεση στις 21/2/10, στην ιστοσελίδα Αναζήτηση στον δικτυακό τόπο: Γκουρμπάτσης, Α., 2010, Εγκληματικότητα των εμπρησμών, Η γεωγραφία αγροδασικών πυρκαγιών , Έρευνα, Αθήνα, Δημοσιευμένη στο scribd. Εύρεση στις 4/3/11, στην ιστοσελίδα %CE%95%CF%81%CE%B5%CF%85%CE%BD%CE%B1-%CE%9F%CE%B9- %CE%B1%CE%B3%CF%81%CE%BF%CF%84%CE%BF%CE%B4%CE%B1%CF %83%CE%B9%CE%BA%CE%AD%CF%82- %CF%80%CF%85%CF%81%CE%BA%CE%B1%CE%B3%CE%B9%CE%AD%CF %82-%CF%83%CF%84%CE%BF%CE%BD- %CF%87%CF%89%CF%81%CE%BF%CF%87%CF%81%CF%8C%CE%BD%CE% BF Αναζήτηση στον δικτυακό τόπο: Πυρκαγιές Ηλείας, Διαδικτυακή εγκυκλοπαίδεια: Ημερομηνία προσπέλασης 16/7/10 D%CF%82_%CF%80%CF%85%CF%81%CE%BA%CE%B1%CE%B3%CE%B9%C E%AD%CF%82_%CF%83%CF%84%CE%B7%CE%BD_%CE%95%CE%BB%CE% BB%CE%AC%CE%B4%CE%B1_%CF%84%CE%BF_2007 Αναζήτηση στον δικτυακό τόπο:

162 160 Ηλεκτρονικό περιοδικό για την περιβαλλοντική εκπαίδευση, Αντύπας Γ., Μαρτζακλής Β., Αντιδιαβρωτικά έργα και στατιστικά στοιχεία πυρκαγιών Ν. Ηλείας. Πρόταση υλοποίησης περιβαλλοντικού προγράμματος με έρευνα πεδίου. Ημερομηνία προσπέλασης 4/5/ B4%CE%B9%CE%B1%CE%B2%CF%81%CF%89%CF%84%CE%B9%CE%BA%C E%AC-%CE%AD%CF%81%CE%B3%CE%B1-%CE%BA%CE%B1%CE%B9- %CF%83%CF%84%CE%B1%CF%84%CE%B9%CF%83%CF%84%CE%B9%CE%B A%CE%AC- %CF%83%CF%84%CE%BF%CE%B9%CF%87%CE%B5%CE%AF%CE%B1- %CF%80%CF%85%CF%81%CE%BA%CE%B1%CE%B3%CE%B9%CF%8E%CE% BD-%CE%BD-%CE%B7%CE%BB%CE%B5%CE%AF%CE%B1%CF%82- %CF%80%CF%81%CF%8C%CF%84%CE%B1%CF%83%CE%B7- %CF%85%CE%BB%CE%BF%CF%80%CE%BF%CE%AF%CE%B7%CF%83%CE %B7%CF%82 Αναζήτηση στον δικτυακό τόπο: Δορυφορικές εικόνες: Εύρεση στις 21/2/10 Φωτογραφίες δασικών πυρκαγιών Ηλείας, Εφημερίδα "τα Νέα", ηλεκτρονική έκδοση: Εύρεση στις 22/2/10 Αναζήτηση στον δικτυακό τόπο: Μελέτη αποκατάστασης & ανάπτυξης του αγροτικού τομέα - των δασών & της προστασίας του περιβάλλοντος στις πυρόπληκτες περιοχές, Αθήνα 2007, %9B%CE%97%CE%A8%CE%97.pdf Εύρεση στις 7/8/12 Αναζήτηση στον δικτυακό τόπο: Μαριολάκος Η., Φουντούλης, Ι., "Γεωπεριβαλλοντικές επιπτώσεις των πυρκαγιών στον ευρύτερο χώρο της Αρχαίας Ολυµπίας, Κρόνιος λόφος - Προτάσεις µέτρων.", Η προοπτική της ανασυγκρότησης µετά την καταστροφή, ΤΕΕ Τµ.. Ελλάδας, 21 Οκτωβρίου, 2007, Πύργος Ηλείας Έυρεση στις 8/8/12, Αναζήτηση σε Koivusalo H., Kokkonen T., Lauren A., Ahtiainen M., Karvonen T., Mannerkoski H., Penttinen S., seuna P., Starr M., Finer L., 2006, Parameterisation and application of a

163 161 hillslope hydrological model to assess impacts of a forest clear-cutting on runoff generation. Environmental Modelling and Software 21, available online Ημερομηνία εύρεσης 26/4/11, Αναζήτηση σε Οικονόμου, Α., Μιχόπουλος, Π., Μπαλούτσος Γ., Καούκης Κ., Ιδιότητες δασικών εδαφών της Αρχαίας Ολυμπίας Ημερομηνία εύρεσης 17/5/12, Αναζήτηση σε

164 162 ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΩΝ

165 163 ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ Στο πρώτο μέρος του παραρτήματος, παρουσιάζονται φωτογραφίες της συγγραφέως, από το καλοκαίρι του 2008, ένα χρόνο μετά την πυρκαγιά. Φαίνεται η καμένη λεκάνη απορροής, το μωσαϊκό των χρήσεων γης και της βλάστησης καθώς και τα αντιπλημμυρικά και αντιδιαβρωτικά, με το έδαφος που συγκράτησαν και η πρώτη φυσική αναγέννηση. Φαίνεται επίσης ο Κρόνιος Λόφος με της μεταπυρικές παρεμβάσεις.

166 164

167 165

168 166

169 167

170 168

171 169

172 170

173 171 ΔΕΥΤΕΡΟ ΜΕΡΟΣ Στο δεύτερο μέρος του παραρτήματος, παρουσιάζονται φωτογραφίες της συγγραφέως, από το καλοκαίρι του 2011, τέσσερα χρόνια μετά την πυρκαγιά. Φαίνεται λεκάνη απορροής πρασινισμένη, το μωσαϊκό των χρήσεων γης και της βλάστησης καθώς και τα αντιπλημμυρικά και αντιδιαβρωτικά, με το έδαφος που συγκράτησαν και η αποτελεσματικότητά τους. Φαίνεται επίσης ο Κρόνιος Λόφος με της μεταπυρικές παρεμβάσεις και πως αυτές λειτούργησαν, καθώς επίσης ο Κλαδέος σε διάφορα σημεία του με έμφαση τη συμβολή του με τον Αλφειό.

174 172

175 173

176 174

177 175

178 176

179 177

180 178

181 179

182 180

183 181

184 182

185 183

186 184

187 185

188 186

189 187

190 188

191 189

192 190

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ ΣΧΟΛΗ ΓΕΩΠΟΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ ΣΧΟΛΗ ΓΕΩΠΟΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ ΣΧΟΛΗ ΓΕΩΠΟΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΓΕΩΠΟΝΙΑΣ ΙΧΘΥΟΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ ΥΔΑΤΙΝΟΥ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΗ ΔΙΑΤΡΙΒΗ Ο υδρονομικός ρόλος του δάσους στην περιοχή της λίμνης Ν. Πλαστήρα ΚΑΛΛΙΟΠΗ

Διαβάστε περισσότερα

ΚΙΝΗΣΗ ΤΟΥ ΝΕΡΟΥ ΣΤΟ ΧΩΡΟ ΤΩΝ ΧΕΙΜΑΡΡΩΔΩΝ ΡΕΥΜΑΤΩΝ. ΥΠΕΥΘΥΝΟΣ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ Δρ. Γ. ΖΑΙΜΗΣ

ΚΙΝΗΣΗ ΤΟΥ ΝΕΡΟΥ ΣΤΟ ΧΩΡΟ ΤΩΝ ΧΕΙΜΑΡΡΩΔΩΝ ΡΕΥΜΑΤΩΝ. ΥΠΕΥΘΥΝΟΣ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ Δρ. Γ. ΖΑΙΜΗΣ ΚΙΝΗΣΗ ΤΟΥ ΝΕΡΟΥ ΣΤΟ ΧΩΡΟ ΤΩΝ ΧΕΙΜΑΡΡΩΔΩΝ ΡΕΥΜΑΤΩΝ ΥΠΕΥΘΥΝΟΣ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ Δρ. Γ. ΖΑΙΜΗΣ Ισχυρό Μεταφορικό Μέσο ΚΙΝΗΣΗ: Ομαλή και Αζήμια Ή Ανώμαλη και Επιζήμια ΛΟΓΟΙ: Κλίμα, Άνιση κατανομή βροχής, Πετρώματα,

Διαβάστε περισσότερα

ΔΙΕΥΘΕΤΗΣΗ ΟΡΕΙΝΩΝ ΥΔΑΤΩΝ Ι. Κεφάλαιο 10 ο

ΔΙΕΥΘΕΤΗΣΗ ΟΡΕΙΝΩΝ ΥΔΑΤΩΝ Ι. Κεφάλαιο 10 ο Τμήμα Δασολογίας & Διαχείρισης Περιβάλλοντος & Φυσικών Πόρων Εργαστήριο Διευθέτησης Ορεινών Υδάτων και Διαχείρισης Κινδύνου Προπτυχιακό Πρόγραμμα Σπουδών ΔΙΕΥΘΕΤΗΣΗ ΟΡΕΙΝΩΝ ΥΔΑΤΩΝ Ι Κεφάλαιο 10 ο Φ. Π.

Διαβάστε περισσότερα

Βλάστηση της Ελλάδας. Καθηγητής Δημήτριος Χριστοδουλάκης Τμήμα Βιολογίας Τομέας Βιολογίας Φυτών Τηλ.

Βλάστηση της Ελλάδας. Καθηγητής Δημήτριος Χριστοδουλάκης Τμήμα Βιολογίας Τομέας Βιολογίας Φυτών   Τηλ. Βλάστηση της Ελλάδας Καθηγητής Δημήτριος Χριστοδουλάκης Τμήμα Βιολογίας Τομέας Βιολογίας Φυτών E-mail: dkchrist@upatras.gr Τηλ.: 2610 997277 Χλωρίδα: Το σύνολο των φυτικών ειδών μιας περιοχής. Βλάστηση:

Διαβάστε περισσότερα

Δασική Εδαφολογία. Γεωχημικός, Βιοχημικός, Υδρολογικός κύκλος

Δασική Εδαφολογία. Γεωχημικός, Βιοχημικός, Υδρολογικός κύκλος Δασική Εδαφολογία Γεωχημικός, Βιοχημικός, Υδρολογικός κύκλος Μέρος 1 ο ΥΔΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΚΥΚΛΟΣ ΥΔΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΚΥΚΛΟΣ Η μεταφορά του νερού από την ατμόσφαιρα στην επιφάνεια της γης, η κίνησή του σ αυτή και η επιστροφή

Διαβάστε περισσότερα

Προσαρμογή της Διαχείρισης των Δασών στην Κλιματική Αλλαγή στην Ελλάδα: Δασαρχείο Καλαμπάκας

Προσαρμογή της Διαχείρισης των Δασών στην Κλιματική Αλλαγή στην Ελλάδα: Δασαρχείο Καλαμπάκας Προσαρμογή της Διαχείρισης των Δασών στην Κλιματική Αλλαγή στην Ελλάδα: Δασαρχείο Καλαμπάκας Ομάδα έργου: Παναγιώτης Πουλιανίδης, Αναστασία Κάκια, Φωτεινή Πελεκάνη Σεμινάριο Κατάρτισης Δασικών Υπηρεσιών

Διαβάστε περισσότερα

Αξιολόγηση της παρούσας κατάστασης των περιοχών έρευνας από δασοκομική και οικοφυσιολογική άποψη

Αξιολόγηση της παρούσας κατάστασης των περιοχών έρευνας από δασοκομική και οικοφυσιολογική άποψη LIFE + AdaptFor Αξιολόγηση της παρούσας κατάστασης των περιοχών έρευνας από δασοκομική και οικοφυσιολογική άποψη Επίδραση της κλιματικής αλλαγής στα Δασικά οικοσυστήματα Καλλιόπη Ραδόγλου & Γαβριήλ Σπύρογλου

Διαβάστε περισσότερα

Σχεδιασμός Διαχείρισης Ξυλοπαραγωγικών Δασών

Σχεδιασμός Διαχείρισης Ξυλοπαραγωγικών Δασών Σχεδιασμός Διαχείρισης Ξυλοπαραγωγικών Δασών Δρ. Βασιλική Καζάνα Αναπλ. Καθηγήτρια ΤΕΙ Καβάλας, Τμήμα Δασοπονίας & Διαχείρισης Φυσικού Περιβάλλοντος Δράμας Εργαστήριο Δασικής Διαχειριστικής Τηλ. & Φαξ:

Διαβάστε περισσότερα

ΑΣΚΗΣΗ. Πυκνότητα και πορώδες χιονιού. Ποια είναι η σχέση των δυο; Αρνητική ή Θετική; Δείξτε τη σχέση γραφικά, χ άξονας πυκνότητα, ψ άξονας πορώδες

ΑΣΚΗΣΗ. Πυκνότητα και πορώδες χιονιού. Ποια είναι η σχέση των δυο; Αρνητική ή Θετική; Δείξτε τη σχέση γραφικά, χ άξονας πυκνότητα, ψ άξονας πορώδες ΑΣΚΗΣΗ Πυκνότητα και πορώδες χιονιού. Ποια είναι η σχέση των δυο; Αρνητική ή Θετική; Δείξτε τη σχέση γραφικά, χ άξονας πυκνότητα, ψ άξονας πορώδες Για πιο λόγο είναι η σχέση είναι Θετική ή Αρνητική (δικαιολογήστε

Διαβάστε περισσότερα

Δασικά εδάφη και υδρολογικός κύκλος

Δασικά εδάφη και υδρολογικός κύκλος Η μεταφορά του νερού από την ατμόσφαιρα στην επιφάνεια της γης, η κίνησή του πάνω σ αυτή και η επιστροφή του στην ατμόσφαιρα λέγεται υδρολογικός κύκλος. το νερό πέφτει στην επιφάνεια της γης με τα ατμοσφαιρικά

Διαβάστε περισσότερα

Πλαίσιο Δράσεων και Μέτρων Προσαρμογής της διαχείρισης των δασών στην κλιματική αλλαγή

Πλαίσιο Δράσεων και Μέτρων Προσαρμογής της διαχείρισης των δασών στην κλιματική αλλαγή Πλαίσιο Δράσεων και Μέτρων Προσαρμογής της διαχείρισης των δασών στην κλιματική αλλαγή Βασιλική Χρυσοπολίτου και Πέτρος Κακούρος, ΕΚΒΥ Το κλίμα και τα δάση στο μέλλον Υπάρχουν αβεβαιότητες σχετικά με:

Διαβάστε περισσότερα

Προσαρμογή της Διαχείρισης των Δασών στην Κλιματική Αλλαγή στην Ελλάδα: Δασαρχείο Πάρνηθας. Ομάδα έργου: Γ. Ζαρείφης Ηλ. Ντούφας Γ. Πόθος Κ.

Προσαρμογή της Διαχείρισης των Δασών στην Κλιματική Αλλαγή στην Ελλάδα: Δασαρχείο Πάρνηθας. Ομάδα έργου: Γ. Ζαρείφης Ηλ. Ντούφας Γ. Πόθος Κ. Προσαρμογή της Διαχείρισης των Δασών στην Κλιματική Αλλαγή στην Ελλάδα: Δασαρχείο Πάρνηθας Ομάδα έργου: Γ. Ζαρείφης Ηλ. Ντούφας Γ. Πόθος Κ. Ψαρρή Σεμινάριο Κατάρτισης Δασικών Υπηρεσιών 18-19 Νοεμβρίου

Διαβάστε περισσότερα

ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ ΔΑΣΙΚΗΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΙΚΗΣ. Ηλίας Ζαλαβράς

ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ ΔΑΣΙΚΗΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΙΚΗΣ. Ηλίας Ζαλαβράς ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ ΔΑΣΙΚΗΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΙΚΗΣ Ηλίας Ζαλαβράς Δημιουργία τάξεως προς κάθε κατεύθυνση Αειφορία Δασοπονικοί σκοποί Κατά χρόνο τάξη Κατά χώρο τάξη Καθορισμός του λήμματος Αειφορία Επιδίωξη διαρκών και

Διαβάστε περισσότερα

Μέθοδος των περιοδικών ξυλωδών λημμάτων

Μέθοδος των περιοδικών ξυλωδών λημμάτων Μέθοδος των περιοδικών ξυλωδών λημμάτων Δρ. Βασιλική Καζάνα Αναπλ. Καθηγήτρια ΤΕΙ Καβάλας, Τμήμα Δασοπονίας & Διαχείρισης Φυσικού Περιβάλλοντος Δράμας Εργαστήριο Δασικής Διαχειριστικής Τηλ. & Φαξ: 25210

Διαβάστε περισσότερα

Ανακύκλωση θρεπτικών στοιχείων λέγεται η κίνηση των θρεπτικών στοιχείων και ο ανεφοδιασμός δασικών οικοσυστημάτων με θρεπτικά συστατικά Οικοσύστημα

Ανακύκλωση θρεπτικών στοιχείων λέγεται η κίνηση των θρεπτικών στοιχείων και ο ανεφοδιασμός δασικών οικοσυστημάτων με θρεπτικά συστατικά Οικοσύστημα Δρ. Γεώργιος Ζαΐμης Ανακύκλωση θρεπτικών στοιχείων λέγεται η κίνηση των θρεπτικών στοιχείων και ο ανεφοδιασμός δασικών οικοσυστημάτων με θρεπτικά συστατικά Οικοσύστημα Απελευθέρωση ουσιών αποσύνθεση Απορρόφηση

Διαβάστε περισσότερα

Δομή της παρουσίασης.

Δομή της παρουσίασης. Το μέλλον των δασών Δομή της παρουσίασης. Γιατί καίγονται τα δάση μας; Πως καίγονται τα δάση μας; Καίγονται όλα τα δάση μας; Ζημιά ή καταστροφή; Γιατί τόσο συχνά; Φυσική ή τεχνητή αποκατάσταση; Γιατί γιγαντώνονται

Διαβάστε περισσότερα

ΔΑΣΟΥΣ. Δρ. Βασιλική Καζάνα

ΔΑΣΟΥΣ. Δρ. Βασιλική Καζάνα ΚΑΤΑ ΧΩΡΟ ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΤΟΥ ΔΑΣΟΥΣ Δρ. Βασιλική Καζάνα Αναπλ. Καθηγήτρια ΤΕΙ Καβάλας, Τμήμα Δασοπονίας & Διαχείρισης Φυσικού Περιβάλλοντος Δράμας Εργαστήριο Δασικής Διαχειριστικής Τηλ. & Φαξ: 25210 60435 E-mail:

Διαβάστε περισσότερα

Δρ. Βασιλική Καζάνα. Αναπλ. Καθηγήτρια ΤΕΙ Καβάλας, Τμήμα Δασοπονίας & Διαχείρισης Φυσικού Περιβάλλοντος Δράμας Εργαστήριο Δασικής Διαχειριστικής

Δρ. Βασιλική Καζάνα. Αναπλ. Καθηγήτρια ΤΕΙ Καβάλας, Τμήμα Δασοπονίας & Διαχείρισης Φυσικού Περιβάλλοντος Δράμας Εργαστήριο Δασικής Διαχειριστικής Μέθοδοι επιφάνειας Δρ. Βασιλική Καζάνα Αναπλ. Καθηγήτρια ΤΕΙ Καβάλας, Τμήμα Δασοπονίας & Διαχείρισης Φυσικού Περιβάλλοντος Δράμας Εργαστήριο Δασικής Διαχειριστικής Τηλ. & Φαξ: 25210 60435 E-mail: vkazana@teikav.edu.gr

Διαβάστε περισσότερα

H βλάστηση της Ελλάδας

H βλάστηση της Ελλάδας H βλάστηση της Ελλάδας Χλωρίδα: Το σύνολο των φυτικών ειδών μιας περιοχής Βλάστηση: το σύνολο των φυτοκοινωνιών μιας περιοχής ή οι διάφορες φυτικές ομάδες, οι οποίες έχουν ορισμένη μορφή, όπως δάσος, λιβάδι,

Διαβάστε περισσότερα

Παρακολούθηση (monitoring) των Δασικών Οικοσυστημάτων και διαχειριστικά μέτρα προσαρμογής

Παρακολούθηση (monitoring) των Δασικών Οικοσυστημάτων και διαχειριστικά μέτρα προσαρμογής Παρακολούθηση (monitoring) των Δασικών Οικοσυστημάτων και διαχειριστικά μέτρα προσαρμογής Έργο: LIFE+ Προσαρμογή της δασικής διαχείρισης στην κλιματική αλλαγή στην Ελλάδα AdaptFor (Life08 ENV/GR/00054).

Διαβάστε περισσότερα

Η ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΗΣ ΔΟΜΗΣ ΚΑΙ ΣΥΝΘΕΣΗΣ ΤΟΥ ΔΑΣΟΥΣ ΣΤΟΝ ΥΔΡΟΝΟΜΙΚΟ ΤΟΥ ΡΟΛΟ (ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟ ΔΑΣΟΣ ΜΠΕΛΟΚΟΜΥΤΗ)

Η ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΗΣ ΔΟΜΗΣ ΚΑΙ ΣΥΝΘΕΣΗΣ ΤΟΥ ΔΑΣΟΥΣ ΣΤΟΝ ΥΔΡΟΝΟΜΙΚΟ ΤΟΥ ΡΟΛΟ (ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟ ΔΑΣΟΣ ΜΠΕΛΟΚΟΜΥΤΗ) Η ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΗΣ ΔΟΜΗΣ ΚΑΙ ΣΥΝΘΕΣΗΣ ΤΟΥ ΔΑΣΟΥΣ ΣΤΟΝ ΥΔΡΟΝΟΜΙΚΟ ΤΟΥ ΡΟΛΟ (ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟ ΔΑΣΟΣ ΜΠΕΛΟΚΟΜΥΤΗ) Κ. Νικούση 1, Μ. Σαπουντζής 2, Π. Στεφανίδης 2, Σ. Βέργος 3 1 Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας, Τμήμα Γεωπονίας

Διαβάστε περισσότερα

AdaptFor Προσαρμογή της διαχείρισης των δασών στην κλιματική αλλαγή στην Ελλάδα

AdaptFor Προσαρμογή της διαχείρισης των δασών στην κλιματική αλλαγή στην Ελλάδα LIFE+ Περιβαλλοντική Πολιτική και Διακυβέρνηση 2008 AdaptFor Προσαρμογή της διαχείρισης των δασών στην κλιματική αλλαγή στην Ελλάδα Βασιλική Χρυσοπολίτου Δήμητρα Κεμιτζόγλου 13.12.2010, Αθήνα Δήμητρα Κεμιτζόγλου

Διαβάστε περισσότερα

ΒΛΑΧΟΠΟΥΛΟΣ ΓΕΡΑΣΙΜΟΣ Δασολόγος

ΒΛΑΧΟΠΟΥΛΟΣ ΓΕΡΑΣΙΜΟΣ Δασολόγος ΔΗΜΟΚΡΙΤΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΡΑΚΗΣ ΤΜΗΜΑ ΔΑΣΟΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ ΔΙΧΕΙΡΙΣΗΣ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ ΚΑΙ ΦΥΣΙΚΩΝ ΠΟΡΩΝ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ ΑΕΙΦΟΡΙΚΗ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ ΚΑΙ ΦΥΣΙΚΩΝ ΠΟΡΩΝ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗ Γ : ΟΙΚΟΛΟΓΙΑ

Διαβάστε περισσότερα

Η παρακολούθηση των δασών στο πλαίσιο της κλιματικής αλλαγής

Η παρακολούθηση των δασών στο πλαίσιο της κλιματικής αλλαγής Η παρακολούθηση των δασών στο πλαίσιο της κλιματικής αλλαγής Γιώργος Πουλής, Δασολόγος M.Sc. Ελληνικό Κέντρο Βιοτόπων - Υγροτόπων Διάρθρωση της παρουσίασης Σχεδιασμός ενός προγράμματος παρακολούθησης Η

Διαβάστε περισσότερα

ΔΙΑΜΟΡΦΩΣΗ ΤΗΣ ΕΘΝΙΚΗΣ ΔΑΣΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΓΙΑ ΤΑ ΕΠΟΜΕΝΑ ΧΡΟΝΙΑ (2014-2020)

ΔΙΑΜΟΡΦΩΣΗ ΤΗΣ ΕΘΝΙΚΗΣ ΔΑΣΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΓΙΑ ΤΑ ΕΠΟΜΕΝΑ ΧΡΟΝΙΑ (2014-2020) ΕΥΡΩΠΑΙΚΗ ΚΑΙ ΕΘΝΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΣΤΑ ΔΑΣΙΚΑ ΟΙΚΟΣΥΣΤΗΜΑΤΑ (ΙΔΙΑΙΤΕΡΑ ΣΤΙΣ ΠΡΟΣΤΑΤΕΥΟΜΕΝΕΣ ΠΕΡΙΟΧΕΣ) Το 2015 θεωρείται μια πολύ σημαντική χρονιά για τα δάση σε παγκόσμιο επίπεδο, καθώς τουλάχιστον τέσσερις

Διαβάστε περισσότερα

ΥΛΗ Προστασία και Διαχείριση Περιβάλλοντος Ευριπίδου 18, Αθήνα 2103213695 www.forest.gr

ΥΛΗ Προστασία και Διαχείριση Περιβάλλοντος Ευριπίδου 18, Αθήνα 2103213695 www.forest.gr Τα Ελληνικά δάση και η Κλιματική Αλλαγή Το ιοξείδιο του άνθρακα Τα τελευταία χρόνια, που η Κλιματική αλλαγή έχει μπει στις συζητήσεις όλης της ανθρωπότητας, εμείς στην Ελλάδα κοιτάζουμε με αληθινή λύπη

Διαβάστε περισσότερα

ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΗ ΔΙΑΤΡΙΒΗ ΜΕ ΘΕΜΑ: «ΜΑΖΟΠΙΝΑΚΕΣ ΓΙΑ ΤΗ ΧΑΛΕΠΙΟ ΠΕΥΚΗ (PINUS HALEPENSIS) ΤΟΥ ΔΑΣΟΥΣ ΤΑΤΟΪΟΥ ΠΑΡΝΗΘΑΣ ΑΤΤΙΚΗΣ»

ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΗ ΔΙΑΤΡΙΒΗ ΜΕ ΘΕΜΑ: «ΜΑΖΟΠΙΝΑΚΕΣ ΓΙΑ ΤΗ ΧΑΛΕΠΙΟ ΠΕΥΚΗ (PINUS HALEPENSIS) ΤΟΥ ΔΑΣΟΥΣ ΤΑΤΟΪΟΥ ΠΑΡΝΗΘΑΣ ΑΤΤΙΚΗΣ» ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΗ ΔΙΑΤΡΙΒΗ ΜΕ ΘΕΜΑ: «ΜΑΖΟΠΙΝΑΚΕΣ ΓΙΑ ΤΗ ΧΑΛΕΠΙΟ ΠΕΥΚΗ (PINUS HALEPENSIS) ΤΟΥ ΔΑΣΟΥΣ ΤΑΤΟΪΟΥ ΠΑΡΝΗΘΑΣ ΑΤΤΙΚΗΣ» Μεταπτυχιακή Φοιτήτρια: Αγγελάκη Ειρήνη Επιβλέπουσα Καθηγήτρια: Κιτικίδου Κυριακή

Διαβάστε περισσότερα

Εξάτμιση και Διαπνοή

Εξάτμιση και Διαπνοή Εξάτμιση και Διαπνοή Εξάτμιση, Διαπνοή Πραγματική και δυνητική εξατμισοδιαπνοή Μέθοδοι εκτίμησης της εξάτμισης από υδάτινες επιφάνειες Μέθοδοι εκτίμησης της δυνητικής και πραγματικής εξατμισοδιαπνοής (ΕΤ)

Διαβάστε περισσότερα

Πρότυπα οικολογικής διαφοροποίησης των μυρμηγκιών (Υμενόπτερα: Formicidae) σε κερματισμένα ορεινά ενδιαιτήματα.

Πρότυπα οικολογικής διαφοροποίησης των μυρμηγκιών (Υμενόπτερα: Formicidae) σε κερματισμένα ορεινά ενδιαιτήματα. Πρότυπα οικολογικής διαφοροποίησης των μυρμηγκιών (Υμενόπτερα: Formicidae) σε κερματισμένα ορεινά ενδιαιτήματα. Γεωργιάδης Χρήστος Λεγάκις Αναστάσιος Τομέας Ζωολογίας Θαλάσσιας Βιολογίας Τμήμα Βιολογίας

Διαβάστε περισσότερα

Κανονικότητα. Δρ. Βασιλική Καζάνα

Κανονικότητα. Δρ. Βασιλική Καζάνα Κανονικότητα Δρ. Βασιλική Καζάνα Αναπλ. Καθηγήτρια ΤΕΙ Καβάλας, Τμήμα Δασοπονίας & Διαχείρισης Φυσικού Περιβάλλοντος Δράμας Εργαστήριο Δασικής Διαχειριστικής Τηλ. & Φαξ: 25210 60435 E-mail: vkazana@teikav.edu.gr

Διαβάστε περισσότερα

Τα αντιδιαβρωτικά και αντιπληµµυρικά έργα στην αρχαία Ολυµπία. µετά την πυρκαγιά της 26ης Αυγούστου 2007:

Τα αντιδιαβρωτικά και αντιπληµµυρικά έργα στην αρχαία Ολυµπία. µετά την πυρκαγιά της 26ης Αυγούστου 2007: ΕΘΝΙΚΟ Ι ΡΥΜΑ ΑΓΡΟΤΙΚΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ (ΕΘ.Ι.ΑΓ.Ε.) Ινστιτούτο Μεσογειακών ασικών Οικοσυστηµάτων & Τεχνολογίας ασικών Προϊόντων (Ι.Μ..Ο. & T..Π.) Τα αντιδιαβρωτικά και αντιπληµµυρικά έργα στην αρχαία Ολυµπία

Διαβάστε περισσότερα

Δάση & Πυρκαγιές: αναζητείται ελπίδα

Δάση & Πυρκαγιές: αναζητείται ελπίδα Δάση & Πυρκαγιές: αναζητείται ελπίδα Ανθρωπογενείς επιδράσεις Κλιματική αλλαγή Μεταβολές πυρικών καθεστώτων Κώστας Δ. Καλαμποκίδης Καθηγητής Παν. Αιγαίου Περίγραμμα 1.0 Δασικά Οικοσυστήματα: επαναπροσδιορισμός

Διαβάστε περισσότερα

Δασολιβαδικά Συστήματα. Θ. Παπαχρήστου & Π. Πλατής Ινστιτούτο Δασικών Ερευνών

Δασολιβαδικά Συστήματα. Θ. Παπαχρήστου & Π. Πλατής Ινστιτούτο Δασικών Ερευνών Δασολιβαδικά Συστήματα Θ. Παπαχρήστου & Π. Πλατής Ινστιτούτο Δασικών Ερευνών Δασολιβαδικά Συστήματα συστήματα χρήσης γης Βοσκήσιμη ύλη Κτηνοτροφικά προϊόντα Δασικά προϊόντα Μακροπρόθεσμο κέρδος από δένδρα

Διαβάστε περισσότερα

Μέθοδοι κανονικού ξυλαποθέματος και προσαύξησης ή Μέθοδοι Μαθηματικών Τύπων

Μέθοδοι κανονικού ξυλαποθέματος και προσαύξησης ή Μέθοδοι Μαθηματικών Τύπων Μέθοδοι κανονικού ξυλαποθέματος και προσαύξησης ή Μέθοδοι Μαθηματικών Τύπων Δρ. Βασιλική Καζάνα Αναπλ. Καθηγήτρια ΤΕΙ Καβάλας, Τμήμα Δασοπονίας & Διαχείρισης Φυσικού Περιβάλλοντος Δράμας Εργαστήριο Δασικής

Διαβάστε περισσότερα

Αυξητική και Ωριμότητα

Αυξητική και Ωριμότητα Αυξητική και Ωριμότητα Δρ. Βασιλική Καζάνα Αναπλ. Καθηγήτρια ΤΕΙ Καβάλας, Τμήμα Δασοπονίας & Διαχείρισης Φυσικού Περιβάλλοντος Δράμας Εργαστήριο Δασικής Διαχειριστικής Τηλ. & Φαξ: 510 60435 E-mail: vkazaa@teikav.e.gr

Διαβάστε περισσότερα

LIFE07 NAT/GR/ PINUS Αποκατάσταση των δασών Pinus nigra στον Πάρνωνα (GR ) μέσω μιας δομημένης προσέγγισης.

LIFE07 NAT/GR/ PINUS Αποκατάσταση των δασών Pinus nigra στον Πάρνωνα (GR ) μέσω μιας δομημένης προσέγγισης. LIFE07 NAT/GR/000286 PINUS Αποκατάσταση των δασών Pinus nigra στον Πάρνωνα (GR2520006) μέσω μιας δομημένης προσέγγισης www.parnonaslife.gr Δρ. Πέτρος Κακούρος petros@ekby.gr Η πυρκαγιά Η θέση της πυρκαγιάς

Διαβάστε περισσότερα

ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΑΣΩΝ: ΘΕΜΑΤΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΣΤΗΝ ΠΡΑΞΗ

ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΑΣΩΝ: ΘΕΜΑΤΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΣΤΗΝ ΠΡΑΞΗ ΣΕΜΙΝΑΡΙΟ ΚΑΤΑΡΤΙΣΗΣ ΤΟΥ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ ΤΩΝ ΔΑΣΙΚΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ: ΠΡΟΣΑΡΜΟΓΗ ΤΗΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΤΩΝ ΔΑΣΩΝ ΣΤΗΝ ΚΛΙΜΑΤΙΚΗ ΑΛΛΑΓΗ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΑΣΩΝ: ΘΕΜΑΤΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΣΤΗΝ ΠΡΑΞΗ ΕΛΙΣΑΒΕΤ

Διαβάστε περισσότερα

Προσαρµογήτης ιαχείρισηςτων ασώνστηνκλιµατικήαλλαγήστηνελλάδα: ασαρχείο Πάρνηθας

Προσαρµογήτης ιαχείρισηςτων ασώνστηνκλιµατικήαλλαγήστηνελλάδα: ασαρχείο Πάρνηθας Προσαρµογήτης ιαχείρισηςτων ασώνστηνκλιµατικήαλλαγήστηνελλάδα: ασαρχείο Πάρνηθας Οµάδαέργου: Γ. Ζαρείφης Ηλ. Ντούφας Γ. Πόθος Κ. Ψαρρή 18 εκεµβρίου 2014, ΑΘΗΝΑ LIFE+ AdaptFor: εφαρµογή σε τέσσερις πιλοτικές

Διαβάστε περισσότερα

Σχεδιασμός διαχείρισης άλλων δασικών πόρων

Σχεδιασμός διαχείρισης άλλων δασικών πόρων Σχεδιασμός διαχείρισης άλλων δασικών πόρων Δρ. Βασιλική Καζάνα Αναπλ. Καθηγήτρια ΤΕΙ Καβάλας, Τμήμα Δασοπονίας & Διαχείρισης Φυσικού Περιβάλλοντος Δράμας Εργαστήριο Δασικής Διαχειριστικής Τηλ. & Φαξ: 25210

Διαβάστε περισσότερα

ΦΥΣΙΚΕΣ ΠΡΟΣΤΑΤΕΥΟΜΕΝΕΣ ΠΕΡΙΟΧΕΣ. Μαρία Κιτριλάκη ΠΕ04.04

ΦΥΣΙΚΕΣ ΠΡΟΣΤΑΤΕΥΟΜΕΝΕΣ ΠΕΡΙΟΧΕΣ. Μαρία Κιτριλάκη ΠΕ04.04 ΦΥΣΙΚΕΣ ΠΡΟΣΤΑΤΕΥΟΜΕΝΕΣ ΠΕΡΙΟΧΕΣ Μαρία Κιτριλάκη Διαχείριση φυσικών περιοχών Η σύγχρονη αντίληψη για τη διαχείριση των φυσικών περιοχών δεν κυριαρχείται από την παλαιότερη τακτική της εξάντλησης αλλά από

Διαβάστε περισσότερα

4. γεωγραφικό/γεωλογικό πλαίσιο

4. γεωγραφικό/γεωλογικό πλαίσιο 4. ΜΕΛΛΟΝΤΙΚΟ γεωγραφικό/γεωλογικό πλαίσιο 4. ΜΕΛΛΟΝΤΙΚΟ γεωγραφικό/γεωλογικό πλαίσιο 4. ΜΕΛΛΟΝΤΙΚΟ γεωγραφικό/γεωλογικό πλαίσιο /Ελληνικός χώρος Τα ελληνικά βουνά (και γενικότερα οι ορεινοί όγκοι της

Διαβάστε περισσότερα

Αντιλήψεις επιστήμης και κοινού για τις σχέσεις ορεινών δασών και νερού Επιλογή δράσεων εξοικονόμησης νερού

Αντιλήψεις επιστήμης και κοινού για τις σχέσεις ορεινών δασών και νερού Επιλογή δράσεων εξοικονόμησης νερού Αντιλήψεις επιστήμης και κοινού για τις σχέσεις ορεινών δασών και νερού Επιλογή δράσεων εξοικονόμησης νερού Γεώργιος Μπαλούτσος 1, Αθανάσιος Μπουρλέτσικας 2, Ανάργυρος Ρούσσος 3 1 Δασολόγος - Υδρολόγος,

Διαβάστε περισσότερα

Λιβάδια - Θαµνότοποι

Λιβάδια - Θαµνότοποι ΟΓ ΟΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ Λιβάδια - Θαµνότοποι ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ ΚΛΕΙΣΤΟΥ ΤΥΠΟΥ Ερωτήσεις της µορφής σωστό-λάθος Σηµειώστε αν είναι σωστή ή λάθος καθεµιά από τις παρακάτω προτάσεις περιβάλλοντας µε ένα κύκλο το αντίστοιχο

Διαβάστε περισσότερα

Αειφορία και σύγχρονες τάσεις (αειφορικής) διαχείρισης των δασών

Αειφορία και σύγχρονες τάσεις (αειφορικής) διαχείρισης των δασών ΕΘΝΙΚΟ Ι ΡΥΜΑ ΑΓΡΟΤΙΚΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ (ΕΘΙΑΓΕ) ΙΝΣΤΙΤΟΥΤΟ ΑΣΙΚΩΝ ΕΡΕΥΝΩΝ Αειφορία και σύγχρονες τάσεις (αειφορικής) διαχείρισης των δασών ρ. Σ. Γκατζογιάννης, Τακτικός ερευνητής Ι Ε/ ΕΘΙΑΓΕ 1. Το σύστηµα αξιών

Διαβάστε περισσότερα

ΕΚΘΕΣΗ ΥΛΟΠΟΙΗΣΗΣ ΕΡΓΟΥ

ΕΚΘΕΣΗ ΥΛΟΠΟΙΗΣΗΣ ΕΡΓΟΥ ΟΙΚΟΔΟΜΙΚΟΣ ΣΥΝΕΤΑΙΡΙΣΜΟΣ ΜΟΝΙΜΩΝ ΑΞΙΩΜΑΤΙΚΩΝ ΠΟΛΕΜΙΚΟΥ ΝΑΥΤΙΚΟΥ Ο.Σ.Μ.Α.Ν ΕΚΘΕΣΗ ΥΛΟΠΟΙΗΣΗΣ ΕΡΓΟΥ Ο Ο.Σ.Μ.Α.Ν, στα πλαίσια των απαιτούμενων ενεργειών σχεδιασμού και δράσεων για την προστασία και αποκατάσταση

Διαβάστε περισσότερα

ΥΔΡΟΛΟΓΙΚΕΣ ΑΠΩΛΕΙΕΣ ΣΤΟ ΕΔΑΦΟΣ

ΥΔΡΟΛΟΓΙΚΕΣ ΑΠΩΛΕΙΕΣ ΣΤΟ ΕΔΑΦΟΣ ΥΔΡΟΛΟΓΙΚΕΣ ΑΠΩΛΕΙΕΣ ΣΤΟ ΕΔΑΦΟΣ Το νερό των κατακρημνισμάτων ακολουθεί διάφορες διαδρομές στη πορεία του προς την επιφάνεια της γης. Αρχικά συναντά επιφάνειες που αναχαιτίζουν την πορεία του όπως είναι

Διαβάστε περισσότερα

Δείκτες δομής συστάδων ως εργαλεία διαχείρισης δασών για την κλιματική αλλαγή

Δείκτες δομής συστάδων ως εργαλεία διαχείρισης δασών για την κλιματική αλλαγή Δείκτες δομής συστάδων ως εργαλεία διαχείρισης δασών για την κλιματική αλλαγή Έργο: LIFE+ Προσαρμογή της δασικής διαχείρισης στην κλιματική αλλαγή στην Ελλάδα AdaptFor (Life08 ENV/GR/00054). Δρ. Καλλιόπη

Διαβάστε περισσότερα

ΛΥΣΕΙΣ Υδρολογικός Κύκλος

ΛΥΣΕΙΣ Υδρολογικός Κύκλος ΛΥΣΕΙΣ Υδρολογικός Κύκλος Κατακρημνίσματα: Στερεή Μορφή ΧΙΟΝΙ και Υγρή Βροχή ΣΥΓΡΑΤΗΣΗ: πάνω σε φυτά και επιφάνεια εδάφους - ΧΙΟΝΙ ΔΙΗΘΗΣΗ: Βροχή είναι υγρό. Περισσότερο στην αρχή. ΧΙΟΝΙ Παγωμένο έδαφος.

Διαβάστε περισσότερα

Πέτρος Κακούρος και Αντώνης Αποστολάκης

Πέτρος Κακούρος και Αντώνης Αποστολάκης Εγκατάσταση και αποτελέσματα παρακολούθησης της φυσικής και τεχνητής αποκατάστασης των δασών μαύρης πεύκης στον Πάρνωνα, προοπτικές έρευνας και τεκμηρίωσης Πέτρος Κακούρος και Αντώνης Αποστολάκης Ο σχεδιασμός

Διαβάστε περισσότερα

Τηλεπισκόπηση και Γεωγραφικά Συστήματα Πληροφοριών (ΓΣΠ) στη διαχείριση περιβαλλοντικών κινδύνων πλημμύρες

Τηλεπισκόπηση και Γεωγραφικά Συστήματα Πληροφοριών (ΓΣΠ) στη διαχείριση περιβαλλοντικών κινδύνων πλημμύρες Τηλεπισκόπηση και Γεωγραφικά Συστήματα Πληροφοριών (ΓΣΠ) στη διαχείριση περιβαλλοντικών κινδύνων πλημμύρες Από Καθηγητή Ιωάννη Ν. Χατζόπουλο, διευθυντή του Εργαστηρίου Τηλεπισκόπησης & ΣΓΠ του Τμήματος

Διαβάστε περισσότερα

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΔΥΤΙΚΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ ΤΜΗΜΑ ΜΗΧΑΝΙΚΩΝ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ ΥΔΡΟΛΟΓΙΑ 4. ΥΔΡΟΛΟΓΙΚΕΣ ΑΠΩΛΕΙΕΣ ΣΤΟ ΕΔΑΦΟΣ

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΔΥΤΙΚΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ ΤΜΗΜΑ ΜΗΧΑΝΙΚΩΝ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ ΥΔΡΟΛΟΓΙΑ 4. ΥΔΡΟΛΟΓΙΚΕΣ ΑΠΩΛΕΙΕΣ ΣΤΟ ΕΔΑΦΟΣ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΔΥΤΙΚΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ ΤΜΗΜΑ ΜΗΧΑΝΙΚΩΝ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ ΥΔΡΟΛΟΓΙΑ 4. ΥΔΡΟΛΟΓΙΚΕΣ ΑΠΩΛΕΙΕΣ ΣΤΟ ΕΔΑΦΟΣ 4.1 ΓΕΝΙΚΑ Το νερό των κατακρημνισμάτων ακολουθεί διάφορες διαδρομές στην πορεία του προς την

Διαβάστε περισσότερα

Πρόγραμμα LIFE PINDOS/ GREVENA Δράσεις διαχείρισης του Οικότοπου προτεραιότητας 9530* (Δάση μαύρης πεύκης - Pinus nigra) περιοχής Γρεβενών (Β.

Πρόγραμμα LIFE PINDOS/ GREVENA Δράσεις διαχείρισης του Οικότοπου προτεραιότητας 9530* (Δάση μαύρης πεύκης - Pinus nigra) περιοχής Γρεβενών (Β. Πρόγραμμα LIFE PINDOS/ GREVENA Δράσεις διαχείρισης του Οικότοπου προτεραιότητας 9530* (Δάση μαύρης πεύκης - Pinus nigra) περιοχής Γρεβενών (Β. Πίνδος) Τα δάση μαύρης πεύκης: ένα πολύτιμο φυσικό απόθεμα

Διαβάστε περισσότερα

Εφαρμογές Γραμμικού Προγραμματισμού

Εφαρμογές Γραμμικού Προγραμματισμού Εφαρμογές Γραμμικού Προγραμματισμού Δρ. Βασιλική Καζάνα Αναπλ. Καθηγήτρια ΤΕΙ Καβάλας, Τμήμα Δασοπονίας & Διαχείρισης Φυσικού Περιβάλλοντος Δράμας Εργαστήριο Δασικής Διαχειριστικής Τηλ. & Φαξ: 25210 60435

Διαβάστε περισσότερα

Κατανάλωση νερού σε παγκόσμια κλίμακα

Κατανάλωση νερού σε παγκόσμια κλίμακα Κατανάλωση νερού σε παγκόσμια κλίμακα ΠΡΟΕΛΕΥΣΗ - ΜΟΡΦΗ ΕΡΓΟΥ ΚΑΙ ΧΡΗΣΗ ΝΕΡΟΥ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ Προέλευση Μορφή έργων Χρήση Επιφανειακό νερό Φράγματα (ταμιευτήρες) Λιμνοδεξαμενές (ομβροδεξαμενές) Κύρια για

Διαβάστε περισσότερα

ΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΜΕΤΕΩΡΟΛΟΓΙΚΗΣ ΚΑΙ Υ ΡΟΛΟΓΙΚΗΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΑΣ ΣΤΑ ΑΣΙΚΑ ΟΙΚΟΣΥΣΤΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΧΩΡΑΣ

ΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΜΕΤΕΩΡΟΛΟΓΙΚΗΣ ΚΑΙ Υ ΡΟΛΟΓΙΚΗΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΑΣ ΣΤΑ ΑΣΙΚΑ ΟΙΚΟΣΥΣΤΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΧΩΡΑΣ ΙΝΣΤΙΤΟΥΤΟ ΑΣΙΚΩΝ ΕΡΕΥΝΩΝ ΑΘΗΝΩΝ ΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΜΕΤΕΩΡΟΛΟΓΙΚΗΣ ΚΑΙ Υ ΡΟΛΟΓΙΚΗΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΑΣ ΣΤΑ ΑΣΙΚΑ ΟΙΚΟΣΥΣΤΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΧΩΡΑΣ ρ. Κ. ΤΣΑΓΚΑΡΗ ΜΕΤΕΩΡΟΛΟΓΙΚΗ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΑ ΣΤΑ ΑΣΙΚΑ ΟΙΚΟΣΥΣΤΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΧΩΡΑΣ Ο πολυλειτουργικός

Διαβάστε περισσότερα

ΚΛΙΜΑΤΙΚΗ ΤΑΞΙΝΟΝΗΣΗ ΕΛΛΑΔΑΣ

ΚΛΙΜΑΤΙΚΗ ΤΑΞΙΝΟΝΗΣΗ ΕΛΛΑΔΑΣ ΚΛΙΜΑΤΙΚΗ ΤΑΞΙΝΟΝΗΣΗ ΕΛΛΑΔΑΣ ΚΡΙΤΗΡΙΑ ΤΑΞΙΝΟΜΗΣΗΣ Το κλίμα μιας γεωγραφικής περιοχής διαμορφώνεται κατά κύριο λόγο από τους 3 παρακάτω παράγοντες: 1)το γεωγραφικό πλάτος 2)την αναλογία ξηράς/θάλασσας 3)το

Διαβάστε περισσότερα

Ομιλία του καθηγητού Χρήστου Σ. Ζερεφού, ακαδημαϊκού Συντονιστού της ΕΜΕΚΑ

Ομιλία του καθηγητού Χρήστου Σ. Ζερεφού, ακαδημαϊκού Συντονιστού της ΕΜΕΚΑ Ομιλία του καθηγητού Χρήστου Σ. Ζερεφού, ακαδημαϊκού Συντονιστού της ΕΜΕΚΑ Οι επιμέρους μελέτες ανέδειξαν τον πλούτο των φυσικών πόρων που διαθέτει η χώρα μας αλλά και τους κινδύνους που απειλούν το φυσικό

Διαβάστε περισσότερα

Η Πάρνηθα κάποτε... hol.gr -

Η Πάρνηθα κάποτε... hol.gr - Η Πάρνηθα κάποτε... Λ. Θρακομακεδόνων 131, 136 72 Αχαρνές Τηλ.. 210 2435333-210 2445226, Fax: : 210 2445226 e-mail: parnitha@hol.gr 28.06.2007 Λ. Θρακομακεδόνων 131, 136 72 Αχαρνές Τηλ.. 210 2435333-210

Διαβάστε περισσότερα

Οι επιδράσεις της κλιματικής αλλαγής στα ξηροθερμοόρια δασικών ειδών: Η Δασική πεύκη Πιερίων

Οι επιδράσεις της κλιματικής αλλαγής στα ξηροθερμοόρια δασικών ειδών: Η Δασική πεύκη Πιερίων Οι επιδράσεις της κλιματικής αλλαγής στα ξηροθερμοόρια δασικών ειδών: Η Δασική πεύκη Πιερίων Χ. Περλέρου, Γ. Σπύρογλου, Δ. Αβτζής και Σ. Διαμαντής ΕΛΓΟ-Ινστιτούτο Δασικών Ερευνών Σεμινάριο κατάρτησης δασολόγων,

Διαβάστε περισσότερα

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΔΥΤΙΚΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ ΤΜΗΜΑ ΜΗΧΑΝΙΚΩΝ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ ΥΔΡΟΛΟΓΙΑ 5. ΑΠΟΡΡΟΗ

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΔΥΤΙΚΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ ΤΜΗΜΑ ΜΗΧΑΝΙΚΩΝ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ ΥΔΡΟΛΟΓΙΑ 5. ΑΠΟΡΡΟΗ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΔΥΤΙΚΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ ΤΜΗΜΑ ΜΗΧΑΝΙΚΩΝ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ ΥΔΡΟΛΟΓΙΑ 5. ΑΠΟΡΡΟΗ 5.1 ΓΕΝΙΚΑ Από το νερό που φθάνει στην επιφάνεια της γης ως κατακρήμνισμα: - Ένα μέρος συγκρατείται από το φύλλωμα των

Διαβάστε περισσότερα

Αποτίμηση των επιπτώσεων της πυρκαγιάς στα δάση μαύρης πεύκης στον Πάρνωνα Η προσέγγιση για την αποκατάστασή τους

Αποτίμηση των επιπτώσεων της πυρκαγιάς στα δάση μαύρης πεύκης στον Πάρνωνα Η προσέγγιση για την αποκατάστασή τους LIFE07 NAT/GR/000286 PINUS Αποκατάσταση των δασών Pinus nigra στον Πάρνωνα (GR2520006) μέσω μιας δομημένης προσέγγισης Αποτίμηση των επιπτώσεων της πυρκαγιάς στα δάση μαύρης πεύκης στον Πάρνωνα Η προσέγγιση

Διαβάστε περισσότερα

ΧΕΙΜΑΡΡΩΔΗ ΡΕΥΜΑΤΑ ΜΕΡΟΣ Β. ΥΠΕΥΘΥΝΟΣ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ Δρ. Γ. ΖΑΙΜΗΣ

ΧΕΙΜΑΡΡΩΔΗ ΡΕΥΜΑΤΑ ΜΕΡΟΣ Β. ΥΠΕΥΘΥΝΟΣ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ Δρ. Γ. ΖΑΙΜΗΣ ΧΕΙΜΑΡΡΩΔΗ ΡΕΥΜΑΤΑ ΜΕΡΟΣ Β ΥΠΕΥΘΥΝΟΣ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ Δρ. Γ. ΖΑΙΜΗΣ Για το σχηματισμό της χειμαρρικής δράσης ενεργούν οι εξής παράγοντες: Άμεσοι Παράγοντες Το κλίμα Το γεωλογικό υπόθεμα Η ανάγλυφη όψη Η βλάστηση

Διαβάστε περισσότερα

Τηλεπισκόπηση - Φωτοερμηνεία

Τηλεπισκόπηση - Φωτοερμηνεία ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ Τηλεπισκόπηση - Φωτοερμηνεία Ενότητα 3: Φωτοερμηνεία. Κωνσταντίνος Περάκης Ιωάννης Φαρασλής Τμήμα Μηχανικών Χωροταξίας, Πολεοδομίας και Περιφερειακής Ανάπτυξης Άδειες Χρήσης Το παρόν

Διαβάστε περισσότερα

Σύγχρονες μέθοδοι διαχείρισης

Σύγχρονες μέθοδοι διαχείρισης Σύγχρονες μέθοδοι διαχείρισης Δρ. Βασιλική Καζάνα Αναπλ. Καθηγήτρια ΤΕΙ Καβάλας, Τμήμα Δασοπονίας & Διαχείρισης Φυσικού Περιβάλλοντος Δράμας Εργαστήριο Δασικής Διαχειριστικής Τηλ. & Φαξ: 25210 60435 E-mail:

Διαβάστε περισσότερα

Παρουσίαση των. Προγραμμάτων Περιβαλλοντικής Εκπαίδευσης. που λειτουργούν στον. Βοτανικό Κήπο. «Ιουλίας & Αλεξάνδρου Ν. Διομήδους»

Παρουσίαση των. Προγραμμάτων Περιβαλλοντικής Εκπαίδευσης. που λειτουργούν στον. Βοτανικό Κήπο. «Ιουλίας & Αλεξάνδρου Ν. Διομήδους» Παρουσίαση των Προγραμμάτων Περιβαλλοντικής Εκπαίδευσης που λειτουργούν στον Βοτανικό Κήπο «Ιουλίας & Αλεξάνδρου Ν. Διομήδους» Πρόγραμμα 1 ο Βλάβες και Αποκατάσταση Φυσικού περιβάλλοντος Στόχοι του προγράμματος:

Διαβάστε περισσότερα

Για να περιγράψουμε την ατμοσφαιρική κατάσταση, χρησιμοποιούμε τις έννοιες: ΚΑΙΡΟΣ. και ΚΛΙΜΑ

Για να περιγράψουμε την ατμοσφαιρική κατάσταση, χρησιμοποιούμε τις έννοιες: ΚΑΙΡΟΣ. και ΚΛΙΜΑ Το κλίμα της Ευρώπης Το κλίμα της Ευρώπης Για να περιγράψουμε την ατμοσφαιρική κατάσταση, χρησιμοποιούμε τις έννοιες: ΚΑΙΡΟΣ και ΚΛΙΜΑ Καιρός: Οι ατμοσφαιρικές συνθήκες που επικρατούν σε μια περιοχή, σε

Διαβάστε περισσότερα

ΑΤΜΟΣΦΑΙΡΙΚΑ ΑΠΟΒΛΗΜΑΤΑ

ΑΤΜΟΣΦΑΙΡΙΚΑ ΑΠΟΒΛΗΜΑΤΑ 8.ΥΔΑΤΩΔΗ ΑΤΜΟΣΦΑΙΡΙΚΑ ΑΠΟΒΛΗΜΑΤΑ ΤΕΙ Καβάλας, Τμήμα Δασοπονίας και Διαχείρισης Φυσικού Περιβάλλοντος Μάθημα: Μετεωρολογία-Κλιματολογία. Υπεύθυνη : Δρ Μάρθα Λαζαρίδου Αθανασιάδου 1 ΥΔΑΤΩΔΗ ΑΤΜΟΣΦΑΙΡΙΚΑ

Διαβάστε περισσότερα

Το αγροδασικό μέτρο στα πλαίσια της νέας ΚΑΠ και οι προοπτικές εφαρμογής του στην Ελλάδα

Το αγροδασικό μέτρο στα πλαίσια της νέας ΚΑΠ και οι προοπτικές εφαρμογής του στην Ελλάδα ΗΜΕΡΙΔΑ ΕΛΓΟ ΔΗΜΗΤΡΑ, ΓΕΩΤΕΕ ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΑΝΑΤΟΛΙΚΗΣ ΣΤΕΡΕΑΣ ΕΛΛΑΔΑΣ, ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΑΓΡΟΔΑΣΙΚΟ ΔΙΚΤΥΟ Η Αγροδασοπονία στα Πλαίσια της Νέας ΚΑΠ 2014 2020 Αθήνα, 26 Φεβρουαρίου 2014 Το αγροδασικό μέτρο στα πλαίσια

Διαβάστε περισσότερα

Μπορεί η διαχείριση των εδαφικών πόρων να συμβάλλει στη μείωση των αερίων του θερμοκηπίου;

Μπορεί η διαχείριση των εδαφικών πόρων να συμβάλλει στη μείωση των αερίων του θερμοκηπίου; Μπορεί η διαχείριση των εδαφικών πόρων να συμβάλλει στη μείωση των αερίων του θερμοκηπίου; Δημ. Αλιφραγκής Καθηγητής Εργαστήριο Δασικής Εδαφολογίας ΑΠΘ Αύξηση του ρυθμού δέσμευσης του διοξειδίου του άνθρακα

Διαβάστε περισσότερα

Γιατί μας ενδιαφέρει; Αντιπλημμυρική προστασία. Παροχή νερού ύδρευση άρδευση

Γιατί μας ενδιαφέρει; Αντιπλημμυρική προστασία. Παροχή νερού ύδρευση άρδευση Ζαΐμης Γεώργιος Γιατί μας ενδιαφέρει; Αντιπλημμυρική προστασία Παροχή νερού ύδρευση άρδευση Πλημμύρες Ζημίες σε αγαθά Απώλειες ανθρώπινης ζωής Αρχικά εμπειρικοί μέθοδοι Μοναδιαίο υδρογράφημα Συνθετικά

Διαβάστε περισσότερα

ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΕΣ ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ ΑΠΟ ΜΕΤΑΛΛΕΥΤΙΚΕΣ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΕΣ

ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΕΣ ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ ΑΠΟ ΜΕΤΑΛΛΕΥΤΙΚΕΣ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΕΣ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΕΣ ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ ΑΠΟ ΜΕΤΑΛΛΕΥΤΙΚΕΣ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΕΣ Θ. Δ. Ζάγκα Καθηγητή ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ Σχολή Δασολογίας και Φυσικού Περιβάλλοντος Τομέας Δασικής Παραγωγής-Προστασίας Δασών-

Διαβάστε περισσότερα

Η υγρασία του εδάφους επηρεάζει τους οικολογικούς παράγοντες:

Η υγρασία του εδάφους επηρεάζει τους οικολογικούς παράγοντες: Η υγρασία του εδάφους επηρεάζει τους οικολογικούς παράγοντες: Θερμοκρασία αερισμό, δραστηριότητα των μικροοργανισμών, πρόσληψη των θρεπτικών στοιχείων συγκέντρωση των τοξικών ουσιών. Η έλλειψη υγρασίας

Διαβάστε περισσότερα

Συντελεστές Χιονοσυγκράτησης

Συντελεστές Χιονοσυγκράτησης Συντελεστές Χιονοσυγκράτησης 1. Παγωμένη λίμνη και Κοίτες φυσικών ρευμάτων Παγωμένη λίμνη 0.5 και Κοίτες φυσικών ρευμάτων 3.0 2. Γυμνό έδαφος 1.0 και Γεωργικές περιοχές 0.9 Γυμνό έδαφος 1.0 και Γεωργικές

Διαβάστε περισσότερα

ΕΡΓΑΣΙΑ ΤΟ ΔΑΣΟΣ ΤΑΞΗ ΣΤ ΟΜΑΔΑ PC1 ΜΑΡΙΑΝΝΑ & ΜΑΡΙΝΑ

ΕΡΓΑΣΙΑ ΤΟ ΔΑΣΟΣ ΤΑΞΗ ΣΤ ΟΜΑΔΑ PC1 ΜΑΡΙΑΝΝΑ & ΜΑΡΙΝΑ ΤΟ ΔΑΣΟΣ User 1 2014 ΕΡΓΑΣΙΑ ΤΟ ΔΑΣΟΣ ΤΑΞΗ ΣΤ ΟΜΑΔΑ PC1 ΜΑΡΙΑΝΝΑ & ΜΑΡΙΝΑ Ελληνικά δάση Ζώνες βλάστησης της Ελλάδας Η Ελλάδα γενικά είναι χώρα ορεινή και θα έπρεπε να έχει μεγάλες δασικές εκτάσεις όμως

Διαβάστε περισσότερα

Η ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΤΟΥ ΚΗΠΕΥΤΟΥ ΔΑΣΟΥΣ Κηπευτό δάσος, ορισμός: Έκταση δάσους όπου απαντώνται όλες οι κλάσεις διαμέτρου και όλες οι ηλικίες.

Η ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΤΟΥ ΚΗΠΕΥΤΟΥ ΔΑΣΟΥΣ Κηπευτό δάσος, ορισμός: Έκταση δάσους όπου απαντώνται όλες οι κλάσεις διαμέτρου και όλες οι ηλικίες. Η ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΤΟΥ ΚΗΠΕΥΤΟΥ ΔΑΣΟΥΣ Κηπευτό δάσος, ορισμός: δάσους όπου απαντώνται όλες οι κλάσεις διαμέτρου και όλες οι ηλικίες. Σε αντίθεση με το ομήλικο δάσος, στο κηπευτό βρίσκονται επίλεκτα άτομα σε

Διαβάστε περισσότερα

LIFE07 NAT/GR/ PINUS Αποκατάσταση των δασών Pinus nigra στον Πάρνωνα (GR ) μέσω μιας δομημένης προσέγγισης.

LIFE07 NAT/GR/ PINUS Αποκατάσταση των δασών Pinus nigra στον Πάρνωνα (GR ) μέσω μιας δομημένης προσέγγισης. LIFE07 NAT/GR/000286 PINUS Αποκατάσταση των δασών Pinus nigra στον Πάρνωνα (GR2520006) μέσω μιας δομημένης προσέγγισης www.parnonaslife.gr Δρ. Πέτρος Κακούρος petros@ekby.gr Εταίροι και προϋπολογισμός

Διαβάστε περισσότερα

ΣΗΨΙΡΡΙΖΙΕΣ ΑΣΙΚΩΝ ΕΝΤΡΩΝ ΑΠΟ ΜΥΚΗΤΕΣ ΤΟΥ ΓΕΝΟΥΣ ARMILLARIA

ΣΗΨΙΡΡΙΖΙΕΣ ΑΣΙΚΩΝ ΕΝΤΡΩΝ ΑΠΟ ΜΥΚΗΤΕΣ ΤΟΥ ΓΕΝΟΥΣ ARMILLARIA ΣΗΨΙΡΡΙΖΙΕΣ ΑΣΙΚΩΝ ΕΝΤΡΩΝ ΑΠΟ ΜΥΚΗΤΕΣ ΤΟΥ ΓΕΝΟΥΣ ARMILLARIA Εικ.1. Ελάτη προσβεβληµένη από το µύκητα Armillaria mellea. ιακρίνονται οι λευκές µυκηλιακές πλάκες στη βάση του κορµού. Μαίναλο. Εικ.2. Μυκηλιακές

Διαβάστε περισσότερα

Τελική Συνάντηση 18 εκεµβρίου 2014, Αθήνα

Τελική Συνάντηση 18 εκεµβρίου 2014, Αθήνα Προσαρµογήτης ιαχείρισηςτων ασώνστηνκλιµατικήαλλαγήστηνελλάδα: ασαρχείο Σπάρτης Οµάδαέργου: ΖάκκαςΓεώργιος ασολόγος, ΣηµάδηΠαναγιώτα ασολόγος, Βουλουµάνος Παναγιώτης ασοπόνος, Βουραντώνης Σαράντος ασολόγος

Διαβάστε περισσότερα

Μετεωρολογία Κλιματολογία (ΘΕΩΡΙΑ):

Μετεωρολογία Κλιματολογία (ΘΕΩΡΙΑ): Μετεωρολογία Κλιματολογία (ΘΕΩΡΙΑ): Μιχάλης Βραχνάκης Αναπληρωτής Καθηγητής ΤΕΙ Θεσσαλίας ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ 6 ΟΥ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1. Η ΓΗ ΚΑΙ Η ΑΤΜΟΣΦΑΙΡΑ ΤΗΣ ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2. ΗΛΙΑΚΗ ΑΚΤΙΝΟΒΟΛΙΑ ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3. ΘΕΡΜΟΚΡΑΣΙΑ

Διαβάστε περισσότερα

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ ΕΠΟΧΙΚΟΥ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ ΔΑΣΙΚΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ Α Εκπαιδευτική Περίοδος, 60 διδακτικές ώρες. Ώρες ΘΕΜΑ Εισηγητής

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ ΕΠΟΧΙΚΟΥ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ ΔΑΣΙΚΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ Α Εκπαιδευτική Περίοδος, 60 διδακτικές ώρες. Ώρες ΘΕΜΑ Εισηγητής 1η Ημέρα ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ ΕΠΟΧΙΚΟΥ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ ΔΑΣΙΚΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ Α Εκπαιδευτική Περίοδος, 60 διδακτικές ώρες ΘΕΜΑΤΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ: Γενικά περί Δασών και Δασικού Περιβάλλοντος Το Δάσος σαν βιοκοινότητα,

Διαβάστε περισσότερα

Τυπικό έδαφος (πηλώδες) μισοί πόροι αέρα άλλοι μισοί νερό. Νερό επηρεάζει χημική και φυσική συμπεριφορά Μέσο διάλυσης και μεταφοράς θρεπτικών

Τυπικό έδαφος (πηλώδες) μισοί πόροι αέρα άλλοι μισοί νερό. Νερό επηρεάζει χημική και φυσική συμπεριφορά Μέσο διάλυσης και μεταφοράς θρεπτικών Δρ. Γεώργιος Ζαΐμης Τυπικό έδαφος (πηλώδες) μισοί πόροι αέρα άλλοι μισοί νερό. Νερό επηρεάζει χημική και φυσική συμπεριφορά Μέσο διάλυσης και μεταφοράς θρεπτικών συστατικών Απαραίτητο φωτοσύνθεση και διαπνοή

Διαβάστε περισσότερα

"ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΩΝ ΑΓΑΘΩΝ, ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΚΑΙ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΩΝ ΤΩΝ ΦΡΥΓΑΝΙΚΩΝ ΟΙΚΟΣΥΣΤΗΜΑΤΩΝ"

ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΩΝ ΑΓΑΘΩΝ, ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΚΑΙ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΩΝ ΤΩΝ ΦΡΥΓΑΝΙΚΩΝ ΟΙΚΟΣΥΣΤΗΜΑΤΩΝ "ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΩΝ ΑΓΑΘΩΝ, ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΚΑΙ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΩΝ ΤΩΝ ΦΡΥΓΑΝΙΚΩΝ ΟΙΚΟΣΥΣΤΗΜΑΤΩΝ" Δρ. Νικόλαος Α. Θεοδωρίδης ΓΕΝΙΚΟΣ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ ΔΑΣΩΝ & ΑΓΡΟΤΙΚΩΝ ΥΠΟΘΕΣΕΩΝ ΑΠΟΚΕΝΤΡΩΜΕΝΗΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ

Διαβάστε περισσότερα

LIFE07 NAT/GR/ PINUS Οι δράσεις αποκατάστασης του καμένου δάσους μαύρης πεύκης στον Πάρνωνα.

LIFE07 NAT/GR/ PINUS Οι δράσεις αποκατάστασης του καμένου δάσους μαύρης πεύκης στον Πάρνωνα. LIFE07 NAT/GR/000286 PINUS Οι δράσεις αποκατάστασης του καμένου δάσους μαύρης πεύκης στον Πάρνωνα www.parnonaslife.gr Δρ. Πέτρος Κακούρος petros@ekby.gr Η πυρκαγιά Η θέση της πυρκαγιάς στην ευρύτερη περιοχή

Διαβάστε περισσότερα

ΔΙΑΚΡΙΣΗ ΦΕΡΤΩΝ ΥΛΙΚΩΝ ΣΤΟ ΧΩΡΟ ΤΩΝ ΧΕΙΜΑΡΡΩΔΩΝ ΡΕΜΜΑΤΩΝ ΜΕΡΟΣ Α. ΥΠΕΥΘΥΝΟΣ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ Δρ. Γ. ΖΑΙΜΗΣ

ΔΙΑΚΡΙΣΗ ΦΕΡΤΩΝ ΥΛΙΚΩΝ ΣΤΟ ΧΩΡΟ ΤΩΝ ΧΕΙΜΑΡΡΩΔΩΝ ΡΕΜΜΑΤΩΝ ΜΕΡΟΣ Α. ΥΠΕΥΘΥΝΟΣ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ Δρ. Γ. ΖΑΙΜΗΣ ΔΙΑΚΡΙΣΗ ΦΕΡΤΩΝ ΥΛΙΚΩΝ ΣΤΟ ΧΩΡΟ ΤΩΝ ΧΕΙΜΑΡΡΩΔΩΝ ΡΕΜΜΑΤΩΝ ΜΕΡΟΣ Α ΥΠΕΥΘΥΝΟΣ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ Δρ. Γ. ΖΑΙΜΗΣ Παραγωγή Διάφορα χειμαρρικά φαινόμενα Κυρίως χώρο λεκάνης απορροής Κλίμα επιδρά στο γεωλογικό, συνάρτηση

Διαβάστε περισσότερα

Αποκατάσταση καμένων περιοχών

Αποκατάσταση καμένων περιοχών Αποκατάσταση καμένων περιοχών Δρ Γεώργιος Λυριντζής, Διατελέσας Τακτικός Ερευνητής του ΕΘΙΑΓΕ Δρ Γεώργιος Μπαλούτσος, Διατελέσας Τακτικός Ερευνητής του ΕΘΙΑΓΕ Δρ Γεώργιος Καρέτσος, Εντεταλμένος Ερευνητής,

Διαβάστε περισσότερα

-1- Π = η απόλυτη παράλλαξη του σημείου με το γνωστό υψόμετρο σε χιλ.

-1- Π = η απόλυτη παράλλαξη του σημείου με το γνωστό υψόμετρο σε χιλ. -1- ΜΕΤΡΗΣΗ ΥΨΟΜΕΤΡΩΝ ΣΗΜΕΙΩΝ ΤΟΥ ΑΝΑΓΛΥΦΟΥ. Η γνώση των υψομέτρων διαφόρων σημείων μιας περιοχής είναι πολλές φορές αναγκαία για ένα δασοπόνο. Η χρησιμοποίηση φωτογραμμετρικών μεθόδων με τη βοήθεια αεροφωτογραφιών

Διαβάστε περισσότερα

ΕΡΓΑ ΕΛΕΓΧΟΥ ΟΡΕΙΝΩΝ ΥΔΑΤΩΝ. Υπεύθυνος Μαθήματος Δρ. Γ. Ζαΐμης

ΕΡΓΑ ΕΛΕΓΧΟΥ ΟΡΕΙΝΩΝ ΥΔΑΤΩΝ. Υπεύθυνος Μαθήματος Δρ. Γ. Ζαΐμης ΕΡΓΑ ΕΛΕΓΧΟΥ ΟΡΕΙΝΩΝ ΥΔΑΤΩΝ Υπεύθυνος Μαθήματος Δρ. Γ. Ζαΐμης ΕΡΓΑ ΕΛΕΓΧΟΥ ΟΡΕΙΝΩΝ ΥΔΑΤΩΝ Υπεύθυνος Μαθήματος Δρ. Γ. Ζαΐμης ΚEΦΑΛΑΙΟ 3 Ο Αγροτεχνικά Έργα Αγροτεχνικά Έργα Δεν χρησιμοποιούν ζωντανό υλικό

Διαβάστε περισσότερα

Αειφόρος διαχείριση δασών ως κρίσιμος παράγοντας του εγχώριου κλάδου αξιοποίησης βιομάζας

Αειφόρος διαχείριση δασών ως κρίσιμος παράγοντας του εγχώριου κλάδου αξιοποίησης βιομάζας Αειφόρος διαχείριση δασών ως κρίσιμος παράγοντας του εγχώριου κλάδου αξιοποίησης βιομάζας Ιωάννης Ελευθεριάδης, ΚΑΠΕ 08 Απριλίου 2016 Metropolitan Expo Ξυλώδης βιομάζα και τάσεις 70% της παραγωγής ενέργειας

Διαβάστε περισσότερα

ΕΚΤΙΜΗΣΗ ΠΛΗΜΜΥΡΙΚΩΝ ΠΑΡΟΧΩΝ ΥΔΑΤΟΡΡΕΥΜΑΤΟΣ ΣΤΗΝ ΠΕΡΙΟΧΗ ΤΕΜΠΩΝ ΛΑΡΙΣΑΣ

ΕΚΤΙΜΗΣΗ ΠΛΗΜΜΥΡΙΚΩΝ ΠΑΡΟΧΩΝ ΥΔΑΤΟΡΡΕΥΜΑΤΟΣ ΣΤΗΝ ΠΕΡΙΟΧΗ ΤΕΜΠΩΝ ΛΑΡΙΣΑΣ Τεχνολογικό Εκπαιδευτικό Ίδρυμα Θεσσαλίας Τμήμα Πολιτικών Μηχανικών Τ.Ε. Λάρισας Π.Μ.Σ. «Σύγχρονες Τεχνολογίες Έργων Διαχείρισης Περιβάλλοντος» ΕΚΤΙΜΗΣΗ ΠΛΗΜΜΥΡΙΚΩΝ ΠΑΡΟΧΩΝ ΥΔΑΤΟΡΡΕΥΜΑΤΟΣ ΣΤΗΝ ΠΕΡΙΟΧΗ

Διαβάστε περισσότερα

Μεταπυρική Διαχείριση Δασών Ψυχρόβιων Κωνοφόρων

Μεταπυρική Διαχείριση Δασών Ψυχρόβιων Κωνοφόρων Μεταπυρική Διαχείριση Δασών Ψυχρόβιων Κωνοφόρων Μ. Αριανούτσου, Δρ. Καζάνης Δημήτρης Τομέας Οικολογίας - Ταξινομικής Τομέας Οικολογίας -Τμήμα Βιολογίας Τμήμα Βιολογίας Πανεπιστημίου Αθηνών Πανεπιστήμιο

Διαβάστε περισσότερα

Διαχείριση και Προστασία των Κυπριακών Δασών

Διαχείριση και Προστασία των Κυπριακών Δασών Δάση Τα κυπριακά δάση είναι σχεδόν στο σύνολο τους φυσικά και συντίθενται κυρίως από κωνοφόρα δέντρα και πλατύφυλλους θάμνους. Κυρίαρχο είδος αποτελούν τα πεύκα και ιδιαίτερα η τραχεία πεύκη (Pinus brutia)

Διαβάστε περισσότερα

Τα Ελληνικά δάση και η Κλιματική Αλλαγή

Τα Ελληνικά δάση και η Κλιματική Αλλαγή Τα Ελληνικά δάση και η Κλιματική Αλλαγή Ως κλιματική αλλαγή αναφέρεται η υπερθέρμανση του πλανήτη που προκαλείται από την άνοδο του ποσού των αερίων του θερμοκηπίου στην ατμόσφαιρα. Το διοξείδιο του άνθρακα

Διαβάστε περισσότερα

ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΚΑΙ ΑΝΑΔΕΙΞΗ ΜΝΗΜΕΙΑΚΟΥ ΠΛΑΤΑΝΟΥ ΛΕΟΝΤΙΤΟΥ ΔΗΜΟΥ ΑΡΓΙΘΕΑΣ, Ν. ΚΑΡΔΙΤΣΑΣ

ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΚΑΙ ΑΝΑΔΕΙΞΗ ΜΝΗΜΕΙΑΚΟΥ ΠΛΑΤΑΝΟΥ ΛΕΟΝΤΙΤΟΥ ΔΗΜΟΥ ΑΡΓΙΘΕΑΣ, Ν. ΚΑΡΔΙΤΣΑΣ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΤΜΗΜΑ ΔΑΣΟΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ ΦΥΣΙΚΟΥ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ ΔΑΣΟΚΟΜΙΑΣ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΚΑΙ ΑΝΑΔΕΙΞΗ ΜΝΗΜΕΙΑΚΟΥ ΠΛΑΤΑΝΟΥ ΛΕΟΝΤΙΤΟΥ ΔΗΜΟΥ ΑΡΓΙΘΕΑΣ, Ν. ΚΑΡΔΙΤΣΑΣ Συντάκτης: Θεοχάρης

Διαβάστε περισσότερα

Συντήρηση φυτικού και ζωικού βασιλείου. Σύνολα ομοειδών αντικειμένων παρουσιάζουν κοινές ιδιότητες

Συντήρηση φυτικού και ζωικού βασιλείου. Σύνολα ομοειδών αντικειμένων παρουσιάζουν κοινές ιδιότητες Δρ. Γεώργιος Ζαΐμης Μεγάλη ποικιλία εδαφών Συντήρηση φυτικού και ζωικού βασιλείου Οδήγησε ταξινόμηση εδαφών Σύνολα ομοειδών αντικειμένων παρουσιάζουν κοινές ιδιότητες Ταξινόμηση πληροφορίες Ιδιότητες

Διαβάστε περισσότερα

Τεχνική Υδρολογία - Αντιπλημμυρικά Έργα

Τεχνική Υδρολογία - Αντιπλημμυρικά Έργα ΤΕΙ-Αθήνας Τμήμα Πολιτικών Μηχανικών ΤΕ & Μηχανικών Τοπογραφίας και Γεωπληροφορικής ΤΕ Τεχνική Υδρολογία - Αντιπλημμυρικά Έργα Διδάσκων: Ιωάννης Συμπέθερος Καθηγητής Εαρινό Εξάμηνο Σχ. Έτους 2013-14 ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Διαβάστε περισσότερα

Μέθοδος κλάσεων ηλικίας και κατά συστάδα σχεδιασμό

Μέθοδος κλάσεων ηλικίας και κατά συστάδα σχεδιασμό Μέθοδος κλάσεων ηλικίας και κατά συστάδα σχεδιασμό Δρ. Βασιλική Καζάνα Αναπλ. Καθηγήτρια ΤΕΙ Καβάλας, Τμήμα Δασοπονίας & Διαχείρισης Φυσικού Περιβάλλοντος Δράμας Εργαστήριο Δασικής Διαχειριστικής Τηλ.

Διαβάστε περισσότερα

Δημιουργία εποπτικού χάρτη διαχείρισης δασών

Δημιουργία εποπτικού χάρτη διαχείρισης δασών Δημιουργία εποπτικού χάρτη διαχείρισης δασών με την χρήση ΓΠΣ Νικόλαος Mέντης 1 - Γιάννης Μελιάδης 2 1 Δασάρχης Δασαρχείου Αριδαίας Ν. Πέλλας 2 Ερευνητής Δασολόγος Ινστιτούτο Δασικών Ερευνών Εισαγωγή Το

Διαβάστε περισσότερα

Ανακοίνωση για υπηρεσίες οικοφυσιολόγου

Ανακοίνωση για υπηρεσίες οικοφυσιολόγου Ανακοίνωση για υπηρεσίες οικοφυσιολόγου Στο πλαίσιο του έργου «Προσαρμογή της διαχείρισης των δασών στην κλιματική αλλαγή στην Ελλάδα» το οποίο χρηματοδοτείται από το πρόγραμμα LIFE Περιβαλλοντική Πολιτική

Διαβάστε περισσότερα

Διαχείριση Υδατικών Πόρων

Διαχείριση Υδατικών Πόρων ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΑΝΟΙΚΤΑ ΑΚΑΔΗΜΑΪΚΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ Ενότητα 4 : Υδρολογικός κύκλος Ευαγγελίδης Χρήστος Τμήμα Αγρονόμων & Τοπογράφων Μηχανικών Άδειες Χρήσης Το παρόν εκπαιδευτικό υλικό υπόκειται

Διαβάστε περισσότερα

Η παλυνολογία εξετάζει την παλαιοβλάστηση τα παλαιο-περιβάλλοντα το παλαιο-κλίμα Την επίδραση του ανθρώπου (π.χ. γεωργία)

Η παλυνολογία εξετάζει την παλαιοβλάστηση τα παλαιο-περιβάλλοντα το παλαιο-κλίμα Την επίδραση του ανθρώπου (π.χ. γεωργία) ΠΑΛΥΝΟΛΟΓΙΑ Παλυνολογία είναι η μελέτη των κόκκων γύρεως (pollen) και των σπορίων (spores) Περιλαμβάνει και: βρυόφυτα (bryophytes), φύκη (phycophyta, algae) και μύκητες (mycophyta, fungi) Η παλυνολογία

Διαβάστε περισσότερα