Η συμπεριφορά μας αποτελεί ίσως τον πλέον σημαντικό παράγοντα ο οποίος επηρεάζει καθορίζει την επικοινωνία μας τις σχέσεις μας με τους άλλους ανθρώπους. Οι καθημερινές μας απογοητεύσεις ματαιώσεις, αλλά επιβραβεύσεις αναγνωρίσεις, προέρχονται περισσότερο από τις συμπεριφορές των άλλων τη δική μας αντίδραση σε αυτές λιγότερο από το περιβάλλον. Είναι δηλαδή μια διάδραση, μια δυναμική μεταξύ αλληλοπροβαλλόμενων συμπεριφορών, με στόχο την κατανόηση του άλλου την έκφραση του εαυτού. Πώς ορίζεται όμως η συμπεριφορά; Ένας χρηστικός ορισμός που θα αποσκοπούσε στο να αντιληφθούμε τη συμπεριφορά ως εργαλείο για την αποτελεσματική επικοινωνία μας με τους άλλους, είναι η εξής: Συμπεριφορά είναι ο τρόπος που χρησιμοποιούμε για να επικοινωνούμε, είναι δηλαδή ό,τι κάνουμε ό,τι λέμε. Βέβαια στο να κατανοήσουμε τόσο τη δική μας συμπεριφορά όσο τη συμπεριφορά των ανθρώπων γύρω μας, ο παραπάνω ορισμός θα μας φανεί ελλιπής. Πολλές φορές, όταν μιλάμε με κάποιον αναρωτιόμαστε «Γιατί το είπε αυτό;» ή «Γιατί το έκανε αυτό», ακόμη «Τι ενοούσε, λέγοντας ότι...». Για να δώσουμε απαντήσεις σε αυτά τα ερωτήματα, θα έπρεπε να υπολογίζουμε να αξιολογούμε κάποιους παράγοντες που χαρακτηρίζουν τη συμπεριφορά, που μέχρι τώρα ίσως μας διέφευγαν. Οι παράγοντες αυτοί εκφράζονται καλύτερα με τη μορφή υποθέσεων, όταν καλούμαστε να ερμηνεύσουμε/κατανοήσουμε τη συμπεριφορά ενός τρίτου ή ακόμα τη δική μας συμπεριφορά. Με αυτό τον τρόπο πρέπει να έχουμε κατά νου την λειτουργικότητα της συμπεριφοράς. Αυτό σημαίνει ότι η συμπεριφορά είναι νομοτελής σκόπιμη, υπό την έννοια ότι 1 / 8
παρέχει τα μέσα με τα οποία ένας άνθρωπος μπορεί να προσαρμοστεί σε παρελθούσες, σύγχρονες κα μελλοντικές περιβαλλοντικές συνθήκες (Delparto & Midgley, 1992). Ακόμη, η συμπεριφορά επηρεάζεται συνεχώς τόσο από παράγοντες που σχετίζονται με συνθήκες του περιβάλλοντος όσο από ατομικούς παράγοντες, υπάρχει δηλαδή ένα γενικό πλαίσιο αναφοράς της εκάστοτε συμπεριφοράς, καθώς επίσης όταν, ή αν, τροποποιηθούν οι παράγοντες αυτοί μπορούν να προκαλέσουν σημαντική αλλαγή σχεδόν σε κάθε συμπεριφορά μας ( ευπλ αστότητα συμπεριφοράς ). Αυτονόητο είναι το γεγονός ότι οι εκλυτικοί ή ελεγκτικοί παράγοντες μιας συμπεριφοράς μπορεί να έχουν πολλές διαστάσεις, να μεταβάλλονται μέσα στον χρόνο, να έχουν αμφίδρομη σχέση με την συμπεριφορά, χωρίς βέβαια πάντα να απεικονίζονται με απόλυτα γραμμικό τρόπο. Σε αυτό το σημείο καλό θα ήταν να αναφέρουμε ότι η συμπεριφορά διακρίνεται σε λεκτική μη λεκτική. Η λεκτική αναφέρεται στο μήνυμα αυτό καθαυτό, ενώ η μη λεκτική αναφέρεται στο σύνολο των εκφράσεων του προσώπου, των χειρονομιών των στάσεων του σώματος, της χροιάς της φωνής, της προσωπικής εμφάνισης, της φυσικής επαφής καθώς της χρήσης του χώρου του χρόνου. Παρόλο που η μη λεκτική συμπεριφορά είναι κατά βάση ενδεικτική όχι αποδεικτική του πώς νιώθουν οι άλλοι, τη θεωρούμε πιο αξιόπιστη από τον προφορικό λόγο (Γιαννουλέας, 2001). Για παράδειγμα, η κοπέλα λέει στο αγόρι της που άργησε στο ραντεβού τους «Δεν με πειράζει που άργησες μισή ώρα», αλλά τα σφιγμένα χείλη οι κλειστές γροθιές το κόκκινο πρόσωπό της προδίδουν το θυμό της. Οι περισσότεροι από εμάς αγνοούμε ή δεν εκτιμάμε όσο θα έπρεπε την επίδραση που έχει η συμπεριφορά μας στις σχέσεις μας με τους ανθρώπους στο οικογενειακό, το κοινωνικό το εργασιακό μας περιβάλλον. Πιστεύουμε ότι ως ενήλικες έχουμε πλέον κατακτήσει τους τρόπους επικοινωνίας, τις συμπεριφορές, αποφεύγουμε να πειραματιζόμαστε να μαθαίνουμε νέους τρόπους νέες τεχνικές. Έτσι, σχεδόν αναπόφευκτα, τις περισσότερες φορές που αντιμετωπίζουμε δυσκολίες στις σχέσεις μας με τους άλλους, επιρρίπτουμε σε αυτούς τις ευθύνες, ενώ συχνότερα αντιδρούμε αυτόματα χωρίς να επιλέγουμε την πιο κατάλληλη συμπεριφορά. Για να το διαπιστώσουμε αυτό αρκεί να αναρωτηθούμε πόσες φορές έχουμε ακούσει κάποιον να λέει (ή ακόμα τον ίδιο μας τον εαυτό) «Είμαι πολύ μεγάλος για να αλλάξω τρόπους» ή «Να με δέχεσαι όπως είμαι...» εκφράσεις που στην ουσία σημαίνουν «Θα συνεχίσω να συμπεριφέρομαι όπως έχω συνηθίσει, ακόμη κι αν αυτό σε ενοχλεί». 2 / 8
Μερικές φορές ακόμη οι πιο σίγουροι για τον εαυτό μας δυσκολευόμαστε να χειριστούμε κάποιες καταστάσεις. Σε άλλες περιπτώσεις δεν έχουμε την πολυτέλεια να σκεφτούμε όλα αυτά προτού πράξουμε. Ίσως τις περισσότερες φορές δεν μας έχει περάσει καν από το μυαλό ένας εναλλακτικός τρόπος δράσης. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να μην μπορούμε να εκφραστούμε με σαφήνεια ευθύτητα, που θα μας οδηγήσει στην έλλειψη κατανόησης από τους άλλους. Η αποτυχία αυτή στο να κάνουμε τους άλλους να καταλάβουν τι θέλουμε, γιατί το θέλουμε ή πώς αισθανόμαστε, μας οδηγεί σε ανησυχία ή φόβο για το πώς θα εκλάβουν οι άλλοι τις απόψεις-θέσεις μας ή τα αιτήματά μας. Και όταν ανησυχούμε, φοβόμαστε ή νοιώθουμε ένοχοι τείνουμε να συμπεριφερόμαστε επιθετικά ή παθητικά. Οι αιτίες αυτών των μορφών συμπεριφοράς είναι βαθιά ριζωμένες μέσα μας. Ο Lorenz, ένας από τους πρώτους ερευνητές της συμπεριφοράς, εισήγαγε τη θεωρία της φυγής ή πάλης στην προσπάθειά του να ερμηνεύσει την παθητική την επιθετική συμπεριφορά που παρατηρούσε στα ζώα. Τα τελευταία πενήντα χρόνια οι επιστήμονες έχουν καταλήξει στο συμπέρασμα οτι η ανθρώπινη συμπεριφορά είναι αποτέλεσμα μάθησης εξάσκησης. Αυτό σημαίνει οτι ο άνθρωπος σε μια κατάσταση κρίσης θα αντιδράσει ενστικτωδώς είτε επιθετικά είτε παθητικά. Η έννοια της διεκδικητικής συμπεριφοράς (assertiveness) πραγματεύεται την εναλλακτική λύση μεταξύ αυτών των δύο μορφών συμπεριφοράς. Υπάρχουν βέβαια περιστάσεις όπου ίσως χρειαστούμε να γίνουμε λίγο πιο επιθετικοί ή πιο παθητικοί, πάντως με το να είμαστε διεκδικητικοί κερδίζουμε να επικοινωνούμε πιο αποτελεσματικά. Επιθετική συμπεριφορά ονομάζεται η συμπεριφορά που επιδεικνύουμε όταν διεκδικούμε τα διώματά μας παραβιάζοντας ταυτόχρονα τα διώματα των άλλων. Το επιθετικό άτομο συνήθως ικανοποιεί τα αιτήματά του αλλά συχνά σε βάρος της αξιοπρέπειας των άλλων ανθρώπων. Εκφράζει τις απόψεις τις ιδέες του με ακατάλληλο, πολλές φορές προκλητικό, τρόπο, αγνοώντας τα συναισθήματα των άλλων, 3 / 8
ανεξαρτήτως από το αν οι θέσεις του είναι σωστές ή όχι. Πρωταρχικός στόχος των επιθετικών ατόμων είναι η κυριαρχία, θυμώνουν εύκολα μπορούν να γίνουν βίαιοι. Σε αντιπαραθέσεις με τους άλλους υιοθετούν την συλλογιστική κερδίζω χάνεις χωρίς να αφήνουν τους άλλους να μιλούν συνεχίζουν να επιτίθονται να ασκούν κριτική ακόμα όταν οι άλλοι υποχωρούν. Άτομα που συμπεριφέρονται επιθετικά προσπαθούν να ντροπιάσουν ή να μειώσουν τους συνομηλητές τους χρησιμοποιώντας προσβλητικές εκφράσεις διάφορα κοσμητικά επίθετα, καταλύοντας έτσι την αυτοεκτίμηση (την αξιολόγηση της προσωπικής μας αξίας από εμάς τους ίδιους) των άλλων. Στην επιθετική συμπεριφορά τα μη λεκτικά μηνύματα είναι αυτά που προσπαθούν να επιβληθούν. Το βλέμμα είναι συνήθως επίμονο υπεροπτικό, η φωνή δυνατή, η ομιλία εμπεριέχει στοιχεία σαρκασμού, ενώ η στάση του σώματος είναι υπερβολική (π.χ. προτεταγμένο δείκτη χεριού, κλίση του σώματος προς τα εμπρός). Όλοι μπορεί να γίνουμε επιθετικοί σε κάποια στιγμή. Πώς θα διακρίνουμε όμως πότε; Γινόμαστε συνήθως επιθετικοί όταν απειλούμαστε ή αδικούμαστε. Η έκφραση της επιθετικότητας είναι σημάδι ότι κάτι δεν πάει καλά. Ίσως πάλι, με το να συμπεριφερόμαστε επιθετικά έχουμε την αίσθηση ότι υπερέχουμε έναντι των άλλων έτσι θα επιτύχουμε τον στόχο μας. Μπορεί επίσης να μας βοηθάει να εκτονωθούμε εξωτερικεύοντας δυσάρεστα συναισθήματα, όπως θ υμό απογοήτευση. Παθητική ονομάζεται η συμπεριφορά που επιδεικνύουμε όταν δεν διεκδικούμε τα διώματά μας ή τα διεκδικούμε με τέτοιο τρόπο ώστε οι άλλοι να τα αγνοούν. Το παθητικό άτομο εκφράζει τις απόψεις ιδέες του με διστακτικό πολλές φορές απολο γητικό ύφος ή πιο συχνά δεν τις εκφράζει καθόλου. Τα άτομα που χαρακτηρίζονται από παθητικούς τρόπους επικοινωνίας επειδή αισθάνονται μεγάλο 4 / 8
άγχος ενοχές ή επειδή δεν έχουν κατάλληλες κοινωνικές δεξιότητες τείνουν να μαζεύουν τα συναισθήματά τους, είτε είναι θετικά είτε αρνητικά. Όταν έρχονται αντιμέτωποι με μια διαφορετική άποψη επαφίενται στη τακτική χάνω κερδίζεις - σε αντίθεση με τα επιθετικά άτομα έτσι παραιτούνται από τα διώματά τους. Τα παθητικά άτομα επειδή δεν μπορούν να ζητήσουν την ικανοποίηση των αιτημάτων τους γίνονται συχνά τα θύματα των άλλων επειδή δεν μπορούν να τους αρνηθούν τα δικά τους αιτήματα. Συνήθως κρατάνε απολογητική στάση, ενώ πολλές φορές ζητάνε συγνώμη ακόμη όταν δεν έχουν σφάλει στ αλήθεια. Η παθητική συμπεριφορά συσχετίζεται με χαμηλή αυτοεκτίμση με την τάση να εγκαταλείπουμε τα πράγματα/τις καταστάσεις στα χέρια των άλλων ή στη μοίρα. Πολλές φορές όταν συμπεριφερόμαστε παθητικά περιμένουμε από τους άλλους να μαντέψουν τι θέλουμε ή τι αισθανόμαστε όταν δεν ικανοποιούνται αυτά, θυμώνουμε απογοητευόμαστε θεωρώντας ότι θα έπρεπε να ξέρουν τα αιτήματά μας. Τα άτομα με παθητική συμπεριφορά διακρίνονται από κάποια νευρικότητα, η φωνή τους είναι συνήθως ασταθής, μονότονη χαμηλή, ενώ η ματιά τους μπορεί να δείχνει πρόφαση τις περισσότερες φορές αποφεύγουν την βλεμματική επαφή. Ακόμη όταν δέχονται κριτική, φορούν ένα επίπλαστο χαμόγελο, υποδηλώνοντας παραδοχή, ενώ σταυρώνουν προστατευτικά τα χέρια βάζουν το χέρι στο στόμα όταν μιλάνε. Σε τι εξυπηρετεί λοιπόν η παθητική συμπεριφορά; Πολλοί άνθρωποι στην προσπάθειά τους να αποφύγουν αντίξοες καταστάσεις ή εναντιώσεις υιοθετούν έναν παθητικό τρόπο επικοινωνίας με στόχο την ελάττωση της έντασης του άγχους. Βέβαια με αυτό τον τρόπο διαιωνίζουν μια κατάσταση όπου συχνά αποτυγχάνουν σε αυτά που επιδιώκουν, αισθάνονται οίκτο ενόχληση βλέπουν τους γύρω τους ως ανώτερους ισχυρούς, δημιουργώντας έτσι τις προυποθέσεις ώστε την επόμενη φορά να συμπεριφερθούν ακόμη πιο παθητικά. Ακόμη, πολλές φορές είναι πολύ πιο προσιτό για εμάς να συμπεριφερθούμε παθητικά επειδή φοβόμαστε ότι θα απορριφθεί το αίτημά μας. Το γεγονός οτι έχουμε μάθει 5 / 8
να είμαστε ευγενικοί συγχέεται αρκετές φορές με το ότι πρέπει να προβλέπουμε τι θέλει ο άλλος αντί απλά να τον ρωτήσουμε. Διεκδικητική ονομάζεται η συμπεριφορά που επιδεικνύουμε όταν διεκδικούμε τα διώματά μας χωρίς να παραβιάζουμε τα διώματα των άλλων ταυτόχρονα εκφράζουμε τις απόψεις τα συναισθήματά μας με ευθύ κατηγορηματικό τρόπο. Το διεκδικητικό άτομο είναι αυτό που μπορεί να προστατέψει τον εαυτό του από την εκμετάλλευση των άλλων, καθώς επίσης είναι σε θέση να παίρνει αποφάσεις να κάνει επιλογές που αφορούν τη ζωή του. Στην επικοινωνία του με τους άλλους όταν βρίσκεται σε αντιπαράθεση υιοθετεί λύσεις του κερδίζω κερδίζεις όπου τα διώματα τα συναισθήματα των δύο πλευρών αναγνωρίζονται χρησιμοποιούνται ως μέσα για την επίτευξη ενός εποικοδομητικού διαλόγου. Αυτό δεν σημαίνει βέβαια ότι τα διεκδικητικά άτομα συμφωνούν με όλες τις απόψεις ή ότι όλες οι απόψεις είναι σύμφωνες με αυτές του διεκδικητικού ατόμου. Η διαφωνία η διαφορά ιδεών όταν χειρίζονται με διεκδικητικό τρόπο μπορούν να αποτελέσουν την αφετηρία ενός λειτουργικού, τις περισσότερες φορές αμοιβαίου, συμβιβασμού. Επίσης τα άτομα που συμπεριφέρονται διεκδικητικά αναγνωρίζουν τις ανάγκες τους εκφράζουν τα συναισθήματά τους είτε θετικά είτε αρνητικά χωρίς να αισθάνονται ιδιαίτερο άγχος ή ενοχή. Θα λέγαμε ότι τα διεκδικητικά άτομα είναι αυτά που μιλάνε για τον εαυτό τους με ευθύτητα ειλικρίνεια γνωρίζοντας σεβόμενοι τα όρια των υπολοίπων, χωρίς να φοβούνται για το τί θα γίνει αν... χωρίς να αισθάνονται την ανάγκη να επιβληθούν. Στην διεκδικητική συμπεριφορά το βλέμμα είναι σταθερό αλλά όχι επίμονο, η φωνή είναι ανάλογα με την κατάσταση δυνατή, η στάση του σώματος δείχνει δυναμισμό με ανοιχτά χέρια χειρονομίες που απλά δίνουν έμφαση σε όσα διατυπώνονται λεκτικά. Όταν εκφράζουμε με εποικοδομητικό τρόπο τα συναισθήματά μας είμαστε σαφείς 6 / 8
ανοιχτοί δηλώνουμε τι θέλουμε ποιες είναι οι ανάγκες μας, τότε είναι πολύ πιο πιθανό να αναπτύξουμε τις σχέσεις που προσδοκούμε στην οικογένειά μας, στη δουλειά μας, με τους φίλους μας γενικότερα στον κοινωνικό μας περίγυρο. Οι άνθρωποι που συμπεριφέρονται επικοινωνούν με διεκδικητικότητα έχουν σαφώς μεγαλύτερη αυτοεκτίμηση αυτογνωσία, τιμωρούν τους άλλους λιγότερο, είναι λιγότερο αγχωμένοι απογοητεύονται δυσκολότερα. Με αυτόν τον τρόπο συμπεριφοράς κερδίζουμε την δυνατότητα να ορίζουμε εμείς τα πράγματα που συμβαίνουν να μην τα αφήνουμε στους άλλους ή στην τύχη, γεγονός που μας οδηγεί στην ενδυνάμωση της αυτοπεποίθησης κατά συνέπεια στη θωράκιση προαγωγή της ψυχικής υγείας. Οι δεξιότητες αυτές ενισχύουν η μία την άλλη σε συνδυασμό με τεχνικές επίλυσης προβλημάτων λήψης αποφάσεων μειώνουν το άγχος βοηθούν στο να αντιμετωπιστούν ή να αποφευχθούν διαταραχές της διάθεσης όπως η κατάθλιψη. Τα διεκδικητικά άτομα, επίσης, μαθαίνουν να κάνουν συμβιβασμούς διαπραγματεύσεις χωρίς να έχουν την ανάγκη να χρησιμοποιήσουν την όποια δύναμη τους έναντι των υπολοίπων μην υπολογίζοντας τα διώματά τους, που θα τους οδηγήσει σε πρόσρη ικανοποίηση επίτευξη επιφανειακών στόχων. Συνοψίζοντας τα παραπάνω το κύριο ερώτημα που προκύπτει δεν θα μπορούσε να είναι άλλο από το πόσο διεκδικητικοί είμαστε στην καθημερινή μας ζωή; Προσπαθώντας βέβαια να το απαντήσουμε θα έπρεπε να αναλογιστούμε: Πόσες φορές έχουμε αντιμετωπίσει κάποιον που μας επιτίθεται πού έχει καταλήξει η συζήτηση; Μήπως όντως δεν έχουμε μάθει να λέμε «όχι» στο τέλος θυμώνουμε με τον εαυτό μας; Πόσο συχνά μιλάμε για τον εαυτό μας πόσο συχνά αισθανόμαστε απειλημένοι ή ότι κινδυνεύουμε να εκτεθούμε αν το κάνουμε; Τελικά πόσο πιεζόμαστε στην επικοινωνία μας με τους άλλους; Κανένας άνθρωπος δεν είναι ελεύθερος αν δεν είναι κύριος του εαυτού του (Επίκτητ ος) 7 / 8
ΧΡΗΣΤΟΣ ΚΟΥΤΣΑΥΤΗΣ Ψυχολόγος Ψυχοθεραπευτής 8 / 8