ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΣΠΟΥΔΩΝ ΤΡΑΠΕΖΙΚΗ

Σχετικά έγγραφα


ΣΧΟΛΗ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΤΜΗΜΑ ΟΡΓΑΝΩΣΗΣ ΚΑΙ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΜΑΚΡΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΔΑΣΚΩΝ: ΘΑΝΑΣΗΣ ΚΑΖΑΝΑΣ

Ερωτήσεις πολλαπλών επιλογών

Ερώτηση Α.1 (α) (β)

Κεφάλαιο 5. Αποταμίευση και επένδυση σε μια ανοικτή οικονομία

ΣΧΟΛΗ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΤΜΗΜΑ ΟΡΓΑΝΩΣΗΣ ΚΑΙ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΜΑΚΡΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΔΑΣΚΩΝ: ΘΑΝΑΣΗΣ ΚΑΖΑΝΑΣ

Οικονομική Πολιτική Ι: Σταθερές Συναλλαγματικές Ισοτιμίες χωρίς Κίνηση Κεφαλαίου

ΤΥΠΟΛΟΓΙΟ ΔΕΟ34 Μακροοικονομική Θεωρία

ΣΧΟΛΗ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΤΜΗΜΑ ΟΡΓΑΝΩΣΗΣ ΚΑΙ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΜΑΚΡΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΔΑΣΚΩΝ: ΘΑΝΑΣΗΣ ΚΑΖΑΝΑΣ

Σύντομος πίνακας περιεχομένων

1. ΑΝΟΙΚΤΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΣΤΗ ΜΑΚΡΟΧΡΟΝΙΑ ΠΕΡΙΟΔΟ

Κεφάλαιο 15. Οι δηµόσιες δαπάνες και ηχρηµατοδότησή τους

Σύντομος πίνακας περιεχομένων

ΜΕΡΟΣ Β Ερωτήσεις πολλαπλών επιλογών

Το Υπόδειγμα Mundell Fleming και Dornbusch

ΔΕΙΓΜΑ ΠΡΙΝ ΤΙΣ ΔΙΟΡΘΩΣΕΙΣ

Εισαγωγή στη Διεθνή Μακροοικονομική. Ισοζύγιο Πληρωμών, Συναλλαγματικές Ισοτιμίες, Διεθνείς Χρηματαγορές και το Διεθνές Νομισματικό Σύστημα

5. Tο προϊόν και η συναλλαγματική ισοτιμία βραχυχρόνια

Περιεχόμενα. Πρόλογος 15

ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΡΙΤΙΚΗ ΔΕΙΓΜΑ ΠΡΙΝ ΤΙΣ ΔΙΟΡΘΩΣΕΙΣ


ΣΧΟΛΗ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΤΜΗΜΑ ΟΡΓΑΝΩΣΗΣ ΚΑΙ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΜΑΚΡΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΔΑΣΚΩΝ: ΘΑΝΑΣΗΣ ΚΑΖΑΝΑΣ

Ο Βραχυχρόνιος Προσδιορισμός του Ισοζυγίου Πληρωμών

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 16 Η ΕΠΙΔΡΑΣΗ ΤΗΣ ΝΟΜΙΣΜΑΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΣΤΗ ΣΥΝΟΛΙΚΗ ΖΗΤΗΣΗ


Η Ελληνική Οικονομία στο Διεθνές Οικονομικό σύστημα Σημειώσεις

To Έλλειμμα του Προϋπολογισμού ως Δείκτης της Ασκούμενης Δημοσιονομικής Πολιτικής

Νομισματική και Συναλλαγματική Πολιτική σε μια Μικρή Ανοικτή Οικονομία. Σταθερές ή Κυμαινόμενες Ισοτιμίες;

ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΜΙΚΡΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ

ΜΑΚΡΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ. Ισοζύγιο Πληρωμών & Συναλλαγματική ισοτιμία. 2 Ο εξάμηνο Χημικών Μηχανικών

3.2 Ισοζύγιο πληρωµών

ΤΟ ΙΣΟΖΥΓΙΟ ΠΛΗΡΩΜΩΝ

Κεφ. 13, Ισοζύγιο Πληρωμών και οι Εθνικοί Λογαριασμοί

21 Δημοσιονομική και νομισματική πολιτική σε α- νοικτή οικονομία

Ισορροπία στον Εξωτερικό Τομέα της Οικονομίας

Συναθροιστική Zήτηση στην Aνοικτή Οικονομία

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 1. Αξιολόγηση των µακροοικονοµικών επιπτώσεων του ΚΠΣ III

ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΜΑΚΡΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ Βασικές αρχές. Εφαρµογές στην Ελληνική Οικονοµία. Ασκήσεις.

ΣΧΟΛΗ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΤΜΗΜΑ ΟΡΓΑΝΩΣΗΣ ΚΑΙ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΜΑΚΡΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΔΑΣΚΩΝ: ΘΑΝΑΣΗΣ ΚΑΖΑΝΑΣ

Οικονομικά του Τουρισμού & του Πολιτισμού

ΜΑΚΡΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ ΙΙ

Ισοζύγιο Πληρωμών & Συναλλαγματική ισοτιμία

Αναλυτικά περιεχόμενα

ΣΧΟΛΗ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΤΜΗΜΑ ΟΡΓΑΝΩΣΗΣ ΚΑΙ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΜΑΚΡΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΔΑΣΚΩΝ: ΘΑΝΑΣΗΣ ΚΑΖΑΝΑΣ

Ισοζύγιο Πληρωμών και Εισόδημα

ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ (Μακροοικονομική) Mankiw Gregory N., Taylor Mark P. ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΤΖΙΟΛΑ ΚΕΦΑΛΑΙΟ 30 ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟΙ ΚΥΚΛΟΙ

ΕΠΑΝΑΛΗΠΤΙΚΕΣ ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ ΜAΚΡΟ

Ο Μηχανισμός Μετάδοσης της Νομισματικής Πολιτικής - Ο Μηχανισμός Μετάδοσης της νομισματικής πολιτικής είναι ο δίαυλος μέσω του οποίου οι μεταβολές

5. Tο προϊόν και η συναλλαγματική ισοτιμία βραχυχρόνια

Διαχρονικές Επιπτώσεις της Δημοσιονομικής Πολιτικής. Δημόσιες Δαπάνες, Δημόσιο Χρέος και Φορολογικοί Συντελεστές

Συνολική Ζήτηση, ΑΕΠ και Συναλλαγματικές Ισοτιμίες. Βραχυχρόνιοι Προσδιοριστικοί Παράγοντες του ΑΕΠ και της Συναλλαγματικής Ισοτιμίας

Κεφάλαιο 21: Αντιμετωπίζοντας τις συναλλαγματικές ισοτιμίες

Εισαγωγή στη Διεθνή Μακροοικονομική.! Καθ. ΓΙΩΡΓΟΣ ΑΛΟΓΟΣΚΟΥΦΗΣ Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών

Το όφελος του διεθνούς εμπορίου η πιο αποτελεσματική απασχόληση των παραγωγικών δυνάμεων του κόσμου.

Το Βασικό Κεϋνσιανό Υπόδειγμα και η Σταδιακή Προσαρμογή του Επιπέδου Τιμών. Καθ. Γιώργος Αλογοσκούφης

Οι οικονομολόγοι μελετούν...

Η Νομισματική Προσέγγιση

Συναλλαγματικές ισοτιμίες και επιτόκια

Το Βασικό Κεϋνσιανό Υπόδειγμα και η Σχέση Μεταξύ Ανεργίας και Πληθωρισμού. Καθ. Γιώργος Αλογοσκούφης

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ ΕΦΑΡΜΟΣΜΕΝΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ, ΤΜΗΜΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ Η ΥΠΟΘΕΣΗ ΤΩΝ ΔΙΔΥΜΩΝ ΕΛΛΕΙΜΜΑΤΩΝ:

Κανόνας Χρυσού. Διεθνής Μακροοικονομική Πολιτική (κεφ.18) Σύστημα κανόνα χρυσού: σε ποια χρονική περίοδο αναφέρεται; Λειτουργία του κανόνα χρυσού

5 Ο προσδιορισμός του εισοδήματος: Εξαγωγές και εισαγωγές

Σχετικά Επίπεδα Τιμών και Συναλλαγματικές Ισοτιμίες. Μακροχρόνιοι Προσδιοριστικοί Παράγοντες των Συναλλαγματικών Ισοτιμιών

ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΕΣ ΛΥΣΕΙΣ

ΠΕΡΙΛΗΨΗ ΕΠΙ ΤΗΣ ΜΕΛΕΤΗΣ ΤΟΥ ΕΡΕΥΝΗΤΗ ΣΩΤΗΡΗ ΠΑΠΑΪΩΑΝΝΟΥ ΜΕ ΤΙΤΛΟ ΔΥΝΗΤΙΚΟ ΠΡΟΪΌΝ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ (ΓΙΑ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ

Επαναληπτικές Ερωτήσεις - ΟΣΣ5. Τόμος Α - Μικροοικονομική

20 Ισορροπία στον εξωτερικό τομέα

Α) ΒΑΣΙΚΕΣ ΤΑΣΕΙΣ ΠΟΥ ΕΠΗΡΕΑΖΟΥΝ ΤΙΣ ΕΠΕΝΔΥΣΕΙΣ

Η Διαχρονική Προσέγγιση στο Ισοζύγιο Πληρωμών

ΣΧΟΛΗ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΤΜΗΜΑ ΟΡΓΑΝΩΣΗΣ ΚΑΙ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΜΑΚΡΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΔΑΣΚΩΝ: ΘΑΝΑΣΗΣ ΚΑΖΑΝΑΣ

Οικονομικά για Μη Οικονομολόγους Ενότητα 7: Εισαγωγή στην Μακροοικονομική Θεωρία

ΕΝΗΜΕΡΩΤΙΚΟ ΔΕΛΤΙΟ 1η Μελέτη «Εξελίξεις και Τάσεις της Αγοράς»

ΜΑΚΡΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ ΙΙ

Αν. Καθ. Μαρία Καραμεσίνη ΠΑΝΤΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ. Ημερίδα ΕΙΕΑΔ,«Η αγορά εργασίας σε κρίση», Αθήνα, 9 Ιουλίου 2012

Μπακαλάκος Ευάγγελος

ΜΕΡΟΣ Β Ερωτήσεις πολλαπλών επιλογών

Μακροοικονομική. Διάλεξη 8 Το Υπόδειγμα Mundell - Fleming

ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΑΝΟΙΚΤΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ

Mάθημα 1 : To Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν ( Α.Ε.Π) και άλλα βασικά μακροοικονομικά μεγέθη

Οικονομική Πολιτική ΙI: Σταθερές Συναλλαγματικές Ισοτιμίες με Κίνηση Κεφαλαίου

13 Το απλό κλασικό υπόδειγμα

Πανεπιστήμιο Αθηνών Τμήμα Οικονομικών Επιστημών Θεωρία Ισοζυγίου Πληρωμών και Διεθνές Νομισματικό Σύστημα Ν. Κωστελέτου

Σχολή Οικονομικών και Πολιτικών Επιστημών Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης. Νίκος Κουτσιαράς. σε συνεργασία με τον Ζήση Μανούζα

1.1 Εισαγωγή. 1.2 Ορισμός συναλλαγματικής ισοτιμίας

Έλλειµµα

ευρώ, πχ 1,40 δολάρια ανά ένα ευρώ. Όταν το Ε αυξάνεται τότε το ευρώ

Διεθνής Οικονομική και Παγκόσμια Οικονομία ΓΙΩΡΓΟΣ ΑΛΟΓΟΣΚΟΥΦΗΣ

Χρηματιστηριακή και Οικονομική Ανάπτυξη: Μια εμπειρική έρευνα για τις Η.Π.Α. με την ανάλυση της αιτιότητας. Κατιρτζόγλου Σοφία

ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΕΣ ΛΥΣΕΙΣ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 11 ΜΑΚΡΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΤΩΝ ΑΝΟΙΧΤΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΩΝ: ΒΑΣΙΚΕΣ ΕΝΝΟΙΕΣ

Ετήσιο έλλειµµα (1997)

ΜΑΚΡΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ. Ενότητα 4: Προσδιορισμός του εθνικού εισοδήματος H περίπτωση της κλειστής ή ανοικτής οικονομίας με κυβέρνηση

Ίδρυµα Οικονοµικών & Βιοµηχανικών Ερευνών. Τριµηνιαία Έκθεση για την Ελληνική Οικονοµία

ΔΟΜΗ ΑΠΑΝΤΗΣΗΣ ΕΙΣΑΓΩΓΗ:

ΜΑΚΡΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ ΙΙ

Οι αιτίες του χρέους των χωρών της περιφέρειας: Συμμετοχή στην ΟΝΕ και ελλείμματα του ιδιωτικού τομέα

ΘΕΜΑΤΑ ΤΕΛΙΚΩΝ ΕΞΕΤΑΣΕΩΝ

ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΠΑΙΔΕΙΑΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΑΝΩΤΕΡΗΣ ΚΑΙ ΑΝΩΤΑΤΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑ ΕΞΕΤΑΣΕΩΝ ΠΑΓΚΥΠΡΙΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ 2009 ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΕΣ ΛΥΣΕΙΣ

(1 ) (1 ) S ) 1,0816 ΘΕΜΑ 1 Ο

Transcript:

ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΑΝΟΙΚΤΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΣΧΟΛΗ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΣΠΟΥΔΩΝ ΤΡΑΠΕΖΙΚΗ ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ Ισχύς της υπόθεσης των δίδυμων ελλειμμάτων: Συνολοκλήρωση και Αιτιότητα κατά Granger, του Δημοσιονομικού Ελλείμματος και του Ισοζυγίου Τρεχουσών Συναλλαγών, για τέσσερις χώρες της Ευρωζώνης. ΟΝΟΜΑ ΦΟΙΤΗΤΗ ΜΠΑΡΛΑΜΠΑΣ Χ.ΠΕΤΡΟΣ ΕΠΙΒΛΕΠΟΝΤΕΣ ΚΑΘΗΓΗΤΕΣ Α ΕΠΙΒΛΕΠΩΝ:ΣΚΙΝΤΖΗ ΒΑΣΙΛΙΚΗ Β ΕΠΙΒΛΕΠΩΝ:ΣΑΜΑΝΤΑΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΠΑΤΡΑ ΜΑΡΤΙΟΣ, 2018

ΕΑΠ, 2018 Η παρούσα διατριβή, η οποία εκπονήθηκε στα πλαίσια του προγράμματος σπουδών «Τραπεζική», και τα λοιπά αποτελέσματα της αντίστοιχης Διπλωματικής Εργασίας (ΔΕ) αποτελούν συνιδιοκτησία του ΕΑΠ και του φοιτητή, ο καθένας από τους οποίους έχει το δικαίωμα ανεξάρτητης χρήσης και αναπαραγωγής τους (στο σύνολο ή τμηματικά) για διδακτικούς και ερευνητικούς σκοπούς, σε κάθε περίπτωση αναφέροντας τον τίτλο και το συγγραφέα και το ΕΑΠ όπου εκπονήθηκε η ΔΕ καθώς και τον επιβλέποντα και την επιτροπή κρίσης. 2

Στους γονείς μου και τα παιδιά μου 3

Ισχύς της υπόθεσης των δίδυμων ελλειμμάτων: Συνολοκλήρωση και Αιτιότητα κατά Granger, του Δημοσιονομικού Ελλείμματος και του Μπαρλαμπάς Χ. Πέτρος Περίληψη Η παρούσα Διπλωματική εργασία αποτελεί μία έρευνα, που εξετάζει την υπόθεση της ισχύος των Δίδυμων Ελλειμμάτων και την ύπαρξη μακροχρόνιας και βραχυχρόνιας σχέσης μεταξύ των μεταβλητών του Δημοσιονομικού Ελλείμματος και του Ισοζυγίου Τρεχουσών Συναλλαγών, για τέσσερις χώρες της Ευρωζώνης: Γαλλία, Γερμανία, Πορτογαλία και Ισπανία. Πραγματοποιείται ο έλεγχος στασιμότητας, ο έλεγχος συνολοκλήρωσης και ο έλεγχος αιτιότητας κατά Granger με την χρήση του δυναμικού Υποδείγματος Διόρθωσης Σφάλματος (VECM), με στόχο την διερεύνηση της ύπαρξης αιτιώδους συνάφειας μεταξύ των προαναφερόμενων μεταβλητών. Βάσει του γραμμικού ελέγχου συνολοκλήρωσης Engle-Granger μακροχρόνια ισορροπία μεταξύ των υπό εξέταση μεταβλητών εμφανίζει η Γερμανία, ενώ με την μέθοδο Johansen, μακροχρόνια ισορροπία εμφανίζουν οι μεταβλητές Δημοσιονομικό έλλειμμα και Ισοζύγιο Τρεχουσών Συναλλαγών της Γερμανίας και της Ισπανίας.Με την χρήση Υποδείγματος Διόρθωσης Σφάλματος (VECM) δεν διαπιστώνεται βραχυχρόνια ισορροπία μεταξύ των μεταβλητών. Οι μεταβλητές Δημοσιονομικό Ισοζύγιο και Ισοζύγιο Τρεχουσών Συναλλαγών της Γαλλίας και της Πορτογαλίας βάσει των συγκεκριμένων ελέγχων δεν παρουσίασαν μακροχρόνια σχέση ισορροπίας. Με βάση τον έλεγχο αιτιότητας κατά Granger, με την χρήση του VECM, προέκυψε μονόδρομη μακροχρόνια αιτιότητα από το Δημοσιονομικό έλλειμμα της Γερμανίας προς το Εμπορικό της Ισοζύγιο, ενώ δεν διαπιστώθηκε καμία σχέση αιτιότητας σε βραχυχρόνια βάση.για την περίπτωση της Ισπανίας, με την χρήση του VECM, υφίσταται αμφίδρομη μακροχρόνια αλλά και βραχυχρόνια αιτιότητα κατά Granger, των υπό εξέταση μεταβλητών.στις περιπτώσεις των μεταβλητών των χωρών, Γαλλίας και Πορτογαλίας, με την χρήση VAR, δεν διαπιστώθηκε αιτιώδης συνάφεια. 4

Λέξεις κλειδιά: Δίδυμα Ελλείμματα, Δημοσιονομικό έλλειμμα, Εμπορικό έλλειμμα, Κεϋνσιανή Θεωρία, Ρικαρδιανή Ισοδυναμία, στασιμότητα, συνολοκλήρωση, μακροχρόνια ισορροπία, Υπόδειγμα Διόρθωσης Σφαλμάτων, βραχυχρόνια ισορροπία, Αιτιότητα κατά Granger. The validity of the "Twin Deficits Hypothesis Cointegration and Granger causality investigation of the budget deficit and current account balance for four Eurozone member countries Barlampas Ch. Petros Abstract The aim of this study is to investigate the power of the "Twin Deficits Hypothesis" and the existence of a long-term and short-term relationship between the variables of the Budget Deficit (BD) and the Current Account Balance (CA) for four European Union member countries: France, Germany, Portugal and Spain. Stationarity test, cointegration analysis and Granger causality method are performed using the Vector Error Correction model (VECM) to investigate the existence of a causal relationship between the variables mentioned above. According to the Engle-Granger linear cointegration analysis, the BD and CA variables of Germany show long-run equilibrium and using Johansen's model, long-run equilibrium appears for BD and CA of Germany and Spain. According to VECM, there is no short-run equilibrium between them. As about BD and CA variables of France and Portugal, using the same methods, had no evidence of long run equilibrium. According to the Granger s causality method based on VECM, unidirectional long-run causality emerged from Germany's Fiscal Deficit to its Trade Balance, and no causal relationship was found in the short run.in the case of Spain, based on VECM, there is bidirectional long-run and short-run Granger causality, for the variables under consideration.in the case of France and Portugal, based on using Vector Autoregressive Model (VAR), no causal link was found. 5

Key words: Twin deficits hypothesis, fiscal deficit, current account, Keynesian hypothesis, Ricardian Equivalence Hypothesis, stationarity, cointegration, long-run equilibrium, Vector Error Correction model, Granger causality Περιεχόμενα Περίληψη... 4 Abstract... 5 Κατάλογος Πινάκων... 7 Κατάλογος Διαγραμμάτων... 8 Συντομογραφίες... 8 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1ο ΕΙΣΑΓΩΓΗ... 9 1.1 Σημαντικότητα του θέματος... 9 1.2 Στόχος και συνεισφορά της Διπλωματικής...10 1.3 Διάρθρωση της διπλωματικής...10 1.4 Περιγραφή των στοιχείων που συνθέτουν τον κρατικό προϋπολογισμό και το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών....12 1.5 Το θεωρητικό πλαίσιο των δίδυμων ελλειμμάτων...18 1.6 Περιγραφή και ανάλυση των θεωρητικών υποθέσεων των δίδυμων ελλειμμάτων.21 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2 ο ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΗ ΑΝΑΣΚΟΠΗΣΗ... 24 2.1 Εισαγωγή Κεφαλαίου...24 2.2 Η Κεϋνσιανή προσέγγιση (υπόδειγμα Mundell-Fleming)...25 2.3 Εξετάζοντας την προσέγγιση της Ρικαρδιανής Ισοδυναμίας...29 2.4 Αντίστροφη κατεύθυνση των δύο ελλειμμάτων...30 2.5 Αναφορές στην απόκλιση μεταξύ των δύο ελλειμμάτων...33 2.6. Αμφίδρομη σχέση μεταξύ των δύο ελλειμμάτων...33 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3- ΟΙΚΟΝΟΜΕΤΡΙΚΗ ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ... 34 3.1 Πλασματική παλινδρόμηση και μη στάσιμες χρονολογικές σειρές...34 3.2. Έλεγχος μοναδιαίας ρίζας...35 3.2.1 Έλεγχος μοναδιαίας ρίζας Dickey Fuller...36 3.2.2 Επαυξημένος έλεγχος Dickey Fuller, ADF...38 3.3 Συνολοκλήρωση...39 3.4 Υπόδειγμα Διόρθωσης Σφάλματος, ECM...41 3.5 Έλεγχοι Συνολοκλήρωσης...43 3.5.1.Μέθοδος της μιας εξίσωσης (μέθοδος Engle και Granger)...43 3.5.2.Μέθοδος συστήματος εξισώσεων, μέθοδος Johansen....45 6

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4 ο ΠΕΡΙΓΡΑΦΙΚΑ ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΑ ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΕΤΡΙΚΗ ΑΝΑΛΥΣΗ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ... 51 4.1 Περιγραφικά Στατιστικά...52 4.2 Έλεγχος μοναδιαίας ρίζας με τον Επαυξημένο Έλεγχο DICKEY-FULLER (ΑDF)....61 4.3 Συνολοκλήρωση-Μακροχρόνια Ισορροπία, βάση των μεθόδων ENGLE - GRANGER και JOHANSEN...63 4.4 Μηχανισμός Διόρθωσης Σφάλματος (VECM)...70 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5 ο ΑΙΤΙΟΤΗΤΑ... 77 5.1 Αιτιότητα κατά Granger...77 5.2 Συνολοκλήρωση και αιτιότητα...80 5.3 Έλεγχος αιτιότητας για μη συνολοκληρωμένες μεταβλητές...84 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6ο ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ... 90 ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ-ΠΗΓΕΣ... 94 Κατάλογος Πινάκων Πίνακας 4-1 Ιστογράμματα και περιγραφικά στατιστικά Ισοζυγίου Τρεχουσών Συναλλαγών...57 Πίνακας 4-2 Ιστογράμματα και περιγραφικά σταστιστικά Δημοσιονομικού Ισοζυγίου...59 Πίνακας 4-3 Έλεγχος μοναδιαίας ρίζας, στασιμότητα με βάση τον ADF...62 Πίνακας 4. 4 Συνολοκλήρωση μεταβλητών CAt, BDt, με την μέθοδο Engle & Granger 64 Πίνακας 4-5 Προσδιορισμός τάξης Υποδείγματος VAR...65 Πίνακας 4.6 Αποτελέσματα Συνολοκλήρωσης με βάση το Test Trace και το Maximum Eigenvalue test για την περίπτωση της Γαλλίας...66 Πίνακας 4.7 Αποτελέσματα Συνολοκλήρωσης με βάση το Test Trace και το Maximum Eigenvalue test για την περίπτωση της Γερμανίας...67 Πίνακας 4.8 Αποτελέσματα Συνολοκλήρωσης με βάση το Test Trace και το Maximum Eigenvalue test για την περίπτωση της Πορτογαλίας...68 Πίνακας 4.9 Αποτελέσματα Συνολοκλήρωσης με βάση το Test Trace και το Maximum Eigenvalue test για την περίπτωση της Ισπανίας...69 Πίνακας 4.10 Εκτίμηση Υποδείγματος Διόρθωσης Σφάλματος (Γερμανία)...71 Πίνακας 4.11 Εκτίμηση Υποδείγματος Διόρθωσης Σφάλματος (Ισπανία)...74 Πίνακας 5.1 Έλεγχος Αιτιότητας κατά Granger για την Γερμανία...82 Πίνακας 5.2 Έλεγχος Αιτιότητας κατά Granger για την Ισπανία...82 Πίνακας 5.3 Αιτιότητα κατά Granger με βάση το VECM για την Γερμανία...83 Πίνακας 5.4 Αιτιότητα κατά Granger με βάση το VECM για την Ισπανία...83 Πίνακας 5.5 Υπολογισμός χρονικών υστερήσεων VAR Γαλλίας...85 Πίνακας 5.6 VAR(1) Γαλλίας...86 Πίνακας 5.7 Υπολογισμός χρονικών υστερήσεων VAR Πορτογαλίας...87 Πίνακας 5.8 VAR(2) Πορτογαλίας...88 Πίνακας 5.9 Έλεγχος αιτιότητας κατά Granger, για την Γαλλία...89 Πίνακας 5.10 Έλεγχος αιτιότητας κατά Granger, για την Πορτογαλία...89 7

Κατάλογος Διαγραμμάτων Διάγραμμα 4.1 Γραφική απεικόνιση του Ισοζυγίου Τρεχουσών Συναλλαγών, Γαλλίας, Γερμανίας, Πορτογαλίας και Ισπανίας...52 Διάγραμμα 4.2 Γραφική απεικόνιση του Δημοσιονομικού Ισοζυγίου, Γαλλίας Γερμανίας, Πορτογαλίας και Ισπανίας...53 Διάγραμμα 4.3 Ισοζύγιο Τρεχουσών Συναλλαγών & Δημοσιονομικό Ισοζύγιο Γαλλίας.54 Διάγραμμα 4.4 Ισοζύγιο Τρεχουσών Συναλλαγών & Δημοσιονομικό Ισοζύγιο Γερμανίας...54 Διάγραμμα 4.5 Ισοζύγιο Τρεχουσών Συναλλαγών & Δημοσιονομικό Ισοζύγιο Πορτογαλίας...55 Διάγραμμα 4.6 Ισοζύγιο Τρεχουσών Συναλλαγών & Δημοσιονομικό Ισοζύγιο Ισπανίας 55 Διάγραμμα 4.7 Γραφική Απεικόνιση του Ισοζυγίου Τρεχουσών Συναλλαγών (στις 1ες διαφορές ), Γαλλίας, Γερμανίας, Πορτογαλίας και Ισπανίας...61 Διάγραμμα 4.8 Γραφική Απεικόνιση του Δημοσιονομικού Ισοζυγίου (στις 1 ες διαφορές ), Γαλλίας, Γερμανίας, Πορτογαλίας και Ισπανίας...61 Συντομογραφίες ADF, Επαυξημένος Έλεγχος Diskey Fuller BD, Δημοσιονομικό Έλλειμμα-Δημοσιονομικό Ισοζύγιο, (Budjet Deficit) CA, Ισοζύγιο Τρεχουσών Συναλλαγών, Εμπορικό Ισοζύγιο,(Current Account) DF, Έλεγχος μοναδιαίας ρίζας Diskey Fuller E-G, Μέθοδος Συνολοκλήρωσης Engle και Granger VAR, Υπόδειγμα Αυτοπαλίνδρομου Διανύσματος, (Vector Autoregressive Model) VECM, Υπόδειγμα Διόρθωσης Σφαλμάτων,(Vector Error Correction Model) 8

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1ο ΕΙΣΑΓΩΓΗ 1.1 Σημαντικότητα του θέματος Η οικονομική ολοκλήρωση της Ευρώπης, που τα θεμέλια της θεσμοθετήθηκαν με την Συνθήκη του Μάαστριχτ και την καθιέρωση του Ενιαίου Ευρωπαϊκού νομίσματος για ορισμένες χώρες της Ευρώπης από το έτος 1999, δημιούργησε μία Πανευρωπαϊκή προσδοκία ανάπτυξης των οικονομιών των χωρών της Ευρωζώνης. Το νέο αυτό οικονομικό και νομισματικό εγχείρημα, δεν ήταν το πρώτο στο πλαίσιο μιας άριστης νομισματικής περιοχής, αλλά σίγουρα υπήρξε το μεγαλύτερο. Ωστόσο, η παγκόσμια κρίση του 2008 που ξέσπασε στις ΗΠΑ και έγινε αισθητή και στην Ευρώπη κυρίως από το 2009, ανέδειξε εκτός από την αδυναμία του θεσμικού πλαισίου αντιμετώπισης κρίσεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και την αδυναμία της ΟΝΕ να διαχειριστεί την οικονομική ύφεση, κυρίως σε χώρες ασθενέστερα οικονομικά όπως οι χώρες του Νότου και όχι μόνο. Αυτή ακριβώς η ύφεση εξελίχθηκε σε μία ατέρμονη διαδικασία δημιουργίας δημοσίων ελλειμμάτων, σε συρρίκνωση της εξαγωγικής δραστηριότητας των περισσοτέρων χωρών της Ευρωζώνης, αλλά και σε επιδείνωση μακροοικονομικών δεικτών, όπως η ανεργία και η εκτόξευση του Δημοσίου χρέους. Η μη δυνατότητα αυτοτελούς οικονομικής και νομισματικής πολιτικής, από χώρες της Ευρωζώνης στο να κινηθούν πιθανόν ευέλικτα, στα πλαίσια των διεθνών αγορών, αλλά και οι γενικότεροι διεθνείς οικονομικοί συσχετισμοί, όχι μόνο δεν επέτρεψαν σε χώρες της Ευρωζώνης να ανακάμψουν οικονομικά μεσοπρόθεσμα, αλλά υποχρεώθηκαν να ενταχθούν σε μηχανισμούς στήριξης προς έλεγχο των δημοσιονομικών τους και περιορισμό του δημοσίου χρέους τους. Η υπόθεση των δίδυμων ελλειμμάτων, δηλαδή η ύπαρξη του δημοσιονομικού ελλείμματος που προκαλεί το έλλειμμα του Ισοζυγίου Τρεχουσών Συναλλαγών, καθίσταται σε καιρούς ύφεσης, όσο ποτέ ένα επίκαιρο ζήτημα. Η επίτευξη ενός διαχειρίσιμου κρατικού ελλείμματος, η διατήρηση ενός ισοσκελισμένου προϋπολογισμού, αλλά και η ύπαρξη ενός δημοσίου πλεονάσματος καθορίζει σε σημαντικό βαθμό τα δημόσια οικονομικά και τον περιορισμό του Δημοσίου χρέους των χωρών της Ευρωζώνης. Από την άλλη μεριά η ανάπτυξη του εξωτερικού εμπορίου, 9

καθιστά τις χώρες της Ευρωζώνης ανταγωνιστικές και περιορίζει τον εξωτερικό δανεισμό. Δημοσιονομικό έλλειμμα σημαίνει δανεισμός και ελλειμματικό Ισοζύγιο Τρεχουσών Συναλλαγών σημαίνει εξωτερικός δανεισμός και τελικά δημιουργία και συσσώρευση Δημοσίου χρέους. Η σημαντικότητα αυτής της σχέσης και της αλληλεπίδρασης μεταξύ των δύο ελλειμμάτων στο πλαίσιο μιας μακροχρόνιας σχέσης αλληλεξάρτησης, αλλά και στην βάση της υπόθεσης των δίδυμων ελλειμμάτων, καθώς και οι οικονομικές συνέπειες τους, αποτέλεσε το κίνητρο αλλά και το βασικό κριτήριο διερεύνησης για την εκπόνηση της παρούσας εργασίας. 1.2 Στόχος και συνεισφορά της Διπλωματικής Σκοπός της παρούσας Διπλωματικής εργασίας είναι ο προσδιορισμός της αλληλεξάρτησης, δηλαδή η εμπειρική διερεύνηση της μακροχρόνιας και βραχυχρόνιας σχέσης ανάμεσα στις δύο υπό εξέταση μεταβλητές,του Δημοσιονομικού Ισοζυγίουελλείμματος και του Ισοζυγίου Τρεχουσών Συναλλαγών, αλλά και της ισχύος της υπόθεσης των δίδυμων ελλειμμάτων, για τέσσερεις χώρες της Ευρωζώνης, και συγκεκριμένα της Γερμανίας, Γαλλίας, Πορτογαλίας και Ισπανίας. Τα στοιχεία των δύο μεταβλητών αναφέρονται σε τριμηνιαία βάση, από το 1 ο τρίμηνο του 2002, έως το 2 o τρίμηνο του 2017. Κριτήριο επιλογής των τεσσάρων αυτών χωρών, έγινε στην βάση της διαφοροποίησης των οικονομιών μεταξύ Βορρά Νότου, καθώς και η διαπιστωμένη ανισότητα, προ και μετά την καθιέρωση του Ευρώ των συγκεκριμένων οικονομιών. 1 1.3 Διάρθρωση της διπλωματικής Στο 1 o κεφάλαιο αιτιολογείται η σημαντικότητα του θέματος, ο στόχος της παρούσας διπλωματικής εργασίας, περιγράφονται και αναλύονται οι προσδιοριστικές παράμετροι επηρεασμού των εξεταζόμενων μεταβλητών, του Δημοσιονομικού Ισοζυγίου και του Ισοζυγίου Εξωτερικών Συναλλαγών, παρουσιάζεται το θεωρητικό πλαίσιο των δίδυμων ελλειμμάτων με την χρήση των εθνικών λογαριασμών και της μακροοικονομικής 1 Chen, R., Milesi-Ferretti, G.M., Tressel, T., 2012. External Imbalances in the Euro Area. IMF Working Paper Series 236 10

ταυτότητας που συνδέει τα δύο ελλείμματα και περιγράφονται οι βασικές θεωρητικές προσεγγίσεις, περί δίδυμων ελλειμμάτων, η Κεϋνσιανή προσέγγιση και η Ρικαρδιανή θεωρία. Στο 2 o κεφάλαιο γίνεται βιβλιογραφική ανασκόπηση που αφορά εμπειρικά ευρήματα και μελέτες, της σχέσης των υπό διερεύνηση μεταβλητών. Στο 3 ο κεφάλαιο, αναλύεται το θεωρητικό πλαίσιο της οικονομετρικής μεθοδολογίας. Περιγράφεται η έννοια της στασιμότητας των μεταβλητών, καθώς και ο έλεγχος στασιμότητας με βάση τον επαυξημένο έλεγχο DF, αναλύεται η έννοια της συνολοκλήρωσης (cointegration), μεταξύ δύο η περισσοτέρων χρονολογικών σειρών, δηλαδή ή ύπαρξη ή μη μακροχρόνιας σχέσης, με βάση τις μεθόδους Engle- Granger, και Johansen. Επίσης αναλύεται το Υπόδειγμα Διόρθωσης Σφάλματος (VECM) και η σύνδεση μεταξύ μακροχρόνιας και βραχυχρόνιας ισορροπίας μεταξύ των δύο μεταβλητών, στα πλαίσια του συγκεκριμένου υποδείγματος. Στο 4 ο κεφάλαιο, αρχικά καταγράφονται τα περιγραφικά στοιχεία των εξεταζόμενων μεταβλητών(ca, BD) και για τις τέσσερεις επιλεγμένες χώρες της Ευρωζώνης. Στην συνέχεια εφαρμόζεται ο έλεγχος Engle & Granger, των δύο μεταβλητών για κάθε χώρα, καθώς και ο έλεγχος Johansen, προς διερεύνηση της μακροχρόνιας ισορροπίας των δύο μεταβλητών. Για τις χώρες που εμφανίζουν μακροχρόνια ισορροπία εφαρμόζεται το Δυναμικό Υπόδειγμα Διόρθωσης Σφάλματος, για την σύγκλιση ή μη μακροχρόνιας και βραχυχρόνιας ισορροπίας. Στο 5 ο κεφάλαιο περιγράφεται το θεωρητικό υπόδειγμα της απλής αιτιότητας κατά Granger, δηλαδή η ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ των δύο μεταβλητών. Η ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας, για τις μεταβλητές που εμφανίζουν μακροχρόνια ισορροπία, εξετάζεται με βάση το υπόδειγμα VECM, τόσο μακροχρόνια όσο και βραχυχρόνια, με βάση, συγκεκριμένους ελέγχους, ενώ για τις μεταβλητές των χωρών που δεν εμφανίζουν μακροχρόνια ισορροπία, εφαρμόζεται η χρήση VAR, προς αναζήτηση πιθανής βραχυχρόνιας αιτιότητας κατά Granger. Στο 6 ο κεφάλαιο καταγράφονται τα συμπεράσματα της παρούσας έρευνας και η αναγκαιότητα περαιτέρω μελέτης. 11

1.4 Περιγραφή των στοιχείων που συνθέτουν τον κρατικό προϋπολογισμό και το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών. Σε κάθε επίπεδο της Δημόσιας διοίκησης, εξαιρετικής σημαντικότητας παράγοντα, παγκοσμίως, αποτελούν οι Δημόσιες δαπάνες. Το ύψος των δημοσίων δαπανών, η διάρθρωσή τους αλλά και η χρηματοδότησή τους αποτελούν κεντρικά σημεία αναφοράς της Κυβερνητικής πολιτικής. Οι Δημόσιες δαπάνες αποτελούν την πρώτη βασική συνιστώσα της Δημοσιονομικής πολιτικής και η επίδρασή τους είναι σημαντική στην οικονομία. Αναλυτικότερα τα βασικά συστατικά στοιχεία του κρατικού προϋπολογισμού, αποτελούν: Οι Δημόσιες Κρατικές Δαπάνες τα Δημόσια φορολογικά έσοδα, δηλαδή οι φόροι Το δημοσιονομικό έλλειμμα ή πλεόνασμα του κρατικού προϋπολογισμού Τα επιμέρους στοιχεία που συνθέτουν τις Δημόσιες δαπάνες του κρατικού προϋπολογισμού, αναφέρονται στις δημόσιες δαπάνες του κράτους, για αγορά αγαθών και υπηρεσιών αλλά και την αγορά κεφαλαιουχικών αγαθών, που αφορούν την τρέχουσα περίοδο. Αυτές ακριβώς οι δαπάνες, αποτελούν τη Δημόσια κατανάλωση, που μαζί με τις Δημόσιες επενδύσεις συνιστούν το συνολικό ποσό των Κρατικών Δαπανών.Οι μεταβιβαστικές πληρωμές αποτελούν πληρωμές του Δημοσίου, για τις οποίες το Δημόσιο δεν εισπράττει αντάλλαγμα και αποτελούν παροχές που αναφέρονται σε επιδόματα κοινωνικής πρόνοιας, επιδόματα ανεργίας, παροχές του ασφαλιστικού συστήματος. Το τρίτο συνθετικό στοιχείο των Δημοσίων Δαπανών είναι οι τόκοι, για την ακρίβεια η διαφορά των τόκων που καταβάλλει το Δημόσιο στους κατόχους των ομολόγων, από τους οποίους δανείζεται, που μπορεί να είναι ιδιώτες, φορείς, κράτη, χρηματοπιστωτικά ιδρύματα και των τόκων που τυχόν εισπράττει. Η δεύτερη βασική συνιστώσα, στην σύνθεση του Κρατικού Προϋπολογισμού, συνίσταται στα δημόσια έσοδα, ή φορολογικά έσοδα και αφορούν μια σειρά από φόρους, όπως οι 12

προσωπικοί φόροι, οι εισφορές της κοινωνικής ασφάλισης, οι φόροι επί των εισαγωγών και επί της παραγωγής καθώς και οι φόροι περιουσίας. Είναι αρκετά δύσκολο, μία οικονομία να επιτυγχάνει εξίσωση των Δημοσίων δαπανών και των φόρων, δηλαδή να έχει ισοσκελισμένο προϋπολογισμό.εάν οι Δημόσιες Δαπάνες είναι μεγαλύτερες από τα Δημόσια έσοδα, τότε καταγράφεται Δημοσιονομικό έλλειμμα, ενώ εάν τα Δημόσια έσοδα, υπερβαίνουν τις Δημόσιες δαπάνες υπάρχει Δημοσιονομικό πλεόνασμα. Το Δημοσιονομικό έλλειμμα του κρατικού προϋπολογισμού διακρίνεται στο Συνολικό και στο πρωτογενές έλλειμμα.το συνολικό έλλειμμα του προϋπολογισμού ενσωματώνει τους καθαρούς τόκους, δηλαδή ισούται με το πρωτογενές έλλειμμα πλέον τους τόκους για την εξυπηρέτηση του χρέους.το πρωτογενές έλλειμμα συνίσταται στην διαφορά των φορολογικών εσόδων από τις Δημόσιες δαπάνες, αφαιρουμένων των καθαρών τόκων (τόκων εξυπηρέτησης του Δημοσίου χρέους). Εάν G, οι Δημόσιες-Κρατικές Δαπάνες που αφορούν δαπάνες δημοσίων αγαθών και υπηρεσιών, TR οι μεταβιβαστικές πληρωμές, Τ τα φορολογικά έσοδα, ΙΝΤ οι καθαροί τόκοι, τότε το πρωτογενές έλλειμμα, είναι: Πρωτογενές έλλειμμα = Δημόσιες Δαπάνες + Μεταβιβαστικές πληρωμές Φορολογικά έσοδα Πρωτογενές έλλειμμα = G+TR-T(1.4.1) και Συνολικό έλλειμμα = G+TR+INT-T(1.4.2) Εάν, για λόγους απλούστευσης, παραλείψουμε τις μεταβιβαστικές πληρωμές, τότε εάν οι Κρατικές Δαπάνες είναι μεγαλύτερες των φορολογικών εσόδων, ο κρατικός προϋπολογισμός, παρουσιάζει πρωτογενές έλλειμμα, (G>T), που αποτελεί την δημόσια αποταμίευση, ενώ αν οι Κρατικές δαπάνες είναι μικρότερες των Φορολογικών Εσόδων, τότε ο προϋπολογισμός εμφανίζει Δημοσιονομικό πλεόνασμα, (G<T). Η περίπτωση του δημοσιονομικού ελλείμματος, όπως θα αναλυθεί σε επόμενο κεφάλαιο, αποτελεί το βασικό μέγεθος, της θεωρίας -υπόθεσης των δίδυμων ελλειμμάτων, δηλαδή της αιτιώδους σχέσης μεταξύ δημοσιονομικού ελλείμματος και ελλείμματος Ισοζυγίου Τρεχουσών Συναλλαγών. 13

Ουσιαστικά, το πρωτογενές έλλειμμα απαντά στο κυρίαρχο ερώτημα του πόσο πρέπει να είναι το ποσό δανεισμού του Δημοσίου, προκειμένου να χρηματοδοτηθούν οι Δημόσιες Δαπάνες. Δηλαδή, στην περίπτωση πρωτογενούς ελλείμματος, το Κράτος καλείται μέσω Δανεισμού να χρηματοδοτήσει τις τρέχουσες Δαπάνες του. Η ύπαρξη Δημοσιονομικού ελλείμματος συνδέεται με την δημιουργία του Δημοσίου χρέους μιας οικονομίας. Το Δημόσιο χρέος είναι ο συσσωρευμένος δανεισμός του κράτους προκειμένου να χρηματοδοτήσει τα συνεχή Δημοσιονομικά ελλείμματά του. Η μεταβολή του Δημοσίου χρέους συναρτάται με την σχέση του ελλείμματος προς το ονομαστικό ΑΕΠ, τον λόγο του συνολικού χρέους προς το Ονομαστικό ΑΕΠ και την ποσοστιαία αύξηση του ονομαστικού ΑΕΠ, δηλαδή τον ρυθμό ανάπτυξης μιας οικονομίας. Η μεταβολή του δημοσίου χρέους, με βάση τα παραπάνω, δίνεται από την σχέση: G T Y Y t t1 t t ( r g)* (1.4.3) t t1 t Όπου: t t, η ποσοστιαία μεταβολή του χρέους,τον χρόνο t t-1 Y t -1, η ποσοστιαία μεταβολή του χρέους, την προηγούμενη χρονική περίοδο,t-1 Gt Tt, ο λόγος του πρωτογενούς ελλείμματος προς το ΑΕΠ, της τρέχουσας χρονικής Y t περιόδου ( r g), η διαφορά μεταξύ πραγματικού επιτοκίου (δανεισμού) και ρυθμού ανάπτυξης του ΑΕΠ. Ο όρος t ( r g)* Y t1 1 με τον ρυθμό αύξησης του ΑΕΠ. (Blanchard, et al 2010, Krugman & Wells 2012) αποτελεί την πληρωμή τόκων σε πραγματικούς όρους, σε σχέση 14

Συνεπώς, αντιλαμβάνεται κανείς την σημαντικότητα του δημοσιονομικού αποτελέσματος στον καθορισμό του δημοσίου χρέους και την επίδραση του στην άσκηση οικονομικής πολιτικής. To δημόσιο χρέος διακρίνεται σε εσωτερικό και εξωτερικό με βάση τον τόπο έκδοσης και του νομίσματος έκδοσης των χρεογράφων. Το εσωτερικό δημόσιο χρέος είναι τα δημόσια κρατικά δάνεια, στο εγχώριο νόμισμα της δανειζόμενης χώρας και εξωτερικό χρέος είναι τα δημόσια δάνεια που εκδίδονται στο εξωτερικό, σε ξένο νόμισμα. Θα πρέπει να επισημανθεί ότι, το εσωτερικό δημόσιο χρέος, δηλαδή ο εσωτερικός δανεισμός, δεν αυξάνει τους συνολικούς πόρους μιας οικονομίας, επηρεάζει την συνολική ενεργό ζήτηση, δεν ασκούνται συναλλαγματικές επιδράσεις και η αποπληρωμή των τόκων περιέχεται στους ημεδαπούς επενδυτές. Αντίστοιχα, ο εξωτερικός δανεισμός αυξάνει τους συνολικούς πόρους της οικονομίας, δεν επιδρά στην συνολική ζήτηση, ασκεί συναλλαγματικές πιέσεις και η πληρωμή των τόκων πηγαίνει στα χέρια κατοίκων των ξένων χωρών, (Γεωργακόπουλος & Πατσουράτης, 1994) Το Ισοζύγιο Τρεχουσών Συναλλαγών (CA) είναι το αλγεβρικό άθροισμα του Εμπορικού Ισοζυγίου, του Ισοζυγίου Υπηρεσιών, του Ισοζυγίου εισοδημάτων και του Ισοζυγίου Τρεχουσών μεταβιβάσεων.το εμπορικό ισοζύγιο περιλαμβάνει όλες τις συναλλαγές με άλλες χώρες που αφορούν αγαθά με φυσική υπόσταση. Το ισοζύγιο Υπηρεσιών αφορά τις εξωτερικές συναλλαγές σε υπηρεσίες όπως ο τουρισμός, η ναυτιλία και οι υπηρεσίες εκπαίδευσης. Οι καθαρές εξαγωγές συνίστανται στην διαφορά εξαγωγών από τις εισαγωγές, (ΝΧ=Χ- Μ). Οι εισαγωγές (Μ) αφορούν την παραγωγή αγαθών και υπηρεσιών στο εξωτερικό και αγοράζονται από κατοίκους της χώρας ενώ οι εξαγωγές (Χ) αφορούν την παραγωγή αγαθών και υπηρεσιών που παράγονται εντός της χώρας και διατίθενται σε κατοίκους του εξωτερικού. Τα προσδιοριστικά στοιχεία του Ισοζυγίου εισοδημάτων αφορούν κυρίως εξωγενείς παράγοντες, όπως οι συνθήκες ελκυστικότητας του εξωτερικού επιχειρηματικού περιβάλλοντος, κίνητρα επενδύσεων και φορολογικές ρυθμίσεις. Σε σχέση με τις τρέχουσες μεταβιβάσεις, οι μεταβλητές που τις προσδιορίζουν είναι κυρίως εξωγενείς 15

όπως, για παράδειγμα, οι φυσικές καταστροφές που οδηγούν στην χορήγηση ανθρωπιστικής βοήθειας. Εάν Χ το σύνολο των εξαγωγών, αγαθών και υπηρεσιών, Μ το σύνολο των εισαγωγών αγαθών και υπηρεσιών, τότε οι καθαρές εξαγωγές, είναι η διαφορά εισαγωγών από εξαγωγές (Χ-Μ) Δεύτερο συστατικό στοιχείο του Ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών αποτελεί το Ισοζύγιο εισοδημάτων (BI) και αφορά αμοιβές, μισθούς, τόκους, μερίσματα. Το τρίτο στοιχείο του CA είναι το ισοζύγιο τρεχουσών μεταβιβάσεων, όπως για παράδειγμα οι μεταβιβάσεις από την Ευρωπαϊκή ένωση. Στο ισοζύγιο εισοδημάτων καταχωρούνται επίσης οι εισπράξεις και πληρωμές τόκων, διότι αποτελούν την αμοιβή του δανειζόμενου κεφαλαίου (Abel, et al., 2010). Συνεπώς: CA ( X M) BI CUT CA NX BI CUT (1.4.4) Όπου: CA, Ισοζύγιο Τρεχουσών Συναλλαγών BI, Ισοζύγιο εισοδημάτων (συνίσταται στο καθαρό εισόδημα από το εξωτερικό CUT, Ισοζύγιο Τρεχουσών Μεταβιβάσεων (καθαρές τρέχουσες μεταβιβάσεις) Συνεπώς, αφού το Ισοζύγιο εισοδημάτων και το ισοζύγιο τρεχουσών μεταβιβάσεων, είναι εξωγενώς προσδιοριζόμενα, καθοριστικό παράγοντα διαμόρφωσης του Ισοζυγίου Τρεχουσών Συναλλαγών αποτελεί το Εμπορικό Ισοζύγιο. Δηλαδή είναι NX=CA Η μεταβολή του Ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών μιας οικονομίας-χώρας καθορίζεται από τους παρακάτω παράγοντες: 16 Την πραγματική Συναλλαγματική Ισοτιμία το μέγεθος του εγχωρίου Εισοδήματος (ΑΕΠ) στο πλαίσιο μιας νομισματικής ένωσης, η υιοθέτηση του κοινού νομίσματος και ο καθορισμός του επιτοκίου σε χαμηλά επίπεδα. Η πραγματική συναλλαγματική ισοτιμία και το ΑΕΠ αποτελούν ενδογενείς μεταβλητές.

Η πραγματική Συναλλαγματική ισοτιμία αποτελεί δείκτη εξέλιξης της διεθνούς ανταγωνιστικότητας των εγχωρίων αγαθών (Λεβεντάκης, 2003). Άνοδος του δείκτη σημαίνει (πραγματική) υποτίμηση, η οποία και αυξάνει την διεθνή ανταγωνιστικότητα των εγχωρίων αγαθών. Μείωση του δείκτη υποδηλώνει (πραγματική) ανατίμηση, η οποία και μειώνει την διεθνή ανταγωνιστικότητα των εγχωρίων αγαθών. Η αύξηση της πραγματικής συναλλαγματικής ισοτιμίας καθιστά τα εγχώρια αγαθά φθηνότερα και συνεπώς ανταγωνιστικότερα, με αποτέλεσμα την αύξηση των εξαγωγών και τελικά την αύξηση του εμπορικού ισοζυγίου. Η μείωση της πραγματικής συναλλαγματικής ισοτιμίας καθιστά τα εγχώρια αγαθά ακριβότερα, με συνέπεια την μείωση των εξαγωγών και την χειροτέρευση του εμπορικού ισοζυγίου. Η μεταβολή του ΑΕΠ, ως ενδογενής μεταβλητή, συνδέεται με τις εισαγωγές καθορίζοντας το αποτέλεσμα του εμπορικού Ισοζυγίου. Ειδικότερα, η σχέση μεταξύ εισοδήματος και Εμπορικού Ισοζυγίου είναι αντίστροφη. Αυτό σημαίνει ότι αύξηση του εισοδήματος αυξάνει τις εισαγωγές και ως εκ τούτου επιδεινώνει το εμπορικό ισοζύγιο και αντίστροφα η μείωση του εισοδήματος μειώνει τις εισαγωγές, με αποτέλεσμα την μη επιδείνωση του εμπορικού ισοζυγίου. Η υιοθέτηση του κοινού νομίσματος εξαλείφει τον συναλλαγματικό κίνδυνο των χωρών εντός της νομισματικής ένωσης και η συγκράτηση του επιτοκίου σε χαμηλά επίπεδα, επιτρέπει στις χώρες - μέλη την δημιουργία επενδύσεων αλλά ταυτόχρονα αποτελεί και αντικίνητρο για την δημιουργία ιδιωτικών αποταμιεύσεων (Λιανός & Κυρίκος 2008, Abel et al. 2010). Όπως θα αναφερθεί στο επόμενο κεφάλαιο, η ύπαρξη δίδυμων ελλειμμάτων συνδέεται με την ιδιωτική ακαθάριστη επένδυση και αποταμίευση και ως εκ τούτου, η δημιουργία ανισορροπιών στο εμπορικό ισοζύγιο οφείλεται και στις δύο αυτές μεταβλητές. 17

1.5 Το θεωρητικό πλαίσιο των δίδυμων ελλειμμάτων Η Μακροοικονομική ταυτότητα, που συνιστά τον τρόπο μέτρησης του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος, ως δαπάνη, δίνεται από την σχέση: Y C I G ( X - M) (1.5.1) όπου: P Υ, το Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν C, η καταναλωτική δαπάνη Ι P, η ιδιωτική ακαθάριστη επένδυση-επενδυτική δαπάνη G, οι δημόσιες δαπάνες-δημόσια δαπάνη Χ, οι εξαγωγές αγαθών, καθαρές δαπάνες ξένων επί της εγχώριας παραγωγής Μ, οι εισαγωγές αγαθών, καθαρές δαπάνες ημεδαπών επί της ξένης παραγωγής NX=(X-M), οι καθαρές εξαγωγές Η αποταμίευση του ιδιωτικού τομέα ισούται με την διαφορά του διαθέσιμου εισοδήματος των φόρων και της κατανάλωσης, δηλαδή είναι: Sp Y -T - C (1.5.2) Όπου Sp, η Ιδιωτική αποταμίευση Η Δημόσια αποταμίευση, όπως λέχθηκε και παραπάνω, συνιστά την διαφορά των (τρεχουσών), δημοσίων δαπανών και των φορολογικών εσόδων και είναι: Sg T G (1.5.3) Όπου Sg, η δημόσια αποταμίευση, η οποία και ταυτίζεται με το (πρωτογενές) πλεόνασμα του κρατικού προϋπολογισμού, στην περίπτωση που τα φορολογικά έσοδα είναι μεγαλύτερα των δημοσίων δαπανών, T>G. 18

Η Εθνική αποταμίευση μιας οικονομίας είναι το άθροισμα της ιδιωτικής και δημόσιας αποταμίευσης. Από τις σχέσεις (1.5.2) και (1.5.3), έχουμε: Sn Sp Sg Sn Y T C T G Sn Y C G(1.5.4) Όπου: Sn η Εθνική αποταμίευση που ισούται με την διαφορά του συνολικού εισοδήματος της οικονομίας (ΑΕΠ), μείον την καταναλωτική και την δημόσια δαπάνη. Η χρήση, διάθεση του εισοδήματος μιας οικονομίας, δίνεται από την αναδιάταξη της σχέσης (2), που ισοδύναμα γίνεται, Y Sp T C (1.5.5), δηλαδή ένα μέρος του εθνικού εισοδήματος διατίθεται για ιδιωτική αποταμίευση, ένα άλλο μέρος για πληρωμή φόρων και ένα τρίτο μέρος για κατανάλωση. Από τις (1.5.1) και (1.5.5), έχουμε: C I G( X - M) Sp T C Ip G ( X - M) Sp T P Ip Sp ( T G) NX Ip Sp ( T - G)- CA(1.5.6) Η σχέση (1.5.6) αποτελεί την βασική εθνικολογιστική ταυτότητα και αποτυπώνει ότι, οι ιδιωτικές ακαθάριστες επενδύσεις Ip χρηματοδοτούνται κατά ένα μέρος από την ιδιωτική αποταμίευση Sp, την δημόσια αποταμίευση Sg, δηλαδή το πλεόνασμα του κρατικού προϋπολογισμού και το έλλειμμα του Ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών (Εμπορικού Ισοζυγίου).Το γεγονός αυτό δηλώνει ότι, οι εγχώριοι αποταμιευτικοί πόροι, ιδιωτικοί και δημόσιοι, μαζί με τους ξένους αποταμιευτικούς πόρους που εισρέουν στην οικονομίαχώρα, χρηματοδοτούν τις εγχώριες ακαθάριστες ιδιωτικές επενδύσεις (Λιανός & Κυρίκος, 2008). Αναδιατάσσοντας την σχέση (1.5.6), έχουμε: Ip Sp ( T - G) - CA CA ( Sp - Ip) ( T - G)(1.3.7) ή C A = (S p -Ip )+ B D (1.5.8) (Kalou & Paleologou, 2012) 19

Η σχέση (1.5.8) είναι η κύρια μακροοικονομική σχέση που συνδέει το εμπορικό με το δημοσιονομικό έλλειμμα μέσω της ιδιωτικής αποταμίευσης και των ιδιωτικών ακαθάριστων επενδύσεων. Είναι προφανές από την παραπάνω σχέση ότι το έλλειμμα του εμπορικού ισοζυγίου οφείλεται σε μία ή περισσότερες μεταβολές των μεταβλητών, ιδιωτική αποταμίευση, ιδιωτική ακαθάριστη επένδυση και ισοζύγιο του κρατικού προϋπολογισμού. Ειδικότερα, η ύπαρξη του ελλείμματος του εμπορικού ισοζυγίου προσδιορίζεται από την μείωση της ιδιωτικής αποταμίευσης ή την μείωση της ιδιωτικής ακαθάριστης επένδυσης ή και την αύξηση του ελλείμματος του κρατικού προϋπολογισμού. H διεύρυνση του δημοσιονομικού ελλείμματος που θα προέλθει από την αύξηση των δημοσίων δαπανών ή την μείωση των φορολογικών εσόδων ή και συνδυασμού αυτών, θα επηρεάσει και το μέγεθος του εμπορικού ισοζυγίου, δοθέντων σταθερών των μεγεθών της ιδιωτικής αποταμίευσης Sp και της ιδιωτικής ακαθάριστης επένδυσης Ip (Abel, et al., 2010). Αξίζει να επισημάνουμε εκ νέου ότι, ένα δημοσιονομικό έλλειμμα αντιπροσωπεύει την μείωση της εθνικής αποταμίευσης από την μία μεριά και από την άλλη τον δανεισμό που απαιτείται από μία οικονομία, προκειμένου να χρηματοδοτήσει τις τρέχουσες δαπάνες της και ένα έλλειμμα στο εμπορικό ισοζύγιο αντιπροσωπεύει το ύψος αλλά και την κατεύθυνση του εξωτερικού δανεισμού. Επομένως, βάσει της σχέσης (1.5.8), εάν υπάρχει δημοσιονομικό έλλειμμα το οποίο και δεν αντισταθμίζεται από ένα πλεόνασμα των ιδιωτικών αποταμιεύσεων σε σχέση με τις ιδιωτικές ακαθάριστες επενδύσεις, τότε η χώρα-οικονομία θα εμφανίζει έλλειμμα στο εμπορικό ισοζύγιο. Αυτό σημαίνει ότι το δημοσιονομικό ισοζύγιο και το εμπορικό συνδέονται άμεσα ή, διαφορετικά, είναι δίδυμα ελλείμματα, με αιτιώδη σχέση από το δημόσιο έλλειμμα προς το Ισοζύγιο Τρεχουσών Συναλλαγών, δηλαδή το δημοσιονομικό έλλειμμα προκαλεί, (αιτιάζει) το έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών (Abel, et al., 2010). 20

1.6 Περιγραφή και ανάλυση των θεωρητικών υποθέσεων των δίδυμων ελλειμμάτων Η υπόθεση των δίδυμων ελλειμμάτων, με βάση την σχετική βιβλιογραφία, αναφέρεται κυρίως σε δύο προσεγγίσεις. Η πρώτη προσέγγιση αναφέρεται στην Κεϋνσιανή περίπτωση και εξετάζει το υπόδειγμα Mundell-Fleming (Fleming 1962, Mundell 1963) και η δεύτερη προσέγγιση στη Ρικαρδιανή Ισοδυναμία. 2 Η πρώτη προσέγγιση υποστηρίζει ότι, εάν ο Κρατικός προϋπολογισμός εμφανίζει έλλειμμα, τότε η Κυβέρνηση προκειμένου να καλύψει το έλλειμμα θα πρέπει να δανειστεί. Όμως, Δημοσιονομικό έλλειμμα συνιστά αρνητική δημόσια αποταμίευση και κατά συνέπεια η Εθνική Αποταμίευση θα μειώνεται. Να σημειώσουμε εδώ ότι, μειωμένης της εθνικής αποταμίευσης μειώνεται η δυνατότητα εξωτερικού δανεισμού στο πραγματικό διεθνές επιτόκιο, αφού οι εγχώριες αποδόσεις είναι μικρότερες από τις ξένες, για την προσέλκυση ξένων δανειακών κεφαλαίων. Συνεπώς, η μειούμενη Εθνική αποταμίευση και προκειμένου να αυξηθούν οι εισροές κεφαλαίων, θα έχει σαν αποτέλεσμα την αύξηση του εγχωρίου επιτοκίου σε υψηλότερο επίπεδο, από το επίπεδο του ξένου επιτοκίου. Στη βάση της ανοικτής οικονομίας που εξετάζει η συγκεκριμένη υπόθεση, με πλήρη κινητικότητα κεφαλαίων και υποκαταστασιμότητα εγχωρίων και ξένων τίτλων και σε καθεστώς κυμαινόμενων συναλλαγματικών ισοτιμιών, θα υπάρξει εισροή κεφαλαίων, λόγω των αυξημένων εγχώριων αποδόσεων, δηλαδή του επιτοκίου. Η εισροή κεφαλαίων θα αυξήσει την ζήτηση του εγχώριου νομίσματος, με αποτέλεσμα την ανατίμηση του. Η ανατίμηση του εγχώριου νομίσματος καθιστά ακριβότερες τις εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών και άρα η μειωμένη ανταγωνιστικότητα της οικονομίας, τουλάχιστον ως προς τις τιμές, έχει σαν 2 Το υπόδειγμα Mundell-Fleming, βασίζεται στις θεωρητικές εργασίες των Mundell (1963, 1968), Fleming (1962), για μια μικρή ανοικτή οικονομία. Η έννοια της μικρής ανοικτής οικονομίας συνίσταται, στο ότι η οικονομία αυτή δεν επηρεάζει το διεθνές επίπεδο τιμών, αλλά και το διεθνές επιτόκιο και υποθέτει, σταθερές τιμές, πλήρη κινητικότητα κεφαλαίων και στατικές προσδοκίες σε ότι αφορά την τρέχουσα και αναμενόμενη συναλλαγματική ισοτιμία, S e t+1 = St.Το συγκεκριμένο υπόδειγμα συνδέει την εγχώρια οικονομία, μέσω των σχετικών τιμών των εισαγόμενων αγαθών και μέσω του επιτοκίου. 21

αποτέλεσμα την επιδείνωση του Ισοζυγίου Τρεχουσών Συναλλαγών (Κουτεντάκης & Κουκουριτάκης, 2015). Με βάση τον μηχανισμό που περιγράφηκε και σε καθεστώς κυμαινόμενης συναλλαγματικής ισοτιμίας, μία αύξηση στο δημοσιονομικό έλλειμμα θα προκαλέσει (αιτιώδης σχέση),αύξηση του ελλείμματος στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, Συνεπώς, η προσέγγιση της Κεϋνσιανής θεωρίας αναφέρεται στην υπόθεση των δίδυμων ελλειμμάτων από το Δημόσιο στο εμπορικό, τα οποία και συνδέονται μεταξύ τους μέσω του μηχανισμού του επιτοκίου (Fleming 1962, Mundell 1963). Στην περίπτωση της σταθερής συναλλαγματικής ισοτιμίας, μία αύξηση στο Δημοσιονομικό έλλειμμα θα προκαλέσει αύξηση στο (Εθνικό) εισόδημα. Η αύξηση του εισοδήματος θα αυξήσει τις εισαγωγές και ταυτόχρονα θα υπάρξουν αυξημένες εγχώριες αποδόσεις (εγχώρια επιτόκια). Αύξηση των εισαγωγών σημαίνει επιδείνωση του εμπορικού ισοζυγίου δηλαδή δημιουργία ελλείμματος και αύξηση εγχώριου επιτοκίου σημαίνει αυξημένες εισροές κεφαλαίων. Επομένως, υπό καθεστώς σταθερών συναλλαγματικών ισοτιμιών, η ύπαρξη δημοσιονομικού ελλείμματος συνεπάγεται την επιδείνωση του εμπορικού ισοζυγίου και τελικά του Ισοζυγίου Τρεχουσών Συναλλαγών(Κουτεντάκης & Κουκουριτάκης 2015, Κατσίμπρης 1999, Λεβεντάκης 2003). Μία επίσης ενδιαφέρουσα προσέγγιση προς την κατεύθυνση της ενίσχυσης της θεωρίας των δίδυμων ελλειμμάτων αποτέλεσε η εργασία των Horioka-Feldstein(1980) που συνέδεσαν την πλήρη κινητικότητα κεφαλαίου με την αποταμίευση και την ιδιωτική επένδυση.πιο συγκεκριμένα υποστήριξαν στην εργασία τους, ότι οι ιδιωτικές επενδύσεις δεν χρηματοδοτούνται από τις ιδιωτικές αποταμιεύσεις αλλά από την διεθνή ροή κεφαλαίων. Συνεπώς, στην βάση του ότι οι επενδύσεις συνδέονται με την κινητικότητα κεφαλαίων, η ύπαρξη δημοσιονομικού ελλείμματος που θα μειώσει την εθνική αποταμίευση, θα επηρεάσει προς την ίδια κατεύθυνση και το εμπορικό ισοζύγιο. Η δεύτερη υπόθεση περί δίδυμων ελλειμμάτων βασίζεται στην Ρικαρδιανή Ισοδυναμία. H θεώρηση της Ρικαρδιανής Ισοδυναμίας, βασίζεται στην ιδέα ότι, σε μακροχρόνια βάση οι δημόσιες δαπάνες θα πρέπει να χρηματοδοτούνται μέσω των φόρων-φορολογικών εσόδων. Εάν δεν μεταβληθούν οι τρέχουσες δημόσιες δαπάνες αλλά και οι 22

σχεδιαζόμενες, η μείωση των φόρων θα επηρεάσει τον χρόνο της φορολόγησης όχι όμως και το βάρος που θα φέρουν οι καταναλωτές (Abel, et al., 2010). Η θέση των καταναλωτών δεν καλυτερεύει από την σημερινή μείωση των φόρων διότι δεν αντισταθμίζεται από την μελλοντική αύξηση τους, με αποτέλεσμα οι καταναλωτές να μην αντιδρούν στην τωρινή μείωση των φόρων μεταβάλλοντας την κατανάλωσή τους. Στη βάση ότι οι τρέχουσες δημόσιες δαπάνες παραμένουν σταθερές, μία μείωση των φόρων δεν θα επηρεάσει την επιθυμητή κατανάλωση και αποταμίευση. Αποτέλεσμα αυτού είναι ότι η κυβέρνηση, προκειμένου να χρηματοδοτήσει τις ανάγκες του κρατικού προϋπολογισμού λόγω της ύπαρξης του ελλείμματος, θα πρέπει να δανειστεί, με συνέπεια να αυξηθούν οι μελλοντικοί φόροι, αφού θα πρέπει να αποπληρωθεί ο δανεισμός. Η σημερινή μείωση των φόρων αυξάνει το διαθέσιμο εισόδημα των καταναλωτών, αλλά δημιουργεί την ανάγκη επιβολής μελλοντικών φόρων για την αποπληρωμή του δανεισμού, με συνέπεια να μειώνεται το μελλοντικό εισόδημα των καταναλωτών. Επομένως αν ισχύει η υπόθεση της Ρικαρδιανής Ισοδυναμίας, το δημοσιονομικό έλλειμμα, που προκαλείται από μια μείωση των φόρων δεν επιδρά στο εμπορικό ισοζύγιο διότι δεν επηρεάζει την εθνική αποταμίευση. Ο Barro(1974), βασιζόμενος στην Ρικαρδιανή Ισοδυναμία, υποστήριξε ότι η χρηματοδότηση των δημοσίων δαπανών μέσω της αύξησης των φόρων ή με δανεισμό, δεν θα επηρεάσει την διαχρονική συμπεριφορά τους. Η χρηματοδότηση των κρατικών δαπανών μέσω του δανεισμού με έκδοση ομολόγων δεν επηρεάζει το επίπεδο του επιτοκίου και τούτο διότι οι καταναλωτές-φορολογούμενοι είναι ορθολογικά άτομα και συνεπώς γνωρίζουν ότι οι φόροι που θα επιβληθούν στο μέλλον θα αυξηθούν για να εξοφληθεί ο δανεισμός, με αποτέλεσμα να προεξοφλούν τους μελλοντικούς τους φόρους και να αυξάνουν κατά το ίδιο ποσό την αποταμίευσή τους (Barro,1974,1979,1980). Δηλαδή, από την μια πλευρά αυξάνουν τα δανειακά κεφάλαια, με σκοπό την χρηματοδότηση του δημόσιου ελλείμματος, με αποτέλεσμα την αύξηση του επιτοκίου και από την άλλη, η αύξηση της ιδιωτικής αποταμίευσης αυξάνει την προσφορά δανειακών κεφαλαίων, με αποτέλεσμα την πτώση του επιτοκίου. Συνεπώς οι μηχανισμοί κάλυψης του δημοσίου ελλείμματος, είτε με δανεισμό είτε με αύξηση των φόρων, είναι ισοδύναμοι αφού αφήνουν το επιτόκιο αμετάβλητο (Κατσίμπρης, 1999). 23

Με βάση τα παραπάνω, η ανεξαρτησία της υπόθεσης των δίδυμων ελλειμμάτων, ισχυροποιείται μέσω της Ρικαρδιανής ισοδυναμίας, διότι ακριβώς εξαφανίζεται ο συνδετικός κρίκος μεταξύ δημοσίου ελλείμματος και επιτοκίου. Μία ενδιαφέρουσα προσέγγιση που διαφοροποιείται πλήρως από τις δύο προηγούμενες, αφορά την διπλή απόκλιση μεταξύ των δύο ελλειμμάτων που διαπιστώθηκε από τους Kim και Roubini (2008). Συνδέοντας μακροοικονομικές μεταβλητές όπως την πραγματική συναλλαγματική ισοτιμία, την επένδυση και την αποταμίευση καθώς και τα μεγέθη του δημοσιονομικού και εμπορικού ισοζυγίου στην οικονομία των ΗΠΑ, με την χρήση υποδειγμάτων VAR, ισχυρίστηκαν την απόκλιση των δύο ελλειμμάτων, κυρίως από διαταραχές που επιδρούν στην παραγωγή και λιγότερο από παράγοντες που επιδρούν στο δημοσιονομικό έλλειμμα. Επίσης υποστήριξαν ότι, η βελτίωση του εμπορικού ισοζυγίου από μία επιδείνωση του δημοσιονομικού ελλείμματος προέρχεται από την αύξηση των αποταμιεύσεων και την μείωση των επενδύσεων λόγω αύξησης του επιτοκίου (για την ακρίβεια την εκτόπιση των ιδιωτικών επενδύσεων λόγω αύξησης του επιτοκίου) και της μείωσης της πραγματικής συναλλαγματικής ισοτιμίας (Kim & Roubini, 2008). ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2 ο ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΗ ΑΝΑΣΚΟΠΗΣΗ 2.1 Εισαγωγή Κεφαλαίου Στο παρόν κεφάλαιο θα αναφερθούμε στην βιβλιογραφική ανασκόπηση περί δίδυμων ελλειμμάτων. Η βιβλιογραφία που παρατίθεται στην συνέχεια διερευνά την ύπαρξη της αιτιώδους σχέσης μεταξύ των δύο μεταβλητών (Δημόσιου και εμπορικού ελλείμματος), καθώς και την κατεύθυνσή της. Η σχετική βιβλιογραφία αναπτύχθηκε μέσω των εμπειρικών ερευνών με την χρήση διαφορετικών οικονομετρικών υποδειγμάτων και την χρήση διαφορετικών οικονομικών μεταβλητών και δεν καταλήγει στην ενίσχυση ή όχι της μιας ή της άλλης υπόθεσης. Οι διαφοροποιήσεις που προκύπτουν από τα εμπειρικά ευρήματα των μελετών για την κατεύθυνση της αιτιώδους σχέσης οφείλονται στο διαφορετικό εύρος των χρονικών διαστημάτων καθώς και στην χρήση διαφορετικών οικονομετρικών μεθόδων που εφαρμόσθηκαν στα εξεταζόμενα δείγματα. 24

Η διάταξη της βιβλιογραφίας που ακολουθεί αναφέρει αρχικά τις εμπειρικές έρευνες που σε μεγαλύτερο αριθμό υποστηρίζουν την υπόθεση των δίδυμων ελλειμμάτων, δηλαδή την αιτιώδη σχέση-συνάφεια του Δημοσιονομικού ελλείμματος προς το Ισοζύγιο τρεχουσών Συναλλαγών. Στην συνέχεια ακολουθούν βιβλιογραφικές αναφορές που ενισχύουν τη Ρικαρδιανή θεωρία, οι εμπειρικές έρευνες που διαπιστώνουν την αντίστροφη αιτιώδη σχέση των δύο ελλειμμάτων και τέλος καταγράφεται η βιβλιογραφία που αφορά την αμφίδρομη σχέση αιτιότητας. 2.2 Η Κεϋνσιανή προσέγγιση (υπόδειγμα Mundell-Fleming) Όπως αναφέραμε παραπάνω, η προσέγγιση των Δίδυμων Ελλειμμάτων, με βάση το υπόδειγμα Mundell-Fleming, καθορίζει την κατεύθυνση της σχέσης από το Δημοσιονομικό Έλλειμμα προς το Εμπορικό έλλειμμα, μέσω του μηχανισμού του επιτοκίου. Ο Abell (1990), κάνοντας χρήση στοιχείων από το έτος 1979 έως το έτος 1985, σε μηνιαία βάση, επιβεβαίωσε την υπόθεση των δίδυμων ελλειμμάτων. Πιο συγκεκριμένα, έκανε χρήση μιας σειράς μεταβλητών όπως την πραγματική συναλλαγματική ισοτιμία των ΗΠΑ, σε σχέση με τα νομίσματα άλλων χωρών, την ποσότητα του χρήματος, την απόδοση ομολόγων με μεγάλη αξιοπιστία, το δημόσιο έλλειμμα και το εμπορικό έλλειμμα, τον δείκτη τιμών καταναλωτή και το καθαρό διαθέσιμο εισόδημα. Δημιουργώντας ένα υπόδειγμα VAR, από τις παραπάνω μεταβλητές, θέλησε να διερευνήσει την σχέση των παραπάνω μεταβλητών, μέσω του ελέγχου αιτιότητας κατά Granger, για την κατεύθυνση της σχέσης των δύο ελλειμμάτων.διαπίστωσε ότι η αύξηση του δημόσιου ελλείμματος που προκαλεί την αύξηση του επιτοκίου επηρεάζει την συναλλαγματική ισοτιμία και με έμμεσο τρόπο επιδεινώνει το εμπορικό έλλειμμα. Οι Zeitz και Pemperton (1990), έκαναν χρήση στοιχείων από την οικονομία των ΗΠΑ, από το έτος 1972 έως το έτος 1987, δημιουργώντας ένα πολυμεταβλητό μοντέλο με μεταβλητές όπως, την πραγματική συναλλαγματική ισοτιμία, τα συνθετικά στοιχεία του εμπορικού ισοζυγίου, εισαγωγές και εξαγωγές, το επιτόκιο, τον προσδοκώμενο πληθωρισμό των ΗΠΑ και την εγχώρια απορρόφηση των εισαγωγών και εξαγωγών. Η επεξεργασία των παραπάνω μεταβλητών κατέδειξε την ενίσχυση της υπόθεσης των δίδυμων ελλειμμάτων. 25

O Bachman (1992) κάνοντας χρήση διμεταβλητών υποδειγμάτων VAR με πέντε μεταβλητές (το δημοσιονομικό και το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, την παραγωγικότητα, τις ιδιωτικές επενδύσεις και το risk premium της συναλλαγματικής ισοτιμίας) σε στοιχεία των ΗΠΑ για το χρονικό διάστημα από το έτος 1979 έως το 1988, κατέληξε στην ύπαρξη μονόδρομης αιτιότητας από το δημοσιονομικό προς το εμπορικό έλλειμμα. Η εμπειρική έρευνα του Vamvoukas (1997) με ετήσια στοιχεία της Ελληνικής οικονομίας, για εύρος χρόνου από το 1948 έως το 1993, ενίσχυσε την υπόθεση των δίδυμων ελλειμμάτων. Αφού αναλύθηκαν συγκεκριμένα οικονομετρικά υποδείγματα, όπως ο επαυξημένος έλεγχος μοναδιαίας ρίζας (ADF), ο έλεγχος συνολοκλήρωσης των Johanson και Juselius (1990), καθώς και ο έλεγχος αιτιότητας κατά Granger (1969), διαπιστώθηκε ότι τα δύο ελλείμματα συνολοκληρώνονται και συνεπώς εμφανίζουν μακροχρόνια σχέση, με το Δημοσιονομικό έλλειμμα να αιτιάται στο Ισοζύγιο Τρεχουσών Συναλλαγών μακροχρόνια και βραχυχρόνια. Η κατεύθυνση της αιτιώδους αυτής σχέσης, από το Δημόσιο στο Εμπορικό έλλειμμα, θα έχει σαν αποτέλεσμα μέτρα Δημοσιονομικής πολιτικής, όπως μια περιοριστική δημοσιονομική πολιτική, τον περιορισμό του εμπορικού ελλείμματος. Σε νέα του μελέτη το 1999, επιβεβαιώνει εκ νέου την υπόθεση των δίδυμων ελλειμμάτων. Οι Khalid και Guan (1999) εξέτασαν τα οικονομικά στοιχεία πέντε υπό ανάπτυξη οικονομιών (Αίγυπτος, Ινδία, Πακιστάν, Ινδονησία, Μεξικό) και πέντε ανεπτυγμένων οικονομιών (Μεγάλη Βρετανία, Γαλλία, Αυστραλία, ΗΠΑ, Καναδά). Για τις αναπτυσσόμενες οικονομίες διαπιστώθηκε μια μακροχρόνια σχέση (συνολοκλήρωση) καθώς και αιτιακή σχέση από το Δημόσιο στο εμπορικό έλλειμμα. Αυτό αποδόθηκε κυρίως στην ανεπάρκεια των φορολογικών μηχανισμών των αναπτυσσόμενων αυτών χωρών με αποτέλεσμα την διεύρυνση των Δημοσιονομικών ελλειμμάτων, καθώς και στην αδυναμία των οικονομιών αυτών λόγω διάρθρωσης των κεφαλαιαγορών τους, να προσελκύσουν κεφάλαια, με αποτέλεσμα να καταφεύγουν σε δανεισμό, γεγονός που επιδεινώνει το εμπορικό έλλειμμα. Ο Normandin (1999), καταγράφοντας στοιχεία σε τριμηνιαία βάση των ΗΠΑ και του Καναδά, συνέδεσε τα δύο ελλείμματα, εντοπίζοντας ότι η αυξημένη συχνότητα δημιουργίας του δημοσιονομικού ελλείμματος, αυξάνει το εξωτερικό χρέος. Κατέληξε 26

στο γεγονός ότι, ανεξάρτητα από το ότι το δημόσιο έλλειμμα, στις δύο αυτές χώρες είναι μικρό, ο επηρεασμός του εξωτερικού χρέους είναι μεγάλος. Χρησιμοποιώντας ένα VAR υπόδειγμα ο Zengin (2000), μελετώντας τα στοιχεία της Τουρκικής οικονομίας σε μία εικοσαετία, διαπίστωσε τον καθοριστικό ρόλο του επιτοκίου που επιδρά στο δημόσιο έλλειμμα, που με τη σειρά του επιδρά στο εμπορικό έλλειμμα. Επίσης, επισήμανε την άμεση επίδραση του επιτοκίου τόσο στο εμπορικό όσο και στο δημοσιονομικό ισοζύγιο.ακόμα, κατέληξε ότι η πραγματική συναλλαγματική ισοτιμία, δεν επηρεάζει απευθείας το εμπορικό έλλειμμα, αλλά αυτό επηρεάζεται μόνο μέσω του κρατικού προϋπολογισμού. Οι Leachman και Francis (2002) εξετάζοντας τα στοιχεία όλης της μεταπολεμικής περιόδου για την οικονομία των ΗΠΑ, υποστήριξαν την υπόθεση των δίδυμων ελλειμμάτων, για την περίοδο από το 1974 και μετά. Εφαρμόζοντας τη μέθοδο συνολοκλήρωσης και του Υποδείγματος Διόρθωσης Σφάλματος - ECM (δηλαδή την εξέταση μακροχρόνιας και βραχυχρόνιας σχέσης μεταξύ των δύο μεταβλητών) εντόπισαν την ασθενή αιτιώδη σχέση μεταξύ των δύο ελλειμμάτων. Ο Fidmurc (2003), με την χρήση στοιχείων από το 1970 έως το 2001, εξέτασε μια σειρά από χώρες όπως Βουλγαρία, Γερμανία, Ολλανδία, Μεγάλη Βρετανία καθώς και δύο αναπτυσσόμενες οικονομίες (Μεξικό και Κορέα), αλλά και μια σειρά από χώρες που ανήκαν στο πρώην Ανατολικό μπλοκ, ενισχύοντας την υπόθεση των δίδυμων ελλειμμάτων. Ειδικότερα για τις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης, βρήκε ότι η σχέση αυτή επιβεβαιώνεται κυρίως μέχρι την οριακή ημερομηνία του 1989, έτος καθοριστικών πολιτικών και οικονομικών αλλαγών για τις χώρες αυτές αλλά και για τις δυτικές οικονομίες. Η αιτιώδης σχέση των δύο ελλειμμάτων δεν επιβεβαιώθηκε για τα έτη 1990 έως το 2001 (συνολοκλήρωση μακροχρόνια σχέση των μεταβλητών), λόγω της μεταβολής των διεθνών οικονομικών συσχετισμών, της διεθνοποίησης των συναλλαγών και της παγκοσμιοποίησης των αγορών. Η μελέτη για τις χώρες των G7, του Salvatore (2006) κατέδειξε την μονόδρομη σχέση αιτιότητας, από το δημόσιο στο εμπορικό έλλειμμα αλλά με χρονική υστέρηση ενός έως και πέντε έτη. Η έρευνα του βασίστηκε στο μηχανισμό του επιτοκίου και τον επηρεασμό των δύο ελλειμμάτων. 27

Μια ενδιαφέρουσα θεώρηση, αναλύθηκε από τους Corcetti και Muller (2006), οι οποίοι βασιζόμενοι σε υποδείγματα VAR, για την Μ. Βρετανία, Καναδά, Αυστραλία και ΗΠΑ, εστιάζουν στη μετάδοση των διαταραχών (shock) της δημοσιονομικής πολιτικής διεθνώς, μέσω των αλλαγών των εμπορικών συναλλαγών, δείχνοντας ότι το μέγεθος των δίδυμων ελλειμμάτων αυξάνεται ανάλογα με το βαθμό ανοικτότητας της οικονομίας και μειώνεται με την επίμονα συνεχιζόμενη δημοσιονομική κρίση. Οι Grier και Ye (2009), με τριμηνιαία στοιχεία των ΗΠΑ, για την χρονική περίοδο από το 1948 έως το 2005, κάνοντας χρήση ελέγχων στασιμότητας των χρονοσειρών, κατέληξαν στο ότι οι χρονολογικές σειρές (δημοσιονομικού και εμπορικού ισοζυγίου) είναι στάσιμες. Εξέτασαν ότι η υπόθεση των δίδυμων ελλειμμάτων, στη βάση της μακροχρόνιας σχέσης τους, ισχύει όταν οι διαρθρωτικές αλλαγές στο δημοσιονομικό έλλειμμα σχετίζονται με το εμπορικό έλλειμμα. Κατέληξαν ότι δεν υπάρχει μακροχρόνια σχέση μεταξύ των δύο μεταβλητών. Επίσης, διαπίστωσαν ότι η χρήση των VAR, καταλήγει σε ασυνεπή ερμηνευτικά αποτελέσματα, ενώ με τη χρήση υποδείγματος VAR - GARCH (1,1) (συνδυασμός αυτοπαλίνδρομης διαδικασίας και συνιστώσας κινητού μέσου στην ετεροσκεδαστική διακύμανση) κατέληξαν στην βραχυχρόνια ισχυρά θετική σχέση μεταξύ των δύο ελλειμμάτων. Οι Daly and Sidiki (2009), εξετάζοντας 23 χώρες μέλη του ΟΟΣΑ και εφαρμόζοντας μεθόδους συνολοκλήρωσης (με διαρθρωτική αλλαγή), βρήκαν σύνδεση μακροχρόνιας σχέσης μεταξύ των δύο ελλειμμάτων και του επιτοκίου σε 13 από τις 23 χώρες. Επίσης εκτίμησαν ότι, η μη ύπαρξη διαρθρωτικής αλλαγής εξασθενεί τη μακροχρόνια σχέση μεταξύ των μεταβλητών, καθώς και ότι σε οικονομίες με ανεπτυγμένες χρηματοοικονομικές αγορές μειώνεται η πιθανότητα σύνδεσης των δύο ελλειμμάτων. Οι Katrakilidis και Trachanas (2011), εξετάζοντας οικονομικά στοιχεία της Ελληνικής οικονομίας της περιόδου 1960-2007, κατέληξαν στη μονόδρομη σχέση από το δημόσιο στο εμπορικό για την περίοδο 1960 έως 1980. Για την περίοδο 1981 έως 2007 δεν αποφαίνεται η συγκεκριμένη κατεύθυνση αιτιότητας, αντίθετα αντιστρέφεται η σχέση αιτιότητας, από το Ισοζύγιο Τρεχουσών Συναλλαγών προς το δημοσιονομικό έλλειμμα. Σε ένα ελλειμματικό εμπορικό ισοζύγιο και προκειμένου να αναζητηθούν τρόποι μείωσης του, αυξάνεται το εγχώριο επιτόκιο έναντι των ξένων αποδόσεων προκείμενου να εισρεύσουν ξένα επενδυτικά κεφάλαια. Η αυξημένη εγχώρια απόδοση προκαλεί εισροή 28

κεφαλαίων, με συνέπεια την αυξημένη ζήτηση του νομίσματος και τελικά την ανατίμησή του. Η ανατίμηση του εγχώριου νομίσματος καθιστά τις εξαγωγές μη ανταγωνιστικές. Προκειμένου να μειωθεί το εμπορικό έλλειμμα από την μείωση των εξαγωγών και να τονωθεί η συνολική ζήτηση, η κυβέρνηση εφαρμόζει διασταλτική οικονομική πολιτική, με αποτέλεσμα την διεύρυνση του δημοσιονομικού ελλείμματος. Η ερμηνεία της αντίστροφης σχέσης για το δεύτερο χρονικό διάστημα, αποδίδεται στην ένταξη της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα (Ευρωπαϊκή Ένωση) και συγκεκριμένα στην προοδευτική διαδικασία ένταξης της χώρας στην οικονομική ολοκλήρωση, στις αποτυχημένες προσπάθειες πραγματικής σύγκλισης, με βάση την συνθήκη του Μάαστριχτ και στα υπερβολικά δημόσια ελλείμματα. 2.3 Εξετάζοντας την προσέγγιση της Ρικαρδιανής Ισοδυναμίας Εξετάζοντας την προσέγγιση της Ρικαρδιανής Ισοδυναμίας αναδεικνύεται μια βιβλιογραφία, η οποία και παρατίθεται στη συνέχεια, και αναφέρεται στην ανεξαρτησία των δύο ελλειμμάτων. O Evans το 1986, μελετώντας οικονομετρικά τις συναλλαγματικές ισοτιμίες 7 χωρών, κατέληξε ότι τα δημόσια ελλείμματα δεν επιδρούν στο εμπορικό έλλειμμα, ισχυροποιώντας την υπόθεση της Ρικαρδιανής προσέγγισης. Στη μελέτη του αυτή, έρχεται σε συμφωνία με άλλους εμπειρικούς ερευνητές και για στοιχεία των ΗΠΑ, καθώς και με προγενέστερη μελέτη του ιδίου (1985) που αναφέρεται στο γεγονός ότι τα δημοσιονομικά ελλείμματα δεν επηρεάζουν το πραγματικό επιτόκιο. Σε νεότερη εργασία του ο Barro (1989), επανεπιβεβαιώνει ότι δεν μπορεί να αγνοηθεί η υπόθεση της Ρικαρδιανής ισοδυναμίας, ακόμη και από τους οικονομολόγους που υποστηρίζουν κλασσικά μακροοικονομικά υποδείγματα. Επισημαίνει, ότι παρά το γεγονός ότι οι επιδράσεις στην οικονομία, μπορεί να είναι δευτερογενείς, τα εμπειρικά του ευρήματα σε σχέση με τα επιτόκια, την κατανάλωση, την αποταμίευση και το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, υποστηρίζουν ισχυρά τη Ρικαρδιανή υπόθεση. Ταυτόχρονα, αναδεικνύει την ανάγκη επιπρόσθετων ερευνών, ιδιαίτερα σε διεθνές πλαίσιο. Οι Enders και Lee (1990), βασιζόμενοι στην Ρικαρδιανή Ισοδυναμία, βρήκαν ότι μία μείωση των φόρων που επιδεινώνει το δημοσιονομικό έλλειμμα και συνεπώς διευρύνει το 29