SPECIAL VERBS (auxiliary verbs) (βοηθητικά ρήµατα) CAN-COULD To βοηθητικό ρήµα can δείχνει: α. δυνατότητα-ικανότητα β. πιθανότητα - άδεια Π.χ. I can lift this box (ικανότητα) can I go out? (άδεια) You can park you car here (δυνατότητα) Έχει δύο µόνο τύπους, can για το παρόν, και could για το παρελθόν. Οι υπόλοιποι χρόνοι του σχηµατίζονται µε το ρήµα to be able tο = είµαι ικανός να, µπορώ να... Για να δείξουµε ικανότητα στο παρελθόν χρησιµοποιούµε είτε το could είτε το was able to χωρίς διαφορά. Π.χ. When I was young I could climb any tree or When I was young I was able to climb any tree Οι προτάσεις αυτές σηµαίνουν "µπορούσα" To could + have + παθητική µετοχή χρησιµοποιείται για να δείξει ικανότητα στο παρελθόν όταν η πράξη δεν έγινε ή δεν ξέροµε αν έγινε, e.g. I could have come with you. Why didn't you tell me? My book disappeared. Peter could have taken it. (but I don't know exactly) Ο τύπος αυτός χρησιµοποιείται ακόµη για να δηλώσει άδεια στο παρελθόν. e.g. You could have gone to the cinema yesterday (You were free to go but you didn't) ή ακόµη πιθανότητα. e.g. I wonder how Helen knew about Mary's marriage. She could have heard it form Jane. (Perhaps she heard it from Jane). OUGHT TO (οφείλω να) Εκφράζει υποχρέωση ή καθήκον του υποκειµένου, και χρησιµοποιείται για το παρόν, το µέλλον και το παρελθόν. Π.χ. You ought to finish your work before going out. You ought to visit your uncle tomorrow You ought to have returned those books to the library yesterday (όφειλες αλλά δεν το έκανες) Ought to + have + παθητική µετοχή για το παρελθόν σηµαίνει ότι κάτι έπρεπε να γίνει και δεν έγινε.
SHOULD To Should επίσης χρησιµοποιείται για να εκφράσει καθήκον και για να δείξει µια σωστή ή λογική πράξη. Γι αυτό αποτελεί συνηθισµένο τρόπο για να εκφράσουµε συµβουλές. Π.χ. You should not tell lies (duty) You should eat more fruit (advice) Shops should not remain open on Sundays (sensible action) Χρησιµοποιείται για το παρόν, µέλλον, παρελθόν. Π.χ. You should go to school today You should visit your friend tomorrow You should have posted the letter yesterday To should + have + παθητική µετοχή χρησιµοποιείται συνήθως όπως και το ought to για να δείξει κάτι που έπρεπε να γίνει αλλά δεν έγινε στο παρελθόν. e.g. You should have been more careful Ενώ το should not + have + παθητική µετοχή δείχνει ότι κάτι δεν έπρεπε να γίνει στο παρελθόν αλλά έγινε. Π.χ. You should not have left the door unlocked (αλλά την άφησες) MAY-MIGHT To may χρησιµοποιείται για όλα τα πρόσωπα στο παρόν και στο µέλλον, και εκφράζει άδεια και πιθανότητα. e.g. You may sit there άδεια May I go out? άδεια It may rain tomorrow πιθανότητα To might χρησιµοποιείται στους υποθετικούς λόγους, στον πλάγιο λόγο, και µετά από ρήµατα σε αόριστο γενικότερα. e.g. He asked if he might see the manager If you went there you might meet him He said he might buy a car. Και τα δύο may/might χρησιµοποιούνται για να εκφράσουν πιθανότητα στο παρόν ή στο µέλλον. Η διαφορά είναι ότι το might ελαττώνει την πιθανότητα ή αυξάνει την αµφιβολία. e.g. John may lend you his car John might lend you his car. (Νοµίζω ότι είναι αδύνατο) Τα may/might + have + παθητική µετοχή χρησιµοποιούνται για να εκφράσουν υποθέσεις για πράξεις του παρελθόντος. e.g. He may/might have left (ίσως έχει φύγει, υποθέτω) He said that she might have missed the bus To might + have + παθητική µετοχή χρησιµοποιείται επίσης για να δείξει δυσφορία για κάτι που δεν έγινε στο παρελθόν. e.g. You might have told us earlier about it. (but you didn't, you told us too late).
MUST To βοηθητικό ρήµα must σηµαίνει πρέπει, έχει µόνο ένα τύπο για το παρόν και ακολουθείται από απαρέµφατο χωρίς to. Οι υπόλοιποι χρόνοι σχηµατίζονται από το ρήµα have to. To χρησιµοποιούµε για να δείξουµε υποχρέωση ή για να κάνοµε µια υπόθεση. e.g. You must study hard. He is not here: He must be ill. MAKE - DO To do είναι βοηθητικό και κύριο ρήµα. Ως βοηθητικό ρήµα χρησιµοποιείται στον αρνητικό και ερωτηµατικό τύπο του απλού ενεστώτα και αορίστου και δεν µεταφράζεται. e.g. I don't go. Do I go? He didn't come. Did he come? Ως κύριο ρήµα σηµαίνει κάνω, εκτελώ και συµπεριφέρεται όπως όλα τα κύρια ρήµατα. To make είναι κύριο ρήµα και σηµαίνει κατασκευάζω, φτιάχνω, εξαναγκάζω. Τα ρήµατα make και do έχουν όµως τις εξής ιδιωµατικές χρήσεις: Do Did Done to do good to do evil to do right to do wrong to do a favour to do my best to do my worst to do honour to do damage to do harm to do an exercise to do work to do homework to do my military service to do my duty to do shopping to do wonders to have something to do to have nothing to do = κάνω καλό = κάνω κακό = κάνω το σωστό = κάνω λάθος = κάνω µια χάρη = κάνω ότι µπορώ = δεν καταβάλλω προσπάθεια = αποδίδω τιµές = προξενώ ζηµιές = κάνω κακό = κάνω µια άσκηση = κάνω τη δουλειά µου = κάνω δουλειά σχολείου ή γραφείου στο σπίτι = υπηρετώ τη θητεία µου = κάνω το καθήκον µου = κάνω ψώνια = κάνω θαύµατα = έχω κάτι να κάνω = δεν έχω να κάνω κάτι
Make - made - made make progress make money make friends make a mistake make a speech make a decision make noise make war make love make peace make an effort/attempt make arrangements make a promise make a discovery make a choice make certain/sure make trouble make room make a complaint make a statement make a suggestion make preparations make a proposal make fun of = προοδεύω = αποκτώ λεφτά = κάνω φιλίες = κάνω λάθος = βγάζω λόγο = παίρνω µια απόφαση = κάνω θόρυβο = κάνω πόλεµο = κάνω έρωτα = κάνω ειρήνη = κάνω προσπάθεια = διευθετώ, κανονίζω = δίδω υπόσχεση = κάνω µια ανακάλυψη = διαλέγω = βεβαιώνοµαι = δηµιουργώ πρόβληµα = κάνω χώρο = υποβάλλω παράπονο = κάνω µια δήλωση = κάνω µια πρόταση = κάνω προετοιµασίες = κάνω µια πρόταση = κοροϊδεύω, περιγελώ Had better - Would rather To had better σηµαίνει "θα 'ταν καλύτερα, θα 'ταν σκόπιµο" και ακολουθείται µε απαρέµφατο χωρίς το to. e.g. You had better go to bed early We had better stay here Ο ερωτηµατικός τύπος είναι: Had I better? Had you better? e.t.c. και ο αρνητικός: I had not better, you had not better e.t.c. ο συνηρηµένος τύπος είναι: 'd better e.g. I 'd better study hard He 'd better leave now To would rather σηµαίνει "θα προτιµούσα" και ακολουθείται από απαρέµφατο χωρίς to. e.g. I would rather take this one They would rather stay in Athens Ο ερωτηµατικός τύπος είναι would I rather? would you rather? και ο αρνητικός I would not rather, you would not rather e.t.c.
Ο συνηρηµένος τύπος είναι: d rather e.g. He 'd rather go to the cinema tonight We 'd rather not come with you Για το παρελθόν και όταν έχουµε ταυτοπροσωπία µετά από τα ρήµα τα αυτά ακολουθεί have + παθητική µετοχή e.g. I had better have gone there yesterday I would rather have bought it. Όταν έχουµε ετεροπροσωπία το would rather ακολουθείται από αόριστο νια το παρόν και από υπερσυντέλικο νια το παρελθόν. e.g. I 'd rather you went I 'd rather he had been there yesterday!