Βιβλιοκρισίες 325 Π. Ε. Πετράκης (μέ τη συνεργασία τοϋ Χ. Πανώριου), Τα σημεία καμπής στη δραστηριότητα της ελληνικής οικονομίας (1840-1913), 'Αθήνα, ΜΙΕΤ, 1992, 234 σ. Ελπιδοφόρο μήνυμα δίνει το έργο του Π. Πετράκη σχετικά μέ τις δυνατότητες επεξεργασίας πού προσφέρουν τα φτωχικά ποσοτικά δεδομένα της ελληνικής οικονομικής Ιστορίας. Στο σύντομο, περιεκτικό και μεθοδικό αυτό βιβλίο, οι διαθέσιμες αξιόπιστες ποσοτικές σειρές έχουν αποδώσει μέ την επεξεργασία ενα χρήσιμο αποτέλεσμα πού συστηματοποιεί τις γνώσεις μας και μπορεί να αποτελέσει βοήθημα για τους οικονομικούς Ιστορικούς άλλα και αφορμή για περαιτέρω επεξεργασίες. 'Αντικείμενο τής μελέτης είναι ό εντοπισμός των σημείων καμπής, δηλαδή των εναλλασσόμενων περιόδων (ετών) έξαρσης (αιχμής) και ύφεσης στις διακυμάνσεις τής οικονομίας, στην Ελλάδα τοϋ 19ου αιώνα. Τα σημεία αυτά έντοπί- ΜΙΪΛΕΪΒΙ OÌKOSOÌIÌKHX ΙΣΙΟΙΊΛΙ ζονται καταρχήν μέ βάση τή συνδυασμένη παρατήρηση τής συμπεριφοράς δύο με- u.e. HE1 ΡΛΚΗ γεθών: των χρονοσειρών «Καθυστερήσεις προεξοφλήσεων» και «Κίνηση μεταλλικού» ΤΑ τής Ε.Τ.Ε. («άποπληθωρισμένων» μέ βά- ΣΗΜΕΙΑ ΚΛΜΠΗΣ ση την εξέλιξη του πληθυσμού), πού θεω- χχπ ΑΡΑΣΤΗΡΙ0ΤΗΤ.4 ρεΐται δτι αντανακλούν μέ πιστότητα τις Τ Η Σ ΕΑΛΗΝΪΚΗ2 κυμάνσεις τής οικονομίας. Στή συνέχεια ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ (1840-1913) ελέγχεται ή υπόθεση του εξωγενούς χαρακτήρα των διακυμάνσεων, σέ δύο στάδια: πρώτα αντιπαραβάλλονται τα παραπάνω Υ\ Β «. σημεία ύφεσης τής οικονομίας, όπως εν- ~~ *>«τοπίστηκαν, μέ τα σημεία ύφεσης στο έξα- ** ax> «* γωγικο εμπόριο, άπο δπου διαπιστώνεται ή εξάρτηση τής πρώτης άπο το ^δεύτερο, ^ ^r^^sm* ^ καί έπειτα αντιπαραβάλλονται τα σημεία ΑΒΗΝΛ 1092 ύφεσης του εξωτερικού εμπορίου μέ τα σημεία ύφεσης στην οικονομική δραστηριότητα τής 'Αγγλίας καί τής Γαλλίας (βιομηχανική παραγωγή καί εισαγωγές). Το συμπέρασμα είναι «ένας ευκρινής μηχανισμός μεταφοράς μεταβολών στο επίπεδο τής οικονομικής δραστηριότητας άπο το εξωτερικό στο εσωτερικό τής ελληνικής οικονομίας» (σ. 85). Τα επόμενα βήματα συνιστούν απόπειρα αναζήτησης συσχετισμών καί αιτιωδών σχέσεων ανάμεσα στίς διάφορες συνιστώσες τής οικονομικής ζωής. "Ετσι, εξετάζεται ή συμπεριφορά ορισμένων δημοσιονομικών, νομισματικών καί τραπεζικών μεγεθών (κρατικά έσοδα καί έξοδα, δημόσιος δανεισμός άπο Ε.Τ.Ε., κυκλοφορία τραπεζογραμματίων Ε.Τ.Ε., καταθέσεις καί χορηγήσεις Ε.Τ.Ε.)
326 Βιβλιοκρισίες καί δ βαθμός συγχρονισμού τους με τα σημεία καμπής της οικονομικής δραστηριότητας. 'Αποφεύγοντας συστηματικά να διατυπώσει «ολοκληρωμένους συλλογισμούς αίτιακών εξαρτήσεων» (σ. 97), δ μελετητής ελέγχει καταρχήν με τον τρόπο αυτόν τήν πιστότητα των σημείων καμπής τής οικονομίας πού είχε εντοπίσει, ή δποία αποδεικνύεται υψηλή, άφοΰ διαπιστώνεται αρκετά καλός βαθμός συγχρονισμού όλων των εξεταζόμενων χρονοσειρών, ανάλογα και με τίς εκάστοτε υποθέσεις καί προσδοκίες, τουλάχιστον με τά σημεία ύφεσης τής οικονομικής δραστηριότητας. Καί στα μεν δημοσιονομικά μεγέθη παρατηρείται υψηλή ευαισθησία απέναντι στην οικονομική δραστηριότητα: τά σημεία ύφεσης στα κρατικά έσοδα καί έξοδα, αλλά καί στο δημόσιο δανεισμό άπο τήν Ε.Τ.Ε., πάντοτε συγχρονίζονται ή ακολουθούν τά σημεία ύφεσης τής οικονομίας, με δύο εξαιρέσεις σε όλες τίς περιπτώσεις, τήν ΰφεση του 1875 καί του 1883. 'Αντίθετα, τόσο δσον άφορα τήν κυκλοφορία τών τραπεζογραμματίων, δσο καί τήν κίνηση τών χορηγήσεων καί καταθέσεων τής 'Εθνικής, δέν «εξάγεται συγκεκριμένο πρότυπο συμπεριφοράς» (σ. 108, ειδικότερα για τά τραπεζογραμμάτια), άφοΰ σε δλες τίς περιπτώσεις τά σημεία καμπής τους άλλοτε προηγούνται, άλλοτε συγχρονίζονται καί άλλοτε έπονται τών σημείων ύφεσης τής οικονομικής δραστηριότητας. Διαπιστώνεται ωστόσο δ καλός συγχρονισμός τών τραπεζικών μεγεθών μεταξύ τους, πράγμα αναμενόμενο (οι χορηγήσεις εξαρτώνται άπο τίς καταθέσεις, ή κυκλοφορία τών τραπεζογραμματίων άπο τίς προεξοφλήσεις, κ.λπ.), καθώς καί ή αλυσίδα τών αντιδράσεων πού συνδέει συχνά τίς χορηγήσεις τής τράπεζας με τήν οικονομική δραστηριότητα (δύο διαδοχικά σημεία καμπής στις χορηγήσεις «περιβάλλουν» ενα σημείο καμπής στην οικονομική δραστηριότητα). Ό Πετράκης σημειώνει τελικά οτι δ συσχετισμός οικονομικής δραστηριότητας καί τραπεζικών χορηγήσεων καί καταθέσεων «δείχνει αρκετές σχέσεις ανάμεσα στις χρονοσειρές οι δποΐες θα μπορούσαν νά αποτελέσουν το υπόβαθρο αιτιωδών συσχετίσείον» (σ. 124), φαίνεται όμως άπο το σύνολο τών υποθέσεων πού διατυπώνει δτι οι συσχετίσεις αυτές σε τελευταία ανάλυση εξαρτώνται άπο τον ιδιαίτερο χαρακτήρα τής κάθε ύφεσης. Στο τελευταίο κεφάλαιο εξετάζεται συγκριτικά ή συμπεριφορά ορισμένων τραπεζικών μεγεθών (καταθέσεις, προεξοφλήσεις καί δανειακές χορηγήσεις) στην 'Αθήνα καί στα υποκαταστήματα (Πάτρας, Σύρου καί Χαλκίδας για τίς καταθέσεις, στα Ί'δια καί επιπλέον Λαμίας καί στο σύνολο τών υποκαταστημάτων για τίς προεξοφλήσεις καί χορηγήσεις), αντιπαραβάλλοντας πάντα τά αντίστοιχα σημεία ύφεσης. Σε δλες τίς περιπτώσεις διαπιστώνεται σημαντικός βαθμός συγχρονισμού. Ή συμπεριφορά τών καταθέσεων υποδεικνύει ροή επιπτώσεων άπο τήν περιφέρεια προς τήν 'Αθήνα* άπο τή συμπεριφορά τών προεξοφλήσεων συνάγεται ή ύπαρξη «κεντρικής διαχείρισης τής πολιτικής χορηγήσεων» άπο πλευράς Ε.Τ.Ε. καθώς καί «ή ύπαρξη μιας αγοράς στην δποία τά μηνύματα περνούσαν με αρκετή συνέπεια άπο το ενα [...] κέντρο στο άλλο»
Βιβλιοκρισίες 327 (σ. 145) και τέλος, δσον άφορα τις δανειακές χορηγήσεις, διαπιστώνεται δτι ή ύφεση στα υποκαταστήματα δέν επηρεάζει πάντοτε τις χορηγήσεις στην 'Αθήνα. "Οπως φαίνεται άπό τα παραπάνω, το διάβημα δέν αποσκοπεί στη συγκρότηση ολοκληρωμένου μοντέλου για τη λειτουργία της ελληνικής οικονομίας τον 19ο αιώνα, κάτι πού δ ίδιος δ Πετράκης θεωρεί αδύνατο, δεδομένης της έλλειψης βασικών σειρών σχετικών μέ την παραγωγή και τήν κατανάλωση. Επιχειρεί μια δσο το δυνατόν ακριβέστερη καταγραφή τών κυμάνσεων της οικονομίας, δπως αυτή μπορεί να εξαχθεί άπα τα διαθέσιμα μεγέθη, καί νομίζω πώς σέ μεγάλο βαθμό τήν πετυχαίνει: τα σημεία ύφεσης καί αιχμής πού καταγράφονται συμπίπτουν αρκετά καλά μέ δσα έχει υποδείξει ως τώρα η εμπειρική παρατήρηση της ιστορικής πραγματικότητας. Πολλά θά είχε ενδεχομένως να πει κανείς για ορισμένα «συστηματικά σφάλματα» στα δποΐα μοιραία οδηγούν οι μονομέρειες τών διαθέσιμων στοιχείων (οι καθυστερήσεις στην είσπραξη τών προεξοφλήσεων όποοσδήποτε καταγράφουν καλύτερα τις εμπορικές εξάρσεις καί κρίσεις), καί σέ αρκετά σημεία θά μπορούσε να επέμβει διορθωτικά στις προτεινόμενες χρονολογίες, ή να διαφοροποιήσει τα σημεία καμπής ανάλογα μέ τους επιμέρους τομείς της οικονομίας. Οι αποκλίσεις δμως είναι σέ κάθε περίπτωση ασήμαντες, κι έτσι παραμένει το σημαντικό όφελος δτι βασικά συμπεράσματα άπό τήν επεξεργασία τών αριθμών (τα σημεία καμπής, ή σημασία του εξωτερικού εμπορίου, ή ενιαία για τον ελληνικό χώρο στρατηγική της τράπεζας, κ.λπ.) έρχονται να συστηματοποιήσουν καί να επιβεβαιώσουν τήν εμπειρική παρατήρηση. Μέ άλλα λόγια, υπάρχει έδαφος για γόνιμο διάλογο ανάμεσα στην οικονομετρία καί τήν ιστορική έρευνα. Έν δψει του διαλόγου αυτού, ένας απαιτητικός αναγνώστης θά επιθυμούσε περισσότερη ανάλυση τών τεχνικών επεξεργασίας πού έχουν εφαρμοστεί. Διότι, ένώ παρουσιάζονται στην εισαγωγή του βιβλίου, μέ ευκρινή τρόπο, οι τεχνικές πού χρησιμοποιούνται συνήθως, δέν αποσαφηνίζεται τελικά ποιες ακριβώς επιλογές έχουν γίνει (παλινδρόμηση ή κινητοί μέσοι δροι; καί αν τό δεύτερο, μέ ποια περίοδο; έχουν «εξομαλυνθεί» οι απότομες αυξήσεις του πληθυσμού κατά τις προσαρτήσεις νέων εδαφών; καί αν ναί, ποιες είναι οι συνέπειες;).,ν Αν έγιναν, πράγμα πιθανό, κάποιες δοκιμές, θά είχε ενδιαφέρον να παρουσιαστούν: αυτές υποκρύπτουν, στην πραγματικότητα, τον παλινδρομικό διάλογο ανάμεσα στην εμπειρική παρατήρηση καί τη θεωρία. Τα παραπάνω μέ οδηγούν σέ ένα γενικότερο πρόβλημα: τον τρόπο μέ τόν όποιο τροφοδοτείται ή οικονομετρική προσέγγιση άπό τήν ιστορική γνώση καί εμπειρία. Έ προσέγγιση του Π. Πετράκη αναδεικνύει κάποια στατικότητα: ή ελληνική οικονομία δηλαδή αντιμετωπίζεται ως σύνολο μέ ενιαία περίπου χαρακτηριστικά άπό το 1840 ως το 1913. Βεβαίως, τό κύριο ζητούμενο, τά σημεία καμπής, προσεγγίζεται μέ τρόπους πού, δπως λέει δ μελετητής, «δέν προ-
328 Βιβλιοκρισίες υποθέτουν τίποτα ώς προς το πρότυπο γέννησης τους» (σ. 16). 'Ωστόσο, δημιουργεί κάποια ανησυχία το γεγονός δτι, ειδικότερα στις αναλυτικότερες επεξεργασίες και απόπειρες συσχετίσεων, δεν διαφαίνεται πουθενά, έστω καί ώς υπόθεση, ή ανάγκη να αναζητηθούν διαφοροποιήσεις μέσα στον χρόνο στους μηχανισμούς δημιουργίας τών εξάρσεων καί των κρίσεων. Δεν είμαι σε θέση να γνωρίζω, έτσι πρόχειρα, πώς θα μπορούσε να «ρωτήσει» κανείς με άλλο τρόπο τους αριθμούς, εφόσον είχε τέτοιες ανάγκες. 'Υποψιάζομαι, δμως, δτι ή εντύπωση αυτής της στατικότητας δεν είναι ανεξάρτητη άπο κάποιες αξιωματικές προτάσεις πού επιχειρούν στην εισαγωγή του βιβλίου να δώσουν το γενικό πλαίσιο της ελληνικής οικονομίας του 19ου αιώνα. Πρόκειται για ενα πλαίσιο γενικά αρνητικό, το πλαίσιο, θα έλεγα, μιας συνολικής αποτυχίας καί αναποτελεσματικότητας. Ή ελληνική οικονομία του 19ου αιώνα, λέγεται, «είχε σαφώς προκαπιταλιστικο χαρακτήρα» (σ. 11, 96) το πλεόνασμα της «επενδύθηκε στον τριτογενή τομέα ή στις καλλιέργειες ή χρησιμοποιήθηκε αντιπαραγωγικά σε κερδοσκοπία, αποθησαύριση καί επιδεικτική κατανάλωση» (σ. 38) ή 'Αθήνα ήταν μια αντιπαραγωγική πόλη καί οι κάτοικοι της «ζουν παρασιτικά» (σ. 137) καί άλλα προς τήν ίδια κατεύθυνση. Πιστεύω οτι οι προτάσεις αυτές απηχούν παλαιότερες απόψεις της ελληνικής ιστοριογραφίας, πού κινδυνεύουν να γίνουν στερεότυπα καί πού σήμερα πια είμαστε σε θέση να διορθώσουμε. Ό καπιταλισμός δεν γεννήθηκε με τη βιομηχανία καί ή ελληνική οικονομία βρίσκεται στην τροχιά του εμπορικού καπιταλισμού αρκετά νωρίς, καί μάλιστα με αλματώδεις ρυθμούς άπο τή στιγμή πού έσπασαν οι παλαιές, θεσμικού τύπου, θηλιές μέ τήν 'ίδρυση του εθνικού κράτους. Το πλεόνασμα της μετατράπηκε καί σε νέες καλλιέργειες, καί σε νέες πόλεις, καί σε νέες επιχειρήσεις, καί σε καράβια, καί σε τράπεζες, καί σε ασφαλιστικές εταιρείες καί σέ βιομηχανίες-βιοτεχνίες. Ή 'Αθήνα στο μεγαλύτερο μέρος του 19ου αιώνα παράγει (χτίζει)... τον εαυτό της καί εξελίσσεται σέ σημαντικό κέντρο της μικρής καταναλωτικής βιοτεχνίας. "Οσο για τήν «επιδεικτική κατανάλωση», τα λιγοστά αθηναϊκά μέγαρα μοιάζουν μέ παράγκες μπροστά στα παλάτια πού χτίστηκαν στην «καπιταλιστική» Ευρώπη του 19ου αιώνα... Κάποιες δευτερεύουσες προτάσεις, δπως για τήν υπερτροφία του δημόσιου τομέα καί τήν «αντιπαραγωγική χρήση» τών κρατικών δανείων (σ. 45) εκκρεμεί πάντοτε να επαληθευθούν μέ ακριβέστερες μετρήσεις. Μέ δυο λόγια, ή ελληνική οικονομία άλλαξε σημαντικά στο διάστημα πού εξετάζεται στή μελέτη καί το πώς αποτυπώνονται οι αλλαγές αυτές στα οικονομετρικά «καρδιογραφήματα» της παραμένει ερώτημα ανοιχτό. Είναι πάντως ανακουφιστικό το δτι, αν οι προσεγγίσεις ενδεχομένως προσδιορίστηκαν άπο τις παραπάνω αξιωματικές προτάσεις, το ίδιο το διάβημα του Π. Πετράκη δπως καί τα αποτελέσματα τής μελέτης φαίνεται να τις υπερβαίνουν. Γιατί, δσον άφορα το διάβημα, τί νόημα θα είχε να συζητά κανείς για τις καθυστε-
Βιβλιοκρισίες 329 ρήσεις προεξοφλήσεων μιας τράπεζας, ενα μέγεθος δηλαδή πού εξ όρισμοΰ αφορά τον καπιταλιστικό «όροφο» της οικονομίας, αν είχε να κάνει με οικονομία «σαφώς προκαπιταλιστικοΰ χαρακτήρα»; Και όσον άφορα τα αποτελέσματα, στην ϊδια προφανή αντίφαση με το γενικό πλαίσιο βρίσκεται και ή διαπίστωση δτι «ό οικονομικός χώρος της ελληνικής επικράτειας χαρακτηριζόταν άπο αξιόλογες δυνατότητες οικονομικής επικοινωνίας» (σ. 170). Ευτυχώς, τα πορίσματα της μελέτης διατηρούν την αυτοτέλεια τους σε σχέση με τις αρχικές παραδοχές και ό μελετητής τα «διαβάζει)) χωρίς προκαταλήψεις. ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΑΓΡΙΑΝΤΩΝΗ Speros Vryonis, The Turkish State and History. Clio meets the Grey Wolf, Institute for Balkan Studies αρ. 237, Θεσσαλονίκη 1991, 131 σ. Δεν θα ήταν ίσως υπερβολή να ισχυρισθεί κανείς ότι, τους δύο τελευταίους αιώνες, η συμπαθής Κλειώ υπήρξε η πλέον πολύπαθης, αλλά και πολυέραστος, μούσα. Πόλεμοι και επαναστάσεις έγιναν στο όνομα της, ενέπνευσε πολιτικές προπαγάνδες και τροφοδότησε προεκλογικές εκστρατείες, έγινε κόμικ, λαϊκό ανάγνωσμα, κινηματογραφικό έργο και τηλεοπτική σειρά, απέκτησε ακαδημαϊκούς υπηρέτες και ερασιτέχνες εραστές. Στις περισσότερες περιπέτειες εμπλέχτηκε, δίχως άλλο, εξαιτίας των πολλών ερασιτεχνών φανατικών οπαδο>ν της αλλά και γιατί πολύ συχνά κλήθηκε να γίνει θεραπαινίδα της πολιτικής. Το βιβλίο του Σπ. Βρυώνη «Το Τουρκικό Κράτος και η Ιστορία. Η Κλειώ συναντά τον Γκρίζο Λύκο» περιγράφει με λεπτή ειρωνεία και με τα επιστημονικά όπλα του επαγγελματία ιστορικού κάποιες απ' αυτές τις περιπέτειες της μούσας της ιστορίας: institute for Balkan Studies THE TURKISH STATF. ANB HISTORY etto umrs ito unn wou? δύο επισκέψεις της στην Τουρκία μία με τον Κεμάλ και μία με τον Οζάλ και μία τρίτη επίσκεψη της στις Ηνωμένες Πολιτείες, όπου συγκεκριμένα συναντά τον τούρκο πρέσβη. Οι επισκέψεις -~%*****-1 αυτές συνδέονται με τις σχέσεις που αναπτύσσει ο «Γκρίζος Λύκος» με την Κλειώ ή, αλλιώς, το τουρκικό κράτος με την ιστορία από τη δεκαετία του 1920-1930. Τότε, μετά τη διάλυση &