Βασικές αρχές του αντι θετικιστικού κινήματος. Τα άτομα έχουν πρόθεση και δημιουργικότητα στη δράση τους, δρουν εσκεμμένα και κατασκευάζουν νοήματα. Τα άτομα κατασκευάζουν με ενεργό τρόπο τον κοινωνικό τους κόσμο, δεν είναι απλά παθητικοί δέκτες. Οι κοινωνικές καταστάσεις είναι μεταβαλλόμενες και χαρακτηρίζονται από ρευστότητα. Τα κοινωνικά γεγονότα και τα άτομα είναι μοναδικά και δεν μπορούν εύκολα να γίνουν γενικεύσεις για αυτά.
Φιλοσοφικές κριτικές του θετικισµού. 1. Ο ισχυρισµός ότι η άµεση εµπειρία µπορεί να προσφέρει µια αξιόπιστη βάση για την επιστηµονική γνώση, είναι ανοικτός προς αµφισβήτηση. 2. Η άποψη ότι η επιστήµη θα πρέπει να ασχολείται µόνο µε παρατηρήσιµα φαινόµενα απορρίπτεται. 3. Είναι αδύνατο να διακρίνουµε µεταξύ της γλώσσας της παρατήρησης και της θεωρίας. 4. Οι θεωρητικές έννοιες δεν έχουν µια προς µια αντιστοιχία µε την «πραγµατικότητα», όπως την παρατηρούµε.
5. Οι επιστηµονικοί νόµοι δε βασίζονται σε σταθερές συνδέσεις µεταξύ γεγονότων που διαδραµατίζονται στον κόσµο. 6. Τα «γεγονότα» και οι «αξίες» δεν µπορούν να διαχωριστούν. Κριτικές του θετικισµού σε σχέση µε την κοινωνική έρευνα 1. Τα κοινωνικά φαινόµενα δεν βρίσκονται «εκεί έξω» αλλά µέσα στο µυαλό των ανθρώπων και των ερµηνειών τους. 2. Η πραγµατικότητα δεν µπορεί να οριστεί αντικειµενικά, αλλά µόνο υποκειµενικά.
3. Η υπερβολική έµφαση που δίνεται στην ποσοτικοποίηση είναι εσφαλµένη γιατί δεν µπορείνασυλλάβειτοπραγµατικό νόηµα της ανθρώπινης συµπεριφοράς. 4. Η ποσοτική έρευνα περιορίζει την εµπειρία µε δύο τρόπους: πρώτον, καθοδηγεί την έρευνα µόνο σε ότι είναι αντιληπτό στις αισθήσεις και δεύτερον, χρησιµοποιώντας µόνο τυποποιηµένα εργαλεία, που βασίζονται σε ποσοτικά εργαλεία για να ελέγχει υποθέσεις. 5. Η ποσοτική έρευνα προσπαθεί να κάνει τον ερευνητή «ουδέτερο» ή να µειώσει τιςεπιδράσειςτουςστααντικείµενα της έρευνας. 6. Οι µέθοδοι των φυσικών επιστηµών δεν είναι κατάλληλες για τη διερεύνηση των κοινωνικών φαινοµένων γιατί οι άνθρωποι δεν είναι φυσικά στοιχεία αλλά κοινωνικά πρόσωπα, δρώντα άτοµα µε επιθυµίες, αντιλήψεις και ενδιαφέροντα.
7. Λόγο της ποσοτικοποίησης αλλά και της αντικειµενικότητας που θα πρέπει να διέπει την επιστήµη τα άτοµα θεωρούνται ως αντικείµενα και ως πηγές δεδοµένων. 8. Στόχος της έρευνας είναι η αντικειµενικότητα και µια από τις µεθόδους που χρησιµοποιούν για να την πετύχουν είναι η τυποποίηση. 9. Η τυποποίηση οδηγεί σε µια αντίληψη του κοινωνικού κόσµου που είναι αρκετά τεχνητή και δεν έχει σχέση µε τον πραγµατικό κόσµο. Η προσωπική ανάµιξη του ερευνητή είναι απαραίτητη για να κατανοήσει τον κόσµο µέσα από τα µάτια των συµµετεχόντων.
Οι αντι θετικιστές ερευνητές υποστηρίζουν ότι η γνώση για τον κόσμο δεν μπορεί να παραχθεί μέσα από την αντικειμενική παρατήρηση αλλά μέσα από την κατανόηση του νοήματος που απιδιδουν τα άτομα στον κόσμο τους. Στην ψυχολογία ιδιαίτερη έμφαση δίνεται στις δημιουργικές και ενεργητικές πλευρές του ανθρώπινου όντος. Τα άτομα δρουν βάση της κατανόησης που έχουν για τον κόσμο και καταστρώνουν στρατηγικές και σχέδια δράσης.
Ο κοινωνικός κόσμος θα πρέπει να μελετάται στην φυσική του κατάσταση χωρίς να γίνεται προσπάθεια χειραγώγησης μεταβλητών. Τα άτομα ερμηνεύουν γεγονότα και δρουν βάση των ερμηνειών που έχουν για αυτά. Υπάρχουν πολλές ερμηνείες και προσεγγίσεις στα επιμέρους γεγονότα και στις διάφορες καταστάσεις. Η πραγματικότητα έχει πολλά στρώματα και είναι περίπλοκη. Οι διάφορες καταστάσεις πρέπει να ερμηνέυονται μέσα από την οπτική των ατόμων που τις βιώνουν και λιγότερο μέσα από την οπτική του ερευνητή. Οι απλοϊκές ερμηνείες δεν μπορούν να εξηγήσουν πολύπλοκα κοινωνικά φαινόμενα οι «γενικές» περιγραφές είναι προτιμότερες.
Το κανονιστικό παράδειγμα: ηανθρώπινησυμπεριφοράδιέπεταικατάβάσηαπό κανόνες και πρέπει να διερευνηθεί με τις μεθόδους των φυσικών επιστημών. Το ερμηνευτικό παράδειγμα χαρακτηρίζεται για ένα ενδιαφέρον για το άτομο ως φορέα δράσης και παραγωγής ερμηνειών. Δράση και συμπεριφορά. Στο κανονιστικό παράδειγμα αντικείμενο εξέτασης είναι οι συμπεριφορές και βρίσκονται στο παρελθόν. Στο ερμηνευτικό παράδειγμα εξετάζονται οι δράσεις οι οποίες είναι προσανατολισμένες στο μέλλον. Η θεωρία στο κανονιστικό παράδειγμα είναι ένα ορθολογικό οικοδόμημα που στόχο έχει να εξηγήσει καθολικά την ανθρώπινη κοινωνική συμπεριφορά. Στο ερμηνευτικό παράδειγμα η θεωρία συνάγεται μέσα από τις ερμηνείες των ατόμων για το κοινωνικό τους γίγνεσθαι και έχει συγκεκριμένο τοπικό και χρονικό ορίζοντα.
Στηφαινομενολογίαυπάρχειηπροσπάθειαναεξετάσουμεταπράγματαόπωςμας παρουσιάζονται «άμεσα» πέρα από συμβολικές και πολιτισμικές δομές. Δίνεται ιδιάιτερη έμφαση στην έννοια της ατομικής συνειδητότητας. Η συνειδητότητα είναι ενεργητική και πηγή νοήματος για τη ζωή. Δίνεται έμφαση στην έννοια της αναστοχαστικότητας, μέσα από την οποία μπορούμε να γνωρίσουμε ορισμένες σημαντικές δομές της συνειδητότητας. Για τον Schutz η κατανόηση της συμπεριφοράς των άλλων περνά μέσα από τη χρήση εννοιών που μοιάζουν με «ιδεότυπους».
Η εθνομεθοδολογία ενδιαφέρεται για τον κόσμο της καθημερινής ζωής. Εξετάζει καθημερινές δραστηριότητες των ατόμων και προσπαθεί να αναλύσει τους κανόνες που δημιουργούνται κατά τη διάρκεια των καθημερινών αυτών δραστηριωτήτων. Το ενδιαφέρον επικεντρώνεται στους τρόπους με τους οποίους τα άτομα καταφέρνουν να διατηρούν την αλληλεπίδραση σε μια κοινωνική συναναστροφή. «Ενδεικτικότητα» (indexicality): οι πράξεις και ο λόγος των ατόμων σχετίζεται άμεσαμετακοινωνικάπλαίσιαμέσασταοποίααυτάλαμβάνουνχώρα. «Αναστοχαστικότητα» (reflexivity): αναφέρεται στον τρόπο που τα κοινωνικά πλαίσια βρίσκονται σε άμεση εξάρτηση με τις αφηγήσεις τους.
Συμβολική αλληλεπίδραση (Mead) Οι άνθρωποι δρουν απέναντι στα πράγματα βάση των νοημάτων που έχουν για αυτά. Οι άνθρωποι ζουν σε δύο διαφορετικούς κόσμους: τον «φυσικό» που είναι ανεξάρτητος από αυτούς και τον κοινωνικό όπου η ύπαρξη συμβόλων δίνει νόημα στα αντικείμενα. Η δράση δεν είναι αποτέλεσμα προκαθορισμένων δόμων του ατόμου, αλλά αποτέλεσμα μια συνεχούς διαδικασίας απόδοσης νοήματος. Ηπορείααπόδοσηςνοήματοςλαμβάνειχώρασεένακοινωνικόπλαίσιο. Τα άτομα ευθυγραμμίζουντηδράσητουςμετηδράσητωνάλλωνατόμωνμέσααπόμια διαδικασία όπου «παίρνουν το ρόλο του άλλου ατόμου». Τα άτομα είναι ενεργητικά και αλληλεπιδρούν και μέσα από την αλληεπίδραση αυτή αλλάζει και η κοινωνία.
Κριτικές των αντιθετικιστικών προσεγγίσεων:1. οι προσωπικές αναφορές δεν μπορεί να είναι πάντα ακριβείς. 2. Πολλές φορές κάποιοι άνθρωποι ή δομές έχουν την εξουσία να επιβάλλουν τις ερμηνείες τους στους ανθρώπους. Κριτική εκπαιδευτική έρευνα: τόσο οι ερμηνευτικές όσο και οι θετικιστικές προσεγγίσεις δεν λαμβάνουν υπόψη το πολιτικό και ιδεολογικό πλαίσιο της εκπαίδευσης. Στόχος της κριτικής θεωρίας είναι η χειραφέτηση των ατόμων μέσα σε μια κοινωνία ισοπολιτείας. Είναι καθοδηγητική και στόχο έχει την κοινωνική αλλαγή, να υποστηρίξει τα άτομα που δεν έχουν εξουσία και καταπιέζονται από το κοινωνικό σύστημα.
Προσπαθεί να εντοπίσει την ψευδή ή αποσπασματική συνειδητότητα των ατόμων που είναι σε θέση αδυναμίας στην κοινωνία και θέτει σε αμφισβήτιση την νομιμότητα της κατάστασης αυτής. Προσπαθεί να αποκαλύψει τα διαφορετικά συμφέροντα τα οποία μπορεί να λειτουργούν συνειδητά ή ασυνείδητα. Για τον Habermas η ιδεολογική κριτική μπορεί να συντελεστεί σε τέσσερα επίπεδα. 1. Περιγραφή και ερμηνεία της υπάρχουσας κατάστασης. 2. Μια αποτίμηση των αιτίων της κατάστασης και μια ανάλυση των εμπλεκόμενων συμφερόντων και ιδεολογίων που δρουν στο παρασκήνιο. 3. Διατύπωση μιας πολιτικής ατζέντας για την αλλαγή της κατάστασης. 4. Αποτίμησητηςκοινωνικήςκατάστασηςστηνπράξη.
Η μεθοδολογία που προκρίνει η κριτική θεωρία είναι η έρευνα δράση. Μέσο αυτής γίνεται η ενδυνάμωση των υποκειμένων. Κριτικές της ιδεολογικής κριτικής. Δεν είναι το ζητούμενο από τον επιστήμονα να έχει μια προμελετημένη ιδεολογική ατζέντα, αλλά να είναι αντικειμενικός και ανιδιοτελής. Δεν είναι βέβαιο ότι η έρευνα δράση μπορεί να φέρει κοινωνική αλλαγή σε ένα κόσμο όπου η εξουσία ασκείται μέσω νομοθετημάτων. Τα αναλυτικά προγράμματα αποτελούν πεδία ιδεολογικών συγκρούσεων όπου ομάδες προσπαθούν να διατηρύσουν και να επεκτείνουν την επιρροή τους.
Η ανάλυση αυτή μπορεί να καταδείξει τα ιδεολογικά συμφέροντα που εμπλέκονται στο σχεδιασμό και την εφαρμογή των αναλυτικών προγραμμάτων καθώς και την κοινωνική ανισότητα που επιβάλλουν. Οι εκπαιδευτικοί θα πρέπει να φέρνουν στην τάξη τις εμπειρίες των μαθητών και να αποφεύγουν την εφαρμογή ενός αναλυτικού προγράμματος που προάγει την κοινωνική ανισότητα. Αντί το αναλυτικό πρόγραμμα να επιβάλλεται στα παιδιά θα έπρεπε να θεωρείται ως ένα πρόγραμμα όπου τα παιδιά συμμετέχουν.
Μεγάλο κομμάτι της έρευνας επικεντρώνεται στην αξιολόγηση αναλυτικών προγραμμάτων. Η ερευνητική ατζέντα έτσι καθορίζεται από άτομα εκτός έρευνας. Ο κοινωνικός κονστρουξιονισμός. Αμιβαιισμός: Τα νοήματα είναι κοινωνικές κατασκευές και όχι ατομικά. Τανοήματαδενείναιαποτέλεσμανοητικών διεργασιών αλλά αποτέλεσμα των διεργασιών μεταξύ των ανθρώπων.
Κοινωνικός κονστρουξιονισµός/ συνδοµισµός. Στόχος του κοινωνικού κονστρουξιονισµού είναι να κατανοήσει τις διαφορετικές κοινωνικές κατασκευές του νοήµατος και της γνώσης. Οι συµµετέχοντες θεωρείται ότι «βοηθούν» στην κατασκευή της πραγµατικότητας µαζί µε τους ερευνητές. Ο Κοινωνικός Συνδοµισµός µας καλεί να εξετάσουµε κριτικά τον τρόπο µε τον οποίο κατανοούµε τον κόσµο καιοοποίοςγιαεµάς θεωρείται «δεδοµένος». Αµφισβητεί µε άλλα λόγια την παραδοχή ότι οι παρατηρήσεις που κάνουµε για το φυσικό µας κόσµο µπορούν να µας αποκαλύψουν την αντικειµενική του φύση. Με άλλα λόγια δεν παραδέχεται ότι µπορεί να υπάρξει µια γνώση για τον κόσµο µας που να βασίζεται σε αντικειµενικά κριτήρια.
Ο τρόπος που καταλαβαίνουµε τον κόσµο είναι άµεση συνάρτηση του πολιτισµικού πλαισίου στο οποίο ζούµε και της ιστορικής διαδροµής που αυτό έχει χαράξει. Η γνώση δηµιουργείται και διατηρείται µέσα από κοινωνικές διαδικασίες. Η γνώση µας για τον κόσµο «κατασκευάζεται» µεταξύ των ανθρώπων στις καθηµερινές τους συνοµιλίες και συνευρέσεις. Η γνώση και η δράση συµβαδίζουν. Η διαπραγµατευόµενη γνώση µας για τον κόσµο µπορεί να πάρει πολλές µορφές. Οι διαφορετικές κατασκευές του κόσµου όµως οδηγούν τα άτοµα να προβούν και σε συγκεκριµένες δράσεις.
Το «απελευθερωτικό» παράδειγµα. Φεµινιστικές και άλλες προσεγγίσεις. Οι φεµινίστριες εστιάζουν στις ανισορροπίες που αναφέρονται στο φύλο και συγκεκριµένα στο γεγονός ότι ιστορικά οι γυναίκες δεν απολάµβαναν τα ίδια προνόµια και την ίδια δύναµη µε τους άνδρες. Στόχος τους είναι η κατανόηση της οπτικής των γυναικών, η ανάδειξη των µηχανισµών καταπίεσης τους και η απελευθέρωση τους. Ένα τέτοιο παράδειγµα εστιάζει στις ζωές και τις εµπειρίες ατόµων που παραδοσιακά έχουν περιθωριοποιηθεί.
Αναλύει µε ποιο τρόπο και για ποιο λόγο οι προκύπτουσες ανισότητες αντανακλώνται σε ασύµµετρες σχέσεις ισχύος. Εξετάζει µε ποιο τρόπο τα αποτελέσµατα της κοινωνικής διερεύνησης για τις ανισότητες συνδέονται µε την πολιτική και την κοινωνική δράση. Χρησιµοποιεί την απελευθερωτική θεωρία για να αναπτύξει την ερευνητική προσέγγιση. Ο ρεαλισµός στην κοινωνική έρευνα. Για τους ρεαλιστές ένα αίτιο έχει αποτέλεσµα µέσα από µηχανισµούς που δρουν µέσα σε συγκεκριµένα πλαίσια.
Στα πειράµατα ερευνητής που ακολουθεί τη ρεαλιστική προσέγγιση «κατασκευάζει» την αλληλοσυσχέτιση ανεξάρτητης- εξαρτηµένης µεταβλητής χειριζόµενος το πειραµατικό σύστηµα. Ο ρεαλισµός δέχεται ότι οι αιτίες δεν είναι γραµµικές και µοναδικές. Η αποστολή της επιστήµης είναι να ανακαλύπτει θεωρίες που ερµηνεύουν τον πραγµατικό κόσµο και να ελέγχει τις θεωρίες αυτές µε ορθολογικό τρόπο. Η ερµηνεία ασχολείται µε τον τρόπο µε τον οποίο οι µηχανισµοί παράγουν γεγονότα. Τα φαινόµενα και τα γεγονότα έρχονται σε δεύτερη µοίρα. Ένας νόµος είναι το χαρακτηριστικό πρότυπο µιας ενέργειας ή τάσης ενός µηχανισµού.
Τα διάφορα πράγµατα που περιγράφονται στις θεωρίες υπάρχουν στην πραγµατικότητα. Στις κοινωνικές επιστήµες ο ρεαλισµός δέχεται ότι υπάρχουν διαφορές µε τις φυσικές, αλλά υπάρχουν και κοινές βάσεις. Οι διάφορες κοινωνικές δοµές, όπως η γλώσσα, οι θεσµοί κτλ. Αναπαράγονται και µεταµορφώνονται από τη δράση, αλλά επίσης προϋπάρχουν για τα άτοµα. Επιτρέπουν στα άτοµα να δράσουν µε νόηµα και σκόπιµα, αλλά παράλληλα περιορίζουν τη δράση τους. Οι ρεαλιστές ερευνητές αναζητούν πιθανούς µηχανισµούς και γενικά πλαίσια στα διαφορετικά επίπεδα του περίπλοκου κοινωνικού συστήµατος.
Ιωσηφίδης, Θ. (2008). Ποιοτικές μέθοδοι έρευνας στις κοινωνικές επιστήμες. Κριτική. Sapsford, R. Still, A., Miell, D., Stevens, R. & Wetherell, M. (2006). Η θεωρία στην κοινωνική ψυχολογία. Μεταίχμιο. Potter, J. & Wetherell, M. (2009). Λόγος και κοινωνική ψυχολογία. Πέρα από τις στάσεις και τη συμπεριφορά. Μεταίχμιο. Burr, V. (1995). An introduction to Social Constructionism. London: Routledge.