ΠΕΡΙΛΗΨΕΙΣ ΕΡΓΑΣΙΩΝ
ΕΛΕΥΘΕΡΕΣ ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΕΙΣ * Στα κείμενα των Ελεύθερων και Αναρτημένων Ανακοινώσεων, διατηρήθηκε η ορθογραφία και η σύνταξη των συγγραφέων
ΕΛΕΥΘΕΡΕΣ ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΕΙΣ Ι ΜΑΙΕΥΤΙΚΗ
E.A. 1 ΟΞΕΙΑ ΚΟΙΛΙΑ ΣΤΗΝ ΚΥΗΣΗ: ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗΣ ΣΥΣΤΡΟΦΗΣ ΕΞΑΡΤΗΜΑΤΟΣ Ζαχαρής Κωνσταντίνος1, Κραββαρίτης Σταύρος1, Χαρίτος Θεόδωρος1, Χρυσαφοπούλου Ελένη2, Φούκα Αναστασία1 1. Μαιευτική-Γυναικολογική Κλινική, Γενικό Νοσοκομείο Λαμίας, Λαμία 2. Μαία, Απόφοιτος ΑΤΕΙ Θεσσαλονίκης, Λαμία Εισαγωγή: Η συστροφή εξαρτήματος στην κύηση είναι μια σπάνια κατάσταση και η επίπτωσή της υπολογίζεται σε 1-10 ανά 10000 κυήσεις. Στην εγκυμοσύνη, η κλινική εικόνα είναι μη-ειδική, μπορεί να ομοιάζει με άλλες καταστάσεις που εμφανίζονται ως οξεία κοιλία και συνεπώς η διάγνωση μπορεί να καθυστερήσει. Σκοπός: Στην περίπτωσή μας περιγράφεται συστροφή εξαρτήματος στην 13 η εβδομάδα της κύησης, η διαγνωστική προσέγγιση που ακολουθήθηκε και η θεραπευτική αντιμετώπιση. Μέθοδος: Γυναίκα 25 χρόνων πρωτοτόκος, προσήλθε κατά την 13η εβδομάδα της κύησης αιτιώμενη οξύ άλγος δεξιού κάτω κοιλιακού τεταρτημορίου και συνοδό ναυτία. Εκ του ιστορικού, η ασθενής ανέφερε ύπαρξη κυστικού μορφώματος δεξιού εξαρτήματος σε τακτικό υπερηχογραφικό έλεγχο προ 6 μηνών. Από τη φυσική εξέταση, παρατηρήθηκε σύσπαση στον δεξιό λαγόνιο βόθρο και έκλυση άλγους κατά την ψηλάφηση της περιοχής με σημεία περιτοναϊσμού. Από τον εργαστηριακό έλεγχο, τα λευκά αιμοσφαίρια ήταν 18.770 Κ/μL, με αύξηση των ουδετερόφιλων και η C-RP αίματος ήταν φυσιολογική. Η διενέργεια διακοιλιακού υπερηχογραφήματος αποκάλυψε ενδομήτρια κύηση 13 εβδομάδων και 4 ημερών, με ζωντανό έμβρυο και στην ανατομική θέση του δεξιού εξαρτήματος αναδείχθηκε κυστικό μόρφωμα χωρίς αγγείωση. Ως εκ τούτου, επιβεβαιώθηκε η διάγνωση της συστραφείσας κύστης ωοθήκης. Αποτελέσματα: Η ασθενής οδηγήθηκε σε επείγουσα λαπαροτομία όπου ανευρέθηκε δεξιό εξάρτημα μεγεθυμένο, αιμορραγικό, με μακροσκοπική εικόνα νέκρωσης και διπλή συστροφή πέριξ του μίσχου του και διενεργήθηκε δεξιά σαλπιγγο-ωοθηκεκτομή. Μετά το πέρας της επέμβασης, επιβεβαιώθηκε υπερηχογραφικά η παρουσία καρδιακής λειτουργίας του εμβρύου. Η παθολογοανατομική εξέταση ανέδειξε ώριμο κυστικό τεράτωμα δεξιάς ωοθήκης. Η μετεγχειρητική πορεία της ασθενούς ήταν ομαλή και η κύηση συνεχίστηκε χωρίς επιπλοκές. Συμπεράσματα: Η συστροφή εξαρτήματος στην κύηση είναι μια σπάνια, αλλά απειλητική για τη ζωή κατάσταση, η οποία μπορεί να οδηγήσει σε απώλεια του εξαρτήματος. Εμφανίζεται συχνότερα στο πρώτο τρίμηνο και στις αρχές του δευτέρου, ωστόσο μπορεί να παρουσιαστεί σε οποιαδήποτε ηλικία κύησης. Η πρώιμη διάγνωση στηρίζεται στην κλινική εικόνα και τη διενέργεια gray scale υπερηχογραφήματος σε συνδυασμό με έγχρωμο Doppler. Η άρση της συστροφής μέσω λαπαροσκόπησης είναι η προτεινόμενη μέθοδος αντιμετώπισης, στις περιπτώσεις που είναι εφικτή. Ωστόσο, σαλπιγγο-ωοθηκεκτομή δια λαπαροτομίας διενεργείται στις περισσότερες περιπτώσεις.
E.A. 2 ΠΡΟΚΛΗΣΕΙΣ ΣΤΗΝ ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΩΝ ΓΕΝΕΤΙΚΗΣ ΑΝΑΛΥΣΗΣ ΣΕ ΑΣΘΕΝΕΙΣ ΜΕ ΑΣΑΦΕΣ ΚΛΙΝΙΚΟ ΥΠΟΒΑΘΡΟ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΟΥ ΠΟΥ ΔΙΕΡΕΥΝΗΘΗΚΕ ΓΙΑ TREACHER-COLLINS Ψαρρής Αλέξανδρος1, Σύνδος Μιχαήλ1, Δασκαλάκης Γεώργιος1, Πάμπανος Ανδρέας2, Λουτράδης Δημήτριος1 1 Α Μαιευτική και Γυναικολογική Κλινική, Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, ΓΝΑ «Αλεξάνδρα», Αθήνα 2 Τμήμα Γενετικής, ΓΝΑ «Αλεξάνδρα», Αθήνα Εισαγωγή: Το σύνδρομο Treacher Collins (γναθοπροσωπική δυσόστωση) αποτελεί διαταραχή της κρανιοπροσωπικής ανάπτυξης. Kληρονομείται με αυτοσωματικό επικρατούντα τύπο κυρίως ή με αυτοσωματικό υπολειπόμενο. Επιπλέκει 1:50.000 γεννήσεις. Προκαλείται από μεταλλάξεις στα γονίδια TCOF1, POLR1D και POLR1C. Περιλαμβάνει υποπλασία ζυγωματικών, αντιμογγολοειδή κλίση των βλεφαρικών σχισμών, μικρογναθία κάτω γνάθου, μικρογενεία, απώλεια ακοής και υπερωιοσχιστία. Η περίπτωσή μας αφορά γυναίκα 36ετών, δευτεροτόκο με δίδυμο κύηση 11εβδομάδων, που προσήλθε για προγεννητικό έλεγχο. Ανέφερε γέννηση νεκρού νεογνού με διάγνωση συνδρόμου Treacher Collins από το φαινότυπο χωρίς να έχει υποβληθεί σε μοριακό έλεγχο. Η ίδια βρέθηκε ετερόζυγη για την μονονουκλεοτιδική αλλαγή c.1232a>g (p.gin411arg)στο γονίδιο TCOF1, στην οποία αποδόθηκε ο φαινότυπός της(μικρή υποπλασία ζυγωματικών οστών). Σκοπός: Η ανάδειξη των δυσκολιών στην ερμηνεία μοριακού ελέγχου και η ανάγκη διενέργειας πλήρους προγεννητικού ελέγχου μετά από πλημμελή γενετική συμβουλευτική. Μέθοδος: Μοριακή ανάλυση δείγματος χοριακών λαχνών για την ανίχνευση της μονονουκλεοτιδικής αλλαγής c.1232a>g (p.gin411arg)στο γονίδιο TCOF1 και στα δύο έμβρυα. Αποτελέσματα: Παρόλο που η μοριακή ανάλυση απέβη αρνητική για την εν λόγω μετάλλαξη και στα δύο δείγματα χοριακών λαχνών, η ερμηνεία του αποτελέσματος ενέχει κινδύνους. Μετά από έλεγχο στις βάσεις δεδομένων Clinvar, HGMD, LOVD, Clinvitae, Decipher, gnomad και Bravo Topmed η εν λόγω μονονουκλεοτιδική αλλαγή θεωρείται μη παθολογικός πολυμορφισμός στις 6/7και παθογόνος σε 1/7, επομένως ο φαινότυπος της μητέρας να μην μπορεί να αποδοθεί σε αυτόν τον πολυμορφισμό με ασφάλεια. Επιπροσθέτως, ο προσδιορισμός του θνησιγενούς νεογνού ως Treacher-Collins με βάση φαινοτυπικά χαρακτηριστικά χωρίς επιβεβαίωση με μοριακό έλεγχο ενέχει τον κίνδυνο ύπαρξης άλλων γενετικών συνδρόμων με κρανιοπροσωπικές ανωμαλίες για τις οποίες η ασθενής και τα έμβρυά της δεν έχουν υποβληθεί σε μοριακό έλεγχο λόγω υψηλού κόστους (σ.nager,σ.noonan κ.α.). Συμπεράσματα: Σε περιπτώσεις θνησιγενών νεογνών με πιθανή ύπαρξη συγγενών ανωμαλιών ή γενετικών συνδρόμων είναι απαραίτητη η γενετική συμβουλευτική και ο έλεγχος του εμβρύου. Η διάγνωση γενετικών συνδρόμων με βάση το φαινότυπο, χωρίς μοριακή επιβεβαίωση δυσχεραίνει τον προγεννητικό έλεγχο σε μελλοντικές κυήσεις.
E.A.3 ΓΙΓΑΝΤΙΟ ΛΕΙΟΜΥΩΜΑ ΣΤΗΝ ΚΥΗΣΗ: ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΕΝΟΣ ΣΠΑΝΙΟΥ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΟΥ Φώτιος Ζαχομήτρος, Ιωάννης Τσακιρίδης, Απόστολος Μαμόπουλος, Ιωάννης Καλογιαννίδης, Θεμιστοκλής Δαγκλής, Απόστολος Αθανασιάδης Γ Μαιευτική-Γυναικολογική Κλινική, Ιπποκράτειο Νοσοκομείο, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης Εισαγωγή: Ο επιπολασμός των λειομυωμάτων στην κύηση εκτιμάται έως και το 10% των κυήσεων. Σκοπός: Η παρουσίαση σπάνιου περιστατικού με ευμεγέθη λειομυωματώδη εγκύμονα μήτρα. Μέθοδος: Η ανασκόπηση των κλινικών, εργαστηριακών και απεικονιστικών δεδομένων. Αποτελέσματα: Πρωτοτόκος 34 ετών, σε κύηση 25 εβδομάδων προσήλθε στο ιατρείο επειγόντων μαιευτικών περιστατικών λόγω προσφάτως διαγνωσμένης αναιμίας. Κατά την υπερηχογραφική εξέταση διαπιστώθηκε ευμεγέθης λειομυωματώδης μήτρα και ολιγάμνιο. Κατά τη νοσηλεία της, η μαγνητική τομογραφία στην οποία υπεβλήθη, περιέγραψε λειομυωματώδη μήτρα, με το μεγαλύτερο λειομύωμα να έχει μέγιστη διάμετρο περίπου 40 cm. Η έγκυος υπεβλήθη σε καισαρική τομή στις 30 εβδομάδες της κύησης λόγω ανυδραμνίου, όπου αφαιρέθηκαν λειομυώματα συνολικού βάρους 9kg και η μήτρα της εγκύου διατηρήθηκε. Συμπεράσματα: Από τη μελέτη της βιβλιογραφίας προέκυψε ότι πρόκειται για την περίπτωση με το μεγαλύτερο μέγεθος λειομυωμάτων που έχει αναφερθεί πως υπεβλήθη σε καισαρική τομή και η μήτρα διατηρήθηκε. Σε κάθε περίπτωση ευμεγέθους λειομυωματώδους μήτρας στην κύηση απαιτείται συμβούλιο πριν την τελική απόφαση περάτωσης κύησης για την επίτευξη ευνοϊκών περιγεννητικών αποτελεσμάτων.
Ε.Α. 4 ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΙΜΟΙ ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ ΚΙΝΔΥΝΟΥ ΣΤΗΝ ΚΥΗΣΗ: ΠΡΟΟΠΤΙΚΗ ΜΕΛΕΤΗ Θεμιστοκλής Δαγκλής, Ιωάννης Τσακιρίδης, Απόστολος Μαμόπουλος, Απόστολος Αθανασιάδης Γ Μαιευτική-Γυναικολογική Κλινική, Ιπποκράτειο Νοσοκομείο, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης Εισαγωγή: Η πρόληψη στη μαιευτική αποτελεί ακρογωνιαίο λίθο για την επίτευξη ευνοϊκών περιγεννητικών εκβάσεων. Σκοπός: Η προοπτική διερεύνηση πιθανών παραγόντων κινδύνου, για την έκβαση της κύησης, σε πληθυσμό της Βορείου Ελλάδας. Μέθοδος: Μελετήθηκαν δημογραφικοί και μαιευτικοί παράγοντες σε εγκύους που προσήλθαν για προγραμματισμένο υπερηχογραφικό έλεγχο 1ου και 2ου τριμήνου στη Γ Μαιευτική-Γυναικολογική κλινική του ΑΠΘ κατά το χρονικό διάστημα Ιανουάριος 2015-Αυγουστος 2018. Αποτελέσματα: Συνολικά 5276 έγκυοι συμμετείχαν στη μελέτη. 51.9% αφορούσε πρωτοτόκες, 86.3% εγκύους ελληνικής καταγωγής, 28.8% μητρικής ηλικίας πάνω από 35 ετών, 94.5% αυτόματη σύλληψη, 36.7% ήταν υψηλού δείκτη μάζας σώματος (>25 kg/m2), 12.2% δήλωσαν καπνίστριες και 97.2% των περιπτώσεων αφορούσε μονήρεις κυήσεις. Συμπεράσματα: Ένα πολύ υψηλό ποσοστό γυναικών εισέρχονται στην κύηση με παράγοντες που προδιαθέτουν σε κύηση υψηλού κινδύνου. Κάποιοι εκ των παραγόντων είναι τροποποιήσιμοι και απαιτείται εγρήγορση των επαγγελματιών υγείας για την ενημέρωση των γυναικών με σκοπό την υιοθέτηση καλύτερων συνηθειών και σωστού προγραμματισμού. Η υιοθέτηση κατευθυντήριων οδηγιών σχετικά με την πρόληψη στη μαιευτική, θα οδηγήσει ενδεχομένων σε επαγρύπνηση των επαγγελματιών υγείας και ευνοϊκές εκβάσεις τόσο για τη μητέρα, όσο και για το νεογνό.
Ε.Α.5 ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΝΤΟΣ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΟΥ ΜΕ ΡΑΒΔΟΜΥΟΣΑΡΚΩΜΑ ΓΕΝΝΗΤΙΚΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ Δεληγεώρογλου Ευαγγελία1, Ζουρίδης Ανδρέας1, Αρουτζίδης Σταύρος1, Καττάμης Αντώνης2, Δεληγεώρογλου Ευθύμιος1, Βλάχος Νικόλαος1 1 Β' Μαιευτική και Γυναικολογική Κλινική Παν/μίου Αθηνών Αρεταίειο Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο 2 Α Παιδιατρική Κλινική Πανεπιστημίου Αθηνών, Γενικό Νοσοκομείο Παίδων «Η Αγία Σοφία» Εισαγωγή: Το ραβδομυοσάρκωμα (RMS) είναι ένας κακοήθης όγκος ο οποίος προέρχεται από εμβρυϊκά μυϊκά κύτταρα. Είναι το πιο κοινό σάρκωμα μαλακών μορίων στην παιδική και νεανική ηλικία και ανευρίσκεται σε ποσοστό 4 έως 6% του συνόλου των κακοηθειών σε αυτήν την ηλικιακή ομάδα. Αυτός ο όγκος παρουσιάζεται ως υποβλεννογόνια βλάβη δίνοντας την τυπική εικόνα "ομοιάζουσα με σταφύλια" και παρατηρείται συνήθως σε θήλεα βρέφη και μικρά παιδιά. Το βοτρυοειδές σάρκωμα (εμβρυονικό ραβδομυοσάρκωμα) αναφέρεται συνήθως ως κολπικός όγκος της γυναικείας αναπαραγωγικής οδού των βρεφών. Ωστόσο, συμβαίνει σπάνια στον τράχηλο της μήτρας ή στη μήτρα. Η πρόγνωση των ραβδομυοσαρκωμάτων του τραχήλου της μήτρας είναι περισσότερο ικανοποιητική σε σχέση με άλλα ραβδομυοσαρκώματα του γεννητικού συστήματος. Υλικό - Μέθοδος: Παρουσίαση περιστατικού ασθενούς 14,5 ετών, status virgo, με εμμηναρχή σε ηλικία 12 ετών και σταθερό εμμηνορρυσιακό κύκλο 5/28, η οποία προσήλθε για εξέταση λόγω αναφερόμενου μορφώματος που προπίπτει από τον κόλπο περί τα 7 εκατοστά. Το εν λόγω μόρφωμα εξήλθε και εστάλη προς ιστολογική εξέταση η οποία ανέδειξε ραβδομυοσάρκωμα εκ του γεννητικού συστήματος, και συγκεκριμένα βοτρυοειδές σάρκωμα. Έγινε πλήρης κλινικοεργαστηριακός και απεικονιστικός έλεγχος με αξονική τομογραφία θώρακος, σπινθηρογράφημα οστών και μαγνητική τομογραφία άνω κάτω κοιλίας χωρίς λοιπά παθολογικά ευρήματα. Ακολούθησε υπό γενική αναισθησία κολπική εξέταση και διακολπικό υπερηχογράφημα έσω γεννητικών οργάνων. Τράχηλος χωρίς ορατή παθολογία. Ακολουθεί διαστολή τραχήλου και ήπια απόξεση ενδομητρίου κατά το οποίο λαμβάνονται περί τα 2 κ.εκ. υλικού από το εσωτερικό της ενδομήτριας κοιλότητας. Το υλικό αποστέλλεται προς ιστολογική εξέταση. Αποτελέσματα: Τα παρασκευάσματα που εστάλησαν προς ιστολογική εξέταση δεν ανέδειξαν παθολογία. Η ασθενής θα υποβληθεί άμεσα σε διέγερση και κατάψυξη ωαρίων και χημειοθεραπεία.
Ε.Α.6 ΠΕΣΣΟΣ ΣΕ ΣΥΝΔΥΑΣΜΟ ΜΕ ΚΟΛΠΙΚΗ ΠΡΟΓΕΣΤΕΡΟΝΗ ΣΕ ΥΨΗΛΟΥ ΚΑΙ ΧΑΜΗΛΟΥ ΚΙΝΔΥΝΟΥ ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΜΕ ΒΡΑΧΥ ΤΡΑΧΗΛΟ Γεώργιος Δασκαλάκης, Αλέξανδρος Ψαρρής, Δημήτριος Ζαχαράκης, Μιχαήλ Σίνδος, Μαριάννα Θεοδωρά, Παναγιώτης Αντσακλής, Θωμάς Κατάρας, Αντώνιος Ψαράκης, Δημήτριος Λουτράδης 1η Μαιευτική και Γυναικολογική Κλινική, Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, Ελλάδα, Νοσοκομείο Αλεξάνδρα Σκοπός: Ο στόχος της μελέτης ήταν να εξετάσουμε την αποτελεσματικότητα της συνδυασμένης χρήσης πεσσού και κολπικής προγεστερόνης σε γυναίκες με μονήρη κύηση και βραχύ τράχηλο σε κυήσεις υψηλού αλλά και χαμηλού κινδύνου με βάση το μαιευτικό ιστορικό και τους παράγοντες κινδύνου της μητέρας. Υλικά και μέθοδοι: Πραγματοποιήσαμε μια προοπτική μελέτη των γυναικών με μονήρη κύηση και μήκος τραχήλου 25mm στον υπερηχογραφικό έλεγχο δευτέρου τριμήνου. Η ομάδα υψηλού κινδύνου περιλάμβανε τις γυναίκες με ατομικό αναμνηστικό προηγούμενων πρόωρων τοκετών, αποβολές δευτέρου τριμήνου ή κωνοειδή εκτομή τραχήλου, ενώ η ομάδα χαμηλού κινδύνου γυναίκες χωρίς αντίστοιχο ιστορικό. Όλες οι γυναίκες αντιμετωπίστηκαν με χρήση πεσσού και καθημερινή χορήγηση 200 mg προγεστερόνης κολπικά. Η κύρια παράμετρος που μελετήθηκε ήταν η επίπτωση του αυτόματου πρόωρου τοκετού πριν τη συμπλήρωση 34 εβδομάδων κύησης. Επιπλέον παράμετροι που μελετήθηκαν ήταν η επίπτωση πρόωρου τοκετού πριν τη συμπλήρωση 37 εβδομάδων κύησης, η μέση παράταση της κύησης, το Apgar score, το βάρος γέννησης των νεογνών, μείζονα ανεπιθύμητα νεογνικά συμβάματα (ενδοκοιλιακή αιμορραγία, σύνδρομο αναπνευστικής δυσχέρειας των νεογνών, σηψαιμία και νεκρωτική εντεροκολίτιδα), εισαγωγή στη μονάδα εντατικής θεραπείας νεογνών (NICU), χρήση μάσκας συνεχούς θετικής πίεσης των αεραγωγών (CPAP), μηχανικός αερισμός και εμβρυικός ή νεογνικός θάνατος. Αποτελέσματα: 196 περιπτώσεις με μήκος τραχήλου 25mm ανιχνεύθηκαν κατά την περίοδο της μελέτης. 52 γυναίκες αρνήθηκαν να συμμετάσχουν στην μελέτη. Οι υπόλοιπες 144 γυναίκες χωρίστηκαν σε δύο ομάδες με βάση την παρουσία (n=44) ή όχι (n=100) συγκεκριμένων παραγόντων κινδύνου για πρόωρο τοκετό. Το ποσοστό πρόωρου τοκετού <34 εβδομάδες κύησης ήταν παρόμοιο τόσο στις κυήσεις υψηλού όσο και στις κυήσεις χαμηλού κινδύνου, ενώ στις γυναίκες υψηλού κινδύνου παρατηρήθηκε στατιστικά σημαντικά υψηλότερο ποσοστό πρόωρου τοκετού <37 εβδομάδες κύησης (p=.005). Η συνδυασμένη θεραπεία με πεσσό και κολπική προγεστερόνη ήταν εξίσου αποτελεσματική και στις δύο ομάδες, οδηγώντας κατά μέσο όρο σε παράταση της κύησης κατά 96.6 και 92 ημέρες στις ομάδες χαμηλού και υψηλού κινδύνου, αντίστοιχα. Τέλος, δεν παρατηρήθηκε στατιστικά σημαντική διαφορά στο περιγεννητικό αποτέλεσμα μεταξύ των δύο ομάδων. Συμπεράσματα: Η συνδυασμένη θεραπευτική προσέγγιση με χρήση πεσσού και κολπικής προγεστερόνης είχε παρόμοια επίδραση στο ποσοστό πρόωρων τοκετών <34 εβδομάδες κύησης, τόσο σε κυήσεις υψηλού όσο και σε κυήσεις χαμηλού κινδύνου, με βραχύ τράχηλο στο δεύτερο τρίμηνο.
Ε.Α.7 ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΓΥΝΑΙΚΩΝ ΜΕ ΜΕΙΩΜΕΝΟ ΜΗΚΟΣ ΤΡΑΧΗΛΟΥ ΣΤΟ ΔΕΥΤΕΡΟ ΤΡΙΜΗΝΟ ΤΗΣ ΚΥΗΣΗΣ. ΜΙΑ ΡΕΑΛΙΣΤΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ Γεώργιος Δασκαλάκης, Αλέξανδρος Ψαρρής, Μιχαήλ Σίνδος, Μαριάννα Θεοδωρά, Παναγιώτης Αντσακλής, Αντώνιος Ψαράκης, Θωμάς Κατάρας, Ιωάννα Τσουμπού, Μαρία Σίμου, Δημήτριος Λουτράδης 1η Μαιευτική και Γυναικολογική Κλινική, Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, Ελλάδα, Νοσοκομείο Αλεξάνδρα Σκοπός: Ο σκοπός της μελέτης ήταν ο έλεγχος των αποτελεσμάτων της εφαρμογής διαφορετικών πρωτοκόλλων αντιμετώπισης γυναικών με βραχύ τράχηλο στο δεύτερο τρίμηνο της κύησης. Μέθοδοι: Όλες οι γυναίκες με μονήρη κύηση και μήκος τραχήλου 25 mm σε μια περίοδο επτά ετών είχαν δύο θεραπευτικές επιλογές. Η πρώτη ήταν η τοποθέτηση κολπικού πεσσού σε συνδυασμό με 200 mg κολπικής προγεστερόνης κάθε βράδυ από τη διάγνωση μέχρι και την 37 εβδομάδα κύησης. Η δεύτερη ήταν η χορήγηση είτε 200 mg caps προγεστερόνης ή 80 mg γέλης προγεστερόνης κάθε βράδυ και παρακολούθηση με διαδοχικά διακολπικά υπερηχογραφήματα για την εκτίμηση επιπλέον αλλαγών στο μήκος του τραχήλου. Όταν υπήρχε βράχυνση του τραχήλου <15 mm μέχρι και τις 26 εβδομάδες κύησης, προτεινόταν περίδεση τραχήλου. Οι κύριες μεταβλητές αποτελεσματικότητας ήταν ο πρόωρος τοκετός (<34 και 32 εβδομάδες κύησης) και η παράταση της κύησης. Επιπλέον παράμετροι που μελετήθηκαν ήταν η μέση ηλικία κύησης κατά τη γέννηση και το βάρος γέννησης του νεογνού. Αποτελέσματα: 144 από συνολικά 244 γυναίκες αντιμετωπίστηκαν με τοποθέτηση πεσσού σε συνδυασμό με χρήση κολπικής προγεστερόνης. 25 από τις εναπομείνασες 100 γυναίκες, υπεβλήθησαν σε περίδεση τραχήλου λόγω μήκους τραχήλου <15 mm στην αρχική εκτίμηση, ενώ 76 έλαβαν κολπική προγεστερόνη. Από τις τελευταίες, 37 γυναίκες είχαν μήκος τραχήλου <15 mm κατά τις επισκέψεις παρακολούθησης και αντιμετωπίστηκαν και αυτές με περίδεση τραχήλου, με μόνο 38 γυναίκες να παραμένουν στην ομάδα που έλαβε μόνο προγεστερόνη. Το ποσοστό των πρόωρων τοκετών πριν τις 34 και 32 εβδομάδες κύησης ήταν 10.4 και 6.3% αντίστοιχα για την ομάδα του πεσσού, 20 και 12% για την ομάδα της περίδεσης, 13.5 και 8.1% για την ομάδα του συνδυασμού προγεστερόνης-περίδεσης και 10.5 και 5.3% για την ομάδα που έλαβε μόνο προγεστερόνη. H μέση λανθάνουσα περίοδος ήταν 15, 14.4, 15.3 και 16 εβδομάδες για τον πεσσό, την περίδεση, την προγεστερόνη+περίδεση και την ομάδα που έλαβε μόνο προγεστερόνη, αντίστοιχα. Επίσης, δεν παρατηρήθηκε διαφορά σχετικά με τα δευτερογενή αποτελέσματα της μελέτης. Συμπεράσματα: Η εφαρμογή δύο διαφορετικών πρωτοκόλλων διαχείρισης με 4 διαφορετικές παρεμβάσεις σε γυναίκες με βραχύ τράχηλο είχε παρόμοιο περιγεννητικό αποτέλεσμα.
Ε.Α.8 ΔΙΑΦΟΡΙΚΗ ΔΙΑΓΝΩΣΗ ΥΠΕΡΝΕΦΡΙΚΩΝ ΟΓΚΩΝ ΕΜΒΡΥΟΥ ΣΤΟ ΤΡΙΤΟ ΤΡΙΜΗΝΟ ΤΗΣ ΚΥΗΣΗΣ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΟΥ ΝΕΥΡΟΒΛΑΣΤΩΜΑΤΟΣ ΕΠΙΝΕΦΡΙΔΙΟΥ Ψαρρής Αλέξανδρος, Σύνδος Μιχαήλ, Δασκαλάκης Γεώργιος, Θεοδωρά Μαριάννα, Αντσακλής Παναγιώτης, Ψαράκης Αντώνιος, Κατάρας Θωμάς, Λουτράδης Δημήτριος Α Μαιευτική και Γυναικολογική Κλινική, Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, ΓΝΑ «Αλεξάνδρα», Αθήνα Εισαγωγή: Το νευροβλάστωμα αποτελεί το συχνότερο εξωκρανιακό συμπαγή όγκο της βρεφικής ηλικίας, με επίπτωση 58 ανά 1.000.000 σε βρέφη με ηλικία μικρότερη του ενός έτους. H προέλευση του όγκου είναι από τη νευρική ακρολοφία και μπορεί να αναπτυχθεί είτε από τη μυελώδη μοίρα των επινεφριδίων είτε από τα γάγγλια του συμπαθητικού συστήματος. Στο έμβρυο η διαφορική διάγνωση υπερνεφρικών όγκων περιλαμβάνει το νευροβλάστωμα του επινεφριδίου, εξωλοβιακό πνευμονικό απόλυμμα, αιμάτωμα επινεφριδίου, απόστημα επινεφριδίου, οζώδη υπερπλασία επινεφριδίων, κύστη επινεφριδίου, βρογχογενή κύστη και καρκίνωμα επινεφριδίων. Σκοπός: Η παρουσίαση της διάγνωσης ενός κυστικού νευροβλαστώματος επινεφριδίου κατά τον προγεννητικό υπερηχογραφικό έλεγχο ρουτίνας εμβρύου στο τρίτο τρίμηνο της κύησης. Παρουσίαση Περιστατικού: Έγκυος γυναίκα 27 ετών προσήλθε στα εξωτερικά μαιευτικά ιατρεία στο τρίτο τρίμηνο της κύησης. Ήταν πρωτοτόκος, στην 38η εβδομάδα κύησης με ελεύθερο ατομικό αναμνηστικό. Στην παρούσα κύηση είχε υποβληθεί σε πλήρη προγεννητικό εργαστηριακό και απεικονιστικό έλεγχο (αυχενική διαφάνεια, β επιπέδου, doppler κύησης) χωρίς παθολογικά ευρήματα. Κατά τον υπερηχογραφικό έλεγχο παρατηρήθηκε 1 έμβρυο με φυσιολογική ανάπτυξη για την ηλικία κύησης καθώς και φυσιολογική ποσότητα αμνιακού υγρού. Στη διάρκεια του ελέγχου αναγνωρίστηκε περιγεγραμμένο μόρφωμα με κυστικά και συμπαγή στοιχεία άνωθεν του αριστερού νεφρού. Η προέλευση του μορφώματος φαινόταν να είναι από το αριστερό επινεφρίδιο, ενώ στον έλεγχο doppler το μόρφωμα δεν παρουσίαζε αυξημένη αιμάτωση. Οι διαστάσεις του μορφώματος ήταν 4.49x3.95εκ. Ετερόπλευρα νεφρός και επινεφρίδιο ήταν φυσιολογικά. Ο λοιπός λεπτομερής έλεγχος του εμβρύου δεν ανέδειξε άλλες ανατομικές ανωμαλίες. Τέθηκε η διάγνωση του νευροβλαστώματος και ακολούθησε πρόκληση τοκετού στις 39+1 εβδομάδες κύησης που οδήγησε στη γέννηση ενός άρρενος νεογνού με APGAR score 9 στο πρώτο και 10 στο πέμπτο λεπτό. Υπερηχογραφικός έλεγχος του νεογνού μετά τη γέννηση επιβεβαίωσε την παρουσία του μορφώματος. Το νεογνό μεταφέρθηκε σε τμήμα παιδιατρικής ογκολογίας όπου και επιβεβαιώθηκε η διάγνωση με τη χρήση μαγνητικής τομογραφίας και VMA ούρων. Συμπεράσματα: Η βελτίωση των υπερηχογραφικών τεχνικών έχει οδηγήσει στην αυξημένη προγεννητική διάγνωση όγκων που παλαιότερα διέλαθαν της προσοχής. Η διαφορική διάγνωση υπερνεφρικών μορφωμάτων στο έμβρυο είναι σύνθετη. Οι όγκοι που παρουσιάζονται στα έμβρυα μπορεί να εμφανιστούν σε οποιοδήποτε τρίμηνο της κύησης καθώς και να μεγαλώσουν ταχέως σε μέγεθος. Έτσι ο κλινικός γιατρός δεν πρέπει να εφησυχάζει βασιζόμενος σε προγενέστερο φυσιολογικό υπερηχογραφικό έλεγχο.
Ε.Α.9 ΕΜΒΟΛΙΑΣΜΟΣ ΕΓΚΥΩΝ ΕΝΑΝΤΙ ΚΟΚΚΥΤΗ ΚΑΙ ΓΡΙΠΗΣ Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ Αλέξανδρος Ψαρρής, Μιχαήλ Σύνδος, Γεώργιος Δασκαλάκης, Μαριάννα Θεοδωρά, Παναγιώτης Αντσακλής, Αντώνιος Ψαράκης, Θωμάς Κατάρας, Γεώργιος Ασημακόπουλος, Δημήτριος Λουτράδης 1η Μαιευτική και Γυναικολογική Κλινική, Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, Νοσοκομείο Αλεξάνδρα Σκοπός: Η αξιολόγηση της στάσης των επαγγελματιών υγείας αλλά και των εγκύων γυναικών σχετικά με τον εμβολιασμό κατά τη διάρκεια της κύησης έναντι κοκκύτη και γρίπης. Υλικά και Μέθοδοι: Πραγματοποιήσαμε μία μελέτη δύο σταδίων σχετικά με τον εμβολιασμό των εγκύων γυναικών που παρακολουθούνταν στο νοσοκομείο «Αλεξάνδρα». Στο αναδρομικό σκέλος της μελέτης όλες οι γυναίκες (197) που γέννησαν στο νοσοκομείο «Αλεξάνδρα» σε μία περίοδο 3 μηνών (Μάρτιος Μάιος) 2018 συμπλήρωσαν ερωτηματολόγιο σχετικά με την εμβολιαστική τους κατάσταση έναντι γρίπης και κοκκύτη καθώς και σε περίπτωση μη εμβολιασμού τους λόγους της απόφασής τους. Στο προοπτικό σκέλος της μελέτης μας συστήσαμε ενεργά και τα δύο εμβόλια στις ασθενείς των εξωτερικών ιατρείων του νοσοκομείου με σκοπό να εκτιμήσουμε την δεκτικότητα των εγκύων στους προβλεπόμενους εμβολιασμούς κατά τη διάρκεια της κύησης. Αποτελέσματα: 92.9% των γυναικών είχαν εμβολιαστεί στην παιδική τους ηλικία με βάση το εθνικό πρόγραμμα εμβολιασμού, 98% των γυναικών δήλωσαν ότι θα εμβολιάσουν τα παιδιά τους, 65.5% απάντησαν ότι θα εμβολιάζονταν κατά τη διάρκεια της κύησης εάν τους το συνιστούσε ο γιατρός τους, αλλά στο 73.6% ο γιατρός τους δεν τους το πρότεινε. 16.2% των γυναικών είχαν εμβολιαστεί έναντι της γρίπης κατά τη διάρκεια της κύησης ενώ καμία εξ αυτών (0%) δεν είχε εμβολιαστεί έναντι κοκκύτη. Όσων αφορά τους λόγους μη εμβολιασμού, 65% δεν εμβολιάστηκαν επειδή δεν τους το πρότεινε ο γιατρός τους και 18.8% επειδή φοβήθηκαν για πιθανές ανεπιθύμητες ενέργειες στο έμβρυο και τις ίδιες. Κατά το προοπτικό σκέλος της μελέτης μας, συστήθηκε ενεργά ο εμβολιασμός των εγκύων γυναικών έναντι της γρίπης και του τετάνου, της διφθερίτιδας και του κοκκύτη. 94.9% από 195 γυναίκες δέχθηκαν να εμβολιαστούν έναντι της γρίπης και 92.8% δέχθηκαν να εμβολιαστούν έναντι του κοκκύτη. Συμπεράσματα: Είναι προφανές πως η συμμόρφωση με τις κατευθυντήριες οδηγίες για τον εμβολιασμό στην κύηση είναι απογοητευτικά χαμηλή. Πάραυτα, οι επαγγελματίες υγείας φαίνεται πως είναι διστακτικοί στο να συστήσουν εμβολιασμό κατά τη διάρκεια της κύησης. Με δεδομένη τη συμμόρφωση των γυναικών στις συστάσεις των ιατρών καθώς και τα αυξανόμενα κρούσματα κοκκύτη στην Ελλάδα στα νεογνά, γίνεται εμφανής η ανάγκη εφαρμογής καθολικού εμβολιασμού των εγκύων γυναικών έναντι του κοκκύτη.
ΕΛΕΥΘΕΡΕΣ ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΕΙΣ ΙΙ ΓΥΝΑΙΚΟΛΟΓΙΑ
Ε.Α.10 ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΧΟΡΗΓΗΣΗΣ ΑΝΤΙΣΥΛΛΗΠΤΙΚΩΝ ΔΙΣΚΙΩΝ (ΣΥΝΕΧΟΜΕΝΗ VS ΚΥΚΛΙΚΗ) ΣΕ ΑΣΘΕΝΕΙΣ ΠΟΥ ΥΠΟΒΛΗΘΗΚΑΝ ΣΕ ΛΑΠΑΡΟΣΚΟΠΗΣΗ ΛΟΓΩ ΕΝΔΟΜΗΤΡΙΩΣΗΣ. ΠΡΟΟΠΤΙΚΗ ΜΕΛΕΤΗ ΚΟΟΡΤΗΣ Τριανταφυλλίδου Ο1, Κολοβός Γ2, Βλάχος Ν3. 1. Λητώ Μαιευτικό, Γυναικολογικό & Χειρουργικό Κέντρο, Αθήνα 2. Iατρική Σχολή Αθηνών, Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών 3. Αρεταίειο Νοσοκομείο, Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών Ο κίνδυνος υποτροπής των συμπτωμάτων της ενδομητρίωσης μετά από τη χειρουργική επέμβαση είναι το μεγαλύτερο πρόβλημα που αντιμετωπίζουν σήμερα οι ασθενείς και οι κλινικοί ιατροί. Ο τρόπος χορήγησης συνδιασμένων αντισυλληπτικών δισκίων (ΑΔ) στην αντιμετώπιση των συμπτωμάτων της ενδομητριωσης παραμένει αμφιλεγόμενος. Ο σκοπός αυτής της προοπτικής μελέτης κοόρτης είναι να εκτιμηθεί το χρονικό διάστημα έως ότου μειωθεί η ένταση των συμπτωμάτων της ενδομητρίωσης, όπως, της δυσμηνόρροιας και της δυσπαρεύνιας σε ασθενείς που λαμβάνουν ΑΔ σε κυκλική ή συνεχόμενη μορφή κατόπιν λαπαροσκοπικής αντιμετώπισης της ενδομητρίωσης. 28 ασθενείς με διαγνωσμένη ενδομητρίωση υποβλήθηκαν σε λαπαροσκόπηση και ύστερα χωρίστηκαν σε δυο ομάδες και παρακολουθήθηκαν ανά 3μηνο για τουλάχιστον 12 μήνες. 17 ασθενείς έλαβαν ΑΔ με κυκλικό τρόπο (με 7 ημέρες διακοπής των ΑΔ), ενώ τα υπόλοιπα 11 άτομα τα έλαβαν κατά συνεχή τρόπο. Η ένταση επανεμφάνισης των σχετιζόμενων με την ενδομητρίωση συμπτωμάτων της δυσμηνόρροιας και της δυσπαρεύνιας εκτιμήθηκε μέσω μιας αναλογικής κλίμακας 10 cm (10-cm visual analogue scale (VAS). Μετά από συντηρητική χειρουργική επέμβαση για ενδομητρίωση και στις δυο ομάδες παρατηρήθηκε στατιστικά σημαντική μείωση της έντασης και των δυο συμπτωμάτων στο τέλος της παρακολούθησης. Ωστόσο, η συνεχόμενη χορήγηση από του στόματος ΑΔ σχετίζεται με πιο σημαντική μείωση της μέσης έντασης της δυσμηνόρροιας (VAS: 0.91 vs 4.05, p-value 0.001) και της βαθιάς δυσπαρεύνιας (VAS: 1.91 vs 4.88, p-value 0.001) σε σχέση με τη κυκλική (διακοπτόμενη) χορήγηση. Η διαφορά αυτή μεταξύ των δυο ομάδων γίνεται στατιστικά σημαντική στους 9 (p-value 0.004) και 6 (pvalue 0.003) μήνες παρακολούθησης για την δυσπαρεύνια και δυσμηνόρροια αντίστοιχα. Τα αποτελέσματα αυτά είναι πολύ σημαντικά για τους κλινικούς ιατρούς στην ενημέρωση των ασθενών τους για τον αναμενόμενο χρόνο μείωσης των συμπτωμάτων.
Ε.Α.11 ΜΕΤΑΒΟΛΕΣ ΤΗΣ ΟΣΤΙΚΗΣ ΠΥΚΝΟΤΗΤΑΣ ΣΕ ΕΦΗΒΕΣ ΜΕ ΨΥΧΟΓΕΝΗ ΑΝΟΡΕΞΙΑ, ΠΡΙΝ ΚΑΙ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΠΛΗΡΗ ΕΠΑΝΑΠΡΟΣΛΗΨΗ ΤΟΥ ΣΩΜΑΤΙΚΟΥ ΤΟΥΣ ΒΑΡΟΥΣ ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΝΑΚΤΗΣΗ ΤΗΣ ΕΜΜΗΝΟΡΡΥΣΙΑΣ ΤΟΥΣ Βασίλειος Καρούντζος1, Παντελής Τσίμαρης1, Άρτεμις Τσίτσικα2, Φλώρα Μπακοπούλου3, Αναστασία Βατοπούλου4, Ευαγγελία Δεληγεώρογλου1, Ευτυχία Παπαχατζοπούλου1, Νικόλαος Αθανασόπουλος1, Αικατερίνη Γιαννούλη1, Κωνσταντίνος Πανούλης1, Ευθύμιος Κ. Δεληγεώρογλου1 1 Τμήμα Παιδικής-Εφηβικής Γυναικολογίας & Επανορθωτικής Χειρουργικής, Β ΜαιευτικήΓυναικολογική Κλινική, Ιατρική Σχολή, Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, «Αρεταίειον» Νοσοκομείο, Αθήνα, Ελλάδα 2 Μονάδα Εφηβικής Υγείας (Μ.Ε.Υ.), Β Παιδιατρική Κλινική, Ιατρική Σχολή, Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, Νοσοκομείο «Π. & A. Κυριακού, Αθήνα, Ελλάδα 3 Ειδικό Κέντρο Εφηβικής Ιατρικής (Ε.Κ.Ε.Ι.), Έδρα UNESCO Εφηβικής Ιατρικής, Α Παιδιατρική Κλινική, Ιατρική Σχολή, Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, Νοσοκομείο Παίδων «Η Αγία Σοφία», Αθήνα, Ελλάδα 4 Τμήμα Παιδικής Εφηβικής Γυναικολογίας, Α Μαιευτική Γυναικολογική Κλινική, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Νοσοκομείο «Παπαγεωργίου», Θεσσαλονίκη, Ελλάδα Εισαγωγή/Σκοπός: Να εκτιμηθεί ο ρόλος του ολικού λιπώδους ιστού και του λιπώδους ιστού του κορμού στην οστική πυκνότητα των εφήβων με Ψυχογενή Ανορεξία (ΨΑ), που επαναπροσέλαβαν πλήρως το σωματικό τους βάρος και ανέκτησαν την εμμηνορρυσία τους. Μέθοδος: Προοπτική μελέτη 35 εφήβων κοριτσιών, που προσήλθαν με δευτεροπαθή αμηνόρροια και διεγνώσθησαν με ΨΑ με βάση τα DSM-IV κριτήρια. Σε όλες τις έφηβες έγινε καταμέτρηση το ανθρωπομετρικών παραμέτρων, πραγματοποιήθηκε εκτίμηση της σύνθεσης σώματος (λιπώδης ιστός, μη λιπώδης ιστός και οστική πυκνότητα), μέσω της διπλής ενέργειας απορροφησιομετρίας ακτίνων Χ (DXA) και έγινε ανάλυση όλων των ορμονολογικών παραγόντων που συσχετίζονται με την αμηνόρροια, το λιπώδη ιστό και την οστική πυκνότητα στις έφηβες αυτές. Οι ανωτέρω εξετάσεις πραγματοποιήθηκαν τόσο στην αρχή, όσο και κατά το πέρας της μελέτης. Αποτελέσματα: Τα επίπεδα της οστικής πυκνότητας ήταν στατιστικώς σημαντικά χαμηλότερα κατά την πρώτη επίσκεψη σε σχέση με το πέρας της μελέτης (z-score: -1,6±1,1 vs -1,2±0,8 p<0,05). Κατά το πέρας της πλήρους επαναπρόσληψης του σωματικού βάρους, οι έφηβες είχαν στατιστικώς σημαντικά αυξημένα επίπεδα (p<0,001) ολικού λιπώδους ιστού, λιπώδους ιστού του κορμού, λόγου λιπώδους ιστού του κορμού προς λιπώδη ιστό της περιφέρειας, ενώ την ίδια στιγμή η οστική πυκνότητα βρέθηκε να συσχετίζεται θετικά σε στατιστικά σημαντικό βαθμό, τόσο με τον ολικό λιπώδη ιστό (%) (r=0,477, p<0,01) όσο και με το λιπώδη ιστό του κορμού (%) (r=0,511, p=<0,01). Συμπεράσματα: Τα αποτελέσματα της μελέτης καταδεικνύουν πως η οριοθέτηση εντός των φυσιολογικών ορίων, των επιπέδων της οστικής πυκνότητας σε έφηβες με ΨΑ είναι άρρηκτα συνδεδεμένη τόσο με την αύξηση των επιπέδων του ολικού λιπώδους ιστού και του λιπώδους ιστού του κορμού, όσο και με την κατανομή του λιπώδους ιστού στον κορμό.
Ε.Α.12 Η ΜΙΣΟΠΡΟΣΤΟΛΗ ΩΣ ΑΙΜΟΣΤΑΤΙΚΟΣ ΠΑΡΑΓΟΝΤΑΣ ΣΤΗΝ ΛΑΠΑΡΟΣΚΟΠΙΚΗ ΙΝΟΜΥΩΜΑΤΕΚΤΟΜΙΑ: ΕΙΝΑΙ ΣΥΓΚΡΙΣΙΜΗ ΜΕ ΤΗΝ ΒΑΖΟΠΡΕΣΣΙΝΗ? Αθανάσιος Πρωτοπαπάς, Νικόλαος Καθοπούλης, Ιωάννης Χατζηπαπάς, Δημήτριος Βλάχος, Κωνσταντίνος Σαμαρτζής, Κωνσταντίνος Κυπριώτης, Κωνσταντίνος Ντζέρος, Δημήτριος Λουτράδης Α Μαιευτική και Γυναικολογική Κλινική του Πανεπιστημίου Αθηνών, Νοσοκομείο «Αλεξάνδρα», Αθήνα Σκοπός: Η ινομυωματεκτομία είναι μία συνήθης επέμβαση στην γυναικολογική χειρουργική η οποία συχνά συνοδεύεται από σημαντική απώλεια αίματος. Πραγματοποιήσαμε αυτή την μελέτη με σκοπό να μελετηθεί η αποτελεσματικότητα και η ασφάλεια της μισοπροστόλης ως παράγοντας αιμόστασης, όταν αυτή χορηγείται μία ώρα πριν την λαπαροσκοπική ινομυωματεκτομία, σε σύγκριση με: α) την διεγχειρητική χορήγηση βαζοπρεσσίνης και β) την απουσία οιασδήποτε φαρμακευτικής αιμοστατικής θεραπείας. Ασθενείς και Μέθοδοι: Στην αναδρομική αυτή μελέτη συμπεριελήφθησαν 200 ασθενείς οι οποίες υποβλήθηκαν σε λαπαροσκοπική ινομυωματεκτομία (-ίες) στην Μονάδα Ενδοσκοπικής Χειρουργικής της Κλινικής μας, σε διάστημα 8 ετών (2011-2019). Από αυτές, 50 χειρουργήθηκαν μία ώρα μετά την κολπική εφαρμογή 400mg μισοπροστόλης (ομάδα 1), στις 100 έγινε διεγχειρητικά έγχυση αραιωμένου διαλύματος βαζοπρεσσίνης (20IU/100mls NaCl) (ομάδα 2), ενώ οι υπόλοιπες 50 χειρουργήθηκαν χωρίς την χορήγηση οιουδήποτε αιμοστατικού παράγοντα (ομάδα 3). Οι 3 ομάδες συγκρίθηκαν ως προς το μέγεθος, τον τύπο και τον αριθμό των ινομυωμάτων, την διεγχειρητική απώλεια αίματος (ΔΑΕ), τα ποσοστά των μεταγγίσεων και λαπαρομετατροπής και την ύπαρξη διεγχειρητικών και μετεγχειρητικών επιπλοκών. Αποτελέσματα: Στις ομάδες 1 & 2 δεν σημειώθηκαν λαπαρομετατροπές, ενώ στην ομάδα 3 σε 2 (4%) περιπτώσεις η λαπαρομετατροπή κρίθηκε αναγκαία. Συνολικά, η μέση απώλεια αίματος ήταν 179.7mls στην ομάδα 1, έναντι 147.8mls της ομάδας 2 (p= 0.793) και 321.8mls της ομάδας 3 (p=0.003). Η ΔΑΕ σε όλες τις ομάδες σχετίστηκε σε σημαντικό βαθμό με την αύξηση του μεγέθους και του αριθμού των ινομυωμάτων, καθώς και με την αφαίρεση ενδοτοιχωματικών όγκων. Επίσης, η ΔΑΕ στο σύνολο των υπο-ομάδων ήταν γενικά υψηλότερη στην ομάδα 1 έναντι της 2 και σημαντικά υψηλότερη στην ομάδα 3 έναντι των 1 και 2. Η μέση διάρκεια της επέμβασης δεν διέφερε σημαντικά μεταξύ των 3 ομάδων (127.9 vs. 100.6 vs. 130.8mins, αντίστοιχα). Παράγοντες κινδύνου για την παράταση της επέμβασης ήταν το μέγεθος και ο αριθμός των ινομυωμάτων, ανεξάρτητα από την χρήση αιμοστατικού παράγοντα ή μη. Τα ποσοστά υπερκαπνίας (ΥΠΚΝ) - κυρίως και υποδορίου εμφυσήματος (ΥΕΜΦ) ήταν μικρότερα στην ομάδα 1 και 2, έναντι της 3. Παράγοντες κινδύνου για την εμφάνιση ΥΠΚΝ και ΥΕΜΦ ήταν το μέγεθος και ενδοτοιχωματική εντόπιση του μεγαλύτερου ινομυώματος. Η χρήση μισοπροστόλης και βαζοπρεσσίνης δεν συνοδεύτηκε από σημαντικές ανεπιθύμητες ενέργειες. Συμπεράσματα: Όταν η βαζοπρεσσίνη δεν είναι διαθέσιμη, η διακολπική χορήγηση μισοπροστόλης είναι αποτελεσματική και ασφαλής επιλογή ως εναλλακτικός αιμοστατικός παράγοντας στην λαπαροσκοπική ινομυωματεκτομία. Παρά το γεγονός ότι κατά μέσον όρο η απώλεια αίματος είναι
μεγαλύτερη σε σύγκριση με την χρήση της βαζοπρεσσίνης, εξακολουθεί να είναι σημαντικά μικρότερη σε σύγκριση με την μη χορήγηση οιασδήποτε αιμοστατικής θεραπείας. Τα χαμηλότερα ποσοστά ΥΠΚΝ ερμηνεύονται από τις φαρμακοκινητικές ιδιότητες της μισοπροστόλης.
Ε.Α.13 ΛΙΓΟΤΕΡΟ ΡΙΖΙΚΗ ΧΕΙΡΟΥΡΓΙΚΗ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ ΣΕ ΚΑΡΚΙΝΟ ΤΡΑΧΗΛΟΥ ΣΤΑΔΙΟΥ ΙΒ1: ΕΞΕΛΙΞΗ Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ; Χ. Θεοφανάκης1, Ν. Θωμάκος1, Μ. Σωτηροπούλου2, Α. Ρούντης1, Ε. Στάθης1, Β. Θεοδουλίδης1, ΔΕ. Βλάχος1, Δ. Χαϊδόπουλος1, Α. Ροδολάκης1 1 Τμήμα Γυναικολογικής Ογκολογίας, Α Μαιευτική & Γυναικολογική Κλινική Πανεπιστημίου Αθηνών, ΓΝΑ Αλεξάνδρα 2 Τμήμα Παθολογικής Ανατομικής, ΓΝΑ Αλεξάνδρα Σκοπός: Ο καθορισμός των παραμέτρων που σχετίζονται με μειωμένο κίνδυνο διήθησης παραμητρίων σε ασθενείς με καρκίνο τραχήλου σταδίου ΙΒ1 και ο προσδιορισμός της ομάδας των ασθενών που μπορούν να αντιμετωπιστούν με ένα λιγότερα ριζικό χειρουργείο. Μέθοδος: Αναδρομική μελέτη 211 ασθενών με καρκίνο τραχήλου σταδίου ΙΒ1 που υποβλήθηκαν σε ριζική υστερεκτομή τύπου ΙΙΙ (class C) και συστηματική πυελική λεμφαδενεκτομή, από το 1996 έως το 2011, στο Τμήμα Γυναικολογικής Ογκολογίας της Α Μαιευτικής & Γυναικολογικής Κλινικής του Πανεπιστημίου Αθηνών, στο ΓΝΑ Αλεξάνδρα. Αναλύθηκαν οι παράμετροι που σχετίζονται με διήθηση παραμητρίων ενώ χρησιμοποιήθηκε η ROC ανάλυση για την ανεύρεση του cutoff για το βάθος διήθησης (DOI) για την πρόγνωση συμμετοχής του παραμητρίου στη νόσο Αποτελέσματα: Συμμετοχή του παραμητρίου ανευρέθηκε σε 20 ασθενείς (9.5%). Οι ασθενείς με διήθηση του παραμητρίου ήταν μεγαλύτερης ηλικίας και εμφάνισαν μεγαλύτερο βάθος διήθησης στην ιστολογική εξέταση, αλλά και μεγαλύτερο μέγεθος όγκου. Επίσης, το ποσοστό της διήθησης των παραμητρίων ιστών ήταν μεγαλύτερο σε ασθενείς με διήθηση αγγείων-λεμφαγγείων (LVSI) και σε εκείνες με μεταστατική νόσο στους λεμφαδένες. Η στατιστική ανάλυση έδειξε πως η μεγαλύτερη ηλικία (odds ratio [OR]=1.07, 95% CI: 1.02-1.12, P=0.004), το βάθος διήθησης (OR= 1.11, 95% CI: 1.04-1.18, P=0.002) και η συμμετοχή των λεμφαδένων (OR=5.25, 95% CI: 1.16-17.19, P=0.006) σχετίζονται με αυξημένο κίνδυνο συμμετοχής των παραμητρίων. Η ROC καμπύλη ανάλυσης έδειξε ότι το όριο βάθους διήθησης για την πρόβλεψη συμμετοχής των παραμητρίων είναι τα 13 mm, με ειδικότητα και ευαισθησία 74.9% και 80%, αντίστοιχα. Γυναίκες με βάθος διήθησης 13 mm και αρνητικούς πυελικούς λεμφαδένες είχαν κίνδυνο 0.7% διήθησης των παραμητρίων. Μέγεθος όγκου 2.4 cm αντιπροσωπεύει έναν λιγότερο ευαίσθητο δείκτη για την πρόβλεψη διήθησης των παραμητρίων, με ειδικότητα και ευαισθησία 75% και 57.6%, αντίστοιχα. Συμπεράσματα: Ασθενείς με βάθος διήθησης 13 mm και αρνητικούς πυελικούς λεμφαδένες αντιπροσωπεύουν μια υπο-ομάδα με πολύ χαμηλό κίνδυνο διήθησης των παραμητρίων. Οι γυναίκες αυτές θα μπορούσαν να αντιμετωπιστούν με λιγότερο ριζικές χειρουργικές τεχνικές, όπως η κωνοειδής εκτομή, η απλή τραχηλεκτομή και η απλή υστερεκτομή, σε συνδυασμό με συστηματική πυελική λεμφαδενεκτομή.
Ε.Α.14 CASE REPORT. ΜΕΜΟΝΩΜΕΝΗ ΣΥΣΤΡΟΦΗ ΑΡΙΣΤΕΡΗΣ ΣΑΛΠΙΓΓΑΣ. ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗΣ Ζιώγας Απόστολος, Θανασάς Ιωάννης Μαιευτική & Γυναικολογική κλινική, Γενικό Νοσοκομείο Τρικάλων, Τρίκαλα Η μεμονωμένη συστροφή σάλπιγγας, ιδιαίτερα όταν αυτή αφορά στην αριστερή σάλπιγγα αποτελεί μια εξαιρετικά σπάνια νοσολογική οντότητα που χρήζει άμεσης διαγνωστικής προσέγγισης και θεραπευτικής αντιμετώπισης. Σας παρουσιάζουμε ένα περιστατικό που σωστά διαγνώσθηκε και αντιμετωπίσθηκε στην κλινική μας, καθώς και την ανασκόπηση της διεθνούς βιβλιογραφίας.
Ε.Α.15 ΟΛΙΚΗ ΛΑΠΑΡΟΣΚΟΠΙΚΗ ΥΣΤΕΡΕΚΤΟΜΙΑ ΣΕ ΑΣΘΕΝΕΙΣ ΜΕ ΔΙΗΘΗΤΙΚΗ ΚΑΙ ΣΟΒΑΡΟΥ ΒΑΘΜΟΥ ΕΝΔΟΜΗΤΡΙΩΣΗ Αθανάσιος Πρωτοπαπάς, Νικόλαος Καθοπούλης, Ιωάννης Χατζηπαπάς, Δημήτριος Βλάχος, Κωνσταντίνος Σαμαρτζής, Κωνσταντίνος Κυπριώτης, Κωνσταντίνος Ντζέρος, Δημήτριος Λουτράδης Μονάδα Ενδοσκοπικής Χειρουργικής, Α Μαιευτική και Γυναικολογική Κλινική του Πανεπιστημίου Αθηνών Σκοπός: Να παρουσιάσουμε την εμπειρία μας στην λαπαροσκοπική υστερεκτομία (ΟΛΥ) σε ασθενείς με διηθητική και σοβαρού βαθμού ενδομητρίωση και να επισημάνουμε τις διαφορές αυτής της επέμβασης σε σύγκριση με την κλασσική τεχνική. Ασθενείς και Μέθοδοι: Στην μελέτη περιελήφθησαν 14 ασθενείς οι οποίες υποβλήθηκαν σε ΟΛΥ μετά ή άνευ των εξαρτημάτων στην Μονάδα ενδοσκοπικής χειρουργικής της Α Μαιευτικής και Γυναικολογικής Κλινικής του Πανεπιστημίου Αθηνών κατά το διάστημα: Οκτώβριος 2010 Μάιος 2019. Εξ αυτών 11 είχαν διηθητική ενδομητρίωση και 3 σοβαρού βαθμού ενδομητρίωση (IV σταδίου), με πλήρη απόφραξη του Δουγλασείου. Οι 11 ασθενείς είχαν ιστορικό υποτροπών ενδομητρίωσης μετά συντηρητικά χειρουργεία, ενώ οι 3 αντιμετωπίστηκαν με ΟΛΥ λόγω πρόσθετων ενδείξεων (2 με ινομυώματα και 1 με υπερπλασία ενδομητρίου). Το σύνολο των ασθενών παρουσίαζε ένα ή περισσότερα συμπτώματα χρόνιου πυελικού πόνου. Αποτελέσματα: Οι 13/14 επεμβάσεις ολοκληρώθηκαν λαπαροσκοπικά. Μία ασθενής με εκτεταμένη αδενομύωση της μήτρας υποβλήθηκε σε λαπαρο-μετατροπή και τροποποιημένη ριζική υστερεκτομία. Από τις υπόλοιπες ασθενείς οι 3 υποβλήθηκαν σε ριζικού τύπου λαπαροσκοπική υστερεκτομία με αφαίρεση του οζιδίου (-ων) της διηθητικής ενδομητρίωσης. Οι 8 υποβλήθηκαν σε εξωπεριτονιακή ΟΛΥ σε αφαίρεση της διηθητικής ενδομητρίωσης και οι 3 με σταδίου IV νόσο σε ριζικού τύπου ΟΛΥ. Η μέση διάρκεια της επέμβασης ήταν 216mins (εύρος: 158-390). Όλες οι ασθενείς με διηθητική ενδομητρίωση με συμμετοχή του ορθοσιγμοειδούς υποβλήθηκαν σε εφαπτομενική εξαίρεση της νόσου (bowel shaving). Στο σύνολο των ασθενών (100%) ήταν απαραίτητη η παρασκευή των ουρητήρων, στο 78.6% των παρα-ορθικών βόθρων και στο 21.5% του ενός τουλάχιστον παρακυστικού βόθρου. Απολίνωση κλάδων της έσω λαγονίου αρτηρίας και φλέβας ήταν απαραίτητη στο 14.2%, μερική εκτομή του κόλπου στο 57.1%, ενώ ετερόπλευρη διατομή του υπογαστρίου νεύρου κατέστη απαραίτητη λόγω διήθησης σε 3 ασθενείς (21.5%). Οι σημαντικότερες των επιλοκών ήταν: ανάγκη για μετάγγιση (Ν=4), παραλυτικός ειλεός (Ν=1), υπαισθησία του μηρού (Ν=1), ατονία της ουροδόχου κύστης (Ν=2), αμφοτερόπλευρη παροδική νευρο-απραξία του περονιαίου νεύρου (Ν=1) και θρόμβωση της ωοθηκικής φλέβας (Ν=1). Συμπεράσματα: Η ΟΛΥ σε έδαφος διηθητικής ή σοβαρού βαθμού ενδομητρίωσης, είναι μία απαιτητική και επικίνδυνη επέμβαση. Απαιτεί δεξιότητες προχωρημένης λαπαροσκοπικής χειρουργικής και προσέγγιση με φιλοσοφία ριζικής υστερεκτομίας, με την πρόσθετη δυσκολία της οπισθο-περιτοναϊκής διήθησης από την νόσο. Οι επιλοκές μπορεί να είναι σοβαρές και ενίοτε απρόβλεπτες σε βάθος χρόνου.
Ε.Α. 16 Ο ΦΡΟΥΡΟΣ ΛΕΜΦΑΔΕΝΑΣ ΕΝΑΝΤΙ ΤΗΣ ΣΥΣΤΗΜΑΤΙΚΗΣ ΠΥΕΛΙΚΗΣ ΛΕΜΦΑΔΕΝΕΚΤΟΜΗΣ ΩΣ ΕΝΑΛΛΑΚΤΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ ΣΤΟΝ ΑΡΧΟΜΕΝΟΥ ΣΤΑΔΙΟΥ ΚΑΡΚΙΝΟ ΤΡΑΧΗΛΟΥ ΜΗΤΡΑΣ: ΚΟΝΤΙΝΟ ΠΑΡΟΝ Η ΜΑΚΡΙΝΟ ΜΕΛΛΟΝ; X. Θεοφανάκης1, Ν. Θωμάκος1, Ι. Κουτρούμπα1, Μ. Σωτηροπούλου2, Α. Πανδρακλάκης1, Β. Θεοδουλίδης1, Δ-Ε. Βλάχος1, Δ. Χαϊδόπουλος1, Α. Ροδολάκης1 1 Τμήμα Γυναικολογικής Ογκολογίας, Α Μαιευτική & Γυναικολογική Κλινική Πανεπιστημίου Αθηνών, ΓΝΑ Αλεξάνδρα 2 Τμήμα Παθολογικής Ανατομικής, ΓΝΑ Αλεξάνδρα Σκοπός: Η χειρουργική αντιμετώπιση του αρχόμενου καρκίνου τραχήλου μήτρας περιλαμβάνει ριζική υστερεκτομή και συστηματική αμφοτερόπλευρη πυελική λεμφαδενεκτομή. Στην παρούσα μελέτη παρουσιάζουμε την εμπειρία μας στη χρήση του φρουρού λεμφαδένα, σε μια προσπάθεια αξιολόγησης της μεθόδου έναντι της συστηματικής πυελικής λεμφαδενεκτομής. Μέθοδος: Προοπτική μελέτη στην οποία συμπεριλήφθηκαν όλες τις ασθενείς με αρχόμενο καρκίνο τραχήλου μήτρας (ΙΑ1-ΙΙΑ) που χειρουργήθηκαν στο Τμήμα Γυναικολογικής Ογκολογίας του ΓΝΑ Αλεξάνδρα από το 2013 έως το 2018. Σύμφωνα με το πρωτόκολλο της μελέτης, η ενδοτραχηλική έγχυση μπλε χρωστικής (patent blue) στην 3η και 9η ώρα ακολουθούσε την εισαγωγή στην αναισθησία. Ο φρουρός ή οι φρουροί λεμφαδένες συλλέγονταν μία ώρα μετά και αποστέλλονταν προς ταχεία βιοψία. Αποτελέσματα: Εβδομήντα ασθενείς συμπεριλήφθηκαν στη μελέτη. Τουλάχιστον 1 φρουρός λεμφαδένας (εύρος 0-6) αναγνωρίστηκε σε 58/70 περιπτώσεις (82.4%), ενώ αμφοτερόπλευρη εντόπιση καταγράφηκε σε 56/70 περιπτώσεις (80%). Η κατανομή του φρουρού λεμφαδένα είχε ως εξής: έξω λαγόνιος 45/70 (64.3%), έσω λαγόνιος 10/70 (14.3%), θυρεοειδής 8/70 (11.4%) και διχασμός κοινών λαγονίων 9/70 (12.8%). Λιγότερο συχνά σημεία εντόπισης ήταν η κοινή λαγόνιος (4/70 5.7%) και τα παραμήτρια (5/70 7.1%), ενώ δεν εντοπίστηκε φρουρός λεμφαδένας στον παρά-αορτικό χώρο. Η ταχεία βιοψία ήταν θετική 4 περιπτώσεις, οπότε και η επέμβαση εγκαταλείφθηκε και οι ασθενείς προχώρησαν σε συνδυασμένη ταυτόχρονη χήμειο-ακτινοθεραπεία, ενώ 2 εξ αυτών είχαν μίκρομεταστάσεις στην τελική ιστολογική. Ψευδώς θετικά αποτελέσματα καταγράφηκαν σε 2 περιπτώσεις, μία εκ των οποίων ήταν σε μικρό μέγεθος όγκου. Το μέσο μέγεθος όγκου ήταν 2.17 cm (0.2-5cm), ενώ καταγράφηκε βάθος διήθησης άνω των 0.5cm σε 27/70 περιπτώσεις (38.6%). Η διήθηση αγγείωνλεμφαγγείων (LVSI) ήταν συχνότερη σε ασθενείς με βάθος διήθησης > 0.5 cm (16/23) απ ότι σε ασθενείς με βάθος διήθησης < 0.5 cm (7/47). Τέλος, διήθηση παραμητρίων δεν επιβεβαιώθηκε επί αρνητικού φρουρού λεμφαδένα. Συμπεράσματα: Τα ευρήματα της μελέτης επιβεβαιώνουν την κλινική σημασία του φρουρού λεμφαδένα με σκοπό τον περιορισμό της συστηματικής πυελικής λεμφαδενεκτομής και, επομένως, τη μείωση της ριζικότητας της χειρουργικής αντιμετώπισης του αρχόμενου καρκίνου τραχήλου.
Ε.Α. 17 ΣΥΓΚΡΙΣΗ ΛΑΠΑΡΟΣΚΟΠΙΚΗΣ ΚΑΙ ΑΝΟΙΧΤΗΣ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗΣ ΑΡΧΟΜΕΝΟΥ ΚΑΡΚΙΝΟΥ ΕΝΔΟΜΗΤΡΙΟΥ 1 Ζουρίδης Ανδρέας, 1Δεληγεώρογλου Ευαγγελία, 1Πανοσκάλτσης Θεόδωρος, 1Σαλάκος Νικόλαος, 1Δεληγεώρογλου Ευθύμιος, 1Βλάχος Νικόλαος 1 Β Μαιευτική & Γυναικολογική Κλινική Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, «Αρεταίειο Νοσοκομείο» Εισαγωγή: Τα τελευταία χρόνια η λαπαροσκοπική χειρουργική αντιμετώπιση του καρκίνου του ενδομητρίου γίνεται όλο και πιο δημοφιλής, καθώς αποδεικνύεται ογκολογικά εφάμιλλη της ανοιχτής χειρουργικής, κυρίως για τα πρίωμα στάδια της νόσου, με σημαντικά οφέλη οσο αφορά τις επιπλοκές. Σκοπός: Σκοπός της παρούσας εργασίας είναι να αξιολογηθούν τα αποτελέσματα της λαπαροσκοπικής αντιμετώπισης του ενδομητρικού καρκίνου σε σχέση με την ανοιχτη μέθοδο. Μέθοδος: Η συλλογή των στοιχείων έγινε αναδρομικά, με αναζήτηση από το αρχείο της Β Μαιευτικής & Γυναικολογικής Κλινικής του ΕΚΠΑ των ογκολογικών περιστατικών του τελευταίου έτους. Για τη σύγκριση των στοιχείων χρησιμοποιήθηκε T-Test με επίπεδο στατιστικής σημαντικότητας το 0,05. Αποτελέσματα: Συγκρίναμε τα στοιχεία από τα 10 περιστατικά καρκίνου ενδομητρίου που αντιμετωπίστηκαν λαπαροσκοπικά με 20 περιστατικά που αντιμετωπίστηκαν με λαπαροτομία. Όλες οι ασθενείς είχαν ενδομητριοειδές αδενοκαρκίνωμα και η προεγχειρητική εκτίμηση του σταδίου δεν έδειχνε επέκταση εκτός του σώματος της μήτρας (Stage I). Δεν υπήρχε καμία διαφορά μεταξύ των δύο ομάδων οσο αφορά την ηλικία (p=0.38), το BMI (p=0.43) και τον αριθμό προηγούμων επεμβάσεων στην κοιλιά (p=0,86). Ο χειρουργικός χρόνος ήταν σημαντικά μεγαλύτερος στην ομάδα της λαπαροσκόπησης (178 min VS 136.5 min, p=0.02) ενώ δεν υπήρχε καμία διαφορά στον αριθμό των λεμφαδένων που απομονώθηκαν στα παρασκευάσματα (p=0.42). Όσο αφορά τις επιπλοκές, ενώ η μετεγχειρητική αιμοσφαιρίνη ήταν κατα μέσο όρο 2,41g/dl μικρότερη στην ομάδα της λαπαροτομίας και 2,09g/dl μικρότερη στην ομάδα της λαπαροσκόπησης σε σχέση με την προεγχειρητική τιμή, αυτή η διαφορά δεν ήταν στατιστικά σημαντική (p=0.49). Ωστόσο 4/20 ασθενείς που χειρουργήθηκαν ανοιχτά χρειάστηκαν μετάγγιση σε αντίθεση με 0/10 στην ομάδα της λαπαροσκόπησης. Τέλος σημαντική ήταν η διαφορά του χρόνου νοσηλείας (p<0.01), με τις ασθενεις να νοσηλεύονται κατα μέσο όρο 5,1 μέρες μετά από λαπαροτομία και μόλις 2,8 μετά από λαπαροσκόπηση.
Ε.Α.18 ΕΝΔΟΣΚΟΠΙΚΟ LASER ΓΙΑ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ ΣΥΝΔΡΟΜΟΥ ΕΜΒΡΥΟ-ΕΜΒΡΥΪΚΗΣ ΜΕΤΑΓΓΙΣΗΣ ΣΤΟ ΑΤΤΙΚΟ Παπαϊωάννου Γεώργιος-Κωνσταντίνος, Ευαγγελινάκης Νικόλαος, Παπαδόπουλος Στέφανος, Λευκόπουλος Φώτιος, Παπακωνσταντίνου Ιωάννης, Καλανταρίδου Σοφία Μονάδα Εμβρυομητρικής Ιατρικής και Θεραπείας Εμβρύου, Γ Μαιευτική & Γυναικολογική Κλινική Ιατρικής Σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών, Πανεπιστημιακό Γενικό Νοσοκομείο «Αττικόν», Αθήνα Σκοπός: Εκτίμηση της αποτελεσματικότητας εφαρμογής ενδοσκοπικού laser για την αντιμετώπιση του συνδρόμου εμβρυο-εμβρυϊκής μετάγγισης (twin to twin transfusion syndrome, TTTS) στη Μονάδα Εμβρυομητρικής Ιατρικής και Θεραπείας Εμβρύου του ΠΓΝ «Αττικόν». Μέθοδος: Στις ασθενείς που προσήλθαν στην κλινική μας με σοβαρό TTTS <26 εβδομάδες κύησης από 09/2016 03/2019, προσφέρθηκε η επιλογή του καυτηριασμού των πλακουντιακών αγγειακών αναστομώσεων με ενδοσκοπικό laser, μετά από κατάλληλη συμβουλευτική. Υπό τοπική νάρκωση και υπερηχογραφική καθοδήγηση εισήχθη διακοιλιακό trocar στον αμνιακό σάκο του εκάστοτε εμβρύουδέκτη και μέσω αυτού άκαμπτο εμβρυοσκόπιο. Αναγνωρίστηκαν συστηματικά όλα τα αναστομωτικά αγγεία που διαπερνούσαν ή βρίσκονταν πλησίον της διαχωριστικής μεμβράνης των διδύμων και καυτηριάστηκαν με Nd:YAG laser. Ακολούθησε αμνιοπαροχέτευση ώστε να αποκατασταθεί φυσιολογικός όγκος αμνιακού υγρού στο δίδυμο-δέκτη. Αποτελέσματα: Πραγματοποιήθηκαν 24 ενδομήτριες ενδοσκοπικές επεμβάσεις σε παραπομπές διδύμων κυήσεων με TTTS. Η ηλικία κύησης κατά την επέμβαση ήταν 17-27εβδομάδες (μέση ηλικία: 23 εβδομάδες κύησης) και όλα τα περιστατικά ήταν σταδίου ΙΙΙ κατά Quintero. Σε 5 περιπτώσεις είχαν προηγηθεί αμνιοπαροχετεύσεις (1-3) στα κέντρα παραπομπής αυτών των περιστατικών. Ο πλακούντας ήταν οπίσθιος στα 15 περιστατικά (62,5%). Ο καυτηριασμός ήταν επιτυχημένος σε όλες τις περιπτώσεις και δεν υπήρξε διεγχειρητικά επιπλοκή. Στις 19 από τις 24 κυήσεις (79%) γεννήθηκε τουλάχιστον ένα ζων νεογνό και ο συνολικός αριθμός ζώντων νεογνών ήταν 33 (68,8%). Στις 14 κυήσεις (58,3%) γεννήθηκαν δύο ζώντα έμβρυα, στις 5 κυήσεις ένα (20,8%) και σε 5 κανένα (20,8%). Η μέση ηλικία κύησης κατά τον τοκετό ήταν 29,5 εβδομάδες (εύρος 23-34 εβδομάδες). Το μέσο διάστημα από την επέμβαση μέχρι τον τοκετό ήταν 8 εβδομάδες. Συμπεράσματα: Ο καυτηριασμός των αγγειακών αναστομώσεων με ενδοσκοπικό laser αποτελεί αποτελεσματική θεραπεία και τα αποτελέσματα του κέντρου μας αντιστοιχούν με αυτά των καθιερωμένων Ευρωπαϊκών κέντρων χειρουργικής εμβρύου.
E- POSTERS
ep 1 ΜΥΟΚΑΡΔΙΟΠΑΘΕΙΑ ΤΗΣ ΛΟΧΕΙΑΣ: ΚΛΙΝΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΚΑΙ ΘΕΡΑΠΕΥΤΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ Γεωργακοπούλου Α1, Θεοδωρακοπούλου A2, Ανδρουτσόπουλος Γ3. 1 Καρδιολογική Κλινική, Γενικό Νοσοκομείο Ηλείας - Νοσηλευτική Μονάδα Πύργου, Πύργος, 2 Κέντρο Υγείας Βόρειου Τομέα Πατρών, Πάτρα, 3Μαιευτική - Γυναικολογική Κλινική, Πανεπιστήμιο Πατρών, Ιατρική Σχολή, Ρίο Εισαγωγή / Σκοπός: Η μυοκαρδιοπάθεια της λοχείας είναι μία σπάνια και επικίνδυνη κλινική οντότητα αδιευκρίνιστης προέλευσης. Χαρακτηρίζεται από αιφνίδια εμφάνιση καρδιακής ανεπάρκειας κατά τις τελευταίες εβδομάδες της κύησης έως και 6 μήνες μετά τον τοκετό, σε άτομα με ελεύθερο καρδιολογικό ιστορικό. Σκοπός μας είναι η παρουσίαση των κλινικών χαρακτηριστικών και της θεραπευτικής προσέγγισης της νόσου. Ανασκόπηση: Η διάγνωση συνήθως γίνεται καθυστερημένα, καθώς οι κλινικές της εκδηλώσεις ποικίλουν ευρέως. Τα πιο συχνά συμπτώματα είναι: εύκολη κόπωση, δυσκολία της αναπνοής στην ήπια άσκηση και βήχας. Όλα αυτά τα συμπτώματα μπορούν πολύ εύκολα να παρερμηνευτούν σαν λοίμωξη κατωτέρου αναπνευστικού ή σαν φυσικό επακόλουθο της εγκυμοσύνης και του τοκετού. Τα κλινικά ευρήματα της νόσου αντιστοιχούν σε διατατική μυοκαρδιοπάθεια με σημεία σοβαρής καρδιακής ανεπάρκειας. Οι πιο σοβαρές επιπλοκές της νόσου είναι: οξεία καρδιακή ανεπάρκεια, κοιλιακές ταχυαρρυθμίες, αιφνίδια καρδιακή ανακοπή, θρομβοεμβολικά επεισόδια και χρόνια μυοκαρδιοπάθεια. Η έγκαιρη διάγνωση και αντιμετώπιση της νόσου, βελτιώνει την έκβαση των ασθενών. Η θεραπευτική αντιμετώπιση της μυοκαρδιοπάθειας της λοχείας περιλαμβάνει: αναστολείς του μετατρεπτικού ενζύμου της αγγειοτενσίνης, αναστολείς της αγγειοτενσίνης, διουρητικά, ανταγωνιστές της αλδοστερόνης και β-αναστολείς. Επίσης μπορεί να χορηγηθεί αντιπηκτική αγωγή για την πρόληψη θρομβοεμβολικών επεισοδίων. Συμπέρασμα: Η έγκαιρη διάγνωση και αντιμετώπιση της μυοκαρδιοπάθεια της λοχείας, μπορεί να οδηγήσει σε σημαντικού βαθμού αποκατάσταση της καρδιακής ανεπάρκειας και σε μείωση της θνησιμότητας από την νόσο.
ep 2 ΣΤΕΦΑΝΙΑΙΑ ΝΟΣΟΣ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΔΙΑΡΚΕΙΑ ΤΗΣ ΚΥΗΣΗΣ: ΔΙΑΓΝΩΣΤΙΚΗ ΚΑΙ ΘΕΡΑΠΕΥΤΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ Γεωργακοπούλου Α1, Θεοδωρακοπούλου A2, Ανδρουτσόπουλος Γ3. 1 Καρδιολογική Κλινική, Γενικό Νοσοκομείο Ηλείας - Νοσηλευτική Μονάδα Πύργου, Πύργος, 2 Κέντρο Υγείας Βόρειου Τομέα Πατρών, Πάτρα, 3Μαιευτική - Γυναικολογική Κλινική, Πανεπιστήμιο Πατρών, Ιατρική Σχολή, Ρίο. Εισαγωγή / Σκοπός: Στις μέρες μας η στεφανιαία νόσος γίνεται ολοένα και πιο συχνή, κυρίως λόγω του σακχαρώδους διαβήτη, του καπνίσματος, του stress και των αλλαγών στον τρόπο ζωής. Η διάγνωση της στεφανιαίας νόσου κατά την διάρκεια της κύησης δεν είναι ασυνήθιστη ιδιαίτερα σε εγκύους μεγαλύτερης ηλικίας. Σκοπός μας είναι η παρουσίαση της διαγνωστικής και θεραπευτικής προσέγγισης της νόσου κατά την διάρκεια της κύησης, καθώς και της ενδεχόμενης επίδρασης της στο περιγεννητικό αποτέλεσμα. Ανασκόπηση: Η διάγνωση της στεφανιαίας νόσου κατά την διάρκεια της κύησης συνήθως γίνεται καθυστερημένα, καθώς οι κλινικές της εκδηλώσεις ποικίλουν και μπορεί εύκολα να αποδοθούν στην συνυπάρχουσα εγκυμοσύνη. Το πιο συχνό σύμπτωμα είναι το οπισθοστερνικό άλγος. Η διάγνωση βασίζεται στην κλινική εικόνα, τα ηλεκτροκαρδιογραφικά ευρήματα και την αύξηση των καρδιακών ενζύμων (τροπονίνη). Η υπερηχοκαρδιογραφία συμβάλει στην αξιολόγηση της κινητικότητας των καρδιακών τοιχωμάτων. Η πρόγνωση των ασθενών εξαρτάται από την έκταση της ισχαιμίας και το καρδιαγγειακό τους προφίλ. Η μητρική θνησιμότητα σε περιπτώσεις οξέως στεφανιαίου συνδρόμου κατά την διάρκεια της κύησης ανέρχεται στο 5-10% και είναι υψηλότερη κατά την περιγεννητική περίοδο. Επίσης η εμβρυική νοσηρότητα και θνησιμότητα είναι αυξημένες, κυρίως λόγω του πρόωρου τοκετού. Η θεραπευτική αντιμετώπιση της στεφανιαίας νόσου κατά την διάρκεια της κύησης περιλαμβάνει: ακετυλοσαλικυλικό οξύ και β-αναστολείς. Σε περιπτώσεις οξέως στεφανιαίου συνδρόμου, η πρωτογενής αγγειοπλαστική παραμένει η θεραπεία εκλογής. Συμπέρασμα: Η έγκαιρη διάγνωση και αντιμετώπιση της στεφανιαίας νόσου κατά την διάρκεια της κύησης, μπορεί να οδηγήσει σε σημαντική μείωση της μητρικής νοσηρότητας και θνησιμότητας από την νόσο καθώς και σε βελτίωση του περιγεννητικού αποτελέσματος.
ep 3 ΘΡΟΜΒΟΕΜΒΟΛΙΚΑ ΕΠΕΙΣΟΔΙΑ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΚΥΗΣΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΛΟΧΕΙΑ: ΚΛΙΝΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΚΑΙ ΘΕΡΑΠΕΥΤΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ Γεωργακοπούλου Α1, Θεοδωρακοπούλου A2, Ανδρουτσόπουλος Γ3. 1 Καρδιολογική Κλινική, Γενικό Νοσοκομείο Ηλείας - Νοσηλευτική Μονάδα Πύργου, Πύργος, 2 Κέντρο Υγείας Βόρειου Τομέα Πατρών, Πάτρα, 3Μαιευτική - Γυναικολογική Κλινική, Πανεπιστήμιο Πατρών, Ιατρική Σχολή, Ρίο. Εισαγωγή / Σκοπός: Η εν τω βάθει φλεβική θρόμβωση και η πνευμονική εμβολή αυξάνουν σημαντικά την νοσηρότητα και την θνησιμότητα στον γενικό πληθυσμό. Υπάρχει αυξημένος κίνδυνος εμφάνισης τους σε καταστάσεις υπερ-πηκτικότητας, όπως είναι η κύηση και η λοχεία. Σκοπός μας είναι η παρουσίαση των κλινικών χαρακτηριστικών και της θεραπευτικής προσέγγισης της νόσου. Ανασκόπηση: Η διάγνωση της θρομβοεμβολικής νόσου κατά την διάρκεια της κύησης μπορεί να καθυστερήσει, καθώς οι κλινικές της εκδηλώσεις μπορεί εύκολα να αποδοθούν στην συνυπάρχουσα εγκυμοσύνη. Τα πιο συχνά συμπτώματα είναι: διογκωμένο και επώδυνο κάτω άκρο, δύσπνοια, θωρακικό άλγος, ταχυκαρδία και αιμόπτυση. Η διάγνωση βασίζεται στην κλινική εικόνα και τα απεικονιστικά ευρήματα από το αγγειακό δίκτυο των κάτω άκρων (triplex) και των πνευμονικών αγγείων (αξονική αγγειογραφία). Η εμφάνιση της νόσου σχετίζεται άμεσα με την ύπαρξη προδιαθεσικών παραγόντων (ιστορικό θρομβοεμβολικού επεισοδίου, κληρονομική θρομβοφιλία, ηλικία > 35, κάπνισμα, πολυτοκία, πολύδυμος κύηση, προεκλαμψία, παρατεταμένος τοκετός, μαιευτικοί χειρισμοί, αιμορραγία κατά τον τοκετό) και η χορήγηση ηπαρίνης χαμηλού μοριακού βάρους συντελεί στην πρόληψη της. Η θρομβοεμβολική νόσος κατά την κύηση και τη λοχεία αυξάνει σημαντικά την μητρική νοσηρότητα και θνησιμότητα και μπορεί να επηρεάσει δυσμενώς το περιγεννητικό αποτέλεσμα. Η θεραπευτική της αντιμετώπιση βασίζεται στη χορήγηση ηπαρίνης χαμηλού μοριακού βάρους. Συμπέρασμα: Η έγκαιρη διάγνωση και αντιμετώπιση των θρομβοεμβολικών επεισοδίων κατά την διάρκεια της κύησης και της λοχείας, συμβάλει σημαντικά στη μείωση της μητρικής νοσηρότητας και θνησιμότητας καθώς και στη βελτίωση του περιγεννητικού αποτελέσματος.