Συνοπτικό Σχέδιο Πρότασης Διδακτορικής Διατριβής Ευάγγελου Δουλουφάκη

Σχετικά έγγραφα
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΗΣ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ ERSA

Ο ΤΟΠΟΣ ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ ΤΩΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ

Η Έννοια της Ανθεκτικότητας στην Περιφερειακή Επιστήμη

ΕΘΝΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΚΑΙ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΚΓ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗ ΣΕΙΡΑ ΤΜΗΜΑ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΤΕΛΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ

Η επίδραση της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης στον τουρισμό: μια συγκριτική μελέτη

ΒΙΒΛΙΟΠΑΡΟΥΣΙΑΣΕΙΣ - BOOK PRESENTATIONS

Αξιολόγηση & place-based προσεγγίσεις στο πλαίσιο της Πολιτικής Συνοχής της ΕΕ. Παράθυρο ευκαιρίας ή αποτυχία του συστήματος; Μανώλης Κουτουλάκης

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ ΤΜΗΜΑ ΜΗΧΑΝΙΚΩΝ ΧΩΡΟΤΑΞΙΑΣ, ΠΟΛΕΟΔΟΜΙΑΣ ΚΑΙ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ

Η οικονομία της γνώσης και η απόδοση της καινοτομίας στην Ελλάδα

Οικονομική κρίση, περιφερειακές ανισότητες και περιφερειακή ανάπτυξη

ΒΑΣΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΤΟΥ ΜΟΝΤΕΛΟΥ ΤΗΣ ΕΞΥΠΝΗΣ ΕΞΕΙΔΙΚΕΥΣΗΣ ΣΤΗΝ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑ (SMART SPECIALIZATION)

ΣΥΓΚΡΙΤΙΚΗ ΑΝΑΛΥΣΗ ΜΟΝΤΕΛΩΝ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΜΟΥ. Θεωρία των Μοντέλων Καπιταλισμού

Οικονομικά της Τεχνολογίας

Χτίζοντας μια ολοκληρωμένη πολιτική για Ε&Κ. Κώστας Φωτάκης Αναπληρωτής Υπουργός Έρευνας & Καινοτομίας

Προγραμματική Περίοδος Οκτώβριος 2012

Γουλή Ευαγγελία. 1. Εισαγωγή. 2. Παρουσίαση και Σχολιασµός των Εργασιών της Συνεδρίας

ΣΥΓΓΡΑΦΗ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ

ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ Χ. ΑΠ. ΛΑΔΙΑΣ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ

ΜΕΘΟΔΟΙ ΠΡΟΟΠΤΙΚΗΣ ΔΙΕΡΕΥΝΗΣΗΣ

ΟΙ ΜΕΘΟΔΟΙ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΗΣ ΑΝΑΛΥΣΗΣ Χ. ΑΠ. ΛΑΔΙΑΣ

Περίληψη Διδακτορικής Διατριβής ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΙΓΑΙΟΥ ΤΜΗΜΑ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ. Πανεπιστήμιο Αιγαίου. Τμήμα Περιβάλλοντος. Ευστράτιος Γιαννούλης

Οδηγός. Σχολιασμού. Διπλωματικής Εργασίας

Philip McCann Αστική και περιφερειακή οικονομική. 2 η έκδοση. Chapter 1

Κατάταξη των Περιφερειών της Ζώνης Επιρροής IV της Εγνατίας Οδού 1,

Θεοδόσιος Παλάσκας, Πάντειο Πανεπιστήμιο Μαρία Τσάμπρα, Πανεπιστήμιο Δυτικής Ελλάδας Χρυσόστομος Στοφόρος, Πάντειο Πανεπιστήμιο

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΗΣ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ ERSA

ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ ΤΗΣ ΚΑΙΝΟΤΟΜΙΑΣ ΣΤΑ ΠΡΟΪΟΝΤΑ, ΣΤΙΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ ΚΑΙ ΣΤΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ. Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ

Μέτρηση Κοινωνικής Απόδοσης Επενδύσεων Mεθοδολογία SROI (Social Return on Investment).

Οι μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις στην Ελλάδα. Συμβολή στην οικονομία, εξελίξεις και προκλήσεις

Έκθεση Προοπτικής Διερεύνησης Δημόσιας Πολιτικής (Policy Foresight Report) Δράση 4.4. Ioύλιος 2015

«καθορισμός μακροχρόνιων στόχων και σκοπών μιας επιχείρησης και ο. «διαμόρφωση αποστολής, στόχων, σκοπών και πολιτικών»

ΠΡΟΚΗΡΥΞΗ ΘΕΣΗΣ ΜΕΛΟΥΣ ΣΥΝΕΡΓΑΖΟΜΕΝΟΥ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟΥ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ ΓΙΑ ΤΟ ΑΚΑΔΗΜΑΪΚΟ ΕΤΟΣ

Αγροτική Κοινωνιολογία

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΚΑΡΑΘΕΟΔΩΡΗΣ 2008

Περιφερειακή οικονομική ανθεκτικότητα: η περίπτωση της Δυτικής Μακεδονίας

1 η Εγκύκλιος Αναπτυξιακού Προγραμματισμού

Ομιλία Δρ. Τάσου Μενελάου με θέμα: Προγράμματα Συνεχιζόμενης Επαγγελματικής Εκπαίδευσης και Κατάρτισης (ΣΕΕΚ) του Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού

Κατάταξη των Περιφερειών της Ζώνης Επιρροής IV της Εγνατίας Οδού 1,

ΕΘΝΙΚΟ ΜΕΤΣΟΒΙΟ ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ ΜΕΘΟΔΟΙ ΠΡΟΟΠΤΙΚΗΣ ΔΙΕΡΕΥΝΗΣΗΣ ΣΤΟ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟ ΤΟΥ ΧΩΡΟΥ ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ. Αναστασία Στρατηγέα Αναπλ. Καθηγ. Ε.Μ.Π.

Προχωρημένα Θέματα Διδακτικής της Φυσικής

ΑΝΑΠΤΥΞΙΑΚΗ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΣ ΚΡΗΤΗΣ

JMCE GOV / Newsletter

Η Νέα Κλασσική Θεώρηση των Οικονομικών Διακυμάνσεων

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 1. Αξιολόγηση των µακροοικονοµικών επιπτώσεων του ΚΠΣ III

Ημερίδα. "Δείκτες. ερευνητικής δραστηριότητας και σχεδιασμός. Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών. Μαρία Θ. Στουμπούδη

ΕΘΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ Διεύθυνση Οικονομικής Ανάλυσης

Αθήνα, Νοεμβρίου 2014 ΔΙΑΚΗΡΥΞΗ

Εθνικό σύστημα καινοτομίας και δικτύωση (clusters) επιχειρήσεων και οργανισμών

ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ

Περιφερειακή Ανάπτυξη

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Ι: Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΗΣ ΠΑΡΑΓΩΓΙΚΟΤΗΤΑΣ

Η ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ ΚΑΙ ΤΑ ΜΕΣΑ ΤΗΣ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ

Ζητήματα μεθοδολογίας στη διαπολιτισμική έρευνα

ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΛΕΣΒΟΥ

Μέθοδος : έρευνα και πειραματισμός

6/12/2010 ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΙΓΑΙΟΥ ΜΟΝΑΔΑ ΚΑΙΝΟΤΟΜΙΑΣ ΚΑΙ ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ (ΜΚΕ)

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΗΣ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ ERSA

- Εξέλιξη βασικών μακροοικονομικών δεικτών

ΠΟΛΥΕΠΙΧΕΙΡΗΣΙΑΚΑ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΑ ΣΥΝΕΧΙΖΟΜΕΝΗΣ ΚΑΤΑΡΤΙΣΗΣ ΖΩΤΙΚΗΣ ΣΗΜΑΣΙΑΣ: ΘΕΜΑΤΟΛΟΓΙΟ ΠΡΟΤΕΡΑΙΟΤΗΤΩΝ

ΜΕΘΟΔΟΙ ΕΡΥΕΝΑΣ ΔΙΑΛΕΞΗ 1: ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΙΣ ΜΕΘΟΔΟΥΣ ΕΡΕΥΝΑΣ - ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑ

Ειδικός Λογαριασμός Κονδυλίων Έρευνας Πολυτεχνείο Κρήτης

Διαχρονικές Τάσεις Δεικτών Ανθρώπινου Δυναμικού στην Κύπρο: Σύγκριση με Ευρωπαϊκή Ένωση

Οικονομικά για Μη Οικονομολόγους Ενότητα 6: Εισαγωγή στη Διοίκηση της Καινοτομίας

Πανεπιστήμιο Στερεάς Ελλάδας Τμήμα Περιφερειακής Οικονομικής Ανάπτυξης Διαλέξεις Μαθήματος Οικονομική Γεωγραφία Ε Εξαμήνου

Αγροτική Κοινωνιολογία

ΟΙ ΝΕΕΣ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΕΣ ΩΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΚΟ ΕΡΓΑΛΕΙΟ

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ 1 ης Συνάντησης ιαβούλευσης για την κατάρτιση του Εθνικού Στρατηγικού Σχεδίου Ανάπτυξης (Ε.Σ.Σ.Α.)

Μεταπτυχιακό στη Δημόσια Διοίκηση

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ. development law 1262/82 in the recent stagnation of investment in Greece

Β.δ Επιλογή των κατάλληλων εμπειρικών ερευνητικών μεθόδων

ΔΙΔΑΚΤΙΚΗ ΤΗΣ ΧΗΜΕΙΑΣ

ΟΔΟΙΠΟΡΙΚΟ ΣΤΑΔΙΟΔΡΟΜΙΑΣ ΝΕΩΝ ΑΠΟΦΟΙΤΩΝ ΤΡΙΤΟΒΑΘΜΙΑΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ ΣΤΗΝ ΑΓΟΡΑ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ

Δημιουργία Συνεργατικών Δικτύων Ανοιχτής Καινοτομίας Coopetitive Open Innovation Networks - COINs

Η γεφύρωση της οικονομικής θεωρίας και της εφαρμοσμένης οικονομικής ανάλυσης: η χρησιμότητα μίας ενημερωμένης οικονομικής Βιβλιοθήκης

ΝΕΑ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΣ ΒΟΡΕΙΟΥ ΑΙΓΑΙΟΥ

Το Επενδυτικό σχέδιο 3. Βασικές έννοιες και ορισµοί

ΤΟΜΕΑΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ ΤΟΥΡΙΣΜΟΥ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΚΩΝ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΩΝ ΓΕΝΙΚΗ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ ΕΡΕΥΝΑΣ ΚΑΙ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑΣ

Η ενίσχυση της βιομηχανίας στο πλαίσιο της ευρωπαϊκής βιομηχανικής στρατηγικής ως προτεραιότητα για την ανάκαμψη της οικονομίας

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΗΣ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ ERSA

Κατάταξη των Περιφερειών της Ζώνης Επιρροής IV της Εγνατίας Οδού 1

ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟ ΕΠΙΜΕΛΗΤΗΡΙΟ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ

Πρόταση Τμήματος Οικονομικής και Περιφερειακής Ανάπτυξης σχετικά με τις Δημοσιεύσεις σε Διεθνή Επιστημονικά Περιοδικά

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ. Οκτώβριος 2012

Σύμμαχοί σας, στην ανάπτυξη της εταιρεία σας.

Στόχος της ψυχολογικής έρευνας:

ΣΧΕΔΙΟ ΕΚΘΕΣΗΣ. EL Eνωμένη στην πολυμορφία EL. Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο 2019/0000(INI)

ΕΠΑνΕΚ, Ημερίδα 03/04/2014 1

ΑΕΙΦΟΡΙΑ ΚΑΙ ΒΙΩΣΙΜΗ ΑΝΑΠΤΥΞΗ

ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΨΥΧΟΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΗ ΕΡΕΥΝΑ ΚΑΙ ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ

ΔΙΑΧΡΟΝΙΚΕΣ ΤΑΣΕΙΣ ΔΕΙΚΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΙΝΟΥ ΔΥΝΑΜΙΚΟΥ ΣΤΗΝ ΚΥΠΡΟ: Απασχόληση και Ανεργία ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΕΡΕΥΝΑΣ ΚΑΙ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΙΣΜΟΥ

ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΠΑΙΔΕΙΑΣ, ΕΡΕΥΝΑΣ ΚΑΙ ΘΡΗΣΚΕΥΜΑΤΩΝ

ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΑΞΙΟΠΙΣΤΙΑΣ ΜΕΛΕΤΩΝ ΕΙΔΙΚΗΣ ΟΙΚΟΛΟΓΙΚΗΣ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗΣ. Γιώργος Βαβίζος Βιολόγος Eco-Consultants S.A.

Ο πατέρας της σύχρονης στρατηγικής των επιχειρήσεων. Michael Porter Harvard University Professor

ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ ΕΙΔΙΚΗ ΥΠΗΡΕΣΙΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ Ε.Π. ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΣ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ

Αγροτική Ανθεκτικότητα. Αθέατες όψεις φτώχειας και στεγαστικής επισφάλειας

Έννοια, ρόλος και επιμέρους κατηγοριοποιήσεις των στελεχών του Τραπεζικού κλάδου

Ο ΡΟΛΟΣ ΤΩΝ ΤΕΧΝΙΚΩΝ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΩΝ ΣΤΗΝ ΕΡΕΥΝΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΤΗΣ ΧΩΡΑΣ

(clusters) clusters : clusters : clusters : 4. :

Επιμελητήριο Σερρών Πέμπτη Γιώργος Εμμανουηλίδης Τμήμα Μελετών και Έρευνας ΕΒΕΘ

Transcript:

Συνοπτικό Σχέδιο Πρότασης Διδακτορικής Διατριβής Ευάγγελου Δουλουφάκη Προτεινόμενο Θέμα: «Ανθεκτική περιφέρεια: Το εννοιολογικό πλαίσιο στο πεδίο της εφαρμογής» Τεκμηρίωση της αναγκαιότητας εκπόνησης της προτεινόμενης Διδακτορικής Διατριβής. Το σημερινό διεθνοποιημένο πλαίσιο οργάνωσης και λειτουργίας των τοπικών και περιφερειακών φορέων και οργανισμών, συνδυαζόμενο με τις συνθήκες ανασφάλειας και αβεβαιότητας που δημιουργούνται από τις οικονομικές, υγειονομικές και εσχάτως περιβαλλοντικές κρίσεις, καθιστούν αρκετές περιφερειακές οικονομίες ευάλωτες στις επιπτώσεις τους (των κρίσεων), προτάσσοντας την έννοια της ανθεκτικότητας ως ισοβαρούς σημαντικότητας έννοια με ή συμπληρωματικά με την έννοια της ανταγωνιστικότητας. Έτσι, η έννοια της ανθεκτικότητας εμφανίζεται εξίσου «ελκυστική» στο πλαίσιο της περιφερειακής επιστήμης όπως και η έννοια της ανταγωνιστικότητας, η οποία σύμφωνα με τον Καλλιώρα (2012) 1 που μνημονεύει τους Jutila (2001), Christiaans (2002), Μεταξά & Πετράκο (2005) και Metaxas & Kallioras (2007), αποτελούσε στόχο για τις περιφέρειες και προϋπόθεση για την δημιουργία συνθηκών ελκυστικότητας μεταξύ των περιφερειών για τις δυνητικές αγορέςστόχους. Σύμφωνα με τον ίδιο ερευνητή και την παραπομπή του στον Begg (2003), περιφέρειες που αποτυγχάνουν να εκπληρώσουν τον στόχο αυτό περιέρχονται σε δυσχερή θέση. Συνεπώς, με βάση τα παραπάνω η αναγκαιότητα εκπόνησης της προτεινόμενης Διδακτορικής Διατριβής, συνίσταται στην διερεύνηση, αξιολόγηση και αποσαφήνιση των παρακάτω εννοιολογικών όρων που σχετίζονται με τον βαθμό ανθεκτικότητας των περιφερειών έπειτα από μια διαταραχή και ειδικότερα: 1. Στην έννοια της ανθεκτικότητας. Η εννοιολογική προσέγγιση της ανθεκτικότητας και η ερμηνεία της μεταβολής του μεγέθους της διαφοροποιείται, ανάλογα με την επιστήμη υπό το πρίσμα της οποίας ερευνάται και αξιολογείται. Σύμφωνα με τον Walker et al (2004) 2 που μνημονεύει τον Holling s (1973) και την «σπερματική» περιγραφή της έννοιας της ανθεκτικότητας, αυτή περιγράφεται ως η ικανότητα ενός κοινωνικο-οικολογικού συστήματος να απορροφά μια διαταραχή και να αναδιοργανώνεται κατά την επικείμενη αλλαγή έτσι ώστε να διατηρεί τελικώς την ίδια λειτουργία, δομή, ιδιότητα και ανάδραση που είχε πριν την έναρξη της διαταραχής. Στην περίπτωση της οικονομικής επιστήμης, σύμφωνα με τον Καλλιώρα (2012) 1 ο οποίος μνημονεύει τους Adger (2000), Van Breda (2001), Janssen (2007), Swanstorm (2008) kai Maru (2010), η ανθεκτικότητα εκλαμβάνεται ως η ικανότητα επιστροφής μιας οικονομίας σε συνθήκες ισορροπίας, αυτές δηλ. που επικρατούσαν πριν την εκδήλωση της διαταραχής. Αναφορικά τώρα με την περιφερειακή επιστήμη και κατά τον Martin (2011) 3 που μνημονεύει τον Hill et al. (2008), η ανθεκτικότητα μιας περιφέρειας περιγράφεται ως η ικανότητα της να ανακάμπτει επιτυχώς μετά από την επιβολή μιας διαταραχής (shock) στην οικονομία της η οποία είτε την παρέκκλινε, είτε είχε την δύναμη να την παρεκκλίνει από το αναπτυξιακό μονοπάτι στο οποίο βρισκόταν. Κατά μια άλλη ερμηνεία της περιφερειακής ανθεκτικότητας σύμφωνα με τον Foster (2007) 4, αυτή αντικατοπτρίζει από την ικανότητα της περιφέρειας να προβλέψει, να προετοιμάσει, να αντιμετωπίσει και εν τέλει να επανέλθει έπειτα από μια διαταραχή. Σε όλες σχεδόν τις εκφάνσεις και προσεγγίσεις της έννοιας της ανθεκτικότητας στα διάφορα επιστημονικά πεδία, αυτή εμφανίζεται με θετική προσέγγιση, ως κάτι το επιθυμητό και 1 Καλλιώρας Δ. (2012). The Notion of Resilience in Regional Science: Review and Decomposition. Region & Periphery, (2), 37 58. https://doi.org/10.12681/rp.18756 2 Walker, B., Holling, C. S., Carpenter, S. R., & Kinzig, A. (2004). Resilience, Adaptability and Transformability in Social ecological Systems. Ecology and Society, 9(2). http://www.jstor.org/stable/26267673 3 Martin, R. (2011). Regional economic resilience, hysteresis and recessionary shocks. Journal of economic geography, 12(1), 1-32. 4 Foster K. A. (2007α), A Case Study Approach to understanding Regional Resilience, IURD Working Paper 8

ταυτόχρονα ως κάτι το κανονικό. Σύμφωνα με τον Maru (2010) 5 η έννοια της κανονικότητας σχετίζεται με την κατάσταση ισορροπίας στην οποία καλείται το σύστημα να διατηρηθεί ή να επιστρέψει έπειτα από μια διαταραχή. Στο σημείο αυτό να επισημάνουμε την σύγχυση που πολλές φορές προκαλείται από την έννοια της ευπάθειας που σχετίζεται συχνά, στενά με την έννοια της ανθεκτικότητας. Ως ευπάθεια, συνήθως ορίζεται ο βαθμός ευαισθησίας και ανικανότητας ενός συστήματος να αντιμετωπίσει τις διαταραχές σύμφωνα με τους O'Brien et al. (2004) 6. Κάποιοι ερευνητές όπως ο Gallopin (2006) 7 θεωρούν ότι η ευπάθεια ενός συστήματος καθορίζεται από την έκθεση του, την ευαισθησία και την ανθεκτικότητα του ή την ικανότητα προσαρμογής του σε μία διαταραχή. Οι Cutter et al. (2008) 8 πάλι αντιμετωπίζουν την ευπάθεια και την ανθεκτικότητα ως σχετιζόμενες αλλά διακριτές μεταξύ τους έννοιες, όπου η πρώτη αφορά στην κατάσταση του συστήματος πριν και η δεύτερη, στην απόκριση του συστήματος μετά από μια διαταραχή. Σε κάθε περίπτωση και οι δύο έννοιες χρησιμοποιούνται σε μεγάλο εύρος επιστημονικών πεδίων και εφαρμογών, από την ψυχολογία και την οικολογία, την περιβαλλοντική επιστήμη και την μελέτη των φυσικών κινδύνων και της κλιματικής αλλαγής, εως το πεδίο των κοινωνικών και ανθρωπιστικών επιστημών. 2. Στην έννοια της περιφερειακής ανθεκτικότητας. Προϊούσης της οικονομικής, της υγειονομικής και εσχάτως της περιβαλλοντικής κρίσης, η έννοια της περιφερειακής ανθεκτικότητας και ειδικότερα η διερεύνηση σαφέστερης και αποτελεσματικότερης αξιολόγησης και ερμηνείας του όρου σε περιφερειακό επίπεδο, καθίσταται αδήριτη ανάγκη. Σύμφωνα με τον Davies (2011) 9 η περιφερειακή ανθεκτικότητα είναι συνυφασμένη με την ικανότητα της περιφέρειας να ανταπεξέρχεται στις εξωτερικές πιέσεις, στην ικανότητα της να αντιδρά θετικά στις εξωτερικές μεταβολές, στην προσαρμοστικότητα της και στην ικανότητα των περιφερειακών δομών να συμπράξουν και να εφαρμόσουν τα κατάλληλα είδη σχεδιασμού, δράσης και κοινωνικής μάθησης. Κατά την ερμηνεία της περιφερειακής ανθεκτικότητας του Foster (2007a) 4, η ανθεκτικότητα αντικατοπτρίζει την ικανότητα της περιφέρειας να προβλέψει, να προετοιμάσει, να αντιμετωπίσει και εν τέλει να επανέλθει έπειτα από μια διαταραχή. Σύμφωνα με τον ίδιο ερευνητή, η διαδικασία προετοιμασίας μιας περιφέρειας ώστε να γίνει (ή να είναι) ανθεκτική σε μια διαταραχή ξεκινά πρίν την εκδήλωση της ίδιας της διαταραχής. Oι Christopherson et al (2010) 10 στην ερευνητική τους εργασία αναφέρουν ότι πολλοί συγγραφείς υποστηρίζουν ότι μια καλύτερη εκτίμηση για το τι πρέπει να εμπεριέχει η έννοια της ανθεκτικότητας, μπορεί να αποτυπωθεί εξετάζοντας τη έννοια αυτή μέσα από το προοπτική της εξελικτικής οικονομίας και το πώς οι περιφέρειες προσαρμόζονται στην αλλαγή δεδομένης της ιστορίας τους. Μια τέτοια προσέγγιση αναγνωρίζει τη σημασία της γνώσης για το πώς οι περιφέρειες κινητοποιούν τα πλεονεκτήματά τους, συμπεριλαμβανομένων τόσο των ιδιωτικών όσο και των δημόσιων υποδομών τους. Κατά τον Wolfe (2010) 11, η κύρια εστίαση στην έννοια της ανθεκτικότητα πρέπει να βασίζεται στην ικανότητα των περιφερειών να αντιμετωπίζουν τις οικονομικές, τεχνολογικές και περιβαλλοντικές προκλήσεις μέσω «συνεργατικών διαδικασιών» οι οποίες θα εμπεριέχουν τον σχεδιασμό και την εφαρμογή των αλλαγών, λαμβάνοντας υπόψη τα υφιστάμενα περιφερειακά 5 Maru, Y. T. (2010). Resilient regions: clarity of concepts and challenges to systemic measurement. CSIRO Sustainable Ecosystems, 4(1), 26-40. 6 o Brien, K., Leichenko, R., Kelkar, U., Venema, H., Aandahl, G., Tompkins, H.,... & West, J. (2004). Mapping vulnerability to multiple stressors: climate change and globalization in India. Global environmental change, 14(4), 303-313. 7 Gallopín, G. C. (2006). Linkages between vulnerability, resilience, and adaptive capacity. Global environmental change, 16(3), 293-303. 8 Cutter, S. L., Barnes, L., Berry, M., Burton, C., Evans, E., Tate, E., & Webb, J. (2008). A place-based model for understanding community resilience to natural disasters. Global environmental change, 18(4), 598-606. 9 Davies, S. (2011). Regional resilience in the 2008 2010 downturn: comparative evidence from European countries. Cambridge Journal of Regions, Economy and Society, 4(3), 369-382. 10 Christopherson, S., Michie, J., & Tyler, P. (2010). Regional resilience: theoretical and empirical perspectives. Cambridge journal of regions, economy and society, 3(1), 3-10. 11 Wolfe, D. A. (2010). The strategic management of core cities: Path dependence and economic adjustment in resilient regions. Cambridge Journal of Regions, Economy and Society, 3(1), 139-152.

τους πλεονεκτήματα και συμπεριλαμβάνοντας τις υφιστάμενες περιφερειακές δημόσιες και ιδιωτικές ερευνητικές υποδομές και περιφερειακές δομές και οργανισμούς. Σύμφωνα με τον Martin (2011) 3 ο οποίος επιχειρεί να ερμηνεύσει την έννοια της περιφερειακής ανθεκτικότητα μέσω μιας περισσότερο εξειδικευμένης διαδικασίας υποστηρίζει ότι η ανθεκτικότητα των περιφερειών μπορεί να ερμηνευτεί μέσω 3 προσεγγίσεων. Η πρώτη αφορά στην ερμηνεία της ανθεκτικότητας χρησιμοποιώντας ορολογία της μηχανικής/τεχνικής επιστήμης (engineering resilience) περιγράφοντας την ως την ικανότητα που έχει ένα σύστημα να γυρίζει πισω στο σημείο αρχικής ισορροπίας στο οποίο βρισκόταν πριν την εκδήλωση της διαταραχής. Η προσέγγιση αυτή προϋποθέτει την παροδικότητα της διαταραχής και την απουσία μακροπρόθεσμων επιπτώσεων στην περιφερειακή οικονομία. Κατά την δεύτερη προσέγγιση του ίδιου ερευνητή, η ανθεκτικότητα ενός συστήματος σχετίζεται με το επίπεδο προσαρμογής έπειτα από μια διαταραχή ή πιο συγκεκριμένα με το επίπεδο ισορροπίας στο οποίο θα επανέλθει μια περιφέρεια έπειτα από μια διαταραχή (πολλαπλά επίπεδα ισορροπίας). Εάν αυτό, είναι υψηλότερο της πρότερης κατάστασης (πριν της εκδήλωση της διαταραχής) τότε η περιφέρεια χαρακτηρίζεται ως υψηλής ανθεκτικότητας ενώ στην αντίθετη περίπτωση ως χαμηλής ανθεκτικότητας. Η διαφοροποίηση αυτής της προσέγγισης σε σχέση με την προηγούμενη αφορά στο βαθμό επίδρασης που μπορεί να επιφέρει στην οικονομία μιας περιφέρειας μια προσωρινή διαταραχή. Η τρίτη προσέγγιση και ερμηνεία της ανθεκτικότητας από τον ίδιο ερευνητή προσομοιάζει με την εξελικτική ερμηνεία της ανθεκτικότητας την οποία υποστηρίζουν και πολλοί άλλοι ερευνητές. Σύμφωνα με αυτή, η ανθεκτικότητα μιας περιφέρειας σχετίζεται με την ικανότητας της σύνθετης προσαρμοστικότητας της στις εξωτερικές διαταραχές που λαμβάνουν χώρα σε μια χρονική περίοδο. Με άλλα λόγια στην ικανότητα της περιφέρειας να αναδιοργανώνει την λειτουργία της, να επανακαθορίζει τις αναπτυξιακούς της στόχους και να επαναπροσδιορίζει τις υποδομές της ώστε να παραμένει στο επιθυμητό και καθορισμένο μονοπάτι ανάπτυξης ανταποκρινόμενη στις επιπτώσεις που μπορεί να επιφέρει οποιαδήποτε διαταραχή όποτε και αν αυτή προκληθεί. Σύμφωνα με τους Baycan and Pinto (2018) 12 οι οποίο περιγράφουν μια περισσότερο εξελιγμένη (εξελικτική) προσέγγιση της ερμηνείας της περιφερειακής ανθεκτικότητας, όπως και ο Martin (2011) 3 προηγουμένως, αυτή ερμηνεύεται όχι μόνο ώς η ικανότητα μιας περιφέρειας να απορροφά την διαταραχή αλλά επεκτείνεται και στην ικανότητα της να αναδιατάσσει τις κοινωνικο-οικονομικές και θεσμικές της δομές ώστε να δημιουργεί νέα μονοπάτια ανάπτυξης. Παρατηρούμε επομένως ότι η ανθεκτικότητα περιγράφεται ως μια δυναμική εξελικτική διαδικασία μέσω της οποίας η περιφέρεια «προσδοκά» την διάθεση και χρησιμοποίηση διαφοροποιημένων πολλαπλών αναπτυξιακών επιλογών ή ακόμα καλύτερα διαφοροποιημένων αναπτυξιακών επιλογών έπειτα από μια διαταραχή. Αποδομώντας στην συνέχεια την έννοια της περιφερειακής ανθεκτικότητας, προσδιορίζουμε τα χαρακτηριστικά στοιχεία που πρέπει να συγκεντρώνει μια περιφέρεια προκειμένου να θεωρείται ανθεκτική. Σύμφωνα με τους Psycharis et al (2014) 13 που μνημονεύουν τους Foster (2007), Martin and Sunley (2007), Bristow (2010), Longstaff et al. (2010), τα χαρακτηριστικά αυτά στοιχεία που μπορούν να καταστήσουν μια περιφέρεια ανθεκτική διακρίνονται στα παρακάτω: «(i) ποικιλομορφία/διαφοροποίηση στον αριθμό των επιχειρήσεων, οργανισμών, πηγών ενέργειας και τροφίμων (εάν διακοπή η παροχή από εξωτερικούς προμηθευτές τότε το μεγαλύτερο μέρος των απαραίτητων εισροών να μπορεί να παρασχεθεί τοπικά), (ii) ικανότητα να προσαρμοστούν στις μεταβαλλόμενες περιβαλλοντικές συνθήκες (μόνο σε περιπτώσεις αστοχίας το σύστημα να αναγκάζεται να αλλάξει τις μεγάλες δομές), (iii) ικανότητα αναδιοργάνωσης σε περίπτωση μιας διαταραχής (shock) (τροφοδοσία των βασικών τους αναγκών χωρίς ουσιαστική εξάρτηση από τις μεταφορές), (iv) έμφαση σε τοπικές δραστηριότητες μικρής κλίμακας ενσωματωμένες στις 12 Baycan, T., & Pinto, H. (Eds.). (2018). Resilience, Crisis and Innovation Dynamics. Cheltenham, UK: Edward Elgar Publishing. doi: https://doi.org/10.4337/9781786432193 13 Psycharis, Y., Kallioras, D., & Pantazis, P. (2014). Economic crisis and regional resilience: detecting the geographical footprint of economic crisis in Greece. Regional Science Policy & Practice, 6(2), 121-141.

ικανότητες του τοπικού περιβάλλοντος με γνώση και προσαρμογή των ορίων του (κανένας τομέας/κλάδος δεν είναι τοπικά κυρίαρχος) και (v) έναν υγιή πυρήνα ή μια υποστηρικτική οικονομία της οικογένειας, της γειτονιάς, της κοινότητας και της κοινωνία των πολιτών, ισχυρή στην αμοιβαιότητα, τη συνεργασία, την κοινή χρήση και συνεργασία στην παροχή βασικών υπηρεσιών». Επομένως για τις ισχυρά ανεπτυγμένες περιφέρειες, το ζητούμενο είναι η διατήρηση της υφιστάμενης οικονομικής δομής και του αναπτυξιακού μονοπατιού, ενώ αντιθέτως για τις λιγότερο ανεπτυγμένες ή καθυστερημένες αναπτυξιακά περιφέρειες, ζητούμενο αποτελεί η μεταβολή της οικονομικής τους δομής προς μια νέα, η οποία θα οδηγήσει στην επίτευξη αναπτυξιακών μονοπατιών και προοπτικών. Η βιβλιογραφική επισκόπηση θα ήταν ημιτελής εάν δεν παρατίθενται και η κριτική που έχει ασκηθεί από διάφορους ερευνητές στην έννοια της περιφερειακής ανθεκτικότητας. Έτσι σύμφωνα με τον Markusen (1999) 14, η βασική κριτική που έχει ασκηθεί αφορά στην εννοιολογική πολυπλοκότητα και στην αδυναμία ανάπτυξης ενός κοινά αποδεκτού ορισμού της με αποτέλεσμα η χρήση της έννοιας να γίνεται δυσλειτουργική για τους μελετητές της περιφερειακής επιστήμης. Μια άλλη κριτική που έχει ασκηθεί από τον Martin (2011) 15 σχετίζεται με το γεγονός ότι η μεταφορά της έννοιας της ανθεκτικότητας από διαφορετικές επιστήμες όπως η οικολογία, η κοινωνιολογία κλπ στην περιφερειακή επιστήμη, καθιστά προβληματική την εφαρμογή της σε αυτήν εξαιτίας του γεγονότος ότι η ανθεκτικότητα αρχικά, αναπτύχθηκε για να αξιολογήσει συστήματα των οποίων τα χαρακτηριστικά και οι λειτουργίες δεν συνάδουν με αυτά των περιφερειών (ως κοινωνικο-οικονομικά συστημάτων). Αυτό οφείλετε σύμφωνα με τον Hassink (2009) 16 στο γεγονός ότι η έννοια της ανθεκτικότητας στο πεδίο της περιφερειακής επιστήμης δεν λαμβάνει υπόψη της την εξελικτική προσέγγιση των περιφερειακών οικονομιών, αγνοεί τα εκάστοτε κοινωνικά και πολιτισμικά τους χαρακτηριστικά και τέλος παραβλέπει τον ρόλο των πολιτειακών φορέων και των πολιτικών. 3. Στην μέτρηση/αποτίμηση του βαθμού περιφερειακής ανθεκτικότητας. Στην ελληνική και διεθνή βιβλιογραφία υπάρχουν πλήθος αναφορών και ερευνών που προσπαθούν να ερμηνεύσουν την έννοια της ανθεκτικότητας, να αναπτύξουν κατάλληλες τεχνικές μέτρησης του βαθμού της ανθεκτικότητας μιας περιφέρειας, στην δημιουργία κατάλληλων δεικτών (απλών ή και σύνθετων) καθώς και στην χρήση εμπειρικών μεθόδων εφαρμογής και μέτρησης των αποτελεσμάτων. Προτού προχωρήσουμε στην παράθεση βιβλιογραφικών αναφορών σχετικά με τις διαδικασίες αποτίμησης ή μέτρησης της περιφερειακής ανθεκτικότητας, είναι σώφρον να προβούμε σε κάποιες παραδοχές, βάση των οποίων και θα εργαστούμε στην παρούσα ερευνητική εργασία. Η πρώτη παραδοχή αφορά στον προσδιορισμό της έννοιας της περιφέρειας σύμφωνα με την ταξινόμηση κατά το κλασσικό πρότυπο του Boudenville. Δεύτερη παραδοχή αποτελεί η αντιμετώπιση της περιφέρειας ως ένα σύστημα που απαρτίζεται από εσωτερικά στοιχεία. Επομένως η μελέτη της ανθεκτικότητας αφορά στο όλον (σύστημα) και όχι στα επιμέρους στοιχεία από τα οποία συγκροτείται. Και τέλος, οφείλουμε να προσδιορίζουμε με σαφήνεια τις μεταβλητές που περιγράφουν την κατάσταση του συστήματος που μελετάμε καθώς και το μέγεθος των εξωτερικών διαταραχών τις οποίες δέχεται και από τις οποίες επηρεάζεται, σύμφωνα με τον Pendall et al (2009) 17. Με βάση τα προαναφερθέντα κριτήρια και τις βιβλιογραφικές αναφορές μπορούμε στην συνέχεια να προσδιορίσουμε σχετικές κατηγορίες κριτηρίων βάση των οποίων μπορούμε να μετρήσουμε την περιφερειακή ανθεκτικότητα. 14 Markusen, A. (2003). Fuzzy concepts, scanty evidence, policy distance: the case for rigour and policy relevance in critical regional studies. Regional studies, 37(6-7), 701-717. 15 Martin, R. (2012). Regional economic resilience, hysteresis and recessionary shocks. Journal of economic geography, 12(1), 1-32. 16 Hassink, R. (2010). Regional resilience: a promising concept to explain differences in regional economic adaptability?. Cambridge journal of regions, economy and society, 3(1), 45-58. 17 Pendall, R., Foster, K. A., & Cowell, M. (2010). Resilience and regions: building understanding of the metaphor. Cambridge Journal of Regions, Economy and Society, 3(1), 71-84.

Σύμφωνα με τον Maru (2010) 5, μπορούν να προσδιοριστούν 4 κατηγορίες κριτηρίων όπως περιγράφονται παρακάτω: η πρώτη κατηγορία αφορά στους γενικούς δείκτες σχετικής ικανότητας αντίδρασης των περιφερειών σε καταστάσεις διαταραχής η δεύτερη κατηγορία συνδέεται με την χρησιμοποίηση διαφοροποιημένων δεικτών πριν την απότομη διαταραχή ως κριτήρια της απόδοσης του συστήματος η τρίτη κατηγορία βασίζεται στην πιθανή μείωση της απόδοσης του συστήματος λόγω της διαταραχής η τέταρτη κατηγορία κριτηρίων εστιάζει στα κατώτατα όρια του συστήματος ώστε να οριοθετήσει το μέγιστο βαθμό της ικανότητάς του να απορροφήσει μια διαταραχή Έχοντας προσδιορίσει την έννοια της περιφέρειας και την λειτουργία της ως συστήματος, καθώς και το πλαίσιο των κριτηρίων προσδιορισμού της ανθεκτικότητας, μπορούμε προσδιορίσουμε και τις κατηγορίες διαχωρισμού των περιφερειών βάσει της ανθεκτικότητας τους, δηλαδή βάσει της αντίδρασης τους σε κάποια διαταραχή όπως προαναφέραμε. Έτσι σύμφωνα με τον Hill et al (2008) 18, βάσει της ανθεκτικότητας που επιδεικνύουν οι περιφέρειες μετά από μια διαταραχή μπορούν να χαρακτηριστούν ως: οικονομικά ανθεκτικές (economically resilient): είτε επανήλθαν στο ίδιο αναπτυξιακό μονοπάτι έπειτα από μια διαταραχή είτε μετέβησαν σε κάποιο άλλο αναπτυξιακό μονοπάτι μετά από την εκδήλωση μιας διαταραχής ανθεκτικές στην διαταραχή (shock resistant): παρέμειναν στο ίδιο αναπτυξιακό μονοπάτι μετά την εκδήλωση μιας διαταραχή. μη ανθεκτικές (non resilient): δεν κατάφεραν να επιστρέψουν σε κάποιο αναπτυξιακό μονοπάτι μετά την εκδήλωση μιας διαταραχής. Η έννοια της ανθεκτικότητας στην περιφερειακή επιστήμη αποτιμάται στην βάση της ικανότητας μιας περιφέρειας να διατηρήσει ένα επιτυχημένο μονοπάτι ανάπτυξης έπειτα από μια διαταραχή ανεξαρτήτως αν η επιτυχία λαμβάνεται σε όρους ενός παραδοσιακού δείκτη (πχ μεταβολή της απασχόλησης) ή ενός πιο σύνθετου (πχ μεταβολή του Resilience Capacity Index-RCI). Σε κάθε περίπτωση και σύμφωνα με τον Chapple and Lester (2010) 19, η περιφερειακή ανθεκτικότητα αποτιμάται αξιολογώντας την μεταβολή μιας κατάστασης στην αρχική περίοδο (πριν την διαταραχή) και την μεταβολή της κατάστασης στην τελική περίοδο (μετά την διαταραχή), ή αξιολογώντας την αρχική και την τελική κατάσταση (μιας μεταβλητής ή ενός δείκτη για παράδειγμα) μιας περιφέρειας. Οι μετρήσεις αυτές μπορεί να αφορούν, είτε στην χρήση ενός απλού στατιστικού δείκτη μέτρησης ή ενός περισσότερο σύνθετου δείκτη ή στην εφαρμογή εμπειρικών μετρήσεων και εξαγωγή δεδομένων μέσω τεχνικών περιφερειακής ανάλυσης που αποτιμούν την ανθεκτικότητα μιας περιφέρειας. Σύμφωνα με τους Psycharis et al 14, το κατά κεφαλήν ΑΕΠ είναι ο συχνότερα χρησιμοποιούμενος στατιστικός δείκτης ανάπτυξης, παρόλες τις αδυναμίες που του έχουν αποδοθεί και αφορούν στο γεγονός ότι το κατά κεφαλήν ΑΕΠ, δεν είναι ακριβές μέτρο ανάπτυξης αφού μπορεί να παρουσιάσει αύξηση ενώ τα εισοδήματα για την πλειοψηφία των πολιτών να έχουν δυσανάλογα μεταβληθεί (ή και να έχουν μειωθεί) (Galbraith 1958). Ωστόσο, χρησιμοποιείται αρκετά συχνά στις μετρήσεις της ανθεκτικότητας με το σκεπτικό ότι όλοι οι πολίτες θα επωφεληθούν από μια αυξημένη οικονομική δραστηριότητα της χώρας τους η οποία θα επιφέρει και οικονομική ευημερία σε όλους. Το κύριο πλεονέκτημα του κατά κεφαλήν ΑΕΠ ως δείκτη ευημερίας και ανάπτυξης είναι η συχνή, ευρεία και συνεπής μέτρησή του. Σύμφωνα με τον ίδιο ερευνητή, συχνά ο δείκτης αυτός συσχετίζεται θετικά με την ευημερία και την ανάπτυξη κατά την μνημόνευση των O Sullivan και Sheffrin (1996), με αποτέλεσμα το κατά κεφαλήν ΑΕΠ να δέχεται αυξανόμενη κριτική, μιας και οι 18 Hill, E.W., Wial, H. and Wolman, H. (2008): Exploring Regional Economic Annual Meeting of the Urban Affairs Association. April. Institute of Urban and Regional Development, UK Berkeley. pp.3-6. 19 Chapple, K., & Lester, T. W. (2010). The resilient regional labour market? The US case. Cambridge journal of regions, economy and society, 3(1), 85-104.

μετρήσεις του παρουσιάζουν αισθητή διαφορά με τις διαδεδομένες αντιλήψεις. Εδώ οι ερευνητές επισημαίνουν την αδήριτη ανάγκη κατασκευής ενός περισσότερο περιεκτικού και σύνθετου δείκτη. Σύμφωνα λοιπόν με τους Psycharis et al 14 : «Οι σύνθετοι δείκτες αναγνωρίζονται όλο και περισσότερο ως χρήσιμα εργαλεία για την ανάλυση και τη δημόσια επικοινωνία. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι είναι σε θέση να συλλάβουν και να περιγράψουν σύνθετες έννοιες με ένα απλό μέτρο που μπορεί να χρησιμοποιηθεί ώστε να συγκριθούν οι επιδόσεις και να βοηθηθούν οι συγκρίσεις. Οι σύνθετοι δείκτες ωστόσο, εγείρουν μια υποβόσκουσα διαμάχη μεταξύ των ερευνητών, καθώς η χρήση τους παρουσιάζει πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα (Saisana and Tarantola 2002; Οι Nardo et al. 2005; Οι Saisana et al. 2005). Παραταύτα, τα τελευταία χρόνια η χρήση τους σε διάφορους τομείς της πολιτικής έχει εμφανώς αυξηθεί. (βλ. για παράδειγμα NEF 2009, Annoni και Kozovska 2010 KΟF 2011; UNDP 2009).» Στην διεθνή βιβλιογραφία, ο περισσότερο διαδεδομένος σύνθετος δείκτης μέτρησης της ανθεκτικότητας είναι ο RCI (Resilience Capacity Index) του Foster (2011) 20 και Foster (2012b) 21. O RCI είναι ένας σύνθετος δείκτης που ενσωματώνει 12 ισοβαρώς σταθμισμένες μεταβλητές που αντικατοπτρίζουν οικονομικά, κοινωνικά δημογραφικά και κοινωνικής συνεκτικότητας χαρακτηριστικά. Ο RCI αποτιμά την ικανότητα περιφερειακής απόκρισης σε μελλοντικές διαταραχές, αναδεικνύοντας τα περιφερειακά πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα. Συγχρόνως μπορεί να χρησιμοποιηθεί για συγκριτική αξιολόγηση των περιφερειών. Για να μπορέσουν να ενσωματωθούν οι ετερογενείς μεταβλητές που απαρτίζουν τον RCI ώστε να είναι δυνατή η πραγματοποίηση μετρήσεων, οι πραγματικές τιμές των μεταβλητών «κανονικοποιούνται». Ο δείκτης αυτός χρησιμοποιήθηκε για να μετρηθεί η ανθεκτικότητα των 361 μητροπολιτικών περιοχών των ΗΠΑ το 2011. Στην Ελληνική βιβλιογραφία κυριαρχεί η κατασκευή ενός σύνθετου δείκτη μέτρησης της περιφερειακής ανθεκτικότητας όπως προτείνεται από τους Psycharis et al (2012) 22. Σύμφωνα με τους εν λόγω ερευνητές, ο CIRR δείκτης (Composite Indicator for Regional Resilience) ενσωματώνει μια σειρά από οικονομικές, κοινωνικές, δημογραφικές και δομικές μεταβλητές. Εκτός των προσπαθειών δημιουργίας ενός σύνθετου δείκτη, στην βιβλιογραφία έχουν καταγραφεί και εμπειρικές ερευνητικές εργασίες μέτρησης της περιφερειακής ανθεκτικότητας. Ως γενικό συμπέρασμα των εμπειρικών αυτών μελετών μπορούμε να αναφέρουμε την «συσχέτιση» της ανθεκτικότητας μιας περιφέρειας με την κλαδική ή παραγωγική της υπερ-εξειδίκευση. Με άλλα λόγια περιφέρειες με σημαντική εξειδίκευση σε μια παραγωγική δραστηριότητα φαίνεται να αντιμετωπίζουν μεγαλύτερες δυσκολίες αντιμετώπισης οικονομικών κρίσεων σε σχέση με άλλες που δεν παρουσιάζουν υψηλό βαθμό εξειδίκευσης στην ίδια δραστηριότητα. Για παράδειγμα, σύμφωνα με τον Καλλιώρα (2012) 1 που μνημονεύει την μελέτη του Wilkerson, (2009) για τις ΗΠΑ αναφέρεται ότι: «πόλεις όπως το Σικάγο, το Κλίβελαντ, το Σαν Φρανσίσκο, η Ατλάντα, το Φοίνιξ και το Ντιτρόιτ εμφάνισαν μεγάλη αύξηση στα ποσοστά ανεργίας εξαιτίας της υπερβολικής έκθεσής τους σε τομείς όπως ο κατασκευαστικός και ο παροχής υπηρεσιών. Αντιθέτως, πόλεις με διαφοροποιημένο παραγωγικό σύστημα, όπως το Λος Άντζελες, η Σάρλοτ και Μαϊάμι, εμφανίστηκαν περισσότερο ανθεκτικές στη σφοδρότητα της κρίσης (Florida, 2009). Βεβαίως, υπάρχουν και πόλεις, όπως το Ντάλας και το Κάνσας, οι οποίες εμφανίζουν υπερβολική εξειδίκευση, κυρίως στον ενεργειακό τομέα, δίχως να έχουν πληγεί ιδιαίτερα από την κρίση (Wilkerson, 2009).» Σύμφωνα με τον ίδιο ερευνητή: «Η μελέτη για την Ευρώπη (Kunzmann, 2010) φανερώνει ότι οι περιφέρειες που βρίσκονται έξω από μητροπολιτικές περιοχές, οι περιφέρειες με υψηλό βαθμό διαφοροποίησης, οι περιφέρειες που παρουσιάζουν καλή αναλογία τοπικών και διεθνών 20 Foster, K. A. (2011). Resilience capacity index: Data, maps and findings from original quantitative research on the resilience capacity of 361 US metropolitan regions. URL: http://brr. berkeley. edu/rci. 21 Weir, M., Pindus, N., Wial, H., & Wolman, H. (Eds.). (2012). Urban and regional policy and its effects: building resilient regions (Vol. 4). Brookings Institution Press. 22 PSYCHARIS, Yiannis, et al. The Spatial Footprint Of The Ongoing Economic Crisis (2009- ) In Greece: Assessing The Resilience And Development Of The Greek Regions. 2012.

επιχειρήσεων, οι περιφέρειες που έχουν ένα σημαντικό μερίδιο προχωρημένων, σε όρους γνώσης, βιομηχανιών, οι αγροτικές περιφέρειες με ένα χαμηλό βαθμό ολοκλήρωσης στις διεθνείς αγορές και οι περιφέρειες με φυσικούς πόρους είναι αυτές οι οποίες έχουν πληγεί λιγότερο από την τρέχουσα κρίση.» Επίσης σε μια άλλη ερευνητική περίπτωση σύμφωνα με τον Καλλιώρα (2012) 1 ο οποίος μνημονεύει την μελέτη περίπτωσης του Martin (2011) 3 η οποία χρήζει ιδιαίτερης σημασίας και περιγράφεται από τον ερευνητή ως: «ίσως η πληρέστερη μελέτη η οποία προσεγγίζει εμπειρικά την έννοια της ανθεκτικότητας», αναφέρεται ότι: «ο Martin (2011) επιχείρησε να αποτιμήσει την ανθεκτικότητα των περιφερειών της Μεγάλης Βρετανίας αποσκοπώντας στον εντοπισμό διαφοροποιήσεων ως προς την αντίσταση, την ανάκτηση και την ανανέωση τις οποίες αυτές επέδειξαν έπειτα από τις υφέσεις των περιόδων 1979-1982, 1990-1992 και 2008-2010. Στην εν λόγω μελέτη, η αντίσταση αντιπροσωπεύθηκε από το λόγο της ποσοστιαίας μείωσης της απασχόλησης στην περιφέρεια προς την αντίστοιχη ποσοστιαία μείωση στη χώρα (εφόσον ο λόγος υπερέβαινε τη μονάδα, η αντίσταση της περιφέρειας θεωρούνταν μικρή). Τα ευρήματα τα οποία προέκυψαν είναι ότι: (α) κάθε περιφέρεια επέδειξε διαφορετική αντίσταση ανά ύφεση, και (β) κάθε περιφέρεια επέδειξε διαφορετική αντίσταση από τις υπόλοιπες. Η ανάκτηση αντιπροσωπεύθηκε από την ποσοστιαία αύξηση της απασχόλησης η οποία καταγράφηκε μετά την κρίση. Το ευρήματα τα οποία προέκυψαν είναι ότι: (α) η μικρότερη αντίσταση κατά την περίοδο 1979-1982 οδήγησε σε μικρότερη ανάκτηση κατά την περίοδο 1983-1990, και (β) η μικρότερη αντίσταση κατά την περίοδο 1990-1992 οδήγησε σε μεγαλύτερη ανάκτηση κατά την περίοδο 1993-2008. Η ανανέωση καθορίστηκε και από την αντίσταση και από την ανάκτηση τις οποίες επέδειξε κάθε περιφέρεια καθώς και από την κλαδική της εξειδίκευση (όπως αυτή προκύπτει από το συντελεστή συμμετοχής). Ειδικά με αφορμή τα συμβάντα κατά την περίοδο 2008-2010, γίνεται η πρόβλεψη ότι οι περιφέρειες της Μεγάλης Βρετανίας οι οποίες εξαρτώνται από το δημόσιο τομέα, θα είναι αυτές οι οποίες θα δυσκολευτούν να προσεγγίσουν το μονοπάτι ανάπτυξης στο οποίο βάδιζαν μέχρι πρόσφατα». Ενδεικτική είναι και η περίπτωση της μελέτης των Simmie & Martin, (2010) 23 κατά την οποία συγκρίνονται οι διαφορετικές οικονομικές λειτουργίες του Cambridge και του Swansea. Η μεν πρώτη ανέπτυξε την οικονομία της μέσω της παραγωγής της γνώσης αξιοποιώντας το ενδογενές δυναμικό της ενώ η δεύτερη οικονομία στήριξε την ανάπτυξη της πάνω στις ξένες επενδύσεις. Αποτέλεσμα του διαφορετικού μοντέλου οικονομικής ανάπτυξης είναι το γεγονός ότι η οικονομία του Cambridge εμφανίζεται λιγότερο ευάλωτη και περισσότερο ικανή να ανταποκριθεί στις πιέσεις (διαταραχές) αφού εξαρτάται λιγότερο από το εξωγενές περιβάλλον και περισσότερο από το ενδογενές της δυναμικό. Μια άλλη περίπτωση εμπειρικής αποτίμησης της περιφερειακή ανθεκτικότητα παρουσιάζεται από τους Fingleton et al. (2012) 24 και αφορά στις περιφέρεις του ΗΒ και στις επιδράσεις από τις μεταβολές της απασχόλησης στις περιφερειακές οικονομίες. Κάνοντας απολογισμό μεταξύ δύο εννοιών της ανθεκτικότητας, δηλαδή της μηχανικής ανθεκτικότητας, κατά την οποία η περιφερειακή οικονομία ανακάμπτει μετά από σοκ και της οικολογικής ανθεκτικότητας, όπου οι διαταραχές επηρεάζουν μόνιμα την αναπτυξιακή πορεία της περιφερειακής οικονομίας, οι ερευνητές διαπιστώνουν ότι οι κρίσεις ύφεσης στην απασχόληση συνήθως έχουν μόνιμες επιπτώσεις στις περιφέρειες. 4. Στην προσπάθεια διασύνδεσης της ανθεκτικότητας με τις κατά καιρούς εφαρμοζόμενες αναπτυξιακές πολιτικές (αναπτυξιακά πακέτα -διαρθρωτικά πλαίσια στήριξης κλπ) ώστε να καθοριστεί εάν και πόσο επηρεάζεται από αυτά η περιφερειακή ανθεκτικότητα. Η ουσιαστική συνεισφορά της παρούσης ερευνητικής εργασίας στο πλαίσιο της περιφερειακής ανάλυσης συνίσταται σε αυτό, δηλαδή στην προσπάθεια αποτύπωσης, διασύνδεσης αλλά και 23 Simmie, J., & Martin, R. (2010). The economic resilience of regions: towards an evolutionary approach. Cambridge journal of regions, economy and society, 3(1), 27-43. 24 Fingleton, B., Garretsen, H., & Martin, R. (2012). Recessionary shocks and regional employment: evidence on the resilience of UK regions. Journal of regional science, 52(1), 109-133.

ερμηνείας του εξής στόχου: εάν και σε ποιο βαθμό οι εφαρμοζόμενες αναπτυξιακές πρωτοβουλίες και πολιτικές έως και σήμερα διαφοροποιούν το βαθμό ανθεκτικότητας των περιφερειών στην Ελλάδα. Και ως μελέτη περίπτωσης θα χρησιμοποιήσουμε την περιφέρεια Κρήτης. Περιγραφή του σκοπού της Διδακτορικής Διατριβής, καθώς και των επιμέρους στόχων αυτής. Σκοπός Η παρούσα ερευνητική εργασία θα ΕΠΙΔΙΩΞΕΙ ΝΑ ΑΠΟΤΥΠΩΣΕΙ ΕΜΠΕΙΡΙΚΑ και στην συνέχεια να αξιολογήσει την ανθεκτικότητα της Περιφέρειας Κρήτης καθώς και τον βαθμό μεταβολής της ανθεκτικότητας της συναρτήσει των εφαρμοσμένων έως και σήμερα αναπτυξιακών πλαισίων και πολιτικών. Στην ελληνική και διεθνή βιβλιογραφία υπάρχουν πλήθος αναφορών και ερευνών που προσπαθούν να ερμηνεύσουν την έννοια της ανθεκτικότητας, να αναπτύξουν κατάλληλες τεχνικές μέτρησης του βαθμού της ανθεκτικότητας μιας περιφέρειας, να δημιουργήσουν κατάλληλους δείκτες (απλούς ή σύνθετους) καθώς και να χρησιμοποιήσουν εμπειρικές μεθόδους εφαρμογής και μέτρησης των αποτελεσμάτων. Η μεθοδολογία της μέτρησης στην παρούσα ερευνητική εργασία θα αφορά στην αξιοποίηση των διαθέσιμων οικονομικών μεταβλητών των περιφερειακών λογαριασμών όπως η ακαθάριστη προστιθέμενη αξία (ΑΠΑ), η απασχόληση, η παραγωγικότητα (ΑΠΑ/απασχόληση), το κατά κεφαλήν ΑΕΠ, καθώς και στατιστικών στοιχείων που αφορούν σε δημογραφικό, εισοδηματικό, επιχειρηματικό και τεχνολογικό επίπεδο, στοιχεία των 3 παραγωγικών κλάδων (πρωτογενής, δευτερογενής, τριτογενής) καθώς επίσης και στοιχεία για την λειτουργία των ερευνητικών και ακαδημαϊκών ιδρυμάτων. Με την χρήση σχετικών σύνθετων δεικτών μέτρησης της περιφερειακής ανθεκτικότητας αλλά και σύγκρισης της μεταβολής διαφόρων μακροοικονομικών μεγεθών (μεταβλητών) όπως για παράδειγμα το κατά κεφαλήν ΑΕΠ ή η ΑΠΑ καθώς και με χρήση στατιστικών μεθόδων και εργαλείων της ανάλυσης (πχ Ανάλυση Απόκλισης Συμμετοχής, Πολυκριτηριακή Αξιολόγηση, Υποδείγματα Βαρύτητας) θα αξιολογήσουμε διαχρονικά τα παραπάνω μεγέθη ώστε να καταλήξουμε σε τεκμηριωμένα συμπεράσματα, δίνοντας παράλληλα μία σαφή εικόνα της ανθεκτικότητας της περιφέρειας Κρήτης μετά την επιβολή μιας διαταραχής. Στόχοι: Η αποτίμηση και αξιολόγηση του βαθμού μεταβολής της ανθεκτικότητας της περιφέρειας Κρήτης διαχρονικά, συναρτήσει των εφαρμοσμένων έως σήμερα αναπτυξιακών πλαισίων και πολιτικών (μέσω άσκησης περιφερειακής πολιτικής στην Ελλάδα) Η δημιουργία-μέσω της ανάπτυξης ενός υποδείγματος- ενός υποστηρικτικού εργαλείου σχεδιασμού της περιφερειακής πολιτικής με στόχο την βελτίωση του βαθμού της περιφερειακής ανθεκτικότητας, ειδικότερα σε ότι αφορά στην Περιφέρεια Κρήτης. Η αποτύπωση και αξιολόγηση της ανθεκτικότητας της περιφέρειας Κρήτης έπειτα από μια διαταραχή δηλ στην ικανότητα διατήρησης ή μη του μονοπατιού ανάπτυξης τόσο λόγω της κλαδικής της εξειδίκευσης όσο και εξαιτίας των τοπικών πλεονεκτημάτων της περιφερειακής της οικονομίας. Η αξιολόγηση της περιφερειακή πολιτικής που εφαρμόζεται τα τελευταία χρόνια σε σχέση με το βαθμό ανθεκτικότητας των περιφερειών και ειδικότερα των πολιτικών στην περιφέρεια Κρήτης. Η παροχή ερευνητικών δεδομένων αναφορικά με τις αναγκαίες διαθρωτικές αλλαγές που απαιτούνται να γίνουν στην Περιφέρεια Κρήτης προκειμένου να βελτιώσει (εφόσον απαιτείται) τον βαθμό ανθεκτικότητα της. Η συγκριτική αξιολόγηση -μέσω της χρήσης διαφορετικών οικονομικών μεταβλητών που αφορούν στους περιφερειακούς λογαριασμούς - των μακρόοικονομικών

επιδόσεων της περιφέρειας Κρήτης που σχετίζονται με τα ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα και τους δυναμικούς παραγωγικούς τομείς της Περιφέρειας Κρήτης. Περιγραφή της μεθοδολογίας που θα ακολουθηθεί. Για την υλοποίηση των μετρήσεων της μεθοδολογικής προσέγγισης που θα εφαρμοστεί χρησιμοποιούνται τα στοιχεία που αντλούνται από τους περιφερειακούς λογαριασμούς όπως παρατίθενται από την Ελληνική στατιστική υπηρεσία. Τα στοιχεία των περιφερειακών λογαριασμών καταρτίζονται με βάση το Ευρωπαϊκό Σύστημα Λογαριασμών ESA 2010 25 και είναι σε συνέπεια με τα αντίστοιχα ετήσια εθνικά μεγέθη. Οι περιφερειακοί λογαριασμοί παρέχουν πληροφορίες για βασικές οικονομικές μεταβλητές σε περιφερειακό επίπεδο. Οι μεταβλητές αυτές είναι: η Ακαθάριστη Προστιθέμενη Αξία, το Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν (ΑΕΠ), το κατά κεφαλήν ΑΕΠ, ο ακαθάριστος σχηματισμός παγίου κεφαλαίου (επενδύσεις), η παραγωγικότητα και η απασχόληση. Επίσης θα χρησιμοποιηθούν στατιστικά στοιχεία που αφορούν στο δημογραφικό, εισοδηματικό, επιχειρηματικό και τεχνολογικό περιβάλλον των περιφερειών, στοιχεία των 3 παραγωγικών κλάδων της οικονομίας τους (πρωτογενής, δευτερογενής, τριτογενής) καθώς επίσης και στοιχεία για την λειτουργία των ερευνητικών και ακαδημαϊκών ιδρυμάτων. Με την χρήση σχετικών σύνθετων δεικτών μέτρησης της περιφερειακής ανθεκτικότητας αλλά και σύγκρισης της μεταβολής διαφόρων μακροοικονομικών μεγεθών (μεταβλητών) όπως για παράδειγμα το κατά κεφαλήν ΑΕΠ ή η ΑΠΑ καθώς και με χρήση στατιστικών μεθόδων και εργαλείων της ανάλυσης (πχ Ανάλυση Απόκλισης Συμμετοχής, Πολυκριτηριακή Αξιολόγηση, Υποδείγματα Βαρύτητας) θα αξιολογήσουμε διαχρονικά τα παραπάνω μεγέθη ώστε να καταλήξουμε σε ασφαλή συμπεράσματα, δίνοντας παράλληλα μία σαφή εικόνα της ανθεκτικότητας της περιφέρειας Κρήτης μετά την επιβολή μιας διαταραχής. Προσδοκώμενα αποτελέσματα. Συνεισφορά ενός εργαλείου διαχείρισης ή/και αντιμετώπισης μερικών εκ των σημαντικότερων ίσως προβλημάτων των περιφερειολόγων-ερευνητών, αλλά και εκείνων που ασκούν περιφερειακή πολιτική (κεντρική, περιφερειακή διακυβέρνηση) δηλ.: - Την αποτύπωση του βαθμού ανθεκτικότητας των περιφερειών αλλά και της ικανότητας προσαρμογής και ευδοκίμησης σε αντίξοες συνθήκες, έπειτα από μια διαταραχή (ουσιαστικά στην ικανότητα της περιφέρειας να επιστρέψει σε συνθήκες ισορροπίας έπειτα από μια διαταραχή). - Της δυνατότητας επιτυχούς αντιμετώπισης των διαπεριφερειακών ανισοτήτων που εκφράζονται με τους ανισομερείς ρυθμούς ανάπτυξης μεταξύ των μεγάλων αστικών κέντρων και της περιφέρειας, αλλά και μεταξύ των περιφερειών (ενίοτε και μεταξύ των περιφερειακών ενοτήτων των περιφερειών-ενδοπεριφερειακές ανισότητες) - Της δυνατότητας προγραμματισμού και εφαρμογής των κατάλληλων περιφερειακών πολιτικών, για την αποτελεσματικότερη και αποδοτικότερη υλοποίηση αναπτυξιακών δράσεων και παρεμβάσεων σε τοπικό και περιφερειακό επίπεδο Ενδεικτικό χρονοδιάγραμμα. Έναρξη εργασιών: Μάϊος 2022, ολοκλήρωση και παρουσίαση ΔΔ τον Μάϊο του 2025 Ενδεικτική Βιβλιογραφία Baycan, T., & Pinto, H. (Eds.). (2018). Resilience, Crisis and Innovation Dynamics. Cheltenham, UK: Edward Elgar Publishing. doi: https://doi.org/10.4337/9781786432193 Baycan, T., & Pinto, H. (Eds.). (2018). Resilience, Crisis and Innovation Dynamics. Cheltenham, UK: Edward Elgar Publishing. doi: https://doi.org/10.4337/9781786432193 25 https://ec.europa.eu/eurostat/web/esa-2010

Chapple, K., & Lester, T. W. (2010). The resilient regional labour market? The US case. Cambridge journal of regions, economy and society, 3(1), 85-104. Christopherson, S., Michie, J., & Tyler, P. (2010). Regional resilience: theoretical and empirical perspectives. Cambridge journal of regions, economy and society, 3(1), 3-10. Cutter, S. L., Barnes, L., Berry, M., Burton, C., Evans, E., Tate, E., & Webb, J. (2008). A place-based model for understanding community resilience to natural disasters. Global environmental change, 18(4), 598-606. Davies S (2011) Regional resilience in the 2010 downturn: Comparative evidence from European countries, Cambridge Journal of Regions, Economy and Society 4: 382 Fingleton, B., Garretsen, H., & Martin, R. (2012). Recessionary shocks and regional employment: evidence on the resilience of UK regions. Journal of regional science, 52(1), 109-133. Flynn, S., & Burke, S. (2011). Brittle infrastructure, community resilience, and national security. TR News, (275). Foster K. A. (2007α), A Case Study Approach to understanding Regional Resilience, IURD Working Paper 8 Foster, K. A. (2011). Resilience capacity index: Data, maps and findings from original quantitative research on the resilience capacity of 361 US metropolitan regions. URL: http://brr. berkeley. edu/rci. Gallopín, G. C. (2006). Linkages between vulnerability, resilience, and adaptive capacity. Global environmental change, 16(3), 293-303. Hassink, R. (2010). Regional resilience: a promising concept to explain differences in regional economic adaptability?. Cambridge journal of regions, economy and society, 3(1), 45-58. Hill E., Wial H. and Wolman H. (2008), Exploring Regional Economic Resilience, IURD Working Paper 4. Hill, E., Clair, T. S., Wial, H., Wolman, H., Atkins, P., Blumenthal, P.,... & Friedhoff, A. (2012). Economic shocks and regional economic resilience. In Urban and regional policy and its effects: Building resilient regions (pp. 193-274). Brookings Institution Press. Hill, E.W., Wial, H. and Wolman, H. (2008): Exploring Regional Economic Annual Meeting of the Urban Affairs Association. April. Institute of Urban and Regional Development, UK Berkeley. pp.3-6. Markusen, A. (2003). Fuzzy concepts, scanty evidence, policy distance: the case for rigour and policy relevance in critical regional studies. Regional studies, 37(6-7), 701-717. Martin, R. (2011). Regional economic resilience, hysteresis and recessionary shocks. Journal of economic geography, 12(1), 1-32. Martin, R. (2012). Regional economic resilience, hysteresis and recessionary shocks. Journal of economic geography, 12(1), 1-32. Maru, Y. T. (2010). Resilient regions: clarity of concepts and challenges to systemic measurement. CSIRO Sustainable Ecosystems, 4(1), 26-40. Maru, Y. T. (2010). Resilient regions: clarity of concepts and challenges to systemic measurement. CSIRO Sustainable Ecosystems, 4(1), 26-40. o Brien, K., Leichenko, R., Kelkar, U., Venema, H., Aandahl, G., Tompkins, H.,... & West, J. (2004). Mapping vulnerability to multiple stressors: climate change and globalization in India. Global environmental change, 14(4), 303-313. Pendall, R., Foster, K. A., & Cowell, M. (2010). Resilience and regions: building understanding of the metaphor. Cambridge Journal of Regions, Economy and Society, 3(1), 71-84. Psycharis, Y., Kallioras, D. and Pantazis, P. (2014), Economic crisis and regional resilience in Greece. Regional Science Policy & Practice, 6: 121-141. https://doi.org/10.1111/rsp3.12032

Psycharis, Y., Kallioras, D. and Psatha, E. (2019), Political Resilience in Times of Economic Crisis and Local Government Reforms: the case of the Municipality of Volos, 2019, Hannover : Leibniz Universität Hannover, Institut für Umweltplanung, https://core.ac.uk/reader/237444710 Psycharis, Y., Kallioras, D., & Pantazis, P. (2014). Economic crisis and regional resilience: detecting the geographical footprint of economic crisis in G reece. Regional Science Policy & Practice, 6(2), 121-141. PSYCHARIS, Yiannis, et al. The Spatial Footprint Of The Ongoing Economic Crisis (2009- ) In Greece: Assessing The Resilience And Development Of The Greek Regions. 2012. Reggiani, A., De Graaff, T. & Nijkamp, P. (2002), Resilience: An Evolutionary Approach to Spatial Economic Systems. Networks and Spatial Economics 2, 211 229. https://doi.org/10.1023/a:1015377515690 Simmie, J., & Martin, R. (2010). The economic resilience of regions: towards an evolutionary approach. Cambridge journal of regions, economy and society, 3(1), 27-43. Walker, B., Holling, C. S., Carpenter, S. R., & Kinzig, A. (2004). Resilience, Adaptability and Transformability in Social ecological Systems. Ecology and Society, 9(2). http://www.jstor.org/stable/26267673 Weir, M., Pindus, N., Wial, H., & Wolman, H. (Eds.). (2012). Urban and regional policy and its effects: building resilient regions (Vol. 4). Brookings Institution Press. Wolfe, D. A. (2010). The strategic management of core cities: Path dependence and economic adjustment in resilient regions. Cambridge Journal of Regions, Economy and Society, 3(1), 139-152. Καλλιώρας Δ. (2012), The Notion of Resilience in Regional Science: Review and Decomposition. Region & Periphery, (2), 37 58. https://doi.org/10.12681/rp.18756