Ανήλικη Παραβατικότητα: Από τη θεωρία στην πράξη Σημειώσεις από τη Διάλεξη στο Ανοικτό Λαϊκό Πανεπιστήμιο της Ακαδημίας των Πολιτών χειμ. εξάμηνο 2012 Χ. Μουτσοπούλου Ψυχολόγος - Επιμελήτρια Ανηλίκων Δικ. Ανηλίκων Πειραιά 210-4173659 chris.mou@windowslive.com Ανήλικη παραβατικότητα Με τον όρο ανήλικη παραβατικότητα εννοούμε τις παραβατικές συμπεριφορές των ανηλίκων, οι οποίες μπορούν να τους φέρουν ενώπιον του Δικαστηρίου Ανηλίκων. Σύμφωνα με τον Ποινικό Κώδικα, ανήλικοι θεωρούνται όσοι βρίσκονται ανάμεσα στο 8ο και 18ο έτος της ηλικίας τους. Στους ανήλικους παραβάτες μέχρι το 15ο έτος της ηλικίας τους μπορούν να επιβάλλονται μόνο αναμορφωτικά ή θεραπευτικά μέτρα (Ν. 3860/ 2010). Πράξεις, όπως επικίνδυνη σωματική βλάβη από κοινού, ξυλοδαρμοί, φθορά ξένης ιδιοκτησίας, παράβαση του Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας, κλοπές, ναρκωτικά προς ιδία χρήση, πώληση πλαστών CD (περί πνευματικής ιδιοκτησίας), φωτοβολίδες/ καπνογόνα στα γήπεδα (περί εκρηκτικών υλών), βία στα γήπεδα, γκράφιτι κ.ά. δικάζονται από το Μονομελές Δικαστήριο Ανηλίκων (ένας Δικαστής). Σοβαρότερες πράξεις, όπως ληστεία από κοινού, ναρκωτικά (εμπορία), ανθρωποκτονία κ.ά. δικάζονται από το Τριμελές Δικαστήριο Ανηλίκων (τρεις δικαστές). Οι Επιμελητές Ανηλίκων Οι Επιμελητές Ανηλίκων είναι οι αρμόδιοι κοινωνικοί επιστήμονες που συνεργάζονται με τον ανήλικο παραβάτη και την οικογένειά του. Διενεργούν κοινωνική έρευνα στο πλαίσιο της ποινικής αντιμετώπισης της παραβατικότητας του ανηλίκου και συντάσσουν εμπιστευτική προς τον Δικαστή έκθεση της κοινωνικής τους έρευνας, όπου προτείνουν την ενδεικνυόμενη μεταχείριση για τον ανήλικο. Αλλά και στο πεδίο της πρόληψης (κατόπιν σχετικής ανάθεσης από αρμόδια δικαστική αρχή) συνεργάζονται με τον ανήλικο με προ-παραβατική συμπεριφορά και την οικογένειά του. Επίσης, ασκούν το αναμορφωτικό μέτρο της Επιμέλειας Υπηρεσίας Επιμελητών και παρακολουθούν την εφαρμογή των λοιπών αναμορφωτικών και θεραπευτικών μέτρων, όπως ορίζονται στα άρθρα 122 και 123 του Ποινικού Κώδικα (π.χ. υπεύθυνης επιμέλειας γονέων, κοινωφελούς εργασίας, παρακολούθησης ψυχολογικών προγραμμάτων κ.ά.). Ο ρόλος των Επιμελητών Ανηλίκων είναι υποστηρικτικός προς τους ανηλίκους και τις οικογένειές τους, μέσω της συμβουλευτικής και των παραπομπών προς φορείς εξειδικευμένων υπηρεσιών, όποτε είναι απαραίτητο. Στόχος των Επιμελητών Ανηλίκων είναι η εκτίμηση αναγκών και η εξατομικευμένη παρέμβαση, ώστε μέσα σ ένα κλίμα συνεργασίας και επικοινωνίας ο ανήλικος να ενδυναμωθεί, να κινητοποιηθεί και να επαναπροσδιορίσει τους στόχους του. Υπηρεσίες Επιμελητών Ανηλίκων Οι Υπηρεσίες Επιμελητών Ανηλίκων συγκροτούν περιφερειακές υπηρεσίες του Υπουργείου Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, που λειτουργούν στο πλαίσιο του Δικαστηρίου Ανηλίκων στην έδρα κάθε Πρωτοδικείου.
Αποτελούν τον κύριο δημόσιο φορέα εξωιδρυματικής μεταχείρισης ανηλίκων (8-18 ετών) που έχουν διαπράξει αδίκημα ή διατρέχουν τον κίνδυνο να γίνουν δράστες αξιόποινων πράξεων. Ο επαγγελματικός κλάδος των επιμελητών ανηλίκων χαρακτηρίζεται από πολυεπιστημονικότητα, καθώς περιλαμβάνει ειδικότητες διαφορετικών επιστημονικών πεδίων (Ψυχολογίας, Κοινωνιολογίας, Νομικής, Κοινωνικής Ανθρωπολογίας, Κοινωνικής Εργασίας). Θεωρίες για την παραβατικότητα Εγκληματολόγοι και ψυχολόγοι θεωρητικοί έχουν αναπτύξει θεωρίες που προσπαθούν να ερμηνεύσουν το φαινόμενο της ανήλικης παραβατικότητας. Οι θεωρίες που αναπτύσσονται στη συνέχεια παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον από την άποψη ότι σε ικανοποιητικό βαθμό επιβεβαιώνονται από την εργασία μου με τους ανήλικους παραβάτες. Πρόκειται για θεωρίες συμπληρωματικές μεταξύ τους, οι οποίες φωτίζουν την παραβατικότητα από διαφορετική οπτική γωνία. Εξελικτική θεωρία Σε αντίθεση με τις παραδοσιακές εγκληματολογικές θεωρίες που εστιάζουν στις διατομικές διαφορές (π.χ. γιατί τα αγόρια από τα χαμηλά κοινωνικά στρώματα εμπλέκονται πιο συχνά σε παραβατικές πράξεις σε σχέση με αγόρια υψηλότερων τάξεων), οι εξελικτικές θεωρίες στοχεύουν να ερμηνεύσουν τις ενδοατομικές αλλαγές (του ίδιου ατόμου) με την πάροδο της ηλικίας του. H Moffit (1993) πρότεινε ότι υπάρχουν δυο ποιοτικά διαφορετικές κατηγορίες παραβατών: α) οι κατά την εφηβεία παραβάτες και β) οι δια βίου παραβάτες. Οι κατά την εφηβεία παραβάτες περιορίζουν την παραβατικότητά τους στα εφηβικά χρόνια, ενώ οι δια βίου παραβάτες ξεκινούν τηην παραβατικότητα σε μικρή ηλικία και συνεχίζουν να παραβατούν πέρα από την ηλικία των 20 ετών. Οι δια βίου παραβάτες διαπράττουν μεγάλη γκάμα παραβατικών πράξεων, πολλές από τις οποίες χαρακτηρίζονται από βιαιότητα, ενώ η κατά την εφηβεία παραβάτες διαπράττουν κυρίως «επαναστατικές» μη- βίαιες πράξεις (π.χ. καπνογόνα στο γήπεδο). Οι βασικοί παράγοντες που προκαλούν την δια βίου παραβατικότητα είναι νευροφυσιολογικές δυσλειτουργίες, όπως χαμηλό αυτοέλεγχο συμπεριφοράς ή υπερκινητικότητα, χαμηλός γονικός έλεγχος, δυσλειτουργικές οικογένειες, έφηβοι γονείς, φτώχεια και χαμηλό κοινωνικο- οικονομικό επίπεδο. Θεωρείται ότι οι νευροψυχολογικοί παράγοντες και το ακατάλληλο περιβάλλον αλληλεπιδρούν για την εκδήλωση αντικοινωνικής συμπεριφοράς. Οι βασικοί παράγοντες που προκαλούν την εφηβική παραβατικότητα είναι το "χάσμα ωριμότητας" (δηλαδή η αδυναμία των εφήβων να αποκτήσουν υλικά αγαθά με νόμιμα μέσα) και η κακή επιρροή συνομηλίκων (π.χ. των δια βίου παραβατών). Συνεπώς, οι κατά την εφηβεία παραβάτες σταματούν την παράνομη δραστηριότητα, όταν αναλαμβάνουν ενήλικους ρόλους (εργασία) και μπορούν να ικανοποιήσουν νόμιμα τις επιθυμίες τους. Οι Επιμελητές Ανηλίκων ασχολούνται εκ των πραγμάτων και με τις δυο κατηγορίες παραβατών, τη διάκριση των οποίων εύκολα αντιλαμβάνονται κατά τη λήψη του κοινωνικού ιστορικού.
Ψυχολογικές θεωρίες Οι ψυχολογικές θεωρίες προσπαθούν να ερμηνεύσουν γιατί κάποια άτομα γίνονται παραβατικά ενώ άλλα όχι. Εξετάζουν ατομικές διαφορές, όπως ο παρορμητισμός και η νοημοσύνη, και οικογενειακούς παράγοντες, όπως η σχέση γονιών παιδιών, η γονική επιτήρηση και πειθαρχία. Α) Θεωρία του δεσμού O Bowlby (ψυχολόγος- ψυχαναλυτής και αργότερα ψυχίατρος) (1969) τόνισε τη σημασία του δεσμού ανάμεσα στο βρέφος και τον πρώτο του φροντιστή (συνήθως τη μητέρα). Θεώρησε ιδιαίτερα σημαντική για την κοινωνική και συναισθηματική ανάπτυξη του ατόμου τη συνεχή, στοργική σχέση μεταξύ της μητρικής φιγούρας και του παιδιού κατά τα πέντε, και κυρίως τα δύο, πρώτα χρόνια της ζωής του. Ανέφερε ότι: «Η μητρική αγάπη για την ψυχική υγεία του βρέφους και του παιδιού είναι τόσο σημαντική όσο οι πρωτεϊνες και οι βιταμίνες για τη σωματική υγεία.» Ισχυρίστηκε ότι η παρατεταμένη μητρική αποστέρηση κατά τα πρώτα πέντε χρόνια της πιθανότατα έχει αμετάκλητες αρνητικές συνέπειες στον χαρακτήρα του ατόμου, που γίνεται «ψυχρός», μη στοργικός και αντικοινωνικός. Η θεωρία του επηρεάστηκε από την εμπειρική μελέτη 88 ανηλίκων (44 ανήλικοι παραβάτες και 44 ανήλικοι μη παραβάτες ως ομάδα ελέγχου) που προσήλθαν σε ένα κέντρο ψυχικής υγείας στο Λονδίνο λόγω συναισθηματικών προβλημάτων. Από τις
συνεντεύξεις με τους γονείς διαπιστώθηκε ότι 40 % των ανήλικων παραβατών είχαν αποχωρισθεί τη μητέρα τους για περισσότερο από έξι μήνες τα πρώτα πέντε χρόνια της ζωής τους, ενώ από την ομάδα ελέγχου αυτό είχε συμβεί μόνο σε δυο άτομα. Κατά τους γονείς, 1/3 των ανήλικων παραβατών είχαν «ψυχρό» χαρακτήρα, κάτι που δεν αναφέρθηκε από τους γονείς των μη παραβατών. Η McCord (1982) στη Βοστώνη μελέτησε τη σχέση της απουσίας του βιολογικού πατέρα και την εκδήλωση της παραβατικότητας στα αγόρια. Η έρευνά της ανέδειξε ότι η ύπαρξη στοργικής μητέρας περιορίζει την εκδήλωση της παραβατικότητας στα αγόρια χωρίς πατέρα. Συγκεκριμένα, από τα αγόρια χωρίς βιολογικό πατέρα με μητέρα μη στοργική 62% έγιναν παραβάτες, ενώ από τα αγόρια που η μητέρα ήταν στοργική μόνο 22 % έγιναν παραβάτες. Η McCord εντόπισε και έναν ακόμα παράγοντα που σχετίζεται με την παραβατικότητα στα αγόρια: τις γονικές συγκρούσεις. Από τα αγόρια που οι γονείς τους είχαν συγκρουσιακές σχέσεις 52% έγιναν παραβάτες, ενώ από τα αγόρια που οι γονείς είχαν ήρεμες σχέσεις μόνο 26% έγιναν παραβάτες. Β) Θεωρία προσωπικότητας Ο γνωστός ψυχολόγος Eysench, κατασκευαστής ερωτηματολογίου προσωπικότητας (1996), διατύπωσε την άποψη ότι η παραβατικότητα αποτελεί φυσική συμπεριφορά, καθώς οι άνθρωποι είναι από τη φύση τους ηδονιστικά όντα, επιδιώκουν την ευχαρίστηση και αποφεύγουν τον κόπο. Τέτοιες ευχάριστες συμπεριφορές υπέθεσε ότι είναι η κλοπή, η βία ή ο βανδαλισμός. Χάρη στις γονικές τιμωρίες κατά την παιδική ηλικία, που συνεξαρτούν την τιμωρητέα- παραβατική πράξη με το συναίσθημα του φόβου, στο άτομο ήδη κατά την παιδική ηλικία αναπτύσσεται η συνείδηση, η οποία στο υπόλοιπο της ζωής του τον αποτρέπει από την παραβατικότητα. Η συνείδηση λοιπόν αποτελεί συνεξαρτημένη φοβική αντίδραση, που γεννά ενοχή όταν το άτομο διαπράττει την αποδοκιμασμένη πράξη. Κατά τη θεωρία του Eysench άτομα που διαπράττουν παραβατικές πράξεις είναι αυτά που δεν έχουν αναπτύξει ισχυρή συνείδηση εξαιτίας της αδυναμίας τους να κάνουν συνεξαρτήσεις (μεταξύ φόβου και τιμωρητέας πράξης). Ο Eysench συσχέτισε τις διαστάσεις της προσωπικότητας, που μετριούνται στο ερωτηματολόγιό του, (Εξωστρέφεια, Νευρωτισμός και Ψυχωτισμό) με την παραβατικότητα. Συγκεκριμένα, διατύπωσε την ερευνητική υπόθεση ότι άτομα με υψηλά σκορ στην Εξωστρέφεια είναι παραβατικά, καθώς συνεξαρτούν με δυσκολία εξαιτίας του χαμηλού επιπέδου διέγερσης του φλοιού του εγκεφάλου τους (δηλαδή επιδιώκουν συνεχώς διέγερση του εγκεφάλου, για να συνεξαρτήσουν/ μάθουν). Άτομα με υψηλά σκορ στη διάσταση του Νευρωτισμού είναι επίσης παραβατικά, επειδή δεν μπορούν να συνεξαρτήσουν/ μάθουν λόγω των υψηλών επιπέδων άγχους που παρεμποδίζει τη μάθηση. Τέλος υπέθεσε ότι άτομα με υψηλά σκορ στον Ψυχωτισμό είναι παραβατικά, επειδή έχουν στοιχεία όπως επιθετικότητα, συναισθηματική ψυχρότητα, σκληρότητα και χαμηλή ενσυναίσθηση. Μεταγενέστερες έρευνες που μελέτησαν τα χαρακητριστικά της προσωπικότητας συνέδεσαν περισσότερο από όλα τον παρορμητισμό με την παραβατικότητα. Ο παρορμητισμός ορίζεται ως η τάση το άτομο να προβαίνει σε πράξεις χωρίς να υπολογίζει τις αρνητικές συνέπειες, να μην μπορεί να ελέγξει τη συμπεριφορά του, να ρισκάρει, να εστιάζει σε άμεσες αμοιβές, να μην έχει την υπομονή να περιμένει για καθυστερημένες αμοιβές. Ο παρορμητισμός συνδέεται με δυσλειτουργία στον μετωπιαίο λοβό του εγκεφάλου.
Γ) Θεωρία κοινωνικής μάθησης Οι θεωρητικοί της κοινωνικής μάθησης θεωρούν ότι ο άνθρωπος μαθαίνει σε ένα κοινωνικό πλαίσιο. Οι συμπεριφορές του που ενισχύονται τείνουν να επαναλαμβάνονται, ενώ εκείνες που τιμωρούνται ή αγνοούνται τείνουν να εξαλείφονται. Οι μέθοδοι διαπαιδαγώγησης επομένως παίζουν σημαντικό ρόλο στο ρεπερτόριο συμπεριφορών των παιδιών. Ο Patterson και συνεργάτες (1992) τόνισαν ότι σε ένα εχθρικό κλίμα (όπου οι γονείς φωνάζουν και απειλούν τα παιδιά, και αυτά με τη σειρά τους ανταποκρίνονται με φωνές και απειλές, με αποτέλεσμα οι γονείς να παύουν να φωνάζουν) τα παιδιά μαθαίνουν να γίνονται επιθετικά. Από παρατήρηση γονιών και παραβατικών παιδιών, αναδείχθηκαν οι εξής παράγοντες που ενισχύουν την παραβατικότητα: ανακριβείς και διφορούμενοι κανόνες, ασυνέπεια στην πειθαρχία, χρήση τιμωριών (φωνές, απειλές, σωματική τιμωρία), αντί για time-out (χρόνος που απομακρύνεται το παιδί από το σημείο έντασης, για να ηρεμήσει και να σκεφτεί) ή αποστέρηση προνομίων. Από όλες τις μεθόδους ανατροφής εκείνη που συνδέεται ισχυρότερα με την παραβατικότητα είναι ο φτωχός γονικός έλεγχος, δηλαδή όταν οι γονείς δεν ξέρουν πού βρίσκονται τα παιδιά τους όταν βγαίνουν έξω και τους επιτρέπουν από μικρή ηλικία να τριγυρνούν στους δρόμους χωρίς επιτήρηση. Αναμορφωτικά μέτρα Στον Δικαστή ανηλίκων ο επιμελητής ανηλίκων μπορεί να προτείνει τα εξής αναμορφωτικά μέτρα, ανάλογα με τις ιδιαιτερότητες του ανηλίκου και της οικογένειάς του, προκειμένου να αποτραπεί μελλοντική παραβατικότητα από μέρους του ανηλίκου (Ν. 3189/ 2003): 1) επίπληξη ανηλίκου, 2) ανάθεση της υπεύθυνης επιμέλειας του ανηλίκου στους γονείς του, 3) ανάθεση της επιμέλειας του ανηλίκου σε επιμελητές ανηλίκων, 4) ανάθεση της επιμέλειας του ανηλίκου σε ανάδοχη οικογένεια, 5) συνδιαλλαγή ανηλίκου δράστη και θύματος για έκφραση συγγνώμης και εν γένει για εξώδικη διευθέτηση των συνεπειών της πράξης, 6) αποζημίωση του θύματος από τον ανήλικο, 7) παροχή κοινωφελούς εργασίας από τον ανήλικο, 8) παρακολούθηση από τον ανήλικο κοινωνικών και ψυχολογικών προγραμμάτων σε κρατικούς, δημοτικούς, κοινοτικούς ή ιδιωτικούς φορείς, 9) φοίτηση του ανηλίκου σε σχολές επαγγελματικής εκπαίδευσης ή κατάρτισης, 10) παρακολούθηση από τον ανήλικο ειδικών προγραμμάτων κυκλοφοριακής αγωγής, 11) ανάθεση της εντατικής επιμέλειας του ανηλίκου σε προστατευτική εταιρεία ή επιμελητή ανηλίκων και 12) τοποθέτηση του ανηλίκου σε κατάλληλο κρατικό, δημοτικό, κοινοτικό ή ιδιωτικό ίδρυμα αγωγής. Δυστυχώς, η Πολιτεία δεν διαθέτει τις απαιτούμενες δομές για την εφαρμογή όλων των παραπάνω αναμορφωτικών μέτρων. Βιβλιογραφία- Πηγές Ενημερωτικό Τρίπτυχο για τις Υπηρεσίες Επιμελητών Ανηλίκων στην ιστοσελίδα Συνδέσμου Επιμελητών Δικαστηρίων Ανηλίκων www.epimelitesanilkon.gr Οι Νόμοι 3189/ 2003 και 3860/ 2010 στην παραπάνω ιστοσελίδα στη θέση Χρήσιμα > Νομοθεσία.
Holmes, J. (2009). O John Bowlby και η θεωρία του δεσμού, Ζέρβας, Γ. (επιμ), Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα Γιαννοπούλου, Γ., Τσομπάνογλου, Ο. (2003). Νεανική παραβατικότητα στην Ελλάδα. Εισήγηση στο 3ο Πανελλήνιο Συνέδριο Παιδοψυχιατρικής, Αθήνα 8-11 Μαϊου 2003. Διαθέσιμο στον δικτυακό τόπο www.encephalos.gr /full/42-2-02g.htm. Γεωργούλας, Σ. (2000). Ανήλικοι παραβάτες στην Ελλάδα. Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα. Ζαγούρα, Π. (2007). Όψεις της παραβατικότητας των ανηλίκων και της ποινικής της διαχείρισης. Στο: Σπινέλλη Κ.Δ. (επιμ.), Στηρίζοντας τον ανήλικο παραβάτη. Αθήνα/ Κομοτηνή: Α.Ν. Σάκκουλα. Ζαγούρα, Π. (2008). Συμβουλευτική σε ανήλικους παραβάτες και κρατούμενους. Στο Βιδάλη Σ., Ζαγούρα Π. (επιμ.), Συμβουλευτική και Φυλακή. Αθήνα/ Κομοτηνή: Α.Ν. Σάκκουλα. Κογιαννάκη, Ε (2011). Αναγκαίες βελτιώσεις της ποινικής νομοθεσίας για ανηλίκους. Στο Επιμελούμαι, τόμ. 1, διαθέσιμο στο www.epimelitesanilikon.gr. Κουράκης, Ν. (2006). Το θεσμικό πλαίσιο του δικαίου ανηλίκων (Ελλάδα και Ευρώπη). Διαθέσιμο στον δικτυακό τόπο www.law.uoa.gr /crime- research Κουτουβίδης, Ν., Μηνογιάννη, Α. & Βάρσου Σμ. (2004) Η συμβολή της θεωρίας της προσωπικότητας στην κατανόηση της εγκληματικής συμπεριφοράς. Διαθέσιμο στο www.encephalos.gr /full/41-2-04g.htm. Χάιδου, Α. (1990). Το θεωρητικό και θεσμικό πλαίσιο του κοινωνικού ελέγχου των ανηλίκων. Αθήνα: Νομική Βιβλιοθήκη. Bowlby, J. (1969). Attachment and loss. Τόμ. 1 Attachment. New York: basic Books. Εysenck, H.J. (1996). Personality and Crime: Where do we stand? Psychology, Crime and Law, 2, 143-152. Graham D., & Beech, A. (2012) Forensic Psychology: Crime, Justice, Law, Interventions. London: BPS Blackwell. McCord, J. (1982). A longitudinal view of the relationship between paternal absence and crime. In J. Gunn & D.P. Farrington (Eds.) Abnormal Offenders, delinquency, and the criminal justice system. Chichester: John Wiley & Sons, Inc. Moffit, T.E. (1993). Adolescence- limited and life-course- persistent antisocial behaviour: A developmental taxonomy. Psychological Review, 100, 674-701. Patterson, G.R., Reid, J.B. & Dishion, T.J. (1992). Antisocial boys. Eugene, OR: Castalia.