Το άρθρο του µήνα ΙΑΤΡΟΦΗ Απόστολος Θεοδώρου, Ph.D. Λέκτορας Αθλητικών Αλµάτων Τ.Ε.Φ.Α.Α Αθηνών ΒΑΣΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΗ ΧΟΡΗΓΗΣΗ ΚΡΕΑΤΙΝΗΣ ΣΕ ΑΘΛΗΤΕΣ Τι είναι η κρεατίνη; Η κρεατίνη είναι µία οργανική νιτρογενής ουσία που συναντάται κατά κύριο λόγο στο κρέας, στα ψάρια και σε µερικά ζωικά προϊόντα (βλέπε πίνακα 1). Η µέση ηµερήσια πρόσληψη κρεατίνης από την διατροφή µας υπολογίζεται περίπου σε 1γραµ. την ηµέρα (Hoogwerf et al., 1986) ενώ 1 επιπλέον γραµµάριο την ηµέρα το παράγει ο ίδιος ο οργανισµός µε ενδογενή σύνθεση. Σε διατροφή χωρίς κρεατίνη, όπως συµβαίνει στους χορτοφάγους, οι ηµερήσιες ανάγκες σε κρεατίνη καλύπτονται αποκλειστικά από ενδογενή σύνθεση (Delanghe et al., 1989). Πίνακας 1. Περιεκτικότητα διαφόρων τροφών σε κρεατίνη. Είδος τροφής Περιεκτικότητα σε κρεατίνη (γρ/κιλό) Ψάρια Γαρίδες ίχνη Μπακαλιάρος 3 Ρέγγα 6.5 10 Σολωµός 4.5 Τόνος 4 Κρέας Μοσχάρι 4.5 Χοιρινό 5
Γάλα 0.1 Περίπου το 95% της συνολικής δεξαµενής κρεατίνης συναντάται στους σκελετικούς µύες. Το υπόλοιπο 5%, κατανέµεται κυρίως στην καρδιά, τον εγκέφαλο και τους όρχεις. Στον σκελετικό µυ, η φωσφοκρεατίνη (CP) αντιστοιχεί περίπου στα 2/3 της συνολικής δεξαµενής. Οι Harris et al., 1974 µε ενζυµατική µέθοδο ανάλυσης σε δείγµατα βιοψίας από τον µηριαίο τετρακέφαλο ανέφεραν µία συνολική δεξαµενή κρεατίνης (Cr tot ) 124.4 mmol.kg -1 (± 11.21) σε οµάδα 81 αγύµναστων ανδρών και γυναικών ηλικίας 18-30 ετών. Τα επιµέρους επίπεδα κρεατίνης (Cr) και CP ήταν 49.0 (±7.62) και 75.5 (±7.63) mmol.kg -1. Συνολική δεξαµενή κρεατίνης Η συνολική δεξαµενή κρεατίνης στους ανθρώπους (Total Creatine pool) αναφέρεται στην διαθέσιµη στον οργανισµό κρεατίνη τόσο µε την ελεύθερη όσο και µε την φωσφορυλιωµένη µορφή της. Όταν απουσιάζει η εξωγενής κρεατίνη (διατροφή), ο ρυθµός µετατροπής της κρεατίνης σε κρεατινίνη στους ανθρώπους είναι περίπου 1.6% την ηµέρα (Hoberman et al., 1948). Εποµένως, µε µία σωµατική µάζα 70 κιλών και συνολική δεξαµενή κρεατίνης 120 γραµµαρίων, αυτό αντιστοιχεί σε µία µετατροπή 2 γραµµαρίων περίπου κρεατίνης σε κρεατινίνη ηµερησίως. Αυτή η κρεατίνη αντικαθίσταται από ενδογενείς και εξωγενείς πηγές. Η ενδογενής σύνθεση κρεατίνης θεωρείται ότι ρυθµίζεται µερικώς από την εξωγενή πρόσληψή της, σαν ένας µηχανισµός ανατροφοδότησης (Walker, 1960) ( ιάγραµµα 1). ΕΝ ΟΓΕΝΗΣ ΣΥΝΘΕΣΗ ΕΞΑΜΕΝΗ ΠΡΟΣΛΗΨΗ ΜΕΣΩ ΤΡΟΦΗΣ ΚΡΕΑΤΙΝΗΣ ΚΡΕΑΤΙΝΗ ΑΠΩΛΕΙΑ ΚΡΕΑΤΙΝΗΣ ΣΤΟΝ ΜΥ ΣΤΟ ΑΙΜΑ (κυρίως στα ούρα) ιάγραµµα 1. Ισοζύγιο κρεατίνης Χορήγηση κρεατίνης Οι πρώτες έρευνες Οι Harris et al. (1992), ήταν οι πρώτοι που πραγµατοποίησαν έρευνα για να διαπιστώσουν εάν η κρεατίνη που χορηγείται σε άτοµα ως συµπλήρωµα απορροφιέται από τον οργανισµό και οδηγεί σε αύξηση της συνολικής δεξαµενής κρεατίνης στον µυ. Η έρευνά τους έδειξε ότι χαµηλή δοσολογία κρεατίνης (1 γραµµάριο µονοϋδρικής κρεατίνης διαλυµένης σε νερό) προκαλεί µέτρια έως χαµηλή αύξηση στην συγκέντρωση κρεατίνης στο πλάσµα, ενώ δοσολογία 5 γραµµαρίων προκάλεσε υψηλές τιµές έως 795 (± 104) µmol.l -1 περίπου 1 ώρα µετά την χορήγησή της. Η επαναλαµβανόµενη χορήγησή της δόσης των 5 γραµµαρίων κάθε 2 ώρες διατήρησε την συγκέντρωση της κρεατίνης στο πλάσµα περίπου στα 1000 µmol.l -1. Μία απλή δόση των 5 γραµµαρίων αντιστοιχεί σε ποσότητα κρεατίνης που βρίσκουµε σε 1,1 κιλό φρέσκο ωµό κρέας. Οι Harris et al. (1992), διαπίστωσαν επίσης πως η πρόσθετη χορήγηση 5 γραµµαρίων µονοϋδρικής κρεατίνης 4 µε 6 φορές την ηµέρα για 2 ή περισσότερες ηµέρες
οδήγησε σε σηµαντική αύξηση στην συνολική δεξαµενή κρεατίνης στον τετρακέφαλο µηριαίο. Η αύξηση αυτή ήταν µεγαλύτερη στα άτοµα µε αρχική χαµηλή δεξαµενή κρεατίνης µε αποτέλεσµα να παρατηρηθεί αύξηση που σε µερικούς έφτασε και στο 50%. Άλλη µία παρατήρηση που έκαναν ήταν ότι η συγκράτηση της κρεατίνης από τον µυ ήταν µεγαλύτερη κατά τις 2 πρώτες ηµέρες της χορήγησης, και σε ποσότητα που αντιστοιχούσε στο 32% της συνολικής δόσης που χορηγήθηκε των 6 x 5 γραµ. µονοϋδρικής κρεατίνης ηµερησίως. Στα άτοµα αυτά η απώλεια της κρεατίνης στα ούρα για τις 3 πρώτες ηµέρες ήταν 40, 61 και 68% της συνολικής δόσης κρεατίνης. Περίπου το 20% της κρεατίνης που συγκράτησε ο µυς µετρήθηκε ως CP. Καµία αλλαγή δεν παρατηρήθηκε στην συγκέντρωση του ATP. Επιστηµονικά ευρήµατα σχετικά µε την δοσολογία της κρεατίνης Ο όρος «υπερφόρτωση κρεατίνης» (Creatine loading) αναφέρεται στο πρωτόκολλο χορήγησής της προκειµένου να επιτευχθεί η αύξηση στην συνολική δεξαµενή κρεατίνης µέσω λήψης διατροφικού συµπληρώµατος. Οι περισσότερες επιστηµονικές έρευνες οι οποίες πραγµατοποίησαν απευθείας µέτρηση µε µυϊκές βιοψίες για να επιβεβαιώσουν την αύξηση στην συνολική δεξαµενή κρεατίνης µετά από την χορήγησή της, χρησιµοποίησαν το ακόλουθο πρωτόκολλο «υπερφόρτωσης κρεατίνης»: 20 γραµµάρια µονοϋδρικής κρεατίνης διαλυµένης σε υγρό διάλυµα, χωρισµένη σε 4 ισόποσες δόσεις ηµερησίως επί 5 συνεχείς ηµέρες. Η έρευνα των Harris et al. (1992), έδειξε ότι η χορήγηση 20 γραµµαρίων κρεατίνης ηµερησίως σε δοσολογία 4 φορές x 5 γραµµάρια για 5 ηµέρες µπορεί να προκαλέσει περισσότερο από 20% αύξηση στην συγκέντρωση κρεατίνης στον µυ µε το 20% να αντιστοιχεί σε CP (Greenhaff et al., 1994; Harris et al., 1992). Επιπλέον, εάν κατά την διάρκεια της χορήγησης πραγµατοποιείται και µέτριας έντασης άσκηση, η συγκράτηση κρεατίνης από τον µυ αυξάνεται ακόµα περισσότερο (Harris et al., 1992). Η πλειονότητα της συγκράτησης κρεατίνης από τους ιστούς φαίνεται ότι συµβαίνει τις αρχικές ηµέρες της χορήγησης ενώ η κρεατίνη που δεν κρατείται από τους ιστούς αποβάλλεται µέσω των νεφρών και καταλήγει στα ούρα. Θα πρέπει να τονιστεί όµως ότι ο ανθρώπινος σκελετικός µυς έχει ένα ανώτατο όριο ικανότητας αποθήκευσης κρεατίνης που κυµαίνεται στα 150 160 mmol.kg -1, το οποίο, µόλις επιτευχθεί, όσο παραπάνω κρεατίνη και να χορηγήσουµε δεν µπορεί να αυξηθεί περαιτέρω. Όταν ο µυς υπερβεί την ικανότητά του να αποθηκεύει κρεατίνη, κάτι το οποίο συµβαίνει τις πρώτες µόλις ηµέρες της χορήγησης, η κρεατίνη που περισσεύει αποβάλλεται µε τα ούρα. Εποµένως η συνέχιση της χορήγησης κρεατίνης το µόνο που πετυχαίνει είναι ούρα πλούσια σε κρεατίνη! Άρα, η χορήγηση κρεατίνης σε κάποιον µε ήδη υψηλή δεξαµενή κρεατίνης θα έχει ελάχιστο έως µηδαµινό όφελος. Αυτοί οι οποίοι παρουσιάζουν την πιο εντυπωσιακή αύξηση στα επίπεδα κρεατίνης στους µύες µετά από την χορήγησή της είναι όσοι έχουν πολύ χαµηλά αρχικά επίπεδα (Greenhaff et al., 1994; Harris et al., 1992). Η φυσιολογική περιεκτικότητα κρεατίνης στον µυ είναι περίπου 125 mmol.kg -1, και εποµένως άτοµα µε ποσότητα µικρότερη των 120 mmol.kg -1 µπορεί να επιτύχουν αύξηση ακόµα και άνω του 25% µετά από την χορήγησή της (Greenhaff, 1995). Αυτό σηµαίνει ότι οι χορτοφάγοι αθλητές αποτελούν µία πληθυσµιακή οµάδα που µπορεί να ωφεληθεί ιδιαίτερα από την χορήγηση κρεατίνης (Delanghe et al., 1989). Οι περισσότερες επιστηµονικές έρευνες χορήγησης κρεατίνης χρησιµοποιούν το πρωτόκολλο «φόρτωσης»
κρεατίνης που αντιστοιχεί σε δοσολογία 20 γραµµαρίων ηµερησίως (σε δόσεις των 5 γραµ. 4 φορές την ηµέρα ανά δύο ώρες) για 4-6 ηµέρες. Από την στιγµή που επιτύχουµε την αύξηση της συνολικής δεξαµενής κρεατίνης µπορεί να γίνει η συντήρησή της µόνο µε 2 γραµµάρια ηµερησίως (Hultman et al., 1996) καθώς έτσι αντισταθµίζεται ο ηµερήσιος ρυθµός µετατροπής της σε κρεατινίνη. Μετά την διακοπή χορήγησης της κρεατίνης τα επίπεδα της στον µυ επιστρέφουν στα αρχικά µετά από περίπου 4 εβδοµάδες (Febbraio et al., 1995; Hultman et al., 1996). Μορφή κρεατίνης Η µορφή της κρεατίνης που χορηγείται δεν έχει αποτελέσει ιδιαίτερο αντικείµενο έρευνας. Στην αγορά διατίθενται προϊόντα µε την κρεατίνη σε διάφορες µορφές (σκόνη, χάπι, υγρή µορφή). Ο Greenhaff 1997, ανέφερε ότι όταν η κρεατίνη χορηγείται σε µορφή σκόνης διαλυµένη σε υγρό διάλυµα τα επίπεδά της στο αίµα αυξάνονται πολύ πιο αποτελεσµατικά από ότι αν χορηγηθεί σε µορφή χαπιού γιατί διατηρείται για µεγαλύτερο χρονικό διάστηµα σε σταθερή µορφή στο στοµάχι και έτσι απορροφιέται ποιο αποτελεσµατικά από τους µύες. Όπως συµβαίνει µε όλα τα θρεπτικά συστατικά είναι πολύ λογικό να υποθέσουµε ότι η βιοδιαθεσιµότητά και οι εργογενικές ιδιότητες της κρεατίνης µπορεί να µειωθούν όταν αυτή χορηγείται αναµεµιγµένη µε άλλα συστατικά και όχι ως καθαρή µονοϋδρική κρεατίνη. Κάποια εµπορικά προϊόντα που διατίθενται στην αγορά περιέχουν περιέχουν κρεατίνη αναµεµιγµένη µε άλλα συστατικά που υποτίθεται ότι ενισχύουν την αποτελεσµατικότητά της όπως γλυκόζη, πρωτεΐνη, βιταµίνες, ιχνοστοιχεία, ταυρίνη, ριβονουκλεϊκό οξύ (RNA), L-γλουταµίνη, β-hydroxy-β-methylbutyrate (HMB), α- ketoglutarate και άλλα πολλά. (ACSM, 2000). Οι έρευνες όµως δείχνουν ότι η χρήση διάφορων εµπορικών µορφών κρεατίνης πέραν της καθαρής µονοϋδρικής σε σκόνη δεν παρέχει κανένα επιπλέον πρόσθετο όφελος. (Peeters et al., 1999, Stone et al., 1999, Stout et al., 1999). Ο µοναδικός παράγοντας που αποδεδειγµένα έχει την πιο σηµαντική επίδραση στην αύξηση της ποσότητας της δεξαµενής κρεατίνης κατά την χορήγησή της είναι η λήψη υδατανθράκων (περίπου 100 γραµµάρια απλά σάκχαρα ή 500ml lucozade energy) µαζί µε την κάθε δόση κρεατίνης. Σύµφωνα µε τους Green et al., 1996 αυτή η µέθοδος αυξάνει κατά 60% την αποτελεσµατικότητα στην χορήγηση κρεατίνης απ ότι εάν αυτή ληφθεί χωρίς υδατάνθρακες. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι η έκκριση ινσουλίνης που προκαλεί η λήψη των υδατανθράκων συµβάλλει στην αυξηµένη µεταφορά της κρεατίνης από το αίµα στους µύες (Steenge et al., 1998). ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ ΚΑΙ ΣΥΣΤΑΣΕΙΣ Με βάση τα παραπάνω όσοι ενδιαφέρονται να πάρουν κρεατίνη ως συµπλήρωµα διατροφής συστήνεται να λάβουν υπόψη τα ακόλουθα. Μορφή κρεατίνης: Καθαρή µονοϋδρική κρεατίνη σε σκόνη χωρίς άλλα συστατικά.
Το 99% των δηµοσιευµένων επιστηµονικών πανεπιστηµιακών ερευνών που έχουν ασχοληθεί µε τις εργογενικές ιδιότητες τις κρεατίνης χρησιµοποιούν την µορφή αυτή. Οτιδήποτε άλλο δεν είναι τεκµηριωµένο και ελεγµένο ερευνητικά για την αποτελεσµατικότητα και ασφάλειά του. Οι αθλητές που λαµβάνουν καθαρή µονοϋδρική κρεατίνη διασφαλίζουν ότι δεν θα λάβουν εν αγνοία τους τυχόν απαγορευµένες ουσίες που µπορεί τυχαία να προσµιχθούν µε κάποια άλλης µορφής κρεατίνη (Baume et al., 2006, Maughan 2005, Striegel et al., 2005,). Λαµβάνοντας καθαρή µονοϋδρική κρεατίνη γνωρίζουν ακριβώς την ποσότητα που παίρνουν τόσο για θέµα αποτελεσµατικότητας της δοσολογίας όσο και για θέµα εξοικονόµισης χρηµάτων. οσολογία: Ποσότητα ανά άτοµο: 100-120 γραµµάρια µονοϋδρικής κρεατίνης Χρονική περίοδος δοσολογίας: 4 ηµέρες Ηµερήσια δοσολογία: 25 γραµµάρια την ηµέρα (5γραµ. x 5 φορές/ηµέρα) x 4 ηµέρες (Harris et al. 1992) Σηµαντικό: Οι παραπάνω έρευνες έγιναν σε άτοµα βάρους 70 80 κιλών. Εναλλακτικά για µεγαλόσωµους αθλητές αγωνισµάτων ισχύος (π.χ ρίψεις) που έχουν και µεγαλύτερη µυϊκή µάζα συνίσταται το ακόλουθο πρωτόκολλο: Βάρος αθλητή x 0,35 = γραµµάρια x 4 ηµέρες (Hultman et al., 1996) Παράδειγµα: 90 κιλά x 0,35 = 31,5 γραµµάρια ηµερησίως (περίπου 6 γραµµάρια x 5 φορές την ηµέρα) χ 4 ηµέρες Τρόπος χορήγησης 5 γραµµάρια κάθε 2 ώρες Πρέπει να είναι κάθε 2 ώρες; Ναι γιατί έτσι επιτυγχάνεται η διαρκής υψηλή συγκέντρωση κρεατίνης στο πλάσµα σε τιµές άνω των 1000µmol/L κάτι που ενεργοποιεί την µεταφορά της κρεατίνης από το αίµα στους µύες (Green et al., 1996, Greenhaff et al., 1997) Με ποιο τρόπο χορηγείται; Την διαλύετε σε µία κούπα χλιαρό νερό ή τσάι και την πίνετε αµέσως. Οργανικά αποτελέσµατα Άµεση αύξηση της συνολικής συγκέντρωσης Κρεατίνης και Φωσφοκρεατίνης στους µύες έως και 30% Ταχύτερη επανασύνθεση της Φωσφοκρεατίνης κατά την φάση της αποκατάστασης Αυξηµένη ικανότητα επανασύνθεσης ΑΤΡ κατά την αποκατάσταση Παράταση της παραγωγής ενέργειας από τον αναερόβιο αγαλακτικό µηχανισµό Καθυστέρηση ενεργοποίησης του ανερόβιου γαλακτικού µηχανισµού και της έναρξης παραγωγής
γαλακτικού οξέος για παραγωγή ενέργειας Γρηγορότερη αποµάκρυνση και εξουδετέρωση του γαλακτικού οξέος κατά την φάση αποκατάστασης Αγωνιστικά αποτελέσµατα Άµεση αυξηµένη ικανότητα παραγωγής αναερόβιας ενέργειας (ταχύτητα, εκρηκτικότητα, ταχυδύναµη) σε µέγιστες προσπάθειες διάρκειας έως 10 δευτερόλεπτα Άµεση αυξηµένη ικανότητα διατήρησης της ταχυτητο-δυναµικής ικανότητας για παρατεταµένο χρονικό διάστηµα έως και 30 δευτερόλεπτα Μειωµένη αίσθηση καµάτου και κόπωσης στο τέλος της προσπάθειας Γρήγορη και ταχεία αποκατάσταση των ενεργειακών αποθεµάτων κατά την φάση της αποκατάστασης ή του διαλείµµατος ιάρκεια επίδρασης 1 µήνα περίπου Πιθανά µειονεκτήµατα Πιθανή αύξηση του σωµατικού βάρους έως και 1 κιλό λόγω κατακράτησης υγρών κατά την περίοδο της δοσολογίας. Αντιµετωπίζεται µε την συνεχή και αξιόπιστη παρακολούθηση του σωµατικού βάρους του αθλητή ώστε να διατηρηθεί στο σωστό βάρος. Προσοχή. Το παραπάνω πρωτόκολλο χορήγησης κρεατίνης αφορά αποκλειστικά υγιείς ενήλικες οσολογία αυξηµένης κατακράτησης κρεατίνης Όσοι επιθυµούν α επιτύχουν ακόµα υψηλότερη κατακράτηση κρεατίνης από τους µύες µπορούν να ακολουθούσουν το παραπάνω πρωτόκολλο αλλά επιπροσθέτως µισή ώρα µετά την λήψη της κάθε δόσης κρεατίνης θα πρέπει να πιούν 500 ml Lucozade energy ή κάτι αντίστοιχο που να περιέχει περίπου 100 γραµµάρια απλών σακχάρων. Αυτό µεταφράζεται σε 10 λίτρα στις 4 ηµέρες του πρωτοκόλλου. Οργανικά αποτελέσµατα Άµεση αύξηση της συνολικής συγκέντρωσης Κρεατίνης και Φωσφοκρεατίνης στους µύες έως και 30% περισσότερο σε σύγκριση µε την απλή δοσολογία. Αυτό µε την σειρά του συνεπάγεται πως τα φυσιολογικά και αγωνιστικά οφέλη που περιγράφηκαν παραπάνω πολλαπλασιάζονται Πιθανά µειονεκτήµατα Πιθανή αύξηση του σωµατικού βάρους έως και 2 κιλά. Η αύξηση αυτή οφείλεται τόσο στην κατακράτηση υγρών όσο και στην αυξηµένη θερµιδική πρόσληψη από την χορήγηση των υδατανθράκων. Η αύξηση αυτή στο σωµατικό βάρος θα µπορούσε να αναιρέσει όλα τα πιθανά φυσιολογικά οφέλη από την χορήγηση κρεατίνης. Συνιστάται η πραγµατοποίησή της σε χρονικό διάστηµα ασφαλείας από τον αγώνα
καθώς και η συνεχής και αξιόπιστη παρακολούθηση του σωµατικού βάρους του αθλητή ώστε να διατηρηθεί στο σωστό βάρος. ιάρκεια επίδρασης 1,5 µήνα περίπου Προσοχή. Το παραπάνω πρωτόκολλο χορήγησης κρεατίνης αφορά αποκλειστικά υγιείς ενήλικες Βιβλιογραφία ACSM (American College of Sports Medicine) Round-table (2000). The physiological and health effects of oral creatine supplementation. Medicine and Science in Sports and Exercise, 32 (3): 706-717. Baume N., Mahler N., Kamber M., Mangin P., Saugy M. (2006). Research of stimulants and anabolic steroids in dietary supplements. Scandinavian Journal Medicine Science Sports 2006: 16: 41 48 Delanghe J., Deslypere J.P., Buyzer M.D., Robbrecht J., Wieme R., and Vermeulen A. (1989). Normal reference values for creatine, creatinine and carnitine are lower in vegeterians. Clinical Chemistry, 35(8): 1802-1803. Febbraio M., Flanagan T., Snow R., Zhao S., and Carey M. (1995). Effect of creatine supplementation on intramuscular TCr metabolism and performance during intermittent, supramaximal exercise in humans. Acta Physiologica Scandinavica, 155: 387-395. Green A.L., Simpson L., Littlewood J., MacDonald I., and Greenhaff P. (1996). Carbohydrate ingestion augments creatine retention during creatine feedings in humans. Acta Physiologica Scandinavica, 158: 195-202. Greenhaff P.L. (1997). The nutritional biochemistry of creatine. Journal of Nutrition Biochemistry, 11: 610-618. Greenhaff P.L (1995). Creatine and its application as an ergogenic aid. International Journal of Sport Nutrition, 5: S100-S110. Greenhaff P.L., Bodin K., Soderlund K., and Hultman E. (1994). Effect of oral creatine supplementation on skeletal muscle phosphocreatine resynthesis. American Journal of Physiology, 266: E725 - E730. Harris, R.C, Hultman, E, Nordesjo, L.O. (1974). Glycogen, glycolytic intermediates and high-energy phosphates determined in biopsy samples of musculus quadriceps femoris of man at rest. Methods and variance of values.
Scandinavian Journal of Clinical and Laboratory Investigations, 33: 109-120. Harris R.C., Söderlund K., and Hultman E. (1992). Elevation of creatine in resting and exercised muscle of normal subjects by creatine supplementation. Clinical science, 83: 367-374. Hoberman H.D., Sims E.A.H., and Peters J.H. (1948). Creatine and creatinine metabolism in the normal male adult studied with the aid of isotopic nitrogen. Journal of Biological Chemistry, 172: 45-58. Hoogwerf B.J., Laine D.C., and Greene E. (1986). Urine C-Peptide and Creatinine (Jaffe method) exrcetion in healthy young adults on varied diets: sustained effects of varied carbohydrate, protein and meat content. American Journal of Clinical Nutrition, 43: 350-360. Hultman E., Soderlund K., Timmons J.A., Cederbald G., and Greenhaff P.L. (1996). Muscle creatine loading in men. Journal of Applied Physiology, 81 (1): 232-237. MAUGHAN R. J.,(2005). Contamination of dietary supplements and positive drug tests in sport. Journal of Sports Sciences, 2005; 23(9): 883 889. Peeters B.M., Lantz C.D., and Mayhew J.L. (1999). Effect of oral creatine monohydrate and creatine phosphate supplementation on maximal strength indices, body composition, and blood pressure. Journal of Strength and Condition Reserach, 13: 187-192. Steenge G., Lambourne J., Casey A., MaCdonald I., and Greenhaff P. (1998). Stimulatory effect of insulin on creatine accumulation in human skeletal muscle. American Journal of Physiology, 275: E 974-979. Stone M.H., Sanborn K., and Smith L. (1999). Effects of in-season (5 weeks) creatine and pyruvate supplementation on anaerobic performance and body composition in American football players. International Journal of Sports Nurition, 9: 146-165. Stout J., Eckerson J., Noonan D., Moore G., and Cullen D. (1997). The effects of a supplement designed to augment creatine uptake on execrise performance and fat-free mass in football players. Medicine and Science in Sports and Exercise, 29: S251. Striegel H., Vollkommer G., Horstmann T., and Niess A.M. (2005). Contaminated nutritional supplements legal protection for elite athletes who tested positive: A case study from Germany. Journal of sports sciences, 2005, 23 (7): 723-726. Walker J.B. (1960a). Metabolic control of creatine biosynthesis, I: effect of dietary creatine. Journal of Biology and Chemistry, 235: 2357-2361. Walker J.B. (1960b). Metabolic control of creatine biosynthesis, II: Restoration of transamidinase activity