Σμήμα 3: «ΕΝΣΑΞΗ ΣΗ ΙΟΣΗΣΑ ΣΩΝ ΥΤΛΩΝ ΣΗ ΓΛΩΑ ΣΩΝ ΔΙΟΙΚΗΣΙΚΩΝ ΕΓΓΡΑΥΩΝ» 1ο ΠΑΡΑΔΟΣΕΟ: ΠΑ 1.2 Ανασκόπηση γενικής Βιβλιογραφίας Αύγουστος 2014
ΠΕΡΙΕΦΟΜΕΝΑ 1.0 ΕΙΑΓΩΓΗ 3 2.0 ΓΛΩΑ ΚΑΙ ΦΤΛΑ Ω ΔΤΟ ΔΙΑΦΟΡΕΣΙΚΕ ΚΟΤΛΣΟΤΡΕ- ΓΛΩΙΚΗ ΤΜΠΕΡΙΦΟΡΑ ΣΩΝ ΔΤΟ ΦΤΛΩΝ 5 3.0 ΦΤΛΟ ΚΑΙ ΔΗΜΟΙΟ ΛΟΓΟ 15 4.0 ΣΟ ΦΤΛΟ ΜΕΑ ΑΠΟ ΣΗ ΚΟΠΙΑ ΣΗ ΚΡΙΣΙΚΗ ΑΝΑΛΤΗ ΛΟΓΟΤ 18 5.0 ΓΛΩΙΚΟ ΕΞΙΜΟ 21 6.0 ΕΠΙΛΟΓΟ 34 7.0 ΠΑΡΑΡΣΗΜΑ: ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ 35 Σελίδα 2
1.0 Ειςαγωγή τη σύγχρονη βιβλιογραφία εξετάζονται ζητήματα της γλώσσας ως φορέα του σεξισμού, η σχέση της γλώσσας με το ζήτημα του φεμινισμού, η ερμηνεία και οι σημασιολογικές διαφορές της σεξιστικής γλώσσας, η κατανόηση του γλωσσικού σεξισμού στο ελληνικό γλωσσικό περιβάλλον, η «γλώσσα» και το «φύλο» ως κοινωνικά φαινόμενα, καθώς και η κοινωνική κατασκευή ταυτότητας φύλου. τις επόμενες ενότητες θα συζητήσουμε την εξέλιξη του θεωρητικού προβληματισμού γύρω από τη γλώσσα και το φύλο, παρουσιάζοντας μελέτες που προσεγγίζουν το φύλο από διαφορετικές θεωρητικές σκοπιές. ημείο αφετηρίας του προβληματισμού μας είναι ότι η γλώσσα είναι πολυδιάστατο φαινόμενο - προσωπικό και κοινωνικό ταυτόχρονα. Μετά την παρουσίαση της σύγχρονης θεωρητικής σκέψης για το φύλο θα εστιάσουμε στο φαινόμενο του γλωσσικού σεξισμού. Ειδικότερα, υποστηρίζουμε ότι ο γλωσσικός σεξισμός δεν έχει ακόμα γίνει στην ελληνική ιδίως κοινωνία επιστημονικό αντικείμενο έγκυρο (Υραγκουδάκη 2004), αν και η διεθνής βιβλιογραφία είναι πλούσια. Σο Υύλο αποτελεί κοινωνική μεταβλητή σε ποσοτικές μελέτες σχετικές με τη γλώσσα που πραγματοποιούνται ήδη από το 1960 (Cameron, 1992, Coates, 1986/2004, Graddol και Swann, 1989). Πιο σύγχρονες όμως προσεγγίσεις (βλ. ανάμεσα σε άλλα Eckert&McConnel-Ginet, 2003, Freed, 2003, Talbot, 2010 για τα ελληνικά Makri- Tsilipakou, 1997, Παυλίδου, 2006) απορρίπτουν την αντίληψη που ανάγει το φύλο στη φυσιολογία ή στη βιολογία και επιβεβαιώνουν ότι το Υύλο (gender), δομή κατεξοχήν κοινωνική, οικονομική, πολιτισμική, αναγνωρίζεται ως η βάση της κοινωνικής οργάνωσης, η «αρχή του σχετίζεσθαι» και, όπως εύστοχα επισημαίνεται, συνέβαλε στο να διαφανεί ο δυτικοκεντρικός και κοινωνικά κατασκευασμένος χαρακτήρας της αντιπαράθεσης φύση/πολιτισμός και να κατασκευαστεί επομένως δυνατός ο διαχωρισμός της έννοιας του Υύλου από τη βιολογική τυ διάσταση (Οakley 1972) (Haraway 1991). Οι έρευνες (Handman 1978, Loizos και Papataxiarchis (1991), Παπαταξιάρχης και Παραδέλλης (1992) απέδειξαν ότι «το Υύλο δεν αποτελεί αναλλοίωτη, φυσική οντότητα, αλλά προϊόν κοινωνικοπολιτιστικών όρων που αλλάζουν μέσα στο χρόνο. Σο περιεχόμενο της έννοιας του Υύλου (gender) αποτελεί επομένως και αυτό κοινωνική κατασκευή με ιστορική διάσταση και συγκροτείται και αναπαράγεται από ένα πλέγμα σχέσεων ανάμεσα στα Υύλα και στο εσωτερικό των Υύλων» (Κογγίδου Δ. και Γκασούκα Μ. 2010β). Η εισαγωγή του φύλου ως αναλυτικής κατηγορίας, ωστόσο, διεύρυνε τους ερευνητικούς ορίζοντες και επέτρεψε να διαγνωσθούν οι έμφυλες προκαταλήψεις και αποκλεισμοί όχι μόνο στις κοινωνικές ανθρωπιστικές επιστήμες (Παπαταξιάρχη 1992), όπου ήταν και ευκολότερο να εντοπισθούν, αλλά και στις «αντικειμενικές», «ουδέτερες» ως προς το Υύλο θετικές Σελίδα 3
επιστήμες, στο δημόσιο και ιδιωτικό βίο (Γκασούκα, 2004). Η σχέση της γλώσσας και του φύλου και συγκεκριμένα ο ρόλος της γλώσσας ως φορέα κοινωνικών προκαταλήψεων έχει γίνει αντικείμενο πολλών μελετών καθώς επισημαίνεται ότι η γλώσσα δεν είναι μόνο κώδικας επικοινωνίας των ανθρώπων, αλλά και φορέας ιδεολογίας. Κατά συνέπεια δεν είναι κοινωνικά ουδέτερη ή αθώα (Υραγκουδάκη 1987) και αποτελεί «σημειωτικό σύστημα διαρκώς εξελισσόμενο» (Μενεγάκη και Ευθυμίου 2009 :17). Δηλαδή, σε προσωπικό επίπεδο έχει άμεση σχέση με τη σκέψη μας και σε κοινωνικό επίπεδο με τις κοινωνικές και πολιτικές συνθήκες που καθορίζουν τη ζωή μας. Κατά συνέπεια,, και σύμφωνα με τη σύγχρονη γλωσσολογία, η γλώσσα εκφράζει ιδέες, αλλά εκφράζοντας αυτές τις επηρεάζει και τις διαμορφώνει (Υραγκουδάκη (1987, βλ. επίσης Fairclough, 2003). Η κοινωνική πράξη του λόγου δίνει μορφή στη σκέψη οριοθετώντας τη και διαπλάθοντας τη. Βαθιά ριζωμένη σε πολιτισμικές αξίες και παραδόσεις αντανακλά συχνά την ανισότητα των φύλων που υπάρχει στην κοινωνία και αλλάζει, καθώς οι αξίες αυτές και οι παραδόσεις μεταβάλλονται. Κρίνει ότι «η γλώσσα δεν «αντανακλά» την κοινωνία, γιατί η γλώσσα είναι κοινωνικός θεσμός η ίδια, βαθιά αλληλένδετη με την κουλτούρα, την κοινωνία και τις κοινωνικές σχέσεις κάθε είδους». Άρα «η αλλαγή στη γλωσσική πρακτική δεν είναι απλή αντανάκλαση μιας θεμελιωδέστερης κοινωνικής αλλαγής, η ίδια η αλλαγή της γλωσσικής πρακτικής είναι κοινωνική αλλαγή» (Cameron 1990, 90). Τπό αυτήν την έννοια, ακόμα και η απλή -η «αθώα»- εκφορά μιας λέξης, αναπαράγει σκέψεις και σχέσεις που υφίστανται/ κυκλοφορούν στο ευρύτερο κοινωνικοπολιτισμικό πλαίσιο. Όταν η συνεχής χρήση και εφαρμογή μιας γλώσσας αγνοεί ή απαξιώνει το θηλυκό φύλο, τότε η ίδια αυτή γλώσσα γίνεται φορέας πρακτικών προκατάληψης, μισογυνισμού ή/και σεξισμού. Επιπλέον, η γλωσσική διαφοροποίηση δεν ανάγεται στη φυσική, βιολογική διαφοροποίηση μεταξύ των φύλων, αλλά στην έμφυλη διαφορά των κοινωνικών ρόλων που τους έχουν απονεμηθεί: της ισχύος και της δύναμης για τον άνδρα και της αδυναμίας και της υποβάθμισης για τη γυναίκα σ όλους τους τομείς της κοινωνικής δραστηριότητας (διαπροσωπικές σχέσεις, εργασιακές θέσεις κ.λπ.). Οι μελέτες για το φύλο και τη γλώσσα κινούνται, ανάμεσα σε άλλα, σε δυο άξονες: στο σεξισμό στη γλώσσα και στις διαφορές μεταξύ των δύο φύλων στη χρήση της γλώσσας, (Weatherall 2002:164). τις ενότητες που ακολουθούν, θα εστιάσουμε πρώτα στην κατά φύλα διαφοροποίηση χρήση της γλώσσας και στη συνέχεια στο φαινόμενο του γλωσσικού σεξισμού. Σελίδα 4
2.0 Γλώςςα και φύλα ωσ δύο διαφορετικέσ κουλτούρεσ- Γλωςςική ςυμπεριφορά των δύο φύλων Η σχέση της γλώσσας με το φύλο είναι ένα θέμα που έχει απασχολήσει τους γλωσσολόγους και ανθρωπολόγους από τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα (Sapir 1915, Jespersen 1922). Αποτέλεσε πεδίο συστηματικής μελέτης κατά τη διάρκεια του φεμινιστικού κινήματος στα τέλη της δεκαετίας του 1960 στις Ηνωμένες Πολιτείες. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου η γλωσσική ανάλυση ξεκίνησε σε πολλές γλώσσες, για να προσδιοριστεί το πώς μια γυναίκα μιλάει και ποιοι παράγοντες καθορίζουν τη θέση των γυναικών στο λεξιλόγιο και στην ορολογία της γλώσσας. Παράλληλα, διεξάγονται μελέτες στον τομέα της κοινωνιογλωσσολογίας όπου το φύλο προσεγγίζεται ως γλωσσική μεταβλητή, όπως για παράδειγμα η κοινωνική τάξη και η ηλικία, που καθορίζει τη γλωσσική συμπεριφορά ανδρών και γυναικών. Αντιπροσωπευτικές είναι οι συσχετιστικές έρευνες του Labov (1966, 1972) και του Trudgill (1974, 1975) που διερευνούν τη σχέση της γλωσσικής επικοινωνίας με την κοινωνική διαστρωμάτωση και καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι οι άνδρες και οι γυναίκες χρησιμοποιούν διαφορετικούς γλωσσικούς τύπους, οι οποίοι διαφοροποιούνται με βάση το κοινωνικό γόητρο (Λαμπροπούλου 2014). Αξίζει να σημειωθεί ότι το φύλο στις κοινωνιογλωσσικές έρευνες δεν ήταν αποκλειστικό ζητούμενο, αλλά μία από τις κοινωνικές μεταβλητές που έδειχνε να επηρεάζει τη γλωσσική συμπεριφορά. Σο γεγονός ότι αντιμετωπίστηκε ως μεταβλητή υπογραμμίζει την στατικότητα της προσέγγισης αυτής που πηγάζει από τον ισχυρισμό ότι το φύλο έγκειται στην ουσία (essence) των ανθρώπων. τα τέλη της δεκαετίας του 1970, περίοδο που συμπίπτει με την αρχή του φεμινιστικού κινήματος στην Αμερική, διεξάγονται έρευνες που εστιάζουν στο λόγο των γυναικών και αντλούν δεδομένα από τη διεπίδραση. Η έρευνα της Robin Lakoff έχει ιδιαίτερη απήχηση καθώς θέτει για πρώτη φορά το θέμα της άνισης γλωσσικής αναπαράστασης των φύλων (Λαμπροπούλου, 2014). το έργο της με τίτλο «Η γλώσσα και η θέση της γυναίκας», που εκδόθηκε το 1973 πραγματεύεται το ζήτημα της γλώσσας που χρησιμοποιούν οι γυναίκες, αλλά και της γλώσσας που χρησιμοποιείται για τις γυναίκες. Η Lakoff κυρίως υποστηρίζει ότι η ανισότητα των φύλων δημιουργείται και ενισχύεται από τη γλώσσα που χρησιμοποιείται για τις γυναίκες και καταλήγει στην ύπαρξη γλωσσικού σεξισμού. Προσδιορίζει τους παράγοντες στους οποίους οι γυναίκες περιθωριοποιούνται ή περιορίζονται, αφού υποστηρίζει ότι οι γυναίκες καθοδηγούνται από συγκεκριμένους παράγοντες να χρησιμοποιούν ομιλία οι οποίοι με τη σειρά τους αντανακλούν τη γενική αντίληψη ότι οι γυναίκες πρέπει να συμπεριφέρονται με τρόπο Σελίδα 5
που να αποδεικνύουν ότι είναι κυρίες (Lakoff 57-9). Αυτό σημαίνει, ανάμεσα σε άλλα ότι η γυναίκα δεν οδηγεί τη συζήτηση, θα πρέπει να είναι υποχωρητική και περισσότερο να δέχεται τον ρόλο της κυριαρχίας στη συνομιλία του άλλου συνομιλητή, ειδικά στην περίπτωση ενός άνδρα. Η ίδια (Lakhoff 1975) συνοψίζει ότι ο τρόπος ομιλίας των γυναικών είναι διαφορετικός από των ανδρών και συνεπώς αντανακλά την κατώτερη θέση τους στην κοινωνία. Ακόμα, ο λόγος τους είναι ελλιπής, γιατί στερούνται αυτοπεποίθησης λόγω των κοινωνικών και πολιτισμικών σχηματισμών. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα η γλώσσα των γυναικών να χαρακτηρίζεται από αδυναμία και λόγω αυτού να αποκλείονται οι γυναίκες από θέσεις ισχύος και εξουσίας. Παρόμοιες απόψεις διατυπώνει και ο Ardener (1975 στο Κramarae 1981, Spender 1980) υποστηρίζοντας τη άφωνη ομάδα (muted group), σύμφωνα με την οποία οι γυναίκες εκφράζουν τη δική τους ξεχωριστή αντίληψη του κόσμου χρησιμοποιώντας γλώσσα φτιαγμένη στα μέτρα των ανδρών χωρίς να μπορεί να εκφράσει τη δική τους άποψη και κοσμοθεωρία. Οι απόψεις και οι μέθοδοι της Lakoff δέχτηκαν έντονη κριτική από μεταγενέστερες έρευνες (βλ. Cameron, McAlinden&O Leary 1988) λόγω της απλοϊκότητας των ισχυρισμών της, καθώς και επειδή υποστηρίχθηκε ότι αναπαράγει τα κοινωνικά στερεότυπα (Μακρή- Σσιλιπάκου 2003, Pavlidou, 2010, Λαμπροπούλου 2014). Η Cameron (1997) θέτει σε αμφισβήτηση την ύπαρξη γυναικείας γλώσσας που προκύπτει από την ανασφάλεια και την αβεβαιότητα της Lakoff, αλλά και οι O'Barr και Atkins (1980) εξέτασαν τα χαρακτηριστικά της «γλώσσας των γυναικών» και διαπίστωσαν ότι τα χαρακτηριστικά Lakoff που εντοπίστηκαν σχετίζονται με την κοινωνική τάξη, το επάγγελμα και την εμπειρία τους και όχι απαραίτητα από το φύλο της ομιλήτριας. Σο επόμενο στάδιο της κοινωνιογλωσσολογίας του φύλου ήταν σύμφωνα με τη Μακρή-Σσιλπάκου (2004) η αναζήτηση της γυναικείας διαλέκτου ως τεκμηρίου/απόρροιας της υστέρησης των γυναικών σε σχέση με τους άνδρες ή της κυριαρχίας των ανδρών (Ζimmerman&West 1975, Fishman 1983) ή και της διαφοράς ανάμεσα στα φύλα. Με στόχο την αποδόμηση του στερεοτύπου της κυριαρχίας των ανδρών και υποβάθμισης (σε θέση και γλωσσική συμπεριφορά) των γυναικών διεξήχθησαν έρευνες μετά τη Lakoff, όπως αυτές των Maltz & Borker (1982), της Tannen (1986, 1990, 1995), της Holmes (1995) και της Coates (1996). Αξίζει να σημειωθεί ότι η συνειδητοποίηση της σχέσης μεταξύ γλώσσας και της κοινωνικής θέσης των γυναικών ανάγεται στις απαιτήσεις του γυναικείου κινήματος (Rakow και Kramarae, 1990), στις φεμινιστικές εκστρατείες (Stannard, 1977) και στην φεμινιστική φιλοσοφία (de Beauvoir, 1952). Η έρευνα των Maltz & Borker (1982) αναφέρεται στις διαφορετικές «κοινωνιογλωσσικές υπο-κουλτούρες» στις οποίες ανήκουν τα δύο φύλα που έχει ως αποτέλεσμα να ερμηνεύουν οι άνδρες και οι γυναίκες με διαφορετικό τρόπο το ίδιο ακριβώς στοιχείο Σελίδα 6
επικοινωνιακής συμπεριφοράς. Έτσι μια αντίδραση, όπως χμχμ με κατερχόμενο επιτονισμό, μπορεί να τύχει διαφορετικής ερμηνείας από τους άντρες και διαφορετικής από τις γυναίκες, αφού οι άντρες μπορούν να το θεωρήσουν ως ένδειξη συμφωνίας, ενώ οι γυναίκες ως ένδειξη αμέριστης προσοχής προς το/τη συνομιλητή/τρια (Maltz & Borker 1982: 202 στο Παυλίδου 2002: 28). Αυτή η διαφορετική αντίληψη για τους κανόνες που διέπουν τη συνομιλία, αποδίδεται στο ότι η κατάκτηση της χρήσης των γλωσσικών μηχανισμών και των κανόνων της συνομιλίας από τα δύο φύλα συντελείται σε κοινωνικά περιβάλλοντα με διαφορετική οργάνωση και άρα και με διαφορετική αντίληψη για τους μηχανισμούς και τους κανόνες της συνομιλίας. τη συνέχεια η Deborah Tannen επηρεάστηκε από την προσέγγιση των Maltz & Borker, την αξιοποίησε στο βιβλίο της You just don t understand (1990) όπου εισηγήθηκε το ερμηνευτικό πρότυπο της «διαφοράς» (difference) για να εξηγήσει το πρόβλημα της μη ομαλής επικοινωνίας ανάμεσα στα δύο φύλα. Επηρεασμένη από το μοντέλο του Gumpertz (1982) για αστοχία στη διαπολιτισμική επικοινωνία (cross-cultural miscommunication) υποστηρίζει ότι οι άνδρες και οι γυναίκες ήδη από την παιδική τους ηλικία εμπλέκονται σε μικρές υποκουλτούρες (συνήθως του ίδιου φύλου) που διαφέρουν σε δομή και οργάνωση, αφού μεγαλώνουν σε ομάδες που είναι οριοθετημένες με βάση το φύλο. Επιπρόσθετα μαθαίνουν τους κανόνες επικοινωνίας και διεπίδρασης από τους/τις συνομηλίκους/ές τους και όχι τόσο από τους/τις γονείς τους. Ψς εκ τούτου, τα αγόρια και τα κορίτσια έχουν διαφορετικές προσδοκίες από την επικοινωνία τους με τους/τις συνομηλίκους/ες τους, οι οποίες αντανακλώνται σε συγκεκριμένη γλωσσική συμπεριφορά (Λαμπροπούλου, 2014). Η Tannen (1990) οδηγείται στο συμπέρασμα ότι, ενώ οι άνδρες προσεγγίζουν τον κόσμο ως άτομα σε μια ιεραρχική κοινωνική τάξη στην οποία είναι είτε ένας προς τα πάνω ή ένας κάτω οι άνδρες και υιοθετούν μία ανταγωνιστική (competitive) γλωσσική συμπεριφορά, οι γυναίκες προσεγγίζουν τον κόσμο ως άτομα σε ένα δίκτυο συνδέσεων, άρα υιοθετούν συνεργατική (cooperative) γλωσσική συμπεριφορά.. Η προσέγγιση της Tannen θεωρήθηκε ότι αντιστρατεύεται τις σχέσεις εξουσίας για τις οποίες έκαναν λόγο οι φεμινίστριες γλωσσολόγοι της προηγούμενης περιόδου. Η Tannen (1996) υπογράμμισε αργότερα ότι οι ερμηνευτικές προσεγγίσεις της κυριαρχίας και της διαφοράς δεν λειτουργούν κατ ανάγκη ανταγωνιστικά ούτε η μία αναιρεί την άλλη. Η διαφορά των δύο προσεγγίσεων έγκειται απλά στο γεγονός ότι «η κυριαρχία ενσωματώνει την πολιτική διάσταση του ζητήματος, ενώ η διαφορά δεν τη συνυπολογίζει (χωρίς να την αποκλείει)» (Παυλίδου 2002: 29). Η Janet Holmes (1993) διατυπώνοντας μια σειρά από γενικεύσεις προσδιορίζει τα καθολικά κοινωνιογλωσσικά χαρακτηριστικά των δύο φύλων και αναφέρεται σε Σελίδα 7
στερεότυπες αντιλήψεις που επικρατούν στις αντροκρατούμενες κοινωνίες. Η Holmes για να διατυπώσει τις γενικεύσεις της βασίστηκε σε τέσσερις αναλυτικές κατηγορίες: α. Λειτουργία: Σα ευρήματα που συγκεντρώθηκαν από τις πολυάριθμες έρευνες αποδεικνύουν ότι οι γυναίκες τείνουν να επικεντρώνονται στις διαπροσωπικές λειτουργίες της διεπίδρασης συχνότερα από τους άντρες. β. Αλληλεγγύη/θετική ευγένεια: Οι έρευνες φανερώνουν ότι οι γυναίκες τείνουν να χρησιμοποιούν συχνότερα από τους άντρες γλωσσικά στοιχεία που ενισχύουν την αλληλεγγύη. γ. Δύναμη: Οι γυναίκες, σύμφωνα με τα πορίσματα των ερευνών, λειτουργούν έτσι ώστε να συνεισφέρουν στη διατήρηση και την αύξηση της αλληλεγγύης, ενώ οι άντρες αντίθετα συμπεριφέρονται έτσι ώστε να επιτύχουν τη διατήρηση και την αύξηση της δύναμης και του κύρους τους. δ. Κοινωνική θέση: Από τις έρευνες της κλασικής κοινωνιογλωσσολογίας προκύπτει ότι οι γυναίκες έχουν την τάση να χρησιμοποιούν περισσότερους πρότυπους τύπους σε σχέση με τους άντρες της ίδιας κοινωνικής ομάδας κάτω από τις ίδιες συνθήκες. Αυτό εξηγείται από το γεγονός ότι οι γυναίκες είναι κοινωνικά ανασφαλείς. χετικά με τα στερεότυπα στη χρήση της γλώσσας η Aries (1998: 65-82) αντικρούει προηγούμενες μελέτες που υποστηρίζουν ότι οι διαφορές των δύο φύλων στο λόγο είναι αποτέλεσμα των γλωσσικών διαφορών και δηλώνει ότι οι διαφορές μεταξύ των φύλων που περιγράφονται σε αυτές τις μελέτες είναι ελάχιστες και είναι αποτέλεσμα των πολιτισμικών διαφορών, και όχι πραγματικών γλωσσικών διαφορών και καλεί τους/τις ερευνητές/τριες να λάβουν υπόψη τις «ατομικές διαφορές μεταξύ των μελών του ίδιου φύλου» (Aries, 1998: 77). Η Coates (1986) καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η επικάλυψη του λόγου και οι γλωσσικές μορφές που μετριάζουν τι λέει ο/η ομιλητής/τρια είναι τα χαρακτηριστικά της συνεργατικής ομιλίας και οι γυναίκες επιδιώκουν να διατηρήσουν τις κοινωνικές σχέσεις, έτσι ο στόχος τους, που είναι η εδραίωση φιλιών, αντανακλάται στον τρόπο που μιλούν. Ένας άλλος λόγος ερμηνείας των διαφορών στη γλώσσα μεταξύ ανδρών και γυναικών είναι αυτή της κοινωνικής εξουσίας. Η Deuchar (1988) προτείνει ότι τα ανίσχυρα μέλη της κοινωνίας πρέπει να είναι πιο ευγενικά. Έτσι, σε κοινότητες όπου οι γυναίκες είναι αδύναμα μέλη, η ομιλία τους περιέχει περισσότερα στοιχεία της γλωσσικής ευγένειας, σε αντίθεση με τους άνδρες, που τυγχάνουν μεγαλύτερης κοινωνικής εξουσίας (West & Zimmerman, 1987). Η Mills, (1989) αποδέχεται την γλώσσα των γυναικών ως «ευγενική», Σελίδα 8
αλλά και επισφαλή, σε αντίθεση με την ανδρική που εμφανίζεται ως κατηγορηματική και ανταγωνιστική. Οι περισσότερες από τις παραπάνω προσεγγίσεις υποστηρίζουν ότι διαφορές στον τρόπο της χρήσης της γλώσσας εμφανίζονται στην παιδική ηλικία. Οι Freeman & McElhinny (1996: 240) αποδέχονται ότι τα αγόρια και τα κορίτσια έχουν την τάση να παίζουν λόγω των έμφυλων διακρίσεων σε ομάδες με διαφορετικούς κανόνες. Σα κορίτσια παίζουν σχεδόν αποκλειστικά σε μικρές συνεταιριστικές ομάδες, ενώ τα αγόρια παίζουν σχεδόν αποκλειστικά σε μεγαλύτερες, πιο ιεραρχικά οργανωμένες ομάδες. Oι Eckert 1990, Goodwin 1990, Goodwin και Goodwin 1987, Sheldon 1990 ερευνούν τη γλώσσα μεταξύ των παιδιών και των εφήβων. Ψς εκ τούτου ο Rickford, 1996 υποστηρίζει ότι λόγω του σωματικού και κοινωνικού διαχωρισμού οι διαφορές μεταξύ των φύλων προέκυψαν και με παρόμοιο τρόπο δημιουργήθηκαν και οι κοινωνικές διαφορές στη χρήση της γλώσσας. Από τη δεκαετία του 90 και ύστερα, οι θεωρητικές προτάσεις που διαμορφώθηκαν στην έρευνα για τη σχέση γλώσσας και φύλου έχουν δεχθεί επιρροές τόσο από τη Διεπιδραστική Κοινωνιογλωσσολογία όσο και από την Εθνογραφία της Επικοινωνίας και ο τελικός στόχος τους είναι να διερευνήσουν την κατασκευή και διαμόρφωση του φύλου μέσα από τη γλωσσική διεπίδραση. Ακόμα, πολλές φεμινίστριες, και όχι μόνο, επιμένουν στην αντανάκλαση των κοινωνικών σχέσεων κυριαρχίας στο λόγο και μάλιστα στον προφορικό. Οι υφιστάμενες νόρμες και κανόνες της γλώσσας είναι δημιουργήματα των ανδρών, τονίζουν, προορισμένα να εκφράσουν και να αποτυπώσουν την ανδρική εμπειρία. Η Spender (1980) πάντως, επιμένει πως η γλώσσα διαμορφώθηκε από τους άνδρες και οι έννοιες των λέξεων καθορίστηκαν από εκείνα τα άτομα που, μέσω της κοινωνικής τους ισχύος, αποτέλεσαν τον «κανόνα». Έτσι οι γυναίκες είναι υποχρεωμένες, έστω και ασύνειδα, να «μεταφράζουν» ή προσαρμόζουν λέξεις και έννοιες που δεν δημιουργήθηκαν για να εκφράσουν τη δική τους γυναικεία υποκειμενικότητα και εμπειρία. Καθώς δε η πραγματικότητα κατασκευάζεται και στηρίζεται κατεξοχήν μέσω της γλώσσας, εκείνοι που ελέγχουν τη γλώσσα ελέγχουν και την πραγματικότητα. Σέλος, είναι σημαντικό να κατανοήσουμε τον τρόπο με τον οποίο η χρήση της γλώσσας αντανακλά και νομιμοποιεί τις άνισες σχέσεις εξουσίας ανάμεσα στα φύλα. Μπορούμε, επίσης, να δούμε τις διαφορές των δύο φύλων στη χρήση της γλώσσας. Οι άνδρες και οι γυναίκες αποκτούν διαφορετικές εμπειρίες από την επικοινωνία. Για να κατανοήσουμε τις διαφορές φύλου στην επικοινωνία, πρέπει να έχουμε υπόψη μας ότι η επικοινωνία είναι το μέσο με το οποίο γνωρίζουμε τον κόσμο, είναι η διαδικασία με την οποία μαθαίνουμε να είμαστε άνδρες ή γυναίκες και το αποτέλεσμα των προσπαθειών μας να Σελίδα 9
υιοθετήσουμε κατάλληλους για το φύλο μας τρόπους συμπεριφοράς. Σα αγόρια και τα κορίτσια διδάσκονται διαφορετικές μορφές επικοινωνίας, π.χ. τα κορίτσια αποκτούν εμπειρίες γλωσσικής διάκρισης με δύο τρόπους, με τον τρόπο που διδάσκονται να χρησιμοποιούν τη γλώσσα και τον τρόπο με τον οποίο η γλώσσα τα μεταχειρίζεται (ο ρόλος των γυναικών στη κοινωνική ιεραρχία αντανακλάται με την χρήση περισσότερων εκφράσεων δισταγμού, ευγένειας και ερωτηματικών προτάσεων για να κάνουν δηλώσεις ή προτάσεις, ένα στυλ λόγου που είναι περισσότερο φορτισμένο συναισθηματικά, από το γεγονός ότι διακόπτονται συχνά ή τα σχόλιά τους αγνοούνται, από τη σχέση εξάρτησής τους από τον άνδρα, από την τάση να θεωρείται το αρσενικό η νόρμα κ.ά.). Η γλωσσική διαφοροποίηση ανάμεσα στα δύο φύλα αρχίζει, πριν ακόμη γεννηθεί το μωρό. Έχει παρατηρηθεί, ότι οι ενήλικοι μιλούν με διαφορετικό τρόπο προς τα αγόρια και τα κορίτσια. Αυτή η διαφορετική αντιμετώπιση εσωτερικεύεται από τα παιδιά. Σην εσωτερίκευση αυτή, μπορεί να τη δει κανείς στα παιχνίδια των παιδιών, παρατηρώντας και το γλωσσικό κώδικα που χρησιμοποιούν. τις περιόδους αυτές, εδραιώνονται καλά μέσα στα παιδιά και οι γλωσσικές διαφοροποιήσεις μεταξύ των δύο φύλων, όπως και η σχετική συμπεριφορά. Επίσης, οι πρακτικές επικοινωνίας όχι μόνο αντανακλούν τις αντιλήψεις για τα φύλα αλλά συμβάλλουν και στην κοινωνικοπολιτισμική κατασκευή των φύλων. ύμφωνα με την Coates (1993) η υιοθέτηση των εκφράσεων (ναι, μάλιστα, μμ) από τις γυναίκες παρερμηνεύεται συχνά ως συμφωνία με τα λεγόμενα του συνομιλητή, ενώ η έλλειψη τους στο λόγο των αντρών κρίνεται ως έλλειψη προσοχής για τις συνομιλήτριες τους. Η Cameron (1990) αναφέρεται σε πλήθος ερευνών στον τομέα των διαφορών έκφρασης των φύλων. υγκεκριμένα υποστηρίζει ότι οι άντρες σε μικτές παρέες, δηλαδή με γυναίκες και άντρες μαζί, βρίσκονται στο κέντρο της προσοχής της παρέας, προτείνουν περισσότερα θέματα, επιμένουν στη γνώμη τους και διακόπτουν συχνότερα τις συνομιλήτριες και τους συνομιλητές τους από ό,τι οι γυναίκες της ίδιας παρέας (Coates, 1989). Μ αυτό τον τρόπο κυριαρχούν στο μεγαλύτερο μέρος της συζήτησης, αφού μιλούν περισσότερες φορές και για μεγαλύτερα διαστήματα. Όπως γράφει η Cameron χαρακτηριστικά, πρέπει να θεωρήσουμε το φύλο ως το πρόβλημα κι όχι ως λύση «gender is a problem, not a solution» (1996: 44) και να προσπαθήσουμε να κατανοήσουμε την κοινωνική κατασκευή της ταυτότητας «γυναίκα»/«άντρας». Οι πιο πρόσφατες μελέτες επομένως παύουν να προσεγγίζουν το φύλο ουσιοκρατικά (essentially), ως εγγενές δηλαδή χαρακτηριστικό που μένει σταθερό και αμετάβλητο, αλλά ως αποτέλεσμα κοινωνικής κατασκευής (social construction) που μπορεί να αλλάξει ανάλογα με τα συμφραζόμενα (Λαμπροπούλου, 2014). Σελίδα 10
Η κοινωνική κατασκευή ταυτότητας φύλου τα τέλη της δεκαετίας του 1990 φαίνεται «αξιοσημείωτη» αύξηση των δημοσιεύσεων σε όλες τις ανθρωπιστικές και κοινωνικές επιστήμες και μία ρητορική στροφή προς την κοινωνικά κατασκευασμένη φύση του λόγου (Cameron, 1998). Οι φεμινίστριες ψυχολόγοι έπαιξαν σημαντικό ρόλο στη μελέτη της ανάπτυξης του λόγου, καθώς ανέλυσαν τις γλωσσικές πρακτικες, οι οποίες αναπαράγουν και διατηρούν τις κυρίαρχες κοινωνικές αντιλήψεις για το φύλο (Edley και Wetherell, 1999, Gavey, 1992, Gill, 1993, Kitzinger, 2000, Marshall και Wetherell, 1989, Weatherall και Walton, 1999). Ιστορικά και συμβατικά η κοινωνική ψυχολογική έρευνα για το φύλο και τη γλώσσα στηρίζεται στην έννοια της ταυτότητας. Η γλώσσα, θεωρείται ως ο τόπος όπου η ταυτότητα εκφράζεται και αντανακλάται. Όπως αναφέρθηκε και στη αρχή της ενότητας, οι κοινωνιογλωσσολογικές μελέτες αντιμετώπισαν το φύλο ως γλωσσική μεταβλητή που έγκειται στην ουσία των ανθρώπων και καθορίζει συγκεκριμένη γλωσσική συμπεριφορά. Κατα συνέπεια, οι άνδρες και οι γυναίκες ανήκουν σε διαφορετικές/ αντιθετικές ομάδες η φύση των οποίων είναι ομοιογενής. Εντούτοις, οι περιγραφικές κατηγορίες που προτάθηκαν από τους κοινωνιογλωσσολόγους όπως π.χ. άνδρας, γυναίκα, έφηβος, λευκός, κατώτερης κοινωνικής τάξης κλπ. προϋποθέτουν ότι όλα τα μέλη μιας ομάδας/κατηγορίας αναμένεται να έχουν την ίδια ταυτότητα (Benwell & Stokoe 2006: 26). Αντίστοιχη κριτική έχει ασκηθεί και στις μελέτες που αντλούν δεδομένα από τη διεπίδραση και παρατηρούν διαφορές στη χρήση της γλώσσας από τους άνδρες και τις γυναίκες. Ειδικότερα, η απόπειρα να βρεθούν ομοιότητες και διαφορές στη χρήση της γλώσσας από τα δύο φύλα υποδηλώνει πως οι άνδρες και οι γυναίκες νοούνται ως δύο κοινωνικές ομάδες, τα μέλη των οποίων μοιράζονται τα ίδια γλωσσικά χαρακτηριστικά. Αυτή η παραδοχή μας οδηγεί στο σκεπτικό ότι η ταυτότητα είναι κάτι το ενιαίο, είναι δηλαδή μία για όλους/ες, στην προκειμένη περίπτωση ανδρική για όλους τους άνδρες και θηλυκή για όλες τις γυναίκες. Παρ ολα αυτά και ειδικότερα στο πλαίσιο του παραδείγματος της κοινωνικής κατασκευής, η πραγματικότητα δεν είναι ενιαία και αμετάβλητη, αλλά κατασκευάζεται από τους ανθρώπους, οι οποίοι/ ες με της σειρά τους είναι δράστες/στριες στον κόσμο αντί για παθητικοί/ές αποδέκτες/ριες. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, η γλώσσα νοείται ως μια μορφή κοινωνικής πρακτικής και έχει κεντρικό ρόλο στην κατασκευή της ταυτότητας, ενώ η ταυτότητα δε θεωρείται μία παγιωμένη και ενιαία κατηγορία. που απλά προϋπάρχει στο μυαλό των ανθρώπων. Αντίθετα, οι άνθρωποι κατασκευάζουν τις ταυτότητές τους δημιουργικά και απρόβλεπτα κατά τη διάρκεια της διεπίδρασης (Antaki & Widdicombe 1998: 14). Αυτή η προσέγγιση, επομένως, προτείνει ότι η κατασκευή ταυτότητας γίνεται τοπικά και αποκλειστικά για την κάθε διεπίδραση, Σελίδα 11
και όχι γενικευτικά. υνεπώς, η ταυτότητα δεν είναι κάτι που ορίζεται ουσιοκρατικά, αλλά μια κοινωνική κατασκευή που έχει πολλές πτυχές και εκφάνσεις. Γι αυτόν το λόγο προτείνεται ότι ο όρος ταυτότητες -σε πληθυντικό- αποδίδει καλύτερα τη δυναμική διάσταση της κατασκευής, καθώς η ταυτότητα δεν είναι μία αλλά εν δυνάμει πολλές που αναδύονται κατά τη διάρκεια μιας συνομιλίας. Μια πτυχή ταυτότητας είναι και το φύλο. Σο κοινωνικός επομένως φύλο (gender) κατασκευάζεται κοινωνικά και ταυτίζεται με συμπεριφορά που μαθαίνεται σε αντίθεση με το βιολογικό φύλο (sex) που σχετίζεται με βιολογικά και ανατομικά χαρακτηριστικά που θεωρούνται καθολικά και απαραίτητα για το διαχωρισμό ανάμεσα στα μέλη του ζευγαριού αρσενικό/θηλυκό. Λαμβάνοντας υπόψη τα παραπάνω, οι έρευνες που παρουσιάστηκαν έως τώρα ασχολούνται μόνο με το βιολογικό φύλο αγνοώντας το κοινωνικό, καθώς αμελούν την προοπτική κατασκευής ταυτότητας φύλου ανάλογα με το περικείμενο. Εντούτοις, σύμφωνα με την Talbot (2010: 11), «η γλωσσική συμπεριφορά είναι κάτι που μαθαίνεται και δεν έχει νόημα να προσπαθούμε να την εξηγήσουμε επικαλούμενοι έμφυτα χαρακτηριστικά». Αφού τόσο το κοινωνικό φύλο όσο και η γλωσσική συμπεριφορά μαθαίνονται, τότε η σχέση γλώσσας και φύλου πρέπει να διερευνάται δυναμικά. Η κοινότητα πρακτικής έχει προταθεί ως εναλλακτική λύση, όπου πιο τοπικές πρακτικές διαμεσολαβούν στη σχέση ανάμεσα στη γλώσσα και το φύλο. Οι κοινότητες πρακτικής δεν προέρχονται από προκαθορισμένες και ομοιογενείς ομαδικές κατηγορίες, αλλά αναφέρονται σε πιο τοπικές κοινότητες, όπως για παράδειγμα μία ομάδα ποδοσφαίρου ή μια σχολική τάξη. ύμφωνα με τον Wenger (1998: 146), οι πρακτικές μας, η γλώσσα μας, τα τεχνουργήματά μας (artefacts) και η θεώρηση μας για τον κόσμο αντανακλούν τις κοινωνικές μας σχέσεις. Ακόμα και οι πιο προσωπικές μας σκέψεις αντλούν από έννοιες, εικόνες, οπτικές τις οποίες κατανοούμε μέσα από τη συμμετοχή μας σε τοπικές κοινότητες. Επομένως, αυτή η προσέγγιση βλέπει την ταυτότητα σαν έναν συσχετισμό του συλλογικού (συμμετοχή σε τοπικές κοινότητες) και του ατομικού (προσωπικές επιλογές). Με αυτόν τον τρόπο οι ταυτότητες (φύλου) αναδύονται μέσα από την πράξη/πρακτική. Φαρακτηριστική είναι η έρευνα της Eckert (1989, 1999) που αναλύει το λόγο των νέων προεφηβικής ηλικίας σε σχολείο του Detroit. 1 Η Eckert υιοθετεί πρωτοποριακές, σε σχέση με τις παραδοσιακές κοινωνιογλωσσολογικές έρευνες, μεθόδους συλλογής και ανάλυσης των δεδομένων και γενικότερα προσέγγισης της ταυτότητας φύλου. Οι γλωσσικοί τύποι στους οποίους εστιάζει είναι φωνολογικοί (uh), (ay) και (e) και διερευνά την πραγμάτωσή τους (εμπρόσθια ή οπίσθια) σε διαφορετικές κοινότητες πρακτικής. Με τη μέθοδο της συμμετοχικής παρατήρησης, διαπιστώνει ότι στο σχολείο συνυπάρχουν 1 Ιδιαίηερα τρήζιμες είναι επίζης οι έρεσνες ηων Bucholtz (1999) και Pujolar (2001). Σελίδα 12
δύο διαφορετικές κοινότητες πρακτικής που διαφοροποιούνται, ανάμεσα σε άλλα, και ως προς την επίδοση και τις αξιώσεις τους από το σχολείο. υγκεκριμένα, οι jocks/ αστές/οί 2 είναι μεσοαστικής καταγωγής, πιο ευθυγραμμισμένοι/ες με τις τρέχουσες κοινωνικές και θεσμικές (σχολικές) αξίες και νόρμες και, ως εκ τούτου, έχουν καλή επίδοση στο σχολείο και αξιώσεις για ανώτερες σπουδές. Οι burnouts/ αμφισβητίες προέρχονται από εργατικές κοινωνικές τάξεις, απορρίπτουν τις σχολικές αξίες, συναναστρέφονται και με εξωσχολικούς/ές νέους/ες και στοχεύουν να βρουν μια δουλειά μετά το σχολείο. Η Eckert παρατηρεί ότι η γλωσσική συμπεριφορά των αστών είναι πιο ευθυγραμμισμένη με τη γλωσσική νόρμα, ενώ των αμφισβητιών πολύ λιγότερο. Με βάση τις εθνογραφικές παρατηρήσεις, η Eckert υπογραμμίζει ότι η χρήση της γλωσσικής νόρμας επιδιώκεται από εκείνα τα νέα κορίτσια που ταυτίζονται με τη μαζική σχολική κουλτούρα και, κατά συνέπεια, με τις μεσοαστικές φιλοδοξίες που υποστηρίζονται από το σχολείο. Αντίθετα, η χρήση της γλωσσικής νόρμας αποφεύγεται πλήρως από τα μέλη των αμφισβητιών, οι οποίοι/ες ξεκάθαρα αποφεύγουν τέτοιου είδους ταύτιση. Σο πλεονέκτημα μιας τέτοιας προσέγγισης έγκειται όχι μόνο στο ότι αποφεύγονται οι γενικεύσεις του τύπου οι γυναίκες είναι χ, οι άνδρες είναι ψ (γιατί στη προκειμένη περίπτωση έχουμε και γυναίκες να αποκλίνουν από τη νόρμα), αλλά κυρίως στο γεγονός ότι αφήνει περιθώρια σύνδεσης του κοινωνικού φύλου με πιο γενικά φαινόμενα που συνδέονται με κοινωνιογλωσσικές δυναμικές όπως κυρίαρχες/υποβαθμισμένες ομάδες, αλλά και αξίες, αξιολογήσεις και τοποθετήσεις, για παράδειγμα, κοινωνικού γοήτρου. Έτσι, είναι χρήσιμο να εντοπιστεί πώς το κοινωνικό φύλο διαμορφώνεται με βάση τα παραπάνω, αλλά και πώς αλληλεπιδρά με πιο τοπικές διαδικασίες που σχετίζονται με τη διαπραγμάτευση (ενίσχυση ή διατήρηση) της συμμετοχής ενός μέλους σε μια κοινότητα πρακτικής (για τη σχέση γλώσσας και φύλου σε κοινότητες πρακτικής ζητιάνων της Θεσσαλονίκης βλ. Tsilipakou 1997). υνοψίζοντας, η έννοια της κοινότητας πρακτικής προτείνεται ως εργαλείο συμβατό με το σύγχρονο προβληματισμό πάνω στη γλώσσα και το φύλο στο πλαίσιο μιας προσέγγισης που αποφεύγει την ομαδοποίηση ανδρών και γυναικών αλλά προτείνει ως «επιτακτική ανάγκη να εμβαθύνουμε στην εκάστοτε συγκεκριμένη περίσταση επικοινωνίας, στην οποία εμπλέκονται απολύτως συγκεκριμένα υποκείμενα, γυναίκες/ άνδρες, εντός μιας εντελώς συγκεκριμένης κοινότητας, με επίσης εντελώς συγκεκριμένες διαπλοκές του φύλου με άλλες διαστάσεις και σχέσεις ισχύος» (Μακρή-Σσιλιπάκου 2003: 12, βλ. επίσης Pavlidou 2003: 138-9, Παυλίδου 2006: 63). Η στροφή προς την κοινωνική κατασκευή ταυτότητας προσεγγίζει από διαφορετική σκοπιά της σχέση γλώσσας-φύλου καθώς, αντί το φύλο να χρησιμοποιείται ως η 2 Η μεηάθραζη ηων όρων αποδίδεηαι ζηη Μακρή-Τζιλιπάκοσ (2003: 9). Σελίδα 13
αφετηρία της ανάλυσης που καθορίζει συγκεκριμένη γλωσσική συμπεριφορά, προσεγγίζεται ως το αποτέλεσμα γλωσσικής συμπεριφοράς. Επομένως η ταυτότητα των ανθρώπων είναι μια επίδραση της γλώσσας. Κατα συνέπεια, οι γυναίκες και οι άνδρες δεν είναι διαφορετικοί (ως προς τη γλωσσική συμπεριφορά τους) από τη φύση τους αλλά είναι πιθανόν και όχι απαραίτητα διαφορετικοί γιατί οι γλώσσα μας τοποθετεί με διαφορετικό τρόπο. Κατά την άποψη αυτή, η υποκειμενικότητα - η αίσθηση του εαυτού μας - είναι κάτι που κατασκευάζεται, δεν είναι δεδομένη εκ των προτέρων, και οι ταυτότητες φύλου μας δεν είναι σταθερές αλλά διαρκώς μεταβαλόμενες. Σελίδα 14
3.0 Υύλο και δημόςιο λόγοσ Ακόμα, η βιβλιογραφία εστιάζει περισσότερο στο δημόσιο λόγο και χώρο και στην ευθύνη που προκύπτει από αυτόν, καθώς είναι αυτός που επηρεάζει μαζικά την κοινή γνώμη, εκπροσωπώντας διαφορετικές κοινωνικές ομάδες. Η Walsh (2001: 25) αξιοποιεί τη διορατικότητα της Freed και υποστηρίζει ότι οι μορφές της ομιλίας στη δημόσια σφαίρα είναι κυρίως αρσενικές. Επιπρόσθετα, είναι γεγονός πως η αρσενική ομιλία και οι αρσενικές στρατηγικές συνομιλίας αποτελούν σε όλα τα είδη του λόγου τον «κανόνα», βάσει του οποίου και σε σχέση με τον οποίο αξιολογείται η θηλυκή ομιλία και οι εκφάνσεις της. το πλαίσιο αυτό, η γυναικεία ομιλία φαίνεται να υπολείπεται σε λογική, επιδεικνύει περισσότερη ευαισθησία, χρησιμοποιεί λιγότερο τις αφηρημένες έννοιες, διαθέτει μικρότερο λεξιλόγιο, χρησιμοποιεί περισσότερα επίθετα, τροπικά επιρρήματα, παρεμβολές κλπ. είναι με δυο λόγια ευγενική μεν, αλλά επισφαλής, σε αντίθεση με την ανδρική που εμφανίζεται κατηγορηματική και ανταγωνιστική. Η σχετική συζήτηση βρίσκεται σε εξέλιξη, αφού κάποιες/οι αμφισβητούν αυτή την άποψη. Ισχυρίζονται λ.χ. πως στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν είναι το φύλο που παράγει τις διαφορές, κυρίως στον προφορικό λόγο, αλλά παράγοντες όπως η ηλικία, η θέση ισχύος κ.ά. Ο δημόσιος λόγος που υπάρχει στα Μ.Μ.Ε., στην εκπαίδευση, στην πολιτική, στο συνδικαλισμό καταγράφει, επηρεάζει και δημιουργεί πρότυπα γλωσσικής συμπεριφοράς στους/στις πολίτες/ισσες εξαιτίας της σημασίας του δημόσιου ρόλου που τους αντιστοιχεί. Ειδικότερα, η ανάλυση του λόγου και των μεικτών συνομιλιών έχει αποδείξει ότι οι σχέσεις υποτέλειας που υπάρχουν σε κοινωνικό και πολιτικό επίπεδο ανάμεσα σε άντρες και γυναίκες επηρεάζουν δραστικά το γλωσσικό νόημα αλλά και την γλωσσική επικοινωνία μεταξύ των δύο φύλων (π.χ. οι άνδρες μιλούν και διακόπτουν πολύ περισσότερο απ ό,τι οι γυναίκες, αποφεύγουν να ενθαρρύνουν και να στηρίζουν τις συνομιλήτριές τους κ.λπ.), που και αυτό από την πλευρά του εξυπηρετεί τη διατήρηση αυτών των σχέσεων κυριαρχίας και ελέγχου υπέρ των ανδρών. Η Tannen (1995) δημοσιεύει ποικιλία από πηγές, όπως επιστημονικές μελέτες, αλλά και μελετά την πολιτιστική στάση απέναντι στα δύο φύλα σε χώρους δημόσιας ομιλίας, όπως για τηλεοπτικές και ραδιοφωνικές εκπομπές και αξιοποιεί αυτές τις πηγές για να επικεντρωθεί σε μια συζήτηση στερεοτύπων, που διαιωνίζονται από τη στάση προς τους άνδρες και τις γυναίκες και σχετίζονται με τα στυλ επικοινωνίας τους. Η Καφίρη (2002) θεωρεί ότι η ύπαρξη των πατριαρχικών στερεοτύπων στο λόγο των ΜΜΕ οφείλεται στον έλεγχο τους από άνδρες, αλλά και στο ότι «η μεγάλη πλειοψηφία είναι προϊόντα (δημοσιογραφικά και πολιτιστικά) «χαμηλής ποιότητας». Εξίσου σημαντική θεωρείται η μελέτη για τη γλώσσα της θηλυκής ηγεσίας της Baxter (2010) στο πλαίσιο της οποίας επισημαίνεται ότι οι επιρροές της πραγματικής ζωής στον τομέα της Σελίδα 15
επιχειρηματικότητας και της εργασίας και σ όλα τα πεδία της επιχειρηματικής ζωής, της πολιτικής και της οικονομίας. Η μελέτη αυτή επικεντρώνεται στον τρόπο που οι γυναίκες μιλούν, ενώ θέτει απαντήσεις στα ερωτήματα, όπως υπάρχει πράγματι μια γλώσσα των γυναικών, που αναπτύσσεται στο πλαίσιο άσκησης εκ μέρους τους ηγεσίας και πως οι γυναίκες ηγέτες να χρησιμοποιούν τη γλώσσα, για να επιτύχουν τους στόχους τους και να ισχυροποιήσουν την παρουσία τους σε θέσεις ηγεσίας. Οι Eckert και McConnell-Ginet (1992) και Lave και Wenger (1991) αποδέχονται ότι με την είσοδό τους οι γυναίκες σε όργανα, όπως το Κοινοβούλιο και η εκκλησία, στη συνέχεια, εισέρχονται σε Κοινότητες Πρακτικής οι οποίες έχουν προηγουμένως έχουν δημιουργηθεί από άνδρες. Οι Eckert και McConnell-Ginet (1998:490) ορίζουν την Κοινότητα Πρακτικής ως «σύνολο των ανθρώπων που, συγκεντρώνονται και δεσμεύονται από κοινού σε μια κοινή προσπάθεια. Σρόποι δράσης, τρόποι ομιλίας, πεποιθήσεις, αξίες σχέσεις εξουσίας με λίγο λόγια πρακτικές αναδύονται στην πορεία αυτής της συντονισμένης κοινής τους δραστηριότητας σχετικά σε μια προσπάθεια» (Eckert 2006: 183). Οι βασικές διαστάσεις μιας κοινότητας πρακτικής/ή πρακτικών είναι η «αμοιβαία δέσμευση, η συντονισμένη και από κοινού διαπραγματευόμενη δραστηριότητα και ένα κοινό ρεπερτόριο διαπραγματεύσιμων πόρων που έχουν συσσωρευθεί μέσα στο χρόνο» (Wenger, 1998:76, Holmes και Meyerhoff 1999:175). Δεδομένου ότι οι γυναίκες που συμμετέχουν σε ανδροκρατικές Κοινότητες Πρακτικής, είναι πολύ πιθανό να βιώσουν μια αίσθηση περιθωριοποίησης, όπως το θέτει ο Eckert, αισθάνονται «παρείσακτες» (1998: 67). Επιπρόσθετα η Caldas-Coulthard (1995) αναλύοντας δεδομένα από αμερικανικές εφημερίδες διαπιστώνει ότι νέα στοιχεία είχαν περισσότερες πιθανότητες να είναι γραμμένα από τους άνδρες παρά από γυναίκες και είχαν επίσης περισσότερες πιθανότητες να αναφέρονται σε άνδρες, ενώ οι γυναίκες αγνοούνταν ή/και περιθωριοποιούνταν με το να μην έχουν ενεργητικό ρόλο. Ακόμα πεδίο έρευνας τα τελευταία χρόνια έχει αναδειχθεί (Kulick 2000: 245, Cameron and Kulick 2006: 1, 5) η σχέση γλώσσας και σεξουαλικότητας έχει αναδυθεί με την οπτική ότι η σεξουαλικότητα αποτελεί όχι μόνο φυσικό, αλλά περισσότερο πολιτισμικό φαινόμενο (Cameron and Kulick 2003: 1). υγκεκριμένα γραμματικά φαινόμενα, λεξήματα, αντωνυμίες, γλωσσικές κατασκευές πολλές φορές ενδεικνύουν τη σεξουαλικότητα του ομιλητή μέσα από δραστηριότητες που εκ πρώτης όψεως καμία σχέση δε φαίνεται να έχουν με αυτήν (Queen 2007: 320, Leap και Motschenbacher 2012: 1). ύμφωνα με την Queen (2007: 317) και τους Cameron και Κulick (2003: 12) η σεξουαλικότητα είναι κάτι που «κάνουμε» και όχι κάτι που «είμαστε». Δεδομένης μάλιστα της επιτελεστικής λειτουργίας της γλώσσας (Kulick 2000: 269), «η γλώσσα γίνεται αντιληπτή ως μια κοινωνικά επηρεασμένη λεκτική χειρονομία, μια από τις Σελίδα 16
πολλές δυνατές χρήσεις του σώματός μας» (Αμπαζή 2011: 80). Ακόμα οι ερευνητές/τριες προσεγγίζουν πλέον και την ετεροσεξουαλικότητα σαν κάτι κατασκευασμένο και επιτελούμενο (Cameron and Κulick 2006: 100) και λαμβάνουν σοβαρά υπόψη τις διαθέσιμες σεξουαλικές ταυτότητες για να κατανοήσουν πώς πρέπει να κινηθούν στο πεδίο γλώσσας και σεξουαλικότητας (Cameron και Kulick 2005:109). Για αυτό η ανάλυση του πώς τοποθετεί κανείς τον εαυτό του αλλά και τους άλλους μέσα από συγκεκριμένα γλωσσικά στοιχεία όπως για παράδειγμα μια αφήγηση χρήζει ιδιαίτερης ανάλυσης (βλ. Archakis και Lampropoulou 2009: 311, Αρχάκης και Λαμπροπούλου 2011). Σελίδα 17
4.0 Σο φύλο μέςα από τη ςκοπιά τησ Κριτικήσ Ανάλυςησ Λόγου Όπως αναφέρθηκε στις αρχικές ενότητες, οι απαρχές της μελέτης της γλώσσας και του φύλου είναι συνδεδεμένες με την αρχή του φεμινιστικού κινήματος και με την πρόθεση να αναδειχθούν τα δικαιώματα των γυναικών. ύμφωνα με την Talbot (2010: 117), ο φεμινισμός είναι μια μορφή πολιτικής με χειραφετητικό χαρακτήρα. Επομένως, κρίνεται απαραίτητη μια κριτική ανάλυση των κοινωνικών θέσεων και των σχέσεων εξουσίας μεταξύ ανδρών και γυναικών. τη γλωσσολογία, η κριτική αυτή οπτική εκφράζεται μέσα από Κριτική Ανάλυση Λόγου, σύμφωνα με την οποία «ο λόγος (discourse) δεν ταυτίζεται απλώς με τη χρήση της γλώσσας, αλλά η ίδια η χρήση της γλώσσας εκλαμβάνεται ως κοινωνική πρακτική, που διαμορφώνεται από τις κοινωνικές δομές και ταυτόχρονα τις (ανα)διαμορφώνει» (Παυλίδου 2002: 36). Ο λόγος μπορεί να κατανοηθεί ως ένα είδος «ερμηνευτικού πλαισίου» το οποίο αποτελείται από κανόνες, κώδικές, υποθέσεις, αξίες, συμβάσεις οι οποίες είναι σε μεγάλο βαθμό μη τυποποιημένες και δεδομένες (Σhompson 1990) Δηλαδή ανήκει στην κατηγορία εννοιών όπως η ιδεολογία, η κουλτούρα, η κοινωνικοποίηση κ.ά. (Fraser, 1989 στο Γκασούκα 2008) και περιλαμβάνει την καθημερινή αλληλεπίδραση και τις μορφές της συνείδησης, που συγκροτούν το μέσο της κοινωνικής κατασκευής της πραγματικότητας (Jensen, 1995 στο Γκασούκα 2008). Ο Jensen διακρίνει τρεις βασικές κατηγορίες του λόγου: α) τις συνιστώσες του περιβάλλοντος στο οποίο προωθείται το μήνυμα β) τις συνιστώσες των θεατών γ) και τις συνιστώσες του μέσου που προωθείται το μήνυμα (Ανδρονίκου, 2008 στο Γκασούκα 2008 ). Ο λόγος παράλληλα συνδέθηκε με την ανάλυση των κειμένων και με τη γλωσσολογική προσέγγιση της επικοινωνίας. ύμφωνα με την Ανδρονίκου (2008 στο Γκασούκα 2008), τα κείμενα και οι σημασίες τους αντανακλούν τις κοινωνικές και πολιτισμικές συνθήκες, επηρεάζοντας μονόδρομα τη σκέψη και τη συμπεριφορά των αποδεκτών, εφόσον η ερμηνεία τους εξαρτάται από αντικειμενικά γνωρίσματα, όπως το φύλο, το εισόδημα, η μόρφωση, το επάγγελμα κ.τ.λ. και έτσι αναπαράγουν αυτές τις συνθήκες. υμπερασματικά μέσα από το λόγο κατανοείται, ερμηνεύεται και αναπαρίσταται πτυχή της πραγματικότητας. Η Κριτική Ανάλυση του Λόγου εστιάζει όχι μόνο στη μικρο-ανάλυση αλλά εξετάζει συγχρόνως και την κοινωνική δομή και δέχεται την ύπαρξη διαλεκτικής σχέσης μεταξύ κοινωνίας/γλώσσας και κοινωνικής/γλωσσικής πρακτικής εφόσον «οι ιδεολογίες, κοινωνικές σχέσεις και ταυτότητες συγκροτούνται, αναπαράγονται ή μετα-σχηματίζονται στο λόγο» (Fairclough 1992: 238, στο Μακρή-Σσιλιπάκου 2003: 14). Σελίδα 18
ύμφωνα με την κριτική ανάλυση του λόγου η κυριαρχία και η εξουσία εναπόκειται συχνά στα χέρια συγκεκριμένων κοινωνικών ομάδων σε βάρος άλλων. Ψς εκ τούτου η κριτική ανάλυση του λόγου στοχεύει στην αποκάλυψη των εξουσιαστικών σχέσεων και της ισχύος μέσα από τη γλώσσα και έχει απόλυτη εφαρμογή δεδομένα που προέρχονται Εικόνα 1 Σα τρία στοιχεία προσδιορισμού του λόγου (κείμενο, πρακτικές λόγου, κοινωνικές πρακτικές ) (Fairclough 1992: 73) από φορείς που εκ των πραγμάτων εξουσιάζουν ή έχουν δύναμη, όπως ο λόγος των Μ.Μ.Ε ή ο θεσμικός λόγος. Ο λόγος της Διοίκησης (Διοικητικών Αρχών και των ανάλογων εγγράφων) στην ουσία δεν είναι τίποτε άλλο παρά έκφραση της θεσμισμένης δημόσιας (συλλογικής, βαθιά πατριαρχικής) σκέψης, η οποία καθιστά εν πολλοίς και κατά τον τύπο και κατά την ουσία, στην καλύτερη των περιπτώσεων, το θηλυκό γένος αόρατο (ο διευθυντής, ο δημόσιος υπάλληλος, ο προϊστάμενος, ο καθηγητής, ο δάσκαλος, ο επίκουρος, ο αναπληρωτής, ο γραμματέας, κ.λπ., κ.λπ.) και κατά συνέπεια τίθεται επιτακτικά η ανάγκη αλλαγής τους ώστε και τα γένη να γίνουν ορατά και επί της ουσίας αυτά να εκφράζουν τις σύγχρονες κοινωνικές- έμφυλες αναζητήσεις και διεκδικήσεις. Επομένως, στόχος της κριτικής ανάλυσης λόγου είναι η αποκάλυψη του τρόπου μέσα από τον οποίο η γλώσσα σφυρηλατεί και συντηρεί ηγεμονικούς έμφυλους (gendered) λόγους που κυριαρχούν στις δυτικές κοινωνίες (Λαμπροπούλου 2014). Η Υραγκουδάκη (2004) υποστηρίζει ότι στην Eλλάδα υπάρχει μια σχετικά περιορισμένη σε αυτό το γνωστικό πεδίο βιβλιογραφία, αφού από τη δεκαετία του 1990 ουσιαστικά αρχίζει να αναπτύσσεται. Η Παυλίδου (2006) επισημαίνει ότι η ταχεία συρρίκνωση του γυναικείου κινήματος ύστερα από τη νομοθετική διευθέτηση της ισότητας δεν επέτρεψε τη διαμόρφωση μιας συλλογικής συνείδησης για θέματα γλωσσικού σεξισμού και την άρθρωση κριτικού λόγου για τη γλώσσα. υμπερασματικά οι θεωρητικές προσεγγίσεις για το φύλο που κυριάρχησαν τον εικοστό αιώνα είναι κατ αρχάς αποτέλεσμα των βιολογικών διαφορών φύλου και της εσωτερίκευσης των κοινωνικών κανόνων που σχετίζονται με το να είναι γυναίκα ή άνδρας. Πολλές ερευνητικές μελέτες έχουν διεξαχθεί με το γενικό στόχο της Σελίδα 19
οικοδόμησης σταθερών και καθολικών απόψεων σχετικά με τη φύση των γυναικών και των ανδρών. Πιο σύγχρονες προσεγγίσεις απορρίπτουν την στατική θεώρηση του φύλου και υπογραμμίζουν τη δυαμική διάσταση τατυτότητας φύλου ως αποτέλεσμα της κοινωικής κατασκευής. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να προσεγγίζονται τα γλωσσικά χαρακτηριστικά που πιθανόν να διαφοροποιούν άνδρες και γυναίκες ως αποτελέσματα κοινωνικών τοποθετήσεων που συντηρούν καθιερωμένους ηγεμονικούς έμφυλους λόγους. Σελίδα 20
5.0 Γλωςςικόσ ςεξιςμόσ Ο γλωσσικός σεξισμός είναι ένα καθιερωμένο και αρκετά καλά τεκμηριωμένο φαινόμενο (Stanley1974, Schulz 1975, C. Miller and K. Swift 1976, Spender 1980, Cameron 1985, Smith, 1985, Coates, 1986, Graddol και Swann, 1989, Bergvall, το Bing και το Freed, 1996, Henley, 1989, Hill, 1986, Penfield, 1987, Kramarae, 1990, McConnell- Ginet, Borker και Furman, 1980, Mills, 1995). τη σεξιστική φύση της αγγλικής γλώσσας αναφέρεται ο Silveira (1980) στο έργο του «Γενικές αρσενικές λέξεις και σκέψεις" στο οποίο διερευνά τον τρόπο με τον οποίο το αρσενικό, θεωρείται ως ο κανόνας. Έπειτα η Spender (1985) (στο Segal 1994: 23-37) θεωρεί από τις αρχές της δεκαετίας του 1980 ότι η γλώσσα μας έχει δημιουργηθεί από άνδρες. Τποστηρίζει ότι οι γυναίκες απαξιώνονται μέσω σεξιστικών επισημάνσεων, συμπεριλαμβανομένων των σημασιολογικών αντίθετων λέξεων 'bachelor-spinster' (εργένης-γεροντοκόρη), 'mastermistress' (κύριος-παλλακίδα), 'lord-lady (λόρδος/άρχοντας-κυρία). Επιπρόσθετα επισημαίνει τη χρήση των λέξεων «αυτός» και «άνθρωπος» (η οποία υποτίθεται ότι περιλαμβάνει και τις γυναίκες), που στην πραγματικότητα καθιστά τις γυναίκες αόρατες, και ως εκ τούτου, ανίσχυρες, αλλά και Sapir (1985: 12) συμφωνεί με τη Spender στο ότι η γλώσσα δημιουργήθηκε από τους άνδρες και συμπληρώνει ότι «εξακολουθεί κατά κύριο λόγο να βρίσκεται κάτω από αρσενικό έλεγχο». H Nancy Henley (1987: 3-25) πρότεινε ότι οι περιπτώσεις γλωσσικού σεξισμού να εντάσσονται σε τρεις κατηγορίες: η γλώσσα που αγνοεί τις γυναίκες, γλώσσα που ορίζει περιορισμένα τις γυναίκες και η γλώσσα που υποτιμάται τις γυναίκες. την ελληνική βιβλιογραφία η Αναγνωστοπούλου (1997) υποστηρίζει ότι ανάλογα με τον τρόπο χρήσης της γλώσσας μεταφέρονται κοινωνικές και πολιτιστικές αξίες των χρηστών/στριών διαμορφώνοντας τις ιδεολογικές αντιλήψεις των αποδεκτών/κτριών της. Σαυτόχρονα επιβάλλει όρους στην κοινωνική ζωή και στις κοινωνικές σχέσεις, που αποτελούν προϋπόθεση για την ύπαρξη της (Υραγκουδάκη, Α. 1997:16). Προκύπτει το φαινόμενο του γλωσσικού σεξισμού, που αναφέρεται τις κοινωνικές αξίες και τις ιδεολογίες στις οποίες μυούνται τα άτομα μέσω του λόγου ακόμα και από πολύ μικρή ηλικία. Πρόκειται για τη χρήση της γλώσσας που δίνει το προβάδισμα στο αρσενικό έναντι του θηλυκού, που εμπεριέχει λέξεις και εκφράσεις που προσβάλλουν, υποβαθμίζουν, απαξιώνουν και αποκλείουν τις γυναίκες και γενικά εμπεριέχει το μήνυμα της ανισότητας των φύλων με πολλούς τρόπους. Αυτός ο λόγος είναι που αναπαράγει το γυναικείο και το ανδρικό πρότυπο τόσο μέσα στο κοινωνικό περιβάλλον, όσο και μέσα στα διοικητικά έγγραφα και σε έγγραφα όλου του δημόσιου βίου, ακόμα και στην εκπαίδευση (Λούβρου, 1994). Σελίδα 21
Ο όρος «σεξισμός» που δημιουργήθηκε κατ αναλογία του όρου «ρατσισμός», συνδέεται και ταυτίζεται με τα στερεότυπα του ρόλου των φύλων και αποτελεί κατασκεύασμα των φεμινιστριών της Αμερικής. Οι φεμινίστριες με τη δημιουργία και τη χρήση του συγκεκριμένου όρου είχαν σαν στόχο να δηλώσουν το ιδεολογικό υπόβαθρο και την κοινωνική συμπεριφορά, που οδηγεί σε φαινόμενα βίας, ρατσισμού και σε διακρίσεις εις βάρος των γυναικών βάσει των βιολογικών και ανατομικών τους διαφορών από τους άντρες (Κανατσούλη, 1999). υμπληρωματικά σύμφωνα με τη Σσοκαλίδου (2001) εξισμός είναι η πρακτική μέσω της οποίας υποβαθμίζονται άτομα με βάση το φύλο τους, η διάκριση εναντίον ενός φύλου. Εναλλακτικά χρησιμοποιείται και ο όρος «σεξουαλικός ρατσισμός» (Σσοκαλίδου 1996). Οι Frazier και Sadker (1975:2) αποδέχονται ότι ο σεξισμός είναι μία άποψη ότι τα ανθρώπινα φύλα έχουν τέτοια κατασκευή, η οποία καθορίζει τις ζωές τους θεωρώντας έτσι ότι 1) το ένα φύλο είναι ανώτερο από το άλλο και έχει το δικαίωμα να επιβάλλεται στο άλλο 2) υπάρχει μία πολιτική να ενισχύονται τέτοιες απόψεις 3) η κοινωνία και οι κυβερνήσεις βασίζονται πάνω σε αυτές τις απόψεις. Οι εκδηλώσεις σεξισμού μπορούν να λάβουν διάφορες μορφές και να αντανακλώνται είτε στη συμπεριφορά και τις πράξεις των ατόμων είτε στο λόγο. Όσον αφορά το γλωσσικό σεξισμό, η σύγχρονη γλωσσολογία υποστηρίζει πως η γλώσσα είναι σε θέση να εκφράσει ιδέες και μέσω αυτής της έκφρασης να διαμορφώσει και τις αντιλήψεις άλλων ατόμων. Σο φύλο που υποτιμάται είναι το γυναικείο, όταν σε μια πατριαρχική κοινωνία ο γυναικείος λόγος βρίσκεται στο περιθώριο και οι άντρες έχουν αισθητά μεγαλύτερη οικονομική και πολιτική δύναμη. "Η συμπεριφορά, η πολιτική, η γλώσσα ή οποιαδήποτε άλλη ενέργεια των ανδρών ή των γυναικών, η οποία εκφράζει τη θεσμοθετημένη και συστηματική, ολοκληρωμένη και συνεπή άποψη ότι οι γυναίκες είναι κατώτερες» (Kramarae & Treichler, 1985: 411). Δηλαδή με τον όρο «γλωσσικός σεξισμός» εννοείται η γλωσσική διεπίδραση σε μια ανδροκρατική κοινωνία, στην οποία η γλώσσα αποτυπώνει ακριβώς τις σχέσεις εξουσίας ανάμεσα στα φύλα και λειτουργεί με τέτοιο τρόπο ώστε να διαιωνίζεται και να νομιμοποιείται η εξουσία των αντρών εις βάρος των γυναικών (Μπουρντιέ 1996). υνεπώς, η γλώσσα δύναται να διαμορφώσει και τις αντιλήψεις των ατόμων, αλλά και των παιδιών σχετικά με τους ρόλους των δύο φύλων. ύμφωνα με τη Λούβρου (1994) η γλώσσα όχι μόνο εκφράζει τις κυρίαρχες κοινωνικές αντιλήψεις σχετικά με τα δύο φύλα, αλλά διαπαιδαγωγώντας επιβάλλει αυτές τις αντιλήψεις αναπαράγοντας την υποτέλεια του γυναικείου φύλου στο αρσενικό. Ειδικότερα η Υραγκουδάκη (1995) διασαφηνίζει ότι το θέμα του γλωσσικού σεξισμού δεν οφείλεται σε ανικανότητα "της γλωσσικής Σελίδα 22
δομής, αλλά συνιστά την "κανονικότητα της αρσενικής ιδιότητας των κοινωνικών τίτλων», δηλαδή "την «τάξη του κόσμου»). χετική είναι και η τοποθέτηση της κριτικής ανάλυσης λόγους ως αναφορά στους Λόγους (Discourses) που νοούνται ως τρόποι αντίληψης και αναπαράστασης του κόσμου. Τπό αυτή την έννοια υπάρχουν πολλοί διαφορετικοί τρόποι αναπαράστασης του κόσμου, ανάλογα με την θέση και οπτική του εκάστοτε φορέα λόγου. ύμφωνα με τον Fairclough (2003) οι Λόγοι είναι καθιερωμένοι χωρίς να είναι επιβεβλημένοι στον βαθμό που ανάγονται στην κοινή λογική και δεν αμφισβητούνται εύκολα (βλ. επίσης Eckert&McConnell-Ginet, 2003). H ανακύκλωση των έμφυλων ηγεμονικών λόγων που κυριαρχούν στις δυτικές κοινωνίες έχει ως αποτέλεσμα τον γλωσσικό σεξισμό. ύμφωνα με την Sunderland (2004) οι έμφυλοι λόγοι μπορεί επίσης να δημιουργούν και φύλα (gendering) με το να κατασκευάζουν τις γυναίκες με συγκεκριμένο τρόπο και να μεταδίδουν νοητικές αναπαραστάσεις για το τι σημαίνει να είσαι άνδρας ή γυναίκα. ε πολλές περιπτώσεις χρήσης της γλώσσας -στο δημόσιο και ιδιωτικό χώρο- είναι σεξιστική. Περίπτωση γλωσσικού σεξισμού μπορεί να θεωρηθεί ότι, σε συμβολικό επίπεδο, κάνει τις γυναίκες να φαίνονται αόρατες. Μια πτυχή της αφάνειας των γυναικών στη γλώσσα είναι η απουσία τους, από τα θέματα των ιστοριών ή το περιεχόμενο των άρθρων (Weatherall 2002:18). Ακόμα είναι γλώσσα που δίνει το προβάδισμα στο αρσενικό έναντι του θηλυκού, που εμπεριέχει λέξεις και εκφράσεις που προσβάλλουν, υποβαθμίζουν, απαξιώνουν και αποκλείουν τις γυναίκες και γενικά εμπεριέχει το μήνυμα της ανισότητας των φύλων με πολλούς τρόπους. Η χρήση της ελληνικής γλώσσας έχει πολλά στοιχεία που υποδηλώνουν διακρίσεις εις βάρος των γυναικών. το επίπεδο της γλώσσας, η υποτίμηση εναντίον των γυναικών εκφράζεται στη γραμματική, τη σύνταξη, τη σημασιολογία λέξεων και προτάσεων. Σο πιο τρανταχτό ίσως παράδειγμα αποτελεί η υπερίσχυση του αρσενικού γραμματικού γένους έναντι του θηλυκού και ουδετέρου. το επίπεδο της γλωσσικής δομής μπορούμε να το παρατηρήσουμε στη γραμματική, στη σύνταξη και στη σημασιολογία. Είναι σημαντικό να κατανοήσουμε τον τρόπο με τον οποίο η χρήση της γλώσσας αντανακλά και νομιμοποιεί τις άνισες σχέσεις εξουσίας ανάμεσα στα φύλα. Ειδικότερα οι κυριότερες περιπτώσεις σεξισμού στην ελληνική γλώσσα είναι οι ακόλουθες: τη γραμματική κυριαρχεί το αρσενικό γραμματικό γενος (Περιεκτικό Αρσενικό). Πρόκειται για τη γενικευτική/γενετική χρήση του αρσενικού, φαινόμενο που έχει μελετηθεί στη διεθνή βιβλιογραφία (Παυλίδου, 1984). Όπως έχει δηλωθεί στη Σελίδα 23