5. ΠΡΑΚΤΙΚΕΣ ΑΣΚΗΣΗΣ ΒΙΟΛΟΓΙΚΗΣ ΓΕΩΡΓΙΑΣ. Υπό ρος ΚΩΝ/ΝΟΥ ΠΟ ΗΜΑΤΑ, Αναπλ. Καθηγητή ΤΕΙ Λάρισας.



Σχετικά έγγραφα
Βιολογική Γεωργία Βασικές Αρχές, Προβλήματα και Προοπτικές AGROTICA 4 ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ 2012

Αρχές και φιλοσοφία της βιολογικής γεωργίας. Δούμα Κατερίνα Γεωπόνος

Δρ. Χ ρ υ σ ο ύ λ α Π α π α ϊ ω ά ν ν ο υ ΠΡΟΩΘΗΣΗ ΒΙΟΛΟΓΙΚΩΝ ΠΡΟΙΟΝΤΩΝ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΧΗΣ

ΒΙΟΛΟΓΙΚΗ ΓΕΩΡΓΙΑ ΕΚΔΟΣΗ: ΤΜΗΜΑ ΠΙΣΤΟΠΟΙΗΣΗΣ IRIS

ΒΙΟΛΟΓΙΚΗ ΚΑΛΛΙΕΡΓΕΙΑ ΑΜΠΕΛΙΟΥ ΣΤΗ ΘΗΒΑ

Δημήτρης Σωτηρόπουλος Τεχνολόγος Γεωπονίας DS Consulting

ασογεωργικά συστήµατα: Παράδοση και νέες προοπτικές ανάπτυξης και διαχείρισης της γεωργικής γης

ΒΙΟΚΑΛΛΙΕΡΓΕΙΑ. Τι είναι η βιολογική γεωργία;

Αντώνης Σιήμης Λειτουργός Γεωργίας Τμήμα Γεωργίας

ΒΙΟΛΟΓΙΚΑ ΤΡΟΦΙΜΑ βιολογικά τρόφιμα Ως προς τη θρεπτική αξία των τροφίμων

Ενότητα 3: : Ασφάλεια Βιολογικών Τροφίμων

ΙΚΤΥΟ ΒΙΟΛΟΓΙΚΩΝ ΠΡΟΪΟΝΤΩΝ

Βιολογική καλλιέργεια και διατροφή Γενετικά τροποποιημένα τρόφιμα

Πιστοποίηση βιολογικών προϊόντων και ολοκληρωμένης διαχείρισης. Γιώργος Κράββας Δ/ντης Agrisystems Γραφείο Θεσσαλονίκης

Αλεξ. Α. Καράµπελας ρ. Πυρηνικός Μηχανολόγος Μηχανικός Πρόεδρος της Ενωσης Βιοκαλλιεργητών Ηλείας 2007 Πρόεδρος της Ενωσης Βιοκαλλιεργητών Ηλείας «Η

H ΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΑΤΗΣ ΓΕΩΡΓΙΑΣ Γεωργία είναι το σύνολο των δραστηριοτήτων που σχετίζονται µε την καλλιέργεια του εδάφους της γης µε σκοπό την παραγωγή φυτ

Επίσηµη Εφηµερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. (Μη νομοθετικές πράξεις) ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΙ

econtentplus programme Χρηματοδοτείται από την Ευρωπαϊκή Ένωση Δρ. Δημήτριος Αντωνόπουλος Φυτπροστασία στη Βιολογική Γεωργία

2o ΔΙΕΘΝΈΣ ΣΥΝΈΔΡΙΟ. ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΟΙΌΤΗΤΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΜΠΟΡΊΑ ΤΩΝ ΑΓΡΟΤΙΚΏΝ ΠΡΟΪΌΝΤΩΝ Χερσόνησος Ηρακλείου, Σεπτεμβρίου 2008

Προσεγγίσεις για Πράσινη ανάπτυξη στη Γεωργία της Κρήτης Έµφαση στις Βιο-καλλιέργειες

Βιολογική Γεωργία στην Κύπρο. Παρελθόν, Παρόν και Μέλλον

Πρόκειται για τίτλο που δεν αφήνει να εννοηθεί καθαρά αυτό που στην. πραγματικότητα θα ήθελε να περιγράψει. Και αυτό επειδή

Η λίπανση της ελιάς μπορεί να εφαρμοστεί είτε με ανόργανα λιπάσματα, είτε με οργανικά υλικά (ζωική κοπριά, κομπόστα ή χλωρή λίπανση).

Οι δραστηριότητες του Ο.Γ.Ε.Ε.Κ.Α «ΗΜΗΤΡΑ» στον τοµέα της κατάρτισης των αγροτών σχετικά µε την παραγωγή βιολογικών προϊόντων Πηνελόπη.

Ο EΛΛΗΝΙΚΟΣ ΑΥΤΟΦΥΗΣ ΛΥΚΙΣΚΟΣ ΚΑΙ Η ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΑ ΚΑΛΛΙΕΡΓΕΙΑΣ ΤΟΥ ΛΥΚΙΣΚΟΥ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ

Δράση 1.1: βιολογική γεωργία ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΑΓΡΟΤΙΚΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ

Παραγωγικά συστήματα προβάτων και αιγών: Βιοποικιλότητα, τοπικές φυλές και προϊόντα τους

Μάρκετινγκ βιολογικών αγροτικών προϊόντων H στάση των καταναλωτών απέναντι στα βιολογικά προϊόντα


Βιολογικά Προϊόντα: Η εξέλιξή τους στην Ελλάδα Δρ Πολυμάχη Συμεωνίδου

Αειφορία και Αγροτική ανάπτυξη Δρ Ηλίας Ελευθεροχωρινός, Καθηγητής, Εργαστήριο Γεωργίας, Γεωπονική Σχολή, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης

Bιολογικά Προϊόντα στη Ζωή μας. Δρ Κωνσταντίνος Μακρής

Επειδή η συμβατική γεωργία. έχει φθάσει στα όρια της

ασογεωργικά συστήµατα και το ευρωπαϊκό πρόγραµµα SAFE

Πρόγραμμα εκπαίδευσης V-3DAS

Αμειψισπορά Αλληλουχία

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ ΤΟΠΙΚΑ ΠΡΟΪΟΝΤΑ & ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ

ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΕΝΗ ΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΣΤΗΝ ΕΛΙΑ. ηµήτριος Μπίζας Γεωπόνος

ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΗ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ

Προοπτικές συνεργασίας και καινοτομίας στο νέο ΠΑΑ

ΠΑΓΚΟΣΜΙΕΣ ΤΑΣΕΙΣ ΣΤΟΝ ΑΓΡΟΔΙΑΤΡΟΦΙΚΟ ΤΟΜΕΑ KAI ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ. Perrotis College Dr. Konstantinos Rotsios Mr. Nikolaos Gizgis

Μελέτη της συγκαλλιέργειας βίκου-κριθής. κριθής και µπιζελιού- και ποιοτικά χαρακτηριστικά της παραγόµενης χλωροµάζας

Ενότητα 3: : Ασφάλεια Βιολογικών Τροφίμων

ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΣΥΜΠΡΑΞΗ ΚΑΙΝΟΤΟΜΙΑΣ για την παραγωγικότητα και βιωσιμότητα της γεωργίας

Νέα Κοινή Αγροτική Πολιτική

Η νέα Κοινή Αγροτική Πολιτική και η βιώσιμη αγροτική ανάπτυξη στην Ελλάδα

-Ερωτ.: Θα συνεχίσουν να υπάρχουν οι ενισχύσεις στον αγροτικό τομέα και μετά το 2013 και σε τι ύψος; - Η απάντηση είναι ναι.

Η ΑΓΟΡΑ ΕΛΑΙΟΛΑ ΟΥ & ΕΛΙΩΝ ΣΤΗΝ ΤΥΝΗΣΙΑ

τηςσυγκαλλιέργειαςβίκου κριθήςως χαρακτηριστικάτης τηςχλωροµάζας.

Θύμης Ευθυμιάδης Διευθύνων Σύμβουλος. Νοέμβριος 2015

Πανελλήνιο συνέδριο νέων αγροτών Ρόδος Σεπτεμβρίου Subtitle. Συντάκης Μιλτιάδης ΜΙΝΕΡΒΑ ΑΕ

Η παραγωγή, η επεξεργασία και η εμπορία του Κρητικού κρέατος. Προβλήματα, προοπτικές.

Η βιολογική κτηνοτροφία πυλώνας για τη βιώσιμη ανάπτυξη

Όσπρια στην Ελλάδα Ποικιλίες, Σποροπαραγωγή.

Ενημερωτικό σημείωμα για τις δράσεις & του μέτρου 11 Βιολογική Γεωργία 2 η Πρόσκληση Έκδοση 5 η :

ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΕΣ ΠΟΙΚΙΛΙΕΣ ΕΛΙΑΣ ΣΤΟ ΝΟΜΟ ΧΑΛΚΙΔΙΚΗΣ. ΙΩΑΚΕΙΜ ΜΟΥΤΑΦΗ Γεωπόνου Δ/νση Αγροτικής Οικονομίας & Κτηνιατρικής ΠΕ Χαλκιδικής

Agro-logistics: Πιστοποίηση και Ιχνηλασιμότητα

ΠΕΡΙΛΗΨΗ ΟΜΙΛΙΑΣ ΠΑΥΛΟΥ ΚΑΠΟΓΛΟΥ ΣΤΗΝ ΔΙΗΜΕΡΙΔΑ ΤΟΥ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΔΥΤΙΚΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΣΤΙΣ 29-30/ 3/2013 ΣΤΟ ΑΓΡΙΝΙΟ.

Εδαφοκάλυψησε αγροοικοσυστήµατα

Επιχειρηµατικότητα στα βιολογικά προϊόντα

Η ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΕΝΗ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΤΗΣ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗΣ ΤΟΜΑΤΑΣ ΣΤΟΝ ΝΟΜΟ ΗΛΕΙΑΣ

Άρθρα 36 (α) (ii) και 37 του Κανονισµού (EΚ) 1698/2005 Άρθρο 64 και σηµείο Παράρτηµα II του Κανονισµού (ΕΚ) 1974/2006

Φιλική προς το περιβάλλον παραγωγή βιομάζας Θ.Α. ΓΕΜΤΟΣ ΕΥ ΤΟΥ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΟΣ

ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΕΣ ΚΑΙ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΑΥΞΗΣΗΣ ΤΟΥ ΚΥΚΛΟΥ ΕΡΓΑΣΙΩΝ ΤΗΣ ΘΕΣΣΑΛΙΚΗΣ ΓΕΩΡΓΙΑΣ

Ηέννοιατωναγροτικών προϊόντων ΝΤΟΥΜΗΠ. Α.

ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΣΤΑ ΘΕΜΑΤΑ ΠΑΝΕΛΛΑΔΙΚΩΝ ΕΞΕΤΑΣΕΩΝ 2018 ΕΞΕΤΑΖΟΜΕΝΟ ΜΑΘΗΜΑ ΑΡΧΕΣ ΒΙΟΛΟΓΙΚΗΣ ΓΕΩΡΓΙΑΣ

Η ΣΥΜΒΟΛΗ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΣΤΗΝ ΕΓΧΩΡΙΑ ΣΠΟΡΟΠΑΡΑΓΩΓΗ

Θέµα: ΑΝΑΠΤΥΞΙΑΚΟΣ ΝΟΜΟΣ 3299/2004

TRUE Εργαστήριο Κηπευτικών Καλλιεργειών Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών.

Βιολογική Γεωργία. Χλωρά Λίπανση Φυτά. Θεωρία Βιολογική Γεωργία. Γεώργιος Δημόκας. * Καθηγητής Εφαρμογών - Τ.Ε.Ι. Πελοποννήσου 12 / 10 / 2015

Γεωργία Ακριβείας και Κλιματική Αλλαγή

ΚΑΠ Εθνικές Επιλογές

Χρήστος Μουρούτογλου Σταύρος Καρράς Γεώργιος Δημόκας

aγρoterra #14 Αγροτικές εξαγωγές Τα προϊόντα-πρωταγωνιστές τού αύριο Πλήρης οδηγός για την αλόη και η ελληνική εμπειρία 14/09/2013

Βασικές Αρχές Αναγνώριση

ECONOMIST CONFERENCES ΟΜΙΛΙΑ

Ποσοστό στη.. του Μέτρου. Ποσό (σε ΕΥΡΩ)

ΒΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΤΡΟΦΗ ΒΟΟΕΙΔΩΝ

ΘΕΡΜΟΚΗΠΙΑΚΩΝ ΚΑΛΛΙΕΡΓΕΙΩΝ ΚΑΙ ΑΝΘΟΚΟΜΙΑΣ

Αικ. Καρυώτη 1.2. & Ν. Γ. Δαναλάτος 1

ΑΛΕΞΑΝ ΡΕΙΟ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΕΚΠΑΙ ΕΥΤΙΚΟ Ι ΡΥΜΑ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΣΧΟΛΗ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑΣ ΓΕΩΠΟΝΙΑΣ ΤΜΗΜΑ ΦΥΤΙΚΗΣ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ

Έρευνα διάρθρωσης γεωργικών και κτηνοτροφικών εκμεταλλεύσεων ΕΙΔΟΣ. Δειγματοληπτική έρευνα / Απογραφική έρευνα

Του Δημήτρη Λώλη, Γεωπόνου

ΒΙΟΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ ΣΤ ΕΞΑΜΗΝΟΥ Τμήμα Ιατρικών Εργαστηρίων Τ.Ε.Ι. Αθήνας

Κοινή Γεωργική Πολιτική και Αγροτική Ανάπτυξη ( )

Συνεργάστηκαν οι μαθητές: Κερτένης Γιώργος Γκατζάλ Χασάν Αλή Μεμέτ Εφέντη Νουρτζάν Μπαλδζή Σεχέρ

Δράση για τη μείωση της ρύπανσης του νερού από γεωργική δραστηριότητα

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. ΜΕΡΟΣ Α ΣΙΤΗΡΑ (Χειμερινά, Εαρινά)

ΑΝΑΘΕΩΡΗΣΗ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΓΙΑ ΤΗ ΒΙΟΛΟΓΙΚΗ ΓΕΩΡΓΙΑ

Ομιλία Προέδρου Συνεταιρισμού ΘΕΣγη, Παναγιώτη Καλφούντζου Συνέδριο Economist Λάρισα, 3 Μαϊόυ 2018

Αγροτική Επιχειρηματικότητα: Τάση ή Εργαλείο Ανάπτυξης

ΛΙΒΑΔΟΚΤΗΝΟΤΡΟΦΙΚΗ ΑΝΑΠΤΥΞΗ

Ολοκληρωµένη Διαχείριση Ζιζανίων Πρόγραµµα LIFE+ HydroSense

Μέχρι πριν λίγα χρόνια καλλιεργούνταν σε αρκετή έκταση βίκος για σποροπαραγωγή, που σήμερα όμως περιορίστηκε πάρα πολύ.

Προοπτικές ανάπτυξης ενεργειακών καλλιεργειών στην Ελλάδα και ΕΕ. Επιπτώσεις στο περιβάλλον Φάνης Γέμτος, Εργαστήριο Γεωργικής Μηχανολογίας,

Ελληνικό Αγρο-διατροφικό Σύστημα και Κ.Α.Π. Κλωνάρης Στάθης Γεωπονικό Πανεπιστήμιο Αθηνών

(Ψηφίσματα, συστάσεις και γνωμοδοτήσεις) ΣΥΣΤΑΣΕΙΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ

INCOFRUIT - (HELLAS)

Δρ. Δημήτριος Βλαχοστέργιος Ινστιτούτο Κτηνοτροφικών Φυτών & Βοσκών Λάρισας

προϊόντων ένα τρίπτυχο: Ποιότητα Ασφάλεια καταναλωτή Περιβαλλοντική μέριμνα.

Transcript:

5. ΠΡΑΚΤΙΚΕΣ ΑΣΚΗΣΗΣ ΒΙΟΛΟΓΙΚΗΣ ΓΕΩΡΓΙΑΣ Υπό ρος ΚΩΝ/ΝΟΥ ΠΟ ΗΜΑΤΑ, Αναπλ. Καθηγητή ΤΕΙ Λάρισας. 5.1 ΕΙΣΑΓΩΓΗ Η βιολογική γεωργία είναι µία από τις εναλλακτικές µορφές γεωργικής παραγωγής και αποτελεί αντικείµενο αυξανόµενου και πολύπλευρου ενδιαφέροντος, ιδιαίτερα κατά τα τελευταία χρόνια. Ο όρος «βιολογική» φαίνεται επικρατέστερος ύστερα από τη χρησιµοποίηση και άλλων συνωνύµων όρων, όπως «οργανική», «οικολογική», «αειφόρος», «φυσική» κλπ. Η βιολογική γεωργία, η οποία είναι ευρέως γνωστή ως «η παραγωγή αγροτικών προϊόντων χωρίς τη χρήση τεχνητών χηµικών ουσιών», διαφέρει από τη λεγόµενη συµβατική γεωργία, βασικά κατά το ότι η δεύτερη χαρακτηρίζεται από καλλιεργητικές πρακτικές υψηλών εξωτερικών εισροών και προϋποθέτει γι αυτό την εντατική χρήση καλλιεργητικών, αγροχηµικών, φυσικών όρων και πηγών ενέργειας, οι οποίες τείνουν να εξαντληθούν ή να γίνουν ασύµφορες. Η βιολογική γεωργία δεν πρέπει να συγχέεται µε τη µέθοδο της ολοκληρωµένης αντιµετώπισης εχθρών και ασθενειών, κατά την οποία εφαρµόζεται συνδυασµός προληπτικών, φυσικών, βιολογικών, βιοχηµικών, χηµικών και βιοτεχνολογικών πρακτικών. Για τον ακριβή ορισµό της έννοιας της βιολογικής γεωργίας, είναι σκόπιµο ν αναφερθούµε στον ορισµό που έχει αναπτυχθεί από τον κώδικα τροφίµων, µε βάση συµβολές εµπειρογνωµόνων απ όλο τον κόσµο. Ο κώδικας θεωρεί τη βιολογική γεωργία ως ένα σφαιρικό σύστηµα γεωργικής παραγωγής (φυτικών και ζωικών προϊόντων) που ευνοεί τις πρακτικές διαχείρισης µάλλον παρά την προσφυγή σε παράγοντες παραγωγής εξωτερικής προέλευσης. Σύµφωνα µε τις κατευθυντήριες γραµµές του Κώδικα, η βιολογική γεωργία πρέπει να συµβάλει στους εξής στόχους : «στην αύξηση της βιοποικιλότητας στο σύνολο του συστήµατος, στην αύξηση της βιολογικής δραστηριότητας των εδαφών, στη διατήρηση της γονιµότητας των εδαφών µακροπρόθεσµα, στην ανακύκλωση των αποβλήτων φυτικής και ζωικής προέλευσης προκειµένου να αποκατασταθούν τα στοιχεία που είναι θρεπτικά για τη γη, µειώνοντας έτσι, όσο είναι δυνατόν, τη χρήση µη ανανεώσιµων πόρων, στην προσφυγή στους ανανεώσιµους πόρους στα γεωργικά συστήµατα που είναι οργανωµένα τοπικά, στην προώθηση της ορθής χρήσης των εδαφών, του νερού και του αέρα και τη µείωση όλων των µορφών µόλυνσης που θα µπορούσαν να προκαλέσουν οι καλλιεργητικές πρακτικές και οι πρακτικές εκτροφής ζώων, στο χειρισµό των γεωργικών προϊόντων, προσέχοντας ιδίως τις µεθόδους µεταποίησης, προκειµένου να διατηρηθεί η βιολογική ακεραιότητα και οι ουσιαστικές ποιότητες του προϊόντος σε όλα τα στάδια, στην πρόβλεψη, σε µια υπάρχουσα εκµετάλλευση µετά από µια περίοδο µετατροπής, η διάρκεια της οποίας καθορίζεται από ειδικούς παράγοντες του τόπου, όπως, για παράδειγµα, του ιστορικού της γης, των τύπων καλλιέργειας και εκτροφής προς πραγµατοποίηση». (Organic farming: guide to community roles. Europ. Comm. Dir. Gen.

Agr.). Όσο για την εκτροφή ζώων στα πλαίσια της βιολογικής γεωργίας, αυτή κατά βάση στηρίζεται στην αρχή της ύπαρξης ενός στενού δεσµού ανάµεσα στα ζώα και τις γεωργικές εκτάσεις. Η ύπαρξη αυτού του δεσµού υπαγορεύει να έχουν τα ζώα µεγάλη πρόσβαση σε εξωτερικές εκτάσεις για άµεση έκθεση στις ευεργετικές περιβαλλοντικές συνθήκες και η διατροφή που τους δίνεται να είναι όχι µόνο βιολογική, αλλά κατά προτίµηση, να προέρχεται από την εκµετάλλευση την ίδια. Άλλωστε, οι σχετικοί µε την καλή φυσική ανάπτυξη των ζώων κανόνες και η κτηνιατρική περίθαλψη, καθορίζουν λεπτοµερώς αυτό το µέρος της βιολογικής γεωργίας. Ανεξάρτητα από τα προϊόντα, φυτικά ή ζωικά, οι στόχοι της βιολογικής παραγωγής παραµένουν οι ίδιοι : εφαρµογή περιοριστικών πρακτικών από την άποψη της προστασίας του περιβάλλοντος, αρµονικότερη κατοχή του αγροτικού χώρου, σεβασµός της καλής φυσικής διαβίωσης των ζώων, παραγωγή γεωργικών προϊόντων υψηλής ποιότητας. Προκειµένου να δοθεί συγκεκριµένο περιεχόµενο σ αυτούς τους δύσκολους στόχους, που να µπορεί να καταστήσει εξειδικευµένη τη βιολογική γεωργία σε σχέση µε τη συµβατική γεωργία, ήταν απαραίτητο, να κωδικοποιηθούν οι αποδεκτές πρακτικές. Αυτό πραγµατοποιήθηκε κατ αρχήν στις ιδιωτικές συγγραφές υποχρεώσεων, µετά από τις νοµοθεσίες ή τις επίσηµες κατευθυντήριες γραµµές, σε διεθνές ή εθνικό επίπεδο. Προκειµένου να δει κανείς ειδικότερα τις πρώτες βασικές πρακτικές που έχουν καθιερωθεί για την έναρξη των διαφόρων συστηµάτων µοντέλων βιολογικής αγροτικής παραγωγής, είναι σκόπιµο να ξεκινήσει από την ποιότητα εδάφους η οποία αποτελεί βασική προϋπόθεση επιτυχούς άσκησης της βιολογικής παραγωγής αγροτικών προϊόντων και να καταλήξει στην αποτελεσµατική και ασφαλή εµπορία τους, η οποία πρέπει να πείθει απόλυτα τον καταναλωτή για κάθε τι που αφορά την ποιότητα και τις προδιαγραφές των προϊόντων. Ακολούθως, εκθέτονται περιληπτικά τέτοιες προϋποθέσεις άσκησης βιολογικής γεωργίας, σύµφωνα µε παραδεκτές και υιοθετηµένες απόψεις ειδικών (USDA,διάφορες πανεπιστηµιακές σχολές κλπ.) : Απαγόρευση χρήσης συνθετικών λιπασµάτων επί 36 µήνες πριν από τη συγκοµιδή των πιστοποιηθέντων βιολογικών αγροτικών προϊόντων. Απαγόρευση χρήσης συνθετικών φυτοφαρµάκων (µυκητοκτόνων, εντοµοκτόνων, ζιζανιοκτόνων) επί 36 µήνες πριν από τη συγκοµιδή των πιστοποιηθέντων βιολογικών αγροτικών προϊόντων. Εφαρµογή αµειψισπορών οι οποίες περιλαµβάνουν εδαφοβελτιωτικές ψυχανθείς καλλιέργειες ή συγκαλλιέργειες µικρόσπερµων σιτηρών µε µικρόσπερµα ψυχανθή είδη, κάθε πέντε χρόνια τουλάχιστον. Η τακτική των αµειψισπορών αυτών συµβάλλει στον περιορισµό (λόγω διακοπής του βιολογικού κύκλου) ζιζανίων, εντόµων και ασθενειών, καθώς και στην αποκατάσταση της εξαντληµένης από ορισµένες κύριες καλλιέργειες, εδαφικής γονιµότητας και υγιεινής κατάστασης. Για την αποκατάσταση ή

διατήρηση της γονιµότητας του εδάφους εφαρµόζονται κατάλληλα συστήµατα αµειψισποράς µε ψυχανθή, χλωρές ή οργανικές λιπάνσεις και προσθήκες διαφόρων ειδών κοµπόστας. Απαγόρευση χρήσης συνθετικών ορµονών ή αντιβιοτικών για τα ζώα και χρήση οργανικών τροφών και φυσικών βοσκών. Επίσης, κατά τη µετατροπή µιας έκτασης, όπου ασκείται συµβατική γεωργία, σε έκταση βιολογικής γεωργίας, η ελάχιστη διάρκεια µετατροπής είναι δύο χρόνια πριν από τη σπορά ετήσιων καλλιεργειών και τρία χρόνια πριν από την πρώτη συγκοµιδή πολυετών καλλιεργειών, οι οποίες δεν χρησιµοποιούνται ως λιβάδια. Βέβαια, η περίοδος αυτή µπορεί να παραταθεί ή να µειωθεί, ανάλογα µε τα καλλιεργητικά περιστατικά που προηγήθηκαν, όπως ορίζουν οι εθνικοί και κοινοτικοί κανονισµοί. Τέλος, η συγκοµιδή αυτοφυών φυτών στο φυτικό περιβάλλον (δάση και γεωργικές εκτάσεις), εξοµοιώνεται µε µεθόδους βιολογικής παραγωγής, εφ όσον οι εν λόγω εκτάσεις δεν έχουν δεχτεί, κατά τη διάρκεια των τριών χρόνων που προηγήθηκαν της συγκοµιδής, προϊόντα που είναι απαγορευµένα στη βιολογική γεωργία και εφ όσον η ίδια συγκοµιδή δεν θίγει τη σταθερότητα του φυσικού οικότυπου και την επιβίωση των ειδών.

5.2 ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΤΗΣ ΒΙΟΛΟΓΙΚΗΣ ΓΕΩΡΓΙΑΣ Η βιολογική γεωργία είναι η κατάληξη µιας σειράς µελετών και το αποτέλεσµα της ανάπτυξης διαφόρων εναλλακτικών µεθόδων γεωργικής παραγωγής, που ξεκίνησαν ουσιαστικά από την αρχή του αιώνα, στη Β. Ευρώπη. Θα πρέπει εδώ να αναφέρουµε τρία ρεύµατα σκέψης : Η βιοδυναµική γεωργία, που εµφανίστηκε στη Γερµανία, µε την ώθηση του Rudolf Steiner, Η οργανική γεωργία (organic farming), που είδε το φως στην Αγγλία, χάρη στις απόψεις που ανέπτυξε ο Sir Howard στη Γεωργική ιαθήκη (1940), Η βιολογική γεωργία, που αναπτύχθηκε στην Ελβετία, από τους Hans Peter Rusch και H. Muller. Αυτά τα διάφορα κινήµατα, από τα οποία κατάγονται ορισµένοι από τους προστατευόµενους όρους από την κοινοτική νοµοθεσία, θεωρούσαν ουσιαστικό, µε ορισµένες αποχρώσεις, το δεσµό ανάµεσα στη γεωργία και τη φύση, καθώς και το σεβασµό των φυσικών ισορροπιών και απείχαν εποµένως από µία προσέγγιση µάλλον καθοδηγητική της γεωργίας, µεγιστοποιώντας τις αποδόσεις µέσω πολλαπλών παρεµβάσεων µε διάφορες κατηγορίες συνθετικών προϊόντων. Παρά την ύπαρξη και την ισχύ αυτών των ρευµάτων σκέψης, η βιολογική γεωργία έµεινε για πολύ καιρό σε εµβρυακή κατάσταση στην Ευρώπη. Καθ όλη τη διάρκεια της δεκαετίας του 50, ο κύριος στόχος που αποδίδονταν στη γεωργία ήταν να ικανοποιεί, χάρη σε µια πολύ σηµαντική αύξηση της γεωργικής παραγωγής, τις άµεσες ανάγκες σε τρόφιµα και να αυξάνει το βαθµό αυτάρκειας στην Ευρωπαϊκή κοινότητα. Εποµένως, είναι κατανοητό ότι η βιολογική γεωργία δυσκολεύτηκε πολύ να επιτύχει, στο πλαίσιο αυτό, ευνοϊκή απήχηση. Αντίθετα, στο τέλος της δεκαετίας του 60 και κυρίως στη δεκαετία του 70, αναδείχτηκε µία σηµαντική συνειδητοποίηση, στο επίπεδο της προστασίας του περιβάλλοντος, όπου η βιολογική γεωργία θα µπορούσε να δώσει κατάλληλη απάντηση. Νέοι σύνδεσµοι δηµιουργούνται, συγκεντρώνοντας παραγωγούς, καταναλωτές και άλλα άτοµα τα οποία ενδιαφέρονται για την οικολογία και για µια ζωή περισσότερο στενά συνδεδεµένη µε τη φύση. Οι οργανώσεις αυτές αναπτύσσουν τις δικές τους συγγραφές υποχρεώσεων µε τους κανόνες παραγωγής που πρέπει να τηρούνται. Η βιολογική γεωργία ανθίζει, ωστόσο πραγµατικά, στη διάρκεια της δεκαετίας του 80, εφόσον αυτός ο νέος τρόπος παραγωγής και το ενδιαφέρον των καταναλωτών γι αυτά τα προϊόντα, συνεχίζουν να αναπτύσσονται όχι µόνο στο µεγαλύτερο µέρος των ευρωπαϊκών χωρών, αλλά και σε άλλες χώρες, όπως οι Ηνωµένες Πολιτείες, ο Καναδάς, η Αυστραλία και η Ιαπωνία. Παρατηρούµε στην περίπτωση αυτή, µια σηµαντική αύξηση του αριθµού των παραγωγών και την έναρξη πρωτοβουλιών στον τοµέα της µεταποίησης και εµπορίας των βιολογικών προϊόντων.

Το ευνοϊκό αυτό για την ανάπτυξη της βιολογικής γεωργίας πλαίσιο, οφείλεται σε µεγάλο βαθµό στη σταθερή φροντίδα των καταναλωτών να τους προσφέρονται προϊόντα υγιή και περισσότερο σύµφωνα µε το περιβάλλον. Παράλληλα, οι επίσηµες διοικητικές υπηρεσίες αναγνωρίζουν σιγά-σιγά τη βιολογική γεωργία, εντάσσοντάς την στα θέµατα έρευνάς τους και αποκτώντας ίδιες νοµοθεσίες στον τοµέα αυτό (όπως π.χ. στην Αυστρία, τη Γαλλία, τη ανία, κλπ.). Ακόµη, χορηγούνται επιδοτήσεις, τόσο σε εθνικό όσο και σε περιφερειακό επίπεδο, από ορισµένα κράτη µέλη, υπέρ του τύπου αυτού γεωργίας. Παρά τις προσπάθειες αυτές, η βιολογική γεωργία παραµένει, ωστόσο, στη διάρκεια της περιόδου αυτής ελλειµατική, επειδή στα µάτια των καταναλωτών είναι διάχυτη µια κάποια σύγχυση, που αφορά τη σηµασία της ίδιας της έννοιας της βιολογικής γεωργίας και τους περιορισµούς που η τελευταία επιβάλλει. Η αιτία της σύγχυσης αυτής βρίσκεται ουσιαστικά στην ύπαρξη διαφόρων «σχολών» και διαφορετικών «φιλοσοφιών», στην έλλειψη εναρµόνισης των χρησιµοποιουµένων ορολογιών, στην ετερογενή παρουσίαση των προϊόντων, στην απουσία σαφούς διαχωρισµού και διάκρισης ανάµεσα σε βιολογικά προϊόντα, προϊόντα ποιότητας, φυσικά προϊόντα, κλπ. Και η σύγχυση αυτή ενισχύεται ακόµη περισσότερο από την απατηλή χρησιµοποίηση των ενδείξεων που αναφέρονται σ αυτόν τον τρόπο παραγωγής. Υπό τις συνθήκες αυτές, η θέσπιση ενός νοµοθετικού πλαισίου φάνηκε ως το µέσον το οποίο θα επέτρεπε στη βιολογική γεωργία να βρεί τη θέση της, κατά τρόπο αξιόπιστο, στην περιορισµένη αγορά που αποτελούν τα προϊόντα ποιότητας. Έτσι, στις αρχές της δεκαετίας του 90, εγκρίθηκε στα πλαίσια της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, ο κανονισµός (ΕΟΚ) 2092 / 91. Η κίνηση αυτή, επίσηµης αναγνώρισης της βιολογικής γεωργίας, επεκτάθηκε στη συνέχεια σε διάφορες άλλες χώρες και επίσης ακολούθησαν πρωτοβουλίες σε διεθνές επίπεδο. Ακολούθησαν κι άλλοι κανονισµοί, όπως ο κανονισµός (ΕΟΚ) 2078 / 92, που άνοιξε νέες δυνατότητες οικονοµικής στήριξης της βιολογικής γεωργίας, κλπ. Η οργάνωση IFOAM δηµιούργησε στη συνέχεια περιφερειακές οµάδες, συµβάλλοντας έτσι στη διατήρηση ενός διαλόγου µε την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, σχετικά µε την ανάπτυξη του τοµέα της βιολογικής γεωργίας. Επίσης, η Επιτροπή του Κώδικα Τροφίµων (Codex Alimentarius), το 1999 ενέκρινε τις κατευθυντήριες γραµµές που αφορούν την παραγωγή, τη µεταποίηση, τη σήµανση και την εµπορία των Τροφίµων που προέρχονται από τη βιολογική παραγωγή. Οι οδηγίες αυτές καταρτίζουν τις αρχές της βιολογικής παραγωγής σε επίπεδο της γεωργικής εκµετάλλευσης, της προετοιµασίας, της αποθεµατοποίησης, της µεταφοράς, της επισήµανσης και της εµπορίας των φυτικών προϊόντων. Πρέπει να επιτρέπουν στις χώρες µέλη να εκπονούν τη δική τους νοµοθεσία, µε βάση αυτές τις αρχές, λαµβάνοντας ωστόσο υπόψη τις εθνικές ιδιοµορφίες. Επιπλέον, ήδη θεσπίζονται κατευθυντήριες γραµµές στον τοµέα της βιολογικής παραγωγής προϊόντων ζωικής προέλευσης.

Τέλος, από το 1999, ο FAO θέσπισε ένα πρόγραµµα εργασίας στον τοµέα της βιολογικής γεωργίας, στόχος του οποίου είναι ουσιαστικά η ανάπτυξη της βιολογικής γεωργίας στις αναπτυσσόµενες χώρες. Όσο για τις εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης χώρες, αξίζει ν αναφερθεί ότι η Ισλανδία, η Νορβηγία και το Λιχτενστάϊν, δηµιούργησαν στα πλαίσια του Ευρωπαϊκού Οικονοµικού Χώρου, νοµοθεσίες οι οποίες ευθυγραµµίζονται µε την κοινοτική νοµοθεσία και συµµετέχουν ως παρατηρητές στις εργασίες διαχείρισης σε επίπεδο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Επιπλέον, απέναντι στην ανάγκη να περιλάβουν το κοινοτικό κεκτηµένο µετά την προσχώρηση, οι νεοφώτιστες στην Ε. Ένωση Κύπρος και Μάλτα, αλλά και υποψήφια για προσχώρηση Τουρκία, άρχισαν από διετίας περίπου µια διαδικασία θέσπισης ίδιων νοµοθεσιών της βιολογικής γεωργίας, ευθυγραµµιζόµενες έτσι µε τη νοµοθεσία της Ε. Ένωσης. Άλλωστε, η Αργεντινή, η Αυστραλία, ο Καναδάς, οι Ηνωµένες Πολιτείες, το Ισραήλ, η Ιαπωνία, η Ελβετία και άλλες χώρες, έχουν ήδη ή βρίσκονται στο σηµείο να θεσπίσουν τις δικές τους ειδικές νοµοθεσίες για τη βιολογική γεωργία. Υπό τις συνθήκες αυτές, το 2 000 στην Ε. Ένωση, η Ιταλία ξεπέρασε το όριο των 50 000 εκµεταλλεύσεων που είχαν πιστοποιηθεί ως βιολογικές ή σε µετατροπή, και καταλάµβαναν συνολική έκταση άνω των 950 000 εκταρίων. Αντίστοιχα, στη ανία υπήρχαν πάνω από 37 000 εκµεταλλεύσεις, συνολικής έκτασης περί τα 145 000 εκτάρια, στην Αυστρία περί τις 20 000 εκµεταλλεύσεις, συνολικής έκτασης περί τα 280 000 εκτάρια κλπ. (Ευρωπαϊκή Επιτροπή- Γεν. /νση Γεωργίας: Η βιολογική Γεωργία. 1999). Η αντίστοιχη σηµερινή εικόνα, για τις δέκα Ευρωπαϊκές χώρες µε τη µεγαλύτερη έκταση υπό βιολογική εκµετάλλευση, παρουσιάζεται πληρέστερα στο σχήµα 1 που ακολουθεί : Εκτάρια 1.400.000 1.200.000 1.000.000 800.000 600.000 400.000 200.000 0 ITA UK DEU ESP FR AU CHE SWE DEN FIN Σχήµα 1. Οι δέκα Ευρωπαϊκές χώρες µε τις µεγαλύτερες εκτάσεις υπό βιολογική εκµετάλλευση.

5.3 ΒΙΟΛΟΓΙΚΗ ΓΕΩΡΓΙΑ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑ Α 5.3.1 ΓΕΩΡΓΙΑ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑ Α. α. Φυτική παραγωγή : Σύµφωνα µε στοιχεία του Υπουργείου Γεωργίας, το έτος 1995 υπήρχαν στην Ελλάδα 774 000 γεωργικές εκµεταλλεύσεις, συνολικής έκτασης περί τα 51 480 000 στρέµµατα. Το µέσο µέγεθος γεωργικής εκµετάλλευσης ήταν περίπου 66 στρέµµατα. Σηµειωτέον ότι οι µεγαλύτερες γεωργικές εκµεταλλεύσεις περιλαµβάνουν και ένα σηµαντικό ποσοστό ενοικιαζόµενης γεωργικής γης. Το ίδιο ισχύει, σε γενικές γραµµές και για τις γεωργικές εκµεταλλεύσεις βιολογικής κατεύθυνσης. Βασικός καθοριστικός παράγοντας της φυτικής παραγωγής στην Ελλάδα είναι το νερό. Η σπουδαιότητα του νερού για τη φυτική παραγωγή στην Ελλάδα είναι πολύ µεγαλύτερη από εκείνη του εδάφους και των συνθηκών κλίµατος. Έτσι, η φυτική παραγωγή υπό ξηρικές συνθήκες καλλιέργειας, χαρακτηρίζεται από πολύ µεγαλύτερους κινδύνους και αστάθεια παραγωγής, σε σύγκριση µε την παραγωγή υπό ποτιστικές συνθήκες. Η φυτική παραγωγή υπό ξηρικές συνθήκες περιλαµβάνει κυρίως καλλιέργειες σιτηρών, οσπρίων, µερικές καλλιέργειες κτηνοτροφικών φυτών για παραγωγή σανού, λίγο σουσάµι, ελιές και αµπέλια. Οι ποτιστικές καλλιέργειες ακολουθούν τα πρότυπα της παγκόσµιας συµβατικής γεωργίας : εφαρµογή εισροών και τεχνητών χηµικών ουσιών, σε υψηλό βαθµό, πράγµα που ως ένα σηµαντικό βαθµό οφείλεται και στις τεράστιες διαφηµιστικές δραστηριότητες των χηµικών βιοµηχανιών. Τα µοντέλα της παραδοσιακής καλλιέργειας έχουν µάλλον εξαφανιστεί. Ωστόσο, τις παραδοσιακές τεχνικές καλλιέργειας µπορεί ακόµα να τις εύρει κανείς στους παλιότερους έλληνες γεωργούς, οι οποίοι γνωρίζουν από παλιά τη χλωρή λίπανση (µε αναστροφή και ενσωµάτωση στο έδαφος της πράσινης φυτικής µάζας ψυχανθών ή και µερικών άλλων χορτοδοτικών ειδών). Κατά την άποψη πολλών ειδικών, στην Ελλάδα είναι ευκολότερο να µετατραπεί µία συµβατική καλλιέργεια εκτατικής µορφής σε βιολογική, παρά µια συµβατική καλλιέργειας εντατικής µορφής, η οποία θα χρειαστεί περισσότερες και δυσκολότερες τεχνολογικές προσαρµογές στο σύστηµα εκµετάλλευσης. Όµως, το βασικό πρόβληµα για την επέκταση της βιολογικής γεωργίας στην Ελλάδα, είναι η έλλειψη πληροφοριών και κατάρτισης για θέµατα βιολογικής καλλιέργειας. Σύµφωνα µε πρόσφατα στοιχεία, µόνο το 5,7 % των ελλήνων αγροτών έχουν παρευρεθεί σε γεωργικά προγράµµατα κατάρτισης, ενός ή περισσοτέρων ετών. (http://www.organic-europe.net/country_reports/greece/default.asp). β. Ζωική παραγωγή : Συνήθως, οι εκµεταλλεύσεις ζωικής παραγωγής στην Ελλάδα, αποτελούν χωριστές εκµεταλλεύσεις από εκείνες της φυτικής παραγωγής. Από τ αγροτικά ζώα, τα πρόβατα και οι κατσίκες βόσκουν σε εκτάσεις συγκοµισµένων καλλιεργειών ή και δηµόσιες και κοινοτικές εκτάσεις, που περιλαµβάνουν δασώδεις περιοχές, λιβάδια και υποβαθµισµένα άγονα βοσκοτόπια. Κατά το χειµώνα, η διατροφή των ζώων αυτών συµπληρώνεται από ζωοτροφές που παράγει ο ίδιος γεωργός ιδιοκτήτης ή που αγοράζει από άλλους παραγωγούς της γύρω περιοχής.

Ωστόσο, υπάρχουν και µεγάλες κτηνοτροφικές εκµεταλλεύσεις, οργανωµένες κατά τα πρότυπα της δυτικής και κεντρικής Ευρώπης, όπου παράγονται αυγά, γάλα και κρέας, για τα ντόπια κέντρα κατανάλωσης, οι οποίες χρησιµοποιούν αποκλειστικά αγορασµένες ζωοτροφές. Όσο για τα συστήµατα ανακύκλωσης διαφόρων οργανικών υπολειµµάτων, υποπροϊόντων, αποβλήτων και απεκκριµάτων ζωικής παραγωγής, στην Ελλάδα όπως και σ άλλες µεσογειακές χώρες, πολύ λίγο έχουν αναπτυχθεί, κυρίως εξαιτίας της µη συνύπαρξης στην ίδια αγροτική επιχείρηση των µονάδων φυτικής και ζωικής παραγωγής. Για το λόγο αυτό, τα συστήµατα αυτά δεν φαίνεται προς το παρόν ότι θ αναπτυχθούν στη βιολογική γεωργία. Όµως, η παραγωγή ζωοτροφών, καθώς και διαφόρων ζωικών προϊόντων και λιπασµάτων, θα µπορούσαν ενδεχοµένως να προκύψουν από συνεργασία µεταξύ εκµεταλλεύσεων, µε επιδίωξη την καλή ποιότητα αυτών και το µικρότερο κόστος. 5.3.2 ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΤΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΤΗΣ ΒΙΟΛΟΓΙΚΗΣ ΓΕΩΡΓΙΑΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑ Α. Η βιολογική καλλιέργεια στην Ελλάδα, ξεκίνησε ουσιαστικά κατά την αρχή της δεκαετίας του 80. Οι πρώτοι βιολογικοί καλλιεργητές ήταν κυρίως ερασιτέχνες που θέλησαν να δοκιµάσουν τις διάφορες βιολογικές µεθόδους καλλιέργειας π.χ. σύµφωνα µε τον Steiner, Φουκουόκα κ. ά. Η βιολογική γεωργία πήρε εµπορικό χαρακτήρα το 1982, όταν µία ολλανδική εταιρία έδειξε ενδιαφέρον για παραγωγή βιολογικής σταφίδας (σουλτανίνα). Με τη συνεργασία του ολλανδικού οργανισµού πιστοποίησης βιολογικών προϊόντων Skal, ξεκίνησε η µετατροπή σε βιολογικά µερικών αγροκτηµάτων του Αιγίου. Από το 1986, µία γερµανική εταιρία υποστήριξε την παραγωγή βιολογικών επιτραπεζίων ελαιών, καθώς και ελαιολάδου, για εξαγωγή. Στα χρόνια που ακολούθησαν, µεµονωµένοι αγρότες που εποπτεύτηκαν από ξένους φορείς πιστοποίησης και επιθεώρησης (Skal, εδαφολογική ένωση, Naturland), µετέτρεψαν τα αγροκτήµατά τους σε βιολογικά. Τα βασικά προϊόντα τους ήταν το ελαιόλαδο, νωπά φρούτα εσπεριδοειδών, κρασί, δηµητριακά, ακτινίδια και βαµβάκι. εν υπάρχουν επίσηµα στοιχεία για τη βιολογική γεωργία για την περίοδο από το 1982 ως το 1992. Σύµφωνα µε ορισµένες εκτιµήσεις, υπήρξαν περίπου 150 παραγωγοί καλλιεργητές µιας έκτασης 2 000 στρεµµάτων περίπου, συνολικά. Με τον κανονισµό της Ε. Ένωσης 2092/91, πολλοί γεωργοί µετέτρεψαν επίσηµα τις καλλιέργειες των αγροκτηµάτων τους σε βιολογικές. Επίσης, µετά από την εισαγωγή των οικονοµικών επιδοτήσεων ανά στρέµµα το 1996, µε την υιοθέτηση του κανονισµού της Ε.Ε. 2078/92, πραγµατοποιήθηκε µια δεύτερη επέκταση της βιολογικής γεωργίας. Η επέκταση αυτή συνεχίστηκε µε ετήσια ποσοστά 50-120 % ως το έτος 1999-2000, κατά το οποίο σηµειώθηκε επιβράδυνση 20-30 %. Το έτος αυτό, το ποσοστό των εκτάσεων καθώς και

των γεωργών που ανήκουν στη βιολογική γεωργία έφτασαν το 0,6 % του γενικού συνόλου της χώρας. Οι ανωτέρω διαπιστώσεις, µαζί και µε άλλα συµπεράσµατα προκύπτουν από τα στοιχεία του πίνακα 1, ανάπτυξης της βιολογικής γεωργίας στην Ελλάδα, που ακολουθεί. Πίνακας 1. Ανάπτυξη της βιολογικής γεωργίας στην Ελλάδα. ΕΤΟΣ 1993 1994 1995 1996 1997 1998 1999 Στρέµ 6 000 11 800 24 000 52 690 104 220 158 480 214 510 µατα Ποσο 0,01 0,03 0,07 0,15 0,31 0,47 0,64 στό % καλ.έκτασης Ποσο - 98 101 119 98 51 35 στό % αύξησης Αριθµ 250 477 700 1 065 2 263 4 231 5 042 ός βιολ. αγροκτηµάτων Ποσο 0,03 0,06 0,08 0,12 0,25 0,48 0,58 στό % συνόλου αγροκτηµάτων Ποσο - 91 46 52 112 86 19 στό % αύξησης Πηγές : Υπουργείο Γεωργίας, οργανισµοί πιστοποίησης και επιθεώρησης βιολογικών προϊόντων : ΙΟ, ΦΥΣΙΟΛΟΓΙΚΗ και ΣΟΓΕ. Σηµείωση : Σύµφωνα µε πρόσφατα στοιχεία του Υπουργείου Γεωργίας, η βιολογική γεωργία στην Ελλάδα έφτασε στα τέλη του 2 001 στα 311 182 στρέµµατα (αύξηση κατά 45%, σε σχέση µε το έτος 1999!), οι δε παραγωγοί και έµποροι βιολογικών προϊόντων, ήταν στα τέλη του 2001 περισσότεροι από 7 000. (http://www.agrotypos.gr). 5.3.3 ΟΡΓΑΝΩΣΕΙΣ ΒΙΟΛΟΓΙΚΗΣ ΓΕΩΡΓΙΑΣ. Για την καθοδήγηση και γενικά την παροχή τεχνικών και άλλων πληροφοριών γύρω από τη βιολογική γεωργία στην Ελλάδα, δεν υπάρχει καµία κεντρική οργάνωση. Οποτε προκύπτει ανάγκη, διοργανώνονται συναντήσεις ειδικών για συζήτηση επί θεµάτων που αφορούν - οργανισµούς πιστοποίησης και επιθεώρησης, - αγρότες, καταναλωτές, επιστηµονικές οργανώσεις. Οργανισµοί πιστοποίησης και επιθεώρησης Στην Ελλάδα υπάρχουν οι ακόλουθες ιδιωτικές οργανώσεις πιστοποίησης και επιθεώρησης :

«ΙΟ». Είναι οργάνωση µη κερδοσκοπικού χαρακτήρα που ιδρύθηκε το 1993 και έχει το παρακάτω έµβληµα «ΣΟΓΕ». Σύλλογος Οικολογικής Γεωργίας Ελλάδας. Είναι µία ένωση για τη βιολογική γεωργία στην Ελλάδα, που ιδρύθηκε το 1985 και το 1993 ιδρύθηκε και το σώµα επιθεώρησης µε το ίδιο όνοµα. Σύντοµα πρόκειται να µετατραπεί σε εταιρία περιορισµένης ευθύνης, µε το όνοµα ΒΙΟ-ΕΛΛΑΣ. Έχει το παρακάτω έµβληµα «ΦΥΣΙΟΛΟΓΙΚΗ». Εταιρία περιορισµένης ευθύνης (ΕΠΕ). Ιδρύθηκε το έτος 1994 και έχει το παρακάτω έµβληµα

Οι οργανώσεις αυτές εκδίδουν περιοδικά ή άλλες εκδόσεις, για την ενηµέρωση του καταναλωτικού κοινού επί σχετικών µε τη βιολογική γεωργία θεµάτων και νέων εξελίξεων (όπως οι γενετικά τροποποιηµένοι οργανισµοί κλπ.) και πραγµατοποιούν ενηµερωτικές συναντήσεις αγροτών και καταναλωτών. Επίσης, παρέχουν διάφορες εξειδικευµένες πληροφορίες (π.χ. αποτελέσµατα ερευνών, πληροφορίες για τη νοµοθεσία και τα προγράµµατα της Ε.Ε., σχετικά µε τη βιολογική γεωργία), στις επιχειρήσεις, τους αγρότες και άλλους εµπλεκόµενους φορείς και οργανώσεις. Οργανώσεις αγροτών, καταναλωτών και επιστηµόνων «Ε.Ε.Β.Ε.». Ένωση Επαγγελµατιών Βιοκαλλιεργητών Ελλάδας. Εκπροσωπεί τους έλληνες βιοκαλλιεργητές στις διάφορες εκθέσεις και στο Υπουργείο Γεωργίας. Βασικές δραστηριότητές της κατά τα τελευταία χρόνια είναι η άσκηση επιρροών προς το Υπουργείο Γεωργίας για την καταγραφή και διάδοση διαφόρων µέσων και τεχνικών που χρησιµοποιούνται στη βιολογική γεωργία (π.χ. παγίδες, οικολογικά φυτοπροστατευτικά µέσα κλπ.) και η οργάνωση των εβδοµαδιαίων λαϊκών αγορών, για τη διάθεση νωπών βιολογικών προϊόντων στους καταναλωτές. «ΡΕΑ». Είναι µία επιστηµονική εταιρία για τη βιολογική γεωργία, η οποία αποσκοπεί στο ρόλο του συνδέσµου µεταξύ επιστηµόνων που ενδιαφέρονται για τη βιολογική γεωργία, ώστε να παρέχεται σ αυτούς επιστηµονική υποστήριξη και συνεχής ενηµέρωση. Το όνοµα της οµώνυµης θεάς συµβολίζει την ελπίδα για τη συνέχιση της ζωής. «Εργαστήρι Οικολογικής Πρακτικής». Το εργαστήριο αυτό έχει οργανώσει διαλέξεις και εκθέσεις για την οικολογία και τη βιολογική καλλιέργεια στη Θεσσαλονίκη. Τελευταία, συνέστησε δίκτυο για τη διατήρηση και ανταλλαγή τοπικών ποικιλιών και των εγγενών ζωικών φυλών. Οι δραστηριότητές του επικεντρώνονται στη διάδοση πληροφοριών και στις ανταλλαγές σπόρου σε ερασιτεχνικό επίπεδο.

«Ένωση Καταναλωτών Οργανικών Γεωργικών Προϊόντων», «ίκτυο ενεργειών ενάντια στα φυτοφάρµακα και για τη βιολογική γεωργία», καθώς επίσης και µερικές άλλες οργανώσεις, ασχολούνται ιδιαίτερα µε τη διάδοση πληροφοριών στους καταναλωτές. Με τις ανωτέρω οργανώσεις επικοινωνεί συµβουλευτικά η IFOAM ( ιεθνής Οµοσπονδία Κινηµάτων Βιολογικής Γεωργίας), η οποία ιδρύθηκε το 1972. Η IFOAM θέσπισε, τον Νοέµβριο 1998, ένα πλαίσιο συγγραφών υποχρεώσεων της βιολογικής γεωργίας και της µεταποίησης και προωθεί αυτές τις συγγραφές υποχρεώσεων σαν ένα «τρόπο σκέψης» για την παραγωγή, πιστοποίηση, έρευνα, εκπαίδευση και προώθηση της βιολογικής γεωργίας, στις ενδιαφερόµενες οργανώσεις απ όλο τον κόσµο. Στην Ελλάδα έχει δηµιουργηθεί ένα γραφείο, το οποίο συντονίζει τα µέλη της εθνικής οµάδας IFOAM. Το γραφείο στεγάζεται στο Μεσογειακό Αγρονοµικό Ινστιτούτο Χανίων (MAICH) και έχει ως αντιπρόσωπο της οµάδας Ε.Ε. IFOAM, τον έλληνα κ. ηµ. ηµητριάδη (µε αναπληρωτή του τον κ. ηµ. Σωτηρόπουλο). Το γραφείο έχει ως αποστολή τη συλλογή και διάδοση πληροφοριών, από την οµάδα της Ε. Ένωσης στα µέλη της εθνικής οµάδας και αντίστροφα. 5.3.4 ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΗ ΚΑΤΑΝΟΜΗ ΤΩΝ ΒΙΟΛΟΓΙΚΩΝ ΑΓΡΟΚΤΗΜΑΤΩΝ. Τα περισσότερα ελληνικά βιολογικά αγροκτήµατα βρίσκονται στη Ν. και Κ. Ελλάδα, κυρίως γιατί παράγουν τα βασικά ελληνικά βιολογικά προϊόντα της ελιάς, όπως φαίνεται στον πίνακα 2, που ακολουθεί. Πίνακας 2. Περιφερειακή κατανοµή βιολογικών αγροκτηµάτων στην Ελλάδα. ΠΕΡΙΟΧΗ ΣΤΡΕΜΜΑΤΑ % ΣΥΝΟΛΙΚΗΣ ΕΚΤΑΣΗΣ Πελοπόννησος 39 721 28,3 39 721 υτική Ελλάδα 18 210 13,0 18 190 Κρήτη 13 726 9.8 13 726 Κεντρική 13 047 9,3 13 Ελλάδα 047 Νησιά Β. 9 786 7,0 9 Αιγαίου 778 Αττική 7 785 5,5 7 785 Κεντρική 12 013 8,5 6 Μακεδονία 562 ΙΟ ΣΤΡ. ΦΥΣΙΟΛΟΓΙΚΗ ΣΤΡ. 0 2 0 0 8 0 5 451

Νησιά Ιονίου 3 989 2,8 3 989 υτική 9 778 7,0 1 Μακεδονία 070 Θεσσαλία 5 072 3,6 2 789 Α. Μακεδονία- 3 853 2,7 1 Θράκη 862 Ήπειρος 2 219 1,6 2 219 Νησιά Ν. 1 324 0,9 1 Αιγαίου 324 ΣΥΝΟΛΟ 140 523 100,0 122 062 0 8 708 2 283 1 991 0 0 18 461 Πηγή : Οργανισµοί πιστοποίησης και επιθεώρησης ΙΟ και ΦΥΣΙΟΛΟΓΙΚΗ 31/12/2000. Σηµείωση : Σύµφωνα µε πρόσφατα στοιχεία του Υπουργείου Γεωργίας, η βιολογική γεωργία παρουσιάζει ιδιαίτερη ανάπτυξη κατά τα τελευταία χρόνια στη χώρα µας. Ήδη, την πρώτη θέση κατέχει ο νοµός Λακωνίας, όπου καλλιεργούνται 42 467,09 στρέµµατα βιολογικών καλλιεργειών. Ακολουθούν οι νοµοί Αιτωλοακαρνανίας µε 27 394,37 στρ., Αχαϊας µε 22 873,86 στρ., Χαλκιδικής µε 23 066,98 στρ. και Γρεβενών µε 16 256,16 στρ. (http://www.agrotypos.gr). 5.3.5 ΠΑΡΑΓΟΜΕΝΑ ΒΙΟΛΟΓΙΚΑ ΠΡΟΪΟΝΤΑ ΚΑΤΑ ΕΙ ΟΣ. Τα βασικά βιολογικά προϊόντα που παράγονται στην Ελλάδα είναι ελαιόλαδο και επιτραπέζιες ελιές και ακολουθούν το κρασί και τα σταφύλια, φρούτα εσπεριδοειδών, σταφίδες, τα προϊόντα του κρόκου («σαφράν») στο Ν. Κοζάνης και µερικά άλλα (όπως αναλυτικά φαίνεται στον πίνακα 3, που ακολουθεί). Πίνακας 3. Κατανοµή βιολογικών προϊόντων, κατά είδος, στην Ελλάδα. ΣΥΝΟΛΙΚΗ % ΙΟ ΕΙ ΟΣ ΒΙΟΛΟΓΙΚΗΣ ΣΤΡ. ΕΚΤΑΣΗ(ΣΤΡ) ΕΚΤΑΣΗΣ Ελαιόδενδρα 120 852 56,3 72 336 Εσπεριδοειδή 14 690 6,8 9 793 Λοιπά δένδρα 12 176 5,7 6 142 Αµπέλια / 21 467 10,0 14 Σουλτανίνα 522 Σιτηρά 16 822 7,8 6 058 Βιοµηχανικά 1 713 0,8 1 φυτά 268 ΦΥΣΙΟΛΟΓΙΚΗ ΣΤΡ. 4 687 2 3 171 1 386 8 289 38

Όσπρια 662 0,3 529 Κτηνοτροφικά 5 214 2,4 3 φυτά 784 Αγρανάπαυση 0 0,0 4 041 Γρασίδια 450 0,2 49 Κηπευτικά 2 700 1,3 2 266 Λοιπές 7 591 3,5 1 καλ/γειες 274 Βοσκότοποι 10 175 4,7 0 ΣΥΝΟΛΟ 214 512 100,0 122 062 8 82 0 347 137 69 0 18 286 Πηγή : Οργανισµοί πιστοποίησης και επιθεώρησης ΙΟ, ΦΥΣΙΟΛΟΓΙΚΗ και ΣΟΓΕ 31/12/1998. Η βιολογική καλλιέργεια της ελιάς, δεν διαφέρει σε πολλά σηµεία από την εκτατική ξηρική συµβατική καλλιέργεια. ύο βασικές διαφορές είναι αυτές που χαρακτηρίζουν αφ ενός τη λιπαντική πρακτική (χλωρή λίπανση και ζωικό λίπασµα) και αφ ετέρου την αντιµετώπιση του δάκου (χρήση παγίδων αντί ψεκασµών), στη βιολογική καλλιέργεια. Υπάρχει αρκετή τεχνογνωσία για την καλλιέργεια της ελιάς και µε δεδοµένη τη σηµαντική στρεµµατική επιδότηση, το κόστος των πρακτικών της βιολογικής καλλιέργειας δεν είναι πολύ υψηλότερο από εκείνο της συµβατικής. Επίσης, η ζήτηση για το βιολογικό ελαιόλαδο, ως χαρακτηριστικό µεσογειακό προϊόν, είναι πολύ υψηλή, ειδικά από τους ξένους καταναλωτές και πολλές οµάδες βιολογικών παραγωγών κατόρθωσαν να πωλούν τα προϊόντα τους σε καλές τιµές. Κατά τα τελευταία χρόνια, εντούτοις, εξαιτίας της αύξησης του αριθµού των βιολογικών παραγωγών, η εµπορία του ελαιολάδου έγινε δυσκολότερη. Το κρασί, το δεύτερο κατά σειρά βιολογικό προϊόν, είναι επίσης ένα χαρακτηριστικό µεσογειακό προϊόν. Και εδώ η τεχνογνωσία της βιολογικής καλλιέργειας του αµπελιού είναι αρκετά υψηλού επιπέδου. Η αύξηση της βιολογικής καλλιέργειας του αµπελιού είναι επίσης µία συνέπεια των σηµαντικών επιδοτήσεων και των εκτατικών περιορισµών στη συµβατική παραγωγή κρασιού. Η εµπορία του βιολογικού κρασιού εξαρτάται όχι µόνο από την πιστοποίηση του προϊόντος, αλλά ειδικότερα από την τεχνογνωσία της διαδικασίας οινοποίησης. Η γεύση του κρασιού και οι προσωπικές προτιµήσεις είναι συχνά σηµαντικότερες για τον καταναλωτή, από τη βιολογική καλλιέργεια του αµπελιού, αυτή καθεαυτή. Το γεγονός ότι δεν υπάρχει κανένας κανονισµός της Ε. Ένωσης για τη βιολογική οινοποίηση, καθιστά τη διαδικασία πιστοποίησης βιολογικού κρασιού, αρκετά δύσκολη. Η επιθεώρηση δεν περιλαµβάνει τη διαδικασία

οινοποίησης. Ωστόσο, οι περισσότεροι βιολογικοί παραγωγοί προσπαθούν να αποφύγουν τις προσθήκες µη οικολογικών πρόσθετων ουσιών στο κρασί. Η οργάνωση «ΙΟ» έχει ασχοληθεί µε την εξέταση των προτύπων για τη βιολογική οινοποίηση από το 1999. Ήδη, έχει οριστικοποιηθεί ο διάλογος µεταξύ αγροτών και ανωτέρων υπαλλήλων και αναµένεται η επίσηµη υιοθέτηση των προτύπων. Η ζήτηση για τα φρέσκα φρούτα και λαχανικά, ειδικότερα από την αγορά του εξωτερικού, είναι µία πρόκληση για την ανάπτυξη της βιολογικής καλλιέργειάς τους. Η εµπορία των προϊόντων αυτών, που είναι βασικός παράγοντας για κερδοφόρα παραγωγή, χρειάζεται να δοκιµαστεί στα πρώτα της στάδια. Οι βιολογικές καλλιέργειες άλλων ειδών, όπως ηλίανθος, ζαχαρότευτλα, βιοµηχανική ντοµάτα, όσπρια, σουσάµι και χορτοδοτικά κτηνοτροφικά είδη, συναντούν εµπόδια στην έλλειψη δυνατοτήτων επεξεργασίας, το χαµηλό επίπεδο τεχνογνωσίας και τις χαµηλές τιµές για τα συµβατικά προϊόντα τους, στην αγορά. Η κατάσταση αναµένεται να βελτιωθεί, καθώς όλο και περισσότερες ιδιωτικές εταιρίες προσπαθούν και εξασφαλίζουν την επίσηµη αναγνώριση πρακτικών βιολογικής επεξεργασίας των προϊόντων αυτών. 5.3.6 ΖΩΙΚΗ ΠΑΡΑΓΩΓΗ. Προϊόντα βιολογικής ζωικής παραγωγής, άρχισαν να πωλούνται από τα τέλη του 2 000. Στην αγορά κυκλοφορούν αυγά, τυρί φέτα, καθώς και πρόβειο και γίδινο κρέας. Επίσης, ήδη ετοιµάζεται η διοχέτευση γιαουρτιού και µικροποσοτήτων χοιρινού και µοσχαρίσιου κρέατος. Η ζήτηση για προϊόντα βιολογικής ζωικής παραγωγής, ήδη επέφερε κάποια αύξηση στην καλλιέργεια χορτοδοτικών κτηνοτροφικών φυτών (ψυχανθών ειδών κυρίως), τα οποία αναπτύσσονται συνήθως χωρίς ανόργανη λίπανση και άλλες προσθήκες συνθετικών χηµικών ουσιών. 5.3.7 ΠΙΣΤΟΠΟΙΗΣΗ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΙ. Για την άσκηση της πιστοποίησης βιολογικών προϊόντων στην Ελλάδα, ισχύουν τα πρότυπα των κατωτέρω κανονισµών της Ε. Ένωσης : Κανονισµός ΕΟΚ 2092 / 91, ο οποίος τροποποιήθηκε µε τον Κανονισµό ΕΚ 1073 / 2000 και ο Κανονισµός ΕΚ 1804 / 99, ο οποίος τροποποιήθηκε µε τον Κανονισµό ΕΚ 436 / 2001.

Άλλοι ελληνικοί κανονισµοί τεχνικής φύσης, για τη βιολογική γεωργία, δεν έχουν υπάρξει ως τώρα. Αρµόδιο υπεύθυνο όργανο για την άσκηση εποπτείας επί της εφαρµογής των κανονισµών της Ε. Ένωσης και επί της διαδικασίας πιστοποίησης και επιθεώρησης της παραγωγής βιολογικών προϊόντων στην Ελλάδα, κι ακόµη για την οργάνωση διαφόρων συνεδριάσεων και συζητήσεων, µεταξύ των εµπλεκοµένων φορέων και οργανισµών, στο επίπεδο της Ε. Ένωσης και τέλος για την ενσωµάτωση των κανονισµών της Ε. Ένωσης περί βιολογικής γεωργίας στις εθνικές νοµικές διατάξεις, είναι το Γραφείο βιολογικών προϊόντων του Υπουργείου Γεωργίας, το οποίο συστάθηκε κατ εφαρµογήν του κανονισµού ΕΟΚ 2092 / 91. Επίσης, ένα νέο σώµα, µε σηµαντικό βαθµό ανεξαρτησίας από το Υπουργείο Γεωργίας, συστάθηκε για να εξετάσει την πιστοποίηση µιας σειράς ετικετών ποιότητας (περιφερειακή ολοκληρωµένη διαχείριση φυτοπαρασίτων κλπ.), µε το όνοµα «AGROCERT». Το σώµα αυτό αναλαµβάνει έτσι την πραγµατοποίηση µερικών στοιχειωδών έργων του γραφείου βιολογικών προϊόντων, που έχει τη γενικότερη αρµοδιότητα που αναφέρθηκε ανωτέρω. Οι τρεις οργανισµοί πιστοποίησης και επιθεώρησης ΙΟ, ΣΟΓΕ και ΦΥΣΙΟΛΟΓΙΚΗ, αναγνωρίστηκαν το 1993 και το 1994 και καθένας έχει την ετικέτα του. Από την 31 εκεµβρίου 1999, το ΙΟ ήλεγξε το 54% των εκτάσεων παραγωγής βιολογικών προϊόντων στην Ελλάδα, ο ΣΟΓΕ το 39% και η ΦΥΣΙΟΛΟΓΙΚΗ το 7%. Μέχρι τώρα, µόνο το ΙΟ πιστοποιείται επίσηµα από τα πρότυπα του ΕΝ 45011. Από το ΙΟ, κατά την άσκηση πιστοποίησης, εφαρµόζονται επίσης οι οδηγίες της οµάδας IFOAM και επιβεβαιώνεται η ισοδυναµία του USDA. Το Υπουργείο Γεωργίας εποπτεύει τη διαδικασία επιθεώρησης και πιστοποίησης, που ασκούνται από τους ανωτέρω οργανισµούς πιστοποίησης, ελέγχοντας τα στοιχεία και δεδοµένα που συλλέγουν και εξετάζουν οι οργανισµοί αυτοί. Κατ εφαρµογήν του κανονισµού της Ε. Ένωσης 2078 / 92, τα αρµόδια όργανα του Υπουργείου Γεωργίας ήδη πραγµατοποιούν τυχαίους ελέγχους σε βιολογικά αγροκτήµατα. 5.3.8 ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΕΝΙΣΧΥΣΕΙΣ. Οι πολιτικές πρωτοβουλίες που υπήρξαν για την οικονοµική επιδότηση της βιολογικής γεωργίας στην Ελλάδα, ήταν µόνο αυτές που απορρέουν από τα οικεία προγράµµατα και κανονισµούς της Ε. Ένωσης. Ο κανονισµός Ε.Ε.2078 / 92, ήταν ο πρώτος που η εφαρµογή του κατέστησε για πρώτη φορά δυνατή την επιχορήγηση των παραγωγών βιολογικής γεωργίας. Ο κανονισµός αυτός περιλήφθηκε σε εθνικό διάταγµα το 1996, µε βάση το οποίο έγινε δυνατή η οικονοµική επιδότηση των βιοκαλλιεργητών από την άνοιξη του 1996 ως την άνοιξη του 1997.

Στη συνέχεια, το ανωτέρω εθνικό διάταγµα τροποποιήθηκε και από το φθινόπωρο 1998 ισχύει νέος εθνικός κανονισµός, ο οποίος στοχεύει στη δηµιουργία βιολογικών αγροκτηµάτων σ όλη τη χώρα. Σύµφωνα µ αυτόν, προβλέπεται η δηµιουργία «κοινοτήτων βιολογικών καλλιεργειών», σε ευρύτερες περιοχές που συγκεντρώνουν προϋποθέσεις και σηµαντικό ενδιαφέρον, για ανάπτυξη της παραγωγής βιολογικών προϊόντων. Καθένας από τους 56 νοµούς της χώρας, πρέπει να προσδιορίσει συγκεκριµένες περιοχές και συγκεκριµένες καλλιέργειες, για να εφαρµοστεί η οικονοµική επιχορήγηση. Ο συνολικός κρατικός προϋπολογισµός υπολογίστηκε να καλύψει 10 000 στρέµµατα το 1998, 80 000 στρ. το 1999 και 50 000 στρ. το 2000. Εδώ πρέπει να συµπεριληφθούν και 72 000 στρ., τα οποία επιδοτήθηκαν ως το 1997. Σύνολο εκτάσεων που επιδοτήθηκαν ως το 2000 : 212 000 στρέµµατα. Ο ανωτέρω νέος εθνικός κανονισµός αγροτικής ανάπτυξης, µε την εφαρµογή της «ΑΤΖΕΝΤΑΣ 2000», περιέλαβε σηµαντικές αλλαγές που αφορούν τόσο τη βιολογική όσο και τη συµβατική γεωργία. Το πρόγραµµα 1257 / 99 που αναφέρεται στη βιολογική γεωργία, εφαρµόζεται από το Φεβρουάριο 2001 και µετά. Υστερα από αυτό, κάθε γεωργός χρησιµοποιεί ειδικό ιδιώτη γεωπόνο γεωργικό σύµβουλο, ο οποίος είναι αρµόδιος για τις ετήσιες εκθέσεις και τα καλλιεργητικά προγράµµατά του, καθώς επίσης και για ένα λεπτοµερές σχέδιο διαχείρισης περιβάλλοντος, τα οποία υποβάλλει σε αρµόδιες κατά τόπους γεωργικές υπηρεσίες. Και ασφαλώς, η ετήσια επιχορήγησή του πρέπει να υπερβαίνει την αντίστοιχη αµοιβή του ιδιώτη γεωπόνου γεωργικού συµβούλου του. Η περίπτωση αυτή εφαρµόζεται σε αγροκτήµατα άνω των 60-100 στρεµµάτων για το αµπέλι, ή άνω των 150-200 στρεµµάτων αροτραίων καλλιεργειών ή ελαιώνων. Το µέσο µέγεθος γεωργικής έκτασης για βιολογικές καλλιέργειες είναι 43 στρέµµατα. Εποµένως, ο κανονισµός αυτός αποκλείει από τη χρηµατοδότηση τις βιολογικές καλλιέργειες µικρού µεγέθους. Άλλα µειονεκτήµατα του κανονισµού είναι η µικρή επιχορήγηση των αροτραίων καλλιεργειών και ειδικότερα των δενδροκηπευτικών, ο περιορισµός του προγράµµατος σε µία περίοδο µετατροπής 5 ετών και οι υπερβολικές απαιτήσεις παροχής στοιχείων και εγγράφων από το γεωργό. Γι αυτό, ο κανονισµός 1257 / 99 θεωρείται ότι αποτελεί ένα από τα δυσκολότερα στην εφαρµογή τους προγράµµατα της Ε. Ένωσης και ειδικότερα αν λογαριάσει κανείς το µικρό χρηµατικό ποσό που λαµβάνει µία µικρού µεγέθους γεωργική εκµετάλλευση, η οποία εφαρµόζει βιολογικές µεθόδους καλλιέργειας. Ωστόσο, το βασικό πρόβληµα δεν έχει τόσο µεγάλη σχέση µε την έλλειψη κεφαλαίων και τις αλλαγές που πραγµατοποιούνται στη νοµοθεσία, όσο µε την πολύ φτωχή πληροφόρηση, καθώς και την αρνητική τοποθέτηση του κράτους προς τη βιολογική γεωργία και τις διαφορετικές ερµηνείες του εθνικού κανονισµού, εκ µέρους των κατά τόπους υπηρεσιακών µονάδων του Υπουργείου Γεωργίας.

Αυτές είναι µερικές από τις αιτίες για τις οποίες µόνο τα 2/3 (και λίγο παραπάνω) των βιολογικών καλλιεργητών υποστηρίχτηκαν από το πρόγραµµα 2078 / 92, κατά το έτος 1996. Η αναλογία δε αυτή επιδεινώνεται όσο το πρόγραµµα περιορίζεται και υποκαθίσταται βαθµιαία από τον κανονισµό 1257 / 99. Σε µερικές περιοχές της Ελλάδας, ορισµένες επενδύσεις και δραστηριότητες των βιολογικών καλλιεργητών, επιχορηγήθηκαν µέσω των περιφερειακών προγραµµάτων της Ε. Ένωσης. Καθώς η «ΑΤΖΕΝΤΑ 2000» παρουσιάστηκε σαν ένας περίπου γενικός προσανατολισµός προς παραγωγή ποιοτικών προϊόντων, η παραγωγή βιολογικών προϊόντων προσέφερε πλεονεκτήµατα σ όσους πήραν µέρος στην εφαρµογή διαφόρων επενδυτικών προγραµµάτων (Leader, Youthstart, επεξεργασίας γεωργικών προϊόντων, κλπ.). Σε µερικές περιπτώσεις (όπως παραγωγή κρασιών ή επεξεργασία ελαιολάδου), η παραγωγή βιολογικού ακατέργαστου υλικού, αποτέλεσε τη µόνη δυνατότητα επιχορήγησης από ευρωπαϊκά προγράµµατα. Η «ΑΤΖΕΝΤΑ 2000» απαίτησε εφαρµογή προγραµµάτων αµειψισποράς, καθώς και προστασίας του περιβάλλοντος και µείωσης της χρήσης λιπασµάτων, ακόµη και από τους αγρότες συµβατικής γεωργίας. Αυτά τα υποχρεωτικά µέσα της «καλής γεωργικής πρακτικής», εξώθησαν τους αγρότες συµβατικής γεωργίας προς πιο φιλικές για το περιβάλλον µεθόδους καλλιέργειας. Όµως, δεν είναι βέβαιο αν αυτό τους βοήθησε για να στραφούν περισσότερο στη βιολογική καλλιέργεια, (http://www.organic-europe.net/country_reports/greece/default.asp). Τέλος, το εθνικό διάταγµα του 1998 τροποποιήθηκε το 2002. Από τότε δεν υπάρχουν περιορισµοί και όλες οι καλλιέργειες και περιοχές είναι επιλέξιµες, ενώ δίνεται η δυνατότητα επανένταξης στο πρόγραµµα, σ όσους έχουν ήδη συµπληρώσει µία πενταετία. Ειδικότερα υιοθετούνται κριτήρια επιλεξιµότητας, όπως συγκεκριµένες καλλιέργειες (π.χ. βιολογικές ζωοτροφές) και συγκεκριµένα τρόποι και ανάγκες άρδευσης (π.χ. ξηρικές), η προώθηση οργανωµένης προσπάθειας παραγωγών εισόδου στην αγορά κ.ά. Στόχος είναι η ένταξη στο πρόγραµµα 15 000 δικαιούχων καλλιεργητών, ενώ ο φετεινός προϋπολογισµός, ο οποίος είναι υπό έγκριση, ανέρχεται σε 107 εκατ. ευρώ. 5.3.9 ΕΜΠΟΡΙΑ. Η οργάνωση της εµπορίας βιολογικών προϊόντων αρχίζει µε τη δηµιουργία εµπορικών οργανώσεων που επεκτείνονται κατά τα τελευταία χρόνια. Τα περισσότερα προϊόντα εξάγονται και ειδικότερα τα νωπά φρούτα, οι ελιές, το ελαιόλαδο και το κρασί. Κατά τα τελευταία χρόνια, έχουν ανοίξει πολλά καταστήµατα βιολογικών τροφίµων στις µεγάλες πόλεις (Αθήνα, Θεσσαλονίκη), αλλά και µερικές µικρότερες πόλεις έχουν πια αποκτήσει δικά τους καταστήµατα βιολογικών προϊόντων. Επειδή η παραγωγή στην Ελλάδα είναι περιορισµένη (µικρές ποσότητες, εποχιακή παραγωγή, µικρή ποικιλία προϊόντων), πολλά βιολογικά

προϊόντα εισάγονται. Ορισµένα εξειδικευµένα καταστήµατα, αγοράζουν και πωλούν βιολογικά προϊόντα χονδρικά. Πολλές µεγάλες αλυσίδες υπεραγορών (super markets), κυρίως στις µεγάλες πόλεις, έχουν ήδη δηµιουργήσει µία «βιολογική γωνιά», συνήθως µαζί µε ολοκληρωµένες τροφές και προϊόντα υγείας, µερικά δε πωλούν ακόµη και συσκευασµένα νωπά φρούτα και λαχανικά. Τα περισσότερα από τα προϊόντα όµως αυτά, εισάγονται και γι αυτό οι τιµές των βιολογικών προϊόντων στις υπεραγορές είναι συνήθως πολύ υψηλές (περίπου διπλάσιες από εκείνες των συµβατικών). Τα βιολογικά προϊόντα, µπορούν να βρεθούν διεσπαρµένα στις συµβατικές υπεραγορές και στα καταστήµατα υγιεινών τροφίµων, ανάλογα µε το βαθµό ενδιαφέροντος των ιδιοκτητών των καταστηµάτων και τη δυνατότητα των διαφόρων βιολογικών καλλιεργητών να προσφέρουν τα προϊόντα τους, ως προϊόντα υψηλότερης ποιότητας (π.χ. κρασί, νωπά φρούτα, λαχανικά). Έτσι, στις µεγάλες πόλεις Αθήνα και Θεσσαλονίκη, λειτουργούν ήδη εβδοµαδιαίες λαϊκές αγορές βιολογικών προϊόντων, σε διαφορετικές, αλλά µόνιµες θέσεις, κάθε µέρα. Ακόµη, πολλοί αγρότες πωλούν τα προϊόντα τους µαζί µε τους συµβατικούς καλλιεργητές, στις τοπικές εβδοµαδιαίες λαϊκές αγορές των περιοχών τους ή και άµεσα από τα αγροκτήµατά τους. Η διαφορά ανάµεσα στα προϊόντα από µετατροπή και τα βιολογικά προϊόντα, συχνά δεν γίνεται κατανοητή, ούτε από τους περισσότερους καταναλωτές ούτε και από τους καταστηµατάρχες. Καθώς ο ανεφοδιασµός των βιολογικών προϊόντων (συµπεριλαµβανοµένων και των προϊόντων από µετατροπή), είναι πολύ περιορισµένος, δεν υπάρχει συνήθως καµία διαφορά τιµής µεταξύ βιολογικών προϊόντων και προϊόντων από µετατροπή. Σήµερα, τα βιολογικά προϊόντα που διατίθενται στην ελληνική αγορά είναι κυρίως ελαιόλαδο, εσπεριδοειδή, κηπευτικά και κρασί. Η κατανάλωσή τους όµως παραµένει περιορισµένη, καθώς µόλις το 10% της συνολικής παραγωγής απορροφάται από την εγχώρια αγορά, ενώ το 90% εξάγεται σε Ευρώπη και Αµερική. Βασικός λόγος για τον οποίο συµβαίνει αυτό, είναι οι ιδιαίτερα υψηλές τιµές, οι οποίες κυµαίνονται από 20% έως 100% πάνω από τις τιµές συµβατικών προϊόντων (http://www.agrotypos.gr). 5.3.10 ΚΑΤΑΡΤΙΣΗ. Η µέχρι τώρα εκπαίδευση και κατάρτιση στελεχών για θέµατα βιολογικής γεωργίας στην Ελλάδα, υπήρξε πληµµελής. Το ΤΕΙ Ηρακλείου, σε συνεργασία µε το Μεσογειακό Ινστιτούτο Αγρονοµίας Χανίων (MAICH), ίδρυσαν το 1998 ένα µεταπτυχιακό πρόγραµµα για την κατάρτιση γεωπόνων σε θέµατα βιολογικής γεωργίας. Το πρόγραµµα περιλαµβάνει δύο µήνες διαλέξεων, δύο µήνες πρακτικής κατάρτισης και δύο µήνες µελέτης για ένα θέµα σχετικό µε τη βιολογική γεωργία. Όµως, η

συνέχισή του αντιµετωπίζει δυσκολίες, εξαιτίας έλλειψης οικονοµικών µέσων και γι αυτό ήδη βρίσκεται σε υπολειτουργία. Το 1999, άρχισε να εφαρµόζεται από το ΤΕΙ Ηπείρου, στο Αργοστόλι Κεφαλλονιάς, ένα τετραετές πρόγραµµα µελέτης, το οποίο καταλήγει στην απονοµή ειδικού διπλώµατος τεχνολόγου γεωπονίας, για θέµατα βιολογικής γεωργίας. Επίσης, διάφορα σεµινάρια βιολογικής γεωργίας επιχορηγούµενα από την Ε. Ένωση, για την εκπαίδευση άνεργων ατόµων, πραγµατοποιούνται ήδη σε διάφορα διαµερίσµατα της χώρας. Όµως, το βασικό πρόβληµα των σεµιναρίων αυτών είναι η χαµηλού ή ανεπαρκούς επιπέδου γνώση των διδασκόντων επί του αντικειµένου της βιολογικής γεωργίας. Το ίδιο πρόβληµα χαρακτηρίζει επίσης και το µεταπτυχιακό πρόγραµµα που προαναφέρθηκε. Επιπρόσθετα, ένα µεγάλο µέρος των ατόµων που παίρνουν µέρος σε προγράµµατα κατάρτισης, δεν ενδιαφέρεται πραγµατικά για τη βιολογική γεωργία ή και τη γεωργία γενικότερα. Η κατάσταση αυτή αναµένεται να αλλάξει στα επόµενα χρόνια, µε την επέκταση της βιολογικής γεωργίας και της βάσης πληροφοριών. Ήδη, ορισµένα ΤΕΙ και Πανεπιστήµια έχουν περιλάβει στα προγράµµατα µελέτης τους, διάφορες προαιρετικές διαλέξεις και συνέδρια για τη βιολογική γεωργική και ζωική παραγωγή. 5.3.11 ΣΥΜΒΟΥΛΕΥΤΙΚΗ ΥΠΗΡΕΣΙΑ. Στην Ελλάδα δεν υπάρχει συγκεκριµένη επίσηµη συµβουλευτική υπηρεσία, για τη βιολογική γεωργία. Ένας µικρός αριθµός αυτοαπασχολούµενων γεωπόνων ασχολείται και µε υποθέσεις κατάρτισης και επέκτασης της βιολογικής γεωργίας. Επίσης, µερικές ιδιωτικές επιχειρήσεις απασχολούν γεωπόνους αρµόδιους για την παραγωγή και επεξεργασία βιολογικών αγροτικών προϊόντων. Πολλοί γεωπόνοι που εµπορεύονται γεωργικά εφόδια, έχουν αρχίσει να ενηµερώνονται για τη βιολογική γεωργία, επειδή βλέπουν ότι δηµιουργείται προοδευτικά ένα κλίµα ενδιαφέροντος για οργανικά λιπάσµατα, καθώς επίσης και για αντιµετώπιση προβληµάτων παραγωγής. Ακόµη, µερικά περιοδικά που κυκλοφορούν, έχουν θέσει ως στόχο τη µείωση του ελλείµµατος πληροφόρησης για τους αγρότες και τους καταναλωτές βιολογικών αγροτικών προϊόντων. Τέτοια περιοδικά είναι τα ακόλουθα τέσσερα : «ΙΟ». Τριµηνιαία έκδοση για τη βιολογική γεωργία. «ΒΙΟΛΟΓΙΚΗ ΓΕΩΡΓΙΑ και ΒΙΩΣΙΜΗ ΑΝΑΠΤΥΞΗ». Τριµηνιαία έκδοση από τη «ΦΥΣΙΟΛΟΓΙΚΗ». «ΝΕΟ ΦΕΓΓΑΡΙ». Τριµηνιαία έκδοση από τα ΝΕΑ ΚΟΙΝΟΤΙΚΑ. «ΚΙΒΩΤΟΣ». Ετήσια έκδοση από το «ίκτυο για τη συντήρηση και την ανταλλαγή των τοπικών ποικιλιών και των εγγενών ζωικών φυλών».