Περίληψη. Ελένη Γλαρέντζου Μέλος του Δ.Σ. του Κέντρου Μελετών και Τεκμηρίωσης της ΟΛΜΕ



Σχετικά έγγραφα

Κείµενο Οι γυναίκες διδάσκουν και οι άνδρες διοικούν

Η λειτουργία της εκπαίδευσης στην κοινωνικοποίηση των ατόμων για το ρόλο των φύλων

Φύλο και διδασκαλία των Φυσικών Επιστημών

Κοινωνιολογία της Εκπαίδευσης Εσωτερικοποίηση του πολιτιστικού υποσυστήματος και εκπαίδευση: Talcott Parsons

Επιτροπή Φύλου και Ισότητας στο ΑΠΘ: Σκοποί και στόχοι

Πρόλογος: Κογκίδου ήµητρα. Εκπαιδευτική Ηγεσία και Φύλο. Στο: αράκη Ελένη (2007) Θεσσαλονίκη: Επίκεντρο.

Θέματα Συνάντησης. Υποστηρικτικό Υλικό Συνάντησης 1

Θεματική Εβδομάδα «Σώμα και Ταυτότητα»

Ο πολλαπλός ρόλος του Διευθυντή στο νέο σχολείο 1. Εισαγωγή 2. Τα καθήκοντα του Διευθυντή της σχολικής μονάδας.

Μαίρη Κουτσελίνη, Καθηγήτρια Εκ μέρους της Πρωτοβουλίας για την Ενίσχυση της γυναικείας παρουσίας στην πολιτική ζωή.

Διεπιστημονικό Συνέδριο Παιδί και Πληροφορία: Αναζητήσεις και Προσεγγίσεις Ιστορίας, Δικαίου - Δεοντολογίας, Πολιτισμού

(γλώσσα και σχολική αποτυχία γλώσσα και. συµπεριφοράς) ρ. Πολιτικής Επιστήµης και Ιστορίας Σχολικός Σύµβουλος Π.Ε. 70

Η ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΚΗ ΣΤΟ ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΣΧΟΛΕΙΟ

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ! Δ. ΜΑΛΑΦΑΝΤΗΣ. το ΠΑΙΔΙ ΚΑΙ Η ΑΝΑΓΝΩΣΗ ΣΤΑΣΕΙΣ, ΠΡΟΤΙΜΗΣΕΙΣ, Επιστήμες της αγωγής Διευθυντής Μιχάλης Κασσωτάκης.

Αιτιολογική έκθεση στο σχέδιο νόμου του Υπουργείου Εσωτερικών. «Προώθηση της ουσιαστικής ισότητας των φύλων και καταπολέμηση της έμφυλης βίας»

ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ

Α. Τηλεοπτικές συνήθειες-τρόπος χρήσης των Μ.Μ.Ε.

1/5/2004. Λόγος: Εναρμόνιση με το ευρωπαϊκό κεκτημένο και συγκεκριμένα της Ευρωπαϊκής Οδηγίας (2000/78/ΕΚ)

ΦΥΛΟ, ΘΕΤΙΚΕΣ ΕΠΙΣΤΗΜΕΣ ΚΑΙ ΝΕΕΣ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΕΣ

Στυλιανή Ανή Χρόνη, Ph.D. Λέκτορας ΤΕΦΑΑ, ΠΘ, Τρίκαλα

Το φύλο στην εκπαίδευση. Μια περιήγηση στα σημαντικά ζητήματα έρευνας, εφαρμογής και εκπαιδευτικών πρακτικών

V/ Η ΣΥΜΒΟΛΗ ΤΗΣ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΣ ΣΤΗΝ ΑΣΚΗΣΗ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ.

ΣΧΕΔΙΟ ΕΚΘΕΣΗΣ. EL Eνωμένη στην πολυμορφία EL 2012/0000(INI)

Ο ρόλος των εκπαιδευτικών στην αποδόµηση των έµφυλων ταυτοτήτων: προϋποθέσεις, αντιστάσεις και όρια

Ο Ρόλος του Κριτικού Στοχασμού στη Μάθηση και Εκπαίδευση Ενηλίκων

ΚΕΝΤΡΟ ΕΡΕΥΝΩΝ ΓΙΑ ΘΕΜΑΤΑ ΙΣΟΤΗΤΑΣ (Κ.Ε.Θ.Ι.)

4.2 Μελέτη Επίδρασης Επεξηγηματικών Μεταβλητών

Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΣΤΗ ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

1. Έρευνα για το Σχολικό κλίμα

Κυρίες και Κύριοι, Σας ευχαριστώ πάρα πολύ για την τιμή που μου κάνετε να απευθύνω χαιρετισμό στο συνέδριό σας για την «Οικογένεια στην κρίση», για

ΜΜΕ & Ρατσισμός. Δοκιμασία Αξιολόγησης Β Λυκείου

Στερεότυπα φύλου στις επαγγελματικές επιλογές των νέων γυναικών

Κοινωνιολογία της Εκπαίδευσης

ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ. Μεγαλώνοντας ως αγόρι, μεγαλώνοντας ως κορίτσι: η κατασκευή της ταυτότητας του φύλου στο οικογενειακό και στο σχολικό πλαίσιο

ΚΕΝΤΡΟ ΕΦΑΡΜΟΣΜΕΝΗΣ ΨΥΧΟΛΟΓΙΚΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ ΚΑΙ ΨΥΧΟΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΗΣ ΣΥΜΒΟΥΛΕΥΤΙΚΗΣ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ

Εισαγωγή. ΘΕΜΑΤΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ: Κουλτούρα και Διδασκαλία

Στυλιανή Ανή Χρόνη, Ph.D. Λέκτορας ΤΕΦΑΑ, ΠΘ, Τρίκαλα

Κείμενα Τράπεζας Θεμάτων ΘΕΜΑΤΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ:ΠΛΗΡΟΦΟΡΗΣΗ ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΙΑ ΤΥΠΟΣ Μ.Μ.Ε

Ομιλία Διευθυντή της Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου στην ημερίδα για την «Επικοινωνία και την Εκπαίδευση»

ΦΥΛΕΤΙΚΟΣ ΣΕΞΙΣΜΟΣ ΠΟΛΙΤΙΚΟΣ ΡΑΤΣΙΣΜΟΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΣ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΟΣ

ρατσισμού και της μισαλλοδοξίας και η προώθηση του σεβασμού και της ισότητας»

ΚΕΙΜΕΝΟ [Ο ελεύθερος χρόνος στην εποχή µας]

Συντάχθηκε απο τον/την Konstantina Πέμπτη, 13 Ιανουάριος :15 - Τελευταία Ενημέρωση Κυριακή, 23 Ιανουάριος :24

ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑ ΣΥΛΛΟΓΩΝ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΩΝ ΨΥΧΟΛΟΓΩΝ (E.F.P.P.A.)

ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΣΥΣΤΗΜΑΤΑ ΔΙΑ ΒΙΟΥ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ: Η ΔΙΑΣΤΑΣΗ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΝΙΣΟΤΗΤΩΝ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6 Ο ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΠΟΙΗΣΗ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΟΠΟΙΗΣΗ

ΕΥΑΙΣΘΗΤΟΠΟΙΗΣΗ ΣΕ ΘΕΜΑΤΑ. Συντάκτριες - ηµιουργοί: Αγγέλου ήµητρα Ζορµπά Βασιλική

ΜΑΘΗΤΕΣ ΜΕ ΧΡΟΝΙΑ ΝΟΣΗΜΑΤΑ ΚΑΙ Η ΔΙΑΜΟΡΦΩΣΗ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΝΑΠΑΡΑΣΤΑΣΕΩΝ ΤΗΣ ΣΥΝΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ ΣΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΣΧΟΛΕΙΟ

ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΗ

ΕΝΟΤΗΤΑ 3: ΣΚΟΠΟI ΚΑΙ ΣΤΟΧΟΙ ΤΗΣ ΑΓΩΓΗΣ

9o Εκπαιδευτικό Συνέδριο της ΟΛΜΕ. Εκπαιδευτικά και εργασιακά προβλήματα των εκπαιδευτικών Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ΤΜΗΜΑ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΗΣ ΑΓΩΓΗΣ

ΕΡΓΑΣΙΑ ΣΤΗ ΣΧΟΛΙΚΗ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΖΩΗ

ΕΙΣΗΓΗΣΗ ΤΟΥ ΚΕ.ΜΕ.ΤΕ ΤΗΣ Ο.Λ.Μ.Ε

Η ΣΥΜΒΟΛΗ ΤΩΝ ΓΟΝΕΩΝ ΣΤΗΝ ΠΡΟΩΘΗΣΗ ΤΗΣ ΜΑΘΗΣΗΣ: ΠΟΡΙΣΜΑΤΑ ΤΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ

Τετάρτη 23 Μαΐου, «Τίποτα δεν είναι καλό ή κακό η σκέψη το κάνει έτσι», όπως. διαπίστωσε ο Άμλετ στο ομώνυμο έργο του Shakespeare, όταν

Ειδικά Θέματα Διδακτικής Εννοιών της Φυσικής για την Προσχολική Ηλικία

ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΕΧΤΕΛΙΔΗΣ, ΥΒΟΝ ΚΟΣΜΑ

ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ. [Ο ελεύθερος χρόνος στην εποχή μας]

ΤΡΑΠΕΖΑ ΘΕΜΑΤΩΝ Β ΛΥΚΕΙΟΥ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ:

Γυναίκες σε θέσεις ευθύνης στην εκπαίδευση

ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ Επιτροπή ικαιωµάτων των Γυναικών και Ισότητας των Φύλων ΕΓΓΡΑΦΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ

«ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ: Προσθέτει χρόνια στη ζωή αλλά και ζωή στα χρόνια»

Μαίρη Κουτσελίνη Τµήµα Επιστηµών τη Αγωγή ιευθύντρια τη Έδρα ΟΥΝEΣΚO Για την Ισότητα και Ενδυνάµωση των Φύλων

14 Δυσκολίες μάθησης για την ανάπτυξη των παιδιών, αλλά και της εκπαιδευτικής πραγματικότητας. Έχουν προταθεί διάφορες θεωρίες και αιτιολογίες για τις

Πρόσκληση Υποβολής Εκπαιδευτικών Προγραμμάτων ή/και Εκπαιδευτικού Υλικού

ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ ΠΙΛΟΤΙΚΗΣ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΤΗΣ ΠΕΡΙΓΡΑΦΙΚΗΣ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗΣ ΜΑΘΗΤΩΝ ΣΤΗΝ ΥΠΟΧΡΕΩΤΙΚΗ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ:

Αξιολόγηση του διδακτικού έργου και του μαθητή: πρακτική προσέγγιση από την μεριά του επαγγελματία εκπαιδευτικού

Νεοελληνική Γλώσσα Β Λυκείου. Μανιαδάκη Πόπη

ΑΝΑΦΟΡΑ ΚΑΙΝΟΤΟΜΙΑΣ (STATE OF THE ART) ΤΟΥ ENTELIS ΕΚΔΟΣΗ EΥΚΟΛΗΣ ΑΝΑΓΝΩΣΗΣ

15ο ΕΠΑΛ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΣΧΟΛΙΚΟ ΕΤΟΣ : Β ΤΕΤΡΑΜΗΝΟ ΜΑΘΗΜΑ: ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ Α ΕΠΑΛ

Δομή και Περιεχόμενο

Στυλιανός Βγαγκές - Βάλια Καλογρίδη. «Καθολικός Σχεδιασμός και Ανάπτυξη Προσβάσιμου Ψηφιακού Εκπαιδευτικού Υλικού» -Οριζόντια Πράξη με MIS

Κείμενο Σχέσεις γονέων-εφήβων (1956)

Μαθητές και πολιτισµική ετερότητα: Εµπειρίες, αντιλήψεις και στάσεις των µαθητών απέναντι στο διαφορετικό 2. Ιωάννινα 2004

Δελτίο Τύπου. Η Πρόταση του Ι.Ε.Π. για το Λύκειο που κατατέθηκε στην Επιτροπή Μορφωτικών Υποθέσεων της Βουλής

ΒΑΣΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΓΙΑ ΤΗ ΜΑΘΗΣΗ ΚΑΙ ΤΗ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΣΤΗΝ ΠΡΟΣΧΟΛΙΚΗ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ

ΓΙΑΤΙ ΤΑ ΣΧΟΛΕΙΑ ΘΑ ΕΠΡΕΠΕ ΝΑ ΠΡΟΑΓΟΥΝ ΤΗ ΦΥΣΙΚΗ ΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΑ; Γιάννης Θεοδωράκης Πανεπιστήµιο Θεσσαλίας

Κείµενο [Η αξιολόγηση του µαθητή]

Νεοελληνική Γλώσσα Β Λυκείου

Μαθηση και διαδικασίες γραμματισμού

Η συμβολή της Περιφερειακής Διεύθυνσης Εκπαίδευσης Δυτικής Ελλάδας στη Δια Βίου Μάθηση των εκπαιδευτικών

Στερεότυπα και προκαταλήψεις. Το σύνολο των χαρακτηριστικών που πιστεύεται ότι καθορίζουν µια οµάδα ανθρώπων ονοµάζονται στερεότυπα.

International Conference Quality and Equity in Education: Theories, Applications and Potentials

ΑΝΩΤΑΤΗ ΣΧΟΛΗ ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΗΣ ΚΑΙ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ (Α.Σ.ΠΑΙ.ΤΕ.) Συμβουλευτική Ψυχολογία και Προσανατολισμός

ΕΚΘΕΣΗ ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΩΝ ΕΠΙΜΟΡΦΩΣΕΩΝ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΩΝ ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ

Eπιμορφωτικό σεμινάριο

1.3 Αξίες Ζωής. 1.3 Αξίες ζωής Να ορίζουν το δικό τους αξιακό σύστημα και να αντιλαμβάνονται τη σημασία του

ΟΜΙΛΙΑ ΤΟΥ ΠΡΟΕΔΡΟΥ ΤΗΣ ΟΚΕ ΕΛΛΑΔΑΣ, κ. Χρήστου ΠΟΛΥΖΩΓΟΠΟΥΛΟΥ ΣΤΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΟΥ TRESMED 4 ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 10-11/9/2012

ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ. Βρυξέλλες, 20 Ιουνίου 2011 (23.6) (OR. en) 11844/11 SOC 586 EDUC 207

Πανεπιστήμιο Κύπρου Τμήμα Επιστημών της Αγωγής. MA Ειδική και Ενιαία Εκπαίδευση

Οι διακρίσεις στην απασχόληση παραμένουν μεγάλες σήμερα παρά τις σημαντικές προσπάθειες που έχουν γίνει στη χώρα μας τα τελευταία 30 χρόνια.

Η ΣΥΜΒΟΛΗ ΤΩΝ ΓΟΝΕΩΝ ΣΤΗΝ ΠΡΟΩΘΗΣΗ ΤΗΣ ΜΑΘΗΣΗΣ: ΠΟΡΙΣΜΑΤΑ ΤΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ

ΔΙΔΑΚΤΙΚΗ ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ

1. Γυναίκα & Απασχόληση

ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΡΧΗ 1ΗΣ ΣΕΛΙΔΑΣ Γ ΤΑΞΗ

ΑΝΑΛΥΤΙΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ. Κατερίνα Κασιμάτη, Επίκ. Καθηγήτρια Παιδαγωγικoύ Τμήματος, Α.Σ.ΠΑΙ.Τ.Ε.

Στόχος υπό έμφαση για τη σχολική χρονιά

Η ελληνική οικονοµία ως µια αποτυχία της καπιταλιστικής πατριαρχίας & η επιλογή της δυστοπίας

Transcript:

Στερεότυπα του φύλου στο σχολείο και στην τηλεόραση Παρουσιάστηκε στο σεμινάριο που διοργανώθηκε από την ETUCE στις Βρυξέλλες στις 25-26 Μαΐου 2009 με θέμα: «Ευαισθητοποίηση για την ισότητα των φύλων στο επάγγελμα των εκπαιδευτικών και στην εκπαίδευση» Παύλος Χαραμής Πρόεδρος Κέντρου Μελετών και Τεκμηρίωσης της ΟΛΜΕ Περίληψη Ελένη Γλαρέντζου Μέλος του Δ.Σ. του Κέντρου Μελετών και Τεκμηρίωσης της ΟΛΜΕ Το σχολείο ως γενικευμένος εκπαιδευτικός θεσμός και το «παράλληλο σχολείο» των μέσων μαζικής επικοινωνίας (μέσων), όπως εύστοχα έχουν αυτά χαρακτηριστεί, διαμορφώνουν ένα δυναμικό κοινωνικοποιητικό πλαίσιο (πλαίσιο κοινωνικοποίησης), που ασκεί σημαντική επίδραση στα παιδιά και τους νέους. Ιδιαίτερα η τηλεόραση θεωρείται ότι επηρεάζει σε μεγαλύτερο βαθμό από ό,τι τα άλλα μέσα τις αξίες, τις στάσεις, τις αντιλήψεις και τη συμπεριφορά τους. Η παρούσα εργασία επικεντρώνει το ενδιαφέρον της σε μια παράλληλη εξέταση της επίδρασης τόσο της τηλεόρασης όσο και του σχολείου στα νεαρά μέλη των σύγχρονων κοινωνιών σε ό,τι αφορά τα ζητήματα του φύλου. Εξετάζονται η επίδραση αυτών των δύο βασικών σύγχρονων θεσμών στη δημιουργία στερεοτύπων σχετικά με τα δύο φύλα και η συμβολή τους στη διαμόρφωση ανάλογων μορφών συμπεριφοράς. Κατόπιν παρουσιάζονται και σχολιάζονται παραδείγματα δεοντολογίας και καλών πρακτικών στον τομέα των μέσων. Στη συνέχεια το ενδιαφέρον μετατίθεται στη δραστηριότητα που μπορεί να αναπτύξει το σχολείο, αξιοποιώντας από τη μία πλευρά την εκπαίδευση στα μέσα (media education) και ειδικά τον τηλεοπτικό αλφαβητισμό (media literacy), και από την άλλη τις σπουδές του φύλου (gender studies) και τις οπτικές της ισότητας των φύλων, για την άμβλυνση τυχόν αρνητικών επιδράσεων της τηλεόρασης σε αυτό τον τομέα. Οι μαθητές και μαθήτριες αφιερώνουν σήμερα σημαντικό μέρος του ελεύθερου χρόνου τους στην τηλεόραση, ενώ διαθέτουν λιγότερο χρόνο και στα άλλα μέσα μαζικής επικοινωνίας (=media). Δεσμεύουν, όμως, εξίσου σημαντικό χρόνο για τη σχολική τους εκπαίδευση. Το σχολείο, που φιλοξενεί το σύνολο σχεδόν των παιδιών για μεγάλο διάσημα της ζωής τους, τουλάχιστον στις χώρες μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και το «παράλληλο σχολείο» των μέσων μαζικής επικοινωνίας, όπως εύστοχα έχει χαρακτηριστεί, διαμορφώνουν από κοινού ένα δυναμικό πλαίσιο, που αξίζει να μας απασχολήσει συστηματικά. Η εκπαίδευση, από τη μια πλευρά, θεωρείται ότι μέσω των γνώσεων, δεξιοτήτων και στάσεων που παρέχει συμβάλλει αποφασιστικά στην κοινωνικοποίηση των μαθητών και επηρεάζει τη διαμόρφωση της προσωπικότητάς τους σε μια φάση κατά την οποία αυτή διαπλάθεται εύκολα, με στόχο τη δημιουργία πολιτών που θα αποδέχονται τις αξίες και τις πρακτικές που προβάλλουν οι σχολικοί θεσμοί. Για το 1

σκοπό αυτό χρησιμοποιεί τόσο μηχανισμούς κοινωνικοποίησης όσο και μηχανισμούς κοινωνικού ελέγχου (π.χ. ένα σύστημα αμοιβών και ποινών. Επίσης, η εκπαίδευση μπορεί να συμπεριλάβει στα αντικείμενα ενασχόλησής της τα ίδια τα μέσα μαζικής επικοινωνίας, με την επιδίωξη να προετοιμάσει κατάλληλα τους μελλοντικούς πολίτες στο χειρισμό τους. Στη βάση αυτή αναπτύχθηκαν θεωρίες και πρακτικές που οδήγησαν στη διαμόρφωση του διεπιστημονικού πεδίου που ορίζεται ως εκπαίδευση στα μέσα (media education, media literacy). Αλλά και το ίδιο το σχολικό περιβάλλον είναι αφ εαυτού πεδίο ανάπτυξης σχέσεων και συγκρούσεων ανάμεσα στα μέλη της σχολικής κοινότητας, που μεταφέρουν στο εσωτερικό αυτού του θεσμού τις αντιλήψεις, τα στερεότυπα και τις προκαταλήψεις που διαμορφώνονται στο ευρύτερο κοινωνικό περιβάλλον, και κάτω από την επίδραση των μέσων μαζικής επικοινωνίας. Από την άλλη πλευρά, η επίδραση που ασκούν τα μέσα μαζικής επικοινωνίας στις σύγχρονες κοινωνίες είναι καταλυτική. Ο ρόλος τους σε όλους τους βασικούς τομείς της ατομικής και κοινωνικής ζωής ολοένα ενισχύεται, ενώ οι επιπτώσεις τους στον τρόπο οργάνωσης της ζωής των ανθρώπων, στην ατομική και κοινωνική τους ανάπτυξη και στις ποικίλες εκδηλώσεις της συμπεριφοράς τους απασχολούν έντονα τόσο το δημόσιο διάλογο όσο και την επιστημονική έρευνα. Ειδικά η τηλεόραση, με τη δυνατότητα που την χαρακτηρίζει να μπορεί να εκπέμπει συνδυασμένα οπτικά και ακουστικά μηνύματα, απέκτησε μεγάλες δυνατότητες, και στον τομέα της ενημέρωσης και στον τομέα της ψυχαγωγίας, όπου ανταγωνίστηκε επιτυχώς τον κινηματογράφο. Αντικείμενο διεξοδικής συζήτησης και προβληματισμού, τόσο ανάμεσα στους ειδικούς όσο και στο ευρύτερο πλαίσιο του δημόσιου διαλόγου, συνιστούν οι επιδράσεις της τηλεόρασης στα παιδιά και τους νέους. Η ραγδαία αύξηση του χρόνου τηλεθέασης σε αυτές τις ηλικίες σε συνδυασμό με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της παιδικής και εφηβικής ηλικίας προβληματίζουν ιδιαίτερα όσους ασχολούνται με την εκπαίδευση και την αγωγή της νέας γενιάς. Η ένταση φαινομένων κοινωνικής παθογένειας, που χαρακτηρίζει κυρίως τις τεχνολογικά προηγμένες κοινωνίες, αποτελεί για πολλούς επιστήμονες και παιδαγωγούς την αδιάψευστη τεκμηρίωση της αρνητικής επίδρασης των μέσων μαζικής επικοινωνίας, ιδίως της τηλεόρασης, στη διαμόρφωση της προσωπικότητας του νέου ανθρώπου. Στόχος των περισσότερων παρεμβάσεων σε αυτό τον τομέα είναι να εξασφαλιστούν τρόποι που θα μεγιστοποιούν τις θετικές επιπτώσεις των μέσων μαζικής επικοινωνίας και θα ελαχιστοποιούν τις αρνητικές επιπτώσεις σε αυτές κυρίως τις ηλικιακές κατηγορίες. Η τηλεόραση εμφανίζεται να λειτουργεί ανταγωνιστικά προς το σχολείο. Αυτό συχνά το βιώνουν οι μαθητές και μαθήτριες ως δίλημμα ανάμεσα στην υποχρέωση να ασχοληθούν με τις κατ οίκον σχολικές εργασίες και την επιθυμία για τηλεθέαση. Από την άποψη της λειτουργίας της η τηλεόραση εμφανίζεται ως ένας χαλαρός και σε μεγάλο βαθμό απορυθμισμένος θεσμός, που είναι πολύ δύσκολο -αν όχι αδύνατο- να ελεγχθεί ως προς την ποιότητα των μηνυμάτων που προβάλλει. Στην πράξη η τηλεόραση προβάλλει ένα πλαίσιο αξιών και προτύπων πολύ πιο ρευστό, «ανοικτό» και αντιφατικό από το πλαίσιο του σχολείου. Αυτά τα τελευταία 2

χαρακτηριστικά της λειτουργίας της τηλεόρασης ώθησαν πολλούς ειδικούς και ομάδες πίεσης να αναζητήσουν μηχανισμούς ελέγχου ή αυτορρύθμισης όπως οι κώδικες δεοντολογίας και τα όργανα ελέγχου της λειτουργίας τους, τα γνωστά ραδιοτηλεοπτικά συμβούλια. Φυσικά, για να αποδεχθεί κανείς τον καθοριστικό ρόλο των μέσων μαζικής επικοινωνίας πρέπει καταρχάς να αποδεχθεί ότι τα μηνύματα που εκπέμπουν μέσω των προγραμμάτων τους ασκούν όντως επίδραση στους αποδέκτες τους και ότι αυτή η επίδραση είναι καθοριστική για τη διαμόρφωση των αντιλήψεων και της συμπεριφοράς τους. Τόσο ο τρόπος με τον οποίο ασκούνται τέτοιες επιδράσεις στους αποδέκτες όσο και η έκταση, η ένταση και η ποιότητα αυτών των επιδράσεων είναι από τα ζητήματα που απασχολούν συστηματικά τους ειδικούς στον τομέα των μέσων και δεν συναντούν πάντα την ομοφωνία τους. Είναι πιθανό να είναι επιδράσεις αρνητικές, π.χ. προβάλλοντας τη βία ή συμβάλλοντας στην ενίσχυση των σεξιστικών στάσεων και συμπεριφορών. Δεν αποκλείεται όμως σε κάποιες περιπτώσεις να είναι θετικές. Οι προϋποθέσεις και οι όροι που προσδιορίζουν το θετικό ή αρνητικό χαρακτήρα της επίδρασης συνιστούν ένα από τα πιο ενδιαφέροντα σημεία του σχετικής συζήτησης. Για τη μελέτη της επίδρασης που ασκούν τόσο οι εκπαιδευτικοί θεσμοί όσο και τα μέσα μαζικής επικοινωνίας στα ζητήματα του φύλου είναι ενδιαφέρουσες οι προσεγγίσεις της van Zoonen (1996, σ. 24 κ.ε.). Η ερευνήτρια αυτή επικαλείται σχετικά τις απόψεις του Althusser, κατά τον οποίο η εκπαίδευση και τα μέσα μαζικής επικοινωνίας, όπως και η οικογένεια, οι θρησκευτικοί, οι νομοθετικοί και οι πολιτικοί θεσμοί, είναι κατά βάση ιδεολογικοί μηχανισμοί. Οι μηχανισμοί αυτοί, αν και είναι σχετικά αυτόνομοι από το κράτος και το κεφάλαιο, και παρά τις εσωτερικές αντιφάσεις που διέπουν τη λειτουργία τους, λειτουργούν με τρόπο που προωθεί τις επιδιώξεις και τα συμφέροντα της κυρίαρχης τάξης. Ακριβώς επειδή ως θεσμοί δεν μπορούν να ελέγχονται απευθείας από την κυρίαρχη τάξη, καθίστανται πεδία ιδεολογικών αντιπαραθέσεων και συγκρούσεων οι οποίες προδίδουν τις αντιφάσεις και τα αντιπαρατιθέμενα συμφέροντα που εκδηλώνονται στο πλαίσιο της κυρίαρχης ιδεολογίας. Ωστόσο, σε τελική ανάλυση, ως ιδεολογικοί μηχανισμοί λειτουργούν εξυπηρετώντας την κυρίαρχη ιδεολογία. Το κεντρικό ερώτημα, ωστόσο, κατά τη van Zoonen (ό.π.), όταν γίνεται λόγος για τα ζητήματα του φύλου, είναι με ποιο τρόπο και προς όφελος τίνος παράγονται κάθε φορά συγκεκριμένες ιδεολογικές κατασκευές. Στο πλαίσιο της σοσιαλιστικής φεμινιστικής προσέγγισης η θέση της γυναίκας και τα ζητήματα που συνδέονται με αυτή δεν ερμηνεύονται αποκλειστικά βάσει του φύλου (gender), αλλά σε συνάρτηση και με άλλους παράγοντες, που αφορούν την ταξική θέση και την οικονομική κατάσταση των γυναικών (van Zoonen, 2001, σ. 60-62). Για παράδειγμα, η άμισθη συνεισφορά της γυναίκας στο πλαίσιο της οικογένειας με μορφές όπως οι οικιακές εργασίες, η ανατροφή και η διαπαιδαγώγηση των παιδιών κ.τ.ό. θεωρήθηκε απαραίτητη για την αναπαραγωγή του καπιταλιστικού συστήματος. Αν η γυναίκα αμειβόταν γι αυτή την εργασία, τα περιθώρια κέρδους του καπιταλισμού θα ήταν εξαιρετικά περιορισμένα. Έτσι, το συμφέρον των κυρίαρχων τάξεων συνδέθηκε με τη διατήρηση της άμισθης εργασίας στο πλαίσιο του νοικοκυριού, και αντίστοιχη 3

επιδίωξη των ιδεολογικών μηχανισμών, όπως είναι η εκπαίδευση και τα μέσα, υπήρξε να προωθηθούν στο επίπεδο της ιδεολογίας ανάλογες αντιλήψεις. Ως κοινή επιδίωξη των δύο θεσμών, της τηλεόρασης και της εκπαίδευσης, μπορεί να θεωρηθεί η παραποίηση της πραγματικότητας (π.χ. η γυναίκα δεν τα καταφέρνει στις θετικές επιστήμες και στην τεχνολογία), που οδηγεί στην αποδοχή των παραδοσιακών στερεοτύπων του φύλου. Ωστόσο, παρατηρούνται σημαντικές διαφορές, κυρίως στον τρόπο με τον οποίο επιχειρούν να επιτύχουν αυτό το στόχο. Ο εκπαιδευτικός θεσμός, καταρχάς, προβάλλει μια ρητορική στρατευμένη στην υπόθεση της ισότητας των φύλων. Σύμφωνα με τη σκοποθεσία της ελληνικής εκπαίδευσης (Ν. 1566/1985, άρθρο 1, παρ. 1), σκοπός της γενικής εκπαίδευσης είναι «η ολόπλευρη, αρμονική και ισόρροπη ανάπτυξη των διανοητικών και ψυχοσωματικών δυνάμεων των μαθητών, ώστε, ανεξάρτητα από το φύλο και την καταγωγή, να εξελιχθούν σε ολοκληρωμένες προσωπικότητες και να ζήσουν δημιουργικά». Οι σχετικές έρευνες, όμως, τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό δεν φαίνεται να επιβεβαιώνουν ότι το σχολείο λειτουργεί με τρόπο που να οδηγεί προς μια τέτοια κατεύθυνση. Συνοψίζοντας τα ερευνητικά αποτελέσματα η Δεληγιάννη-Κουϊμτζή (ό.π., σ. 260-263) επισημαίνει κάποια σημαντικά προβλήματα, που εκτίθενται στη συνέχεια. 1. Σε ό,τι αφορά τα δημογραφικά δεδομένα στο χώρο της εκπαίδευσης, παρατηρείται σημαντική αύξηση στην ποσοστιαία συμμετοχή του γυναικείου φύλου σε όλα τα επίπεδα της εκπαίδευσης, αλλά ο παραδοσιακός καταμερισμός των φύλων στις διάφορες ειδικότητες (π.χ. θετικές επιστήμες, θεωρητικές επιστήμες και τεχνολογία) εξακολουθεί σε μεγάλο βαθμό να ισχύει. Έτσι, στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες, ανεβαίνοντας προς τις ανώτερες βαθμίδες της εκπαίδευσης αυξάνεται η παρουσία των ανδρών. Στην Ελλάδα παρατηρείται απόλυτη γυναικοκρατία ανάμεσα στους εκπαιδευτικούς της προσχολικής εκπαίδευσης, σημαντική υπεροχή των γυναικών και στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση, και παραδοσιακή στοίχιση κατά φύλο στις διάφορες ειδικότητες της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης. Η εικόνα αυτή, παρά τη σχετική πρόοδο που έχει συντελεστεί, είναι εικόνα που συμβάλλει στην αναπαραγωγή των στερεοτύπων του φύλου στο χώρο του σχολείου. 2. Η μελέτη του περιεχομένου των σχολικών προγραμμάτων και των επίσημων σχολικών βιβλίων επιβεβαίωσε, επίσης, τη διατήρηση των παραδοσιακών στερεοτύπων του φύλου και έδειξε την αποτυχία της εκπαιδευτικής πολιτικής να καλύψει επαρκώς τις δραστηριότητες και των δύο φύλων. Επιπλέον, φάνηκε ότι μέσω των σχολικών προγραμμάτων και βιβλίων εξακολουθούν να προωθούνται αντιλήψεις και πρακτικές «που υποβιβάζουν τις γυναίκες και παρουσιάζουν μια μη ρεαλιστική εικόνα της πραγματικότητας όσον αφορά τις σχέσεις των δύο φύλων» (ό.π., σ. 261). Μέσα από την παραποίηση πραγματικών καταστάσεων, δεδομένων και σχέσεων προάγονται, τελικά, αρνητικά στερεότυπα και διακρίσεις σε βάρος των γυναικών. 3. Προς την ίδια κατεύθυνση, εξάλλου, φαίνεται να λειτουργεί και το λεγόμενο κρυφό ή αφανές αναλυτικό πρόγραμμα (hidden curriculum) στο 4

χώρο του σχολείου με βασικούς φορείς των σχετικών στερεοτυπικών αντιλήψεων τόσο τους μαθητές/μαθήτριες όσο και τους/τις εκπαιδευτικούς. Σχετικές έρευνες, για παράδειγμα, έδειξαν ότι τα μέλη του διδακτικού προσωπικού εξακολουθούν σε μεγάλο βαθμό κυρίως οι άνδρες να είναι δέσμια των παραδοσιακών αντιλήψεων για τα δύο φύλα, να ενισχύουν παραδοσιακές διαφορές και διακρίσεις και να τρέφουν διαφορετικές προσδοκίες για τους μαθητές και μαθήτριές τους σε συνάρτηση με στερεοτυπικές αντιλήψεις τους για τα δύο φύλα. Έτσι, δεν είναι καθόλου αδικαιολόγητο το συμπέρασμα στο οποίο καταλήγει η συγγραφέας (ό.π., σ. 262), ότι «το σχολείο αναπαράγει τις κυρίαρχες ιδεολογίες για τις σχέσεις των φύλων, που οδηγούν στη διαμόρφωση ηγεμονικών ανδρικών και γυναικείων ταυτοτήτων». Οι διαφορετικές αυτές ταυτότητες γίνονται εμφανείς και στη μελέτη των μελλοντικών προσδοκιών και των επαγγελματικών επιλογών των αγοριών και των κοριτσιών στη μετέπειτα ζωή τους. 4. Τέλος, επισημαίνεται από την ερευνήτρια ως κύριο χαρακτηριστικό από την πλευρά της πολιτείας, τουλάχιστον για την Ελλάδα, «η έλλειψη σχεδιασμού με στόχο τη λήψη οποιωνδήποτε μέτρων για την προώθηση της ισότητας στην εκπαίδευση», με κύριο επιχείρημα τις σχετικές ελλείψεις στην αρχική εκπαίδευση και την ενδοϋπηρεσιακή επιμόρφωση των εκπαιδευτικών. Αυτή η τακτική, ενός ιδιόμορφου «λεσέ πασέ, λεσέ φερ», στην ουσία δεν επιβεβαιώνει παρά την έλλειψη βούλησης της πολιτείας να παρέμβει θετικά και δραστήρια θέτοντας το σχολείο στην υπηρεσία της αποδόμησης των στερεοτύπων του φύλου και δημιουργώντας όρους μιας πολιτικής της ισότητας των φύλων στην εκπαίδευση και μέσω της εκπαίδευσης. Η τηλεόραση, από την άλλη πλευρά, επιδρά στο κοινό της μέσω της παρουσίασης μιας διαμεσολαβημένης πραγματικότητας. Η ίδια η πραγματικότητα, όπως διαμορφώνεται μέσα από τη ροή των γεγονότων και των άμεσων εμπειριών των ανθρώπων, μπορεί να οδηγήσει στη διαμόρφωση των στάσεων των ανθρώπων. Ταυτόχρονα, όμως, η διαμεσολαβημένη μέσα από την τηλεόραση και τα άλλα μέσα μαζικής επικοινωνίας εκδοχή της πραγματικότητας μπορεί επίσης να συμβάλει είτε σε ενίσχυση των αρνητικών στάσεων και στερεοτύπων ή στην άμβλυνσή τους. Συνεπώς, μπορεί να οδηγήσει είτε προς στη δημιουργία πιο συνεκτικών και αρμονικών κοινωνικών σχέσεων είτε προς την κατεύθυνση της διάσπασης της κοινωνικής συνοχής. Η τηλεόραση εμπλέκεται κατά ποικίλους και συχνά αντιφατικούς τρόπους και με τα ζητήματα του φύλου. Θα μπορούσαμε, ωστόσο, να επισημάνουμε ότι οι επιδράσεις που ασκεί στα ζητήματα του φύλου και όχι μόνο έχουν έντονο το χαρακτήρα των από τα πάνω παρεμβάσεων. Αυτό συμβαίνει γιατί παρουσιάζει ως πραγματικότητα μια κατασκευασμένη οντότητα, είτε μέσα από τις ειδήσεις και τις πληροφορίες που παρέχει ή μέσα από τις ψυχαγωγικές εκπομπές και τη διαφήμιση. Στον τρόπο κατασκευής αυτής της πραγματικότητας διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο οι παράγοντες που ελέγχουν τα μέσα μαζικής επικοινωνίας και ρυθμίζουν τις βασικές πλευρές της λειτουργίας τους. 5

Αξίζει εδώ να αναφερθούν κάποια σχετικά παραδείγματα. Στο χώρο των ενημερωτικών εκπομπών, για παράδειγμα, πρόσφατη έρευνα των πρωινών γυναικείων εκπομπών τύπου magazinο στην Ελλάδα (Κακαβούλια και Κάππα, 2001) έδειξε ότι η επιλογή της θεματολογίας τους ήταν πολύ περιοριστική, με έμφαση σε θέματα όπως η μόδα, η ομορφιά, η μαγειρική, η αστρολογία κ.ά., ενώ ήταν εμφανής η απουσία ζητημάτων που αφορούν στην κοινωνική και επαγγελματική παρουσία των γυναικών. Άλλες έρευνες στο χώρο της τηλεοπτικής διαφήμισης επιβεβαίωσαν έντονες διαφοροποιήσεις των προσώπων που παρουσιάζονταν στη διαφήμιση με βάση τη διάκριση του φύλου. Έτσι, οι γυναίκες παρουσιάζονταν συγκριτικά πιο συχνά ως απλοί χρήστες των διαφημιζόμενων προϊόντων ενώ οι άνδρες πιο συχνά ως product authorities. Οι άνδρες εμφανίζονταν πιο συχνά σε ανεξάρτητους ρόλους σε σύγκριση με τις γυναίκες, πιο συχνά παρουσιάζονταν σε χώρους εκτός σπιτιού και περισσότερο χρησιμοποιούσαν factual and opinion arguments, ενώ οι γυναίκες πιο συχνά εμφανίζονταν χωρίς επιχειρηματολογία (to present no argument at all) (Neto and Pinto, 1998). Τέλος, σε ό,τι αφορά τον product type, women were more frequently associated with body and fruit products than men, who were more likely to advertise auto and sports products. Jennings et al. (1980) concluded that even if women do not buy the advertised product, they buy the implicit image of feminity conveyed by commercials, whether they know it or not (in: Neto and Pinto, 1998). Οι διακρίσεις σε βάρος συγκεκριμένων κοινωνικών ομάδων αποτελούν ένα από τα πιο σταθερά χαρακτηριστικά της λειτουργίας της τηλεόρασης από τα πρώτα βήματά της. Κατά πολλούς, αυτό είναι αναπόφευκτο, από τη στιγμή που τα μέσα λειτουργούν σε μια κοινωνία που δομείται στη βάση κοινωνικών ανισοτήτων και διακρίσεων. Έτσι, τόσο ο λόγος όσο και η εικόνα που εκπέμπει η τηλεόραση αντικατοπτρίζουν και αναπαράγουν τις ισχύουσες κοινωνικές ανισότητες και διακρίσεις. Αυτό δεν επιτυγχάνεται μόνο μέσω του λόγου που εκπέμπεται, αλλά με το συνδυασμό λόγου και εικόνας στο πλαίσιο μιας τηλεοπτικής εκπομπής. Για παράδειγμα, ο συνδυασμός της παρουσίας της γυναίκας με χώρους του σπιτιού όπως το σαλόνι ή η κουζίνα, και επιλεκτικά με άλλους χώρους εκτός νοικοκυριού, συμβάλλει στη διαμόρφωση μιας ταυτότητας της γυναίκας σε συσχετισμό με συγκεκριμένες, «αποδεκτές» ενασχολήσεις. Κατά τον Hiebert (1999, σ. 353), τα μέσα εξ ορισμού στοχεύουν στο ευρύτερο δυνατό κοινό και, κατά συνέπεια, επιδιώκουν κυρίως να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις της πλειονότητας παρά της μειονότητας. Έτσι, όλα τα μέσα θα μπορούσε να υποστηριχτεί ότι είναι πολιτισμικώς προκατειλημμένα (culturally prejudiced), εφόσον αντανακλούν αλλά και επηρεάζουν τις προκαταλήψεις του κοινού τους. Το συμπέρασμα του Hiebert είναι ότι τα μέσα αντανακλούν κατά βάση τις προκαταλήψεις της πλειονότητας. Η άποψη αυτή όμως τείνει να υποβαθμίσει το ρόλο που διαδραματίζουν διάφορες ομάδες συμφερόντων, που συνήθως ελέγχουν την παραγωγή των τηλεοπτικών προγραμμάτων Οι επικρίσεις εναντίον των μέσων για μεροληπτική στάση απέναντι σε ποικίλες κοινωνικές ομάδες, ιδίως εκείνες που αποκλίνουν από την κυρίαρχη νόρμα στη βάση κάποιων διαφοροποιημένων κοινωνικών χαρακτηριστικών έχουν πολυετή 6

παράδοση. Κατά τους Dines και Humez (1995, σ. xviii κ.ε.), ήδη από τη δεκαετία του 60 τα μέσα επικρίνονται για διακρίσεις στη βάση κοινωνικών χαρακτηριστικών όπως η φυλή (racism), το φύλο (sexism), η κοινωνική τάξη (classism), η σεξουαλική προτίμηση (heterosexism), η ηλικία (ageism) ή η αναπηρία (ableism). Κατά τους επικριτές των ΜΜΕ, οι αντίστοιχες κοινωνικές κατηγορίες που δεν ακολουθούν την επίσημη νόρμα αντιμετωπίζονται με στερεοτυπικό τρόπο και αυτή η μεταχείρισή τους οδηγεί στο συμβολικό εκμηδενισμό τους. Στην περίπτωση των γυναικών, για παράδειγμα, προκρίνουν μια διαστρεβλωμένη εικόνα της κοινωνικής εκπροσώπησης και του ρόλου της γυναίκας που εξυπηρετεί την αναπαραγωγή παραδοσιακών στερεότυπων του φύλου (π.χ. η γυναίκα ως σύζυγος, ως εργαζόμενη, ως μητέρα κ.ά.). Η van Zoonen (1996, σ. 27) υποστηρίζει ότι η έρευνα που εξετάζει την επίδραση των μέσων στα ζητήματα του φύλου πρέπει να λάβει υπόψη της τρεις σημαντικούς τομείς, στους οποίους τα μέσα, και ειδικά η τηλεόραση, ασκούν ισχυρή επίδραση: τα στερεότυπα, την πορνογραφία και τα ζητήματα ιδεολογίας. Σε ό,τι αφορά τα στερεότυπα αναφέρει, επικαλούμενη σχετικά και ερευνητικά δεδομένα της Tuchman (1978), ότι τα μέσα θεωρούνται σήμερα ένα από τα πιο βασικά εργαλεία διασποράς στερεοτυπικών, πατριαρχικών και ηγεμονικών αντιλήψεων σχετικά με το φύλο, καθώς μεταβιβάζουν και αναπαράγουν κληρονομούμενο υλικό που είναι βαθύτατα σεξιστικό με σκοπό να διασφαλίσουν συνέχεια και ενότητα. Σε σχέση με τα ζητήματα της πορνογραφίας, υποστηρίζεται ότι τα μέσα προωθούν τις επιδιώξεις της πατριαρχίας με το να αναπαριστάνουν τις γυναίκες ως αντικείμενα και να καταπνίγουν τις εμπειρίες που αυτές βιώνουν στην πραγματική ζωή τους. Τέλος, στα ζητήματα της ιδεολογίας τα μέσα εμφανίζονται ως ηγεμονικοί θεσμοί, που επιδιώκουν να παρουσιάσουν την καπιταλιστική και πατριαρχική τάξη ως φυσιολογική αποκρύπτοντας την ιδεολογική της φύση. Κατά τον Πολίτη (2006. σ. 529 κ.ε.), τέλος, η κουλτούρα των ΜΜΕ στο ελληνικό σχολείο «αντανακλά, αλλά και διαμορφώνει, παράγει, ενισχύει και αναπαράγει την ετεροσεξιστική έμφυλη ιδεολογία ως νομοτελειακή κανονικότητα». Ο μελετητής, που πραγματοποίησε σχετική έρευνα σε σχολείο μικρής επαρχιακής πόλης της Ελλάδας, υποστηρίζει ότι η μαθητική κουλτούρα κυριαρχείται από «εικόνες υπερ-ανδρισμού που εξισώνουν τον ήρωα άνδρα με τη βία και τη μαχητικότητα» και «πλαισιώνονται και από εικόνες υπερ-θηλυκότητας που αποτελούν συνώνυμα μιας «προκλητικής» παθητικότητας.» (ό.π., σ. 532) Στις απόψεις που αποδέχονται μια σχεδόν αυτόματη και αδιαπραγμάτευτη αποδοχή του εκπεμπόμενου νοήματος από το κοινό έχει ασκηθεί έντονη κριτική. Οι υποστηρικτές αυτών των απόψεων, ισχυρίζονται οι επικριτές τους, αντιλαμβάνονται το νόημα που εμπεριέχεται στα μηνύματα των μέσων ως κάτι το ενιαίο και όχι ως μια οντότητα πολυσημική και αντιφατική, ούτε ως κάτι που αποτελεί ουσιαστικά αντικείμενο διαπραγμάτευσης μεταξύ των θεσμικών παραγωγών νοήματος και του κοινού ως παραγωγού νοήματος. Γενικότερα, στη συζήτηση σχετικά με την επίδραση που ασκεί η τηλεόραση στο κοινό της, στο ένα άκρο του φάσματος προβάλλεται η άποψη ότι τα μέσα, κυρίως η τηλεόραση, συνιστούν την αιτία μιας σειράς φαινομένων κοινωνικής παθογένειας 7

που χαρακτηρίζουν τις σύγχρονες κοινωνίες στο άλλο άκρο παρατηρείται η τάση τα μέσα να απαλλάσσονται από τέτοιες βαριές κατηγορίες, συνήθως υπό την επίδραση θεωρήσεων που εκλαμβάνουν τον τηλεθεατή ως ενεργητικό και ενημερωμένο πολίτη που επιλέγει ορθολογικά ανάμεσα στα προσφερόμενα μηνύματα χωρίς να παρασύρεται από τις ποικίλες τεχνικές των παραγωγών τους. Τέτοιες προσεγγίσεις συνήθως δίνουν βαρύτητα στον τρόπο με τον οποίο το κοινό των μέσων προσλαμβάνει το συμβολικό περιεχόμενο των μηνυμάτων των ΜΜΕ. Ανάμεσα σε αυτές τις δύο ακραίες εκδοχές μπορεί κανείς να κατατάξει μια εξαιρετικά μεγάλη ποικιλία από ενδιάμεσες θεωρήσεις. Συνοψίζοντας τη σχετική συζήτηση η Livingstone (2001, σ. 428), καταλήγει ότι η κύρια ερευνητική τάση εμφανίζεται να αμφιταλαντεύεται, στην πορεία του χρόνου, ανάμεσα στα δύο αυτά άκρα. Επιμένει, ωστόσο, στη διαπίστωση ότι η αντιπαράθεση αυτή παραμένει σε μεγάλο βαθμό ανοιχτή (ό.π., σ. 429). Το ζήτημα της δεοντολογίας βρίσκεται τελευταία στο επίκεντρο των συζητήσεων για τα μέσα μαζικής επικοινωνίας, κυρίως για την τηλεόραση, καθώς μάλιστα έχουν γίνει αντιληπτές οι σοβαρές συνέπειες της απορύθμισης στη λειτουργία τους. Ποικίλες πρακτικές έχουν εφαρμοστεί με στόχο να περιορίσουν τις υπερβολές που παρατηρούνται σε πολλές περιπτώσεις στη λειτουργία τους. Ιδιαίτερη σημασία, όπως είναι φυσικό, δόθηκε, στο πλαίσιο αυτών των προσπαθειών, στις ανάγκες και τα δικαιώματά των παιδιών και των εφήβων, που θεωρούνται περισσότερο ευάλωτα σε σχέση με άλλες ηλικίες, και επιδιώχθηκε η προστασία τους από την κακή χρήση της ελευθερίας των μέσων. Ο σεξισμός που αναπαράγεται από τα μέσα, κυρίως από την τηλεόραση, αποτελεί μια από τις σχετικές περιπτώσεις που έχουν απασχολήσει συστηματικά τόσο τους ειδικούς όσο και το ευρύτερο κοινωνικό σύνολο τα τελευταία χρόνια. Έχει τονιστεί κατ επανάληψη η ανάγκη να απαλλαγούν τα μέσα από τις σεξιστικές προκαταλήψεις και να αντιμετωπίζουν το ίδιο θετικά τα δύο φύλα. Στην περίπτωση που οι επιλογές εκείνων που διευθύνουν τα μέσα είναι ακραίες, έχει προταθεί να υπάρξει αυστηρός έλεγχος τόσο από ειδικά όργανα ελέγχου όσο και από την έννομη τάξη. Σε έκθεση της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων για την ενσωμάτωση της καταπολέμησης του ρατσισμού στις κοινοτικές πολιτικές και τα κοινοτικά προγράμματα (Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, 1997, σ. 11) γίνεται ιδιαίτερη μνεία του ρόλου των μέσων ενημέρωσης και επικοινωνίας στα ζητήματα των κάθε είδους διακρίσεων. Επίσης, η οδηγία «Τηλεόραση χωρίς σύνορα», απαγορεύει (άρθρο 22.2) την προτροπή στο μίσος για λόγους φυλής, φύλου, θρησκείας ή εθνικότητας. Με τη σύσταση, εξάλλου, 98/560/ΕΚ (24-09-1998) αναγνωρίζεται η ανάγκη της προστασίας των ανηλίκων και της ανθρώπινης αξιοπρέπειας (βλ. Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, ό.π., σ. 41-42). Καθώς οι σημερινές αντιφάσεις στο επίπεδο των εκπαιδευτικών θεσμών, όπως και των ΜΜΕ, είναι σαφής ένδειξη μελλοντικών κοινωνικών προβλημάτων, προκύπτει και πάλι με ιδιαίτερη έμφαση το ζήτημα της αλλαγής των κοινωνικών αντιλήψεων και μέσα από παρεμβάσεις στο πεδίο της εκπαίδευσης και στο πεδίο των ΜΜΕ. Η κοινωνιολογία της εκπαίδευσης έχει δείξει, βέβαια, πόσο περιορισμένες είναι οι δυνατότητες προώθησης ευρύτερων αλλαγών μέσω της εκπαίδευσης, ωστόσο η πράξη έχει επιβεβαιώσει ότι είναι δυνατόν να ξεκινήσουν επιμέρους παρεμβάσεις 8

και πρωτοβουλίες με στόχο, π.χ., τη διαμόρφωση διαφορετικών στάσεων και αντιλήψεων σε ό,τι αφορά τον καταμερισμό εργασίας ανάμεσα στα δύο φύλα ή τη διεύρυνση των δεξιοτήτων που παρέχει το σχολείο στα παιδιά. Προς αυτή την κατεύθυνση θα γίνουν κάποιες σχετικές επισημάνσεις. Ένας από τους τρόπους αντίδρασης των κοινωνικών κινημάτων σε διεθνή κλίμακα απέναντι σε αρνητικές διακρίσεις υπήρξε η συστηματική παρέμβασή τους στο χώρο της εκπαίδευσης, με αποτέλεσμα να διαμορφωθούν αντίστοιχα μεταρρυθμιστικά εκπαιδευτικά κινήματα στο πλαίσιο των εκπαιδευτικών θεσμών, όπου δημιουργείται ή μεταβιβάζεται η γνώση. Αφετηρία αυτών των παρεμβάσεων υπήρξε η αντίληψη ότι, παρά τις δυσκολίες που επισημαίνονται, η εκπαίδευση μπορεί, ως ένα βαθμό, και κάτω από την καθοδήγηση ευαισθητοποιημένων εκπαιδευτικών, να καταστεί ένα πεδίο αμφισβήτησης των στερεοτύπων και των διακρίσεων του φύλου με μια γόνιμη διασταύρωση της πλούσιας εμπειρίας που έχει συσσωρεύσει ο διεπιστημονικός τομέας που χαρακτηρίζεται ως εκπαίδευση στα μέσα (media education) με τον αξιόλογο προβληματισμό που έχει αναπτυχθεί στο πλαίσιο των ποικίλων φεμινιστικών προσεγγίσεων. Αναφέρονται σχηματικά στη συνέχεια τρεις σχετικές φεμινιστικές προσεγγίσεις. Η λύση που προτείνει ο φιλελεύθερος φεμινισμός (van Zoonen, 2001, σ. 58) αφορά τόσο την επίτευξη μεγαλύτερης ισότητας στην κοινωνία όσο και τη διείσδυση γυναικών σε τομείς εξουσίας που κυριαρχούνται από τους άνδρες. Οι σχετικές δραστηριότητες που προωθούν οι φιλελεύθερες φεμινίστριες, όπως η διδασκαλία της μη σεξιστικής επαγγελματικής δεοντολογίας σε σχολές δημοσιογραφίας, η ενημέρωση και η άσκηση πίεσης προς δημοσιογράφους και παρουσιαστές εκπομπών για θέματα όπως τα στερεότυπα και τις επιπτώσεις τους, και η απαίτηση λήψης μέτρων θετικών διακρίσεων υπέρ των γυναικών από τους οργανισμούς του τομέα των μέσων μπορούν να αξιοποιηθούν και στο πλαίσιο του σχολείου. Μια ενδεικτική σχετική δραστηριότητα είναι η εμπλοκή μαθητών/μαθητριών με την έκδοση μιας μαθητικής εφημερίδας που θα επιδιώκει την ισότητα των φύλων ακολουθώντας μη σεξιστική ιδεολογία. Μια άλλη αφορά την οργάνωση επισκέψεων συζήτησης και προβληματισμού σε τηλεοπτικά κανάλια ή/και την κριτική παρακολούθηση τηλεοπτικού υλικού που αναπαράγει ή αποδομεί τα στερεότυπα του φύλου. Προς μια παρόμοια κατεύθυνση φαίνεται ότι οδηγεί και η στρατηγική του ριζοσπαστικού φεμινισμού, όταν, π.χ., προτείνει με ένα πιο απόλυτο τρόπο να αναπτύξουν οι γυναίκες τα δικά τους μέσα επικοινωνίας. Οι τεχνολογικές εξελίξεις στον τύπο και στα οπτικοακουστικά μέσα επιτρέπουν σήμερα όχι μόνο την έκδοση φεμινιστικών εντύπων, αλλά και την παραγωγή οπτικοποιημένων μηνυμάτων (π.χ. μικρών ταινιών, διαφημιστικών σποτ κοινωνικού περιεχομένου κ.λπ.) με την προμήθεια ενός στοιχειώδους εξοπλισμού. Τέλος, η προτεραιότητα που δίνει ο σοσιαλιστικός φεμινισμός στα ζητήματα της ιδεολογίας (van Zoonen, ό.π., σ. 60-62) θα μπορούσε να στρέψει το ενδιαφέρον της μαθητικής κοινότητας σε πιο ενημερωμένες και συνολικές προσεγγίσεις των ζητημάτων του φύλου, που θα λαμβάνουν υπόψη τους, παράλληλα με το φύλο, και 9

ζητήματα που αφορούν τη γενικότερη κοινωνικο-οικονομική θέση των γυναικών. Θέματα όπως η έμμισθη και η άμισθη εργασία των γυναικών πρέπει να ενταχθούν στο πλαίσιο των συζητήσεων στις σχολικές τάξεις εξασφαλίζοντας μια πολυδιάστατη προσέγγιση των ζητημάτων του φύλου και συμβάλλοντας μακροπρόθεσμα στη συμφιλίωση της οικογενειακής με την επαγγελματική ζωή σε ένα πιο ορθολογικό και κοινωνικά δίκαιο πλαίσιο. Βιβλιογραφία αρθρογραφία Carey, J.(1989) Communication as culture: Essays on media and society, Boston, MA: Unwin Hyman. Δεληγιάννη-Κουϊμτζή, Β. Ζιώγου, Σ. Φρόση, Λ. (επ.) (2002) Φύλο και εκπαιδευτική πραγματικότητα στην Ελλάδα. Προωθώντας παρεμβάσεις για την ισότητα των φύλων στο ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα, Θεσσαλονίκη (δακτυλογρ.). Δουλκέρη, Τ. (1990) Μέσα μαζικής επικοινωνίας και ισότητα των δύο φύλων, Παπαζήσης, Αθήνα. Dines, G. Humez, J.M. (eds) (1995) Gender, race and class in media, SAGE, London. Durham, M.G. Kellner, D. (eds) (2001) Media and cultural studies. KeyWorks, Blackwell. Oxford. Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (1997) Έκθεση των Υπηρεσιών της Επιτροπής σχετικά με την εφαρμογή του σχεδίου δράσης κατά του ρατσισμού. Ενσωμάτωση της καταπολέμησης του ρατσισμού στις κοινοτικές πολιτικές και στα κοινοτικά προγράμματα, Βρυξέλλες. Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (2000) Έκθεση της Επιτροπής στο Συμβούλιο, στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, στην Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή και στην Επιτροπή των Περιφερειών σχετικά με τις Δραστηριότητες του Ευρωπαϊκού Παρατηρητηρίου των φαινομένων Ρατσισμού και Ξενοφοβίας, Βρυξέλλες [COM(2000) 625 τελικό]. Hiebert, R.E. (ed.) (1999) Impact of mass media, Addison Wesley Longman, N. York. Kορωναίου, Α. (1992) Νέοι και μέσα μαζικής επικοινωνίας, Οδυσσέας, Αθήνα. Livingstone, S. (2001) «Για το ανεπίλυτο πρόβλημα των επιδράσεων των μέσων», στο: Curran, J. Gurevitch, M. (eds) Μέσα μαζικής επικοινωνίας και κοινωνία (μτφρ. Δ. Κίκιζας), Πατάκης, Αθήνα, σ. 427-454. Marris, P. Thornham, S. (eds) (1996) Media Studies: A reader, Edinburgh University Press. McRobbie, A. (2001) Feminism, postmodernism and the Real Me, in: Durham, M.G. Kellner, D. (ed): Media and cultural studies. KeyWorks, Blackwell, Oxford, pp. 598-610. Πολίτης, Φ. (2006) Οι ανδρικές ταυτότητες στο σχολείο, Ετεροσεξουαλικότητα, ομοφυλοφοβία και μισογυνισμός, Επίκεντρο, Θεσσαλονίκη. Tuchman, G. (1978) Hearth and Home: Images of women and the media, Oxford University Press, New York. Van Zoonen, L. (1996) Feminist media studies, Sage, London. Van Zoonen, L. (2001) «Φεμινιστικές θεωρήσεις των μέσων», στο: Curran, J. Gurevitch, M. (eds) Μέσα μαζικής επικοινωνίας και κοινωνία (μτφρ. Δ. Κίκιζας), Πατάκης, Αθήνα, σ. 53-83. Χαραμής, Π. (2001) «Αλφαβητισμός και εκπαίδευση στα ΜΜΕ: Παιδαγωγικές διαστάσεις ενός σύγχρονου προβλήματος», στο: Σχολή Ι.Μ. Παναγιωτόπουλου: Η αξιοποίηση των ΜΜΕ στο σχολείο. Δυνατότητες-όρια-προοπτικές, Αθήνα, σ. 195-205. 10