Σχετικά έγγραφα
Περίληψη. Ελένη Γλαρέντζου Μέλος του Δ.Σ. του Κέντρου Μελετών και Τεκμηρίωσης της ΟΛΜΕ

ΦΥΛΟ, ΘΕΤΙΚΕΣ ΕΠΙΣΤΗΜΕΣ ΚΑΙ ΝΕΕΣ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΕΣ

Επιτροπή Φύλου και Ισότητας στο ΑΠΘ: Σκοποί και στόχοι

Πρόλογος: Κογκίδου ήµητρα. Εκπαιδευτική Ηγεσία και Φύλο. Στο: αράκη Ελένη (2007) Θεσσαλονίκη: Επίκεντρο.

Κείµενο Οι γυναίκες διδάσκουν και οι άνδρες διοικούν

Φύλο και διδασκαλία των Φυσικών Επιστημών

Στυλιανή Ανή Χρόνη, Ph.D. Λέκτορας ΤΕΦΑΑ, ΠΘ, Τρίκαλα

Ο Ρόλος του Κριτικού Στοχασμού στη Μάθηση και Εκπαίδευση Ενηλίκων

Ο πολλαπλός ρόλος του Διευθυντή στο νέο σχολείο 1. Εισαγωγή 2. Τα καθήκοντα του Διευθυντή της σχολικής μονάδας.

Διεπιστημονικό Συνέδριο Παιδί και Πληροφορία: Αναζητήσεις και Προσεγγίσεις Ιστορίας, Δικαίου - Δεοντολογίας, Πολιτισμού

Μαθητές και πολιτισµική ετερότητα: Εµπειρίες, αντιλήψεις και στάσεις των µαθητών απέναντι στο διαφορετικό 2. Ιωάννινα 2004

ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ

ΚΕΙΜΕΝΟ [Ο ελεύθερος χρόνος στην εποχή µας]

ΦΥΛΕΤΙΚΟΣ ΣΕΞΙΣΜΟΣ ΠΟΛΙΤΙΚΟΣ ΡΑΤΣΙΣΜΟΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΣ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΟΣ

ΚΕΝΤΡΟ ΕΡΕΥΝΩΝ ΓΙΑ ΘΕΜΑΤΑ ΙΣΟΤΗΤΑΣ (Κ.Ε.Θ.Ι.)

Κοινωνιολογία της Εκπαίδευσης Εσωτερικοποίηση του πολιτιστικού υποσυστήματος και εκπαίδευση: Talcott Parsons

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ! Δ. ΜΑΛΑΦΑΝΤΗΣ. το ΠΑΙΔΙ ΚΑΙ Η ΑΝΑΓΝΩΣΗ ΣΤΑΣΕΙΣ, ΠΡΟΤΙΜΗΣΕΙΣ, Επιστήμες της αγωγής Διευθυντής Μιχάλης Κασσωτάκης.

Ο ρόλος των εκπαιδευτικών στην αποδόµηση των έµφυλων ταυτοτήτων: προϋποθέσεις, αντιστάσεις και όρια

Εισαγωγή. ΘΕΜΑΤΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ: Κουλτούρα και Διδασκαλία

Στυλιανή Ανή Χρόνη, Ph.D. Λέκτορας ΤΕΦΑΑ, ΠΘ, Τρίκαλα

(γλώσσα και σχολική αποτυχία γλώσσα και. συµπεριφοράς) ρ. Πολιτικής Επιστήµης και Ιστορίας Σχολικός Σύµβουλος Π.Ε. 70

Πολυπολιτισμικότητα και Εκπαίδευση

Η λειτουργία της εκπαίδευσης στην κοινωνικοποίηση των ατόμων για το ρόλο των φύλων

Θέματα Συνάντησης. Υποστηρικτικό Υλικό Συνάντησης 1

Θεματική Εβδομάδα «Σώμα και Ταυτότητα»

ΚΕΝΤΡΟ ΕΦΑΡΜΟΣΜΕΝΗΣ ΨΥΧΟΛΟΓΙΚΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ ΚΑΙ ΨΥΧΟΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΗΣ ΣΥΜΒΟΥΛΕΥΤΙΚΗΣ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ

Κοινωνιολογία της Εκπαίδευσης

1. Έρευνα για το Σχολικό κλίμα

ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ «ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΑΝΘΡΩΠΙΝΟΥ ΔΥΝΑΜΙΚΟΥ, ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ & ΔΙΑ ΒΙΟΥ ΜΑΘΗΣΗ» Εκπαίδευση και Δια Βίου Μάθηση

Στερεότυπα φύλου στις επαγγελματικές επιλογές των νέων γυναικών

Αιτιολογική έκθεση στο σχέδιο νόμου του Υπουργείου Εσωτερικών. «Προώθηση της ουσιαστικής ισότητας των φύλων και καταπολέμηση της έμφυλης βίας»

ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΕΧΤΕΛΙΔΗΣ, ΥΒΟΝ ΚΟΣΜΑ

Στόχος µας. η ουσιαστική. ισότητα των φύλων ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ, ΑΠΟΚΕΝΤΡΩΣΗΣ & ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗΣ ΙΑΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ ΓΕΝΙΚΗ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ ΙΣΟΤΗΤΑΣ ΤΩΝ ΦΥΛΩΝ

ΑΝΑΛΥΤΙΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ. Κατερίνα Κασιμάτη, Επίκ. Καθηγήτρια Παιδαγωγικoύ Τμήματος, Α.Σ.ΠΑΙ.Τ.Ε.

Α. Τηλεοπτικές συνήθειες-τρόπος χρήσης των Μ.Μ.Ε.

Τετάρτη 23 Μαΐου, «Τίποτα δεν είναι καλό ή κακό η σκέψη το κάνει έτσι», όπως. διαπίστωσε ο Άμλετ στο ομώνυμο έργο του Shakespeare, όταν

1o ΣΥΝΕ ΡΙΟ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΗΣ ΑΓΩΓΗΣ ΛΕΥΚΩΣΙΑ 7 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 2006 «ΣΩΣΤΗ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ ΙΣΟΡΡΟΠΗΜΕΝΑ ΑΤΟΜΑ ΥΓΙΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΝΕΟΥΣ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΚΥΠΡΟΥ»

Αξιολόγηση του διδακτικού έργου και του μαθητή: πρακτική προσέγγιση από την μεριά του επαγγελματία εκπαιδευτικού

Στυλιανή Ανή Χρόνη, Ph.D. Λέκτορας

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6 Ο ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΠΟΙΗΣΗ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΟΠΟΙΗΣΗ

Κείµενο [Η αξιολόγηση του µαθητή]

ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΗ

Μαθηση και διαδικασίες γραμματισμού

Ερευνητικά στοιχεία για το πρόγραµµα «Κοινωνία της Πληροφορίας»

ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ Επιτροπή ικαιωµάτων των Γυναικών και Ισότητας των Φύλων ΕΓΓΡΑΦΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ

ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑ ΣΥΛΛΟΓΩΝ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΩΝ ΨΥΧΟΛΟΓΩΝ (E.F.P.P.A.)

Η ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΚΗ ΣΤΟ ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΣΧΟΛΕΙΟ

V/ Η ΣΥΜΒΟΛΗ ΤΗΣ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΣ ΣΤΗΝ ΑΣΚΗΣΗ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ.


ΓΙΑΤΙ ΤΑ ΣΧΟΛΕΙΑ ΘΑ ΕΠΡΕΠΕ ΝΑ ΠΡΟΑΓΟΥΝ ΤΗ ΦΥΣΙΚΗ ΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΑ; Γιάννης Θεοδωράκης Πανεπιστήµιο Θεσσαλίας

Δ.Ε.Π.Π.Σ. Α.Π.Σ. & ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ. Δρ Δημήτριος Γκότζος

Ερωτήµατα. Πώς θα µπορούσε η προσέγγιση των εθνικών επετείων να αποτελέσει δηµιουργική διαδικασία µάθησης και να ενεργοποιήσει διαδικασίες σκέψης;

ΕΝΟΤΗΤΑ 3: ΣΚΟΠΟI ΚΑΙ ΣΤΟΧΟΙ ΤΗΣ ΑΓΩΓΗΣ

ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΓΡΑΠΤΟΥ ΛΟΓΟΥ ΩΣ ΜΕΣΟ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΤΗΣ ΜΗ ΒΙΑΣ ΤΩΝ ΑΛΛΟΔΑΠΩΝ ΚΑΙ ΓΗΓΕΝΩΝ ΜΑΘΗΤΩΝ ΣΤΟ ΣΧΟΛΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ

ΘΕΜΑ: «Αξιολόγηση του Εκπαιδευτικού Έργου της Σχολικής Μονάδας Διαδικασία Αυτοαξιολόγησης»

«ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ: Προσθέτει χρόνια στη ζωή αλλά και ζωή στα χρόνια»

ΣΧΕΔΙΟ ΕΚΘΕΣΗΣ. EL Eνωμένη στην πολυμορφία EL 2012/0000(INI)

ΕΚΘΕΣΗ ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΩΝ ΕΠΙΜΟΡΦΩΣΕΩΝ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΩΝ ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ

Η ελληνική οικονοµία ως µια αποτυχία της καπιταλιστικής πατριαρχίας & η επιλογή της δυστοπίας

Παιδαγωγικές δραστηριότητες μοντελοποίησης με χρήση ανοικτών υπολογιστικών περιβαλλόντων

ΑΝΩΤΑΤΗ ΣΧΟΛΗ ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΗΣ ΚΑΙ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ (Α.Σ.ΠΑΙ.ΤΕ.) Συμβουλευτική Ψυχολογία και Προσανατολισμός

Εισαγωγή στην κοινωνική έρευνα. Earl Babbie. Κεφάλαιο 2. Έρευνα και θεωρία 2-1

ΟΜΙΛΙΑ ΤΗΣ ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ κ. ΦΑΝΗΣ ΠΑΛΛΗ ΠΕΤΡΑΛΙΑ ΣΤΗΝ ΗΜΕΡΙ Α ΤΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΙΑΚΗΣ ΣΥΜΠΡΑΞΗΣ

Διήμερο εκπαιδευτικού επιμόρφωση Μέθοδος project στο νηπιαγωγείο. Έλενα Τζιαμπάζη Νίκη Χ γαβριήλ-σιέκκερη

Πρόσκληση Υποβολής Εκπαιδευτικών Προγραμμάτων ή/και Εκπαιδευτικού Υλικού

ΔΕΠΠΣ. ΔΕΠΠΣ και ΝΕΑ ΒΙΒΛΙΑ

ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΑ. στην Έκφραση-Έκθεση Β Λυκείου Δεκέμβριος 2013

ΕΙΣΗΓΗΣΗ ΤΟΥ ΚΕ.ΜΕ.ΤΕ ΤΗΣ Ο.Λ.Μ.Ε

«Οπτικοακουστική Παιδεία:... αδιέξοδα και διαδρομές»

ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΣΥΣΤΗΜΑΤΑ ΔΙΑ ΒΙΟΥ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ: Η ΔΙΑΣΤΑΣΗ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΝΙΣΟΤΗΤΩΝ

1. Γένεση, καταβολές καιεξέλιξητηςπε

ΕΥΑΙΣΘΗΤΟΠΟΙΗΣΗ ΣΕ ΘΕΜΑΤΑ. Συντάκτριες - ηµιουργοί: Αγγέλου ήµητρα Ζορµπά Βασιλική

Ο ρατσισµός είναι το δόγµα που αναπτύσσεται µε σύνδεσµο συγκεκριµένα γνωρίσµατα ", όπως π.χ. εθνικά, θρησκευτικά, πολιτιστικά κ.λπ., προκειµένου να αν

Δομές Ειδικής Αγωγής στην Δευτεροβάθμια. Εκπαίδευση και Εκπαιδευτική Ηγεσία: ο ρόλος. του Διευθυντή μέσα από το υπάρχον θεσμικό.

Κείμενα Τράπεζας Θεμάτων ΘΕΜΑΤΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ:ΠΛΗΡΟΦΟΡΗΣΗ ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΙΑ ΤΥΠΟΣ Μ.Μ.Ε

ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΜΜΕ & Ρατσισμός. Δοκιμασία Αξιολόγησης Β Λυκείου

ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ ΠΙΛΟΤΙΚΗΣ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΤΗΣ ΠΕΡΙΓΡΑΦΙΚΗΣ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗΣ ΜΑΘΗΤΩΝ ΣΤΗΝ ΥΠΟΧΡΕΩΤΙΚΗ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ:

Θέσεις της Γ.Σ.Ε.Ε προς το ΕΘΝΙΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΠΑΙ ΕΙΑΣ

Ο ειδικός αντιπρόσωπος της ΕΕ για τα ανθρώπινα δικαιώµατα

14 Δυσκολίες μάθησης για την ανάπτυξη των παιδιών, αλλά και της εκπαιδευτικής πραγματικότητας. Έχουν προταθεί διάφορες θεωρίες και αιτιολογίες για τις

Ρητορική Μίσους. στο Διαδίκτυο. Γραμμή βοηθείας Ενημέρωση-Επαγρύπνηση Γραμμή παράνομου περιεχομένου

ΦΥΛΟ ΚΑΙ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ: Η ΕΚΤΙΜΗΣΗ ΤΗΣ ΕΝΤΑΞΗΣ ΤΗΣ ΟΠΤΙΚΗΣ ΤΟΥ ΦΥΛΟΥ ΣΤΗΝ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗ ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΣΗ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ

9o Εκπαιδευτικό Συνέδριο της ΟΛΜΕ. Εκπαιδευτικά και εργασιακά προβλήματα των εκπαιδευτικών Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης

Ελένη Μοσχοβάκη Σχολική Σύμβουλος 47ης Περιφέρειας Π.Α.

Δελτίο Τύπου. Η Πρόταση του Ι.Ε.Π. για το Λύκειο που κατατέθηκε στην Επιτροπή Μορφωτικών Υποθέσεων της Βουλής

ΒΑΣΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΓΙΑ ΤΗ ΜΑΘΗΣΗ ΚΑΙ ΤΗ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΣΤΗΝ ΠΡΟΣΧΟΛΙΚΗ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ

Νεοελληνική Γλώσσα Β Λυκείου. Μανιαδάκη Πόπη

International Conference Quality and Equity in Education: Theories, Applications and Potentials

ΓΕΝEΣΗ ΚΑΙ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΕΣ ΤΟΥ ΣΧΟΛΕΙΟΥ Κοινωνίες αγροτικού τύπου (παραδοσιακές, στατικές κοινωνίες)

Μαίρη Κουτσελίνη Τµήµα Επιστηµών τη Αγωγή ιευθύντρια τη Έδρα ΟΥΝEΣΚO Για την Ισότητα και Ενδυνάµωση των Φύλων

Διδακτική της Περιβαλλοντικής Εκπαίδευσης

ΝΕΑ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΟΣΕΛΚΥΣΗ ΚΟΙΝΟΥ ΤΩΝ ΜΟΥΣΕΙΩΝ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

Κείµενο [Δηµοσιογραφικός λόγος και ρατσισµός]

ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ. [Ο ελεύθερος χρόνος στην εποχή μας]

ΘΕΜΑ: «ΣΧΟΛΕΙΟ ΧΩΡΙΣ ΣΥΝΟΡΑ»

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΑ ΦΡΟΝΤΙΣΤΗΡΙΑ ΚΟΛΛΙΝΤΖΑ

Σχέδιο Δράσης για για τη Δημοκατία της Ισότητας

ΘΕΜΑ: «ΣΧΟΛΕΙΟ ΧΩΡΙΣ ΣΥΝΟΡΑ»

Transcript:

Στερεότυπα του φύλου στο σχολείο και στην τηλεόραση Παύλος Χαραµής Πρόεδρος Κέντρου Μελετών και Τεκµηρίωσης της ΟΛΜΕ Πάυλος Χαραµής, Νίνα Παζαρζή Η επίδραση που ασκούν τα µέσα µαζικής επικοινωνίας (στο εξής: µέσα), ειδικά η τηλεόραση, στις σύγχρονες κοινωνίες είναι καταλυτική. Ο ρόλος τους σε όλους τους βασικούς τοµείς της ατοµικής και κοινωνικής ζωής ολοένα ενισχύεται, ενώ οι επιπτώσεις τους στον τρόπο οργάνωσης της ζωής των ανθρώπων, στην ατοµική και κοινωνική τους ανάπτυξη και στις ποικίλες εκδηλώσεις της συµπεριφοράς τους απασχολούν έντονα τόσο το δηµόσιο διάλογο όσο και την επιστηµονική έρευνα. Οµάδες πίεσης, οργανωµένα συµφέροντα αλλά και απλοί πολίτες αξιοποιούν τις ποικίλες δυνατότητες των ίδιων των µέσων για να κοινοποιήσουν τις απόψεις τους γι αυτά. Οι ίδιοι οι διαχειριστές των µέσων µαζικής επικοινωνίας αναλαµβάνουν σταδιακά πιο ενεργό ρόλο στην οικονοµία, την πολιτική και τον πολιτισµό. Αντικείµενο διεξοδικής συζήτησης και προβληµατισµού, τόσο ανάµεσα στους ειδικούς όσο και στο ευρύτερο πλαίσιο του δηµόσιου διαλόγου συνιστούν οι επιδράσεις της τηλεόρασης στα παιδιά και τους νέους. Η ραγδαία αύξηση του χρόνου τηλεθέασης σε αυτές τις ηλικίες σε συνδυασµό µε τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της παιδικής και εφηβικής ηλικίας προβληµατίζουν ιδιαίτερα όσους ασχολούνται µε την εκπαίδευση και την αγωγή της νέας γενιάς. Η ένταση φαινοµένων κοινωνικής παθογένειας που χαρακτηρίζει τις τεχνολογικά προηγµένες κοινωνίες και όχι µόνο αποτελεί για πολλούς επιστήµονες και παιδαγωγούς την αδιάψευστη τεκµηρίωση της αρνητικής επίδρασης των µέσων µαζικής επικοινωνίας, ιδίως της τηλεόρασης, στη διαµόρφωση της προσωπικότητας του νέου ανθρώπου. Στόχος των περισσότερων παρεµβάσεων σε αυτό τον τοµέα είναι να εξασφαλιστούν τρόποι που θα µεγιστοποιούν τις θετικές επιπτώσεις των µέσων µαζικής επικοινωνίας και θα ελαχιστοποιούν τις αρνητικές σε αυτές κυρίως τις ηλικιακές κατηγορίες. Η τηλεόραση εµπλέκεται κατά ποικίλους και συχνά αντιφατικούς τρόπους και µε τα ζητήµατα του φύλου. Θα µπορούσαµε, ωστόσο, να επισηµάνουµε ότι οι επιδράσεις που ασκεί στα ζητήµατα του φύλου και όχι µόνο έχουν έντονο το χαρακτήρα των από τα πάνω παρεµβάσεων. Αυτό συµβαίνει γιατί παρουσιάζει ως πραγµατικότητα, είτε µέσα από τις ειδήσεις και τις πληροφορίες που παρέχει ή µέσα από τις ψυχαγωγικές εκποµπές και τη διαφήµιση, µια κατασκευασµένη οντότητα. Στον τρόπο κατασκευής αυτής της πραγµατικότητας διαδραµατίζουν σηµαντικό ρόλο οι παράγοντες που ελέγχουν τα µέσα µαζικής επικοινωνίας και ρυθµίζουν τις βασικές πλευρές της λειτουργίας τους, οι οποίοι, ωστόσο, δεν αντιπροσωπεύουν κατά κανόνα τις αντιλήψεις και τις εµπειρίες του µέσου πολίτη. Σε αυτό το πλαίσιο µπορεί να τεθεί και το πρόβληµα της επίδρασης της τηλεόρασης σε ό,τι αφορά τα στερεότυπα του φύλου. Η ίδια η πραγµατικότητα, όπως διαµορφώνεται µέσα από τη ροή των γεγονότων και των άµεσων εµπειριών των ανθρώπων, µπορεί να οδηγήσει στη διαµόρφωση θετικών ή αρνητικών στάσεων που αφορούν το κοινωνικό φύλο (gender,

στο εξής: φύλο). Ταυτόχρονα, όµως, η διαµεσολαβηµένη µέσα από την τηλεόραση και τα άλλα µέσα µαζικής επικοινωνίας εκδοχή της πραγµατικότητας µπορεί επίσης να συµβάλει είτε σε ενίσχυση των αρνητικών στάσεων και στερεοτύπων ή στην άµβλυνσή τους και συνεπώς στη δηµιουργία πιο συνεκτικών και αρµονικών κοινωνικών σχέσεων ή στην αντίθετη κατεύθυνση. Φυσικά, για να αποδεχθεί κανείς τη δυνατότητα ενός τέτοιου ρόλου των µέσων µαζικής επικοινωνίας πρέπει καταρχάς να αποδεχθεί ότι τα µηνύµατα που εκπέµπουν µέσω των προγραµµάτων τους ασκούν όντως επίδραση στους αποδέκτες τους και ότι αυτή η επίδραση είναι καθοριστική για τη διαµόρφωση των αντιλήψεων και της συµπεριφοράς τους. Τόσο ο τρόπος µε τον οποίο ασκούνται τέτοιες επιδράσεις στους αποδέκτες όσο και η έκταση και ένταση αυτών των επιδράσεων είναι από τα ζητήµατα που απασχολούν συστηµατικά τους ειδικούς στον τοµέα των µέσων. Παράλληλα, αντικείµενο ενδιαφέροντος αποτελεί και η ενδεχόµενη κατεύθυνση των επιδράσεων αυτών. Είναι πιθανό να είναι αρνητικές, συµβάλλοντας στην ενίσχυση των σεξιστικών στάσεων και συµπεριφορών, δεν αποκλείεται όµως σε κάποιες περιπτώσεις να είναι θετικές. Οι προϋποθέσεις και οι όροι που προσδιορίζουν αυτού του είδους την κατεύθυνση της επίδρασης συνιστούν ένα από τα πιο ενδιαφέροντα σηµεία του σχετικής συζήτησης. Είναι απαραίτητο να προστεθεί, ακόµη, στον προβληµατισµό που αναπτύχθηκε προηγουµένως και η διάσταση της επίδρασης των εκπαιδευτικών θεσµών. Οι µαθητές και µαθήτριες αφιερώνουν πράγµατι σηµαντικό µέρος του χρόνου τους καθηµερινά στην τηλεόραση και πολύ λιγότερο, ασφαλώς, σε άλλα µέσα µαζικής επικοινωνίας, αλλά δεσµεύουν εξίσου σηµαντικό χρόνο στη σχολική φοίτηση. Το σχολείο, που φιλοξενεί το σύνολο σχεδόν των παιδιών για µεγάλο διάσηµα της ζωής τους, τουλάχιστον στις προηγµένες χώρες, και το «παράλληλο σχολείο» των µέσων µαζικής επικοινωνίας, όπως εύστοχα έχει χαρακτηριστεί, διαµορφώνουν ένα δυναµικό πλαίσιο αλληλεπίδρασης, που αξίζει να µας απασχολήσει συστηµατικά. Το σχολείο, από τη µια πλευρά, θεωρείται ότι µέσω της διαδικασίας της κοινωνικοποίησης µπορεί να επηρεάσει τη διαµόρφωση της προσωπικότητας των νέων ανθρώπων σε µια φάση κατά την οποία αυτή διαπλάθεται εύκολα, µε στόχο τη δηµιουργία πολιτών που θα αποδέχονται τις αξίες και τις πρακτικές που επιδιώκουν οι σχολικοί θεσµοί. Επίσης, µπορεί να συµπεριλάβει στα αντικείµενα ενασχόλησής του τα ίδια τα µέσα µαζικής επικοινωνίας, µε την επιδίωξη να προετοιµάσει κατάλληλα τους µελλοντικούς πολίτες στο χειρισµό τους. Στη βάση αυτή αναπτύχθηκαν θεωρίες και πρακτικές που οδήγησαν στη διαµόρφωση του διεπιστηµονικού πεδίου που ορίζεται ως εκπαίδευση στα µέσα (media education). Αλλά και το ίδιο το σχολικό περιβάλλον είναι αφ εαυτού πεδίο ανάπτυξης σχέσεων και εµφάνισης συγκρούσεων ανάµεσα στα µέλη της σχολικής κοινότητας, που µεταφέρουν στο εσωτερικό αυτού του θεσµού τα στερεότυπα και τις προκαταλήψεις ενδεχοµένως και αντίστοιχες απελευθερωτικές αντιλήψεις και πρακτικές που διαµορφώνονται στο ευρύτερο κοινωνικό περιβάλλον, και κάτω από την επίδραση των µέσων µαζικής επικοινωνίας. Από την άλλη πλευρά, η τηλεόραση εµφανίζεται ως ένας χαλαρός και σε µεγάλο βαθµό απορυθµισµένος θεσµός, που είναι πολύ δύσκολο, αν όχι αδύνατο, να ελεγχθεί ως προς την ποιότητα των µηνυµάτων που παράγει. Χαρακτηρίζεται έντονα από µια ανταγωνιστική σχέση προς το σχολείο, την οποία βιώνουν οι µαθητές και µαθήτριες συνήθως ως δίληµµα ανάµεσα στην ενασχόληση µε τις κατ οίκον σχολικές εργασίες και την παρακολούθηση της τηλεόρασης. Παράλληλα, ακολουθεί ένα πλαίσιο αξιών και προτύπων πολύ πιο ρευστό, «ανοικτό» και αντιφατικό από το πλαίσιο του σχολείου. Αυτά τα χαρακτηριστικά της λειτουργίας της τηλεόρασης, ώθησαν πολλούς ειδικούς και οµάδες πίεσης να αναζητήσουν µηχανισµούς ελέγχου ή αυτορύθµισης όπως οι κώδικες δεοντολογίας και τα όργανα ελέγχου της λειτουργίας τους. Τα ζητήµατα που εκτέθηκαν ως εδώ συνιστούν τη βάση του προβληµατισµού που θα αναπτυχθεί στη συνέχεια. Συγκεκριµένα, θα εξεταστούν καταρχάς ο ρόλος και η επίδραση τόσο της τηλεόρασης όσο και του σχολείου στα νεαρά µέλη των σύγχρονων κοινωνικών σε ό,τι αφορά τα ζητήµατα του φύλου. Θα γίνουν αναφορές σε διάφορες πλευρές της επίδρασής τους στη δηµιουργία αρνητικών στερεοτύπων σχετικά µε τα δύο φύλα και, κατά συνέπεια, στη

συµβολή τους στην εµφάνιση ή ενίσχυση ανάλογων συµπεριφορών. Το µέρος αυτό θα ολοκληρωθεί µε την παρουσίαση και το σχολιασµό παραδειγµάτων δεοντολογίας και καλών πρακτικών στον τοµέα των µέσων. Στη συνέχεια το ενδιαφέρον θα µετατεθεί στη δραστηριότητα που µπορεί να αναπτύξει το σχολείο, αξιοποιώντας από τη µία πλευρά την εκπαίδευση στα µέσα (media education) και ειδικά τον τηλεοπτικό αλαφητισµό, και από την άλλη τις σπουδές του φύλου και τις οπτικές της ισότητας των φύλων, για την άµβλυνση τυχόν αρνητικών επιδράσεων της τηλεόρασης σε αυτό τον τοµέα. Για τη µελέτη της επίδρασης που ασκούν τόσο οι εκπαιδευτικοί θεσµοί όσο και τα µέσα µαζικής επικοινωνίας στα ζητήµατα του φύλου είναι ενδιαφέρουσες οι προσεγγίσεις που έχουν αναπτυχθεί στο πλαίσιο του σοσιαλιστικού φεµινισµού. Η van Zoonen (1996, σ. 24 κ.ε.) επικαλείται σχετικά τις απόψεις του Althusser, κατά τον οποίο η εκπαίδευση και τα µέσα µαζικής επικοινωνίας, όπως και η οικογένεια, οι θρησκευτικοί, οι νοµοθετικοί και οι πολιτικοί θεσµοί, είναι ιδεολογικοί µηχανισµοί. Οι µηχανισµοί αυτοί, αν και σχετικά αυτόνοµοι από το κράτος και το κεφάλαιο, και παρά τις εσωτερικές αντιφάσεις που διέπουν τη λειτουργία τους, λειτουργούν µε τρόπο που προωθεί τις επιδιώξεις και τα συµφέροντα της κυρίαρχης τάξης. Ακριβώς επειδή ως θεσµοί δεν µπορούν να ελέγχονται απευθείας από την κυρίαρχη τάξη, καθίστανται πεδία ιδεολογικών αντιπαραθέσεων και συγκρούσεων οι οποίες προδίδουν τις αντιφάσεις και τα αντιπαρατιθέµενα συµφέροντα που εκδηλώνονται στο πλαίσιο της κυρίαρχης ιδεολογίας. Ωστόσο, σε τελική ανάλυση, ως ιδεολογικοί µηχανισµοί λειτουργούν εξυπηρετώντας την κυρίαρχη ιδεολογία. Εξετάζοντας τα ζητήµατα της ιδεολογίας στο ευρύτερο πλαίσιο των ταξικών αντιπαραθέσεων και συγκρούσεων ο Gramsci, χρησιµοποιεί τον όρο ηγεµονία, για να εκφράσει τη διαδικασία µέσω της οποίας επιδιώκεται µια γενική συναίνεση µε στόχο την προάσπιση των συµφερόντων της κυρίαρχης τάξης. Στην ουσία, η κυρίαρχη ιδεολογία, κατά τον Gramsci, καθίσταται γενικά αποδεκτή από πολίτες όλων των κοινωνικών τάξεων καθώς εµφανίζεται ως µια αυτονόητη, φυσική τάξη των πραγµάτων πέρα από τις πολιτικές αντιπαραθέσεις. Είναι σαφές ότι στο πλαίσιο αυτό και τα µέσα (όπως η τηλεόραση) και οι εκπαιδευτικοί θεσµοί είναι διαµεσολαβητές της ηγεµονίας και προάγουν την κυρίαρχη ιδεολογία. Το ερώτηµα, ωστόσο, κατά τη van Zoonen (ό.π.), όταν γίνεται λόγος για τα ζητήµατα του φύλου, είναι µε ποιο τρόπο και προς όφελος τίνος παράγονται κάθε φορά συγκεκριµένες ιδεολογικές κατασκευές. Στο πλαίσιο της σοσιαλιστικής φεµινιστικής προσέγγισης η θέση της γυναίκας και τα ζητήµατα που συνδέονται µε αυτή δεν ερµηνεύονται αποκλειστικά βάσει του φύλου (gender), αλλά σε συνάρτηση και µε άλλους παράγοντες, που αφορούν την ταξική θέση και την οικονοµική κατάσταση των γυναικών (van Zoonen, 2001, σ. 60-62). Για παράδειγµα, η άµισθη συνεισφορά της γυναίκας στο πλαίσιο της οικογένειας µε µορφές όπως οι οικιακές εργασίες, η ανατροφή και η διαπαιδαγώγηση των παιδιών κ.τ.ό. θεωρήθηκε απαραίτητη για την αναπαραγωγή του καπιταλιστικού συστήµατος. Αν η γυναίκα αµειβόταν γι αυτή την εργασία, τα περιθώρια κέρδους του καπιταλισµού θα ήταν εξαιρετικά περιορισµένα. Έτσι, το συµφέρον των κυρίαρχων τάξεων συνδέθηκε µε τη διατήρηση της άµισθης εργασίας στο πλαίσιο του νοικοκυριού, και αντίστοιχη επιδίωξη των ιδεολογικών µηχανισµών, όπως είναι η εκπαίδευση και τα µέσα, υπήρξε να προωθηθούν στο επίπεδο της ιδεολογίας ανάλογες αντιλήψεις. Ως κοινά στοιχεία σε αυτή την κοινή επιδίωξη των δύο θεσµών, της τηλεόρασης και του σχολείου, µπορούν να θεωρηθούν στο επίπεδο της διαδικασίας η παραποίηση και η διαστροφή της πραγµατικότητας και στο επίπεδο της επίδρασης στον τελικό αποδέκτη η αποδοχή στερεοτύπων. Παρά την κοινότητα των στοχεύσεών τους, ωστόσο, το σχολείο και η τηλεόραση χαρακτηρίζονται από σηµαντικές διαφορές, ανάλογα µε τις ιδιοµορφίες καθενός θεσµού, που εκδηλώνονται κυρίως στον τρόπο µε τον οποίο επιχειρούν να επιτύχουν τις επιδιώξεις τους. Το σχολείο, καταρχάς, προβάλλει µια ρητορική στρατευµένη στην υπόθεση της ισότητας των φύλων. Σύµφωνα µε τη σκοποθεσία της ελληνικής εκπαίδευσης (Ν. 1566/1985, άρθρο 1, παρ. 1), σκοπός της γενικής εκπαίδευσης είναι «η ολόπλευρη, αρµονική και ισόρροπη ανάπτυξη των διανοητικών και ψυχοσωµατικών δυνάµεων των µαθητών, ώστε, ανεξάρτητα από το φύλο και την καταγωγή, να εξελιχθούν σε ολοκληρωµένες προσωπικότητες και να

ζήσουν δηµιουργικά». Οι σχετικές έρευνες, όµως, τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό δεν φαίνεται να επιβεβαιώνουν ότι το σχολείο λειτουργεί µε τρόπο που να οδηγεί προς µια τέτοια κατεύθυνση. Ανασκοπώντας τα πορίσµατα των σχετικών ερευνών για την ελληνική πραγµατικότητα οι εληγιάννη-κουϊµτζή και Φρόση ( εληγιάννη-κουϊµτζή, Β. Ζιώγου, Σ. Φρόση, Λ. (επ.), 2002, σ. 8) υποστηρίζουν ότι «ύστερα από δύο δεκαετίες θεωρητικών προβληµατισµών, ιστορικών και εµπειρικών ερευνητικών αναζητήσεων και αναλύσεων, µπορούµε να πούµε ότι είναι δυνατόν να σχηµατίσει κανείς µια σχετικά ολοκληρωµένη άποψη για τον τρόπο µε τον οποίο ο παράγοντας φύλο αλληλεπιδρά µε την ελληνική κοινωνική πραγµατικότητα, διαµορφώνοντας τις ανδρικές και τις γυναικείες ταυτότητες, τις αντιλήψεις, στάσεις και πρακτικές των κοινωνικοποιητικών φορέων για τον ανδρισµό και τη θηλυκότητα, τις ιδεολογίες και κατευθύνσεις του ελληνικού εκπαιδευτικού συστήµατος για τα δύο φύλα». Όσο και αν αντιλαµβάνεται κανείς τα σοβαρά κενά στη σχετική εγχώρια ερευνητική εργασία, γεγονός που άλλωστε αναγνωρίζεται και στο πλαίσιο της παραπάνω µελέτης (ό.π., σ. 260), µπορεί, ωστόσο, να αποδεχθεί τον αισιόδοξο πυρήνα αυτής της διατύπωσης, ότι πολλά από τα βασικά ζητούµενα της σχετικής ερευνητικής ατζέντας διαθέτουν ήδη επαρκές αποδεικτικό υλικό. Συνοψίζοντας τα ερευνητικά αποτελέσµατα η εληγιάννη-κουϊµτζή (ό.π., σ. 260-263) επισηµαίνει κάποια σηµαντικά πορίσµατα, που εκτίθενται στη συνέχεια. Σε ό,τι αφορά τα δηµογραφικά δεδοµένα στο χώρο της εκπαίδευσης, παρατηρείται σηµαντική αύξηση στην ποσοστιαία συµµετοχή του γυναικείου φύλου σε όλα τα επίπεδα της εκπαίδευσης, αλλά το φάσµα των επαγγελµατικών επιλογών των αποφοίτων της εκπαίδευσης αποκαλύπτει την επιµένουσα ισχύ του παραδοσιακού καταµερισµού των φύλων. Αντίστοιχα, η κατά φύλο κατανοµή των εκπαιδευτικών κατά βαθµίδα και ειδικότητα, απότοκη ασφαλώς παλαιότερων αλλά και τρεχουσών κοινωνικών αντιλήψεων και δοµών, σηµατοδοτεί ακόµη πιο έντονα την ισχύ της παράδοσης. Η εικόνα που παρέχεται από τις επιµέρους βαθµίδες των εκπαιδευτικών θεσµών, µε την απόλυτη γυναικοκρατία της προσχολικής εκπαίδευσης, τη σηµαντική υπεροχή των γυναικών στην πρωτοβάθµια εκπαίδευση και την παραδοσιακή στοίχιση κατά φύλο στις διάφορες ειδικότητες της δευτεροβάθµιας εκπαίδευσης, παρά τη σχετική πρόοδο που έχει συντελεστεί, είναι εικόνα που συµβάλλει στη διάχυση των στερεοτύπων του φύλου στο χώρο του σχολείου. Η µελέτη του περιεχοµένου των σχολικών προγραµµάτων και των επίσηµων σχολικών βιβλίων επιβεβαίωσε, επίσης, τη διατήρηση του παραδοσιακού περιεχοµένου της σχολικής γνώσης και έδειξε την αποτυχία της εκπαιδευτικής πολιτικής να καλύψει επαρκώς τις δραστηριότητες και των δύο φύλων. Επιπλέον, φάνηκε ότι µέσω των σχολικών προγραµµάτων και βιβλίων εξακολουθούν να προωθούνται αντιλήψεις και πρακτικές «που υποβιβάζουν τις γυναίκες και παρουσιάζουν µια µη ρεαλιστική εικόνα της πραγµατικότητας όσον αφορά τις σχέσεις των δύο φύλων» (ό.π., σ. 261). Μέσα από την παραποίηση πραγµατικών καταστάσεων, δεδοµένων και σχέσεων προάγονται, τελικά, αρνητικά στερεότυπα και διακρίσεις σε βάρος των γυναικών. Προς την ίδια κατεύθυνση, εξάλλου, φαίνεται να λειτουργεί και το λεγόµενο κρυφό ή αφανές αναλυτικό πρόγραµµα (hidden curriculum) στο χώρο του σχολείου µε βασικούς φορείς των σχετικών στερεοτυπικών αντιλήψεων τόσο τους µαθητές/µαθήτριες όσο και τους/τις εκπαιδευτικούς. Σχετικές έρευνες, για παράδειγµα, έδειξαν ότι τα µέλη του διδακτικού προσωπικού εξακολουθούν σε µεγάλο βαθµό κυρίως οι άνδρες να είναι δέσµια των παραδοσιακών αντιλήψεων για τα δύο φύλα, να ενισχύουν παραδοσιακές διαφορές και διακρίσεις και να τρέφουν διαφορετικές προσδοκίες για τους µαθητές και µαθήτριές τους σε συνάρτηση µε στερεοτυπικές αντιλήψεις τους για τα δύο φύλα. Έτσι, δεν είναι καθόλου αδικαιολόγητο το συµπέρασµα στο οποίο καταλήγει η συγγραφέας (ό.π., σ. 262), ότι «το σχολείο αναπαράγει τις κυρίαρχες ιδεολογίες για τις σχέσεις των φύλων, που οδηγούν στη διαµόρφωση ηγεµονικών ανδρικών και γυναικείων ταυτοτήτων». Οι διαφορετικές αυτές ταυτότητες γίνονται εµφανείς και στη µελέτη των µελλοντικών προσδοκιών και των επαγγελµατικών επιλογών των αγοριών και των κοριτσιών στη µετέπειτα ζωή τους. Τέλος, επισηµαίνεται από την ερευνήτρια ως κύριο χαρακτηριστικό από την πλευρά της πολιτείας «η έλλειψη σχεδιασµού µε στόχο τη λήψη οποιωνδήποτε µέτρων για την προώθηση της ισότητας στην εκπαίδευση», µε κύριο παράδειγµα/επιχείρηµα την αρχική εκπαίδευση και την ενδοϋπηρεσιακή επιµόρφωση των εκπαιδευτικών. Αυτή η τακτική, ενός ιδιόµορφου «λεσέ πασέ, λεσέ φερ», στην ουσία δεν επιβεβαιώνει παρά την έλλειψη βούλησης

της πολιτείας να παρέµβει θετικά και δραστήρια θέτοντας το σχολείο στην υπηρεσία της αποδόµησης των στερεοτύπων του φύλου και δηµιουργώντας όρους µιας πολιτικής της ισότητας των φύλων στην εκπαίδευση και µέσω της εκπαίδευσης. Η τηλεόραση, από την άλλη πλευρά, αποτελεί σήµερα το κυρίαρχο µέσο, διεκδικώντας έναν ολοένα ενισχυόµενο ρόλο σε ό,τι αφορά τη διαµόρφωση της προσωπικότητας των παιδιών και των νέων. Στη συνείδηση της κοινής γνώµης έχει καθιερωθεί πλέον ως ο µεγάλος ανταγωνιστής του σχολείου Το εύρος των θεµάτων που διαπραγµατεύεται είναι ουσιαστικά ανεξέλεγκτο Η τηλεόραση εξελίχθηκε ταχύτατα και αναδείχθηκε στο βασικό µέσο ενηµέρωσης και ψυχαγωγίας του σύγχρονου ανθρώπου. Η καλωδιακή τηλεόραση, που αναπτύχθηκε ήδη από τις δεκαετίες του 70 και του 80, τουλάχιστον δεκαπλασίασε τις δυνατότητες εκποµπής. Η δυνατότητα που χαρακτηρίζει την τηλεόραση, να µπορεί να εκπέµπει συνδυασµένα οπτικά και ακουστικά µηνύµατα, της έδωσε απεριόριστες δυνατότητες, ιδίως στον τοµέα της ψυχαγωγίας, όπου ανταγωνίστηκε επιτυχώς τον κινηµατογράφο. Χρησιµοποιήθηκε, βέβαια, σε µεγάλη έκταση και για εκπαιδευτικούς σκοπούς, αλλά αυτή η χρήση της δεν γνώρισε µεγάλη επιτυχία. Η ανάπτυξη της ιδιωτικής τηλεόρασης και η βαθµιαία ισχυροποίηση του ρόλου της στην κοινωνικοποίηση των ατόµων και στη διαµόρφωση της κοινής γνώµης συνδέονται άµεσα µε σοβαρά προβλήµατα, που απασχολούν έντονα τις σύγχρονες κοινωνίες. Οι διακρίσεις σε βάρος κοινωνικών οµάδων αποτελούν ένα από τα πιο σταθερά χαρακτηριστικά της λειτουργίας της τηλεόρασης από τα πρώτα βήµατά της. Κατά πολλούς, αυτό είναι αναπόφευκτο, από τη στιγµή που τα µέσα λειτουργούν σε µια κοινωνία που δοµείται στη βάση κοινωνικών ανισοτήτων και διακρίσεων. Έτσι, τόσο ο λόγος όσο και η εικόνα που εκπέµπει η τηλεόραση αντικατοπτρίζουν και αναπαράγουν τις ισχύουσες κοινωνικές ανισότητες και διακρίσεις. Κατά τον Hiebert (1999, σ. 353), τα µέσα εξ ορισµού στοχεύουν στο ευρύτερο δυνατό κοινό και, κατά συνέπεια, στην πλειονότητα µάλλον παρά στη µειονότητα. Έτσι, όλα τα µέσα θα µπορούσε να υποστηριχτεί ότι είναι πολιτισµικώς προκατειληµµένα, εφόσον αντανακλούν αλλά και επηρεάζουν τις προκαταλήψεις του κοινού τους. Το συµπέρασµα του Hiebert είναι ότι τα µέσα αντανακλούν κατά βάση τις προκαταλήψεις της πλειονότητας. Οι επικρίσεις εναντίον των µέσων για µεροληπτική στάση απέναντι σε ποικίλες κοινωνικές οµάδες που αποκλίνουν από την κυρίαρχη νόρµα στη βάση κάποιων διαφοροποιηµένων κοινωνικών χαρακτηριστικών έχουν πολυετή παράδοση. Κατά τους Dines και Humez (1995, σ. xviii κ.ε.), ήδη από τη δεκαετία του 60 τα µέσα επικρίνονται για διακρίσεις στη βάση κοινωνικών χαρακτηριστικών όπως η φυλή (racism), το φύλο (sexism), η κοινωνική τάξη (classism), η σεξουαλική προτίµηση (heterosexism), η ηλικία (ageism) ή η αναπηρία (ableism). Κατά τους επικριτές, οι αντίστοιχες κοινωνικές κατηγορίες που δεν ακολουθούν την επίσηµη νόρµα αντιµετωπίζονται µε στερεοτυπικό τρόπο και αυτή η µεταχείρισή τους οδηγεί στο συµβολικό εκµηδενισµό τους. Κατά τη van Zoonen (1996, σ. 27), η έρευνα που εξετάζει την επίδραση των µέσων στα ζητήµατα του φύλου πρέπει να λάβει υπόψη της τρεις σηµαντικούς τοµείς, στους οποίους τα µέσα, και ειδικά η τηλεόραση, ασκούν ισχυρή επίδραση: τα στερεότυπα, την πορνογραφία και τα ζητήµατα ιδεολογίας. Σε ό,τι αφορά τα στερεότυπα αναφέρει, επικαλούµενη σχετικά και ερευνητικά δεδοµένα της Tuchman (1978), ότι τα µέσα θεωρούνται σήµερα ένα από τα πιο βασικά εργαλεία διασποράς στερεοτυπικών, πατριαρχικών και ηγεµονικών αντιλήψεων σχετικά µε το φύλο, καθώς µεταβιβάζουν και αναπαράγουν κληρονοµούµενο υλικό που είναι βαθύτατα σεξιστικό µε σκοπό να διασφαλίσουν συνέχεια και ενότητα. Σε σχέση µε τα ζητήµατα της πορνογραφίας, οι πολέµιοί της υποστηρίζουν ότι τα µέσα προωθούν τις επιδιώξεις της πατριαρχίας µε το να αναπαριστάνουν τις γυναίκες ως αντικείµενα και να καταπνίγουν τις εµπειρίες που αυτές βιώνουν στην πραγµατική ζωή τους. Τέλος, στα ζητήµατα της ιδεολογίας τα µέσα εµφανίζονται ως ηγεµονικοί θεσµοί, που επιδιώκουν να παρουσιάσουν την καπιταλιστική και πατριαρχική τάξη ως φυσιολογική αποκρύπτοντας την ιδεολογική της φύση. Κατά την Carey (1989), εξάλλου, στο πλαίσιο της φεµινιστικής ορολογίας τα µέσα θεωρείται ότι µεταβιβάζουν σεξιστικές, πατριαρχικές ή καπιταλιστικές αξίες προκειµένου να συµβάλουν στη διατήρηση της κοινωνικής τάξης. Κατά τον Πολίτη (2006. σ. 529 κ.ε.), τέλος, η κουλτούρα των ΜΜΕ στο ελληνικό σχολείο «αντανακλά, αλλά και διαµορφώνει, παράγει, ενισχύει και ανα-παράγει την ετεροσεξιστική έµφυλη ιδεολογία ως νοµοτελειακή κανονικότητα». Ο µελετητής, που πραγµατοποίησε σχετική έρευνα σε σχολείο

µικρής επαρχιακής πόλης, υποστηρίζει ότι η µαθητική κουλτούρα κυριαρχείται από «εικόνες υπερ-ανδρισµού που εξισώνουν τον ήρωα άνδρα µε τη βία και τη µαχητικότητα» και «πλαισιώνονται και από εικόνες υπερ-θηλυκότητας που αποτελούν συνώνυµα µιας «προκλητικής» παθητικότητας.» (ό.π., σ. 532) Στις απόψεις που αποδέχονται µια σχεδόν αυτόµατη και αδιαπραγµάτευτη αποδοχή του νοήµατος από τον δέκτη έχει ασκηθεί κριτική, που κινείται κυρίως µε βάση τον τρόπο µε τον οποίο γίνεται αντιληπτή η έννοια του νοήµατος. Οι υποστηρικτές αυτών των απόψεων, ισχυρίζονται οι επικριτές τους, αντιλαµβάνονται το νόηµα που εµπεριέχεται στα µηνύµατα των µέσων ως κάτι το ενιαίο και όχι ως µια οντότητα πολυσηµική και αντιφατική, ούτε ως κάτι που αποτελεί ουσιαστικά αντικείµενο διαπραγµάτευσης µεταξύ των θεσµικών παραγωγών νοήµατος και του κοινού ως παραγωγού νοήµατος. Γενικότερα, στη συζήτηση σχετικά µε την επίδραση που ασκεί η τηλεόραση στο κοινό της, στο ένα άκρο του φάσµατος προβάλλεται η άποψη ότι τα µέσα, κυρίως η τηλεόραση, συνιστούν την αιτία µιας σειράς φαινοµένων κοινωνικής παθογένειας που χαρακτηρίζουν τις σύγχρονες κοινωνίες στο άλλο άκρο παρατηρείται η τάση τα µέσα να απαλλάσσονται από τέτοιες βαριές κατηγορίες, συνήθως υπό την επίδραση θεωρήσεων που εκλαµβάνουν τον δέκτη ως ενεργητικό και ενηµερωµένο πολίτη που επιλέγει ορθολογικά ανάµεσα στα προσφερόµενα µηνύµατα χωρίς να παρασύρεται από τις ποικίλες τεχνικές των παραγωγών τους. Ανάµεσα σε αυτές τις δύο ακραίες εκδοχές µπορεί κανείς να κατατάξει µια εξαιρετικά µεγάλη ποικιλία από ενδιάµεσες θεωρήσεις. Συνοψίζοντας τη σχετική συζήτηση η Livingstone (2001, σ. 428), καταλήγει ότι η κύρια ερευνητική τάση εµφανίζεται να αµφιταλαντεύεται, στην πορεία του χρόνου, ανάµεσα στα δύο αυτά άκρα, ενώ οι σύγχρονες θεωρήσεις τείνουν να αµφισβητούν την εγκυρότητα της σχετικής εργαστηριακής έρευνας και να αποµακρύνονται από την έννοια της αιτιώδους παραγωγής και του ψυχολογικού αναγωγισµού. Επιµένει, ωστόσο, στη διαπίστωση ότι η αντιπαράθεση αυτή παραµένει σε µεγάλο βαθµό ανοιχτή (ό.π., σ. 429). Το ζήτηµα της δεοντολογίας βρίσκεται τελευταία στο επίκεντρο των συζητήσεων για τα µέσα µαζικής επικοινωνίας, κυρίως για την τηλεόραση, καθώς µάλιστα έχουν γίνει αντιληπτές οι σοβαρές συνέπειες της απορύθµισης στη λειτουργία τους. Ποικίλες πρακτικές έχουν εφαρµοστεί µε στόχο να περιορίσουν τις υπερβολές που παρατηρούνται σε πολλές περιπτώσεις στη λειτουργία τους. Οι απόπειρες νοµοθετικής ρύθµισης, η συγκρότηση οργάνων παρακολούθησης και ελέγχου, όπως είναι τα ραδιοτηλεοπτικά συµβούλια, η ανάθεση σχετικών αρµοδιοτήτων στους συνδικαλιστικούς φορείς των επαγγελµατιών του χώρου και οι προσπάθειες αυτορύθµισης και αυτοελέγχου των ίδιων των παραγόντων που ελέγχουν τα µέσα συνιστούν τις βασικές κατευθύνσεις των σχετικών προσπαθειών. Ιδιαίτερη σηµασία, όπως είναι φυσικό, δόθηκε, στο πλαίσιο αυτών των προσπαθειών, στις ανάγκες και τα δικαιώµατά των παιδιών και των εφήβων, που θεωρούνται περισσότερο ευάλωτα σε σχέση µε άλλες ηλικίες, και επιδιώχθηκε η προστασία τους από την κακή χρήση της ελευθερίας των µέσων. Ο σεξισµός που αναπαράγεται από τα µέσα, κυρίως από την τηλεόραση, αποτελεί µια από τις σχετικές περιπτώσεις που έχουν απασχολήσει συστηµατικά τόσο τους ειδικούς όσο και το ευρύτερο κοινωνικό σύνολο τα τελευταία χρόνια. Έχει τονιστεί κατ επανάληψη η ανάγκη να απαλλαγούν τα µέσα από τις σεξιστικές προκαταλήψεις και να αντιµετωπίζουν το ίδιο θετικά τα δύο φύλα. Στην περίπτωση που οι επιλογές εκείνων που διευθύνουν τα µέσα είναι διαφορετικές, έχει προταθεί να υπάρξει αυστηρός έλεγχος τόσο από ειδικά όργανα ελέγχου όσο και από την έννοµη τάξη. Σε έκθεση της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων για την ενσωµάτωση της καταπολέµησης του ρατσισµού στις κοινοτικές πολιτικές και τα κοινοτικά προγράµµατα (Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, 1997, σ. 11) γίνεται ιδιαίτερη µνεία του ρόλου των µέσων ενηµέρωσης και επικοινωνίας στα ζητήµατα των κάθε είδους διακρίσεων. Ειδικότερα στον οπτικοακουστικό τοµέα αναφέρεται η έγκριση από το Συµβούλιο σύστασης σχετικής µε «την προστασία των ανηλίκων και της ανθρώπινης αξιοπρέπειας στο πλαίσιο των οπτικοακουστικών υπηρεσιών και των υπηρεσιών πληροφόρησης». Η σύσταση καθορίζει κοινές κατευθυντήριες γραµµές σύµφωνα µε κώδικες δεοντολογίας. Η οδηγία «Τηλεόραση χωρίς σύνορα», που προβλέπει την ελεύθερη κυκλοφορία των

τηλεοπτικών προγραµµάτων, απαγορεύει (άρθρο 22.2) την προτροπή στο µίσος για λόγους φυλής, φύλου, θρησκείας ή εθνικότητας. Με τη σύσταση, εξάλλου 98/560/ΕΚ (24-09-1998) αναγνωρίζεται η ανάγκη της προστασίας των ανηλίκων και της ανθρώπινης αξιοπρέπειας (βλ. Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, ό.π., σ. 41-42). Καθώς οι σηµερινές αντιφάσεις στο επίπεδο των εκπαιδευτικών θεσµών είναι αδιάψευστη ένδειξη µελλοντικών κοινωνικών προβληµάτων, προκύπτει και πάλι µε ιδιαίτερη έµφαση το ζήτηµα της αλλαγής των κοινωνικών αντιλήψεων και µέσα από παρεµβάσεις στο πεδίο της εκπαίδευσης. Η κοινωνιολογία της εκπαίδευσης έχει δείξει, βέβαια, πόσο περιορισµένες είναι οι δυνατότητες προώθησης ευρύτερων αλλαγών µέσω της εκπαίδευσης, ωστόσο η πράξη έχει επιβεβαιώσει ότι είναι δυνατόν να ξεκινήσουν επιµέρους παρεµβάσεις και πρωτοβουλίες µε στόχο, π.χ., τη διαµόρφωση διαφορετικών στάσεων και αντιλήψεων σε ό,τι αφορά τον καταµερισµό εργασίας ανάµεσα στα δύο φύλα ή τη διεύρυνση των δεξιοτήτων που παρέχει το σχολείο στα παιδιά. Προς αυτή την κατεύθυνση θα γίνουν κάποιες τελικές επισηµάνσεις. Ένας από τους τρόπους αντίδρασης των κοινωνικών κινηµάτων σε διεθνή κλίµακα απέναντι σε αρνητικές διακρίσεις υπήρξε η συστηµατική παρέµβασή τους στο χώρο της εκπαίδευσης, µε αποτέλεσµα να διαµορφωθούν αντίστοιχα µεταρρυθµιστικά εκπαιδευτικά κινήµατα στο πλαίσιο των εκπαιδευτικών θεσµών, όπου δηµιουργείται ή µεταβιβάζεται η γνώση. Ιδιαίτερα στο τριτοβάθµιο επίπεδο, τα κινήµατα αυτά, στα οποία συµµετείχαν τόσο ακαδηµαϊκοί όσο και σπουδαστές, επηρέασαν τις αξίες, τα πρότυπα και τα περιεχόµενα σπουδών των αντίστοιχων ιδρυµάτων και συνέβαλαν αποφασιστικά στη µείωση των αρνητικών διακρίσεων τόσο στα εκπεµπόµενα προγράµµατα των µέσων όσο και στο εκπαιδευτικό και το ευρύτερο κοινωνικό περιβάλλον. Όπως επισηµαίνουν, ωστόσο, οι Dines και Humez (1995, σ. xviii κ.ε.), ο αποικισµός του εκπαιδευτικού χώρου, κυρίως του ακαδηµαϊκού, µε το λόγο και τις πρακτικές των ακτιβιστών οδήγησε σε ένα µετασχηµατισµό του λόγου των ακτιβιστών σε ακαδηµαϊκό λόγο, µε όλα τα θετικά και αρνητικά στοιχεία αυτής της εξέλιξης. Σε κάθε περίπτωση, όµως, η εκπαίδευση µπορεί, ως ένα βαθµό, και κάτω από την καθοδήγηση ευαισθητοποιηµένων εκπαιδευτικών, να καταστεί ένα πεδίο αµφισβήτησης των στερεοτύπων και των διακρίσεων του φύλου µε µια γόνιµη διασταύρωση της πλούσιας εµπειρίας που έχει συσσωρεύσει ο διεπιστηµονικός τοµέας που χαρακτηρίζεται ως εκπαίδευση στα µέσα (media education) µε τον αξιόλογο προβληµατισµό που έχει αναπτυχθεί στο πλαίσιο των ποικίλων φεµινιστικών προσεγγίσεων. Για παράδειγµα, η λύση που προτείνει ο φιλελεύθερος φεµινισµός (van Zoonen, 2001, σ. 58) αφορά τόσο την επίτευξη µεγαλύτερης ισότητας στην κοινωνία όσο και τη διείσδυση γυναικών σε τοµείς εξουσίας που κυριαρχούνται από τους άνδρες. Οι σχετικές δραστηριότητες που προωθούν οι φιλελεύθερες φεµινίστριες, όπως η διδασκαλία της µη σεξιστικής επαγγελµατικής δεοντολογίας σε σχολές δηµοσιογραφίας, η ενηµέρωση και η άσκηση πίεσης προς δηµοσιογράφους και παρουσιαστές εκποµπών για θέµατα όπως τα στερεότυπα και τις επιπτώσεις τους, και η Ελισάβετ Γράψα, Νίνα Παζαρζή, Παύλος Χαραµής απαίτηση λήψης µέτρων θετικών διακρίσεων υπέρ των γυναικών από τους οργανισµούς του τοµέα των µέσων µπορούν να αξιοποιηθούν και στο πλαίσιο του σχολείου. Μια ενδεικτική σχετική δραστηριότητα είναι η εµπλοκή µαθητών/µαθητριών µε την έκδοση µιας µαθητικής εφηµερίδας που θα επιδιώκει την ισότητα των φύλων ακολουθώντας µη σεξιστική ιδεολογία. Μια άλλη αφορά την οργάνωση επισκέψεων συζήτησης και προβληµατισµού σε τηλεοπτικά

κανάλια ή/και την κριτική παρακολούθηση τηλεοπτικού υλικού που αναπαράγει ή αποδοµεί τα στερεότυπα του φύλου. Προς µια παρόµοια κατεύθυνση φαίνεται ότι οδηγεί και η στρατηγική του ριζοσπαστικού φεµινισµού, όταν, π.χ., προτείνει µε ένα πιο απόλυτο τρόπο να αναπτύξουν οι γυναίκες τα δικά τους µέσα επικοινωνίας. Οι τεχνολογικές εξελίξεις στον τύπο και στα οπτικοακουστικά µέσα επιτρέπουν σήµερα όχι µόνο την έκδοση φεµινιστικών εντύπων, αλλά και την παραγωγή οπτικοποιηµένων µηνυµάτων (π.χ. µικρών ταινιών, διαφηµιστικών σποτ κοινωνικού περιεχοµένου κ.λπ.) µε την προµήθεια ενός στοιχειώδους εξοπλισµού. Τέλος, η προτεραιότητα που δίνει ο σοσιαλιστικός φεµινισµός στα ζητήµατα της ιδεολογίας (van Zoonen, ό.π., σ. 60-62) θα µπορούσε να στρέψει το ενδιαφέρον της µαθητικής κοινότητας σε πιο ενηµερωµένες και συνολικές προσεγγίσεις των ζητηµάτων του φύλου, που θα λαµβάνουν υπόψη τους παράλληλα µε το φύλο και ζητήµατα που αφορούν τη γενικότερη κοινωνικο-οικονοµική θέση των γυναικών. Ζητήµατα όπως η έµµισθη και η άµισθη εργασία των γυναικών πρέπει να ενταχθούν στο πλαίσιο των συζητήσεων στις σχολικές τάξεις εξασφαλίζοντας µια πολυδιάστατη προσέγγιση των ζητηµάτων του φύλου και συµβάλλοντας µακροπρόθεσµα στη συµφιλίωση της οικογενειακής µε την επαγγελµατική ζωή σε ένα πιο ορθολογικό και κοινωνικά δίκαιο πλαίσιο. Βιβλιογραφία αρθρογραφία Carey, J.(1989) Communication as culture: Essays on media and society, Boston, MA: Unwin Hyman. εληγιάννη-κουϊµτζή, Β. Ζιώγου, Σ. Φρόση, Λ. (επ.) (2002) Φύλο και εκπαιδευτική πραγµατικότητα στην Ελλάδα. Προωθώντας παρεµβάσεις για την ισότητα των φύλων στο ελληνικό εκπαιδευτικό σύστηµα, Θεσσαλονίκη (δακτυλογρ.). ουλκέρη, Τ. (1990) Μέσα µαζικής επικοινωνίας και ισότητα των δύο φύλων, Παπαζήσης, Αθήνα. Dines, G. Humez, J.M. (eds) (1995) Gender, race and class in media, SAGE, London. Durham, M.G. Kellner, D. (eds) (2001) Media and cultural studies. KeyWorks, Blackwell. Oxford. Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (1997) Έκθεση των Υπηρεσιών της Επιτροπής σχετικά µε την εφαρµογή του σχεδίου δράσης κατά του ρατσισµού. Ενσωµάτωση της καταπολέµησης του ρατσισµού στις κοινοτικές πολιτικές και στα κοινοτικά προγράµµατα, Βρυξέλλες. Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (2000) Έκθεση της Επιτροπής στο Συµβούλιο, στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, στην Οικονοµική και Κοινωνική Επιτροπή και στην Επιτροπή των Περιφερειών σχετικά µε τις ραστηριότητες του Ευρωπαϊκού Παρατηρητηρίου των φαινοµένων Ρατσισµού και Ξενοφοβίας, Βρυξέλλες [COM(2000) 625 τελικό]. Hiebert, R.E. (ed.) (1999) Impact of mass media, Addison Wesley Longman, N. York. Kορωναίου, Α. (1992) Νέοι και µέσα µαζικής επικοινωνίας, Οδυσσέας, Αθήνα. Livingstone, S. (2001) «Για το ανεπίλυτο πρόβληµα των επιδράσεων των µέσων», στο: Curran, J. Gurevitch, M. (eds) Μέσα µαζικής επικοινωνίας και κοινωνία (µτφρ.. Κίκιζας), Πατάκης, Αθήνα, σ. 427-454. Marris, P. Thornham, S. (eds) (1996) Media Studies: A reader, Edinburgh University Press. McRobbie, A. (2001) Feminism, postmodernism and the Real Me, in: Durham, M.G. Kellner, D. (ed): Media and cultural studies. KeyWorks, Blackwell, Oxford, pp. 598-610. Πολίτης, Φ. (2006) Οι ανδρικές ταυτότητες στο σχολείο, Ετεροσεξουαλικότητα, οµοφυλοφοβία και µισογυνισµός, Επίκεντρο, Θεσσαλονίκη. Tuchman, G. (1978) Hearth and Home: Images of women and the media, Oxford University Press, New York. Van Zoonen, L. (1996) Feminist media studies, Sage, London. Van Zoonen, L. (2001) «Φεµινιστικές θεωρήσεις των µέσων», στο: Curran, J. Gurevitch, M. (eds) Μέσα µαζικής επικοινωνίας και κοινωνία (µτφρ.. Κίκιζας), Πατάκης, Αθήνα, σ. 53-83.

Χαραµής, Π. (2001) «Αλφαβητισµός και εκπαίδευση στα ΜΜΕ: Παιδαγωγικές διαστάσεις ενός σύγχρονου προβλήµατος», στο: Σχολή Ι.Μ. Παναγιωτόπουλου: Η αξιοποίηση των ΜΜΕ στο σχολείο. υνατότητες-όρια-προοπτικές, Αθήνα, σ. 195-205.