Ρύθμιση και απορύθμιση των αγορών ηλεκτρικής ενέργειας και στρατηγικές τιμολόγησης δικτύων

Σχετικά έγγραφα
(γ) Τις μορφές στρατηγικής αλληλεπίδρασης που αναπτύσσονται

Σύντομος πίνακας περιεχομένων

Μικροοικονομική. Μορφές αγοράς

ΜΕΡΟΣ ΤΕΤΑΡΤΟ. Η δοµή της αγοράς και οι πρακτικές τιµολόγησης

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΚΤΟ ΜΟΡΦΕΣ ΑΓΟΡΑΣ. 1. Τι πρέπει να κατανοήσει ο μαθητής

Βιοµηχανική Οργάνωση

Μονοπώλιο. Εισαγωγή στην Οικονομική Επιστήμη Ι. Αρ. Διάλεξης: 10

Βιομηχανική Οργάνωση ΙΙ: Θεωρίες Κρατικής Παρέμβασης & Ανταγωνισμού

ΜΟΝΟΠΩΛΙΑΚΟΣ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΣ

ΜΟΝΟΠΩΛΙΟ. Κεφάλαιο 12. Τα χαρακτηριστικά των µονοπωλιακών αγορών

Μορφές Αγοράς. Κλωνάρης Στάθης

ΜΙΚΡΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ

Τέλειος ανταγωνισμός είναι μια ακραία συμπεριφορά της αγοράς, όπου πολλές εταιρίες ανταγωνίζονται με τις παρακάτω προϋποθέσεις :

Ενεργειακή Επάρκεια: Στρατηγική Προσέγγιση στο πλαίσιο της Απελευθερωµένης Αγοράς Ενέργειας

ΜΕΛΕΤΗ ΤΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟΥ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΑΘΗΝΩΝ ΓΙΑ ΤΗ ΡΥΘΜΙΣΗ ΤΗΣ ΠΡΟΣΒΑΣΗΣ ΣΤΗΝ ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΜΟΝΑΔΩΝ ΧΑΜΗΛΟΥ ΚΟΣΤΟΥΣ ΤΗΣ ΔΕΗ.

Αποτροπή Εισόδου και Οριακή Τιμολόγηση

Σύντομος πίνακας περιεχομένων

ΜΙΚΡΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ

ΔΕΙΓΜΑ ΠΡΙΝ ΤΙΣ ΔΙΟΡΘΩΣΕΙΣ

ΟΛΙΓΟΠΩΛΙΟ. Ολιγοπώλιο Κλωνάρης Στάθης

ΕΡΩΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟ ΙΑΓΩΝΙΣΜΟΣ ΕΚΠΑΙ ΕΥΤΙΚΩΝ ΕΤΟΥΣ Σάββατο Proslipsis.gr ΚΛΑ ΟΣ ΠΕ 18 ΠΤΥΧΙΟΥΧΩΝ ΛΟΙΠΩΝ ΤΜΗΜΑΤΩΝ ΤΕΙ

Εισαγωγικές Έννοιες Επιχειρηματικότητας

Εισαγωγή στην Οικονομική Επιστήμη Ι. Αρ. Διάλεξης: 11

ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ ΣΤΟΧΑΣΙΣ ΑΕ: «ΚΛΑΔΙΚΕΣ ΣΤΟΧΕΥΣΕΙΣ» ΗΛΕΚΤΡΙΚΗ ΕΝΕΡΓΕΙΑ

Philip McCann Αστική και περιφερειακή οικονομική. 2 η έκδοση. Chapter 1

ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ

ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΚΑ ΣΧΕΔΙΑ

θεσμικό πλαίσιο των μονάδων αποθήκευσης

Ημερίδα: Η Ελληνική Ενεργειακή Αγορά. Η Λειτουργία της Αγοράς Η/Ε

ΔΗΜΟΣΙΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ Ι

Δημοπρασίες NOME Η εμπειρία από τη μέχρι σήμερα εφαρμογή

Οικονομικά για Νομικούς Μέρος 1ο Οι δυνάμεις της προσφοράς και της ζήτησης

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 9. Ολιγοπώλιο και αρχιτεκτονική των επιχειρήσεων

ΜΟΝΟΠΩΛΙΑΚΟΣ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΣ, ΟΛΙΓΟΠΩΛΙΑ, ΘΕΩΡΙΑ ΠΑΙΓΝΙΩΝ

εάν είναι ο µοναδικός πωλητής του προϊόντος Το προϊόν της, δεν έχει στενά υποκατάστατα.


Θεµελιώδεις Οικονοµικές Έννοιες και Αρχές του Δίκαιου Ανταγωνισµού της ΕΕ

ΣΥΓΚΡΙΤΙΚΗ ΑΝΑΛΥΣΗ ΜΟΝΤΕΛΩΝ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΜΟΥ. Θεωρία των Μοντέλων Καπιταλισμού

Η θεωρία Weber Προσέγγιση του ελάχιστου κόστους

ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΑΝΑΛΥΣΗ 2 Ενότητα #7: Μονοπώλιο (II)

ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΚΑΙ ΕΡΓΑΛΕΙΑ ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΟΥ ΕΛΕΓΧΟΥ. Φορολογική Πολιτική και Οικονομική Ανάπτυξη

Τρίτη δέσμη νομοθετικών προτάσεων της Επιτροπής για τον τομέα της ενέργειας

Εξετάσεις Θεωρίας και Πολιτικής Διεθνούς Εμπορίου Ιούλιος Όνομα: Επώνυμο: Επιθυμώ να μην περάσω το μάθημα εάν η βαθμολογία μου είναι του

Βασική θεωρία Ολιγοπωλιακού ανταγωνισµού

ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΚΑΙΝΟΤΟΜΙΑ

Μεταβαίνοντας προς τη νέα ενεργειακή εποχή προκλήσεις στην αγορά ηλεκτρισμού

ΣΥΝΕΔΡΙΟ ΚΡΑΤΙΚΕΣ ΕΝΙΣΧΥΣΕΙΣ ΠΡΟΣΦΑΤΕΣ ΕΞΕΛΙΞΕΙΣ. Κέντρο Διεθνούς & Ευρωπαϊκού Οικονομικού Δικαίου (ΚΔΕΟΔ) Μονάδα Κρατικών Ενισχύσεων (ΜοΚΕ)

ΤΕΙ ΙΟΝΙΩΝ ΝΗΣΩΝ ΣΧΟΛΗ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΤΜΗΜΑ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΔΙΔΑΣΚΟΥΣΑ: ΑΡΙΣΤΕΑ ΓΚΑΓΚΑ, Ι ΑΚΤΩΡ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ

ΔΙΟΙΚΗΣΗ ΔΙΕΘΝΩΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ

Ο ΤΟΠΟΣ ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ ΤΩΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ

ΦΥΣΙΚΟ ΜΟΝΟΠΩΛΙΟ. Κεφάλαιο 5ο

ΕΠΑΝΑΛΗΠΤΙΚΕΣ ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ ΔΗΜΟΣΙΑ

Δρ. Μιχάλης Θωμαδάκης Αντιπρόεδρος Β της ΡΑΕ. Βασικά σημεία ομιλίας κατά την Ημερίδα «Ενέργεια: ο νέος επενδυτικός χάρτης»

ΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΣ ΠΡΟΕΔΡΟΥ ΔΡ. ΑΝΔΡΕΑ ΠΟΥΛΛΙΚΚΑ ΡΥΘΜΙΣΤΙΚΗ ΑΡΧΗ ΕΝΕΡΓΕΙΑΣ ΚΥΠΡΟΥ

ΟΙ ΝΕΕΣ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΕΣ ΩΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΚΟ ΕΡΓΑΛΕΙΟ

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. ΜΕΡΟΣ Α Θεωρία Ζήτησης Ενός Αγαθού - Ανάλυση Συμπεριφοράς Καταναλωτή

Α) ΒΑΣΙΚΕΣ ΤΑΣΕΙΣ ΠΟΥ ΕΠΗΡΕΑΖΟΥΝ ΤΙΣ ΕΠΕΝΔΥΣΕΙΣ

ΙΑΓΩΝΙΣΜΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΛΗΡΩΣΗ ΘΕΣΕΩΝ ΗΜΟΣΙΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΚΑΙ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΡΟΣΩΠΩΝ ΤΟΥ ΗΜΟΣΙΟΥ TOMEΑ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ ΠΕ ΕΞΕΤΑΣΗ ΣΤΟ ΜΑΘΗΜΑ: «OIKONOMIKH»

Ισορροπία σε Αγορές Διαφοροποιημένων Προϊόντων

HERON Η επόμενη ημέρα της εφαρμογής των νέων Κανονισμών της Ενοποιημένης Αγοράς (Target Model)

Ολιγοπώλιο Με ιαφοροποιηµένο Προϊόν 1


12 ο ΕΘΝΙΚΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ ΕΝΕΡΓΕΙΑΣ «ΕΝΕΡΓΕΙΑ & ΑΝΑΠΤΥΞΗ 2007» Αθήνα Οκτωβρίου 2007

Χαιρετισμός Προέδρου Ρυθμιστικής Αρχής Ενέργειας Κύπρου στην εκδήλωση με θέμα «Ενεργειακή απόδοση για έξοδο από την κρίση»

ΟΙ ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΣΕΙΣ ΤΟΥ ΕΝΕΡΓΕΙΑΚΟΥ ΝΟΜΙΚΟΥ ΠΛΑΙΣΙΟΥ ΒΑΣΕΙ ΤΟΥ ΝΕΟΥ ΜΝΗΜΟΝΙΟΥ

Περίληψη Διδακτορικής Διατριβής ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΙΓΑΙΟΥ ΤΜΗΜΑ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ. Πανεπιστήμιο Αιγαίου. Τμήμα Περιβάλλοντος. Ευστράτιος Γιαννούλης

ΕΓΓΡΑΦΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΤΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΠΕΡΙΛΗΨΗ ΤΗΣ ΕΚΤΙΜΗΣΗΣ ΕΠΙΠΤΩΣΕΩΝ. που συνοδεύει το έγγραφο

Βιομηχανική Οργάνωση ΙΙ: Θεωρίες Κρατικής Παρέμβασης & Ανταγωνισμού


Κεφάλαιο 5 ο Ολιγοπώλιο και τιμολόγηση

14 Το ολιγοπώλιο Ολιγοπώλιο και αλληλεξάρτηση Συνεργασία ή ανταγωνισμός; Σκοπός Εξηγούνται με λεπτομέρειες υποδείγματα ολιγοπωλίου.

ΟΜΙΛΟΣ ΔΕΗ. Βασικά λειτουργικά και οικονομικά μεγέθη α τριμήνου 2019

Ιδιωτικοποίηση ΧΡΗΜΑΤΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΔΙΟΙΚΗΣΗ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΟΡΓΑΝΙΣΜΩΝ. Δρ. Κων/νος Κάρρας ΤΜΗΜΑ ΛΟΓΙΣΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΧΡΗΜΑΤΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ

ΚΑΙ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ

«καθορισμός μακροχρόνιων στόχων και σκοπών μιας επιχείρησης και ο. «διαμόρφωση αποστολής, στόχων, σκοπών και πολιτικών»

Στρεβλώσεις στους ρυθμιζόμενους μηχανισμούς εκτός ΗΕΠ

9. Κάθε στρατηγική επιχειρηματική μονάδα αποφασίζει για την εταιρική στρατηγική που θα εφαρμόσει. α. Λάθος. β. Σωστό.

3. ΠΟΡΟΙ ΚΑΙ ΔΙΕΘΝΕΣ ΕΜΠΟΡΙΟ: ΥΠΟΔΕΙΓΜΑ HECKSCHER-OHLIN

Μονοπώλιο. U(q, m) = B(q) + m γραμμικές (οιωνεί) w i αρχική του αγαθού m

ΡΥΘΜΙΣΤΙΚΗ ΑΡΧΗ ΕΝΕΡΓΕΙΑΣ ΚΥΠΡΟΥ

Εξηγώντας την Ύπαρξη Πολυεθνικών Επιχειρήσεων: Θεωρητικά Υποδείγματα

Εισαγωγή στην Οικονομική Επιστήμη Ι. Μονοπωλιακός Ανταγωνισμός. Αρ. Διάλεξης: 12

Οικονομικά για Νομικούς Μέρος 6ο Άλλες μορφές οργάνωσης αγοράς

Μικροοικονομική Ανάλυση της Κατανάλωσης και της Παραγωγής

ΓΝΩΜΟ ΟΤΗΣΗ ΡΑΕ ΥΠ ΑΡΙΘΜ. 311/2007. Τροποποίηση Κανονισµού Προµήθειας Πελατών. Η Ρυθµιστική Αρχή Ενέργειας. Λαµβάνοντας υπόψη: σκέφθηκε ως εξής:

Ελληνική Δημοκρατία Τεχνολογικό Εκπαιδευτικό Ίδρυμα Ηπείρου. Μικροοικονομική. Ενότητα 12 : Μορφές Αγοράς Καραμάνης Κωνσταντίνος

ΕΙΣΑΓΩΓΗ Η ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΟΥ ΚΛΑΔΟΥ ΤΩΝ ΤΗΛΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΩΝ

Διάλεξη 3. Οικονομικά της ευημερίας. Οικονομικά της ευημερίας 3/9/2017. Περίγραμμα. Εργαλεία δεοντολογικής ανάλυσης

Φωτοβολταϊκά σε βιομηχανικές και εμπορικές στέγες

Η ΑΓΟΡΑ. Νικόλαος Καρανάσιος Επίκουρος Καθηγητής

ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ. Εισαγωγή

Διάλεξη 5. Αναποτελεσματικότητα Μονοπωλίου VA 24

Οικονομίες κλίμακας, ατελής ανταγωνισμός και διεθνές εμπόριο 6-1

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΑ ΦΡΟΝΤΙΣΤΗΡΙΑ ΚΟΛΛΙΝΤΖΑ

ΤΟΥΡΙΣΤΙΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΕΦΑΛΑΙΟ 15 ΜΟΡΦΕΣ ΚΑΙ ΙΣΟΡΡΟΠΙΑ ΤΗΣ ΤΟΥΡΙΣΤΙΚΗΣ ΑΓΟΡΑΣ

Εσωτερικές Οικονομίες Κλίμακας, Ατελής Ανταγωνισμός και Διεθνές Εμπόριο. Καθ. Γιώργος Αλογοσκούφης

Το Υπόδειγμα της Οριακής Τιμολόγησης

Ασφάλεια Eνεργειακού Εφοδιασμού Ρόλος και Δραστηριότητες της ΡΑΕ σχετικά με τον Τομέα της Ηλεκτροπαραγωγής

ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΑΝΑΛΥΣΗ 2 Ενότητα #6: Μονοπώλιο

Διάλεξη 9 η ( ) Αξία Μέσω της Τιμολόγησης

Transcript:

ΠΑΝΤΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΚΑΙ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΜΕ ΘΕΜΑ : Ρύθμιση και απορύθμιση των αγορών ηλεκτρικής ενέργειας και στρατηγικές τιμολόγησης δικτύων ΦΟΙΤΗΤΗΣ: Μπόθος Ιωάννης Αθήνα 2008

1 Αφιερωμένο στον πατέρα μου!

ΠΡΟΛΟΓΟΣ Τα ζητήματα που σχετίζονται με την ηλεκτρική ενέργεια είναι διαχρονικά στην επικαιρότητα, διότι εκτός της οικονομικής διάστασης ενέχουν και κοινωνική διάσταση καθώς σχετίζονται με την παροχή καθολικής υπηρεσίας, δηλαδή αφορούν την παροχή ενός δημόσιου αγαθού κοινής ωφέλειας προς όλους τους πολίτες. Εδώ και αρκετά χρόνια γίνονται προσπάθειες σε διάφορες χώρες, πρόσφατα και στην χώρα μας, για την απορύθμιση των αγορών ηλεκτρικής ενέργειας οι οποίες λειτουργούσαν μέχρι προ ολίγων ετών ως φυσικά μονοπώλια από δημόσιες επιχειρήσεις παροχής ηλεκτρικού ρεύματος. Στην παρούσα εργασία εξετάζεται, με την βοήθεια της Μικροοικονομικής Θεωρίας, η δομή της ελληνικής αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας και αναπτύσσεται με την εφαρμογή μεθόδων των Εφαρμοσμένων Μαθηματικών ένα οικονομετρικό υπόδειγμα συμπεριφοράς, βασισμένο στο Οικονομετρικό Υπόδειγμα Μερικών Προσαρμογών, που προσπαθεί να προσδιορίσει την αποτελεσματική δραστηριοποίηση ενός ιδιώτη παραγωγού ηλεκτρικής ενέργειας στην ελληνική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας. Ο συντάκτης της παρούσης εκφράζει τις ευχαριστίες του προς τον εποπτεύοντα καθηγητή, κ. Καραγάνη Αναστάσιο, Επίκουρο Καθηγητή στο Τμήμα Οικονομικής και Περιφερειακής Ανάπτυξης του Παντείου Πανεπιστημίου Πολιτικών και Κοινωνικών Επιστημών, για την υποστήριξη του στη σύνταξη της παρούσης εργασίας καθώς και προς τα άλλα δύο μέλη της τριμελούς επιτροπής κρίσης, τον Ομότιμο Καθηγητή κ. Ράνο Κωνσταντίνο και τον Επίκουρο Καθηγητή κ. Μπίθα Κωνσταντίνο. 2

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ 1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ..4 1.1 Αγορές Ηλεκτρικής Ενέργειας..4 1.2 Υποθέσεις, Σκοποί και Στόχοι Εργασίας 10 1.3 Δομή Παρούσης Εργασίας 13 2. ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ ΑΝΑΛΥΣΗΣ ΚΑΙ ΕΠΙΣΚΟΠΗΣΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑΣ...16 2.1 Μεθοδολογία Ανάλυσης 16 2.2 Μικροοικονομική Θεωρία Ολιγοπωλίου..17 2.3 Μικροοικονομική Θεωρία Ρυθμιστικής Πολιτικής 21 2.4 Επισκόπηση Βιβλιογραφίας.32 3. ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΓΟΡΑ ΗΛΕΚΤΡΙΚΗΣ ΕΝΕΡΓΕΙΑΣ..43 3.1 Απεικόνιση Ελληνικής Αγοράς Ηλεκτρικής Ενέργειας.43 3.2 Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας...57 3.3 Ανάλυση Στατιστικών Δεδομένων..74 4. ΟΙΚΟΝΟΜΕΤΡΙΚΟ ΥΠΟΔΕΙΓΜΑ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑΣ...87 4.1 Υπόδειγμα Ανάλυσης. 87 4.2 Αποτελέσματα Εκτιμήσεων...91 4.3 Προσομοίωση της αγοράς με το Υπόδειγμα Cournot..95 5. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ..97 3

1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ 1.1 Αγορές Ηλεκτρικής Ενέργειας Ο ρόλος των αγορών που σχετίζονται με την λειτουργία δικτύων ήταν ανέκαθεν σημαντικός σε όλες τις οικονομίες. Συνήθως οι αγορές αυτές λειτουργούν ως φυσικά μονοπώλια λόγω του μεγάλου αρχικού κόστους επένδυσης που ενέχει η κατασκευή δικτύων και για αυτό το λόγο ήταν, έως το πρόσφατο παρελθόν και είναι ακόμα σε ορισμένες χώρες, πλήρως ρυθμιζόμενες. Λόγω της φύσεως των αγαθών και υπηρεσιών που διακινούνται σε αυτές τις αγορές, όπου κατά κανόνα αφορούν δημόσια αγαθά και υπηρεσίες κοινής ωφέλειας, δεν είναι δυνατόν να λειτουργούν πλήρως αρύθμιστες διότι το κόστος από ενδεχόμενη μερική ή ολική αποτυχία τους δεν είναι μόνο οικονομικό αλλά και κοινωνικό, με άμεσες κοινωνικές συνέπειες ιδιαίτερα για τα λιγότερο οικονομικά εύπορα στρώματα του πληθυσμού. Παρόλα αυτά, από χρόνια σε αρκετές χώρες έχουν αρχίσει να γίνονται προσπάθειες για μερική απορύθμιση των αγορών ηλεκτρικής ενέργειας. Ως κύριο αίτιο προβάλλεται η ανάγκη για αντιμετώπιση των φυσικών μονοπωλίων που κυριαρχούν στις αγορές αυτές. Αναμένεται ότι η είσοδος ιδιωτών πάροχων ηλεκτρικής ενέργειας, παραγωγών και χονδρεμπόρων, θα προωθήσει σε κάποιο βαθμό τον ανταγωνισμό στις αγορές αυτές και θα μειώσει τις τιμές ηλεκτρικής ενέργειας προς όφελος των καταναλωτών. Όμως οι υψηλές τιμές ηλεκτρικής ενέργειας δεν είναι το μόνο αίτιο για την επιδίωξη δραστηριοποίησης ιδιωτών στις αγορές ηλεκτρικής ενέργειας. Επιδιώκεται επίσης, οι ιδιώτες αυτοί, να κάνουν επενδύσεις στην παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές όπως ο ήλιος, ο άνεμος και η γεωθερμία. Οι λόγοι είναι αφενός περιβαλλοντικοί (λιγότερη αποδέσμευση 4

καυσαερίων στην ατμόσφαιρα), αφετέρου οικονομικοί καθώς επιδίωξη είναι να απεξαρτηθούν σε κάποιο βαθμό οι οικονομίες των χωρών αυτών από το πετρέλαιο, για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας και κατά συνέπεια να μην επιβαρύνονται από τις μεγάλες διακυμάνσεις της τιμής του. Το άνοιγμα της ευρωπαϊκής εσωτερικής αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας έγινε με την εισαγωγή των Οδηγιών 2003/54/EC και 2003/55/EC της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την απελευθέρωση της ευρωπαϊκής αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας. Ταυτόχρονα έγινε και η θέσπιση των εθνικών ρυθμιστικών αρχών, που είναι ανεξάρτητες από τις επιχειρήσεις και τις κυβερνήσεις, με σκοπό την εξασφάλιση συνεχούς εποπτείας των εξελίξεων στην αγορά και παρέμβασης αν υπάρξει ανάγκη, έτσι ώστε να εγγυηθούν την κατάλληλη λειτουργία της αγοράς. Η αποστολή τους είναι κυρίως, να ελέγχουν την ανάπτυξη του ανταγωνισμού, τα επίπεδα επενδύσεων και όπου είναι δυνατόν τα επίπεδα των τιμών, οδηγώντας σε μεγαλύτερη διαφάνεια την λειτουργία των αγορών ηλεκτρικής ενέργειας. Οι εθνικές ρυθμιστικές αρχές θα διαδραματίσουν κεντρικό ρόλο στην προσπάθεια εξασφάλισης της αποτελεσματικής λειτουργίας της αγοράς, αφού η Ευρωπαϊκή Επιτροπή θα χορηγεί σε αυτές ολοένα αυξανόμενες εξουσίες για τον έλεγχο και την προαγωγή της εξέλιξης των ευρωπαϊκών αγορών ηλεκτρικής ενέργειας. Μέσω ελέγχου της αγοράς και περίληψης συγκεκριμένων όρων στις αδειοδοτήσεις των πάροχων ηλεκτρικής ενέργειας, οι εθνικές ρυθμιστικές αρχές μπορούν να επιδιώξουν ότι διάφοροι τύποι συμβολαίων είναι διαθέσιμοι στους καταναλωτές. Θέτοντας τους όρους της αγοράς, οι ρυθμιστικές αρχές βοηθούν σε σημαντικό βαθμό τους διαχειριστές των συστημάτων μεταφοράς και διανομής ηλεκτρικής ενέργειας να προβλέψουν την εξέλιξη των τιμών. Επίσης μέσω της διαδικασίας αδειοδότησης νέων μονάδων παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας οι εθνικές ρυθμιστικές αρχές μπορούν να επιβάλλουν όρους σχετικά με την τοποθεσία ή την τεχνολογία μιας νέας εγκατάστασης. Μπορούν ακόμα να παρέχουν 5

συγκεκριμένα κίνητρα για την επιτάχυνση των επενδύσεων. Η διαδικασία παρέμβασης όμως, χρειάζεται να γίνεται με μεγάλη προσοχή ώστε να αποφευχθεί ο κίνδυνος υπονόμευσης της λειτουργίας της αγοράς και έτσι αποθαρρυνθούν οι αυτόνομες επενδύσεις. Τα πρώτα αποτελέσματα της απόφασης για το άνοιγμα της ευρωπαϊκής αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας στον ανταγωνισμό είναι θετικά. Τα αρχικά βήματα του ανοίγματος της αγοράς στους μεγαλύτερους καταναλωτές έχουν ήδη βοηθήσει να διατηρηθούν οι τιμές σε χαμηλά επίπεδα. Παραμένουν όμως πολλά να γίνουν για να εξασφαλιστεί ότι η Ευρώπη διαθέτει μια αποτελεσματική και ανταγωνιστική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας. Για αυτό το λόγο η Ευρωπαϊκή Επιτροπή σε κάθε σχετική ανακοίνωση της δηλώνει ότι θεωρεί ότι είναι σημαντικό τα Κράτη-Μέλη της Ε.Ε. να υιοθετήσουν τις οδηγίες 2003/54/EC και 2003/55/EC στην νομοθεσία τους. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή θεωρεί ότι η επιτυχής εισαγωγή του ανταγωνισμού θα οδηγήσει τον κλάδο ηλεκτρικής ενέργειας σε μεγαλύτερα επίπεδα αποτελεσματικότητας. Οι παραγωγοί θα χρησιμοποιούν καλύτερα τις εγκαταστάσεις τους, έτσι ώστε να μπορούν να εξυπηρετήσουν περισσότερους καταναλωτές και να ξανακερδίσουν αυτούς που έχουν χάσει. Η αποτελεσματική ρύθμιση των απελευθερωμένων δικτύων θα προκαλέσει επίσης την μείωση του κόστους. Οι πάροχοι ηλεκτρικής ενέργειας θα δραστηριοποιούνται αποτελεσματικότερα στην αγορά και θα προσφέρουν στους καταναλωτές μεγαλύτερη ποικιλία υπηρεσιών και συμβολαίων. Μακροχρόνια, θα αναπτυχθεί κατ αυτόν τον τρόπο, ένας επαρκής βαθμός ανταγωνισμού, γεγονός που θα έχει ως συνέπεια, οι τιμές ηλεκτρικής ενέργειας είναι κατά μέσο όρο χαμηλότερες από ότι θα ήταν σε μια αγορά υπό καθεστώς ρυθμιζόμενου φυσικού μονοπωλίου. Όπως και με τις άλλες αγορές εμπορευμάτων, οι τιμές ηλεκτρικής ενέργειας έχουν την τάση να μεταβάλλονται σύμφωνα με τις τελευταίες διαθέσιμες 6

πληροφορίες στην αγορά και ανάλογα με την επιρροή εξωτερικών παραγόντων όπως οι καιρικές συνθήκες ή το επίπεδο τιμών των εισροών που είναι απαραίτητες για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας. Αυτό όμως δε σημαίνει ότι οι καταναλωτές θα πρέπει να είναι εκτεθειμένοι σε τέτοια μεταβλητότητα των τιμών. Είναι σημαντικό, οι καταναλωτές να έχουν τη δυνατότητα να επιλέξουν την ικανοποίηση της ζήτησης τους για ηλεκτρική ενέργεια από ένα μεγάλο αριθμό πάροχων, οι προσφορές των οποίων μπορούν να εξασφαλίσουν μια σχετικά σταθερή τιμή, για μια όσο το δυνατόν μεγαλύτερη χρονική περίοδο. Καθήκον των εθνικών ρυθμιστικών αρχών είναι να εξασφαλίσουν ότι ισχύει μια τέτοια κατάσταση, μέσω ελέγχου της αγοράς και μέσω κατάλληλων όρων στις αδειοδοτήσεις των λιανικών πάροχων ηλεκτρικής ενέργειας. Η εισαγωγή του ανταγωνισμού σημαίνει επίσης μια σαφή μεταβολή στον τρόπο λήψης των επενδυτικών αποφάσεων. Με την προηγούμενη κατάσταση, τα ρυθμιζόμενα μονοπώλια δημιουργούσαν νέο απόθεμα ισχύος, μόνο στην βάση προβλέψεων για την μελλοντική ζήτηση. Τέτοιες επενδυτικές αποφάσεις έχουν συχνά οδηγήσει σε δημιουργία υπερβολικού αποθέματος ισχύος και για να αποσβεσθούν οι τεράστιες επενδύσεις έχει επιλεγεί η στρατηγική μεγάλων αυξήσεων στην τιμή ηλεκτρικής ενέργειας. Σε μια ανταγωνιστική αγορά οι επενδυτές θα λαμβάνουν τις αποφάσεις τους και με βάση τα σήματα που εκπέμπουν οι τιμές πέρα από τις μακροχρόνιες προσδοκίες τους. Η ηλεκτρική ενέργεια δεν έχει σχεδόν καθόλου υποκατάστατα. Για αυτό το λόγο η συνεχής διαθεσιμότητα της σε λογική τιμή είναι κρίσιμο στοιχείο για την οικονομία και την κοινωνική σταθερότητα. Οι Οδηγίες 2003/54/EC και 2003/55/EC της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, αναγνωρίζοντας αυτή την πραγματικότητα, προνοούν ότι εισαγωγή του ανταγωνισμού δεν σημαίνει πλήρη απορύθμιση της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας σε ότι αφορά την παροχή ηλεκτρισμού στους καταναλωτές και τις τιμές, που αυτοί καλούνται να πληρώσουν. Στην πραγματικότητα, οι οδηγίες αυτές απαιτούν τον συνεχή 7

έλεγχο των εθνικών αγορών ηλεκτρικής ενέργειας από τις εθνικές ρυθμιστικές αρχές και την επιβολή ορισμένων υποχρεώσεων στις επιχειρήσεις παροχής ηλεκτρικής ενέργειας που αφορούν την παροχή καθολικής υπηρεσίας από αυτές στους καταναλωτές. Τέτοιες διασφαλίσεις είναι πολύ σημαντικές κατά τη διάρκεια της περιόδου αλλαγής του καθεστώτος μιας αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας από ένα πλήρως ρυθμιζόμενο μονοπώλιο σε ένα καθεστώς όπου η αγορά καθορίζει σημαντικά χαρακτηριστικά όπως οι τιμές και οι επενδυτικές αποφάσεις. Τα περιστατικά διακοπών της ηλεκτροδότησης, που επιδρούν άμεσα και έμμεσα στους καταναλωτές, είναι αποτέλεσμα προβλημάτων που σχετίζονται περισσότερο με την λειτουργία του δικτύου και λιγότερο με την έλλειψη επενδύσεων είτε στην μεταφορά είτε στην παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας. Καθώς οι αγορές ηλεκτρισμού επηρεάζονται ολοένα και περισσότερο από διασυνοριακές ανταλλαγές ηλεκτρικής ενέργειας υπάρχει ανάγκη για την θέσπιση λειτουργικών κανόνων, που να επηρεάζουν πανευρωπαϊκά την παραγωγή και εμπορία ηλεκτρισμού. Για την μείωση της συγκέντρωσης στις εθνικές αγορές ηλεκτρικής ενέργειας, χρειάζονται ακόμη περισσότερες επενδύσεις σε νέες υποδομές καθώς και άλλα μέτρα που να αποτρέπουν την απομόνωση των εθνικών αγορών ηλεκτρικής ενέργειας από τα πρώην εθνικά μονοπώλια στα τοπικά όρια τους. Η ολοκλήρωση της εσωτερικής αγοράς απαιτεί την εφαρμογή κοινών κανόνων και πολιτικών για να διασφαλιστεί η διαλειτουργικότητα και η διασύνδεση των εθνικών δικτύων μεταφοράς και διανομής ηλεκτρικής ενέργειας καθώς και ένα επαρκές επίπεδο αποθέματος ηλεκτρικής ισχύος και σχετικών υποδομών. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει καλέσει επανειλημμένως τα Κράτη-Μέλη να κάνουν ταχύτερες προόδους στην ανάπτυξη επενδύσεων που αφορούν τα δίκτυα μεταφοράς και διανομής ηλεκτρικής ενέργειας και ιδιαίτερα εκείνων που αποσκοπούν στην ολοκλήρωση των εθνικών αγορών ηλεκτρικής ενέργειας. Πρόσφατα πρότεινε Οδηγία για τις Υποδομές 8

Ηλεκτρισμού και την Ασφάλεια Τροφοδοσίας Ηλεκτρισμού η οποία θα μπορούσε να αυξήσει τα επίπεδα συντονισμού μεταξύ των Κρατών-Μελών στην αποδοχή τέτοιου είδους επενδύσεων και το επίπεδο χρηματοδότησης μέσω του Προγράμματος Διευρωπαϊκών Δικτύων Μεταφοράς και Διανομής Ηλεκτρικής Ενέργειας. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή θεωρεί ότι αν αυτές οι προτάσεις γίνονταν δεκτές, θα παρείχαν ένα ισχυρό πλαίσιο για την ολοκλήρωση σημαντικών έργων, που θα στόχευαν στην βελτίωση του βαθμού ανταγωνισμού των ευρωπαϊκών αγορών ηλεκτρικής ενέργειας. Παρά τη σχετική ανωριμότητα του ανοίγματος της αγοράς γίνονται νέες επενδύσεις σε αρκετά Κράτη-Μέλη. Οι επιχειρήσεις με μεγάλο αριθμό πελατών έχουν πραγματικά ισχυρά κίνητρα για να επενδύσουν σε αύξηση του αποθέματος ισχύος αφού ειδάλλως διατρέχουν τον κίνδυνο να εκτεθούν στους κινδύνους που συνεπάγονται οι μεταβαλλόμενες τιμές στις προθεσμιακές αγορές ηλεκτρικής ενέργειας. Ένα άλλο σημαντικό πλεονέκτημα του ανταγωνισμού είναι ότι οποιοσδήποτε μπορεί να επενδύσει στην κατασκευή νέων μονάδων παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας. Οι μεγάλοι καταναλωτές ηλεκτρικής ενέργειας μπορούν ακόμα και να κατασκευάσουν τις δικές τους εγκαταστάσεις παραγωγής ή να συμμετάσχουν σε σχετικές κοινοπραξίες. Οι υφιστάμενες επιχειρήσεις παροχής ηλεκτρικής ενέργειας δε θα μπορούσαν να καθυστερήσουν τις επενδύσεις μακροχρόνια, πιέζοντας ανοδικά τις τιμές, διότι σταδιακά θα έχαναν τους πελάτες τους. Πρόσφατα, τα τελευταία χρόνια, έχει ανοίξει η σχετική συζήτηση και στην Ελλάδα, με την τυπική κατάργηση του μονοπωλίου της Δημόσιας Επιχείρησης Ηλεκτρισμού (Δ.Ε.Η.), την ανάληψη της διαχείρισης του Εθνικού Συστήματος Ηλεκτροδότησης και την καθημερινή λειτουργία της χονδρικής αγοράς ηλεκτρισμού από τον Διαχειριστή Ελληνικού Συστήματος Μεταφοράς Ηλεκτρικής Ενέργειας (Δ.Ε.Σ.Μ.Η.Ε.), την συγκρότηση του Συμβουλίου Εθνικού Ενεργειακού Σχεδιασμού (Σ.Ε.Ε.Σ.) και την σύσταση της Ρυθμιστικής 9

Αρχής Ενέργειας (Ρ.Α.Ε.) για την εφαρμογή της σχεδιασθείσας ενεργειακής πολιτικής. Στην Ελληνική Αγορά Ηλεκτρικής Ενέργειας αρχίζουν να δραστηριοποιούνται και ιδιωτικές εταιρείες παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας, που επενδύουν στην κατασκευή μονάδων παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας με καύσιμη ύλη κυρίως φυσικό αέριο και άνθρακα καθώς και στην κατασκευή μονάδων παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας που εκμεταλλεύονται ανανεώσιμες πηγές ενέργειας (Α.Π.Ε.), όπως ο ήλιος, ο άνεμος και η γεωθερμία. Επίσης εταιρείες που λειτουργούν ως χονδρέμποροι ηλεκτρικής ενέργειας σχεδιάζουν την είσοδο τους στην ελληνική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας. Ο Διαχειριστής του Ελληνικού Συστήματος Μεταφοράς Ηλεκτρικής Ενέργειας (Δ.Ε.Σ.Μ.Η.Ε.) λειτουργεί την χονδρική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας, διενεργώντας καθημερινά δημοπρασία για την κάλυψη της ζήτησης για ηλεκτρικό ρεύμα και όσοι δραστηριοποιούνται στην αγορά ως παραγωγοί ή ως χονδρέμποροι καλούνται να κάνουν προσφορές. Είναι κατά συνέπεια χρήσιμο να εξεταστεί, με ποιους τρόπους μπορεί ένας ιδιώτης παραγωγός ηλεκτρικής ενέργειας να δραστηριοποιηθεί επιτυχώς σε μια αγορά ηλεκτρικής ενέργειας, πως μπορεί να κινηθεί με βάση το κόστος παραγωγής του, ώστε να κάνει την καλύτερη δυνατή προσφορά στο σύστημα δημοπράτησης και να απορροφηθεί η παραγωγή του. 1.2 Υποθέσεις, Σκοποί και Στόχοι της Παρούσας Εργασίας Στην παρούσα εργασία οι υποθέσεις που γίνονται αφορούν την δομή της ελληνικής αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας. Υποτίθεται ότι η ελληνική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας είναι δομημένη ως ολιγοπώλιο, με λίγες επιχειρήσεις να δραστηριοποιούνται ως προμηθευτές στην χονδρική αγορά ηλεκτρικής 10

ενέργειας. Οι προμηθευτές αυτοί, είτε παραγωγοί είτε χονδρέμποροι, προμηθεύουν με ηλεκτρική ενέργεια το Εθνικό Σύστημα Ηλεκτροδότησης, κατόπιν διενέργειας ημερήσιων δημοπρασιών, που διεξάγει ο Διαχειριστής Ελληνικού Συστήματος Μεταφοράς Ηλεκτρικής Ενέργειας (Δ.Ε.Σ.Μ.Η.Ε.). Η παρούσα εργασία έχει δύο σκοπούς. Πρώτον να περιγράψει τα φαινόμενα της ρύθμισης και απορύθμισης των αγορών ηλεκτρικής ενέργειας και δεύτερον να εξετάσει τρόπους, με τους οποίους μια επιχείρηση, που δραστηριοποιείται στον κλάδο παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας και παράγει με μια συγκεκριμένη τεχνολογία, μπορεί να διεκδικήσει και να κατακτήσει όσο το δυνατόν μεγαλύτερο μερίδιο στις σχετικές αγορές. Η μελέτη των φαινομένων ρύθμισης και απορύθμισης των σχετικών αγορών εξετάζεται ως προς τα εξής: 1. Την ελαστικότητα ζήτησης ηλεκτρικής ενέργειας και το κόστος παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας. 2. Τα αίτια που προκαλούν τα φαινόμενα ρύθμισης και απορύθμισης των αγορών ηλεκτρικής ενέργειας, τόσο προς την μια κατεύθυνση, από την ρύθμιση στην απορύθμιση, όσο και προς την άλλη κατεύθυνση, από την απορύθμιση στην ρύθμιση. 3. Τους χρόνους των μεταβατικών διαστημάτων που απαιτούνται ώστε να απορυθμιστεί η ρυθμιζόμενη ελληνική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας. 4. Τα πεδία ή οι τομείς στους οποίους λαμβάνει χώρα μια ενδεχόμενη απορύθμιση μιας ρυθμιζόμενης αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας ή μια ενδεχόμενη ρύθμιση μιας απορυθμισμένης αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας. Η διερεύνηση της συμπεριφοράς των επιχειρήσεων θα πρέπει να λάβει υπόψιν τις επιδράσεις των εξής παραμετρικών χαρακτηριστικών των δικτύων ηλεκτρικής ενέργειας: 11

1. Την χωρητικότητα τους, δηλαδή την δυνατότητα μεταφοράς ηλεκτρικών φορτίων υψηλής, μέσης και χαμηλής τάσεως. 2. Την χωρική εξάπλωση τους όσον αφορά τις γραμμές υψηλής, μέσης και χαμηλής τάσεως, την διασύνδεση τους με δίκτυα άλλων χωρών καθώς και με ευρύτερα διηπειρωτικά δίκτυα μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας. 3. Τις πύλες εισόδου των δικτύων μέσω των οποίων μπορούν οι παραγωγοί ηλεκτρικής ενέργειας να διοχετεύουν την παραγόμενη ηλεκτρική ενέργεια στα δίκτυα. 4. Τον ρόλο της παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές ενέργειας (Α.Π.Ε.) στην ενίσχυση των δικτύων και της φερεγγυότητος τους για την λειτουργία τους, υπό συνθήκες αυξημένης ζήτησης. Η εξυπηρέτηση των σκοπών της μελέτης ως προς τις προαναφερθείσες παραμέτρους και τις επιδράσεις τους θα εξειδικευθεί στην μελέτη περίπτωσης της ελληνικής αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας μέσω της επίτευξης των παρακάτω στόχων: 1. Παρουσίαση των δεδομένων της ελληνικής αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας ώστε να διερευνηθεί κατά πόσο αυτή είναι μονοπωλιακά ή ολιγοπωλιακά διαρθρωμένη στα επιμέρους τμήματα της και σε ποιό βαθμό υπάρχει ανταγωνισμός μεταξύ των επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται στην παραγωγή και εμπορία ηλεκτρικής ενέργειας. 2. Εξέταση της μέσης τιμής προσφοράς της κιλοβατώρας, διαχρονικά, των επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται στην παραγωγή και εμπορία ηλεκτρικής ενέργειας στη χώρα μας και κατόπιν στατιστικής ανάλυσης, εξαγωγή οικονομετρικού υποδείγματος συμπεριφοράς το οποίο να εκτιμά τις παραμέτρους των αποτελεσμάτων διαφορετικών σχημάτων τιμολόγησης από 12

τις επιχειρήσεις, στην προσπάθεια τους να καταστούν περισσότερο ανταγωνιστικές και να διεκδικήσουν μεγαλύτερο μερίδιο της αγοράς, είτε απωθώντας στο περιθώριο της υπάρχοντες ανταγωνιστές είτε αποτρέποντας δυνητικούς ανταγωνιστές να εισέλθουν στον κλάδο. 3. Εξέταση του συστήματος τιμολόγησης που επιβάλλεται διοικητικά από τη Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας (Ρ.Α.Ε.) και το Υπουργείο Ανάπτυξης και αν αυτό προωθεί ή περιορίζει τον ανταγωνισμό και με ποιούς τρόπους, ώστε να καταστεί δυνατόν να προταθούν τρόποι βελτίωσης του, προς την κατεύθυνση της εντάσεως του ανταγωνισμού μεταξύ των επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται στον κλάδο, ώστε να επωφεληθούν οι καταναλωτές από χαμηλότερες τιμές και ταυτόχρονα να διασφαλίζεται επάρκεια διάθεσης ηλεκτρικής ισχύος στο σύστημα, ανεξαρτήτως των εκάστοτε μεταβολών της ζήτησης που λαμβάνουν χώρα διαχρονικά. 4. Εξέταση των τυχόν επιδράσεων στην τιμολόγηση της ηλεκτρικής ενέργειας που μπορεί να επιφέρει η παραγωγή φθηνής ηλεκτρικής ενέργειας από Α.Π.Ε. Αυτό προϋποθέτει την εξέταση των συναρτήσεων κόστους παραγωγής των επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται στην παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας και πώς αυτό το κόστος αντικατοπτρίζεται στα τιμολόγια τους. 1.3 Δομή Παρούσας Εργασίας Στο 1 ο Κεφάλαιο της παρούσης γίνεται μια περιληπτική αναφορά στο γενικό πλαίσιο της ευρωπαϊκής αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας και κατόπιν παρουσιάζεται επίσης περιληπτικά, σε πολύ αδρές γραμμές και η ελληνική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας. Κατόπιν παρατίθενται οι υποθέσεις, οι σκοποί και οι στόχοι της εργασίας καθώς και η δομή της. Στο 2 ο Κεφάλαιο παρουσιάζεται η μεθοδολογία που ακολουθείται για την ανάπτυξη του θέματος. Γίνονται εκτενείς αναφορές στο θεωρητικό πλαίσιο 13

εντός του οποίου κινείται η θεματολογία και πιο συγκεκριμένα παρουσιάζονται οι Μικροοικονομικές Θεωρίες του Ολιγοπωλίου και της Ρυθμιστικής Πολιτικής και η Οικονομετρική Θεωρία του Υποδείγματος Μερικής Προσαρμογής. Επίσης στην επισκόπηση βιβλιογραφίας παρουσιάζονται περιληπτικά οι θέσεις και τα συμπεράσματα απο διάφορες, δημοσιευμένες σε επιστημονικά περιοδικά, εργασίες πάνω στα θέματα της ηλεκτρικής ενέργειας. Στο 3 ο Κεφάλαιο γίνεται αναλυτική παρουσίαση της ελληνικής αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας και του τρόπου λειτουργίας της. Παρουσιάζονται εκτενώς τα χαρακτηριστικά, τα πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα της. Γίνεται λεπτομερής αναφορά στους βασικούς παράγοντες διαμόρφωσης των εξελίξεων στην ελληνική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας και των τρόπων με τους οποίους διαμορφώνουν τις εξελίξεις. Αναφερόμαστε επίσης λεπτομερειακά και στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας Α.Π.Ε. και πως έχει δομηθεί η ανάλογη αγορά στην χώρα μας. Στο κεφάλαιο αυτό παρατίθενται και στατιστικά δεδομένα για την αγορά ηλεκτρικής ενέργειας καθώς και τα αντίστοιχα διαγράμματα. Γίνεται εκτενής ανάλυση των συγκεκριμένων στατιστικών δεδομένων και εξάγονται κάποια πρώτα βασικά συμπεράσματα. Στο 4 ο Κεφάλαιο αναπτύσσεται η ανάλυση του οικονομετρικού υποδείγματος συμπεριφοράς το οποίο προσομοιώνει την συμπεριφορά των ομάδων παραγωγών που δραστηριοποιούνται στην ελληνική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας. Με βάση αυτό το υπόδειγμα εξάγονται οικονομετρικές εκτιμήσεις για τα μερίδια των δραστηριοποιούμενων στην ελληνική αγορά πάροχων ηλεκτρικής ενέργειας και για το κόστος παραγωγής τους. Κατόπιν παρατίθεται η αξιολόγηση των σχετικών αποτελεσμάτων. Στο 5 ο και τελευταίο κεφάλαιο γίνεται μια ανακεφαλαίωση των δεδομένων και των συμπερασμάτων της εργασίας και στη βάση αυτών παρατίθενται κάποιες προτάσεις για τον τρόπο με τον οποίο κάποιος πάροχος ηλεκτρικής 14

ενέργειας που δραστηριοποιείται στην ελληνική αγορά ηλεκτρισμού θα μπορούσε να αυξήσει το μερίδιο του στην αγορά, ρυθμίζοντας το κόστος παραγωγής του. 15

2. ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ ΑΝΑΛΥΣΗΣ ΚΑΙ ΕΠΙΣΚΟΠΗΣΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑΣ 2.1 Μεθοδολογία Ανάλυσης Στην παρούσα εργασία γίνεται αρχικά μια μικροοικονομική ανάλυση της ελληνικής αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας για να διαπιστωθεί αν η δομή της, με βάση την Μικροοικονομική Θεωρία, έχει την μορφή ολιγοπωλιακής αγοράς. Με βάση την Μικροοικονομική Θεωρία παρουσιάζονται τα χαρακτηριστικά του Ολιγοπωλίου, καθώς και τα χαρακτηριστικά της Ρυθμιστικής Πολιτικής. Κατόπιν παρουσιάζονται τα χαρακτηριστικά της ελληνικής αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας και το θεσμικό πλαίσιο εντός του οποίου λειτουργεί. Επίσης παρουσιάζεται και ο ρόλος των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας (Α.Π.Ε.) στην ελληνική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας και πως αυτές επηρεάζουν το ενεργειακό μίγμα, από την άποψη του κόστους παραγωγής. Κατόπιν, τα χαρακτηριστικά της ελληνικής αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας επιχειρείται να συνταιριαστούν με τα χαρακτηριστικά των ολιγοπωλιακών αγορών, όπως αυτά προσδιορίζονται από την Μικροοικονομική Θεωρία Ολιγοπωλίου και με τα χαρακτηριστικά των οικονομικών ρυθμίσεων, όπως παρουσιάζονται στην Μικροοικονομική Θεωρία Ρυθμιστικής Πολιτικής. Αφού προσδιορισθεί η μορφή της ελληνικής αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας, επιχειρείται να αναλυθεί η συμπεριφορά και πάλι με βάση την Μικροοικονομική Θεωρία, με την οποία μπορεί ένας ιδιώτης προμηθευτής ηλεκτρικής ενέργειας, παραγωγός ή χονδρέμπορος, να λειτουργεί σε μια τέτοια αγορά, μεγιστοποιώντας τα κέρδη του. Κατόπιν, με την βοήθεια της Μικροοικονομικής Θεωρίας Κόστους Παραγωγής και με βάση συλλεχθέντα στατιστικά στοιχεία χρονολογικών σειρών, από την Εθνική Στατιστική Υπηρεσία της Ελλάδος, γίνεται μια οικονομική προσομοίωση (οικονομετρικό υπόδειγμα συμπεριφοράς) του 16

τρόπου, με τον οποίο η λειτουργία ενός ολιγοπωλητή στην ελληνική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας μπορεί να είναι επικερδής, με την έννοια της μεγιστοποίησης των κερδών του. Καταγράφονται τα αποτελέσματα που εξάγονται από το οικονομετρικό υπόδειγμα συμπεριφοράς και γίνεται ο σχολιασμός τους. Τέλος, παρατίθενται τα συμπεράσματα που εξάχθηκαν και προτείνονται σχήματα τιμολόγησης, ώστε κάποιος παραγωγός ή χονδρέμπορος ηλεκτρικής ενέργειας που δραστηριοποιείται σε μια ολιγοπωλιακή αγορά ηλεκτρικής ενέργειας όπως η ελληνική, να μπορεί, κάνοντας χρήση αυτών, να μεγιστοποιεί τα κέρδη του. 2.2 Μικροοικονομική Θεωρία Ολιγοπωλίου Τα εργαλεία της μικροοικονομικής ανάλυσης αγορών, των οποίων γίνεται χρήση στα πλαίσια της παρούσας εργασίας, είναι η Μικροοικονομική Θεωρία του Ολιγοπωλίου και η Μικροοικονομική Θεωρία Ρυθμιστικής Πολιτικής σε μονοπωλιακές και ολιγοπωλιακές αγορές. Ολιγοπώλιο, ονομάζεται η δομή της αγοράς που χαρακτηρίζεται από την ύπαρξη σχετικά μικρού αριθμού επιχειρήσεων (M. Chacholiades: Microeconomics ). Κατά μέσο όρο, οι ολιγοπωλιακές επιχειρήσεις είναι μεγάλες σε σχέση με το μέγεθος της αγοράς την οποία εξυπηρετούν. Συνήθως, Ολιγοπώλιο επικρατεί στον κλάδο της οικονομίας όπου μια ολιγοπωλιακή επιχείρηση δεν είναι μόνο μεγάλη σε σχέση με την αγορά που εξυπηρετεί αλλά και σε απόλυτους όρους. Ωστόσο το μεγάλο μέγεθος των ολιγοπωλιακών επιχειρήσεων είναι απλά ένα περιστασιακό χαρακτηριστικό πολλών υπαρχόντων ολιγοπωλίων. Ως προς τον αριθμό των επιχειρήσεων στον κλάδο, το Ολιγοπώλιο καταλαμβάνει την μεσαία θέση. Το Μονοπώλιο απαιτεί έναν μοναδικό 17

πωλητή. Ο Τέλειος και ο Μονοπωλιακός Ανταγωνισμός απαιτούν πολλούς μικρούς πωλητές. Το Ολιγοπώλιο, από την άλλη μεριά, έχει λίγους πωλητές. Η ιδιότητα αυτή του Ολιγοπωλίου έχει μία σημαντική συνέπεια. Οι ολιγοπωλιακές επιχειρήσεις βρίσκονται σε στενή αλληλεξάρτηση. Η στενή αυτή αλληλεξάρτηση μεταξύ των ολιγοπωλιακών επιχειρήσεων αποτελεί το κύριο διαφοροποιό γνώρισμα του Ολιγοπωλίου το οποίο ξεχωρίζει το Ολιγοπώλιο από κάθε άλλο είδος αγοράς. Ο Ferguson, ορίζει το Ολιγοπώλιο ως μια ενδιάμεση μορφή αγοράς μεταξύ του Μονοπωλίου από την μια πλευρά και του Τέλειου ή Μονοπωλιακού Ανταγωνισμού από την άλλη. Υποστηρίζει ακόμη ότι δεν είναι οι ποσοτικές αλλά οι ποιοτικές διαφορές που είναι πολύ σημαντικές στην διάκριση μεταξύ Μονοπωλίου, Τέλειου ή Μονοπωλιακού Ανταγωνισμού και Ολιγοπωλίου. Η σημαντικότερη διαφορά μεταξύ του Ολιγοπωλίου και των άλλων μορφών αγοράς είναι ότι κάθε πωλητής ενδιαφέρεται πολύ για τις ενέργειες των άλλων πωλητών που δραστηριοποιούνται στην αγορά και ανάλογα με αυτές αντιδρά και προσαρμόζει την δική του πολιτική. Ο λόγος είναι ότι οι ενέργειες κάθε ολιγοπωλητή επηρεάζουν και τους άλλους ολιγοπωλητές που δραστηριοποιούνται στην ίδια αγορά. Οι επιχειρήσεις αλληλεξαρτώνται και η πολιτική της καθεμιάς επηρεάζει άμεσα και αισθητά την πολιτική των άλλων. Άρα ο ανταγωνισμός μεταξύ των επιχειρήσεων στο Ολιγοπώλιο δεν μπορεί να είναι απρόσωπος (C. E. Ferguson: Microeconomic Theory ). Με παρόμοιο τρόπο αναπτύσσει την θεωρία του περί ολιγοπωλιακών αγορών και ο Chacholiades. Κατ αυτόν, στο Μονοπώλιο και στον Τέλειο ή τον Μονοπωλιακό Ανταγωνισμό, κάθε παραγωγός αποφασίζει για την δική του πολιτική τιμών-παραγωγής, ανεξάρτητα από όλους τους άλλους παραγωγούς στην οικονομία. Με άλλα λόγια, ούτε ο μονοπωλητής ούτε ο τέλειος ή ο μονοπωλιακός ανταγωνιστής χρειάζεται να ανησυχεί για τις αντιδράσεις των ανταγωνιστών του. Ο μονοπωλητής δεν έχει καν άμεσους ανταγωνιστές. Στο άλλο άκρο, οι αντίπαλοι ενός τέλειου ή μονοπωλιακού ανταγωνιστή είναι 18

τόσο πολλοί, ώστε οι επιδράσεις των επιλογών του, πάνω σε κάθε έναν από αυτούς, να είναι αμελητέες. Ως εκ τούτου, ο τέλειος ή ο μονοπωλιακός ανταγωνιστής δεν έχει λόγο να περιμένει καμία αντίδραση στις πολιτικές του, διότι κανένας από τους πολλούς ανταγωνιστές του δεν δίνει προσοχή στις ενέργειές του (M. Chacholiades: Microeconomics ). Από την άλλη μεριά, οι πολιτικές του κάθε ολιγοπωλητή (σε σχέση με τις τιμές και την παραγωγή, αλλά και σε σχέση με την διαφοροποίηση του προϊόντος του και την προώθηση των πωλήσεων του, στην περίπτωση διαφοροποιημένων προϊόντων) έχουν οπωσδήποτε σημαντική επίδραση σε κάθε έναν από τους αντιπάλους του, ειδικά όταν όλες οι επιχειρήσεις στον κλάδο έχουν συγκρίσιμο μέγεθος. Ως εκ τούτου, κάθε αλλαγή στην πολιτική ενός από τους ολιγοπωλητές προκαλεί συνήθως την αντίδραση των υπολοίπων. Αυτό το είδος της αλληλεξάρτησης αποτελεί την ειδοποιό διαφορά ανάμεσα στο Ολιγοπώλιο και τις άλλες μορφές αγοράς και αποτελεί την κύρια δυσκολία για την συστηματική ανάλυση του Ολιγοπωλίου. Κατά την λήψη των αποφάσεων του, ο ολιγοπωλητής οφείλει να λάβει υπόψη τις πιθανές αντιδράσεις των αντιπάλων του. Λόγω του ότι δεν είναι δυνατό να γνωρίζει από πριν και με απόλυτη βεβαιότητα ποιες θα είναι οι αντιδράσεις αυτές, δεν είναι δυνατό να προβλέψει με βεβαιότητα τα τελικά αποτελέσματα της πολιτικής του πάνω στον όγκο των πωλήσεων και την κερδοφορία της επιχείρησης του. Σαν συνέπεια της ισχυρής αλληλεξάρτησης μεταξύ όλων των ολιγοπωλιακών επιχειρήσεων και της βασικής ανικανότητας του ατομικού ολιγοπωλητή να προβλέψει τις αντιδράσεις των αντιπάλων του, δεν είναι δυνατό να προσδιοριστεί κάποια καμπύλη ζήτησης για το προϊόν μιας ολιγοπωλιακής επιχείρησης. Ωστόσο, ο ολιγοπωλητής γνωρίζει ότι η καμπύλη αυτή, όταν υπάρχει, πρέπει να έχει αρνητική κλίση. (M. Chacholiades: Microeconomics ). 19

Οι σχετικά λίγες επιχειρήσεις ενός ολιγοπωλιακού κλάδου είναι δυνατό να παράγουν είτε ένα ομοιογενές προϊόν (καθαρό ολιγοπώλιο) ή ένα διαφοροποιημένο προϊόν (διαφοροποιημένο ολιγοπώλιο). Οι αγορές της ηλεκτρικής ενέργειας, του αλουμινίου, του τσιμέντου, των χημικών, του χαλκού, των εκρηκτικών αποτελούν παραδείγματα καθαρών ολιγοπωλίων. Από την άλλη μεριά, οι αγορές συσκευών κλιματισμού, αυτοκινήτων, ελαστικών, τσιγάρων, ηλεκτρονικών υπολογιστών, ηλεκτρικών ξυριστικών μηχανών, ψυγείων, αναψυκτικών, συσκευών τηλεοράσεως και οδοντόπαστας αποτελούν τυπικά παραδείγματα διαφοροποιημένων ολιγοπωλίων. Προφανώς ο βαθμός της αλληλεξάρτησης ανάμεσα στους ολιγοπωλητές εξαρτάται, πέρα από το πόσες συμβαίνει να είναι οι αντίπαλες επιχειρήσεις, και το από το βαθμό διαφοροποίησης του προϊόντος. Ακόμα στο Καθαρό Ολιγοπώλιο οι τιμές που χρεώνουν οι αντίπαλες επιχειρήσεις πρέπει να είναι ουσιαστικά ίδιες, ενώ στο Διαφοροποιημένο Ολιγοπώλιο οι διάφορες επιχειρήσεις μπορούν να χρεώσουν, και πράγματι χρεώνουν διαφορετικές τιμές. Κατά τον Ferguson η διάκριση μεταξύ Καθαρού και Διαφοροποιημένου Ολιγοπωλίου δεν διαδραματίζει τόσο σημαντικό ρόλο διότι οι επιχειρήσεις του Ολιγοπωλίου αλληλεξαρτώνται, ανεξάρτητα με το αν παράγουν ταυτόσημα προϊόντα ή όχι. Επίσης η αγορά των εισροών των ολιγοπωλιακών επιχειρήσεων είναι τελείως ανταγωνιστική και οι επιχειρήσεις συμπεριφέρονται ανεξάρτητα η μία από την άλλη, παρά το γεγονός ότι στην πραγματικότητα αλληλεξαρτώνται (C. E. Ferguson: Microeconomic Theory ). Τέλος, το Ολιγοπώλιο μπορεί να διαρκέσει για πολύ μόνο αν φυσικά και τεχνικά εμπόδια, εμποδίζουν την είσοδο νέων επιχειρήσεων στον κλάδο. Όπως και στο Μονοπώλιο, το σημαντικότερο εμπόδιο αποτελούν οι οικονομίες κλίμακας, οι οποίες καθιστούν την λειτουργία μεγάλου αριθμού επιχειρήσεων στον κλάδο αναποτελεσματική και μη κερδοφόρα. Άλλα δυνατά εμπόδια εισόδου είναι ο έλεγχος πάνω σε πόρους κλειδιά (όπως 20

αποθέματα μεταλλευμάτων και τοποθεσίες γης), οι πατέντες για συγκεκριμένο προϊόν ή διαδικασία, τα αποκλειστικά προνόμια και οι μεγάλες χρηματοοικονομικές απαιτήσεις της κατασκευής εργοστασίου ή δικτύου διανομής και αρχικής διαφήμισης. Επιπλέον, η ύπαρξη μη αξιοποιημένου δυναμικού και η άσκηση μετριοπαθούς πολιτικής τιμών από τους υπάρχοντες στον κλάδο ολιγοπωλητές, είναι δυνατό να αποτρέπει τους εν δυνάμει ανταγωνιστές από το να εισέλθουν Microeconomic Theory ). στον κλάδο (C. E. Ferguson: 2.3 Μικροοικονομική Θεώρηση Ρυθμιστικής Πολιτικής Η οικονομική πραγματικότητα πολύ σπάνια προσεγγίζει το οικονομικό μοντέλο του Υποδείγματος του Τέλειου Ανταγωνισμού. Σε πολλές οικονομίες και σε πολλούς οικονομικούς κλάδους δημιουργούνται διαφόρων ειδών οικονομικές στρεβλώσεις, που καταλήγουν στην δημιουργία δυσάρεστων καταστάσεων οι οποίες συνήθως εκφράζονται με την μορφή ύπαρξης οικονομικών ανισοτήτων, δημιουργίας ολιγοπωλιακών και μονοπωλιακών καταστάσεων και εξωτερικών επιβαρύνσεων. Οι κυριότερες οικονομικές στρεβλώσεις προέρχονται από την ύπαρξη Φυσικών Μονοπωλίων. Η αγορά ενός οικονομικού κλάδου θεωρείται Φυσικό Μονοπώλιο, αν στην κοινωνικά άριστη ποσότητα παραγωγής, το κλαδικό κόστος ελαχιστοποιείται, όταν μόνο μία επιχείρηση δραστηριοποιείται. Το βασικό χαρακτηριστικό των Φυσικών Μονοπωλίων, είναι η σύγκρουση μεταξύ παραγωγικής αποτελεσματικότητας και διανεμητικής αποτελεσματικότητας. Η παραγωγική αποτελεσματικότητα απαιτεί ότι μόνο μία επιχείρηση παράγει, επειδή μόνο σε αυτή την περίπτωση, η αξία των παραγωγικών πόρων που χρησιμοποιούνται για τον εφοδιασμό της αγοράς ελαχιστοποιείται. Όμως, όταν υπάρχει μία μόνο επιχείρηση που παράγει, μπορεί να δελεαστεί έτσι ώστε να θέσει τιμή υψηλότερη από το μέσο κόστος για να μεγιστοποιήσει τα κέρδη της. Σε αυτή την περίπτωση όμως δεν 21

επιτυγχάνεται αποτελεσματικότητα στην διανομή των πόρων. Για να έχουμε διανεμητική αποτελεσματικότητα χρειαζόμαστε πολλές επιχειρήσεις, των οποίων ο μεταξύ τους ανταγωνισμός, οδηγεί την τιμή χαμηλότερα, στο επίπεδο του οριακού κόστους. Αλλά σε αυτή την περίπτωση δεν υφίσταται παραγωγική αποτελεσματικότητα διότι υπάρχουν υπερβολικά πολλές επιχειρήσεις και γίνεται σπατάλη πόρων (C. E. Ferguson: Microeconomic Theory ). Τα Φυσικά Μονοπώλια υφίστανται συνήθως όταν ένα μεγάλο μέρος του συνολικού κόστους αποτελείται από σταθερό κόστος που σημαίνει ότι οι απαιτήσεις για επενδύσεις σε αρχικό κεφάλαιο είναι πολύ μεγάλες. Η τακτική του φυσικού μονοπωλίου δεν είναι μόνο η ελαχιστοποίηση της συνάρτησης κόστους παραγωγής αλλά και η τιμολόγηση σε υπερβολικά υψηλό ρυθμό έτσι ώστε να πραγματοποιούνται υπερκανονικά κέρδη (W. K. Viscusi, J. E. Harrington, J. M. Vernon: Economics of Regulation and Antitrust ). Σε μια αγορά όπου υφίσταται φυσικό μονοπώλιο ο πλήρης ανταγωνισμός δεν συνεπάγεται αποτελεσματική κατανομή των πόρων. Όταν ο συνδυασμός τεχνολογίας και ζήτησης είναι τέτοιος ώστε να υπάρχει φυσικό μονοπώλιο, το κόστος όταν λειτουργεί η αγορά ως μονοπώλιο είναι χαμηλότερο από αυτό που συνεπάγεται η λειτουργία περισσότερων επιχειρήσεων. Υπάρχει δηλαδή αντίφαση ανάμεσα στις βασικές συνθήκες ώστε να λειτουργεί επαρκώς ανταγωνιστικά η αγορά και στην επίτευξη του κύριου στόχου του ανταγωνισμού που είναι η λειτουργία με το ελάχιστο δυνατό κόστος. Για να υπάρχει φυσικό μονοπώλιο στην αγορά ενός προϊόντος, θα πρέπει είτε οι οικονομίες κλίμακας να είναι αρκετά ισχυρές σε σχέση με την αγοραία ζήτηση του προϊόντος, είτε το κόστος παραγωγής για την ικανοποίηση της συνολικής ζήτησης σε έναν κλάδο να είναι υποαθροιστικό, δηλαδή να είναι μικρότερο όταν η παραγωγή γίνεται από μία μόνο επιχείρηση παρά από περισσότερες (Ν. Βέττας, Ι. Κατσουλάκος: «Πολιτική Ανταγωνισμού και Ρυθμιστική Πολιτική»). 22

Τα Φυσικά Μονοπώλια οδηγούν σε απώλειες οικονομικής αποτελεσματικότητας, όχι μόνο λόγω του ελέγχου που ασκούν πάνω στις τιμές που διαμορφώνονται στις αγορές, αλλά και λόγω των επιδράσεων που ασκούν στην ποιότητα και στη διαφοροποίηση των προϊόντων. Για αυτό η ύπαρξη Φυσικών Μονοπωλίων αποτελεί έναν καλό λόγο για ρυθμιστικές παρεμβάσεις. Ένα άλλο επιχείρημα υπέρ της άσκησης αντιμονοπωλιακών και αντιολιγοπωλιακών πολιτικών από το κράτος, είναι ότι ωθεί τις επιχειρήσεις να καινοτομούν συνεχώς για να βελτιώνουν τα μεγέθη τους και τα χαρακτηριστικά τους, έτσι ώστε αυτές που κατέχουν μονοπωλιακή ή ολιγοπωλιακή θέση στην αγορά, να επιδιώκουν την διατήρηση της θέσης τους και τις υπόλοιπες να επιδιώκουν να τις πλησιάσουν και να τις υπερκεράσουν, σε ότι αφορά την κατοχή μεριδίου της αγοράς. Κατ αυτόν τον τρόπο όμως, μέσω της συνεχούς προσπάθειας για καινοτομία, επέρχεται αύξηση του επιπέδου της τεχνολογίας η οποία μακροπρόθεσμα διαχέεται σε ολόκληρη την κοινωνία, προς όφελος της. Οι λόγοι που οδηγούν στην επέμβαση στις αγορές σχετίζονται με παράγοντες που οδηγούν την λειτουργία των αγορών σε αποτυχία. Δηλαδή παράγοντες που επηρεάζουν τις αγορές ώστε να μην λειτουργούν αποτελεσματικά. Το κράτος, με την έννοια της συντεταγμένης πολιτείας, διαθέτει διάφορους τύπους μηχανισμών με τους οποίους μπορεί να επέμβει στην λειτουργία της οικονομίας και να επιδιώξει την διόρθωση των επιπτώσεων αυτών των οικονομικών στρεβλώσεων ή/και την εξάλειψη τους, πλήρως ή μερικώς. Ένας τέτοιος μηχανισμός είναι αυτός της φορολογίας, που αποσκοπεί στην επίδραση της διαμόρφωσης των τιμών που διαμορφώνονται στην αγορά κάθε αγαθού και υπηρεσίας. Διάφορα είδη φόρων μπορούν να επιβληθούν σε διάφορα είδη παραγωγικών δραστηριοτήτων και προϊόντων, έτσι ώστε να μειωθεί η ελκυστικότητα τους. 23

Ένας άλλος εναλλακτικός μηχανισμός πέραν της φορολογίας είναι αυτός του άμεσου διοικητικού ελέγχου και της επιβολής διοικητικών ρυθμίσεων πάνω σε μια σειρά οικονομικών ζητημάτων. Ως παραδείγματα κρατικών επεμβατικών πολιτικών αναφέρονται συχνότερα τα μέτρα για την παρεμπόδιση συγχωνεύσεων επιχειρήσεων που μπορούν να οδηγήσουν σε δημιουργία ολιγοπωλιακών και μονοπωλιακών καταστάσεων, τα μέτρα διοικητικής ρύθμισης των τιμών ορισμένων αγαθών και υπηρεσιών που θεωρούνται δημόσια και κοινής ωφέλειας, τα μέτρα για την προστασία του περιβάλλοντος από την άσκηση οικονομικών δραστηριοτήτων, τα μέτρα για την ασφάλεια και την υγιεινή στους χώρους της εργασίας και άλλα. Ο σκοπός τους είναι να περιορίσουν τον ρόλο της δύναμης στην αγορά, ενός μονοπωλίου ή ολιγοπωλίου, που μπορεί να προκύψει από μια σημαντική συγκέντρωση σε έναν ή περισσότερους κλάδους. Παρόλο που οι ρυθμίσεις οικονομικού περιεχομένου ενσωματώνουν συνήθως περιορισμούς σε ένα ευρύ φάσμα οικονομικών ζητημάτων, που αφορούν επιχειρηματικές αποφάσεις, οι τρεις κρίσιμες μεταβλητές που επηρεάζουν καθοριστικά την οικονομία, όταν γίνονται αντικείμενο ρύθμισης, είναι η τιμή ισορροπίας της αγοράς, η ποσότητα παραγωγής και είσοδος ή έξοδος από έναν οικονομικό κλάδο. Πέραν αυτών, στις οικονομικές μεταβλητές που περιέρχονται σε καθεστώς ρύθμισης, περιλαμβάνονται η ποιότητα του προϊόντος, η διαφήμιση και η επένδυση. Γενικά, στην περίπτωση αποτυχιών της αγοράς, οι ρυθμίσεις οικονομικού περιεχομένου μπορούν να αυξήσουν την κοινωνική ευημερία και ειδικότερα, σε ότι αφορά τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν συχνότερα οι ρυθμιστικές αρχές με την περίπτωση των φυσικών μονοπωλίων, ενδείκνυνται, ως πεδία άσκησης ρυθμιστικής πολιτικής, ο καθορισμός της τιμής και η καθιέρωση ή μη περιορισμών για την είσοδο ή έξοδο επιχειρήσεων από τον κλάδο. Η ρύθμιση της τιμής περιορίζει την επιχείρηση στην θέσπιση της κοινωνικά άριστης 24

τιμής όπως απαιτείται για την επίτευξη διανεμητικής αποτελεσματικότητας. Η ρύθμιση εισόδου εξόδου σε έναν κλάδο επιτρέπει μόνο σε μια επιχείρηση να παράγει όπως απαιτείται για την επίτευξη παραγωγικής αποτελεσματικότητας (C. E. Ferguson: Microeconomic Theory ). Oι ρυθμίσεις που επιβάλλονται σε σχέση με τον αριθμό των επιχειρήσεων σε έναν κλάδο, αποσκοπούν στην επίτευξη παραγωγικής αποτελεσματικότητος και για αυτό το λόγο, έλεγχος για την είσοδο επιχειρήσεων συνήθως διεξάγεται σε κλάδους δημοσίων αγαθών και υπηρεσιών. Επίσης μια ρυθμιστική αρχή μπορεί να ελέγχει την είσοδο σε ένα κλάδο, επιχειρήσεων που υπάγονται σε καθεστώς ρυθμίσεων και σε έναν άλλο κλάδο (C. E. Ferguson: Microeconomic Theory ). Συνήθως μια ρυθμιστική αρχή επιβάλλει ελέγχους στην είσοδο νέων επιχειρήσεων σε ρυθμιζόμενους κλάδους μέσω της έκδοσης αδειών εξασκήσεως επαγγέλματος και έναρξης εργασιών. Οι διαδικασίες και οι αμοιβές που απαιτούνται για την έκδοση αυτών των αδειών μπορεί σκόπιμα να ενέχουν μεγάλο οικονομικό και χρονικό κόστος, μέσω γραφειοκρατικών εμποδίων, ώστε να καθίσταται ασύμφορη η έναρξη επιχειρηματικής δραστηριότητας σε κάποιους προστατευόμενους κλάδους που τελούν υπό καθεστώς ρύθμισης (W. K. Viscusi, J. E. Harrington, J. M. Vernon: Economics of Regulation and Antitrust ). Αν μια επιχείρηση που αποτελεί μονοπώλιο ή ολιγοπώλιο σε έναν κλάδο, δεν ελέγχει σε μεγάλο βαθμό ή και απόλυτα την δυνατότητα εισόδου στον κλάδο από δυνητικούς ανταγωνιστές, τότε η συμπεριφορά της θα είναι πολύ προσεκτική, λόγω του φόβου απώλειας μεριδίου της αγοράς. Επομένως, ασκώντας το κράτος αντιμονοπωλιακές και αντιολιγοπωλιακές πολιτικές ανοίγματος των αγορών, προάγει τον ανταγωνισμό μεταξύ των επιχειρήσεων και τελικά την οικονομική αποτελεσματικότητα. 25

Στην παρούσα εργασία κεντρική σημασία έχει η ρυθμιστική πολιτική τιμών σε μονοπωλιακές και ολιγοπωλιακές αγορές και η ρυθμιστική πολιτική σε ζητήματα εισόδου και πρόσβασης επιχειρήσεων σε αγορές ή σε τμήματα αγορών. Μια ρυθμιστική αρχή συνήθως ορίζει κατά τέτοιο τρόπο τις τιμές ώστε να υπάρχει ένας «κανονικός» ρυθμός απόδοσης κερδών για τις επιχειρήσεις που υπάγονται στην ρύθμιση. Αυτή είναι η συνηθέστερη πρακτική σε ότι αφορά την ρύθμιση των τιμών για τα Δημόσια Αγαθά και Υπηρεσίες (W. K. Viscusi, J. E. Harrington, J. M. Vernon: Economics of Regulation and Antitrust ). Το πρόβλημα που ενέχει αυτή η πρακτική είναι ότι καθώς το εταιρικό κέρδος ορίζεται από μια ποικιλία παραγόντων, με την τιμή να είναι ένας από αυτούς, ο στόχος της ρυθμιστικής αρχής για την επίτευξη «κανονικών» ρυθμών απόδοσης κερδών από τις επιχειρήσεις που υπάγονται σε καθεστώς ρύθμισης, μπορεί να συναντήσει δυσκολίες στην επίτευξη του. Επιπλέον η καθυστέρηση στην επιβολή των ρυθμίσεων στις τιμές, λόγω π.χ. της γραφειοκρατίας, μπορεί να καταλήξει στο να εισπράττει μια επιχείρηση που υπάγεται σε καθεστώς ρύθμισης είτε πολύ υψηλό είτε πολύ χαμηλό ρυθμό απόδοσης κερδών, ανάλογα με την μεταβολή των συνθηκών κόστους και ζήτησης (W. K. Viscusi, J. E. Harrington, J. M. Vernon: Economics of Regulation and Antitrust ). Όσον αφορά τις ρυθμίσεις στην ποσότητα παραγωγής, μπορεί να επιβάλλονται είτε ξεχωριστά είτε μαζί με τις ρυθμίσεις στις τιμές. Ένας κοινός τύπος ρύθμισης τόσο των ποσοτήτων παραγωγής όσο και των τιμών, που επιβάλλεται συχνά, αφορά την ικανοποίηση ολόκληρης της ζήτησης στην τιμή ρύθμισης. Η ρυθμιστική πολιτική τιμών μπορεί να ευνοεί διάφορα σχήματα τιμολόγησης, ανάλογα με το αν κατ αρχήν η ρύθμιση επιβάλλεται σε αγορές υπό συμμετρική ή ασύμμετρη πληροφόρηση. Οι αγορές υπό συμμετρική 26

πληροφόρηση είναι αυτές όπου ο ρυθμιστής έχει πλήρη πληροφόρηση για τα ζητήματα που τις αφορούν. Οι αγορές υπό ασύμμετρη πληροφόρηση είναι αυτές όπου ο ρυθμιστής έχει ελλιπή πληροφόρηση για τα ζητήματα που τις αφορούν (Ν. Βέττας, Ι. Κατσουλάκος: «Πολιτική Ανταγωνισμού και Ρυθμιστική Πολιτική»). Σε αγορές υπό συμμετρική πληροφόρηση, αν περιλαμβάνουν την διαπραγμάτευση επί ενός προϊόντος, εφαρμόζονται τιμολογιακές ρυθμίσεις όπως η Τιμολόγηση σε Επίπεδο Οριακού Κόστους, η Τιμολόγηση σε Επίπεδο Μέσου Κόστους, η Τιμολόγηση Οριακού Κόστους με Επιδότηση και η Μη Γραμμική Τιμολόγηση. Σε αγορές υπό συμμετρική πληροφόρηση, αν περιλαμβάνουν την διαπραγμάτευση επί περισσότερων του ενός προϊόντος, εφαρμόζονται ρυθμίσεις όπως η Τιμολόγηση Ramsey, η Τιμολόγηση Αιχμής Φορτίου, η Μη Γραμμική Τιμολόγηση και η Μη Γραμμική Τιμολόγηση ως Τιμολόγηση Δύο Προϊόντων. (Ν. Βέττας, Ι. Κατσουλάκος: «Πολιτική Ανταγωνισμού και Ρυθμιστική Πολιτική»). Σε αγορές υπό ασύμμετρη πληροφόρηση, λόγω της έλλειψης πληροφόρησης του ρυθμιστή, τα προβλήματα ρύθμισης παίρνουν δύο μορφές, την μορφή της δυσμενούς επιλογής και την μορφή του ηθικού κινδύνου. Η πρώτη κατηγορία περιλαμβάνει περιπτώσεις όπου η επιχείρηση δεν ελέγχει το χαρακτηριστικό για το οποίο έχει ανώτερη πληροφόρηση, απλώς μπορεί να χρησιμοποιήσει την πληροφόρηση της προς το συμφέρον της, επιλέγοντας πότε να συμμετάσχει ή να μη συμμετάσχει σε μια συναλλαγή με τον ρυθμιστή. Η δεύτερη κατηγορία περιλαμβάνει περιπτώσεις όπου η επιχείρηση μπορεί να επιλέξει ή να επηρεάσει ένα χαρακτηριστικό της, όμως αυτή η ενέργεια της δεν είναι ορατή από τον ρυθμιστή και συνεπώς πρέπει αυτός να δίνει κίνητρα ώστε η επιχείρηση να κάνει τις αποτελεσματικότερες επιλογές, ανάλογα με το πως ορίζει ο ρυθμιστής την αποτελεσματικότητα. (Ν. Βέττας, Ι. Κατσουλάκος: «Πολιτική Ανταγωνισμού και Ρυθμιστική Πολιτική»). 27

Η ρύθμιση τιμών σε αγορές υπό ασύμμετρη πληροφόρηση μπορεί να βασιστεί πάνω στο λεγόμενο Πλαίσιο Εντολέα Εντολοδόχου. Αυτό είναι ένα υπόδειγμα συμπεριφοράς στο οποίο τονίζεται ότι ο εντολέας (ρυθμιστής) πρέπει να δώσει τα κατάλληλα κίνητρα ώστε ο εντολοδόχος (ρυθμιζόμενη επιχείρηση) να επιλέξει να παράγει το κατά το δυνατό καλύτερο για τον εντολέα έργο (Ν. Βέττας, Ι. Κατσουλάκος: «Πολιτική Ανταγωνισμού και Ρυθμιστική Πολιτική»). Ειδικότερα το Πλαίσιο Εντολέα Εντολοδόχου συνίσταται συνήθως στο να παρουσιάζεται ένα σύνολο επιλογών στην υπό ρύθμιση επιχείρηση. Η βασική ιδέα είναι, μέσα από τις επιλογές της επιχείρησης, να προκύψει η καλύτερη δυνατή λύση. Πρέπει δηλαδή ο ρυθμιστής να γνωρίζει ότι η επιχείρηση έχει ανώτερη πληροφόρηση και να την καθοδηγεί να λαμβάνει αυτή τις αποφάσεις που θα εξασφαλίζουν κοινωνική ευημερία ταυτόχρονα με την επιδίωξη των δικών της σκοπών, χωρίς να επιβάλλει ο ίδιος διοικητικές ρυθμίσεις. (Ν. Βέττας, Ι. Κατσουλάκος: «Πολιτική Ανταγωνισμού και Ρυθμιστική Πολιτική»). Σε αγορές υπό ασύμμετρη πληροφόρηση τα σχήματα τιμολόγησης που προωθούνται από τον ρυθμιστή αφορούν Τιμολόγηση Με ή Χωρίς Επιδότηση, Τιμολόγηση Οροφής Τιμής και Τιμολόγηση Με Βάση Συγκρίσιμα Μεγέθη. (Ν. Βέττας, Ι. Κατσουλάκος: «Πολιτική Ανταγωνισμού και Ρυθμιστική Πολιτική»). Μεγάλη είναι η σημασία της δημοπράτησης αδειών εισόδου σε αγορές ή τμήματα αγορών. Η βασική ιδέα για τη ρύθμιση της δυνατότητας πρόσβασης επιχειρήσεων σε αγορές ή τμήματα αγορών, μέσω δημοπράτησης, είναι, ότι αν δεν είναι εφικτό να υπάρχει δυνατότητα ανταγωνισμού σε μια αγορά, θα πρέπει να υπάρχει ανταγωνισμός για την αγορά (Ν. Βέττας, Ι. Κατσουλάκος: «Πολιτική Ανταγωνισμού και Ρυθμιστική Πολιτική»). 28

Τα ζητήματα που προκύπτουν από μια τέτοια προσέγγιση είναι κυρίως δύο. Πρώτον αν θα υπάρχει, παράλληλα με την ανταγωνιστική διαδικασία εισόδου και επιβολή ρυθμιστικών κανόνων για την λειτουργία της επιχείρησης στην αγορά, μετά την είσοδο της. Δεύτερον σε ποιο βαθμό θα πρέπει να επιτρέπεται η είσοδος στην αγορά; Οπότε ο ρυθμιστής θα πρέπει να αποφασίσει με ποιον ακριβώς τρόπο θα γίνει η δημοπράτηση; Πόσες άδειες θα δοθούν; Αν θα υπάρχουν περαιτέρω ρυθμίσεις για τις επιχειρήσεις που θα αποκτήσουν τις άδειες μέσω της δημοπράτησης; (Ν. Βέττας, Ι. Κατσουλάκος: «Πολιτική Ανταγωνισμού και Ρυθμιστική Πολιτική»). Στην παρούσα εργασία ενδιαφέρει ιδιαίτερα η ρύθμιση που αφορά την τιμολόγηση της πρόσβασης στο σύστημα ηλεκτροδότησης από επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στην παραγωγή ή/και το χονδρικό εμπόριο ηλεκτρικής ενέργειας, σε κάθετες μεταξύ τους αγορές. Αυτό αφορά αγορές όπως αυτές της ηλεκτρικής ενέργειας, που μέχρι πρότινος λειτουργούσαν ως φυσικά μονοπώλια και πλέον έχουν απελευθερωθεί πλήρως ή μερικώς. Η ρύθμιση αφορά την πρόσβαση των νεοεισερχόμενων στην χονδρική ή/και στην λιανική αγορά παροχής ηλεκτρικής ενέργειας και σε ποιο βαθμό, καθώς και την χρήση βασικών δημόσιων υποδομών κοινής ωφέλειας, όπως τα δίκτυα ηλεκτροδότησης. Σημαντικό ρόλο σε αυτό διαδραματίζει και η ύπαρξη ανάγκης για παροχή καθολικής υπηρεσίας ηλεκτροδότησης προς κάθε καταναλωτή, ώστε να αντιμετωπίζονται ανισότητες στον τρόπο προσφοράς της ηλεκτρικής ενέργειας, σε διαφορετικές ομάδες καταναλωτών. Επειδή οι κάθετες αγορές συνδέονται μεταξύ τους και επηρεάζουν η μία την άλλη, οι σχετικές ρυθμίσεις σχεδιάζονται συνήθως ενιαία. Το ζήτημα της τιμολόγησης πρόσβασης είναι κεντρικής σημασίας στην ρύθμιση αγορών-πρώην φυσικών μονοπωλίων που έχουν πρόσφατα απελευθερωθεί, όπως αυτές της ηλεκτρικής ενέργειας, ιδιαίτερα όταν αυτές οι αγορές συνδέονται κάθετα μεταξύ τους και υπάρχει έλεγχος στην πρόσβαση είτε προς τους καταναλωτές είτε σε βασικές υποδομές (δίκτυα). Το βασικό 29

ζήτημα που προκύπτει, είναι πώς πρέπει να γίνει η ρύθμιση της τιμής στην οποία, ο ιδιοκτήτης του δικτύου ηλεκτροδότησης προσφέρει πρόσβαση στο δίκτυο του. Ο ρυθμιστής αντιμετωπίζει τα εξής διλήμματα. Πρώτον, αν η τιμή πρόσβασης, δηλαδή η τιμή χονδρικής της ηλεκτρικής ενέργειας στην οποία οι επιχειρήσεις μπορούν να χρησιμοποιήσουν την βασική υποδομή, δηλαδή το δίκτυο ηλεκτροδότησης, ρυθμιστεί σε πολύ υψηλό επίπεδο, θα λειτουργεί ως εμπόδιο εισόδου για το δυνητικά ανταγωνιστικό στάδιο παραγωγής. Αν, αντιθέτως, τεθεί σε πολύ χαμηλό επίπεδο, τότε θα εισέλθουν υπερβολικά πολλές και μεταξύ αυτών και αρκετές αναποτελεσματικές επιχειρήσεις, με συνέπεια να αυξηθεί το κοινωνικό κόστος χρήσης της βασικής υποδομής, δηλαδή του δικτύου ηλεκτροδότησης, λόγω της άσκοπης πολλαπλής πληρωμής του αναλογούντος σταθερού κόστους. Επιπλέον ο ρυθμιστής θα πρέπει να επιλέξει, κατά την διαδικασία δημοπράτησης, ως νικήτρια, την επιχείρηση η οποία προσφέρει ένα σχήμα τιμολόγησης το οποίο οδηγεί στην επίτευξη όχι μόνο της μεγιστοποίησης της αποτελεσματικότητας αλλά και της κοινωνικής ευημερίας, ιδιαίτερα αν πρόκειται για αγορές δημόσιων αγαθών και υπηρεσιών, όπως αυτές της ηλεκτρικής ενέργειας. Σε αυτό το πλαίσιο πολύ σημαντικό ρόλο στην κοινωνική ευημερία διαδραματίζει και η ποιότητα των παρεχόμενων αγαθών ή υπηρεσιών. Η ποιότητα θα πρέπει να αποτελεί προαπαιτούμενο που θα περιλαμβάνεται στους όρους της δημοπρασίας και η νικήτρια επιχείρηση θα πρέπει να αναδεικνύεται στη βάση μιας σύνθετης βαθμολογίας που εξαρτάται και από την τιμή και από την ποιότητα. Στην περίπτωση που μελετάται στην παρούσα εργασία, ποιότητα στην παροχή ηλεκτρικής ενέργειας από τους παραγωγούς ή/και τους χονδρεμπόρους ηλεκτρικής ενέργειας σημαίνει επαρκές απόθεμα ισχύος που να λειτουργεί ως αντιστάθμισμα σε τυχόν απώλειες ηλεκτρικού 30

φορτίου που οφείλονται σε προβλήματα του δικτύου ή σε εξάρσεις της ζήτησης για ηλεκτρική ενέργεια, κυρίως κατά τις θερινές περιόδους αιχμής της. Δεύτερον, αν μια επιχείρηση ελέγχει την πρόσβαση στο δίκτυο ηλεκτροδότησης αλλά ταυτόχρονα λειτουργεί και ως ανταγωνιστής των υπόλοιπων επιχειρήσεων στην παραγωγή, μεταφορά και διανομή ηλεκτρικής ενέργειας μπορεί να έχει κίνητρο να αυξήσει την τιμή πρόσβασης στην βασική υποδομή, δηλαδή το δίκτυο ηλεκτροδότησης. Από την άλλη πλευρά ο ρυθμιστής θα πρέπει να επιτρέψει στην επιχείρηση αυτή, να καλύπτει τουλάχιστον το σταθερό της κόστος και να αποφασίσει σε ποιο βαθμό θα της επιτρέψει να έχει λειτουργικά κέρδη στο επίπεδο της χονδρικής αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας και σε ποιο βαθμό στο επίπεδο της λιανικής αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας. Η βασική ιδέα είναι ότι μια δημοπρασία αποτελεί μια ανταγωνιστική διαδικασία η οποία θέτοντας πίεση στις επιχειρήσεις εξαλείφει τμήμα των υπερβολικών κερδών τους και κατευθύνει μια αγορά προς μια αποτελεσματικότερη λειτουργία. Εξετάζοντας το ζήτημα από την πλευρά των επιχειρήσεων που λαμβάνουν μέρος στην διαδικασία δημοπράτησης της αγοράς και υποθέτοντας ότι κάθε επιχείρηση γνωρίζει αν όχι το ακριβές κόστος των άλλων επιχειρήσεων, τουλάχιστον τα όρια στα οποία κυμαίνεται, νικήτρια στη σχετική δημοπρασία θα είναι η πλέον αποτελεσματική επιχείρηση δηλαδή αυτή με το χαμηλότερο μέσο κόστος παραγωγής, η οποία θα προσφέρει τιμή έστω και ελάχιστα χαμηλότερη από το μέσο κόστος παραγωγής της δεύτερης πιο αποτελεσματικής επιχείρησης. Αυτό συμβαίνει διότι η δεύτερη πιο αποτελεσματική επιχείρηση ή οποιαδήποτε άλλη επιχείρηση δεν μπορεί να προσφέρει χαμηλότερη τιμή καθώς κάτι τέτοιο θα την οδηγούσε σε ζημία, ενώ η πιο αποτελεσματική επιχείρηση δεν χρειάζεται να προσφέρει χαμηλότερη τιμή για να κερδίσει την 31