1 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1ο ΕΙΣΑΓΩΓΗ Η επένδυση (investment) αποτελεί μια δέσμευση κεφαλαίων που γίνεται με την προσδοκία μιας θετικής απόδοσης στο μέλλον. Η επένδυση διαφέρει της κερδοσκοπίας (speculation) σε δύο σημαντικά σημεία: πρώτον, ο επενδυτής έχει συνήθως ένα σχετικά μεγάλο χρονικό ορίζοντα κατά τη διάρκεια του οποίου αναμένει να πραγματοποιηθούν οι αποδόσεις της επένδυσής του, ενώ ο κερδοσκόπος έχει συνήθως ένα σύντομο χρονικό ορίζοντα δεύτερον, ο επενδυτής αναμένει κανονική απόδοση από την επένδυσή του, την οποία επιθυμεί να λαμβάνει με διαχρονική συνέπεια, ενώ ο κερδοσκόπος αναμένει υπερβολικά υψηλή απόδοση, χωρίς να ενδιαφέρεται για την διαχρονική της συνέπεια. Η αγορά ενός αξιογράφου μπορεί να γίνει για επενδυτικούς ή κερδοσκοπικούς σκοπούς: εξαρτάται από το ύψος των αναμενομένων αποδόσεων και τον χρονικό ορίζοντα του επενδυτή. Το βιβλίο αυτό ασχολείται κυρίως με τις επενδύσεις, αν και θα εξετασθούν και ορισμένες περιπτώσεις κερδοσκοπίας. Το κεφάλαιο αυτό περιλαμβάνει τρεις ενότητες. Στην πρώτη ενότητα σκιαγραφείται η επενδυτική διαδικασία. Στη δεύτερη ενότητα περιγράφονται τα γενικά χαρακτηριστικά του χρηματοοικονομικού συστήματος. Τέλος, στην τρίτη ενότητα εξετάζεται η ροή των χρηματοοικονομικών πόρων. 1.1 Η επενδυτική διαδικασία Η επένδυση μπορεί να οριστεί ως μια δέσμευση κεφαλαίων για ένα χρονικό διάστημα, η οποία αναμένεται να αποφέρει πρόσθετα κεφάλαια στον επενδυτή 1. Κάθε επένδυση απαιτεί να αποφύγει ο επενδυτής να καταναλώσει τα κεφάλαιά του, προκειμένου να επιδιώξει μια αβέβαιη μελλοντική ωφέλεια. Άρα, κάθε επένδυση ενέχει κίνδυνο σε κάποιο βαθμό. Κατά συνέπεια, οι επενδύσεις αναφέρονται στη διαχείριση του πλούτου (wealth) των επενδυτών, ο οποίος αποτελείται από το τρέχον εισόδημά τους και την παρούσα αξία όλων των μελλοντικών τους εισοδημάτων. 1 Ο ορισμός που δίνουν συνήθως τα λεξικά για την επένδυση είναι η «χρησιμοποίηση χρημάτων για την αγορά οποιουδήποτε από το οποίο αναμένεται τόκος ή κέρδος».
2 Η διαδικασία της επένδυσης σε αξιόγραφα 2 μπορεί να διαιρεθεί σε δύο μέρη: στην ανάλυση αξιογράφων (security analysis) και στη διαχείριση χαρτοφυλακίου (portfolio management). Η ανάλυση αξιογράφων ορίζεται ως η προσπάθεια να καθορισθεί εάν ένα αξιόγραφο έχει αποτιμηθεί σωστά από τους επενδυτές στην αγορά. Με άλλα λόγια, η ανάλυση αξιογράφων αναζητά υποτιμημένα αξιόγραφα. Η παραδοσιακή προσέγγιση της ανάλυσης αξιογράφων δίνει έμφαση στις προβλεπόμενες ταμειακές εισροές των αξιογράφων τις οποίες προεξοφλεί στο παρόν. Οι αξίες αυτές των αξιογράφων συγκρίνονται στη συνέχεια με τις αξίες που έχουν τα αξιόγραφα στην αγορά. Η σύγχρονη προσέγγιση της ανάλυσης αξιογράφων δίνει έμφαση όχι μόνο στην εκτίμηση των αποδόσεων των αξιογράφων, αλλά και στον κίνδυνο τον οποίο ενέχουν τα αξιόγραφα αυτά. Χαρτοφυλάκιο (portfolio) λέγεται ένας συνδυασμός διαφόρων περιουσιακών στοιχείων τα οποία κατέχει ένας επενδυτής. Το σύνολο αυτό των περιουσιακών στοιχείων μπορεί να περιλαμβάνει όλο τον πλούτο του επενδυτή ή ένα μέρος του πλούτου του. Με άλλα λόγια, ένα χαρτοφυλάκιο μπορεί να περιλαμβάνει όλα τα περιουσιακά στοιχεία τα οποία κατέχει ένας επενδυτής ή μόνο ορισμένα απ αυτά. Η διαχείριση χαρτοφυλακίου ορίζεται ως η διαδικασία συνδυασμού διαφόρων αξιογράφων σε ένα χαρτοφυλάκιο, το οποίο δημιουργείται ανάλογα με τις προτιμήσεις και τις ανάγκες του κάθε επενδυτή, η παρακολούθηση του χαρτοφυλακίου αυτού και η αποτίμηση της απόδοσής του. Η παραδοσιακή προσέγγιση στη διαχείριση χαρτοφυλακίου δίνει έμφαση στην επιλογή αξιογράφων που ανταποκρίνονται στις προτιμήσεις και στις ανάγκες του κάθε επενδυτή. Για παράδειγμα, ο σύμβουλος επενδύσεων ενός άγαμου επενδυτή νεαράς ηλικίας θα τον συμβούλευε να αγοράσει μετοχές νέων και δυναμικών εταιρειών που αναπτύσσονται γρήγορα. Αντίθετα, ο σύμβουλος επενδύσεων ενός χήρου συνταξιούχου επενδυτή θα τον συμβούλευε να αγοράσει κρατικές ομολογίες και μετοχές μεγάλων, αναγνωρισμένων και σταθερών εταιρειών (για παράδειγμα, μετοχές 2 Το αξιόγραφο (negotiable instrument) είναι ένα έγγραφο το οποίο ενσωματώνει ιδιωτικό δικαίωμα, συνδεδεμένο κατά τέτοιον τρόπο με το έγγραφο, ώστε για την άσκηση του δικαιώματος να είναι απαραίτητη η κατοχή του εγγράφου. Θα πρέπει, πάντως, να σημειώσουμε ότι νομοθετικός ορισμός του αξιογράφου μεχρι στιγμής δεν απαντά στην Ελληνική νομοθεσία. Εκτός από τον όρο αξιόγραφο, απαντούν και πολλοί άλλοι όροι με την ίδια περίπου έννοια. Τέτοιοι όροι είναι τα δικαιόγραφα, χρεώγραφα (securities), πιστωτικοί τίτλοι, χρηματόγραφα, τίτλοι παραστατικοί αξίας, κινητές αξίες, κ.λπ. Όλο και περισσότερο όμως φαίνεται να κερδίζει έδαφος, ιδίως στη νομική επιστήμη, ο όρος «αξιόγραφο». Αντίθετα, στη νομολογία χρησιμοποιείται πιο συχνά ο όρος «πιστωτικοί τίτλοι», τον οποίο χρησιμοποιεί περισσότερο και ο Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας. Στη συνέχεια του βιβλίου όλοι οι παραπάνω όροι θα χρησιμοποιούνται ως συνώνυμοι.
3 επιχειρήσεων κοινής ωφέλειας). Η σύγχρονη προσέγγιση στη διαχείριση χαρτοφυλακίου βασίζεται στις εκτιμήσεις της απόδοσης και του κινδύνου του χαρτοφυλακίου και στις προτιμήσεις του επενδυτή μεταξύ απόδοσης και κινδύνου. Η προσέγγιση αυτή λαμβάνει υπόψη της ότι ο κίνδυνος ενός χαρτοφυλακίου μπορεί να διαφέρει από το άθροισμα των κινδύνων των μεμονωμένων αξιογράφων που αποτελούν το χαρτοφυλάκιο. Το παρόν βιβλίο σκοπεύει να καλύψει συνοπτικά και τα δύο μέρη της επενδυτικής διαδικασίας που αναφέρθηκαν προηγουμένως. 1.2 Γενικά περί του χρηματοοικονομικού συστήματος Το σύνολο σχεδόν των οικονομικών μονάδων μπορεί να ενταχθεί σε μια από τις παρακάτω τρεις κατηγορίες: στα νοικοκυριά, στις επιχειρήσεις και στο Δημόσιο. Οι μονάδες αυτές έχουν ορισμένες εισπράξεις και κάνουν ορισμένες πληρωμές, μέσα σε μια συγκεκριμένη χρονική περίοδο. Ανάλογα με το καθαρό αποτέλεσμα το οποίο εμφανίζει η μονάδα στο τέλος της περιόδου, μπορεί να καταταγεί στις πλεονασματικές μονάδες (εκείνες δηλαδή που έχουν πιστωτικό υπόλοιπο), στις ελλειμματικές μονάδες (εκείνες δηλαδή που έχουν χρεωστικό υπόλοιπο) ή στις ισοσκελισμένες μονάδες (εκείνες δηλαδή που έχουν μηδενικό υπόλοιπο). Από τα παραπάνω γίνεται φανερό ότι οι πλεονασματικές μονάδες αναζητούν προτάσεις για να επενδύσουν τα κεφάλαια που τους περισσεύουν, ενώ οι ελλειμματικές μονάδες αναζητούν κεφάλαια για να χρηματοδοτήσουν τα ελλείμματά τους. Άρα, οι δύο αυτές κατηγορίες οικονομικών μονάδων έχουν συμπληρωματικές επιδιώξεις και, επομένως, είναι απαραίτητη η ύπαρξη ενός μηχανισμού ο οποίος θα τις φέρνει σε επικοινωνία και θα διευκολύνει τις συναλλαγές μεταξύ τους. Τον σκοπό αυτό επιτελεί το χρηματοοικονομικό σύστημα. Το χρηματοοικονομικό σύστημα (financial system) ασχολείται με τη διοχέτευση χρημάτων από τις πλεονασματικές μονάδες στις ελλειμματικές και την αποδοχή από τις πλεονασματικές μιας γραπτής υπόσχεσης των ελλειμματικών ότι θα καταβάλλουν ένα ποσό χρημάτων στον κομιστή της υπόσχεσης σε μια μελλοντική χρονική στιγμή. Οι γραπτές αυτές υποσχέσεις αποτελούν χρηματοοικονομικές απαιτήσεις (financial claims) που έχουν οι κομιστές τους από τους εκδότες των αξιογράφων αυτών. Θα πρέπει, πάντως, να σημειωθεί ότι τα αξιόγραφα αυτά αποτελούν υποχρεώσεις για τη μονάδα που δανείζεται (δηλαδή την ελλεμματική μονάδα), ενώ για τη μονάδα που δανείζει (δηλαδή την πλεονασματική)
4 αποτελούν απαιτήσεις, καθώς είναι στοιχεία του ενεργητικού της. Παραδείγματα τέτοιων αξιογράφων είναι οι ομολογίες, τα έντοκα γραμμάτια του Ελληνικού Δημοσίου, τα πιστοποιητικά καταθέσεων κ.λπ. Πολλά από τα αξιόγραφα αυτά είναι διαπραγματεύσιμα σε διάφορες δευτερογενείς αγορές. 1.3 Η ροή των χρηματοοικονομικών πόρων Η χρηματοδότηση των ελλειμματικών μονάδων (ή, εναλλακτικά, η επένδυση των πλεονασματικών μονάδων) μπορεί να γίνει με δύο τρόπους: Άμεση χρηματοδότηση (direct financing or investing). Στην περίπτωση αυτή η πλεονασματική μονάδα επενδύει απευθείας στα αξιόγραφα που εκδίδει η ελλειμματική μονάδα. Παραδείγματα της επένδυσης αυτής αποτελούν η αγορά μετοχών, ομολογιών, εντόκων γραμματίων κ.λπ. Αυτή η μορφή επένδυσης έχει ένα μειονέκτημα: είναι πιθανό το αξιόγραφο το οποίο θέλει να πουλήσει η ελλεμματική μονάδα να μη συμπίπτει με το αξιόγραφο το οποίο θέλει να αγοράσει η πλεονασματική. Με άλλα λόγια, οι προτιμήσεις των μονάδων μπορεί να διαφέρουν και συνήθως διαφέρουν στη διάρκεια ή/και στο ποσό της συναλλαγής. Έμμεση χρηματοδότηση (indirect financing or investing). Στην περίπτωση αυτή η πλεονασματική μονάδα επενδύει στην ελλειμματική διαμέσου ενός χρηματοοικονομικού οργανισμού ο οποίος παίζει το ρόλο του χρηματοοικονομικού ενδιάμεσου (financial intermediary). Ειδικότερα, οι επενδυτές αγοράζουν αξιόγραφα ενός χρηματοοικονομικού οργανισμού, ο οποίος στη συνέχεια χρησιμοποιεί τα κεφάλαια αυτά των επενδυτών για την αγορά διάφορων αξιογράφων των ελλειμματικών μονάδων. Παραδείγματα της επένδυσης αυτής αποτελούν η αγορά μεριδίων αμοιβαίων κεφαλαίων, η αγορά μετοχών εταιρειών επενδύσεων χαρτοφυλακίου κ.λπ. Σήμερα, οι περισσότερες επενδύσεις διεθνώς γίνονται με έμμεσο τρόπο. Οι χρηματοοικονομικές αγορές (financial markets) είναι οι οργανισμοί και οι διαδικασίες που διευκολύνουν τις συναλλαγές σε όλων των ειδών τις χρηματοοικονομικές απαιτήσεις. Οι χρηματοοικονομικές αγορές διακρίνονται, ανάλογα με το χρόνο λήξης των χρηματοοικονομικών απαιτήσεων οι οποίες αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε αυτές, στις παρακάτω δύο κατηγορίες:
5 στην αγορά χρήματος ή χρηματαγορά (money market), όπου αντικείμενο διαπραγμάτευσης αποτελούν βραχυπρόθεσμες χρηματοοικονομικές απαιτήσεις (με διάρκεια μέχρι ένα έτος) στην αγορά κεφαλαίου ή κεφαλαιαγορά (capital market), όπου αντικείμενο διαπραγμάτευσης αποτελούν μακροπρόθεσμες χρηματοοικονομικές απαιτήσεις (με διάρκεια μεγαλύτερη από ένα έτος). Ένας άλλος τρόπος ταξινόμησης των χρηματοοικονομικών αγορών είναι ανάλογα με το εάν οι χρηματοοικονομικές απαιτήσεις που αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε αυτές είναι νεοεκδιδόμενες ή όχι. Στη περίπτωση αυτή υπάρχουν δύο κατηγορίες, που είναι οι εξής: Η πρωτογενής αγορά (primary market), στην οποία αντικείμενο διαπραγμάτευσης αποτελούν μόνο νεοεκδιδόμενες χρηματοοικονομικές απαιτήσεις. Η δευτερογενής αγορά (secondary market), στην οποία αντικείμενο διαπραγμάτευσης αποτελούν χρηματοοικονομικές απαιτήσεις παλαιοτέρων εκδόσεων. ΣΥΝΟΨΗ Η επένδυση μπορεί να ορισθεί ως μια δέσμευση κεφαλαίων για ένα χρονικό διάστημα, η οποία αναμένεται να αποφέρει πρόσθετα κεφάλαια στον επενδυτή. Η διαδικασία της επένδυσης μπορεί να διαιρεθεί σε δύο μέρη: στην ανάλυση αξιογράφων και στη διαχείριση χαρτοφυλακίου. Η ανάλυση αξιογράφων ορίζεται ως η προσπάθεια να καθορισθεί εάν ένα αξιόγραφο έχει αποτιμηθεί σωστά από τους επενδυτές στην αγορά. Με άλλα λόγια, η ανάλυση αξιογράφων αναζητά υποτιμημένα αξιόγραφα. Η διαχείριση χαρτοφυλακίου ορίζεται ως η διαδικασία συνδυασμού διαφόρων αξιογράφων σε ένα χαρτοφυλάκιο, το οποίο δημιουργείται ανάλογα με τις προτιμήσεις και τις ανάγκες του κάθε επενδυτή, η παρακολούθηση του χαρτοφυλακίου αυτού και η αποτίμηση της απόδοσής του. Το χρηματοοικονομικό σύστημα ασχολείται με τη διοχέτευση χρημάτων από τις πλεονασματικές μονάδες στις ελλειμματικές και την αποδοχή από τις πλεονασματικές μιας γραπτής υπόσχεσης των ελλειμματικών ότι θα καταβάλουν
6 ένα ποσό χρημάτων στον κομιστή της υπόσχεσης σε μια μελλοντική χρονική στιγμή. Η χρηματοδότηση των ελλειμματικών μονάδων μπορεί να γίνει με δύο τρόπους: (α) με άμεση χρηματοδότηση, ή (β) με έμμεση χρηματοδότηση. Στην άμεση χρηματοδότηση η πλεονασματική μονάδα επενδύει απευθείας στα αξιόγραφα που εκδίδει η ελλεμματική μονάδα. Στην έμμεση χρηματοδότηση η πλεονασματική μονάδα επενδύει στην ελλειμματική διά μέσου ενός χρηματοοικονομικού οργανισμού, ο οποίος παίζει το ρόλο του χρηματοοικονομικού ενδιάμεσου. Οι χρηματοοικονομικές αγορές είναι οι οργανισμοί και οι διαδικασίες που διευκολύνουν τις συναλλαγές σε όλων των ειδών τις χρηματοοικονομικές απαιτήσεις. Οι χρηματοοικονομικές αγορές διακρίνονται, ανάλογα με τον χρόνο λήξης των χρηματοοικονομικών απαιτήσεων οι οποίες αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε αυτές, σε αγορές χρήματος και αγορές κεφαλαίου. Επιπλέον, οι χρηματοοικονομικές αγορές διακρίνονται, ανάλογα με το εάν οι χρηματοοικονομικές απαιτήσεις που αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε αυτές είναι νεοεκδιδόμενες ή όχι, σε πρωτογενείς και σε δευτερογενείς αγορές. ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ ΕΛΛΗΝΟΓΛΩΣΣΗ Βασιλείου Δ., (2008), Διαχείριση Χαρτοφυλακίου, 2 η έκδοση, Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο, Πάτρα. ΞΕΝΟΓΛΩΣΣΗ Bernstein P. L. and A. Damodaran, (ed.), (1998), Investment Management, John Wiley & Sons, New York. Bodie Z., A. Kane and A. J. Marcus, (2008), Investments, 7 th ed., Irwin/McGraw- Hill, Boston. Elton E., Gruber M., Brown S. and W. Goetzmann, (2007a), Modern Portfolio Theory and Investment Analysis, 7 th ed., John Wiley & Sons, New York. Fabozzi F. J., (1999), Investment Management, 2 nd ed., Prentice-Hall, Upper Saddle River, New Jersey.
7 Fabozzi F. J. and H. M. Markowitz (eds.), (2002), The Theory and Practice of Investment Management, John Wiley & Sons, New Jersey. Farrell, J. Jr., (1997), Portfolio Management: Theory & Application, 2 nd ed., McGraw-Hill, New York. Francis J. C. and R. Ibbotson, (2002), Investments: A Global Perspective, Prentice- Hall, Upper Saddle River, New Jersey. Haugen R. A., (2001), Modern Investment Theory, 5 th ed., Prentice Hall, Upper Saddle River, New Jersey. Jones C. P., (2006), Investments: Analysis and Management, 10 th ed., John Wiley & Sons, New York. Reilly F. K. and K. C. Brown, (2006), Investment Analysis and Portfolio Management, 8 th ed., Thomson South Western, Ohio. Rose P. S. and M. Marquis, (2005), Money and Capital Markets, 9 th ed., Irwin/McGraw-Hill, New York. Sharpe W., G. J. Alexander, and J. V. Bailey, (1999), Investments, 6 th ed., Prentice- Hall, Englewood Cliffs, New Jersey. Vasiliou D., (2005), Investment Analysis and Portfolio Management, Hellenic Open University, Patras.